Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 199 εγγραφές  [0-20]


  • EFTA (η): Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών (ακρ. ΕΖΕΣ). [< αγγλ. European Free Trade Association, 1960]
  • αεροπορία [ἀεροπορία] α-ε-ρο-πο-ρί-α ουσ. (θηλ.) (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Α): οτιδήποτε αφορά τη μετακίνηση με αεροσκάφη και το σύνολο των τεχνικών και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τον σχεδιασμό, την κατασκευή ή τη λειτουργία τους: μαχητική/ναυτική/στρατιωτική ~. Υπηρεσία Πολιτικής ~ας. Βλ. αεροπλοΐα. ● ΣΥΜΠΛ.: Πολεμική Αεροπορία (ακρ. ΠΑ) & Αεροπορία: κλάδος των (ελληνικών) ΕΔ, με αποστολή την αποτροπή των επιθέσεων από αέρος, τη διεξαγωγή αεροπορικών επιχειρήσεων, τη διασφάλιση της αεράμυνας της χώρας και την παροχή αεροπορικής προστασίας: Αξιωματικός της ~ής ~ας (βλ. ανθυπασπιστής, πτέραρχος, σμηναγός, σμήναρχος, σμηνίας, σμηνίτης). Σχολές της ~ής ~ας (: ΣΙ, ΣΙΡ, ΣΜΑ, ΣΤΥΑ, ΣΥΔ). Στολές της ~ής ~ας. Η κοινωνική προσφορά της ~ής ~ας (: αεροπυρόσβεση, αεροδιακομιδές, έρευνα-διάσωση). Βλ. ΑΑΥΕ, ΑΤΑ, ΓΝΑ, ΔΑΕ, ΔΑΥ, ΚΕΑ, ΠΕΑ, ΣΠΑ, ΤΑΑ, ΤΑΣΑ, αερονομία.|| Γενικό Επιτελείο/Μετοχικό Ταμείο ~ας. Αρχηγείο Τακτικής ~ας. Κατατάχθηκε/υπηρετεί τη θητεία του στην ~. [< αγγλ. Air Force, 1917] ● ΦΡ.: υπέρ της αεροπορίας (παλαιότ.-ειρων.): για χρήματα που δίνονται χωρίς να γίνει έργο ή χωρίς να ξέρει κανείς τον σκοπό καταβολής τους. [< μεσν. αεροπορία 'πορεία στον αέρα', γαλλ. aviation]
  • άι-κιου [ἄι-κιου] ά-ι-κιου ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & αϊκιού & IQ: δείκτης νοημοσύνης, ευφυΐας ενός ατόμου, που καθορίζεται από ειδικό τεστ: υψηλό/χαμηλό ~. ● ΦΡ.: άι-κιου ραδικιού (προφ.-ειρων.): για να δηλωθεί ο χαμηλός δείκτης νοημοσύνης ενός προσώπου. [< ακρ. του αγγλ. Intelligence Quotient (IQ), 1916]
  • άμπερ αλέρτ [ἄμπερ ἀλέρτ] ά-μπερ α-λέρτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: σύστημα άμεσης και έγκαιρης δημόσιας κοινοποίησης και μετάδοσης πληροφοριών, που αφορά την εξαφάνιση παιδιών. Βλ. σίλβερ αλέρτ. [< αμερικ. Amber (ακρ. America's Missing Broadcast Emergency Response) Alert, 1997]
  • αναγκαστικός , ή, ό [ἀναγκαστικός] α-να-γκα-στι-κός επίθ.: υποχρεωτικός, επιβεβλημένος, αναγκαίος: ~ός: εγκλεισμός (ασθενούς)/περιορισμός/πλειστηριασμός/συµβιβασµός/χαρακτήρας (διάταξης). ~ή: απαλλοτρίωση (ακινήτων)/διακοπή/(ΟΙΚΟΝ.) εκκαθάριση/εκποίηση/επιλογή/λύση/ματαίωση (πτήσης)/νοσηλεία/παραίτηση/σίτιση (απεργού πείνας). ~ό: δάνειο. (ΝΟΜ.) ~ά: μέτρα. Πβ. αναπόφευκτος, εξ~, κατ~. Βλ. ψυχ~. ΑΝΤ. προαιρετικός ● επίρρ.: αναγκαστικά: Θα περάσεις ~ (= αναπόφευκτα) από εδώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστική διαχείριση: ΝΟΜ. μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν έχει εξοφλήσει το χρέος του, κατά το οποίο ανατίθεται προσωρινά η διαχείριση του ακινήτου ή της επιχείρησής του σε πρόσωπο που ορίζεται από το δικαστήριο, μετά από υπόδειξη του δανειστή: τελεί υπό ~ ~. Καθεστώς ~ής ~ης. Στην εταιρεία έχει επιβληθεί ~ ~, γιατί βρίσκεται στα όρια της πτώχευσης., αναγκαστική εκτέλεση: ΝΟΜ. μορφή άμεσης εκτέλεσης δικαστικής απόφασης με κλητήρα και συμβολαιογράφο (π.χ. κατάσχεση, προσωπική κράτηση): ~ ~ (που στρέφεται) κατά του ... , αναγκαστική προσγείωση: προσγείωση αεροσκάφους συνήθ. σε διαφορετικό αεροδρόμιο προορισμού ή και (σε χώρο) εκτός αεροδρομίου: ασφαλής/ελεγχόμενη ~ ~. Το αεροπλάνο/το ελικόπτερο έκανε/πραγματοποίησε/υποχρεώθηκε σε ~ ~ λόγω σφοδρής κακοκαιρίας/προβλήματος στον κινητήρα.|| (μτφ.) ~ ~ στην πραγματικότητα., αναγκαστικός νόμος (ακρ. ΑΝ): ΝΟΜ. νόμος προσωρινής ισχύος., κανόνες αναγκαστικού Δικαίου & αναγκαστικό Δίκαιο: ΝΟΜ. κανόνες απαραβίαστοι με υποχρεωτική ισχύ, χωρίς δυνατότητα παρέκκλισης από τις διατάξεις τους με ιδιωτική βούληση. Βλ. Ενδοτικό Δίκαιο. [< λατ. ius cogens] , αναγκαστική κατάσχεση βλ. κατάσχεση, αναγκαστική πώληση βλ. πώληση, αναγκαστικό αίτιο βλ. αίτιο, αναγκαστικός γάμος βλ. γάμος [< αρχ. ἀναγκαστικός, γαλλ. forcé, obligatoire]
  • αναπηρία [ἀναπηρία] α-να-πη-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση ενός ατόμου, η οποία χαρακτηρίζεται από έλλειψη ή μείωση της λειτουργικότητας σε έναν ή περισσότερους τομείς της ζωής του, λόγω σωματικής, ψυχικής ή νοητικής βλάβης ή απουσίας μέλους ή οργάνου: απόλυτη/ελαφρά/μέτρια/πλήρης/σοβαρή (/βαριά) ~. Μερική/ολική/πολλαπλή ~ (πβ. ανικανότητα). Ακουστική (= κώφωση)/(δια)νοητική (= υστέρηση)/οπτική (= τύφλωση) ~. Άτομα με ~ (ακρ. ΑμεΑ). Βαθμός/επίδομα/πιστοποιητικό/ποσοστό ~ας. Πβ. κουσούρι, σακατιλίκι. Βλ. αρτιμέλεια. 2. (μτφ.) ανεπάρκεια, δυσλειτουργία (κυρ. κοινωνικής δομής, θεσμού ή συστήματος). ● ΣΥΜΠΛ.: κάρτα αναπηρίας & κάρτα λειτουργικότητας: πιστοποιητικό βεβαίωσης της αναπηρίας του κατόχου του, καθώς και του βαθμού της, ώστε να καθίσταται δικαιούχος διευκολύνσεων, ενισχύσεων και μέριμνας από την πλευρά της Πολιτείας. [< αγγλ. disabled/disablitiy card] , αναπηρική σύνταξη βλ. αναπηρικός, κινητική αναπηρία βλ. κινητικός, νοητική/διανοητική (καθ)υστέρηση/αναπηρία βλ. υστέρηση [< αρχ. ἀναπηρία ‘ακρωτηριασμός, σακάτεμα’, γαλλ. invalidité, αγγλ. disability]
  • ανταγωνιστικότητα [ἀνταγωνιστικότητα] α-ντα-γω-νι-στι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΝ. η ιδιότητα του ανταγωνιστικού· ανταγωνισμός: υψηλή/χαμηλή ~. Η ~ μιας επιχείρησης/της οικονομίας/ενός προϊόντος. Καινοτομία και ~. Δείκτες ~ας. Αυξάνεται/βελτιώνεται/βυθίζεται/διασφαλίζεται/ενισχύεται/υποχωρεί η ~ μιας χώρας. Επιχειρησιακό Πρόγραμμα ~ας (ακρ. Ε.Π.ΑΝ.). Βλ. άμιλλα, συναγωνισμός, συναγωνιστικότητα, -ότητα. [< αγγλ. competitiveness, γαλλ. compétitivité, 1960]
  • αντιδρώ [ἀντιδρῶ] α-ντι-δρώ ρ. (αμτβ.) {αντιδρ-άς ... | αντέδρα-σα, αντιδρά-σει, μτχ. (λόγ.) αντιδρών, -ώσα, -ών, αντιδρ-ώντας} 1. ενεργώ ή συμπεριφέρομαι με ορισμένο τρόπο εξαιτίας γεγονότος, πράξης, κατάστασης, ερεθίσματος: ~σε αποφασιστικά/βίαια/δυναμικά/θετικά/σπασμωδικά. Τους άκουγε χωρίς να ~σει. Πβ. αντενεργώ, απαντώ.|| (ΙΑΤΡ.) Ο εγκέφαλος/το σώμα του δεν ~ά (: για ασθενή σε κώμα). Ο άρρωστος ~σε θετικά στην αγωγή. Πβ. ανταποκρίνομαι. ΑΝΤ. ανέχομαι 2. εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι σε κάτι: Έχουν εξαγγείλει απεργία, ~ώντας στα νέα μέτρα. ~ούν κατά (ή εναντίον) του πολέμου. Πβ. διαμαρτύρομαι, δυσανασχετώ.αντιδρά: ΧΗΜ. υποβάλλεται σε χημική αντίδραση: Το υδρογόνο ~ με (το) οξυγόνο και δίνει νερό. ~ών: μείγμα/σώμα. ~ώσες: ουσίες/πρώτες ύλες.|| (ΙΑΤΡ.) C-~ώσα πρωτεΐνη (: ακρ. CRP, δηλωτική φλεγμονωδών καταστάσεων, όταν ανιχνευθεί στον ορό αίματος). [< αρχ. ἀντιδρῶ ‘ενεργώ εναντίον, ανταποδίδω’, γαλλ. réagir]
  • αντιεμπλοκή [ἀντιεμπλοκή] α-ντι-ε-μπλο-κή ουσ. (θηλ.): μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: σύστημα αντιεμπλοκής (κατά την πέδηση) (ακρ. ABS): ΤΕΧΝΟΛ. ηλεκτρομηχανικό σύστημα των οχημάτων και των αεροσκαφών για την αποφυγή του μπλοκαρίσματος των τροχών κατά το φρενάρισμα.
  • αντικείμενο [ἀντικείμενο] α-ντι-κεί-με-νο ουσ. (ουδ.) {αντικειμέν-ου} 1. πράγμα με συγκεκριμένη μορφή, που συνήθ. γίνεται αντιληπτό μέσω των αισθήσεων, δεν αποτελεί ζωντανό οργανισμό και προορίζεται για συγκεκριμένη χρήση: αιχμηρό/μεταλλικό/πολύτιμο ~. Άψυχα/μεταχειρισμένα/υλικά ~α. ~α εξοπλισμού γραφείου/καθημερινής χρήσης. Άγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενα ~α (ακρ. ΑΤΙΑ, UFO, πβ. ούφο). Δεν σου επιτρέπω να ψάχνεις τα προσωπικά μου ~α! Βλ. μικρο~. 2. οτιδήποτε αποτελεί το θέμα, τον σκοπό ή την αιτία (ενέργειας, δραστηριότητας, συναισθήματος): γνωστικό/επιστημονικό/ερευνητικό ~. ~ αγάπης/εκμετάλλευσης/εργασίας/έρευνας/θαυμασμού/κριτικής (= στόχος)/πολιτικής αντιπαράθεσης/σπουδών/σχολίων/χλευασμού. Μόνιμο ~ συζήτησης.|| (ΝΟΜ.) ~ δικαιοπραξίας/δικαιώματος/πώλησης/σύμβασης. 3. ΓΡΑΜΜ. συντακτικός όρος πρότασης ή φράσης που δηλώνει τον αποδέκτη της ενέργειας του ρήματος: πτώση του ~ένου (: αιτιατική, γενική). ● ΣΥΜΠΛ.: άμεσο αντικείμενο: ΓΡΑΜΜ. πρόσωπο, πράγμα ή αφηρημένη έννοια στην οποία μεταβαίνει απευθείας η ενέργεια του υποκειμένου: π.χ. Πλένω τα πιάτα. Πβ. συμπλήρωμα., έμμεσο αντικείμενο: ΓΡΑΜΜ. πρόσωπο ή πράγμα που συμπληρώνει την έννοια του ρήματος ή σχετίζεται με το άμεσο αντικείμενο: λ.χ. Του χάρισε ένα βιβλίο (: η λ. "του" είναι ~ ~)., εσωτερικό/σύστοιχο αντικείμενο: ΓΡΑΜΜ. που παράγεται ετυμολογικά από το ρήμα με το οποίο συντάσσεται ή φανερώνει το αποτέλεσμα που προκύπτει από την ενέργεια του ρήματος: π.χ. Τραγουδώ ένα τραγούδι., οικονομικό αντικείμενο: το κόστος για την υλοποίηση ενός έργου., φυσικό αντικείμενο: σύνολο εργασιών που πρέπει να ολοκληρωθούν για την υλοποίηση ενός έργου., αντικείμενο αναφοράς βλ. αναφορά, μεταβατικό αντικείμενο βλ. μεταβατικός ● ΦΡ.: εξ αντικειμένου (λόγ.): αντικειμενικά, εκ των πραγμάτων, από ή με βάση τις αντικειμενικές συνθήκες: ~ ~ δυσκολίες. ΑΝΤ. εξ υποκειμένου [< αρχ. ἀντικείμενον, γαλλ. objet, αγγλ. object]
  • αντιπρόσωπος [ἀντιπρόσωπος] α-ντι-πρό-σω-πος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αντιπροσώπ-ου | -ων, -ους}: πρόσωπο που με εξουσιοδότηση ενεργεί ή παρίσταται για λογαριασμό άλλου: ειδικός/εξουσιοδοτημένος/επίσημος/μόνιμος/νόμιμος ~. Οι ~οι του έθνους/του λαού (: οι βουλευτές). Οι ~οι του Θεού (: οι ιερείς). Ορίστηκε/στάλθηκε (ως) ~. ~-πωλητής. Η Βουλή των ~ων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πβ. απεσταλμένος, πληρεξούσιος, πράκτορας.|| (ΝΟΜ.) Άμεσος/έμμεσος ~.|| (σπανιότ.) Βασικός ~ (= εκφραστής) μιας άποψης/ομάδας. ΣΥΝ. εκπρόσωπος. Βλ. -πρόσωπος. ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστικός αντιπρόσωπος: ΕΜΠΟΡ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει το δικαίωμα της αποκλειστικής διάθεσης των προϊόντων μιας επιχείρησης σε ορισμένη περιοχή: ~ ~ και διανομέας/εισαγωγέας της εταιρείας ... [< αγγλ. exclusive representative] , δικαστικός αντιπρόσωπος: νομικός στον οποίο ανατίθεται ο έλεγχος για τη νομιμότητα της εκλογικής διαδικασίας και της έκδοσης των αποτελεσμάτων εκλογικού τμήματος., διπλωματικός αντιπρόσωπος/εκπρόσωπος: πρόσωπο επίσημα εξουσιοδοτημένο από το κράτος να το εκπροσωπεί διπλωματικά στο εξωτερικό. Πβ. διπλωμάτης, επιτετραμμένος, πρεσβευτής., εκλογικός αντιπρόσωπος: αντιπρόσωπος κόμματος ή υποψηφίου σε εκλογικό τμήμα, στον οποίο ανατίθεται η τήρηση της διαφάνειας της εκλογικής διαδικασίας και της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων., εμπορικός αντιπρόσωπος: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αντιπροσωπεύει μία ή περισσότερες παραγωγικές ή εμπορικές επιχειρήσεις έναντι των πελατών εμπόρων. Βλ. διανομέας. , Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ακρ. ΕΜΑ): όργανο που αποτελείται από πρέσβεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει ως έργο την προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. Comité des Représentants Permanents] [< μεσν. αντιπρόσωπος, γαλλ. représentant, αγγλ. representative]
  • αντισφαίριση [ἀντισφαίριση] α-ντι-σφαί-ρι-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ΑΘΛ. τένις: Ελληνική Φίλαθλη Ομοσπονδία ~ης (ακρ. ΕΦΟΑ). Βλ. καλαθο-, πετο-, χειρο-σφαίριση. ● ΣΥΜΠΛ.: επιτραπέζια αντισφαίριση & επιτραπέζιο τένις: πινγκ πόνγκ.
  • αντιτρομοκρατικός , ή, ό [ἀντιτρομοκρατικός] α-ντι-τρο-μο-κρα-τι-κός επίθ.: που αποσκοπεί στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας ή σχετίζεται με αυτή: ~ός: αγώνας/νόμος (προφ. τρομονόμος). ~ή: δράση/επιχείρηση/νομοθεσία. ~ές: δυνάμεις. ~ά: μέτρα. Ειδική Κατασταλτική ~ή Μονάδα (ακρ. ΕΚΑΜ). ● Ουσ.: αντιτρομοκρατική (η): (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Α) η αντίστοιχη υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας. [< αγγλ. antiterrorist, 1949, γαλλ. antiterroriste, contre-terroriste, περ. 1960]
  • αποχέτευση [ἀποχέτευση] α-πο-χέ-τευ-ση ουσ. (θηλ.) 1. συλλογή λυμάτων και όμβριων υδάτων μέσω δικτύου αγωγών, τα οποία κατόπιν οδηγούνται σε εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού ή στη θάλασσα αντίστοιχα· συνεκδ. αποχετευτικό σύστημα: ~ ακαθάρτων. Αντλία/τέλη/Υπηρεσίες ~ης. Εταιρεία Υδρεύσεως και ~εύσεως Πρωτευούσης (ακρ. Ε.ΥΔ.Α.Π.).|| Βούλωσε η ~. Σωλήνες για ~εύσεις. Αποφρακτικό/συντήρηση ~εύσεων. Βλ. βόθρος, υπόνομος. 2. ΙΑΤΡ. απομάκρυνση υγρών ουσιών του οργανισμού: φλεβική ~. [< μτγν. ἀποχέτευσις]
  • αρχείο [ἀρχεῖο] αρ-χεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. συλλογή συνήθ. ταξινομημένου υλικού, που φυλάσσεται για διοικητικούς, ιστορικούς, επιστημονικούς, πρακτικούς ή συναισθηματικούς λόγους· κατ' επέκτ. ο χώρος φύλαξής του: κινηματογραφικό/λαογραφικό/λεξικογραφικό/μουσικό/φωτογραφικό ~. Ψηφιακό ~. ~ άρθρων/δεδομένων/δελτίων τύπου/δημοσιευμάτων/εγγράφων/εικόνων/ήχου/ταινιών (βλ. ταινιοθήκη)/χειρογράφων. Διάσωση/δημιουργία/ενημέρωση/ευρετηρίαση/τήρηση ~ου. Απόρρητα/εθνικά/οικογενειακά/συμβολαιογραφικά ~α. Κρατώ (προσωπικό) ~ (βλ. αποδελτιώνω).|| ~ εφημερίδας/μουσείου. Πλάνα ~ου (: σε δελτίο ειδήσεων). Τα ~α της Ασφάλειας/των μυστικών υπηρεσιών. Βλ. αρχειο-, βιβλιο-θήκη. 2. ΠΛΗΡΟΦ. σύνολο σχετικών μεταξύ τους δεδομένων ή προγραμμάτων που αποθηκεύονται ως ενιαία μονάδα στην περιφερειακή μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή: αποθήκευση/αποστολή/δημιουργία/επεξεργασία/επισύναψη/λήψη/μορφή/συμπίεση ~ου. Εκτελέσιμα/επισυναπτόμενα/συνημμένα ~α. Διακομιστής/πρωτόκολλο μεταφοράς/ταξινόμηση ~ων. Το μέγεθος/η μορφή/το όνομα ενός ~ου. Βλ. φάκελος. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχείο εντολών: ΠΛΗΡΟΦ. σύνολο αποθηκευμένων εντολών και προγραμμάτων. [< αγγλ. command file] , αρχείο συστήματος: ΠΛΗΡΟΦ. που περιέχει κώδικα ή δεδομένα, απαραίτητο/α για τη λειτουργία του υπολογιστή. [< αγγλ. system file] , Γενικά Αρχεία του Κράτους (ακρ. ΓΑΚ): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. δημόσια υπηρεσία, αρμόδια για τη συγκέντρωση, ταξινόμηση και συντήρηση του αρχειακού υλικού της χώρας (εγγράφων και χειρογράφων) με ιστορική, πολιτιστική, διοικητική, οικονομική και κοινωνική σημασία., κρυμμένο αρχείο: ΠΛΗΡΟΦ. που ανήκει στο λειτουργικό συνήθ. σύστημα υπολογιστή και έχει την ιδιότητα να μην είναι εμφανές στους καταλόγους στους οποίους έχουν πρόσβαση οι χρήστες. [< αγγλ. hidden file] ● ΦΡ.: στο αρχείο: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν αποτελεί πια αντικείμενο έρευνας ή/και ενδιαφέροντος: Έβαλαν/έστειλαν την υπόθεση ~ ~. Η αίτηση/ο φάκελος μπήκε/τέθηκε ~ ~. Βλ. χρονοντούλαπο της ιστορίας. [< 1: μτγν. ἀρχεῖον, γαλλ. archives, αγγλ. archive 2: αγγλ. file]
  • αρχή [ἀρχή] αρ-χή ουσ. (θηλ.) 1. σημείο στον χρόνο ή τον χώρο, από το οποίο κάτι αποκτά υπόσταση, εμφανίζεται για πρώτη φορά: η ~ του κόσμου/των πάντων/του Σύμπαντος (: δημιουργία). Η ~ της ζωής (: γέννηση). Από την ~ (= έναρξη) του χρόνου. Στις ~ές του έτους (ΑΝΤ. τέλη). Στην ~ (= αρχικά), νόμιζα ότι είχα κάνει λάθος. Από την ~ είχα αντιρρήσεις (= εξαρχής, από την πρώτη στιγμή). Ελάτε να κάνουμε μια ελπιδοφόρα/καινούργια/νέα ~ (= ξεκίνημα)! (ως ευχή) Καλή ~ στη νέα σου δουλειά! Βλ. απ~.|| Στην ~ του δρόμου (πβ. αφετηρία· ΑΝΤ. τέρμα)/κειμένου. ΑΝΤ. τέλος (1) 2. (συνήθ. με κεφαλ. Α) φορέας, όργανο, υπηρεσία· (συνεκδ., στον πληθ.) τα πρόσωπα που τα στελεχώνουν: αθλητική/αναγνωρισμένη/αναθέτουσα/ανακριτική/αρμόδια/αστυνομική/δικαστική/διοικητική/διοργανώτρια/διπλωματική/διωκτική/ελεγκτική/εποπτική/κρατική/κυβερνητική/νομαρχιακή/πολεοδοµική/πολιτειακή/στρατιωτική/φορολογική ~.(στην Κύπρο) ~ Ηλεκτρισμού. ~ Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ακρ. ΑΠΔΠΧ). ~ Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Ευρωπαϊκή ~ για την Ασφάλεια των Τροφίμων. Απόφαση/αρμοδιότητες/βεβαίωση/πιστοποιητικό/πόρισμα της ~ής. Ακαδημαϊκές/Πανεπιστημιακές ~ές. Προξενικές ~ές. Δημοτικές ~ές. Διώκεται από τις Αρχές (του τόπου) (: την Αστυνομία, τη Δικαιοσύνη, το Κράτος).|| Τελετή που παρακολούθησαν σύσσωμες οι ~ές της πόλης (= τοπικοί άρχοντες, τοπικές ~ές). 3. κανόνας που καθορίζει τη στάση ή τη συμπεριφορά κάποιου· κοινώς αποδεκτό πρότυπο συλλογικής συμπεριφοράς: δημοκρατικές/ηθικές/ιδεολογικές/κατευθυντήριες ~ές. Οι ~ές μου και τα πιστεύω μου. Άνθρωπος χωρίς ~ές (: ανήθικος, ασύδοτος). Αποτελεί ~ μου να ... Είναι θέμα/ζήτημα ~ής για μένα.|| Η ~ της ακεραιότητας/αξιοπρέπειας/ελευθερίας/κοινωνικής δικαιοσύνης/νομιμότητας. Εφαρμογή/παραβίαση/τήρηση των ~ών. 4. προϋπόθεση, όρος: ~ του διαλόγου/της συζήτησης είναι ... Το συμβούλιο θέτει ως ~ ότι ... Πβ. βάση, θεμέλιο. 5. (επιστ.) θεμελιώδης κανόνας, νόμος σε έναν γνωστικό τομέα: η ~ της άνωσης/βαρύτητας. Καταστατικές ~ές (= βασικές, θεμελιώδεις). Παιδαγωγικές ~ές. Βασικές ~ές και έννοιες της φιλοσοφίας. Γενικές ~ές (του) Αστικού Δικαίου. Θεωρητικές ~ές της επιστήμης. ~ές Οικονομικής Θεωρίας. Πβ. αξίωμα. 6. πρωταρχική αιτία: η ~ όλων των δεινών (= πηγή, ρίζα). ● ΣΥΜΠΛ.: ανεξάρτητη Αρχή βλ. ανεξάρτητος, ανθρωπική αρχή βλ. ανθρωπικός, αντιποίηση Αρχής βλ. αντιποίηση, αρχή της αδράνειας βλ. αδράνεια, αρχή της αναλογικότητας βλ. αναλογικότητα, αρχή της ισότητας βλ. ισότητα, αρχή της ομοφωνίας βλ. ομοφωνία, αρχή της πλειοψηφίας βλ. πλειοψηφία, αρχή/νόμος της διατήρησης βλ. διατήρηση, αρχιμήδεια αρχή/αρχή του Αρχιμήδη βλ. αρχιμήδειος, διωκτικές Αρχές βλ. διωκτικός, εκδίδουσα Αρχή βλ. εκδίδων, ζωτική αρχή βλ. ζωτικός, η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας βλ. απροσδιοριστία, η αρχή της αυτοδιάθεσης βλ. αυτοδιάθεση, η αρχή της δεδηλωμένης βλ. δηλωμένος, η αρχή της επικουρικότητας βλ. επικουρικότητα, η αρχή της νομιμότητας βλ. νομιμότητα, η αρχή των εθνοτήτων βλ. εθνότητα, η αρχή/η λογική της ήσσονος προσπάθειας βλ. ήσσων & ήττων, η κατηγορούσα αρχή βλ. κατηγορώ, λιμενική Αρχή βλ. λιμενικός, περιύβριση Αρχής βλ. περιύβριση, πρυτανικές Αρχές βλ. πρυτανικός, τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης βλ. τίτλος ● ΦΡ.: από την αρχή ως/μέχρι το τέλος: καθ' όλη τη διάρκεια ή σε όλη την έκταση: Ήμουν παρών ~ ~.|| Διάβασε το κείμενο ~ ~.|| Η ιστορία είναι πλαστή ~ ~ (= εξολοκλήρου)., αρχής γενομένης (+ από, λόγ.): αρχίζοντας από: πενθήμερη απεργία, ~ ~ από σήμερα., αυτό είναι μόνο η αρχή: για σχέδιο που βρίσκεται σε αρχικό στάδιο ή για κατάσταση που έχει συνήθ. αρνητική εξέλιξη: Έχει γίνει μια πρώτη προσπάθεια, αλλά ~ ~.|| Η κρίση εντείνεται και ~ ~., δεν έχει αρχή και τέλος & χωρίς αρχή και τέλος: για να δηλωθεί το άπειρο, η έλλειψη ορίων: η ευθεία δεν έχει ~ ~. Πβ. αέναος, ασταμάτητος, διαρκής, συνεχής.|| (μτφ.) Έρωτας χωρίς ~ ~. Πρόκειται για θέμα που δεν έχει ~ ~. Πβ. φαύλος κύκλος., εν αρχή ην … [ἐν ἀρχῇ ἦν] (λόγ.): στην αρχή υπήρχε (κάτι): ~ ~ το μηδέν/χάος.|| (ειρων.) ~ ~ η κατανάλωση., επί της αρχής (λόγ.): κατά βάση, σε γενικά πλαίσια, σε γενικές γραμμές: Εγκρίθηκε ~ ~ το νομοσχέδιο.|| (ως επίθ.) Η ~ ~ συμφωνία για ..., η αρχή είναι το ήμισυ του παντός (γνωμ.): το πιο σημαντικό είναι να κάνει κάποιος το πρώτο βήμα., κάθε αρχή και δύσκολη: για τα εμπόδια που συναντά κανείς σε κάθε ξεκίνημα., κάνω την αρχή 1. αρχίζω, ξεκινώ. 2. (μτφ.) αναλαμβάνω την πρωτοβουλία: Έκανε ~ για έναν παρατεταμένο αγώνα υπέρ ..., καταρχάς (λόγ.) & (λογιότ.) κατ' αρχάς: αρχικά, στην αρχή: ~, το ποσό μειώθηκε, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκε. Πβ. εν πρώτοις., καταρχήν & (λόγ.) κατ' αρχήν 1. κατά βάση, στα βασικά σημεία: Δεν διαφωνώ ~ ~, αλλά σε επιμέρους θέματα.|| (ως επίθ.) Η ~ συμφωνία. Πβ. επί της αρχής. 2. (συνήθ. καταχρ.) καταρχάς. [< γαλλ. en principe, γερμ. im Prinzip] , με αρχή, (μέση) και τέλος: με δομή, συνοχή: έργο/κείμενο ~ ~., αντίσταση κατά της Αρχής βλ. αντίσταση, είναι παλαιών/αυστηρών αρχών βλ. παλαιός, ενός ανδρός αρχή βλ. άνδρας & άντρας, η αρχή του κακού βλ. κακό, η αρχή του νήματος βλ. νήμα, η αρχή του τέλους βλ. τέλος, μηδενικός νόμος βλ. μηδενικός, φτου κι απ' την αρχή! βλ. φτου [< αρχ. ἀρχή, γαλλ. principe, αγγλ. principle 2: γαλλ. autorités, αγγλ. authorities]
  • αστικός , ή, ό [ἀστικός] α-στι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την πόλη: ~ός: ιστός/κύκλος/πληθυσµός/πολιτισμός/σιδηρόδρομος/σχεδιασμός/τρόπος ζωής. ~ή: ανάπλαση/ανθρωπολογία/αρχιτεκτονική/διαχείριση/εξάπλωση/επέκταση/κινητικότητα/κοινωνία/κυκλοφορία/μόλυνση/οικονομία/χρέωση. ~ό: περιβάλλον/τηλεφώνημα. ~οί: οδικοί άξονες. ~ές: ζώνες/κατοικίες/μετακινήσεις/συγκοινωνίες/υποδομές. ~ά: δρομολόγια/λύματα. Βλ. δι~, ενδο~, εξω~, ημι~, περι~, υπερ~, περιφερειακός. ΑΝΤ. αγροτικός (2) 2. που αναφέρεται στους αστούς, στην αστική τάξη: ~ή: δημοκρατία/ηθική/ιδεολογία/οικογένεια/πολιτική. ~ό: καθεστώς/κόμμα/μυθιστόρημα. ~ές: αντιλήψεις. Βλ. μεγαλο~, μεσο~, μικρο~, πρωτευουσιάνικος. 3. ΝΟΜ. που έχει σχέση με το Αστικό Δίκαιο και γενικότ. με τον ιδιώτη: ~ή: δικαιοσύνη/νομοθεσία. ~ό: αδίκημα/δικαστήριο. ~οί: συνεταιρισμοί (βλ. αγροτικός). ~ές: δίκες/κυρώσεις/συμβάσεις/υποθέσεις. ~ά: δικαιώματα. ● Ουσ.: αστικό (το): αστικό λεωφορείο. ● ΣΥΜΠΛ.: αστική αναβάθμιση: τα μέτρα, τα έργα και οι ενέργειες που απαιτούνται για την ανάπτυξη και ανάδειξη μιας υποβαθμισμένης αστικής περιοχής. [< αγγλ. urban improvement] , αστική ευθύνη: ΝΟΜ. υποχρέωση κάποιου να υποστεί τις οικονομικές συνέπειες από την πρόκληση υλικής ζημίας ή και σωματικής βλάβης σε ένα άτομο: γενική/επαγγελματική/εργοδοτική/οικογενειακή/προσωπική ~ ~. ~ ~ του κράτους. Ασφάλεια/καθεστώς/κάλυψη ~ής ~ης. Η ~ ~ βαρύνει την ασφαλιστική εταιρεία. [< γαλλ. responsabilité civile ] , αστική τάξη: κοινωνική τάξη η οποία αποτελείται από άτομα με μεσαίο ή υψηλό εισόδημα: ακμάζουσα/αναπτυσσόμενη/ανερχόμενη/μέση ~ ~. Ανάπτυξη/άνοδος/ιδεολογία/κυριαρχία/στρώματα της ~ής ~ης. Πβ. μπουρζουαζία. Βλ. εργατική τάξη., Αστικός Κώδικας (ακρ. ΑΚ): κύρια νομοθετική πηγή του Αστικού Δικαίου: Όπως αναφέρει/ορίζει ο ~ ~ ... Σύμφωνα με ό,τι ισχύει στον ~ό ~α .... O ~ ~ πολιτικής δικονομίας καθορίζει/προβλέπει/δεν επιτρέπει/εμποδίζει ... [< γερμ. Zivilgesetzbuch, γαλλ. code civile] , αστικός μύθος & (σπάν.) αστικός θρύλος: ιστορία, συχνά τρομακτική ή διασκεδαστική, που βασίζεται σε φήμες και διαδίδεται μαζικά ως αληθινή. [< αγγλ. urban legend, 1968, urban myth, 1982] , αστική εταιρεία βλ. εταιρεία & εταιρία, Αστικό Δίκαιο βλ. δίκαιο, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο/Πολιτική Δικονομία βλ. δίκαιο, αστικό κέντρο βλ. κέντρο, αστικό κλίμα βλ. κλίμα, αστικώς υπεύθυνος βλ. υπεύθυνος, θερμική νησίδα βλ. νησίδα, λαϊκό τραγούδι βλ. λαϊκός [< 1: αρχ. ἀστικός, γαλλ. urbain 2: γαλλ. bourgeois, γερμ. bürgerlich 3: γαλλ. civil, γερμ. zivil]
  • ασφάλιση [ἀσφάλιση] α-σφά-λι-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. σύναψη σύμβασης για την αποζημίωση του ενός συμβαλλομένου από τον άλλο σε περίπτωση ασθενείας ή άλλου περιστατικού: θαλάσσια/ιδιωτική/ταξιδιωτική ~. ~ αναπηρίας/ανεργίας/ανικανότητας/αστικής ευθύνης/γήρατος/ζωής/σύνταξης/υγείας. Ομαδική ~ εργαζομένων. ~ ιατροφαρμακευτικής/νοσοκομειακής περίθαλψης. ~ εργατικών ατυχημάτων. Τεχνικές ~ίσεις. ~ίσεις κατά ζημιών.|| ~ κατοικιών/οχημάτων/περιουσίας/σκαφών. ~ πυρός και σεισμού. Μεσίτης ~ίσεων (βλ. ασφαλειομεσίτης).|| (για μείωση πιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων:) ~ πιστώσεων. Πβ. ασφάλεια. Βλ. αλληλ~, αντ~, αυτ~, δι~, συν~, υπ~, υπερ~. 2. ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. πολιτειακός θεσμός που καλύπτει υπό όρους τους εργαζομένους και γενικότ. τα άτομα που έχουν ανάγκη σε θέματα υγείας, τοκετού, ατυχημάτων, σύνταξης: διαδοχική (: σε διαφορετικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς λόγω ανάληψης άλλης εργασίας ή άσκησης άλλου επαγγέλματος)/κρατική ~. Παράλληλη ~ (: ταυτόχρονη ~ σε δύο ασφαλιστικούς φορείς). Κύρια και επικουρική ~. Χρόνος ~ης. Δικαίωμα στην ~. 3. ενεργοποίηση μηχανισμού ασφαλείας: συναγερμός με αυτόματη ~ θυρών. ΑΝΤ. απασφάλιση (1) ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνική ασφάλιση: που παρέχεται από το κράτος σε διάφορες κατηγορίες πολιτών, όπως ανέργους και ηλικιωμένους: δημόσια ~ ~. Δίκαιο/κάρτα/αριθμός μητρώου/σύστημα/φορείς ~ής ~ης. Ίδρυμα ~ών ~ίσεων (ακρ. ΙΚΑ). Πβ. κοινωνική ασφάλεια. Βλ. Η.ΔΙ.Κ.Α. [< αμερικ. Social Security, 1935, γαλλ. sécurité sociale, 1945] [< μεσν. ασφάλισις 'εξασφάλιση', γαλλ. assurance, sécurité]
  • ατμοηλεκτρικός , ή, ό [ἀτμοηλεκτρικός] α-τμο-η-λε-κτρι-κός επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. που παράγει ηλεκτρική ενέργεια, χρησιμοποιώντας ατμοστροβίλους: ~ός: σταθμός (ακρ. ΑΗΣ). ~ό: εργοστάσιο.
  • βιομηχανικός , ή, ό βι-ο-μη-χα-νι-κός επίθ. 1. ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τη βιομηχανία ή παράγεται από αυτή: ~ός: δείκτης/εξοπλισμός/όμιλος/πολιτισμός/τομέας (πβ. δευτερογενής, βλ. πρωτο-, τριτο-γενής). ~ή: ασφάλεια/επεξεργασία (πβ. μεταποίηση)/έρευνα (πβ. εφαρμοσμένη)/εταιρεία/κουλτούρα/μονάδα/παραγωγή/περιοχή/ρύπανση. ~ό: απόρρητο/ατύχημα (πβ. εργατικό)/συγκρότημα. ~οί: αυτοματισμοί/εργάτες/κλάδοι/λέβητες/χώροι. ~ές: εγκαταστάσεις/σχέσεις (πβ. εργασιακές). ~ά: αγαθά/απόβλητα/είδη/εργαλεία/μηχανήματα/ορυκτά (π.χ. άργιλος)/υλικά. Εμπορικό και ~ό Επιμελητήριο. Οι ~ές (= ανεπτυγμένες) χώρες (του Βορρά/της Δύσης). Βλ. βιοτεχνικός, εμπορο~, προ-/μετα~.|| (γνωστικά αντικείμενα) ~ή Διοίκηση/Λογιστική/Οικονομία/Οργάνωση/Χημεία. ~ό Μάρκετινγκ. 2. (ειδικότ.) που προορίζεται για μεταποίηση: ~ά: ροδάκινα (για κονσερβοποίηση)/φυτά (π.χ. βαμβάκι, ζαχαρότευτλο, καπνός). ● επίρρ.: βιομηχανικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανική επανάσταση (συχνά με κεφαλ. Β, Ε): ΙΣΤ. ραγδαία και μεγάλη αλλαγή στην οικονομία (18ος αι.), με βασικά χαρακτηριστικά τη χρήση τεχνικών μεθόδων παραγωγής και νέων πηγών ενέργειας και γενικότ. τη μηχανοποίηση της εργασίας. Η τρίτη ~ ~ (: η ψηφιακή). Η τέταρτη (: συγκερασμός τεχνολογιών από το φυσικό, ψηφιακό και βιολογικό κόσμο). [< αγγλ. industrial revolution, 1848, γαλλ. révolution industrielle] , βιομηχανική κοινωνία (κ. με κεφαλ. Β, Κ): ΙΣΤ. που βασίζεται στη μηχανοποίηση για παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Βλ. Κοινωνία της Πληροφορίας. [< αγγλ. industrial society] , βιομηχανικό πάρκο (ακρ. ΒΙ.ΠΑ.): μεγάλη έκταση, συνήθ. στα περίχωρα μιας πόλης, με συγκεντρωμένα εργοστάσια, όπου ασκείται βιομηχανική και βιοτεχνική δραστηριότητα μέσης και χαμηλής όχλησης. Βλ. βιοτεχνικό πάρκο, τεχνόπολη. [< αγγλ. industrial park, 1955] , βιομηχανική αισθητική βλ. αισθητική, βιομηχανική αρχαιολογία βλ. αρχαιολογία, βιομηχανική ζώνη βλ. ζώνη, βιομηχανική ιδιοκτησία βλ. ιδιοκτησία, βιομηχανική κατασκοπεία βλ. κατασκοπεία, βιομηχανική κοινωνιολογία βλ. κοινωνιολογία, βιομηχανική πίστη βλ. πίστη, βιομηχανική ψυχολογία βλ. ψυχολογία, βιομηχανικό χιόνι βλ. χιόνι, βιομηχανικός μελανισμός βλ. μελανισμός, βιομηχανικός σχεδιασμός βλ. σχεδιασμός [< γαλλ. industriel, γερμ. industriell]

