Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 29 εγγραφές  [0-20]


  • αμπάριζα [ἀμπάριζα] α-μπά-ρι-ζα ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ομαδικό παιδικό παιχνίδι σε ανοιχτό χώρο και συνεκδ. το σταθερό σημείο (π.χ. δέντρο, πέτρα, κολόνα) που κάθε ομάδα χρησιμοποιεί ως εκκίνηση και καταφύγιο. ● ΦΡ.: παίρνω αμπάριζα (μτφ.-οικ.) 1. παίρνω φόρα, παρασύρω κάτι με την ορμή μου, ξεσπάω σε κάποιον: Πήρε ~ και άρχισε. Συγγνώμη, σε πήρα ~ (= μονότερμα)! 2. πηγαίνω από το ένα σημείο στο άλλο, αναζητώ σε όλα τα μέρη: Θα πάρει ~ όλα τα μαγαζιά, για να βρει αυτό που θέλει. ΣΥΝ. παίρνω σβάρνα (1), παίρνω αμπάριζα και βγαίνω (μτφ.-προφ.): αναλαμβάνω δράση με αποφασιστικότητα και ορμή: ~ ~ και όποιον πάρει ο χάρος! [< αλβ. ambaresë]
  • βεληγκέκας βε-λη-γκέ-κας ουσ. (αρσ.) 1. (κ. με κεφαλ. Β) ένας από τους χαρακτήρες του ελληνικού θεάτρου σκιών, Τουρκαλβανός στην καταγωγή, ο οποίος παίζει κυρ. το ρόλο του εκτελεστικού οργάνου του πασά. 2. (σπάν.-μτφ.) πρόσωπο που χρησιμοποιεί βία ή εκφοβίζει τους άλλους, για να επιβληθεί. Πβ. δερβέναγας. [< τουρκ. Veli-Gek, αλβ. ανθρ. Βεληγκέκας]
  • βλάμης βλά-μης ουσ. (αρσ.) {βλάμηδες | (σπάν.) θηλ. βλάμισσα} (λαϊκό-παλαιότ.) 1. αδελφοποιτός· (κατ' επέκτ.) φίλος, σύντροφος. 2. παλικαράς, μάγκας. Πβ. ασίκης, κουτσαβάκης. [< αλβ. v(ë)llam]
  • γκιόνης γκιό-νης ουσ. (αρσ.) {-ηδες}: ΟΡΝΙΘ. μικρό, νυκτόβιο, αρπακτικό πτηνό (επιστ. ονομασ. Otus scops) με γκρίζο-καφετί φτέρωμα, συγγενικό προς την κουκουβάγια, που οφείλει το όνομά του στη μονότονη κραυγή του. [< αλβ. gjion]
  • ζουλάπι ζου-λά-πι ουσ. (ουδ.) (ιδιωμ.) 1. αγρίμι, θηρίο, συνήθ. λύκος. 2. (μτφ.-μειωτ.) πρόσωπο με μειωμένη αντιληπτική ικανότητα· βλάκας, ηλίθιος. [< βλάχικο zulape, αλβ. zullap, διαφορετικό το μεσν. ζουλάπιν ‘ροδόσταμο’]
  • καλαμπόκι κα-λα-μπό-κι ουσ. (ουδ.) {καλαμποκ-ιού} 1. ΒΟΤ. ετήσιο δημητριακό (επιστ. ονομασ. Zea Μays), με όρθιο κυλινδρικό βλαστό, μακριά σπαθωτά φύλλα και ταξιανθίες που φέρουν θύσανο· συνεκδ. οι πολλοί, μικροί, συνήθ. κίτρινοι εδώδιμοι σπόροι του: γενετικά τροποποιημένο/γλυκό ~. Ενσίρωση ~ιού. Πβ. καλαμποκιά. Βλ. αγρωστώδη.|| Βραστό/ψημένο (= ποπ-κορν) ~. ~ (σε) κονσέρβα. Αλεύρι (= καλαμποκάλευρο)/άμυλο (= κορν φλάουρ)/λάδι (= καλαμποκέλαιο)/νιφάδες (= κορν φλέικς) ~ιού. Σαλάτα με ~. Σιρόπι ~ιού υψηλής φρουκτόζης. Πβ. αραβόσιτος, αραποσίτι. Βλ. γλυκόζη. 2. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. (συνεκδ.) καλαμποκάλευρο. [< μεσν. καλαμπόκι, πβ. αλβ. kalambok, τουρκ. kalembek]
