Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 222 εγγραφές  [0-20]


  • αβέρτα [ἀβέρτα] α-βέρ-τα επίρρ. (λαϊκό-προφ.) 1. χωρίς φειδώ, χωρίς μέτρο: Δίνει/ξοδεύει/πουλάει ~. Μοιράζει ~ υποσχέσεις (πβ. απλόχερα). 2. (σπάν.) ελεύθερα, φανερά, απροκάλυπτα: Συζητούσαν ~. Δεν μάσησε τα λόγια του· τους τα 'πε ~. Πβ. καθαρά και ξάστερα, ορθά κοφτά, σταράτα. ● ΦΡ.: αβέρτα-κουβέρτα (εμφατ.): σε μεγάλο βαθμό και χωρίς μέτρο: Κάνει παρανομίες/πίνει ~ ~. [< βεν. averto]
  • αβέρτος , η, ο [ἀβέρτος] α-βέρ-τος επίθ. (σπάν.-λαϊκό): ανοιχτός, διάπλατος, απλόχωρος: ~ο αμπέλι (= άφραγο). Το ιστιοφόρο έσκιζε τα κύματα με ~α τα πανιά.|| (μτφ.) ~ος: άνθρωπος (= ανοιχτόκαρδος, ειλικρινής, ντόμπρος). ~ες: κουβέντες (= ξεκάθαρες, σταράτες). [< βεν. averto]
  • άλα! [ἄλα] ά-λα επιφών. (οικ.-λαϊκό) 1. (+ προσ. αντων., συνήθ. της) για δήλωση ενθουσιασμού, επιδοκιμασίας ή ειρωνείας: ~ της γλέντια! ~ της κουράγιο! ~ της χορό ο παππούς! Πβ. άτσα. 2. για ενθάρρυνση, παρότρυνση: ~ πασά μου! [< βεν. ala]
  • άλμπουρο [ἄλμπουρο] άλ-μπου-ρο ουσ. (ουδ.) & άρμπουρο: ΝΑΥΤ. κατάρτι, ιστός σκάφους: Έδεσε τη σημαία στο ~. [< βεν. alboro]
  • αλτάνα [ἀλτάνα] αλ-τά-να ουσ. (θηλ.) 1. παρτέρι κοντά σε τοίχο αυλής ή κήπου, μικρός ανθόκηπος: ~ με πεζούλι. Πετρόχτιστες ~ες με τριανταφυλλιές. 2. μπαλκόνι με λουλούδια. [< μεσν. αλτάνα < βεν. altana]
  • αμάκα [ἀμάκα] α-μά-κα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): εξασφάλιση αγαθών από τους άλλους, τράκα: η τακτική του λαμόγιου και της ~ας.|| (σπάν. ως επίρρ.) Πάλι (στην) ~ την έβγαλε (: δωρεάν, τσάμπα). [< βεν. a macca]
  • αναμπουμπούλα [ἀναμπουμπούλα] α-να-μπου-μπού-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): αναταραχή, φασαρία: Επικρατεί ~. Μέσα/πάνω στην ~, χάσαμε τα πράγματά μας. ΣΥΝ. ανακατωσούρα (1), πανικός (2), χαμός (1) ● ΦΡ.: ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται & στην αντάρα/ανεμοζάλη χαίρεται (παροιμ.): για κάποιον που προσπαθεί να επωφεληθεί, όταν επικρατεί γενική αναστάτωση και σύγχυση. [< βεν. ala babula]
  • αρόδο [ἀρόδο] α-ρό-δο επίρρ.: ΝΑΥΤ. (για πλοίο) σε μακρινή απόσταση από το λιμάνι ή την ακτή: Αγκυροβόλησε/έδεσε ~. ΣΥΝ. στα ανοιχτά [< βεν. arodo, a roda]
  • βαρκαρόλα βαρ-κα-ρό-λα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. τραγούδι των βαρκάρηδων (κυρ. παλαιότ. στα Επτάνησα) ή των γονδολιέρηδων· συνεκδ. η αντίστοιχη μουσική σύνθεση ή πολιτιστική εκδήλωση. Βλ. καντάδα. [< βεν. barcarola]
  • βελάδα βε-λά-δα ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): επίσημο ανδρικό μαύρο ένδυμα, παρόμοιο με φράκο. Πβ. ρεντικότα. [< βεν. velada]
  • βέρα βέ-ρα ουσ. (θηλ.): το δαχτυλίδι του αρραβώνα ή του γάμου και συνεκδ. ο γαμήλιος δεσμός: κλασική/λευκόχρυση/τετράγωνη/τετραγωνισμένη/χρυσή ~. Φοράει ~ (= είναι παντρεμένος/η).|| Σέβεται/τιμά τη ~ (= τον γάμο) του. ● ΦΡ.: άλλαξαν/πέρασαν/φόρεσαν βέρες(/δαχτυλίδια) (λαϊκό): αρραβωνιάστηκαν. Πβ. λογοδίνομαι. [< βεν.-ιταλ. vera]
