αγρωστώδη [ἀγρωστώδη] α-γρω-στώ-δη ουσ. (ουδ.) (τα) {-ών | σπάν. στον εν. αγρωστώδες} & αγρωστοειδή: ΒΟΤ. τάξη φυτών που περιλαμβάνει τα δημητριακά, το ζαχαροκάλαμο, το καλάμι και το ρύζι. [< γαλλ. graminées]
γήλοφος γή-λο-φος ουσ. (αρσ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -όφου} (λόγ.): μικρός χωμάτινος λόφος, λοφίσκος. ΣΥΝ. μαγούλα (2), τούμπα1 (4) [< αρχ. γήλοφος ‘λόφος, ύψωμα’]
γλυκόζη γλυ-κό-ζη ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΧ. μονοσακχαρίτης (C6H12O6) ο οποίος εντοπίζεται στα τρόφιμα, κυρ. σε φρούτα, και αποτελεί την κύρια πηγή ενέργειας για τους ζωντανούς οργανισμούς: η ~ του αίματος (= σάκχαρο). Βλ. μανν-, φρουκτ-όζη. ΣΥΝ. δεξτρόζη, σταφυλοσάκχαρο 2. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. γλυκαντική ουσία η οποία παράγεται από άμυλο, κυρ. καλαμποκιού: σιρόπι ~ης. [< γαλλ.-αγγλ. glucose]
θρασύδειλος, η, ο θρα-σύ-δει-λος επίθ./ουσ. (λόγ.): που παριστάνει τον γενναίο, που συμπεριφέρεται με θράσος όταν δεν αντιμετωπίζει κίνδυνο ή απειλή, ενώ σε αντίθετη περίπτωση επιδεικνύει δειλία: ~ος: χαρακτήρας.|| (κατ' επέκτ.) ~η: επίθεση/πράξη. ● επίρρ.: θρασύδειλα [< αρχ. θρασύδειλος]
κουτσαβάκης κου-τσα-βά-κης ουσ. (αρσ.) (λαϊκό) 1. νταής, ψευτοπαλικαράς. Πβ. γκιουλέκας, τζάμπα μάγκας, τσαμπουκαλής. 2. (παλαιότ., στο β' μισό του 19ου αι.) καθένας από τους μάγκες της Αθήνας με συγκεκριμένο ντύσιμο και τρόπο βαδίσματος, που είχαν παράνομη δράση και προκαλούσαν καβγάδες: οι ~ηδες του Ψυρρή. ● Υποκ.: κουτσαβάκι (το) [< ανθρ. Δημήτριος Κουτσαβάκης]
μούσκεμα μού-σκε-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.): βρέξιμο: το ~ των ρούχων για πλύσιμο (πβ. μούλιασμα)/των σπόρων. Πβ. δια-βροχή, -πότιση. ΑΝΤ. στέγνωμα ● ΦΡ.: (είμαι/γίνομαι) μούσκεμα στον ιδρώτα & (σπάν.) από τον ιδρώτα: είμαι καταϊδρωμένος., κάνω κάποιον/γίνομαι μούσκεμα/παπί/λούτσα {συνήθ. στον αόρ.} (μτφ.-προφ.): βρέχομαι πολύ: Μ' έπιασε η βροχή στον δρόμο κι έγινα ~. Το φορτηγό έπεσε στη λακκούβα με τα νερά και μας έκανε ~. Πβ. μουσκίδι., τα κάνω θάλασσα/σαλάτα/μαντάρα/μούσκεμα/σκατά/ρόιδο βλ. θάλασσα
τσίπα τσί-πα ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-προφ.) ντροπή: έλλειψη ~ας. Χωρίς ~/ίχνος ~ας. Πβ. αιδώς, συστολή, φιλότιμο. Βλ. μπέσα. 2. (λαϊκό) κρούστα: η ~ του γάλακτος. ΣΥΝ. πέτσα (1) ● ΦΡ.: δεν έχει τσίπα (επάνω/πάνω του) & δεν έχει πέτσα (πάνω του) (προφ.): είναι ξετσίπωτος, ξεδιάντροπος. [< μεσν. τσίπα < σλαβ. tsipa]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