Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 118 εγγραφές  [0-20]


  • αγριεύω [ἀγριεύω] α-γρι-εύ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγρί-εψα, -εύτηκα, -εμένος} 1. εξαγριώνω, εξοργίζω· θυμώνω πολύ, γίνομαι επιθετικός: Μην ~εις τον σκύλο και σου ορμήξει! Οι κακουχίες ~ουν τον άνθρωπο. ΑΝΤ. ημερεύω.|| Τον φοβάμαι, όταν ~ει. Το μάτι/η όψη του ~εψε. Πβ. γίνομαι θηρίο/Τούρκος. 2. φοβίζω κάποιον: Μην τον ~εις τον μικρό, πιάστον με το καλό.|| Η απόλυτη ησυχία με ~ει.|| (+ γεν. προσ. αντων.) Μη μου ~εις εμένα, γιατί δεν σηκώνω πολλά πολλά (πβ. φοβερίζω). ΣΥΝ. τρομάζω (1) 3. (για κάτι) γίνεται άγριο, τραχύ, κυρ. ως προς την όψη ή την αφή: Όταν φυσάει βοριάς, το τοπίο ~ει.|| Καθαρίζει τις πλαστικές επιφάνειες, χωρίς να τις ~ει (ΑΝΤ. εξομαλύνει, λειαίνει). ~εψαν τα χέρια μου από τις δουλειές (πβ. ξηράθηκαν, έσκασαν).αγριεύει (μτφ.): επιδεινώνεται, εντείνεται: ~εψε ο άνεμος (ΣΥΝ. δυνάμωσε. ΑΝΤ. καταλάγιασε, εξασθένησε, ημέρωσε, κόπασε)/η θάλασσα (ΣΥΝ. φουρτούνιασε. ΑΝΤ. γαλήνεψε, ημέρεψε)/ο καιρός (ΣΥΝ. χάλασε, χειροτέρευσε. ΑΝΤ. γλύκανε, μαλάκωσε.)/ο ποταμός (πβ. φούσκωσε).|| ~ η κομματική αντιπαράθεση/η μάχη (ΣΥΝ. φουντώνει). Τα πράγματα ~εψαν (ΑΝΤ. ηρέμησαν).|| ~εψε το παιχνίδι (: σε τυχερά παιχνίδια, όταν αρχίζουν να παίζονται μεγάλα ποσά, ή στο ποδόσφαιρο, όταν γίνονται σκληρά μαρκαρίσματα). ● Παθ.: αγριεύομαι: τρομάζω, φοβάμαι: ~ μόνη μου στο σπίτι/όταν βλέπω θρίλερ. ~εύτηκα κλεισμένος στο ασανσέρ τόση ώρα. [< μεσν. αγριεύω]
  • άθελα [ἄθελα] ά-θε-λα επίρρ. (+ γεν. προσωπ. αντων.) (προφ.-λογοτ.): χωρίς τη θέληση κάποιου, χωρίς πρόθεση ή σκοπιμότητα: ~ά τους σε πλήγωσαν/στενοχώρησαν. Δήλωσα ~ά μου (= κατά λάθος) ανακριβή στοιχεία. ~ και ασυνείδητα. ΣΥΝ. αθέλητα, ακούσια ΑΝΤ. εκούσια, επίτηδες ● ΦΡ.: ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα βλ. ηθελημένος
  • άλα! [ἄλα] ά-λα επιφών. (οικ.-λαϊκό) 1. (+ προσ. αντων., συνήθ. της) για δήλωση ενθουσιασμού, επιδοκιμασίας ή ειρωνείας: ~ της γλέντια! ~ της κουράγιο! ~ της χορό ο παππούς! Πβ. άτσα. 2. για ενθάρρυνση, παρότρυνση: ~ πασά μου! [< βεν. ala]
  • αλί [ἀλί] α-λί επιφών. (λογοτ.): (+ προσ. αντων. σε γεν.) αλίμονο, δυστυχία, συμφορά: ~ μου, η δύστυχη και τι με βρήκε! ● ΦΡ.: αλί και τρισαλί!: μεγάλη συμφορά: ~ ~ σε όποιον του αντιμιλήσει! [< μεσν. αλί]
  • αλλήλων [ἀλλήλων] αλ-λή-λων αντων. {αιτ. αλλήλους} (λόγ.): δηλώνει αμοιβαιότητα, ο ένας (σ)τον άλλο: Προσωπικές επιθέσεις και απειλές εκτοξεύτηκαν εναντίον ~. ● ΦΡ.: απ’ αλλήλων (αρχαιοπρ.): αμοιβαία, μεταξύ τους: Η δικαιοσύνη και η εκτελεστική εξουσία είναι διακριτές ~ ~., αγαπάτε αλλήλους βλ. αγαπώ, αλλήλων τα βάρη βαστάζετε βλ. βάρος, εαυτούς και αλλήλους βλ. εαυτός [< αρχ. ἀλλήλων]
  • άλλος , η, ο [ἄλλος] άλ-λος αόρ. αντων. {κ. λαϊκό αλλουνού (θηλ. αλληνής), άλλονε (-α) | αλλονών, αλλουνούς} 1. δηλώνει ότι ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια έννοια δεν ταυτίζεται με αυτό στο οποίο αντιπαρατίθεται: Κανένας/κάποιος/οποιοσδήποτε ~. Τίποτε ~ο. Διάφοροι ~οι. Αυτός και όλοι οι ~οι. Aυτό ή το ~ο; Αυτά και ~α πολλά. ~ για Θεσσαλονίκη; (: για επιβάτη) ~ εδώ, ~ εκεί. Ποιος ~ θέλει να έρθει; Με τον έναν ή τον ~ο τρόπο. ~ παίζει, ~ κερδίζει. ~ λιγότερο, ~ περισσότερο, θα τη βγάλουμε τη δουλειά. Το είπες στους ~ους; Σχετικά με τα/ως προς τα ~α...|| Το ~ο μισό. Ο ένας θα πάρει αυτό κι ο ~ εκείνο. Όχι αυτό, το ~ο. Ούτε ο ένας ούτε ο ~. Βλ. δεύτερος.|| ~ ένας (= επιπλέον). ~η μια φορά. Για ~ον ένα χρόνο θα μείνουμε εδώ. Δεν έδωσε ~α στοιχεία.|| (αόρ.) ~η μέρα/ώρα. Τι σε νοιάζει τι κάνουν οι ~οι; Να βοηθάς τους ~ους.|| (μειωτ.) Πιστεύεις ό,τι σου λέει ο ~;|| (αντίθ.) Στην ~η άκρη. Γύρισέ το από την ~η μεριά.|| Την ~η (= προηγούμενη) φορά μου άρεσε περισσότερο.|| Τον ~ο (= επόμενο) μήνα.|| Υπάρχει ~η (= ερωμένη). Τώρα βρήκε/τα έχει με ~ον (ενν. σύντροφο). 2. διαφορετικός: ~ος: τρόπος. ~η: άποψη/γνώμη. ~ο: πρόσωπο. Για ~ο λόγο σού τηλεφώνησα. Έγινε ~ άνθρωπος. ~α λέει ο ένας κι ~α ο ~. ~α λέει κι ~α κάνει. ~ο να τ' ακούς και ~ο να το βλέπεις. Σε ~ες εποχές (: στο παρελθόν). Βλ. ίδιος. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή βλ. ζωή, το άλλο/αντίθετο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: (μια) άλλη φορά: κάποια άλλη στιγμή: Θα σε δω/τα πούμε/συναντηθούμε ~ ~. [< γαλλ. une autre fois] , άλλα αντ' άλλων & (σπανιότ.) άλλα των άλλων & (προφ.) άλλα αντ' άλλα: για άσχετα πράγματα, ασυναρτησίες: Καταλαβαίνει/λέει ~ ~. Πβ. άρες μάρες (κουκουνάρες), ό,τι να 'ναι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου (παροιμ.): σε περιπτώσεις πλήρους ασυνεννοησίας., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! & τι είναι πάλι τούτο/αυτό; (επιφων.): ως έκφραση έκπληξης για κάτι απρόσμενο, αναπάντεχο., άλλο το ένα κι άλλο το άλλο: για διαφορετικά πράγματα που δεν πρέπει να συγχέονται: Δεν μπορώ να τα συγκρίνω, ~ ~., άλλοι κι άλλοι: για αόριστη αναφορά σε πολλούς με τους οποίους γίνεται σύγκριση: Δεν ζητάω καμία χάρη, όπως ~ ~ (= τόσοι άλλοι).|| Εδώ κατάφερα άλλα κι άλλα, τώρα θα κολλήσω;, άλλος (κι) αυτός! (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): ούτε και αυτός μιλά ή ενεργεί σωστά: Τον παρέσυρε ο μικρός του αδελφός. ~ ~ πάλι! ΣΥΝ. καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του!, άλλος τόσος: (εμφατ.) διπλάσιος: ~ ~ δρόμος/κόπος/χρόνος/χώρος. Έχει γίνει ~ ~ (: έχει παχύνει ή ψηλώσει πολύ). Τόσος κι ~ ~., αν μη τι άλλο: τουλάχιστον: Δεν είναι τέλεια η εργασία του, ~ ~ όμως προσπάθησε. ΣΥΝ. ει μη τι άλλο, από ... άλλο τίποτα (προφ.): για κάτι που πλεονάζει: Από ιδέες/προτάσεις ~ ~ (: υπάρχουν ένα σωρό)., από δω παν' κι (οι) άλλοι: ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι: Τα μάζεψε, έφυγε κι ~ ~., από την άλλη (πλευρά/μεριά) & από το άλλο μέρος: άλλωστε, εξάλλου: Δεν έχω χρόνο να πάω διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρήματα. [< γαλλ. d'autre part] , από το ένα στο άλλο: για απότομη, συνήθ. μη ομαλή μετάβαση: γρήγορη μετακίνηση ~ ~ (ενν. σημείο). Πηγαίνω/πηδάω ~ ~ (: για αλλαγή θέματος στον λόγο)., η άλλη όψη/πλευρά 1. η αντίθετη πλευρά: ~ ~ του έρωτα/της ζωής/του θέματος/του νομίσματος. 2. η άλλη πλευρά: (για πρόσ.) οι αντίπαλοι: Η ~ ~ είναι αδιάλλακτη. Συνομιλίες με την ~ ~., θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος (προφ.): για αόριστη αναφορά σε μια άλλη πλευρά του θέματος, συνήθ. σε αντιπαρατιθέμενη άποψη: Εσύ μπορεί να το λες, αλλά ~ ~: "και 'γω γιατί να το πιστέψω"; Δεν με άφησαν να μιλήσω και μετά σου λέει ~ ελευθερία του λόγου., κατά τα άλλα: ως προς τα υπόλοιπα: ~ ~ καλά. Έκανα μερικές διορθώσεις σε ένα ~ ~ πολύ καλό κείμενο.|| (ειρων.) Σκάσαμε σήμερα· ~ ~ είπαν ότι θα έπεφτε η θερμοκρασία (= είναι που είπαν ότι...)!, μεταξύ (των) άλλων & εκτός των άλλων & συν τοις άλλοις & ανάμεσα/κοντά/μέσα στα άλλα: επιπλέον, επιπρόσθετα: Είχα επαγγελματικά προβλήματα και ~ ~ αρρώστησα. ~ ~ συζητήθηκε το θέμα της μείωσης του ωραρίου. [< γερμ. unter anderem] , ο ένας κι ο άλλος: ο καθένας, ο οποιοσδήποτε: Μην ακούς τι σου λέει ~ ~. [< γαλλ. l' un et l' autre] , ο ένας με τον άλλο: (ανα)μεταξύ τους: Γνωρίζονται/επικοινωνούν/μοιάζουν ~ ~. Ζουν πολύ κοντά ~ ~., ο ένας του άλλου/(σ)τον άλλο(ν): για δήλωση αμοιβαιότητας: Όλοι έχουμε την ανάγκη ~ ~. Tα ρίχνουν ~ στον άλλον. Αγαπάει/καταλαβαίνει/κατηγορεί/μισεί ~ τον άλλον (πβ. αλληλο-)., τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; 1. (ειρων.) για σχολιασμό ή μετριασμό της υπερβολής στις δηλώσεις κάποιου: - Φέρε μου τον καφέ μου, την εφημερίδα και τις παντόφλες. - ~ ~; 2. ως ερώτηση σε πελάτη κυρ. καταστήματος, εστιατορίου: (Δεν θέλετε) τίποτε άλλο;, το κάτι άλλο!: (προφ., ως έκφραση ενθουσιασμού) απίθανος, καταπληκτικός, φανταστικός: Το χθεσινό πάρτι ήταν/το γαλακτομπούρεκό του είναι ~ ~!, (είναι) άλλο καπέλο βλ. καπέλο, (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το) δίχως άλλο/χωρίς άλλο βλ. δίχως, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας βλ. μάτι, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! βλ. θέλω, άλλο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) βλ. πράγμα, άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, από άλλο ανέκδοτο βλ. ανέκδοτο, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, γίνομαι άλλος άνθρωπος βλ. άνθρωπος, δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, κάθε άλλο βλ. κάθε, και άλλα βλ. και, και σε/εις άλλα με υγεία βλ. υγεία, και τίποτ' άλλο βλ. τίποτα, και τούτο και το άλλο βλ. τούτος, μας τα 'παν κι άλλοι βλ. λέω, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια βλ. μάτι, με άλλο(ν) αέρα βλ. αέρας, με τον ένα(ν) ή τον άλλο τρόπο βλ. τρόπος, μη το ένα μη το άλλο βλ. μη & μην, μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς βλ. έτσι, ο ένας μετά τον άλλο βλ. ένας, μία/μια, ένα, όχι άλλο κάρβουνο! βλ. κάρβουνο, πάμε γι' άλλα βλ. πηγαίνω & πάω, πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον βλ. παίρνω, πλην άλλων βλ. πλην, στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα, στον άλλο κόσμο βλ. κόσμος, τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ... βλ. στιγμή, τη μία/μια ... την άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, το άλλο εγώ βλ. εγώ, το άλλο μου μισό βλ. μισός, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός ● βλ. άλλο [< αρχ. ἄλλος, αγγλ. other, γαλλ. autre, γερμ. ander]
  • αμφότεροι , ες, α [ἀμφότεροι] αμ-φό-τε-ροι αντων. {-ων (λόγ.) -έρων} (επίσ.): και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος: ~ οι εν διαστάσει γονείς. Οι επικεφαλείς ~ων των πλευρών. Σε ~ες τις περιπτώσεις. ~α τα συμβαλλόμενα μέρη. Απέτυχαν ~. [< αρχ. ἀμφότεροι]
  • ανάθεμα [ἀνάθεμα] α-νά-θε-μα ουσ. (ουδ.) {αναθέμ-ατος} 1. (επιφών.) ως έκφραση αγανάκτησης· κατάρα: ~ (σ') αυτόν που σ' έκανε (: καταραμένος να 'ναι)! ~ την τύχη μου! ~ στη φτώχεια μας! 2. κατάρα, αποκήρυξη· κατ' επέκτ. καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα: (μτφ.) Εισπράττει το ηθικό και πολιτικό ~. ΣΥΝ. αναθεματισμός (1) 3. ΕΚΚΛΗΣ. (κυρ. παλαιότ.) αφορισμός: άρση του ~ατος. ● ΦΡ.: ανάθεμα (με) (κι) αν: για επίταση της άρνησης: ~ ~ κατάλαβα τι μου λες!, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... (ως κατάρα): για να δηλωθεί ότι κάποιος μετάνιωσε πικρά για κάτι: ~ ~ που σε γνώρισα!, πανάθεμα/(π') ανάθεμα (+ αιτιατ. κυρ. αδύνατου τ. προσ. αντων.): για δήλωση δυσαρέσκειας, εκνευρισμού: ~ά με, όλο ανοησίες κάνω/~ά σας.|| (οικ.) Είναι και νοστιμούλης ~ ~ά τον (: χαριτολογία)!, ρίχνω σε κάποιον/κάτι το ανάθεμα/το(ν) λίθο του αναθέματος & την πέτρα του αναθέματος: επιρρίπτω ευθύνες σε κάποιον για κάτι κακό: Του ~ουν ~ για ό,τι στραβό συμβαίνει., στ' ανάθεμα (ως επιφών., λαϊκό-υβριστ.): για δήλωση εκνευρισμού, στο(ν) διάολο: Άι ~ ~! [< 1,2: μτγν. ἀνάθεμα]
  • αξίζω [ἀξίζω] α-ξί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ., συνηθέστ. στο γ' πρόσ.} 1. έχω ηθική, πνευματική, οικονομική ή άλλη αξία: Ανυπομονώ να δείξω τι ~. Δεν ~ει τίποτα μπροστά σου (= δεν μετράει).|| Το δαχτυλίδι της ~ει πολλά λεφτά. Πόσο ~ει (= κάνει, κοστίζει, στοιχίζει); 2. είμαι άξιος, αντάξιος, δικαιούμαι κάτι: ~ουν συγχαρητήρια στους παίκτες για την πρόκριση. Τι κακό έκανε, για να ~ει τέτοια μοίρα; (+ γεν. προσ. αντων.) Σου ~ει κάτι καλύτερο. Του φέρθηκα, όπως του άξιζε. Δεν θα σου απαντήσω, όπως σου ~ει (= ταιριάζει). ● ΦΡ.: αξίζει να: είναι καλό, επιβάλλεται, πρέπει: ~ ~ αναφερθεί/επισημανθεί/σημειωθεί ότι ... ~ ~ επισκεφθείτε το αρχαιολογικό μουσείο της περιοχής., αξίζει πολλά: είναι πολύτιμος: Η γυναίκα μου ~ ~., αξίζει τα λεφτά (του/της): για να δηλωθεί ότι η υψηλή τιμή κάποιου πράγματος συμβαδίζει με την ποιότητά του: Αν και κάπως ακριβό, ~ ~ του.|| (προφ.) Η ταινία δεν άξιζε ~ της., αξίζει τον κόπο: για κάτι που ανταμείβει την προσπάθεια ή τη δαπάνη που απαιτεί: ~ ~ να αγωνιζόμαστε γι' αυτά που πιστεύουμε. Δεν ~ ~ να ασχολείσαι μαζί του. Το ταξίδι πραγματικά άξιζε ~. [< γαλλ. ça vaut la peine] , δεν αξίζει/δεν πιάνει μία/δεκάρα & δεν αξίζει φράγκο (εμφατ.-μειωτ.): είναι ασήμαντο, έχει μηδαμινή αξία: ~ ~ ως μουσικός. Μπροστά σου ~ ~. Γι' αυτόν η ανθρώπινη ζωή ~ ~. [< μεσν. αξίζω]
  • απατός , ή, ό [ἀπατός] α-πα-τός αντων. (λαϊκό): (+ μου/σου/του) μόνος, ο ίδιος: Είναι ~ του. Έλα ~ σου!|| Κανόνισε ~ σου (: εσύ ο ίδιος). [< μεσν. απατός]
  • απαυτός , ή, ό [ἀπαυτός] α-παυ-τός αντων. (προφ.) 1. (μειωτ.) αναφορά σε πρόσωπο ή πράγμα, το όνομα του οποίου μας διαφεύγει, δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε: Τι κάνει ο ~, ο ... πώς τον λένε; Πβ. (απο)τέτοιος. 2. (ευφημ.) πισινός, κώλος. ● Ουσ.: απαυτά/αυτά (τα): (ευφημ.) τα γεννητικά όργανα. ● ΦΡ.: στ' αρχίδια/στ' απαυτά/στον πούτσο/στα τέτοια μου βλ. αρχίδι [< μεσν. απαυτός]
  • αποτέτοιος , α, ο [ἀποτέτοιος] α-πο-τέ-τοιος αόρ. αντων. (προφ.-συνήθ. μειωτ.): όνομα προσώπου ή πράγματος που δεν θυμάται, δεν ξέρει ή δεν θέλει να αναφέρει κάποιος: Τι κάνει ο ~, ο τέτοιος, μωρέ, ο ... Δώσε μου το ~ο, το ..., πώς το λένε; Πβ. απαυτός. ● Ουσ.: αποτέτοια (τα) (ευφημ.): τα ανδρικά κυρ. γεννητικά όργανα.
  • ατός , ή, ό [ἀτός] α-τός οριστ. αντ. (+ γεν. προσ. αντων.) (λαϊκό-λογοτ.): μόνος, χωρίς τη βοήθεια κανενός: ~ μου τα κατάφερα. [< μεσν. ατόν, ατός]
  • αυτός , ή, ό [αὐτός] αυ-τός αντων. {αυτ-ού (λαϊκό) -ουνού (θηλ. -ηνής), -ών (λαϊκό) -ωνών, -ούς (λαϊκό) -ουνούς | αδύνατοι τ.: τος (θηλ. τη, ουδ. το), του (θηλ. της), τον (θηλ. τη[ν], ουδ. το), των, τους (θηλ. τις/(λαϊκό) τες, ουδ. τα)} 1. {προσ. αντων. γ' προσ., με δυνατούς και αδύνατους τ.} δηλώνει εκείνον, εκείνη ή εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος, στο οποίο αναφερόμαστε: Πήραν κι ~ές το μάθημά τους. Τη χαιρέτησε κι αποχώρησε. Μου το εξήγησε. Τους είπε ότι θα παραιτηθεί. Καλώς τον/(προφ.-σπανιότ.) καλώστον. Μπράβο της. Άνοιξέ το. Είναι πολύ καλύτερός τους. Να τες οι φίλες μου!|| (για αντιδιαστολή ή έμφαση:) ~οί έχουν άδικο, (κι) εμείς δίκιο. ~ούς μην τους πλησιάζεις! ~ είναι που έχει τον πρώτο λόγο.|| Δεν ήρθε σήμερα η Μαρία. Ας ξεκουραστεί κι ~ή λίγο!|| (με την αντων. ο ίδιος για έμφαση:) Σ’ ~ό το ίδιο χρονικό διάστημα ...|| (με τη σημ. μόνος:) Δεν του το είπα εγώ· ~ το κατάλαβε.|| (μειωτ.) Τι θέλει πάλι ~ή;|| (με άρθρο:) Τα γράφω όλα στ' ~ά μου (= στ' απαυτά μου). Η ~ή μού το 'πε (: όταν δεν μπορεί κάποιος να θυμηθεί ένα όνομα).|| (οι αδύνατοι τύποι σε θέση ουσ. σε φρ.:) Τα 'χασα. Τη γλίτωσα. Μου την έφερε. 2. {προσ. αντων. γ' προσώπου, με αδύνατους τ. του, της, τους} δηλώνει κτήση: Μου έδωσε το βιβλίο του. Υπέβαλε την αίτησή της στη γραμματεία. Άφησαν τις βαλίτσες τους στη ρεσεψιόν. 3. {δεικτ. αντων.} για να δείξει ο ομιλητής κάποιον ή κάτι που είναι κοντά του (τοπικά ή χρονικά): ~ με χτύπησε! Με την επιστολή ~ή επιθυμούμε να σας ενημερώσουμε ότι ... Δεν είναι ~ό το θέμα μας. Έρχονται ~όν το(ν) μήνα. Μια χαρά τα κατάφεραν ~ή τη φορά. Τι ακούτε ~ή τη στιγμή (= τώρα); Πάει κι ~ός ο χρόνος (= φετινός). Ποιος είναι ~ εκεί με το μαύρο πουκάμισο;|| (με το εδώ/πια/δα, για έμφαση:) Σ' ~ήν εδώ την αίθουσα ... ~ό πια το είχα καταλάβει από την πρώτη στιγμή.|| (με το αναφορικό που) ~ που τον σκότωσε κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος. Βρείτε ~ό που ψάχνετε εύκολα και γρήγορα. ~ό που σας λεω είναι απολύτως εξακριβωμένο.|| (εμφατ. ως έπαινος:) ~ είναι άντρας! ~ είναι καφές! ~ή είναι τύχη! ~ό θα πει διασκέδαση! Βλ. εκείνος. 4. {οριστ. αντων.} (συνήθ. έναρθρα) (επίσ.) ο ίδιος: Είμαστε της ~ής γνώμης. Και τα δύο ψευδώνυμα ανήκουν σε ένα και το ~ό πρόσωπο. Τα ~ά ισχύουν για όλους. || (επιτατ.) Μέχρι κι ~ ο αντίπαλός του ομολόγησε πως ήταν καλύτερός του. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτός καθαυτόν/αυτή καθαυτή/αυτό καθαυτό βλ. καθαυτόν. ● ΦΡ.: αντ' αυτού (συντομ. α.α.) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται ή κάποιος κάνει κάτι στη θέση άλλου: Μίλησε/υπέγραψε ~ ~.|| (συχνά) Ο ~ ~ (= ο αντικαταστάτης) του πρωθυπουργού., αυτά (προφ.): για να δηλωθεί ότι η κουβέντα τερματίζεται ή ότι δεν έχουμε τι άλλο να πούμε: ~ για σήμερα. ~ που λες. ~ λοιπόν., αυτό κι αυτό/αυτά κι αυτά (σε αφηγήσεις): για να μην επαναληφθούν όσα έχουν ήδη ειπωθεί: Αν τους πω ότι συμβαίνει ~ ~, δεν θα με πιστέψουν. ~ ~ έγινε, πες μου τι να κάνω.|| (στον πληθ. συνήθ. με αρνητ. συνυποδ.) Λέτε ~ ~ σε βάρος μου., αυτός κι/και αν (δεν) είναι (εμφατ.): είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό: ~ ~ καλλιτέχνης/λαϊκισμός! Αυτό ~ είδηση. Αυτή κι αν δεν είναι έκπληξη!, επ' αυτού (λόγ.): σχετικά με αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: Θα μπορούσα ~ ~ να αναπτύξω σειρά επιχειρημάτων. Θα τοποθετηθώ και ~ ~ (= πάνω σε αυτό το θέμα)., κι αυτό γιατί/διότι: αιτιολογείται εμφατικά ό,τι προηγείται: Οι μαζικές θεραπείες θα αντικατασταθούν από εξατομικευμένες, ~ ~ κάθε οργανισμός είναι διαφορετικός., μ' αυτά και μ' αυτά ... (προφ.) 1. με αυτό τον τρόπο, με αυτά τα λόγια, με αυτές τις πράξεις: ~ ~ έχει απαξιωθεί πλήρως. ~ ~ παραμερίζεται κάθε παραδοσιακή αξία. 2. με τα συνηθισμένα, χωρίς να το καταλάβω: ~ ~ με πήρε ο ύπνος., μ' αυτά/με τούτα και μ'εκείνα (προφ.): με διάφορες ασχολίες, χωρίς να το καταλάβω: ~ ~, πέρασαν οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες., το και το (προφ.): για αποφυγή λεπτομερούς αναφοράς ή επανάληψης αυτού που έχει ειπωθεί: Πάει και του λέει: "~ ~, κανόνισέ το"., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! βλ. άλλος, άλλος (κι) αυτός! βλ. άλλος, άστα αυτά βλ. αφήνω, αυτά έχει/έχουν ... βλ. έχω, αυτά/έτσι που λες/λέτε! βλ. λέω, αυτό είν' όλο βλ. όλος, αυτό θα πει ...! βλ. λέω, αυτό το κάτι βλ. κάτι, αυτό/αυτός μας έλειπε (τώρα)/αυτό δα μας έλειπε βλ. λείπω, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται βλ. λέω, αυτός είσαι! βλ. είμαι, είναι αυτός ένας ... βλ. είμαι, θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε βλ. βλέπω, κάτι είναι κι αυτό! βλ. κάτι, με την ίδια/με αυτή τη λογική βλ. λογική, παρ' όλα/παρόλα αυτά βλ. παρόλο, ποιος το είπε/λέει (αυτό); βλ. λέω, σωστό κι αυτό βλ. σωστός, τι σου λέει αυτό; βλ. λέω ● βλ. αυτό, τος, τη, το [< αρχ. αὐτός]
  • Αυτού, Αυτής [Αὐτοῦ] Αυ-τού κτητ. αντων. (λόγ.): τυπική αναφορά σε τίτλο μονάρχη, ευγενή ή κληρικού: Η ~ Μεγαλειότης (ΑΜ), ο βασιλιάς της ... Η ~ής Υψηλότητα, η δούκισσα του ... Η ~ Παναγιότητα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Η ~ Μακαριότητα (ΑΜ), ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. [< αυτός, αυτή, γαλλ. Son, Sa]
  • αυτούνος , η, ο [αὐτοῦνος] αυ-τού-νος δεικτ. αντων. (διαλεκτ.): αυτός: ~ εδώ τό 'φερε. Ποιος είν' ~ καλέ; Τι είν' ~ο που κρατάς; [< μεσν. αυτούνος]
  • γενικευτικός , ή, ό γε-νι-κευ-τι-κός επίθ. (επιστ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που αποτελεί γενίκευση ή που γενικεύει: ~ός: ισχυρισμός/χαρακτηρισμός. ~ή: άποψη/κρίση. ~ό: επιχείρημα. ~ές: αναφορές/ερμηνείες/κατηγοριοποιήσεις. ~ά: συμπεράσματα (πβ. γενικεύσιμος). Αυθαίρετη, ~ή και πλασματική αντίληψη (πβ. ισοπεδωτικός). ~ή και επιφανειακή ταξινόµηση. Πβ. καθολικός. Βλ. αφοριστικός. ● επίρρ.: γενικευτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: γενικευτική αναφορά: που έχει γενικό χαρακτήρα, δεν εξειδικεύεται: Η αντων. ποιος ή το ουσ. φοιτητής συμπεριλαμβάνουν και το θηλ. γένος, χωρίς να θεωρείται ότι υποβαθμίζεται η γυναίκα. [< αγγλ. generic reference] [< γαλλ. généralisateur]
  • γέρος γέ-ρος ουσ. (αρσ.) {συγκρ. γεροντ-ότερος} 1. ηλικιωμένος άνδρας, κυρ. άνω των εβδομήντα ετών, που παρουσιάζει συμπτώματα και χαρακτηριστικά βιολογικής φθοράς: σοφός ~. Είναι ~ και άρρωστος. ~οι μόνοι και αβοήθητοι. Πβ. γέροντας, παππούς. Βλ. παλιό-, πορνό-γερος.|| (ως επίθ.) Δεν έχω πολλές αντοχές, είμαι και ~ άνθρωπος. Είναι ~ για τέτοια δουλειά.|| Νιώθω πολύ ~ (πβ. γερασμένος). ΑΝΤ. νεαρός, νεαρή, νέος (1) 2. (προφ.) (συνήθ. + κτητ. αντων.) χαρακτηρισμός ηλικιωμένου άνδρα από τη σύζυγο ή τα παιδιά του· (στον πληθ.) οι γονείς: Μου τα 'λεγε ο ~ (= πατέρας) μου, αλλά εγώ δεν τον άκουγα.|| Πάω να δω τι κάνουν οι ~οι (μου). Πβ. γερόντια. ● Υποκ.: γεράκος (ο) ● ΦΡ.: (τώρα στα γεράματα), μάθε γέρο γράμματα βλ. γεράματα ● βλ. γριά [< μεσν. γέρος]
  • για1 & γι’ πρόθ. (συνήθ. + όν./αντων. στην αιτ.) δηλώνει 1. αιτία: Ευχαριστώ ~ το δώρο! Συγχαρητήρια ~ το πτυχίο! Μετανιώνω ~ τα λάθη μου. Σε ζηλεύουν ~ την επιτυχία σου. Θύμωσε ~ (= με) την αποτυχία μου. Φυλακίστηκε ~ χρέη (πβ. εξαιτίας, λόγω).|| Δεν πέρασε ~ δύο μονάδες (ενν. που του έλειπαν). 2. σκοπό: νομοσχέδιο ~ (= προς) ψήφιση. Πάω ~ μπάνιο/φαΐ. Διαβάζω ~ τις εξετάσεις. (σπανιότ. + ονομαστ.) Έβαλε υποψηφιότητα/πάει ~ πρόεδρος. Έκανε τα χαρτιά του ~ μόνιμος. (+ συγκρ. επίρρ.) Ήρθα από 'δω ~ πιο γρήγορα/καλά/σίγουρα. Πβ. για να.|| Δίψα/κέφι ~ ζωή. (προφ.) Πεθαίνω ~ (μια/λίγη) σοκολάτα. Τρελαίνεται ~ βιβλία. Το μηχανάκι το έχω ~ πούλημα.|| (προορισμό:) Γεννήθηκε ~ κάτι σπουδαίο. ~ ποιον είναι το γράμμα; Το πήρα/φύλαξα ~ σένα/τον εαυτό μου/πάρτη μου.|| (καταλληλότητα:) Απορρυπαντικό ~ τα πιάτα. Κρέμα ~ τα μάτια. Ποτήρια ~ κρασί (= του κρασιού). Σιρόπι ~ το βήχα. Στολή ~ καταδύσεις. Διάβαση ~ τους πεζούς. Δεν είμαι ~ τέτοια! Είναι τέλειο ~ τη δουλειά που το θέλω. Το πανί αυτό το έχω ~ τα τζάμια. 3. τόπο (κυρ. κατεύθυνση): Μόλις έφυγε ~ τον σταθμό. Το τρένο ταξιδεύει ~ (= προς) Θεσσαλονίκη. Πηγαίνουν ~ (= κατά) τη θάλασσα.|| (+ επίρρ.) ~ πού το 'βαλες; Αλλού γι΄αλλού.|| (σπανιότ. + γεν., ελλειπτ.:) Έφυγε πριν λίγο ~ της μητέρας του (ενν. το σπίτι). 4. αναφορά: ~ μένα (= σε ό,τι με αφορά) το ζήτημα έχει λήξει. Όσο ~ σένα, θα τα πούμε αργότερα. Ποια είναι η γνώμη σου/τι πιστεύεις γι' αυτό (= σχετικά με); ~ τι (= περί τίνος) πρόκειται; ~ (= κατά) τον γράφοντα, το θέμα είναι πρωτότυπο. Έμαθες τίποτα ~ τον ανιψιό σου; Έκανε εκπομπή ~ τους μετανάστες. Αρκετά ~ σήμερα! Δεν είναι εύκολο ~ εκείνον να το αποδεχτεί (= δεν του είναι εύκολο). Δεν είναι άξιοι ~ πρόκριση.|| (σύγκριση:) Είναι πολύ ώριμη ~ (= σε σχέση με) την ηλικία της. ~ αρχάριος καλά τα πήγε. 5. χρόνο: Τον ψάχναμε ~ (= επί) ώρες (: διάρκεια). ~ πρώτη φορά νιώθει δικαιωμένος. Στο φύλαξα ~ του χρόνου/όταν θα το χρειαστείς.|| (+ επίρρ.) ~ πότε μιλάς; ~ τότε που χαθήκαμε. ~ αύριο βλέπουμε/έχει ο Θεός. 6. ωφέλεια· ζημιά: δωρεά ~ (= προς) το ίδρυμα. Τηλεμαραθώνιος ~ τους σεισμοπαθείς (πβ. υπέρ). Συμβιβασμός ~ το κοινό συμφέρον (πβ. χάριν). Εγώ το λέω ~ το καλό σου. Όλα αυτά τα κάνω ~ σένα (= για χάρη σου/για το χατίρι σου). Θυσιάστηκε ~ τα παιδιά της. Πολέμησαν ~ την ελευθερία/την πατρίδα. Ζούμε ο ένας ~ τον άλλο.|| Πρόστιμο ~ τους παραβάτες. 7. αξία, αντίτιμο· ανταπόδοση· εξίσωση, συσχετισμό: Αγόρασε μετοχές ~ (= προς) δέκα ευρώ τη μία. Έδωσε την εταιρεία ~ πέντε εκατομμύρια (πβ. έναντι). Τι ζητάς γι' αυτό το τραπέζι; Το πούλησε ~ ένα κομμάτι ψωμί.|| Πώς να σε ξεπληρώσω ~ τη βοήθειά σου;|| Δουλεύω/κάνω/τρώω ~ τρεις (: όσο τρία άτομα μαζί). 8. αντικατάσταση: Θα απαντήσω εγώ ~ σένα (= στη θέση σου). Αντί ~ κλιματιστικό χρησιμοποιεί ανεμιστήρα. Μου δώσανε ντομάτες θερμοκηπίου ~ υπαίθριες. 9. γενικευμένη αναφορά (με επανάληψη του ουσ. ή του επιρρ. για έμφαση): Δεν έμεινε δέντρο ~ δέντρο από τη φωτιά. Είμαι πέρα ~ πέρα (= πλήρως) ικανοποιημένος από ... Τα έδωσε όλα ~ όλα. Ντιπ ~ ντιπ (= εντελώς) βλάκας. 10. πραγματική ή υποθετική ιδιότητα: Τον έχει/παίρνει μαζί του ~ γούρι/ξεναγό/παρέα. Έχω/χρησιμοποιώ το σαλόνι ~ γραφείο. Δεν κάνει ~ δάσκαλος. Δεν μοιάζεις ~ άρρωστος/ξένος (= με ξένο). Μας τον σύστησε ~ θείο του. Τον περάσαμε ~ γιατρό. Περνιέται ~ αυθεντία (: θεωρείται, χωρίς να είναι). Τον είχαμε/νομίζαμε ~ έντιμο άνθρωπο. Πβ. σαν, ως.|| (προληπτικά:) Πάει ~ καθηγητής πανεπιστημίου. ● ΦΡ.: για γέλια και για κλάματα βλ. γέλιο, για δεύτερη φορά βλ. δεύτερος, για καλό και για κακό βλ. καλό, για λέγε/πες βλ. λέω, για λογαριασμό (κάποιου) βλ. λογαριασμός, για μισό/για ένα λεπτό βλ. λεπτό, για πάντα βλ. πάντα, για πότε βλ. πότε, για τα καλά βλ. καλά, για τα μάτια του κόσμου βλ. μάτι, για τα πανηγύρια βλ. πανηγύρι, για την ψυχή της μάνας μου βλ. ψυχή, για την ώρα βλ. ώρα, για το θεαθήναι βλ. θεαθήναι, για το τίποτα βλ. τίποτα, για τον φόβο των Ιουδαίων βλ. Ιουδαίος, Ιουδαία, για ψύλλου πήδημα βλ. ψύλλος, είναι για τα σίδερα βλ. σίδερο, ικανός για όλα βλ. ικανός, μια (και) για πάντα βλ. πάντα, ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας βλ. χρόνος, πάμε γι' άλλα βλ. πηγαίνω & πάω [< μεσν. για]
  • γλιστρώ [γλιστρῶ] γλι-στρώ ρ. (αμτβ.) {γλιστρ-άς ... -ώντας | γλίστρ-ησα} & γλιστράω 1. χάνω την ισορροπία μου, συνήθ. λόγω ολισθηρότητας, ή/και πέφτω κάτω: ~ησε στις σκάλες. ~ησα και έσπασα το χέρι μου/χτύπησα. 2. μετακινούμαι με συνεχή κίνηση πάνω σε λεία ή υγρή επιφάνεια, έχοντας διαρκώς επαφή με αυτή: ~ (πάνω) στο χιόνι με πέδιλα/στην τσουλήθρα. Τα πατίνια ~ούν πάνω στον πάγο/στην πίστα. Το αυτοκίνητο ~ησε προς την κατηφόρα. Πβ. ολισθαίνω, τσουλώ. 3. (μτφ.) κινούμαι διακριτικά, αθόρυβα, χωρίς να γίνω αντιληπτός: ~ησε απαρατήρητος έξω από το δωμάτιο. ~ησαν σαν κλέφτες μέσα στο σπίτι. (λογοτ.) Το φως της σελήνης ~ησε μέσα από τις γρίλιες.γλιστρά & γλιστράει 1. (για επιφάνεια) είναι ολισθηρή, με κίνδυνο να πέσει κάποιος: Ο δρόμος/το έδαφος/η μπανιέρα/το παρκέ/το πάτωμα ~ (= είναι γλιστερό). 2. (+ γεν. του αδύνατου τ. της προσ. αντων.) φεύγει από τη θέση του, πέφτει: Καθώς έσκυψε, της ~ησαν τα γυαλιά. ● ΦΡ.: γλιστρά (μέσα) από τα δάχτυλά/από τα χέρια μου 1. μου ξεφεύγει κατά λάθος, ακούσια: Η μπάλα ~ησε από τα χέρια του τερματοφύλακα. Το ψάρι ~ησε ~.|| Ο ληστής ~ησε από τα χέρια των αστυνομικών Πβ. διαφεύγω, ξεγλιστρώ. 2. (μτφ.) χάνω απρόσμενα ή χωρίς να μπορώ να το εμποδίσω κάτι που θεωρούσα σίγουρο ή σταθερό: Η ζωή/ο χρόνος ~ ~. Άφησε τις ευκαιρίες να ~ήσουν ~ του., φέξε μου και γλίστρησα (προφ.-ειρων.): για κάτι που γίνεται με μεγάλη καθυστέρηση, όταν είναι πια πολύ αργά: Αν περιμένω τη βοήθειά σου, τότε ~ ~. Μέχρι να αποφασίσει, ~ ~!, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, ξεγλιστρά/γλιστρά σαν (το) χέλι βλ. χέλι [< μεσν. γλιστρώ, γαλλ. (se) glisser]

αγαπώ

αγαπώ [ἀγαπῶ] α-γα-πώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αγαπ-άς, -ά κ. -άει ... | αγάπ-ησα, -ιέμαι, (σπάν. μτχ. -ώμενος), -ήθηκα, -ώντας, -ημένος} & αγαπάω 1. νιώθω αγάπη για κάποιον/κάτι: ~ τους γονείς/τα παιδιά μου. ~ά(ει) όλο τον κόσμο. Σ' ~ με όλη μου την καρδιά/πολύ/σαν τα μάτια μου. ~ τη ζωή/τη χώρα μου.|| (προφ.-ευχετ.) Να χαρείς ό,τι ~άς. ΑΝΤ. απεχθάνομαι, εχθρεύομαι, μισώ 2. είμαι ερωτευμένος με κάποιον: Την ~ά και θέλει να την παντρευτεί. Τον ~ησα (πβ. υπερ~) τρελά/με πάθος. 3. δείχνω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι, ασχολούμαι με αυτό: ~ά τα γράμματα/τον αθλητισμό. ~ά(ει) την περιπέτεια (= του αρέσει, τον γοητεύει). ● Παθ.: αγαπιέμαι: αποτελώ αντικείμενο αγάπης, εκτίμησης, θαυμασμού ή ερωτικού πόθου: Αγαπώ και ~. Hθοποιός/τραγουδιστής/εκπομπή που ~ήθηκε από πολύ κόσμο/από μικρούς και μεγάλους. ~ιούνται βαθιά/παράφορα/πραγματικά. ● ΦΡ.: αγάπα το(ν) φίλο σου με τα ελαττώματά του (παροιμ.): να είσαι ανεκτικός στις αδυναμίες του φίλου σου., αγαπά(ει) να: του αρέσει, συνηθίζει να: ~ ~ διαβάζει ποίηση/μαγειρεύει/με πειράζει., αγαπάτε αλλήλους (ΚΔ): προτροπή για αγάπη και ομόνοια., άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε (προφ.): όταν αποφεύγει κανείς να πει τη γνώμη του για ένα επίμαχο θέμα και συνήθ. στρέφεται σε κάτι άσχετο ή παραπλανητικό: Η απάντησή του στην ερώτησή μου ήταν ~ ~., αν αγαπάτε: (ανάμεσα σε κόμματα) αν θέλετε, αν προτιμάτε: Η εξουσία είναι, ~ ~, μια μορφή επιβεβαίωσης., όποιος αγαπά παιδεύει: η αγάπη μπορεί να γίνει βασανιστική, καταπιεστική., όπως αγαπάτε: (συνήθ. ως απάντηση σε ερώτημα) όπως θέλετε, όπως προτιμάτε: Θα πάμε με το αυτοκίνητο ή με το λεωφορείο; ~ ~., σ' αγαπάει η πεθερά σου (παλαιότ.): λέγεται όταν έρθει επισκέπτης στο σπίτι την ώρα του φαγητού, συχνά με περιπαικτική διάθεση, επειδή πριν από τον γάμο η πεθερά συνήθιζε να περιποιείται στο τραπέζι τον γαμπρό καλύτερα από όλους., αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη βλ. κλέφτης, δεν αγαπάει ούτε τ' άντερά του βλ. άντερο, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς! βλ. γουστάρω [< αρχ. ἀγαπῶ, γαλλ. aimer, αγγλ. love]

αέρας

αέρας [ἀέρας] α-έ-ρας ουσ. (αρσ.) {αέρ-α (λόγ.) -ος | -ηδες} 1. το μείγμα των μη ορατών, άοσμων αερίων, κυρ. αζώτου (78,08%) και οξυγόνου (20,95%), που περιβάλλει τη Γη και είναι απαραίτητο για την επιβίωση όλων των οργανισμών, το κενό που θεωρούμε ότι μας περιβάλλει, η ατμόσφαιρα, το κλίμα: αναπνεύσιμος/ατμοσφαιρικός/βρόμικος/θερμαινόμενος/καθαρός/φιλτραρισμένος ~. Ο ~ ενός χώρου. Κυκλοφορία/μάζα/μόλυνση/μόρια/ρύπανση/υγρασία/φίλτρο ~α. Χαμηλότερα/ψηλότερα στρώματα ~α. Η μυρωδιά πλανάται στον ~α. Το αεροσκάφος υψώθηκε στον ~α. Θέαμα στον/σπορ του ~α (βλ. αεράθλημα). Διάσωση/επέμβαση/ρίψη από ~ος.|| (για συσκευές, μηχανήματα) Ανοίγω/κλείνω τα έμβολα/τις βαλβίδες ~α/ος. Αντλία ~α/ος (πβ. αεραντλία). Συμπιεστής ~ος/α αυτοκινήτου (πβ. αεροσυμπιεστής). Tο λάστιχο χάνει ~α.|| (ΣΤΡΑΤ.) Πύραυλος εδάφους ~ος/~ος ~ος/~ος εδάφους. Βόμβες/στρατιωτικές δυνάμεις ~ος.|| Ο ~ του βουνού/του δάσους/της θάλασσας. 2. άνεμος: βουνίσιος/δαιμονισμένος/δυνατός/ελαφρός/ζεστός/θαλασσινός/θερμός/κρύος/ξαφνικός/ξηρός/παγωμένος/υγρός/ψυχρός ~. Ρεύμα/ταχύτητα ~α. Ο ~ βουίζει/δυναμώνει/έκοψε/κόπασε/έπεσε/φυσάει. Σηκώθηκε ~. Έχει πολύ ~α έξω. Ο ~ άλλαξε κατεύθυνση/γύρισε σε βοριά. Ο ~ φούσκωνε τα πανιά. Παραλία ήσυχη, χωρίς ~α (: υπήνεμη). Πβ. αγέρας.|| Ο ~ του ανεμιστήρα/της βεντάλιας/του κλιματιστικού. 3. (μτφ.) η αίσθηση που αποπνέει κάποιος ή κάτι· (για χώρο) η ατμόσφαιρα, (για πρόσ.) η εμφάνιση, η συμπεριφορά, το ύφος και ιδ. η άνεση: Το σπίτι έχει τον ~α μιας άλλης εποχής. Η διακόσμηση προσδίδει στην αίθουσα έναν ~α πολυτέλειας (πβ. περιβάλλον). Πνέει/φυσάει ~ αισιοδοξίας/αλλαγής/ανανέωσης.|| Διαθέτει/έχει τον ~α του επαγγελματία/του νικητή/της σταρ. Αποπνέει ευρωπαϊκό ~α. Τον περιέβαλλε πάντα ένας ~ μυστηρίου. Ντύσιμο που προσδίδει έναν ~α σοβαρότητας. Περπατάει με ~α (= με αυτοπεποίθηση· βλ. στιλ). Τον αντιμετώπισε με ~ (= δυναμικά, θαρραλέα). Πβ. τουπέ, πόζα.|| Έχει πάρει τον ~α του αυτοκινήτου/της δουλειάς (: άνεση που οφείλεται στην εμπειρία· πβ. κολάι).|| Μην κολλάς τις λέξεις, το κείμενο πρέπει να έχει ~.|| (ΑΘΛ.) Έδωσε ~α δύο γκολ/έντεκα πόντων στην ομάδα (βλ. προβάδισμα). 4. πρόσθετη αξία ενός μαγαζιού ή μιας επιχείρησης λόγω πλεονεκτικής θέσης, σταθερής πελατείας και η σχετική αποζημίωση: (σε αγγελίες) Πωλείται ο ~ και οι εγκαταστάσεις. Πβ. εμπορική εύνοια. 5. ο χώρος που επιτρέπεται να κτιστεί πάνω από μια οικοδομή και το δικαίωμα ιδιοκτησίας του· δικαίωμα υψούν: Αγοράζω/πουλώ τον ~α (μιας μονοκατοικίας). 6. αποζημίωση που καταβάλλεται σε μισθωτή, ώστε να μην παραταθεί η μίσθωση ή το ποσό που προκαταβάλλεται ως εγγύηση για την ενοικίαση: Καταβάλλω ~α. Φορολόγηση του εισπραττόμενου ~α.|| Έδωσε ~α τρία νοίκια. 7. ΕΚΚΛΗΣ. {πληθ. αέρες} αήρ. ● Υποκ.: αεράκι (το): ελαφρύς και ευχάριστος αέρας: ανάλαφρο/απαλό/γλυκό/δροσερό/θαλασσινό (πβ. μπάτης)/καλοκαιρινό/πρωινό/τσουχτερό (βλ. αγιάζι) ~. Έβ(γ)αλε/έπιασε ~. Μας δρόσισε τ' ~. Πβ. αγεράκι, αγέρι, αύρα. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπιεσμένος αέρας & συμπιεσμένος αέρας: ΜΗΧΑΝ. αέρας με πίεση και πυκνότητα μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική: Ο ~ ~ χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας. [< αγγλ. compressed air] , κενό (αέρος) βλ. κενό, σαλάμι αέρος βλ. σαλάμι, φρέσκος αέρας βλ. φρέσκος ● ΦΡ.: (είμαι) στον αέρα 1. για αεροσκάφος σε πτήση: αγορές στον ~ (αφορολόγητων ειδών). Περιπέτεια στον ~ για διακόσιους επιβάτες λόγω της κακοκαιρίας. Τα δύο αεροσκάφη συγκρούστηκαν ~ ~ (: ενώ πετούσαν).|| (κατ' επέκτ., για κάτι που αιωρείται:) Διεκδίκηση της μπάλας στον ~. Βλ. μετέωρος. 2. (μτφ.) για απευθείας ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση: Καθημερινά είμαστε ~ ~ για δύο ώρες. Ο ακροατής είναι ~ ~.|| Η ανανεωμένη μας ιστοσελίδα είναι πάλι ~ ~ (= διαθέσιμη στο κοινό). 3. (μτφ.) για κάτι αβέβαιο: Το συμβόλαιό του είναι ~ ~. Μέχρι την τελευταία στιγμή όλα ήταν ~ ~. Το έργο κινδυνεύει να μείνει ~ ~.|| Η θεωρία/τα επιχειρήματά του στέκονται ~ ~. Πβ. μετέωρος., αέρα κοπανίζω/καβουρδίζω (μτφ.): σπαταλώ τον χρόνο μου άσκοπα, τεμπελιάζω., αέρα πατέρα (προφ.): όπως να' ναι, όπως τύχει: Πέρασε ~ ~ τη διασταύρωση. Βλ. στα κουτουρού., αέρα! (ιαχή των Ελλήνων στρατιωτών, κυρ. στον πόλεμο του 1940): πάνω τους! επίθεση!, ανοίγω/κλείνω τον αέρα: ξεκινώ ή σταματώ αντίστοιχα την παροχή αέρα μέσω βαλβίδας ή συσκευής., βγάζω στον αέρα: (μτφ.) μεταδίδω από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: ~ ~ τα άπλυτα κάποιου/απόρρητα στοιχεία/μια είδηση/μια εκπομπή., βγαίνω στον αέρα (μτφ.): παρουσιάζομαι στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο (συνήθ. σε απευθείας μετάδοση): Το κεντρικό δελτίο ειδήσεων βγήκε ~ με καθυστέρηση. (για πρόσ.) Βγαίνει για πρώτη φορά ~.|| Ο δικτυακός τόπος βγήκε ~ (= αναρτήθηκε) τον προηγούμενο χρόνο., δίνω αέρα σε κάποιο ρούχο: το κάνω πιο φαρδύ, πιο άνετο., δίνω σε κάποιον αέρα (μτφ.): του συμπεριφέρομαι με επιείκεια και ελαστικότητα, του δίνω θάρρος: Μην του ~εις ~, θα το πάρει πάνω του. ΑΝΤ. κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον), έγινε αέρας (μτφ.): εξανεμίστηκε: Έγιναν ~ τα κέρδη (= χάθηκαν)., έχει πάρει/πήρε (πολύ) αέρα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που ξεπερνά τα όρια, αποθρασύνεται: Σαν πολύ ~ δεν έχεις πάρει;, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα (μτφ.): πιστεύει πως είναι πολύ σπουδαίος, επαίρεται, καυχιέται: Πρόσεχε μην πάρουν τα μυαλά σου ~! Έχασαν, γιατί είχαν πάρει τα μυαλά τους ~. ΣΥΝ. καβάλησε το καλάμι, την έχει ψωνίσει/την ψώνισε (1), ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό (μτφ.-ειρων.): δεν έχω τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα, είμαι πολύ φτωχός., κάνω σε κάποιον αέρα: δημιουργώ με τεχνητό τρόπο ελαφρά πνοή ανέμου: Πήρε τη βεντάλια και άρχισε να της κάνει ~., λόγια του αέρα & (σπάν.) του ανέμου (μτφ.): ανοησίες: Όσα λέω τα εννοώ, δεν πρόκειται για ~ ~. Πβ. λόγια της καραβάνας. Βλ. έπεα πτερόεντα. ΣΥΝ. αερόλογα, αερολογίες [< γαλλ. paroles en l' air] , με άλλο(ν) αέρα (μτφ.): με διαφορετική διάθεση, ψυχολογία ή συμπεριφορά, συνήθ. καλύτερη από πριν: Γύρισε από το εξωτερικό ~ ~., μιλώ στον αέρα: λέω αερολογίες ή σπανιότ. δεν προσέχουν οι άλλοι τα λόγια μου: Δεν ~ ~, έχω συγκεκριμένα παραδείγματα.|| Μιλάμε μαζί ή ~ ~; Πβ. (σαν να) μιλάω στον/με τον τοίχο., παίρνω αέρα/τον αέρα μου (μτφ.): αναζωογονούμαι, ξανανιώνω: Βγήκαμε, για να πάρουμε λίγο καθαρό ~. Πήρε τον ~ της στην εξοχή και μας ήρθε ανανεωμένη! Πβ. κάνω βόλτα, ξεσκάω, πήρε αέρα ο κώλος (κάποιου). [< γαλλ. prendre l' air] , παίρνω τον αέρα κάποιου (μτφ.): έχω κάποιον (ή σπανιότ. κάτι) υπό τον έλεγχό μου, επιβάλλομαι: Μην την αφήσεις να σου πάρει τον ~. Οι φιλοξενούμενοι πήραν τον ~ του ματς και προηγήθηκαν στο σκορ., πιάνει πουλιά στον αέρα (μτφ.): είναι πανέξυπνος, σαΐνι: Δεν θα την πιάσουν κορόϊδο, ~ ~., ρίχνω στον αέρα: πυροβολώ για εκφοβισμό, προειδοποιητικά: Η αστυνομία έριξε ~, για να διαλύσει τη συγκέντρωση., στέκεται/στηρίζεται στον αέρα: για κάτι που ισορροπεί χωρίς να ακουμπά κάπου και κατ' επέκτ. δεν έχει σταθερές βάσεις και είναι εύκολο να καταρρεύσει: Η κατασκευή μοιάζει να ~ ~ (= αιωρείται).|| Η απόφασή του ~ ~., τινάζω (κάτι/κάποιον) στον αέρα 1. (μτφ.) καταστρέφω εντελώς, δυναμιτίζω: ~ ~ τις διαπραγματεύσεις/τις προσπάθειες/τον προϋπολογισμό/μια συμφωνία/ένα σχέδιο. Άλλο ένα λάθος και τα τίναξες όλα ~!|| Τίναξε τη μπάνκα ~ (: πήρε όλα τα κέρδη)! 2. ανατινάζω: Η έκρηξη στο βενζινάδικο λίγο έλειψε να ~ξει ολόκληρη την περιοχή ~. Πρόσεξε μην βραχυκυκλώσει το μηχάνημα και ~χτούμε όλοι ~!, φυσάει άλλος αέρας: (μτφ.) για αλλαγή μιας κατάστασης προς το καλύτερο: Η πόλη έχει αλλάξει, ~ ~., χτίζει στον αέρα (σπάν.-λογοτ.): ματαιοπονεί, τρέφει ψευδαισθήσεις. Πβ. κτίζω/φτιάχνω παλάτια/πύργους στην άμμο., αέρας κοπανιστός βλ. κοπανιστός, αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου) βλ. αλλάζω, κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον) βλ. φόρα1, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα, όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντ' αλέθει βλ. μύλος, πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα βλ. παράθυρο, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα βλ. πλανώ, ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; βλ. άνεμος, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου βλ. ώρα [< μεσν. αέρας 3: γαλλ.-αγγλ. air, γερμ. Luft]

άλλο

άλλο [ἄλλο] άλ-λο επίρρ. (με ερώτηση ή άρνηση): επιπλέον, περισσότερο, πια: Θέλεις να κάτσεις κι ~; Μη μιλάτε ~! ● ΦΡ.: δεν πάει άλλο! (προφ.): (για δήλωση αγανάκτησης), η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο, δεν αντέχεται πλέον: ~ ~ πια. Ως πότε θα ανέχομαι τα ψέματά σου; Ως εδώ, ~ ~ αυτή η κατάσταση. Πβ. ξεχείλισε το ποτήρι, τέρμα!, ως εδώ και μη παρέκει! ● βλ. άλλος

άλλος

άλλος, η, ο [ἄλλος] άλ-λος αόρ. αντων. {κ. λαϊκό αλλουνού (θηλ. αλληνής), άλλονε (-α) | αλλονών, αλλουνούς} 1. δηλώνει ότι ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια έννοια δεν ταυτίζεται με αυτό στο οποίο αντιπαρατίθεται: Κανένας/κάποιος/οποιοσδήποτε ~. Τίποτε ~ο. Διάφοροι ~οι. Αυτός και όλοι οι ~οι. Aυτό ή το ~ο; Αυτά και ~α πολλά. ~ για Θεσσαλονίκη; (: για επιβάτη) ~ εδώ, ~ εκεί. Ποιος ~ θέλει να έρθει; Με τον έναν ή τον ~ο τρόπο. ~ παίζει, ~ κερδίζει. ~ λιγότερο, ~ περισσότερο, θα τη βγάλουμε τη δουλειά. Το είπες στους ~ους; Σχετικά με τα/ως προς τα ~α...|| Το ~ο μισό. Ο ένας θα πάρει αυτό κι ο ~ εκείνο. Όχι αυτό, το ~ο. Ούτε ο ένας ούτε ο ~. Βλ. δεύτερος.|| ~ ένας (= επιπλέον). ~η μια φορά. Για ~ον ένα χρόνο θα μείνουμε εδώ. Δεν έδωσε ~α στοιχεία.|| (αόρ.) ~η μέρα/ώρα. Τι σε νοιάζει τι κάνουν οι ~οι; Να βοηθάς τους ~ους.|| (μειωτ.) Πιστεύεις ό,τι σου λέει ο ~;|| (αντίθ.) Στην ~η άκρη. Γύρισέ το από την ~η μεριά.|| Την ~η (= προηγούμενη) φορά μου άρεσε περισσότερο.|| Τον ~ο (= επόμενο) μήνα.|| Υπάρχει ~η (= ερωμένη). Τώρα βρήκε/τα έχει με ~ον (ενν. σύντροφο). 2. διαφορετικός: ~ος: τρόπος. ~η: άποψη/γνώμη. ~ο: πρόσωπο. Για ~ο λόγο σού τηλεφώνησα. Έγινε ~ άνθρωπος. ~α λέει ο ένας κι ~α ο ~. ~α λέει κι ~α κάνει. ~ο να τ' ακούς και ~ο να το βλέπεις. Σε ~ες εποχές (: στο παρελθόν). Βλ. ίδιος. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή βλ. ζωή, το άλλο/αντίθετο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: (μια) άλλη φορά: κάποια άλλη στιγμή: Θα σε δω/τα πούμε/συναντηθούμε ~ ~. [< γαλλ. une autre fois] , άλλα αντ' άλλων & (σπανιότ.) άλλα των άλλων & (προφ.) άλλα αντ' άλλα: για άσχετα πράγματα, ασυναρτησίες: Καταλαβαίνει/λέει ~ ~. Πβ. άρες μάρες (κουκουνάρες), ό,τι να 'ναι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου (παροιμ.): σε περιπτώσεις πλήρους ασυνεννοησίας., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! & τι είναι πάλι τούτο/αυτό; (επιφων.): ως έκφραση έκπληξης για κάτι απρόσμενο, αναπάντεχο., άλλο το ένα κι άλλο το άλλο: για διαφορετικά πράγματα που δεν πρέπει να συγχέονται: Δεν μπορώ να τα συγκρίνω, ~ ~., άλλοι κι άλλοι: για αόριστη αναφορά σε πολλούς με τους οποίους γίνεται σύγκριση: Δεν ζητάω καμία χάρη, όπως ~ ~ (= τόσοι άλλοι).|| Εδώ κατάφερα άλλα κι άλλα, τώρα θα κολλήσω;, άλλος (κι) αυτός! (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): ούτε και αυτός μιλά ή ενεργεί σωστά: Τον παρέσυρε ο μικρός του αδελφός. ~ ~ πάλι! ΣΥΝ. καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του!, άλλος τόσος: (εμφατ.) διπλάσιος: ~ ~ δρόμος/κόπος/χρόνος/χώρος. Έχει γίνει ~ ~ (: έχει παχύνει ή ψηλώσει πολύ). Τόσος κι ~ ~., αν μη τι άλλο: τουλάχιστον: Δεν είναι τέλεια η εργασία του, ~ ~ όμως προσπάθησε. ΣΥΝ. ει μη τι άλλο, από ... άλλο τίποτα (προφ.): για κάτι που πλεονάζει: Από ιδέες/προτάσεις ~ ~ (: υπάρχουν ένα σωρό)., από δω παν' κι (οι) άλλοι: ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι: Τα μάζεψε, έφυγε κι ~ ~., από την άλλη (πλευρά/μεριά) & από το άλλο μέρος: άλλωστε, εξάλλου: Δεν έχω χρόνο να πάω διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρήματα. [< γαλλ. d'autre part] , από το ένα στο άλλο: για απότομη, συνήθ. μη ομαλή μετάβαση: γρήγορη μετακίνηση ~ ~ (ενν. σημείο). Πηγαίνω/πηδάω ~ ~ (: για αλλαγή θέματος στον λόγο)., η άλλη όψη/πλευρά 1. η αντίθετη πλευρά: ~ ~ του έρωτα/της ζωής/του θέματος/του νομίσματος. 2. η άλλη πλευρά: (για πρόσ.) οι αντίπαλοι: Η ~ ~ είναι αδιάλλακτη. Συνομιλίες με την ~ ~., θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος (προφ.): για αόριστη αναφορά σε μια άλλη πλευρά του θέματος, συνήθ. σε αντιπαρατιθέμενη άποψη: Εσύ μπορεί να το λες, αλλά ~ ~: "και 'γω γιατί να το πιστέψω"; Δεν με άφησαν να μιλήσω και μετά σου λέει ~ ελευθερία του λόγου., κατά τα άλλα: ως προς τα υπόλοιπα: ~ ~ καλά. Έκανα μερικές διορθώσεις σε ένα ~ ~ πολύ καλό κείμενο.|| (ειρων.) Σκάσαμε σήμερα· ~ ~ είπαν ότι θα έπεφτε η θερμοκρασία (= είναι που είπαν ότι...)!, μεταξύ (των) άλλων & εκτός των άλλων & συν τοις άλλοις & ανάμεσα/κοντά/μέσα στα άλλα: επιπλέον, επιπρόσθετα: Είχα επαγγελματικά προβλήματα και ~ ~ αρρώστησα. ~ ~ συζητήθηκε το θέμα της μείωσης του ωραρίου. [< γερμ. unter anderem] , ο ένας κι ο άλλος: ο καθένας, ο οποιοσδήποτε: Μην ακούς τι σου λέει ~ ~. [< γαλλ. l' un et l' autre] , ο ένας με τον άλλο: (ανα)μεταξύ τους: Γνωρίζονται/επικοινωνούν/μοιάζουν ~ ~. Ζουν πολύ κοντά ~ ~., ο ένας του άλλου/(σ)τον άλλο(ν): για δήλωση αμοιβαιότητας: Όλοι έχουμε την ανάγκη ~ ~. Tα ρίχνουν ~ στον άλλον. Αγαπάει/καταλαβαίνει/κατηγορεί/μισεί ~ τον άλλον (πβ. αλληλο-)., τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; 1. (ειρων.) για σχολιασμό ή μετριασμό της υπερβολής στις δηλώσεις κάποιου: - Φέρε μου τον καφέ μου, την εφημερίδα και τις παντόφλες. - ~ ~; 2. ως ερώτηση σε πελάτη κυρ. καταστήματος, εστιατορίου: (Δεν θέλετε) τίποτε άλλο;, το κάτι άλλο!: (προφ., ως έκφραση ενθουσιασμού) απίθανος, καταπληκτικός, φανταστικός: Το χθεσινό πάρτι ήταν/το γαλακτομπούρεκό του είναι ~ ~!, (είναι) άλλο καπέλο βλ. καπέλο, (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το) δίχως άλλο/χωρίς άλλο βλ. δίχως, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας βλ. μάτι, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! βλ. θέλω, άλλο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) βλ. πράγμα, άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, από άλλο ανέκδοτο βλ. ανέκδοτο, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, γίνομαι άλλος άνθρωπος βλ. άνθρωπος, δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, κάθε άλλο βλ. κάθε, και άλλα βλ. και, και σε/εις άλλα με υγεία βλ. υγεία, και τίποτ' άλλο βλ. τίποτα, και τούτο και το άλλο βλ. τούτος, μας τα 'παν κι άλλοι βλ. λέω, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια βλ. μάτι, με άλλο(ν) αέρα βλ. αέρας, με τον ένα(ν) ή τον άλλο τρόπο βλ. τρόπος, μη το ένα μη το άλλο βλ. μη & μην, μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς βλ. έτσι, ο ένας μετά τον άλλο βλ. ένας, μία/μια, ένα, όχι άλλο κάρβουνο! βλ. κάρβουνο, πάμε γι' άλλα βλ. πηγαίνω & πάω, πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον βλ. παίρνω, πλην άλλων βλ. πλην, στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα, στον άλλο κόσμο βλ. κόσμος, τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ... βλ. στιγμή, τη μία/μια ... την άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, το άλλο εγώ βλ. εγώ, το άλλο μου μισό βλ. μισός, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός ● βλ. άλλο [< αρχ. ἄλλος, αγγλ. other, γαλλ. autre, γερμ. ander]

ανέκδοτο

ανέκδοτο [ἀνέκδοτο] α-νέκ-δο-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ότου} 1. σύντομη συνήθ. διήγηση κωμικού περιεχομένου: έξυπνο/κουφό/κρύο/ξεκαρδιστικό/χαριτωμένο ~. Πικάντικα/σόκιν ~α. Το έχω ξανακούσει/ξέρω αυτό το ~. Του αρέσει να λέει ~α. Πβ. αστείο. 2. γεγονός, επεισόδιο ή σκηνή ιστορικού ή βιογραφικού χαρακτήρα που δεν τεκμηριώνεται από τις πηγές: ιστορικό ~. ● Υποκ.: ανεκδοτάκι (το) ● ΦΡ.: από άλλο ανέκδοτο (προφ.-χιουμορ.): για κάποιον ή κάτι άσχετο: Αυτός είναι (βγαλμένος) ~ ~. Άλλο είναι το θέμα μας, αυτό που λες εσύ είναι ~ ~. Πβ. άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο., το πιο σύντομο ανέκδοτο (προφ.): για να σχολιαστεί ειρωνικά μια πρόταση, δήλωση, κατάσταση: Μεταρρυθμίσεις,~ ~. ● βλ. ανέκδοτος [< μτγν. ἀνέκδοτα '(έργα) που δεν έχουν εκδοθεί', γαλλ.-αγγλ. anecdote]