  • κοκορέτσι κο-κο-ρέ-τσι ουσ. (ουδ.): ΜΑΓΕΙΡ. παραδοσιακό ψητό φαγητό που παρασκευάζεται από κομμάτια εντόσθιων, συνήθ. αρνιού, περασμένων στη σούβλα και τυλιγμένων με έντερα: κοντοσούβλι, ~ και γαρδούμπες. ● Υποκ.: κοκορετσάκι (το) [< αλβ. kukurec, τουρκ. kokoreç]
  • κουλαντρίζω κου-λα-ντρί-ζω ρ. (μτβ.) {κουλάντρι-σε, κουλαντρί-σει· στην παθ. φωνή μόνο στον ενεστ.} & (σπάν.) κολαντρίζω (λαϊκό): χειρίζομαι, ελέγχω: Τα ~ εύκολα. Δεν ξέρει πώς να τους ~σει (= να τους φέρει στα νερά του)! ΣΥΝ. κουμαντάρω (2), φέρνω βόλτα (1) [< τουρκ. kulland(ιm), αόρ. του ρ. kullanmak ‘χρησιμοποιώ΄, πβ. αλβ. kullandris ‘τακτοποιώ’]
  • λάγιος , ια, ιο λά-γιος επίθ. (λαϊκό): (κυρ. για πρόβατα) μαύρος, σκούρος. [< βλάχικο laiŭ, αλβ. llaje]
  • λούμπα λού-μπα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): λάκκος, λακκούβα. Κυρ. στη ● ΦΡ.: πέφτω στη λούμπα (μτφ.-προφ.): στην παγίδα: Πρόσεξε μην πέσεις ~ του ανταγωνισμού.|| Δυστυχώς, έπεσες κι εσύ στην ίδια ~ (= έκανες το ίδιο λάθος). [< αλβ. luba]
  • λούτσα λού-τσα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): λακκούβα με νερό. Πβ. λούμπα. Κυρ. στη ● ΦΡ.: κάνω κάποιον/γίνομαι μούσκεμα/παπί/λούτσα βλ. μούσκεμα [< μεσν. λούτσα < αλβ. llucë]
  • μάγκας μά-γκας ουσ. (αρσ.) {σπάν. (λαϊκό) θηλ. μάγκισ(σ)α} 1. (μειωτ.) αυτός που παριστάνει τον δυνατό, τον γενναίο ή τον έξυπνο και συμπεριφέρεται συνήθ. με δόλιο, προκλητικό τρόπο: Μην κάνεις τον ~α, γιατί θα την πατήσεις! Πβ. νταής, (ψευτο)παλικαράς, τσαμπουκαλής.|| Μην αφήσετε κάποιους ~ες να σας εκμεταλλεύονται. Βλ. βαρύ-, ψευτό-μαγκας. 2. (οικ. προσφών.) φίλος: Γεια σας ~ες, τι γίνεται; Να είσαι καλά, ρε ~α. ~α μου, είσαι φοβερός! Πβ. μόρτης.|| (απειλητικά) Συμβαίνει τίποτα ρε ~α; 3. ιδιαίτερα ικανός ή θαρραλέος: Πρέπει να είσαι πολύ ~, για να κρατήσεις τις ισορροπίες! Πβ. μάστορας.|| Είναι μεγάλος ~ που βγήκε και είπε αυτό που πιστεύει. 4. (παλαιότ.) περιθωριακός λαϊκός τύπος των αστικών περιοχών της προπολεμικής περιόδου με χαρακτηριστικό τρόπο ντυσίματος, κίνησης και ομιλίας καθώς και ιδιαίτερη ευθιξία σε θέματα τιμής. Βλ. κουτσαβάκης, ρεμπέτης. ● Υποκ.: μαγκάκι (το), μαγκάκος (ο) ● ΦΡ.: τζάμπα μάγκας (μειωτ.): αυτός που παριστάνει τον τολμηρό, χωρίς να υπάρχει πραγματικός κίνδυνος, μάγκας εκ του ασφαλούς Βλ. θρασύδειλος. [< μάγκα ' μονάδα άτακτου στρατού στην επανάσταση του 1821' < ισπ. manga, τουρκ. ~, αλβ. mangë]