ΑΑΥΕ

ΑΑΥΕ (η): Ανωτάτη Αεροπορίας Υγειονομική Επιτροπή.

αδράνεια

αδράνεια [ἀδράνεια] α-δρά-νει-α ουσ. (θηλ.) 1. απουσία δραστηριοποίησης, απραξία, ακινησία: γραφειοκρατική/επενδυτική/επιχειρηματική/κυβερνητική/πλήρης/πνευματική/ψυχική ~ (= αποτελμάτωση, τέλμα). ~ του δημόσιου τομέα (= στασιμότητα). Οπισθοδρόμηση και ~ στην υλοποίηση αναπτυξιακών έργων. Καταδικάζω/πέφτω σε ~. Τρόποι για να βγείτε από την ~. Πβ. νωθρότητα. Βλ. αποχαύνωση, παθητικότητα.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ της βούλησης/μνήμης/σκέψης. ΑΝΤ. ενεργητικότητα, ενεργοποίηση (2) 2. ΦΥΣ. μηχανική ιδιότητα ενός σώματος να αντιστέκεται σε μεταβολές στην κινητική του κατάσταση λόγω του όγκου και της μάζας του: θερμική ~. Ακτίνα/άξονας/ροπή ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: αδράνεια της μήτρας: ΙΑΤΡ. νωθρότητα των συσπάσεών της κατά τον τοκετό και κατ' επέκτ. η απουσία ωδινών: πρωτοπαθής ~ ~. Βλ. δυστοκία., αρχή της αδράνειας: ΦΥΣ. αρχή της Μηχανικής σύμφωνα με την οποία ένα σώμα στο οποίο δεν επιδρούν δυνάμεις διατηρεί την κατάσταση κίνησης στην οποία βρίσκεται., δύναμη της αδράνειας: ΦΥΣ. αδράνεια. || (μτφ.) Η ~ ~ συντελεί ώστε να διαιωνίζονται τα κακώς κείμενα. [< μτγν. ἀδράνεια, γαλλ. inertie]

αεροπλοΐα

αεροπλοΐα [ἀεροπλοΐα] α-ε-ρο-πλο-ΐ-α ουσ. (θηλ.) ΑΕΡΟΝ. 1. αεροπορική συγκοινωνία με μικρά αεροσκάφη· κατ' επέκτ. ο οργανισμός που τη διεκπεραιώνει. Βλ. αεροπορία, -πλοΐα. 2. κλάδος της αεροναυτικής που μελετά τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τον χειρισμό αερόπλοιων. [< γαλλ. navigation aérienne]

αισθητική

αισθητική [αἰσθητική] αι-σθη-τι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΙΛΟΣ. (κ. με κεφαλ. Α) ο κλάδος που μελετά τις αισθητικές αξίες (του ωραίου, του υψηλού, του δραματικού) που διέπουν συνήθ. ένα έργο τέχνης ή ένα αντικείμενο, γεγονός· κατ' επέκτ. η στάση (ως θεωρία, τρόπος έκφρασης, προσωπική ή συλλογική αντίληψη) που διαμορφώνεται απέναντι στο ωραίο: οι αρχές/οι κανόνες της ~ής.|| Αρχιτεκτονική/ιδεαλιστική/κλασική/σύγχρονη/τηλεοπτική ~. Η ~ του Μεσαίωνα/του μοντερνισμού.|| Έργο που εκφράζει/προσβάλλει την ~ μου. Σύμφωνα με τη δική μου ~, είναι ωραίο. 2. αρμονία που χαρακτηρίζει ένα αντικείμενο ή έργο τέχνης: ~ του πίνακα/των πόλεων/του τοπίου/του χώρου. Προϊόντα υψηλής ποιότητας και ~ής. Κατασκευή που συνδυάζει άψογα/χαρακτηρίζεται από έξοχη/υψηλή ~ και απλότητα. Κτίρια που αναβαθμίζουν/σέβονται/υποβαθμίζουν την ~ του περιβάλλοντος χώρου/εντυπωσιάζουν με την ~ τους. Πβ. γούστο, καλαισθησία, φιλοκαλία. ΑΝΤ. ακαλαισθησία, κακογουστιά 3. (κ. με κεφαλ. Α) το σύνολο των τεχνικών που αποσκοπούν στη διατήρηση ή/και τη βελτίωση της νεανικής εμφάνισης και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: ινστιτούτο/κέντρο αδυνατίσματος και ~ής. Κάνω ~ άκρων/προσώπου/σώματος.|| Εναλλακτική/ολιστική ~. ~ και Κομμωτική. Βλ. πλαστική εγχείρηση/επέμβαση. ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανική αισθητική: σύλληψη και δημιουργία αντικειμένων ή χώρων που κατασκευάζονται με σκοπό να συνδυάζουν ομορφιά, λειτουργικότητα και εμπορικότητα. Βλ. ντιζάιν. [< γαλλ. esthétique industrielle, 1951] [< γερμ. Ästhetik, γαλλ. esthétique]

αίτιο

αίτιο [αἴτιο] αί-τι-ο ουσ. (ουδ.) {αιτί-ου | -ων} (λόγ.) 1. {συνήθ. στον πληθ.} αιτία: ειδικά/πραγματικά ~α. Σχέση ~ου-αιτιατού. ~α και αφορμές. Τα ~α του δυστυχήματος/του εγκλήματος/της ήττας/της καταστροφής/του ναυαγίου/της παρακμής/του πληθωρισμού/του πολέμου/της πτώχευσης/της πυρκαγιάς/της τραγωδίας. Αναζητώ/αναλύω/βρίσκω/διαπιστώνω/διερευνώ/εντοπίζω/εξετάζω/μελετώ τα ~α. Αλυσίδα ~ων και αποτελεσμάτων. Τα ~α και οι επιπτώσεις/συνέπειες ενός φαινομένου. Τα ~α που γεννούν τη βία. Πβ. αιτιολογία, λόγος. 2. ΦΙΛΟΣ. η αιτία των όντων: πρωταρχικό ~. ΣΥΝ. αρχή (6) ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστικό αίτιο: ΓΡΑΜΜ. προσδιορισμός που δηλώνει την αιτία της ενέργειας του ρήματος: π.χ. Έκλαιγε από τη χαρά και τη συγκίνησή της., κινούν αίτιο(ν) (λόγ.): αιτία, κίνητρο, δύναμη που ωθεί σε μια εξέλιξη: το ~ ~ των ανθρώπων/των εξελίξεων/της ιστορίας.|| (ΘΕΟΛ.) Η ενοποιός αρχή του κόσμου, το ~ ~ (= ο Θεός)., ποιητικό αίτιο: ΓΡΑΜΜ. εμπρόθετος προσδιορισμός που εκφέρεται με την πρόθεση "από" και αιτιατική και δηλώνει από ποιο πρόσωπο ή πράγμα παθαίνει κάτι το υποκείμενο: π.χ. Η διαδήλωση οργανώθηκε από τα συνδικάτα. [< αρχ. αἴτιον]

άμιλλα

άμιλλα [ἅμιλλα] ά-μιλ-λα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): αγώνας για διάκριση, νίκη, υπεροχή, χωρίς αντιπαλότητα ή χρήση αθέμιτων μέσων: αθλητική ~. Καλλιέργεια κλίματος/πνεύματος ~ας ανάμεσα στους μαθητές. Πβ. συναγωνισμός. Βλ. ανταγωνισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: ευγενής άμιλλα: προσπάθεια για διάκριση με σεβασμό στον αντίπαλο: Αθλητικά ιδεώδη και ~ ~. [< γαλλ. noble émulation] [< αρχ. ἅμιλλα]

αναλογικότητα

αναλογικότητα [ἀναλογικότητα] α-να-λο-γι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. ιδιότητα του αναλογικού: ~ της ψήφου (βλ. αναλογική). ~ στην εκπροσώπηση των πολιτικών δυνάμεων στη Βουλή. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχή της αναλογικότητας: ΝΟΜ. που ρυθμίζει την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε το περιεχόμενο και η μορφή των ενεργειών της να μην υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών, παρέχοντας μεγαλύτερη ελευθερία στα κράτη-μέλη και τους ιδιώτες, όταν εξασφαλίζεται η ίδια αποτελεσματικότητα. Βλ. επικουρικότητα. [< γαλλ. proportionnalité]

αναπηρικός

αναπηρικός, ή, ό [ἀναπηρικός] α-να-πη-ρι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αναπηρία, κυρ. την κινητική: ~ή: καρέκλα/πολυθρόνα.|| ~ό: αυτοκίνητο/καρότσι. Πβ. ορθοπαιδικός. ● ΣΥΜΠΛ.: αναπηρική σύνταξη & σύνταξη αναπηρίας: η οποία χορηγείται σε άτομα που, λόγω αναπηρίας, αδυνατούν να ασκήσουν ή να συνεχίσουν την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος: ~ ~ από εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια. Παραπληγικό επίδομα και ~ ~. [< αγγλ. disability pension] , (αναπηρικό) αμαξίδιο βλ. αμαξίδιο

αναφορά

αναφορά [ἀναφορά] α-να-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. προφορικός ή γραπτός λόγος για κάτι: άμεση/αναλυτική/απλή/αόριστη/γενική/ειδική/εκτενής/έμμεση/ευθεία (: χωρίς περιστροφές)/ευρεία/περιληπτική/σαφής/συχνή/τυχαία/υπαινικτική (πβ. νύξη) ~. ~ σε γεγονότα του παρελθόντος/στην κατάσταση/σε κάποιο πρόβλημα. Έκανε ~ στο/για το ... Γίνεται/υπάρχει ~ σε κάτι. Ντοκιμαντέρ με ~ στο περιβάλλον. Το κείμενο δεν περιέχει καμιά ~ στο ... ~ές στο επιστημονικό έργο. Πβ. μνεία. Βλ. αυτο~, ετερο~. 2. παράθεση: ενδεικτική/εξαντλητική/λεπτομερής/ονομαστική/συνοπτική ~. (Σωστή) ~ των γεγονότων/του ονόματος/της πηγής (πβ. παραπομπή). Βιβλιογραφική ~ (: παρουσίαση της βιβλιογραφίας στο τέλος μιας μελέτης). Βλ. ετερο~. 3. καταγγελία· (κατ΄επέκτ.) το αντίστοιχο έγγραφο: έγγραφη ~. Του έκανε ~.|| Μηνυτήρια/υπηρεσιακή ~. Καταθέτω/στέλνω/συντάσσω/υποβάλλω ~ (στην Υπηρεσία/στο Υπουργείο). 4. (γραπτή) έκθεση στοιχείων: εβδομαδιαία/εσωτερική/ετήσια/ημερήσια ~. Επίσημη ~ του ΟΗΕ (= υπόμνημα). Πβ. ραπόρτο. 5. ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ. ενημέρωση του χρήστη σχετικά με την επιτυχία χρήσης μιας υπηρεσίας: (στο διαδίκτυο:) ~ λαθών/προβλημάτων/σφαλμάτων.|| (στο κινητό:) ~ές παράδοσης (μηνυμάτων). 6. ΣΤΡΑΤ. διαδικασία κατά την οποία οι οπλίτες μονάδας (ή υποδιαίρεσής της) παρατάσσονται και δηλώνεται επίσημα στον επικεφαλής ο αριθμός των παρόντων, των απόντων και των κωλυομένων: απογευματινή (: πριν από την απογευματινή εκπαίδευση)/βραδινή (: πριν από το σιωπητήριο)/πρωϊνή ~. Ο στρατιώτης βγήκε στην ~ παραπονούμενος για .../και ζήτησε να του δοθεί ολιγοήμερη άδεια. Τον έβγαλε στην ~ (: ο λοχίας τον στρατιώτη, λόγω απείθειας ή παραπτώματος). 7. σύνδεση, συσχέτιση: άξονας/βάση/δεδομένα/μοντέλο ~άς. 8. ΓΛΩΣΣ. συσχετισμός γλωσσικού στοιχείου με ένα προηγούμενο ή επόμενο, όπως αντωνυμίας με ουσιαστικό· σύνδεση κειμενικού στοιχείου με οντότητα (πρόσωπο, αντικείμενο, ιδιότητα, κατάσταση) του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου, γνωστή στον ακροατή ή τον αναγνώστη: ενδοκειμενική/εξωκειμενική ~. Βλ. δείξη. 9. ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) η έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι", που εκφράζεται με εμπρόθετο ή ονοματικό προσδιορισμό. ● ΣΥΜΠΛ.: αντικείμενο αναφοράς 1. το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος· ό,τι βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ή της προσοχής: Προσέχουμε να αλλάζουμε παράγραφο, όταν περνάμε από μια έννοια σε άλλη ή αλλάζει το ~ ~.|| Ο αρχιτέκτονας διατηρεί γραφείο με κύριο ~ ~ μελέτες δημοσίων έργων. 2. ΓΛΩΣΣ. οντότητα του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου η οποία συνδέεται με το γλωσσικό σημείο (απλούστερα, τη λέξη) με εξωτερική σχέση δήλωσης (λατ. denotatio)· το αντικείμενο που δηλώνεται από το γλωσσικό σημείο ως όνομα: Το ~ ~ της λέξης "τραπέζι" είναι το ίδιο το πράγμα "τραπέζι"., βιβλίο/έργο αναφοράς & (σπανιότ.) εργασία αναφοράς: βασικό έργο, κυρ. λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια, στο οποίο ανατρέχει κανείς για άντληση πληροφοριών. [< αγγλ. reference book/work] , δικαίωμα αναφοράς: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη, μεμονωμένα ή συλλογικά, τηρώντας τους νόμους του κράτους, να αναφέρεται εγγράφως στις Αρχές· το δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος-μέλος, να υποβάλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Το Σύνταγμα καθιερώνει το ~ ~ των Ελλήνων προς τις Αρχές. , κέντρο αναφοράς 1. συντονιστικό όργανο (που παρέχει έγκυρη πληροφόρηση ή βοήθεια): εθνικό/ευρωπαϊκό ~ ~. ~ ~ AIDS/γρίπης. ~ ~ για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία. 2. σημείο αναφοράς. [< γαλλ. centre de référence] , ορθή αναφορά: ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης αντικειμένου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού μήκους. Βλ. απόκλιση. [< αγγλ. right ascension] , σημείο αναφοράς 1. (μτφ.) οτιδήποτε κατέχει εξέχουσα θέση σε ένα σύνολο ή αποκτά κομβική σημασία: ~ ~ της πόλης αποτελεί η κεντρική πλατεία. Η Εκκλησία είναι ~ ~ για τον Ελληνισμό της Διασποράς. Πβ. τοπόσημο. ΣΥΝ. κέντρο αναφοράς (2) 2. ΤΟΠΟΓΡ. ακριβής θέση στην επιφάνεια της Γης, με δεδομένες συντεταγμένες και υψόμετρο, που χρησιμοποιείται για τοπογραφικούς σκοπούς. [< γαλλ. point de référence] , σύστημα αναφοράς: ΦΥΣ. που χρησιμοποιεί συντεταγμένες για τον εντοπισμό ορισμένης θέσης: αδρανειακό ~ ~. [< γαλλ. système (de) référence] , τιμή αναφοράς: που θεωρείται βάση για τον υπολογισμό αξίας, μεγέθους: βασική/καθαρή/ρυθμιζόμενη ~ ~. ~ ~ μετοχών/πετρελαίου/συναλλάγματος/χρυσού. ~ ~ για τα ελλείμματα/το χρέος. Βλ. αντικειμενική αξία. [< αγγλ. reference price/ value] , αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") βλ. αιτιατική, γενικευτική αναφορά βλ. αναφορά, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς βλ. πλαίσιο, εργαστήριο αναφοράς βλ. εργαστήριο, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κόλλα αναφοράς βλ. κόλλα, ομάδα αναφοράς βλ. ομάδα, τοπικότητα της αναφοράς βλ. τοπικότητα ● ΦΡ.: δίνω (σε κάποιον) αναφορά (συχνά ειρων.): τον ενημερώνω λεπτομερώς για κάτι· λογοδοτώ: Έχω κάθε δικαίωμα να πάω όπου θέλω, χωρίς να δώσω ~ σε κανέναν. ~ θα σου δώσω;, σε αναφορά με & (λόγ.) εν αναφορά προς (επίσ.): ως προς, όσον αφορά, σχετικά με: ~ ~ την ανωτέρω επιστολή, σας πληροφορούμε ότι ... [< 1,2,3: αρχ. ἀναφορά 1,2: αγγλ. reference, γαλλ. référence 3,4,5,6: αγγλ. report, γαλλ. rapport 7: μτγν. άναφορά, γαλλ. rapport, relation 8: αγγλ. anaphora, γαλλ. anaphore 9: μτγν.]