άνθρωπος

άνθρωπος [ἄνθρωπος] άν-θρω-πος ουσ. (αρσ.) {ανθρώπ-ου | -ων} & (λαϊκό) άθρωπος 1. ΒΙΟΛ. ον αρσενικού ή θηλυκού γένους, το πιο εξελιγμένο ανάμεσα στα πρωτεύοντα θηλαστικά της Γης, με κύρια γνωρίσματα την όρθια στάση, τη λογική σκέψη και τον έναρθρο λόγο· ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον, ως δημιουργός πολιτισμού· (περιληπτ.) το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα, συχνά σε σχέση με ορισμένη χρονική περίοδο: ~ και ζώα/τεχνολογία/φύση. Η υγεία/φυσιολογία του ~ου. Για την ασφάλεια/στην υπηρεσία του ~ου. Αλληλεπίδραση ~ου-ηλεκτρονικού υπολογιστή.|| Τα δημιουργήματα/η εξελικτική πορεία/η ιστορία του ~ου.|| Ο ~ της Αναγέννησης.|| (Οι διάφοροι πρόγονοι του σύγχρονου ~ου:) οι πρώτοι ~οι (πβ. αυστραλοπίθηκος, πιθηκ~). Ο ~ των σπηλαίων. Ο επιδέξιος ~ (homo habilis). Ο όρθιος ~ (homo erectus).|| (στον πληθ. το σύνολο των ~ων:) Οι ~οι γερνούν. Βλ. ανθρωπάκι, ανθρωπάκος, ανθρωπάριο, Θε~, προ~, συν~, υπ~, υπερ~, χιον~, χόμο. 2. συγκεκριμένη ανθρώπινη ύπαρξη (συνήθ. ως προς τις ιδιαίτερες σωματικές, πνευματικές, ψυχικές ή άλλες της ιδιότητες), άτομο, πρόσωπο: αισιόδοξος/έξυπνος/κακός/καλός/λογικός/νέος/σκληρός/τίμιος/υγιής/χαρούμενος ~. Θέλω να γίνω καλύτερος ~ (: για τον χαρακτήρα κάποιου). Τι ~ είναι; Γιατί του μιλάς έτσι του ~ου; Νέο κρούσμα του ιού/της νόσου ... σε ~ο. Ερωτεύτηκε λάθος ~ο. Έχω (δικό μου) ~ο στο ... (πβ. έμπιστος). Οι απλοί, καθημερινοί ~οι. Είμαστε πολιτισμένοι ~οι. Δεν πρέπει να χαθούν άλλοι ~οι (= ανθρώπινες ζωές).|| (που διακρίνεται για το ήθος, τα ψυχικά του χαρίσματα:) Πάνω από όλα είναι ~. Αν θέλεις να λέγεσαι ~ ... Αυτός δεν είναι ~ (βλ. αγρι~, απ~, παλι~). Βλ. αχυρ~, φιλ~.|| (με αδυναμίες, πάθη:) Μην ξεχνάς ότι ~ είμαι και εγώ.|| (η προσωπική ζωή σε αντιδιαστολή προς το επάγγελμα, το έργο:) Σαν καλλιτέχνης και σαν ~.|| (επιτατ.) Πού να τρέχω τώρα γέρος ~; Δεν ντρέπεσαι παντρεμένος ~ να ξενυχτάς;|| (για πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες:) Ψάχνω ~ο να βάψει το σπίτι (= κάποιον).|| Δεν συναντήσαμε ~ο (: ψυχή ζώσα). Δεν ήρθε ~ (= κανείς) στην εκδήλωση.|| Ο Θεός έγινε ~ (πβ. ενανθρώπηση). 3. για να δηλωθεί ότι κάποιος αναπτύσσει ορισμένη δραστηριότητα, έχει μια ιδιότητα, ανήκει σε κάποιο χώρο ή συχνάζει κάπου: (+ γεν.) ~ της θάλασσας (πβ. ναυτικός)/του θεάτρου (πβ. θεατρ~)/του Θεού (πβ. θρήσκος)/του λαού/της νύχτας/της πιάτσας/του σπιτιού (πβ. σπιτόγατος)/της τέχνης. ~οι της δράσης/του περιθωρίου/του ποδοσφαίρου.|| Δεν είναι ~ που εμπιστεύεται εύκολα κάποιον. 4. πρόσωπο που ανήκει στον κύκλο κάποιου· μέλος, στέλεχος ή υπάλληλος: Είναι ~ του κόμματος/της κυβέρνησης. Πβ. όργανο. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι & άνθρωποι του πνεύματος {σπανιότ. στον εν. άνθρωπος}: όσοι ασχολούνται με τα γράμματα, τις επιστήμες ή την τέχνη· διανοούμενοι, λόγιοι: Η εκπομπή φιλοξενεί ~ους των γραμμάτων και των τεχνών. Πβ. διανόηση, ιντελιγκέντσια, πνευματική ηγεσία. Βλ. ταγός.[< γαλλ. les gens de lettres] , άνθρωπος του Νεάντερταλ (homo neanderthalensis): ΑΝΘΡΩΠ. υποείδος του σοφού-νοήμονα ανθρώπου (homo sapiens) που έζησε μεταξύ 100.000-40.000 π.Χ., κυρ. στην Ευρώπη και την Ασία: απολιθωμένο κρανίο του ~ου του ~., ο Υιός του Ανθρώπου/του Θεού: ΘΕΟΛ. ο Χριστός., ανθρώπινος παράγοντας/παράγων βλ. παράγοντας, άνθρωπος-σάντουιτς βλ. σάντουιτς, άνθρωπος της δουλειάς βλ. δουλειά, άνθρωπος του κόσμου βλ. κόσμος, ανώτερος άνθρωπος βλ. ανώτερος, καινός άνθρωπος βλ. καινός, σκεπτόμενος άνθρωπος/σκεπτόμενο ον βλ. σκεπτόμενος, τα ανθρώπινα δικαιώματα/τα δικαιώματα του ανθρώπου βλ. δικαίωμα ● ΦΡ.: άνθρωπέ μου & άνθρωπε του θεού: (συνήθ. σε ερωτήσεις) για να εκφραστεί αγανάκτηση, απορία ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: Μα (καλά) τι λες/τι ρωτάς ~ ~; Είσαι/πας καλά ~ ~; Τι θες, ~ ~, τέτοια ώρα; Τι κάνεις εκεί, ~ ~; Μη φωνάζεις έτσι, ~ ~!, από άνθρωπο σε άνθρωπο 1. για ό,τι μεταδίδεται, μεταβιβάζεται από το ένα πρόσωπο στο άλλο. 2. σε σύγκριση: Το DNA διαφέρει ~ ~., γίνομαι άλλος άνθρωπος: αλλάζω εντελώς ως προς τη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα ή/και την εξωτερική μου εμφάνιση, συνήθ. προς το καλύτερο: Έχασε είκοσι κιλά και έγινε ~.|| (σπανιότ. προς το χειρότερο:) Μετά το ατύχημα έγινε ~., γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο (μτφ.): αποκτώ ή κάνω κάποιον να αποκτήσει συμπεριφορά κυρ. ή εξωτερική εμφάνιση, όπως ορίζεται από τις κοινωνικές συμβάσεις: Ε, δεν ~εσαι ~ με τίποτα! Κουρεύτηκες και έγινες ~!|| Μην ξεχνάς ότι εγώ σε έκανα ~ο!, ίδε/ιδού ο άνθρωπος: (ΚΔ) (να ο άνθρωπος) (εμφατ.) λέγεται απαξιωτικά για αισχρό άνθρωπο, κυρ. για τις πράξεις του., ο άνθρωπός μου 1. πρόσωπο έμπιστο, συγγενικό ή με το οποίο κάποιος έχει στενές σχέσεις· (ειδικότ.) ο(/η) ερωτικός(/ή) σύντροφος ή ο(/η) σύζυγος: Έχασαν τον ~ό τους. Θα είμαι πάντα ~ σου. 2. το άτομο που θέλει, αναζητά κάποιος: (Δεν) είμαι ~ σου. Αναμφίβολα είναι ~ μας., σαν άνθρωπος: όπως αξίζει, αρμόζει, ταιριάζει στους ανθρώπους ή τους χαρακτηρίζει: Ζει/πέθανε ~ ~ (πβ. αξιοπρεπώς).|| ~ ~ κι εγώ έχω ελαττώματα., σαν ένας άνθρωπος: ενωμένοι, όλοι μαζί: Το πλήθος ~ ~ ξεσηκώθηκε και φώναξε., τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε & τα λάθη είναι για τους ανθρώπους: για να δηλωθεί ότι ο άνθρωπος έχει ελαττώματα, πάθη: Να θυμάσαι πάντα ότι ~ ~., τι σου είναι ο άνθρωπος!: για να εκφραστεί έκπληξη, θαυμασμός για τα ανθρώπινα έργα ή λόγια ή για να τονιστεί η ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: ~ ~! Ένα τίποτα. Βλ. τι σου είναι ο κόσμος!, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, άνθρωπος της οικογένειας βλ. οικογένεια, άνθρωπος των άκρων βλ. άκρο, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, καλέ μου άνθρωπε! βλ. καλός, μια σπιθαμή άνθρωπος βλ. σπιθαμή, ο άνθρωπος για τον άνθρωπο (είναι) λύκος βλ. λύκος, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση βλ. κατάλληλος [< αρχ. ἄνθρωπος, γαλλ. homme, αγγλ. man, γερμ. Mensch]

αρχίδι

αρχίδι [ἀρχίδι] αρ-χί-δι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (λ. ταμπού) 1. καθένας από τους δύο όρχεις. Βλ. -ίδι. 2. (υβριστ.-συχνά ως προσφών.) για πρόσωπο με κακό χαρακτήρα ή/και αρνητική συμπεριφορά. Πβ. κωλόπαιδο, τσογλάνι. ● Υποκ.: αρχιδάκι (το) ● Μεγεθ.: αρχιδάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αρχίδια/παπάρια μάντολες (ειρων.): για κάτι ανόητο, βλακώδες. ● ΦΡ.: (δεν) έχει (τ') αρχίδια: (για άνδρα) (δεν) έχει την τόλμη, το θάρρος να κάνει κάτι., αρχίδια (ειρων.): ως απαξιωτική απάντηση., γράφω (κάποιον/κάτι) στ' αρχίδια μου/στα παπάρια μου (υβριστ.): αδιαφορώ πλήρως γι' αυτό(ν), το(ν) απαξιώνω., θα μου/μας κλάσεις τ' αρχίδια!: (από άνδρα, ως απάντηση αδιαφορίας σε απειλή) δεν πρόκειται να μου/μας κάνεις τίποτα., καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο! (ειρων., από άνδρα σε άνδρα): αντί για καλωσόρισμα., με αρχίδια: (συνήθ. για άνδρα) με κότσια., μου πρήζει/σπάει/ζαλίζει τ' αρχίδια/τα ούμπαλα: (έκφρ. δυσαρέσκειας από άνδρα) με κάνει να αγανακτώ., πιάνω τον Πάπα απ' τ' αρχίδια/από τα γένια (προφ.): θεωρώ ότι είμαι σπουδαίος ή ότι πέτυχα κάτι σημαντικό: Νομίζει ότι έχει πιάσει ~ ~., στ' αρχίδια/στ' απαυτά/στον πούτσο/στα τέτοια μου (υβριστ., από άνδρα): σκοτίστηκα. ΣΥΝ. στα παπάρια μου!, τα ξύνει/ξύνει τ' αρχίδια (/τα παπάρια) του: (κυρ. για άνδρα) τεμπελιάζει (συνήθ. σε χώρο εργασίας). ΣΥΝ. παίζει το πουλί του (2) [< μεσν. αρχίδι]

αυτό

αυτό [αὐτό] αυ-τό ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΨΥΧΑΝ. το ενορμητικό μέρος της προσωπικότητας κατά τον Φρόιντ: ~, Εγώ και Υπερεγώ. ΣΥΝ. εκείνο ● βλ. αυτός [< γερμ. Es, 1923, αγγλ. id, 1924]

αφήνω

αφήνω [ἀφήνω] α-φή-νω ρ. (μτβ.) {άφη-σα (λαϊκό) άφηκα, (προστ. άφη-σε, αφή-στε κ. άσε, άστε), αφέ-θηκα, αφη-μένος, αφήν-οντας} 1. σταματώ να κρατώ κάποιον ή κάτι· (απ)ελευθερώνω: ~σε τα χέρια μου ελεύθερα! Μη μ' ~σεις, θα πέσω. Άσε με!|| ~ το γκάζι (= δεν το πατώ).|| ~ κρατούμενο/όμηρο. 2. ακουμπώ, αποθέτω, τοποθετώ κάτι ή κάποιον σε συγκεκριμένο σημείο: Άσε τις βαλίτσες κάτω (ΑΝΤ. πάρε, πιάσε, σήκωσε). Γιατί ~εις (: παρατάς) τα πράγματά σου όπου βρεις; Βιβλία ~μένα στο πάτωμα.|| ~σα (= ξέχασα) τα κλειδιά μου στο σπίτι.|| ~σα (= πάρκαρα) το αυτοκίνητο μακριά.|| (σε οδηγό ταξί) ~στε με εδώ (: θα αποβιβαστώ, θα κατέβω).|| (μτφ.) Το ~ (= εμπιστεύομαι) στην κρίση σου. ~ (κάποιον) στο μαγαζί (βλ. αφήνω κάποιον στο πόδι μου). 3. εγκαταλείπω συνήθ. οριστικά ή σταματώ να κάνω κάτι: ~ τα όνειρά/σχέδιά μου. ~ μια δουλειά/μια θέση (= παραιτούμαι). Τον ~ουν σιγά-σιγά οι δυνάμεις του (πβ. εξασθενώ). ~σε το πανεπιστήμιο/σχολείο (= διέκοψε, παράτησε). Τους ~σαν στο έλεος του εχθρού. Δεν μπορώ να σε ~σω (= αποχωριστώ). Άστον μόνο του! Την/τον ~σε (= χώρισε).|| ~σε (= έφυγε, μετακόμισε από) το χωριό του και εγκαταστάθηκε στην πόλη.|| Πρέπει να σε ~σω τώρα (: κλείνοντας τηλεφωνική συνομιλία).|| Άσε τα αστεία/την πλάκα (= κόψε)/τα ψέματα!|| (σπάν.) Δεν μπορεί να ~σει (= κόψει) το ποτό. 4. επιτρέπω, προσφέρω τη δυνατότητα: ~ κάποιον να περάσει (πρώτος)/ένα αυτοκίνητο να προσπεράσει. Υλικό που δεν ~ει τον αέρα να περάσει (= αεροστεγές). ~σε ανοιχτό το ενδεχόμενο να .../να εννοηθεί ότι ... Δεν ~σε περιθώρια (αντίδρασης). ~σες να χαθεί (= δεν εκμεταλλεύτηκες) τέτοια ευκαιρία; Πώς τον ~ουν να κυκλοφορεί ελεύθερος; Δεν με ~σε (= μου απαγόρευσε) ο πατέρας μου να έρθω στην εκδρομή. Δεν μας ~σαν (= μας εμπόδισαν, πβ. τρώω πόρτα) να μπούμε στο μαγαζί. Δεν θα το ~σω να περάσει έτσι! Δεν μου ~σε άλλη επιλογή. Άσε τους άλλους να λένε ό, τι θέλουν (= αδιαφόρησε)! 5. δεν χρησιμοποιώ ή δεν καταναλώνω (κάτι), διατηρώ τη θέση ή την κατάστασή του: Ελπίζω να ~σες φαγητό και για μένα. Άσε τα πράγματα στη θέση τους. ~ τα μακαρόνια να βράσουν.|| ~ (κάποιον) στην άγνοια. 6. δεν κάνω κάτι, αναβάλλω για αργότερα: ~ τον λογαριασμό απλήρωτο/το παράθυρο ανοιχτό/το φως αναμμένο. ~σα τη δουλειά ατελείωτη/μισή. Άσε (= περίμενε) πρώτα να δούμε τι θα κάνει ... Ας ~σουμε αυτή τη συζήτηση, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Πβ. μεταθέτω. 7. δίνω ή κληροδοτώ: ~ πουρμπουάρ. ~σέ μου τη διεύθυνσή/το τηλέφωνό σου και θα σε ειδοποιήσω. Θα μου ~σεις (= δανείσεις) το αυτοκίνητό σου για λίγες ώρες; ~σε παραγγελία (= παρήγγειλε) στον ... Μου ~σε το κλειδί του σπιτιού του, για να ποτίζω τα λουλούδια. Πβ. παραχωρώ.|| Από εκατό ευρώ μου το ~σε εβδομήντα (: το πούλησε σε χαμηλότερη τιμή).|| (στο γ' πρόσ.) Δουλειά που ~ει κέρδος. Πβ. αποδίδει, αποφέρει.|| (για προθεσμία) ~σέ μου λίγες ώρες να το σκεφτώ.|| Παρακαλώ ~στε μήνυμα στον τηλεφωνητή.|| ~ κληρονομιά. 8. δημιουργώ, προκαλώ κάτι, συχνά αρνητικό· οδηγώ κάποιον σε ορισμένη κατάσταση: (για δημιουργία ελεύθερου χώρου:) ~ απόσταση/τόπο (μεταξύ πραγμάτων/στοιχείων κ.λπ.). ~στε λίγο περιθώριο στα αριστερά του γραπτού.|| ~ αιχμές/υπαινιγμούς (πβ. πετάω σπόντες). Κάποιος/κάτι με ~ει αδιάφορο/έκπληκτο. Με ~σες με τη(ν) αίσθηση/βεβαιότητα ότι/πως … Η κατάθεσή του ~σε πολλά ερωτηματικά.|| Σύστημα καθαρισμού που δεν ~ει σημάδια. ~ (κάποιον) μετέωρο/ξεκρέμαστο. Ο τυφώνας ~σε χιλιάδες άστεγους. 9. (οικ.) απορρίπτω, κόβω: Δεν ~σε κανέναν στην ίδια τάξη (= τους πέρασε όλους). Βλ. προβιβάζω. ● Παθ.: αφήνεται: βρίσκεται στην εξουσία κάποιου, εξαρτάται από αυτόν: Η απόφαση ~ στη διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων. Η τελική επιλογή ~ στον αγοραστή. Πβ. εναπόκειται, επαφίεται., αφήνομαι: παραδίνομαι, χαλαρώνω, δεν αντιστέκομαι σε κάτι: ~ στην απελπισία/στις σκέψεις. Βλ. ενδίδω.|| ~ στο έλεος του Θεού/στα χέρια του γιατρού. Κλείσε τα μάτια και ~ήσου/(σπανιότ.) ~έσου στον ρυθμό της μουσικής. ● ΦΡ.: άσε (προφ.-επιτατ.): ως εισαγωγικός δείκτης για κάτι δυσάρεστο ή αρνητικό: ~, τράκαρα με το αυτοκίνητο! ~ τι έπαθα χθες ..., άσε που (προφ.): επιπλέον, επίσης, επιπρόσθετα: Δεν έχω λεφτά για διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρόνο. Πβ. μεταξύ των άλλων. ΣΥΝ. μεταξύ (των) άλλων, άστα (να πάνε) (καλύτερα) & άσε καλύτερα (οικ.): μην το συζητάς, η κατάσταση είναι απογοητευτική: ~ ~, τα 'χω φορτώσει στον κόκορα. Το πρόγραμμα ήταν ~ ~ (= χάλια). Όσο για τη δουλειά, άσε καλύτερα ... Πβ. μην τα ρωτάς. ΣΥΝ. βράσε ρύζι/όρυζα, άστα αυτά & άστ'/ασ’ τ’ αυτά (προφ.): προτρεπτικά σε κάποιον, για να σταματήσει να λέει άσχετα πράγματα ή να κάνει κάτι: ~ ~ τώρα και βοήθησέ με να ..., άστα βράστα & ασ' τα βράσ' τα (οικ.): για να δηλωθεί δυσαρέσκεια, απογοήτευση σχετικά με μια κατάσταση., αφήνω (κάτι) στην τύχη (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): δεν ασχολούμαι με ή δεν επεμβαίνω σε κάτι. [< αγγλ. leave to chance] , αφήνω γεια 1. (οικ.-λογοτ.) αποχαιρετώ, εγκαταλείπω ή (σπάν.) πεθαίνω. 2. (αργκό) χαλάω: Ο υπολογιστής μάς άφησε ~, αφήνω κάποιον στη δυστυχία του: τον εγκαταλείπω χωρίς φροντίδα ή βοήθεια, δείχνω πλήρη αδιαφορία., αφήνω μούσι/μουστάκι/γένια/μαλλιά: δεν τα κόβω για να μεγαλώσουν., αφήνω στο σκοτάδι (μτφ.): κρατώ κάποιον σε άγνοια σχετικά με κάτι. [< αγγλ. leave someone in the dark] , αφήνω στον τόπο: προκαλώ ακαριαίο θάνατο. Πβ. θανατώνω, σκοτώνω., αφήνω το στίγμα/τη σφραγίδα μου (κάπου) {συνηθέστ. στον αόρ.} & (σπανιότ.) τη στάμπα μου (μτφ.): επιδρώ σε μεγάλο βαθμό: ~ησε ~ του στην πολιτική/στον πολιτισμό., αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο: δεν τον περιορίζω, κατ' επέκτ. χαλαρώνω: Άσε τον εαυτό σου ~ κι απόλαυσέ το!, άφησε την τελευταία του πνοή: πέθανε., δεν αφήνω (κάποιον) (να σταθεί) σε χλωρό κλαρί & (σπανιότ.) κλαδί: καταδιώκω κάποιον παντού, δεν τον αφήνω ήσυχο., θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι δεν πρόκειται να παρατήσουμε κάτι σημαντικό, για να ασχοληθούμε με κάτι ασήμαντο., μας άφησε χρόνους 1. πέθανε. 2. (χιουμορ.) χάλασε: Μάλλον θα μας ~ήσει ~ η μηχανή/η συσκευή!, την αφήνω {συνήθ. στον αόρ.} (προφ.): κλάνω. ΣΥΝ. την αμολάω (2), (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, αμολώ/ρίχνω/αφήνω (πίσω μου) μελάνι βλ. μελάνι, άσε τα σάπια! βλ. σάπιος, άστον/άσ' τον να λέει βλ. λέω, αφήνει την εντύπωση βλ. εντύπωση, αφήνω (κάποιον) στον άσο βλ. άσος, αφήνω (κάποιον)/δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει βλ. καταλαβαίνω, αφήνω (κάποιον/κάτι) σύξυλο/μένω σύξυλος βλ. σύξυλος, αφήνω (το) πλεονέκτημα βλ. πλεονέκτημα, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, αφήνω κάποιον άφωνο βλ. άφωνος, αφήνω κάποιον μπουκάλα βλ. μπουκάλα, αφήνω κάποιον στο ακουστικό του βλ. ακουστικό, αφήνω κάποιον στο πόδι μου βλ. πόδι, αφήνω κάποιον/κάτι πίσω (μου) βλ. πίσω, αφήνω λάσκα βλ. λάσκος, αφήνω τα θρανία βλ. θρανίο, αφήνω τα κόκαλά μου κάπου βλ. κόκαλο, αφήνω τα προσχήματα βλ. πρόσχημα, αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει βλ. καρδιά, αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι βλ. πόρτα, αφήνω χώρο βλ. χώρος, αφήνω/βάζω (κάτι) κατά μέρος βλ. μέρος, αφήνω/δίνω σε κάποιον την πρωτοβουλία βλ. πρωτοβουλία, αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του βλ. τύχη, αφήνω/παρατάω κάποιον ήσυχο/στην ησυχία του βλ. ήσυχος, αφήνω/παρατάω στη μέση βλ. μέση, αφήνω/παρατώ (κάποιον) στα κρύα του λουτρού βλ. λουτρό, αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο βλ. δρόμος, αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά βλ. σπόντα, άφησε/θα αφήσει εποχή βλ. εποχή, βάζω (ή αφήνω/εξωθώ/θέτω) κάποιον/μπαίνω στο περιθώριο βλ. περιθώριο, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω βλ. πέφτω, δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου βλ. μάτι, δεν αφήνω/δεν χάνω ευκαιρία για/να ... βλ. ευκαιρία, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα βλ. πέτρα, δεν έμεινε/δεν άφησαν (ούτε) κολυμπηθρόξυλο (όρθιο) βλ. κολυμπηθρόξυλο, δεν έμεινε/δεν άφησαν τίποτα όρθιο βλ. τίποτα, δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω βλ. δρόμος, μάθε τέχνη κι άστηνε (κι αν πεινάσεις πιάστηνε) βλ. τέχνη, μένω άγαλμα βλ. άγαλμα, μένω/αφήνω κόκαλο βλ. κόκαλο, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, τον άφησε σέκο βλ. σέκος [< μεσν. αφήνω < αρχ. ἀφίημι, γαλλ. laisser, αγγλ. leave – παλαιότ. ορθογρ. αφίνω]

αφοριστικός

αφοριστικός, ή, ό [ἀφοριστικός] α-φο-ρι-στι-κός επίθ. (λόγ.) 1. που διατυπώνεται με τρόπο δογματικό και απόλυτο: ~ός: λόγος. ~ή: άποψη/διατύπωση. 2. ΕΚΚΛΗΣ. που σχετίζεται με τον αφορισμό. ● επίρρ.: αφοριστικά [< 2: μτγν. ἀφοριστικός]

βάζω

βάζω βά-ζω ρ. (μτβ.) {έβαλα, βάλει, βάλ-θηκα (συνήθ. στο γ' πρόσ.), βαλ-θεί, -μένος, βάζ-οντας} & (λαϊκό) βάνω 1. μετακινώ κάτι σε συγκεκριμένη θέση και το αφήνω εκεί: ~ το βιβλίο στην τσάντα. ~ το μαχαίρι δίπλα στο πιρούνι. Έβαλε το αυτοκίνητο στο γκαράζ (= πάρκαρε)/την κατσαρόλα στο μάτι (της κουζίνας)/τα χέρια στις τσέπες. Βάλ' το εκεί/όρθιο/ν’ ακουμπάει στον τοίχο. Δεν μπορώ να θυμηθώ πού έχω βάλει τα κλειδιά μου. Χαρτιά ~μένα το ένα πάνω στο άλλο. ΣΥΝ. (εναπο)θέτω, τοποθετώ. ΑΝΤ. βγάζω. Βλ. ξανα~. 2. προσθέτω κάτι κάπου ή το μετακινώ σε ορισμένη θέση, προκειμένου να το αξιοποιήσω: ~ βενζίνη στο αυτοκίνητο (: για να κινείται)/κόλλα στο σπασμένα κομμάτια (: για να κολλήσουν)/ετικέτες στα τετράδια/κουρτίνες στα παράθυρα (πβ. κρεμώ)/σιδεράκια στα δόντια (: για να ισιώσουν). Ξέχασε να βάλει ζάχαρη στον καφέ/λάδι στη σαλάτα (= να ρίξει).|| ~ διαλυτικά/τόνο σε μια λέξη (= σημειώνω). Βάλε τον κωδικό (= γράψε, πληκτρολόγησε)/μια εικόνα στο κείμενο (πβ. ενσωματώνω).|| (μτφ.) Βάλτε αγάπη/γέλιο/χρώμα στη ζωή σας. Πβ. συμπεριλαμβάνω. 3. συντελώ ώστε κάποιος να πάει, με εντολή ή πρωτοβουλία δική μου ή άλλου, σε ορισμένη θέση και να μείνει εκεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: Τον έβαλαν στο νοσοκομείο (= εισήχθη, νοσηλεύτηκε)/(στη) φυλακή (= τον έκλεισαν)/στο ψυχιατρείο (πβ. εγκλείω). ΣΥΝ. μπήκε.|| Τον έβαλε κρυφά στο σπίτι (πβ. μπάζω).|| Δεν τον ~ουν στην παρέα τους (= δεν τον εντάσσουν).|| Η δασκάλα τον έβαλε στο πρώτο θρανίο.|| (για παίκτη) Τον έβαλε βασικό/μέσα στο β' ημίχρονο (ενν. ο προπονητής). 4. οδηγώ κάποιον ή κάτι σε συγκεκριμένη κατάσταση: Με ~εις (= φέρνεις) σε δύσκολη θέση. Τον έχουν βάλει σε καραντίνα (= τον έχουν θέσει, έχει μπει). Συγγνώμη αν σας έβαλα σε κόπο.|| ~ει τη ζωή του σε μεγάλο κίνδυνο (= θέτει).|| (μτφ.) Εικόνες που σε ~ουν σε έναν κόσμο μαγικό (= σε μεταφέρουν). 5. αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι: Τους ~ουν να δουλεύουν μέρα-νύχτα. Τον έβαλαν (με το ζόρι) να καθαρίσει/να φυλάει τσίλιες. (προφ.) Λέγε! Ποιος σε έβαλε να το κάνεις; 6. επιβάλλω ή αναθέτω κάτι σε κάποιον, ορίζω: Έχουν βάλει εισιτήριο/κανόνες/όρους. Του έβαλαν πρόστιμο.|| Πρέπει να βάλουμε προτεραιότητες/στόχους (: να θέσουμε).|| (σε εξετάσεις:) Τι ασκήσεις/ερωτήσεις σας έβαλαν; Τους έβαλαν εύκολα/δύσκολα (ενν. θέματα, πβ. έπεσαν, μπήκαν).|| Μας έβαλε (= γράψαμε) διαγώνισμα (ενν. ο καθηγητής).|| (σε νοσοκομειακό γιατρό) Πότε σε έχουν βάλει εφημερία;|| Έβαλε και έβαψαν το σπίτι (: κάλεσε ελαιοχρωματιστή).|| Τον έβαλαν επικεφαλής/υπεύθυνο.|| Ποιον δικηγόρο έχεις βάλει (: σε ποιον έχεις αναθέσει την υπόθεση); 7. φορώ: ~ τα γάντια/τα γυαλιά/τη ζώνη/τις κάλτσες/τα παπούτσια/τα ρούχα μου (ΑΝΤ. βγάζω). Έβαλε κάτι πρόχειρο/τα καλά του και βγήκε έξω. Τι λες να βάλω; Στραβά ~μένο καπέλο. Πβ. ντύνομαι.|| (για καλλυντικά:) ~ άρωμα/κραγιόν/κρέμα/μάσκαρα/μέικ απ/σκιές.|| Του έβαλαν χειροπέδες (= τον συνέλαβαν).|| ~ θερμόμετρο. 8. θέτω σε λειτουργία (συσκευή): Βάλε (= άναψε/άνοιξε) το αιρκοντίσιον/την τηλεόραση. ΑΝΤ. κλείνω.|| Έβαλε τη μουσική δυνατά/στη διαπασών/στο τέρμα. Βάλε λίγο φωνή (= δυνάμωσε την ένταση)!|| Βάλε το ρολόι μια ώρα μπροστά/να χτυπήσει στις ... (= ρύθμισέ το).|| (αποκτώ σύνδεση) Έβαλε ίντερνετ. Δεν έχουν βάλει ακόμα νερό/ρεύμα/τηλέφωνο. 9. συνεισφέρω συνήθ. συγκεκριμένο χρηματικό ποσό: Έβαλαν από κοινού για να του πάρουν δώρο (ενν. λεφτά). ~ τα φαγητά, ~εις τα ποτά;|| Έβαλε από την τσέπη του (= πλήρωσε με δικά του χρήματα).|| Βάλτε τώρα που γυρίζει (= ποντάρετε)!|| Έβαλε χρήματα στην επιχείρηση (= έριξε, επένδυσε)/λεφτά στην τράπεζα (= κατέθεσε). Τα ~ει σε ομόλογα/στο Χρηματιστήριο (ενν. τα κεφάλαιά του). 10. ξεκινώ να κάνω κάτι, ενεργοποιώ συγκεκριμένη λειτουργία, αρχίζει να γίνεται κάτι: ~ μπουγάδα/πλυντήριο (= πλένω). ~ να μαγειρέψω/το φαγητό. Βάλε το νερό να βράσει.|| (για τηλέφωνο:) ~ απόκρυψη/την κλήση σε αναμονή. Έβαλε το σιντί να παίζει.|| (στο αυτοκίνητο:) ~ την πρώτη (ενν. ταχύτητα)/χειρόφρενο (= το σηκώνω). Το έβαλε στο νεκρό.|| (στο γ' εν., απρόσ.) Έβαλε ήλιο (ενν. ο καιρός· ΣΥΝ. έβγαλε)/διαφημίσεις (ενν. ο τηλεοπτικός σταθμός· ΣΥΝ. έπαιξε). 11. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ τα γέλια (= γελώ)/τα κλάματα (= κλαίω)/την υπογραφή μου (= υπογράφω). Έβαλε μια φωνή (= φώναξε)/τις φωνές (= άρχισε να φωνάζει).|| Έβαλε στεφάνι (= στεφανώθηκε).|| Του ~ουν εμπόδια (= τον εμποδίζουν). Τον έβαλαν τιμωρία (= τον τιμώρησαν).|| ~ κάτι στο πρόγραμμα (= προγραμματίζω). Έβαλαν το σπίτι υποθήκη (= το υποθήκευσαν).|| Μου έβαλε (= με βαθμολόγησε με) άριστα/δέκα (ενν. βαθμό). 12. προσφέρω, σερβίρω: Μου ~εις λίγο νερό (: μου δίνεις, μου ρίχνεις στο ποτήρι); Τι να σας βάλω (να πιείτε);|| (προφ., συνήθ. σε ταβέρνα:) Βάλε μια σαλάτα (= πιάσε, φέρε)!|| Έβαλε στα παιδιά να φάνε. 13. λαμβάνω υπόψη μου, υπολογίζω (χονδρικά): Μόνο τη βενζίνη να βάλεις, θα ξοδέψουμε πολλά λεφτά. Βάλε την ώρα να ετοιμαστώ, βάλε την κίνηση, θα μου πάρει περίπου δύο ώρες. 14. πετυχαίνω: Έβαλε γκολ/καλάθι/τρίποντο. Πόσους πόντους έβαλε; Πβ. σκοράρω. ● ΦΡ.: βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο: θέτω κάτι/κάποιον ως πρώτη προτεραιότητα: ~ει τη δουλειά πάνω από τη διασκέδαση/την οικογένεια πάνω απ' όλα., βάλε-βγάλε: η επαναλαμβανόμενη διαδικασία του να βάζει και να βγάζει κάποιος κάτι: Καλή η κουκούλα του αυτοκινήτου, αλλά αυτό το ~ ~ το βαριέμαι. Βλ. πλύνε-βάλε., βάλθηκε να .../(το) έβαλε/έχει βάλει σκοπό να ... (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): επιδιώκει, προσπαθεί επίμονα, είναι αποφασισμένος: Βάλθηκε να μας τρελάνει όλους/πάρει τη θέση πάση θυσία. Έχεις βαλθεί να με ξεκάνεις; Το έχει βάλει σκοπό να μας ταλαιπωρεί. Βλ. αμέτι-μουχαμέτι., έχει βάλει/χώσει κάποιον μέσα (προφ.): τον έχει ζημιώσει ή καταχρεώσει: Το μαγαζί που άνοιξε τον ~ ~. Βλ. είμαι/μπήκα μέσα., και βάλε (προφ.): και (πολύ) περισσότερο: Πρέπει να είναι πενήντα χρονών ~ ~., μου βάζεις δύσκολα: με φέρνεις αντιμέτωπο με δυσεπίλυτα ζητήματα., τα βάζω (με κάποιον/κάτι) 1. τον προκαλώ για διαμάχη, έρχομαι αντιμέτωπος μαζί του: Πήγαν να τα βάλουν με το μικρό παιδί. Μην τα ~εις μαζί του, γιατί είναι πιο δυνατός. 2. εκδηλώνω την οργή, την αγανάκτησή μου απέναντι σε κάποιον· του επιρρίπτω ευθύνες: Τα έχω βάλει με τον εαυτό μου που δεν κατάφερα να ..., (βάζει/μπήκε) στον γύψο/στο ψυγείο βλ. γύψος, (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο βλ. πόδι, (βάζω/μπαίνω) στο στόχαστρο βλ. στόχαστρο, (με) την ουρά στα/κάτω από τα σκέλια/σκέλη βλ. σκέλια, άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς βλ. αλλάζω, αφήνω/βάζω (κάτι) κατά μέρος βλ. μέρος, βάζει (κάποιον) σε σκέψεις βλ. σκέψη, βάζει ο διά(β)ολος την ουρά του βλ. διάβολος, βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του βλ. ζωή, βάζει/μπαίνει λουκέτο βλ. λουκέτο, βάζει/μπαίνει πωλητήριο βλ. πωλητήριο, βάζω (κάποιον) σε κόπο βλ. κόπος, βάζω (κάποιον) σε/στα έξοδα βλ. έξοδα, βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα βλ. αίμα, βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι (μέσα) στο κόλπο βλ. κόλπο, βάζω (κάποιον/κάτι) (στο) σημάδι βλ. σημάδι, βάζω (κάποιον/κάτι) σε/στον κλήρο βλ. κλήρος, βάζω (κάποιον/κάτι) στη γωνία βλ. γωνία, βάζω (κάπου) το δάχτυλό/το δαχτυλάκι μου βλ. δάχτυλο, βάζω (κάτι) στη ζυγαριά βλ. ζυγαριά, βάζω (κάτι) στη/σε σειρά βλ. σειρά, βάζω γνώση βλ. γνώση, βάζω ένα (μικρό) πετραδάκι βλ. πετραδάκι, βάζω ιδέες (σε κάποιον)/βάζω (κάποιον) σε ιδέες βλ. ιδέα, βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου βλ. χέρι, βάζω και μένα(/σένα ...) μέσα βλ. μέσα, βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου βλ. κακό, βάζω κάποιον/μπαίνω/μπλέκω σε μπελά/μπελάδες βλ. μπελάς, βάζω κατά μέρος βλ. μέρος, βάζω κάτι σε πράξη βλ. πράξη, βάζω κάτι στο στόμα μου βλ. στόμα, βάζω κάτι/κάτι μπαίνει στο ντουλάπι βλ. ντουλάπι, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω λόγια (σε κάποιον) βλ. λόγια, βάζω λυτούς και δεμένους βλ. λυτός, βάζω μια (άνω) τελεία βλ. τελεία, βάζω μπελά στο κεφάλι μου βλ. μπελάς, βάζω μπροστά/μπρος βλ. μπροστά, βάζω μυαλό/νιονιό βλ. μυαλό, βάζω νερό στο κρασί μου βλ. κρασί, βάζω πλώρη/ρότα βλ. πλώρη, βάζω πόδι βλ. πόδι, βάζω πόστα βλ. πόστα, βάζω στην άκρη/στην μπάντα βλ. άκρη, βάζω στην τσέπη βλ. τσέπη, βάζω στο ίδιο σακί/στο ίδιο τσουβάλι/στον ίδιο ντορβά βλ. σακί, βάζω στο ράφι βλ. ράφι, βάζω στο χέρι βλ. χέρι, βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι βλ. νους, βάζω τα δυνατά μου βλ. δυνατός, βάζω τα πράγματα στη θέση τους βλ. θέση, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω τελεία βλ. τελεία, βάζω/θέτω τη σφραγίδα (μου) βλ. σφραγίδα, βάζω την ψυχή μου (σε κάτι) βλ. ψυχή, βάζω το κεφάλι κάτω βλ. κεφάλι, βάζω το μαχαίρι/τη θηλιά στο(ν) λαιμό κάποιου βλ. λαιμός, βάζω το μυαλό μου να δουλέψει βλ. μυαλό, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βάζω φουρνέλο (σε κάποιον/κάτι) βλ. φουρνέλο, βάζω φτερά (στα πόδια) βλ. φτερό, βάζω φωτιά/φωτιές βλ. φωτιά, βάζω χέρι βλ. χέρι, βάζω χρέος βλ. χρέος, βάζω/δίνω την υπογραφή μου (για κάποιον/κάτι) βλ. υπογραφή, βάζω/δίνω/θέτω (ένα) τέλος/τέρμα & μπαίνει (ένα)/λαμβάνει/παίρνει τέλος βλ. τέλος, βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι βλ. μάτι, βάζω/θέτω θέμα βλ. θέμα, βάζω/κρύβω/σπρώχνω κάτω απ' το χαλί βλ. χαλί, βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βάζω/μπαίνει κάτι σε τάξη βλ. τάξη, βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, βάζω/παίρνω κιλά/βάρος βλ. παίρνω, βάζω/πάω στοίχημα βλ. στοίχημα, βάζω/ρίχνω κάτι πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα βλ. χρήμα, βάζω/ρίχνω τόγκα βλ. τόγκα, βάζω/σπέρνω/ενσπείρω ζιζάνια βλ. ζιζάνιο, βάζω/φέρνω (κάποιον/κάτι) σε λογαριασμό βλ. λογαριασμός, βάζω/φοράω (μαύρες) πλερέζες βλ. πλερέζα, βάζω/φοράω το καπελάκι μου στραβά βλ. στραβός, βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη βλ. χέρι, βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου βλ. κεφάλι, βαλ' του ρίγανη βλ. ρίγανη, βάλανε/έβαλαν τον λύκο να φυλά τα πρόβατα βλ. λύκος, για πού το 'βαλες; βλ. πού, δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) βλ. γλώσσα, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου βλ. νους, δεν το βάζω κάτω βλ. κάτω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο βλ. μαχαίρι, θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει βλ. κλαίω, θέτω/βάζω σε ενέργεια βλ. ενέργεια, θέτω/βάζω σε κίνηση βλ. κίνηση, θέτω/βάζω/τοποθετώ τον πήχη (πολύ) ψηλά, βλ. θέτω, με βάζει σε/στον πειρασμό βλ. πειρασμός, μου βάζει (κάποιος)/μου ήρθε μια ιδέα βλ. ιδέα, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά βλ. ψύλλος, μπαίνω στο νόημα/πιάνω το νόημα/βάζω κάποιον στο νόημα βλ. νόημα, ντύνομαι στα/στο χακί βλ. χακί, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, ό,τι βάλει ο νους (του ανθρώπου) βλ. νους, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι βλ. στόμα, στήνω/βάζω (τ') αυτί (μου) βλ. αυτί, στρώνω/βάζω (το) τραπέζι βλ. τραπέζι, τα βάζω κάτω βλ. κάτω, το βάζω γινάτι βλ. γινάτι, το βάζω πείσμα βλ. πείσμα, το βάζω στα πόδια βλ. πόδι, το έχω/βάζω μαράζι βλ. μαράζι, τον βάζει κάτω βλ. κάτω, τον βάζω στη θέση του βλ. θέση, τον έβαλαν στη μέση βλ. μέση, τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα βλ. μέσα, του έβαλαν/του έχουν βάλει νέφτι (στον κώλο/πισινό/ποπό) βλ. νέφτι, του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι βλ. παπούτσι, χώνω τη μύτη/την ουρά/τη μούρη μου κάπου/παντού βλ. μύτη [< μεσν. βάζω, βάνω, γαλλ. mettre, αγγλ. put]

βάρος

βάρος βά-ρος ουσ. (ουδ.) {βάρ-ους | -η, -ών} 1. ΦΥΣ. βαρυτική δύναμη με την οποία ένα σώμα έλκεται από τη Γη· κυρ. κατ' επέκτ. το μέτρο αυτής της δύναμης, το πόσο ζυγίζει ένα σώμα σύμφωνα με αναγνωρισμένη μονάδα μέτρησης: το ~ της ατμόσφαιρας (= πίεση). Σώμα μικρού (= ελαφρύ)/μεγάλου (= βαρύ) ~ους. Συνολικό ~ ενός αντικειμένου σε γραμμάρια/κιλά. Το ~ μιας αποσκευής. Μονάδα ~ους. Υπολογισμός του ~ους κατά προσέγγιση. Φορτηγά με μέγιστο επιτρεπόμενο ~ μέχρι ... τόνους. Βλ. αντίβαρο, μάζα, όγκος.|| (για πρόσ.) Ιδανικό/περιττό σωματικό ~. Αύξηση/έλεγχος/μείωση/μέτρηση του ~ους. Δίαιτα για απώλεια/χάσιμο ~ους. Έχει κανονικό/σταθερό/φυσιολογικό ~. Χαμηλό/μικρό ~ γέννησης. Χάνω ~ (= αδυνατίζω). Διατηρώ/ελέγχω/προσέχω/ρυθμίζω το ~ μου. 2. (μτφ.) αίσθημα σωματικής ή ψυχολογικής πίεσης: Νιώθω ένα ~ στο κεφάλι/στην κοιλιά/στο στομάχι (πβ. δυσφορία, ενόχληση). Έχω ένα ~ στην καρδιά/στην ψυχή μου (πβ. πλάκωμα). Το έχω ~ στη συνείδησή μου (πβ. τύψεις). Ασήκωτο το ~ των υποχρεώσεων. Είναι μεγάλο ~ να ... Σε μένα έπεσε το ~ (= η ευθύνη). Έδιωξα το/μου έφυγε ένα ~ από πάνω μου (= απαλλάχτηκα, ανακουφίστηκα, λυτρώθηκα)! Το ~ της ηλικίας/των χρόνων. 3. κάθε υλικό σώμα που ζυγίζει πολύ: Δεν μπορώ να κουβαλήσω/μεταφέρω/σηκώσω μόνος μου τόσο ~. Πβ. φορτίο.|| Το ράφι θα σπάσει από το ~. 4. βαρύτητα, σημασία: Το ~ της παρουσίας κάποιου. Το ~ της λέξης. Η γνώμη/ο λόγος του έχει ~ (= κύρος). Συντελεστής ~ους της εξέτασης/της εργασίας.βάρη (τα) 1. ΑΘΛ. όργανο γυμναστικής που αποτελείται από μεταλλικούς δίσκους ποικίλης μάζας, προσαρμοσμένους στις άκρες μεταλλικής ράβδου: ασκήσεις/γυμναστική/προπόνηση με ~. Κάνω/σηκώνω ~. Πβ. αλτήρες, βαράκια. 2. (μτφ.) (οικονομικές) ευθύνες, υποχρεώσεις και η ψυχολογική πίεση που συνεπάγονται: δημόσια/φορολογικά ~ για τους πολίτες. 3. βαρίδια: (στην κατάδυση:) ~ πόντισης. Γιλέκο ~ών. 4. σταθμά, ζύγια: πρότυπα ~. ~ για ζυγαριά. Πβ. αντίβαρο. ● ΣΥΜΠΛ.: ελαφρών/μεσαίων (/μέσων)/βαρέων βαρών: ΑΘΛ. για την κατηγοριοποίηση κυρ. αθλητών ανάλογα με τα κιλά τους: Χρυσό μετάλλιο στην πυγμαχία, στην κατηγορία ~ ~. Αρσιβαρίστες βαρέων βαρών. Διπλό σκιφ ελαφρών βαρών ανδρών/γυναικών.|| Τετράκωπος ελαφρών βαρών.|| (μτφ.-ειρων.) Διανοούμενοι "ελαφρών βαρών". Πρόστιμο "βαρέων βαρών" (= καμπάνα)., (όλο) το βάρος της ευθύνης βλ. ευθύνη, άρση βαρών βλ. άρση, ατομικό βάρος βλ. ατομικός, ειδικό βάρος βλ. ειδικός, ιδανικό βάρος βλ. ιδανικός, ισοδύναμο βάρος βλ. ισοδύναμος, καθαρό βάρος βλ. καθαρός, κέντρο βάρους βλ. κέντρο, μικτό/ακαθάριστο βάρος βλ. μικτός, μοριακό βάρος βλ. μοριακός, νεκρό βάρος βλ. νεκρός, οικογενειακά βάρη βλ. οικογενειακός, το βάρος (της) απόδειξης βλ. απόδειξη, τυπικό βάρος βλ. τυπικός, ωφέλιμο φορτίο/βάρος βλ. ωφέλιμος ● ΦΡ.: αλλήλων τα βάρη βαστάζετε: (αρχαιοπρ.) προτροπή για αλληλοβοήθεια, συμπαράσταση και αλληλεγγύη: Για την πρόοδο της επιχείρησης απαιτείται σύμπραξη· ~ ~!, γίνομαι/είμαι βάρος/φόρτωμα (σε κάποιον) (προφ.): προκαλώ ενόχληση, ταλαιπωρία ή οικονομική επιβάρυνση: Δεν θέλω να σου ~ ~., δίνω/ρίχνω (ιδιαίτερο/μεγάλο/όλο μου το/πολύ) βάρος (σε κάτι): επικεντρώνω το ενδιαφέρον ή την προσοχή μου (αποκλειστικά) σε κάτι: ~ ~ στη δουλειά/στην οικογένεια., σε βάρος (κάποιου) & (λόγ.) εις βάρος: εναντίον κάποιου ή προς βλάβη, ζημία του: Ασκήθηκε (ποινική) δίωξη/εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης εις ~ του.|| Ζει ~ ~ των άλλων (πβ. παράσιτο). Αισχροκέρδεια ~ ~ των καταναλωτών. Η καταστροφή του περιβάλλοντος αποβαίνει ~ ~ της ανθρωπότητας., υπό το βάρος (λόγ.) & κάτω από το βάρος: υπό την (ψυχολογική) πίεση: Γονάτισε/λύγισε ~ ~ των προβλημάτων/των χρεών.|| (κυριολ.) Οι ράμπες υποχώρησαν ~ ~ του οχήματος., βάζω/παίρνω κιλά/βάρος βλ. παίρνω, ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας βλ. χρόνος [< αρχ. βάρος, γαλλ. poids, αγγλ. weight]

βλέπω

βλέπω βλέ-πω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {είδα (δω, προστ. δες, δείτε (λαϊκό) δέστε κ. ιδέστε, δει (λαϊκό) ιδεί, ειδωθήκαμε κ. ιδωθήκαμε, ιδωθεί, βλέποντας, ιδωμένος} 1. αντιλαμβάνομαι οπτικές παραστάσεις μέσω της όρασης, στρέφω το βλέμμα μου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Δεν ~ει καθόλου (= είναι τυφλός)/καλά χωρίς γυαλιά (βλ. μυωπία, πρεσβυωπία). ~ει από το ένα μάτι. Βλ. αγγίζω, ακούω, γεύομαι, μυρίζω.|| (μτφ.) ~ει με τα μάτια της ψυχής.|| (Για) δες (= κοίτα) πάνω/πώς περπατάει/τι κάνει! Την είδε από μακριά/στο βάθος. Με το που τον ~ει, ... Τους είδαν να φεύγουν. Μη σε δει κανείς (= μη σε πάρει είδηση)! Δεν ~εις (= προσέχεις) πού πατάς; Δεν μπορούσαμε να δούμε (= διακρίνουμε) τίποτα από τον καπνό. Χαίρεσαι να τους ~εις μαζί (: ταιριάζουν). Θέλω να σε ~ (: να είσαι) χαρούμενη. (σε ευχή) Να τη δεις νυφούλα (πβ. καμαρώνω)!|| Το είδα στην εφημερίδα (= διάβασα). Βλ. δια~, ξανα~, παρα~, πρωτο~. 2. (μτφ.) διαμορφώνω άποψη, θεωρώ, κρίνω, αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πώς ~εις (: αξιολογείς, βρίσκεις) την κατάσταση; Δες το σαν μια καλή ευκαιρία να ... Δεν το ~ σωστό να ... Αν συνεχίσεις έτσι, σε ~ (= προβλέπω) να μένεις στην ίδια τάξη! Δεν (μας) ~ να τα καταφέρνουμε (πβ. πιστεύω)!|| ~ει (= μαντεύει, προλέγει, προφητεύει) το μέλλον.|| Πώς ~εις (= φαντάζεσαι) τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;|| Σε ~ μόνο σαν φίλο (: όχι ερωτικά). ~ει τους πάντες και τα πάντα με καχυποψία (πβ. υπο~).|| Κοιμήσου τώρα και αύριο ~ουμε (= αποφασίζουμε) τι θα κάνουμε. 3. (μτφ.) διαπιστώνω, καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: Τώρα ~ ότι έκανα λάθος. ~εις πόσο κουράζομαι; Όπως θα είδατε κι οι ίδιοι, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είδες που στα 'λεγα; Περιμένω να δω πού θα καταλήξει η συζήτηση. Δεν ~ τι νόημα έχουν όλα αυτά. Πβ. κατανοώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα δεις (= θα μάθεις) πολλά εδώ που ήρθες. Δεν είδες τι έγινε (: δεν έμαθες); ΣΥΝ. αντιλαμβάνομαι (1) 4. (μτφ.) ελέγχω, προσέχω, ερευνώ: Δες (= τσέκαρε) αν υπάρχουν λάθη στο κείμενο.|| Πρέπει να σε δει (= εξετάσει) γιατρός. Ας δούμε το ζήτημα αναλυτικά.|| ~ το μωρό/το φαγητό/τη φωτιά (πβ. επιτηρώ).|| ~ουν (= ενδιαφέρονται, κοιτάζουν) μόνο το κέρδος/το συμφέρον τους. Πβ. απο~, προσ~. 5. επικοινωνώ με κάποιον, τον συναντώ ή τον επισκέπτομαι: Τον είδα χθες. Έλα να με δεις, όποτε θες. Ο διευθυντής θα σας δει (= δεχτεί) σε λίγο. Δεν θέλω να δω κανένα (: θέλω να μείνω μόνος). Είμαι σίγουρη, κάπου σ' έχω δει (πβ. γνωρίζω, ξέρω). 6. (για θεάματα) παρακολουθώ: Τι ~εις στην τηλεόραση; Πήγαν να δουν τον αγώνα (στο γήπεδο).βλέπε (συντομ. βλ.): ως παραπομπή: ~ σελ. ... Πβ. ιδέ., βλέπει (μτφ.): έχει θέα προς ορισμένο σημείο: Βεράντα που ~ προς τη θάλασσα. Το μπαλκόνι ~ ανατολικά. ΣΥΝ. αντικρίζει, βλεπόμαστε: συναντιόμαστε: Δεν ~ πια (: έχουμε χαθεί, δεν επικοινωνούμε). Ειδωθήκαμε πρόσφατα. Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε; ~ονται στα κρυφά (: για ερωτικές συναντήσεις)., έχω δει: έχω αρνητικά ή θετικά βιώματα: Μόνο λύπες έχει ~ στη ζωή της. Πβ. ζω. ● ΦΡ.: (βλέπω κάποιον/κάτι) με άλλο/διαφορετικό μάτι: αλλάζω στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι, αντιμετωπίζω πιο θετικά τους ανθρώπους ή/και τις καταστάσεις: Δείτε τον εαυτό σας ~ ~. Η ζωή ~ ~., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί θαυμασμός, έκπληξη, αγανάκτηση, εκνευρισμός ή αποδοκιμασία: ~ ~ μεγαλεία/σύμπτωση! ~ ~ να με κατηγορεί κι από πάνω. Για δες/κοίτα που τα κατάφερε! Πβ. άκουσον, άκουσον! άκου πράγματα!, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του: (για) να επανακτήσει(ς) τη σωματική και ψυχική σου/του υγεία: Κόψε το πολύ φαΐ, ~ ~ σου., (όπως) βλέπεις/βλέπετε (προφ.-παρενθετικά): συνήθ. για αιτιολόγηση των λεγομένων, έκφρ. απολογητικής ή ειρωνικής διάθεσης: Δεν θέλω, ~ ~, να γίνομαι βάρος. Παραιτήθηκε· δεν μπορεί, ~ ~, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. ~ ~, έχω δίκιο., ... να δουν τα μάτια σου! (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Λεφτά/νερά ~ ~!, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) & ακούστε (να δείτε)/κοιτάξτε (να δείτε) (στην αρχή του λόγου, προφ.) 1. άκουσέ με, πρόσεξε, για να καταλάβεις: ~ ~ πώς έχει η κατάσταση/τι θα κάνουμε. ~ ~, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περιμέναμε. (απειλητ.) ~ ~! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά! Βλ. παραγεμίσματα. ΣΥΝ. άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! 2. για να δηλωθεί έκπληξη ή απαξίωση: ~ ~ πρά(γ)ματα! Πβ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί., βλέπει μακριά: (για πρόσωπο) είναι διορατικός, αντιλαμβάνεται τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων., βλέπεις/είδες που ...; (προφ.): για να τονίσει ο ομιλητής ότι τελικά είχε δίκιο για κάτι ή/και ότι η άποψη του συνομιλητή του δεν ισχύει: ~ ~ άδικα ανησύχησες/στα 'λεγα;, βλέποντας και κάνοντας (προφ.): ανάλογα με τις συνθήκες, την περίσταση: Η λογική/η πολιτική του ~ ~ (: κυρ. όταν δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός)., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια & τα μάτια μου βλέπουν/κάνουν αστ(ε)ράκια/πουλάκια (προφ.): ζαλίζομαι μετά από δυνατό χτύπημα (συνήθ. στο κεφάλι), πτώση ή κούραση: Του έριξε ένα χαστούκι και ακόμα ~ει ~. Βλέπω ~ από το διάβασμα., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου & βλέπω όνειρο 1. ονειρεύομαι: Χθες το βράδυ σε είδα στο όνειρό μου. Είδα στον ύπνο μου ότι ... Τι όνειρο είδες; 2. (μτφ.) φαντάζομαι ανυπόστατα πράγματα: Στο όνειρό σου/στον ύπνο σου το είδες; ~ει όνειρα και στον ξύπνιο του!, για να δούμε ... (προφ.): ως έκφραση επιφύλαξης ή συγκρατημένης αισιοδοξίας: -Θα έρθει σίγουρα! -~ ~ ... Πβ. θα δείξει, θα δούμε.|| ~ ~ τι θα δούμε/τι θα γίνει!, δεν βλέπεται: είναι πολύ άσχημος ή στερείται αισθητικής, ποιότητας., δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί: δεν καταλαβαίνω την αιτία: ~ ~ να μην τα καταφέρουμε. ~ ~ τον κατηγορούν., δεν βλέπω την ώρα να ...: ανυπομονώ, λαχταρώ: ~ ~ γυρίσω/φύγω. Πβ. αδημονώ, πώς και πώς/τι. ΣΥΝ. μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες, δεν βλέπω φως (μτφ.): δεν διαβλέπω θετική εξέλιξη: ~ ~ στην άκρη/στο βάθος του τούνελ., δεν με/σε/τον βλέπω καλά (προφ.): κρίνω ότι τα πράγματα δεν θα έχουν ευνοϊκή εξέλιξη: Πάω να κοιμηθώ, γιατί δεν με ~ ~ (: είμαι πολύ κουρασμένος). (ως προειδοποίηση ή απειλητ.) Πρόσεχε τι λες, γιατί δεν σε ~ ~., εγώ να δεις! (προφ.-εμφατ.): για να ενισχυθούν τα λεγόμενα του συνομιλητή: -Έχω περάσει τα πάνδεινα. -~ ~ τι έχω τραβήξει! (ειρων.) -Είμαι πολύ χαρούμενος που θα τον ξαναδώ. -~ ~!, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου: ήμουν αυτόπτης μάρτυρας (συμβάντος). || (ως έκφρ. επιφύλαξης) Αν δεν το δω ~ ~, δεν το πιστεύω! ΣΥΝ. ιδίοις όμμασι(ν), είδα κι έπαθα να ... (προφ.-εμφατ.): ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ: ~ ~ ξεμπλέξω/συνεννοηθώ. ~ ~ του το εξηγήσω/τον ξεφορτωθώ., εκεί/πού να δεις (προφ.-εμφατ.): για ενίσχυση των λεγομένων: Εκεί να δεις γέλια/τι έγινε! Πού να δείτε το σπίτι τους!, εμένα που με βλέπεις (προφ.-εμφατ.): εγώ: ~ ~, δεν έσκυψα κεφάλι!, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου: έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες, έχω ζήσει πολλά: Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο κι ~ ~., θα δεις (τι θα πάθεις/κι εγώ)!: απειλητ. ή χιουμορ. Πβ. θα σου δείξω (εγώ)., θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε (προφ.): ως έκφρ. αβεβαιότητας, επιφύλαξης ή αμφισβήτησης: -Θα πάμε εκδρομή; -~ ~ (= θα δείξει). Πβ. για να δούμε.|| -Θες δεν θες, θα πάω! -Αυτό θα το δούμε!, και τι να δω! (σε αφήγηση, εμφατ.-προφ.): για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον του ακροατή: Κοιτάζω ~ ~! Τα πάντα άνω-κάτω!, κάνει πως δεν βλέπει: προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται κάτι. Πβ. εθελοτυφλώ. ΣΥΝ. κάνει την πάπια/το κορόιδο, κάνω τα στραβά μάτια, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; (απειλητ.): για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν πρέπει να μας υποτιμά ή να μας περιφρονεί: ~ ~; Δεν θα μας κάνεις εσύ ό,τι θέλεις!, μην (τον) είδατε τον Πανα(γ)ή (λαϊκό-προφ.): όταν κάποιος εξαφανίζεται, χωρίς να εκπληρώσει τις υποσχέσεις ή τις υποχρεώσεις του: Μας έταζε λαγούς και πετραχήλια και μετά ~ ~! ΣΥΝ. μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, να δεις που (στο τέλος) θα ... (προφ.) 1. για να δηλωθεί διαίσθηση, βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο: ~ ~ βρεθούμε μπλεγμένοι! 2. ως έκφρ. ενθάρρυνσης, διαβεβαίωσης: ~ ~ κανείς δεν θα καταλάβει το λάθος σου!, να σε δω (προφ.) 1. να σε καμαρώσω: ~ ~, να σε χαρώ! 2. να σε προσέξω καλύτερα, να δω πώς φαίνεσαι: Γύρνα, ~ ~. 3. ως έκφρ. αμφιβολίας ή πρόκλησης: Τώρα ~ ~ στα δύσκολα!, όποιος έχει μάτια, βλέπει (προφ.): είναι ολοφάνερο, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις: ~ ~ τη διαφορά. Πβ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, ο νοών νοείτω., όπως σε βλέπω και με βλέπεις! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα: -Είσαι σίγουρος; -Ναι, σου λέω, ~ ~! Πβ. αλήθεια, ειλικρινά, πράγματι., ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε (προφ.): για τον φόβο που προκαλείται από το ξέσπασμα έντονου θυμού: Δύσκολα θυμώνει, όταν όμως γίνει αυτό, ~ ~!, πού (το) βλέπεις/είδες (κάτι); (προφ.): αγενής αμφισβήτηση της άποψης του συνομιλητή: ~ (τη) ~ την καθυστέρηση; ~ (το) ~ το πρόβλημα;, πού σε είδα, πού σε ξέρω & δεν σε είδα, δεν σε ξέρω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος συμπεριφέρεται με αδιαφορία ή/και αγνωμοσύνη: Κάνει τον καλό, μέχρι να πετύχει αυτό που θέλει και μετά ~ ~!, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! & δεν πας να/μήπως να σε δει (/κοιτάξει) κανένας γιατρός (καλύτερα); (προφ.-ειρων.): λέγεται για κάποιον που μιλά ή συμπεριφέρεται παράλογα, περίεργα: Δεν πας καλά, μου φαίνεται! ~ ~!, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); & πώς το βλέπεις το πράγμα; (αργκό, ως έκφρ. δυσαρέσκειας): τι θέλεις, πού το πας;: Όλοι εδώ σου μιλάμε ευγενικά. Εσύ ~ ~;, τα βλέπει (όλα) ρόδινα: έχει θετική στάση, είναι αισιόδοξος. [< γαλλ. voir tout en rose] , τα βλέπω διπλά (προφ.): δεν διακρίνω κάποιον ή κάτι καθαρά, κυρ. λόγω μέθης., τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, διαβλέπω εμπόδια και δυσκολίες. [< γαλλ. voir tout en noir] , τα είδα όλα! (προφ.) 1. εντυπωσιάστηκα, έμεινα έκπληκτος (ευχάριστα ή δυσάρεστα). 2. τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα χρειάστηκα, τα έχω δει όλα (αργκό): έχω περάσει πολλά, έχουν δει πολλά τα μάτια μου: ~ ~ σ' αυτή τη δουλειά., την έχει δει (κάπως) (αργκό): θεωρεί τον εαυτό του κάτι σπουδαίο: Την έχει δει αρχηγός/ντίβα., τι (είν' αυτό που) βλέπω/βλέπουν τα ματάκια μου! (προφ.): δηλωτικό ευχάριστης ή δυσάρεστης έκπληξης., τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας & τι έχουμε να/τι άλλο θα δούμε (ακόμα) (προφ.): πόσα πολλά, συνήθ. αρνητικά, έχουμε ακόμη να ζήσουμε: Ένας Θεός ξέρει ~ ~!, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι: του φέρεται υπεροπτικά, τον περιφρονεί. Πβ. αφ' υψηλού., (αυτό) πού το είδες (γραμμένο); βλ. γραμμένος, (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί βλ. έργο, (βλέπε παραπάνω) βλ. παραπάνω, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο βλ. ποτήρι, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, βλέπω φαντάσματα βλ. φάντασμα, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα βλ. γλύκα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του βλ. μύτη, δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου βλ. μύτη, δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα βλ. πείνα, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, είδα (κι) απόειδα βλ. απόειδα, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, είδα τον Χριστό φαντάρο! βλ. Χριστός, είδε το φως της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται βλ. μάτι, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε βλ. απαντώ, να το δω και να μην το πιστέψω βλ. πιστεύω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; βλ. ύπνος, τα είδα όλα κωλυόμενα βλ. κωλύω, τη βλέπω τη δουλειά βλ. δουλειά, την/το είδε αλλιώς βλ. αλλιώς, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος ● βλ. ιδωμένος [< αρχ. βλέπω, μεσν. είδα, γαλλ. voir, αγγλ. see, γερμ. sehen]

γέλιο

γέλιο γέ-λιο ουσ. (ουδ.): σύσπαση των μυών του προσώπου κατά την έκφραση ευχαρίστησης, ευθυμίας, ειρωνείας και o ήχος που παράγεται: αβίαστο/ακατάσχετο/αμήχανο/ασυγκράτητο/αυθόρμητο/άφθονο/γάργαρο/δυνατό/εκνευριστικό/θριαμβευτικό/κακαριστό/παιδικό/πνιχτό/προσποιητό/σαρκαστικό/σπασμωδικό/συγκρατημένο/τρανταχτό/τρελό/υποκριτικό/υστερικό/ψεύτικο ~. Έκρηξη/ταινία ~ου. Βγάζω/προκαλώ ~. Μου βγήκε ξινό το ~. Με πιάνουν/πάτησε τα ~ια. Είχαν πολύ ~ (: ήταν αστείοι). Το ~ είναι μεταδοτικό/υγεία. Μόλις είδαμε τα ρούχα του, βάλαμε κάτι/τα ~ια! Πβ. γέλως. Βλ. χαμόγελο.|| (εμφατ. σε εκφρ. που δηλώνουν πολύ γέλιο:) Κατουριέμαι/ξεραίνομαι/πεθαίνω από τα ~ια. Ξεκαρδίζομαι/ξεσπώ/σκάω/τρελαίνομαι στα ~ια. Έπεσε πολύ ~. Κάναμε πολλά ~ια. Ρίξαμε το ~ της αρκούδας. ● Υποκ.: γελάκι (το) 1. (υποκ.-συχνά ειρων.) γέλιο. 2. εμότικον με χαμόγελο. ΣΥΝ. φατσούλα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, νευρικό γέλιο βλ. νευρικός, σαρδόνιο γέλιο βλ. σαρδόνιος ● ΦΡ.: για γέλια (μειωτ.-ειρων.): που είναι ανάξιο λόγου ή προκαλεί γέλιο: Το επιχείρημά σου είναι ~ ~ (= γελοίο). Η κατάσταση είναι σοβαρή, δεν είναι ~ ~., για γέλια και για κλάματα (ειρων.): για κάτι ή κάποιον που βρίσκεται σε κωμικοτραγική κατάσταση: ιστορίες ~ ~., λύνομαι/χτυπιέμαι στο γέλιο/στα γέλια (προφ.): γελώ πάρα πολύ: Με τις ατάκες του ~ ~! Χτυπιόμασταν κάτω απ' τα ~. Πβ. πεθαίνω στα γέλια., μου κόπηκε/μου πάγωσε το γέλιο (μτφ.): σταματώ να γελώ ή γενικότ. να έχω χαρούμενη διάθεση λόγω αναπάντεχου και δυσάρεστου γεγονότος., κρατώ την κοιλιά μου/πονάει η κοιλιά μου από τα γέλια βλ. κοιλιά, μου λύθηκε ο αφαλός από τα γέλια/από τον φόβο βλ. αφαλός, ξελιγώνομαι στα/από τα γέλια βλ. ξελιγώνω [< μεσν. γέλιο]

γεράματα

γεράματα γε-ρά-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα) (προφ.): γηρατειά: Είχε καλά ~. Έζησε μέχρι/ως τα βαθιά ~. ΣΥΝ. γήρας ● ΦΡ.: (τον) πήραν τα γεράματα: άρχισε να γερνά: Δεν σε πήραν και τα ~!, (τώρα στα γεράματα), μάθε γέρο γράμματα (παροιμ.): είναι δύσκολο σε μεγάλη ηλικία να αποκτήσει κάποιος γνώσεις ή δεξιότητες ή γενικότ. να αλλάξει τρόπο ζωής. [< μεσν. γηράματα]

γριά

γριά γρι-ά ουσ. (θηλ.) 1. (συνήθ. μειωτ.) ηλικιωμένη γυναίκα: ο γέρος κι η ~. Πβ. γερόντισσα, γιαγιά, γραία.|| (κ. ως επίθ.) ~ γειτόνισσα. Είναι ~. Βλ. καλο-, κωλό-, μουστό-, μπαμπό-, παλιό-, σκατό-γρια. ΑΝΤ. νέα, νεαρή. 2. (προφ.) (συνήθ. + κτητ. αντων.) χαρακτηρισμός ηλικιωμένης γυναίκας από τον σύζυγο ή τα παιδιά της: Πήγε να δει τη ~ του (= τη μάνα του). ● Υποκ.: γριούλα (η): Βλ. κυρούλα. ● ΣΥΜΠΛ.: γριά αλεπού βλ. αλεπού, μαλλί της γριάς βλ. μαλλί ● ΦΡ.: καλόμαθε/γλυκάθηκε η γριά στα σύκα (θα φάει/κι έφαγε και τα συκόφυλλα) & γλυκάθηκε η γριά στο μέλι, θα φάει και το κουβέλι (παροιμ.): για να δηλωθεί ο εθισμός σε απολαύσεις και η δυσκολία με την οποία κάποιος τις αποχωρίζεται., εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, η γριά/η παλιά (η) κότα έχει το ζουμί βλ. ζουμί, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι ● βλ. γέρος [< μεσν. γριά ]

δεύτερος

δεύτερος, η, ο δεύ-τε-ρος αριθμητ. τακτ. {κ. (λόγ.) γεν. αρσ./ουδ. δευτ-έρου, (λόγ.) θηλ. δευτέρα} (σύμβ. 2ος, Β' ή β', ΙI) 1. που αντιπροσωπεύει τον αριθμό δύο (2) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: αγώνας/γάμος/γύρος/κύκλος/μήνας/τόμος. ~η: ανάγνωση/βαθμίδα/δοκιμή/δόση/εβδομάδα/έκδοση/ενότητα/κατοικία/σελίδα/τάξη/φάση. ~ο: δεκαπενθήμερο/επεισόδιο/επίπεδο/ερώτημα/έτος/ημίχρονο/θέμα/μέρος/παιδί/παράδειγµα/πτυχίο/σκέλος/τεύχος/τμήμα/φύλλο.|| Φίλιππος ο ~ (B'). Ο ~ (Β’) Παγκόσμιος Πόλεμος. 2. που βρίσκεται αμέσως μετά τον πρώτο σε μια ιεραρχική κλίμακα: ~ος: αντιπρόεδρος/νικητής/ρόλος. ~η: ομάδα/φωνή. ~ο: βραβείο/ρεκόρ. Έμεινε/ήρθε/κατετάγη/τερμάτισε ~. ~ στην κατάταξη. Η ~η θέση της βαθμολογίας/της κατηγορίας/του ομίλου/του πρωταθλήματος.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~η: κλίση. ~ο: πρόσωπο.|| (κατ' επέκτ.) Προϊόντα ~ης ποιότητας (= ευτελή, κατώτερα, φτηνιάρικα). 3. (επι)πρόσθετος, εναλλακτικός, συμπληρωματικός: ~ος: δρόµος/λογαριασμός/τρόπος. ~η: γνώμη/επιλογή/ονομασία/προσπάθεια. ~ο: αντίγραφο/εισόδημα. Πβ. επιπλέον. 4. που συνδέεται με δεύτερο βαθμό συγγένειας: ~ος: θείος. ~η: ξαδέλφη. Συγγενής ~έρου βαθμού. 5. (για κάποιον, κάτι) συγκρίσιμο με κάτι άλλο, παρόμοιο: Έγινε/ήταν (σαν)/στάθηκε ~ πατέρας για μένα. Χώρα που έγινε η ~η πατρίδα του. Πβ. καινούργιος, νέος. Βλ. άλλος. ● Ουσ.: δευτέρα (η) 1. (κ. με κεφαλ. Δ) ενν. τάξη σχολικής βαθμίδας (σύμβ. Β΄). 2. ενν. ταχύτητα οχήματος: Πάτα συμπλέκτη και βάλε ~. 3. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού: 2 στη ~ (22 = 2 Χ 2). Υψώνουμε τον αριθμό εις τη/στη ~. ΣΥΝ. τετράγωνο (2) [< γαλλ. la seconde] , δεύτερος (ο) 1. ενν. όροφος: Ανεβαίνω/μένω στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Φεβρουάριος: στις 3/2 (: τρεις ~έρου). 3. ΝΑΥΤ. ο δεύτερος στην ιεραρχία μηχανικός σε επιβατηγό ή εμπορικό πλοίο. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη θέση: οικονομική θέση, κυρ. σε πλοίο, τρένο: εισιτήριο/επιβάτες ~ης ~ης. Βλ. πρώτη θέση., δεύτερη φύση (μτφ.-εμφατ.): για στοιχείο άμεσα συνδεδεμένο με κάποιον ή πολύ οικείο σε αυτόν: Όταν συνηθίζεις κάτι, σου γίνεται ~ ~. [< γαλλ. seconde nature] , δεύτερο χέρι: για επανάληψη βαψίματος, πλυσίματος, ξεπλύματος· το ίδιο χρώμα του δεύτερου βαψίματος: (Ξε)πλένω τα ρούχα ~ ~.|| Πέρασα και το ~ ~ στον τοίχο., Δευτέρα Παρουσία βλ. παρουσία, δεύτερη Ανάσταση/Εσπερινός της Αγάπης/Αγάπη βλ. ανάσταση, δεύτερη γλώσσα βλ. γλώσσα, δεύτερη νιότη/νεότητα/εφηβεία βλ. νιότη, δεύτερη σκέψη βλ. σκέψη, δεύτερο (λεπτό) βλ. λεπτό, δεύτερο αντάρτικο βλ. αντάρτικο, πρώτης (Α')/δεύτερης (Β')/τρίτης (Γ')/τελευταίας διαλογής βλ. διαλογή, πρώτο/δεύτερο βιολί βλ. βιολί, πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού βλ. βαθμός, σε πρώτο/δεύτερο πλάνο βλ. πλάνο, σχολείο δεύτερης ευκαιρίας βλ. σχολείο, το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: από δεύτερο χέρι 1. για μεταχειρισμένα προϊόντα: βιβλία/ρούχα/συσκευές/υλικά ~ ~. Αγοράζω/ψωνίζω ~ ~. Πβ. χρησιμοποιημένος. 2. με διαμεσολάβηση, έμμεσα, χωρίς άμεση πρόσβαση στις αρχικές πηγές: διηγήσεις ~ ~. Πληροφορίες ~ ~. Βλ. από πρώτο χέρι. [< γαλλ. de seconde main] , για δεύτερη φορά: ξανά: πρωταθλητής ~ ~. ~ ~ μέσα σε έναν μήνα., κάθε δεύτερη μέρα/κάθε δεύτερο χρόνο: μέρα παρά μέρα, χρόνο παρά χρόνο: Τους επισκέπτομαι ~ ~ μέρα., κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον: για να δηλωθεί ότι κάτι κατέχει τη θέση που βρίσκεται αμέσως μετά την πρώτη., κατεβαίνει/παίζει με τα δεύτερα (προφ.): (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) για ομάδα που αγωνίζεται με πολλούς αναπληρωματικούς ή νεαρούς και άπειρους παίκτες., το έν(α) δεύτερο: το ήμισυ ενός συνόλου (σύμβ. 1/2): ~ ~ του πληθυσμού/του συνόλου/της τιμής., χωρίς δεύτερη σκέψη (εμφατ.): αμέσως, χωρίς ενδοιασμό: Ανταποκρίθηκε ~ ~.|| (κατ' επέκτ.) Χωρίς ~η ματιά/προειδοποίηση., δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, έξις, δευτέρα φύσις βλ. φύση, κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, σε δεύτερη μοίρα βλ. μοίρα, τελευταίος (/δεύτερος/τρίτος) και καταϊδρωμένος βλ. καταϊδρωμένος, χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση βλ. κουβέντα [< 1,2,3,4: αρχ. δεύτερος 5: γαλλ. second]