  • μαγούλα μα-γού-λα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ. μικρό ύψωμα που σχηματίζεται από τα στρώματα των διαδοχικών οικοδομικών φάσεων ενός κατεστραμμένου οικισμού, συνήθ. προϊστορικού. Βλ. τούμπα. 2. (λαϊκό) χαμηλό ύψωμα, λόφος. Βλ. γήλοφος. [< αλβ. magulë]
  • μαρμάγκα μαρ-μά-γκα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): ΖΩΟΛ. δηλητηριώδης αράχνη. Πβ. σφαλάγγι. ● ΦΡ.: τον/το τρώει η μαρμάγκα: για κάποιον ή κάτι που εξαφανίζεται ή καταστρέφεται: Όσοι φεύγουν από την ομάδα, τους τρώει η ~.|| Έβαλε το ποδήλατο στην αποθήκη και το έφαγε η ~.|| (απειλητ.) Θα σας φάει η ~ (: θα σας βρει κακό), αν δεν υπακούσετε! [< αλβ. merimangë]
  • μούτι μού-τι ουσ. (ουδ.): μόνο στη ● ΦΡ.: τα κάνει μούτι (αργκό): αποτυγχάνει σε κάτι, χαλά μια δουλειά, μια υπόθεση, μια σχέση. ΣΥΝ. τα κάνω θάλασσα/σαλάτα/μαντάρα/μούσκεμα/σκατά/ρόιδο [< αλβ. muti]
  • μπάκα μπά-κα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): κοιλιά, συνήθ. μεγάλη και πρησμένη: Έχει κάνει ~ από το πολύ φαΐ. Πβ. προκοίλι. [< αλβ. baka]
  • μπαμπέσης, μπαμπέσα μπα-μπέ-σης ουσ. (αρσ. + θηλ.) (λαϊκό): πρόσωπο πανούργο, ύπουλο ή δόλιο, στο οποίο δεν μπορεί κανείς να έχει εμπιστοσύνη. ΑΝΤ. μπεσαλής, μπεσαλού [< αλβ. pabes(ë)]
  • μπέσα μπέ-σα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): λόγος τιμής για επιβεβαίωση συμφωνίας, υπόσχεσης και κατ' επέκτ. εμπιστοσύνη, εντιμότητα: άνθρωπος με ~ (= έμπιστος, ντόμπρος) και φιλότιμο. Βλ. τσίπα. ● ΦΡ.: έχω μπέσα 1. (συνήθ. + αρνητ. πρόταση) είμαι αξιόπιστος: Μη δίνεις βάση σ' αυτά που λέει, δεν έχει ~. 2. (σε κάποιον) τον εμπιστεύομαι., μπέσα για μπέσα (επιτατ.): (είμαστε) απολύτως σύμφωνοι. [< αλβ. besa]
  • μπουσουλώ [μπουσουλῶ] μπου-σου-λώ ρ. (αμτβ.) {μπουσουλ-άς ..., -ώντας | μπουσούλ-ησε} & μπουσουλάω & (σπάν.) μπουσουλίζω: (κυρ. για μωρό) στηρίζομαι στα χέρια -με τις παλάμες στο έδαφος- και στα πόδια μου, σέρνοντας τα γόνατα, για να κινηθώ, περπατώ στα τέσσερα. Πβ. αρκουδίζω.|| Μέθυσε και πήγε στο σπίτι του ~ώντας. [< αλβ. bishulla]
  • πίπιζα πί-πι-ζα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. ζουρνάς. [< αλβ. pipëza]