άνδρας & άντρας

άνδρας & άντρας [ἄνδρας] άν-δρας ουσ. (αρσ.) {-α (λόγ.) ανδρ-ός | -ών} 1. ενήλικο άτομο αρσενικού φύλου, κατ' αντιδιαστολή προς το παιδί και τη γυναίκα: ανύπαντρος/γοητευτικός/δυναμικός/δυνατός/ελκυστικός/έξυπνος/επιτυχημένος/ευαίσθητος/ευγενικός/ηλικιωμένος (: γέρος)/κομψός/μελαμψός/μεσόκοπος/νέος (βλ. έφηβος)/παντρεμένος/ρομαντικός/χωρισμένος/ωραίος (= ομορφάντρας· ΑΝΤ. ασχημάντρας)/ώριμος ~. Ο μέσος/σύγχρονος ~. Ο ισχυρός ~ της επιχείρησης/ομάδας. (Σπουδαίος) πολιτικός ~ (πβ. προσωπικότητα). Ο ~ κουβαλητής. Φύλο: ~ (βλ. άρρεν). Δημόσιοι ~ες (: που κατέχουν δημόσιο αξίωμα). Ένδοξοι/επιφανείς ~ες. Αποφθέγματα/λόγια μεγάλων ~ών (= σημαντικών). ~ μεγάλης ηλικίας/μετρίου αναστήματος. Περιοδικά για τον ~α. Βρέθηκε το πτώμα αγνώστου ~ός. Έχεις γίνει (ολόκληρος/σωστός) ~ πια! Βλ. δανδής, δον ζουάν, ζιγκολό, ισχυρό φύλο, μάγκας, πλεϊμπόι, τζέντλεμαν, φαλλοκράτης.|| Το ήθος του ~ός. 2. {συνήθ. στον τ. άντρας} αυτός που παρουσιάζει εκείνα τα στοιχεία της συμπεριφοράς και της εμφάνισης (αρρενωπότητα, γενναιότητα, θάρρος, εντιμότητα, σωματική δύναμη) τα οποία σύμφωνα με την κοινωνική αντίληψη χαρακτηρίζουν ένα αρσενικό ενήλικο άτομο: Ανακηρύχθηκε/ψηφίστηκε ~ της χρονιάς. Ο ιδανικός/τέλειος ~. Είσαι και πολύ ~! Είναι ~ με τα όλα του. Το παίζει ~. Πρέπει να φανείς ~! Φέρσου σαν ~! Αν είσαι ~, έλα να λογαριαστούμε! Πβ. άντρακλας, παλικάρι.|| (προφ., για ομοφυλόφιλο:) Δεν είναι φανατικός ~. 3. πρόσωπο που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ερωτική ζωή μιας γυναίκας ως σύζυγος, αγαπημένος ή εραστής: πιστός ~. Βρήκε/γνώρισε τον ~α των ονείρων της. Είναι ο ~ της ζωής της. Πρώην ~ (= σύζυγος). Ο ~ της πέθανε (= είναι χήρα). Δεν έχει ~α (= είναι ανύπαντρη). Ο ~ της υπέβαλε αίτηση διαζυγίου. Απάτησε τον ~α της. Κακοποιείται από τον ~α της. Πήρε ~α νεότερό της. Την άφησε/παράτησε ο ~ της. Ο ~ της οικογένειας (= προστάτης)/του σπιτιού (βλ. οικογενειάρχης). Ο ~ της αδερφής/της κόρης μου (= ο γαμπρός μου).|| Δεν τον βλέπει σαν ~α (= εραστή), μόνο σαν φίλο.άνδρες & άντρες (οι) 1. μέλη ένοπλου συνήθ. σώματος: Στην επιχείρηση συμμετείχαν ~ των αστυνομικών δυνάμεων/των ΕΚΑΜ. Οι ~ της ειρηνευτικής δύναμης (πβ. κυανόκρανος)/των Σωμάτων Ασφαλείας. 2. ΑΘΛ. (κυρ. με κεφαλ. Α) η ανώτερη ηλικιακή κατηγορία κατάταξης αθλητών: Εθνική ~ών. ● Υποκ.: αντράκι (το) 1. (μειωτ.-ειρων.) άντρας. 2. αγόρι που παριστάνει τον άντρα. 3. (μτφ.) θαρραλέα, δυναμική γυναίκα., αντρούλης (ο): (χαϊδευτ.) σύζυγος. ● ΣΥΜΠΛ.: σκληρό αντράκι βλ. σκληρός ● ΦΡ.: άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω (προφ.-ειρων.): λέγεται συνήθ. για να αποδοκιμαστεί η απαίτηση κάποιου για άμεση εκπλήρωση επιθυμίας του., ενός ανδρός αρχή (λόγ.-αρνητ. συνυποδ.): σε περιπτώσεις που συγκεντρώνεται η εξουσία σε ένα μόνο άτομο. Βλ. προσωποκεντρικό/συγκεντρωτικό σύστημα., σαν άντρας προς άντρα: για να δηλωθεί ότι κάποιος χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και ειλικρίνεια: Έλα να μιλήσουμε ~ ~. [< αγγλ. man-to-man, 1902] , η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα βλ. γυνή [< αρχ. ἀνήρ, αιτ. ἄνδρα, μεσν. άνδρας]

ανεξάρτητος

ανεξάρτητος, η, ο [ἀνεξάρτητος] α-νε-ξάρ-τη-τος επίθ. 1. που είναι ελεύθερος από εξωτερική, ξένη επιρροή, καθοδήγηση, έλεγχο, που δεν έχει εξάρτηση από κάποιον ή κάτι άλλο, στηρίζεται στον εαυτό του: ~ος: παράγοντας. ~η: άποψη/διαβίωση (: για άτομα με ειδικές ανάγκες)/ζωή/πρωτοβουλία/σκέψη (πβ. ελεύθερη). Είναι δυναμική και ~η. Θα πρέπει να δουλέψεις, για να γίνεις οικονομικά ~. Πβ. αυτάρκης, αυτεξούσιος, αυτόνομος. Βλ. ημι~.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ο: ερέθισμα. ΑΝΤ. εξαρτημένος (1) 2. (ειδικότ.) που δεν ανήκει σε συγκεκριμένο κόμμα, οργάνωση ή δεν υπάγεται σε ανώτερη Αρχή: ~ος: βουλευτής/δημοτικός σύμβουλος/συνδυασμός. Κατεβαίνει στις δημοτικές εκλογές ως ~ υποψήφιος. Πβ. αδέσμευτος, ανένταχτος.|| ~ος: αξιολογητής/ασφαλιστικός πράκτορας/δημοσιογράφος/εμπειρογνώμονας/επιθεωρητής/παραγωγός/σύμβουλος-συνεργάτης επιχειρήσεων.|| ~ος: οργανισμός (= μη κυβερνητικός)/φορέας. ~ο: νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. 3. (+ από/γεν.) που δεν επηρεάζεται, δεν προσδιορίζεται από άλλον παράγοντα, όρο, προϋπόθεση: Χρέωση σταθερή και ~η από τον χρόνο σύνδεσης. Η δικαστική εξουσία είναι ~η από τη νομοθετική και την εκτελεστική. Λόγοι ~οι από τη θέλησή μου με εμποδίζουν να ... Πβ. άσχετος. ΑΝΤ. αλληλένδετος, συναφής, σχετικός (1) 4. που έχει ξεχωριστή, αυτόνομη λειτουργία: (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ος: διακόπτης/εκτυπωτής/καταψύκτης.|| ~η: είσοδος. ~ο: διαμέρισμα. ~ες: κατοικίες/μεζονέτες. 5. ΜΑΘ. που δεν εξαρτάται από άλλες μεταβλητές ή σχετίζεται με ή ανήκει σε σύστημα εξισώσεων, από τις οποίες καμία δεν μπορεί να προκύψει από άλλη του συστήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: ανεξάρτητη Αρχή: ξεχωριστή, αυτόνομη λειτουργία φορέα, οργάνου, υπηρεσίας: σύσταση ~ης ~ής για την επιλογή προσωπικού (βλ. ΑΣΕΠ). Ο Συνήγορος του Πολίτη είναι ανεξάρτητη διοικητική Αρχή. Βλ. ΕΣΡ. [< γαλλ. autorité indépendante] , ανεξάρτητη μεταβλητή: ΜΑΘ. της οποίας η τιμή δεν καθορίζεται από τις τιμές των άλλων μεταβλητών σε μία συνάρτηση. ΑΝΤ. εξαρτημένη μεταβλητή, ανεξάρτητο/κυρίαρχο κράτος: ΠΟΛΙΤ. που είναι νομικά ισότιμο με τα υπόλοιπα κράτη και δεν υπάγεται σε κανέναν άλλο φορέα εκτός από τον εαυτό του. Βλ. προτεκτοράτο., κύρια/ανεξάρτητη πρόταση βλ. κύριος [< γαλλ. indépendant]

ανθρωπικός

ανθρωπικός, ή, ό [ἀνθρωπικός] αν-θρω-πι-κός επίθ.: συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ανθρωπική αρχή & ανθρωπικό αξίωμα: (στην κοσμολογία) μεταφυσική-θεολογική και ντετερμινιστική ερμηνεία του κόσμου στο βαθμό που θέτει ως κέντρο του Σύμπαντος τον παρατηρητή του, το σκεπτόμενο δηλ. ον, όχι απλώς ως σημείο αναφοράς, αλλά ως σκοπό της δημιουργίας του: ασθενής/ισχυρή ~ ~ (: ασχολείται με τη χωροχρονική θέση της νοήμονος ζωής στο Σύμπαν ή μέσα σε ένα άπειρο αριθμό από πιθανά Σύμπαντα, αντίστοιχα). [< γαλλ. principe anthropique, 1974, αγγλ. anthropic principle, 1974] [< αρχ. ἀνθρωπικός ‘ανθρώπινος, που σχετίζεται με τον άνθρωπο’]

ανθυπασπιστής

ανθυπασπιστής [ἀνθυπασπιστής] αν-θυ-πα-σπι-στής ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΣΤΡΑΤ. αξιωματικός του Στρατού Ξηράς, του Πολεμικού Ναυτικού, της Πολεμικής Αεροπορίας και του Λιμενικού Σώματος· ο βαθμός του βρίσκεται μεταξύ ανθυπολοχαγού-αρχιλοχία, σημαιοφόρου-αρχικελευστή, ανθυποσμηναγού-αρχισμηνία και σημαιοφόρου-αρχικελευστή αντίστοιχα. [< γερμ. Adjutant]

αντιποίηση

αντιποίηση [ἀντιποίηση] α-ντι-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. παράνομη οικειοποίηση δικαιώματος, ξένης ιδιοκτησίας ή κατάχρηση εξουσίας: ~ άσκησης επαγγέλματος/στολής (π.χ. αστυνομικού)/τίτλου (σπουδών). Πβ. ιδιοποίηση, σφετερισμός. Βλ. -ποίηση. ● ΣΥΜΠΛ.: αντιποίηση Αρχής: άσκηση εξουσίας χωρίς νόμιμο δικαίωμα. [< γαλλ. usurpation de pouvoir] [< μτγν. ἀντιποίησις 'διεκδίκηση, αξίωση', γαλλ. usurpation]

αντίσταση

αντίσταση [ἀντίσταση] α-ντί-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. εναντίωση σε απειλητική κατάσταση, δράση, δύναμη· σταθερή αντίδραση: δυναμική/ένοπλη (πβ. άμυνα)/ηρωική/λαϊκή/πολιτική ~ (πβ. εξέγερση, στάση). Η ~ των υπερασπιστών της χώρας. ~ στα νέα μέτρα/στους πειρασμούς. Κάμπτω την ~ κάποιου. Συναντώ ~ στις επιδιώξεις μου. Πρόβαλε σθεναρή ~ μέχρι τέλους. Δεν έφερε καμία ~ (βλ. αντίρρηση). Παραδόθηκε χωρίς ~. Βλ. υποχώρηση.|| (με κεφαλ. το αρχικό Α, οργάνωση που αγωνίζεται ενάντια σε κατοχικές δυνάμεις ή δικτατορικά καθεστώτα:) Μέλος της ~ης (= αντιστασιακός). Έλαβε μέρος στην ~.|| Ακολουθεί τον δρόμο της ελάχιστης ~ης. Βλ. πυρ~. 2. ΗΛΕΚΤΡ. (σύμβ. R) η δυσκολία που προβάλλει ένας αγωγός στη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος, με αποτέλεσμα τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμική και ειδικότ. ο ίδιος ο αγωγός, ο αντιστάτης: δυναμική/επαγωγική/ηλεκτρική/μεταβλητή (βλ. ρεοστάτης)/μιγαδική/στατική/σύνθετη (= εμπέδηση)/φυσική/χαμηλή/ωμική ~. ~ γείωσης (: για μείωση της έντασης τυχόν ρευμάτων διαρροής σε περίπτωση βραχυκυκλώματος)/εισόδου/εξόδου/ηλεκτροδίου/καθόδου/λαμπτήρα/μόνωσης/πυκνωτή/σύρματος.|| Πτώση τάσης στις ~άσεις. Η ~ κάηκε/υπερθερμάνθηκε. Βλ. αγωγιμότητα, μαγνητο~, φωτο~. 3. ΦΥΣ. δύναμη που εναντιώνεται στην κίνηση: (αυξημένη/μειωμένη/υψηλή) αεροδυναμική/μυϊκή/υδροδυναμική ~. ~ τριβής. Η ~ του αέρα/ρευστού. ~ στην κάμψη/στρέψη. 4. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η δυνατότητα ενός οργανισμού να αντιμετωπίζει μόλυνση ή ασθένεια: Το νέφος προκαλεί μειωμένη ~ στα κρυολογήματα. 5. (καταχρ.) αντοχή, ανθεκτικότητα: ~ ενός ιού στα αντιβιοτικά/ενός υλικού στη φωτιά. Το παραβολικό κάτοπτρο έχει μεγάλη ~ στον άνεμο.|| ~ στην αλλαγή/στον χρόνο.|| Έπεσαν οι ~άσεις του και δέχτηκε τον συμβιβασμό (: εξασθένησαν οι αμυντικοί μηχανισμοί). ● ΣΥΜΠΛ.: (Εθνική) Αντίσταση: ΙΣΤ. το σύνολο των οργανώσεων στην Ελλάδα που έδρασαν ενάντια στις δυνάμεις Κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο., παθητική/ενεργητική αντίσταση: άρνηση εκτέλεσης εντολής χωρίς βία/με χρήση βίας: Παθητική ~ των εργαζομένων (πβ. ανυπακοή, πάλη).|| Παθητική ~ του καταναλωτή. ● ΦΡ.: αντίσταση κατά της Αρχής: ΝΟΜ. βίαιη απείθεια εναντίον κρατικού οργάνου, ώστε να μην πράξει το καθήκον του: Συνελήφθη για ~ ~ και σωματική βλάβη. [< γαλλ. résistance contre l΄ autorité] , κάνω αντίσταση: δρω οργανωμένα κατά μιας εξουσίας, είμαι μέλος αντιστασιακής οργάνωσης., κρατώ αντίσταση 1. αντιστέκομαι. 2. κρατάω κόντρα., βρίσκει αντίσταση βλ. βρίσκω [< μτγν. ἀντίστασις, γαλλ. résistance]

απροσδιοριστία

απροσδιοριστία [ἀπροσδιοριστία] α-προσ-δι-ο-ρι-στί-α ουσ. (θηλ.): το να μην προσδιορίζεται κάτι με ακρίβεια: ιδεολογική ~. ~ προβλέψεων/τιμών. ~ του νοήματος. Πβ. αοριστία, ασάφεια. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας: ΦΥΣ. θεμελιώδης αρχή της σύγχρονης φυσικής σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατος ο ταυτόχρονος ακριβής προσδιορισμός της θέσης και της ορμής ενός υποατομικού σωματιδίου. [< αγγλ. indeterminacy principle, περ. 1928, uncertainty principle, 1929] [< γαλλ. indétermination]

αρτιμέλεια

αρτιμέλεια [ἀρτιμέλεια] αρ-τι-μέ-λει-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): σωματική ακεραιότητα: ~ του εμβρύου. Ιατρική βεβαίωση υγείας και ~ας. Πβ. φυσική καταλληλότητα. Βλ. αναπηρία.

αρχαιολογία

αρχαιολογία [ἀρχαιολογία] αρ-χαι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ. επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και κατανόηση του ανθρώπινου παρελθόντος (πολιτισμικού, κοινωνικού, θρησκευτικού), μέσα από την ανάλυση και διερεύνηση υλικών πολιτιστικών υπολειμμάτων, οικοδομημάτων, λειψάνων και άλλων ευρημάτων: προϊστορική/κλασική/ρωμαϊκή/(μετα)βυζαντινή/μεσαιωνική ~. Ιστορία-~. Βλ. ανασκαφή.|| (προφ., η Αρχαιολογική Υπηρεσία:) Έχω προβλήματα με την ~. Βλ. -λογία. 2. {σπανιότ. στον πληθ.} (μειωτ.) χαρακτηρισμός προσώπου μεγάλης ηλικίας ή συνήθ. πολύ παλιού, ξεπερασμένου, φθαρμένου πράγματος. Πβ. αντίκα, κουρελαρία, παλιατζούρα. ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανική αρχαιολογία: κλάδος που έχει ως αντικείμενό του τη διάσωση και καταγραφή βιομηχανικών μνημείων. [< αγγλ. industrial archaeology, 1951] , πειραματική αρχαιολογία: που στοχεύει στην ερμηνεία και επιβεβαίωση αρχαιολογικών μαρτυριών, μέσω της διεξαγωγής ελεγχόμενων πειραμάτων. [< αγγλ. experimental archaeology] , περιβαλλοντική αρχαιολογία: που έχει ως αντικείμενο την ανασύνθεση των περιβαλλοντικών συνθηκών παλαιότερων εποχών και την κατανόηση της επίδρασης του ανθρώπου σε αυτές. [< αγγλ. environmental archaeology] , ψηφιακή αρχαιολογία: διαδικασία ανάκτησης πληροφοριών από απαρχαιωμένες και κατεστραμμένες πηγές δεδομένων. [< αγγλ. digital archaeology] , ενάλια αρχαιολογία βλ. ενάλιος [< 1: αρχ. ἀρχαιολογία, γαλλ. archéologie, γερμ. Archäologie, αγγλ. archaeology 2: γαλλ. antique, antiquité]

αρχιμήδειος

αρχιμήδειος, α, ο [ἀρχιμήδειος] αρ-χι-μή-δει-ος επίθ.: ΜΑΘ. -ΦΥΣ. που σχετίζεται με τον Αρχιμήδη ή βασίζεται στις αρχές του: ~ο: αξίωμα/πρόβλημα. ~α ιδιότητα (των πραγματικών αριθμών). ● ΣΥΜΠΛ.: αρχιμήδεια αρχή/αρχή του Αρχιμήδη: ΦΥΣ. σύμφωνα με την οποία ένα σώμα που βυθίζεται μέσα σε ρευστό, υφίσταται κατακόρυφη ώθηση με φορά προς τα πάνω, την άνωση, που είναι ίση με το βάρος του εκτοπιζόμενου ρευστού., αρχιμήδειο σημείο: από το οποίο μπορεί δυνητικά να οργανωθούν και να ελεγχθούν τα πάντα: ~ ~ αναφοράς. [< γαλλ. archimédien, αγγλ. Archimedean]

αυτοδιάθεση

αυτοδιάθεση [αὐτοδιάθεση] αυ-το-δι-ά-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΟΛΙΤ. το δικαίωμα που έχει κάθε λαός να καθορίζει ελεύθερα το πολιτικό καθεστώς του και να εξασφαλίζει την οικονομική, κοινωνική και μορφωτική ανάπτυξή του: ελευθερία και ~. Πβ. αυτεξουσιότητα, αυτοκυριαρχία, αυτονομία. 2. το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να διαθέτει ελεύθερα τον εαυτό του: προσωπική ~. Πβ. αυτοκαθορισμός. ΑΝΤ. ετεροκαθορισμός, ετεροπροσδιορισμός ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της αυτοδιάθεσης: ΠΟΛΙΤ. δόγμα που αναφέρεται στο δικαίωμα μιας εθνικής κοινότητας να έχει πολιτική αυτοτέλεια: Η ~ ~ των λαών. Η ~ ~ και της εδαφικής ακεραιότητας. Πβ. η αρχή των εθνοτήτων. [< γαλλ. autodétermination, 1955]

βιοτεχνικός

βιοτεχνικός, ή, ό βι-ο-τε-χνι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τον βιοτέχνη ή τη βιοτεχνία: ~ός: κλάδος/συνεταιρισμός. ~ή: ζώνη/μονάδα. (με κεφαλ. Β) ~ό: Επιμελητήριο. Βλ. βιομηχαν-, χειροτεχν-ικός. ● ΣΥΜΠΛ.: βιοτεχνικό πάρκο (ακρ. ΒΙΟ.ΠΑ.): χώρος στον οποίο ασκείται βιομηχανική και βιοτεχνική δραστηριότητα χαμηλής όχλησης και λειτουργούν επαγγελματικά εργαστήρια. Βλ. βιομηχανικό πάρκο, τεχνόπολη. [< γαλλ. manufacturier]

βόθρος

βόθρος βό-θρος ουσ. (αρσ.) 1. (λαϊκό) βαθιά σκαμμένος και καλυμμένος λάκκος όπου συγκεντρώνονται οικιακά κυρ. λύματα: απορροφητικός/σηπτικός ~. Εκκενώσεις ~ων. Πβ. οχετός, χαβούζα. Βλ. αποχέτευση, υπόνομος, φρεάτιο. 2. ΑΝΑΤ. κοιλότητα στην επιφάνεια ανατομικού στοιχείου: κρανιακός/κροταφικός ~. Πβ. βοθρίο. 3. (μτφ.) για πρόσωπο που βρίζει πολύ άσχημα: ~ είναι το στόμα της! Πβ. οχετός, χαβούζα. 4. ΑΡΧΑΙΟΛ. λάκκος απορριμμάτων. Πβ. αποθέτης. [< αρχ. βόθρος]

γάμος

γάμος γά-μος ουσ. (αρσ.) 1. νόμιμη ένωση συνήθ. ενός άντρα και μιας γυναίκας, που αναγνωρίζονται επίσημα ως σύζυγοι με θρησκευτική ή πολιτική τελετή και συνεκδ. η αντίστοιχη τελετή και ο ακόλουθος εορτασμός: ανοιχτός (: με πολλούς προσκεκλημένους, ΑΝΤ. κλειστός)/βασιλικός/παραδοσιακός/πλούσιος ~. Πρώτος/δεύτερος/τρίτος ~. ~ συμφέροντος. ~ από έρωτα/συνοικέσιο. Κοινοί ~οι (: που τελούνται ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο). ~ (μεταξύ) γκέι/λεσβιών/ομοφύλων. (Αν)αγγελία/βίντεο/γνωριμία/δεξίωση/δήλωση (: στο ληξιαρχείο)/δώρο/έθιμα/είδη (: νυφικά, στέφανα, λαμπάδες, μπομπονιέρες)/επέτειος/οργάνωση/πιστοποιητικό/(ληξιαρχική) πράξη/προσκλητήριο/τέλεση/τραγούδι/τραπέζι (= γλέντι)/φωτογραφίες ~ου. Είναι/βρίσκεται/έφτασε σε ηλικία ~ου. Ανακοινώνω/εμποδίζω/ευλογώ/τελώ τον ~ο. Συνάπτω ~ο. Βγάζω τις άδειες του ~ου.|| (ΝΟΜ.) Άκυρος/ανυπόστατος ~. (Δικαστική) λύση ~ου (βλ. διαζύγιο). Επίδομα ~ου. Πβ. παντρειά, πάντρεμα. Βλ. στεφάνι. 2. (συνεκδ.) έγγαμος βίος, συμβίωση συζύγων: αποτυχημένος/αταίριαστος/άτυχος/διαλυμένος/επιτυχημένος ~. Σώζω τον ~ο μου. Ατύχησε/ευτύχησε στον ~ο του. Ο ~ τους κράτησε παρά τις αντιξοότητες. H πρώτη νύχτα του ~ου. 3. ΘΕΟΛ. ένα από τα επτά μυστήρια της χριστιανικής θρησκείας, με το οποίο ευλογείται η ένωση άντρα και γυναίκας, με σκοπό την πνευματική και ηθική τους τελείωση και τη γέννηση τέκνων. 4. (μτφ.) ένωση ή συνεργασία διαφορετικών ή αντίθετων πλευρών, εταιρειών: ~ (δύο) εκδοτικών οίκων. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστικός γάμος 1. που επιβάλλεται από το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον ή λόγω ειδικών συνθηκών (συνήθ. ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης). 2. (μτφ.) συνεργασία, συμφωνία που επιβάλλεται από κάποιες καταστάσεις: ~ ~ των επιχειρήσεων., αργυροί/χρυσοί/αδαμάντινοι γάμοι: επέτειος των 25, 50 και 60 (ή 75) χρόνων έγγαμης συμβίωσης, αντίστοιχα. Βλ. ιωβηλαίο. [< γαλλ. noces d'argent/d'or/de diamant] , θρησκευτικός γάμος: που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο που υπαγορεύει η θρησκεία του ζευγαριού. [< γαλλ. mariage religieux] , λευκός/εικονικός γάμος: ΝΟΜ. που γίνεται συμβατικά, για λόγους σκοπιμότητας. [< γαλλ. mariage blanc] , μικτός γάμος: που πραγματοποιείται μεταξύ ετερόθρησκων ή ετερόδοξων. [< γαλλ. mariage mixte] , πολιτικός γάμος: που τελείται (1982 κ. ε.) από εκπρόσωπο δημοτικής ή άλλης πολιτικής Αρχής, συνήθ. στο δημαρχείο. [< γαλλ. mariage civil] , λίστα γάμου βλ. λίστα, πρόταση (γάμου) βλ. πρόταση ● ΦΡ.: εκτός γάμου: έξω από τα πλαίσια της έγγαμης ζωής: σχέσεις ~ ~ (= εξωσυζυγικές). Παιδιά που γεννήθηκαν ~ ~. Πβ. εξώγαμος., εντός γάμου: που προκύπτει ή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσης: τέκνα γεννημένα ~ ~., έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) (επίσ.): παντρεύομαι., όλα του γάμου δύσκολα (κι η νύφη γκαστρωμένη) (παροιμ.): όταν υπάρχουν πολλές δυσκολίες, για να γίνει κάτι ή όταν εμφανίζεται ένα (νέο) πρόβλημα σε μια ήδη δύσκολη κατάσταση., όπου γάμος και χαρά (κι) η Βασίλω πρώτη: για πρόσωπο που παρευρίσκεται σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις, συχνά για να προβληθεί., πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» (παροιμ.): όταν κάποιος λέει κάτι, συνήθ. αρνητικό, που δεν ταιριάζει σε συγκεκριμένη περίσταση., τα (ιερά) δεσμά του γάμου (επίσ.): ο γάμος: Ενώθηκαν με ~ ~ ενώπιον Θεού και ανθρώπων., (ο) γάμος του καραγκιόζη βλ. καραγκιόζης, ζητώ (σε γάμο) βλ. ζητώ, θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια βλ. αφήνω, στον γάμο του καραγκιόζη βλ. καραγκιόζης, του Κουτρούλη ο γάμος/το πανηγύρι βλ. Κουτρούλης [< αρχ. γάμος]

δηλωμένος

δηλωμένος, η, ο δη-λω-μέ-νος επίθ. & (λόγ.) δεδηλωμένος 1. που έχει γνωστοποιηθεί, εκφραστεί ρητά, που έχει αποκαλυφθεί: ~ος: θαυμαστής/οπαδός/στόχος. ~η: αντίθεση/επιθυμία/θέληση/θέση (= εκ(πε)φρασμένη). ~ο: ενδιαφέρον (= εκδηλωμένο). ~οι: εχθροί (βλ. κηρυγμένοι, ορκισμένοι). Η ~η πολιτική της κυβέρνησης. Πβ. φανερός. 2. που έχει δηλωθεί επίσημα, σύμφωνα με ορισμένο τυπικό σε αρμόδια Αρχή ή υπηρεσία: ~η: αξία/διεύθυνση/εργασία. ~ο: εισόδημα. ~ες: δαπάνες. ΑΝΤ. αδήλωτος (1) ● Ουσ.: δηλωμένη (η): ιερόδουλη που ασκεί νόμιμα το επάγγελμά της, που έχει δηλωθεί στην Αστυνομία. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της δεδηλωμένης & δεδηλωμένη (η): ΠΟΛΙΤ. σύμφωνα με την οποία ένα κόμμα, για να αναλάβει την εξουσία και να διατηρηθεί σε αυτή, πρέπει να έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Βλ. αρχή της πλειοψηφίας, πρόταση μομφής/δυσπιστίας. [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. δηλώνω, γαλλ. déclaré]

διανομέας

διανομέας δι-α-νο-μέ-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {διανομ-είς, -έων} 1. πρόσωπο που κάνει διανομή προϊόντων· ειδικότ. εταιρεία που μεσολαβεί μεταξύ παραγωγών και επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου: ταχυδρομικός ~ (πβ. ταχυδρόμος). ~ πίτσας/φαγητού (πβ. ντελιβεράς, πιτσαδόρος)/Τύπου. Βλ. ταχυ~.|| Αποκλειστικός/εμπορικός/εξουσιοδοτημένος ~. ~ αυτοκινήτων/τροφίμων/φυσικού αερίου. Επίσημος αντιπρόσωπος και ~.|| (ΚΙΝΗΜ.) Παραγωγοί και ~είς ταινιών. Βλ. προμηθευτής. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα ή συσκευή διανομής· ειδικότ. ντιστριμπιτέρ: ~ λιπασμάτων/νερού (= διανεμητής).|| (ΜΗΧΑΝ.) ~ θερμότητας. [< 1: μτγν. διανομεύς ‘αυτός που διανέμει’ 2: γαλλ. distributeur]

διατήρηση

διατήρηση δι-α-τή-ρη-ση ουσ. (θηλ.): το να διατηρείται κάτι: ~ του βάρους/της ζωής (πβ. συνέχιση)/της υγείας.|| ~ έργων τέχνης/μνημείων. ~ αρχαιοτήτων/οικοσυστημάτων/φυτών. ~ αρχείου/τεκμηρίων (: προστασία). Ψηφιακή ~ υλικού.|| ~ της γλώσσας/ειρήνης/(ιστορικής) μνήμης/ποιότητας/πολιτιστικής κληρονομιάς/σταθερότητας/τάξης/των τοπικών παραδόσεων Πβ. διαφύλαξη.|| Μέτρα για τη ~ των τιμών σε λογικά επίπεδα. Πβ. συγκράτηση.|| Συνθήκες ~ης τροφίμων. Πβ. συντήρηση. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχή/νόμος της διατήρησης: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που υποστηρίζει ότι μία ποσότητα παραμένει σταθερή μετά από μία διαδικασία ή αλληλεπίδραση: ~ ~ της ενέργειας/του ηλεκτρικού φορτίου/της μαγνητικής ροής/μάζας/(στροφ)ορμής. [< αγγλ. conservation law, 1930] [< μτγν. διατήρησις, αγγλ.-γαλλ. maintenance]