δίχως

δίχως δί-χως πρόθ. (προφ.) ΣΥΝ. χωρίς· δηλώνει: 1. (+ αιτ.) έλλειψη, απουσία: πόλη ~ μέλλον. Σχέση ~ αύριο. Εφιάλτης ~ τέλος. Κόσμος ~ σύνορα. Μιλάει ~ ίχνος ντροπής. Έφυγε ~ λόγο και αιτία (= άνευ λόγου και αιτίας)/κ(α)ι αφορμή (: αναίτια). Προχώρησε ~ τον παραμικρό δισταγμό. ΑΝΤ. με1.|| (προφ.) Ταξίδι ~ γυρισμό. 2. (+ αιτ.) εξαίρεση: Ήμασταν τρεις ~ τον οδηγό. Πβ. εκτός, έξω (από). ● ΦΡ.: (το) δίχως άλλο/χωρίς άλλο: οπωσδήποτε, αναμφίβολα: Είναι το δίχως ~ ο πιο ικανός ... Οι κατοπινές εξελίξεις, το δίχως ~, τον δικαίωσαν. Πβ. ανυπερθέτως., δίχως να ...: εκφράζει εναντίωση ή εξαίρεση: Την έφερε σε δύσκολη θέση, ~ ~ το θέλει (= παρόλο που δεν το ήθελε).|| Βγάζει πολλά, ~ ~ υπολογίσεις τα μπόνους., δίχως/χωρίς όρια/όριο βλ. όριο, χωρίς/δίχως αποτέλεσμα βλ. αποτέλεσμα [< μεσν. δίχως]

εαυτός

εαυτός [ἑαυτός] ε-αυ-τός αυτοπ. αντων. {προηγείται πάντα το οριστικό άρθρο και ακολουθεί κάποιος από τους αδύνατους τ. της προσ. αντων. στη γεν. (μου, σου, του, μας, σας, τους)}: εγώ, εσύ, ... (ο ίδιος): Να είσαι ο ~ σου (πβ. αυθεντικός, γνήσιος)! Δεν είμαι ο ~ μου (= δεν με αναγνωρίζω). Νιώθει σίγουρος/ντρέπεται/φοβάται για τον ~ό του. Παραμελώ/περιποιούμαι/σέβομαι/φροντίζω τον ~ό μου. Την ξέρω καλύτερα κι από τον ίδιο της τον ~ (= πάρα πολύ καλά). Δεν εμπιστεύεται κανέναν, παρά μόνο τον ~ό του (πβ. δύσπιστος). Παιδί που αποκτά την αίσθηση/συνείδηση του ~ού του (= εγώ, πβ. αυτο-αντίληψη, -εικόνα). Είναι ένα κομμάτι/μέρος του ~ού μου. Έδειξε μια άγνωστη πλευρά/πτυχή του ~ού της. Έκανα ένα δώρο στον ~ό μου. Κοιτάζουν μόνο τους ~ούς τους. Πβ. είναι, προσωπικότητα, ταυτότητα, χαρακτήρας. ● ΣΥΜΠΛ.: πράγμα καθ' εαυτό βλ. πράγμα ● ΦΡ.: (αυτός) καθ' (ε)αυτόν/καθ(ε)αυτόν, (αυτοί) καθ' (ε)αυτούς/καθ(ε)αυτούς (λόγ.): (αυτός) ο ίδιος, όχι σε σύγκριση ή σχέση με άλλον: Ο τουρισμός ~ ~ είναι ισχυρός κλάδος ανάπτυξης. Οι γενετικές μελέτες δεν είναι κακές ~ές ~ές. Δεν θα σταθώ στα καθ' εαυτά σχόλια περισσότερο απ' όσο πρέπει. [< αρχ. αὑτοί καθ' αὑτούς] , (ξανα)βρίσκω τον εαυτό μου: συνέρχομαι, ανακάμπτω, ορθοποδώ: Έκανα ένα ταξίδι, ηρέμησα και βρήκα ~. Η ομάδα ξαναβρήκε τον ~ της στο τέλος του πρωταθλήματος. , (ξανα)βρίσκω/θυμάμαι τον (παλιό) καλό εαυτό μου: ανακτώ τη θετική συμπεριφορά ή την καλή επίδοση που είχα κατά το παρελθόν: Με βοήθησε πολύ να βρω ~ ~., αφ' εαυτού/αφεαυτού (μου/του/της) & (θηλ.) αφ' εαυτής/αφεαυτής (επίσ.) 1. από μόνος μου/του/της: Η κατάσταση ~ής δεν είναι άσχημη. 2. με δική μου/σου ... βούληση: ~ού μου και αυτοθέλητα. Ξεστομίζω κάτι ~ού μου. Ενεργεί/αποφασίζει ~ού του. Πβ. αυτόβουλα., δίνω/δείχνω τον καλύτερό μου εαυτό: καταβάλλω τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια, συμπεριφέρομαι όσο καλύτερα γίνεται: Αν και δεν κυνηγώ το μετάλλιο, υπόσχομαι ότι θα δώσω ~ ~. Είναι αποφασισμένοι να δείξουν τον ~ τους ~ στην παράσταση., εαυτούς και αλλήλους (λόγ.): τους εαυτούς μας/σας/τους και τους άλλους: Οικτίρουν/συγχαίρουν ~ ~. Ας είμαστε ειλικρινείς προς ~ ~ (= αναμεταξύ μας). , καθαυτό & καθεαυτό & καθ' αυτό & καθ' εαυτό (λόγ.) : κατ’ εξοχήν, κυρίως, πρώτιστα, προπαντός: Αναπτύσσονται δραστηριότητες ~ (= καθαρά) εμπορικές. Τα έργα καλύπτουν τόσο τον ~ χώρο της ζωγραφικής όσο και του θεάτρου. [< αρχ. καθ΄ αὑτό] , κρατάω για τον εαυτό μου 1. δεν αποκαλύπτω, δεν φανερώνω: Κάποια πράγματα καλό θα ήταν να τα κρατάς ~ ~ σου. ΣΥΝ. κρατάω (κάτι) μέσα μου 2. δεν δίνω σε άλλους: Το αγουρέλαιο οι ελαιοπαραγωγοί το κρατούν συνήθως ~ ~ τους., κρίνω από τον εαυτό μου {συνήθ. στο α' κ. β' πρόσ. εν.}: χρησιμοποιώ ως κριτήριο τα δικά μου βιώματα, τον δικό μου τρόπο σκέψης: Αν ~ ~, ... Μην ~εις ~ σου, εσύ μπορεί να έχεις άλλες ανάγκες. ΣΥΝ. κρίνω εξ ιδίων (τα αλλότρια), ξεπερνώ τον εαυτό μου 1. σημειώνω την καλύτερή μου επίδοση σε έναν τομέα ή αντιμετωπίζω κάτι αρνητικό με επιτυχία: Ο αθλητής ξεπέρασε ~ του και τις προσδοκίες όλων. 2. (ειρων.) δείχνω τη χειρότερη συμπεριφορά μου: Ήξερα ότι λες ψέματα, όμως αυτή τη φορά ξεπέρασες ~ σου. , τα βάζω/τα έχω με τον εαυτό μου: είμαι θυμωμένος μαζί του, τον κατηγορώ: Τα έχω βάλει ~ ~ που δεν μπορώ να κόψω το κάπνισμα. Πβ. έχω κάτι/τα έχω με κάποιον., τα βρίσκω με τον εαυτό μου: συμφιλιώνομαι μαζί του, τον αποδέχομαι: Όταν τα βρεις με τον ~ό σου, θα τα βρεις και με τους άλλους. , (είμαι) σκιά του εαυτού μου βλ. σκιά, αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο βλ. αφήνω, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βέβαιος για τον εαυτό μου βλ. βέβαιος, εκτός εαυτού βλ. εκτός, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του βλ. ιδέα, κλείνομαι στον εαυτό μου βλ. κλείνω, κύριος/κυρία του εαυτού μου βλ. κύριος, λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου βλ. λέω, ο σώζων εαυτόν σωθήτω βλ. σώζω [< αρχ. ἑαυτοῦ, μεσν. ο εαυτός μου]

εγώ

εγώ [ἐγώ] ε-γώ προσ. αντων. {εν. γεν. (δυνατός τ.) εμένα/(αδύνατος τ.) μου/(λόγ.) εμού, αιτ. εμένα/μένα/με/(λόγ.) εμέ | πληθ. ονομ. εμείς, αιτ. εμάς/μας· χωρ. κλητ.} & (προφ.) γω: δηλώνει το ίδιο το πρόσωπο που μιλά ή γράφει, για να ξεχωρίσει από το β' και γ' πρόσωπο: -Ποιος είναι; -~. ~ η ίδια σε προειδοποίησα. ~ και οι άλλοι. -Ποιος το έκανε; -Όχι ~.|| (η ονομ. είναι το υποκείμενο για κάθε ρήμα α' πρόσ. και συνήθ. εννοείται) (~) διόρθωσα το κείμενο.|| (εμφατ. ή σε αντιδιαστολή με άλλα πρόσωπα) ~ σε πήρα τηλέφωνο. ~ σου τα 'λεγα, αλλά εσύ δεν με άκουγες! ~ να μείνω μέσα κι εσύ να πας βόλτα; Εμείς σε βοηθήσαμε και όχι αυτός.|| (εμφατ. χρησιμοποιούνται μαζί και οι δύο τύποι της αντων.) Μη μου τα φορτώνεις εμένα όλα!|| (η γεν. χρησιμοποιείται ως κτητ. επίθ. ή ως β' όρος σύγκρισης) Τα παπούτσια μου πάλιωσαν. Είναι μεγαλύτερός μου/από εμένα.|| (η γεν. κ. αιτ. συντάσσονται με ρήμα ή πρόθεση, ή βρίσκονται κοντά σε επίρρημα) Μου έγραψε. Τηλεφώνησέ μου. Άσε με. Φύλαξέ μου το/φύλαξέ το μου. Εκτός/πλην εμού. Για μας. Δίπλα/κοντά/μαζί μου.|| (οικ.) Τι μου γίνεσαι/μου κάνεις; Έλα μου! Βλ. ημείς, ημών. ● ΦΡ.: εγώ είμαι εγώ κι εσύ είσαι εσύ: είμαστε διαφορετικοί μεταξύ μας., εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω (προφ.): κανένας δεν προσέχει αυτά που λέω, ιδ. ο συνομιλητής: Δεν σου είπα να θυμηθείς να πληρώσεις τον λογαριασμό; Μου φαίνεται ~ ~. ΣΥΝ. φωνή βοώντος εν τη ερήμω, εμείς κι εμείς (προφ.): μονάχα εμείς οι γνωστοί και συνήθ. λίγοι, σε στενό κύκλο: Ήμασταν/μείναμε ~ ~., κατ' εμέ (λόγ.): κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου: ~ ~ είναι αριστούργημα., εγώ να δεις! βλ. βλέπω, είπα κι εγώ βλ. λέω, εμένα μου λες βλ. λέω, εμένα που με βλέπεις βλ. βλέπω, μακριά από μας/απ' εδώ βλ. μακριά, να 'μαι κι εγώ βλ. είμαι, ξέρω γω βλ. ξέρω, ξέρω κι εγώ/(που θες να) ξέρω εγώ/'γω;/! βλ. ξέρω, ποιος μου λέει (εμένα) βλ. λέω ● βλ. υμών [< αρχ. ἐγώ]

έδαφος

έδαφος [ἔδαφος] έ-δα-φος ουσ. (ουδ.) {εδάφ-ους | -η, -ών} 1. το ανώτατο στρώμα του γήινου φλοιού, θεωρούμενο κυρ. ως προς τη μορφολογία, την κατάσταση, τις παραγωγικές του ιδιότητες· γη, χώμα: ανώμαλο/γόνιμο/γυμνό (: χωρίς βλάστηση)/ηφαιστειογενές/ομαλό/σαθρό/σκληρό/στερεό/τραχύ ~. Άγονα/αμμώδη/αργιλώδη (βλ. ασπρόχωμα)/εύφορα/πετρώδη/υγρά ~η. ~ κατάλληλο για καλλιέργειες και κτηνοτροφία. ~η πλούσια σε θρεπτικά συστατικά/οργανικές ύλες. Φυτά για (φτωχά και) ξηρά ~η. Ανάγλυφο/διάβρωση/θερμοκρασία/καλλιέργεια/ρύπανση/υγρασία (του) ~ους. Περιεκτικότητα του ~ους σε ασβέστιο/σίδηρο. Κάτω (πβ. υπόγειος)/πάνω (πβ. υπέργειος) από το ~. Απορρύπανση/ερημοποίηση/καθιζήσεις ~ών. Γλίστρησε κι έπεσε/κάθισε/ξάπλωσε στο ~ (πβ. καταγής).|| (ΣΤΡΑΤ.) Αναγνώριση ~ους. Επιχειρήσεις στον αέρα και το ~ (= ξηρά).|| (ΓΕΩΛ.-ΕΔΑΦ.) Ιδιότητες/χαρτογράφηση ~ών. Το πορώδες του ~ους.|| (κατ' επέκτ.) Το ~ της Σελήνης. 2. (ειδικότ.) επικράτεια, έκταση, περιοχή, χώρος: εχθρικό/ουδέτερο ~. Ελεύθερα/κατεχόμενα ~η. Επιστροφή στα πάτρια ~η (= πατρίδα). Ηλιακή έκλειψη ορατή από ελληνικό ~. Επιστροφή/κατάληψη/προσάρτηση ~ών. 3. (μτφ.) βάση, θεμέλιο, ευνοϊκό κυρ. κλίμα ή περιβάλλον: κατάλληλο ~ για την επίτευξη λύσης. Πβ. συνθήκες. ● ΣΥΜΠΛ.: παντός εδάφους: σχεδιασμένος για χρήση σε ποικίλα εδάφη: οχήματα ~ ~. Βλ. παντός καιρού. , παρθένο έδαφος (μτφ.): για καινούργιο, ανεξερεύνητο πεδίο δράσης: Τομέας που αποτελεί ~ ~ για ανάπτυξη., πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο (μτφ.): κατάλληλες, ευμενείς, θετικές συνθήκες: ~ ~ για επενδύσεις/έρευνα/συνεργασία. Ιδέες που βρήκαν ~ έδαφος και ρίζωσαν., προσωπικό εδάφους: που είναι υπεύθυνο για αεροπλάνα και πτήσεις και δεν εργάζεται μέσα σε αεροσκάφος. Βλ. ιπτάμενος. [< γαλλ. personnel au sol] , στέρεο έδαφος (μτφ.): σταθερή βάση, γερό θεμέλιο: ~ ~ εμπιστοσύνης, φιλίας και συνεργασίας (μεταξύ δύο χωρών)., ανταλλαγή εδαφών βλ. ανταλλαγή, απώλεια εδάφους βλ. απώλεια, ασκήσεις εδάφους βλ. άσκηση, προλείανση του εδάφους βλ. προλείανση, συνοδός εδάφους βλ. συνοδός ● ΦΡ.: η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου (μτφ.): νιώθω έντονη ανασφάλεια, πανικοβάλλομαι: Όταν πέθανε ο πατέρας της, αισθάνθηκε τη γη να χάνεται ~ ~ της.|| Το έδαφος τρίζει ~ ~ του και φοβάται για την πολιτική του επιβίωση., καλύπτω/ανακτώ/(ξανα)κερδίζω το χαμένο έδαφος (μτφ.): ξαναπαίρνω το προβάδισμα: Δεν έχουμε πολύ χρόνο για να καλύψουμε ~ ~. [< γαλλ. regagner le terrain perdu] , κερδίζει έδαφος (μτφ.): αποκτά συγκριτικό πλεονέκτημα, αρχίζει να προηγείται, να υπερέχει: ~ ~ η βιολογική γεωργία. Πβ. κερδίζει/παίρνει πόντους. [< γαλλ. gagner du terrain] , χάνει έδαφος (μτφ.): υποχωρεί. [< γαλλ. perdre du terrain] , (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) βλ. κοινός, προλειαίνω/προετοιμάζω το έδαφος βλ. προλειαίνω [< 1,2: αρχ. ἔδαφος 3: γαλλ. terrain]

είμαι

είμαι [εἶμαι] εί-μαι ρ. {είσαι, είναι, είμαστε, είστε (προφ.) είσαστε, είναι | παρατ. ήμουν(α), μτχ. όντας, με αφαίρεση της αρχικής συλλαβής συνήθ. στον προφ. λόγο: να 'μαι/'σαι/'ναι/'μαστε/'σαστε | για τους υπόλοιπους χρόνους δανείζεται τ. από άλλα ρήματα, όπως υπάρχω, γίνομαι, διατελώ, στέκομαι} 1. (συνδετ.) για δήλωση ιδιότητας, ποιότητας, διάθεσης: (+ επίθ.) ~ αθώος/άρρωστος/ελεύθερος/ο καλύτερος/μόνος. Είσαστε τρελοί. (+ αντων.) Πόσοι είναι; Ποιο είναι το πρόβλημα; Τι ώρα είναι; (+ ουσ.) ~ καθηγητής. Είναι γεγονός/δικαίωμά σου/λάθος/μυστικό. Τι ομάδα είσαι (= υποστηρίζεις); (+ μτχ.) ~ ευτυχισμένος/πεπεισμένος/υποχρεωμένος. Βλ. παρα~.|| Είναι αυτό που χρειάζομαι/ό,τι πρέπει.|| (+ γεν.) Πόσων χρονών είσαι; Είναι της αρεσκείας μου/της μόδας/του χαρακτήρα μου. Τίνος είναι (= σε ποιον ανήκει) το ...; 2. υπάρχω, βρίσκομαι σε μια κατάσταση, σε έναν χώρο ή μια χρονική φάση: ~ (ακόμα) εδώ. Πώς είσαι; (= τι κάνεις;) Είναι κανείς εκεί; ~ εκτός τόπου και χρόνου. Η συναυλία είναι (= γίνεται, πραγματοποιείται) αύριο το βράδυ στις οκτώ. Πού είναι το περίεργο;|| (+ με) ~ με τον φίλο μου. ~ με (= φορώ) τις πιτζάμες.|| (+ για) Δεν ~ τώρα για γλέντια. Δεν είσαι για αυτή τη δουλειά (: δεν σου ταιριάζει).|| (+ σε) ~ σε δίλημμα/φόρμα. ~ στο εξωτερικό/σπίτι. Είναι (: έχει μείνει) δυο χρόνια στην ίδια τάξη.|| (+ χωρίς) ~ χωρίς (: δεν έχω) λεφτά.|| (+ επίρρ.) ~ καλά/χάλια. Έτσι ~ εγώ κι αν σου αρέσει. Είμαστε μαζί.|| Από πού είσαι (= κατάγεσαι); Το κείμενο είναι από το βιβλίο ... (= προέρχεται).|| (σε αφήγηση) Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς ... Ήταν τότε που ...είναι: ως απρόσ.: ~ ανάγκη/δυνατόν/δύσκολο/σωστό να ... ~ να τραβάς τα μαλλιά σου/να τρελαίνεσαι με αυτά που λέει. Ήταν να μην πάρω φόρα! Είναι που του το υποσχέθηκα, αλλιώς ... Το θέμα ~ να/ότι ...|| ~/ήταν (= πρόκειται/επρόκειτο) να έρθει απόψε. Αν είναι να συμβεί, θα συμβεί. ● ΦΡ.: (είμαι) ... που να μην ήμουν (προφ.): ως απευχή: Ήταν κι αυτός εκεί, που να μην ήταν., αυτός είσαι! (εμφατ.-προφ.): ως έκφραση θαυμασμού, ικανοποίησης: αρχηγέ/μεγάλε/φίλε μου, ~ ~!, είμαι (μαζί) με κάποιον/με το μέρος κάποιου: τον συμμερίζομαι: Είμαι/είμαστε μαζί σου σε ό,τι χρειαστείς. Είσαι μαζί μου ή μαζί του;, είμαι για να 'μαι (εμφατ.-προφ.): για αρνητική κατάσταση που δεν θέλουμε να προσδιορίσουμε: Έρχεται καθυστερημένος, κάνει λάθη, ξεχνάει, άστα, είναι για να 'ναι. Πβ. άστα να πάνε., είμαι που είμαι (εμφατ.-προφ.): για κάτι που επιτείνεται: Είμαστε που (: εφόσον) είμαστε τόσες ώρες στο γραφείο, ας τελειώνουμε τη δουλειά., είμαι της γνώμης/της άποψης ότι: έχω τη γνώμη/την άποψη., είναι (και) δεν είναι (προφ.): για κατά προσέγγιση υπολογισμό: ~ ~ δέκα κιλά/πέντε ετών., είναι αυτός ένας ... (προφ.): για άτομο που τα καταφέρνει, πετυχαίνει τον στόχο του: Σιγά μην του γλίτωνες ~ ~! Τον έπεισε τελικά. Είναι αυτή μία!, είσαι (μέσα);/είσαι για ...; (προφ.): θέλεις, δέχεσαι, συμφωνείς; Θα πάμε σινεμά. Είσαι (μέσα); Είσαι να φύγουμε;|| Είσαι για βόλτα/ένα ποτό/έναν χορό;, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις (παροιμ).: ως έκφρ. προειδοποίησης, παραίνεσης σε κάποιον που πρόκειται να βρεθεί σε ανάλογη ηλικία ή κατάσταση με τον ομιλούντα., έτσι δεν είναι; (προφ.): για επιβεβαίωση: Επιτρέπεται/συμφωνείς/τελειώνεις/το ήξερες, ~ ~;, και πολύ (σου/του) είναι/πάει (προφ.): είναι υπεραρκετό: Τριάντα ευρώ ~ ~! (μειωτ.) Ένα ποτό μαζί του ~ του ~! , να 'μαι κι εγώ (προφ.): όταν εμφανίζεται κάποιος: ~ ~! Άργησα; Δεν άργησα!, τι είναι;: τι συμβαίνει; Δεν σε βλέπω καλά. ~ ~ (πάλι);, (βρίσκομαι/είμαι/φτάνω) στα πρόθυρα βλ. πρόθυρα, (είναι) μέσα σε όλα/σ΄όλα βλ. μέσα, (είναι) του γούστου μου βλ. γούστο, (είναι) χρόνια μπροστά βλ. χρόνος, (κάποιος) είναι σπαθί βλ. σπαθί, (μα) δεν ήταν ανάγκη! βλ. ανάγκη, αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, (αλλιώς θα προσπεράσει) βλ. έρχομαι, ας είναι βλ. ας, αυτός κι αν είναι βλ. αυτός, βρίσκεται/είναι/μπαίνει στο συρτάρι βλ. συρτάρι, για τα πανηγύρια βλ. πανηγύρι, γίνομαι/είμαι σταφίδα βλ. σταφίδα, γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι βλ. στουπί, γίνομαι/είμαι τύφλα/τάπα στο μεθύσι βλ. τύφλα, δεν είναι έτσι βλ. έτσι, δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, εδώ είμαι εγώ/εγώ είμαι εδώ βλ. εδώ, είμαι (στα) ντάουν (μου) βλ. ντάουν2, είμαι από τον ύπνο βλ. ύπνος, είμαι καλά με κάποιον βλ. καλά, είμαι μέσα βλ. μέσα, είμαι σε θέση να ... βλ. θέση, είμαι στα κέφια μου βλ. κέφι, είμαι στα πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, είμαι στο θέατρο βλ. θέατρο, είμαι ως/μέχρι εδώ βλ. εδώ, είμαι/έρχομαι στα πράγματα βλ. πράγμα, είμαι/έχω λάσκα βλ. λάσκος, είμαι/έχω μείνει ταπί (και ψύχραιμος) βλ. ταπί1, είμαι/έχω υπηρεσία βλ. υπηρεσία, είμαι/μπαίνω στο μυαλό κάποιου βλ. μυαλό, είμαι/μπήκα μέσα βλ. μέσα, είμαι/τελώ εν γνώσει βλ. τελώ, είναι για λύπηση βλ. λύπηση, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, είναι κάπως βλ. κάπως, είναι που βλ. που, είναι σκέτο ζουμί βλ. ζουμί, είναι στα τελευταία του βλ. τελευταίος, είναι στο χέρι κάποιου βλ. χέρι, είναι της υπομονής βλ. υπομονή, είναι τσίου (τσίου) βλ. τσίου τσίου, είναι φυσικό βλ. φυσικός, είναι/τον έχω του χεριού μου βλ. χέρι, είσαι και φαίνεσαι! βλ. φαίνομαι, είσαι με τα/στα καλά/σωστά σου; βλ. καλό, έρχομαι/είμαι/βρίσκομαι σε επαφή (με κάποιον/κάτι) βλ. επαφή, έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε βλ. έτσι, και πού 'σαι βλ. πού, και πού 'σαι ακόμα/ακόμη βλ. ακόμα & ακόμη, καλά/καλό θα 'τανε βλ. καλά, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, μία είναι η ουσία βλ. ουσία, να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... βλ. καλά, να 'σαι καλά βλ. καλά, νιώθω/αισθάνομαι/είμαι κάπως βλ. κάπως, ό,τι να 'ναι! βλ. ό,τι, όπου να 'ναι βλ. όπου, πας/είσαι καλά; βλ. πηγαίνω & πάω, πού να 'σουν βλ. πού, σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε βλ. αύριο, τι σου είναι ...! βλ. τι, το ίδιο είναι/(μου) κάνει βλ. ίδιος2, τώρα είναι που ... βλ. που, χώμα είμαστε και χώμα θα γίνουμε βλ. χώμα ● βλ. όντας2 [< μεσν. είμαι]

εκείνος

εκείνος, η, ο [ἐκεῖνος] ε-κεί-νος δεικτ. αντων. {-ου (λαϊκό) εκειν-ού (θηλ. -ής) | -ων (λαϊκό) εκειν-ών} & (προφ.) κείνος: για να δηλωθεί κάποιος ή κάτι που συνήθ. είναι μακριά (τοπικά ή χρονικά), συχνά σε αντιδιαστολή με την αντων. αυτός· ειδικότ. για ανάμνηση: ~η την εποχή (πβ. τότε). (δείχνοντας:) Σου αρέσει ~η εκεί η μπλούζα; Πάει αρκετός καιρός από ~ο το απόγευμα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω ~ο το καταπληκτικό πάρτι. (για κάτι που έχει προαναφερθεί) Τι θα γίνει με ~η τη βόλτα που λέγαμε; Πρόεδρος εκλέγεται ~ που (= όποιος) συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των έγκυρων ψήφων. Ας έρθουν ~οι που (= όσοι) θέλουν. (επιτατ.) Όχι εγώ, ~ φταίει. ● Ουσ.: εκείνο (το) {άκλ.}: ΨΥΧΑΝ. αυτό. [< λατ. id] ● ΦΡ.: μ' αυτά/με τούτα και μ'εκείνα βλ. αυτός [< αρχ. ἐκεῖνος]

έτσι

έτσι [ἔτσι] έ-τσι επίρρ. 1. (τροπικό) με αυτόν τον ή με τον ίδιο τρόπο: Σου αρέσουν ~ τα μαλλιά μου; ~ γίνονται οι δουλειές σήμερα. ~ είχες πει. Πώς την πατήσαμε ~! Κράτα το ~ από την άκρη. Πώς τα κατάφερες ~; (επιτατ. + επίρρ.) Σας το λέω ~ απλά. Να γινόταν ένα θαύμα ~ ξαφνικά! Mην κάνεις ~. ~ έχω συνηθίσει/με έχουν μάθει. Μόνο εγώ βλέπω ~ τα πράγματα; ~ θα συνεχίσουμε. ~ γράφεται; ~ κάνουν οι φίλοι; ~ κι έγινε. Μας έδωσε ~ την ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε την κατάσταση. Ιζήματα κάλυψαν τον πάγο, διατηρώντας τον ~ ανέπαφο. Μπα, ~ σου μάθανε να μιλάς; ~ λέμε εμείς από το νησί. Όπως κάθε χρόνο, ~ και φέτος κάναμε Πάσχα στο χωριό. -Θα γίνει καλά; -~ (= αυτό) νομίζω. Τα πράγματα δεν έχουν ~ (ακριβώς). (παρενθετικά) Το μειονέκτημά της, ας/να το πούμε ~, είναι ότι ...|| Γιατί/πώς είσαι ~; ~ έχει η ζωή/ο κόσμος. Αν είναι ~, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Πβ. τοιουτοτρόπως, ως ακολούθως, ως εξής. Βλ. αλλιώς, αλλιώτικα, διαφορετικά. 2. συνήθ. στην αρχή περιόδου για σύνδεση με τα προηγούμενα ή για να εκφράσει αποτέλεσμα, συμπέρασμα: (στο τέλος αφηγήσεων) Κι ~ έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. ~ η τελευταία έρευνα ανατρέπει τα προηγούμενα δεδομένα. ~, ένα χρόνο αργότερα, ολοκλήρωσε την πρώτη της ταινία. ~ για παράδειγμα ... ~ (= συνεπώς) η βαθμολογία διαμορφώνεται ως εξής ... 3. (προφ.) χωρίς συγκεκριμένο λόγο ή σκοπό: ~ το είπε (πβ. συμπτωματικά)/το έκανε στ' αστεία/για να γελάσουμε/για πλάκα. ~ μου ήρθε και το έγραψα. ~ του αρέσει/κάπνισε. ΑΝΤ. σκόπιμα 4. (ως δείκτης στο τέλος φρ.) (προφ.) για να ζητηθεί συγκατάθεση ή επιβεβαίωση: Θα έρθεις μαζί μας, ~ (= εντάξει, σύμφωνοι); 5. (ποσοτικό) (συνήθ. + επίθ.) τόσο: Πώς μπορείς να κάθεσαι ~ ήρεμος! Τι θες και φωνάζεις ~; Πώς πάχυνες ~; 6. (προφ.) για να δηλωθεί ευχή: Πες μου σε παρακαλώ, ~ να χαρείς την οικογένειά σου! Πβ. είθε, μακάρι. 7. (προφ.) δωρεάν, τζάμπα: Τη συμπάθησε και της το έδωσε ~. ● Ουσ.: έτσι (αργκό) 1. (ο) για γνωστό πρόσωπο του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται: Βγήκε/θα έρθει με τον ~ της. 2. (το) πείσμα, ιδιοτροπία: Με το ~ του όπου κι αν βρεθεί, κλέβει την παράσταση. ● ΦΡ.: δεν είναι έτσι (εμφατ.): για άρνηση ή για επιβεβαίωση (σε ερώτηση): ~ ~ όπως τα λες. ~ ~ τα πράγματα.|| Από την αρχή ήθελες να φύγεις, ~ ~ (: έτσι δεν είναι);, έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε (ειρων.): ο καθένας έχει τη δική του άποψη για γεγονότα και καταστάσεις, θεωρώντας ότι αυτή είναι η μόνη αντικειμενική. [< ιταλ. così è, se vi pare] , έτσι ή αλλιώς(/αλλιώτικα)/είτε έτσι είτε αλλιώς/έτσι (κι) αλλιώς (κι αλλιώτικα): με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη μια ή στην άλλη περίπτωση: Τι σημασία έχει αν τα πράγματα έγιναν ~ ~;, έτσι και: αν, σε περίπτωση που: ~ ~ αλλάξεις γνώμη, πες μου το. ~ ~ το μάθει, δεν θα σου ξαναμιλήσει.|| (απειλητ.) ~ ~ δω καμιά ύποπτη κίνηση, χάθηκες!, έτσι κι έτσι (προφ.) 1. μέτρια, ούτε καλά ούτε άσχημα, ούτε πολύ ούτε λίγο: -Πώς τα περνάς; -~ ~. Οι δουλειές πηγαίνουν ~ ~. Η ταινία ήταν ~ ~ (πβ. καλούτσικη).|| -Το κατάλαβες; -~ ~. Πβ. κομσί κομσά. 2. για αποφυγή περιττής επανάληψης ή λεπτομερούς αναφοράς: Βρήκαν τον δήμαρχο και του είπαν ~ ~. Του εξήγησα ότι ~ ~ έχει η κατάσταση. ~ ~ έμαθα, της είπε. Πβ. το και το. 3. σε κάθε περίπτωση: Και τι έχω να φοβηθώ; ~ ~ δεν μπορεί να μου κάνει τίποτε. Σκέφθηκα ~ ~ είμαι χαμένος, ας το ριψοκινδυνέψω. Πβ. έτσι κι αλλιώς., έτσι μπράβο/έτσι ντε! (προφ.): ως έκφραση επιδοκιμασίας, ενθάρρυνσης ή (σπάν.) ειρωνείας: ~ μπράβο, ωραία του τα είπες! ~ μπράβο, τα πηγαίνετε πολύ καλά!|| ~ ντε! Να σκέφτεσαι αισιόδοξα!, έτσι όπως: κατά αυτόν τον τρόπο που: ~ ~ πάει η δουλειά/το πράγμα, θα τελειώσω σε καμιά εικοσαετία. Δεν είναι ~ ~ τα λέτε. ΣΥΝ. έτσι που (1), έτσι που 1. με τον τρόπο με τον οποίο: Ήταν επόμενο, ~ ~ φέρεσαι. ~ ~ το 'βαλες, θα πέσει. ΣΥΝ. έτσι όπως 2. ώστε: Το έγραψα ~ ~ να το καταλάβουν όλοι., έτσι σε θέλω (προφ.): (ως έκφρ. ενθάρρυνσης) μου αρέσεις έτσι όπως είσαι: ~ ~, να γελάς!, έτσι ώστε: με αποτέλεσμα: Ήταν τόσο σαφής, ~ ~ δεν υπήρξαν παρανοήσεις. Χρειάζονται περαιτέρω ενέργειες, ~ ~ να (= για να) λυθεί το πρόβλημα., μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς (προφ.): (προκειμένου να δηλωθεί διαρκής μεταβολή) τη μια φορά έτσι, την άλλη διαφορετικά: Μου τα λέει ~ ~. Είναι ~ ~. Άστατος ο καιρός, ~ ~., μόνο έτσι/έτσι μόνο: μόνο με αυτόν τον τρόπο: ~ ~ θα σωθεί η επιχείρηση. ~ ~ πετυχαίνεις τον σκοπό σου., ο έτσι ο αλλιώς (προφ.): για αρνητικούς συνήθ. χαρακτηρισμούς που αποδίδονται σε ένα πρόσωπο, χωρίς να δηλώνονται συγκεκριμένα: Γι' αυτούς ήταν ο κακός άνθρωπος, ο φονιάς, ~ ~., όχι κ(α)ι έτσι: για κάτι που θεωρείται υπερβολικό ή αποδοκιμάζεται από τον ομιλητή: Είπαμε εκμετάλλευση του φυσικού τοπίου, αλλά ~ ~! Ε, ~ ~, το παράκαναν!, ώστε έτσι (λοιπόν) (προφ.): συνοψίζοντας όσα προαναφέρθηκαν: Α, ~ ~ της είπε; ~ ~, ε; Τώρα θα δεις!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! βλ. λέω, έτσι για την ιστορία βλ. ιστορία, έτσι γουστάρω/έτσι μου γουστάρει βλ. γουστάρω, έτσι κι αλλιώς βλ. αλλιώς, έτσι λες; βλ. λέω, έτσι σου είπαν να λες; βλ. λέω, έτσι/αυτός είναι ο κόσμος! βλ. κόσμος, έτσι/τώρα εξηγείται! βλ. εξηγώ, κάπως έτσι βλ. κάπως, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, με το έτσι θέλω βλ. θέλω, μια έτσι, μια γιουβέτσι/και έτσι και γιουβέτσι/τη μια έτσι (και) την άλλη γιουβέτσι βλ. γιουβέτσι, πώς (κι) έτσι; βλ. πώς [< μεσν. έτσι]

ευαγγέλιο

ευαγγέλιο [εὐαγγέλιο] ευ-αγ-γέ-λι-ο ουσ. (ουδ.) {ευαγγελί-ου | -ων} & (λαϊκό) βαγγέλιο 1. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ε) καθένα από τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης που διηγούνται τα γεγονότα της γέννησης, της ζωής, του θανάτου, της Ανάστασης και της Ανάληψης του Χριστού, παρουσιάζουν το περιεχόμενο του κηρύγματός του και τα κυριότερα δογματικά και ηθικά στοιχεία του Χριστιανισμού· συνεκδ. ιερό λειτουργικό βιβλίο με περικοπές από τα τέσσερα Ευαγγέλια· ειδικότ. εδάφιο, απόσπασμα που διαβάζεται από τον ιερέα σε εκκλησιαστική ακολουθία· κατ' επέκτ. η Καινή Διαθήκη και το αντίστοιχο βιβλίο: το κατά Ματθαίον/Μάρκον/Λουκάν/Ιωάννην ~ (αλλιώς κανονικά ~α, γιατί αποτελούν μέρος του Κανόνα της Αγίας Γραφής). Η μετάφραση των ~ων στη Δημοτική (βλ. Ευαγγελικά).|| Ενεπίγραφο/χειρόγραφο ~.|| Ανάγνωση του ~ου (από τον ιερέα). Το ~ της Κυριακής/της Μεγάλης Παρασκευής.|| Προσκυνώ/φιλώ το ~. Ο μάρτυρας ορκίστηκε στο ~. Βλ. πρωτ~. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ε) η διδασκαλία του Χριστού, οι χριστιανικές αρχές, ο χριστιανισμός: η αλήθεια/η διάδοση/η διακονία/η ερμηνεία/το κήρυγμα/τα μηνύματα/το πνεύμα του ~ου. 3. (μτφ.) συνήθ. για βιβλίο που περιλαμβάνει τις βασικές αρχές ιδεολογικού, πολιτικού, φιλοσοφικού συστήματος ή οι ίδιες οι αρχές, που συχνά υπόσχονται σωτηρία, ευτυχία: το ~ ενός κόμματος/της μεταπολεμικής διανόησης. Πβ. βίβλος.|| Κοινωνικό ~. 4. (μτφ.) καθετί που θεωρείται αυθεντία και ακολουθείται πιστά: Έχω τα έργα του για ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Απόκρυφα Ευαγγέλια/βιβλία & (σπάν.) ψευδεπίγραφα ευαγγέλια: θρησκευτικά κείμενα που περιέχουν λάθη και φανταστικά στοιχεία, φέρουν ψευδώς το όνομα κάποιου γνωστού εκκλησιαστικού προσώπου, δεν θεωρούνται θεόπνευστα και δεν έχουν περιληφθεί στον Κανόνα της Αγίας Γραφής: Τα Απόκρυφα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Τα απόκρυφα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης., Δώδεκα Ευαγγέλια: οι δώδεκα ευαγγελικές περικοπές που διαβάζονται τη Μεγάλη Πέμπτη και κατ' επέκτ. ο εσπερινός της Μεγάλης Πέμπτης., χαράς ευαγγέλια: για δήλωση πολύ μεγάλης χαράς, συνήθ. κατόπιν χαρμόσυνης είδησης ή γεγονότος., Γνωστικά Ευαγγέλια βλ. γνωστικός2, συνοπτικά Ευαγγέλια βλ. συνοπτικός ● ΦΡ.: άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο (προφ.): δεν ανήκει στις αρμοδιότητές μου: Αυτό που ζητάτε είναι ~ ~! Ποιος έχει δίκιο; ~ ~!, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο 1. (μτφ.) είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: Έτσι άκουσα να λένε, αλλά δεν βάζω και το ~ ~. ΣΥΝ. βάζω το χέρι μου στη φωτιά, παίρνω όρκο 2. (κυριολ.) για να ορκιστώ στο δικαστήριο. [< μτγν. εὐαγγέλιον 'ευχάριστα νέα', γαλλ. évangile, αγγλ. evangel, evangile]

έχω

έχω [ἔχω] έ-χω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {παρατ. είχα, έχ-οντας} 1. κατέχω, διαθέτω ή κρατώ πάνω μου: ~ αυτοκίνητο/κατοικίδιο/λεφτά/μαγαζί/μετοχές/περιουσία/σπίτι (= είμαι ιδιοκτήτης).|| (προφ.) Τα ’χει (= είναι πλούσιος).|| ~ δίπλωμα/πτυχίο. ~ μεγάλη θέση στην εταιρεία. Δεν ~ δουλειά (= είμαι άνεργος). Δεν είχα ευκαιρίες στη ζωή μου. ~ δικαιοδοσία/πρόσβαση σε κάτι/το ελεύθερο για κάτι. Δεν ~ άποψη επί του θέματος. ~εις λίγο χρόνο; Δεν ~ χρόνο για χάσιμο. ~εις άδικο/δίκιο. Δεν ~ει τα λογικά του (: τα έχει χάσει). Η θεραπεία δεν ~ει αποτέλεσμα/πιθανότητες επιτυχίας. Το επάγγελμα αυτό δεν ~ει ενδιαφέρον/μέλλον/προοπτικές. Δεν ~ουμε επαρκή στοιχεία/πληροφορίες. Θα ~ουμε τον κόσμο στο πλευρό μας.|| ~εις χρήματα/ψιλά πάνω σου (πβ. βαστώ); ~εις μαζί σου ομπρέλα/τις σημειώσεις/καμιά φωτογραφία του/χαρτομάντιλα; ~εις φωτιά (= αναπτήρα); ~ετε ώρα (= τι ώρα είναι); Λυπάμαι, δεν ~ ώρα (= ρολόι). Πρόσεχε! ~ει όπλο. Δεν είχες (= φορούσες) παλτό; ~ει τατουάζ στο χέρι. Ποιος ~ει τσίχλα (να μου δώσει); ΑΝΤ. στερούμαι 2. (για χαρακτηριστικό ή ιδιότητα) διαθέτω: Ο άνθρωπος ~ει δύο αυτιά. Τα μαλάκια δεν ~ουν κέλυφος. Τι ηλικία/μάτια (ενν. χρώμα)/ύψος ~ει; ~ει μακριά δάχτυλα/μουστάκι/ωραία μύτη. Δεν ~ει μαλλιά (= είναι φαλακρός)/μάτια (= είναι τυφλός). Τα ~ει όλα, δεν της λείπει τίποτε (για υλικά ή ψυχικά αγαθά, ευτυχία). ~ει άνεση/γούστο (= καλαισθησία)/εξυπνάδα/καλοσύνη/θράσος/ομορφιά/πείσμα/πλάκα/ταλέντο. Δεν ~ το θάρρος να τον αντιμετωπίσω. Δεν ~ει φωνή (ενν. καλή, μελωδική). ~ει γλώσσα (= είναι αυθάδης). ~ει παρελθόν (= έχει ζήσει πολλά). Κάθε άνθρωπος ~ει τις ιδιοτροπίες/τις παραξενιές του. Το ~ει αυτό, να μην σε αφήνει να μιλάς. Τι χρώμα ~ει το πουκάμισο; Ο κύβος ~ει τρεις διαστάσεις. Η ταινία ~ει δράση. Το σπίτι ~ει κεντρική θέρμανση. Η πόλη δεν ~ει τουριστική υποδομή. Τα δέντρα δεν ~ουν πια φύλλα (= έχουν πέσει). Βλ. παρα~.|| (για έθιμα) Έτσι το ~ουμε (= συνηθίζουμε) στα μέρη μας. 3. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ απαίτηση (= απαιτώ)/το δικαίωμα (= δικαιούμαι)/σκοπό (= σκοπεύω)/τη συνήθεια (= συνηθίζω)/την υποχρέωση ή το χρέος (= υποχρεούμαι)/φιλοδοξία (= φιλοδοξώ) (+ να). ~ αγωνία (= αγωνιώ)/ανησυχία (= ανησυχώ)/αμφιβολίες (= αμφιβάλλω)/απορία ή απορίες (= απορώ)/ελπίδα ή ελπίδες (= ελπίζω)/ενδιαφέρον (= ενδιαφέρομαι)/ευθύνη (= ευθύνομαι) για κάτι. ~ εμπιστοσύνη σε ... (= εμπιστεύομαι). ~ γιορτή (= γιορτάζω)/πένθος (= πενθώ). ~ αγώνα αύριο (= αγωνίζομαι). ~ επιρροή πάνω του (= επηρεάζω). Τι σχέδια ~εις (= σχεδιάζεις); ~ει τη φήμη του δύσκολου (= φημίζεται για). Τα λεφτά ~ουν αξία (= αξίζουν). Οι δυο υποθέσεις δεν ~ουν σχέση μεταξύ τους (= δεν σχετίζονται). Κάθε πράγμα ~ει αρχή (= αρχίζει) και τέλος (= τελειώνει). ~ουμε διαφορές (= διαφέρουμε ή διαφωνούμε). Στο μέλλον θα ~ουμε αλλαγές/ανακατατάξεις (= θα αλλάξουν τα πράγματα). ~ουμε συζητήσεις (= συζητάμε). Αύριο ~ουμε απεργία (= απεργούμε). 4. κρατώ, φυλάω κάτι σε κάποιον χώρο ή σε συγκεκριμένη θέση, διατηρώ σε ορισμένη κατάσταση: ~ γάλα στο ψυγείο/τα λεφτά στην τράπεζα. Πού τα ~εις (ενν. κρύψει) τα κλοπιμαία;|| ~ τα παιδιά στους παππούδες (= αναθέτω τη φύλαξη).|| Τον ~ουν στην Ασφάλεια/μέσα (ενν. στη φυλακή)/υπό κράτηση/υπό περιορισμό. ~ει τον γιο της στην εντατική (= νοησηλεύεται).|| Μην ~εις τα μάτια κλειστά! Είχε το κεφάλι σκυφτό.|| (μτφ.) Τα ~ όλα υπό έλεγχο. Να το ~εις υπόψη σου. ~ει έτοιμη τη δικαιολογία. 5. σχετίζομαι με πρόσωπο με συγκεκριμένο τρόπο: ~ αδέρφια/οικογένεια/παιδιά/πολλούς γνωστούς/συγγενείς/σύζυγο/φίλους. Δεν ~ σχέση/φίλο (= ερωτικό δεσμό, σύντροφο). Τον είχα δάσκαλο/μαθητή/υπάλληλο. Δεν ~ γονείς (= είμαι ορφανός)/κανέναν στη ζωή (= είμαι μόνος). Μόνο εσένα ~. -Την Ελένη τι την ~εις; -Ξαδέρφη. Είχα πάντα κοντά μου τους δικούς μου (: με στήριζαν, βοηθούσαν). ~ έναν καλό γιατρό (= γνωρίζω) να σου συστήσω. 6. {τριτοπρόσ.} περιέχει· (συνήθ. απρόσ.) υπάρχει: Τι ~ει το ντουλάπι; Η θάλασσα ~ει τσούχτρες. Το βουνό δεν ~ει δέντρα (= είναι γυμνό). Η αίθουσα είχε πολύ κόσμο. Το γράμμα δεν ~ει διεύθυνση/υπογραφή (πβ. φέρω).|| Δεν ~ει ψωμί στο σπίτι. ~ει θέση για μένα; Εδώ είχε κάποτε ένα ποταμάκι. Τι (φαγητό) ~ει/~ουμε σήμερα; Δεν ~ει/ουμε νερό ούτε ρεύμα (σε περίπτωση διακοπής). Αύριο δεν ~ει μετρό και τρένο λόγω της απεργίας. Δεν τελείωσα, ~ει και συνέχεια! 7. {τριτοπρόσ.} αποτελούμαι από, περιλαμβάνω: Πόσα δωμάτια ~ει το διαμέρισμα; Η μέρα ~ει εικοσιτέσσερις ώρες. Πόσα μέλη ~ει ο σύλλογος; 8. παρέχω, προσφέρω: ~ει λύση για κάθε πρόβλημα. Η εταιρεία ~ει δύο δρομολόγια την εβδομάδα. Μας είχε πλούσιο τραπέζι. Τι ~ουν οι κινηματογράφοι σήμερα (ΣΥΝ. παίζουν, προβάλλουν); Σε λίγο ~ει ειδήσεις. Η τηλεόραση δεν ~ει τίποτα (: δεν δείχνει κάτι αξιόλογο) σήμερα. 9. παίρνω λαμβάνω ή δέχομαι: ~ γράμμα. ~εις τον λόγο μου. Δεν ~ νέα της. Πότε μπορώ να ~ απάντηση; Είχα μία αναπάντητη κλήση (στο κινητό)/μια πρόσκληση για χορό. Είχες δύο τηλεφωνήματα. (για να ζητήσουμε κάτι ευγενικά:) Μπορώ να ~ το αλάτι, παρακαλώ;|| ~ επισκέψεις/καλεσμένους/κόσμο/ξένους (στο σπίτι). 10. (+ για/σαν/ως) θεωρώ, χρησιμοποιώ: ~ κάποιον για παράδειγμα/πρότυπο. Το ~ για γρουσουζιά να ... Δεν τον ~ ικανό να έκανε τέτοιο πράγμα. Δεν με ~ει άξιο για τίποτα. Εύκολο το ~εις να κάνω διαίτα; ~ει σίγουρη την επανεκλογή του. Το ~ει καμάρι που ... Την είχα για φίλη. Τον ~ει σαν θεό. Το είχε σαν παιδί της. Πβ. νομίζω, πιστεύω.|| Τον ~ για τις δύσκολες δουλειές. ~εις κάτι για πανωφόρι; Πβ. μεταχειρίζομαι. 11. νιώθω, αισθάνομαι: ~ διάθεση/κέφια/πικρία/πόνο στην καρδιά/φιλικά αισθήματα για κάποιον. Του 'χω μεγάλη αγάπη (= τον αγαπώ πολύ)/αδυναμία. 12. πάσχω, υποφέρω: ~ει την καρδιά του (= είναι καρδιοπαθής)/μυωπία. -Τι ~εις; -~ βήχα/γρίπη/πονοκέφαλο/πυρετό/το στομάχι μου (= με πονάει)/συνάχι/φαγούρα.|| (για βλάβη, δυσλειτουργία) Κάτι ~ει το μηχάνημα και βουίζει. 13. βρίσκομαι σε μία κατάσταση και (ειδικότ. για καιρικές συνθήκες, χρονική στιγμή) επικρατεί, συμβαίνει κάτι: ~ διακοπές. ~ει δυσκολίες (συνήθ. οικονομικές)/πρόβλημα. Αύριο δεν ~ουμε σχολείο. ~ουμε Αρχαία (: ως σχολικό μάθημα). Ελπίζω να μην ~ουμε καμιά δυσάρεστη έκπληξη. Πριν ένα μήνα είχε νέο καρδιακό επεισόδιο (ΣΥΝ. παθαίνω, υφίσταμαι). Τα πράγματα ~ουν ως εξής: ...|| Φέτος θα ~ουμε καύσωνα/δύσκολο χειμώνα. Τι (μέρα) ~ουμε σήμερα; Πόσες του μηνός ~ουμε;/Πόσες ~ει ο μήνας;|| {απρόσ.} ~ει αέρα (πβ. φυσά)/ήλιο/ζέστη/κρύο/κύμα (ενν. η θάλασσα)/λιακάδα/παγωνιά (πβ. κάνει)/συννεφιά. Έξω ~ει σαράντα βαθμούς. Απόψε ~ει φεγγάρι. ~ει πολλή κάπνα εδώ μέσα. Την Κυριακή ~ει παζάρι στο κέντρο. 14. πουλώ προϊόν σε συγκεκριμένη τιμή και (στο γ' πρόσ., για προϊόν) κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο τις ~εις τις ντομάτες; Τις ~ουν πιο φτηνές στο σούπερ-μάρκετ. ~ετε παγωτό φράουλα;|| Αυτό το φόρεμα ~ει (= κάνει, αξίζει) ... ευρώ. 15. (+ ουσ. παράγωγο ρήματος ή πρόταση) πρέπει, θέλω, μπορώ, ξέρω, υπάρχει, πρόκειται: (+ ουσ.) ~ δουλειά/μάθημα/σιδέρωμα (: οφείλω, σκοπεύω να κάνω κάτι).|| (+ να) ~ να πάρω το παιδί από το σχολείο. Δεν ~εις (= δεν χρειάζεται) να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν.|| ~ κάτι να σας πω. ~εις κάτι να απαντήσεις/προσθέσεις/ρωτήσεις; ~εις (= θες) κάτι άλλο (ενν. να αναφέρεις, να πεις);|| Δεν ~εις κάτι καλύτερο να κάνεις;|| (+ πλάγια ερώτηση) Δεν ~ πού να πάω/τι να κάνω/τι να πω. Πβ. γνωρίζω.|| (+ να) Δεν ~ να κρύψω/πω τίποτε! Δεν ~ τίποτα να κερδίσω/φοβηθώ/χάσω! Δεν ~ κανέναν να μιλήσω. Δεν ~ουμε κάτι να χωρίσουμε.|| {απρόσ.}(+ να) ~ει να (= θα) γίνει το έλα να δεις/χαμός!|| (απειλητ.) Δεν ~εις (= δεν επιτρέπεται) να πας πουθενά! 16. κάνω ή δεν έχω κάνει κάτι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (+ να/που + χρον. προσδιορισμό): ~ να κοιμηθώ/να φάω τρεις μέρες. ~ να τη δω μήνες. ~ καιρό/κάτι χρόνια να παίξω μπάλα. ~εις πέντε λεπτά να αποφασίσεις. ~ τρία χρόνια που κάνω σκι. ~ει ώρα που έφυγε/δεν φάνηκε. 17. ως βοηθητικό ρ. για τον σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων: Το βιβλίο δεν ~ει ολοκληρωθεί ακόμη. Θα μπορούσαν να ~ουν συμβεί χειρότερα. Όταν έφτασα, είχε φύγει. Θα ~εις τελειώσει, ώσπου να έρθω; 18. με απρόσ. εκφράσεις (+ ότι/να): Αξία/σημασία ~ει ότι αγαπιέστε. Δεν ~ει νόημα να μπούμε σε λεπτομέρειες. ● ΦΡ.: (δεν) έχει να κάνει που (προφ.): (δεν) παίζει ρόλο: Δεν ~ ~ δεν έχεις λεφτά, κερνάω εγώ., από δω τον είχα, από κει τον είχα (προφ.): για επίμονη προσπάθεια να πείσει κανείς κάποιον: ~ ~, τον κατάφερα τελικά/του το πούλησα., αυτά έχει/έχουν ...: έτσι είναι (η κατάσταση): ~ ~ει η δημοσιότητα/η ζωή. ~ ~ουν τα γεράματα. Πβ. έτσι/αυτός είναι ο κόσμος!, δεν έχει (προφ.): για δυνατότητα που αποκλείει, απαγορεύει κάποιος, δεν υπάρχει: ~ ~ άλλο, αρκετά. (σε παιδιά) Απόψε ~ ~ τηλεόραση, αν δεν κοιμηθείτε το μεσημέρι! ~ ~ γιατί! Γιατί έτσι λέω εγώ! ~ ~ "δεν μπορώ", μπορείς και παραμπορείς! Α, όλα κι όλα, ~ ~ (= δεν επιτρέπονται) τέτοια!, δεν έχω παρά να: για να δηλωθεί ότι κάτι είναι πολύ απλό, χρειάζεται μόνο να: Για να μπεις μέσα, δεν ~εις ~ στρίψεις το κλειδί., δεν το έχω σε πολύ/σε τίποτα: για ενέργεια που γίνεται χωρίς δισταγμό ή δυσκολία: Δεν το έχει ~ να μας εκθέσει μπροστά στον κόσμο. ΣΥΝ. δεν (μου) κοστίζει τίποτα να, είχα δεν είχα (προφ.) 1. για αναμενόμενη συμπεριφορά κάποιου: Είχε δεν είχε, τα κατάφερε πάλι! 2. μόλις και μετά βίας, ούτε καν: Όταν έφυγε από το πατρικό του, είχε δεν είχε κλείσει τα δεκατρία., έχει γούστο/πλάκα (να ...) (προφ.) 1. για κάτι ευχάριστο, διασκεδαστικό: ~ ~ να παίζεις στη θάλασσα! 2. για κάποιο δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο ενδεχόμενο: ~ ~ να άκουσε όσα είπαμε/να με δουλεύει! -Λες να χάσουμε το πλοίο; -~ ~! Πβ. για φαντάσου., έχουμε και λέμε (προφ.): για να συνοψίσουμε, να λογαριάσουμε ή γενικότ. να αναφερθούμε σε ένα σύνολο στοιχείων: Λοιπόν, ~ ~, μαγιό, πετσέτα, ομπρέλα και είμαστε έτοιμοι για παραλία., έχω δεν έχω (προφ.): για κάτι που πρέπει να γίνει, ανεξάρτητα από την οικονομική δυνατότητα κάποιου: ~εις ~εις, πρέπει να τον βοηθήσεις., έχω κάτι/τα έχω με κάποιον (προφ.): είμαι δυσαρεστημένος, ενοχλημένος, θυμωμένος, προβληματισμένος: ~εις κάτι εναντίον μου/με μένα; Κάτι ~εις και δεν μου λες. Δεν ~ τίποτα (: κανένα πρόβλημα, είμαι καλά). Τα ~ει μαζί μου γιατί ...|| Τι ~εις (= σου συμβαίνει);, έχω να κάνω (με) (προφ.): έχω σχέση, σχετίζομαι με: Η δουλειά μου έχει να κάνει με παιδιά/με τη φιλολογία. Δεν ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις. Το θέμα δεν έχει τίποτα να κάνει με σένα (= είναι άσχετο, δεν σε αφορά)., έχω να το λέω (εμφατ.): για να τονιστεί η σημασία των λεγομένων: ~ ~, έμαθα πολλά πράγματα δίπλα του., έχω παρτίδες/πάρε-δώσε/νταραβέρια (κυρ. αρνητ. συνυποδ.): συναλλάσσομαι, σχετίζομαι με κάποιον: ~ει ~ με τη μαφία/τον υπόκοσμο. Δεν θέλει να ~ει ~ ~ μαζί τους. Με ποιον ~ει νταραβέρια είναι δικό της θέμα., έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου & είμαι στις μαύρες/στις κακές μου (προφ.): βρίσκομαι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση: Μην του μιλάς σήμερα, έχει ~ του. Βλ. στις καλές μου., όλα τα είχαμε, (αυτό μας έλειπε) (ειρων.): για δυσκολία που προστίθεται σε ήδη υπάρχουσες., τα έχω με κάποιον & τα έχουμε (προφ.): είμαστε ζευγάρι., την έχω καλά/άσχημα (προφ.): βρίσκομαι σε ευχάριστη/δυσάρεστη, δύσκολη θέση, σε κίνδυνο: Εγώ την ~ καλά, εσείς να δω πώς θα τη γλιτώσετε! Αν τον πιάσουνε, την ~ει (πολύ) άσχημα!, τι είχαμε, τι χάσαμε (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν μεταβάλλεται μία κατάσταση, ανεξάρτητα από αυτόν ή αυτό που αποχωρεί, παύει να υφίσταται, να λειτουργεί. Πβ. ούτε γάτα ούτε ζημιά., τι έχει και τι δεν έχει (εμφατ.): για να δηλωθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος: Δεν μπορώ να ξέρω/δεν με ενδιαφέρει ~ ~ ο καθένας τους., το έχω σε καλό/σε κακό να ...: θεωρώ κάτι καλοτυχία/κακοτυχία., το 'χω (νεαν. αργκό): το έχω κατανοήσει, το κατέχω., τον έχω (νεαν. αργκό): τον νικώ, υπερέχω: ~ ~ χαλαρά., ως έχει (λόγ.) & όπως έχει: ακριβώς όπως είναι: Θα ήθελα να μου περιγράψεις την κατάσταση ~ ~. Η διάταξη διατηρείται/παραμένει ~ ~. Να μου πεις την αλήθεια ~ ~., (δεν) έχω την ανάγκη (κάποιου)/(δεν) έχω ανάγκη από (κάτι)/(δεν) τον έχω ανάγκη βλ. ανάγκη, (έχω) ελαφρύ χέρι βλ. χέρι, (και/κι) ο μήνας έχει εννιά βλ. εννέα, (κι/για) αύριο έχει ο Θεός βλ. αύριο, (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου βλ. μάτι, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι βλ. μάτι, δεν έχει αρχή και τέλος βλ. αρχή, δεν έχει μαντίλι να κλάψει βλ. μαντίλι, δεν έχει όμοιο/όμοια βλ. όμοιος, δεν έχει όρια/όριο βλ. όριο, δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο βλ. ιερός, δεν έχει στον ήλιο μοίρα βλ. ήλιος, δεν έχει το Θεό του βλ. θεός, δεν έχει τσίπα (επάνω/πάνω του) βλ. τσίπα, δεν έχει τύχη βλ. τύχη, δεν έχει ψωμί να φάει βλ. ψωμί, δεν έχω θέση κάπου βλ. θέση, δεν έχω ιδέα βλ. ιδέα, δεν έχω μάτια (γι' άλλον) βλ. μάτι, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν έχω μία βλ. ένας, μία/μια, ένα, δεν έχω ξυπνημό βλ. ξυπνημός, δεν έχω τα μέσα βλ. μέσο, δεν έχω τίποτα εναντίον (του) βλ. τίποτα, δεν έχω τίποτα να χάσω βλ. τίποτα, δεν έχω φράγκο βλ. φράγκο, δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια βλ. λόγια, δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, δεν ξέρει τι έχει βλ. ξέρω, είμαι/έχω λάσκα βλ. λάσκος, είμαι/έχω υπηρεσία βλ. υπηρεσία, είναι/το έχω στο αίμα μου βλ. αίμα, είναι/τον έχω του χεριού μου βλ. χέρι, εύκολο το' χεις; βλ. εύκολος, έχε χάρη ... βλ. χάρη, έχει (γερές) πλάτες βλ. πλάτη, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι βλ. δόντι, έχει (μεγάλη) πέραση βλ. πέραση, έχει άκρες βλ. άκρη, έχει διπλό ρόλο βλ. διπλός, έχει ζουμί βλ. ζουμί, έχει καλώς βλ. καλώς, έχει κώλο βλ. κώλος, έχει μεγάλο στόμα βλ. στόμα, έχει μπάρμπα στην Κορώνη βλ. μπάρμπας, έχει να κάνει βλ. κάνω, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει βλ. λέω, έχει ο Θεός βλ. θεός, έχει ο καιρός γυρίσματα βλ. καιρός, έχει ρεύμα βλ. ρεύμα, έχει τα ρούχα της βλ. ρούχο, έχει το γενικό πρόσταγμα βλ. πρόσταγμα, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του βλ. διάβολος, έχει τον αμάζευτο βλ. αμάζευτος, έχει τον τρόπο του βλ. τρόπος, έχει χάζι βλ. χάζι, έχει ψωμί/φαΐ βλ. ψωμί, έχει/υπάρχουν κ(α)ι αλλού πορτοκαλιές (που κάνουν πορτοκάλια) βλ. πορτοκαλιά, έχεις πρόβλημα; βλ. πρόβλημα, έχετε/θα είχατε την καλοσύνη να ... ;/αν έχετε την καλοσύνη, ... βλ. καλοσύνη, έχουμε μέλλον βλ. μέλλον, έχω (καλό) χέρι βλ. χέρι, έχω (κάποιον) από δίπλα/από κοντά βλ. δίπλα, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου βλ. καρδιά, έχω (κάποιον/κάτι) περί πολλού βλ. περί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα δική μου βλ. μέρα, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου βλ. μέρα, έχω άδεια βλ. άδεια, έχω άστρο/αστέρι βλ. άστρο, έχω κάποιον άχτι βλ. άχτι, έχω κάποιον δεμένο βλ. δένω, έχω κάποιον στα όπα όπα βλ. όπα, έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου βλ. τσέπη, έχω κάποιον στο χέρι (μου) βλ. χέρι, έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου βλ. μυαλό, έχω κάτι άχτι βλ. άχτι, έχω λαμβάνειν βλ. λαμβάνειν, έχω λόγο βλ. λόγος, έχω μόνο δύο/δυο χέρια! βλ. χέρι, έχω μπέσα βλ. μπέσα, έχω μπλεξίματα/μπελάδες/φασαρίες/τραβήγματα/ντράβαλα βλ. μπλέξιμο, έχω να (το) λέω βλ. λέω, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου βλ. κεφάλι, έχω προ οφθαλμών (κάτι) βλ. οφθαλμός, έχω προηγούμενα (μαζί) με κάποιον βλ. προηγούμενο, έχω ρέντα βλ. ρέντα, έχω σε υπόληψη βλ. υπόληψη, έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι) βλ. νους, έχω σώας τας φρένας βλ. σώος, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα βλ. μάτι, έχω την αξίωση να βλ. αξίωση, έχω την τιμητική μου βλ. τιμητικός, έχω την τύχη με το μέρος μου βλ. τύχη, έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι βλ. νους, έχω υπόψη βλ. υπόψη, έχω/κάνω κενό βλ. κενό, έχω/κρατάω (κάποιον) σούζα βλ. σούζα, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, έχω/με πιάνουν τα διαόλια μου βλ. διαόλια, έχω/περνάω (μεγάλο) ζόρι/(μεγάλα) ζόρια βλ. ζόρι, η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) βλ. τιμή, και οι ... έχουν ψυχή βλ. ψυχή, κάνω κουμάντο/έχω το κουμάντο βλ. κουμάντο, κάνω σε κάποιον το τραπέζι/έχω τραπέζι βλ. τραπέζι, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, λαμβάνω/έχω την τιμή να ... βλ. τιμή, λίγο το 'χεις; βλ. λίγος, μένει ως έχει βλ. μένω, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι, όλα τα 'χε/'χει η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε/λείπει βλ. φερετζές, ούτως εχόντων των πραγμάτων βλ. ούτω(ς), πόθεν έσχες βλ. πόθεν, ποιος/τι έχει σειρά; βλ. σειρά, πού έχεις/είναι/τρέχει το μυαλό σου; βλ. μυαλό, στο ενεργητικό του/της βλ. ενεργητικό, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει βλ. στόμα, τα βάζω/τα έχω με τον εαυτό μου βλ. εαυτός, τα έχει τα χρονάκια του! βλ. χρόνος, τα έχω καλά με κάποιον βλ. καλά, τα 'χω τετρακόσια βλ. τετρακόσιοι, τα 'χω χαμένα βλ. χαμένος, τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! βλ. Γιάννης, τι ψυχή έχει (κάτι); βλ. ψυχή, το έχει/το 'χει η μοίρα μου βλ. μοίρα, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα, το έχω/βάζω μαράζι βλ. μαράζι, το 'χω μέσα μου βλ. μέσα, το 'χω παράπονο βλ. παράπονο, φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά/όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά βλ. ρούχο ● βλ. έχων [< αρχ. ἔχω]