αγρωστώδη

αγρωστώδη [ἀγρωστώδη] α-γρω-στώ-δη ουσ. (ουδ.) (τα) {-ών | σπάν. στον εν. αγρωστώδες} & αγρωστοειδή: ΒΟΤ. τάξη φυτών που περιλαμβάνει τα δημητριακά, το ζαχαροκάλαμο, το καλάμι και το ρύζι. [< γαλλ. graminées]

γήλοφος

γήλοφος γή-λο-φος ουσ. (αρσ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -όφου} (λόγ.): μικρός χωμάτινος λόφος, λοφίσκος. ΣΥΝ. μαγούλα (2), τούμπα1 (4) [< αρχ. γήλοφος ‘λόφος, ύψωμα’]

γλυκόζη

γλυκόζη γλυ-κό-ζη ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΧ. μονοσακχαρίτης (C6H12O6) ο οποίος εντοπίζεται στα τρόφιμα, κυρ. σε φρούτα, και αποτελεί την κύρια πηγή ενέργειας για τους ζωντανούς οργανισμούς: η ~ του αίματος (= σάκχαρο). Βλ. μανν-, φρουκτ-όζη. ΣΥΝ. δεξτρόζη, σταφυλοσάκχαρο 2. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. γλυκαντική ουσία η οποία παράγεται από άμυλο, κυρ. καλαμποκιού: σιρόπι ~ης. [< γαλλ.-αγγλ. glucose]

θρασύδειλος

θρασύδειλος, η, ο θρα-σύ-δει-λος επίθ./ουσ. (λόγ.): που παριστάνει τον γενναίο, που συμπεριφέρεται με θράσος όταν δεν αντιμετωπίζει κίνδυνο ή απειλή, ενώ σε αντίθετη περίπτωση επιδεικνύει δειλία: ~ος: χαρακτήρας.|| (κατ' επέκτ.) ~η: επίθεση/πράξη. ● επίρρ.: θρασύδειλα [< αρχ. θρασύδειλος]

κουτσαβάκης

κουτσαβάκης κου-τσα-βά-κης ουσ. (αρσ.) (λαϊκό) 1. νταής, ψευτοπαλικαράς. Πβ. γκιουλέκας, τζάμπα μάγκας, τσαμπουκαλής. 2. (παλαιότ., στο β' μισό του 19ου αι.) καθένας από τους μάγκες της Αθήνας με συγκεκριμένο ντύσιμο και τρόπο βαδίσματος, που είχαν παράνομη δράση και προκαλούσαν καβγάδες: οι ~ηδες του Ψυρρή. ● Υποκ.: κουτσαβάκι (το) [< ανθρ. Δημήτριος Κουτσαβάκης]

μούσκεμα

μούσκεμα μού-σκε-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.): βρέξιμο: το ~ των ρούχων για πλύσιμο (πβ. μούλιασμα)/των σπόρων. Πβ. δια-βροχή, -πότιση. ΑΝΤ. στέγνωμα ● ΦΡ.: (είμαι/γίνομαι) μούσκεμα στον ιδρώτα & (σπάν.) από τον ιδρώτα: είμαι καταϊδρωμένος., κάνω κάποιον/γίνομαι μούσκεμα/παπί/λούτσα {συνήθ. στον αόρ.} (μτφ.-προφ.): βρέχομαι πολύ: Μ' έπιασε η βροχή στον δρόμο κι έγινα ~. Το φορτηγό έπεσε στη λακκούβα με τα νερά και μας έκανε ~. Πβ. μουσκίδι., τα κάνω θάλασσα/σαλάτα/μαντάρα/μούσκεμα/σκατά/ρόιδο βλ. θάλασσα

τσίπα

τσίπα τσί-πα ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-προφ.) ντροπή: έλλειψη ~ας. Χωρίς ~/ίχνος ~ας. Πβ. αιδώς, συστολή, φιλότιμο. Βλ. μπέσα. 2. (λαϊκό) κρούστα: η ~ του γάλακτος. ΣΥΝ. πέτσα (1) ● ΦΡ.: δεν έχει τσίπα (επάνω/πάνω του) & δεν έχει πέτσα (πάνω του) (προφ.): είναι ξετσίπωτος, ξεδιάντροπος. [< μεσν. τσίπα < σλαβ. tsipa]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.