δίκαιο

δίκαιο δί-και-ο ουσ. (ουδ.) {δικαί-ου | -ων} 1. ΝΟΜ. (κ. με κεφαλ. Δ) το σύνολο των νόμων και των κανόνων που θεσμοθετεί και αναγνωρίζει το κράτος και οι οποίοι καθορίζουν δεσμευτικά την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων: αεροπορικό/αθλητικό/ασφαλιστικό/γραπτό/διοικητικό/εκκλησιαστικό/εκλογικό/ενεργειακό/ηλεκτρονικό/ιατρικό/κοινό/κοινοβουλευτικό/κοινωνικό/στρατιωτικό/συγκριτικό/σωφρονιστικό/τραπεζικό/φορολογικό/χρηματιστηριακό/χωροταξικό ~. ~ αλλοδαπών/αναγκαστικής εκτέλεσης/ανηλίκων/ανταγωνισμού/ανωνύμων εταιρειών/αξιογράφων/βιομηχανικής ιδιοκτησίας/διεθνών συναλλαγών/ιθαγένειας/Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης/περιβάλλοντος/πληροφορικής/πνευματικής ιδιοκτησίας/συμβάσεων/συνεταιρισμών/της υγείας. Διάταξη/επιβολή/ισχύς/καταστρατήγηση/παράβαση (του) ~ου. Η εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών είναι ζήτημα ~ου. (ΙΣΤ.) Βυζαντινό/ελληνιστικό/ρωμαϊκό ~. Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού ~ου (της Ακαδημίας Αθηνών). 2. το σύνολο των αρχών που διασφαλίζουν τα δικαιώματα προσώπου ή ομάδας και κατ' επέκτ. το σωστό: αποκατάσταση του ~ου. Οι κοινωνικές σχέσεις πρέπει να έχουν ως γνώμονα το ~ (= τη δικαιοσύνη). Να υπηρετείς το ~. Βλ. δίκιο.|| (στον πληθ., δικαιωματικές απαιτήσεις) Αγωνίζομαι για/διεκδικώ τα/πολεμώ για τα ~ά μου. Τα ~α του έθνους (= εθνικά ~α)/του ελληνισμού/του λαού. Πβ. αξίωση. ΑΝΤ. άδικο 3. ΝΟΜ. η νομική επιστήμη: θεωρία του ~ου. Πβ. Επιστήμη του Δικαίου. ● ΣΥΜΠΛ.: Αστικό Δίκαιο: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις διαφορές των πολιτών και το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα και σύγγραμμα. [< γερμ. Zivilrecht, γαλλ. droit civil] , Αστικό Δικονομικό Δίκαιο/Πολιτική Δικονομία: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία επίλυσης ιδιωτικών διαφορών ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. [< γερμ. Zivilprozeß] , Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο & Διεθνές Δίκαιο: που διέπει τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη, και τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. [< γερμ. Völkerrecht] , Δημόσιο Δίκαιο : ΝΟΜ. το σύνολο των κανόνων της έννομης τάξης και εκείνων που ρυθμίζουν την οργάνωση, λειτουργία και γενικά τη δραστηριότητα των πολιτειακών οργάνων, όπως και τις σχέσεις των διοικούμενων με τη δημόσια διοίκηση. Βλ. Ιδιωτικό Δίκαιο. [< γερμ. Staatsrecht] , Εμπορικό Δίκαιο: το σύνολο γραπτών ή εθιμικών κανόνων Ιδιωτικού Δικαίου που ρυθμίζουν το Δίκαιο των εμπορικών πράξεων και των εμπόρων. [< γερμ. Handelsrecht] , Ενδοτικό Δίκαιο & ενδοτικός κανόνας δικαίου: που η εφαρμογή των κανόνων του είναι προαιρετική, η ισχύς του μπορεί να αρθεί από την ιδιωτική βούληση. Βλ. κανόνες αναγκαστικού Δικαίου. [< λατ. jus dispositivum] , Ενοχικό Δίκαιο: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις ενοχικές σχέσεις (: συμβάσεις, αδικοπραξίες): γενικό/ειδικό ~ ~. Βλ. προστασία (του) καταναλωτή. [< γερμ. Schuldrecht] , Επιστήμη του Δικαίου: Νομική Επιστήμη που εξετάζει το ισχύον Δίκαιο., Ευρωπαϊκό Δίκαιο & Κοινοτικό Δίκαιο: το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γερμ. Europarecht] , θετικό δίκαιο: οι γραπτοί συνήθ. κανόνες δικαίου., Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ πολιτών διαφορετικών χωρών. [< γερμ. internationales Privatrecht] , Κληρονομικό Δίκαιο: το σύνολο των διατάξεων του Αστικού Δικαίου που ρυθμίζουν τους όρους μεταβίβασης περιουσίας λόγω θανάτου· το αντίστοιχο νομικό μάθημα και σύγγραμμα. [< γερμ. Erbrecht] , κράτος δικαίου: ΝΟΜ. που λειτουργεί με βάση το γραπτό δίκαιο., Ναυτικό/Ναυτιλιακό Δίκαιο: το δίκαιο της θαλασσοπλοΐας. [< γερμ. Seerecht] , Οικογενειακό Δίκαιο & (προφ.) Οικογενειακό: οι κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις που συνδέονται με τον γάμο, τη συγγένεια εξ αίματος και την υιοθεσία. [< γερμ. Familienrecht] , Ποινικό Δίκαιο: ΝΟΜ. το σύνολο των κανόνων που αναφέρονται στις εγκληματικές πράξεις και στις αντίστοιχες ποινές για τους δράστες: ~ ~ ανηλίκων. Αγωγή ~ού ~ου. Το ~ ~ διακρίνεται στο Ουσιαστικό ~ ~ και στην Ποινική Δικονομία.|| (προφ.) Αδίκημα/εγκληματίες του κοινού ~ού ~ου. [< γερμ. Strafrecht] , φυσικό δίκαιο: που πηγάζει από τη φύση του ανθρώπου και τις αρχές του για το ηθικό και το σωστό., άγραφος νόμος βλ. άγραφος, Δημοσιονομικό Δίκαιο βλ. δημοσιονομικός, εθιμικό δίκαιο βλ. εθιμικός, Εμπράγματο Δίκαιο βλ. εμπράγματος, Εργατικό Δίκαιο/Εργατική Νομοθεσία/Εργατικός Κώδικας βλ. εργατικός, Ιδιωτικό Δίκαιο βλ. ιδιωτικός, ικανότητα δικαίου βλ. ικανότητα, κανόνες αναγκαστικού Δικαίου βλ. αναγκαστικός, Κανονικό Δίκαιο βλ. κανονικός, Οικονομικό Δίκαιο βλ. οικονομικός, Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο βλ. ποινικός, Πειθαρχικό Δίκαιο βλ. πειθαρχικός, πλάσμα δικαίου βλ. πλάσμα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο/Ποινική Δικονομία βλ. ποινικός, Πτωχευτικό Δίκαιο βλ. πτωχευτικός, Συνταγματικό Δίκαιο βλ. συνταγματικός, Υπαλληλικό Δίκαιο βλ. υπαλληλικός ● ΦΡ.: το δίκαιο του ισχυρότερου/του ισχυροτέρου & ο νόμος/το δίκαιο του ισχυρού & το δίκαιο της πυγμής: σε περιπτώσεις που επιβάλλεται η βούληση εκείνου που έχει τη μεγαλύτερη (υλική, οικονομική, πολιτική) δύναμη, σε βάρος των αδυνάτων. ΣΥΝ. ο νόμος της ζούγκλας (2), το δίκαιο των πολλών: όταν υπερισχύει η θέληση των περισσοτέρων., το αίσθημα δικαίου/το περί δικαίου αίσθημα βλ. αίσθημα [< αρχ. δίκαιον, γαλλ. droit < λατ. directum ‘ορθή κατεύθυνση’, γερμ. Recht, Rechts-, αγγλ. law]

διωκτικός

διωκτικός, ή, ό δι-ω-κτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη δίωξη: ~ός: μηχανισμός. ~ή: μανία. ~ά: μέτρα/όργανα. Πβ. κατα~. ● ΣΥΜΠΛ.: διωκτικές Αρχές: Αστυνομία, Λιμενικό Σώμα, Τελωνειακή Υπηρεσία, Εισαγγελία. [< μτγν. διωκτικός ‘ικανός να απομακρύνει’]

εθνότητα

εθνότητα [ἐθνότητα] ε-θνό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {εθνοτήτ-ων}: εθνοπολιτισμική κοινότητα χωρίς κρατική υπόσταση· ειδικότ. μειονότητα: κυρίαρχη ~. Ισότιμες/υπόδουλες/(ΙΣΤ.) χριστιανικές ~ες. Σεβασμός στην κουλτούρα κάθε ~ας. ~ες και αποσχιστικά κινήματα. Δικαιώματα/συνύπαρξη των ~ων. Πβ. έθνος. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή των εθνοτήτων: ΠΟΛΙΤ. πολιτικό δόγμα σύμφωνα με το οποίο κάθε εθνότητα έχει δικαίωμα να συγκροτηθεί σε ανεξάρτητο κράτος. Πβ. η αρχή της αυτοδιάθεσης. [< γαλλ. le principe des nationalités] [< γαλλ. nationalité]

εκδίδων

εκδίδων, ουσα, ον [ἐκδίδων] εκ-δί-δων επίθ./ουσ. (επίσ.): που κοινοποιεί ή θέτει κάτι σε κυκλοφορία: ~ουσα: διεύθυνση/τράπεζα. ~ον: (διαχειριστικό) όργανο. ~οντες: φορείς.|| (ως ουσ.) O ~ την απόφαση. Οι ~οντες ομόλογα/πιστοποιητικά/τιμολόγια. ● ΣΥΜΠΛ.: εκδίδουσα Αρχή: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. φορέας που είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο αιτημάτων και την έκδοση επίσημων εγγράφων: ~ ~ διαβατηρίου/ταυτότητας. Η ~ ~ αποφασίζει/χορηγεί άδεια. [< αγγλ. issuing authority] [< αρχ. ἐκδίδων]

επικουρικότητα

επικουρικότητα [ἐπικουρικότητα] ε-πι-κου-ρι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της επικουρικότητας: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. που ορίζει ότι η κεντρική εξουσία (π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς τα κράτη-μέλη) επεμβαίνει μόνο όταν ένας σκοπός δεν μπορεί να εκπληρωθεί σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. [< αγγλ. principle of subsidiarity] [< γαλλ. subsidiarité, 1964]

εταιρεία & εταιρία

εταιρεία & εταιρία [ἑταιρεία] ε-ται-ρεί-α ουσ. (θηλ.) {εταιρει-ών} 1. ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. σύμβαση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ προσώπων, με την οποία επιδιώκουν κοινό σκοπό, κυρ. οικονομικό, με αμοιβαίες (υλικές) εισφορές· ιδ. η ένωση που προκύπτει από αυτή: αεροπορική (πβ. αερογραμμή)/ακτοπλοϊκή/βιομηχανική/διαφημιστική/δισκογραφική/δημόσια/θυγατρική/κοινή/κρατική/μεταφορική/ναυτιλιακή/πλοιοκτήτρια/(πολυ)εθνική/τουριστική ~. ~ εισαγωγών-εξαγωγών/καλλυντικών/(κινητής/σταθερής) τηλεφωνίας. ~ λαϊκής βάσης. ~ εισηγμένη στο χρηματιστήριο. Δυναμικά αναπτυσσόμενη/νεοσύστατη ~. ~ Ύδρευσης και Αποχέτευσης (Ε.ΥΔ.Α.Π.). Εμπορικό σήμα/ίδρυση/καταστατικό/μετοχικό κεφάλαιο/πελάτες/πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος/στελέχη ~ας. Ανταγωνίστριες/δημοτικές/εγχώριες/επώνυμες (= γνωστές)/ξένες/συνδεδεμένες/συνεργαζόμενες/φαρμακευτικές ~ες. ~ες δημοσκοπήσεων/τηλεπικοινωνιών. Δίκαιο (= εταιρικό)/δίκτυο/κοινοπραξία/λογιστική/όμιλος/συγχωνεύσεις ~ών. Η ~ δραστηριοποιείται στον χώρο .../χρεωκόπησε. Το έργο ανέλαβε ιδιωτική ~. Βλ. οίκος, τραστ, φίρμα.|| (συνεκδ. το αντίστοιχο κτίριο) Οι αποθήκες της ~ας. ΣΥΝ. επιχείρηση (1) 2. (γενικότ.) (με κεφαλ. το αρχικό Ε) ένωση ατόμων με κοινούς στόχους και επιδιώξεις, τα οποία δεν αποβλέπουν σε οικονομικά οφέλη: Ελληνική Αντικαρκινική/Ελληνική Λαογραφική/Ελληνική Μαθηματική/Φιλεκπαιδευτική ~. Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική ~. ~ Μακεδονικών Σπουδών. Επιστημονικές ~ες. Πβ. σύλλογος, σύνδεσμος, σωματείο.|| (με μικρό ε) ~ δολοφόνων (πβ. σπείρα, συνδικάτο). ● ΣΥΜΠΛ.: ανώνυμη εταιρεία & ανώνυμος εταιρεία (ακρ. ΑΕ): εμπορική κεφαλαιουχική εταιρεία της οποίας το κεφάλαιο διαιρείται σε μετοχές και όλοι οι εταίροι (μέτοχοι) ευθύνονται μόνο μέχρι του ποσού της εισφοράς τους (περιορισμένη ευθύνη): εκδοτική ~ ~. ~ ~ με την επωνυμία ... [< γαλλ. société anonyme] , αστική εταιρεία: που δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο, αλλά οι εταίροι της μπορούν να της δώσουν νομική προσωπικότητα, μετατρέποντάς την σε εμπορική εταιρεία ή σωματείο: ~ ~ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα., εμπορική εταιρεία: ένωση προσώπων ιδιωτικού δικαίου για επίτευξη κοινού εμπορικού (οικονομικού) σκοπού με αμοιβαίες υποχρεώσεις των μελών της., εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (ακρ. ΕΠΕ): εμπορική εταιρεία κεφαλαίου με νομική προσωπικότητα, της οποίας τα μέλη δεν ευθύνονται προσωπικά για τις υποχρεώσεις της και το κεφάλαιό της διαιρείται σε ισότιμα μερίδια: ιδιωτική ~ ~ με εγγύηση/μετοχές. [< γαλλ. societé à responsabilité limitée] , εταιρεία συμμετοχών & συμμετοχική/αφανής εταιρεία: εταιρεία χωρίς νομική υπόσταση και εταιρική επωνυμία, στις συναλλαγές της οποίας φαίνεται το όνομα του ενός μόνο από τους συμμετέχοντες κατά κύριο λόγο. [< γαλλ. société en participation] , προσωπική εταιρεία: εμπορική εταιρεία στην οποία η επιδίωξη του εταιρικού σκοπού στηρίζεται στην προσωπική συμβολή των εταίρων., Φιλική Εταιρεία: ΙΣΤ. μυστική οργάνωση η οποία ιδρύθηκε το 1814 με σκοπό την προετοιμασία της επανάστασης των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων: κατήχηση/οι μυημένοι στη ~ ~., ασφαλιστική (εταιρεία) βλ. ασφαλιστικός, εκκαθάριση εταιρείας/επιχείρησης βλ. εκκαθάριση, εξωχώρια εταιρεία βλ. εξωχώριος, εταιρεία χαρτοφυλακίου βλ. χαρτοφυλάκιο, ετερόρρυθμη εταιρεία βλ. ετερόρρυθμος, κατασκευαστική/κατασκευάστρια εταιρεία βλ. κατασκευαστικός, κεφαλαιουχική εταιρεία βλ. κεφαλαιουχικός, μητρική εταιρεία βλ. μητρικός1, μυστική εταιρεία βλ. μυστικός, ομόρρυθμη εταιρεία βλ. ομόρρυθμος [< αρχ. ἑταιρεία & ἑταιρία, γαλλ. compagnie, société, αγγλ. company]

ζώνη

ζώνη ζώ-νη ουσ. (θηλ.) {ζων-ών} 1. ταινία που συγκρατεί ή/και διακοσμεί τα ρούχα, καθώς τυλίγεται και δένεται γύρω από τη μέση και κατ' επέκτ. κάθε ανάλογος ιμάντας που εξυπηρετεί ειδικές ανάγκες ή χρησιμοποιείται για λόγους ασφαλείας: ανδρική/γυναικεία/δερμάτινη/υφασμάτινη ~ (βλ. ζωνάρι, ζωστήρας, λουρί). ~ παντελονιού. Αγκράφα/θήκη/κλιπ/πόρπη ~ης. Βλ. αξεσουάρ.|| Ελαστική ~. ~ αδυνατίσματος/αναρρίχησης/βαρών/εφίδρωσης/κατάδυσης/μασάζ. Πλαστική ~ μεταφοράς. (ΙΑΤΡ.) Ορθοπαιδική ~. ~ κήλης/κοιλιάς. (ΑΘΛ.) Κίτρινη/μπλε ~ (: το χρώμα υποδηλώνει επίπεδο στις πολεμικές τέχνες). (ΕΚΚΛΗΣ.) Ιερατική ~ (βλ. άμφια).|| (σε αυτοκίνητο) Η ~ σώζει ζωές. Βάλε τη ~ σου! Δεν φορούσε ~. (σε αεροπλάνο) Δέστε τη ~ σας πριν από την απογείωση/προσγείωση. Πβ. ~ ασφαλείας. 2. οριοθετημένη περιοχή στην οποία επικρατούν συγκεκριμένες συνθήκες: αλπική/αστική/διαχωριστική/διεθνής/επικίνδυνη/θαλάσσια/κτηνοτροφική/μεσογειακή/οικιστική/ορεινή/παραλιακή/προστατευόμενη ~. Τιμή ~ης ακινήτων. (ΦΥΣ.) ~ ακτινοβολίας. ~ δασών/(ΟΙΚΟΛ.) ειδικής προστασίας. (ΑΘΛ.) ~ επίθεσης. ~ (άμεσης/επείγουσας) προτεραιότητας/φόρτωσης (: στάθμευσης για φορτοεκφόρτωση). Χερσαία ~ λιμένος. ~ εξυπηρέτησης κοινού. ~ εφαρμογής μέτρων. Πάρκα και ~ες πρασίνου.|| (ΓΕΩΛ.) ~ σεισμικής επικινδυνότητας. Σεισμικές ~ες. Βλ. βιο~. 3. χρονικό διάστημα σε τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα: απογευματινή/νυχτερινή/παιδική ~. Βραδινή/πρωινή ~ ενημέρωσης. ~ υψηλής θεαματικότητας (πβ. πράιμ τάιμ). 4. (μτφ.) ανθρώπινο τείχος, κλοιός: Οι αστυνομικοί είχαν σχηματίσει ~ γύρω από το συνεδριακό κέντρο, για να εμποδίσουν τους διαδηλωτές. 5. ΓΕΩΓΡ. τμήμα της Γης μεταξύ δύο παραλλήλων, που χαρακτηρίζεται από ορισμένο κλίμα: (αντ)αρκτική/βόρεια και νότια εύκρατη/τροπική ή διακεκαυμένη ~. Η ~ του Ισημερινού. Κλιματικές ~ες.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Ουράνιες ~ες. ● Υποκ.: ζωνάκι (το), ζωνίτσα (η), ζωνούλα (η): μόνο στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία/Τιμία/Τίμια Ζώνη: ΕΚΚΛΗΣ. της Θεοτόκου., άμυνα ζώνης & ζώνη άμυνας & (αμυντική) ζώνη 1. ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο κ. το μπάσκετ) τακτική σύμφωνα με την οποία κάθε παίκτης που αμύνεται τοποθετείται στο γήπεδο με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτηρεί συγκεκριμένο τμήμα του αγωνιστικού χώρου: Η ομάδα έπαιζε με διπλή ~ ~. Βλ. μαν του μαν. 2. (κυρ. ως ζώνη άμυνας) έκταση, περιοχή στην οποία οργανώνεται η άμυνα μιας χώρας: κοινή ~ ~ για την Ευρώπη. [< 1: αγγλ. zone defense, 1927] , βιομηχανική ζώνη: χωροθετημένη περιοχή με συγκεκριμένες προδιαγραφές για τη λειτουργία βιομηχανικών εγκαταστάσεων: ~ ~ σιδήρου και χάλυβα. Βλ. βιομηχανικό πάρκο., ελεύθερη ζώνη 1. ΟΙΚΟΝ. περιοχή στην οποία η διακίνηση εμπορευμάτων δεν υπόκειται σε τελωνειακούς δασμούς: ~ ~ εμπορίου (συχνότ. ζώνη ελεύθερου εμπορίου)/λιμανιού. 2. τόπος απαλλαγμένος από κάτι: ~ ~ από μεταλλαγμένα/από πυρηνικά όπλα. Πβ. απαγορευμένη ζώνη. [< 1: αγγλ. free zone, 1900] , ζώνη αστεροειδών: ΑΣΤΡΟΝ. περιοχή του ηλιακού συστήματος ανάμεσα στον Άρη και τον Δία, όπου βρίσκονται οι περισσότεροι γνωστοί αστεροειδείς. [< αγγλ. asteroid belt, 1952] , ζώνη ασφαλείας 1. (επίσ.) ιμάντας, κυρ. σε μέσο μεταφοράς, που σταθεροποιεί τον επιβάτη στη θέση του, προστατεύοντάς τον από πτώση ή ξαφνική και βίαιη μετατόπιση: ειδική/παιδική ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτου/οδηγού. Βλ. αερόσακος. 2. ελεγχόμενη και προστατευμένη περιοχή, όπου ισχύουν περιοριστικά μέτρα πρόσβασης: (ΣΤΡΑΤ.) εναέρια/θαλάσσια/χερσαία ~ ~. Αποχώρηση στρατευμάτων από τη ~ ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ρυθμίσεις ~ης ~ (: για το ίντερνετ). [< 1: αγγλ. safety belt 2: αγγλ. security zone] , ζώνη βλάστησης: ΟΙΚΟΛ. που έχει συγκεκριμένη χλωρίδα, η οποία καθορίζεται κυρ. από το υψόμετρο και από βιοκλιματικούς παράγοντες: παραμεσόγεια ~ ~. Βλ. οικότοπος, τούνδρα., ζώνη διέλευσης: ΤΗΛΕΠ. στενή ζώνη συχνοτήτων, μέσα από την οποία το σήμα περνά χωρίς αξιόλογη παραμόρφωση: ~ ~ γραμμής/φίλτρου.|| (γενικότ., στενό πέρασμα:) ~ ~ της οδού., ζώνη ελεύθερων συναλλαγών (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Z, E, Σ): ΟΙΚΟΝ. ενιαία αγορά με καθεστώς ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων, που συγκροτείται από δύο ή περισσότερα κράτη, τα οποία, ωστόσο, δεν υποχρεούνται να έχουν κοινό δασμολόγιο στις εμπορικές σχέσεις τους με τρίτες χώρες. Πβ. ελεύθερο εμπόριο. Βλ. Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών., ζώνη επιτήρησης & επιτηρούμενη ζώνη: οριοθετημένη περιοχή, όπου εφαρμόζονται ειδικά μέτρα ασφαλείας., ζώνη επιχειρήσεων: ΣΤΡΑΤ. περιοχή, συνήθ. σε εμπόλεμη σύρραξη, μέσα στα όρια της οποίας αναπτύσσεται πολεμική δράση. [< γαλλ. zone d'opérations] , ζώνη καινοτομίας: περιοχή που προσφέρεται για την εγκατάσταση επιχειρήσεων και ερευνητικών φορέων με καινοτόμες δράσεις., ζώνη οικιστικού ελέγχου (συντομ. ΖΟΕ): ΟΙΚΟΝ. εργαλείο για τον σχεδιασμό και τον έλεγχο του εξωαστικού χώρου που καθορίζει και θεσμοθετεί τις χρήσεις γης, τους όρους και περιορισμούς δόμησης και τους όρους προστασίας των βασικών υποδομών., ζώνη συχνοτήτων: ΤΗΛΕΠ. περιοχή φάσματος συχνοτήτων μεταξύ δύο οριακών τιμών: ~ ~ από τα οκτακόσια ενενήντα έως τα εννιακόσια δεκαπέντε MHz. Βλ. ευρυζωνικότητα., ζώνη ώρας & ωρολογιακή ζώνη & (σπάν.) ωριαία ζώνη: ΓΕΩΓΡ. καθεμία από τις είκοσι τέσσερις νοητές ζώνες πλάτους 15 μοιρών σε σχήμα γεωμετρικής ατράκτου, στις οποίες χωρίζεται η επιφάνεια της Γης και έχουν συμβατικά την ίδια ώρα: αλλαγή ~ης ~. Χώρες που ανήκουν σε διαφορετικές ~ες ~. ΣΥΝ. ωριαία άτρακτος [< αγγλ. time zone] , θεωρία των ζωνών & θεωρία των ενεργειακών ζωνών: ΦΥΣ. σύμφωνα με την οποία το ενεργειακό διάγραμμα των ηλεκτρονίων που συμμετέχουν στον σχηματισμό δεσμών μεταξύ των ατόμων ενός στερεού, έχει τη μορφή ενεργειακών ζωνών., μεθοριακή/(δια)συνοριακή ζώνη: έκταση κατά μήκος των συνόρων που υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς., μπλε ζώνη 1. (σε πόλη) χώρος στάθμευσης μόνιμων κατοίκων. 2. χαρακτηρισμός περιοχής με υψηλό ποσοστό μακροζωίας., νομισματική ζώνη: ΟΙΚΟΝ. ευρύτερη περιοχή (σε σύνολο χωρών) στην οποία οι συναλλαγές γίνονται με καθορισμένο κοινό νόμισμα., πράσινη ζώνη 1. ανοιχτή έκταση γύρω από πόλη, όπου απαγορεύεται η δόμηση. 2. (κ. με κεφαλ. Π, Ζ) περιοχή εμπόλεμης χώρας που ανακηρύσσεται από τον ΟΗΕ ουδέτερη και προστατευόμενη., στρατιωτική ζώνη: ΣΤΡΑΤ. οριοθετημένη έκταση που κατέχεται από στρατιωτικές δυνάμεις: κλειστή ~ ~., τελωνειακή ζώνη: ΟΙΚΟΝ. που βρίσκεται στη δικαιοδοσία των τελωνείων: ~ ~ (αερο)λιμένα. Είδη που εξάγονται σε ελεύθερη ~ ~ (= χωρίς δασμούς)., υγειονομική ζώνη: επιτηρούμενο όριο για την απομόνωση περιοχής, στην οποία έχει εκδηλωθεί επιδημία, και την προστασία των υπολοίπων: ~ ~ προστασίας προσφύγων. [< γαλλ. cordon sanitaire] , αιγιαλίτιδα ζώνη βλ. αιγιαλίτιδα, ακόρεστη ζώνη βλ. ακόρεστος, αντιπυρική ζώνη βλ. αντιπυρικός, απαγορευμένη ζώνη βλ. απαγορευμένος, αποκλειστική οικονομική ζώνη βλ. οικονομικός, αποπυρηνικοποιημένη ζώνη βλ. αποπυρηνικοποιημένος, αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη βλ. αποστρατιωτικοποιώ, γκρίζες ζώνες/περιοχές βλ. γκρίζος, εμπόλεμη ζώνη βλ. εμπόλεμος, ευέλικτη ζώνη βλ. ευέλικτος, εύρος ζώνης βλ. εύρος, ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη βλ. ζωδιακός, ζώνη αγνότητας βλ. αγνότητα, ζώνη κορεσμού βλ. κορεσμός, ζώνη του ευρώ βλ. ευρώ, ζώνη του λυκόφωτος βλ. λυκόφως, ζώνη του πυρός βλ. πυρ, κατοικήσιμη ζώνη βλ. κατοικήσιμος, κόκκινη ζώνη βλ. κόκκινος, λευκή ζώνη βλ. λευκός, μαύρη ζώνη βλ. μαύρος, μικτή ζώνη βλ. μικτός, νεκρή ζώνη βλ. νεκρός, ουδέτερη ζώνη βλ. ουδέτερος, παράκτια ζώνη βλ. παράκτιος, συνορεύουσα ζώνη βλ. συνορεύει, σφαίρα/ζώνη επιρροής βλ. επιρροή ● ΦΡ.: χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση βλ. χτύπημα [< αρχ. ζώνη, γαλλ.-αγγλ. zone, γαλλ. ceinture, αγγλ. band, belt]