ζωή

ζωή ζω-ή ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα που διακρίνει τα έμβια από τα μη έμβια όντα, όπως εκδηλώνεται στις λειτουργίες του μεταβολισμού, της ανάπτυξης, της αναπαραγωγής και κατ' επέκτ. η ύπαρξη: το φαινόμενο της ~ής. Το νερό ως πηγή ~ής.|| Η ανθρώπινη ~ είναι πολύτιμη. Δικαίωμα στη ~. Σκοπός της ~ής. Διακινδύνευσε τη ~ του, για να με σώσει. Μας φυγάδευσε με κίνδυνο της ~ής του. Έχασαν/θυσίασαν τη ~ τους για την ελευθερία. Νίκησαν, αλλά με τίμημα τη ~ χιλιάδων μαχητών. Μία σφαίρα του αφαίρεσε/πήρε τη ~ (= τον σκότωσε). Έφυγε από τη ~ (= δεν ζει πια). Δεν έχει ~ (= θα πεθάνει σύντομα). Δεν βρίσκεται πια στη ~ (= έχει πεθάνει). Διατηρείται στη ~ με τεχνητά μέσα. Χρωστάω τη ~ μου στον γιατρό μου. (απειλητ.) Τα λεφτά σου ή τη ~ σου! Ο ερχομός του έδωσε νόημα στη ~ μου. Είσαι η ~ μου!|| Προηγούμενη ~ (βλ. μετεμψύχωση).|| (μτφ.) Ο σχεδιαστής έδωσε ~ σε χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων. ΑΝΤ. θάνατος (1) 2. (συνεκδ.) τα έμβια όντα ως σύνολο: θαλάσσια ~. (Α)κυτταρική μορφή ~ής. Υπάρχει ~ σε άλλους πλανήτες; 3. η περίοδος από τη γέννηση (ή από άλλο χρονικό σημείο) ως τον θάνατο (ή ως μια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής) και ειδικότ. τα γεγονότα που έχει ζήσει κάποιος, ο βίος του: διάρκεια/μέσος όρος ~ής. Σχέση ~ής (: μακροχρόνια και ουσιαστική). Στα πρώτα βήματα της ~ής (= στα παιδικά χρόνια). Τι κάνεις στη ~ σου (= πώς περνάς, με τι ασχολείσαι); Δεν έκανε τίποτα (ενν. σπουδαίο ή δημιουργικό) στη ~ του. Ευκαιρίες που τυχαίνουν μία φορά στη ~. Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί στη ~ μου. Όλη μου τη ~ δουλεύω. Παρέμεινε στο εξωτερικό για το υπόλοιπο της ~ής της. Τα λόγια του θα τα θυμάμαι για/σε όλη μου τη ~.|| ~ γεμάτη αγώνες/βάσανα (πβ. σκυλο~)/προκλήσεις/χαρές. Η ~ και το έργο του ποιητή. Σημαντικοί σταθμοί στη ~ της. Ταινία θα γίνει η ~ της δημοφιλούς ηθοποιού. Γράφει βιβλίο για τη ~ του (βλ. αυτοβιογραφία). 4. ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος, διαβίωση και ειδικότ. το σύνολο των δραστηριοτήτων σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο ή σε συγκεκριμένο τομέα: αληθινή/ανέμελη/άνετη (βλ. ευζωία)/γλυκιά (πβ. ντόλτσε βίτα)/δύσκολη/εύκολη/ήσυχη/λιτή/μαύρη/παραμυθένια/πραγματική/σκληρή/σκυλίσια ~. Έκανε άστατη ~. Έχει πλούσια ερωτική ~. Αρχίζω μια καινούργια ~. Ο χορός είναι η ~ μου. Αφιέρωσε τη ~ του στην επιστήμη. Η ~ στην πρωτεύουσα έχει ακριβύνει πολύ. Την έβγαλε από τη ~ του (= τα χάλασε μαζί της). Μου αναστάτωσε τη ~. Με τη γέννηση του παιδιού, η ~ μας άλλαξε. Το πλυντήριο έκανε τη ~ μας ευκολότερη. Βελτιώσεις που έφερε στη ~ των ανθρώπων η τεχνολογία. Δεν είναι ~ αυτή (: ως εκδήλωση δυσφορίας)! Βλ. παλιο~.|| Οικογενειακή/στρατιωτική/φοιτητική ~. Η κοινωνική/πνευματική ~ της χώρας. Η καλλιτεχνική/νυχτερινή/πολιτική ~ του τόπου. Η ~ στην πόλη/στην ύπαιθρο/τον προηγούμενο αιώνα. 5. η πραγματικότητα του βίου ως εμπειρία: πείρα βγαλμένη από τη ~. Τι ξέρεις από τη ~ εσύ; Για να μάθεις τη ~, πρέπει να τη ζήσεις. Τέλειωσε το γυμνάσιο και βγήκε στη ~ (= στη βιοπάλη). Σπούδασε στο σχολείο της ~ής (: κατ' αντιδιαστολή προς την εγκύκλια εκπαίδευση). Η ~ με δίδαξε να δίνω αξία στους ανθρώπους. Αυτά έχει/έτσι είναι η ~! Πάρε τη ~ στα χέρια σου (: ανάλαβε πρωτοβουλίες). Θέλει να έχει τη δική της ~ (: να είναι ανεξάρτητη). 6. (μτφ.) (για πρόσ.) ενεργητικότητα, ζωντάνια· (για περιοχές) έντονη δραστηριότητα: Άνθρωπος που ξεχειλίζει από ~. Είναι γεμάτος ~ (= ζωτικότητα) και αισιοδοξία. Δεν έχει ~ (= ψυχή) μέσα του.|| Το νησί δεν έχει καθόλου ~ τον χειμώνα. Η πόλη σφύζει από ~. Πβ. κίνηση, κυκλοφορία. ΑΝΤ. νέκρα. 7. (μτφ.) (κυρ. για μηχανές, επιχειρήσεις) διάρκεια λειτουργίας ή αντοχής: η ~ της μπαταρίας. Η εταιρεία στη σύντομη ~ της κατάφερε να κυριαρχήσει στην αγορά. (ΟΙΚΟΝ.) Η ωφέλιμη ~ των παγίων.ζωές (οι): άνθρωποι: Απειλούνται ανθρώπινες ~. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χάθηκαν εκατομμύρια ~ (= ψυχές). Φάρμακο που σώζει ~. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή & (λόγ.) η αιώνιος ζωή: ΘΕΟΛ. η μεταθανάτια. Βλ. επίγεια/ουράνια ~., καλή ζωή: υψηλό βιοτικό επίπεδο: ~ ~ και μακροζωία/υγεία., μεγάλη ζωή: πολυτελής και κοσμικός τρόπος διαβίωσης: χλιδή και ~ ~., ποιότητα ζωής: το επίπεδο διαβίωσης που καθορίζεται κυρ. από τη διατήρηση καθαρού περιβάλλοντος, από τις ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και από τις δυνατότητες αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου: χαμηλή/υψηλή ~ ~. Βελτίωση/εξασθένιση/υποβάθμιση της ~ας ~ (των κατοίκων της πόλης).|| Η ~ ~ των ασθενών. [< αγγλ. quality of life, 1943] , υποστήριξη της ζωής: οτιδήποτε συμβάλλει στη διατήρησή της: (ΙΑΤΡ.) βασική (βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση/ανάνηψη)/εξειδικευμένη/μηχανική ~ ~. (ΟΙΚΟΛ.) Συστήματα ~ης ~ του πλανήτη (βλ. βιοποικιλότητα, βιόσφαιρα). [< αγγλ. life-support, 1959] , άγρια ζωή βλ. άγριος, ασφάλεια ζωής βλ. ασφάλεια, βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης βλ. βιοτικός, διπλή ζωή βλ. διπλός, έντονη ζωή βλ. έντονος, επιστήμες της ζωής βλ. επιστήμη, η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος βλ. δημόσιος, ημιπερίοδος ζωής βλ. ημιπερίοδος2, ημίσεια ζωή βλ. ήμισυς, ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος βλ. ιδιωτικός, καθιστική ζωή βλ. καθιστικός, κόστος ζωής βλ. κόστος, κύκλος ζωής βλ. κύκλος, σημεία ζωής βλ. σημείο, στάση ζωής βλ. στάση, το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης βλ. προσδόκιμος ● ΦΡ.: βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του: αυτοκτονεί: Αποφάσισε/προσπάθησε να βάλει τέλος ~., έδωσε τη ζωή του: για κάποιον που πέθανε για ένα ιδανικό ή κατ' επέκτ. αφιερώθηκε σε αυτό: Τιμάμε τους πολεμιστές που έδωσαν ~ τους για την πατρίδα.|| Έδωσε ~ της (= θυσιάστηκε) για τη σωτηρία της ανθρωπότητας., έδωσε/χάρισε ζωή σε ... 1. έγινε δωρητής οργάνων: ~ ~ σε συνανθρώπους μας, προσφέροντας τα όργανά του για μεταμόσχευση.|| (παλαιότ. για κάποιον καταδικασμένο σε θάνατο) Ο βασιλιάς του χάρισε τη ~ (: του έδωσε χάρη). 2. (μτφ.) αναζωογόνησε: Έδωσε ~ (= πνοή) στη ναυτιλία/στην πόλη., εν ζωή (λόγ.): για κάποιον που είναι ακόμη ζωντανός, στη ζωή: Ο σημαντικότερος ~ ~ συγγραφέας. Δωρεά ~ ~. ΑΝΤ. μετά θάνατο(ν), έχω φάει τη ζωή με το κουτάλι (προφ.): έχω μεγάλη πείρα της ζωής., ζωή μου!: ως προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο., ζωή σε (λόγου) σας (προφ.): ως έκφραση συλλυπητηρίων σε συγγενείς ή/και οικείους νεκρού: Θεός σχωρέσ' τον, ~ ~ μας., ζωή χαρισάμενη/ζωή και κότα (προφ.): ευτυχισμένη, ανέμελη, γεμάτη απολαύσεις και καλοπέραση, χωρίς προβλήματα και βάσανα: Περνούν ~ ~., κάνω/ζω τη ζωή μου: ζω όπως επιθυμώ, συνήθ. ανέμελα, χωρίς υποχρεώσεις: Θέλει να ταξιδέψει, να κάνει ~ της. Χαλάρωσε και ζήσε ~ σου! [< γαλλ. vivre ma vie] , μεταξύ ζωής και θανάτου: για ετοιμοθάνατο και γενικότ. για κάθε οριακή κατάσταση: Βρίσκεται ~ ~.|| Μάχη (μεταξύ) ~ ~., μια ζωή (για δήλωση δυσφορίας): από παλιά, πάντα, συνεχώς: ~ ~ τα ίδια λάθη!, μια ζωή την έχουμε (προφ.): η ζωή είναι σύντομη και για αυτό πρέπει να την απολαμβάνουμε., μια ολόκληρη ζωή (προφ.): για πάντα· (επιτατ.) για δήλωση ενός συγκεκριμένου, μικρού ή μεγάλου, χρονικού διαστήματος: φίλοι ~ ~. Αυτοκίνητο/έπιπλα/σπίτι για ~ ~/μια ζωή. Είναι νέος κι έχει ~ ~ (= το μέλλον) μπροστά του.|| Απαιτείται/δεν του φτάνει ~ ~ για να ... Τίναξε στον αέρα ό,τι έχτιζε ~ ~., ξανάφτιαξε τη ζωή του/της: ξαναπαντρεύτηκε. [< γαλλ. refaire sa vie] , ποτέ στη ζωή μου (εμφατ.): ποτέ: Δεν θα το ξεχάσω ~ ~ (: μέχρι να πεθάνω). Ποτέ, μα ~ ~ (= ως τώρα) δεν επιδίωξα να ..., στη ζωή και στο(ν) θάνατο: για πάντα, σε καλές και κακές περιστάσεις: Ορκίστηκαν να είναι μαζί ~ ~., στη ζωή μου/της μάνας μου/των παιδιών μου (προφ.): ως όρκος προς επικύρωση των λεγομένων: ~ ~ μου, δεν το έκανα εγώ! Πβ. μα την πίστη μου!, σε ό,τι έχω ιερό., του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο (προφ.): του δημιουργώ συνεχώς προβλήματα, δεν τον αφήνω να ηρεμήσει, κυρ. ψυχολογικά ή συναισθηματικά: Μου κάνει ~ ~ (= με ζορίζει, ταλαιπωρεί). ΣΥΝ. μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο, φιλί (της) ζωής: τεχνητή αναπνοή με εκπνοή στο στόμα και κατ' επέκτ. διάσωση την τελευταία στιγμή: Ο ναυαγοσώστης τού έδωσε το ~ της ~.|| (συχνότ. μτφ.) ~ ~ στην οικονομία. Οι βροχές έδωσαν το ~ ~ στα σιτηρά. Πβ. ενίσχυση, τόνωση. [< αγγλ. kiss of life, 1961] , αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου βλ. αγώνας, αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα βλ. αλλάζω, βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, δίνω (μια) ανάσα (ζωής) βλ. ανάσα, είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου) βλ. νήμα, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, εφ' όρου ζωής βλ. όρος, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, η ιστορία της ζωής μου βλ. ιστορία, κρατώ κάποιον ζωντανό/στη ζωή βλ. κρατώ, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο θάνατός σου, η ζωή μου! βλ. θάνατος, στοίχισε τη ζωή (σε κάποιον) βλ. στοιχίζει, το αλάτι/το άλας της γης/της ζωής βλ. άλας, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω ● βλ. ζωούλα [< αρχ. ζωή, γαλλ. vie, αγγλ. life, γερμ. Leben]

ηθελημένος

ηθελημένος, η, ο [ἠθελημένος] η-θε-λη-μέ-νος επίθ. (λόγ.): σκόπιμος, εκούσιος: ~η: αδράνεια/ενέργεια/επιλογή/παραβίαση (των κανόνων)/παράλειψη. ~ο: έγκλημα/λάθος. Ένα απρόοπτο, μη ~ο γεγονός. Πβ. εσκεμμένος, θεληματικός, οικειοθελής. ΑΝΤ. αθέλητος (1), ακούσιος ● επίρρ.: ηθελημένα & (λόγ.) -ως ● ΦΡ.: ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα: εκούσια ή ακούσια: Με τις πράξεις τους συνέβαλαν, ~ ~, στη διαιώνιση του προβλήματος. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη. ● βλ. θέλω [< γερμ. gewillt]

θεαθήναι

θεαθήναι [θεαθῆναι] θε-α-θή-ναι ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: κυρ. στη ● ΦΡ.: για το θεαθήναι & προς/διά το θεαθήναι (λόγ.): για τα μάτια του κόσμου, για επίδειξη: Αντιδράσεις, μομφές, μόνο ~ ~ (πβ. άνευ ουσίας). Όλα γίνονται/είναι ~ ~ (βλ. θεατρινισμός).|| Κάνει σπατάλες έτσι ~ ~ (: για εντυπωσιασμό, για εφέ)! Πβ. για τους τύπους. [< απαρ. παθ. αορ. του ρ. θεῶμαι ‘βλέπω, είμαι αντικείμενο θέασης’]

θέλω

θέλω θέ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θέλ-εις (προφ.) θες, -ει, -ουμε (λαϊκό) θέμε, -ετε (λαϊκό) θέτε, -ουν(ε) (λαϊκό) θένε | θες κ. θέλε, θέλετε | ήθελα, θέλησα, να/θα θελήσω | ηθελημένος, θέλ-οντας} 1. έχω την επιθυμία, εκφράζω την πρόθεση για κάτι: ~ να σου πω κάτι. Θα μιλάω όπως ~ (πβ. γουστάρω)! Δεν ~ να με δει/να ενοχλώ/να θυμάμαι. Ό,τι θες/θελήσεις θα το 'χεις. Κάνε/πράξε ό,τι/όπως θες, δεν με νοιάζει. Φάε όσο ~εις/θες. Λέγε, τι θες; Όποιος ~ει, ας/μπορεί να έρθει. Παίρνει πάντα αυτό που ~ει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. ~ να πάω διακοπές/να φύγω. Αν ~εις/θες να είσαι σίγουρος, ρώτα. Κανέναν δεν πιέζουμε, αν δεν το ~ει. Αν ~ήσει να μιλήσει, θα μάθουμε αρκετά. Δεν ξεκουράζεται όσο θα ήθελε.|| (ως έκφρ. ευγενείας) Ένα ποτηράκι κρασί θα το ήθελα. Δεν θα ήθελα να μας δουν μαζί. Ήθελα να ξέρω (: αναρωτιέμαι), δεν κουράζεται ποτέ; Αν ~εις, ρίχνεις μια ματιά κι εδώ (: αν έχεις την καλοσύνη); ~ετε κάτι άλλο; Πώς ~ετε τον καφέ σας (= πώς τον προτιμάτε); Θα ~ατε κάτι; Τι θα ~ατε; Ποιος θα ήθελε να με βοηθήσει;|| (ευχετ.) Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά .../να είχα γίνει γιατρός (: μακάρι). ΣΥΝ. επιθυμώ 2. προσπαθώ, επιδιώκω: Κάτι ~ει να κρύψει. ~ει τα λεφτά της, δεν την αγαπά. ~ει να πετύχει οπωσδήποτε/την επιτυχία (= έχει στόχο· βλ. προσβλέπω). Εγώ να βοηθήσω ήθελα μόνο. Δεν ήθελα να σε προσβάλω (= δεν είχα σκοπό). Τι ήθελε να πει μ' αυτό (= τι υπονοούσε); Τον έσπρωξα, χωρίς να το ~ (= άθελά μου, ακούσια). Θέλησαν (= επιχείρησαν) να τον απομακρύνουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πβ. επιζητώ, σκοπεύω. 3. ζητώ ή απαιτώ: Το μόνο που ~ από σένα είναι αγάπη. Δεν ~ υπερβολές. Πβ. γυρεύω.|| (επιτατ.) ~ μια απάντηση/διαζύγιο/δουλειά/εκδίκηση. Πες μου την αλήθεια, ~ να ξέρω. Αν ~εις πόλεμο, θα τον έχεις. Η μόδα ~ει τις γυναίκες αδύνατες/με καμπύλες. Προβλήματα που ~ουν επειγόντως λύση. Πβ. αξιώνω. 4. έχω ανάγκη, χρειάζομαι: ~ αγάπη. ~εις λούσιμο. Τώρα ~εις ξεκούραση, για να γίνεις εντελώς καλά. Το φαγητό ~ει αλάτι. Το πράγμα δεν ~ει σκέψη. Τα ρούχα ~ουν πλύσιμο. Τα φυτά ~ουν φροντίδα. Αν θες βοήθεια, πες το.|| (απρόσ.) ~ει πολύ ακόμη, για να ξημερώσει. ~ει διάβασμα/δύναμη/θάρρος/καιρό/κόπο/κότσια/χρόνο (για) να ... (= απαιτείται). 5. αποδέχομαι: Αφού σου το εξήγησα, γιατί δεν θες να το καταλάβεις (= δεν λες); Δεν ~ει να το πιστέψει. Θα θελήσει να σου κάνει το χατίρι (: θα συναινέσει, θα συγκατατεθεί); Οι γονείς της δεν τον ήθελαν (ενν. για σύζυγο της κόρης τους).|| (μτφ.) Η μηχανή δεν ~ει να πάρει μπρος (πβ. δεν εννοεί να). 6. αναζητώ, ψάχνω κάποιον: Ποιον θα ~ατε/~ετε; Σας ~ουν στο γραφείο/τηλέφωνο (= σας ζητούν). 7. ποθώ: Σε ~ πολύ! Δεν σε ~ πια (= δεν σ' αγαπώ). 8. θεωρώ, ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα: Δεν είμαι τόσο ανόητος, όσο με ~ουν κάποιοι.θέλει (προφ.): ευνοεί: Άμα σε ~ το ζάρι/η τύχη, δεν έχεις κανέναν ανάγκη (= σε πάει). Τη ~ το κοινό (: την αποδέχεται, την αγαπά). Τη ~ ο φακός (: έχει φωτογένεια). ● Ουσ.: θέλω (τα): οι επιθυμίες κάποιου: τα ~ της καρδιάς. Κάντε τα ~ σας πραγματικότητα! Βλ. πρέπει (τα). ● ΦΡ.: (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός (προφ.): για πλήρη άρνηση, αποδοκιμασία μιας άδικης κατάστασης: Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον θέλει ~., (δε) θες να ...; (προφ.): έκφρ. ανησυχίας ή φόβου: Πολύ αργεί, ~ ~ του συνέβη κάτι (= λες να, μήπως);, (και) τι θες να (σου) κάνω; (οικ.): για δήλωση αδιαφορίας ή αδυναμίας να βοηθήσουμε κάποιον: Έτσι είν' η ζωή, ~ ~;|| Αρρώστησες. Ωραία κι εγώ τι ~ ~;, (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω;: έκφρ. άγνοιας δηλωμένης με δυσαρέσκεια, πώς περιμένεις να το γνωρίζω: Αν αυτός ήταν άρρωστος, ~ ~;, ... δεν ήθελες; (ειρων.): σε κάποιον που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες της συνήθ. παράλογης επιθυμίας του ή των υψηλών προσδοκιών του: Μεγαλεία ~ ~, λούσου τα τώρα!, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! (συνήθ. ειρων.): προς δήλωση μεγάλης επιθυμίας· για κάτι που γίνεται δεκτό με μεγάλη χαρά, χωρίς αντίρρηση: Δέχτηκε αμέσως την πρόταση, ~ ~., αν θέλει ο Θεός: αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: ~ ~, θα νικήσουμε/θα φύγουμε αύριο. ΣΥΝ. Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν θέλεις/θέλετε & (προφ.) αν θες: κειμενικός δείκτης που σχετικοποιεί ή επιτείνει τον ισχυρισμό του ομιλητή: Αυτό που λες είναι αυθαίρετο ή, ~ ~εις, παρακινδυνευμένο. Πρόκειται για λάθος, ή ~ ~, για γκάφα ολκής., αν θέλω λέει! & αν ήθελα λέει!: (προφ.-εμφατ.) για να δηλωθεί ενθουσιώδης αποδοχή πρότασης, με μεγάλη μου χαρά: -Θέλεις να έρθεις μαζί; -~ ~ (= ευχαρίστως)!, δε(ν) θέλει (και) πολύ (για) να (προφ.): για κάτι συνήθ. δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη: ~ ~ γίνει το κακό!, δε(ν) με θέλει! (προφ.): είμαι άτυχος: Δεν είναι η μέρα μου, ~ ~ καθόλου/με τίποτα! Μου φαίνεται δεν σε ~ η τύχη σήμερα!, δεν (το) ήθελα: για δήλωση ακούσιας πρόκλησης βλάβης: Σας πάτησα; συγγνώμη ~ ~! Δεν ήθελα να σε πληγώσω., δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον (προφ.): για να δηλωθεί αποστροφή, αγανάκτηση, οργή απέναντι σε κάποιον: Φύγε, ~ ~ να σε ξαναδώ! Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει., δεν πα να λες ό,τι θες! (προφ.): προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας: Εγώ θα το κάνω, ~ ~ (εσύ)!, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (προφ.): ως προτροπή ή επίπληξη σε κάποιον που δείχνει απροθυμία ή προβάλλει δικαιολογία, προκειμένου να μην κάνει κάτι: Μην μου λες πως δεν μπορείς να κόψεις το κάπνισμα: ~ ~., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)!: προτρεπτικά σε κάποιον να αποδείξει τις ικανότητές του σε μια δύσκολη περίσταση: Τώρα πώς θα ξεμπλέξεις; ~ ~!, έλα που δεν ήθελες! (ειρων.): προς αμφισβήτηση της δήθεν απροθυμίας κάποιου να κάνει κάτι, που τελικά έκανε: ~ ~ να πας (= ήθελες και παραήθελες)! Πβ. τραβάτε με κι ας κλαίω!, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη: για κάτι μοιραίο, υπεράνω των δυνάμεών μας· ήταν γραφτό να γίνει: Πέθανε νέος, ~ ~. Πβ. θέλημα (του) Θεού., θα (ή)θελες! (ειρων.): ως αρνητική απάντηση, αντίδραση σε κάτι που μας ενοχλεί ή με το οποίο διαφωνούμε: - Είμαι καλύτερος από σένα! - (Ναι,) ~ ~!, θέλεις να (μου/μας) πεις/πιστέψω πως/ότι ... (ειρων.): για δήλωση δυσπιστίας σχετικά με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν είχες καμία ανάμειξη/όλα αυτά ήταν τυχαία;, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); (ειρων.): σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα., θέλοντας ή μη/και μη: ανεξάρτητα από τη βούληση κάποιου, είτε το θέλει είτε όχι: ~ ~ θα ζητήσεις συγγνώμη (: θα αναγκαστείς να ...). Πβ. εκών άκων, ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα, θες δεν θες., θέλω κάποιον/κάτι πίσω (προφ.) 1. επιθυμώ επανασύνδεση με ερωτικό σύντροφο: Με άφησε και τον ~ ~! 2. ζητώ, απαιτώ να επαναφέρω στη ζωή μου κάτι που έχασα ή νοστάλγησα: ~ πίσω τη ζωή μου/το σπίτι μου/την πόλη που αγάπησα., θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... (προφ.): για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ: Δεν μ' ενδιαφέρουν οι μεγάλες παρέες, ~ ~ πως θέλω λίγους φίλους και καλούς. Δεν ~ ~ ότι δεν μου φέρθηκαν ευγενικά, απλώς (ότι) ήταν κάπως ψυχροί., θέλω το καλό/το κακό κάποιου: επιθυμώ να ωφελήσω/να βλάψω κάποιον: Σε συμβουλεύω, γιατί ~ το καλό σου (= την ευτυχία σου). Μην τον εμπιστεύεσαι, ~ει το κακό σου., Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, εφόσον οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές: ~ ~ αύριο θα ταξιδέψουμε. ΣΥΝ. αν θέλει ο Θεός, θες ... θες (προφ.): σε διαζευκτική σύνδεση προτάσεων για τη δήλωση αμφιβολίας ή αδιαφορίας ως προς το ποια πιθανότητα ισχύει: ~ η δουλειά, ~ τα παιδιά, δεν πήγα να τη δω. ΣΥΝ. είτε ... είτε, ή ... ή, πες ... πες., θες δε(ν) θες ... (προφ.): είτε το θέλεις είτε όχι· που θα συμβεί ανεξάρτητα από την επιθυμία κάποιου: Τα χρόνια περνάνε ~ ~. ~ ~ θα έρθω! Θα το κάνεις ~ ~ (= με το ζόρι, με το στανιό)! Σιγά σιγά, ~ ~ συνηθίζεις. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα;: απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς., και θέλω και δεν θέλω (προφ.): για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: ~ ~ να τον δω. Θέλεις να πας; ~ ~., και ό,τι ήθελε προκύψει: έκφραση που δηλώνει αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη μιας κατάστασης: Πάμε ~ ~ (: ας γίνει ό,τι θέλει)! Πβ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!, κάνω κάποιον ό,τι θέλω (προφ.): κάνω κάποιον να υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές μου: Η γυναίκα/η κόρη του τον ~ει ό,τι ~ει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, παίζω στα δάχτυλα., με το έτσι θέλω (προφ.): αυθαίρετα, χωρίς να δίνεται λογαριασμός σε κανένα: Τους επέβαλε τη θέλησή της/τις συνήθειές της ~ ~., ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει: (για πρόσ.) έχει/δεν έχει σαφείς επιθυμίες, ξεκάθαρους στόχους: ~ει τι ~ει από τη ζωή της. Δεν ~εις τι ~εις, μου φαίνεται!, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, παθητικής αποδοχής αυτού που πρόκειται να συμβεί, ακόμα κι αν είναι αρνητικό: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ~ ~ (= σκοτίστηκα). Θα της μιλήσω ανοιχτά κι ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ό,τι θέλει λέει (προφ.): για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής: Τρελός είναι, ~ ~. Άστον να λέει ό,τι θέλει! Ό,τι θες λες, μου φαίνεται, πού να βρω τέτοια ώρα περίπτερο ανοιχτό;, όπως θες/θέλεις: συγκαταβατική αποδοχή της επιθυμίας κάποιου: - Θέλω να φύγουμε! - ~ ~. Πβ. με γεια σου, με χαρά σου.|| Όπως θέλετε (= αγαπάτε, προτιμάτε)., ποιος δεν θα ήθελε: για κάτι που αναμφισβήτητα θα το επιθυμούσε ο καθένας: ~ ~ ένα τόσο όμορφο σπίτι; ~ ~ ν' αγαπιέται από αυτόν που αγαπάει;, πολύ θα το ήθελα, αλλά ...: ως ευγενική απόρριψη πρόσκλησης ή πρότασης: -Θέλεις να με συνοδέψεις; -~ ~ πρέπει να διαβάσω., πώς θα ήθελα ...!: για έκφραση έντονης επιθυμίας· μακάρι: ~ ~ μία σοκολάτα/να είχα σπίτι στο βουνό!, πώς το θες; (οικ.-ειρων.): ως αρνητική απάντηση σε παράλογη, κατά τη γνώμη μας, απαίτηση ή πρόταση κάποιου να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση: -Θα μπορούσες να πας αντί για μένα; -Ναι, αμέ, ~ ~ (: θες τίποτ' άλλο); Πβ. δε(ν) σφάξανε!, τα 'θελε και τα 'παθε & τα θέλει και τα παθαίνει & ήθελέ τα κι έπαθέ τα (προφ.): είναι υπεύθυνος για αυτό που του συνέβη: Μη στενοχωριέσαι γι' αυτόν, ~ ~., τα θέλει (μειωτ.): για άτομο, συνήθ. γυναίκα, που είναι δεκτικό σε ερωτοτροπίες και ερωτικές προτάσεις ή και τις επιδιώκει., τα 'θελες και τ' άκουσες (οικ.): εσύ φταις που σου μίλησαν άσχημα: -Γιατί θύμωσε; Απλώς του είπα ότι έχει παχύνει. -Ε κι εσύ ~ ~, δεν τα λένε αυτά., τι (το) (ή)θελα .../τι ήθελα (και/να) ...; (προφ.): μετανιώνω που είπα ή έκανα κάτι: Τι το 'θελα (και πήρα/να πάρω) το κινητό; Τώρα δεν με αφήνουν στιγμή ήσυχο! Τι (το) ήθελα και μίλησα/να μιλήσω;, τι άλλο θέλεις; (οικ.): προς δήλωση θαυμασμού για την τύχη κάποιου ή αγανάκτησης προς άτομο ανικανοποίητο: Άντε θα πας και στο εξωτερικό! ~ ~; ΣΥΝ. ποιος τη χάρη σου!|| ~ ~ να γίνει δηλαδή; ~ ~ πια, όλα σου τα 'χω δώσει., τι θέλει αυτός εδώ; (προφ.): για κάποιον που η εμφάνισή του προκαλεί έκπληξη ή δυσαρέσκεια: (Καλά) ~ ~; Πώς τον αφήσατε και μπήκε;, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! (προφ.): για δήλωση παραίτησης από κάποια υπόθεση που θεωρείται μάταιη ή αδιαφορίας, όπως και για εισαγωγή συμπεράσματος που το θεωρεί κάποιος αδιαμφισβήτητο: ~ ~, έτσι είν΄ η ζωή! Πβ. τι να πω., το θες πολύ; (οικ.-ειρων.): ως απάντηση σε εξωπραγματική απαίτηση., τώρα τι θες;: προς δήλωση εκνευρισμού, ενόχλησης από κουραστική συμπεριφορά ή επαναλαμβανόμενη απαίτηση ή προσπάθεια επαναπροσέγγισης: Ε, και ~ ~; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια, ~ ~;, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω βλ. άνδρας & άντρας, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, έτσι σε θέλω βλ. έτσι, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, θέλει (και) ρώτημα; βλ. ρώτημα, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, θέλει ζουρλομανδύα/του χρειάζεται ζουρλομανδύας βλ. ζουρλομανδύας, θέλει μια μπάλα μόνος του βλ. μπάλα, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει βλ. άγιος, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει βλ. ακούω, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, το καλό που σου θέλω βλ. καλό, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος ● βλ. ηθελημένος [< αρχ. ἐθέλω, θέλω]

ικανός

ικανός, ή, ό [ἱκανός] ι-κα-νός επίθ. 1. που διαθέτει τα προσόντα να εκτελεί κάτι σωστά, να σημειώνει επιτυχία σε κάποιον τομέα: (για πρόσ.) ~ός: δάσκαλος/οδηγός/πωλητής. ~ή: ομάδα (συνεργατών). ~ά: στελέχη (επιχείρησης). Σωματικά και διανοητικά ~ (ΑΝΤ. ανάπηρος). Είναι ~ στη διαχείριση χρημάτων (πβ. επι-δέξιος, -τήδειος). Κρίθηκε ~ για να εργαστεί (πβ. κατάλληλος). Είναι ~ή για διευθύντρια. Δεν τον έχω ~ό για ... Δεν τη θεωρώ ~ή να ... Η συνεχής επιμόρφωση του εργαζομένου τον καθιστά ~ό να ... Πβ. άξιος.|| (προφ.) ~ό τον έχω να μην έρθει στο τέλος.|| Μηχανήματα ~ά να λειτουργούν αυτόματα. ΑΝΤ. ανίκανος (1) 2. (επίσ.) που επαρκεί σε αριθμό ή ποσότητα, αρκετός: ~ές: προϋποθέσεις (για ...). ~ά: κριτήρια. Η εκδρομή θα πραγματοποιηθεί, εφόσον συμπληρωθεί ~ αριθμός συμμετεχόντων. Έχει παρέλθει ~ χρόνος από ... Δύναμη μπαταρίας ~ή για 24 ώρες. ~ό ποσοστό των ερωτηθέντων απάντησε θετικά. Εισοδήματα ~ά να καλύψουν τις ανάγκες των εργαζομένων. Τόσα χρόνια δεν στάθηκαν ~ά να ...|| Αποδεικτικά στοιχεία ~ά να τον οδηγήσουν στη φυλακή. Αποσπασματικά μέτρα που δεν είναι ~ά να επιφέρουν ουσιαστική λύση. Πβ. επαρκής, ικανοποιητικός. ΑΝΤ. ανεπαρκής 3. ΣΤΡΑΤ. που είναι αρτιμελής και υγιής, ώστε να είναι σε θέση να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία: ~οί πρώτης κατηγορίας (Ι/1) ... τέταρτης κατηγορίας (Ι/4). Βλ. στρατεύσιμος. ● επίρρ.: ικανώς [-ῶς] (λόγ.): αρκετά, επαρκώς. ● ΣΥΜΠΛ.: ικανή συνθήκη 1. (μτφ.) σύνολο στοιχείων που εγγυώνται την ύπαρξη μιας κατάστασης, επαρκής όρος για να ισχύει κάτι: Η δημιουργία χώρων πρασίνου αποτελεί ~ ~ για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στις πόλεις. Η επιστημονική κατάρτιση είναι αναγκαία, αλλά όχι ~ ~ για αποτελεσματική διδασκαλία. 2. ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. πρόταση η οποία -εφόσον είναι αληθής- καθιστά αληθή μια άλλη πρόταση: ικανή και αναγκαία ~. ● ΦΡ.: είμαι ικανός να ...: είμαι σε θέση, μπορώ να: Είναι ~ να οργανώνει τη δουλειά του. Δεν είναι ~ (= άξιος) να κάνει τίποτα/ούτε το κρεβάτι του να στρώσει!|| (μειωτ.) Αυτή είναι ~ή να τα πει όλα και να εκτεθούμε!, ικανός για όλα (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): για πρόσωπο που χρησιμοποιεί κάθε μέσο, προκειμένου να πετύχει κάτι, που λειτουργεί χωρίς αναστολές ή ηθικούς ενδοιασμούς: Τον έχω/θεωρώ ~ό ~. Πβ. αδίστακτος, απρόβλεπτος, παράτολμος. [< αρχ. ἱκανός, γαλλ.-αγγλ. capable]

κάθε

κάθε κά-θε αόρ. αντων. {άκλ.} 1. (+ εν.) για ένα ένα χωριστά ή για όλα ανεξαιρέτως τα μέρη ενός συνόλου: προς ~ ενδιαφερόμενο. Σε ~ βήμα/κίνηση. Προτάσεις από ~ πλευρά. ~ παιδί είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα.|| ~ άνθρωπος. Για ~ γούστο/ηλικία/περίσταση. ΣΥΝ. οποιοσδήποτε. Βλ. καθετί.|| Με ~ επισημότητα/επιφύλαξη/κόστος/λεπτομέρεια/μεγαλοπρέπεια/μέσο/τίμημα/τρόπο.|| (ειρων.-μειωτ.) Έρχεται ο ~ άσχετος/έξυπνος να πει τη γνώμη του. Πβ. καθένας, όποιος κι όποιος, ο πρώτος τυχών. ΣΥΝ. πας, πάσα, παν (1) 2. για επανάληψη σε τακτά χρονικά ή τοπικά διαστήματα: ~ μέρα/πρωί/χρόνο. ~ δυο βδομάδες/μέτρα/ώρες. Έχω μάθημα ~ Δευτέρα. ~ λεπτό που περνάει, ... Πβ. ανά. ● ΦΡ.: κάθε ... και ... (προφ.): βραχυλογία που δηλώνει συνύπαρξη, αριθμητική ισοδυναμία: κάθε γειτονιά ~ φαρμακείο. Κάθε λάθος ~ πόντος., κάθε άλλο: για εμφατική άρνηση, αντίθεση: Ποιος είπε ότι ο αγώνας είναι εύκολος; ~ ~ (= αντίθετα, απεναντίας)! Η επιλογή σου είναι ~ ~ παρά ιδανική., κάθε πότε & κάθε πόσο (ερωτημ.): πόσο συχνά: ~ ~ επισκέπτεστε τον οδοντίατρο;, κάθε φορά (προφ., ως έκφρ. δυσανασχέτησης): πάντα: Εγώ τρέχω ~ ~!, κάθε φορά που & (συνήθ. λογοτ.) κάθε που: για να δηλωθεί αόριστη επανάληψη: ~ ~ (= όσες φορές) έρχεται στην πόλη, πηγαίνει να τους δει. ΣΥΝ. όποτε (1), για κάθε/για παν ενδεχόμενο βλ. ενδεχόμενος, δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή βλ. Πασχαλιά2, κάθε αρχή και δύσκολη βλ. αρχή, κάθε δεύτερη μέρα/κάθε δεύτερο χρόνο βλ. δεύτερος, κάθε καρυδιάς καρύδι βλ. καρυδιά, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του βλ. κατεργάρης, κατεργάρα, κάθε λίγο (και λιγάκι)/κάθε τόσο (και λιγάκι)/κάθε τρεις και λίγο βλ. λίγο, κάθε λογής & λογής λογής & λογιών λογιών βλ. λογής, κάθε μέρα και καλύτερα βλ. μέρα, κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, (κάθε φέτος και χειρότερα) βλ. πέρυσι, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) βλ. καιρός, κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του βλ. ώρα, κάθε σπιθαμή βλ. σπιθαμή, κάθε χρόνο τέτοια μέρα βλ. μέρα, κάθε ώρα και στιγμή βλ. στιγμή, κάθε/παντός είδους βλ. είδος, με κάθε λεπτομέρεια βλ. λεπτομέρεια, με κάθε μέσο βλ. μέσο, σε κάθε γωνιά βλ. γωνιά, σε κάθε περίπτωση βλ. περίπτωση [< μεσν. κάθε]

και

και σύνδ. & (πριν από φωνήεν) κι· (σύμβ. &) 1. για την παρατακτική σύνδεση δύο ή περισσότερων λέξεων, προτάσεων ή περιόδων: εγώ ~ εσύ. Καλός ~ έξυπνος. Μέρα ~ νύχτα. Μαθηματικά, φυσική ~ χημεία. Μιλούσε ~ έγραφε.|| (στην πρόσθεση:) Ένα ~ ένα κάνουν δύο. Πβ. συν.|| (σε αποφατική συμπλοκή:) Πάρε αυτό ~ όχι το άλλο. Πήγαινε ~ μη γυρίσεις πίσω. Θέλει να είναι πρώτη ~ να μην (= χωρίς να) κουράζεται.|| (προσθετικά:) Γενικά μαθήματα ~ ακόμη/επίσης μαθήματα ειδικότητας. Συνέδρια, συμπόσια καθώς ~ συζητήσεις. Θέλω ~ άλλο/αυτό. Έχω ~ λίγα φρούτα. Τον βοηθούσε ~ του συμπαραστεκόταν. ~ μην ξεχάσεις να ποτίσεις! Πβ. επιπλέον.|| (για υπολογισμό κατά προσέγγιση:) Είναι εξήντα (ετών) ~ (= και πάνω)/~ ούτε (ενν. καν). Είκοσι (κιλά) ~ βάλε.|| (αντιθετικά:) Κλαίω ~ εσύ γελάς. Δεν είπα ψέματα, αλλά ούτε ~ την αλήθεια. Άλλα του είπα ~ άλλα κατάλαβε! ~ όμως έτσι έγιναν τα πράγματα (: για έντονη αντίρρηση)! Δεν μπορώ· ~ έπειτα (= άλλωστε, εξάλλου) δεν θέλω κιόλας. Πβ. αλλά.|| (μεταβατικά, σε αφηγήσεις:) ~ ο άλλος απάντησε ... ~ έτσι/μια μέρα έφυγε. Έμεινε για λίγο άφωνος. ~ έπειτα/ύστερα είπε ...|| (συγκριτικά:) Καμιά σαν ~ σένα. Σήμερα, όπως ~ χθες. 2. για έμφαση: ~ ο ένας ~ ο άλλος. ~ φαγητά ~ γλυκά ~ ποτά. Έως ~ τη Δευτέρα. Έλα ~ εσύ. Ήρθαν ~ οι πέντε. Απευθύνομαι ~ στους δυο σας. ~ συ αυτό πιστεύεις; Αυτό ~ μόνο αρκεί. Αυτός ~ κανένας άλλος (: είναι ανεπανάληπτος, μοναδικός). Ολοένα ~ περισσότερο. Τον πειράζει ~ το παραμικρό. Συνεχίζεται ~ στην επόμενη σελίδα.|| (σωρευτικά:) ~ δώρα του έκανε ~ ταξίδια τον πήγε ~, ~, ~.|| (διαζευκτικά:) ~ τώρα ~ μετά ~ όποτε θέλεις. Πβ. είτε ... είτε ...|| (επιδοτικά:) Βγήκε νικητής ~ χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια (πβ. και μάλιστα). Θα σου απαντήσω ~ αμέσως μάλιστα. Ακόμα/αφού ~ εγώ κουράστηκα, πόσο μάλλον το παιδί! Όχι μόνο ωραίο αλλά ~ πρακτικό. Όχι μόνο ήρθε, αλλά έφερε ~ παρέα.|| (Για κάτι ασυνήθιστο:) Πώς ~ τελείωσες τόσο νωρίς; Πώς ~ έτσι; ~ τώρα τι κάνουμε; Μην το θεωρείς ~ ακατόρθωτο. ~ πού να τη δεις από κοντά (ενν. είναι ακόμη καλύτερη)! ~ έπειτα/μετά/ύστερα μου λες να μην ανησυχώ ... 3. (σε στερεότυπες εκφράσεις, με επανάληψη της ίδιας λέξης) για έμφαση στον αριθμό, τη διάρκεια, την ποσότητα: Μήνες ~ μήνες. Χρόνια ~ χρόνια. Ποιοι ~ ποιοι ήταν εκεί (= ποιοι ακριβώς); Κόσμος ~ κοσμάκης (= πολλοί και διάφοροι· αόριστη αναφορά). Υπάρχουν μαθητές ~ μαθητές (: λογής λογής). Πόσοι ~ πόσοι δεν έκαναν την ίδια ερώτηση! Αυτό είναι όλο ~ όλο (ενν. μόνο αυτό); Τόσα ~ τόσα συνέβησαν στο μεταξύ. Περάσαμε μπόρες ~ μπόρες μαζί.|| Έλεγε ~ έλεγε (: μιλούσε συνεχώς) και δεν σταματούσε. Έκανε ~ έκανε τόσα και στο τέλος τον ξέχασαν όλοι.|| ~ θέλω ~ δεν θέλω να πάω (: δεν είμαι σίγουρος). (Για κατά προσέγγιση υπολογισμό:) Είναι ~ δεν είναι δυο χρονών. Τον βγάζει ~ δεν τον βγάζει τον χειμώνα (: θα πεθάνει σύντομα). Πβ. (μόλις και) μετά βίας. 4. για δήλωση εναντίωσης ή παραχώρησης: (αν και, παρόλο που, παρόλα αυτά:) ~ που στο είπα, με άκουσες; ~ να το ξέρω, δεν θα στο πω.|| (και αν:) Ακόμα ~ αν/να φύγεις, δεν με νοιάζει. Θα έρθω ~ ας μην είσαι εδώ. Όποιος ~ αν/να με ζητήσει ... Όποιο ~ αν/να είναι το αποτέλεσμα ... Ό,τι ~ αν/να γίνει ... Όσο ~ αν/να προσπαθεί, δεν θα τα καταφέρει. Ελάτε, όπου ~ αν/να βρίσκεστε. 5. σε θέση υποτακτικού συνδέσμου: (συμπερασματικού:) Δούλεψε πολύ ~ κέρδισε το πρώτο βραβείο. Είπε ψέματα ~ τώρα κανείς δεν τον πιστεύει. Μην πας τόσο νωρίς ~ περιμένεις απ' έξω. Είναι δυνατός ~ τον φοβούνται. Άκουσέ με ~ δεν θα το μετανιώσεις. Κάντο ~ θα δεις. Πβ. ώστε, με αποτέλεσμα να.|| (αιτιολογικού:) Μη φωνάζεις ~ δεν έχεις δίκιο (πβ. γιατί). Έλα ~ δεν αντέχω άλλο (πβ. επειδή).|| (χρονικού:) Έλα ~ (ενν. μετά) βλέπουμε. Έφαγα ~ κοιμήθηκα (πβ. έπειτα, ύστερα). Χτύπα ~ θα σου ανοίξουν. Διάβαζε ~ έβλεπε τηλεόραση (πβ. ενώ). Δεν είχα καλά καλά τελειώσει/δεν πρόλαβα να τελειώσω ~ χτύπησε το κουδούνι (πβ. μόλις, όταν, τη στιγμή που).|| (τελικού:) Έλα ~ δες. Πήγαινε ~ πες μου. Πβ. για να.|| (ενδοιαστικού:) Μην έρθεις ~ σε βρει εδώ. Πβ. μήπως.|| (βουλητικού:) Τον άκουσα ~ φώναζε. Σε βλέπω ~ είσαι διστακτικός. Αρχίζω ~ καταλαβαίνω. Έτυχε ~ τον είδα. Τι ήθελα ~ ήρθα; Πβ. να.|| (ειδικού:) Βλέπω ~ σ' αρέσει. Πβ. ότι, πως. 6. στην αρχή κυρ. ευχετικών εκφράσεων: ~ με τη νίκη/σ' ανώτερα/στα δικά σου/στις χαρές σου/του χρόνου! ~ μη χειρότερα!|| (για ανεκπλήρωτη ευχή:) Αχ, ~ να είχα τα χρόνια σου! Αχ, ~ να 'ξερες ... Πβ. μακάρι. ● Ουσ.: και (το): για να δηλωθεί λεπτομερής αναφορά: Ούτε ένα "~" δεν ξέχασε. ● ΦΡ.: (ε) κι έπειτα/ύστερα; (προφ.): για να δηλωθεί αδιαφορία, ειρωνεία ή ότι κάτι δεν είναι σημαντικό: - Άφησες το φαγητό έξω από το ψυγείο! - ~ ~; Πβ. και λοιπόν; και τι έγινε/και τι μ' αυτό;, ... και μη: σε ελλειπτικό αποφατικό λόγο, για αποφυγή επανάληψης όρου που έχει αναφερθεί αμέσως πριν καταφατικά: κυβερνητικοί ~ ~ (ενν. κυβερνητικοί) φορείς. Φαγητά νηστίσιμα ~ ~. Για αρχάριους/παντρεμένους ~ ~., ε, και; (προφ.): ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι ασήμαντο: Μου υποσχέθηκε ότι θ' αλλάξει. ~ ~; -Είναι κλειστά τα μαγαζιά σήμερα. -~ ~; Θα πάω αύριο. Πβ. κι επειδή;, και άλλα (συντομ. κ.ά.): μετά από ενδεικτική παράθεση ομοειδών στοιχείων, για να αποφευχθεί η συσσώρευση: Αθλήματα όπως ποδόσφαιρο, μπάσκετ, τένις κ.ά. Παιδικά ~ ~ τραγούδια. Κασκόλ, καπέλα ~ ~ αξεσουάρ. Αυτά ~ ~. ~ ~ παρόμοια/πολλά/τέτοια/(λόγ.-ειρων.) τινά. (σε απαρίθμηση) Πεπόνια, καρπούζια, σταφύλια ~ ~ φρούτα., και δεν (+ ρήμα): στην αρχή προτάσεων που αποτελούν καταφατική απάντηση· με παραινετική, προτρεπτική σημασία, σε ερώτηση που προηγήθηκε: -Να βγούμε το βράδυ; -~ ~ βγαίνουμε! (: Ας βγούμε!) -Να μαγειρέψω φακές σήμερα; -~ ~ μαγειρεύεις! (: Μαγείρεψε.), και να ... και να μην .../κι αν ... κι αν δεν .../να κι αν ... να κι αν δεν: (σε θέση διαζευκτικού συνδέσμου) για δήλωση αδιαφορίας· είτε ... είτε: Και να γυρίσει και να μη γυρίσει, δεν με νοιάζει., και ναι και όχι & ούτε ναι ούτε όχι (προφ.): ως έκφραση αβεβαιότητας ή αναποφασιστικότητας: -Σου άρεσε; -Και ~ ~.|| Δεν είπε ούτε ναι ούτε όχι., (ακόμα) και οι πέτρες βλ. πέτρα, (είσαι/είναι) και ο πρώτος/η πρώτη! βλ. πρώτος, (και) με το δίκιο του/με όλο του το δίκιο βλ. δίκιο, (και) μη χειρότερα βλ. χειρότερος, (και) μια και δυο βλ. ένας, μία/μια, ένα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, ... και κακό! βλ. κακό, ακόμη και/κ(α)ι ... ακόμη βλ. ακόμα & ακόμη, απλώς και μόνο/αποκλειστικά και μόνο/μόνο και μόνο βλ. μόνο, εδώ και βλ. εδώ, εμείς κι εμείς βλ. εγώ, ένας κι ένας βλ. ένας, μία/μια, ένα, έτσι και βλ. έτσι, κάθε ... και ... βλ. κάθε, και βέβαια βλ. βέβαια, και δεν συμμαζεύεται βλ. συμμαζεύω, και δη βλ. δη, και καλά βλ. καλά, και κάτι βλ. κάτι, και λοιπά (κ.λπ.)/και τα λοιπά (κ.τ.λ.) βλ. λοιπός, και λοιπόν; βλ. λοιπόν, και μάλιστα βλ. μάλιστα, και μόνο βλ. μόνο, και να βλ. να1, και ξερό ψωμί βλ. ξερός, και ούτω καθεξής/καθ' εξής βλ. ούτω(ς), και όχι μόνο βλ. μόνο, και πάει λέγοντας βλ. λέω, και πολύ (σου/του) είναι/πάει βλ. είμαι, και πού 'σαι βλ. πού, και τα όμοια βλ. όμοιος, και τι δεν ...! βλ. τι, και τι έγινε/και τι μ' αυτό; βλ. γίνομαι, και τι να δω! βλ. βλέπω, και τι στον κόσμο! βλ. κόσμος, και το ρωτάς; βλ. ρωτώ, και του πουλιού το γάλα βλ. γάλα, και/κι ας βλ. ας, και/κι η κουτσή Μαρία/Μαριώ βλ. Μαρία, κι εσύ (τέκνον) Βρούτε; βλ. Βρούτος, λες κ(α)ι βλ. λέω, μια(ς) και/που βλ. μια & μιας, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι, ό,τι κι ό,τι βλ. ό,τι, όλα κι όλα! βλ. όλος, όποιος κι όποιος βλ. όποιος, όπως κ(α)ι αν/και να ... βλ. όπως, πες το κι έγινε βλ. λέω, τα ίδια και τα ίδια βλ. ίδιος2, το και το βλ. αυτός [< αρχ. καί, μεσν. κι]

καιρός

καιρός και-ρός ουσ. (αρσ.) 1. η κατάσταση της ατμόσφαιρας πάνω από μια περιοχή για ορισμένο (μικρό) χρονικό διάστημα, η οποία χαρακτηρίζεται από τις τιμές των διαφόρων μετεωρολογικών στοιχείων (δηλ. ηλιοφάνεια, νεφώσεις, βροχή, χαλάζι, χιόνι, θερμοκρασία, άνεμος, υγρασία, ορατότητα): άστατος/άσχημος (βλ. βρομόκαιρος)/βροχερός/γλυκός/ζεστός/μουντός/υγρός ~. Ο ~ στην Ελλάδα και τον κόσμο. Αλλαγή/βελτίωση/επιδείνωση/μεταβολή του ~ού. Πρόβλεψη/πρόγνωση (του) ~ού. Αγρίεψε (= χειροτέρεψε)/έφτιαξε/ζέστανε/χάλασε/ψύχρανε ο ~. Αναμένεται καλός ~ για το τριήμερο. Γενικά αίθριος ~ και μόνο κατά τόπους νεφελώδης. Tι ~ό έχετε/θα κάνει αύριο; Δεν πάω πουθενά με τέτοιον ~ό! Μας τα χάλασε ο ~ (: ματαιώθηκαν τα σχέδιά μας λόγω κακοκαιρίας). Βλ. κλίμα.|| ~ για μπάνιο/σκι (: κατάλληλες καιρικές συνθήκες). Ταξιδεύουν με όλους τους ~ούς.|| Λέει τον ~ό (= το δελτίο ~ού) στην τηλεόραση. 2. χρόνος· ειδικότ. μεγάλο χρονικό διάστημα ή ελεύθερος χρόνος: Κύλησε γρήγορα/πώς περνάει ο ~! Πάει πολύς ~ από τότε! Πού χάθηκες τόσον ~ό; Πόσο ~ό γνωρίζεστε;|| Μετά/ύστερα από ~ό. ~ό είχαμε να τα πούμε! Θα κάνει ~ό να το ξεχάσει! Οι προσπάθειες για ~ό έμειναν άκαρπες. Ήθελα από/εδώ και ~ό να το κάνω. (για ζευγάρι:) Είναι ~ό μαζί.|| Δεν του μένει ~ ούτε να φάει (βλ. ευκαιρώ). Πού ~ για ξεκούραση! Δεν έχω ~ό για χάσιμο! Μόλις τώρα βρήκα ~ό να γράψω. Χάνεις τον ~ό σου μαζί του (= ματαιοπονείς)! Μη χάνεις ~ό (= βιάσου)! Περνάει τον ~ό (= τις ώρες) του άσκοπα/ζωγραφίζοντας/με αγαθοεργίες. 3. εποχή, περίοδος: απ' τον ~ό της Επανάστασης/της Κατοχής/των παππούδων μας. Tον παλιό καλό ~ό. Σε ~ό/(λόγ.) εν ~ώ ειρήνης/πολέμου. Τον ~ό που ήταν παιδί/στρατιώτης. Υπήρξε μια απ' τις πιο χειραφετημένες γυναίκες του ~ού της. Στον ~ό μου (= όταν ήμουν νέος), τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τον ~ό της ακμής του, ο οικισμός είχε χίλιους κατοίκους. 4. κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία: ~ για αλλαγές/δράση! Μήπως είναι ~ να το ξανασκεφτούμε; Έφτασε/ήρθε ο ~ για κάτι διαφορετικό. ΣΥΝ. ώρα. 5. ΝΑΥΤ. (λαϊκό) ισχυρός άνεμος και φουρτούνα: Τι ~ φυσάει; Το μνημείο το δέρνουν οι ~οί και η εγκατάλειψη. ● Ουσ.: καιροί (οι): εποχή, ιδ. κοινωνικές συνθήκες, περιστάσεις: κρίσιμοι/μοντέρνοι/σκληροί/σύγχρονοι ~. Ωραίοι ~! Οι ~ άλλαξαν, δεν είναι όπως τα 'ξερες. Βρε πώς αλλάζουν οι ~! Οι ~ απαιτούν/επιβάλλουν νέες προσεγγίσεις. Οι αυξημένες απαιτήσεις των καιρών. Οι ~ μας δεν επιτρέπουν καθυστερήσεις. Έρχονται καλύτεροι ~! Διανύουμε/ζούμε σε/περνάμε δύσκολους/χαλεπούς καιρούς. ● Υποκ.: καιρούλης ● ΣΥΜΠΛ.: παντός καιρού (επίσ.): κατάλληλος για κάθε είδους καιρικές ή άλλες συνθήκες: ελαστικά/ελικόπτερο ~ ~. Βλ. παντός εδάφους.|| (μτφ.-συχνά ειρων.) Άνθρωπος ~ ~ (= ευέλικτος, ευπροσάρμοστος)., δελτίο καιρού/μετεωρολογικό δελτίο βλ. δελτίο, μηνύματα των καιρών βλ. μήνυμα, σημεία των καιρών βλ. σημείο ● ΦΡ.: ανοίγει ο καιρός (προφ.): υποχωρεί η κακοκαιρία, διαλύονται τα σύννεφα: ~ ~ και πάλι, με ήλιο και άνοδο της θερμοκρασίας. Βλ. ανοίγει ο ουρανός., από καιρό σε καιρό & (λόγ.) από καιρού εις καιρόν: πότε πότε: Η κατάσταση επαναλαμβάνεται ~ ~.|| Οι οδηγίες τροποποιούνται από καιρού εις καιρόν (= ενίοτε) ανάλογα με τα νέα δεδομένα. Πβ. κατά καιρούς., για δες καιρό που διάλεξε ... (συνήθ. χιουμορ.): για κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη στιγμή: ~ ~ η εξεταστική ν' αρχίσει!|| ~ ~ που διάλεξα ν' αρρωστήσω!, εν καιρώ (επίσ.): αργότερα, σε εύθετο χρόνο: Το πρόγραμμα θα ανακοινωθεί ~ ~., έναν καιρό (προφ.): κάποτε, στο παρελθόν: Θυμάσαι ~ ~ που διαβάζαμε μαζί; Πβ. άλλοτε, παλιά., έχει ο καιρός γυρίσματα (προφ.): για τις ξαφνικές αλλαγές, το ευμετάβλητο της ζωής ή της τύχης: Τώρα γελάς, όμως ~ ~ (= θα αλλάξουν κάποια στιγμή τα πράγματα)!, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) (παροιμ.): για όλα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή: Μη βιάζεσαι κι όλα θα γίνουν· ~ ~! ΣΥΝ. κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του, καιρός ήταν! (ειρων.): για κάτι που άργησε να γίνει: -Γύρισα! -~ ~!|| ~ ~ ν' ασχοληθεί λίγο και με την υπόθεσή μας!, καιρός παντί πράγματι (ΠΔ) (αρχαιοπρ.): κάθε πράγμα στον καιρό του., κατά καιρούς: σε διάφορες χρονικές περιστάσεις: τα ~ ~ δημοσιεύματα. Λόγια που έχουν ~ ~ ειπωθεί. Συνεργάστηκε ~ ~ με διάφορα περιοδικά. Πβ. από καιρό σε καιρό., με τον καιρό: με το πέρασμα του χρόνου: ~ ~ θα συνηθίσει. Πβ. στην πορεία/στον δρόμο., μια φορά κι έναν καιρό ...: στερεότυπη φράση με την οποία ξεκινά η αφήγηση παραμυθιού: ~ ~, ζούσε ένα βασιλόπουλο ...|| (ειρων.) ~ ~ (= άλλοτε, κάποτε), ήταν εύκολο να βρεις δουλειά, τώρα ..., ο καιρός είναι γιατρός (παροιμ.): με το πέρασμα του χρόνου αμβλύνονται επώδυνες αναμνήσεις και συναισθήματα., προ καιρού (λόγ.): πριν από κάμποσο καιρό: Το θέμα είχε απασχολήσει ~ ~ την κοινή γνώμη., του καλού καιρού (προφ.): πάρα πολύ: Βρέχει ~ ~! Κοιμάται/τρώει ~ ~!, του παλιού καιρού: που ανήκει σε περασμένη εποχή· (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) ξεπερασμένος, παρωχημένος: έθιμα/ιστορίες ~ ~.|| Αντιλήψεις/έπιπλα ~ ~., τω καιρώ εκείνω (ΚΔ) (αρχαιοπρ.-ειρων.): για κάτι που συνέβη ή συνηθιζόταν παλαιότερα: ~ ~, είχε άλλες προτεραιότητες., χειμώνα/καλοκαίρι καιρό (προφ., συχνά ως έκφρ. δυσαρέσκειας): μες στο κρύο ή τη ζέστη: Πού πας χειμώνα ~;|| Καλοκαίρι ~ χωρίς κλιματιστικό!, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη: απαξιωτική αντιμετώπιση μιας νέας τάσης, ενός σύγχρονου κοινωνικού φαινομένου. [< λατ. o tempora! o mores!] , από τον καιρό της Tουρκοκρατίας βλ. τουρκοκρατία, από τον καιρό του Νώε βλ. Νώε, δύσκολοι καιροί για ... βλ. δύσκολος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια βλ. παραπούλι, κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό βλ. κοιτάζω, κρύο, καιρός για δύο βλ. κρύο, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, οι καιροί ου μενετοί βλ. μενετός, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο! βλ. φλάρος, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1: μεσν. καιρός 2-4: αρχ. ~, μτγν. ~]

καλά

καλά κα-λά επίρρ. 1. ικανοποιητικά, σωστά: ~ διαβασμένος/οργανωμένος/πληροφορημένος (πβ. επαρκώς. ΑΝΤ. ελλιπώς). Κοιμήθηκα ~. Παίζουνε/συνεργάζονται ~. Κάνει ~ τη δουλειά του. Έπαιξε ~ τον ρόλο της. Δεν το είπε ~ το ανέκδοτο. ~ (του) τα 'πες (πβ. εύστοχα)! Μακριά δεν βλέπω ~. Δεν κατάλαβα ~ τι εννοούσε. ΑΝΤ. κακά.|| (εμφατ.) Κοίτα ~, δεν το βλέπεις; Άκου ~ τι θα σου πω! Κλείσε ~ (= εντελώς, τελείως) το παράθυρο. Ανακινήστε το μπουκάλι ~. Κρατήσου/πιάσου ~, μην πέσεις! Να το δέσεις ~ (= γερά, σφιχτά). Γράψε ~ τ' όνομά σου, χωρίς λάθη! Καθάρισε το δωμάτιό σου ~ (= σχολαστικά, προσεκτικά, ΑΝΤ. βιαστικά).|| Θυμάμαι ~ (: με βεβαιότητα) πως το είχα αφήσει εδώ.|| Του αρέσει να ντύνεται ~ (: είναι καλοντυμένος· πβ. επίσημα, κομψά, όμορφα. ΑΝΤ. πρόχειρα). Ήταν πάντα ~ χτενισμένη (= καλοχτενισμένη). Δεν είσαι ~ (= κατάλληλα) ντυμένος για την περίσταση. Ντύσου ~ (= ζεστά)! Δεν μιλάς ~ (= ευπρεπώς, κόσμια). 2. σε καλή σωματική ή ψυχική κατάσταση: - Τι κάνεις; - ~, ευχαριστώ. Αισθάνομαι/νιώθω ~ (ΑΝΤ. άσχημα). Δεν είμαι καθόλου ~. Φαίνεσαι ~/καλύτερα από χθες. Ο γιατρός τον έκανε ~. Εύχομαι να γίνεις σύντομα ~ (: να αναρρώσεις). 3. ευχάριστα, άνετα ή ευνοϊκά: ~ να περάσετε (πβ. όμορφα, ωραία)! Με δύο μισθούς ζούμε πολύ ~. Εδώ που ήρθα είναι πιο ~, μου αρέσει! ΑΝΤ. δυσάρεστα.|| Μεταχειρίζομαι κάποιον ~. Μου φέρθηκαν πολύ ~, τους είμαι ευγνώμων. ΑΝΤ. άσχημα 4. για δήλωση συμφωνίας, συγκατάβασης· εντάξει: -Θα πας εσύ αντί για μένα; -~! ~, εσύ ό,τι πεις! Πβ. σύμφωνοι, έχει καλώς.|| Ε, ~, τι να γίνει ... 5. (προφ.-εμφατ.) στην αρχή πρότασης για δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: ~, πλάκα μου κάνεις/σοβαρολογείς; ~, εσύ δεν έλεγες πως δεν θα ερχόσουν; ~ εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ γελάς! ~, ε, φοβερή ταινία! Μα, ~, καθόλου δεν σου κόβει; ~, το αγόρασες χωρίς να το δοκιμάσεις; ● ΦΡ.: (τα) περνάω καλά/άσχημα (προφ.): ο χρόνος κυλά ευχάριστα/δυσάρεστα, (δεν) διασκεδάζω: - Πώς τα περνάς; - Πολύ καλά! Πέρασες καλά στις διακοπές; Δεν τα πέρασα κι άσχημα., α, καλά! (προφ.-ειρων.): για έκφραση αποδοκιμασίας: - Με απέλυσαν χωρίς να μου δώσουν αποζημίωση. - ~ ~! έχουμε ξεφύγει εντελώς!, αρχίζω κάτι καλά: κάνω καλή, επιτυχημένη αρχή: Καλά αρχίσαμε, να δούμε πώς θα συνεχίσουμε., για τα καλά (προφ.-επιτατ.): πάρα πολύ, εντελώς: Έβρεξε/καλοκαίριασε/νύχτωσε/χειμώνιασε/χιόνισε ~ ~. Κοιμήθηκε/νευρίασε/την πάτησε/του τα 'ψαλα ~ ~., δεν (μας) τα λες καλά (προφ.): αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου λόγω ασαφειών, ανακριβειών, υπερβολών: Δεν τα λες καλά, εγώ θα σας πω τι έγινε!|| (ειρων.) Μέσα σε μισή ώρα πήγες κι ήρθες κι έκανες και τη δουλειά; Δεν μας τα λες καλά, φιλαράκο!, είμαι καλά με κάποιον (προφ.): για επιτυχημένη ερωτική σχέση: Είμαστε πολύ ~ μαζί τελευταία (= τα πηγαίνουμε καλά)., και καλά (προφ.-ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων τρίτου, δήθεν: Ήρθε ~ ~ να μου ζητήσει συγγνώμη. ΣΥΝ. τάχα (1), καλά δεν τα λέω; (προφ.): ρητορική ερώτηση, για επιβεβαίωση των λεγομένων: Όταν υπόσχεσαι κάτι, πρέπει να κρατάς τον λόγο σου. ~ ~;, καλά θα κάνεις να ... (προφ.): για επίπληξη, υπόδειξη σωστής συμπεριφοράς· πρέπει: ~ ~ προσέχεις τα λόγια σου!|| Θα έκανες καλά να μην αργούσες άλλη φορά!, καλά καλά (εμφατ.): πολύ καλά: Πλύνε τα χέρια σου ~ ~. Με κοίταξε ~ ~. Πβ. προσεκτικά., καλά καλά δεν/προτού καλά καλά ...: (στην αρχή πρότασης) για κάτι που γίνεται αμέσως ή πολύ νωρίς· μόλις: ~ ~ δεν είχε ξημερώσει, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Με χαστούκισε προτού ~ ~ πω τίποτε., καλά κάνω! (προφ.): απότομη, αγενής και αποστομωτική απάντηση σε παρατήρηση, μομφή κάποιου: - Συνεχώς καθυστερείς! - ~ ~, κοίτα τη δουλειά σου!, καλά να (τα) πάθεις! (προφ.): (συχνά με χαιρεκακία) για κάποιον που υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του: ~ ~, να σου γίνει μάθημα! ~ να πάθω που δανείζω σε ξένους... Πβ. ας πρόσεχες!, καλά σου έκανε! (προφ.): σου άξιζε αυτή η συμπεριφορά: ~ ~, να μάθεις να βρίζεις άλλη φορά! ~ ~, το είχες παρακάνει. ~ του έκανες, του μασκαρά!, καλά σου! (νηπιακή γλ.): για εκδήλωση παραπόνου: Δεν με παίζεις; ~ ~ κι εγώ δεν σου ξαναμιλάω!, καλά το κατάλαβα/το σκέφτηκα/το φαντάστηκα! (προφ.): για επιβεβαίωση σκέψης, πρόβλεψης: ~ ~ ότι θα σε βρω εδώ! Καλά το(ν) κατάλαβα εγώ ότι έλεγε ψέματα., καλά/καλό θα 'τανε: (+ να) για έκφραση επιθυμίας ή προτροπής: ~ ~ να πηγαίναμε μαζί τους, τι λες; ~ ~ να είμαστε πλούσιοι αλλά δεν είμαστε (πβ. μακάρι).|| - Να του τηλεφωνήσω; - ~ ~., καλάαα ... (προφ.): ως προειδοποίηση για ανταπόδοση κακής συμπεριφοράς: Δεν μας μιλάς, ε; ~..., κάνω (κάποιον) καλά (προφ.): καταφέρνω να επιβληθώ σε κάποιον ή να χειριστώ μια κατάσταση: Πείσε τον εσύ, εγώ δεν τον ~ ~. Έλα κάνε ~ (= ανάλαβε) τον γιο σου! Πβ. κάνω κάποιον ζάφτι., κάτι δεν πάει καλά (προφ.): για να εκφραστεί προβληματισμός σχετικά με κάποια κατάσταση: ~ ~ μαζί του/μ' αυτόν/με την υπόθεση. Κάτι δεν μου ~ ~ σ' αυτή την ιστορία (= κάτι μου βρομάει· πβ. κάποιο λάκκο έχει η φάβα)., να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... (ευχετ.): μακάρι να είμαστε γεροί για να ξανακάνουμε κάτι: ~ ~ να ξαναπάμε και του χρόνου!, να 'σαι καλά (ευχετ.): αντί για "ευχαριστώ" ή "παρακαλώ": ~ ~ που με θυμήθηκες!|| -Σ' ευχαριστώ για τη βοήθειά σου! -~ ~!, ναι, καλά! & ναι, σιγά! (ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου: -Θα έρθει! -~ ~!, όλα καλά (προφ.): σε ερώτηση ή απάντηση σχετικά με την κατάσταση κάποιου: -~ ~; -Μια χαρά! -Πώς πάει; - ~ ~ (κι ωραία)!, τα έχω καλά με κάποιον (προφ.): έχω καλές σχέσεις: Φρόντισε να τα ~εις ~ μαζί του/με τους συναδέλφους σου! Πβ. (τα) πάω/πηγαίνω καλά., τι καλά/τι ωραία! (προφ.): για να δηλωθεί ενθουσιασμός: Θα πάμε εκδρομή, ~ ~!, το πήρε καλά: αντέδρασε ήπια σε ένα δυσάρεστο νέο, το δέχτηκε ομαλά, δεν θίχτηκε: Ευτυχώς πήρε ~ την πλάκα που του κάναμε! Δεν περίμενα να το πάρει τόσο καλά! ΑΝΤ. το πήρε άσχημα, (για) πρόσεξε/κοίταξε καλά! βλ. προσέχω, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, αν θυμάμαι καλά, ... βλ. θυμάμαι, ας τα λέμε καλά βλ. λέω, βαστιέται/κρατιέται καλά βλ. βαστώ, για θυμήσου καλά! βλ. θυμάμαι, δεν με/σε/τον βλέπω καλά βλ. βλέπω, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα βλ. ζω1, θα φας καλά! βλ. τρώω, καλά και άγια βλ. άγιος, καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες βλ. λέω, καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε βλ. λέω, κάνω καλά/άσχημα βλ. κάνω, κάτσε καλά! βλ. κάθομαι, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; βλ. βλέπω, μίλα καλά! βλ. μιλώ, μιλάω καλά για κάποιον βλ. μιλώ, πάει καλά βλ. πηγαίνω & πάω, πας/είσαι καλά; βλ. πηγαίνω & πάω, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) βλ. πατώ, σκέψου καλά βλ. σκέφτομαι, την έχω καλά/άσχημα βλ. έχω, τι καλά, ... καλάθια! βλ. καλάθι, το μιλάει καλά το ... βλ. μιλώ ● βλ. καλός, καλώς [< αρχ. καλῶς, μεσν. καλά]

καλό

καλό κα-λό ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. κακό 1. οτιδήποτε ωφέλιμο, συμφέρον, ευχάριστο, αξιόλογο: Η Πολιτεία μεριμνά για το γενικό/κοινό ~/το ~ όλων. Ελπίζω από όλη αυτή την ιστορία να βγει κάτι ~. Έκανε πολλά ~ά για τον τόπο (= αγαθοεργίες, ευεργεσίες).|| Τι ~ (= νόστιμο) θα φάμε σήμερα; 2. {συνήθ. στον πληθ.} πλεονέκτημα: τα ~ά (= οφέλη) της γυμναστικής. Το μωρό έχει το ~ ότι δεν κλαίει. Πήρε όλα τα ~ά (= προτερήματα) των γονιών του. Έχει και ο χειμώνας τα ~ά του.|| (ευφημ. για κάτι δυσάρεστο:) Μην αρχίζεις τα ~ά (= τις κακές συνήθειες) της μητέρας σου! 3. ΦΙΛΟΣ. το αγαθό, η αρετή, η ηθικότητα· (στην αρχ. ελλην. φιλοσ.) το ωραίο: οι δυνάμεις του ~ού (: προσωποποιημένου). Ταγμένος στην υπηρεσία του ~ού. Πβ. αρετή, ηθικότητα.καλά (τα) 1. αγαθά, συνήθ. υλικά: Στο σπίτι τους έχουν όλα τα ~. Τι ~ μας φέρατε; 2. (+ γεν. προσ. αντων.) ρούχα κατάλληλα για επίσημες εκδηλώσεις, περιστάσεις: Βάζω/φοράω τα ~ μου. Πβ. γιορτινά. ΑΝΤ. καθημερινά (τα) ● ΦΡ.: (έτσι) για το καλό: για καλή τύχη: Βάψαμε λίγα αβγά ~ ~.|| Βασιλόπιτα/ευχές/ποδαρικό ~ ~ του χρόνου. Την πρωτοχρονιά ήπιαμε λίγη σαμπάνια ~ ~ του χρόνου., (μπα) σε καλό μου/σου/του (προφ.): για έκφρ. απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης: ~ μου τι έπαθα/τι μ' έπιασε; Σε ~ σου, τι κάνεις εκεί; Μπα ~ σας, τι θέλετε πρωί πρωί; ~ μας, πολύ γελάσαμε (πβ. σε καλό να μας βγει)!, για καλό και για κακό (προφ.): για κάθε ενδεχόμενο, σε κάθε περίπτωση: Πάρε και μια ζακέτα ~ ~· μπορεί να κάνει κρύο. ΣΥΝ. καλού κακού, για καλό/για κακό: με καλή/κακή πρόθεση: Μην παρεξηγείσαι! Για καλό το είπα ... Δεν το είπα για κακό., για το καλό μου/σου/του: για το συμφέρον κάποιου: ~ ~ της χώρας. Εγώ το λέω ~ ~ σου, αν θες μ' ακούς!, δεν είμαι στα καλά μου (προφ.): δεν έχω καλή διάθεση, ψυχολογία: Δεν έρχομαι· ~ ~ σήμερα!, δεν χρωστάω καλό (προφ.): δεν οφείλω χάρη, ευγνωμοσύνη: ~ ~ σε κανένα!, είσαι με τα/στα καλά/σωστά σου; (προφ.): ως έκφραση έκπληξης, δυσαρέσκειας ή για επίπληξη κάποιου που δεν σκέφτεται, δεν ενεργεί λογικά: Μα, ~ ~ (= είσαι/πας καλά); Είστε ~ ~ σας ή σας χτύπησε η ζέστη; Γι' αυτό με ξύπνησες νυχτιάτικα; Δεν είσαι ~ ~, μου φαίνεται! Βλ. συγκαλά., κάνει καλό: ωφελεί: Το γέλιο ~ ~! Πιες το, θα σου ~ ~! Τα πολλά γλυκά δεν κάνουν ~ στην υγεία (= τη βλάπτουν)!, λέω καλό για κάποιον (συνήθ. με άρνηση, ειρων.): λέω καλά λόγια, τον επαινώ: Εσύ μην πεις ~ για κανέναν, θα πάθεις τίποτα!, με το καλό (προφ.): ως ευχή: Πότε ~ ~ γεννάει/παντρεύεστε; Άντε, ~ ~ να τους δεχτείς! -Πότε έρχεται ο γιος σου; -Αύριο, ~ ~!, με το καλό/μαλακό (προφ.): με ήρεμο, ήπιο τρόπο: ~ ~ ή με το άγριο, θα πάρω τα χρήματά μου πίσω. Σιγά και με το μαλακό, μην τον τρομάξεις! Τον πήρε/έπιασε ~ ~, για να τον πείσει. ΑΝΤ. με το κακό/με το άγριο, μου βγήκε σε καλό (προφ.): για κάτι που είχε θετικές συνέπειες· με ωφέλησε: Επέμεινε και, τελικά, του ~ ~. Εύχομαι να σου βγει ~. ΑΝΤ. μου βγήκε σε κακό, ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο & το τέλειο/καλύτερο είναι ο εχθρός του καλού: είναι απαραίτητη η συνεχής βελτίωση., σε καλό να μας βγει & σε καλό μας! (προφ.): ως αποτροπή του κακού που θεωρείται ότι ακολουθεί μετά από μεγάλη ευθυμία και χαρά: ~ ~ τόσο γέλιο! Πβ. (μπα) σε καλό μου/σου/του., στο καλό (προφ.) 1. ως ευχή σε κάποιον που φεύγει: Καλό ταξίδι! ~ ~ (να πας)!|| (συχνά ειρων.) ~ ~ και με τη νίκη! ~ ~ και να μας γράφεις (: αδιαφορία για την αποχώρηση κάποιου)! 2. (ευφημ.) ως έκφραση δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: Άντε/άι/α ~ ~ και συ (βλ. άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο, άι στο διάτανο)!|| (απειλητ.) Πήγαινε/σύρε/τράβα ~ ~ (= φύγε), γιατί θα 'χουμε κακά ξεμπερδέματα!|| Άστον να πάει ~ ~ (= να φύγει), αρκετά μας ταλαιπώρησε! ~ ~, μου χάλασες τη διάθεση! Άι ~ ~, πάλι χάλασε! 3. (σε ερωτήσεις) για δήλωση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης: Πού ~ ~ ήσουν; Τι ~ ~ θέλεις; Μα τι ~ ~ συμβαίνει; Πώς ~ ~ θα πάμε χωρίς αμάξι; Πβ. στο διάτανο., το καλό είναι ότι ...: για να επισημανθεί η θετική και ευχάριστη πτυχή μιας γενικά δυσάρεστης ή ατυχούς εξέλιξης: ~ (στην ιστορία) είναι ότι τουλάχιστον προλάβαμε. Πβ. τυχερός (μέσα) στην ατυχία του. ΑΝΤ. το κακό είναι ..., το καλό να λέγεται (προφ.): οφείλω να παραδεχτώ ότι (κάτι) είναι καλό: Δεν μου αρέσουν τα φαγητά της, αλλά το συγκεκριμένο είναι υπέροχο! Α, ~ ~!, το καλό που σου θέλω (προφ.): ως απειλή, προειδοποίηση ή συμβουλή: ~ ~, φύγε από μπροστά μου!|| ~ ~, μην πιστεύεις αυτά που λέει!|| ~ ~, κόψε το τσιγάρο!, θέλω το καλό/το κακό κάποιου βλ. θέλω, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό βλ. γιαλός, ο καλός καλό δεν έχει βλ. καλός, ουδέν κακόν αμιγές καλού βλ. αμιγής, τα καλά και συμφέροντα βλ. συμφέρον, το έχω σε καλό/σε κακό να ... βλ. έχω ● βλ. καλός [< μεσν. καλό(ν)]