ζωτικός

ζωτικός, ή, ό ζω-τι-κός επίθ. (λόγ.) 1. που είναι απαραίτητος για τη διασφάλιση της ζωής: ~ά: κύτταρα/όργανα/συστατικά. Αναστολή ~ών λειτουργιών (= νεκροφάνεια). || ΦΙΛΟΣ. ~ή: ορμή. 2. (μτφ.) πρωταρχικός, θεμελιώδης: ~ός: ρόλος/τομέας. ~ή: ανάγκη. ~ό: αίτημα/πρόβλημα/στοιχείο. ~ά: δικαιώματα/συμφέροντα. Ζήτημα/θέμα ~ής (= καθοριστικής) σημασίας. Η διάφανεια ως ~ή αρχή λειτουργίας του κράτους. Πβ. βασικός, ουσιώδης. ● επίρρ.: ζωτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ζωτική αρχή: ΒΙΟΛ.-ΦΙΛΟΣ. (στη θεωρία του βιταλισμού) άυλη οντότητα που διακρίνεται από την ψυχή και το σώμα και με βάση την οποία ερμηνεύεται το φαινόμενο της ζωής. [< γαλλ. principle vital] , ζωτική χωρητικότητα: ΙΑΤΡ. η ποσότητα αέρα που μπορεί να εκπνεύσει ένα άτομο ύστερα από βαθιά εισπνοή., ζωτική/ζωική ενέργεια/δύναμη (επιστ.): αυτή στην οποία οφείλεται η ύπαρξη και η διαιώνιση της ζωής. Βλ. βιοενέργεια., ζωτικός χώρος 1. ΠΟΛΙΤ. εδαφική έκταση που θεωρείται, κυρ. στην ιδεολογία του ναζισμού, απαραίτητη για την εθνική επιβίωση και την οικονομική αυτάρκεια μιας χώρας. 2. ΟΙΚΟΛ. η εδαφική έκταση που απαιτείται για την επιβίωση κάθε ζωντανού οργανισμού και τη διεκπεραίωση των ζωτικών λειτουργιών του: Η αλλαγή του οικοσυστήματος στερεί από τα ζώα τον ~ό τους ~ο. Βλ. βιότοπος. 3. ΣΤΡΑΤ. περιοχή στρατηγικής σημασίας (αεροδρόμιο, λιμάνι, αστικό ή βιομηχανικό κέντρο). [< 1: γερμ. Lebensraum] [< 1: αρχ. ζωτικός, γαλλ. vital]

ή

ή [ἤ] διαζευκτικός σύνδ. δηλωτικός 1. αντιδιαστολής δύο ή περισσότερων αντίθετων εννοιών, αυστηρής επιλογής της μιας από τις δύο, καθώς και οι δύο μαζί δεν μπορούν να συνυπάρξουν: αριστερά ~ δεξιά; Κρύο ~ ζέστη; Πρωί ~ βράδυ; Όμορφη ~ άσχημη; Χαρά ~ λύπη; Άσπρο ~ μαύρο;|| (με επανάληψη, για να δοθεί έμφαση στον α' όρο) ~ τώρα ~ ποτέ! ~ εγώ ~ κανένας!|| (προφ., με δυνατότητα παράλειψης ή αντικατάστασής του με το "και") Νέοι (~) γέροι, πλούσιοι (~) φτωχοί, όλοι ήταν μαζεμένοι!|| (δυσαρέσκεια, αγανάκτηση για τη συμπεριφορά κάποιου ή για μια κατάσταση) Φίλος είσαι (εσύ) ~ εχθρός; Άνθρωπος είναι (αυτός) ~ (κανένα) τέρας; Ζωή είναι αυτή ~ μαρτύριο; Δωμάτιο είναι αυτό ~ στάβλος;|| (σε ερωτήσεις) Θα έρθεις ~ δεν θα έρθεις/όχι; (διερεύνηση άποψης) Θα τα καταφέρουμε ~ το θεωρείς απίθανο; 2. διάκρισης δύο ή περισσότερων στοιχείων που παρουσιάζονται ως εναλλακτικές εκδοχές: Τι θα ήθελες; Φαγητό ~ γλυκό; Θα με εξυπηρετήσετε εσείς ~ κάποιος άλλος; Παίρνω ~ το λεωφορείο ~ το μετρό ~ το τραμ (: άλλες φορές, άλλοτε).|| (με επανάληψη) (εμφατ.) ~ θα κοιμάται ~ θα βλέπει τηλεόραση. (αδιαφορία ή αβεβαιότητα) Θα έρθω ~ αύριο ~ (: μπορεί και) μεθαύριο. (ο α' όρος είναι ανυπόστατος και έτσι δηλώνεται εμφατ. ότι ισχύει στην ουσία ο β') ~ είμαστε όλοι τρελοί ~ (πράγματι) κάτι δεν πάει καλά! ΣΥΝ. είτε.|| (σε ερώτηση, προς εξακρίβωση του λόγου για τον οποίο γίνεται κάτι) Γιατί δεν του μιλάς; Ντρέπεσαι ~ φοβάσαι; Τι έχεις; Είσαι άρρωστος ~ απλά κακοδιάθετος; 3. διαφορετικότητας· αλλιώς, σε αντίθετη περίπτωση: Μάθε να συζητάς ~ μην ασχολείσαι μαζί μου!|| (απειλητ.) ~ φεύγεις αυτή τη στιγμή ~ καλώ την Αστυνομία (= αν δεν φύγεις ..., θα καλέσω ...)! Πβ. διαφορετικά, ειδάλλως. 4. εναλλακτικής διατύπωσης, διόρθωσης, τροποποίησης (συνήθ. ακολουθούν οι λ. "μάλλον" ή "καλύτερα"): το ίντερνετ ~ διαδίκτυο (στα Ελληνικά). Δεν καταλαβαίνει ~ μάλλον δεν θέλει να καταλάβει. Πήγαινε να δεις τι κάνει! ~ άσε καλύτερα· πάω εγώ! 5. (προφ.) μεγέθους κατά προσέγγιση, αβεβαιότητας: (κάπου) δεκαπέντε ~ είκοσι κιλά. ● ΦΡ.: ή μήπως δηλώνει 1. ευγενική διατύπωση ερώτησης: Να σου ζητήσω κάτι ~ ~ σε βάζω σε κόπο; 2. πιθανή εκδοχή: Κοιμήθηκες καλά ~ ~ νυστάζεις ακόμα; Προτιμάς σινεμά ~ ~ (καλύτερα) θέατρο;|| (προς έκφρ. ενδιαφέροντος) Χόρτασες ~ ~ να σου φέρω και κάτι άλλο;|| (αβεβαιότητα) Ήταν πριν από δύο ~ ~ τρία χρόνια; 3. αγανάκτηση, δυσαρέσκεια· προκειμένου να εκφραστεί ότι δεν είναι δυνατόν να ισχύει σε καμία περίπτωση ο β΄όρος: Τι κάθεσαι και τεμπελιάζεις; ~ ~ περιμένεις από εμένα να κάνω τις δουλειές; (: δεν πρόκειται να τις κάνω).|| Είναι λογικό να φέρεται έτσι· ~ ~ ξέχασες τι πέρασε; (: θυμάσαι φυσικά)., ή ταν ή επί τας: ΙΣΤ. "ή αυτή ή πάνω σε αυτή", δηλ. "ή να επιστρέψεις με την ασπίδα ως νικητής ή να σε φέρουν επάνω της νεκρό", φρ. που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες στους γιους τους, όταν τους παρέδιδαν την ασπίδα, πριν αναχωρήσουν για τον πόλεμο· (μτφ.-λόγ.) προτροπή σε κάποιον να φέρει σε πέρας την αποστολή που του έχει ανατεθεί, χωρίς να δειλιάσει και να σκεφτεί το προσωπικό κόστος., αργά ή γρήγορα βλ. αργά, ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου βλ. καλογερεύω, ή όπως αλλιώς βλ. όπως, ή παπάς-παπάς ή ζευγάς-ζευγάς βλ. ζευγάς, ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε βλ. γιαλός, ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, να ζει κανείς ή να μη ζει; βλ. ζω1, ναι ή ου; βλ. ου [< αρχ. ἤ]

ήσσων & ήττων

ήσσων & ήττων, ων, ον [ἥσσων] ήσ-σων επίθ. {ήσσ-ονος, -ονα | -ονες (ουδ. -ονα)} (λόγ.): μικρότερος, ελάσσων. Κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή/η λογική/ο νόμος της ήσσονος προσπάθειας: επιδίωξη κάποιου στόχου με όσο το δυνατό μικρότερο κόπο. [< γαλλ. la lois du moindre effort], ήσσονος/δευτερεύουσας σημασίας & (λογιότ.) δευτερευούσης σημασίας: για κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό: Υπάρχουν κάποια λάθη στο κείμενο, αλλά είναι ~ ~. [< γερμ. von sekundärer Bedeutung] ● ΦΡ.: ουχ ήττον (αρχαιοπρ.): όμως, παρ' όλα αυτά: Οι πιθανότητες για νίκη δεν είναι πολλές· ~ ~, εμείς θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας. Πβ. εντούτοις., κατά το μάλλον ή ήττον βλ. μάλλον [< αρχ. ἥσσων, συγκρ. του επιρρ. ἧκα ‘ελαφρά, λίγο’]

ιδιοκτησία

ιδιοκτησία [ἰδιοκτησία] ι-δι-ο-κτη-σί-α ουσ. (θηλ.) {ιδιοκτησι-ών} 1. ΝΟΜ. το απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα κάποιου για κατοχή, χρήση και διάθεση της περιουσίας του, σύμφωνα με τους περιορισμούς που θέτουν οι νόμοι: ατομική/δημόσια/έγγειος/εμπορική/ιδιωτική/κρατική/συλλογική ~. Μεταβίβαση/τίτλοι ~ας. Το οίκημα πέρασε/περιήλθε στην ~ των κληρονόμων. Πβ. κατοχή, κυριότητα. 2. (συνεκδ.) κινητή ή/και ακίνητη περιουσία, της οποίας κάποιος είναι νόμιμος δικαιούχος: απαλλοτρίωση/κατάσχεση/τα όρια/πώληση της ~ας. Αγροτικές ~ες. Το σπίτι είναι ~ του (= του ανήκει). Πβ. κτήμα. Βλ. μικροϊδιοκτησία. ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανική ιδιοκτησία: ΝΟΜ. το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης εμπορικής επωνυμίας, διπλώματος ευρεσιτεχνίας, σήματος, ονομασίας προέλευσης, σχήματος, εμβλήματος ενός προϊόντος και συνεκδ. το ίδιο το προϊόν: Οργανισμός ~ής ~ας (ΟΒΙ). [< αγγλ. industrial property] , κάθετη ιδιοκτησία: ΝΟΜ. χωριστή και αποκλειστική κυριότητα σε οικοδομή που είναι χτισμένη μαζί με άλλη ή άλλες σε ενιαίο οικόπεδο καθώς και η συγκυριότητα στο οικόπεδο αυτό και στους κοινόχρηστους χώρους. Πβ. συνιδιοκτησία., οριζόντια ιδιοκτησία: ΝΟΜ. χωριστή, αποκλειστική και αυθύπαρκτη κυριότητα επί ορόφου οικοδομής ή επί διαμερίσματος oρόφoυ καθώς και η συγκυριότητα στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας., πνευματική ιδιοκτησία & (σπάν.) διανοητική ιδιοκτησία: πνευματικά δικαιώματα: Συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων ~ής ~ας. Πβ. κοπιράιτ. [< γαλλ. propriété intellectuelle] , φθορά ξένης περιουσίας/ιδιοκτησίας βλ. φθορά [< γερμ. Eigenbesitz]

ισότητα

ισότητα [ἰσότητα] ι-σό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {ισοτήτ-ων} ΑΝΤ. ανισότητα 1. κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι ίσος με άλλους ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, σύμφωνα με τον νόμο: δημοκρατική/κοινωνική/νομική (= ισονομία)/οικονομική/πολιτική/φορολογική/φυλετική ~. ~ των πολιτών/των συμβαλλόμενων μερών. Αποκατάσταση/κατοχύρωση/προώθηση της ~ας.|| (ειδικότ.) Η ~ των δύο φύλων (πβ. ισοτιμία). Γενική Γραμματεία ~ας. 2. ισοδυναμία: ~ αποδοχών. 3. ΜΑΘ. η σχέση που έχουν ίσοι αριθμοί, ίσες ποσότητες ή ίσα μεγέθη μεταξύ τους και η γραφική παράστασή της: ~ των πλευρών του τετραγώνου. Σύμβολο ~ας (πβ. ίσον). ~ες αθροισμάτων. Τα μέλη των ~ων. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της ισότητας: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. συνταγματικά κατοχυρωμένη απαγόρευση κάθε µορφής διάκρισης λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας, πεποιθήσεων ή αναπηρίας. [γαλλ. le principe d'égalité] , ισότητα ευκαιριών βλ. ευκαιρία, ισότητα της ψήφου βλ. ψήφος [< αρχ. ἰσότης]

κακό

κακό κα-κό ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. καλό 1. (προφ.) συμφορά, δυστυχία: κοινωνικά ~ά (= δεινά). Ο πόλεμος είναι μεγάλο/τρομερό ~. Τι ~ κι αυτό! Μια λάθος κίνηση και το ~ δεν αργεί να συμβεί! Το ένα ~ φέρνει το άλλο. (για ατύχημα:) Πώς έγινε το ~; Θέλησε να προλάβει το ~. Μην εύχεσαι το ~ του! Πολλά ~ά τον χτύπησαν τελευταία.|| Έγινε μεγάλο ~ (πβ. βαβούρα, σαματάς, φασαρία). 2. (προφ.) αρνητικό στοιχείο, μειονέκτημα: Έχει ένα ~· με διακόπτει συνέχεια, όταν μιλάω. Κάθε εποχή έχει και τα ~ά της.|| Πού είναι/το βλέπεις το ~; Μια χαρά μου φαίνεται το ντύσιμό του! Τι το ~ βρίσκεις, δηλαδή; 3. οτιδήποτε αντιτίθεται στον κώδικα ηθικής και στους θρησκευτικούς κανόνες· το βλαβερό και επιζήμιο για τον άνθρωπο: (ΦΙΛΟΣ.) η ύπαρξη του ~ού.|| (ΘΕΟΛ.) Οι δυνάμεις/το πνεύμα του ~ού (βλ. διάβολος). Λύτρωση από το ~. Βλ. το δέντρο της γνώσης.|| Παντού βλέπει το ~ (: είναι καχύποπτος). Είναι ~ να βασανίζεις τα ζώα.|| Είπε κάτι ~ για μένα. Πβ. κακία. ● ΣΥΜΠΛ.: οικεία κακά (λόγ.): παθήματα του παρελθόντος: Μη μας θυμίζεις ~ ~!, αναγκαίο κακό βλ. αναγκαίος ● ΦΡ.: ... και κακό! (προφ.-επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και προκαλεί αναστάτωση: Γέλια/κόσμος/φωνές ~ ~! Τι φασαρία ~ ~ είν' αυτή;, απ' το κακό στο χειρότερο: για συνεχή επιδείνωση μιας κατάστασης: Τα πράγματα βαίνουν/εξελίσσονται/οδηγούνται/πάνε ~ ~., βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου (προφ.): έχω κακό προαίσθημα, φοβάμαι ότι κάτι δυσάρεστο έχει συμβεί: Μη ~εις ~ ~ σου!|| Μην βάζεις στο μυαλό σου συνέχεια το κακό!, η αρχή του κακού: το πρώτο από μία σειρά δυσάρεστων συμβάντων: ~ ~ έγινε με τη διακοπή των διαπραγματεύσεων. Οι πλημμύρες δεν ήταν παρά ~ ~., η πηγή/η ρίζα του κακού: η αιτία μιας αρνητικής κατάστασης: Προσπαθεί να εντοπίσει την ~ ~. ~ ~ πρέπει ν' αναζητηθεί αλλού. Αυτός έχει την ευθύνη, είναι ~ ~/η πηγή όλων των κακών. Βλ. σημείο μηδέν., κακό να σου 'ρθει/να σ' εύρει!: ως κατάρα., κακό που με βρήκε/έπαθα! (προφ.): ως αναφώνηση για κάτι πολύ άσχημο που έτυχε σε κάποιον: Τι ~ είν' αυτό που μας βρήκε/που πάθαμε! Βρε, ~ ~ (τώρα)!, κακό του κεφαλιού μου/σου/του (προφ.): επικριτικό σχόλιο ή προειδοποίηση για απερίσκεπτη πράξη που είχε ή θα έχει αρνητικά αποτελέσματα: Επιμένεις; Ε, τότε ~ ~ σου! ~ ~ του που πήγε και ..., κάνω κακό: βλάπτω: Ξεχνάς το ~ που σου 'κανε;|| Άσ' τον! Κακό στον εαυτό του κάνει!|| Το στρες ~ει ~ στην καρδιά. Δεν θα σου ~ει ~ μια ασπιρίνη!|| (ειρων.) Δεν σου έκανε ~ που ζορίστηκες λίγο!|| Το χαλάζι έκανε μεγάλο ~ (: προκάλεσε πολλές καταστροφές) στις σοδειές., κιτρίνισε/πρασίνισε απ' το κακό/τη ζήλια του & έγινε κίτρινος/πράσινος απ' το κακό/τη ζήλια του (προφ.): ζήλεψε πάρα πολύ., με το κακό/με το άγριο (προφ.): με απότομο τρόπο: Μην τον πάρεις ~ ~ και φοβηθεί! ΑΝΤ. με το καλό/μαλακό, μικρό/λίγο το κακό! (προφ.): για να δηλωθεί ότι η ζημιά είναι αμελητέα· δεν πειράζει: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~!, μου βγήκε σε κακό (προφ.): για κάτι που είχε (ή έχει) δυσάρεστες συνέπειες: Καλύτερα να μην πήγαινα· ~ ~! Θα σου βγει σε ~ που δεν προσέχεις!|| (ως κατάρα) Σε κακό να σου βγει! ΑΝΤ. μου βγήκε σε καλό, παράγινε/έχει παραγίνει το κακό & (σπάν.) απόγινε το κακό (προφ.): η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο: ~ ~ με σένα/με την κίνηση!, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό: ανησυχώ, φοβάμαι ότι κάτι κακό θα συμβεί: Μην πάει ο νους σου ~!, σκάω/αφρίζω/λυσσάω απ' το κακό μου (προφ.): ζηλεύω πάρα πολύ: Έσκασε/άφρισε/λύσσαξε ~ της, όταν το έμαθε., το κακό έγινε: για ανεπανόρθωτο γεγονός: Δεν έχει νόημα να το συζητάμε, τώρα ~ ~, δυστυχώς! Πβ. ό,τι έγινε έγινε., το κακό είναι ... (προφ.): για να επισημάνουμε κάτι αρνητικό: ~ ~ πως δεν ξέρω τον δρόμο. Το ~ (μαζί) του είναι πως είναι εγωιστής. Το ~ με τους ανθρώπους είναι ότι … ΑΝΤ. το καλό είναι ότι ..., άνθη/άνθος του κακού βλ. άνθος, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, για καλό και για κακό βλ. καλό, για καλό/για κακό βλ. καλό, εκ/μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον βλ. βέλτιστος, ενός κακού μύρια έπονται βλ. έπομαι, θέλω το καλό/το κακό κάποιου βλ. θέλω, Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! βλ. Ιησούς, ουδέν κακόν αμιγές καλού βλ. αμιγής, πολύ κακό για το τίποτα βλ. τίποτα, πράσινος από τη ζήλια/από το κακό του βλ. πράσινος, τα τρία κακά της μοίρας του βλ. τρεις, τρεις, τρία, το έχω σε καλό/σε κακό να ... βλ. έχω, τρίτωσε το κακό βλ. τριτώνει [< αρχ. τὸ κακὸν]

κατασκοπεία

κατασκοπεία κα-τα-σκο-πεί-α ουσ. (θηλ.) & κατασκοπία 1. το σύνολο των πρακτικών για την απόκτηση απόρρητων πληροφοριών σχετικά με τα σχέδια και τις δραστηριότητες ξένης κυβέρνησης ή αντίπαλου στρατεύματος· συνεκδ. μυστική υπηρεσία: διεθνής/στρατιωτική ~. Διενέργεια ~ας σε βάρος/κατά/υπέρ μιας χώρας. Δίκτυο/ιστορία/μυθιστόρημα/υπόθεση ~ας. Συνωμοσίες και ~ες. Καταδικάστηκε/κατηγορείται για ~ (βλ. εσχάτη προδοσία). Βλ. αντι~, κυβερνο~, μυστικός πράκτορας.|| Βλ. ΕΥΠ, ΣΙΑ2. 2. (γενικότ.) μυστική παρακολούθηση. Πβ. κατασκόπευση. Βλ. ντετέκτιβ. ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανική κατασκοπεία: που αποσκοπεί στην υποκλοπή τεχνικών ή κατασκευαστικών μυστικών μιας βιομηχανίας και πραγματοποιείται από ανταγωνίστριά της ή από ξένο κράτος. [< αγγλ. industrial espionage, 1962] [< μτγν. κατασκοπία 'γυναίκα-κατάσκοπος', γαλλ. espionnage]

κατάσχεση

κατάσχεση κα-τά-σχε-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. δέσμευση, κατόπιν δικαστικής απόφασης, περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, προκειμένου να ικανοποιηθεί απαίτηση του δανειστή: μαζικές ~έσεις. ~ εγγράφων/εμπορευμάτων και μηχανημάτων εταιρείας/κινητής περιουσίας. Ακύρωση/ανατροπή/άρση της ~ης. Έκθεση ~ης (= κατασχετήρια). Διατάχθηκε/δόθηκε εντολή για ~ (κατά του ...). Η τράπεζα προέβη/προχώρησε σε ~ του διαμερίσματός του (= το κατέσχεσε). Του έκαναν ~. Βλ. εκποίηση, πλειστηριασμός, υποθήκη. 2. παρακράτηση από τις Αρχές αντικειμένου που βρέθηκε παράνομα στην κατοχή κάποιου ή ακατάλληλου εμπορεύματος: ~ αρχαίων/όπλων και ναρκωτικών (από την Αστυνομία).|| ~έσεις κρεάτων. Βλ. επίταξη. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστική κατάσχεση: ΝΟΜ. μορφή αναγκαστικής εκτέλεσης για άμεση ή έμμεση χρηματική ικανοποίηση του δανειστή από τον πλειστηριασμό του πράγματος που κατασχέθηκε. Πβ. αναγκαστική διαχείριση., συντηρητική κατάσχεση: ΝΟΜ. ασφαλιστικό μέτρο με το οποίο δεν μεταβάλλεται η περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη, αλλά προβλέπεται μελλοντική αναγκαστική εκτέλεση, σε περίπτωση που συμπληρωθούν οι προϋποθέσεις που την επιτρέπουν. Πβ. απογραφή, μεσεγγύηση, σφράγιση. ● ΦΡ.: κατάσχεση στα χέρια τρίτου & (λόγ.) εις χείρας τρίτου/τρίτων: ΝΟΜ. μορφή αναγκαστικής κατάσχεσης που γίνεται για περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που βρίσκονται στην κατοχή τρίτου. [< μτγν. κατάσχεσις ‘συγκράτηση, κτήση’, γαλλ. saisie]

κατηγορώ

κατηγορώ [κατηγορῶ] κα-τη-γο-ρώ ρ. (μτβ.) {κατηγόρ-ησα, -ούμαι, -ήθηκα, -ώντας, (λόγ.) -ών (συνήθ. στο θηλ. -ούσα), -ούμενος, (σπάν.) -ημένος}: θεωρώ κάποιον υπεύθυνο για κάτι αρνητικό ή δυσάρεστο και τον επικρίνω για αυτό: Δεν σε ~ για τίποτα. Με ~εί ότι του είπα ψέματα. ~ησε (ευθέως) την κυβέρνηση για ακραίο λαϊκισμό. Άδικα/τσάμπα τους ~ήσαμε. Βιάστηκες/έσπευσες να με ~ήσεις. Μην ~είς τον εαυτό σου! Δεν συνεχίζω, γιατί κινδυνεύω να ~ηθώ (από πολλούς) για αλαζονεία. Το μόνο για το οποίο δεν μπορούμε να ~ηθούμε είναι η έλλειψη συνέπειας. Απάντησε με επιστολή, ~ώντας τους πάντες και τα πάντα.|| (κατ' επέκτ.) Αρώματα που έχουν ~ηθεί για την πρόκληση αλλεργικών αντιδράσεων. Πβ. αιτιώμαι, κακολογώ, κατακρίνω, προσάπτω. ΣΥΝ. μέμφομαι, ψέγω ΑΝΤ. επαινώ, υπερασπίζομαι (1) ● Παθ.: κατηγορούμαι: ΝΟΜ. μου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, μου αποδίδεται αξιόποινη πράξη: ~είται για ασέλγεια/τη δολοφονία του .../πλαστογραφία/υποκλοπή. ~ούνται ότι υπεξαίρεσαν χρήματα. ~ήθηκε ως κατάσκοπος. Πβ. εγκαλώ, ενάγω, διώκω, καταγγέλλω, μηνύω. ● Ουσ.: κατηγορώ (το): σύνολο κατηγοριών που εκτοξεύονται σε βάρος κάποιου, συνήθ. δημόσια και με έντονο τρόπο: Εξαπέλυσε βαρύ/δριμύ/σκληρό ~ εναντίον/κατά του ... Πβ. αποδοκιμασία, καταγγελία, κατηγορητήριο, πολεμική. ● ΣΥΜΠΛ.: η κατηγορούσα αρχή: ΝΟΜ. ο (αντι)εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος: ο εκπρόσωπος της ~ας ~ής. Η ~ ~ ζήτησε ποινή κάθειρξης ... ετών. Ο δικαστής δέχθηκε το αίτημα της ~ας ~ής. Βλ. υπεράσπιση. [< αρχ. κατηγορῶ]

κέντρο

κέντρο κέ-ντρο ουσ. (ουδ.) 1. μέρος, περιοχή συγκέντρωσης πληθυσμού και εκδήλωσης ιδιαίτερης κινητικότητας· χώρος ανάπτυξης δραστηριοτήτων, παροχής υπηρεσιών ή ελέγχου και συντονισμού δράσεων· (κυρ. σε ακρ.) ίδρυμα, οργανισμός, υπηρεσία: οικιστικό/παραθεριστικό/τουριστικό ~. Ζω/κατεβαίνω/μένω στο ~ (ενν. της πόλης).|| Διοικητικό/ενεργειακό/επιστημονικό/οικονομικό/πολιτιστικό ~. Η γενέτειρά του αποτελεί διεθνές/σημαντικό βιομηχανικό/καλλιτεχνικό/ναυτιλιακό ~. Τα ~α του Ελληνισμού/της Ορθοδοξίας. Πβ. πυρήνας.|| Αθλητικό/διαγνωστικό/εκθεσιακό/ερευνητικό (: ~ Ερευνών)/θεραπευτικό/συμβουλευτικό/υγειονομικό/φωτογραφικό/χιονοδρομικό ~. ~ αδυνατίσματος/αισθητικής/απεξάρτησης/εκπαίδευσης/επαγγελματικής κατάρτισης/λογοθεραπείας/ξένων γλωσσών/πληροφόρησης/τύπου/φυσικοθεραπείας (πβ. ινστιτούτο). Μηχανογραφικό/τηλεφωνικό/υπολογιστικό ~. ~ διαλογής (των ΕΛ.ΤΑ.)/εξουσίας/επιχειρήσεων. Βλ. τηλε~.|| Εξειδικευμένο ~ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. 2. σημείο στο μέσο (περίπου) ενός χώρου: το ~ της αίθουσας/της Γης/της πλατείας/του στόχου. Πβ. μέση. ΑΝΤ. άκρο.|| (ΓΕΩΜ.) ~ κύκλου/σφαίρας (: που ισαπέχει από όλα τα σημεία της περιφέρειας). ~ συμμετρίας (ενός σχήματος). Βλ. έκ-, ορθό-, παρά-, περί-κεντρο.|| (ΦΥΣ.) ~ αιώρησης/άνωσης (βλ. μετάκεντρο)/δύναμης/έλξης/μάζας/ταλάντωσης. 3. (μτφ.) επίκεντρο: το ~ της συζήτησης. Νομίζει ότι είναι το ~ του κόσμου/Σύμπαντος. 4. ΠΟΛΙΤ. (με κεφαλ. Κ) ο πολιτικός και ιδεολογικός χώρος μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Βλ. κεντρώος. 5. ΙΑΤΡ. τμήμα του εγκεφάλου όπου εδράζεται κάποια λειτουργία του οργανισμού: ακουστικό/αναπνευστικό/κινητικό/νευρικό ~. Το ~ του λόγου/της όρασης. Το ~ της συνείδησης. ΣΥΝ. έδρα (8) 6. ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) το μεσαίο τμήμα του γηπέδου· συνεκδ. οι παίκτες που παίζουν κοντά στη μεσαία γραμμή: Σούταρε από το ~ (πβ. σέντρα). Παίζει ~ (βλ. μέσος, χαφ).|| Η ομάδα έχει δυνατό ~. 7. & κέντρο διασκέδασης/διασκεδάσεως: μαγαζί που λειτουργεί συνήθ. νύχτα και προσφέρει ψυχαγωγία με μουσική, ποτό ή/και φαγητό: νυχτερινό ~. Γλέντι/εκδήλωση σε ~ με ζωντανό πρόγραμμα. Πβ. διασκεδαστήριο. Βλ. μπαρ, μπουζούκια, ξενυχτάδικο, πίστα, ρεμπετάδικο. ● Υποκ.: κεντράκι (το): στη σημ. 7. ● ΣΥΜΠΛ.: αστικό κέντρο {συνήθ. στον πληθ.}: μεγάλη και πυκνοκατοικημένη περιοχή, στην οποία ανήκουν διοικητικά μικρότερες περιφέρειες. Πβ. πόλη. [< γαλλ. centre urbain] , εμπορικό κέντρο 1. κτιριακό συγκρότημα όπου συστεγάζονται κυρ. καταστήματα. Πβ. εμπορικό πάρκο. 2. πόλη ή περιοχή με μεγάλη εμπορική δραστηριότητα. Βλ. αγορά. [< γαλλ. centre commercial , 1960] , Εργατικό Κέντρο: δευτεροβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο στο οποίο ανήκουν τα εργατικά σωματεία μιας πόλης, ενός νομού., ιστορικό κέντρο: το παλαιότερο τμήμα μιας πόλης που βρίσκεται συνήθ. στο κέντρο της: ανάδειξη/ανάπλαση του ~ού ~ου., κέντρα λήψης αποφάσεων & κέντρα αποφάσεων: ΠΟΛΙΤ. όργανα εξουσίας με αρμοδιότητα τον καθορισμό της δράσης ποικίλων φορέων σε τοπικό, εθνικό ή διεθνές επίπεδο: ξένα/οικονομικά/πολιτικά ~ ~. ~ ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης., κέντρο απόκεντρο: τοποθεσία που βρίσκεται κοντά στο κέντρο πόλης, αλλά δεν επηρεάζεται από τα μειονεκτήματά του (κίνηση, θόρυβο, νέφος): διαμέρισμα/οικόπεδο ~ ~., κέντρο βάρους 1. ΦΥΣ. το σημείο εφαρμογής της συνισταμένης των ελκτικών δυνάμεων που ασκούνται από τη Γη σε όλα τα σημεία ενός σώματος: υψηλό/χαμηλό ~ ~. ~ ~ οχήματος/πλοίου. Βλ. βαρύκεντρο, βαρύτητα. 2. (μτφ.) πεδίο, τομέας στον οποίο δίνεται πολύ μεγάλη βαρύτητα: το ~ ~ της ανάπτυξης/της έρευνας/της ομιλίας/του προβληματισμού/της προσπάθειας/της συζήτησης. Μετατόπισε/μετέφερε το ~ ~ από ... στο ... Πβ. επίκεντρο., παιχνίδι κέντρου: ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) όταν η μπάλα παίζεται κοντά στη μεσαία γραμμή του γηπέδου: Με ~ ~ κράτησαν το υπέρ τους αποτέλεσμα., πνευματικό κέντρο 1. ίδρυμα που οργανώνει και διεξάγει επιμορφωτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις· συνεκδ. το κτίριο που στεγάζεται: ενοριακό/καλλιτεχνικό ~ ~. Αθλητικό και ~ ~.|| Μουσική εκδήλωση στο ~ ~ του δήμου ... 2. πόλη με πολιτιστική ακτινοβολία., βλαβοληπτικό κέντρο βλ. βλαβοληπτικός, εκλογικό κέντρο βλ. εκλογικός, εξεταστικό κέντρο βλ. εξεταστικός, Κέντρο (Εκπαίδευσης) Νεοσυλλέκτων βλ. νεοσύλλεκτος, κέντρο αναφοράς βλ. αναφορά, Κέντρο Διερχομένων βλ. διέρχομαι, Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών βλ. εξυπηρέτηση, Κέντρο Υγείας βλ. υγεία ● ΦΡ.: χτύπησε κέντρο (μτφ.-προφ.): πέτυχε τον στόχο, είχε επιτυχία: ~ ~ με αυτή του τη δουλειά. Πβ. ευστοχώ., στο επίκεντρο/στο κέντρο του ενδιαφέροντος/της προσοχής βλ. ενδιαφέρον [< μτγν. κέντρον, γαλλ. centre, αγγλ. center, γερμ. Zentrum]