καπέλο

καπέλο κα-πέ-λο ουσ. (ουδ.) 1. κάλυμμα του πάνω ή/και πίσω μέρους του κεφαλιού, που φοριέται ως ενδυματολογικό αξεσουάρ ή για προστασία κυρ. από το κρύο ή τον ήλιο· κατ' επέκτ. καθετί με παρόμοια μορφή: βαμβακερό/γούνινο/δερμάτινο/μάλλινο/υφασμάτινο/ψάθινο ~. Ανδρικό/γυναικείο/παιδικό ~. Ναυτικό/στρατιωτικό ~. ~ με φτερά/παραλλαγής. Το γείσο/ο γύρος (= μπορ· βλ. πλατύγυρος) του ~ου. ΣΥΝ. πίλος. Βλ. ημίψηλο, καβουρ-, ψαθ-άκι, καπελ-ίνα, -ίνο, κασκέτο, κράνος, μελόν, πέτασος, πηλήκιο, ρεπούμπλικα, σκούφος, τεπές, τζόκεϊ, τόκα1, τραγιάσκα.|| Το ~ της καμινάδας/της λάμπας (πβ. αμπαζούρ)/του μανιταριού. 2. (μτφ.-προφ.) οικονομική επιβάρυνση, επιπλέον χρέωση, συνήθ. παράνομη: Έβαλαν/μπήκε/πληρώνουμε ~ στις τιμές των καυσίμων. Κρυφά ~α σε δάνεια και κάρτες. Πβ. καπέλωμα. Βλ. χαράτσι. ● Υποκ.: καπελάκι (το): κούρεμα ~ (: κοντό καρέ, με τα μαλλιά να σχηματίζουν μια μορφή καπέλου γύρω από το πρόσωπο). ● ΦΡ.: (είναι) άλλο καπέλο (προφ.): (είναι) εντελώς διαφορετικό θέμα: Οι ασκήσεις ήταν εύκολες· αν εσύ δεν είχες διαβάσει είναι ~ ~! Τώρα μιλάμε για τις απεργίες, ~ ~ οι καταλήψεις! Βλ. άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο. ΣΥΝ. έτερον εκάτερον, βγάζω το καπέλο σε κάποιον (μτφ.-προφ.): έκφραση αναγνώρισης της αξίας κάποιου: Μπράβο, φοβερή δουλειά, σου ~ ~! Όποιος το βρει, του ~ ~! Πβ. αποκαλύπτ-, υποκλίν-ομαι. [< γαλλ. tirer son chapeau à quelqu'un ] , παίρνω το καπελάκι/το καπέλο μου και φεύγω: θα φύγω, θα αποχωρήσω (χωρίς ενδοιασμό): Αν ζορίσουν τα πράγματα, ~ ~! (απειλητ.) Πρόσεξε, γιατί θα πάρω ~ και θα φύγω!, τα ψηλά καπέλα (ειρων.): οι υψηλά ιστάμενοι., βάζω/φοράω το καπελάκι μου στραβά βλ. στραβός, βγάζω λαγό/λαγούς (από το καπέλο μου) βλ. λαγός, γούστο μου (και) καπέλο μου! βλ. γούστο, μουνί (καπέλο) βλ. μουνί [< μεσν. καπέλο < βεν. capelo]

κάρβουνο

κάρβουνο κάρ-βου-νο ουσ. (ουδ.) 1. στερεό καύσιμο, κυρ. μαύρου χρώματος, που εξορύσσεται από τη γη ή παράγεται από την καύση οργανικών ουσιών: ορυκτό ~ (= γαιάνθρακας). Πβ. ξυλάνθρακας, ξυλο~, πετρο~. Βλ. μπρικέτα.|| Στάχτη από ~α (βλ. τέφρα). Τα τρένα κινούνταν με ~.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Μπριζόλες/παϊδάκια/ψάρια στα ~α (: σε ψησταριά με ~α). ΣΥΝ. άνθρακας (1) 2. είδος μολυβιού σχεδίασης από άνθρακα και συνεκδ. το αντίστοιχο σχέδιο: γόμα για ~.|| ~ σε μουσαμά. Βλ. κηρομπογιά, παστέλ. ● ΦΡ.: έγινε κάρβουνο (μτφ.-προφ.): κάηκε, απανθρακώθηκε: Το φαγητό στο φούρνο ~ ~ (= καρβούνιασε). Το κτίριο ~ ~ απ' τη φωτιά.|| Μην πλησιάσεις κοντά στα σύρματα, θα γίνεις ~!, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα & (σπάν.) στ' αγκάθια/στα καρφιά (μτφ.): αγωνιώ, ανυπομονώ: ~εται ~ ~ για να δει τι θα γίνει/μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα. Πβ. αδημονώ. [< γαλλ. être sur des charbons ardents/des épines] , καίει κάρβουνο/μαζούτ (μτφ.-ειρων.) 1. (για πρόσ.) αργεί να καταλάβει. Βλ. αργόστροφος. 2. κινείται με αργούς ρυθμούς: Η Υπηρεσία ~ ~., να καούν τα κάρβουνα! (προφ.): επιφωνηματικά όταν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση κεφιού, γλεντιού: Άντε ~ ~!, όχι άλλο κάρβουνο! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν αντέχει άλλο μια κατάσταση., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω [< 1: μεσν. κάρβουνο(ν) 2: γαλλ. charbon]

κάτι

κάτι κά-τι αόρ. αντων. {άκλ.} 1. αόριστο πράγμα ή γεγονός: Σου θυμίζει ~; Ήθελα ~ καλύτερο/το διαφορετικό. Είμαι σίγουρη ότι ~ ξέχασα. ~ κάνουμε λάθος. Θα πάρετε ~; Πες ~ (= οτιδήποτε)! Ξέρεις ~ και δεν μας το λες; Έχεις ~ μαζί μου (: σ' έχει ενοχλήσει/πειράξει ~ που είπα/έκανα); Να και ~ ευχάριστο/καινούργιο! Δεν έχω να προσθέσω ~. ~ δεν πάει καλά/ετοιμάζει/μυρίζει/συμβαίνει/τρέχει. Να σου φτιάξω ~ να φας; Να σε ρωτήσω και ~ ακόμα/άλλο; Η ατμόσφαιρα είχε ~ από τα παλιά. ~ σαν (κι) αυτό. Μπορεί να είναι γρίπη ή ~ τέτοιο (= ανάλογο, σχετικό). ~ τέτοια ακούω και τρελαίνομαι. Πβ. κατιτί, τίποτα.|| (ειδικότ.) Δεν λέω, όλοι ~ πρόσφεραν (: ο καθένας συνέβαλε με τον τρόπο του). Στο μπάσκετ ~ κάνετε (: τα πηγαίνετε σχετικά καλά). 2. (+ πληθ.) κάποιοι, μερικοί: Είναι ~ στιγμές ... Ήμουν με ~ φίλους. Έχεις καλό γούστο, όχι σαν ~ άλλους (= μερικούς μερικούς) εδώ μέσα ... 3. (επιτατ.) για να εκφραστεί έντονη επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία: Κοίτα/πω πω ~ μάτια!|| Έλεγε ~ βλακείες! 4. (προφ.-ειρων.) αξιόλογος, σπουδαίος: Άλλος ένας γραφικός που νομίζει πως ~ είναι. ΣΥΝ. κάποιος (2) ● ΦΡ.: αυτό το κάτι (προφ.): το ιδιαίτερο γνώρισμα: Δεν ξέρω τι είναι ~ ~ που έχει (και τον κάνει ξεχωριστό)/που του λείπει! Ψάχνω ~ ~!, και κάτι (προφ.): και λίγο παραπάνω, περισσότερο: μεσάνυχτα ~ ~. Είναι ένας μήνας ~ ~ που έφυγε., κάτι (λίγο) ... κάτι (λίγο) ... (προφ.): ως παράθεση των αιτίων, των λόγων που οδήγησαν σε μια κατάσταση: ~ ~ η κούραση, ~ ~ ο καιρός, δεν περάσαμε καλά., κάτι είναι κι αυτό! (προφ.): για να δηλωθεί συγκαταβατικά ικανοποίηση ως έναν βαθμό, όχι πλήρης: Τουλάχιστον ζήτησε συγγνώμη, ~ ~!, κάτι λίγο (προφ.): ευγενική απάντηση αντί του "ναι", που δηλώνει μετριασμό: -Κουράστηκες; -Ε, ~ ~ (= λιγάκι)!, κάτι λίγοι (προφ.): ελάχιστοι: Έμειναν ~ ~. Έχει μάθει ~ ~ες ελληνικές λέξεις. Ξέρω ~ ~α από υπολογιστές., κάτι παραπάνω (προφ.): λίγο πιο πολύ: Άξιζε/θα κοστίσει ~ ~. Προσπαθούμε για το ~ ~.|| (επιτατ.) Οι επιδόσεις τους ήταν ~ ~ από καλές (= άριστες)., παρά κάτι (προφ.): κάπως λιγότερο από, σχεδόν: Είναι τριάντα ~ ~., είπες κάτι/τίποτα; βλ. λέω, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει βλ. λέω, κάτι μας είπες (τώρα)! βλ. λέω, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... βλ. λέω, κάτι μου λέει βλ. λέω, κάτι τρέχει στα γύφτικα βλ. γύφτικος, κόψε κάτι βλ. κόβω, όλο και (κάποιος/κάτι) ... βλ. όλο, το κάτι άλλο! βλ. άλλος ● βλ. κάποιος [< μεσν. κάτι]

κόσμος

κόσμος κό-σμος ουσ. (αρσ.) 1. το Σύμπαν και γενικότ. κάθε πλανητικό σύστημα: η γέννηση/η γνώση/η δημιουργία/η καταστροφή/τα μυστήρια/η σύλληψη (= κοσμοθεωρία) του ~ου. Βασικές αρχές που διέπουν τον ~ο. Ο άνθρωπος/εμείς κι ο ~ (πβ. φύση). Φαινόμενο τόσο παλιό όσο και ο ~. Πβ. πλάση.|| Συμπαντικοί ~οι. ~οι και γαλαξίες. Αναζήτηση εξωγήινων ~ων. 2. (ειδικότ.) η Γη με τους κατοίκους της και καθετί πάνω σε αυτή, η υφήλιος: ο γύρος/τα διάφορα μέρη/η ιστορία/η πορεία/οι φυλές του ~ου. Ανακάλυψη/εξερεύνηση/κατάκτηση/χάρτης του ~ου. Ο ~ μέσα από τα μάτια των παιδιών. Του ~ου τα παράξενα/περίεργα! Ο πιο πλούσιος άνθρωπος του ~ου. Νέα από την Ελλάδα και όλο τον ~ο. Εκατομμύρια άνθρωποι στον ~ο ... Ταξίδια ανά τον ~ο. Γνωστός/μοναδικός σε όλο τον ~ο. Ο ~ του αύριο. Αγώνας/ελπίδες/όνειρα για έναν καλύτερο ~ο. Άλλαξε τη ροή του ~ου. Σε έναν ~ο που συνεχώς αλλάζει/προοδεύει. Ζήτημα που αφορά όλο τον ~ο (= παγκόσμιο). Σε τι ~ο ζούμε; Πού πάει ο ~ (: τι εξέλιξη θα έχει); Πβ. ανθρωπότητα, οικουμένη, υδρόγειος. 3. τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου: Ο ~ λέει/νομίζει ότι ... Όλος ο ~ ξεσηκώθηκε/σας είδε/το ξέρει. Έχει βουίξει ο ~ (= ο τόπος). Πάει, τρελάθηκε ο ~! Αναστάτωσε/σήκωσε στο πόδι όλον τον ~ο. Η γνώμη του ~ου (πβ. κοινή γνώμη). Η νοοτροπία του ~ου. (ειρων.) Προβλήματα που έχει ο ~! Ο ~ του σχολείου. Πβ. γειτονιά, κοινωνία, περιβάλλον, περίγυρος.|| (πλήθος ατόμων:) Έχει έρθει/μαζευτεί/συγκεντρωθεί πολύς ~ έξω από ... (πβ. πολυκοσμία). Καλωσόρισε/χαιρέτησε τον ~ο (= τους παρευρισκόμενους). Βγήκε ο ~ στους δρόμους. Κοροϊδεύει τον ~ο. Ευχαρίστησε τον ~ο που ... Κανείς στον ~ο δεν θα με εμποδίσει. Δεν είχαν ~ο τα καταστήματα (: πολλούς πελάτες, μεγάλη κίνηση). Έχω ~ο στο σπίτι (= επισκέπτες/καλεσμένους). Διαλέγει τον ~ο (= τις παρέες) που συναναστρέφεται. Απηύθυνε πρόσκληση στον ~ο (= στους πολίτες) να ... 4. (αφηρ.) κοινωνική ζωή, οργάνωση: Δεν έχει βγει στον ~ο (: είναι άβγαλτος). Δεν έχει πείρα του ~ου. Ζει έξω/μακριά από τον ~ο (= αποκομμένος, απομονωμένος). Είναι μόνος του στον ~ο (: δεν έχει οικογένεια). Σ' έναν ζοφερό ~ο. Γκρεμίστηκε ο ~ της (: αναστατώθηκε η ζωή της). Άφησε τον ~ο (= τα επίγεια, τα εγκόσμια) και πήγε να μονάσει. Βλ. καθημερινότητα. 5. σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, ως προς την ιστορική περίοδο που έζησαν, τη γεωγραφική περιοχή, το θρήσκευμα, την ιδεολογία, την επαγγελματική ιδιότητα, τα ενδιαφέροντα: ο αρχαίος (ελληνικός)/βυζαντινός/μεσαιωνικός/νεότερος/σύγχρονος ~. Η ακμή και παρακμή του ρωμαϊκού ~ου. Βλ. εποχή.|| Ο ~ της Ανατολής/Δύσης.|| Ο μουσουλμανικός/χριστιανικός ~ (= οι μουσουλμάνοι/χριστιανοί).|| Ο καπιταλιστικός/κομμουνιστικός/σοσιαλιστικός ~.|| Ο αγροτικός/εμπορικός/επιχειρηματικός/καλλιτεχνικός/πολιτικός/φίλαθλος ~. Ο ~ του αθλητισμού/των γραμμάτων και των τεχνών/της επιστήμης/του θεάματος/της μόδας/της μουσικής/της οικονομίας/της πολιτικής. Οι αγώνες/διεκδικήσεις του εργατικού ~ου. 6. σύνολο οργανωμένων στοιχείων, εννοιών, οντοτήτων: ορατός/πραγματικός ~. Ο φυσικός ~ (πβ. φυσικό περιβάλλον). Ο θαυμαστός ~ του βυθού/της θάλασσας (= υδάτινος, υποβρύχιος). Μικροσκοπικός ~ (πβ. μικρόκοσμος· βλ. μακρόκοσμος). Βλ. βιόκοσμος.|| Αόρατος/μαγικός/σκοτεινός ~. Ο ~ των ιδεών/των ονείρων/του παραμυθιού/των πνευμάτων/του υπερφυσικού (πβ. σφαίρα). Ο πνευματικός/συναισθηματικός/ψυχικός ~ του εφήβου/παιδιού. Βιβλία που ανοίγουν παράθυρα/πύλες στον ~ο της γνώσης. Διακριτοί/δυνητικοί/εξωτικοί/μυθικοί/παράλληλοι/πιθανοί/φανταστικοί ~οι. Ένας άλλος/καινούργιος ~ αποκαλύφθηκε/ξεδιπλώθηκε/ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους. Γεφύρωση δύο διαφορετικών ~ων. Ταξίδια σε άγνωστους ~ους. Πλάθω νέους ~ους με τον νου/τη φαντασία.|| Ο εικονικός/τρισδιάστατος/ψηφιακός ~. Ο ~ του διαδικτύου/των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Βλ. κυβερνο~. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωπος του κόσμου: που είναι πολύ κοινωνικός και έχει πείρα της ζωής. Πβ. κοσμικός, περπατημένος., εσωτερικός κόσμος: το σύνολο των πνευματικών και ηθικών χαρακτηριστικών κάποιου προσώπου: μοναδικός/πλούσιος/φτωχός ~ ~. Ο ~ ~ του παιδιού/του συγγραφέα. Το διάβασμα/οι τέχνες καλλιεργούν τον ~ό ~ο., ο καλός κόσμος: τα υψηλά κοινωνικά στρώματα· η καλή κοινωνία: Οι κυρίες του ~ού ~ου. Κατάφερε να μπει στα σαλόνια του ~ού ~ου. Πβ. αριστοκρατία.|| (ειρων.) Μαζεύτηκε όλος ~ ~! Πβ. η σάρα και η μάρα., Παλαιός Κόσμος: η Ασία, η Αφρική και κυρ. η Ευρώπη., αναπτυσσόμενες χώρες βλ. αναπτύσσω, Νέος Κόσμος βλ. νέος, ο μάταιος κόσμος βλ. μάταιος, πολίτης του κόσμου βλ. πολίτης, Τέταρτος Κόσμος βλ. τέταρτος, Τρίτος Κόσμος βλ. τρίτος, ψυχή του κόσμου βλ. ψυχή ● ΦΡ.: δεν ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο/δεν είναι του κόσμου τούτου/είναι από άλλο κόσμο: για κάποιον που είναι ξεχωριστός, μοναδικός ή για κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις τρέχουσες αντιλήψεις., είναι/ζει στον κόσμο του/στον δικό του κόσμο/σε άλλο κόσμο/στην κοσμάρα του & στον κόσμο του/στην κοσμάρα του (ειρων.): για πρόσωπο που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας: Εγώ του μιλάω, κι αυτός στον κόσμο του! Πβ. τον χαβά του., έτσι/αυτός είναι ο κόσμος! (προφ.): ως έκφραση συγκατάβασης, αποδοχής μιας δυσάρεστης συνήθ. κατάστασης: Τι να κάνουμε; ~ ~! Σήμερα σου μιλούν, αύριο δεν θέλουν να σε ξέρουν! ~ ~! Πβ. αυτά έχει/έχουν..., και τι στον κόσμο! (προφ.): για να δηλωθεί επιθυμία να συμβεί κάτι που θεωρείται αδύνατο, απίθανο: Αυτό να δω ~ ~!, κατά κόσμον: προς δήλωση του βαφτιστικού ονόματος και του επιθέτου, συνήθ. ιερέα ή μοναχού: (όταν προηγείται το ιερατικό όνομα:) Αρχιμανδρίτης/ιερομόναχος/μητροπολίτης/πατριάρχης ..., ~ ~ ...|| (κατ' επέκτ., όταν προηγείται το ψευδώνυμο:) Οδυσσέας Ελύτης, ~ ~ Οδυσσέας Αλεπουδέλης.|| (χιουμορ.) Μπίλι ή ~ ~ Βασίλης., κόσμε!: ως κλητική προσφώνηση: Εμπρός/ξύπνα ~! Α, ρε, ~ άκαρδε/ψεύτη! Βοήθεια, ~ (/χριστιανοί)!|| (από μικροπωλητή) Πάρε/περάστε/τρέξε, ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Πέρασε, ~ να δεις τα χαΐρια τους! Τρέμε, ~! Έρχεται ο ..., κόσμος και ντουνιάς (προφ.-εμφατ.): πολύς και κάθε λογής κόσμος: ~ ~ περνάει από εκεί. Ήρθε/μαζεύτηκε ~ ~ Πβ. κόσμος και κοσμάκης., με/για τίποτα στον κόσμο: (με άρνηση-εμφατ.) σε καμία περίπτωση, για κανένα λόγο: Δεν φεύγω/δεν το χάνω ~ ~! ~ ~ μη σταματήσεις/μην τα παρατήσεις! ΣΥΝ. για όλο το χρυσάφι του κόσμου, επ' ουδενί (λόγω), με κανέναν τρόπο, με τίποτα (1), μπροστά σε/στον κόσμο: για πράξεις που γίνονται παρουσία και άλλων ατόμων, δημοσίως: Μη μαλώνετε ~ ~! Δεν αισθάνομαι άνετα, όταν βρίσκομαι/τραγουδάω ~ ~. Πβ. σε κοινή/σε δημόσια θέα., ο έξω κόσμος: το εξωτερικό περιβάλλον: Δεν έχει καμία επαφή με τον ~ ~ο (: ζει απομονωμένος). Είχα ξεχάσει πώς είναι ~ ~ (: είχα καιρό να βγω έξω)., ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω & (σπάν.) αναποδογύρισε ο κόσμος: προκλήθηκαν συνταρακτικές αλλαγές, έγιναν μεγάλες ανακατατάξεις., ο κόσμος το 'χει τούμπανο/βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι (παροιμ.): για κάτι που οι άμεσα ενδιαφερόμενοι αποκρύπτουν, ενώ στην ουσία το γνωρίζουν όλοι., ο πολύς (ο) κόσμος: οι περισσότεροι άνθρωποι: ~ ~ νομίζει/πιστεύει ότι ... Βιβλίο άγνωστο στον ~ύ ~ο. Στη συνείδηση του ~ύ ~ου ... Τον περισσότερο ~ο δεν τον απασχολούν τέτοια θέματα. Πβ. ευρύ κοινό, μάζα, όχλος. ΣΥΝ. πολλοί (1), όμορφος κόσμος (ηθικός), αγγελικά πλασμένος (συνήθ. ειρων.): για να δηλωθεί ότι μία άσχημη κατάσταση παρουσιάζεται ως ωραία., στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης (μτφ.): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Έφτασε ~ ~., στον άλλο κόσμο: στον κάτω κόσμο· γενικότ. για αναφορά στη μεταθανάτια ζωή: Πήγε ~ ~ (= πέθανε). Τον έστειλε ~ ~ (= τον σκότωσε)., τι σου είναι ο κόσμος!: προς δήλωση αποδοκιμασίας, δυσαρέσκειας ή έκπληξης, θαυμασμού. Βλ. τι σου είναι ο άνθρωπος!, το κέντρο του κόσμου: το επίκεντρο: Πόλη που έγινε ~ ~. Νομίζει ότι είναι ~ ~ (βλ. εγωκεντρικός). Πβ. ο ομφαλός της Γης., του κόσμου (εμφατ.) 1. για μεγάλη ποσότητα: Ξόδεψε ~ ~ τα λεφτά! Μας είπε ~ ~ τις αηδίες/τα ψέματα! Έχει ~ ~ τα καλά και παραπονιέται κι από πάνω. 2. της καλής κοινωνίας: Κυρία ~ ~ με εκλεπτυσμένους τρόπους., (τι) μικρός που είναι ο κόσμος/πόσο μικρός είναι ο κόσμος! βλ. μικρός, απαρνούμαι τα εγκόσμια/τον κόσμο βλ. εγκόσμιος, από καταβολής κόσμου βλ. καταβολή, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης βλ. κτίση, για όλο το χρυσάφι του κόσμου βλ. χρυσάφι, για τα μάτια του κόσμου βλ. μάτι, δεν χάθηκε/δεν χάλασε/δεν θα χαλάσει (κι) ο κόσμος βλ. χαλώ, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, έφαγα τον κόσμο βλ. τρώω, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) βλ. βασιλεύω, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, κάνω το(ν) γύρο του κόσμου βλ. γύρος, κόσμος και κοσμάκης βλ. κοσμάκης, ο κάτω κόσμος βλ. κάτω, ο κόσμος να χαλάσει βλ. χαλώ, ο κόσμος της νύχτας βλ. νύχτα, ο ομφαλός της Γης βλ. ομφαλός, ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος βλ. πάνω & επάνω, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, συντέλεια του κόσμου βλ. συντέλεια, τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας βλ. θαύμα, τα ύστερα του κόσμου βλ. ύστερος, τρελαίνει κόσμο βλ. τρελαίνω, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω, χαλάει κόσμο βλ. χαλώ, χαλάει ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλάει τον κόσμο βλ. χαλώ, χάλασε ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλασμός Κυρίου/κόσμου βλ. χαλασμός [< 1,2,3,4: αρχ., μτγν. κόσμος, αγγλ.-γαλλ. cosmos 5,6: γαλλ. monde]

κύμα

κύμα [κῦμα] κύ-μα ουσ. (ουδ.) {κύμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. μάζα νερού που υψώνεται και υποχωρεί στην επιφάνεια υδάτινου όγκου και προκαλείται συνήθ. από φυσικές δυνάμεις (άνεμο, παλίρροια, σεισμική δόνηση)· κατ' επέκτ. ό,τι έχει παρόμοια κίνηση ή μορφή: άγρια/αφρισμένα/γιγάντια/θαλάσσια/θεόρατα/ισχυρά/μανιασμένα/μεγάλα/ορμητικά/τεράστια/ωκεάνια ~ατα. Φονικό ~ (πβ. τσουνάμι). Ο αφρός/η βοή/ο ήχος/ο παφλασμός/ο φλοίσβος των ~άτων. ~ατα βουνά (= πελώρια). Η θάλασσα έχει/σήκωσε ~ (βλ. τρικυμία). Τα ~ατα ξέβρασαν μια νεκρή φάλαινα. Τα ~ατα χτυπούσαν με δύναμη/μανία στους βράχους. Το ~ σκάει στην ακτή/στα πόδια μας. Τα παιδιά έπαιζαν με τα ~ατα. Τους κατάπιαν τα ~ατα (= πνίγηκαν). Οι δύο ναυαγοί πάλευαν με τα ~ατα όλη (τη) νύχτα. Βλ. κυματισμός.|| (συνεκδ.) Οικόπεδα/ταβέρνες δίπλα/κοντά/πάνω/πλάι στο ~. Το σπίτι βρίσκεται πενήντα μέτρα από το ~ (πβ. θάλασσα, παραλία).|| ~ατα άμμου (βλ. αμμόλοφος, θίνα). Οι φίλαθλοι κάνουν ~ στις εξέδρες. 2. (μτφ.) φυσικό, κοινωνικό ή άλλο φαινόμενο, τάση, συναίσθημα που εκδηλώνεται με μεγάλη ένταση ή/και σε ευρεία έκταση: πρωτοφανές/σφοδρό ~ ζέστης/κακοκαιρίας πλήττει τη χώρα.|| Αντιπολεμικό/επαναστατικό ~. Παγκόσμιο ~ διαμαρτυρίας. Γενικευμένο/κλιμακούμενο/ογκούμενο ~ αντιδράσεων/βίας/εγκληματικότητας/επιθέσεων/κινητοποιήσεων. ~ απολύσεων/προσλήψεων/φυγής (υπαλλήλων). Καλλιτεχνικό ~ αλληλεγγύης/συμπαράστασης (για τα θύματα του σεισμού). Μεγαλώνει/φουντώνει το ~ των καταλήψεων στα σχολεία. Απεργιακό ~ σάρωσε τις δημόσιες υπηρεσίες της χώρας.|| (ΟΙΚΟΝ.) Ανοδικό ~ στο χρηματιστήριο. Έρχεται νέο ~ ακρίβειας/ανατιμήσεων.|| ~ ανησυχίας/πανικού. Επιδημικό/πανδημικό ~. Η αθώωσή του ξεσήκωσε/προκάλεσε ~ οργής. Ένιωσα να με πλημμυρίζει ένα ~ ενθουσιασμού. 3. (μτφ.) μεγάλος αριθμός ανθρώπων που μετακινούνται συγχρόνως: ~ εκδρομέων/(λαθρο)μεταναστών/προσφύγων. Καταφθάνουν στη χώρα μας τα πρώτα ~ατα τουριστών. 4. ΦΥΣ. περιοδική ταλάντωση που ξεκινά από συγκεκριμένη πηγή και διαδίδεται στον χώρο είτε μέσω κάποιου υλικού σώματος είτε στο κενό· ειδικότ. ένας πλήρης κύκλος αυτής της ταλάντωσης: ακουστικά (βλ. ήχος)/αρμονικά/εγκεφαλικά (: ~ατα άλφα/βήτα/δέλτα)/ελαστικά/ερτζιανά (βλ. ραντάρ)/μηχανικά/σεισμικά/φωτεινά ~ατα. Ημιτονοειδές ~ (: το πλάτος της διαταραχής μεταβάλλεται ημιτονοειδώς στον χώρο και τον χρόνο). Ανάκλαση/διάδοση/διάθλαση/ένταση/εξίσωση/κορυφή/πλάτος/συνάρτηση (= κυματοσυνάρτηση)/ταχύτητα/φάση ~ατος. Επαλληλία/υπέρθεση ~ων. ~ατα εδάφους (: ραδιοκύματα που μεταδίδονται κατά μήκος της επιφάνειας της Γης)/μεταφοράς (: που μεταφέρουν ύλη)/υπερήχων/χώρου. Βλ. μικροκύματα. ● Υποκ.: κυματάκι (το): κυρ. στη σημ. 1. ● Μεγεθ.: κυματάρα (η): κυρ. στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: διαμήκη κύματα: ΦΥΣ. όταν η τοπική μετατόπιση των μορίων της ύλης και η διάδοση της ταλάντωσης γίνονται κατά την ίδια κατεύθυνση. [< αγγλ. longitudinal waves, 1936] , εγκάρσια κύματα: ΦΥΣ. όταν η τοπική μετατόπιση της ύλης γίνεται κάθετα ως προς την διεύθυνση διάδοσης της ταλάντωσης. [< αγγλ. transverse waves, 1912] , ηχητικά κύματα: ΦΥΣ. που διαδίδονται με τη μεσολάβηση ενός φυσικού μέσου, όπως ο αέρας, και μεταδίδουν τον ήχο. Βλ. ακουστικά κύματα. [< γαλλ. ondes sonores] , κρουστικό κύμα: ΦΥΣ. που οφείλεται σε έκρηξη ή δημιουργείται συνήθ. όταν ένα σώμα, κυρ. αεροπλάνο ή βλήμα, κινείται στον αέρα με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτή του ήχου: κάθετα/πλάγια ~ά ~ατα. Βλ. υπερηχητικός.|| (ΙΑΤΡ.) Θεραπεία/λιθοτριψία με ~ά ~ατα. [< αγγλ. shock-wave, 1907] , κύμα καύσωνα/ψύχους: ΜΕΤΕΩΡ. ακραίο καιρικό φαινόμενο κατά το οποίο επικρατούν πολύ υψηλές/χαμηλές θερμοκρασίες σε μεγάλες γεωγραφικές εκτάσεις: ~ ~ μαστίζει/σαρώνει την Ευρώπη., μήκος κύματος : ΦΥΣ. η απόσταση ανάμεσα σε δύο αντίστοιχα σημεία διαδοχικών κυμάτων: ελάχιστο/μέγιστο ~ ~. ~ ~ του φωτός. Ακτινοβολία με ~ ~ ...νανόμετρα. [< γαλλ. longueur d'onde] , μοναχικό κύμα: ΦΥΣ. που προξενεί μικρές αλλαγές στις συνθήκες πίεσης, πυκνότητας ή ταχύτητας του υλικού που διατρέχει και δεν συνοδεύεται από αντίστοιχες κυματικές διαταραχές. [< αγγλ. solitary wave] , βαρυτικά κύματα βλ. βαρυτικός, βραχέα (κύματα) βλ. βραχύς, ηλεκτρομαγνητικά κύματα βλ. ηλεκτρομαγνητικός, μακρά (κύματα) βλ. μακρός, μεσαία (κύματα) βλ. μεσαίος, μέτωπο κύματος βλ. μέτωπο, νέο κύμα βλ. νέος, οδεύον/τρέχον κύμα βλ. οδεύω, παλιρροϊκό κύμα βλ. παλιρροϊκός, πράσινο κύμα βλ. πράσινος, στάσιμο κύμα βλ. στάσιμος, ωστικό κύμα βλ. ωστικός ● ΦΡ.: κατά κύματα & κύματα κύματα: κατά τρόπο που χαρακτηρίζεται από μαζικότητα και περιοδικότητα: Η έξοδος του Πάσχα θα πραγματοποιηθεί ~ ~. Οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την περιοχή ~ ~. Έκανε λόγο για επιθέσεις που δέχεται ~ ~., κόντρα στο κύμα 1. αντίθετα από την κατεύθυνση του κύματος: Κολυμπούσαν/κωπηλατούσαν ~ ~. 2. (μτφ.) ενάντια στη γενική τάση, στην κυρίαρχη άποψη: Με το έργο του πηγαίνει ~ ~. Πβ. κόντρα στο ρεύμα/στον καιρό/στον άνεμο. Βλ. μέινστριμ., περνώ από σαράντα/χίλια κύματα {συνήθ. στο γ' πρόσ. αορίστου} (μτφ.): συναντώ πολλές δυσκολίες, εμπόδια: Το ειδύλλιό τους έχει περάσει ~ ~. Μετά από σαράντα κύματα κατάφεραν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους., στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος (μτφ.): για να δηλωθεί συμφωνία, ταύτιση ή διαφορετικότητα, αντίθεση αντιστοίχως: Βρισκόμαστε/είμαστε/εκπέμπουμε στο ίδιο ~ (: έχουμε τις ίδιες απόψεις, συνήθειες, κοινούς στόχους). Πβ. συμφωνώ.|| Σε διαφορετικό/άλλο ~ ~ με τον βουλευτή κινήθηκε/μίλησε η υπουργός ... Πβ. διαφοροποιούμαι. ΣΥΝ. στην ίδια/σε διαφορετική(/άλλη) συχνότητα [< γαλλ. (être) sur la même longueur d'onde] , έρμαιο των κυμάτων βλ. έρμαιο, χύμα στο κύμα βλ. χύμα [< 1: αρχ. κῦμα 2,3,4: γαλλ. vague, onde, αγγλ. wave]

λείπω

λείπω λεί-πω ρ. (αμτβ.) {έλει-ψα, λεί-ψει, λείπ-οντας}: είμαι απών από κάπου και κυρ. βρίσκομαι μακριά από τον τόπο κατοικίας ή τον εργασιακό μου χώρο: Ποιος ~ει; Να μη ~ψει κανείς! Έλειπα όταν ήρθε. Όλοι ήταν εκεί, μόνο εσύ έλειπες. Όλη μέρα ~ει από το σπίτι. ~ουν σε διακοπές/στο εξωτερικό/σε ταξίδι. ~ει για δουλειές. Θα ~ψω για λίγο (διάστημα)/ένα μήνα. Θα ~ουμε μέχρι την άλλη βδομάδα/το Σαββατοκύριακο. Μην ξεχάσεις να ποτίζεις τα λουλούδια, όσο θα ~. Έχω έναν υπάλληλο για τις ώρες που ~. Πβ. απουσιάζω. Βλ. εγκατα~, κατα~, παρα~, παρευρίσκομαι, παρίσταμαι, παρών.|| Χρόνια ~ει από το σανίδι (: δεν συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις).|| (σπάν., προφ.) Να δω τι θα κάνετε, όταν θα ~ψω (= πεθάνω) εγώ.λείπει: για κάτι που δεν υπάρχει κάπου, ενώ κανονικά θα έπρεπε, ή υπήρχε πριν: ~ ένα κομμάτι από το παζλ/ένα κουμπί. Κάτι ~ από το φαγητό. ~ η εμπιστοσύνη στις μέρες μας. Συσκευή που δεν πρέπει να ~ψει από κανένα σπίτι. Δεν ~ τίποτα από το νησί μας (: είναι αύταρκες). Δεν θα μπορούσε να ~ από τη λίστα με τα καλύτερα τραγούδια της χρονιάς. ● ΦΡ.: αυτό/αυτός μας έλειπε (τώρα)/αυτό δα μας έλειπε (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι είναι ανεπιθύμητο(ς), καθώς έρχεται να προστεθεί σε μια ήδη δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση: Αυτό ~ ~, να της δίνουμε κι αναφορά. Δεν φτάνουν όλα τ' άλλα, αυτός ~ ~ κι οι ανοησίες του!, δεν λείπει (κάτι): υπάρχει σε αρκετό βαθμό: ~ ~ουν οι εντάσεις/τα προβλήματα. ~ ~ψαν οι εκπλήξεις., μου λείπει κάποιος/κάτι 1. αισθάνομαι πολύ έντονα την έλλειψη ενός προσώπου ή πράγματος: Μου ~εις αφάνταστα/πολύ! Σου ~ψα καθόλου/λιγάκι; Μου έχει ~ψει η ηρεμία/το σπίτι μου. Πβ. αποθυμώ. 2. δεν έχω, χρειάζομαι, στερούμαι: Δεν ~ ~ τίποτα. Του ~ αυτοπεποίθηση/μυαλό/πείρα (πβ. υπολείπομαι). Σου ~ουν (ΑΝΤ. περισσεύουν) χρήματα;, να (σου) λείπουν (αυτά) (προφ., συχνά με αυστηρό ύφος): σε κάποιον που λέει ή κάνει κάτι ενοχλητικό: ~ ~ οι ειρωνείες/τα σχόλια/οι χαρακτηρισμοί!, να μου λείπει (το βύσσινο) & να λείπει/να μένει (το βύσσινο) (προφ.): έκφρ. άρνησης, απόρριψης πρότασης ή κατάστασης: Σιγά μην έρθω μαζί σου διακοπές. ~ ~! Πβ. όχι, ευχαριστώ (δεν θα πάρω)!, λείπει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή; βλ. Μάρτης, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όλα τα είχαμε, (αυτό μας έλειπε) βλ. έχω, όλα τα 'χε/'χει η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε/λείπει βλ. φερετζές, όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια βλ. γάτα, ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει βλ. ράβω [< αρχ. λείπω, γαλλ. manquer]

λεπτό

λεπτό λε-πτό ουσ. (ουδ.) & (προφ.) λεφτό 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα χρόνου (σύμβ. min) ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας ή με εξήντα δευτερόλεπτα· συνεκδ. σύντομο χρονικό διάστημα: διάρκεια ενός ~ού. Χρέωση ... ευρώ ανά/το ~. Πέντε ~ά (= πεντάλεπτο) διάλειμμα. (στην κινητή τηλεφωνία:) Δωρεάν ~ά ομιλίας. Μέσα σε δύο ~ά/εντός είκοσι ~ών. Τρία ~ά αργότερα. Πριν (από) επτά ~ά. Δεκαπέντε ~ά (= ένα τέταρτο) μετά τις δύο. Είναι τριάντα ~ά (= μισή ώρα) μακριά/με τα πόδια. Απομένουν έξι ~ά (μέχρι τη λήξη). Επιστρέφω σε δέκα ~ά (= σε ένα δεκάλεπτο). Διακόπτουμε για λίγα ~ά (: ολιγόλεπτη διακοπή). Πάλεψαν για τη νίκη μέχρι το τελευταίο ~ του αγώνα. Πβ. πρώτο.|| Τον συμπάθησα από το πρώτο ~. Θα πάρει μόνο ένα ~ (= πολύ λίγο). Ζει κάθε ~ της ζωής του. Πβ. στιγμή. 2. ΟΙΚΟΝ. νομισματική μονάδα ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ (και παλαιότ. της δραχμής)· συνεκδ. το αντίστοιχο κέρμα: δύο/πέντε/δέκα/είκοσι/πενήντα ~ά (= δί-/πεντά-/δεκά-/εικοσά-/πενηντά-λεπτο). ΣΥΝ. ευρωλεπτό, σεντ 3. ΓΕΩΜ. μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. ● Υποκ.: λεπτάκι & λεπτούλι (το): στη σημ. 1: μισό λεπτάκι. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερο (λεπτό): δευτερόλεπτο. ● ΦΡ.: από λεπτό σε λεπτό & από το ένα λεπτό στο άλλο (προφ.) 1. σε πολύ λίγο: Τους περιμένω ~ ~. Πβ. από τη μια στιγμή/μια μέρα στην άλλη, από ώρα σε ώρα, οσονούπω. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, όπου να 'ναι (1) 2. πολύ γρήγορα: Η κατάστασή του χειροτερεύει ~ ~. [< γαλλ. d'une minute à l'autre ] , για μισό/για ένα λεπτό (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση, διαφωνία ή για να ζητηθούν διευκρινίσεις, εξηγήσεις: ~ ~ (= όπα), πότε το είπα αυτό;|| ~ ~ (= κάτσε, περίμενε, στάσου), γιατί με μπέρδεψες, τι εννοείς;, ένα/μισό λεπτό (προφ.): για να δηλωθεί πολύ μικρό χρονικό διάστημα: Περίμενε ~ ~ (= λιγάκι)! Επιστρέφω σε ~ ~ (= αμέσως). Μισό ~ να κοιτάξω και θα σου πω (κ. αργκό "μισό"). ~ ~, παρακαλώ!, ενός λεπτού σιγή & μονόλεπτη/-ος σιγή & τριών λεπτών σιγή: απόδοση τιμής σε αποθανόντα συνήθ. πριν από την έναρξη επίσημης εκδήλωσης, διάρκειας ενός λεπτού ή τριών λεπτών (κυρ. στη μνήμη πολλών θυμάτων), σε σιωπηλή και όρθια στάση των παρευρισκομένων: Κράτησαν/τήρησαν ~ ~. [< γαλλ. une minute de silence] , λεπτό προς λεπτό: (συνήθ. για δημοσιογραφική κάλυψη) αναλυτική παρακολούθηση γεγονότος ή διαδικασίας την ώρα που λαμβάνει χώρα: ~ ~ η επιχείρηση απεγκλωβισμού/οι κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις/η μάχη των εκλογών., ούτε λεπτό: καθόλου, ούτε στιγμή: Δεν υπάρχει ~ ~ για χάσιμο! Δεν σταμάτησε ~ ~ να βρέχει. Θα σε περιμένω μέχρι τις τέσσερις, ~ ~ παραπάνω., στο λεπτό: αμέσως, πάρα πολύ γρήγορα: φωτογραφίες ~ ~ (πβ. της στιγμής). Ετοιμάστηκε ~ ~ (= σε κλάσμα/κλάσματα (του) δευτερολέπτου, στη στιγμή, στο άψε σβήσε/πι και φι/πιτς φιτίλι/τάκα-τάκα/τσακ μπαμ). [< γαλλ. à la minute] [< μτγν. λεπτόν 1,2: γαλλ. minute]

λέω

λέω λέ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λες, λέ-ει, -με, -τε, -ν(ε), έλεγα, είπα (προστ. πες, πείτε κ. πέστε), πει, λέγ-ομαι, λέ-χθηκε (λόγ.) ειπώ-θηκε (λογιότ. ελέ-χθη, -χθησαν, μτχ. λε-χθείς, -χθείσα, -χθέν), λε-χθεί (λόγ.) ειπω-θεί, λέγ-οντας, -όμενος, ειπω-μένος} & (λόγ.) λέγω 1. εκφέρω λέξεις και φράσεις, αρθρώνω φθόγγους: Συγγνώμη, δεν σ' άκουσα, τι είπες; Είπαν (= αντάλλαξαν) βαριές κουβέντες. Έχω κάτι να σου πω (: εμπιστευτώ), αλλά μην το πεις (= αποκαλύψεις, μαρτυρήσεις) σε κανέναν/πουθενά. Πες το μου στ' αυτί/ψιθυριστά. Έφυγε, ~οντας μόνο ένα "γεια". Έχουν ~χθεί τα πάντα. (εμφατ.) ~ει και ~ει ασταμάτητα (πβ. μιλώ). Δεν ξέρει τι ~ει (= ~ει ασυναρτησίες). (ειρων.) Τέτοια λέγε μου, να χαίρομαι!|| Τι έχεις να πεις σε όσους σε κατηγορούν; Πβ. απαντώ.|| ~ τη γνώμη μου (= διατυπώνω, εκφράζω)/ψέματα (= ψεύδομαι). ~ει τις ειδήσεις (= εκφωνεί, παρουσιάζει). Πείτε μου/πέστε μου τι κάνετε/τα νέα σας. Μας είπε (= ανακοίνωσε) την απόφασή του/τα εξής: … Αναγκάστηκε να πει (= ομολογήσει, παραδεχτεί) την αλήθεια.|| Δεν μπορεί να πει (= προφέρει) το "ρο".|| Στο ~ εγώ, θα έρθει (πβ. διαβεβαιώνω)! Τι το λες και δεν το κάνεις; Ό,τι είχα/ήταν να πω το είπα (πβ. δηλώνω). Ό,τι και να πεις, έχεις δίκιο. Αφού σου είπα (= υποσχέθηκα) ότι θα σε βοηθήσω, θα το κάνω. Στο είχα πει (: επαναλάβει) πολλές φορές.|| Το είπε (= μετέδωσε) το ραδιόφωνο.|| ~νε (= κάνουν λόγο) για τα χθεσινά. 2. σκέφτομαι, υπολογίζω· νομίζω, πιστεύω· υποθέτω, φαντάζομαι: ~ να φύγω αύριο (πβ. προγραμματίζω, σκοπεύω, σχεδιάζω). Πάνω που είπα (= αποφάσισα) κι εγώ να σοβαρευτώ ... -Θα έρθεις; -Έτσι ~. Και να πεις πως δεν το περίμεναν! Πες πενήντα τα οδοιπορικά κι εκατό η διαμονή. Πόση ώρα λες να πάρει;|| Εσύ τι λες/τι έχεις να πεις γι’ αυτά; Τι θα πει ο κόσμος; (με αμφιβολία ή απορία:) ~τε να είναι τόσο απλό;|| Αν δεν σε ήξερα, θα έλεγα ότι δεν είσαι (= δεν θα σε έκανα) πάνω από είκοσι. Έτσι όπως είχε ξαπλώσει, έλεγες ότι κοιμάται. Πες πως ήσουν στη θέση μου, τι θα έκανες; Ποιος να (μου) το 'λεγε ότι θα χώριζαν! 3. για παράθεση άποψης, φήμης, γνωμικού, των λόγων κάποιου: (συνήθ. στο γ' πρόσ.) ~νε/~εται ότι/πως ... (πβ. διαδίδεται, μαρτυρείται, συζητιέται, φημολογείται, ψιθυρίζεται). Πολλά ~ονται και ακούγονται γι' αυτό το θέμα. Απ' ό,τι λένε (οι δικοί του) είναι πολύ ώριμος για την ηλικία του. Η παράδοση ~ει (= αναφέρει) ότι ο πύργος ήταν στοιχειωμένος. Στο χωριό μου ~νε: "Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά".|| Όπως ακριβώς είπα/~θηκε και πριν, ...|| (σε ευθύ ή πλάγιο λόγο) Και γυρίζει και μου ~ει: "Έχεις καθόλου λεφτά;" (πβ. ρωτώ). Δεν τη νοιάζει, ~ει. (Μου) είπε να μη χαθούμε. 4. (ειδικότ.) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω: Ο ίδιος ~ει ότι έπεσε θύμα απάτης. Το ~ και το πιστεύω. Είσαι σίγουρος για όσα λες; Σύμφωνα με όσα ~ει σε συνέντευξή της ... Δεν ~/δεν μπορώ να πω ότι το έκανε αυτός/επίτηδες. 5. εισαγωγικά ή παρενθετικά στον λόγο ή σε τυπικές φράσεις για προσέλκυση της προσοχής, έκφραση απορίας, αμηχανίας, δυσαρέσκειας: Δεν μου λες, αύριο έχουμε μάθημα; Για να το πούμε αλλιώς/απλά/καλύτερα, ... Τολμώ να πω ότι την καταλαβαίνω. Συγγνώμη, να πω κάτι (πβ. αναφέρω, επισημαίνω, προσθέτω); Και να πω και κάτι άλλο ... Θα μου επιτρέψετε/πρέπει να πω ... Δεν χρειάζεται/περιττό να πω ότι ... (: για κάτι αυτονόητο, γνωστό). Σου το/στο ~ σαν φίλος, ξέχασέ την.|| (επιτατ., θυμωμένα:) Αυτό που σου ~ εγώ!|| (απειλητ.) Για πρόσεχε τι λες!|| (συγκαταβατικά) Ό,τι πεις εσύ!|| (στερεότυπη φρ. όταν σηκώνουμε το τηλέφωνο) Λέγετε; Λέγετε, παρακαλώ! 6. ονομάζω, αποκαλώ, χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι: -Πώς σε ~νε; -Με ~νε Ειρήνη. ~ομαι ... (: για ονοματεπώνυμο). Πολύ ακατάδεχτη η ... πώς την είπαμε; (: όταν δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου).|| Πώς ~εται αυτό στα Γαλλικά (πβ. μεταφράζω);|| Τον είπε βλάκα μπροστά σ' όλους. (για παρατσούκλι) Στο σχολείο τον ~νε ξερόλα. Εγώ αυτό το ~ κοροϊδία. 7. εννοώ, σημαίνω, δείχνω: (συνηθέστ. στο γ' πρόσ.) Τι θα πει "ελευθερία"; Αν γυρίσει, θα πει πως σ' αγαπάει. Το ότι τον προσκάλεσα δεν θα πει ότι τον συμπαθώ κιόλας.|| Νομίζω αυτό ~ει πολλά για τον χαρακτήρα της. Η φωτογραφία τα ~ει όλα. Το θερμόμετρο ~ει σαράντα βαθμούς Κελσίου. Η πινακίδα ~ει "Απαγορεύεται η αναστροφή". Πάτησε το κουμπί που ~ει στοπ.|| (προφ.) -Τι ώρα λες (: τι ώρα ~ει το ρολόι σου); Τα μάτια σου άλλα ~νε ... 8. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι· προτείνω, συμβουλεύω: Πες του να περάσει. Άσε με ήσυχη, σου είπα! Μην του πεις μόνο για διάβασμα (: να διαβάσει)! Θα σου πω εγώ πότε να σταματήσεις (πβ. καθοδηγώ, υποδεικνύω). Κάνε ό,τι σου ~ει (πβ. διατάζω)!|| Εγώ ~ να πάμε. Θα σου έλεγα να μη βιαστείς. Πες του κι εσύ κάτι! 9. (προφ.) διατυπώνω γραπτώς, αναφέρω: Τι ~νε (= γράφουν) οι εφημερίδες; Η διαθήκη/ο νόμος ~ει (= ορίζει) ... Χρειάζεσαι μία υπεύθυνη δήλωση που να ~ει ότι ... Ένας μεγάλος ποιητής είπε ... 10. προβλέπω, προλέγω: Εγώ το είχα πει από την αρχή. Όταν εγώ στα 'λεγα, εσύ δεν με πίστευες. Πβ. προειδοποιώ. 11. εξηγώ, ερμηνεύω: ~ει (= διαβάζει) τον καφέ/το μέλλον/τη μοίρα/το φλιτζάνι/τα χαρτιά.|| Μπορείς να μου πεις τι σημαίνει ... 12. αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω: Δεν ξέρει να ~ει ανέκδοτα. Πείτε μας πώς τα περάσατε στο ταξίδι. Ακριβώς έτσι έγιναν, όπως τα είπε. Πες μας τι σου συμβαίνει. Πβ. διηγούμαι.|| Ένας απ' τους δυο σας ~ει παραμύθια (πβ. παραμυθιάζω, ψεύδομαι). 13. κουβεντιάζω, συζητώ: Τα ~με πού και πού. Κάτσε να τα πούμε λιγάκι. Για σένα λέγαμε (= μιλούσαμε). Πίνανε και λέγανε τα δικά τους. Τι ακριβώς ~θηκε/~χθη στη γενική συνέλευση;|| Όπως είπαμε (= συμφωνήσαμε), εντάξει; 14. επαναλαμβάνω προφορικά κάτι που έχει ορισμένη μορφή και συνήθ. το έχω αποστηθίσει: ~ ένα ποίημα (= απαγγέλλω)/την προσευχή μου. Θα πει (= τραγουδήσει) κομμάτια από τον τελευταίο του δίσκο. Βλ. λεγάμενος, λέγειν, λεγόμενα, λεγόμενος.λέει (προφ.) 1. (συνήθ. με άρνηση) αξίζει: -Τι ~ το/σαν μαγαζί; - Δεν ~ μία/τίποτα. Η ταινία δεν έλεγε πολλά (πράγματα). Βλ. ψιλο~. 2. για έμφαση, ενίσχυση των λεγομένων: Ξεφαντώσαμε, ~! Αν τον ξέρω, ~; Απ’ έξω κι ανακατωτά. Πβ. δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! 3. ως συμπλήρωμα στην ομιλία, όταν κάποιος δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις: Και μου ζήτησε, ~, να φύγω ~, γιατί ήθελε, ~, να ... Πβ. να πούμε. 4. σε αφηγήσεις ή υποθέσεις: Ήτανε, ~, κάποτε ένας βασιλιάς... Είδα, ~, στο όνειρό μου ότι ...|| Φαντάσου, ~, να ξανασυναντηθούμε μια μέρα. 5. για να δηλωθεί έντονη έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: Ποιος ήταν ~; 6. για λόγο που θεωρείται πρόφαση, δικαιολογία: Δεν ήρθε γιατί, ~ (= δήθεν), είχε δουλειά. Πβ. τάχα. 7. φημολογείται: Ο γιος τους, ~, είχε μπει φυλακή. ● ΦΡ.: ... όπως/που λέει και (προφ.): όταν αναφέρονται τα λόγια κάποιου, αποφθέγματα, παροιμίες ή στίχοι τραγουδιού: Κάθε εμπόδιο για καλό, ~ ~ ο λαός. Όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας, ..., άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν περιγράφεται με λόγια: Είχε γίνει έξω φρενών, φώναζε, έβριζε, άσε ... ~ ~ ακούς! Τα χρώματα του πίνακα είναι μοναδικά, όμως ~ ~ βλέπεις!, ας πούμε (προφ.) 1. για να δοθεί παράδειγμα: Παιδιά που είναι, ~ ~, οκτώ ετών ... Πβ. για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν/χάρη, ξέρω γω. 2. για να εκφραστεί μία υπόθεση: ~ ~ (= ας υποθέσουμε) ότι ψάχνεις για δουλειά ... Πβ. έστω. 3. για να γίνει μία πρόταση: -Πότε να πάμε; -~ ~ την πρώτη του μηνός., ας τα λέμε καλά (προφ.): σχετικά καλά, ως τυπική απάντηση χαιρετισμού: -Τι κάνεις; -Ε, ~ ~..., άστον/άσ' τον να λέει (προφ.): συνήθ. ως προτροπή σε κάποιον να μη δίνει σημασία στα λόγια τρίτου: Άστους να λένε, είσαι η καλύτερη!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος θέλει να συνοψίσει κάτι ή δεν ξέρει τι άλλο να πει: ~ ~ φίλε μου, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση., αυτό θα πει ...! (προφ.): (ως ένδειξη αναγνώρισης, θαυμασμού) αυτό είναι: ~ ~ αγάπη/εξυπηρέτηση/μαγκιά/τύχη!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί παραδοχή, ομολογία ή συμφωνία με κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Είναι ωραίος νέος, αυτό/το σωστό να ~. Η αλήθεια να ~, μαζί της δεν βαριέμαι ποτέ., αφού το λες εσύ & αφού το λέτε εσείς (προφ.): (συγκαταβατικά) για να δηλωθεί αποδοχή της άποψης του άλλου: Ε, ~ ~, έτσι θα 'ναι/κάτι (παραπάνω) θα ξέρεις., για λέγε/πες (προφ.): ως προτροπή για να αφηγηθεί κάποιος κάτι ενδιαφέρον: -Συναντηθήκαμε χθες. -~ ~, ~ ~!, για να μη (σου) πω & μη (σου) πω: παρενθετικά στον λόγο για να προσθέσουμε κάτι, χωρίς να είμαστε απόλυτοι: Ένα από τα πιο σημαντικά, ~ ~ το πιο σημαντικό, είναι ..., για να σου πω (προφ.): (αυστηρά) ως έκφραση δυσφορίας, για να σταματήσει κάποιος να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: Α, ~ ~, μη μου φωνάζεις εμένα! ~ ~, σαν πολύ αέρα δεν πήρες;, δε(ν) λέγεται (προφ.-εμφατ.): δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια: Το τι αγόρασε ~ ~! ~ ~ τι τράβηξα μέχρι να τελειώσω., δε(ν) λέω (προφ.): δεν αντιλέγω, δεν διαφωνώ: ~ ~, η δουλειά είναι δύσκολη, αλλά ..., δεν λέει να 1. (προφ.) για κάτι που δεν συμβαίνει, κυρ. αντίθετα από το επιδιωκόμενο ή το προσδοκώμενο: Αυτή η γρίπη ~ ~ περάσει με τίποτα. Η ώρα περνούσε κι αυτός δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. 2. (νεαν. αργκό) δεν είναι σωστό, πρέπον ή συμφέρον: Θα περιμένω να τον αποχαιρετήσω, ~ ~ φύγω έτσι., δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... & πάλι καλά (να λες) (που): (προφ.) όταν κάποιος προσπαθεί να εστιάσει στις θετικές πλευρές μιας δυσάρεστης κατάστασης: ~ ~ που δεν πάθατε τίποτα! Πβ. ευτυχώς.|| -Άργησες, αλλά τουλάχιστον ήρθες. -Πάλι καλά να λες!, δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί συμφωνία με τα προαναφερθέντα και υπερθεματισμός: Καλά, ~ ~, το μέρος ήταν καταπληκτικό! -Πώς περάσατε χθες, ωραία; -Ωραία ~ ~, τέλεια ήταν! Τυχερή, ~ ~, από θαύμα ζει!, δεν μου λέει τίποτα (προφ.): δεν μου κάνει αίσθηση, δεν το θεωρώ σημαντικό: Το ότι είναι πλούσιος πραγματικά/προσωπικά ~ ~. [< γαλλ. cela ne me dit rien] , δεν σου λέω (οικ.): (με περιπαικτική διάθεση) σε περίπτωση που κάποιος αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι: ~ ~, για να μάθεις! ~ ~, ~ ~, πού ήμουν!, είπα κι εγώ (προφ.): σε περιπτώσεις που ανατρέπονται τα λόγια, οι αρχικές σκέψεις ή εκτιμήσεις κάποιου: ~ ~ με ξέχασες;, είπα ξείπα (προφ.): για αναίρεση προηγούμενης δήλωσης ή υπόσχεσης: -Μα μου είπες πως θα μου το αγοράσεις. -~ ~ (: το παίρνω πίσω).|| (ως ουσ.) Βαρέθηκα τα ~ ~ του., είπες κάτι/τίποτα; (προφ.): με αυστηρό ύφος ή απειλητικά, για να αποθαρρυνθεί κάποιος που εκφράζει αντιρρήσεις, συνήθ. μουρμουρίζοντας ή μιλώντας σιγά: Δεν κατάλαβα. ~ ~;, εμένα μου λες (προφ.): ως έκφραση αμφισβήτησης ή συμφωνίας: (ειρων.) -Συγγνώμη, δεν θα ξαναγίνει. -~ ~!|| -Είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος. -~ ~; Ένας θεός ξέρει τι έχω τραβήξει μαζί του., ένα (μόνο) σου λέω (προφ.-εμφατ.): για προσέλκυση της προσοχής σε αυτό που θα ακολουθήσει: ~ ~ και να το θυμάσαι, τίποτα δεν είναι δεδομένο. (απειλητ.) Ένα μόνο θα σου πω, μη διανοηθείς και ξαναγυρίσεις!, εσύ το λες αυτό/εσύ είσαι που το λες αυτό 1. (προφ.-εμφατ.) αυτή είναι η δική σου άποψη, όχι η δική μου: Εγώ δεν είπα ότι δεν θέλω, ~ ~. 2. (σε ερώτηση) ως έκφραση έκπληξης, απορίας για τα λεγόμενα κάποιου: -Δεν αντέχω άλλο. -~ ~; Νόμιζα ότι σου άρεσε η δουλειά., έτσι λες; (προφ.): αυτό νομίζεις, αυτό πιστεύεις;: ~ ~ ε; Μπορεί να 'χεις και δίκιο ..., έτσι σου είπαν να λες; (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, διαμαρτυρίας για κάτι που ειπώθηκε: -Ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του. -Μπα, ~ ~;, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει (προφ.): (για καλλιτέχνη ή καλλιτεχνική δημιουργία) προτείνει κάτι διαφορετικό, καινούργιο: Η ταινία δεν ~ ~., έχω να (το) λέω (προφ.): εκφράζομαι με τα καλύτερα λόγια για κάποιον ή κάτι: ~ ~ για τη φιλοξενία τους., θα έλεγα (προφ.): κειμενικός δείκτης που τονίζει την υποκειμενικότητα μιας κρίσης: Τα θέματα ήταν αρκετά εύκολα, ~ ~ (= κατά τη γνώμη μου).|| (επιτατ.) Η αύξηση είναι σημαντική, εντυπωσιακή ~ ~ (= τολμώ να πω). Πβ. αν θέλεις/θέλετε., θα μου πεις ... (προφ.): (παρενθετικά στον λόγο) ως έκφραση άποψης, σκέψης ή πιθανής εξέλιξης: Κάθε αρχή και δύσκολη, θα μου πεις., θα σου 'λεγα (τώρα) (προφ., συνήθ. με θυμωμένο ύφος): για μετριασμό των λεγομένων ή αποσιώπηση βαρύτερων χαρακτηρισμών και λόγων: ~ ~ καμιά κουβέντα, έχε χάρη όμως που ... ~ ~ τίποτα για το σόι σου, αλλά ... Πβ. τι του λες/τι να του πεις τώρα;, θα τα πούμε (προφ.) 1. ως έκφραση αποχαιρετισμού: Πολλά φιλιά, ~ ~ (από κοντά/σύντομα/την Τρίτη). Πβ. τα λέμε. 2. (απειλητ.) θα λογαριαστούμε, αναμετρηθούμε: Εμείς (οι δύο) ~ ~ στο γήπεδο/δικαστήριο., και πάει λέγοντας (προφ.): και ούτω καθεξής: Το νέο νομοσχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις, απεργίες, διαμαρτυρίες ~ ~. ΣΥΝ. και τράβα κορδέλα/κορδόνι, και τι δεν είπε (εμφατ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι ειπώθηκαν πολλά: ~ ~ για τον διευθυντή, ότι τους καταπιέζει, ότι τους εκμεταλλεύεται, ότι ..., καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες (προφ.): για επιβεβαίωση της κρίσης κάποιου άλλου: ~ ~ να μην ανακατευτώ, αλλά πού μυαλό! Καλά μου είπανε πως είναι απατεώνας., καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε (προφ.): για να δηλωθεί συμφωνία με τα λεγόμενα κάποιου: (Πολύ) καλά τα λες, αλλά ποιος σ' ακούει; Ακριβώς έτσι έγινε, φίλε, σωστά τα λες. Ναι, ναι, (έτσι) όπως τα λέει είναι ..., κάτι έλεγες ...; (προφ.-ειρων.): όταν τα λόγια κάποιου αντιτίθενται στις πράξεις του ή γενικότ. δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα., κάτι μας είπες (τώρα)! (προφ.-ειρων.): για κάτι γνωστό, αυτονόητο: -Τόσο καιρό μας έλεγε ψέματα. -Χαίρω πολύ, ~ ~! Πβ. τι μας λες (τώρα);, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... (προφ.): διαισθάνομαι ή προαισθάνομαι κάτι: Κι όμως εμένα ~ ~ θα τον ξαναδώ. [< γαλλ. quelque chose me dit que] , κάτι μου λέει (προφ.): μου θυμίζει κάτι: ~ ~ το όνομά του, αλλά δεν είμαι σίγουρη.|| Η φωτογραφία δεν μου λέει κάτι/τίποτα. [< γαλλ. me dit quelque chose] , λέγε λέγε/πες πες (προφ.-εμφατ.): σε περιπτώσεις που λέγεται κάτι συνεχώς και επίμονα σε κάποιον: ~ ~ στο τέλος τον έπεισαν. Πβ. λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει., λέγε με ... & μπορείς να με λες (προφ.): (ακολουθεί κύριο όνομα ή ουσιαστικό) να με αποκαλείς, φωνάζεις ..., όταν θέλει κάποιος να δημιουργήσει κλίμα οικειότητας ή, ειρων., για τον ίδιο του τον εαυτό: Από 'δω και πέρα ~ ~ απλώς/σκέτο Μαρία.|| Τελικά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το φτιάξω, ~ ~ και μάστορα!, λέμε τώρα (προφ.-ειρων.): που λέει ο λόγος: Καλά είμαι, ~ ~. Υποσχέσεις για ένα καλύτερο, ~ ~, μέλλον., λες κ(α)ι (προφ.): σαν να: Το θυμάμαι ~ ~ ήταν χθες! Δεν μπορούσε να μιλήσει, ~ ~ κάτι του 'φραζε το στόμα. Πβ. θαρρείς και., λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου: δηλ. χωρίς να ακούγομαι: Είπε ~ του (: σιγανά, σιωπηλά, χαληλόφωνα) μια προσευχή. Όλα θα πάνε καλά, είπε ~ της (: σκέφτηκε, συλλογίστηκε). Αν έχεις κάτι να πεις, μην το λες ~ ~ σου (= πες το δυνατά, φωναχτά). Βλ. μουρμουρίζω, ψιθυρίζω., μα τι λέω & τι λέω (προφ.) 1. όταν κάποιος διορθώνει ή ενισχύει τα λεγόμενά του: Μέρες έχω να γράψω, ~ ~, μήνες. 2. (ειρων.) ως έκφραση αυτοθαυμασμού: ~ ~, ο άνθρωπος!, μας τα 'παν κι άλλοι (προφ.): για κάτι που έχει ειπωθεί πολλές φορές και δεν προκαλεί πλέον εντύπωση: Άσε/αυτά ~ ~!, μη μου πεις ότι ... (προφ.): για να προκαταλάβουμε τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν σου άρεσε/δεν σκέφτεσαι κι εσύ το ίδιο. ~ ~ ξαφνικά άλλαξες γνώμη!, μη μου το λες/μη μου πεις .../τι μου λες! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης ή ειρωνείας: -Τα 'μαθες; Παντρεύεται! -Όχι, καλέ, ~ ~!|| (ειρων.) Μη μου το λες, γιατί θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει. Πβ. τι λες/είπες (τώρα)!, μην το λες (προφ.): για να μετριαστεί η απολυτότητα των λεγομένων κάποιου: -Αποκλείεται να περάσει στις εξετάσεις. - Μπα, ~ ~, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται., μου λες/σου λέει (οικ.): αμφισβητώντας την ορθότητα των λεγομένων των άλλων: Και μετά ~ ~ κάνε παιδιά/φίλους., να μη με λένε (προφ.-εμφατ.): (ως απόδοση υπόθεσης) ως διαβεβαίωση προς τον συνομιλητή ότι θα κάνουμε κάτι οπωσδήποτε: Αν δεν έχω κόψει το κάπνισμα μέχρι το καλοκαίρι, ~ ~ Κώστα. Πβ. να μου τρυπήσεις τη μύτη., να πούμε & να 'ούμε (αργκό): παρενθετικά στον λόγο ως έκφραση αμηχανίας, όταν δεν βρίσκει κάποιος τις κατάλληλες λέξεις, ή στο τέλος φράσης, πρότασης: Έφυγε, ~ ~, χωρίς να πει μια λέξη. Καλά, πού ζεις εσύ, ~ ~;, να τα πούμε; (προφ.): για τα κάλαντα: -~ ~; -Φυσικά!, ξέρω τι θα πει: γνωρίζω πολύ καλά κάτι, ευχάριστο ή δυσάρεστο: ~ ~ αγάπη/μοναξιά. Ομάδα που δεν ξέρει τι θα πει ήττα., πες ... πες (προφ.): είτε ... είτε: ~ το σύμπτωση, ~ το διαίσθηση, ήξερα τι θα συμβεί! Πβ. θες ... θες., πες το κι έγινε (προφ.): ως δήλωση προθυμίας για άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου: Αν θέλεις κάτι άλλο, ~ ~!, ποιος μου λέει (εμένα) (προφ.): (συνήθ. ως ρητορική ερώτηση) πώς μπορώ να ξέρω, να σιγουρευτώ: ~ ~ ότι δεν με κοροϊδεύει; Και ποιος σου ~ εσένα πως αύριο θα έχεις δουλειά;, ποιος το είπε/λέει (αυτό); (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, αμφισβήτησης των λεγομένων κάποιου: Ακούς εκεί! ~ ~ ότι είμαι υποχρεωμένος να ...;, πολλά λες (προφ.): φλυαρείς, υπερβάλλεις ή αυθαδιάζεις: Πάντα τόσα ~ ~ για σένα;|| Πάνω από εκατό ευρώ; Νομίζω ότι ~ ~.|| Σαν πολλά δεν μας τα είπες;, που λες/λέτε (προφ., ως παραγέμισμα): εισαγωγικά ή παρενθετικά κυρ. σε αφηγήσεις ή συζητήσεις: Και ~ ~, πέρυσι το καλοκαίρι ... Έφυγα, ~ ~, αμέσως., πού να στα/σας τα/σου τα λέω (προφ.) 1. εισαγωγικά, συνήθ., στον λόγο για πρόκληση εντύπωσης: Άσε φίλε, ~ στα λέω, πήρα μια λαχτάρα χθες! ~ σας τα λέω, δεν θα πιστέψετε ποια συνάντησα στον δρόμο! 2. παρενθετικά στον λόγο για αποφυγή μακρηγορίας: Υπέροχα υφάσματα, αλλά ~ σου τα λέω τώρα, πήγαινε να τα δεις καλύτερα μόνη σου., πώς να στο/το πω (προφ.): όταν δυσκολεύεται κάποιος να εκφραστεί κατάλληλα: Μου αρέσει εδώ, ~ ~..., νιώθω σαν να είναι η δεύτερη πατρίδα μου., σαν να λέμε (προφ.): ως έκφραση επεξήγησης ή κυρ. παρομοίωσης, σύγκρισης με κάτι: Έμπλεξε με συμμορίες, ~ ~ έπεσε στο στόμα του λύκου., σου λέω! (προφ.): χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα ή στην ορθότητα ισχυρισμού που συνήθ. δεν γίνεται πιστευτός: Άσε με ήσυχο ~ ~ (πβ. επιτέλους)! Δράμα, ~ ~, η κατάσταση!, σου 'πα μου 'πες (προφ.): δικαιολογίες ή φλυαρίες: Δεν μου αρέσουν τα πολλά ~ ~, μίλα ξεκάθαρα. Άσε τα ~ ~ και στρώσου στη δουλειά., τα λέμε (οικ.): ως έκφραση αποχαιρετισμού: ~ ~ αργότερα/αύριο (πάλι)/στις 9. Άντε γεια! ~ ~. Πβ. θα τα πούμε, τα ξαναλέμε., τι έλεγα/λέγαμε; (προφ.) 1. μετά από διακοπή συζήτησης: Λοιπόν, ~ έλεγα; Α, ναι ... Θυμάστε ~ λέγαμε; 2. ως υπενθύμιση κάποιου πράγματος που έχει ήδη αναφερθεί και που επαληθεύεται από τις περιστάσεις: ~ ~ πριν για ..., τι θα έλεγες/τι λες ...;: ως ευγενική πρόταση: ~ ~ αν αγοράζαμε καινούργιο αυτοκίνητο/για ένα ποτήρι κρασί/να φάμε μαζί (: θα ήθελες να ...);, τι θα πει (προφ.) 1. τι σημαίνει. Πβ. τι εστί. 2. & τι πάει να πει: για να εκφραστεί έντονη αντίρρηση ή αγανάκτηση: Και ~ ~ δεν του αρέσει; Τόσα λεφτά δώσαμε!, τι λέει; (αργκό) 1. τι κάνεις, πώς είσαι; Πβ. πώς πάει; 2. πώς είναι;: ~ ~ η ζωή στην πρωτεύουσα;, τι λες/είπες (τώρα)! (προφ.): κυρ. ως έκφραση έκπληξης ή διαφωνίας: -Μέσα σε δυο χρόνια πήρε προαγωγή. -~ ~! Δεν θες να πας διακοπές; Μα ~ ~!, τι μας λες (τώρα); & καλέ/μωρέ τι μας λες; (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση ή ειρωνεία, όταν αναφέρεται κάτι αυτονόητο, ήδη γνωστό: ~ ~, ρε άσχετε; Θα μου πεις "~ ~", αφού κι εσύ το ίδιο κάνεις.|| ~ ~; Εμείς κοιμόμαστε όρθιοι; Πβ. κάτι μας είπες (τώρα)!, τι να πω/τι να πει κανείς & τι να λέμε/τι να πούμε τώρα (προφ.): ως έκφραση αμηχανίας, έκπληξης, παράπονου, απαισιοδοξίας: Τι να (σου) πω, δεν ξέρω, τα 'χω χαμένα. Τι να πούμε κι εμείς οι άνεργοι;|| Ό,τι και να λέμε/να πούμε τώρα είναι λίγο., τι σου λέει αυτό; (προφ.): τι καταλαβαίνεις, ποιο συμπέρασμα βγάζεις;: Χρόνια τώρα ζει εκτός Ελλάδος. ~ ~;, τι του λες/τι να του πεις τώρα; (προφ.): ως ήπια έκφραση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης, θυμού: Πήγε και τα μαρτύρησε όλα, ~ ~; Πβ. θα σου 'λεγα (τώρα).|| Τι να σου πω τώρα, καημένε μου; Έτσι που τα 'κανες ..., το 'πε και το 'κανε (προφ.): για άμεση πραγματοποίηση των λεγομένων κάποιου. Πβ. αμ' έπος αμ' έργον., του τη λέω (αργκό): αποστομώνω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον, τον πειράζω λεκτικά: Του την είπε άσχημα και δεν της ξαναμίλησε. Όλο σου τη λέει (πβ. σου τη μπαίνει, σε τσιγκλάει)! Πβ. κολλώ κάποιον στον τοίχο, ταπώνω, τα χώνω σε κάποιον., (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου βλ. αμαρτία, (λέω) το ψωμί ψωμάκι βλ. ψωμί, (να) μην το πεις/πείτε ούτε του παπά βλ. παπάς, (το) είπε το ποίημα βλ. ποίημα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! βλ. ακούω, άκου (με) που σου λέω! βλ. ακούω, άκου λέει! βλ. ακούω, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο βλ. στραβός, δεν (μας) τα λες καλά βλ. καλά, δεν πα να λες ό,τι θες! βλ. θέλω, δεν σε είπαμε και καμπούρη! βλ. καμπούρης, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του βλ. σκύλος, εδώ που τα λέμε βλ. εδώ, είπα και (ε)λάλησα βλ. λαλεί, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε βλ. χέζω, είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα βλ. γάιδαρος, ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι, έχουμε και λέμε βλ. έχω, έχω να το λέω βλ. έχω, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, θα πούμε το νερό νεράκι βλ. νερό, θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος βλ. άλλος, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); βλ. θέλω, θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... βλ. θέλω, θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα; βλ. θέλω, και/κι ύστερα (σου) λένε βλ. ύστερα, καλά δεν τα λέω; βλ. καλά, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λέει/ξέρει κάτι νεράκι βλ. νερό, λέω καλό για κάποιον βλ. καλό, λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου) βλ. μούτρο, λέω με το νου μου βλ. νους, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη βλ. σύκο, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, μια κουβέντα είπα βλ. κουβέντα, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα βλ. χύμα, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς, ό,τι θέλει λέει βλ. θέλω, ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε βλ. όνομα, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, ούτως ειπείν βλ. ούτω(ς), πάει να πει & πα' να πει βλ. πηγαίνω & πάω, πες τα, χρυσόστομε! βλ. χρυσόστομος, πες το ψέματα! βλ. ψέμα, ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ βλ. ποτέ, που λέει ο λόγος βλ. λόγος, πώς είπες/είπατε; βλ. πώς, συ είπας βλ. εσύ, τα λέω ένα χεράκι βλ. χεράκι, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά, τι έκανε λέει; βλ. κάνω, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, τι λέει το πρόγραμμα; βλ. πρόγραμμα, το καλό να λέγεται βλ. καλό, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το λέω και γεμίζει το στόμα μου βλ. στόμα, το λέω και το ξαναλέω βλ. ξαναλέω, τολμώ να πω βλ. τολμώ, τόσα ξέρει, τόσα λέει βλ. τόσος, φερ' ειπείν βλ. φέρω ● βλ. ειπωμένος [< αρχ. λέγω, μεσν. λέω]