κινητικός

κινητικός, ή, ό κι-νη-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την κίνηση συνήθ. του ανθρώπινου σώματος: ~ή: αγωγή/αποκατάσταση/θεραπεία (βλ. κινησιοθεραπεία). ~ές: δεξιότητες/ικανότητες/λειτουργίες. Αντιμετωπίζει ~ά προβλήματα. Βλ. ηλεκτρο~, μουσικο~, οπτικο~, τηλε~, ψυχο~.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: νευρώνας/φλοιός. ~ά: νεύρα. Κακώσεις του ~ού συστήματος. Βλ. αγγειο~, βιο~, ισο~, οφθαλμο~, φαρμακο~. 2. που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, εξαιρετικά δραστήριος: ακούραστος και ~/~ότατος (παρά την ηλικία του). Πβ. αεικίνητος, ακμαίος, ζωηρός. Βλ. παρα~, υπερ~, υπο~. ΑΝΤ. αδρανής, νωθρός. ● επίρρ.: κινητικά ● ΣΥΜΠΛ.: κινητική αναπηρία: ΙΑΤΡ. ανεπάρκεια που επηρεάζει τη φυσιολογική κίνηση ενός ανθρώπου στις δραστηριότητες της καθημερινής του ζωής: βαριά/σοβαρή ~ ~. Ειδικές ράμπες που διευκολύνουν την πρόσβαση των ατόμων με ~ ~ στα λεωφορεία. Απασχόληση/κοινωνική ένταξη ανθρώπων με ~ές ~ες. Βλ. παράλυση, παραπληγία., κινητική ενέργεια: ΦΥΣ. που έχει ένα σώμα, όταν κινείται. Βλ. θερμική ενέργεια., κινητική τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. είδος αφηρημένης τέχνης που αξιοποιεί την κίνηση για να προκαλέσει αισθητική εντύπωση. [< γαλλ. art cinétique, 1920] , κινητικό γλυπτό: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. τρισδιάστατη κατασκευή με εξαρτήματα που τίθενται σε κίνηση με μηχανικό ή φυσικό (από τον άνεμο) τρόπο. [< αγγλ. kinetic sculpture, 1957] , τελική κινητική πλάκα βλ. πλάκα [< αρχ. κινητικός ‘αυτός που (υπο)κινεί, κινητός’, γαλλ. cinétique, αγγλ. cinetic]

κλίμα

κλίμα κλί-μα ουσ. (ουδ.) {κλίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΜΕΤΕΩΡ. τα καιρικά φαινόμενα (άνεμοι, ηλιοφάνεια, θερμοκρασία, κατακρημνίσματα, πίεση, ξηρασία, υγρασία) που επικρατούν σε συγκεκριμένη περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα· συνεκδ. τόπος με ορισμένες κλιματολογικές συνθήκες: αρκτικό/βόρειο/δροσερό/εύκρατο/ζεστό/θαλάσσιο/ξηρό/ορεινό/πολικό/υγρό/ωκεάνιο ~. ~ και βλάστηση. Το ~ της ερήμου/στέπας. Αλλαγές/μεταβολές/υπερθέρμανση του ~ατος (βλ. τρύπα του όζοντος, φαινόμενο του θερμοκηπίου). Ζώνες θερμού/ψυχρού ~ατος. Επίδραση του ~ατος στον πολιτισμό ενός τόπου. Δέντρο που ευδοκιμεί σε όλα τα ~ατα. Βλ. μεσο~, μικρο~.|| Το χωριό μας έχει βροχερό/γλυκό/ευχάριστο/υγιεινό ~.|| Τα αποδημητικά πουλιά μεταναστεύουν σε θερμότερα ~ατα.|| (προφ.) Σκέφτεται να αλλάξει ~ (: διαμονή ή εργασία). 2. (μτφ.) ατμόσφαιρα, συνθήκες: άσχημο/διχαστικό/δυσμενές/εορταστικό/ευνοϊκό/νοσηρό/πανηγυρικό/πολιτικό ~. ~ αισιοδοξίας/ευφορίας/εχθρότητας/συγκίνησης/φόβου. Αρνητικό/θετικό το ~ στη σημερινή συνεδρίαση. Σκληρό ~ ανταγωνισμού. Το πνευματικό και κοινωνικό ~ μιας εποχής. Ανάκαμψη/αναστροφή/διακυμάνσεις του επενδυτικού ~ατος. Ανάλυση εργασιακού ~ατος. Δημιουργία κατάλληλου διδακτικού και παιδαγωγικού ~ατος στη σχολική τάξη (= σχολικό ~). Καλλιέργεια ~ατος εμπιστοσύνης μεταξύ ... Σε ~ έντονης αντιπαράθεσης. Βελτιώθηκε/επιδεινώθηκε το επιχειρηματικό/οικονομικό ~. Κινείται στο ίδιο ~. Θέλει να αντιστρέψει το ~. Οι επαφές έγιναν σε εγκάρδιο/φιλικό ~. Δεν έχει προσαρμοστεί στο ~ της ομάδας (: δεν έχει εγκλιματιστεί). Πβ. περιβάλλον, περιρρέουσα ατμόσφαιρα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. μεγάλη περιφέρεια που συνιστά από μόνη της εκκλησιαστική διοίκηση: Μητρόπολη που ανήκει στο ~ του Οικουμενικού Πατριαρχείου. ● ΣΥΜΠΛ.: αστικό κλίμα: που επικρατεί στα μεγάλα αστικά κέντρα, διαφέρει από αυτό των γειτονικών τους περιοχών και χαρακτηρίζεται κυρ. από αυξημένη θερμοκρασία και υψηλή συγκέντρωση ρύπων: Η σημασία του πολεοδομικού σχεδιασμού στη διαμόρφωση του ~ού ~ατος. Βλ. αστικοποίηση, πυκνοκατοίκηση, θερμική νησίδα. [< αγγλ. urban climate] , κλίμα αβεβαιότητας (μτφ.): κατάσταση, συνθήκες αβεβαιότητας, ανασφάλειας: γενικευμένο ~ ~. ~ ~ και αστάθειας στην αγορά. Μέσα σε ~ ~ χιλιάδες άνεργοι. Εντείνεται το ~ ~. Η πτώση τιμών στο χρηματιστήριο προκάλεσε ~ ~., μεσογειακό κλίμα: ΜΕΤΕΩΡ. με ζεστά, ξηρά καλοκαίρια και βροχερούς, ήπιους χειμώνες., τεχνητό κλίμα 1. (μτφ.) ψυχολογική ατμόσφαιρα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: ~ ~ ανησυχίας/αντιπαλότητας/πόλωσης. Προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα ~ ~ εντυπώσεων. 2. (συνήθ. σε κλειστούς χώρους) που είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας: μηχανές/συσκευές ~ού ~ατος., βαρύ κλίμα βλ. βαρύς, ηπειρωτικό κλίμα βλ. ηπειρωτικός, ήπιο κλίμα βλ. ήπιος, πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο βλ. έδαφος, υποτροπικό κλίμα βλ. υποτροπικός ● ΦΡ.: δεν με σηκώνει το κλίμα (προφ.) 1. (μτφ.) δεν είμαι επιθυμητός σε κάποιον χώρο, δεν τον αντέχω ή δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες συνήθ. για να ενεργήσω: Ζήτησε να φύγει από τη δουλειά, γιατί δεν τον ~ε ~. 2. δεν μου αρέσει ή δεν κάνει καλό στην υγεία μου το κλίμα ορισμένης περιοχής., μπαίνω στο κλίμα (μτφ.-προφ.): προσαρμόζομαι: ~ ~ των εξετάσεων. Γιατί δεν προσπαθείς να μπεις ~ των ημερών; [< μτγν. κλίμα ‘γεωγραφικό πλάτος, περιοχή’, γαλλ. climat, αγγλ. climate, γερμ. Klima]

κοινωνία

κοινωνία κοι-νω-νί-α ουσ. (θηλ.) {κοινωνιών} 1. σύνολο ανθρώπων που καταλαμβάνει μια σχετικά οριοθετημένη περιοχή και ζει κάτω από τις ίδιες περίπου πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες· γενικότ. κάθε ομάδα ατόμων με κοινά στοιχεία, ενδιαφέροντα και το είδος των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους: αγροτική/αναπτυσσόμενη/αρχαία/αστική/δημοκρατική/δυτική/εξελιγμένη/επαρχιακή/ευρωπαϊκή/θρησκευτική/καπιταλιστική/μητριαρχική/μυστική (βλ. μασονία)/πατριαρχική/πλουραλιστική/πολυπολιτισμική/προηγμένη/πρωτόγονη/σοσιαλιστική/συντηρητική/ταξική/τεχνολογική/τοπική (πβ. δήμος)/υπανάπτυκτη/φεουδαρχική/φιλελεύθερη ~. ~ της αγοράς/της γνώσης/του μέλλοντος/(των) δύο ταχυτήτων. Βουδιστικές/μουσουλμανικές/χριστιανικές ~ες. Ανοικτές/κλειστές ~ες (: οι οποίες είναι ή δεν είναι, αντίστοιχα, ανεκτικές στη διαφορετικότητα). Διάρθρωση/εξέλιξη/μέλη/οργάνωση της ~ας. Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής ~ας (της Ακαδημίας Αθηνών). (προφ.) Τι θα πει η ~ (πβ. κόσμος); Βλ. κοινότητα.|| (υβριστ.) Απόβρασμα της ~ας. Βλ. παλιο~. 2. ΖΩΟΛ. ομάδα ζώων με χαρακτηριστική κοινωνική δομή, οργάνωση: η ~ των μελισσών/μυρμηγκιών. Πβ. αποικία.|| (ΟΙΚΟΛ.) Η ~ των φυτών (= φυτο~). ● ΣΥΜΠΛ.: Θεία Κοινωνία & Αγία Κοινωνία: ΕΚΚΛΗΣ. μυστήριο της Χριστιανικής Εκκλησίας κατά το οποίο ο πιστός μεταλαμβάνει το σώμα και το αίμα του Χριστού. ΣΥΝ. Θεία Ευχαριστία, Μετάληψη, κοινωνία (των) πολιτών: ΠΟΛΙΤ. σύνολο κινημάτων, οργανώσεων ή πολιτών, ανεξάρτητων από το κράτος, που έχουν ως σκοπό να μεταβάλουν, μέσω της συλλογικής δράσης, τις κοινωνικές, πολιτικές δομές ή νόρμες σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο. Βλ. ενεργοί πολίτες, κοινωνικό κεφάλαιο, μη κυβερνητική οργάνωση, συμμετοχικότητα., κοινωνία δικαιώματος: ΝΟΜ. η κατάσταση δύο ή περισσοτέρων προσώπων που μοιράζονται ένα δικαίωμα., κοινωνία των δύο τρίτων: που χαρακτηρίζεται από αδικίες και ανισότητες εις βάρος περ. του ενός τρίτου του πληθυσμού., Κοινωνία των Εθνών: διεθνής οργανισμός (1920-1946) που είχε ως στόχο την ανάπτυξη της συνεργασίας και τη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των λαών. Βλ. ΟΗΕ. [< αγγλ. League of Nations, 1917] , μαζική κοινωνία (αρνητ. συνυποδ.): τα μέλη της οποίας συμπεριφέρονται και αντιμετωπίζονται ως μάζα., η υψηλή/καλή κοινωνία: οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις, η κοινωνική ελίτ. Πβ. αριστοκρατία, χάι σοσάιτι. [< γαλλ. la haute/bonne société] , (κοινωνικό) περιθώριο/περιθώριο της κοινωνίας βλ. περιθώριο, αταξική κοινωνία βλ. αταξικός, βιομηχανική κοινωνία βλ. βιομηχανικός, καταναλωτική κοινωνία βλ. καταναλωτικός, κοινωνία κληρονόμων βλ. κληρονόμος, κοινωνία της αφθονίας βλ. αφθονία, Κοινωνία της Πληροφορίας βλ. πληροφορία, κοινωνία του θεάματος βλ. θέαμα, παραδοσιακή κοινωνία βλ. παραδοσιακός ● ΦΡ.: άτιμη/κακούργα κοινωνία! (λαϊκό-συνήθ. ως επιφών.): όταν επιρρίπτονται αόριστα ευθύνες σε άλλους ή ως έκφραση αγανάκτησης., με τι μούτρα/δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία: για κάποιον που ντρέπεται πολύ για κάτι, που νιώθει προσβεβλημένος, κυρ. από τη συμπεριφορά άλλου., έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος [< αρχ. κοινωνία, γαλλ. société]

κοινωνιολογία

κοινωνιολογία κοι-νω-νι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (συνήθ. με κεφαλ. Κ.): ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενό του τη συστηματική μελέτη της οργάνωσης, εξέλιξης και λειτουργίας των ανθρώπινων κοινωνιών, καθώς και την καταγραφή και ανάλυση των μεταβολών της κοινωνικής συμπεριφοράς και των αντίστοιχων σχέσεων· συνεκδ. το σχετικό μάθημα: αγροτική/αστική/εκλογική/εφαρμοσμένη/ιστορική/συγκριτική ~. ~ του Αθλητισμού/της Ανάπτυξης/της Γνώσης/του Δικαίου/του Εγκλήματος/της Εκπαίδευσης/της Επιστήμης/της Θρησκείας/της Μετανάστευσης/των ΜΜΕ/της Μουσικής/της Οικογένειας/του Πολιτισμού/της Τεχνολογίας/της Υγείας/του Χώρου. Πολιτική Επιστήμη και ~. ~ και Ανθρωπολογία. Βλ. -λογία, μακρο~, μικρο~, φυτο~, ψυχο~.|| Δίνω ~. Εξετάζομαι στην ~. ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανική κοινωνιολογία: κλάδος με αντικείμενό του τη μελέτη της βιομηχανίας (δηλ. των εσωτερικών σχέσεων των επιχειρήσεων, των όρων εργασίας και της παραγωγικότητας) ως σύστημα και πλαίσιο διαμόρφωσης κοινωνικών σχέσεων. [< αγγλ. industrial sociology, 1948] [< γαλλ. sociologie]

λαϊκός

λαϊκός, ή, ό λα-ϊ-κός επίθ. {κ. προφ. θηλ. -ιά | λαϊκότ-ερος, -ατος} 1. που σχετίζεται με τον λαό, ανήκει σε αυτόν ή προέρχεται από αυτόν: ~ή: αποδοχή (ενός κόμματος)/βούληση/δυσαρέσκεια (για τα νέα μέτρα)/εξέγερση/επιμόρφωση (βλ. διά βίου εκπαίδευση)/κυβέρνηση. ~ό: αίτημα/κίνημα (βλ. εργατικό κίνημα). ~ αγώνας δρόμου. Εταιρεία ~ής βάσης (: με μετόχους τους κατοίκους μιας πόλης ή ενός μέρους). Προσφυγή στη ~ή ετυμηγορία (: συνήθ. για διεξαγωγή εκλογών). Η κυβέρνηση έχει νωπή και ισχυρή ~ή εντολή. Βλ. αντι~, παλ~, φιλο~.|| (σε ονομασ., με κεφαλ.) Λ~ή Τράπεζα. Λ~ό Λαχείο (κ. ως ουσ. ~ό).|| ~ός: ήρωας. ~ή: ποίηση (= δημώδης· ΑΝΤ. λόγια)/σοφία (βλ. γνωμικό, παροιμία, ρήση). ~ές: δοξασίες/εκδηλώσεις. ~ά: αναγνώσματα/παραμύθια/στοιχεία (= φολκλορικά). Ελληνικός ~ πολιτισμός (βλ. λαογραφία).|| ~οί: χοροί. ~ά: όργανα. ΣΥΝ. δημοτικός, παραδοσιακός. 2. που αφορά τις κατώτερες οικονομικά και κοινωνικά ομάδες: ~ή: συνοικία (βλ. εργατογειτονιά). Οι ~ές τάξεις/τα ~ά στρώματα (: αγρότες, εργάτες). Είναι ~ής καταγωγής. ΑΝΤ. αριστοκρατικός.|| ~ές: τιμές (= φτηνές, χαμηλές).|| (για πρόσ.) Γνήσιος ~ τύπος (: ανεπιτήδευτος, απλός και αυθόρμητος). ~οί: ζωγράφοι (= αυτοδίδακτοι, ναΐφ). 3. (ειδικότ.) που σχετίζεται με το λαϊκό τραγούδι: ~ός: βάρδος/δίσκος/(ραδιοφωνικός) σταθμός/συνθέτης/τραγουδιστής. ~ή: ορχήστρα/συναυλία. ~ό: πρόγραμμα. ~ά: κέντρα (διασκέδασης). Καλλιτέχνης με ~ή φωνή. 4. ΛΕΞΙΚΟΓΡ. (για γλωσσικό στοιχείο) που χρησιμοποιείται κυρ. στον προφορικό λόγο και συνήθ. από τους απλούς ανθρώπους του λαού και αποκλίνει, ως προς τη μορφολογία ή/και την προφορά, από την Κοινή Νεοελληνική: ~ή: έκφραση/λέξη. ΑΝΤ. λόγιος (1) ● Ουσ.: λαϊκά (τα) (προφ.): ενν. τραγούδια: βαριά/παλιά ~. Ακούει μόνο ~., λαϊκός (ο): ΕΚΚΛΗΣ. χριστιανός ορθόδοξος που δεν είναι ούτε ιερωμένος ούτε μοναχός: ~οί και κληρικοί. Βλ. κληρικο~. ΣΥΝ. κοσμικός (1) ● επίρρ.: λαϊκά ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκή αγορά & (προφ.) λαϊκή: υπαίθρια αγορά όπου πωλούνται σε φορητούς πάγκους και σε σχετικά χαμηλές τιμές φρέσκα οπωροκηπευτικά, αλλά και άλλα προϊόντα (π.χ. ψάρια, είδη ένδυσης και οικιακής χρήσης) και η οποία διοργανώνεται συνήθ. μια φορά την εβδομάδα, σε προκαθορισμένα σημεία και για συγκεκριμένες ώρες: εβδομαδιαία/κεντρική/σκεπαστή ~ ~. ~ ~ βιολογικών προϊόντων. ~ές ~ές στις γειτονιές της πόλης. Μικροπωλητές ~ών ~ών. Κάθε Παρασκευή γίνεται/έχει λαϊκή. Βλ. εμποροπανήγυρη, παζάρι, παντοπωλείο, υπαίθριο εμπόριο., λαϊκή ιατρική (κυρ. παλαιότ.): πρακτική και εμπειρική αντιμετώπιση των ασθενειών: χρήση των βοτάνων στη ~ ~ (βλ. γιατροσόφια). Βλ. εναλλακτική ιατρική, ομοιοπαθητική., λαϊκή τέχνη (κ. με κεφαλ. Λ, Τ): ΛΑΟΓΡ. της οποίας δημιουργός είναι ο απλός λαός και η οποία σχετίζεται κυρ. με την αργυροχρυσοχοΐα, την κεντητική, την κεραμική, την ξυλογλυπτική, την υφαντική, τη χειροτεχνία, αλλά και τη μουσική, τα τραγούδια και τους χορούς: η ελληνική ~ ~ (: τέλη 17ου αι.-αρχές 19ου αι.)., λαϊκό δικαστήριο (παλαιότ., ιδ. σε περιόδους πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής ύστερα από επανάσταση· σήμερα, κυρ. μτφ.): του οποίου τα μέλη δεν είναι δικαστικοί λειτουργοί, αλλά απλοί πολίτες: Εδώ δεν είναι ~ ~, ο καθένας μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα., λαϊκό μέτωπο (κ. με κεφαλ. Λ, Μ): ΠΟΛΙΤ. συνασπισμός κομμάτων, συνήθ. της Αριστεράς., λαϊκό τραγούδι & αστικό λαϊκό τραγούδι: ΜΟΥΣ. είδος τραγουδιού των αστικών κέντρων, εξέλιξη του δημοτικού και του ρεμπέτικου, το οποίο έχει τις απαρχές του στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, εξελίσσεται ακόμα και χαρακτηρίζεται από ανατολίτικα ή/και δυτικά στοιχεία: βαρύ ~ ~. Βλ. ελαφρολαϊκό (τραγούδι)., έντεχνο λαϊκό (τραγούδι) βλ. έντεχνος, κοσμικό/λαϊκό κράτος βλ. κοσμικός, λαϊκή απογευματινή βλ. απογευματινός, λαϊκή ετυμολογία βλ. ετυμολογία, λαϊκή κυριαρχία βλ. κυριαρχία, λαϊκή παράδοση βλ. παράδοση, λαϊκή/λαοκρατική δημοκρατία βλ. δημοκρατία, Λαϊκό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, λαϊκό προσκύνημα βλ. προσκύνημα, λαϊκός καπιταλισμός βλ. καπιταλισμός ● ΦΡ.: επί το λαϊκότερον (συνήθ. ειρων.): όταν παρατίθεται η αντίστοιχη συνώνυμη λέξη ή φράση του προφορικού ή λαϊκού λεξιλογίου: Έφυγε γρήγορα ή, ~ ~, την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια. [< μτγν. λαϊκός, γαλλ. populaire]

λιμενικός

λιμενικός, ή, ό λι-με-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το λιμάνι ή το Λιμενικό Σώμα: ~ή: Αστυνομία/ζώνη. ~οί: φόροι. ~ές: εγκαταστάσεις (παραλαβής αποβλήτων πλοίων)/υπηρεσίες (βλ. φορτοεκφόρτωση)/υποδομές. ~ά: τέλη. Εθνική Λ~ή Πολιτική. (Δημοτικό) Λ~ό Ταμείο (: φορέας διαχείρισης λιμένα). Λ~ά Τμήματα και Λ~οί Σταθμοί (: υπηρεσίες που υπάγονται στις ~ές Αρχές). Βλ. αερο~. ● Ουσ.: λιμενικός (ο/η) (κ. με κεφαλ. Λ): μέλος του Λιμενικού Σώματος. Βλ. αστυνομικός. ● ΣΥΜΠΛ.: λιμενική Αρχή: διοικητική υπηρεσία λιμανιού: Άδεια ναυαγοσώστη που εκδίδεται από την οικεία ~ ~. ~ές Αρχές (: Κεντρικά Λιμεναρχεία, Λιμεναρχεία και Υπολιμεναρχεία)., Λιμενικό Σώμα-Ελληνική Ακτοφυλακή (ακρ. ΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ.) & (προφ.) Λιμενικό: Σώμα Ασφαλείας υπεύθυνο για τη φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων και λιμανιών της χώρας, την παροχή βοήθειας και διάσωσης, την πάταξη της παράνομης δράσης στη θάλασσα, καθώς και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος: Αξιωματικός (βλ. ανθυπασπιστής, (ανθ)υπο-, αντι-, αρχι-πλοίαρχος, αντιναύαρχος, αρχι-, επι-κελευστής, λιμεν-, πλωτ-άρχης, λιμενοφύλακας, σημαιοφόρος)/Αρχηγός/ελικόπτερο/πλωτό περιπολικό του ~ού ~ατος. Βλ. αεροναυαγοσωστικό.