λογαριασμός

λογαριασμός λο-γα-ρια-σμός ουσ. (αρσ.) 1. απόδειξη με το συνολικό ποσό χρέωσης, λόγω παροχής αγαθών ή υπηρεσιών ή αγοράς προϊόντων· το ίδιο το χρέος: αναλυτικός ~. Ήρθε ο ~ του κινητού/του νερού (= της ΕΥΑΘ, της ΕΥΔΑΠ)/της πιστωτικής/του ρεύματος (= της ΔΕΗ)/του τηλεφώνου (π.χ. του ΟΤΕ). Αποστολή του ~ού μέσω ίντερνετ/ταχυδρομείου. Παραλαμβάνω έναν ~ό. (προς σερβιτόρο) -Τον ~ό παρακαλώ! (για πελάτη) Ζήτησε το(ν) ~ό. Πβ. λυπητερή, τιμολόγιο.|| Ανεξόφλητος/απλήρωτος/εκκρεμής/εκπρόθεσμος/φουσκωμένος ~. Εξοφλώ έναν ~ό.|| (μτφ.) Πλήρωσε τον ~ό (= τα σπασμένα) για τα λάθη άλλων (πβ. ζημιά, κόστος, συνέπειες). 2. ΟΙΚΟΝ. κεφάλαιο που διατηρεί πελάτης σε τράπεζα: αδρανής/αποταμιευτικός/δανειακός/έντοκος/επενδυτικός/καταθετικός/κοινός/προθεσμιακός/προνομιακός/προσωπικός/τραπεζικός ~. ~ μισθοδοσίας/συναλλάγματος. Αριθμός/ενημέρωση/κατάσταση/κίνηση ~ού. Ανοίγω/κλείνω ένα(ν) ~ό. Μπλοκάρω/παγώνω/πιστώνω/χρεώνω ένα(ν) ~ό. Βάζω/καταθέτω χρήματα σε ένα ~ό. Σήκωσε το υπόλοιπο του ~ού (βλ. ανάληψη). Βλ. IBAN. 3. εκτέλεση αριθμητικών πράξεων, υπολογισμός (και καταγραφή) κυρ. των εσόδων, των εξόδων ή των οφειλών· εκτίμηση μιας κατάστασης, των θετικών και αρνητικών στοιχείων: ~ δαπανών/κερδών. Κάνω τον ~ό (= υπολογίζω). Μ' έναν πρόχειρο ~ό χρειάζονται ... χιλιάδες ευρώ. Δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω πάει, δεν κρατάω και ~ό (= δεν μετρώ, δεν σημειώνω). Πβ. καταμέτρηση, μέτρημα.|| (μτφ., συνήθ. στον πληθ.) Έπεσε έξω στους ~ούς του. 4. ΛΟΓΙΣΤ. {συνηθέστ. στον πληθ.} έκθεση με τα έσοδα και έξοδα οικονομικής μονάδας κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου: πρωτοβάθμιοι ~οί (: οι περιληπτικοί ή γενικοί ~οί, αυτοί δηλ. που αναλύονται σε περισσότερους ~ούς). Δευτεροβάθμιοι ~οί (: οι αναλυτικοί ~οί οι οποίοι με τη σειρά τους αναπτύσσονται σε τριτοβάθμιους). ~ αποτελεσμάτων/ενεργητικού/ισολογισμού/παθητικού/προϋπολογισμού/τάξεως. 5. ΠΛΗΡΟΦ. εδραιωμένη σχέση που επιτρέπει σε χρήστη, μέσω ενός μηχανισμού πιστοποίησης, την πρόσβαση στους πόρους ενός υπολογιστή, δικτύου ή μιας υπηρεσίας πληροφοριών: ~ ηλεκτρονικού ταχυδρομείου/σε φόρουμ. Άνοιγμα/δημιουργία/εγκατάσταση/ενεργοποίηση/κωδικός πρόσβασης/στοιχεία ~ού. Σύνδεση στον ~ό. Κάνω ~ό. Ανέβασε φωτογραφίες στον προσωπικό του ~ στο ίνσταγκραμ/στο φέισμπουκ.λογαριασμοί (οι) (μτφ.) 1. εκκρεμότητες, διαφορές: Έχω κάτι ~ούς να κανονίσω/ξεκαθαρίσω/τακτοποιήσω μαζί του. Έκλεισαν τους ~ούς με το παρελθόν. 2. επαφές, σχέσεις, δοσοληψίες: Δεν θέλω ~ούς μαζί τους. Πβ. πάρε-δώσε, παρτίδες. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτοί λογαριασμοί (μτφ.): εκκρεμότητες, άλυτες διαφορές: Έχει ~ούς ~ούς με τη δικαιοσύνη. Οι δύο ομάδες άφησαν ~ούς ~ούς για τον επαναληπτικό., δεσμευμένος λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα και στον οποίο έχουν επιβληθεί μέτρα περιορισμού ή απαγόρευσης της χρήσης του., Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού: ΟΙΚΟΝ. σειρά από αλφαριθμητικούς χαρακτήρες που προσδιορίζει μοναδικά τον λογαριασμό ενός πελάτη σε οποιαδήποτε τράπεζα στον κόσμο, με σκοπό τη διευκόλυνση της αυτόματης επεξεργασίας διασυνοριακών συναλλαγών. [< αγγλ. International Bank Account Number (ΙΒΑΝ)] , λογαριασμός όψεως & κατάθεση όψεως: ΟΙΚΟΝ. καταθετικός λογαριασμός, συνήθ. επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, με κύριο χαρακτηριστικό την ευελιξία στη διενέργεια συναλλαγών, μέσω επιταγών και μετρητών., λογαριασμός ταμιευτηρίου: ΟΙΚΟΝ. αποταμιευτικός λογαριασμός με επιτόκιο υψηλότερο από ενός τρεχούμενου και με δυνατότητα άμεσης ανάληψης: βιβλιάριο ~oύ ~ου., λογαριασμός χρήστη: ΠΛΗΡΟΦ. λογαριασμός. [< αγγλ. user account] , ξεκαθάρισμα λογαριασμών: επίλυση διαφορών, συνήθ. στον χώρο του υποκόσμου, με βίαιο τρόπο ή ανήθικα μέσα: Σε ~ ~ αποδίδει η Αστυνομία τη δολοφονία του ... Πβ. αυτοδικία. [< γαλλ. règlement de comptes] , παλιοί λογαριασμοί (προφ.): εκκρεμότητες, διαφορές ή αντιπαραθέσεις που έχουν προκύψει στο παρελθόν: κλείσιμο ~ών ~ών., τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. χαμηλότοκος λογαριασμός για ιδιώτες και επιχειρήσεις που παρέχει τη δυνατότητα κατάθεσης και ανάληψης μετρητών χωρίς περιορισμούς, έκδοσης μπλοκ επιταγών και, κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου, το δικαίωμα υπερανάληψης. [< γαλλ. compte courant/ouvert] , ακαθάριστος λογαριασμός βλ. ακαθάριστος, αλληλόχρεος λογαριασμός βλ. αλληλόχρεος, άνοιγμα (του) λογαριασμού βλ. άνοιγμα, Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας βλ. ειδικός, τροφοδότης λογαριασμός βλ. τροφοδότης ● ΦΡ.: (έρχεται/φτάνει) η ώρα του λογαριασμού: δηλ. της πληρωμής: Η χαρά του κόπηκε όταν ήρθε ~ ~., ανοίγω λογαριασμούς (μτφ.): έχω επαφές, πάρε-δώσε: Έχει ανοίξει ~ με την Αστυνομία., βάζω/φέρνω (κάποιον/κάτι) σε λογαριασμό (προφ.): ρυθμίζω, τακτοποιώ ή συμμορφώνω, συνετίζω: Προσπαθεί να βάλει ~ τα οικονομικά του.|| Δεν ξέρω πώς θα φέρω ~ αυτό το παιδί. Πβ. κουμαντάρω, στρώνω., για λογαριασμό (κάποιου): ως εκπρόσωπος ή προς χρήση άλλου: Λυπάμαι/ντρέπομαι ~ ~ σου (= για σένα). Ενεργεί ~ ~ του δικαιούχου. Εκπονήθηκε μελέτη ~ ~ του υπουργείου ... (πβ. εξ ονόματος). [< γαλλ. pour le compte de] , δικός μου λογαριασμός: αφορά αποκλειστικά εμένα, ευθύνομαι εγώ ο ίδιος, αποτελεί αρμοδιότητά μου: Το τι κάνω είναι ~ ~, να μη σε νοιάζει!, δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό & (σπάν.) χρωστώ λογαριασμό (προφ.): απολογούμαι, λογοδοτώ: Δεν δίνει/χρωστά ~ (= εξηγήσεις) σε κανέναν. (συνήθ. με αυστηρό ή ενοχλημένο ύφος) Δεν θα σου δώσω ~ με ποιον βγαίνω. Θα υποχρεωθεί να δώσει ~ στα αρμόδια όργανα. ΣΥΝ. δίνω λόγο (1), κάνω λογαριασμό (προφ.): για κατανάλωση αγαθών ή υπηρεσιών που αντιστοιχούν σε ορισμένο χρηματικό ποσό: Έκανε ~ (= ξόδεψε) πενήντα ευρώ., οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους (παροιμ.): η αμοιβαία συνέπεια στις συναλλαγές διασφαλίζει την ομαλότητα στις φιλικές, επαγγελματικές ή άλλου είδους σχέσεις. [< γαλλ. les bons comptes font les bons amis] , στέλνω το(ν) λογαριασμό (μτφ.-προφ.): επιβαρύνω, χρεώνω: ~ουν ~ σε συνταξιούχους, μισθωτούς και ανέργους., χάνω το(ν) λογαριασμό (μτφ.-προφ.): αδυνατώ να μετρήσω σωστά, να υπολογίσω, συχνά λόγω μεγάλου πλήθους, ή γενικότ. μπερδεύομαι, βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης: Κοντεύει να χάσει τον ~ με τα χρήματα που 'χει μαζέψει.|| Μιλούσε πολλή ώρα και από ένα σημείο και μετά έχασα τον ~., λογαριάζω/κάνω λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο βλ. λογαριάζω [< μεσν. λογαριασμός 'υπολογισμός', γαλλ. compte, αγγλ. bill, account]

λόγια

λόγια λό-για ουσ. (ουδ.) (τα) 1. σύνολο λέξεων, φράσεων με τις οποίες εκφράζεται κάποιος προφορικά ή γραπτά· ό,τι λέει κάποιος: αισχρά (= αισχρολογίες)/ακαταλαβίστικα (= αλαμπουρνέζικα, κινέζικα, κορακίστικα)/ανόητα (= ανοησίες, αρλούμπες, κουραφέξαλα, μπακατέλες, μπαρούφες, σαχλαμάρες, φληναφήματα)/ανούσια (= αερολογίες, μπουρμπουλήθρες, παπαρδέλες, παπαριές, παρλαπίπες, πομφόλυγες, φούσκες)/απαξιωτικά/απειλητικά (= απειλές)/απερίσκεπτα/άσκοπα/ασυνάρτητα (= ασυναρτησίες)/βαθυστόχαστα/βαρύγδουπα/εγκωμιαστικά/ευγενικά/ευχάριστα (: ωραιολογίες)/ζεστά/ηχηρά/θερμά/καθησυχαστικά/κενά (/άδεια = κενολογίες)/κλούβια/κολακευτικά (= κολακείες)/κούφια/ξάστερα/όμορφα/παραπλανητικά/παρηγορητικά/περιττά (= περιττολογίες)/πικρά/προσβλητικά/προφητικά/σκληρά/σκόρπια/σοφά (βλ. ρήση)/συγκινητικά/χιλιοειπωμένα/ψεύτικα ~. ~ αγάπης/γεμάτα κακία/της στιγμής. Με ~ απλά και κατανοητά. Πες το με δικά σου ~. Παρανόησες/παρεξήγησες τα ~ μου. Αντάλλαξαν βαριά ~ (= κουβέντες). Για πρόσεχε τα ~ σου! Πβ. λεγόμενα, λεχθέντα. Βλ. βρομό-, γλυκό-, ερωτό-, μισό-, προστυχό-, τρυφερό-λογα.|| Ο ηθοποιός ξέχασε τα ~ του (: το κείμενο).|| Τα ~ (= οι στίχοι) ενός τραγουδιού. 2. (ειδικότ.) ανεκπλήρωτες υποσχέσεις· δηλώσεις: Φτάνουν πια τα ~! Είναι μόνο/όλο ~. Από ~ χορτάσαμε. Μη βασίζεσαι στα ~ του. 3. (ειδικότ.) διαδόσεις, φήμες: Ακούγονται πολλά ~. Μη δίνεις σημασία στα ~ του κόσμου! 4. (ειδικότ.) κουβέντα, συζήτηση, προφορικός λόγος (σε αντίθεση με την πρακτική εφαρμογή): με έργα και λόγια/με λόγια και έργα. Καιρός να περάσουμε από τα ~ στα έργα (πβ. θεωρία). Με τα ~ δεν καταφέρνουμε τίποτα. Είναι εύκολο στα ~ (= να το λες. ΑΝΤ. στην πράξη). Στα ~ όλα γίνονται. Υπάρχει ανάπτυξη/ισότητα μόνο στα ~ (βλ. θεωρητικά, υποθετικά· ΑΝΤ. πρακτικά). Η συμφωνία έχει κλειστεί μόνο στα ~ (= στο κουβεντιαστό, στο μιλητό). ● Υποκ.: λογάκια (τα) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλα λόγια & παχιά/(σπάν.) παχυλά λόγια: υπερβολικές δηλώσεις, πομπώδεις εξαγγελίες, συνήθ. πολιτικών: Ο λαός δεν πιστεύει πια στα ~ ~. Μη λες ~ ~ (πβ. μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις)! Βλ. μεγαλοστομία. ● ΦΡ.: (κάποιος/κάτι) μένει στα λόγια (προφ.): δεν πραγματοποιεί αυτό που έχει δεσμευτεί ή δηλώσει ότι θα κάνει· δεν υλοποιείται, παραμένει σε επίπεδο εξαγγελιών: Δεν θα μείνει ~, αλλά θα προχωρήσει σε πράξεις.|| Το έργο/μέτρο έμεινε ~. Πβ. στα χαρτιά., βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου (προφ.): ισχυρίζομαι ότι είπε κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει: Μη βάζεις στο στόμα μου λόγια που δεν είπα., βάζω λόγια (σε κάποιον) (προφ.): διαβάλλω, συκοφαντώ κάποιον σε οικείο του πρόσωπο, με σκοπό να προκαλέσω διχόνοια μεταξύ τους: Δεν έχεις καταλάβει ότι σου ~ει ~ για μένα/εναντίον μου, για να τσακωθούμε; Βλ. βάζω/σπέρνω/ενσπείρω ζιζάνια., δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια (προφ.): οι λέξεις δεν επαρκούν, για να εκφράσω κάτι, συνήθ. πολύ θετικό: ~ ~ (για) να σ' ευχαριστήσω! Τι να πω, ~ ~!, δεν παίρνει από λόγια (προφ.): δεν είναι διαλλακτικός, συζητήσιμος, δεν δέχεται συμβουλές ή υποδείξεις. Βλ. ξεροκέφαλος, πεισματάρης., ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια (προφ.): διαπληκτίστηκαν, μάλωσαν, καβγάδισαν. Πβ. λογοφέρνω, τσακώνομαι., κρύβε λόγια & (σπάν.) κράτα λόγια (προφ.): ως προτροπή στον συνομιλητή να μην προβεί σε αποκαλύψεις ή να μην αναφέρει πράγματα που δεν συμφέρουν τον ομιλητή: ~ ~ που σου λέω! ~ ~, γιατί προδίδεσαι., λίγα λόγια και καλά (προφ.): προτροπή σε κάποιον τα λόγια του να είναι σύντομα και με ουσία: Άσε τις φλυαρίες, ~ ~., με άλλα λόγια & μ' άλλα λόγια (προφ.) & (απαρχαιωμ.) εν άλλοις λόγοις: για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές· δηλαδή: ~ ~, η κατάσταση είναι πολύ κρίσιμη.|| ~ ~, μου λες ότι θες να φύγεις. Έτσι δεν είναι;, με λίγα/δυο λόγια & μ' ένα λόγο (προφ.): πολύ σύντομα, συνοπτικά: ~ ~ (= εν ολίγοις, κοντολογίς), ήθελα να πω ότι ... Εξήγησέ/περίγραψέ/πες το μου ~ ~! Τι σημαίνει, ~ ~, αυτό; Πβ. διά βραχέων. ΣΥΝ. εν συντομία, ο καθένας/ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια (παροιμ.): για κάποιον που σχεδιάζει ή υπόσχεται πολλά, αλλά δεν τα πραγματοποιεί., τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι (παροιμ.): για να τονιστεί η αξία της λακωνικότητας ή της σιωπής, ανάλογα με την περίπτωση. Πβ. η σιωπή είναι χρυσός., χάνω τα λόγια μου (προφ.) 1. τα μπερδεύω, δεν μπορώ να εκφραστώ λόγω σύγχυσης: Όταν τον κοιτάζω, ~ ~. Απ' το άγχος, ~σε ~ του. 2. & (σπάν.) ξοδεύω τα λόγια μου: μιλώ σε κάποιον άσκοπα, χωρίς ανταπόκριση: Μη συνεχίζεις, άδικα χάνεις τα ~ σου μαζί του. Πβ. μιλώ στον αέρα.|| Τα λόγια μου πήγαν χαμένα., (τα λόγια πετούν,) τα γραπτά μένουν βλ. γραπτός, άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε βλ. αγαπώ, αλλάζει τα λόγια του βλ. αλλάζω, έρχομαι στα λόγια (κάποιου) βλ. έρχομαι, λίγα τα λόγια σου/λίγα λόγια βλ. λίγος, λόγια της καραβάνας βλ. καραβάνα, λόγια του αέρα βλ. αέρας, μασάω τα λόγια μου/τα μασάω βλ. μασώ, μετράω τα λόγια μου βλ. μετρώ, μετρημένα τα λόγια σου! βλ. μετρημένος, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, παίρνω λόγια (από κάποιον) βλ. παίρνω, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια βλ. φτώχεια, τέτοια ώρα/τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια βλ. τέτοιος [< μτγν. λόγια] ΛΟΓΙΑ

λογική

λογική λο-γι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ικανότητα αποτελεσματικής επιτέλεσης νοητικών λειτουργιών, όπως αντίληψη, ανάλυση, σκέψη, κρίση, συλλογισμός, σύμφωνα με αρχές, κανόνες, έγκυρα ή πραγματικά στοιχεία, με σκοπό τη σωστή απόκριση, δράση ή λήψη αποφάσεων: απόλυτη/επιστημονική ~. Συναίσθημα ή ~; Οι κανόνες της ~ής. Έλλειψη ~ής (πβ. παραλογισμός, παράλογο). Παιχνίδια/προβλήματα ~ής (βλ. γρίφος, σπαζοκεφαλιά, τεστ νοημοσύνης). Έρωτας χωρίς ~. Τρόπος πειθούς με επίκληση στη ~ (βλ. επιχείρημα, τεκμήριο). Απλή ~ θέλει/χρειάζεται. Ελπίζουμε να επικρατήσει/κυριαρχήσει/πρυτανεύσει/υπερισχύσει η ~ (πβ. σύνεση, σωφροσύνη, φρόνηση). Η κατάσταση ξέφυγε απ' τα όρια της ~ής (πβ. εκτός ελέγχου). Απόφαση που στερείται ~ής (= είναι παράλογη). Εξετάζει τα πάντα κάτω από το πρίσμα της ~ής. Ψήφισα με βάση τη ~. Αντίθετα με/προς τη ~ή. Λύση που αντίκειται/αντιτίθεται στη ~/συγκρούεται με τη ~. Δεν είχε τη στοιχειώδη ~ να καταλάβει ... Μην ψάχνεις για ~ στην υπόθεση αυτή. Έχει χάσει κάθε ίχνος ~ής. Δεν έχει ~ το σχέδιό τους. Δεν υπάρχει καμία ~ στο σχόλιό του. Θεωρία που δεν άντεξε στη βάσανο της ~ής. (μτφ.) Είναι η φωνή της ~ής στην παρέα (: για πρόσ. που σκέφτεται λογικά). Πβ. λογικό, μυαλό, νους, ορθολογισμός, σοφία. Βλ. πίστη. 2. ιδιαίτερος τρόπος σκέψης, αντίληψης της ζωής και των πραγμάτων, συγκεκριμένη άποψη· πνεύμα, φιλοσοφία, σκοπιμότητα: απόλυτη/άτεγκτη/αυστηρή/διεστραμμένη/ισοπεδωτική/καθεστηκυία/παιδική/παραδοσιακή/στείρα/στενή/σύγχρονη ~. Διαμετρικά/φαινομενικά αντίθετες ~ές. ~ της πλάκας. Υιοθέτηση μιας ~ής. Έχει διαφορετική/τη δική του ~ (βλ. υποκειμενικότητα). Απορώ με ποια ~ έκανε ό,τι έκανε (πβ. αιτιολογία, λόγος, σκεπτικό). Πβ. νοοτροπία.|| Η ~ του καπιταλισμού/κέρδους/παραλόγου/πολέμου. Δεν συμφωνώ με τη ~ του τύπου "...". Δεν καταλαβαίνω τη ~ σου. Η ίδια/παρόμοια ~ διέπει το σύνολο του νέου ασφαλιστικού νομοσχεδίου. Το πρόγραμμα φαίνεται δύσκολο μέχρι να μπεις στη ~ή του (: στον τρόπο λειτουργίας του). 3. ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. (με κεφαλ. Λ) κλάδος που μελετά τη μεθοδική σκέψη και ειδικότ. τον παραγωγικό συλλογισμό καθώς και την απόδειξη· συνεκδ. το αντίστοιχο μάθημα ή εγχειρίδιο: απαγωγική/διαλεκτική/επαγωγική/παραγωγική ~. ~ των πιθανοτήτων. ● ΣΥΜΠΛ.: κατηγορηματική λογική/κατηγορηματικός λογισμός & κατηγορική λογική/κατηγορικός λογισμός: ΠΛΗΡΟΦ. -ΜΑΘ. κλάδος της συμβολικής λογικής που χρησιμοποιεί ξεχωριστά σύμβολα για τα κατηγορήματα, τα υποκείμενα, τους ποσοδείκτες και τους λογικούς τελεστές: ~ ~ πρώτης τάξεως. Βλ. λογικός προγραμματισμός, νευρωνικό δίκτυο, τεχνητή νοημοσύνη. [< αγγλ. predicate logic, calculus, 1950] , κοινή λογική & κοινός νους: τρόπος σκέψης και αντίληψης των πραγμάτων που χαρακτηρίζει τους περισσότερους ανθρώπους, ο οποίος συνήθ. δεν βασίζεται σε εξειδικευμένες γνώσεις, αλλά στην πρακτική εμπειρία που έχει αποκτηθεί από την καθημερινή ζωή: σύμφωνα με την ~ ~ ... Η ~ ~ λέει/υπαγορεύει ... Προσέγγιση που βασίζεται/στηρίζεται στην ~ ~. Ανακοίνωση που προσβάλλει την ~ ~. [< αγγλ. common sense] , μαθηματική λογική: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. κλάδος της τυπικής λογικής που μελετά τις σχέσεις μεταξύ προτάσεων, χρησιμοποιώντας μαθηματικές μεθόδους και ένα σύστημα συμβόλων και κανόνων εξαγωγής συμπερασμάτων: ~ ~ για υπολογιστές. Διακριτά Μαθηματικά και ~ ~., προτασιακή λογική/προτασιακός λογισμός: ΠΛΗΡΟΦ. -ΜΑΘ. κλάδος της συμβολικής λογικής που χρησιμοποιεί σύμβολα για τις λογικές προτάσεις, οι οποίες δεν αναλύονται περαιτέρω, και πέντε λογικούς τελεστές. [< αγγλ. propositional logic, calculus, 1903] , συμβολική λογική: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. που αναπτύσσει και αναπαριστά λογικές αρχές, χρησιμοποιώντας ένα τυποποιημένο σύστημα συμβόλων, αξιωμάτων και κανόνων εξαγωγής συμπερασμάτων., τετράγωνη λογική: σκέψη που χαρακτηρίζεται από αυστηρό ορθολογισμό, μαθηματική ακρίβεια και συνέπεια βασισμένη σε αντικειμενικά στοιχεία: Έχει ~ ~. Βλ. τετράγωνο μυαλό., τυπική λογική: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. σύστημα μελέτης επαγωγικών συλλογισμών που δίνει έμφαση στην ανάλυση της μορφής και όχι στο περιεχόμενο των εξεταζόμενων προτάσεων. Βλ. μεταλογική. [< αγγλ. formal logic, γαλλ. logique formelle] , ψυχρή λογική: σκέψη ανεπηρέαστη από συναισθηματισμούς ή άλλους υποκειμενικούς παράγοντες, η οποία βασίζεται μόνο στην εξέταση αντικειμενικών στοιχείων: Λειτουργεί περισσότερο με την καρδιά παρά με την ~ ~.|| Η ~ ~ των αριθμών (πβ. ακρίβεια)., ασαφής λογική βλ. ασαφής, η αρχή/η λογική της ήσσονος προσπάθειας βλ. ήσσων & ήττων ● ΦΡ.: με την ίδια/με αυτή τη λογική: με βάση ορισμένη θέση, άποψη ή ιδεολογία: ~ ~ θα μπορούσες να ... Με την ίδια ~ φιλοδοξούμε στο μέλλον ... Σύμφωνα με αυτή τη ~ ..., πέρα/έξω από κάθε λογική & (λόγ.) πέραν πάσης λογικής: για κάτι εντελώς παράλογο: τυφλή βία, ~ ~. Πράγματα τρελά, ανεξήγητα, ~ ~. [< αρχ. λογική, γαλλ. logique, αγγλ. logic]

μάτι

μάτι μά-τι ουσ. (ουδ.) {ματ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ. το αισθητήριο όργανο της όρασης: γαλάζια (= γαλανά· πβ. μπλε)/καστανά/μαύρα/πράσινα ~ια. Αμυγδαλωτά/βουρκωμένα/κατακόκκινα/μεγάλα/ορθάνοιχτα/σχιστά ~ια. Μαυρισμένο ~ (από μπουνιά). Ανοιγοκλείσιμο/κινήσεις του ~ιού. Βάφει τα ~ια της. Κρέμα/μακιγιάζ/μολύβι/σκιές ~ιών. Το περίγραμμα των ~ιών. Με δεμένα (τα) ~ια. Μαύροι κύκλοι/σακούλες κάτω από τα ~ια. Έχασε την όρασή του από το αριστερό/δεξί ~. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο ~. Τσούζουν τα ~ια μου από τον καπνό. Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα ~/το ~ με την ομπρέλα! Κοίτα με στα ~ια. Κουράστηκαν τα ~ια μου. Τρέχουν δάκρυα από τα ~ια. Τα ~ια βγήκαν κόκκινα στη φωτογραφία.|| Σύνθετα ~ια μέλισσας/μύγας. Προεξέχοντα ~ια.|| (ΑΝΑΤ.) Αγγεία/βλέφαρα/βολβός/βυθός/ίριδα/κανθός/κόγχη/κόρη/μύες/φακός/(αμφιβληστροειδής/κερατοειδής) χιτώνας του ~ιού. Πίεση στα ~ια. Γυάλινο ~. Βιονικό/τεχνητό ~ για τυφλούς. Μόλυνση/φλεγμονή του ~ιού. Βλ. αστιγματισμός, γλαύκωμα, δαλτονισμός, καταρράκτης, στραβισμός, αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία, α-, δυσ-χρωματοψία, βλεφαρ-, επιπεφυκ-, κερατ-ίτιδα, ωχρά/ωχρή κηλίδα. ΣΥΝ. οφθαλμός (1) 2. η ιδιότητα, η ικανότητα της όρασης: αόρατο στο ~. Έχει γερό/δυνατό ~ (: βλέπει πολύ καλά). Έχει χάσει τα ~ια του (: έχει τυφλωθεί). Τι βλέπουν τα ~ια μου! Χαρά των ~ιών (: ευχάριστο να το βλέπει κάποιος). Μέχρι εκεί που φτάνει το ~ (: μέχρι εκεί που μπορεί να δει κάποιος).|| (μτφ.) Τα βλέπει όλα, λες κι έχει ~ια στην πλάτη. 3. το βλέμμα και γενικότ. η έκφραση του προσώπου, όταν κοιτάζει κάποιος κάτι: γλυκά/ζεστά/λαμπερά/τσακίρικα/ψυχρά ~ια. Τα αδιάκριτα ~ια των περαστικών. Η εντυπωσιακή εμφάνιση τραβάει το ~. Έχει τα ~ια του πατέρα της (πβ. ματιά). Η γλώσσα των ~ιών. Συνεννοούμαι με τα ~ια. Γουρλώνω/κατεβάζω/σηκώνω/στρέφω/χαμηλώνω τα ~ια. Έχω τα ~ια μου καρφωμένα στη γη/κάτω. Δεν ξεκολλούσε τα ~ια του από πάνω της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα/(ίσια) μέσα στα ~ια (ενν. με ειλικρίνεια). Τον παρακολουθούσα με την άκρη του ~ιού μου. Γύρισα τα ~ια μου αλλού. Πού έχεις τα ~ια σου (: πού κοιτάς); Τα ~ια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα ~ια του. 4. (μτφ.) ο τρόπος αντιμετώπισης μιας κατάστασης: με το/μέσα από το ~ του αναγνώστη/ειδικού/επιστήμονα/θεατή. Η ζωή μέσα από τα ~ια ενός παιδιού. Η εικόνα της χώρας στα ~ια των ξένων. Αντιμετωπίζω/βλέπω/εξετάζω τα πράγματα με έμπειρο/θετικό/κριτικό ~. Βλέπει το μέλλον με καλύτερο ~. Βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια ~ια. Ήταν η καλύτερη ταινία στα ~ια (: κατά την εκτίμηση) όλων. Πβ. οπτική γωνία, σκοπιά.|| Mε το ~/τα ~ια (: ενδιαφέρον) στραμμένο/α στο μέλλον.|| Το άγρυπνο ~ (: επίβλεψη) της Αστυνομίας/του Νόμου. 5. καθετί που μοιάζει με μάτι: ηλεκτρονικό ~. Το ~ της πόρτας (= ματάκι)/της φωτογραφικής μηχανής. Το ~ του τυφώνα (: το κέντρο). ~ διχτυού (: καθεμία από τις τρύπες, πβ. θηλιά). (παλαιότ.) ~ της θάλασσας (= δίνη). Αβγά ~ια (: τηγανισμένα ώστε ο κρόκος να ξεχωρίζει από το ασπράδι). Περνάω την κλωστή από το ~ (: τρύπα στην κορυφή) της βελόνας.|| (εστία κουζίνας:) Ηλεκτρικό/μεγάλο/μεσαίο/μικρό ~. Ανάβω/σβήνω το ~. Ξέχασα ανοιχτό το ~. 6. (λαϊκό) κακό μάτι· σπανιότ. ματόχαντρο: σκόρδο/(μπλε) χάντρα για το ~. Πιστεύει στο ~.|| Φόρα ένα ~! 7. ΒΟΤ. (κοινό) οφθαλμός. Πβ. κόμπος, ρόζος. Βλ. βλαστός, φύτρα. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) ● Μεγεθ.: ματάρες (οι): (ως οικ. προσφών.) ~ μου όμορφες! ● ΣΥΜΠΛ.: κακό μάτι: βλέμμα που θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον: Έχει ~ ~! Πρόσεχε το ~ ~! Βλ. βασκανία, μάτιασμα., μάτια γάτας: ανακλαστήρες οδοστρώματος: διαχωρισμός των κατευθύνσεων/οριοθέτηση των λεωφορειόδρομων με ~ ~ (κίτρινου χρώματος). [< αγγλ. cat's-eyes, 1940] , μάτι της τίγρης/του τίγρη βλ. τίγρη, μάτι του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, μάτια κουμπότρυπες βλ. κουμπότρυπα, τρίτο μάτι βλ. τρίτος ● ΦΡ.: (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι & με λοξό μάτι (μτφ.): με αντιπάθεια, κακία, μίσος ή καχύποπτα: Δεν με χωνεύει καθόλου και με κοιτάει ~ ~. Με πήρε απ' την αρχή με στραβό ~., (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου: για κάτι που το θεωρούμε πολύτιμο: Προσέχει/έχει/φυλάει το καινούργιο αμάξι ~ ~ του., ... και τα μάτια σου! (εμφατ.): πρόσεχε πολύ, έχε το νου σου: Το παιδί ~ ~!, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (παροιμ.): για ποιοτική διαφοροποίηση φαινομενικά όμοιων πραγμάτων: Πολλοί αντέγραψαν το αρχικό σχέδιο, όμως ~ ~., βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι: εποφθαλμιώ· σταμπάρω, επιβουλεύομαι: ~ ~ το πορτοφόλι/τα χρήματα κάποιου. Έχει βάλει ~ (= στοχεύει) την πρώτη θέση. Έχω βάλει ~ ένα φόρεμα (: θέλω να το αποκτήσω· πβ. μπανίζω).|| Τον έχουν βάλει ~ και δεν τον αφήνουν σε ησυχία., βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι: προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση: Οι ανορθόγραφες λέξεις/τα κόκκινα παπούτσια βγάζουν ~/χτυπάνε ~., βγάζω τα μάτια (σε κάτι) (σπάν.-προφ.): του καταστρέφω τον μηχανισμό., βγάζω τα μάτια μου (μτφ.) 1. κουράζονται τα μάτια μου με κάτι: Έβγαλα ~ να καταλάβω τι γράφει. 2. τσακώνομαι πολύ έντονα: Αν τους αφήσεις μόνους, θα βγάλουν ~ τους. 3. (αργκό) κάνω σεξ., βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι: έχω ευνοϊκή/δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπο ή κατάσταση: Αν δεν το δεις με καλό μάτι, δεν θα πετύχεις. Από την αρχή με πήρε με κακό μάτι. Βλ. καλο-, κακο-βλέπω., για τα μάτια του κόσμου (προφ.): για κάτι που γίνεται για τα προσχήματα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική επίκριση: φιλανθρωπίες ~ ~. Πβ. ξεκάρφωμα. Βλ. για την τιμή των όπλων, κατ' επίφαση. ΣΥΝ. για το θεαθήναι, για τους τύπους, για τα ωραία/τα μαύρα μάτια (κάποιου): για την ομορφιά του και γενικότ. για το χατίρι του: Τσακώθηκαν ~ ~ της μάτια (ή για τα μάτια μιας γυναίκας).|| (συνήθ. ειρων.) Δεν είναι μαζί σου ~ ~ σου μάτια, αλλά για τα λεφτά σου., δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: δεν παύω να παρακολουθώ, να επιτηρώ: Στιγμή δεν τους άφησε ~ της., δεν έχω μάτια (γι' άλλον): δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω κάποιον άλλο: Ορκίζεται ότι με αγαπάει και πως δεν έχει ~ γι΄ άλλη. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που δεν έχουν ~ παρά μόνο ο ένας για τον άλλον., δεν έχω μάτια να δω 1. (κάποιον): τον ντρέπομαι: Μετά την παρεξήγηση δεν είχε ~ να τον δει. 2. (κάτι): δεν μπορώ να καταλάβω, συνήθ. γιατί είμαι στενόμυαλος, κοντόφθαλμος: Δεν έχουν ~ να δουν τι συμβαίνει;, δεν κλείνω μάτι (εμφατ.): δεν μπορώ να κοιμηθώ: Δεν έκλεισα ~ όλη (τη) νύχτα από τον βήχα/τη στεναχώρια., δεν τον/το πιάνει το μάτι σου: δεν αντιλαμβάνεσαι από την αρχή την πραγματική του αξία, τον χαρακτήρα, την κατάστασή του: Είναι ένα μικρό μαγαζάκι που δεν το ~ ~., ένα τρίτο μάτι: μια άλλη άποψη που θεωρείται συνήθ. αντικειμενική· (κυρ. γενικότ.) κάποιος άλλος: ~ ~ μπορεί να εντοπίσει στο κείμενο λάθη που ξέφυγαν., έπεσε στα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. έπαψε να έχει την εκτίμησή του: Με την προκλητική του συμπεριφορά έπεσε ~ μας. Πβ. ξεπέφτω. ΑΝΤ. ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου 2. είδα, βρήκα τυχαία: Ψάχνοντας ~ ~ μου το βιβλίο αυτό., έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα: έχω τεταμένη την προσοχή μου, προσέχω πάρα πολύ: (συνήθ. ως προτροπή) Τα μάτια σου ~, κακομοίρη μου (= πρόσεχε)! Πρέπει συνεχώς να ~ ~, μην τυχόν και μου τη φέρουν., θα σου βγάλω τα μάτια: ως απειλητική έκφραση: ~ ~, αν με κοροϊδέψεις!, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα (παροιμ.): για να τονιστεί το πόσο κακό είναι να αποκτήσει κάποιος κακή φήμη., καλώς τα μάτια μου τα δυο (οικ.-συχνά ειρων.): ως καλωσόρισμα., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον): προσπαθώ να τον προσελκύσω, συνήθ. ερωτικά: Της έκανε ~ και την έριξε (πβ. φλερτάρω). Του κάνει ~, για να τον καλοπιάσει. [< γαλλ. faire les yeux doux] , κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι κάτι αρνητικό, παραβλέπω: Όλο του φωνάζεις, κάνε και λίγο τα ~ ~!, κόβει το μάτι (του) & έχει μάτι (μτφ.): έχει (μεγάλη) αντίληψη, είναι έξυπνος, παρατηρητικός: Βλέπω, ~ ~ σου! Δεν μπορείς να πεις, ~ ~ μου/έχω ~!, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται (παροιμ.): για ανθρώπους, συνήθ. φίλους ή συγγενείς, που ξεχνούν ο ένας τον άλλον όταν δεν συναντιούνται συχνά, που παύουν να έχουν τα ίδια έντονα συναισθήματα όταν βρίσκονται μακριά., μάτια/ματάκια μου: (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις ~ ~;, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον ή κάτι: Άντε βρε παιδί μου, ~ ~! ~ ~ να δούμε ποιοτική εκπομπή!, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια: για διαφορετική προσέγγιση, αντιμετώπιση ενός θέματος: Μετά τον τραυματισμό είδε τον κόσμο με άλλα ~. Ηρέμησε και θα δεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Πβ. ματιά., με πιάνει το μάτι: ματιάζομαι εύκολα: Φοράει σταυρό, για να μην τον ~ ~., με το μάτι: χωρίς ακριβή μέτρηση, ζύγιση, κατά προσέγγιση: Υπολογίζω ~ ~ (την ποσότητα). Ρίχνω αλάτι στο φαγητό ~ ~., μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου (επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή βρίσκεται μπροστά μου: Το ατύχημα διαδραματίστηκε/έγινε μπροστά ~ ~ (πβ. ενώπιον). Το πορτοφόλι ήταν μπρος/μες ~ ~ κι εγώ δεν το έβλεπα.|| (μτφ.) Μας κοροϊδεύει μπροστά ~ ~ μας!|| Μπροστά στα μάτια των περαστικών (= μπροστά στον κόσμο)., να χαρείς τα μάτια σου (οικ.): σε περιπτώσεις που ζητείται ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι: Έλα λίγο εδώ, ~ ~!, παίζει το μάτι του & το μάτι του παίζει (μτφ.): παρατηρεί με ερωτικό κυρ. ενδιαφέρον τους άλλους, ερωτοτροπεί: Αν και ~ ~ του, της είναι πιστός. ~ ~ της από 'δω και από 'κει/δεξιά-αριστερά., παίζει/πετάει το μάτι μου: σε περιπτώσεις που γίνονται αυτόνομες συσπάσεις των μυών του ματιού, συνήθ. από άγχος και νευρικότητα. Πβ. τρεμοπαίζει., παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι): βλέπω κάποιον/κάτι τυχαία, φευγαλέα ή από μακριά: Εκεί που καθόμουνα, πήρε ~ μια γνωστή φυσιογνωμία. Κάπου το(ν) πήρε ~., παίρνω/κάνω μάτι: κοιτάζω κρυφά, κυρ. ηδονοβλεπτικά: Τον έπιασα να ~ει ~ την ώρα που ντυνόμουν. Πβ. μπανίζω., πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) & το μάτι/βλέμμα πήγε (κάπου) (οικ.): βλέπω κάτι/κάποιον τυχαία: Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο. Κοιτούσε το πλήθος και το βλέμμα του έπεσε πάνω της., του μπαίνω στο μάτι: γίνομαι στόχος κάποιου: Τους μπήκα ~, επειδή δεν συμφώνησα μαζί τους. Η περιουσία του μπήκε ~ των απατεώνων., χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: παύω να έχω οπτική επαφή με αυτό(ν): Ένα λεπτό να τον χάσω ~ και την έκανε τη ζημιά. Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι και τον έχασα ~.|| Δεν τη ~ει ~ του (: την παρακολουθεί συνεχώς)., ... να δουν τα μάτια σου! βλ. βλέπω, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια βλ. ακολουθώ, ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) βλ. ανοίγω, ανοίγω τα μάτια μου βλ. ανοίγω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, γδύνω με τα μάτια βλ. γδύνω, γυαλίζει το μάτι του βλ. γυαλίζω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν μου γεμίζει το μάτι βλ. γεμίζω, δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ... βλ. παίρνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου βλ. βλέπω, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, έχει φοβηθεί το μάτι μου βλ. φοβάμαι, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου βλ. βλέπω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θολώνει το μάτι μου βλ. θολώνω, καρφί στο μάτι βλ. καρφί, κλείνουν τα μάτια μου βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (κάποιου) βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (μου) βλ. κλείνω, κλείνω το μάτι (σε κάποιον) βλ. κλείνω, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με κλειστά (τα) μάτια βλ. κλειστός, με την τσίμπλα στο μάτι βλ. τσίμπλα, μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω βλ. πετώ, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, πήζει το μάτι βλ. πήζω, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πονάει δόντι, βγάζει μάτι βλ. δόντι, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου βλ. στεγνώνω, στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια βλ. βασιλεύω, της Παναγιάς τα μάτια βλ. Παναγία, τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας βλ. βλέπω, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...) βλ. σταματώ, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, το μάτι μου γαρίδα βλ. γαρίδα, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα βλ. μούτρο, τον/την κοιτάει στα μάτια βλ. κοιτάζω, τρίβω τα μάτια μου βλ. τρίβω, τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα βλ. τρώω, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< μεσν. μάτιν, γαλλ. œil, yeux, αγγλ. eye]

μη & μην

μη & μην μόρ. (αρν.) {μην πριν από φωνήεν ή από τα σύμφωνα: κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ, ξ, ψ} 1. (σε προτάσεις επιθυμίας ή επιφωνηματικές με ρήματα· συχνά προηγείται το ας ή το να:) δηλώνει απαγόρευση, αποτροπή ή παραίνεση: ~ ρίχνετε σκουπίδια στους δρόμους. ~ πεις λέξη. ~ μ' αγγίζεις! Να ~ με πάρεις τηλέφωνο ούτε να μου στείλεις μήνυμα. Αν είσαι άρρωστος, ~ έρθεις στη δουλειά. ~ ξεχάσω να του ευχηθώ για τη γιορτή του. ~ βιάζεσαι να μεγαλώσεις. ~ χαθούμε πάλι. Να τρως και να ~ μένεις νηστικός. ~ μ' αφήσεις ποτέ! ~ κλαις! Ας ~ χάνουμε χρόνο! Ας ~ κρυβόμαστε.|| (στον ελλειπτ. λόγο:) Άστο, ~! Σταμάτα, ~! ~ φεύγεις, όχι ~! Όλο διαταγές είναι και ~ (ενν. κάνεις) αυτό ~ εκείνο. 2. (σε προτάσεις επιφωνηματικές) δηλώνει ευχή, απευχή, κατάρα, όρκο ή απειλή: Μακάρι να ~ σε γνώριζα ποτέ! Να ~ σου τύχει ποτέ κάτι τέτοιο! Να ~ δεις ποτέ καλό από τα παιδιά σου! ~ σώσει και ... Να ~ προλάβω να γεράσω, αν λέω ψέματα! Να ~ τον δω μπροστά μου!|| (παραχώρηση) Ας ~ του είχα υποχρέωση και θα σου έλεγα εγώ ... 3. (συνήθ. προηγείται το να:) για τον σχηματισμό της άρνησης σε δευτερεύουσες προτάσεις: Τι να προσέξουμε για να ~ πάρουμε κιλά στις διακοπές. Πρέπει να ~ μάθει τίποτα. Δεν γίνεται να ~ έρθεις. Θα το πω κι ας ~ με πιστέψεις. Θα συνεχίσω τις προσπάθειες, ώσπου να ~ αντέχω άλλο. Υπάρχει κάτι που να ~ σου αρέσει; Απορώ γιατί να ~ θέλει να έρθει μαζί μας. Είναι δικό του το λάθος, όσο και να ~ το παραδέχεται. Έκανε σαν να ~ είχε συμβεί τίποτα. Τα νέα μέτρα ενδέχεται όχι μόνο να ~ λύσουν, αλλά και να επιτείνουν το αδιέξοδο. Βλ. δεν. 4. εισάγει δευτερεύουσα ενδοιαστική πρόταση: Φοβάμαι ~ τον χάσω. Ανησυχεί ~ τυχόν και δεν προφτάσει.|| Πολλοί άνθρωποι δεν λένε όχι από φόβο ~ δυσαρεστήσουν τους άλλους. Πβ. μήπως. 5. (μόνο το μη, με ονοματικούς τ. ή μετοχές ενεργητικού ενεστώτα) δηλώνει αντίθετη έννοια από αυτή που εκφράζει η λέξη με την οποία συνεκφέρεται: ~ βία. ~ καπνιστής. ~ κερδοσκοπικός οργανισμός. Αλφαβητικός κατάλογος ~ δημόσιων (= ιδιωτικών) σχολείων. ~ καταβληθείσες εισφορές. ~ ασφαλή προϊόντα. Οι ~ εγγεγραμμένοι. ~ εκτέλεση δρομολογίων. Καθίσματα για καπνίζοντες και ~. Στεκόταν ακίνητος ~ μπορώντας (: χωρίς να μπορεί) να αντιδράσει. 6. (απολύτως ως επιφών.) δηλώνει απαγόρευση ή αποτροπή: ~, για όνομα του Θεού! 7. (λαϊκό) εισάγει ευθείες ερωτήσεις και δηλώνει απορία, άγνοια: ~ τον άκουσες να έρχεται; ~ έπαθε τίποτα; Πβ. μήπως, μπας και. ● Ουσ.: μη (τα): απαγορεύσεις: τα πρέπει και τα ~. ● ΦΡ.: μη το ένα μη το άλλο: για να δηλωθούν συνεχείς και ενοχλητικές απογορεύσεις., (και) μη χειρότερα βλ. χειρότερος, ... και μη βλ. και, αν μη τι άλλο βλ. άλλος, θέλοντας ή μη/και μη βλ. θέλω, μη μου άπτου βλ. άπτεται, μη μου πεις ότι ... βλ. λέω, μη μου το λες/μη μου πεις .../τι μου λες! βλ. λέω, μην το λες βλ. λέω, ο μη γένοιτο βλ. γένοιτο [< μεσν. μην < αρχ. μή, 5: αγγλ. non]

μίσος

μίσος [μῖσος] μί-σος ουσ. (ουδ.) {μίσ-ους | -η}: ισχυρό αίσθημα εχθρότητας, αποστροφής ή αντιπάθειας για κάποιον ή κάτι: άγριο/απύθμενο/άσβεστο/άσπονδο/βαθύ/εθνικιστικό/θανάσιμο/θρησκευτικό/τυφλό/φυλετικό ~. ~ για/προς … Καλλιεργώ/προκαλώ/τροφοδοτώ/υποδαυλίζω το ~. Νιώθω/τρέφω ~ για ... Φουντώνει το ~. Κλίμα ~ους και διχασμού/έντασης. Μηνύματα/υποκίνηση ~ους. Πράξη ~ους και κακίας. Πάθη, έρωτες και ~η. ΣΥΝ. απέχθεια, έχθρα ΑΝΤ. αγάπη (1) ● ΦΡ.: προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός; (λόγ.): για πρόσωπα ή ομάδες που συγκρούονται έντονα για ασήμαντο λόγο. [< αρχ. μῖσος]

όλος

όλος, η, ο [ὅλος] ό-λος επίθ. & (λαϊκό) ούλος 1. που κανένα από τα μέρη ή τα στοιχεία του δεν παραλείπεται: Πες ~η την αλήθεια (βλ. μισή). Δεν έκλεισα μάτι ~η (τη) νύχτα. Η μουσική είναι ~η μου η ζωή (: το παν). Η ευθύνη είναι ~η δική τους. Έχεις ~ο τον καιρό/χρόνο (μπροστά σου) να προετοιμαστείς. Έχει ταξιδέψει σε ~ο τον κόσμο (: παντού). Αυξημένη είναι η κίνηση σε ~ο το μήκος της εθνικής οδού. Γκρινιάζει ~η την ώρα (: ασταμάτητα, συνέχεια). Άστατος θα 'ναι ο καιρός σε ~η τη χώρα.|| (συχνά προηγείται άρθρο) Το ~ο έργο θα κοστίσει ... ευρώ. Η ~η διαδικασία. Πβ. (συν)ολικός. ΣΥΝ. ολόκληρος (2) 2. {στον πληθ.} για να δηλωθεί ότι κανένας ή τίποτα δεν εξαιρείται από το σύνολο για το οποίο γίνεται λόγος: ~οι οι άλλοι .../οι άνθρωποι .../οι φίλοι μας .../οι υπόλοιποι ... Πού πάνε ~οι αυτοί; Έχει δίκιο απ' ~ες τις πλευρές. Είστε ~οι καλά; Συγγνώμη για ~ες τις φορές που σε πλήγωσα (: για κάθε φορά).|| (ως ουσ.) Ήρθαν ~οι; ~οι θα ήθελαν να είναι στη θέση της (: πάρα πολλοί, οι περισσότεροι). Αυτό το ξέρουν ~οι (: άπαντες, πάντες). Εξακολουθεί να επικρατεί στο κόμμα το "~οι εναντίον ~ων".|| (με προσωπική αντων.) Καλές γιορτές σ' ~ους (σας)! Η απεργία είναι δικαίωμα ~ων μας. Βλ. κανείς, μερικοί. 3. {+ άναρθρη αιτ.} (επιτατ.) γεμάτος από κάτι: Ήρθε ~ χαρά. ΣΥΝ. έμπλεος ● Ουσ.: όλα (τα): τα πάντα, το καθετί: Μην ανησυχείτε, ~ θα πάνε καλά. ~ έχουν ένα τέλος. ~ την ενοχλούν. Νομίζει ότι τα ξέρει ~ (: είναι ξερόλας). Τα θέλει ~ δικά του (: είναι πλεονέκτης). Μέχρι εδώ ~ ωραία και καλά. Ο χρόνος ~ τ' αλλάζει. ~ είναι πιθανά. Ναι/όχι σε ~.|| (ειδικότ.) Τα πούλησε/'φαγε ~ (: για περιουσία).|| (προφ., για να δηλωθεί ισοπαλία στο σκορ ομαδικών αθλητικών παιχνιδιών, ιδ. στο μπάσκετ ή το βόλεϊ) Το σκορ είναι 50 ~ (δηλ. 50-50)., όλο (το) & (λόγ.) όλον: σύνολο: Φύση και άνθρωπος αποτελούν ένα αδιαίρετο ~. Βλ. μέρος. ΣΥΝ. ολότητα ● ΦΡ.: αυτό είν' όλο (προφ.): για να τονιστεί η απλότητα, η ευκολία ενός πράγματος: ~ ~; Εγώ αλλιώς το περίμενα. ΣΥΝ. είναι πολύ/τόσο απλό, εν όλω [ἐν ὃλῳ] (λόγ.): στο σύνολό του, συνολικά: Το περιεχόμενο της ιστοσελίδας απαγορεύεται, ~ ~ ή εν μέρει, να πωληθεί ή να αντιγραφεί. Πβ. εξ ολοκλήρου, καθ' ολοκληρίαν. ΑΝΤ. μερικώς, όλα ή τίποτα: για να δηλωθεί απόλυτη στάση ζωής: Τα θέλω ~ ~. Είμαι της φιλοσοφίας ή ~ ~., όλα κι όλα! (προφ.): ως ένδειξη εξάντλησης της ανοχής και της υποχωρητικότητας: Α, ~ ~! Δεν θα μας πεις και τι θα κάνουμε. Πβ. ως εδώ (και μη παρέκει)., όλα σε ένα: ΤΕΧΝΟΛ. (κυρ. για συσκευή) που έχει πολλαπλές λειτουργίες: εκτυπωτής/κινητό (τηλέφωνο)/πολυμηχάνημα/υπολογιστής ~ ~. Βλ. πολυσυσκευή. [< αγγλ. all-in-one] , όλοι μαζί: όλοι ενωμένοι, ως ομάδα: ~ ~ στον αγώνα (πβ. μια γροθιά). Δεν μιλάμε ~ ~ (: συγχρόνως, ταυτόχρονα)., όλος κι όλος (προφ.-επιτατ.): τόσο λίγος, μικρός: Διακόσιοι είναι ~οι κι ~οι οι κάτοικοι του χωριού. Τους είδα πέντε φορές ~ες κι ~ες., όλους όσους & όλους όσοι/όλες όσες/όλα όσα: όλους αυτούς οι οποίοι: Το βιβλίο απευθύνεται σε ~ ~ διδάσκουν μουσική. Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για το αδυνάτισμα., παρ' όλο(ν), -η, -ο & παρόλο(ν), -η, -ο (επιτατ.): για να δηλωθεί αντίθεση, εναντίωση: Έχασαν παρ' όλες τις προσπάθειές τους. Βγήκα, παρόλο (= παρά) το κρύο., τα δίνω όλα (για όλα) (προφ.-επιτατ.): προσφέρω τον καλύτερό μου εαυτό, τα πάντα: Τα δίνει ~ σε μια σχέση., τα παίζω όλα (για όλα) (προφ.-εμφατ.): ρισκάρω τα πάντα, για να πετύχω κάτι: Η ομάδα θα τα παίξει ~ για τη νίκη., (είναι) μέσα σε όλα/σ΄όλα βλ. μέσα, (είναι) όλα τα λεφτά βλ. λεφτά, ... σε όλο του(/της ...) το μεγαλείο/... στο μεγαλείο του(/της) βλ. μεγαλείο, για όλα φταίει (κάποιος/κάτι) βλ. φταίω, είμαι όλος αυτιά βλ. αυτί, έκανε (και) η μύγα κώλο και έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, εφ' όλης της ύλης βλ. ύλη, ικανός για όλα βλ. ικανός, καλά όλ' αυτά, αλλά ... βλ. καλός, με όλες μου/του τις δυνάμεις βλ. δύναμη, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά βλ. ψυχή, με όλη τη σημασία της λέξης βλ. σημασία, με τα όλα (του/της) βλ. με1, μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι/κι οι κώλοι βλ. κώλος, όλα (είναι) εντάξει βλ. εντάξει, όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα βλ. πληρώνω, όλα έτοιμα (στο πιάτο) βλ. έτοιμος, όλα καλά βλ. καλά, όλα τα 'χε/'χει η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε/λείπει βλ. φερετζές, όλων των εποχών βλ. εποχή, πάει με όλα βλ. πηγαίνω & πάω, πάνω απ' όλα βλ. πάνω & επάνω, παρ' όλα/παρόλα αυτά βλ. παρόλο, πρώτα απ' όλα/πρώτα-πρώτα βλ. πρώτα, τα βλέπει (όλα) ρόδινα βλ. βλέπω, τα είδα όλα κωλυόμενα βλ. κωλύω, τα είδα όλα! βλ. βλέπω, τα έχω δει όλα βλ. βλέπω, τέλος καλό, όλα καλά βλ. καλός ● βλ. όλο [< αρχ. ὅλος]