μελανισμός

μελανισμός με-λα-νι-σμός ουσ. (αρσ.): ΒΙΟΛ. κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανικός μελανισμός: εμφάνιση σκουρόχρωμων ειδών ζώων, κυρ. εντόμων, σε βιομηχανικές περιοχές με μεγάλη ατμοσφαιρική ρύπανση ως αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής. [< αγγλ. industrial melanism, 1928] [< μεσν. μελανισμός, γαλλ. mélanisme]

μεταβατικός

μεταβατικός, ή, ό με-τα-βα-τι-κός επίθ.: που δεν είναι μόνιμος, οριστικός, που οδηγεί από μια κατάσταση σε άλλη: ~ός: πρόεδρος. ~ή: διάταξη/έδρα (π.χ. εφετείου)/λύση/ρύθμιση. ~ό: στάδιο/σύστημα/φαινόμενο (πβ. παροδικό). ~ά: μέτρα (= προσωρινά). Η αγορά βρίσκεται σε ~ή εποχή/περίοδο/φάση. Πβ. εφήμερος, πρόσκαιρος.|| (ΜΑΘ.) ~ή: ιδιότητα (π.χ., αν α=β και β=γ, τότε α=γ)/σχέση (βλ. σχέση ισοδυναμίας).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ός: λογαριασμός (: με τον οποίο μετατίθενται υποχρεώσεις ή απαιτήσεις μιας εταιρείας σε επόμενες χρήσεις). ~ή: τράπεζα. ● επίρρ.: μεταβατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μεταβατική κυβέρνηση: ΠΟΛΙΤ. προσωρινή κυβέρνηση που συγκροτείται με σκοπό τη διενέργεια εκλογών., μεταβατικό αντικείμενο: ΨΥΧΑΝ. αντικείμενο, συνήθ. παιχνίδι, στο οποίο προσκολλάται ένα παιδί, για να αντέξει το άγχος που του δημιουργείται, όταν απουσιάζει η μητέρα του. [< αγγλ. transitional object] , μεταβατικό ρήμα: ΓΡΑΜΜ. του οποίου η ενέργεια μεταβαίνει σε αντικείμενο: π.χ. βλέπω, γράφω. Πβ. δί-, μονό-πτωτος. ΑΝΤ. αμετάβατο ρήμα [< μτγν. μεταβατικός, γαλλ. transitoire]

μηδενικός

μηδενικός, ή, ό μη-δε-νι-κός επίθ.: που είναι ίσος με μηδέν· κατ' επέκτ. ασήμαντος: ~ός: συντελεστής/φόρος. ~ή: χρέωση. ~ό: κέρδος.|| ~ός: ρυθμός ανάπτυξης/χρόνος. ~ή: αντίσταση/αξία/εκπομπή ρύπων/πιθανότητα/ποσότητα/συμμετοχή. ~ό: αποτέλεσμα/ποσοστό/ρίσκο. Ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας θεωρείται ~ (= ανύπαρκτος). Πβ. μηδαμινός. ● ΣΥΜΠΛ.: μηδενική ανοχή: για κατάσταση η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ανεκτικότητα· καμία απολύτως ανοχή: ~ ~ στη βία. ~ ~ από τους πολίτες. [<αμερικ. zero-tolerance, 1972] , μηδενική εστίαση: ΛΟΓΟΤ. όρος της αφηγηματολογίας που δηλώνει ότι ο αφηγητής είναι παντογνώστης και διηγείται τα γεγονότα σε γ' εν. πρόσ. ● ΦΡ.: από μηδενική βάση & σε μηδενική βάση: από την αρχή, χωρίς να έχει προκαθοριστεί κάτι ή να θεωρείται δεδομένο: διάλογος/διαπραγματεύσεις από ~ ~. Εξετάζει το θέμα από ~ ~. Η όποια συζήτηση δεν μπορεί παρά να γίνει σε ~ ~., μηδενικός νόμος & (σπάν.) μηδενική αρχή: ΦΥΣ. νόμος ή αρχή της θερμοδυναμικής σύμφωνα με τον/την οποία η θερμοδυναμική ισορροπία δύο συστημάτων με ένα τρίτο συνεπάγεται και τη μεταξύ τους θερμοδυναμική ισορροπία. [< γαλλ. nul, zéro]

νήμα

νήμα [νῆμα] νή-μα ουσ. (ουδ.) {νήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κλωστή: ακρυλικό/βαμβακερό/μάλλινο ~. ~ από μετάξι. ~ πλεξίματος. Υφαντικά ~ατα. Βλ. στημόνι, υφάδι.|| (μτφ.) Τους δένει/ενώνει/συνδέει ένα αόρατο ~. ΣΥΝ. μίτος (2) 2. (κατ' επέκτ.) δέσμη ινών από ποικίλα υλικά: ελαστικό/μακρύ/χοντρό ~. ~ κοπής. Το (διάφανο/συνθετικό) ~ της πετονιάς. Το (μεταλλικό) ~ του λαμπτήρα (πυρακτώσεως). ~ατα μεγάλης αντοχής. Βλ. ανθρακόνημα. 3. {συνήθ. στον εν.} (μτφ.) ειρμός, ακολουθία, αλληλουχία: το ~ της ομιλίας/της σκέψης (κάποιου). Ξεδιπλώνω το ~ της αφήγησης/των γεγονότων/της μνήμης. (Ξανα)πιάνει το ~ από την αρχή/από εκεί που το άφησε. Πβ. σύνδεση, συνέχεια.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~ μηνυμάτων. Πβ. θρεντ. Βλ. ουρά. 4. ΒΟΤ. το άγονο τμήμα του στήμονα: ~ και ανθήρας. ● Υποκ.: νηματάκι (το): Πβ. νημάτιο. ● ΣΥΜΠΛ.: νήμα της στάθμης: όργανο για τον έλεγχο της καθετότητας μιας επιφάνειας, το οποίο αποτελείται από κλωστή με βαρίδι δεμένο στην άκρη της. Βλ. αλφάδι. [< γαλλ. fil à plomb] , οδοντικό νήμα: δέσμη λεπτών νάιλον ινών για την απομάκρυνση των τροφών και της οδοντικής πλάκας ανάμεσα στα δόντια. [< αγγλ. dental floss, 1910] ● ΦΡ.: (κόβω) το νήμα (του τερματισμού): ΑΘΛ. (σε αγώνα δρόμου) (περνώ την) ταινία ή τη γραμμή που δηλώνει το τέλος αγωνιστικής διαδρομής· τερματίζω πρώτος και κατ' επέκτ. αναδεικνύομαι νικητής: Κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, κόβοντας ~.|| (μτφ.) Κανείς δεν ξέρει ποιος θα κόψει πρώτος το ~ (του διαγωνισμού).|| Φτάνουμε στο ~ ~ (= στο τέλος) της εκλογικής μάχης., έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου): τον σκότωσε ή σκοτώθηκε, πέθανε: Έκοψε ο ίδιος ~ ~ του (= αυτοκτόνησε). Κόπηκε αναπάντεχα/πρόωρα το ~ ~ του., η άκρη του νήματος (μτφ.): η αιτία, εξήγηση, λύση: Η Αστυνομία αναζητά την ~ ~ στην υπόθεση (πβ. ο μίτος της Αριάδνης). Νέα στοιχεία οδηγούν στην ~ ~., η αρχή του νήματος (μτφ.): αφετηρία μιας σειράς εξελίξεων, συνήθ. για την εξιχνίαση υπόθεσης: Τυχαίο συμβάν που υπήρξε ~ ~ για τη διαλεύκανση του εγκλήματος., κινεί τα νήματα/τα γρανάζια & κρατά τα νήματα (μτφ.): ελέγχει, κατευθύνει μια κατάσταση: ~ ~ της δράσης/εξουσίας (από το παρασκήνιο). [< αγγλ. pull the strings/wires] , στο νήμα (μτφ.): την τελευταία (και κρίσιμη) στιγμή: ήττα/νίκη ~ ~. ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο τσακ/στο τσαφ, ξετυλίγω το κουβάρι/το νήμα βλ. ξετυλίγω [< αρχ. νῆμα, γαλλ. fil, αγγλ. thread]

νησίδα

νησίδα νη-σί-δα ουσ. (θηλ.) 1. τμήμα οδοστρώματος, συνήθ. υπερυψωμένο, το οποίο χωρίζει τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας των οχημάτων: διαχωριστική ~. ~ ασφαλείας. ~ες της εθνικής οδού/λεωφόρου. Βλ. πεζοδρόμιο. 2. (μτφ.) για κάτι ελπιδοφόρο, αισιόδοξο, σε σχέση με το ευρύτερο περιβάλλον του: ~ες αριστείας. Το Πανεπιστήμιο αποτελεί ~ (= θύλακα) ελευθερίας και πολιτισμού. Πάρκο που λειτουργεί σαν μια ~ (= όαση) πρασίνου στην πόλη.|| ~ υπολογιστών (: σε τμήμα ΑΕΙ/ΤΕΙ). Γλωσσική ~ (: περιοχή με κατοίκους που μιλούν διαφορετική γλώσσα από αυτή που μιλιέται στη γύρω περιοχή). 3. ΓΕΩΜΟΡΦ. νησάκι μεγαλύτερο από τη βραχονησίδα. ΣΥΝ. νησίδιο ● ΣΥΜΠΛ.: θερμική νησίδα & αστική θερμική νησίδα: το φαινόμενο της αύξησης της θερμοκρασίας, το οποίο παρουσιάζεται σε πυκνοδομημένη αστική περιοχή, σε σχέση με τα απομακρυσμένα προάστιά της, και οφείλεται στη μεγάλη παρουσία υλικών, όπως το τσιμέντο και η άσφαλτος, που απορροφούν την ηλιακή ενέργεια και την εκλύουν ως θερμότητα στο περιβάλλον. Βλ. αστικό κλίμα. [< αγγλ. (urban) heat island] [< 1,2: γαλλ. îlot 3: αρχ. νησίς]

νομιμότητα

νομιμότητα νο-μι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα, ο χαρακτήρας του νόμιμου: έλεγχος/εξασφάλιση της ~ας των διαδικασιών. Αμφισβητήθηκε/παραβιάστηκε η ~ της απόφασης/συναλλαγής. Ενέργειες που κινούνται (μέσα) στα όρια της ~ας και της διαφάνειας. Πβ. κανονικότητα. Βλ. -ότητα. 2. έννομη τάξη, κανόνες δικαίου: δημοκρατική/διεθνής/ευρωπαϊκή ~. Αποκατάσταση/σεβασμός/τήρηση της ~ας. ΑΝΤ. ανομία (1) ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της νομιμότητας: ΝΟΜ. σύμφωνα με την οποία η Δημόσια Διοίκηση υπάγεται στους (ευρωπαϊκούς και συνταγματικούς) κανόνες δικαίου, που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία της· επομένως, οι ενέργειες των διοικητικών οργάνων πρέπει να υπακούουν σε αυτούς: ~ ~ της διοικητικής δράσης. [< μτγν. νομιμότης, γαλλ. légalité]

ομοφωνία

ομοφωνία [ὁμοφωνία] ο-μο-φω-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. (επίσ.) απόλυτη συμφωνία, ταύτιση απόψεων: διεθνής/εθνική/επιστημονική/ευρεία/κοινωνική/πολιτική ~. Οι αποφάσεις του Οργανισμού λαμβάνονται με ~. Υπάρχει ~ μεταξύ των ειδικών. Με πλήρη ~ ψηφίστηκε από το δημοτικό συμβούλιο ... Για την υιοθέτηση του κειμένου απαιτείται ~. Κατέληξαν σε ~ μέσα από τον διάλογο. Επίτευξη ~ας και συναίνεσης. Πβ. ομο-γνωμία, -θυμία. Βλ. ομοψυχία. ΣΥΝ. ομοφροσύνη, σύμπνοια ΑΝΤ. αντιγνωμία, διάσταση (4), διαφωνία (1), διχογνωμία 2. ΜΟΥΣ. σύνθεση που έχει μία μόνο μελωδική γραμμή και ακομπανιαμέντο. Πβ. μονοφωνία. Βλ. αντι-, δι-, πολυ-, ταυτο-φωνία. 3. ΓΛΩΣΣ. η σχέση μεταξύ δύο λέξεων με την ίδια προφορά και διαφορετική σημασία. Πβ. ομωνυμία. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχή της ομοφωνίας: σύμφωνα με την οποία λαμβάνεται μία απόφαση από όλα ανεξαιρέτως τα μέλη ενός συλλογικού οργάνου και όχι σύμφωνα με την πλειοψηφία: η ~ ~ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. [< αρχ. ὁμοφωνία, γαλλ. homophonie, αγγλ. homophony]

παλαιός

παλαιός, ά, ο πα-λαι-ός επίθ. {παλαιότ-ερος, -ατος} (λόγ.): παλιός: (σε όνομα συνήθ. Δήμου που προϋπήρχε του ομώνυμου σύγχρονου:) ~ό Φάληρο/Ψυχικό (: σε αντιδιαστολή προς το Νέο). ● επίρρ.: παλαιά {παλαιότερα} ● ΣΥΜΠΛ.: Παλαιά Διαθήκη βλ. διαθήκη, παλαιός αιγιαλός βλ. αιγιαλός, Παλαιός Κόσμος βλ. κόσμος, παλιά/παλαιά φρουρά βλ. φρουρά ● ΦΡ.: είναι παλαιών/αυστηρών αρχών: είναι συντηρητικός. Πβ. πουριτανός., σε παλαιότερες εποχές (λόγ.) & σε παλιότερες εποχές: πολύ παλιά: Οι άνθρωποι που έζησαν ~ ~, ..., παλαιάς/παλιάς κοπής βλ. κοπή [< αρχ. παλαιός]

περιύβριση

περιύβριση πε-ρι-ύ-βρι-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. προσβολή, εξύβριση. Κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: περιύβριση Αρχής (συνήθ. παλαιότ.): δημόσια εκδήλωση περιφρόνησης ή υβριστικής συμπεριφοράς σε βάρος φορέα κρατικής εξουσίας με οποιονδήποτε τρόπο., περιύβριση νεκρού: ποινικό αδίκημα που συνίσταται στην αυθαίρετη αφαίρεση σορού ή μελών νεκρού σώματος ή τέφρας από το μέρος στο οποίο βρίσκονται ή στην τέλεση πράξης που προσβάλλει νεκρό ή στη βεβήλωση τάφου.

πίστη

πίστη πί-στη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις} 1. αποδοχή της ορθότητας ή της ύπαρξης ενός πράγματος: απόλυτη/σταθερή ~. Η λαϊκή ~. ~ στην αιώνια ζωή/σε υπερφυσικά φαινόμενα. Πανάρχαιες ~εις (= δοξασίες). Είναι (ευρέως) διαδεδομένη/διάχυτη η ~ ότι ... 2. αποδοχή της ύπαρξης ανώτατου όντος, προσήλωση σε θρησκεία ή δόγμα και κυρ. ειδικότ. στον Χριστιανισμό: (ΘΡΗΣΚ.) εβραϊκή/ειδωλολατρική/θρησκευτική ~. ~ στον βουδισμό.|| Προτεσταντική/ρωμαιοκαθολική ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ορθόδοξη ~. Έχει βαθιά ~ στον Θεό. Δοκιμάστηκε/κλονίστηκε η ~ του. Απαρνήθηκε/έχασε/ξαναβρήκε/ομολόγησε την ~ του. Μαρτύρησε για την ~ του. Βλ. ορθοδοξία. ΑΝΤ. απιστία (3) 3. βεβαιότητα, σιγουριά (ότι κάτι υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει): ακλόνητη/ακράδαντη ~. ~ για/σε ένα καλύτερο αύριο. ~ για την πρόκριση. Έχει ~ στην πρόοδο. Εξέφρασε την ~ του ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί. 4. αφοσίωση, προσήλωση, σταθερότητα, συνέπεια: ~ σε αξίες και ιδανικά/αρχές. Ορκίστηκε ~ στο Σύνταγμα και τους νόμους.|| Ερωτική ~. 5. εμπιστοσύνη: ισχυρή/στέρεη/τυφλή ~. ~ σε υποσχέσεις. Έχει ~ στις δυνάμεις/στον εαυτό/στις ικανότητές του (= αυτοπεποίθηση). Έδειξε ~ στις δυνατότητές τους. 6. ΟΙΚΟΝ. πράξη μεταβίβασης κεφαλαίου από ένα (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο σε άλλο, με την πεποίθηση ότι θα επιστραφεί με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί (χρόνος, τόπος, επιτόκιο): τραπεζική ~. Εμπορική/επαγγελματική/επιχειρηματική/κτηματική/ναυτική ~. Πβ. πίστωση. Βλ. δάνειο, χρηματοδότηση. 7. (σπάν.) αξιοπιστία, φερεγγυότητα: Εταιρεία που έχει αποκαταστήσει την ~ της στην αγορά. ● ΣΥΜΠΛ.: αγροτική πίστη: ΟΙΚΟΝ. χορήγηση δανείων στον αγροτικό τομέα από αρμόδια τράπεζα με ευνοϊκούς όρους και σε εναρμόνιση με την κρατική αγροτική πολιτική., βιομηχανική πίστη: ΟΙΚΟΝ. παροχή δανείου με πίστωση από τράπεζα σε βιομηχανική επιχείρηση για αγορά πρώτων υλών ή μηχανολογικού εξοπλισμού, δημιουργία νέων εγκαταστάσεων, ανάληψη παραγωγικών επενδύσεων., κακή πίστη: απουσία αξιοπιστίας, ύπαρξη δόλου, κακής πρόθεσης: Βρίσκεται σε ~ ~. Με ~ ~/(λόγ.) κακή τη πίστει (= κακοπροαίρετα). ΣΥΝ. κακοπιστία (2), καλή πίστη: εντιμότητα, απουσία δόλου, καλή πρόθεση, συνήθ. σε συναλλαγές: άνθρωπος ~ής ~εως (πβ. καλόπιστος). Κίνηση/πνεύμα/στάση ~ής ~εως. ~ ~ μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου. Ενεργώ/πράττω με ~ ~/(λόγ.) καλή τη πίστει (= καλοπροαίρετα). ΣΥΝ. καλοπιστία, καταναλωτική πίστη: ΟΙΚΟΝ. παροχή δανείου με σκοπό κυρ. την αγορά καταναλωτικών αγαθών ή την αντιμετώπιση προσωπικών εξόδων. [< αγγλ. consumer credit, 1925] , στεγαστική πίστη: ΟΙΚΟΝ. χορήγηση δανείου με σκοπό την αγορά ακινήτου., συζυγική πίστη: αμοιβαία δέσμευση των συζύγων να μην έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις: Πρόδωσε τη ~ ~., Σύμβολο της Πίστεως & της Πίστης: ΕΚΚΛΗΣ. σύντομο κείμενο με δώδεκα άρθρα που αποτελεί ομολογία της χριστιανικής πίστης: απαγγελία του ~όλου ~. ΣΥΝ. Πιστεύω (το), άρθρο πίστεως βλ. άρθρο, ομολογία πίστεως βλ. ομολογία ● ΦΡ.: (πήγε) υπέρ πίστεως (και πατρίδος) 1. (ειρων.) πήγε χαμένος: Ο κόπος μας πήγε/τα χρήματά μας πήγαν ~ ~! 2. (λόγ.) για την υπεράσπιση των ιδανικών της χριστιανικής πίστης και της πατρίδας. ΣΥΝ. υπέρ βωμών και εστιών, δίνω πίστη σε κάτι: το πιστεύω: Μη ~εις ~ σε διαδόσεις/φήμες!, μα την πίστη μου! (προφ.): ως όρκος ή για δήλωση έκπληξης: ~ ~ (= ορκίζομαι), δεν είδα τίποτα!|| ~ ~, δεν καταλαβαίνω γιατί το έκανε., μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία βλ. αδόξαστος, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, ο άνθρωπος/η πίστη κινεί βουνά βλ. βουνό [< αρχ. πίστις 6: αγγλ. credit, γαλλ. crédit]

πλειοψηφία

πλειοψηφία πλει-ο-ψη-φί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λόγ.) πλειονοψηφία ΑΝΤ. μειοψηφία 1. το μεγαλύτερο μέρος, ποσοστό των ψήφων: αυτοδύναμη (= αυτοδυναμία)/κοινοβουλευτική/κυβερνητική ~. Η παράταξη της ~ας. Εκλογική νίκη με άνετη/αυξημένη/ευρεία/μικρή ~. Με ομοφωνία ή ~. Δεν επιτεύχθηκε (η απαιτούμενη) ~. Απέσπασε/εξασφάλισε/κατέκτησε/κέρδισε/πήρε/συγκέντρωσε/έχασε την ~. Κόμμα που διατηρεί/ελέγχει/έχει και πάλι την ~ στη Βουλή.|| (με τη σημ. της πλειοψηφικής διαφοράς) Απόφαση που λήφθηκε με ~ (= διαφορά) δέκα μόνο ψήφων. Διαθέτουν μια ισχνή ~ τριών βουλευτών/εδρών. 2. (γενικότ.) πλειονότητα: Η γνώμη της ~ας. Η μεγάλη/συντριπτική ~ των ερωτηθέντων/πολιτών/ψηφοφόρων είναι υπέρ της άποψης/πιστεύει ότι ...|| Η ~ των βιβλίων/προγραμμάτων. 3. (συνεκδ.) η ομάδα, συνήθ. το κόμμα, που πλειοψηφεί: Η ~ επέλεξε/πρότεινε/υποστηρίζει την αναβολή των διαπραγματεύσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: απλή/σχετική πλειοψηφία: με αριθμό θετικών ψήφων μεγαλύτερο από τις μισές., απόλυτη πλειοψηφία: βασισμένη στο μισό συν ένα των ψήφων. [< γαλλ. majorité absolue] , αρχή της πλειοψηφίας: ΠΟΛΙΤ. θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας, η οποία εξασφαλίζει τη δίκαιη εκπροσώπηση των διαφορετικών θέσεων μέσα σε ένα σύνολο και ειδικότ. τη λαϊκή κυριαρχία: Εφαρμόζεται/ισχύει η ~ ~. Οι αποφάσεις των οργάνων λαμβάνονται συλλογικά, με βάση την ~ ~. Βλ. αρχή της δεδηλωμένης., ειδική πλειοψηφία: που αντιστοιχεί στον αριθμό των ψήφων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες πρέπει να συγκεντρωθούν στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προκειμένου να εγκριθεί μια απόφαση: ενισχυμένη ~ ~., οριακή πλειοψηφία: με μικρή διαφορά ή με ποσοστό που μόλις ξεπερνά το 50%., σιωπηρή/σιωπηλή πλειοψηφία: σημαντικό τμήμα ενός πληθυσμού, συνήθ. τα μεσαία στρώματα, που επιλέγει να μην εκφράσει τις απόψεις του, είτε λόγω αδιαφορίας είτε επειδή θεωρεί ότι δεν έχουν αξία: η ~ ~ των πολιτών. ● ΦΡ.: κατά πλειοψηφία & (σπανιότ.) κατά πλειονότητα 1. κατά κύριο λόγο, στο μεγαλύτερο ποσοστό, κυρίως: Επιτροπή που αποτελείται ~ ~ από ... 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) ανάλογα με το τι ψηφίζουν οι περισσότεροι· πλειοψηφικά: Η πρόταση έγινε δεκτή ~ ~. στην (συντριπτική) πλειοψηφία/πλειονότητα των περιπτώσεων: τις πιο πολλές φορές. [< πβ. μτγν. πλειο(νο)ψηφία 'κυρίαρχη αστρολογική επιρροή', αγγλ. majority, γαλλ. majorité]

-πρόσωπος

-πρόσωπος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων και σπανιότ. ουσιαστικών για δήλωση 1. ορισμένων χαρακτηριστικών του προσώπου: μακρο~ (βλ. μακρυ-μούρης)/στρογγυλο~.|| (μτφ.) Δι~.|| (προφ.) Μ' έβγαλε ασπροπρόσωπo. 2. συγκεκριμένου συνόλου μελών: ολιγο~/πολυ~. Πβ. -άνθρωπος, -μελής. 3. (ουσ.) εξουσιοδοτημένου ατόμου: αντι~/εκ~. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. ενέργειας για λογαριασμό κάποιου: αυτοπρόσωπη δήλωση. 5. ΓΛΩΣΣ. συνήθ. ειδικής κατηγορίας ρημάτων με ελλειπτικό σχηματισμό ή χωρίς λεξικό υποκείμενο και των αντίστοιχων δομών: α-πρόσωπη/τριτο~ σύνταξη.

πρυτανικός

πρυτανικός, ή, ό πρυ-τα-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον πρύτανη ή την πρυτανεία: ~ός: λόγος. ~ή: πράξη. ~ές: εκλογές. ● ΣΥΜΠΛ.: πρυτανικές Αρχές: ο πρύτανης και οι αντιπρυτάνεις., Πρυτανικό Συμβούλιο: ο πρύτανης, οι αντιπρυτάνεις, εκπρόσωπος των φοιτητών και του διοικητικού προσωπικού. [< μτγν. πρυτανικός]

πρωτο- & πρωτό- & πρωτ-/πρωθ-

πρωτο- & πρωτό- & πρωτ-/πρωθ- α' συνθετικό λέξεων για δήλωση 1. γεγονότος που συμβαίνει για πρώτη φορά: (κυρ. για ρ. σε παρελθοντικό χρόνο) πρωτο-δημοσιεύτηκε/~είδα. Τον είχα ~συναντήσει.|| Πρωτο-διόριστος (πβ. νεο-). 2. προτεραιότητας σε σειρά, ιεραρχία, σημασία: πρωτό-γραμμα.|| Πρωτο-βάθμιος.|| Πρωθ-υπουργικός.|| (μτφ.) Πρωτ-εργάτης. 3. της πρώτης περιόδου, της πρώιμης φάσης ενός πολιτισμού: Πρωτο-κυκλαδικός/~μινωικός (βλ. μεσο-, προ-)/~βυζαντινός (βλ. μετα-). 4. ΒΙΟΛ. ατελούς οργανισμού: πρωτό-ζωα.

πώληση

πώληση πώ-λη-ση ουσ. (θηλ.): παροχή αγαθού έναντι οικονομικού συνήθ. ανταλλάγματος· (κατ' επέκτ., στον πληθ.) η αντίστοιχη εμπορική δραστηριότητα: λιανική/χονδρική ~. ~ γης/εισιτηρίων/εξοπλισμού/επιχειρήσεων/κατοικίας. ~ τοις μετρητοίς/με πίστωση (= βερεσέ). Γραφεία/δικαιώματα/εντολή/όροι/(επιλεγμένα) σημεία (βλ. POS)/σύμβαση/συμβόλαιο/τιμή ~ης. Άδεια/κατάστημα ~ης (ποτών). Διαμερίσματα προς ~. (για προϊόν) Πρώτο στις ~ήσεις. ~ήσεις αυτοκινήτων/σκαφών. Άνοδος/αύξηση/μείωση των (εταιρικών) ~ήσεων. Διευθυντής/δίκτυο/ρεκόρ/τμήμα/υποστήριξη ~ήσεων. Από την άποψη των/από πλευράς ~ήσεων. Η εταιρεία προέβη/προχώρησε σε ~ των μετοχών της. Βλ. μετα~, μονο~, προ~, τηλε~, μάρκετινγκ, παραγγελία.|| (σε αγγελίες) ~ήσεις ακινήτων/οικοπέδων. ΣΥΝ. πούλημα (1) ΑΝΤ. αγορά (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άμεση/απευθείας πώληση & κατευθυνόμενη πώληση: προώθηση και πώληση προϊόντων και υπηρεσιών με άμεσο τρόπο, η οποία γίνεται συνήθ. στο σπίτι του καταναλωτή ή σε άλλα μέρη που δεν αποτελούν καταστήματα λιανικής και διεξάγεται με παρουσιάσεις ή επιδείξεις εκ μέρους του πωλητή. Βλ. πλασιέ. [< αγγλ. direct sale] , αναγκαστική πώληση: ΝΟΜ. πώληση περιουσιακών στοιχείων που επιβάλλεται από το δικαστήριο σε οφειλέτη, λόγω αδυναμίας εξόφλησης των οικονομικών του υποχρεώσεων. [< γαλλ. vente forcée] , ανοικτές πωλήσεις: ΟΙΚΟΝ. πρακτική πώλησης χρηματιστηριακών τίτλων, χωρίς να έχει κάποιος την κυριότητά τους, με την προσδοκία ότι η πτώση των τιμών τους θα του επιτρέψουν να τις αγοράσει με κέρδος: μετοχές ~ών ~ήσεων. ΣΥΝ. σορτάρισμα [< αγγλ. short selling] , ηλεκτρονική πώληση: που γίνεται μέσω ίντερνετ, συνήθ. με πιστωτική κάρτα. [< αγγλ. electronic/e-selling] , προώθηση πωλήσεων (στο μάρκετινγκ): ΟΙΚΟΝ. δραστηριότητα που αποσκοπεί στην αύξηση των πωλήσεων μέσω διάφορων ενεργειών (εκπτώσεις, δώρα, κουπόνια, παροχή μεγαλύτερης ποσότητας προϊόντος με τα ίδια χρήματα, δείγματα, δωρεάν δοκιμές). [< αγγλ. sales promotion] , πώληση εξ αποστάσεως & από απόσταση: μέσω τηλεφώνου, ταχυδρομείου ή του διαδικτύου. Πβ. τηλεπώληση. [< αγγλ. distance selling] [< αρχ. πώλησις, γαλλ. vente, αγγλ. sale, selling]

σχεδιασμός

σχεδιασμός σχε-δι-α-σμός ουσ. (αρσ.) 1. προγραμματισμός ενεργειών για επίτευξη συγκεκριμένου στόχου ή υλοποίηση έργου· γενικότ. σχέδιο: αντισεισμικός/αστικός/βιοκλιματικός/εκπαιδευτικός/ενεργειακός/επικοινωνιακός/επιχειρησιακός/εργονομικός/κυβερνητικός/οικολογικός/περιβαλλοντικός/πολεοδομικός/πολιτικός/στρατηγικός/τεχνικός/τουριστικός/χωροταξικός ~. ~ αντιμετώπισης (κρίσεων)/αξιοποίησης (της περιουσίας)/καταπολέμησης (της ανεργίας). Ανάγκη/διαδικασία/δυνατότητα/μελέτη/πλαίσιο/πρόταση/στάδιο/φάση ~ού. Πβ. ετοιμασία. Βλ. προ~.|| Μακροπρόθεσμος ~. ~ για το μέλλον. 2. σχεδίαση: αρχιτεκτονικός/εικαστικός/καινοτομικός/μοντέρνος ~. Γραφικός/ψηφιακός ~. ~ αντικειμένων/εντύπων/ιστοσελίδας/κτιρίων/προγραμμάτων. Βλ. αυτο~, επανα~. ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανικός σχεδιασμός: η τέχνη της αισθητικής και λειτουργικής βελτίωσης των βιομηχανικών προϊόντων: Τμήμα ~ού ~ού (: σε ΤΕΙ). Βλ. ντιζάιν. [< αγγλ. industrial design, 1934] , οικονομικός/κεντρικός προγραμματισμός/σχεδιασμός βλ. οικονομικός [< πβ. αρχ. σχεδιασμός 'αυτοσχεδιασμός' 1: αγγλ. planning 2: γαλλ. dessin, αγγλ. drawing]