παίρνω

παίρνω παίρ-νω ρ. (μτβ.) {πήρα, πάρει, πάρ-θηκε, -θεί, -μένος, παίρν-οντας} 1. πιάνω κάτι με το χέρι ή τα χέρια μου, για να το χρησιμοποιήσω, να το έχω πάνω μου και να το μεταφέρω, να το μετακινήσω από ένα σημείο σε άλλο ή να το κρατήσω: ~ετε τη ζύμη και την κόβετε σε μικρά κομμάτια. Του πήρε την μπάλα μέσα από τα χέρια.|| Πήρε το παλτό της και έφυγε. Πάρε τα απολύτως απαραίτητα. Μην ξεχάσεις να πάρεις (μαζί σου) τη φωτογραφική (πβ. φέρνω).|| Πάρε το χέρι σου από τον ώμο μου. Πάρε τον σκύλο από εδώ (= απομάκρυνέ τον).|| Πάρε το αρχείο από τον φάκελο (π.χ. του σκληρού δίσκου).|| (κάνω ανάληψη:) Πήρα από την τράπεζα ... χιλιάδες ευρώ.|| (για πρόσ.) Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. Την πήρε αγκαλιά (= την αγκάλιασε). Με πήρε από το μπράτσο/το χέρι.|| (μτφ.) Πήρα δουλειά για το σπίτι. Οι πληροφορίες/τα στοιχεία ~θηκαν (= αντλήθηκαν) από την ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ... 2. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ απαλλαγή (= απαλλάσσομαι)/αποζημίωση (= αποζημιώνομαι)/απόσπαση (= αποσπώμαι)/απόφαση (= αποφασίζω)/άριστα (= αριστεύω)/μετεγγραφή (= μετεγγράφομαι)/τη νίκη (= νικώ)/πόζα (= ποζάρω)/προαγωγή (= προάγομαι)/προφυλάξεις (= προφυλάσσομαι)/σύνταξη (= συνταξιοδοτούμαι)/φωτογραφία (= φωτογραφίζω). Η δίκη πήρε αναβολή για τις ... (= αναβλήθηκε). Η ταινία πήρε βραβείο για... (= βραβεύτηκε). Αργά ή γρήγορα θα πάρω την εκδίκησή μου (= θα εκδικηθώ). Η αγωνία πήρε τέλος (= τελείωσε). Το φαγητό πήρε βράση (= έβρασε).|| Πήραμε μεγάλη χαρά (= χαρήκαμε)/μια στενοχώρια (= στενοχωρηθήκαμε)/μια τρομάρα (= τρομάξαμε)!|| (με αντικείμενο ουσ. που εκφράζει ασθένεια:) Πήρα ένα κρύωμα (= κρύωσα). Πήρε το μικρόβιο (= μολύνθηκε).|| ~ αποτελέσματα (από εξετάσεις)/δείγμα/κλήση/το προβάδισμα/πρωτοβουλία να .../την πτήση για .../έναν υπνάκο/ψήφους. Του πήρε αίμα/τα αποτυπώματα/κατάθεση/συνέντευξη. 3. αγοράζω ή ενοικιάζω· δανείζομαι: Πάρε ένα πακέτο τσίχλες. Πήρα ένα καινούργιο ζευγάρι γυαλιά. Πήρες τα εισιτήρια; Δεν πήραμε τίποτα. Ό,τι πάρετε ... ευρώ. Ό,τι πληρώσεις ~εις. Διαλέγετε και ~ετε.|| (για δώρο:) Του/της πήρα ένα βιβλίο για την πρωτοχρονιά.|| Πήρα μια ταινία από το βιντεοκλάμπ.|| Να πάρω λίγο το στιλό σου; 4. αποκτώ, γίνομαι κάτοχος, μου παραχωρείται: ~ άδεια/δίπλωμα (οδήγησης)/εξιτήριο/επίδομα/πιστοποίηση/πόντους/υποτροφία. Πήρε την επάρκεια στα Αγγλικά. Πήρε πτυχίο. Πήρε τον βαθμό της ισοπαλίας.|| (για πρόσ.) Τον πήραν, όταν ήταν μωρό ακόμη (: τον υιοθέτησαν).|| Το ταλέντο του στη μουσική το πήρε από τον πατέρα του. Πβ. κληρονομώ.|| Πήραμε ρεύμα από την μπαταρία του αυτοκινήτου. ΣΥΝ. λαμβάνω (1) 5. οικειοποιούμαι κάτι, κλέβω· καταλαμβάνω, κατακτώ: Της πήρε (= άρπαξε) την τσάντα. Τους πήραν σχεδόν τα πάντα από το σπίτι. (για πρόσ.) Του/της πήρε τη γυναίκα/τον άνδρα.|| Πήρε την εξουσία (: νόμιμα ή με τη βία). Τους πήραν τα σπίτια (πβ. επιτάσσω, κατάσχω). Ο στρατός πήρε το ύψωμα (πβ. κυριεύω). 6. παραλαμβάνω· δέχομαι: ~ μια επιστολή/ένα μήνυμα/μια πρόσκληση. Ήταν το ωραιότερο δώρο που πήρα ποτέ. Δεν πήραμε καμία απάντηση.|| Αποφάσισα να μην πάρω τη δουλειά. Δεν ~ εντολές από κανέναν. ΣΥΝ. λαμβάνω (1) 7. (προφ.) τηλεφωνώ: ~ κάποιον από κινητό/σταθερό (τηλέφωνο). Τους πήρα, για να τους ευχαριστήσω. Πήρα να δω τι κάνεις. Πήρα να σου πω ... Πάρε με ό,τι ώρα θέλεις. 8. (για πρόσ.) μεταφέρω ή απομακρύνω κάποιον: Πάρε με μακριά. Τον πήρε παράμερα, για να του μιλήσει.|| (ενν. με όχημα:) Θα με πάρετε μαζί σας; Θα περάσω να σε πάρω από τη δουλειά. Το ταξί πήρε την ηλικιωμένη κυρία. Ανέπνεε ακόμη, όταν την πήρε το ασθενοφόρο.|| (μτφ.) Ο Θεός τον πήρε κοντά του (: για κάποιον που πέθανε). 9. χρησιμοποιώ ως μεταφορικό μέσο, μετακινούμαι με: ~ (σπάνια/τακτικά) λεωφορείο/μετρό/ταξί/τρόλεϊ. Πάρε το αυτοκίνητο και πάμε βόλτα.|| Πάρτε εσείς το ασανσέρ κι εγώ ανεβαίνω από τις σκάλες. 10. κερδίζω, νικώ: ~ το κύπελλο/την πρόκριση/το πρωτάθλημα/τον τίτλο/το χρυσό. Η Εθνική πήρε το πρώτο παιχνίδι. Πήρε το όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου.|| Πήραν την έβδομη θέση (= κατέλαβαν)/την ισοπαλία/την πρωτιά. Αισιοδοξούμε να πάρουμε ένα καλό αποτέλεσμα. 11. εισάγω στον οργανισμό μου· καταναλώνω: ~ αντιβίωση/βιταμίνες/σίδηρο/συμπληρώματα διατροφής/φάρμακα/χάπια. Έχει πάρει απαγορευμένες ουσίες/ναρκωτικά.|| Από τις τροφές ~ουμε ενέργεια.|| Δεν αισθάνομαι καλά, θέλω να πάρω λίγο αέρα.|| (τρώω ή πίνω:) Πάρε όση τούρτα θέλεις. -Θέλετε λίγο γλυκό; - Όχι ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Τι θα πάρετε; (: τυπική ερώτηση σερβιτόρου· πβ. παραγγέλνω). Πήρε πρωινό. 12. (για χρήματα) αμείβομαι, κερδίζω: ~ (= βγάζω) ... ευρώ το(ν) μήνα. ~ει περισσότερα από σένα.|| Πόσα σου πήρε ο γιατρός; Δεν ~ει πολλά. 13. (προφ.) για διάρκεια, χρόνο που απαιτείται, για να γίνει κάτι: Μου πήρε πέντε χρόνια (για) να ... Του πήρε (= χρειάστηκε) μια ώρα να το φτιάξει.|| Δεν με ~ει ο χρόνος για να ... (: δεν μου αρκεί). Ξεκινάμε τώρα, διαφορετικά δεν θα μας πάρει η ώρα (: δεν θα προλάβουμε).|| Δεν σε πήραν τα χρόνια ακόμη (: δεν γέρασες)! 14. προσλαμβάνω: Δεν θα πάρουμε άλλο προσωπικό. Η ομάδα θα πάρει δύο νέους παίκτες. 15. (προφ.) εκλαμβάνω, θεωρώ: Συγγνώμη, σε πήρα (= σε πέρασα) για άλλη (: νόμισα ότι ήσουν άλλη)! Τον πήραν για χαζό.|| Μην ~εις στα σοβαρά όσα λέει. Το ~ ως κομπλιμέντο. Βλ. παρα~. 16. επιλέγω και παρακολουθώ ένα μάθημα: Στο τρίτο εξάμηνο μπορείς να πάρεις νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία. 17. ακολουθώ: Πάρε τον πρώτο δρόμο αριστερά.|| (σε συζητήσεις) Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. 18. αναλαμβάνω: ~ το βάρος της ευθύνης. 19. βγάζω, εξάγω, παράγω: Το μαζούτ και η βενζίνη είναι υγρά καύσιμα που ~ουμε με κατεργασία. 20. μετρώ με ειδικό όργανο: ~ τη θερμοκρασία/την πίεση/τον σφυγμό κάποιου. 21. αποσπώ, αφαιρώ: Του πήραν τις πινακίδες. Ο αέρας πήρε τη σκεπή/την ομπρέλα.|| (μτφ.) ~ τη ζωή κάποιου (= τον σκοτώνω). 22. (προφ.) κάνω έρωτα σε κάποιον. 23. (προφ.) παντρεύομαι: Πήρε καλή/καλό σύζυγο. 24. βιντεοσκοπώ, κινηματογραφώ: Χαμογέλασε, μας ~ει η κάμερα. ~ ένα κοντινό πλάνο. 25. (μτφ.-προφ.) πετυχαίνω, χτυπώ κάποιον: Τα θραύσματα τον πήραν ξώφαλτσα.παίρνει (προφ.) 1. (για μηχανές, συσκευές) χρησιμοποιεί, για να λειτουργήσει: Το αυτοκίνητό μου ~ αμόλυβδη. Το κινητό ~ μπαταρία λιθίου. 2. επιδέχεται, σηκώνει: Το ζήτημα/η υπόθεση δεν ~ αναβολή. 3. χωρά: Η αίθουσα ~ πάνω από χίλια άτομα. ● ΦΡ.: βάζω/παίρνω κιλά/βάρος: παχαίνω: Πήρα τρία κιλά. ~ πολύ εύκολα βάρος., δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ...: δεν σταματώ να κοιτάζω, να προσέχω ή να διαβάζω: Δεν μπορώ να πάρω ~ ~ από πάνω της ούτε λεπτό. Η πλοκή δεν σε αφήνει να πάρεις ~ ~ σου από το βιβλίο/την οθόνη., έδωσε πήρε (προφ.): για επίμονη προσπάθεια: Επέμεινε, ~ ~, και τελικά τα κατάφερε., θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει (προφ.-απειλητ.): για να δηλωθεί αγανάκτηση, οργή: Μη μου πηγαίνεις κόντρα, γιατί θα σε ~ και θα σε ~ (= την έβαψες)., μας πήρε (το) μεσημέρι/μας πήρε το βράδυ (προφ.): αργήσαμε, καθυστερήσαμε: ~ ~, αλλά τα προλάβαμε όλα!, με παίρνει (προφ.): μπορώ, έχω τη δυνατότητα να: Δεν μας ~ να κάνουμε λάθος., με παίρνει/πιάνει (ο) ύπνος (προφ.): αποκοιμιέμαι: Δεν ~ ~ με τίποτα (= δεν μπορώ να κοιμηθώ). Τον πήρε ο ~ διαβάζοντας/στο σινεμά., με πήρε και με σήκωσε (προφ.): για ισχυρό άνεμο· μου επιτέθηκε φραστικά: Μας ~ και μας ~ ο αέρας σήμερα.|| (μτφ.) Μια κουβέντα είπα και ~ ~., όσο δεν παίρνει (άλλο) & μέχρι/ως εκεί που δεν παίρνει (άλλο): όσο είναι δυνατόν, στον ανώτερο βαθμό: Είμαστε αποφασισμένοι ~ ~. Έχει καβαλήσει το καλάμι ~ ~., παίρνει μορφή 1. υλοποιείται: Το νέο αθλητικό κέντρο ~ ~. Οι καλλιτεχνικές της ευαισθησίες πήραν ~ πάνω στο ξύλο. 2. (μτφ.) εξελίσσεται, παίρνει διαστάσεις: Οι καταγγελίες έχουν πάρει (τη) ~ χιονοστιβάδας. Το πρόβλημα έχει πάρει ~ επιδημίας., παίρνω άφεση (αμαρτιών): συγχωρούμαι: Από μένα έχεις πάρει ~ ~., παίρνω δύναμη/δυνάμεις: αποκτώ ψυχική δύναμη, θάρρος: ~ουμε ~ ο ένας από τον άλλο. Με τη χθεσινή μας νίκη πήραμε ~ για τη συνέχεια., παίρνω ιδέες: εμπνέομαι από ξένα πρότυπα, συμπεριφορές, απόψεις και τις χρησιμοποιώ δημιουργικά: Άλλο είναι να ~εις ~ και άλλο να αντιγράφεις. Πάρτε ~ για τη διακόσμηση του σπιτιού., παίρνω κάποιον με τις λεμονόκουπες/τις ντομάτες/τα γιαούρτια/τ' αβγά (προφ.): τον αποδοκιμάζω έντονα, τον γιουχάρω: Δεν πρόλαβε να μιλήσει και τον πήραν ~ ~. Πβ. θα μας κυνηγήσουν., παίρνω κάποιον στο ψιλό & (σπάν.) στον μεζέ: κοροϊδεύω, χλευάζω κάποιον: Σοβαρευτείτε, γιατί σας πήραν ~ ~! Πβ. του κρέμασαν κουδούνια. Βλ. μας δουλεύει ψιλό γαζί., παίρνω κάτι στα χέρια μου (μτφ.): έχω υπό τον έλεγχό μου, στην ευθύνη μου: Είναι καιρός να πάρεις τη ζωή σου/την κατάσταση στα χέρια σου. Πβ. αναλαμβάνω, επωμίζομαι., παίρνω λόγια (από κάποιον) (προφ.): μαθαίνω, συνήθ. με έμμεσο ή πονηρό τρόπο, κάτι: Δεν του ~εις εύκολα λόγια., παίρνω τηλέφωνο: τηλεφωνώ: Την πήρα ~, αλλά δεν το σηκώνει. Δεν άντεξα και την/τον πήρα ~., παίρνω χαμπάρι/είδηση/πρέφα/μυρωδιά (μτφ.-προφ.): αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Μας έχουν πάρει ~! Έχετε πάρει ~ ότι ...; Δεν έχουν πάρει πρέφα τι γίνεται. Πβ. μυρίζομαι., πάρ' τον/την κάτω (προφ.): για κάποιον που πέφτει: Σκόνταψε στο χαλί και ~ ~., πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον (μτφ.): για ανθρώπους ανάξιους, άχρηστους: Είναι και οι δύο ~ ~. Ήταν ο μόνος που άξιζε, όλοι οι άλλοι ήταν ~ ~., πήρα να/και: αρχίζω ή άρχισα: Πήρα να διαβάζω. Ο αέρας πήρε να κοπάζει. Πήρε και βραδιάζει., τα παίρνει χοντρά (αργκό): αμείβεται αδρά ή δωροδοκείται: ~ ~ από το κανάλι. Τους τα πήρε ~.|| Λένε ότι τα πήρε ~, για να πουλήσει το ματς. Πβ. χρηματίζομαι, τα πιάνει. Βλ. κάτω από το τραπέζι., τα παίρνω (στο κρανίο/στην κράνα/χοντρά) (αργκό): εκνευρίζομαι, εξοργίζομαι: Μην τα ~εις! Τα έχω πάρει ~ με όσα γράφτηκαν για μένα!, το παίρνω πίσω: αναιρώ, συνήθ. προηγούμενο λόγο μου, υπόσχεση: Αν σε πείραξε/αν είναι έτσι, τότε ~ ~., τον παίρνεις! (αργκό-υβριστ.): για δήλωση αγανάκτησης ή έντονης δυσαρέσκειας προς κάποιον., τον πήρα (προφ.): ενν. τον ύπνο· αποκοιμήθηκα: ~ ~ για λίγο., (αγοράζω/παίρνω) γουρούνι στο σακί βλ. γουρούνι, (λαμβάνω/παίρνω) το βάπτισμα του πυρός βλ. βάπτισμα, (παίρνω κάποιον) κάτω από τις φτερούγες μου βλ. φτερούγα, (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο βλ. δρόμος, (παίρνω) τον πούλο βλ. πούλος, (που) να πάρει η ευχή! βλ. ευχή, (που) να πάρει η οργή! βλ. οργή, (το) παίρνω απόφαση βλ. απόφαση, αναλαμβάνω/λαμβάνω/παίρνω τα ηνία βλ. αναλαμβάνω, αναλαμβάνω/παίρνω την ευθύνη βλ. αναλαμβάνω, από το στόμα μου το πήρες! βλ. στόμα, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά βλ. πράγμα, βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι βλ. χαρτί, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν (τα) παίρνει τα γράμματα βλ. γράμμα, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου βλ. πόδι, δεν παίρνει από λόγια βλ. λόγια, δεν παίρνω από αστεία βλ. αστείο, δεν παίρνω λέξη πίσω βλ. λέξη, δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα βλ. κουβέντα, δίνει και παίρνει βλ. δίνω, δίνω/παίρνω στο χέρι βλ. χέρι, δίνω/παίρνω/ζητώ αύξηση βλ. αύξηση, δίνω/παίρνω/τρώω πόδι βλ. πόδι, δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω βλ. δρόμος, δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή βλ. ψυχή, εκεί που μας χρωστούσαν/χρωστάγανε (μας πήραν και το βόδι) βλ. χρωστώ, έχει πάρει (ή αναλάβει) εργολαβία/εργολαβικά βλ. εργολαβία, έχει πάρει/πήρε (πολύ) αέρα βλ. αέρας, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα βλ. αέρας, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, κάτι πήρε/έπιασε τ' αυτί μου βλ. αυτί, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κι όποιον πάρει ο χάρος! βλ. χάρος, κυνηγάω/παίρνω κάποιον με το σκουπόξυλο βλ. σκουπόξυλο, λαμβάνει/παίρνει σάρκα και οστά βλ. οστό, λαμβάνω/παίρνω μέρος σε κάτι βλ. μέρος, λαμβάνω/παίρνω μέτρα βλ. μέτρο, λαμβάνω/παίρνω τα μέτρα μου βλ. μέτρο, λαμβάνω/παίρνω υπόψη βλ. λαμβάνω, ληγμένα παίρνεις/πίνεις; βλ. ληγμένος, μαζεύω/παίρνω τα μπογαλάκια μου βλ. μπογαλάκι, μας πήρε το κεφάλι βλ. κεφάλι, μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ βλ. νύχτα, με παίρνει από κάτω/αποκάτω βλ. κάτω, με παίρνει η μπάλα βλ. μπάλα, με παίρνουν τα ζουμιά βλ. ζουμί, με πήραν τα αίματα βλ. αίμα, με πήραν τα δάκρυα/κλάματα βλ. δάκρυ, με πήραν τα σιρόπια βλ. σιρόπι, με πήραν τα σκάγια βλ. σκάγι, με πήρε το ποτάμι βλ. ποτάμι, με πιάνει/με παίρνει το παράπονο βλ. παράπονο, μου παίρνει/ζαλίζει τ' αυτιά βλ. αυτί, μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου βλ. μυαλό, να το πάρει το ποτάμι; βλ. ποτάμι, νύχτα (το) πήρες το δίπλωμα; βλ. νύχτα, όποιον πάρει η μπάλα βλ. μπάλα, παίρνει μπρος/μπροστά βλ. εμπρός, παίρνει σειρά βλ. σειρά, παίρνει στροφές βλ. στροφή, παίρνει στροφές/το μυαλό του παίρνει στροφές βλ. στροφή, παίρνει την ανιούσα βλ. ανιών, παίρνει την κατιούσα βλ. κατιών, παίρνει την κάτω βόλτα βλ. βόλτα, παίρνει την πάνω βόλτα βλ. βόλτα, παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι) βλ. μάτι, παίρνει ύφος βλ. λάσπη, παίρνει/λαμβάνει/προσλαμβάνει διαστάσεις βλ. διάσταση, παίρνει/τρώει χρόνο βλ. χρόνος, παίρνουν (κάποιον) τα χρόνια βλ. χρόνος, παίρνω (και) τα σώβρακα (κάποιου) βλ. σώβρακο, παίρνω (κάποιον) από πίσω/από κοντά βλ. πίσω, παίρνω (κάποιον) στο κατόπι βλ. κατόπι, παίρνω (κάποιον) στο λαιμό μου βλ. λαιμός, παίρνω (κάποιον) φαλάγγι βλ. φαλάγγι, παίρνω (κάτι) επί πόνου βλ. πόνος, παίρνω (κάτι) τοις μετρητοίς βλ. μετρητοίς, παίρνω (μια) ανάσα βλ. ανάσα, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω άδεια από τη σημαία βλ. σημαία, παίρνω αέρα/τον αέρα μου βλ. αέρας, παίρνω αμπάριζα βλ. αμπάριζα, παίρνω αμπάριζα και βγαίνω βλ. αμπάριζα, παίρνω ανάποδες (στροφές) βλ. ανάποδος, παίρνω ανοιχτά τη στροφή βλ. ανοιχτά, παίρνω από το χέρι βλ. χέρι, παίρνω απουσίες βλ. απουσία, παίρνω γραμμή βλ. γραμμή, παίρνω δρόμο βλ. δρόμος, παίρνω θέση για/σε κάτι βλ. θέση, παίρνω κάποιον με το μέρος μου βλ. μέρος, παίρνω κάποιον/κάτι από φόβο βλ. φόβος, παίρνω κάποιον/κάτι γραμμή βλ. γραμμή, παίρνω κάτι (ε)πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, παίρνω κεφάλι βλ. κεφάλι, παίρνω όρκο βλ. όρκος, παίρνω πάνω μου την αμαρτία βλ. αμαρτία, παίρνω παραμάζωμα βλ. παραμάζωμα, παίρνω πίσω βλ. πίσω, παίρνω σβάρνα βλ. σβάρνα, παίρνω στην πλάκα κάποιον/κάτι βλ. πλάκα, παίρνω στο κυνήγι (κάποιον) βλ. κυνήγι, παίρνω τα (όρη και τα) βουνά βλ. βουνό, παίρνω τα μέτρα (κάποιου) βλ. μέτρο, παίρνω τα μούτρα μου και ... βλ. μούτρο, παίρνω τα πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, παίρνω την παρθενιά βλ. παρθενιά, παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου βλ. αίμα, παίρνω το δισάκι μου (στον ώμο) βλ. δισάκι, παίρνω το καπελάκι/το καπέλο μου και φεύγω βλ. καπέλο, παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια βλ. κεφάλι, παίρνω το κολάι βλ. κολάι, παίρνω το μέρος & πηγαίνω/είμαι με το μέρος (κάποιου) βλ. μέρος, παίρνω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, παίρνω τον αέρα κάποιου βλ. αέρας, παίρνω τον καλό δρόμο βλ. δρόμος, παίρνω τους δρόμους βλ. δρόμος, παίρνω ύψος βλ. ύψος, παίρνω φόρα βλ. φόρα1, παίρνω χρήματα βλ. χρήμα, παίρνω χρώμα βλ. χρώμα, παίρνω/αναλαμβάνω (το) ρίσκο/(τα) ρίσκα βλ. ρίσκο, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, παίρνω/κάνω μάτι βλ. μάτι, παίρνω/κρατώ/τηρώ (τις) αποστάσεις βλ. απόσταση, παίρνω/λαμβάνω τον λόγο βλ. λόγος, παίρνω/παντρεύομαι κάποιον με παπά και με κουμπάρο βλ. κουμπάρος, κουμπάρα, παίρνω/πιάνω κάποιον μονότερμα βλ. μονότερμα, παίρνω/πιάνω τα όπλα βλ. όπλο, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, παίρνω/τρώω την (πρώτη) κρυάδα βλ. κρυάδα, πάρ' τα (να μη στα χρωστάω)! βλ. χρωστώ, πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» βλ. γάμος, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πιάνω/παίρνω το μήνυμα (κάποιου) βλ. μήνυμα, πιάνω/παίρνω φωτιά βλ. φωτιά, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, το παίρνω πατριωτικά βλ. πατριωτικός, το πήρε αλλιώς βλ. αλλιώς, το πήρε ανάποδα/από την ανάποδη βλ. ανάποδα, το πήρε άσχημα βλ. άσχημος, το πήρε βαριά βλ. βαρύς, το πήρε ελαφριά βλ. ελαφρύς, το πήρε καλά βλ. καλά, το πήρε κατάκαρδα βλ. κατάκαρδα, το πήρε προσωπικά βλ. προσωπικός, τον παίρνει/πιάνει (ο) πόνος για κάτι/κάποιον βλ. πόνος, τον πάνε/τον παίρνουν τέσσερις βλ. τέσσερις, του πήρε την ταυτότητα βλ. ταυτότητα, τραβάει/παίρνει τον ανήφορο/την ανηφόρα βλ. ανήφορος, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) βλ. ύπνος [< μεσν. παίρνω, γαλλ. prendre, αγγλ. take]

παλιο- & παλιό-

παλιο- & παλιό- & παλι-· α' συνθετικό με τη σημασία του: 1. κακός, συνήθ. σε λέξεις που χρησιμοποιούνται ως μειωτικοί, υβριστικοί χαρακτηρισμοί: παλιο-δουλειά. Παλιό-καιρος (πβ. ρημαδό-)/~χαρτο. Πβ. κωλο-.|| Παλιο-χαρακτήρας. Παλιό-λογα (πβ. βρομό-).|| Παλιο-κάθαρμα/~τόμαρο. Παλιό-μουτρο. 2. προγενέστερος, παλιός: παλιο-ελλαδίτης (συνηθέστ. παλαιο-). ΑΝΤ. νεο-.|| (οικ., γνωστός, καλός:) Παλιο-παρέα. Παλιό-φιλος.|| Παλιο-μοδίτικος (ΣΥΝ. παλαιο-).

πανηγύρι

πανηγύρι πα-νη-γύ-ρι ουσ. (ουδ.) {πανηγυριού} 1. υπαίθρια λαϊκή εκδήλωση που διοργανώνεται με την ευκαιρία θρησκευτικής εορτής, δηλ. όταν γιορτάζει κυρ. ενοριακός ναός ή Μονή, και περιλαμβάνει διασκέδαση με παραδοσιακή και λαϊκή μουσική και συνήθ. παζάρι: ετήσιο/τοπικό ~. Το ~ του Δεκαπενταύγουστου. ~ στην κεντρική πλατεία του χωριού. ΣΥΝ. πανήγυρη 2. (συνεκδ.) εμποροπανήγυρη. 3. (κατ' επέκτ.) γλέντι, ξεφάντωμα· πανηγυρισμός: αποκριάτικο ~. Στήθηκε ένα ~ χαράς.|| Ξέφρενο/τρελό ~ στα αποδυτήρια μετά τη νίκη της ομάδας. 4. (μτφ.-ειρων.) καβγάς, τσακωμός: Έχει να γίνει/θα έχουμε μεγάλο ~ (= φασαρία) όταν το μάθει! ● Υποκ.: πανηγυράκι (το) (μειωτ.) ● ΦΡ.: για τα πανηγύρια (μειωτ.-ειρων.): γελοίος, φαιδρός: κατάσταση/πολιτική ~ ~. Είμαστε ~ ~! ΣΥΝ. για γέλια, γιορτές/χαρές και πανηγύρια βλ. γιορτή, του Κουτρούλη ο γάμος/το πανηγύρι βλ. Κουτρούλης [< μεσν. πανηγύρι(ν)]

πάντα

πάντα πά-ντα επίρρ.: σε κάθε χρονική στιγμή ή περίπτωση, συνεχώς: ~ θα σε θυμάμαι. Θα είμαι ~ δίπλα σου. Είναι ~ ενημερωμένη. Έχω ~ μαζί μου χαρτομάντιλα. Είναι συναρπαστικός όπως ~. Ο πελάτης έχει ~ δίκιο. ~ υπάρχουν λύσεις. (ως ευχή:) ~ τέτοια! || Μην ξεχνάς να φοράς ζώνη ~ όταν (: κάθε φορά που) οδηγείς. ΣΥΝ. πάντοτε ΑΝΤ. μηδέποτε, ουδέποτε, ποτέ (1) ● ΦΡ.: από πάντα: ανέκαθεν, από πολύ παλιά: ~ ~ επιθυμούσα να ασχοληθώ με το τραγούδι. ~ ~ μου άρεσε το διάβασμα., για πάντα: για την υπόλοιπη ζωή κάποιου: ~ ~ ερωτευμένοι/φίλοι. Σκέφτεται να μείνει ~ ~ εδώ. Πβ. διά παντός, στο διηνεκές. ΣΥΝ. επ' άπειρον, μια (και) για πάντα: μια κι έξω, μια και καλή, οριστικά: Ας τελειώνουμε ~ ~ με το θέμα αυτό. Τον άφησε ~ ~. Πβ. άπαξ (και) δια παντός., πάντα άξιος! βλ. άξιος, παντού και πάντα βλ. παντού, τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! βλ. Γιάννης [< μεσν. πάντα]

παρόλο

παρόλο πα-ρό-λο σύνδ. & (λόγ.) παρ' όλο(ν): μολονότι· παρά το (γεγονός) ότι· αν και: ~ που θέλω, δεν μπορώ να έρθω. ~ ότι προσπάθησα, δεν τα κατάφερα. Πβ. παρότι. ● ΦΡ.: παρ' όλα/παρόλα αυτά & (λόγ.) παρά ταύτα & παραταύτα: για να δηλωθεί αντίθεση προς τα προηγούμενα: Γνώριζαν το πρόβλημα. ~ ~, δεν περίμεναν τέτοια εξέλιξη. Πβ. εντούτοις, μολαταύτα. [< γαλλ. malgré tout]

πηγαίνω & πάω

πηγαίνω & πάω πη-γαί-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πηγαίνεις κ. πας, πάει, πάμε, πάτε, πάν(ε) | πήγαινα, πήγα (να/θα πάω), προστ. πήγαινε, πηγαίνετε κ. πάτε, πηγαίν-οντας} 1. μετακινούμαι, κατευθύνομαι με τα πόδια ή με μεταφορικό μέσο συνήθ. προς συγκεκριμένο σημείο: ~ στα μαγαζιά/στην τράπεζα. ~ για ύπνο (= να κοιμηθώ)/για ψώνια (= να ψωνίσω). ~ει από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Πού/προς τα πού πας; Πάμε (για) μια βόλτα/να περπατήσουμε (λιγάκι). Από πού πάνε για το λιμάνι;|| Πήγαν (= έφυγαν για) διακοπές/εκδρομή/ταξίδι.|| ~ (= πετάγομαι) μια στιγμή μέχρι τον/στον φούρνο και επιστρέφω.|| Το λεωφορείο πάει στο κέντρο. -Πώς μπορεί να πάει κανείς μέχρι την παραλία; -Με αυτοκίνητο/καΐκι. Πβ. μεταβαίνω. Βλ. παρα-, πολυ-πάω. 2. (+ μέχρι/ως) φτάνω: Πήγα ως την πόρτα.|| (μτφ.) Η ομάδα έχει πάει μέχρι τον τελικό. 3. (+ από) περνώ, διέρχομαι: Πήγα από το σπίτι των γονιών μου. 4. (για οδηγό ή όχημα) κινούμαι: ~ει (= τρέχει) με εκατό (ενν. χιλιόμετρα) την ώρα. 5. συχνάζω κάπου, συνηθίζω να επισκέπτομαι ένα μέρος: ~ στο γυμναστήριο. ~ει (κάθε Σάββατο/με φίλους) στον κινηματογράφο. Πάμε θέατρο συχνά. 6. συνοδεύω, οδηγώ κάποιον· μεταφέρω κάτι: Πάω τα παιδιά στο πάρκο/σχολείο. Να σε πάω (= πετάξω) μέχρι το σπίτι; Με πήγε (= έβγαλε) για φαγητό.|| Πήγα τα σκουπίδια (στον κάδο)/τα χαρτιά για ανακύκλωση.|| (μτφ.) Τον πήγε (= έσυρε) στα δικαστήρια. 7. (+ για, μτφ.) προορίζομαι· βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι: Σταφύλια που πάνε για (να γίνουν) κρασί/μούστο.|| ~ει για Δήμαρχος/Πρόεδρος (πβ. προαλείφομαι). ~ει (= βαίνει, οδεύει, είναι πολύ κοντά) για παγκόσμιο ρεκόρ/τη νίκη. 8. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω: Άντε να ~ (κι εγώ σιγά σιγά). Καιρός/ώρα να ~ουμε.|| (ευχετ.) Να πας στο καλό! 9. (+ να, προφ.) προσπαθώ, επιχειρώ, δοκιμάζω: Πήγα να ανοίξω το φως και έπεσε η ασφάλεια. 10. (μτφ.-προφ.) ανατρέχω, μεταβαίνω: Πήγαινε στο τέλος της σελίδας/τρίτο κεφάλαιο. Ας πάμε (= μπούμε) στην ουσία του θέματος. 11. (μτφ.-προφ.) κοντεύω, κινδυνεύω: Πήγα (= λίγο έλειψε να, παραλίγο) να πεθάνω/τρελαθώ! 12. (μτφ.-προφ.) φοιτώ: ~ (στο) γυμνάσιο/λύκειο/πανεπιστήμιο. 13. (συνήθ. στον αόρ., μτφ.-προφ.) πεθαίνω: Πήγε από βαριά αρρώστια/γεράματα/σφαίρα.πηγαίνει & (προφ.) πάει 1. διαβιβάζεται: Η ανακοίνωση πήγε σε όλα τα κανάλια και τις εφημερίδες. 2. οδηγεί, καταλήγει, φτάνει, βγάζει: Στρίβουμε δεξιά, όπως ~ ο δρόμος. Το μονοπάτι ~ αριστερά. 3. (για χρόνο) φτάνει: Πήγε δώδεκα (η ώρα)/μεσάνυχτα. 4. εξελίσσεται: Ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά! Τι έχει πάει στραβά;|| Ο αγώνας ~ για αναβολή (= οδηγείται προς).|| Δεν θυμάμαι πώς ~ ο σκοπός/το τραγούδι. 5. λειτουργεί, δουλεύει: Το ρολόι ~ μπροστά/πίσω. 6. ξοδεύεται, δαπανάται, διατίθεται: Πού πήγαν τα λεφτά; Τα κονδύλια πήγαν σε ... 7. ταιριάζει, συνδυάζεται: Δεν του ~ αυτό το πουκάμισο/χρώμα. Τα άσπρα/γυαλιά σού πάνε πολύ.|| Το άσπρο κρασί ~ με το ψάρι. 8. πέρασε, τέλειωσε: Πάει κι αυτός ο μήνας! Πάνε χρόνια από τότε.|| Πάει η ευκαιρία (= χάθηκε)! 9. κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο ~ η εγγραφή/το κιλό/η ταρίφα; 10. (για διαιρέτη ως προς τον διαιρετέο) χωράει, αναλογεί: Πόσο/πόσες φορές πάει το 8 στο 64; ● ΣΥΜΠΛ.: Πάμε Στοίχημα βλ. στοίχημα ● ΦΡ.: αυτό πού το πας; (προφ.): για συμπληρωματικό στοιχείο που δεν είναι αμελητέο: Δεν έχω διάθεση να βγω, βρέχει κιόλας, ~ ~; , δεν μου πάει (η καρδιά) να ... (προφ.): δεν έχω το ψυχικό σθένος, δεν αισθάνομαι καλά να κάνω κάτι: ~ ~ τον στενοχωρήσω! ΣΥΝ. δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή), δεν πάει/πα να ... (προφ.): (για δήλωση αδιαφορίας) ας: ~ ~ λέει ό,τι θέλει, δεν με ενδιαφέρει.|| (υβριστ.) ~ ~ πνιγεί!, όπως πάει & κατά πώς πάει: όπως εξελίσσεται η κατάσταση: ~ ~, θα τρελαθώ! ~ ~ το πράγμα, αποκτά ενδιαφέρον., όπως πάω/πας (αρνητ. συνυποδ.): έτσι που ενεργώ/ενεργείς: Όπως πάω, θα μείνω από λεφτά. Έτσι όπως πας, θα φας το κεφάλι σου., όσο πάω/πάει και: όσο περνά ο καιρός: Όσο πάω και βελτιώνομαι. Η κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει. Η παρέα μας όσο πάει και μεγαλώνει., όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί μεγαλύτερη εμπειρία, υπεροχή σε κάτι: Τι μας λες τώρα, ~ ~!, πάει και …: για να αξιολογηθεί αρνητικά κάτι: Μα τι ~ ~ κάνει/λέει ο άνθρωπος!, πάει καλά (προφ.): εντάξει, καλώς: -Βάζουμε στοίχημα; -~ ~., πάει καλά/άσχημα (προφ.): έχει θετική ή αρνητική εξέλιξη: Τίποτα δεν (μου) ~ καλά σήμερα. Τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Αν κάτι δεν πάει καλά, ενημέρωσέ με. Αν όλα πάνε καλά, αύριο θα είμαστε σπίτια μας (βλ. αν θέλει ο Θεός)., πάει κάτω: καταπίνεται: Δεν ~ ~ τίποτα/ούτε μπουκιά (: έχω χορτάσει, δεν μπορώ να φάω άλλο). Να πάνε ~ τα φαρμάκια., πάει με όλα & πάει παντού: συνδυάζεται, ταιριάζει με τα πάντα: Κρασί που ~ ~ (ενν. τα φαγητά). Χρώμα (ενν. ενδυμάτων ή υποδημάτων) που ~ ~. , πάει να πει & πα' να πει & παναπεί (προφ.): δηλαδή, σημαίνει: Μπλογκ ~ ~ ημερολόγιο. Αν δεν νικήσουμε, δεν ~ ~ ότι καταστρεφόμαστε., πάει παντού 1. απλώνεται: Ανακατεύουμε καλά το μείγμα, για να ~ ~ ο κιμάς και το τυρί. 2. (μτφ.) μεταφέρεται εύκολα: Συσκευή που είναι τόσο μικρή και ελαφριά, ώστε ~ ~., πάμε γι' άλλα: ως προτροπή για νέα αρχή, νέα προσπάθεια: Περασμένα ξεχασμένα και ~ ~. Χάσαμε, αλλά δεν πειράζει, ~ ~., πάμε!: (προτρεπτικά) προχωράμε, συνεχίζουμε, φεύγουμε: Έλα, ~! Αρκετά ξεκουραστήκαμε, ~ τώρα! Τι δουλειά έχουμε εμείς μαζί τους; ~ να φύγουμε.|| (επιφωνηματικά) Έτοιμοι; ~ (= ξεκινάμε)!, πας να ...: το έχεις βάλει σκοπό να: ~ ~ με τρελάνεις;, πας/είσαι καλά; & δεν πάμε/δεν(/σαν να μην) είμαστε καλά! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης, δυσαρέσκειας ή ως επίπληξη κάποιου που δεν σκέφτεται ή δεν φέρεται σωστά: Παιδάκι μου, ~ ~ (= είσαι με τα/στα καλά/σωστά σου, σοβαρολογείς); Κορίτσι μου, δεν ~ ~! Άααα, δεν πάμε καθόλου καλά!, πάω με κάποιον/μαζί του (προφ.): έρχομαι σε σεξουαλική επαφή: Πήγε (= κοιμήθηκε) μαζί της., πάω τα πράγματα: ωθώ την κατάσταση (κάπου): ~ ~ μπροστά/πιο πέρα/στα άκρα., πήγαινε & (σπάν.-λαϊκό) πάγαινε: φύγε: Άντε ~ από δω., πήγαινε-έλα & πηγαινέλα & πήγαιν' έλα (προφ.) 1. & (λαϊκό) σύρε/πάνε κι έλα: συνεχής κίνηση ή μετακίνηση: Αρχίσαμε τα ~ ~ στο νησί. Πβ. σούρτα-φέρτα. 2. & πήγαινε και έλα: μετάβαση και επιστροφή: ~ ~ κάναμε πέντε ώρες. Με κούρασε το πήγαινε και το έλα με το λεωφορείο. Βλ. ανέβα-κατέβα., πήγε/έπεσε να με φάει (μτφ.-προφ.): αντέδρασε πολύ έντονα εναντίον μου: Μόλις του ζήτησα λεφτά, ~ ~.|| Δεν τόλμησα να πω κάτι και έπεσαν να με φάνε (= μου επιτέθηκαν λεκτικά)., πού θα (μου) πάει (προφ.-εμφατ.) 1. για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, θα συμβεί: ~ ~, θα τα καταφέρω. Θα βρω χρόνο, ~ ~; 2. για να ειπωθεί ότι κάποιος δεν θα ξεφύγει, δεν θα γλιτώσει: ~ ~, θα τον βρω/πετύχω/πιάσω!, πού θα πάει; (εμφατ.): για να δηλωθεί αγανάκτηση για κάτι ενοχλητικό, δυσάρεστο που πρέπει να σταματήσει: ~ ~ αυτή η κατάσταση; ~ ~ αυτό το πράγμα/το χάλι;, πού το πας; (προφ.): τι θέλεις να πεις, τι υπονοείς;, τα πάω/πηγαίνω με κάποιον (προφ.): έχω καλές ή κακές σχέσεις μαζί του: -Πώς τα πας/πάτε με τον φίλο σου; -Μια χαρά! (απειλητ.) Πρόσεξε, γιατί δεν θα τα πάμε καθόλου καλά!, τον πάω (νεαν. αργκό): μου αρέσει: ~ ~ (με χίλια)! Δεν ~ ~ καθόλου/με τίποτα/μία! Πολύ σε ~, δικέ μου!|| Το ~ το καινούργιο σου κινητό! Πβ. κάνω κέφι/γούστο κάποιον/κάτι. ΣΥΝ. γουστάρω, του πήγε να & του πήγε τρεις και μία (προφ.): αισθάνθηκε μεγάλο φόβο., (κάτι) πάει κι έρχεται βλ. έρχομαι, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, (πήγε) υπέρ πίστεως (και πατρίδος) βλ. πίστη, άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! βλ. διάβολος, από δω παν' κι (οι) άλλοι βλ. άλλος, ας πάει και το παλιάμπελο βλ. παλιάμπελο, άστα (να πάνε) (καλύτερα) & άσε καλύτερα βλ. αφήνω, βάζω/πάω στοίχημα βλ. στοίχημα, δεν (το) πάει η γλώσσα μου βλ. γλώσσα, δεν ξέρω πού (μου) πάν' τα τέσσερα βλ. τέσσερις, δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω βλ. πατώ, δεν πάει άλλο! βλ. άλλο, δεν/να πά(ει) να χεστεί! βλ. χέζω, δουλεύει/πάει ρολόι βλ. ρολόι, είναι μέσα ή μπήκε/πήγε μέσα βλ. μέσα, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι, θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια βλ. αφήνω, και πάει λέγοντας βλ. λέω, και πολύ (σου/του) είναι/πάει βλ. είμαι, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, κάνω/πάω να ... βλ. κάνω, κάτι δεν πάει καλά βλ. καλά, κάτι πηγαίνει στραβά βλ. στραβός, κομμάτια/τσιμέντο να γίνει βλ. κομμάτι, μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι βλ. αηδόνι, να πάει και να μη γυρίσει! βλ. γυρίζω, να πας/πήγαινε να τα πουλήσεις αλλού/σε άλλον βλ. πουλώ, όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν βλ. έρχομαι, πάει (για) φούντο βλ. φούντο, πάει άδικα βλ. άδικος, πάει για βρούβες βλ. βρούβα, πάει καπνός βλ. καπνός, πάει κατά δια(β)όλου βλ. διάβολος, πάει κι έρχεται βλ. έρχομαι, πάει μακριά η βαλίτσα βλ. βαλίτσα, πάει πακέτο με κάποιον/κάτι βλ. πακέτο, πάει περίπατο βλ. περίπατος, πάει πολύ βλ. πολύ, πάει στον διά(β)ολο/διάλο βλ. διάβολος, πάει στράφι βλ. στράφι, πάει/πηγαίνει άπατος βλ. άπατος, πάει/πηγαίνει τρένο βλ. τρένο, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο βλ. σύννεφο, παίρνω το μέρος & πηγαίνω/είμαι με το μέρος (κάποιου) βλ. μέρος, πάμε για (έναν) καφέ; βλ. καφές, πάνε μαζί βλ. μαζί, πάω πάσο βλ. πάσο, πάω πίσω βλ. πίσω, πάω φουλ για ... βλ. φουλ, πάω/πηγαίνω κόντρα βλ. κόντρα, πάω/πηγαίνω με τα νερά κάποιου βλ. νερό, πάω/πηγαίνω μπροστά βλ. μπροστά, πάω/πηγαίνω προς νερού μου βλ. νερό, πάω/σέρνω (κάποιον) καροτσάκι βλ. καρότσι, πάω/τρέχω(/πηγαίνω) με χίλια βλ. χίλιοι, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία, πηγαίνει καλά η μέρα (μου) βλ. μέρα, πηγαίνει το μυαλό μου (σε κάτι/κάποιον) βλ. μυαλό, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, πηγαίνω μια κόντρα βλ. κόντρα, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος βλ. μαλλί, πήγε σπίτι του βλ. σπίτι, πήγε ταμείο βλ. ταμείο, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, πήγε/πέθανε/ψόφησε σαν το σκυλί στ' αμπέλι βλ. σκυλί, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, πόσο πάει το μαλλί; βλ. μαλλί, πού πήγε και το(ν)/τη βρήκε; βλ. βρίσκω, πώς είναι/πάνε τα πράγματα; βλ. πράγμα, πώς πάει; βλ. πώς, σόι πάει το βασίλειο βλ. βασίλειο, τα λεφτά πάνε στα λεφτά βλ. λεφτά, τα πάω/περνάω ζάχαρη με κάποιον βλ. ζάχαρη, τι θα πει βλ. λέω, το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει βλ. φέρνω, τον πάνε/τον παίρνουν τέσσερις βλ. τέσσερις, τραβά(ει)/πάει σε μάκρος/μακριά βλ. μάκρος, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, τσουλάει/προχωράει/κυλάει/πάει καλά βλ. τσουλώ, φιρί φιρί (το) πάει βλ. φιρί φιρί [< μεσν. πηγαίνω < μτγν. ὑπάγω]

πλην

πλην πρόθ. 1. ΜΑΘ. μείον. ΑΝΤ. συν (2) 2. εκτός, με εξαίρεση: (+ αιτ.) Πλήρωσα είκοσι ευρώ ~ (= χωρίς) τα έξοδα αποστολής/ΦΠΑ.|| (+ γεν., λόγ.) Τα δρομολόγια πραγματοποιούνται καθημερινά ~ Κυριακών και εορτών. Σε όλες τις χώρες, ~ της ... Δεν έχω να προσθέσω κάτι, ~ του ότι ... ~ αυτού/τούτου, ισχύει, επίσης, ότι ... ΑΝΤ. συν (1) ● Ουσ.: τα πλην: μειονεκτήματα: τα συν (= τα θετικά, τα πλεονεκτήματα, τα υπέρ) και ~ ~ (= τα αρνητικά, τα κατά) μιας μεθόδου/πρότασης/συσκευής.|| Το ~ του σχεδίου είναι ότι ... [< γαλλ. moins] ● ΣΥΜΠΛ.: συν-πλην βλ. συν ● ΦΡ.: πλην άλλων & πλην των άλλων (λόγ.): εκτός των άλλων: Αποφασίστηκε ~ ~ ότι ..., πλην ενός (λόγ.) & εκτός ενός: εκτός από ένα(ν): Ήρθαν όλοι ~ ~., πλην όμως (λόγ.): ωστόσο, αλλά όμως: Συγκρότημα που έχει περιορισμένο, ~ ~, φανατικό ακροατήριο. Φτωχός ~ (~) τίμιος νεαρός.|| Δεσμεύτηκαν ότι θα εφαρμοστεί το νέο μέτρο, ~ ~, δεν έγινε γνωστό πότε., εμμέσως πλην σαφώς βλ. έμμεσος [< 1: αρχ. πλήν 2: αγγλ. minus]

ποτέ

ποτέ πο-τέ επίρρ. & (σπάν.-λαϊκό) ποτές 1. (αρνητ.) ούτε μια φορά: Δεν αργεί ~ στα ραντεβού του. ~ δεν είναι αργά/δεν θα τους ξαναδώ. Μη μ' εγκαταλείψεις ~!|| ~ πια πόλεμος!|| ~ άλλοτε η ανάγκη για ... δεν ήταν πιο επιτακτική.|| Δεν διαβάζει σχεδόν ~ μυθιστορήματα.|| Μακάρι να μην τον γνώριζα/είχα γνωρίσει ~!|| (+ προσ. αντων.) ~ μου δεν τον συμπάθησα. ~ της δεν κατάλαβε πόσο την αγαπούσε.|| (μέχρι τώρα:) ~ στη ζωή μου/στο παρελθόν/ως τώρα δεν είχα ... (με επίθ. υπερθετικού βαθμού) Η ωραιότερη εικόνα που είδα ~.|| (σε καμία περίπτωση:) Να μην επαναληφθεί ~ ξανά (στο μέλλον)! Θα του ξαναμιλήσεις; -~ (= όχι, φυσικά)!|| (εμφατ.) ~ μα ~ δεν του χάλασε χατίρι. Πβ. μηδέποτε, ουδέποτε. ΑΝΤ. ανέκαθεν, πάντα 2. κάποτε, κάποια φορά: Αναρωτήθηκες/σκέφτηκες ~ (σου) αν .../τι ...; Θα τελειώσουν άραγε ~ τα προβλήματα; Αν ~ (σου) με χρειαστείς, τηλεφώνησέ μου! ● ΦΡ.: από/παρά ποτέ (προηγείται επίθ. ή επίρρ. συγκρ. βαθμού): από κάθε, οποιαδήποτε άλλη φορά: Περισσότερο ~ ~ κρίνεται αναγκαία η ... Είναι πιο ελκυστική/ώριμη ~ ~., όσο ποτέ (άλλοτε): όσο καμιά φορά μέχρι τώρα: εντυπωσιακή/λαμπερή ~ ~. Οι προοπτικές είναι ευοίωνες/η συνεργασία κρίνεται αναγκαία ~ ~ (= περισσότερο από κάθε άλλη φορά)., ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ (προφ.): μην προεξοφλείς ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει· όλα είναι πιθανόν να συμβούν., ποτέ σου! (προφ.): ως απάντηση σε άρνηση, για να δηλωθεί αδιαφορία ή απαξίωση: Δεν πρόκειται να έρθω. -~ ~ (= (να) μη σώσεις)!, ποτέ των ποτών (προφ.-εμφατ.): σε καμία απολύτως περίπτωση: Τι λες που θα ξανακάνω το ίδιο λάθος, ~ ~!, δε(ν) θα ξεχάσω ποτέ βλ. ξεχνώ, ή τώρα ή ποτέ βλ. τώρα, κάλλιο αργά παρά ποτέ βλ. κάλλιο, πάλαι ποτέ βλ. πάλαι, ποτέ δεν ξέρεις ... βλ. ξέρω, του Αγίου Ποτέ βλ. άγιος [< αρχ. ποτέ]

πράγμα

πράγμα [πρᾶγμα] πράγ-μα ουσ. (ουδ.) {πράγμ-ατος | -ατα, -άτων} & (λαϊκό) πράμα 1. οτιδήποτε άψυχο έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις· γενικότ. οτιδήποτε υπάρχει (συγκεκριμένο ή αφηρημένο) και δεν θέλει ή δεν μπορεί κάποιος να το προσδιορίσει με ακρίβεια: Πρόσωπο, ζώο ή ~. Ελαττωματικό/καινούργιο/μεταχειρισμένο ~. (οικ.) Πρώτο/φρέσκο πράμα (= εμπόρευμα, προϊόν).|| (μειωτ.) Μην το πιείτε αυτό το ~.|| Ένα ~ δεν μπορώ να καταλάβω ... Δύσκολο ~ (το) να κρατάς τις ισορροπίες. Οι δύο έννοιες δεν σημαίνουν το ίδιο ~. Η υπεροψία είναι κακό ~. Το μόνο ~ που του ζήτησα είναι να ... Το πρώτο ~ που προσέχω σε έναν άνθρωπο είναι ... Τέτοιο ~ δεν έχω ξαναδεί. Δεν υπάρχει χειρότερο ~ από το ... Αγόρασα διάφορα ~ατα (βλ. ψώνια). Τα βασικά/στοιχειώδη ~ατα της ζωής (= αγαθά). Κάποια ~ατα δεν λέγονται. Δεν κατάλαβα/συγκράτησα και πολλά ~ατα απ' όσα είπε.|| (προφ.) Το πράμα της/του (= τα γεννητικά όργανα· πβ. απαυτά, τέτοιο). Έκρυψαν το ~ (= παράνομο εμπόρευμα, συνήθ. ναρκωτικά). Βλ. χαζόπραμα. 2. γεγονός, περιστατικό ή θέμα, ζήτημα που απασχολεί κάποιον: σημαντικό/σοβαρό ~. Η έκβαση των ~άτων. Για ποιο ~ μιλάμε; Το πρώτο/τελευταίο ~ που μου ήρθε στο μυαλό/σκέφτηκα ήταν ... Το ~ (πβ. υπόθεση) είναι πολύπλοκο/σύνθετο. Το ~ για το οποίο διαφωνούν περισσότερο είναι ... Όπως και να το πάρεις το ~, θα έπρεπε να ... Το ~ σήκωνε συζήτηση. Το ~ έχει ως εξής. Αν υπάρξει αμοιβαίο ενδιαφέρον, το ~ προχωράει κανονικά. Θα φανεί το ~. Το ~ θέλει προσοχή/σκέψη/υπομονή/ψάξιμο. Δεν βλέπεις την ουσία του ~ατος. Για την ιστορία του ~ατος, ας σημειωθεί ότι ... Μυστήρια/παράξενα/περίεργα/φοβερά ~ατα. Βλέπω/κρίνω τα ~ατα συνολικά. Είναι κρίμα, αλλά αυτά τα ~ατα συμβαίνουν. 3. {συνηθέστ. στον πληθ.} δουλειά, ασχολία, ενέργεια: Το πρώτο ~ που κάνω είναι να ... Κάνει πολλά και ενδιαφέροντα ~ατα.|| (προφ.) Είναι σοβαρά ~ατα αυτά; (= πβ. φέρσιμο, συμπεριφορά). Δεν είναι για μεγάλα ~ατα (= για σπουδαίες πράξεις, κατορθώματα). Έχει χίλια ~ατα στο μυαλό του (= πολλές έγνοιες). 4. ΝΟΜ. καθετί που έχει ο άνθρωπος στην κατοχή του· περιουσιακό στοιχείο, κτήμα: ακίνητο/κινητό ~. Κατάσχεση/μίσθωση/νομέας/χρήση του ~ατος. Φυσική εξουσία του προσώπου επί του ~ατος.πράγματα & πράματα (τα) 1. η πραγματική (πολιτική, κοινωνική ή ατομική) κατάσταση, τα δεδομένα, οι συνθήκες: εκπαιδευτικά/καλλιτεχνικά/οικονομικά/πολιτιστικά ~. Δύσκολα τα ~. Όπως βλέπω/δείχνουν τα ~, δεν μας συμφέρει να ... Τα ~ πάνε από το κακό στο χειρότερο/άσχημα/καλά/στραβά. Αγρίεψαν/άλλαξαν/βελτιώθηκαν/σοβάρεψαν/χειροτέρευσαν τα ~. Για κοίτα κάτι ~. Είδε τα ~ με άλλο μάτι. Θα φτιάξουν τα ~. Τα ~ πήραν ενδιαφέρουσα τροπή. Τα ~ ήρθαν βολικά/καλύτερα απ' ό,τι φανταζόμουν. Αντιμετωπίζω/δέχομαι/παίρνω τα ~ όπως έρχονται. Κάντε τα ~ όσο πιο απλά γίνεται. Έχει θαρραλέα στάση απέναντι στα ~. Συμμετέχει ενεργά στα ~. Τόλμησε μια βαθιά τομή στα ~. Άσε τα ~ να εξελιχθούν/κυλήσουν από μόνα τους. Ο ανασχηματισμός έγινε υπό την πίεση των ~άτων. 2. (+ γεν. προσώπου) προσωπικά αντικείμενα (ρούχα, παπούτσια, βιβλία, αποσκευές): Μάζεψε/πήρε/τακτοποίησε τα ~ά της/του. Άφησαν/έχασαν/ξέχασαν τα ~ά τους στο αεροδρόμιο. Βλ. μικρο~, ψιλο~. ● Υποκ.: πραγματάκι & πραματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσια πράγματα: οι υποθέσεις, τα ζητήματα που αφορούν όλους τους πολίτες: Ασχολούμαι με τα ~ ~. Συμμετοχή των νέων στα ~ ~. Πβ. κοινά. Βλ. πολιτικά. [< γαλλ. la chose publique] , πράγμα καθ' εαυτό: ΦΙΛΟΣ. (στην καντιανή φιλοσοφία) η πραγματικότητα που υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα. [< γερμ. das Ding an sich] , εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή βλ. επιτροπή, νέα τάξη (πραγμάτων) βλ. τάξη ● ΦΡ.: άλλο πρά(γ)μα! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι μοναδικό ή αξιοσημείωτο: Μια παράσταση ~ ~! ~ ~ ο καθαρός αέρας! Μου έφτιαξε ένα φαΐ, ~ ~!, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι διαφορετικό από κάτι άλλο: ~ ο ενθουσιασμός ~ η αγάπη., ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: ας ακολουθήσουμε τη χρονική ή λογική αλληλουχία: ~ ~: πρώτο ..., δεύτερο ..., τρίτο ..., βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι: αντιμετωπίζω ρεαλιστικά την πραγματικότητα., δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα & λίγο/μικρό πράγμα το έχεις & λίγο/μικρό πράγμα είναι να ... (εμφατ.): για να τονιστεί η σημασία ορισμένης κατάστασης: Τουλάχιστον είναι υγιής, δεν είναι και λίγο ~. Έχει δική του δουλειά, λίγο (πράγμα) το έχεις αυτό; Δεν είναι (και) λίγο/μικρό πράγμα (= είναι σημαντικό, σπουδαίο) να είσαι πρωταθλητής. Λίγο/μικρό πράγμα είναι να έχεις φίλους στις δύσκολες στιγμές;, δεν λέει/λένε (και) πολλά πράγματα (προφ.) 1. δεν είναι σημαντικός, δεν αξίζει: Το έργο του δεν λέει ~. 2. (+ για) δεν παρέχει ασφαλή, πλήρη στοιχεία: Οι επιμέρους δείκτες δεν λένε ~ για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης., είμαι/έρχομαι στα πράγματα: ανεβαίνω στην εξουσία, έχω ηγετική θέση: Ποιο κόμμα είναι στα ~; Όταν ήρθε στα ~, αντιμετώπισε πολλά προβλήματα., (ως) εκ των πραγμάτων (λόγ.): (όπως προκύπτει) από τα γεγονότα, από την πραγματικότητα: Ο υπουργός υποχρεώθηκε ~ ~ να προχωρήσει σε δηλώσεις. Τίθεται ~ ~ ζήτημα αναδιάταξης της οικονομίας., εν τοις πράγμασι (αρχαιοπρ.): στην πράξη., έξω από τα πράγματα: χωρίς ενημέρωση και εκτός δράσης: Βρίσκομαι/είμαι/μένω ~ ~., έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του: τον απασχολούν άλλες σκέψεις, έγνοιες: Πήγα να του μιλήσω, αλλά ~ ~., κορίτσι/παιδί πράμα (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί η παιδική ηλικία ή αθωότητα, που δεν συνάδει με ορισμένη πράξη ή συμπεριφορά: Ξημεροβραδιάζεται ~ ~ σε ύποπτα μαγαζιά., μέσα στα πράγματα & στα πράγματα 1. για πρόσωπο ενεργό σε έναν τομέα, ενημερωμένο ή/και σε θέση-κλειδί: Βρίσκεται/είναι ~ ~ (: στην πρώτη γραμμή). 2. για κάποιον που είναι στη μόδα. Πβ. ιν, τρέντι., πολύ πρά(γ)μα (προφ.): για να δηλωθεί πληθώρα, αφθονία: Αν ψάξεις, θα βρεις ~ ~., πού τέτοιο πρά(γ)μα! (προφ.): για κάτι που δεν έχει συμβεί ή δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Θα πας διακοπές; Μπα, ~ ~. Πβ. πού τέτοια τύχη!, πρά(γ)μα που σαλεύει (μτφ.-προφ.): λέγεται για φρέσκο ψάρι και καταχρ. για πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα., πράγμα που/το οποίο ... (εισάγει αναφορική πρόταση): γεγονός, ζήτημα που: Η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί, ~ ~ σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει καμία αλλαγή., πώς είναι/πάνε τα πράγματα; (προφ.): ποια είναι η κατάσταση, η εξέλιξη των πραγμάτων;: -~ ~ στη δουλειά/στο εξωτερικό/στο σπίτι; -Καλά/μια χαρά/όπως τα ξέρεις., σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! (προφ.-συνήθ. ειρων.): για κάτι που δεν είναι τόσο σημαντικό ή δύσκολο όσο το παρουσιάζουν: Σε χαιρέτησε ο πρόεδρος; ~ ~! ~ ~, και τι έγινε; ΣΥΝ. σιγά/σπουδαία τα λάχανα!, τι πρά(γ)μα (εμφατ., σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις): τι: ~ ~ είναι αυτό; Για ~ ~ πρόκειται ακριβώς; Δεν καταλαβαίνω για ~ ~ μιλάς. Σε ~ ~ αναφέρεσαι; Τι πράμα είσαι συ (= τι είδους άνθρωπος);|| (ως έκφρ. έκπληξης) -Θα μετακομίσω στο εξωτερικό. -~ ~ (: τι έκανε λέει);, τι πρά(γ)μα είναι αυτό & τι πρά(γ)μα κι αυτό (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: ~ ~ με τον καιρό! Όλο βρέχει! Μα ~ ~ να μην μπορεί να συγκρατηθεί!, τι πρά(γ)ματα είναι αυτά (προφ.): ως έκφραση έντονης αποδοκιμασίας για συγκεκριμένη ενέργεια ή συμπεριφορά: ~ ~; Ντροπή! Μα είσαι σοβαρός; ~ ~ που λες;, (πράγματα) εκτός συναλλαγής βλ. συναλλαγή, άκου πράγματα! βλ. ακούω, βάζω τα πράγματα στη θέση τους βλ. θέση, ζορίζουν/στενεύουν τα πράγματα βλ. ζορίζω, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) βλ. καιρός, κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του βλ. ώρα, καιρός παντί πράγματι βλ. καιρός, καλώς εχόντων των πραγμάτων βλ. καλώς, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, νοικοκυρεμένα πρά(γ)ματα βλ. νοικοκυρεύω, ντροπής πρά(γ)ματα! βλ. ντροπή, ξηγημένα πρά(γ)ματα βλ. ξηγημένος, όνομα και πρά(γ)μα βλ. όνομα, όπως και/κι αν έχει το πράγμα ... βλ. αν, ούτως εχόντων των πραγμάτων βλ. ούτω(ς), πάω τα πράγματα βλ. πηγαίνω & πάω, πράματα και θάματα/θαύματα βλ. θάμα, πρόσωπα και πράγματα βλ. πρόσωπο, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); βλ. βλέπω, σκούρα/ζόρικα τα πράγματα βλ. σκούρος, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, τζάμπα πράμα βλ. τζάμπα, τίμια/δίκαια πράγματα! βλ. τίμιος, το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας βλ. υπόθεση, το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος βλ. γελοίος, το καλό πρά(γ)μα αργεί να γίνει βλ. αργώ, το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα βλ. αλλάζω, το πράγμα μιλάει (από) μόνο του βλ. μιλώ [< αρχ. πρᾶγμα, μεσν. πράμα, γαλλ. chose(s), γερμ. Ding]

σίδερο

σίδερο σί-δε-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έρου} 1. ο σίδηρος και συνεκδ. οτιδήποτε έχει κατασκευαστεί από αυτόν: γαλβανισμένο/σκουριασμένο ~. Έπιπλα από μασίφ σφυρήλατο ~.|| Έβαψε με μίνιο τα ~α (= κάγκελα). ~α οικοδομών. Πβ. σιδερικό. 2. μικρή οικιακή ηλεκτρική συσκευή με λαβή και επίπεδη θερμαινόμενη βάση από ατσάλι ή άλλο μέταλλο, η οποία χρησιμοποιείται για να γίνει η επιφάνεια ρούχου ή υφάσματος λεία, χωρίς ζάρες· σιδέρωμα: ηλεκτρικό ~. ~ ταξιδιού. Έχω αφήσει το ~ αναμμένο. Δεν προλαβαίνω να βάλω ~ (= να σιδερώσω).|| Ρούχα για ~. Το πουκάμισό του θέλει ~ (= πάτημα). 3. (ειδικότ.) συσκευή με την οποία κυρ. οι γυναίκες ισιώνουν τα μαλλιά τους ή τα κάνουν μπούκλες: ~ ισιώματος. Βλ. ψαλίδι. 4. (μτφ.) για κάτι πάρα πολύ βαρύ ή γερό, δυνατό, ανθεκτικό ή σκληρό: Ένιωθε το κεφάλι του σαν ~.|| Έχουν στομάχι ~. Μπράτσα/ομάδα από ~.|| Καρδιά από/σαν ~.σίδερα (τα) (αργκό): φυλακή: δέκα χρόνια στα ~. Βρέθηκαν στα/παραμένουν πίσω από τα ~. Πβ. στενή. ● Υποκ.: σιδεράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: σίδερο ατμού βλ. ατμός ● ΦΡ.: είναι για τα σίδερα (προφ.): είναι τρελός, παλαβός., λυγίζω σίδερα (μτφ.): είμαι πάρα πολύ δυνατός: Ήρωες που ~ουν ~.|| (κατ' επέκτ.) Πίστη που ~ει ~., μασάω/τρώω σίδερα (μτφ.-προφ.): έχω πολύ μεγάλη σωματική (ή ψυχική) δύναμη, είμαι ακαταπόνητος, ακατάβλητος: Έχω πολλή όρεξη για δουλειά· σήμερα ~ ~. Ομάδα/παίκτης που ~ει ~ στην άμυνα., τρώω τα σίδερα (μτφ.-προφ.): κάνω τα πάντα, καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, για να πετύχω κάτι: Είναι αποφασισμένος να φάει τα ~, μέχρι να δικαιωθεί. Πβ. έχει φάει/έφαγε τα λυσσακά του., θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι βλ. μύγα, στη βράση κολλάει το σίδερο βλ. βράση, της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες βλ. φυλακή [< 1: μεσν. σίδερον 2,3: αγγλ. iron]

στιγμή

στιγμή στιγ-μή ουσ. (θηλ.) 1. πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα: μείνε/περίμενε μια ~. Βρες μια ~ να τα πούμε. Έλα μια ~ που θέλω να σου μιλήσω. Δεν έχω/μου μένει ούτε μια ~ ελεύθερη (= δεν ευκαιρώ). Μια ~ έλειψα και την κοπάνησε. Έλα αυτή τη ~ (= αμέσως)! Τον ερωτεύτηκα από την πρώτη ~. Για λίγες ~ές, δεν ήξερε πού βρισκόταν. Πβ. λεπτό. 2. συγκεκριμένη περίσταση, ώρα: αξέχαστη/άτυχη/σημαντική ~. Δραματικές/δύσκολες/ερωτικές/ιδιαίτερες/μοναχικές/ξεχωριστές/προσωπικές/συγκινητικές ~ές. ~ές αγωνίας/απελπισίας/απόλαυσης/έντασης/ευτυχίας/χαλάρωσης. Η παρούσα ~. Αυτή τη ~ απουσιάζω, αφήστε το μήνυμά σας στον τηλεφωνητή. Τους πέτυχα τη ~ του καβγά. Εκείνη ακριβώς τη ~ έπεσε ένας κεραυνός. Κάποια ~ θα δεις την αλήθεια. Από κάποια ~ και μετά, άρχισα να βαριέμαι. Έως/ως τη ~ της συνάντησής τους. Όλα πήγαιναν τέλεια, μέχρι τη ~ που εμφανίστηκε. Η καλύτερη ~ ενός αθλητή/σταρ (: το ζενίθ της απόδοσης ή επιτυχίας του). ~ές από τα περασμένα/μιας ζωής. Ήρθε η μεγάλη ~. Με πέτυχες σε καλή/κακή ~. Σαν άνθρωπος έχει τις καλές και τις κακές του ~ές. Περιμένω την κατάλληλη ~ για να ... (πβ. ευκαιρία). Για κάθε τι υπάρχει η σωστή ~. Έφτασε/ήρθε η ~ να ... Ζει την κάθε ~. Μπορείτε να με βρείτε οποιαδήποτε ~. Από κείνη τη ~ έπαψα να τον εμπιστεύομαι. Οι συγκλονιστικότερες ~ές των Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήσαμε/περάσαμε όμορφες ~ές. 3. ΓΡΑΜΜ. τελεία: άνω/διπλή/άνω και κάτω ~. 4. ΤΥΠΟΓΡ. μονάδα μέτρησης του μεγέθους των τυπογραφικών στοιχείων: γράμματα/γραμματοσειρά/διάστιχο/κείμενο δέκα ~ών. 5. ΜΟΥΣ. σημείο που, ανάλογα με τη θέση του, υποδεικνύει τον τρόπο ή την αξία νότας. ● Υποκ.: στιγμούλα (η): Κάτσε εδώ μια ~, δεν θ' αργήσω. ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορική στιγμή βλ. ιστορικός ● ΦΡ.: (για) μια στιγμή! (προφ.): παρέμβαση για δήλωση έντονης αντίρρησης, διαμαρτυρίας: ~ ~! ποιος σας είπε ότι εγώ θέλω να πάω;, ανά πάσα στιγμή & ανά πάσα ώρα και στιγμή: οποτεδήποτε: ~ ~ μπορείτε να ... Διατηρούμε το δικαίωμα να τροποποιήσουμε το περιεχόμενο της συμφωνίας ~ ~., από στιγμή σε στιγμή (προφ.): πολύ σύντομα, όπου να 'ναι: Έρχεται ~ ~. ~ ~ μπορεί να φανεί. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (1), οσονούπω, από τη στιγμή που & (λόγ.) αφ' ης στιγμής [ἀφ' ἧς στιγμῆς] 1. (ως χρον. σύνδ.) από τότε που, αφότου: Την αγάπησε ~ ~ την είδε. ~ ~ μπήκε έως τη στιγμή που έφυγε δεν έβγαλε μιλιά. 2. (ως αιτιολογικός σύνδ.) αφού, εφόσον: ~ ~ πήρες αυτή την απόφαση, θα υποστείς τις συνέπειες. ΣΥΝ. τη στιγμή που (2) [< γαλλ. (à partir) du moment que] , για μια στιγμή/προς στιγμή(ν): για λίγο, στιγμιαία: Για μια ~ πέρασε απ' το μυαλό μου να φύγω, αλλά το μετάνιωσα. Δεν σε ξέχασα ούτε για μια ~. Προς ~ ανησύχησα. Προς στιγμήν (= επί του παρόντος, προς το παρόν, για την ώρα) δεν τίθεται θέμα ... [< γαλλ. sur le moment] , δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας: (για κάτι που μετατίθεται στο μέλλον) δεν είναι η κατάλληλη περίσταση: Πολλά μπορούμε να πούμε, αλλά ~ του παρόντος. ~ ~ να αναφερθούμε σε λεπτομέρειες., είναι στιγμές που: για κάτι που συμβαίνει περιοδικά και διαρκεί λίγο: ~ ~ ο άνθρωπος νιώθει πολύ μικρός. ~ ~ δεν ξέρω τι να κάνω. Πβ. πότε πότε., κάθε ώρα και στιγμή: συνεχώς, διαρκώς: Θέλει να με ελέγχει ~ ~. ΣΥΝ. όλη την ώρα, μέσα σε μια στιγμή: πολύ γρήγορα: Όλα έγιναν/συνέβησαν ~ ~., μέχρι στιγμής & (λόγ.) μέχρις ώρας: έως τώρα: ~ ~ δεν έχουμε νεότερα. Αυτό είναι το καλύτερο έργο σου ~ ~., μια στιγμή! (προφ.): (για ξαφνική σκέψη, απόφαση) στάσου, περίμενε: ~ ~! Θα έρθω κι εγώ./Θέλω κάτι να σου πω. Πβ. ένα λεπτό., οι τελευταίες στιγμές: το χρονικό διάστημα λίγο πριν από το τέλος (θάνατο, καταστροφή, χωρισμό, αποχωρισμό): Ήμουν κοντά του τις ~ ~ του., ούτε (για μια) στιγμή & στιγμή (προφ.): καθόλου: Δεν τον υποψιάστηκα ~ ~. Μη διστάσεις ~ ~! Δεν την αφήνει ~ ~ από τα μάτια του., σε δεδομένη στιγμή: σε ορισμένη περίσταση: Όλοι έχουμε κάνει κάποιο λάθος ~ ~., σε μια/κάποια στιγμή: ξαφνικά: Σε μια ~ έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στη θάλασσα. Σε κάποια ~ τον είδα να μου κάνει νόημα., στη στιγμή: αμέσως: Το κέικ ήταν έτοιμο ~ ~. Οι λεκέδες εξαφανίζονται ~ ~. Πβ. στο άψε σβήσε, στο τσάκα-τσάκα. [< γαλλ. à l' instant] , τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ...: για απότομη αλλαγή: Είναι τελείως αλλοπρόσαλλος: ~ είναι ευδιάθετος και ~ δεν του παίρνεις κουβέντα!, τη στιγμή που 1. (ως χρον. συνδ.) την ίδια ώρα που, ενώ, ενόσω: Με φώναξε ~ ~ έφευγα. 2. (ως αιτιολογικός συνδ., συνήθ. σε ερωτηματική ή αρνητική εκφορά) αφού, εφόσον: Πώς να τον βοηθήσω ~ ~ δεν μου μιλάει; ΣΥΝ. από τη στιγμή που (2), την ίδια στιγμή/ώρα 1. ταυτόχρονα, παράλληλα: Οι εκδηλώσεις προγραμματίστηκαν ~ ~. Η χλωροφύλλη έχει αποτοξινωτικές ιδιότητες και ~ ~ ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα.|| ~ ~, γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ... 2. (+ που) ενώ, παρόλο που: ~ ~ που τα δημοτικά τέλη καθαριότητας αυξάνονται, ο δήμος δεν παρέχει στους δημότες τις ανάλογες υπηρεσίες., την τελευταία στιγμή: το σημείο όπου δεν υπάρχει άλλο περιθώριο: Συμφωνία ~ ~. ~ ~ ναυάγησε το σχέδιο. Άγιο είχε, σώθηκε ~ ~! Με πρόλαβε ~ ~. Επέμενε μέχρι ~ ~ (ΣΥΝ. μέχρι τέλους). Δούλευε μέχρι (την) ~ ~ (: ως τον θάνατό του). ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο νήμα, στο παρακάτι, στο τσακ/στο τσαφ [< γαλλ. au dernier moment] , της στιγμής: για κάτι που δεν διαρκεί πολύ ή γίνεται χωρίς μεγάλη προετοιμασία: λάθος/λόγια/ξέσπασμα/σχέδια ~ ~. Ήταν μια τρέλα ~ ~., της τελευταίας στιγμής: για να δηλωθεί ότι κάποιος δρα απρογραμμάτιστα ή ότι κάτι γίνεται οριακά, λίγο πριν από τη λήξη της προθεσμίας: αγορές/άνθρωπος/απόφαση/δώρα/κράτηση/λύση/συμφωνία ~ ~. Βλ. άρπα-κόλλα., ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, σε στιγμή/σε στιγμές αδυναμίας βλ. αδυναμία [< αρχ. στιγμή ‘σημάδι, τελεία, χρονική στιγμή’, γαλλ. moment 3: μτγν. 4: αγγλ. point 5: γαλλ. ~]

σωστός

σωστός, ή, ό σω-στός επίθ. 1. που είναι όπως πρέπει, αλάνθαστος ή σύμφωνος με ορισμένες αρχές, κανόνες, πρότυπα: ~ός: λογαριασμός/προγραμματισμός/προσανατολισμός/σχεδιασμός/υπολογισμός/χειρισμός. ~ή: αντιμετώπιση/αξιοποίηση (της τεχνολογίας)/απάντηση (σε άσκηση)/γραφή (λέξης)/διατροφή/διδασκαλία/δόση (φαρμάκου)/δουλειά/ενέργεια/επιλογή/λειτουργία/λύση/οδήγηση/παρατήρηση/πράξη/προφορά/σκέψη/χρήση (γλώσσας)/ρύθμιση/τοποθέτηση/φωνή (βλ. φάλτσος)/ώρα (: ακριβής). ~ό: βούρτσισμα δοντιών/συμπέρασμα. ~ό ή λάθος; Βάλτε τα κομμάτια στη ~ή σειρά. Τα ρέστα δεν είναι ~ά. Γράφει ~ά Ελληνικά. Θέτω το θέμα σε ~ή βάση. Έκανες τη ~ή κίνηση. Ακολούθησε τον ~ό δρόμο.|| (κατάλληλος:) ~ός: φωτισμός. ~ χρόνος αγοραπωλησίας ενός ακινήτου. ΣΥΝ. αρμόζων, ενδεδειγμένος.|| (προφ., ως έκφρ. επιβεβαίωσης των λεγομένων κάποιου:) ~! ΣΥΝ. ορθός (1) ΑΝΤ. εσφαλμένος, λανθασμένος 2. ακέραιος, σύμφωνος με την ηθική, το δίκαιο, τη λογική ή τις κοινωνικές αντιλήψεις: ~ός: δάσκαλος/οικογενειάρχης. ~ή: αγωγή/ανατροφή/καθοδήγηση/στάση/συμπεριφορά. ~ές: απόψεις/συμβουλές. Είναι ~ απέναντί μου. Χάρη στην οικογένειά μου έγινα ~ άνθρωπος. Δεν είναι ~ό/δεν το βρίσκω/θεωρώ ~ό να ...|| (ως ουσ.) Το ~ό είναι να ... 3. αληθινός, πραγματικός: ~ός: αγωνιστής/φίλος (πβ. γνήσιος). Το όνειρο βγήκε ~ό. Μεγάλωσε κι έγινε ~ή γυναίκα!|| (επιτατ.) ~ή: ανοησία/χαζομάρα. ● επίρρ.: σωστά: Συμπλήρωσες ~ την αίτηση; Προσέχει την υγεία του και τρέφεται ~. (ως έκφρ. επιδοκιμασίας:) Πολύ ~ μιλάς! ● ΣΥΜΠΛ.: ερωτήσεις σωστού-λάθους/διαζευκτικής απάντησης βλ. ερώτηση ● ΦΡ.: σωστό κι αυτό & κι αυτό σωστό (προφ.): επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει τυπική συγκατάβαση. Πβ. εντάξει, καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε., αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται βλ. λέω, είσαι με τα/στα καλά/σωστά σου; βλ. καλό, καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε βλ. λέω [< μεσν. σωστός < μτγν. ~ ‘σώος, αβλαβής’, γαλλ. correct]

τίποτα

τίποτα τί-πο-τα αόρ. αντων. {άκλ.} & τίποτε & (λαϊκό) τίποτες, τίποτις 1. (σε αποφατικές συνήθ. προτάσεις) κανένα πράγμα (υλικό ή άυλο): ~ δεν έχει κριθεί ακόμη. Δεν έμαθες ~ από τα παθήματά σου. Μην πετάξεις ~! Δεν ζητώ ~ από σένα. Δεν κοστίζει ~. Παρέλυσε, δεν ένιωθε ~. Δεν ακούω ~ (: κυριολ. και μτφ., δεν δέχομαι δικαιολογίες). Όλη μέρα κάθεται και δεν κάνει ~ άλλο από το να χαζεύει. Δεν είδα ~. Δεν κατάφερε (απολύτως) ~. Σε ~ δεν του έμοιασε. Πρόσεξε μην καταλάβει ~ (= το παραμικρό). Δεν έχουμε ~ κοινό μεταξύ μας. Δεν του λείπει ~ (: τα έχει όλα). Δεν έχει ~, έμεινε στον άσο. ~ δεν είναι αλήθεια/σίγουρο/τυχαίο. ~ δεν έχει αλλάξει/δεν έχει νόημα πια. Αυτή η εμπειρία δεν συγκρίνεται με ~. ~ δεν πρόκειται να συμβεί, στο υπογράφω.|| Δεν ξέρει ~ από μουσική. Πβ. καθόλου.|| -Τι είπες; -~! Είναι καλά, ~ λιγότερο, ~ περισσότερο. 2. (συχνά σε ερωτημ. και αποφατικές προτάσεις) κάτι: Έχεις/συνέβη ~; Πρόσεξε μην πάθεις ~. Ξέχασες ~; Με θέλετε τίποτ' άλλο; Βλέπεις ~ περίεργο; Παίζει ~ καλό στην τηλεόραση; Δεν πάμε να τσιμπήσουμε ~; Έχει ~ να φάμε; Ξέρεις ~ για το θέμα; Πες ~ καινούργιο. Έλα, αν δεν έχεις ~ καλύτερο να κάνεις. Δεν έχασες και ~ που δεν ήρθες. Δεν υπάρχει ~ πιο διασκεδαστικό από ... Δεν γνωρίζω ~ σχετικό. Δεν περίμενα ~ καλύτερο απ' αυτόν. Δεν μένει πια ~ να κάνει. Δεν έχεις να ζηλέψεις ~ απ' τους άλλους. Οι τίτλοι και τα βραβεία δεν σημαίνουν (και) ~. Δεν είναι ~ σοβαρό, μην ανησυχείς. 3. (ως επίθ., + πληθ., προφ.) σε αόριστη αναφορά, κάποιοι, καθόλου: Είναι ~ φίλοι σου αυτοί;|| Έχεις ~ λεφτά πάνω σου; 4. κάτι σημαντικό: Δεν είναι ~ για μένα να βοηθήσω. ● Ουσ.: τίποτα & τίποτε (το): κάτι ασήμαντο, ανύπαρκτο: Χωρίς εσένα, είμαι ένα ~. Από το ~, κάτι είναι κι αυτό.|| (μειωτ., για πρόσ.) Είναι ένα ~, ένα μηδενικό. ● ΦΡ.: (δεν κάνει) τίποτα 1. δεν κοστίζει τίποτα: -Τι σας οφείλω; -~ ~. 2. ως ευγενική απάντηση σε ευχαριστία: -Ευχαριστώ για τη βοήθεια! -Παρακαλώ, ~ ~. [< γαλλ. de rien] , ακόμα δεν έχεις δει/δεν είδες τίποτα! (προφ.-εμφατ.): ως προειδοποίηση για επιδείνωση μιας κατάστασης: -Γίνεται χαμός! -Και ~ ~!, από το τίποτα (προφ.): από το μηδέν: Έστησαν ολόκληρη επιχείρηση/πλούτισαν ~ ~.|| Ο καβγάς ξεκίνησε ~ ~ (= χωρίς σημαντική αφορμή)., αυτό δεν είναι τίποτα! (προφ.): ως σχόλιο για κάτι που αξιολογείται ως λιγότερο σημαντικό από κάτι άλλο: ~ ~, πού να δεις εγώ τι έπαθα!, για το τίποτα (προφ.): χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα ή σημαντική αιτία, μάταια: Πολύς λόγος/τόσος κόπος ~ ~! [< γαλλ. pour rien] , δεν έμεινε/δεν άφησαν τίποτα όρθιο: για να δηλωθεί η πλήρης καταστροφή, διάλυση: Δεν έμεινε ~ από τον σεισμό, όλα τα σπίτια κατέρρευσαν. Πβ. τα κάνω γυαλιά καρφιά. ΣΥΝ. δεν έμεινε/δεν άφησαν (ούτε) κολυμπηθρόξυλο (όρθιο), δεν έχω τίποτα εναντίον (του) (προφ.): δεν είμαι θυμωμένος μαζί του· δεν είμαι αρνητικός με κάτι: ~ ~ σου, απλώς θέλω να μείνω λίγο μόνος.|| ~ ~ της τεχνολογίας., δεν έχω τίποτα να χάσω (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αποτολμά κάτι χωρίς να διακινδυνεύει πολλά: Προσπάθησε, δεν έχεις (και) τίποτα να χάσεις., και τίποτ' άλλο (προφ.-εμφατ.): μόνο αυτό, τίποτα διαφορετικό: Στόχος μας είναι η νίκη ~ ~! Αυτό θέλω ~ ~! [< γαλλ. et rien d'autre ] , κι όχι τίποτ' άλλο (προφ.): για να δηλωθεί ότι αυτό που ακολουθεί είναι πιο δυσάρεστο, πιο σοβαρό από τα προηγούμενα: Έχασα την πτήση, ~ ~ ήταν και η τελευταία., με τίποτα (εμφατ., σε αρνητ. φρ.) 1. για κανένα λόγο, σε καμία περίπτωση: Αυτή την ταινία δεν τη χάνω ~ ~. Δεν ήθελε ~ ~ να μείνει. -Θα το κάνεις; -~ ~, ξέχνα το! ΣΥΝ. με κανέναν τρόπο 2. καθόλου: Η νύχτα δεν περνούσε ~ ~., με το τίποτα (προφ.): άνευ λόγου, χωρίς σημαντική αιτία: Αγχώνεται/τσακώνονται ~ ~., πολύ κακό για το τίποτα & (σπάν.) πολύς θόρυβος για το τίποτα (συχνά ειρων.): για κάτι που προκάλεσε αδικαιολόγητα μεγάλη αναστάτωση. ΣΥΝ. τρικυμία εν ποτηρίω [< αγγλ. much ado about nothing] , από ... άλλο τίποτα βλ. άλλος, δεν (μου) κοστίζει τίποτα να βλ. κοστίζει, δεν γίνεται τίποτα βλ. γίνομαι, δεν έγινε (και) τίποτα βλ. γίνομαι, δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε βλ. χωρίζω, δεν μου λέει τίποτα βλ. λέω, δεν στοιχίζει τίποτα βλ. στοιχίζει, δεν το έχω σε πολύ/σε τίποτα βλ. έχω, δεν τρέχει τίποτα βλ. τρέχω, είπες κάτι/τίποτα; βλ. λέω, με/για τίποτα στον κόσμο βλ. κόσμος, όλα ή τίποτα βλ. όλος, τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; βλ. άλλος, τίποτα (το) σπουδαίο βλ. σπουδαίος, τίποτα δεν μας σταματά/δεν μπορεί να μας σταματήσει βλ. σταματώ [< μεσν. τίποτε, τίποτα με αρνητ. σημ., μτγν. τί ποτε με ερωτημ. σημ.]

τούτος

τούτος, η, ο [τοῦτος] τού-τος δεικτ. αντων. {χωρ. κλητ.} & ετούτος (προφ.): αυτός: Ποιος είναι ~;|| ~ ο χειμώνας είναι ο χειρότερος. Η φωνή της λογικής είναι επιτακτική ~η τη στιγμή (= τώρα). Είχαμε φασαρίες ~ες τις μέρες.|| Έβγαλα ~ο το συμπέρασμα. Όλα ~α φαίνονται σήμερα πολύ μακρινά. Μιλήσαμε για ~α και για κείνα. ~ο δεν σημαίνει όμως ότι ... Και όχι μόνο ~ο, αλλά ... ● ΦΡ.: άνευ τούτου (λόγ.): χωρίς αυτό., για τούτο & (λόγ.) διά τούτο: γι' αυτό., επί τούτου 1. & (σπάν.-λόγ.) επί τούτω & επί τούτο: για τον λόγο ή τον σκοπό αυτό, επίτηδες: Το κάνει ~ ~, για να με εξοργίσει. Ο νόμος έγινε ~ ~ (πβ. ad hoc). Ο διαγωνισμός διενεργείται από την ~ τούτω συγκροτηθείσα επιτροπή. 2. σχετικά με αυτό: Θα ενημερωθείτε ~ ~. Η κυβέρνηση δεν θα τοποθετηθεί ~ ~. Ουδέν σχόλιον ~ ~!, και τούτο και το άλλο: για να δηλωθεί σειρά πραγμάτων, χωρίς να αναφερθούν λεπτομέρειες: Ας πάψουν επιτέλους να ζητάνε ~ ~., προς τούτο (λόγ.): για τον σκοπό, τον λόγο αυτό: Για τη λειτουργία του γραφείου απαιτείται ειδική ~ ~ άδεια., προς τούτοις (λόγ.): επιπλέον, επιπρόσθετα: ~ ~ αναφέρω ότι ... ΣΥΝ. μεταξύ (των) άλλων, προσέτι, τούτος εδώ/'δω (εμφατ.): Δεν έχω περάσει ξανά από ~α ~ τα μέρη.|| ~ ~ έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Μας αφηγήθηκε ~η 'δω την ιστορία (= την ακόλουθη)., ως εκ τούτου (λόγ.): επομένως, συνεπώς: επιχειρήματα αναληθή και ~ ~ παραπλανητικά., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! βλ. άλλος, εκτός/πέραν αυτού/τούτου βλ. εκτός, καλό κι αυτό/καλό και τούτο! βλ. καλός, μ' αυτά/με τούτα και μ'εκείνα βλ. αυτός, ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος βλ. πάνω & επάνω, τούτου δοθέντος βλ. δοθείς [< μεσν. τούτος]

τρόπος

τρόπος τρό-πος ουσ. (αρσ.) 1. μέσο, σύστημα, μέθοδος: απλός/αποτελεσµατικός/γνωστός/εναλλακτικός/ευέλικτος/εύκολος/πρακτικός ~. ~ αξιοποίησης (του ελεύθερου χρόνου)/δήλωσης (π.χ. συμμετοχής)/διάκρισης (των ικανοτήτων)/διδασκαλίας/επικοινωνίας/κατασκευής/λειτουργίας (συσκευής)/οργάνωσης/σκέψης/συμπεριφοράς/σύνδεσης (σωμάτων καλοριφέρ)/υπολογισμού/χρήσης (προϊόντος). ~οι αντιμετώπισης (φαινομένου)/αποστολής (μηνύματος)/διασκέδασης/μάθησης/μεταφοράς/πληρωμής/προστασίας/συνεργασίας. ~ εφαρμογής ενός σχεδίου. Το διαδίκτυο άλλαξε τον ~ο που επικοινωνούμε. Δεν βρίσκει ~ο να επιστρέψει. Δεν υπάρχει ~ διαφυγής/~ να πειστεί. Θα βοηθήσει με όποιον ~ο μπορεί/με τον δικό του ~ο. Το κενό πρέπει να καλυφθεί με άλλον ~ο. Έχει αποδείξει με πολλούς/χίλιους ~ους την αξία του.|| Με τους ακόλουθους ~ους. Με αυτό τον ~ο/Κατ' αυτόν τον ~ο (= έτσι) η εργασία γίνεται ευκολότερη. Μιλά με τέτοιον ~ο, ώστε να γίνεται κατανοητή (= έτσι ώστε).|| Διάλεξε με τυχαίο ~ο (= τυχαία). Δικαιολογήθηκε με έξυπνο ~ο (= έξυπνα). 2. συμπεριφορά: απαράδεκτος/άψογος ~. Δεν είναι ~ αυτός! Δεν μου αρέσουν οι ~οι του.|| Με τον ~ο του στάθηκε στο πλευρό τους. Προσπάθησε με τον ~ο της να τους πλησιάσει. Πβ. φέρσιμο.|| Έχει κακούς/καλούς/λεπτούς/ωραίους ~ους. Δεν έχει ~ους (: είναι ανάγωγος). Κάποιος πρέπει να του μάθει ~ους. Πβ. διαγωγή. 3. ΜΟΥΣ. το είδος της κλίμακας από την οποία έχουν ληφθεί οι φθόγγοι μουσικής σύνθεσης: αιολικός/δωρικός/πεντατονικός/φρύγιος ~. Ελάσσων/μείζων ~. Εκκλησιαστικοί ~οι. 4. ΝΟΜ. (σε διαθήκη ή δωρεά) υποχρέωση που επιβάλλεται σε κληρονόμο με όρο να την εκπληρώσει: εκτέλεση του ~ου. Κληροδοσίες υπό ~ο. 5. ΓΡΑΜΜ. ποιόν ενεργείας. ● ΣΥΜΠΛ.: τρόπος ζωής: σύνολο δραστηριοτήτων, αντιλήψεων, συμπεριφορών κοινωνικής ομάδας ή ανθρώπου: αστικός/δυτικός/καθημερινός/καταναλωτικός/κυρίαρχος/νομαδικός/παραδοσιακός/σύγχρονος/υγιεινός/φυσικός ~ ~. Ακολουθώ/αφομοιώνω/επιβάλλω/επιλέγω/υιοθετώ έναν ~ο ~.|| Η γυμναστική/ποίηση είναι για μένα ~ ~. Έχει κάνει το τραγούδι ~ ~., μαγικό ραβδί/μαγική συνταγή/μαγική λύση/μαγικός τρόπος βλ. μαγικός ● ΦΡ.: έχει (έναν/τον) τρόπο να: μπορεί, έχει την ικανότητα: ~ τον ~ο να σε κερδίζει αμέσως. ~ έναν ~ο να ξεπερνάει τις δυσκολίες. Δεν έχει ~ο να υπερασπιστεί τον εαυτό του., έχει τον τρόπο του (προφ., συνήθ. ως υπονοούμενο για κάποιον εύπορο): τα βολεύει, τα καταφέρνει: Μην ανησυχείς γι' αυτήν, ~ ~ της., κατά/με κάποιο(ν) τρόπο & (λόγ.) τρόπον τινά: κάπως: Προσπαθεί ~ ~ να τον προσεγγίσει. Με το ύφος του επιβάλλει ~ ~ την άποψή του. ΣΥΝ. υπό/κατά μία έννοια, με κάθε τρόπο & (λόγ.) διά παντός τρόπου & παντί τρόπω: με οποιοδήποτε μέσο: Διευκολύνει/ενισχύει ~ ~ το έργο τους. Με στήριξαν ~ ~.|| Το μήνυμα πρέπει να δοθεί ~ ~ (= εξάπαντος, οπωσδήποτε) σε όλους., με τι/ποιον τρόπο; & (λογ.) τίνι τρόπω;: πώς: ~ ~ θα έρθει;, με τον ένα(ν) ή τον άλλο τρόπο: έτσι ή αλλιώς: Θα το μάθαινε ~ ~. Απασχόλησε, ~ ~, κριτικούς και συγγραφείς., με τρόπο (προφ.) 1. κατάλληλα ή ευγενικά, διακριτικά: Προσπάθησε να του το πει ~ ~, ώστε να μη θυμώσει. Της είπε ~ ~ ότι ενοχλήθηκε. 2. κρυφά: Άφησε το δώρο ~ ~ και έφυγε., τρόπος του λέγειν (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν λέγεται κυριολεκτικά: Πήρε το καπελάκι του, ~ ~, κι έγινε καπνός. Πβ. ας πούμε, που λέει ο λόγος., κατ' ουδένα(ν) τρόπο βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, κατά περίεργο τρόπο βλ. περίεργος, με επίσημο τρόπο βλ. επίσημος, με κανέναν τρόπο βλ. κανείς & κανένας, καμία & καμιά, κανένα [< 1,2,3: αρχ. τρόπος, γαλλ. mode]

υγεία

υγεία [ὑγεία] υ-γεί-α ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γεια & υγειά 1. φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού, κατάσταση σωματικής και ψυχικής ευεξίας: ατσάλινη/δημόσια/διαταραγμένη/ευαίσθητη/εύθραυστη/κλονισμένη/κοινωνική/πνευματική ~. Η ανθρώπινη ~ (= η ~ του ανθρώπου). Η ~ των ζώων/των φυτών. Περιβαλλοντική ~. Βλάπτω/καταστρέφω/προσέχω/ρισκάρω/φροντίζω την ~ μου. Βιβλιάριο/επαγγέλματα/πιστοποιητικό/ταμείο ~ας. Το χρώμα της ~ας (: κυρ. το ροδαλό). Κοινωνικοί προσδιοριστές της ~ας (: φτώχεια, ρατσισμός, σεξισμός). Κάτι έχει επιπτώσεις/κάνει καλό στην ~. Eίμαι άσχημα/πολύ καλά/περίφημα στην ~ μου. Πίνω στην υγειά σου. (ως ευχή σε γιορτή ή γενέθλια) Kαι του χρόνου με ~! Πάνω απ' όλα η ~. ~ και καλή καρδιά (: συνήθ. σε περιπτώσεις όπου δεν συνέβη κάτι επιθυμητό). Ευχές για ~ και ευτυχία. Λόγοι/προβλήματα ~ας με αναγκάζουν να πάρω άδεια. Επείγοντα περιστατικά ~ας. H κατάσταση της ~ας του δεν εμπνέει ανησυχία. Σκάει από ~/χαίρει άκρας ~ας (= είναι μια χαρά στην ~ του). 2. (για κοινωνία ή κράτος) οι αρχές, οι κανόνες και γενικότ. ο τομέας των υπηρεσιών υγείας: δημόσια ~. Eθνικό Σύστημα ~ας (ακρ. EΣY). Πρωτοβάθμια (ακρ. ΠΦΥ)/δευτεροβάθμια/τριτοβάθμια φροντίδα ~ας. Παγκόσμια Oργάνωση ~ας (ακρ. ΠΟΥ). ● ΣΥΜΠΛ.: επαγγελματίας υγείας: φυσικό πρόσωπο με κατάλληλη πιστοποίηση και άδεια που παρέχει υγιεονομική περίθαλψη., Κέντρο Υγείας: σταθμός υγειονομικής περίθαλψης που βρίσκεται συνήθ. στην περιφέρεια., μοντέλο πεποιθήσεων για την υγεία: το οποίο εξετάζει τους παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά ενός ατόμου σε σχέση με θέματα πρόληψης ασθενειών., αγωγή υγείας βλ. αγωγή, επισκέπτης υγείας βλ. επισκέπτης, επισκέπτρια, χαρτί υγείας/τουαλέτας βλ. χαρτί, ψυχική υγεία βλ. ψυχικός ● ΦΡ.: βρίσκω την υγειά μου: (συνήθ. στο τέλος πρότασης) απαλλάσσομαι από πρόβλημα και γενικότ. ανεπιθύμητη κατάσταση: Μετακόμισα σε ήσυχη γειτονιά και βρήκα ~., και σε/εις άλλα με υγεία: ως ευχή για να υπάρξουν και άλλες ευχάριστες στιγμές και να τις χαρεί κάποιος με υγεία., με τις υγείες σου/σας! 1. ως ευχή σε κάποιον που μόλις φτερνίστηκε. ΣΥΝ. γεια σου!, γείτσες 2. (ειρων.) ως έκφραση προς κάποιον που βιώνει μια αρνητική κατάσταση ή μια αποτυχία. Πβ. καλοχώνευτος. 3. ως ευχή σε κάποιον που μόλις έφαγε ή ήπιε., στην υγειά (σου/του/μας) & (λογ.) εις υγείαν: τυπική ευχή σε πρόποση. ΣΥΝ. γεια μας!, εβίβα & βίβα, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του βλ. βλέπω, εις υγείαν/στην υγεία των κορόιδων/του κορόιδου βλ. κορόιδο [< αρχ. ὑγίεια, μτγν. ὑγεία]

υπάρχω

υπάρχω [ὑπάρχω] υ-πάρ-χω ρ. (αμτβ.) {υπήρ-ξε, υπάρ-ξει, υπάρχ-ων} 1. έχω οντότητα, υπόσταση, ζω: Σκέφτομαι, άρα ~ (λατ. cogito, ergo sum). ~ει ζωή στο διάστημα/μετά θάνατον;|| Στην περιοχή ~ουν σπάνια είδη πτηνών. Δεν θα ~ουμε ύστερα από διακόσια χρόνια (: θα έχουμε πεθάνει). Βλ. συν~. 2. {στον αόρ.} είμαι, διατελώ, έχω ορισμένη ιδιότητα: ~ξαμε συνεργάτες στο παρελθόν. ~ξε βασικό στέλεχος του κόμματος/της ομάδας για πολλά χρόνια.|| ~ξε καλός δημοσιογράφος/πατέρας.υπάρχει 1. βρίσκεται σε ορισμένο μέρος: ~ εδώ γύρω κανένα σούπερ-μάρκετ; Με τέτοιο κρύο δεν ~ ψυχή στον δρόμο (: δεν κυκλοφορεί κανείς έξω).|| (κατ' επέκτ.) ~ τίποτα να φάμε; 2. υφίσταται: ~ ελπίδα/λύση. ~ ένταση στις σχέσεις τους. Δεν ~ δυνατότητα πρόσβασης στο αρχείο/λόγος ανησυχίας. ~ η υποψία/ο φόβος ότι ... Δεν ~ περίπτωση να τον συγχωρέσω.|| ~ξαν δυσκολίες/εμπόδια/προβλήματα. ~ουν πολλοί τρόποι για να αδυνατίσεις. Οι προσφορές συνεχίζονται για όσο ~ απόθεμα.|| Δεν ~ τίποτα άλλο/πιο σημαντικό πράγμα για μένα από την οικογένειά μου. 3. γίνεται, σημειώνεται: ~ξαν αντιδράσεις/αντιρρήσεις. ~ξαν (= εκδηλώθηκαν) επεισόδια μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων. ~ξε αύξηση (της παραγωγής)/πρόοδος (στις διαπραγματεύσεις). ● Μτχ.: υπάρχων , ουσα, ον: που υπάρχει ή ισχύει τη δεδομένη χρονική στιγμή: ~ων: εξοπλισμός. ~ουσα: κατάσταση/νομοθεσία (= ισχύουσα, υφιστάμενη)/υποδομή. ~ον: υλικό. ~ουσες: ανάγκες/δομές/συνθήκες. Σύμφωνα με τα ~οντα στοιχεία. Παράταση των ~ουσών συμβάσεων. ● ΦΡ.: δεν υπάρχει (νεαν. αργκό-εμφατ.) 1. για δήλωση έκπληξης, θαυμασμού: Καλά, ~ ~ αυτό που μου περιγράφεις. Αυτό το αμάξι ~ ~ (: είναι πάρα πολύ καλό, μοναδικό).|| (για πρόσ.) ~ ~εις, φίλε μου (: είσαι άπαιχτος, καταπληκτικός). Βλ. θεός. 2. αποκλείεται, δεν πρόκειται: ~ ~ να του ξαναμιλήσω! Πβ. σε καμία περίπτωση., δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν: είναι με διαφορά ο καλύτερος: Δεν υπάρχει άλλη σαν κι εσένα., δεν υπάρχει κανείς που να μη(ν) ...: όλοι: ~ ~ θέλει να .../το γνωρίζει/του αρέσει να ..., μη υπάρχοντος άλλου θέματος ... (επίσ.): (στερεότυπη φρ. για το κλείσιμο συνεδρίασης) εφόσον δεν υπάρχει άλλο θέμα: ~ ~ προς συζήτηση λύεται η συνεδρίαση., δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω βλ. θέλω, δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά βλ. καπνός, δεν υπάρχει σάλιο βλ. σάλιο, δεν υπάρχει/δεν γίνεται/δεν χωράει (καμία) σύγκριση βλ. σύγκριση, έπεται/υπάρχει (και) συνέχεια βλ. έπομαι, έχει/υπάρχουν κ(α)ι αλλού πορτοκαλιές (που κάνουν πορτοκάλια) βλ. πορτοκαλιά, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα βλ. πλανώ, υπάρχει άμεση/μεγάλη/(κατ)επείγουσα ανάγκη βλ. ανάγκη, υπάρχει Θεός! βλ. θεός [< αρχ. ὑπάρχω]

φύλο

φύλο [φῦλο] φύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΙΟΛ. καθεμιά από τις δύο κατηγορίες, αρσενικό-θηλυκό, των ζωντανών οργανισμών και το σύνολο των χαρακτηριστικών που τις διακρίνουν με βάση τον αναπαραγωγικό τους ρόλο: το ανδρικό/γυναικείο ~. Βλ. χρωμόσωμα.|| Βιολογικό ~. Ο κοινωνικός ρόλος του ~ου. Στερεότυπα και προκαταλήψεις για τα δύο ~α. Η ισότητα/μάχη των δύο ~ων. Βλ. έμφυλος.|| Διαταραχή ταυτότητας ~ου (: του εσωτερικού και προσωπικού τρόπου με τον οποίο το άτομο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από τα βιολογικά του χαρακτηριστικά). Βλ. δυαδικός. 2. ΑΝΘΡΩΠ. ομάδα ανθρώπων με κοινά εθνολογικά ή ανθρωπολογικά γνωρίσματα: αρχαία ελληνικά/ινδοευρωπαϊκά/νοµαδικά ~α. Πβ. φυλή. 3. ΒΙΟΛ. ταξινομική κατηγορία οργανισμών με κοινά χαρακτηριστικά, ανάμεσα στην υπερκλάση και το υποφύλο. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικό φύλο: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. καθένα από τα δύο φύλα σύμφωνα με τα συμπεριφορικά, ψυχολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που του αποδίδονται: διακρίσεις με βάση το ~ ~. Ιατρική του ~ού ~ου. Βλ. αρρενωπ-, θηλυκ-ότητα, φεμινισμός. [< αγγλ. gender, 1963] , το άλλο/αντίθετο φύλο: οι άντρες ή οι γυναίκες, αντίστοιχα: Η σχέση με το ~ ~., το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο: οι γυναίκες. [< γαλλ. le sexe faible, le beau/deuxième sexe] , το ισχυρό φύλο: οι άντρες. [< γαλλ. le sexe fort] , το τρίτο φύλο: οι ομοφυλόφιλοι. [< γαλλ. le troisième sexe] , αλλαγή φύλου βλ. αλλαγή [< αρχ. φῦλον ‘φυλή, λαός, γένος’, γαλλ. sexe]

χάρη

χάρη χά-ρη ουσ. (θηλ.) 1. κομψότητα, λεπτότητα, διακριτική ομορφιά που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο, κυρ. γυναίκα, ή ένα πράγμα: Μιλά/περπατά με/όλο ~. Βλ. θηλυκότητα, φινέτσα.|| Ρούχα με στιλ και ~ (= κομψά). Το δωμάτιο θα έχει άλλη ~ με τα καινούργια έπιπλα. 2. ευεργετική κίνηση που ζητείται ή γίνεται στα πλαίσια διαπροσωπικής σχέσης: Μπορείς να μου κάνεις μια (μεγάλη/μικρή) ~; Θα ήθελα μια ~. Πβ. διευκόλυνση, θέλημα.|| Κάνε λίγη ησυχία, σου το ζητώ σαν ~ (: σε παρακαλώ).|| (δηλωτικό ενόχλησης, εκνευρισμού:) Θα μου κάνεις τη ~ να ησυχάσεις/σωπάσεις, επιτέλους;|| Θα ήθελες πολύ να με δεις λυπημένο, αλλά δεν θα σου κάνω τη ~ (: δεν θα σου δώσω τη χαρά).|| (αρνητ. συνυποδ., ικανοποίηση προσωπικών αιτημάτων, μεροληπτική/ευνοϊκή εξυπηρέτηση:) Προεκλογικές ~ες (: ρουσφέτια). ΣΥΝ. χατίρι 3. ηθική υποχρέωση, ευγνωμοσύνη που αισθάνεται κάποιος απέναντι σε πρόσωπο από το οποίο ευεργετήθηκε: Θα στο χρωστώ (σαν) ~ σε όλη μου τη ζωή. Σου οφείλω μεγάλη ~ που με βοήθησες. 4. ΝΟΜ. άρση, μετατροπή ή μετριασμός ποινής, η οποία γίνεται από το ανώτατο πολιτειακό όργανο (δηλ., στη χώρα μας, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), μετά από αμετάκλητη καταδίκη: αίτηση για απονομή ~ης. Του δόθηκε ~ (π.χ. για θανατοποινίτη ή πολιτικό κρατούμενο). Βλ. αμνηστία.χάρες (οι): (για πρόσ., κυρ. γυναίκα) χαρίσματα, προτερήματα, προσόντα· (σπανιότ. για άψυχο) ομορφιές: σωματικές ~. Αρετές και ~. Έχει κρυφές ~.|| Οι φυσικές ~ ενός τόπου. Κάθε ηλικία έχει τις δικές της ~/τις ~ της. ● Υποκ.: χαρούλα (η): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: η χάρις/χάρη του Θεού/του Αγίου Πνεύματος βλ. χάρις ● ΦΡ.: άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη (παροιμ.): άλλος φημίζεται για κάτι, συνήθ. αρνητικό, και άλλος το έχει στην πραγματικότητα. Βλ. όνομα και πρά(γ)μα., για χάρη μου/σου/του (προφ.): για πράξη που είναι κανείς διατεθειμένος να κάνει για κάποιον, χωρίς να υπολογίζει το κόστος: Θα θυσίαζα τα πάντα ~ ~ (= για το χατίρι) σου. Κάν' το ~ ~ μου (: ως παράκληση)!, έχε χάρη ...: συγκαταβατικά για κάποιον που μας προκάλεσε ενόχληση, βλάβη: Έχε/να 'χεις ~ που είσαι φίλος, αλλιώς θα σου 'λεγα (: να αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη· να λες καλά που ...). ~ ~ που τα μηχανήματα είναι από τα πιο σύγχρονα, διαφορετικά θα είχαν χαλάσει (: πάλι καλά που ..., ευτυχώς που ...)., η Χάρη Της/Του: για την Παναγία ή Άγιο/Αγία: Θ' ανάψω ένα κεράκι στη ~ Του. Θα πάω γονατιστή στη ~ Της (: σε ναό αφιερωμένο στη Θεοτόκο, κυρ. για την εκκλησία της Ευαγγελίστριας στην Τήνο). Βλ. Μεγαλόχαρη.|| (ειρων., για πρόσ.) Κοίτα πού έφτασε η ~ (= φήμη) της! Μέχρι τα δελτία ειδήσεων!, μεγάλη η χάρη του/της: για Άγιο ή την Παναγία: Σήμερα είναι του Αγ. Γεωργίου, ~ ~ του!|| (ειρων.) ~ ~ σου που ασχολούμαι μαζί σου!, ποιος τη χάρη σου/του! (οικ.): προς δήλωση της αξιοζήλευτης θέσης στην οποία βρίσκεται κάποιος: (Άντε βρε,) ~ ~ σου, τώρα που πήρες αμάξι!|| (ειρων.) ~ ~ του με τέτοια γυναίκα που πήγε και παντρεύτηκε!, χάρη (σου/του ...) κάνω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος κάνει κάτι οικειοθελώς και συνήθ. ως ένδειξη ανοχής, επιείκειας, καλής θέλησης ή διάθεσης για συμφιλίωση: ~ της έκανε και ήρθε στον γάμο. Σου κάνω χάρη που σου μιλάω (: κανονικά δεν θα έπρεπε να σου μιλάω). Πβ. χαριστικά., χάρη σε & (λόγ.) χάρις σε: για να δηλωθεί ότι κάτι ή κάποιος υπήρξε η αιτία μιας θετικής κατάστασης: Σώθηκαν ~ στην έγκαιρη επέμβασή του. ~ σε σένα/στη βοήθειά σου, μπορέσαμε να ξεπεράσουμε τα προβλήματα. Πβ. εξαιτίας. [< γαλλ. grâce à] , (για) κάνε μου τη χάρη! βλ. κάνω, (να) με συγχωρείς/με συγχωρεί η χάρη σου, (αλλά) ... βλ. συγχωρώ, για γούστο βλ. γούστο, για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν (/χάρη) βλ. παράδειγμα, η χάρη θέλει αντίχαρη (και πάντα χάρη μένει/να 'ναι) βλ. αντίχαρη, λόγου χάρη/χάριν βλ. λόγος, μαζί με τον/κοντά στον βασιλικό/για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα βλ. βασιλικός, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού [< αρχ. χάρις]

χέλι

χέλι χέ-λι ουσ. (ουδ.): ΙΧΘΥΟΛ. σαρκοφάγο ψάρι του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Anguilla anguilla), με μακρόστενο σώμα, όπως αυτό του φιδιού, γλοιώδες δέρμα, συνήθ. σκουρόχρωμη ράχη και ανοιχτόχρωμη κοιλιά: ηλεκτρικό/ηλεκτροφόρο ~. Βλ. άποδα, κυπρίνος, λάμπραινα, μουγγρί, σμέρνα.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) Καπνιστό ~.|| (μτφ.) Κορμί σαν ~ (: ευλύγιστο). Κολυμπά σαν ~. ● ΦΡ.: ξεγλιστρά/γλιστρά σαν (το) χέλι: ξεφεύγει με δεξιοτεχνία από δύσκολες ή επικίνδυνες καταστάσεις: Σε κρίσιμες ερωτήσεις, ~ ~ (: ελίσσεται, υπεκφεύγει). ~ησε ~ μέσα απ' τα χέρια της Αστυνομίας. [< γαλλ. glisser comme une anguille ] [< μεσν. χέλι]

χρόνος

χρόνος χρό-νος ουσ. (αρσ.) {χρόν-οι κ. ουδ. -ια} 1. ΦΥΣ. διάσταση η οποία εκφράζει ακολουθία γεγονότων που εκδηλώνονται στις διαστάσεις του χώρου: συντονισμένος παγκόσμιος ~ (: βάσει της ώρας Γκρίνουιτς). ~ ζώνης (: ο ~ κάθε χώρας, ο οποίος διαφέρει συνήθ. από τον παγκόσμιο κατά μία ή περισσότερες ώρες). Επίγειος ~ (: βάσει της κίνησης των σωμάτων του ηλιακού συστήματος).|| (ΦΥΣ.) Η διαστολή/έννοια/σχετικότητα του ~ου. Ανάλυση/μέτρηση του ~ου. Μεταβολή συναρτήσει του ~ου. Βλ. χωρόχρονος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ατομικός ~ (: με βάση το δευτερόλεπτο). 2. (γενικότ.) αλληλουχία γεγονότων: τα ίχνη/η ροή/τα σημάδια του ~ου. Με την πάροδο/το πέρασμα του ~ου ... (μτφ.) Ο ~ δεν γυρνά πίσω/είναι ο καλύτερος γιατρός (: απαλύνει τον πόνο)/κυλά/σταμάτησε τη στιγμή που .../τρέχει (: περνάει γρήγορα)/φεύγει. Ο ~ θα δείξει αν ... Ομορφιά ανεξίτηλη στον ~ο. Βλ. παρόν, παρελθόν, μέλλον. 3. διάστημα αόριστο ή σαφώς προσδιορισμένο, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ δύο συμβάντων ή διατίθεται, για να γίνει κάτι: Πέρασε πολύς ~ από τότε που ...|| Ανεκμετάλλευτος/χαμένος ~. Εξοικονόμηση/στενότητα ~ου. Οργάνωση του ~ου. Ο ~ δεν μας παίρνει/φτάνει. Μας πιέζει ο ~. Δεν υπάρχει ~ για χάσιμο. Χάθηκε πολύτιμος ~. Ελλείψει ~ου και χρήματος δεν θα έρθουμε. Εξαντλώ τον ~ο (: τα χρονικά περιθώρια). Έχω άφθονο ~ο στη διάθεσή μου. Δώσε μου λίγο ~ο. Πώς περνάς τον ~ο σου; Εκμεταλλεύομαι σωστά/σπαταλώ τον ~ο μου. Δεν θα μου πάρει πολύ ~ο να ... (μτφ.) Μάχη με τον ~ο.|| (σε εξέταση:) Πόσο ~ο έχουμε (ακόμα); Τέλος ~ου. Πβ. καιρός, ώρα. 4. διάρκεια ενέργειας: (μέσος/συνολικός) ~ αναμονής/εξυπηρέτησης/επεξεργασίας/ζωής/φοίτησης. Συμβατικός ~ μίσθωσης. Δωρεάν ~ πρόσβασης στο ίντερνετ. Σύμβαση αορίστου ~ου. Αύξηση του εβδομαδιαίου εργάσιμου ~ου. Ανανέωση/κάρτες προπληρωμένου ~ου ομιλίας. 5. συγκεκριμένο χρονικό σημείο εκδήλωσης ή εκτέλεσης ενέργειας: ο ~ άφιξης/εκκίνησης υπολογιστή/λήξης. Οι ακριβείς ~οι των δρομολογίων. Τήρηση των συμφωνημένων ~ων παράδοσης. Πβ. ημερομηνία, ώρα.|| Ανακοίνωση του τόπου και του ~ου διεξαγωγής του συνεδρίου. Καθυστερήσεις στους ~ους πληρωμής.|| Ποιον ~ο ιδρύθηκε το ... Πβ. χρονιά.|| Έφτασε/ήρθε ο ~ για ... Πβ. στιγμή. 6. έτος: ο ~ έκδοσης του βιβλίου (: η χρονολογία). Η μεγαλύτερη μέρα/οι εποχές/οι μήνες του ~ου. Αλλαγή του ~ου. Μια φορά τον ~ο ... Όλο τον ~ο ... Πλασματικοί ~οι ασφάλισης. Εορτασμός των ... ~ων από ... Διάρκεια/περίοδος/συμβόλαιο/φυλάκιση ... ~ων. Πέρασε ένας ολόκληρος ~ από ... Είναι ο δεύτερος ~ μου στη δουλειά. Έβδομος ~ λειτουργίας της σχολής. Πού θ' αλλάξετε ~ο (: θα κάνετε Πρωτοχρονιά);|| (στην αρχή του έτους) Εύχομαι ο καινούργιος/νέος ~ να φέρει υγεία! Έθιμα για το καλό του ~ου. Πβ. χρονιά. 7. ΓΡΑΜΜ. γραμματική κατηγορία του ρήματος που δηλώνει τη χρονική βαθμίδα (παρελθόν, παρόν, μέλλον) και το ποιόν ενεργείας (συνοπτικό, εξακολουθητικό, συντελεσμένο): ενεστωτικός/παροντικός ~. Στιγμιαίοι ~οι.|| (ως προς τον σχηματισμό τους:) Απλοί/περιφραστικοί ~οι.|| Οι αρχικοί ~οι του ρήματος. 8. ΑΘΛ. η ταχύτητα με την οποία ένας αθλητής καλύπτει δεδομένη απόσταση· επίδοση: αργός/γρήγορος/μέτριος ~. Δεν έπιασε/πέτυχε (καθόλου) καλό ~ο. Έκανε τον καλύτερο/ταχύτερο ~ο. Βελτιώνω τους ~ους μου. 9. ΜΟΥΣ. μονάδα μέτρησης μουσικών έργων, η οποία αντιστοιχεί σε έναν χτύπο· (στη βυζαντινή μουσική) διάρκεια φθόγγου: ρυθμικός ~. Ένδειξη ~ου (στην αρχή της σύνθεσης).|| (μέτρο:) Κομμάτι σε ~ο 2/4. Κρατώ τον ~ο.|| (τέμπο:) Σε αργό/γρήγορο ~ο.|| Απλός/ελάχιστος/σύνθετος ~. 10. διδακτικό έτος: στον τρίτο ~ο της φοίτησής του. Οι σπουδές διαρκούν ... ~ια.χρόνια (τα) 1. διάστημα συγκεκριμένων ετών: τα πρώτα/τελευταία ~ της ζωής του ... Τα περασμένα/προηγούμενα ~. Δύο ~ εγγύηση/κάθειρξη. Πέντε ~ παρουσίας/προσφοράς. Σύνταξη στα ... ~. Μέσα σε λίγα ~. Για τα επόμενα ~. Συμπληρώθηκαν ... ~ από ... Πώς περνούν τα ~; Πόσα ~ έχεις να τον δεις;|| (ηλικία:) Τα ~ βαραίνουν στις πλάτες του (: είναι ηλικιωμένος). Αχ και να 'χα τα ~ σου (: τα νιάτα σου)! 2. περίοδος ετών, στη ζωή κάποιου ή στην ανθρώπινη ιστορία: δύσκολα/χαρούμενα ~. Τα νεανικά/μαθητικά ~. Τα ~ της ωριμότητας (= η εποχή). Στα ~ μου, ... (: όταν ήμουν νέος).|| Τα παλιά τα ~ ... Πβ. καιρός., χρόνοι (οι): περίοδος ετών: κρίσιμοι ~. Ευρήματα των αλεξανδρινών/(ελληνο)ρωμαϊκών ~ων. Πβ. εποχή, καιρός., χρόνων & (προφ.) χρονών: για δήλωση ηλικίας· ετών: παιδί δέκα ~. Είναι πάνω από ... ~. Πόσων ~ είσαι; Έγινε ... ~.|| Αμάξι/σπίτι ... ~. ● Υποκ.: χρονάκια (τα), χρονάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: άγουρα χρόνια: η παιδική και κυρ. η εφηβική περίοδος της ζωής., αίσθηση του χρόνου: αντίληψη του χρόνου: ανεπτυγμένη ~ ~. Δεν έχει καμία ~ ~. Βλ. αίσθηση του χώρου., ελεύθερος χρόνος: οι ώρες της ημέρας που δεν προορίζονται για εργασία ή ύπνο: ασχολίες/διαχείριση του/δραστηριότητες/έλλειψη ~ου ~ου. Η βιομηχανία του ~ου ~ου. Αυξάνεται/μειώνεται ο ~ ~. Αξιοποιώ δημιουργικά/αφιερώνω/διαθέτω τον ~ο ~ο μου στα βιβλία/στη γυμναστική. Εγκαταστάσεις ~ου ~ου και αθλητισμού. Τι κάνεις στον ~ο ~ο σου; Δεν έχει καθόλου ~ο ~ο. Βλ. ανάπαυση, διασκέδαση, ψυχαγωγία., πραγματικός χρόνος 1. ΠΛΗΡΟΦ. πραγματική διάρκεια επεξεργασίας δεδομένων: ~ ~ εγκατάστασης/λήψης (αρχείου). Κινούμενη εικόνα σε ~ό ~ο.|| (τώρα, ζωντανά, άμεσα:) Ενημέρωση/επικοινωνία/τηλεδιάσκεψη ~ού ~ου/που γίνεται σε ~ό ~ο (μέσω δορυφόρου). Θέσεις πλοίων/κίνηση στους δρόμους σε ~ό ~ο. 2. αληθινή διάρκεια: ο ~ ~ της συνομιλίας. Ο ελάχιστος/μέσος ~ ~ απασχόλησης/ασφάλισης/εργασίας/προϋπηρεσίας. Οι ~οί ~οι ολοκλήρωσης του έργου. [< 1: αγγλ. real time, 1953] , ακολουθία των χρόνων βλ. ακολουθία, ανενεργός χρόνος βλ. ανενεργός, άνεση χρόνου βλ. άνεση, αρκτικοί χρόνοι βλ. αρκτικός2, αστρικός χρόνος βλ. αστρικός, γεωμετρική εποχή/περίοδος βλ. γεωμετρικός, ηλιακός χρόνος βλ. ηλιακός, ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια βλ. ηρωικός, ιστορικοί χρόνοι βλ. ιστορικός, μελλοντικοί χρόνοι βλ. μελλοντικός, Μέσοι Χρόνοι βλ. μέσος, μηχανή του χρόνου βλ. μηχανή, μολυβένια χρόνια βλ. μολυβένιος, πανδαμάτωρ χρόνος βλ. πανδαμάτωρ, πέτρινα χρόνια βλ. πέτρινος, πίστωση χρόνου βλ. πίστωση, σκοτεινοί χρόνοι βλ. σκοτεινός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, το πλήρωμα του χρόνου βλ. πλήρωμα, χρόνος υποδιπλασιασμού βλ. υποδιπλασιασμός ● ΦΡ.: (είναι) χρόνια μπροστά (προφ.): είναι προχωρημένος, αναπτυγμένος: ~ ~ στην τεχνολογία. Ο άνθρωπος είναι ~ ~ (= μπροστάρης, πρωτοπόρος)., εκτός χρόνου: έξω από τα χρονικά όρια: (ΑΘΛ.) βολή ~ ~. Βγήκε ~ ~., εντός χρόνου: μέσα στο καθορισμένο χρονικό περιθώριο: Τερμάτισε ~ ~. Είμαστε ~ ~. Τα πάντα έγιναν ~ ~ και προγραμματισμού/προϋπολογισμού., η πατίνα του χρόνου: τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος σε διάφορα αντικείμενα ή πρόσωπα· κατ΄επέκτ. το πέρασμα του χρόνου. [< γαλλ. la patine du temps] , θέμα/ζήτημα χρόνου: για κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε: Η επιχείρηση παραπαίει και είναι/θεωρείται ~ ~ να βάλει λουκέτο., και του χρόνου! (ευχετ.): (μακάρι να εορτασθεί ξανά ή συνεχιστεί κάτι ευχάριστο) και την επόμενη χρονιά: Άντε, ~ ~ να 'μαστε καλά, να ξαναβρεθούμε! ~ ~ με υγεία! Χρόνια πολλά! ~ ~!, με τα χρόνια: με την πάροδο του χρόνου. Πβ. με την ηλικία., ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του (προφ.): για άνθρωπο κάποιας ηλικίας που δείχνει νέος., ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας (προφ.): ο καιρός που περνά λειτουργεί προς όφελός μας ή εναντίον μας: Όσο καθυστερούν, ~ δουλεύει υπέρ μας., όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) (παροιμ.): σε μια μόνο στιγμή μπορούν να συμβούν τα πιο απροσδόκητα και συνήθ. δυσάρεστα πράγματα., παίρνει/τρώει χρόνο: (συνήθ. προς δήλωση δυσαρέσκειας) διαρκεί πολύ χρόνο μέχρι να υλοποιηθεί, είναι χρονοβόρο: Η διαδικασία μας έφαγε/πήρε πολύ ~. Δεν θα φάω τον πολύτιμο ~ σου., παίρνουν (κάποιον) τα χρόνια (προφ.): γερνά: Δεν μας έχουν πάρει (και) ~ (ακόμα). Νέοι είμαστε., πάνω στον χρόνο (προφ.) 1. λίγο πριν από τη συμπλήρωση ενός έτους ή αμέσως μετά από αυτή: Το μηχάνημα χάλασε ~ ~. 2. λίγο πριν από το τέλος του διαθέσιμου χρόνου ή τη στιγμή της λήξης του: Παρέδωσε το γραπτό του ~ ~., πίεση χρόνου: περιορισμένα χρονικά περιθώρια: Έχουμε/υπάρχει ασφυκτική ~ ~. Εργαζόμαστε κάτω από/με/υπό μεγάλη ~ ~. ΑΝΤ. άνεση χρόνου, σε χρόνο ρεκόρ/μηδέν/ντε τε/εξπρές: πάρα πολύ γρήγορα, αμέσως: Ετοιμάστηκε/ήρθε ~ ~. Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν ~ ρεκόρ. Ο κρατικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε ~ ~. ΣΥΝ. πατ κιουτ, στο άψε σβήσε, στο πι και φι, στον χρόνο: στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια των χρονικών περιόδων που προηγήθηκαν, στην πάροδο των ετών: αναδρομή/ταξίδι ~ ~. Τοπίο αναλλοίωτο ~ ~.|| Σχέση που αντέχει ~ ~., συν τω χρόνω (λόγ.): με το πέρασμα του καιρού: μειωμένη κίνηση ~ ~. Το κτίριο ~ ~ υπέστη φθορές. Τα προβλήματα αυξάνονται ~ ~. ΣΥΝ. προϊόντος του χρόνου, τα έχει τα χρονάκια του! (προφ.): δεν είναι τόσο νέος ή καινούργιος όσο δείχνει: Μη νομίζεις, ~ της!|| Ο υπολογιστής σου ~ ~., του χρόνου: την επόμενη χρονιά: Το ανέβαλαν/κανόνισαν για ~ ~. Βλ. φέτος, πέρυσι., χρόνια πολλά!: ευχή σε εορτάζοντα ή επ΄ευκαιρία επετείου ή θρησκευτικής εορτής· να ζήσεις πολλά χρόνια: ~ ~ και καλά! ~ ~ με υγεία και χαρά! ~ ~ και καλή χρονιά! ~ ~, να σε χαιρόμαστε! ~ ~ σε όσους γιορτάζουν! Βλ. εις πολλά έτη/έτη πολλά, να ζήσεις!, να τα εκατοστίσεις, να τα χιλιάσεις!, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει: προς δήλωση συνήθ. αρνητικής κατάστασης, η οποία μένει αναλλοίωτη με την πάροδο του χρόνου: ~ ~, πάντα η ίδια ιστορία. Βλ. μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει., χρόνου φείδου (αρχ. γνωμ.): να εκμεταλλεύεσαι σωστά τον χρόνο σου, να μην τον σπαταλάς άσκοπα., (μέσα) σε εύλογο χρόνο βλ. εύλογος, αγοράζω χρόνο βλ. αγοράζω, από αρχαιοτάτων χρόνων βλ. αρχαίος, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, κάθε χρόνο τέτοια μέρα βλ. μέρα, και του χρόνου διπλός/διπλή! βλ. διπλός, κακό χρόνο να 'χεις! βλ. κακός, κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο βλ. κερδίζω, κερδίζω χρόνο βλ. κερδίζω, μας άφησε χρόνους βλ. αφήνω, με βάθος χρόνου βλ. βάθος, ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά βλ. έρως, ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται βλ. κλέφτης, ο χρόνος είναι χρήμα βλ. χρήμα, πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» βλ. γάμος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος, προϊόντος του χρόνου βλ. προϊών, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις χρόνο και σαπούνι βλ. γουρούνι, σαράντα χρόνια φούρναρης βλ. φούρναρης, σε ανύποπτο χρόνο βλ. ανύποπτος, σε βάθος χρόνου βλ. βάθος, σε εύθετο χρόνο βλ. εύθετος, τα βάθη του χρόνου/των αιώνων βλ. βάθος, τον κυνηγάει ο χρόνος βλ. κυνηγώ, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χάσιμο χρόνου βλ. χάσιμο, χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις! βλ. χίλιοι, χρόνια στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1-5,8: αρχ. χρόνος, γαλλ. temps 7,9: μτγν. χρόνος]

ψύλλος

ψύλλος ψύλ-λος ουσ. (αρσ.): κοινή ονομασία άπτερων εντόμων τα οποία ζουν παρασιτικά στα ζώα και τους ανθρώπους και τρέφονται με το αίμα τους. ● ΦΡ.: για ψύλλου πήδημα (προφ.): για ασήμαντη αφορμή, με το παραμικρό: Εκνευρίζεται ~ ~., καλιγώνει/πεταλώνει τον ψύλλο (μτφ.-προφ.): για άτομο πανέξυπνο και πολύ πονηρό. , μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά (μτφ.-προφ.): έχω υποψίες για κάτι/με έκανε να υποψιαστώ: Μου μπήκαν ~ ότι πλαστογράφησε τα δικαιολογητικά. Το τηλεφώνημά του μου έβαλε ~., ούτε ψύλλος στον κόρφο του (προφ.): δεν θα ήθελα με τίποτα να είμαι στη δυσχερή θέση του, να μου συμβεί ό,τι συμβαίνει σε αυτόν., (γυρεύει/ψάχνει/ζητά) ψύλλους (/ψύλλο)/βελόνα (/βελόνες) στ' άχυρα βλ. άχυρο [< αρχ. ψύλλος]

ψυχή

ψυχή ψυ-χή ουσ. (θηλ.) 1. η άυλη, πνευματική ουσία του ανθρώπου, που θεωρείται ότι είναι αθάνατη· γενικότ. η άυλη και άφθαρτη ουσία κάθε όντος: ειρήνη της ~ής. Η ~ δίνει ζωή στο σώμα.|| Κάθαρση/λύτρωση/σωτηρία της ~ής. (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο σωτήρας των ~ών (: ο Θεός). Προσεύχομαι για την ~ κάποιου. Δέηση για την ~ του ... Παρέδωσε την ~ του στον Κύριο (= πέθανε· βλ. πνεύμα). (ως ευχή για πεθαμένο:) Ο Θεός να/ας αναπαύσει την ~ του.|| (σε όρκο:) Στην ~ της μάνας/του πατέρα μου!|| (ΦΙΛΟΣ.) Καθολική/παγκόσμια ~ (πβ. ψυχή του κόσμου).|| (ΜΥΘ.) Η Ψυχή και ο Έρωτας.|| Η ~ των ζώων. 2. (ειδικότ.) η ηθική και συναισθηματική φύση του ανθρώπου, σε αντίθεση με τη βιολογική και διανοητική του υπόσταση: αβυσσαλέα/αγγελική/αγνή/αδάμαστη/αδούλωτη/ελεύθερη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/μαύρη/παιδική/περήφανη (βλ. φρόνημα)/σκληρή/σκοτεινή ~. Οι αρετές/η γαλήνη/η δύναμη/η ηρεμία/η καλλιέργεια/η κατάσταση/το μεγαλείο/ο πόνος/η υγεία της ~ής. Το τραγούδι άγγιξε την ~ μου (: με συγκίνησε βαθύτατα). Έχει καλή/κακή ~ (= καρδιά· πβ. καλό-/κακό-ψυχος). Η αμαρτία βαραίνει την ~ (βλ. συνείδηση). Κάποιος/κάτι γεμίζει την ~ μας με θλίψη/χαρά. Πόνεσε η ~ μου που την είδα να κλαίει (: στενοχωρήθηκα πολύ). Το ευχαριστήθηκε/χάρηκε η ~ μου! Το αληθινό ταλέντο βγαίνει/πηγάζει από την ~. Με τα μάτια της ~ής.|| H λαϊκή ~. 3. άνθρωπος, ζωή· ειδικότ. εμψυχωτής: αδικοχαμένες/μοναχικές/νεανικές/πληγωμένες ~ές. Πόλη δύο εκατομμυρίων ~ών (= κατοίκων). Χάθηκαν τόσες αθώες ~ές! Τι να κάνει άραγε αυτή η ~;|| Δεν υπήρχε ~ τριγύρω. Σε αυτό το μέρος τον χειμώνα δεν πατάει ~.|| (μτφ.) Είναι η ~ του αγώνα. Το εμπορικό κέντρο είναι η ~ της πόλης. 4. {χωρ. πληθ.} παλικαριά, θάρρος: το μεγαλείο της ελληνικής ~ής. Δείξαμε ~ και νικήσαμε. Θέλει ~ (= κότσια) ν' αψηφάς τον κίνδυνο. Είναι ομάδα με ~. Είχαν ~ και πάλεψαν μέχρι τέλους εναντίον των κατακτητών (: ήταν ψυχωμένοι, ανδρείοι· βλ. δειλός, άνανδρος). Πβ. αγωνιστικ-, μαχητικ-ότητα, σθένος. 5. ΤΕΧΝΟΛ. το κεντρικό ή βασικό τμήμα αντικειμένου ή κατασκευής, συνήθ. δοκού, σιδηροτροχιάς: αγωγοί/συρματόσχοινα με χαλύβδινη ~. ● Υποκ.: ψυχάκι (το) (οικ.): πρόσωπο αγαπημένο, κοντινό ή για το οποίο τρέφουμε αισθήματα συμπάθειας, εκτίμησης., ψυχούλα (η): καλοσυνάτος άνθρωπος, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και ανιδιοτέλεια. ● ΣΥΜΠΛ.: ψυχή του κόσμου & κοσμική ψυχή: ΦΙΛΟΣ. (κατά τους πρώτους φιλοσόφους) η ζωοποιός δύναμη του κόσμου., αδελφή ψυχή βλ. αδελφός, η αθανασία της ψυχής βλ. αθανασία, η ψυχή της παρέας βλ. παρέα, κατάθεση ψυχής βλ. κατάθεση ● ΦΡ.: βάζω την ψυχή μου (σε κάτι) (προφ.): δημιουργώ, κάνω κάτι με όλες μου τις δυνάμεις, με όρεξη και διάθεση: ~ει ~ σ' αυτό που κάνει., βγαίνει η ψυχή (κάποιου) (προφ.): πεθαίνει: Κόντεψε να βγει ~ του., για την ψυχή της μάνας μου (συνήθ. ειρων.): για να τονιστεί ότι κάτι γίνεται αφιλοκερδώς και ανυστερόβουλα: Το κάνουν για το κέρδος, δεν στήνουν ολόκληρες επιχειρήσεις ~ ~ τους. Πβ. δωρεάν, τζάμπα. ΑΝΤ. με το αζημίωτο., δίνω (και) την ψυχή μου (για κάποιον/κάτι): κάνω τα πάντα., δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι αρέσει πολύ σε κάποιον: Δώσ' του γλυκά/κουτσομπολιό ~ ~!, ένα σώμα, μια ψυχή: για να δηλωθεί απόλυτη ενότητα, σύμπνοια: Είμαστε/έχουμε γίνει ~ ~!, και οι ... έχουν ψυχή (προφ.-χιουμορ.): ακόμα και όσοι υποτιμούνται έχουν συναισθήματα και δικαιώματα., με όλη μου την ψυχή/την καρδιά (προφ.): με κάθε ειλικρίνεια, ολόψυχα: Σ' ευχαριστώ ~ ~! Σου εύχομαι/σε παρακαλώ ~ ~ να ... Θέλω κάτι ~ ~. Τον αγαπούσα ~ ~. ΣΥΝ. από καρδιάς, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με την ψυχή μου (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλαυση, ευχαρίστηση σε πολύ μεγάλο βαθμό: Γλέντησα/χόρεψα ~ ~. Πανηγύρισε ~ ~ του., μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει! (προφ.): (για κάτι δυσάρεστο) ό,τι πρόκειται να συμβεί, ας συμβεί μια ώρα νωρίτερα., πιάνεται/πιάστηκε η ψυχή μου (προφ.): στενοχωριέμαι, υποφέρω, αγωνιώ: Πιάνεται ~ ~ που σε βλέπω να κουράζεσαι. ~στηκε ~ όταν είδα ..., ταξίδι ψυχής 1. που έχει ως στόχο την ικανοποίηση ψυχικών αναγκών: ~ ~ στις ρίζες του (= στον τόπο καταγωγής του). 2. (μτφ.) εσωτερική αναζήτηση, ταξίδι με τον νου σε διαφορετικούς τόπους ή καταστάσεις: Η Τέχνη αποτελεί ~ ~., τι ψυχή έχει (κάτι); (οικ.): δεν έχει καμιά αξία ή σημασία: Δεν ήπια και πολύ, ~ ~ ένα ποτηράκι;, τι ψυχή θα παραδώσεις;: (σε κάποιον που διαπράττει κάτι κακό ή και χιουμορ.) δεν φοβάσαι την ώρα της Κρίσεως;, τρέμει η ψυχή μου (μτφ.-προφ.): ανησυχώ πολύ, φοβάμαι υπερβολικά: ~ ~ μην πάθει κανένα κακό. ΣΥΝ. βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου, ψυχή ζώσα (λόγ.-εμφατ.): κανένας: Δεν κυκλοφορεί/δεν υπάρχει ~ ~., ψυχή τε και σώματι (λόγ.) & ψυχή και σώμα: ολόψυχα, ολοκληρωτικά: Του αφοσιώθηκε ~ ~. Αγωνίστηκε/συμμετέχει ~ ~. Τάχθηκε ~ ~ υπέρ του ..., ψυχή/ψυχούλα μου!: ως προσφώνηση με την οποία εκφράζεται αγάπη, τρυφερότητα, οικειότητα: ~ ~, μου λείπεις! ΣΥΝ. καρδιά/καρδούλα μου, άβυσσος η ψυχή (του ανθρώπου)! βλ. άβυσσος, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων βλ. αλλόφυλος, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εν βρασμώ ψυχής βλ. βρασμός, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! βλ. θεός, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με πόνο ψυχής βλ. πόνος, με την ψυχή στο στόμα βλ. στόμα, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, μου 'φυγε η ψυχή βλ. φεύγω, ο Θεός και η ψυχή του! βλ. θεός, παρέδωσε το πνεύμα βλ. πνεύμα, παρηγοριά στον άρρωστο (μέχρι/ώσπου να βγει η ψυχή του) βλ. παρηγοριά, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά/ύστερα το χούι βλ. χούι, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, τον/την έχει βαρεθεί η ψυχή μου βλ. βαριέμαι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ ● βλ. ψυχάρα [< αρχ. ψυχή, 5 γερμ. Seele]

ώρα

ώρα [ὥρα] ώ-ρα ουσ. (θηλ.) {ώρας | ώρες, ωρών} 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης του χρόνου που ισούται με εξήντα λεπτά και με το ένα εικοστό τέταρτο της μέρας, καθώς και το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε αυτή· κατ' επέκτ. χρονική περίοδος που χρειάζεται ή διατίθεται για κάτι ή κατά την οποία γίνεται κάτι: ηλιακή/μισή (βλ. μισάωρο) ~. Ένα τέταρτο της ώρας. Μια ~ απόσταση/δρόμος. Μιάμιση ~ με το αεροπλάνο/το αυτοκίνητο/τα πόδια. Ταχύτητα που ξεπερνά τα ογδόντα χιλιόμετρα την ~. Πληρώνεται/χρεώνει με την ~. Βγάζει/κερδίζει/παίρνει πολλά χρήματα την ~. Διορία εβδομήντα δύο ωρών. Πολλές ώρες αργότερα/μετά/νωρίτερα. Θα έρθω σε μία ~. Το ταξίδι είχε διάρκεια τρεις ώρες. Έμεινα στο νησί είκοσι τέσσερις ώρες (= μια μέρα). Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο (= συνεχώς). Εργάζεται οκτώ ώρες την ημέρα (βλ. οκτάωρο). Επιπλέον ~ εργασίας (βλ. υπερωρία). Οι ώρες περνούσαν αργά. Ώρες ακρόασης (καθηγητών). Εν/σε ~ δράσης.|| ~ διδασκαλίας ή διδακτική ~ (: που διαρκεί περ. σαράντα πέντε λεπτά). Περίμενα αρκετή ~. Μπορείτε να μείνετε όση ~ θέλετε. Παρατηρούσα αρκετή ~ τα παιδιά. Περνάει τις ώρες (: τον χρόνο) της μελετώντας. Δεν έχω πολλή ~ στη διάθεσή μου. Δραματικές/κρίσιμες ώρες για την οικονομία της χώρας. Βλ. ανθρωπο~, εργατο~. 2. ορισμένη χρονική στιγμή ή τμήμα της ημέρας ή της νύχτας· ειδικότ. η στιγμή κατά την οποία συμβαίνει ένα γεγονός, που είναι αφιερωμένη σε κάτι ή ενδεδειγμένη για αυτό: ακριβής/προγραμματισμένη ~. Οι κενές/νεκρές ώρες του μεσημεριού (βλ. ώρα/ώρες αιχμής). Τι ~ είναι; Η ~ είναι πέντε και δέκα (ακριβώς). Οκτώ η ~ το πρωί (βλ. προ μεσημβρίας). Εννιά η ~ το βράδυ (αλλιώς: είκοσι μία, βλ. μετά μεσημβρία(ν)). Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά από τις εννιά ως τις τρεις η ~. Ρολόι που δείχνει τη σωστή ~. Είπε/κοίταξε/ρύθμισε/ρώτησε την ~. Παρά την προχωρημένη ~, το μαγαζί ήταν ανοικτό. Είναι περασμένη ~ και η υπηρεσία έχει κλείσει. Το δρομολόγιο εκτελείται απογευματινές/βραδινές/μεσημεριανές/νυχτερινές ώρες. Το γλέντι κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. ~ γέννησης/έναρξης/λήξης/προσέλευσης.|| Η ~ του απολογισμού/των αποφάσεων/της κλήρωσης/της συνάντησης. ~ για διάλειμμα/διασκέδαση/μελέτη/παιχνίδι/ύπνο/φαΐ. ~ ευθύνης για την κυβέρνηση. Άλλαξε η ~ του ημιτελικού. Μου τηλεφώνησε σε ακατάλληλη ~. Είναι η ~ του αγώνα/του λαού. || Όλα έγιναν/θα γίνουν στην ώρα τους. 3. (ειδικότ.) σύστημα υπολογισμού του χρόνου με βάση τον τόπο ή την εποχή: παγκόσμια/τοπική ~. Διαφορά ώρας της Ελλάδας με άλλες χώρες. Αλλαγή της ώρας τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο (βλ. θερινή ~, χειμερινή ~). Οι δείκτες των ρολογιών θα μετακινηθούν μια ~ μπροστά/πίσω. 4. ΕΚΚΛΗΣ. {στον πληθ.} τέσσερις σύντομες ημερήσιες ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Διαβάζονται/ψάλλονται οι μεγάλες ή βασιλικές Ώρες (των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων και της Μ. Παρασκευής). ● Υποκ.: ωρίτσα (η): στις σημ. 1,2: Το πολύ σε μισή ~ θα είμαι εκεί. ● ΣΥΜΠΛ.: επίσημη ώρα 1. που ορίζεται σε κάθε χώρα από τον νόμο ανάλογα με ένα σταθερό σημείο αναφοράς (τον μεσημβρινό του Γκρίνουιτς): ~ ~ Ελλάδας. 2. που καθορίζεται από το πρόγραμμα: ~ ~ άφιξης., η Ώρα της Γης: παγκόσμια εκδήλωση που διεξάγεται ετησίως το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου, κατά το οποίο τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις καλούνται να σβήσουν τα φώτα και τις ηλεκτρικές συσκευές τους ως ένδειξη ευαισθητοποίησης και διαμαρτυρίας για την κλιματική αλλαγή. [< αγγλ. Earth Hour, 2007] , βάρβαρη ώρα βλ. βάρβαρος, ζώνη ώρας βλ. ζώνη, η ημέρα/η ώρα της κρίσεως/της κρίσης βλ. κρίση, η ώρα του παιδιού βλ. παιδί, η ώρα του πρωθυπουργού βλ. πρωθυπουργός, θερινή ώρα βλ. θερινός, μικρές ώρες βλ. μικρός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, χειμερινή ώρα βλ. χειμερινός, χρυσή ώρα βλ. χρυσός, ώρα Γκρίνουιτς βλ. Γκρίνουιτς, ώρα/ώρες αιχμής βλ. αιχμή, ώρες γραφείου βλ. γραφείο, ώρες/ωράριο λειτουργίας βλ. λειτουργία ● ΦΡ.: (ε)πάνω στην ώρα (προφ.): έγκαιρα, την πιο ενδεδειγμένη στιγμή: ~ ~ έφτασε., από την ώρα που: από τη στιγμή που, αφού, εφόσον: ~ ~ ενημερώθηκε, κινητοποιήθηκε άμεσα., από ώρα σε ώρα (προφ.) 1. σύντομα: Περιμένει, ~ ~, την απάντησή του. Αναμένεται ~ ~ να γεννήσει. Θα φύγω ~ ~. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, όπου να 'ναι (1) 2. με την πάροδο του χρόνου: Οι τιμές αλλάζουν ~ ~. ΣΥΝ. ώρα με την ώρα, βρήκες την ώρα να ... (προφ.-εμφατ.): δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει κάτι: ~ ~ μου κάνεις αστεία! Άσε με ήσυχο, ώρα που τη βρήκες να γκρινιάξεις!, για την ώρα: μέχρι στιγμής, προσωρινά: ~ ~ δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε αλλαγές. ΣΥΝ. επί του παρόντος/προς το παρόν, προς στιγμή(ν), δύσκολες ώρες: για να τονιστεί η κρισιμότητα μιας κατάστασης: Περνάει ~ ~. Ήταν πάντα μαζί στις ~ ~., είναι με τις ώρες του (προφ.): (για πρόσ.) χωρίς σταθερή διάθεση και συμπεριφορά ή (για πράγμα) χωρίς σταθερή λειτουργία: ~ ~, πότε σου μιλάει και πότε όχι., είναι ώρα να/για: είναι κατάλληλη η περίσταση, ευνοϊκή η στιγμή: ~ ~ να αναλάβουμε πρωτοβουλίες. Δεν ~ ~ για κριτική., έχεις/έχετε ώρα; (προφ.): τι ώρα είναι;, η κακιά (η) ώρα (προφ.): ατυχής συγκυρία που οδηγεί σε κάτι δυσάρεστο: Δεν φταις εσύ, ήταν ~ ~., η μεγάλη ώρα: πολύ σημαντική στιγμή: ~ ~ πλησιάζει! Οι ~ες ώρες της ανθρωπότητας/ιστορίας., η ώρα η καλή! (προφ.): ως ευχή σε πρόσωπο που πρόκειται να παντρευτεί., ήρθε/σήμανε η ώρα & (λόγ.) ήγγικεν η ώρα (μτφ.): έφτασε η κατάλληλη, η σημαντική στιγμή (για κάτι): ~ ~ των διαρθρωτικών αλλαγών. ~ ~ για την έναρξη εθνικού διαλόγου.|| Όταν έρθει η ~, θα μιλήσω.|| Οι δείκτες του ρολογιού σήμαναν την ώρα της επιστροφής., θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες (προφ.): χρειάζεται χρόνος, για να γίνει κάτι: Θέλει (πολλή) ώρα, για να συνέλθει από το σοκ. Παίρνει (πολλές) ώρες να προσαρμοστείς. Τρώει ~ να φτιάξεις αυτό το γλυκό., κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του & καθετί/όλα τα πράγματα στην ώρα του(ς) (προφ.): για όλα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος. ΣΥΝ. κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο), καλή του ώρα & ώρα του καλή: (ως ευχή για κάποιον που απουσιάζει τη στιγμή που γίνεται λόγος γι' αυτόν) να είναι καλά: ~ ~, όπου κι αν βρίσκεται!, καλή ώρα (προφ.): παρενθετικά, για να τονιστεί η ομοιότητα με κάποιον ή κάτι άλλο: Γνώρισα έναν νεαρό, ~ ~ σαν και σένα. Σκέφτονται τα ίδια, ~ ~ όπως κι εμείς., μαύρη η ώρα (προφ.): ως κατάρα ή ως έκφραση απελπισίας: ~ ~ που σε γνώρισα!, με την ώρα του (προφ.): τη στιγμή που πρέπει: το καθένα ~ ~!, με τις ώρες/επί ώρες/ώρες ολόκληρες/για ώρες (εμφατ.): περισσότερο από τον αναμενόμενο χρόνο, παρατεταμένα: Κάθεται με τις ώρες στον ήλιο. Περίμεναν υπομονετικά επί ώρες. Περνούσε ώρες ολόκληρες στη βιβλιοθήκη. Έμενε για ώρες στο γυμναστήριο., μέχρι την ώρα που: ως τη στιγμή που: Από την ώρα που πήγα, ~ ~ έφυγα, δεν τον είδα καθόλου., όλες τις ώρες: κάθε στιγμή της ημέρας, συνεχώς: ρούχα για ~ ~. Ενιαία χρέωση ~ ~. ~ ~ της μέρας και της νύχτας., όλη την ώρα: συνεχώς, διαρκώς: Είμαστε μαζί/μαλώνουμε ~ ~. Δεν γίνεται ν' ασχολούμαστε ~ ~ μαζί του. ΣΥΝ. κάθε ώρα και στιγμή, στην ώρα μου: στην προκαθορισμένη χρονική στιγμή: Έφτασα/ήρθα ~ ~. Ξύπνησα νωρίς, για να 'μαι ~ ~. Να είσαι έτοιμη ~ σου. Είναι πάντα ~ του., την τελευταία/ύστατη ώρα & την ενδεκάτη ώρα: λίγο πριν εξαντληθούν τα περιθώρια, οι προθεσμίες: Σώθηκε ~ ~. Προβλήματα θα υπάρχουν μέχρι την τελευταία ~. Έστω και την ύστατη ~ αποφεύχθηκε ο κίνδυνος. Οι ειδήσεις/τα ψώνια της τελευταίας ώρας. Πβ. την τελευταία στιγμή., της κακιάς ώρας (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι δεν έχει ποιότητα: Το μαγαζί ήταν ~ ~. Πβ. ελεεινός και τρισάθλιος. ΣΥΝ. της συμφοράς, της ώρας: (για τρόφιμα) φρέσκος ή (για φαγητό, κυρ. κρέας) που ψήνεται λίγο πριν φαγωθεί: ψάρια ~ ~.|| Πιάτα ~ ~. Μαγειρευτά και ~ ~., τρώω την ώρα (προφ.) 1. χαραμίζω τον καιρό μου άσκοπα: Τρώει την ~ του, χαζεύοντας. ΣΥΝ. σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου 2. (σε κάποιον) τον καθυστερώ: Μου ~ει ώρα με πράγματα ασήμαντα. Με τη συζήτηση μου ~ει ώρα από το διάβασμα., ώρα καλή σου & ώρα σου καλή (λαϊκό-λογοτ.): ως ευχή ή χαιρετισμός: ~ ~ γέροντα!, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου (προφ.): ευχή για καλό ταξίδι ή γενικότ. καλοτυχία· (κυρ. ειρων.) σε περιπτώσεις χωρισμού., ώρα με την ώρα (προφ.): με το πέρασμα του χρόνου: Η κατάσταση επιδεινώνεται ~ ~. Βλ. από στιγμή σε στιγμή. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (2), ώρα/ώρες είναι να ... (προφ.-εμφατ.): λέγεται όταν δεν θέλουμε να συμβεί κάτι: ~ ~ μας κατηγορήσεις κιόλας, επειδή ενδιαφερθήκαμε!, ώρες ώρες (προφ.): μερικές φορές, κάπου κάπου: ~ ~ είναι πολύ ενοχλητικός. Δεν σε καταλαβαίνω ~ ~. ΣΥΝ. πότε πότε, (έρχεται/φτάνει) η ώρα του λογαριασμού βλ. λογαριασμός, ανά πάσα στιγμή βλ. στιγμή, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, για να περάσει/περνάει η ώρα βλ. περνώ, δεν βλέπω την ώρα να ... βλ. βλέπω, δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας βλ. στιγμή, η δωδεκάτη (ώρα) βλ. δωδέκατος, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, κάθε ώρα και στιγμή βλ. στιγμή, κούφια η ώρα (που τ' ακούει) βλ. κούφιος, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μέχρι στιγμής βλ. στιγμή, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, μια(ν) ώρα αρχύτερα βλ. αρχύτερα, όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) βλ. χρόνος, πριν την ώρα/της ώρας του βλ. πριν, σε περίπτωση ανάγκης βλ. ανάγκη, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τέτοια ώρα/τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια βλ. τέτοιος, την ίδια στιγμή/ώρα βλ. στιγμή, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, ώρα μηδέν βλ. μηδέν, ώρες κοινής ησυχίας βλ. ησυχία [< αρχ. ὥρα, γαλλ. heure, αγγλ. time]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.