τέλος

τέλος τέ-λος ουσ. (ουδ.) {τέλ-ους | -η, -ών} 1. συμπλήρωση μιας περιόδου ή μιας διαδικασίας ή/και το σημείο ολοκλήρωσής τους: το ~ της διορίας/της σεζόν (πβ. κλείσιμο). Το ~ της εβδομάδας/της μέρας (πβ. δύση). Μετά/μέχρι/πριν το ~ του χειμώνα/του χρόνου. Στο ~ (= στην εκπνοή) του προηγούμενου αιώνα. Περί τα/στα ~η της δεκαετίας.|| (ΘΕΟΛ.) Ως το ~ των αιώνων (: τη Δευτέρα Παρουσία).|| Το ~ των μαθημάτων/των σπουδών (= πέρας). Το ~ των εχθροπραξιών/του πολέμου. Στο ~ του αγώνα. Πβ. λήξη, παύση.|| Ταινία με καλό ~ (= χάπι εντ). Άκουσα μόνο το ~ της ομιλίας/της συζήτησης (πβ. επίλογος). Η υπόθεση είχε αίσιο/άσχημο/κακό ~ (= έκβαση, κατάληξη, φινάλε). ΑΝΤ. αρχή (1), έναρξη 2. ακρότατο όριο: το ~ του (δια)δρόμου/της ευθείας/του κουβαριού (πβ. άκρη). Το όνομά του βρίσκεται στο ~ της λίστας. Οι υποσημειώσεις μπαίνουν στο ~ κάθε σελίδας. Πβ. άκρο. ΑΝΤ. αρχή (1) 3. παύση, τερματισμός μιας κατάστασης ή εξέλιξης· ξόδεμα, εξάντληση: επικείμενο ~. ~ των διαπραγματεύσεων (πβ. αναστολή). Όλα (τα ωραία) έχουν ένα ~ (: κάποια στιγμή τελειώνουν). Το (οριστικό) ~ ενός γάμου/μιας σχέσης. Το ~ της ανθρωπότητας/μιας αυτοκρατορίας (πβ. αφανισμός, παρακμή, πτώση). Το ~ της αθωότητας/της ελπίδας/ενός θρύλου. Ιστορία χωρίς ~. Δίχως ~ ο κύκλος της βίας (πβ. διακοπή). Η καριέρα του αγγίζει το/φτάνει στο ~ της. Η ταλαιπωρία μας δεν έχει ~. ΑΝΤ. αφετηρία.|| (προφ., για δήλωση αποφασιστικότητας:) Διακοπές ~! Δεν το συζητώ άλλο, ~! Πβ. τέρμα.|| Το ~ των αποθεμάτων. 4. (μτφ.) θάνατος: Βρήκε άδοξο/πρόωρο/τραγικό ~ (πβ. χαμός). Αισθάνεται/περιμένει το ~ του (πβ. μοιραίο). Έμειναν μαζί ως το ~ της ζωής τους. 5. ΟΙΚΟΝ. φόρος: ανταποδοτικό/ειδικό/ενιαίο/ετήσιο ~. ~ ακίνητης περιουσίας. ~ τερματισμού κλήσης (: στην κινητή τηλεφωνία). Δημοτικά/ταχυδρομικά ~η. Αυξημένα ~η κυκλοφορίας. Καταβολή/πληρωμή ~ους. Είσπραξη/κατάργηση ~ών. Πβ. δασμός. 6. (ως επίρρ.) τελικά: Τόνισε, ~, τη σημασία του προγράμματος για ... ΣΥΝ. εν κατακλείδι ● ΣΥΜΠΛ.: τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης βλ. τίτλος, το τέλος της ιστορίας βλ. ιστορία ● ΦΡ.: βάζω/δίνω/θέτω (ένα) τέλος/τέρμα & μπαίνει (ένα)/λαμβάνει/παίρνει τέλος: τερματίζω· κάτι παύει να υφίσταται: Έτοιμοι να βάλουν/δώσουν (ένα) ~ στη διαφθορά.|| Καιρός να δοθεί/μπει (ένα) ~ στην ταλαιπωρία των πολιτών. Αυτή η κατάσταση πρέπει να πάρει τέλος (: να διευθετηθεί οριστικά). [< γαλλ. mettre/prendre fin] , εντέλει & εν τέλει (λόγ.): στο τέλος, τελικά: Απέφευγε να μιλήσει, αλλά, ~ ~, το παραδέχτηκε.|| Τι είναι, ~ ~ (= τέλος πάντων), σωστό και λάθος; [< αρχ. φρ. ἐν τέλει, γαλλ. à la fin] , η αρχή του τέλους: η έναρξη της τελικής φάσης μιας κατάστασης, συνήθ. για επικείμενη καταστροφή: Σήμανε ~ ~ για το καθεστώς. Πβ. αντίστροφη μέτρηση. [< γαλλ. le commencement de la fin] , ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου): έφτασε η στιγμή της καταστροφής, του θανάτου: Μην πανικοβάλλεσαι, δεν ~ και το τέλος του κόσμου!|| (απειλητ.) Τι πήγες κι έκανες; Ήρθε το τέλος σου!, μέχρι τέλους: ως το τέλος, μέχρι την τελευταία στιγμή: Διεκδίκησαν τη νίκη ~ ~. Πάλεψε με τον καρκίνο ~ ~ (= μέχρι το θάνατό του). ΣΥΝ. μέχρι(ς) εσχάτων, στο τέλος: τελικά: Να δούμε τι θα γίνει ~ ~!, στο τέλος τέλος (προφ.): άλλωστε, στο κάτω κάτω: Μην ντρέπεσαι που δεν το ξέρεις· ~ ~, όλοι για να μάθουμε έχουμε έρθει., τέλος εποχής 1. οι τελευταίες ημέρες σε οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες, ιδ. για πωλήσεις εποχικών προϊόντων: εκπτώσεις/προσφορές λόγω ~ους ~. 2. για κάτι που, ύστερα από μακρόχρονη παρουσία, σταμάτησε να υπάρχει ή να λειτουργεί: ~ ~ για την εταιρεία (= έκλεισε). [< αγγλ. end of an era] , τέλος και τω Θεώ δόξα: έκφραση ανακούφισης σε περιπτώσεις καλής έκβασης, όλα τελείωσαν αισίως., τέλος πάντων & τελοσπάντων (ως επιφών.): έκφραση αγανάκτησης, ανακούφισης, συμβιβασμού· επιτέλους: Ποιος είναι, ~ ~, ο υπεύθυνος εδώ; Δεν μου αρέσει, αλλά ~ ~. Πβ. εν πάση περιπτώσει, τέσπα., από την αρχή ως/μέχρι το τέλος βλ. αρχή, βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του βλ. ζωή, δεν έχει αρχή και τέλος βλ. αρχή, με αρχή, (μέση) και τέλος βλ. αρχή, μηδένα προ του τέλους μακάριζε βλ. μακαρίζω, σήμανε (το) τέλος βλ. σημαίνει, στο τέλος ξυρίζουν το(ν) γαμπρό βλ. ξυρίζω, στο τέλος της ημέρας βλ. ημέρα, τέλος καλό, όλα καλά βλ. καλός [< αρχ. τέλος ‘λήξη, περάτωση, σκοπός, πεπρωμένο, φόρος’]

τίτλος

τίτλος τί-τλος ουσ. (αρσ.) 1. λέξη ή φράση ως όνομα γραπτού κειμένου, εντύπου, καλλιτεχνικού έργου, δραστηριότητας ή σπανιότ. υπηρεσίας: ~ βιβλίου/εργασίας/κεφαλαίου (= επικεφαλίδα)/(ποιητικής) συλλογής. Δίνω ~ο σε (= τιτλοφορώ) ένα άρθρο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείου/μηνύματος. Γραμμή ~ου.|| Βασικός/κεντρικός/κύριος ~ εφημερίδας/φύλλου. Οι πηχυαίοι ~οι των πρωτοσέλιδων.|| ~οι ειδήσεων/επικαιρότητας. Αθλητικά νέα σε ~ους (= επιγραμματικά).|| ~ (μουσικού) άλμπουμ/σίριαλ/ταινίας/τραγουδιού.|| Έργο τέχνης χωρίς ~ο/(λόγ.) άνευ ~ου.|| Ο ~ της έκθεσης/της ημερίδας/του μαθήματος/του προγράμματος/του σεμιναρίου. Εκδήλωση/κύκλος διαλέξεων με (γενικό/θεματικό) ~ο/(λόγ.) υπό τον ~ο ...|| Ο πλήρης ~ δημόσιας Αρχής. Βλ. πλαγιό-, υπέρ-, υπό-, ψευδό-τιτλος. 2. (συνεκδ.) βιβλίο: νέοι/παλαιοί/υπό έκδοση ~οι. 3. χαρακτηρισμός που δηλώνει αξίωμα, ειδικότητα ή ιδιότητα (συνήθ. θετική): ακαδημαϊκός/επαγγελματικός/επιστημονικός ~ (εξειδίκευσης). Απέκτησε τον ~ο του διδάκτορα/καθηγητή.|| Αυτοκρατορικός/εκκλησιαστικός ~. Απονομή ~ου. Βλ. οφίκιο.|| (εμφατ.) Επιστήμονας με ~ους (= περγαμηνές).|| Του έχει αποδοθεί ο ~ του «καλού παιδιού» (πβ. ταμπέλα). Βλ. επωνυμία. 4. πρώτη θέση, διάκριση σε αθλητική κυρ. διοργάνωση: δεύτερος συνεχόμενος ~. Απώλεια/διεκδικητής/κατάκτηση/κυνήγι του ~ου. Ματς/νίκη/χορηγός ~ου. Σε τροχιά ~ου. Αγκαλιά με τον ~ο. Φαβορί για τον φετινό ~ο του πρωταθλητή. Με έναν βαθμό παίρνει τον ~ο η ομάδα. Διατηρώ/εξασφαλίζω/κερδίζω/στερούμαι/υπερασπίζομαι/χάνω τον ~ο. Σάρωσε όλους τους ~ους.|| Ο ~ της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης.|| (σε καλλιστεία) Φιναλίστ για τον ~ο της Μις Υφήλιος. 5. ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. έγγραφο που πιστοποιεί έννομο δικαίωμα, δικαιόγραφο, αξιόγραφο: νόμιμος ~. Ανώνυμοι/άυλοι/καθαροί/ονομαστικοί/πλαστοί/συμμετοχικοί/τραπεζικοί/χρηματιστηριακοί ~οι. (Οριστικός) ~ κυριότητας. Πιστωτικοί ~οι (βλ. χρηματόγραφο). Υβριδικοί ~οι και ομόλογα. Αξία ~ων. Μεταβίβαση/παραχώρηση/χορήγηση ~ων ιδιοκτησίας. Διαπραγμάτευση/έκδοση/εκποίηση/εξαγορά/κατοχή/μετάταξη ~ων εταιρειών. Συμβόλαια δανεισμού ~ων. Αγοράζω/ρευστοποιώ ~ους. Επενδύω σε ~ους. Βλ. τιτλοποίηση. 6. ΧΗΜ. αναλογία της μάζας ενός συστατικού προς τη συνολική μάζα του κράματος μετάλλων ή του διαλύματος στο οποίο αυτό περιέχεται. Βλ. τιτλοδότηση. ● ΣΥΜΠΛ.: διακριτικός τίτλος: όνομα ή παράσταση που αποδίδεται αποκλειστικά σε επιχείρηση ή οργάνωση: επωνυμία και ~ ~ εταιρείας. Αλλαγή ~ού ~ου.|| ~ ~ συλλόγου., εκτελεστός τίτλος: ΝΟΜ. επίσημο έγγραφο βάσει του οποίου καθίσταται δυνατή η αναγκαστική εκτέλεση, για να ικανοποιηθεί κάποια αξίωση: ευρωπαϊκός ~ ~. ~ ~ περί ανατοκισμού., τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης 1. το όνομα ταινίας ή εκπομπής και τα στοιχεία των συντελεστών της που προβάλλονται στο τέλος ή στην αρχή, αντίστοιχα: Η κουρτίνα έκλεισε, πριν πέσουν οι ~ τέλους. Η μουσική που ακούγεται/παίζει στους τίτλους αρχής μιας σειράς. Πβ. γράμματα, ζενερίκ. 2. {μόνο στο τίτλοι τέλους} (μτφ.) για τη λήξη μιας περιόδου ή τον θάνατο δημοσίου προσώπου: πρόωροι ~ ~ για τον ... Πβ. φινάλε., τίτλος σπουδών & τίτλος: πτυχίο, δίπλωμα: γνήσιοι/πλαστοί ~οι ~. Ισότιμοι ~οι ~ της ημεδαπής ή αλλοδαπής. Εκδίδεται/χορηγείται ~ ~. Κατατίθεται/υποβάλλεται ~ ~ ή επικυρωμένο αντίγραφο. Ως προσόν διορισμού απαιτείται ~ ~. Αποκτώ διδακτορικό/μεταπτυχιακό/πανεπιστημιακό τίτλο., τίτλος τιμής & τιμητικός τίτλος: τιμητική προσαγόρευση: υπέρτατος/ύψιστος ~ ~. ~ ~ από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον μεγάλο επιστήμονα., τίτλος ευγενείας βλ. ευγένεια [< μτγν. τίτλος ‘επιγραφή, συμφωνητικό, εισφορά’ < λατ. titulus, γαλλ. titre, αγγλ. title]

υπεύθυνος

υπεύθυνος, η, ο [ὑπεύθυνος] υ-πεύ-θυ-νος επίθ./ουσ. {(ως ουσ. λόγ.) υπευθ-ύνου} 1. που έχει επιφορτιστεί με κάποια ευθύνη και ειδικότ. με την οργάνωση και τον έλεγχο ή τη διεκπεραίωση συγκεκριμένης δραστηριότητας ή έργου: ~ος: εκδότης/καθηγητής/λογιστής/προϊστάμενος/συντονιστής/υπάλληλος/φορέας. (κατ' επέκτ.) ~η: θέση/υπηρεσία (= αρμόδια). ~ο: πόστο.|| (ως ουσ.) Ο ~ ασφαλείας/βιβλιοθήκης/δημοσίων σχέσεων/διαφήμισης/(της) διοργάνωσης/επικοινωνίας/εργαστηρίου/της ιστοσελίδας/λογιστηρίου/μηχανογράφησης/παραγωγής/προγράμματος/σπουδών/του τομέα (πολιτισμού)/Τύπου/ύλης (εφημερίδας/περιοδικού). Ακαδημαϊκός/επιστημονικός ~. Για παράπονα απευθυνθείτε στον ~ο του (υπο)καταστήματος. Σε καθιστώ ~ο για οτιδήποτε συμβεί όσο λείπω. 2. που ευθύνεται για κάτι, συνήθ. δυσάρεστο, υπαίτιος: Τον θεώρησε ~ο για το ατύχημα του γιου της. Είσαι ~ για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί.|| (ως ουσ.) Συνελήφθησαν οι ~οι των επεισοδίων. Οι ~οι θα πρέπει να λογοδοτήσουν. Πβ. αίτιος, ένοχος, πρόξενος2, φταίχτης. Βλ. συν~. ΑΝΤ. ανεύθυνος (2), ανυπαίτιος 3. (για κάτι) που γίνεται ή (για κάποιον) που ενεργεί με αίσθημα ευθύνης: ~η: αντιμετώπιση/απάντηση/γνώμη/δουλειά/ενημέρωση/εργασία/συμπεριφορά.|| ~ος: επαγγελματίας. ~ο: άτομο. Είχαμε έγκυρη πληροφόρηση από ~α χείλη (: από αρμόδιους για το ζήτημα, συνήθ. από επίσημη Αρχή). Πβ. ευσυνείδητος, συνεπής.|| Καθένας είναι ~ για τις επιλογές/πράξεις του. ΑΝΤ. ανεύθυνος (1) ● επίρρ.: υπεύθυνα & (λόγ.) υπευθύνως ● ΣΥΜΠΛ.: αστικώς υπεύθυνος: ΝΟΜ. πρόσωπο που υποχρεώνεται από τον νόμο να καταβάλει αποζημίωση για πράξη ή παράλειψη στον πολιτικό ενάγοντα., υπεύθυνη δήλωση βλ. δήλωση ● ΦΡ.: κατά παντός υπευθύνου: ΝΟΜ. εναντίον καθενός που φέρει ευθύνη για κάτι: καταγγελία/μέτρα/μήνυση/ποινική δίωξη ~ ~. [< 1,2: γαλλ. responsable 3: αρχ. ὑπεύθυνος]

υστέρηση

υστέρηση [ὑστέρηση] υ-στέ-ρη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. αργοπορία, καθυστέρηση· ελλιπής πρόοδος, μειονεκτική θέση: θεσμική/πολιτισμική/τεχνολογική/χρονική ~. ~ στην εκτέλεση έργων.|| ~ της ανταγωνιστικότητας. Εμφανίστηκε/παρατηρήθηκε δραματική/σοβαρή/τεράστια ~ στα δημόσια έσοδα.|| Αγροτικές περιοχές παρουσιάζουν ~ στην ανάπτυξη. Η χώρα έχει σημαντικές ~ήσεις σε βασικά θέματα. Πβ. μειονεκτικότητα. 2. ΦΥΣ. καθυστέρηση στην εκδήλωση ενός αποτελέσματος σε σχέση με την αιτία που το προκαλεί, όταν αλλάζουν οι δυνάμεις, ιδ. οι μαγνητικές, που ασκούνται πάνω σε ένα σώμα: μαγνητική ~. ~ φάσης.|| Απώλειες ~ης (: απώλειες θερμότητας λόγω των μαγνητικών ιδιοτήτων του σιδηρομαγνητικού κυκλώματος). Βρόχος ~ης (: είδος γραμμικής παράστασης που αποτυπώνει το φαινόμενο της μαγνητικής ~ης). ● ΣΥΜΠΛ.: νοητική/διανοητική (καθ)υστέρηση/αναπηρία & αναπτυξιακή/ψυχοκινητική (καθ)υστέρηση: ΙΑΤΡ. γενική νοητική ικανότητα σημαντικά χαμηλότερη του μέσου όρου, που συνδυάζεται με διαταραχές στην προσαρμοστική συμπεριφορά και εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης: βαριά/ελαφρά/σοβαρή ~ ~. Ειδική εκπαίδευση ατόμων/παιδιών με ~ ~. Πβ. ιδιωτεία, κατωτερότητα, μειονεξία, μωρία. Βλ. σύνδρομο ντάουν. [< αγγλ. mental retardation, 1901, intellectual disability, γαλλ. retard mental] [< 1: μτγν. ὑστέρησις 2: γαλλ. hystérésis, αγγλ. hysteresis]

φάκελος

φάκελος φά-κε-λος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -έλου} 1. θήκη, συνήθ. χάρτινη και επίπεδη, για την αποστολή επιστολών ή τη φύλαξη εγγράφων: άδειος/εκλογικός/κίτρινος/λευκός/πλαστικός/σφραγισμένος/ταχυδρομικός ~. Αυτοκόλλητοι/εταιρικοί ~οι. ~οι ασφαλείας/προσκλητηρίων. (Επαγγελματικός) ~ αλληλογραφίας. ~ μεγέθους Α4. ~ με φυσαλίδες (: για την ασφαλή μεταφορά εύθραυστων αντικειμένων). ~οι για σιντί. Βλ. επιστολόχαρτο, κάρτα, φακελάκι.|| Κρεμαστοί ~οι. ~οι αρχειοθέτησης/δικογραφίας. ~οι με αυτιά. Πβ. ντοσιέ. 2. (συνεκδ.) σύνολο εγγράφων που αφορούν συγκεκριμένο θέμα ή πρόσωπο: αναλυτικός/απόρρητος/ατομικός/ενημερωτικός/προσωπικός/συμπληρωματικός/υπηρεσιακός/φορολογικός ~. Κατάθεση του ~έλου. Εκπαιδευτικοί/τεχνικοί ~οι (βλ. μητρώο). Ο ~ του έργου/της προσφοράς/της συμμετοχής/της υποψηφιότητας. Ο ~ (του) ασθενούς (= ιατρικός ~, βλ. απόρρητο)/εργαζομένου/μαθητή (πβ. πορτφόλιο). ~ υποβολής αίτησης/πρότασης. Ο ~ των υποκλοπών ανατέθηκε στον εφέτη ανακριτή. Εξετάζω τον ~ο. Τηρώ ~ο (πβ. αρχείο). 3. ΠΛΗΡΟΦ. υποκατάλογος που περιέχει αρχεία ή/και άλλους υποκαταλόγους: γονικός ~. Κοινόχρηστοι ~οι. Αντιγραφή/δημιουργία/διαγραφή/διαχείριση/εικονίδιο/ενημέρωση/επιλογή/κλείδωμα/μετακίνηση/ονομασία/περιεχόμενα ~έλου. Βλ. καρτέλα, υπο~. ● Υποκ.: φακελίσκος (ο) (λόγ.) ● ΣΥΜΠΛ.: φάκελος ανάρτησης βλ. ανάρτηση ● ΦΡ.: ανοίγω τον φάκελο βλ. ανοίγω, κλείνω τον φάκελο/κλείνει ο φάκελος βλ. κλείνω [< αρχ. φάκελος 'δεμάτι', γαλλ. enveloppe 3: αγγλ. folder]

φτου

φτου επιφών. 1. ως έκφραση θαυμασμού ή για να αποτραπεί το μάτιασμα: ~ σου, κοπελάρα/κούκλα/μάτια μου. Σκέτη γλύκα είναι το μωράκι σου, ~, ~, ~! 2. εκφράζει έντονη δυσαρέσκεια για κάτι κακό ή αρνητικό: ~, ατυχία! ~ να πάρει (ο διάολος/η ευχή/η οργή), ξέχασα τα γενέθλιά του. 3. εκφράζει έντονη αποδοκιμασία, αποστροφή, περιφρόνηση: ~ σας, ξεφτιλισμένοι (= ντροπή σας)! 4. για να δηλωθεί ο ήχος που κάνει κάποιος όταν φτύνει. ● ΦΡ.: φτου και βγαίνω: (στο κρυφτό) για να δηλώσει αυτός που τα φυλάει ότι τελείωσε το μέτρημα: Πέντε, δέκα, δεκαπέντε ... ~ ~., φτου κακά! (οικ.) 1. για αποτροπή ματιάσματος ή κακού: ~ ~, μακριά από εμάς! Βλ. χτύπα/να χτυπήσω ξύλο! 2. λέγεται σε μικρό παιδί για να φτύσει από το στόμα του κάτι που έβαλε και είναι συνήθ. βρόμικο ή επικίνδυνο. 3. εκφράζει δυσαρέσκεια για κάτι κακό που λέει κάποιος: Τι λέξεις είναι αυτές που λες, ~ ~!, φτου κι απ' την αρχή!: έκφραση απογοήτευσης για διαδικασία που πρέπει να ξαναρχίσει μετά από κάποια παύση ή να επαναληφθεί εκ νέου: Τέλειωσαν οι διακοπές και τώρα ~ ~! Διάβαζε όλο τον χρόνο αλλά απέτυχε στις εξετάσεις. Άντε ~ ~!, φτου (σου), να μη σε ματιάσω! βλ. ματιάζω, φτου σκόρδα/σκόρδο! βλ. σκόρδο, φτου σκουληκομυρμηγκότρυπα βλ. σκουληκομυρμηγκότρυπα, φτύνω τον κόρφο μου βλ. κόρφος [< λ. ηχομιμητ., πβ. φτύνω]

χιόνι

χιόνι χιό-νι ουσ. (ουδ.) {χιον-ιού} 1. ΜΕΤΕΩΡ. νερό που πέφτει από τα σύννεφα στη γη, με τη μορφή ελαφρών λευκών παγοκρυστάλλων, ενωμένων συνήθ. σε νιφάδες: απάτητο/αφράτο/παχύ/πυκνό/τεχνητό (βλ. χιόνωση)/φρέσκο/ψιλό (βλ. χιονόνερο) ~. ~ στις κορυφές των βουνών (πβ. χιονούρα). Αλυσίδες (= χιονοαλυσίδες)/λάστιχα (= χιονολάστιχα)/μπάλες (= χιονόμπαλες) ~ιού. Παιχνίδια (βλ. χιονάνθρωπος, χιονοπόλεμος)/σκι στο ~. Δρόμοι κλειστοί από το ~. Χωριά αποκλεισμένα από τα ~ια (βλ. αποχιονισμός, εκχιονιστήρας). Προβλήματα από το ~ (= την χιονόπτωση). Χριστούγεννα με ~ια. Εκδρομή στα ~ια (: σε ορεινές χιονισμένες περιοχές). Έπεσε/έριξε πολύ ~ (= χιόνισε). Έλιωσε το ~ (βλ. μαύρος πάγος). Έχει μισό μέτρο ~. Γλιστρώ στο ~ (βλ. έλκηθρο, παγοπέδιλο). Τα πάντα είναι σκεπασμένα με ~ (= χιονοσκέπαστα· βλ. ντύνομαι στα λευκά). Αναμένονται ~ια στα ορεινά. Βλ. κατακρημνίσματα, μελανοστρώματα.|| Λευκός σαν (το) ~ (= χιονόλευκος). Βλ. χιονο-. 2. (κατ΄επέκτ.) λευκές κουκκίδες που εμφανίζονται στην οθόνη τηλεόρασης, λόγω κακής λήψης του σήματος. Βλ. παράσιτα. ● Υποκ.: χιονάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανικό χιόνι & (σπάν.) αστικό/μολυσμενο χιόνι: φαινόμενο τεχνητής χιονόπτωσης που οφείλεται στη μόλυνση του περιβάλλοντος. [< γαλλ. neige industrielle, αγγλ. industrial snow, γαλλ. neige de pollution, neige urbaine] ● ΦΡ.: γράφεται στο χιόνι (μτφ.-προφ.): δεν τηρείται, παραγράφεται: Υποσχέσεις/χρέη που ~ονται ~., μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι (απειλητ.-αργκό): για πάντα, συνέχεια: Θα σε κυνηγώ, ~ ~. Πβ. μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα., σαν τα χιόνια! (προφ.-συνήθ. ειρων.): σε κάποιον που τον βλέπουμε μετά από πολύ καιρό: Βρε, βρε, ~ ~! Πβ. καλώς τα μάτια μου τα δυο. Βλ. βουνό με βουνό δεν σμίγει. ΣΥΝ. σαν τα μάραθα!, μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια βλ. βουνό, το 'στρωσε (το χιόνι) βλ. στρώνω [< μεσν. χιόνι < μτγν. χιόνιον < αρχ. χιών]

χρονοντούλαπο

χρονοντούλαπο χρο-νο-ντού-λα-πο ουσ. (ουδ.) (προφ.): συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: το χρονοντούλαπο της Ιστορίας: για κάτι που έχει ξεχαστεί και αποτελεί μόνο ιστορική αναφορά: Ονόματα που έχουν κλειστεί/μπει στο ~ ~. Πβ. λήθη, παρελθόν.

ψυχολογία

ψυχολογία ψυ-χο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ. επιστήμη που μελετά τη συμπεριφορά και τις ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου· συνεκδ. η αντίστοιχη επιστημονική μελέτη ή το σχετικό πανεπιστημιακό μάθημα ή σύγγραμμα: αναλυτική/αναπτυξιακή/ανθρωπιστική/βιολογική (= βιο~)/γενική/διαπολιτισμική/δικαστική (ή εγκληματολογική)/επαγγελματική/εσωτερική (βλ. παρα~)/εφαρμοσμένη/θετική/ιατρική/οικονομική/ομαδική/πειραματική (βλ. ψυχομετρία)/ποιμαντική/πολιτική/συγκριτική/συνειρμική/σχολική/τουριστική/υπαρξιακή/φαινομενολογική/φιλοσοφική/φροϋδική/φυσιολογική (= ψυχοφυσιολογία) ~. ~ του αθλητισμού (ή αθλητική ~)/της αντίληψης/των ατομικών διαφορών (ή διαφορική ~)/της διαφήμισης/του εαυτού/του Εγώ/του εφήβου (ή εφηβική ~)/των κινήτρων/των λαών (βλ. εθνο~)/της μάθησης/του παιδιού (ή παιδική ~· ΣΥΝ. παιδο~)/της προσωπικότητας/της συμπεριφοράς (= συμπεριφορισμός)/της Τέχνης/της τρίτης ηλικίας/της υγείας/των χρωμάτων. ~ της απασχόλησης/εκπαίδευσης/εργασίας/θρησκείας/οικογένειας. ~ των πελατών/του προσωπικού. Η ~ του πολέμου. || (κατ' επέκτ.) ~ των ζώων. Βλ. μετα~, μορφο~, νευρο~, -λογία. 2. (κατ' επέκτ.) ψυχισμός, ψυχοσύνθεση· ψυχολογική κατάσταση: η ανδρική/γυναικεία ~. Η ~ του καταναλωτή/των χαρακτήρων (ενός μυθιστορήματος· βλ. χαρακτηρολογία). Βαθύς γνώστης της (ανθρώπινης) ~ας (βλ. συναισθηματική νοημοσύνη). Πβ. ιδιο-συγκρασία, -συστασία.|| Έχει αρνητική/άσχημη/εύθραυστη/κακή ~. Πήγε στις εξετάσεις με ανεβασμένη/πεσμένη ~. (προφ.) Η ~ μου είναι χάλια. Η νίκη άλλαξε/ενίσχυσε/τόνωσε την ~ τους. Η έλλειψη ~ας οδήγησε στην ήττα. ● ΣΥΜΠΛ.: ατομική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. εξετάζει την ανθρώπινη προσωπικότητα ως αδιαίρετο σύνολο, ολότητα., βιομηχανική ψυχολογία & οργανωτική/εργασιακή ψυχολογία & ψυχολογία της εργασίας: ΨΥΧΟΛ. έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή ψυχολογικών θεωριών για την κατάλληλη διαχείριση του εργατικού δυναμικού και την αντιμετώπιση προβλημάτων που παρουσιάζουν οι εργαζόμενοι στον χώρο της εργασίας. [< αγγλ. industrial psychology, περ. 1924] , γενετική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. μελετά την επίδραση των γενετικών παραγόντων στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου. Βλ. αναπτυξιολογία. [< αγγλ. genetic psychology, 1909] , εκπαιδευτική/παιδαγωγική ψυχολογία: ασχολείται με την εφαρμογή ψυχολογικών μεθόδων και κυρ. επιστημονικών δοκιμασιών, για την αντιμετώπιση εκπαιδευτικών θεμάτων, όπως είναι η αξιολόγηση των μαθητών. ΣΥΝ. Ψυχοπαιδαγωγική [< αγγλ. educational psychology] , μορφολογική ψυχολογία & ψυχολογία της μορφής: ΨΥΧΟΛ. εξετάζει την ανθρώπινη αντίληψη και συμπεριφορά ως οργανωμένο σύνολο, ολιστικά, και όχι ως άθροισμα μεμονωμένων αντιδράσεων σε ερεθίσματα. [< γερμ. Gestaltpsychologie, αγγλ. Gestalt psychology, 1924] , συμβουλευτική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. ασχολείται με την αποκατάσταση της ψυχικής υγείας του ανθρώπου και την προώθηση της αυτογνωσίας του, ώστε να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση. [< αγγλ. counseling psychology] , ψυχολογία του βάθους: ΨΥΧΟΛ. μελετά τον ρόλο του υποσυνείδητου στην ψυχική ζωή. Πβ. ψυχανάλυση. [< γερμ. Tiefenpsychologie, αγγλ. depth psychology, 1924] , γνωστική ψυχολογία βλ. γνωστικός1, εξελικτική ψυχολογία βλ. εξελικτικός, κλινική ψυχολογία βλ. κλινικός, κοινωνική ψυχολογία βλ. κοινωνικός, ομαδική ψυχολογία βλ. ομαδικός, ψυχολογία της μάζας/των μαζών/του όχλου/του πλήθους βλ. μάζα [< γαλλ. psychologie, γερμ. Psychologie, αγγλ. psychology]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.