  • βίδα βί-δα ουσ. (θηλ.) {βιδών}: καρφί ποικίλων διαστάσεων με ελικοειδείς αυλακώσεις στον κορμό και εσοχή στην κεφαλή, το οποίο με περιστροφικές κινήσεις εισχωρεί συνήθ. σε οπές ανάλογου μεγέθους, για να στερεωθούν ή να συναρμολογηθούν αντικείμενα ή κατασκευές: ανοξείδωτες/εξάγωνες/μεταλλικές/φρεζάτες ~ες. Οι βόλτες/το σπείρωμα μιας ~ας. ~ες ασφάλισης/ρύθμισης (π.χ. της παροχής νερού)/συγκράτησης (π.χ. της κόρνας στο τιμόνι). Τοποθέτηση των ραφιών με ~ες στον τοίχο. (Ξε)βιδώνω/σφίγγω τη ~. Οι ~ες του τραπεζιού έχουν (ξε)λασκάρει/χαλαρώσει. Πβ. κοχλίας. Βλ. γκρόβερ, ούπα, παξιμάδι, ροδέλα, ξυλό-, σταυρό-βιδα.βίδες (οι): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. φουζίλι. Βλ. λαζάνια, πένες, φαρφάλες. ● Υποκ.: βιδάκι (το), βιδούλα & βιδίτσα (η) ● ΦΡ.: γίναμε/θα γίνουμε βίδες (αργκό): για άσχημο τσακωμό: Πρόσεξε πώς μιλάς, γιατί θα γίνουμε ~ εδώ μέσα! ΣΥΝ. γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες), γίνομαι μπίλιες (με κάποιον), κάνω βίδες (λαϊκό-μτφ.) 1. (για αντικείμενα, συσκευές, μηχανές) διαλύω, αποσυναρμολογώ ή καταστρέφω: Έκανε ~ το κινητό/τον υπολογιστή.|| (για ατύχημα) Το αυτοκίνητο έγινε βίδες (= σμπαράλια). Πβ. φύλλο (και) φτερό. ΣΥΝ. κάνω κομμάτια (1), σμπαραλιάζω (1) 2. (για πρόσ.) αποστομώνω, νικώ: Τους έκανε όλους ~., του 'στριψε/του λασκάρισε/του 'φυγε η/καμιά βίδα (μτφ.-προφ.): τρελάθηκε, παλάβωσε: Γιατί κάνει έτσι; Του ~ ~; Τελικά δεν θέλει και πολύ για να σου στρίψει η βίδα. [< βεν. vida]
  • βίρα βί-ρα επιφών. {άκλ.}: ΝΑΥΤ. (ως παράγγελμα) τράβα, σήκωσε: ~-μάινα. Κυρ. στη ● ΦΡ.: βίρα τις άγκυρες! βλ. άγκυρα [< βεν. vira]
  • βιράρω βι-ρά-ρω ρ. (μτβ.) {σπάν. βίραρε}: ΝΑΥΤ. σηκώνω, τραβώ συνήθ. άγκυρα ή βάρκα. ΑΝΤ. αγκυροβολώ [< βεν. virare]
  • γαζία γα-ζί-α ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. είδος ακακίας (επιστ. ονομασ. Acacia farnesiana) με αγκαθωτά φουντωτά κλαδιά, φύλλα σαν φτερά και σφαιρικά, κίτρινα, χνουδωτά και ευωδιαστά άνθη που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία· συνεκδ. τα συγκεκριμένα άνθη. Βλ. μιμόζα. [< βεν. gazia]
  • γαλαντόμος , α, ο γα-λα-ντό-μος επίθ.: γενναιόδωρος, απλοχέρης: ~ος: οικοδεσπότης.|| (κατ' επέκτ.) ~ες: υποσχέσεις. ΣΥΝ. ανοιχτοχέρης, χουβαρντάς ΑΝΤ. σφιχτοχέρης, τσιγκούνης, φιλάργυρος, φραγκοφονιάς [< βεν. galantomo]
  • γαλαρία γα-λα-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. (προφ.) η τελευταία ή οι τελευταίες σειρές θέσεων και συνεκδ. όσοι κάθονται σε αυτές: η ~ της αίθουσας/του θεάτρου (πβ. εξώστης)/του πούλμαν. Κάθονται στη ~. 2. (σε ορυχείο) υπόγεια στοά. Πβ. σήραγγα, τούνελ. 3. ΑΡΧΙΤ. (παλαιότ.) στενός διάδρομος κλεισμένος με τζαμαρία· στοά (μεγάρου). [< βεν. galaria]
  • γαλέτα γα-λέ-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΓΕΙΡ. τριμμένη φρυγανιά. Βλ. -έτα, ογκρατέν, πανέ. 2. (παλαιότ. στον στρατό) παξιμάδι. [< βεν. galeta]
  • γαλότσα γα-λό-τσα ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: φαρδιά συνήθ. λαστιχένια μπότα για προστασία από το νερό, το χιόνι ή τις λάσπες: αδιάβροχες ~ες. ~ με τρακτερωτή σόλα. Βλ. αρβύλα. [< βεν. galozza]
  • γάντζος γά-ντζος ουσ. (αρσ.): (μεγάλο) άγκιστρο για την ανάρτηση, ανύψωση ή στερέωση ογκωδών συνήθ. αντικειμένων: μεταλλικός ~. ~ ασφαλείας/ρυμούλκησης/στήριξης. Πβ. τσιγκέλι. Βλ. αρπάγη. ● Υποκ.: γαντζάκι (το) [< βεν. ganzo]

άγκυρα

άγκυρα [ἄγκυρα] ά-γκυ-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΝΑΥΤ. βαρύ μεταλλικό όργανο με ένα κεντρικό στέλεχος (άτρακτος) και δύο κυρτούς βραχίονες, που προσαρμόζεται στην άκρη αλυσίδας ή συρματόσχοινου, αφήνεται να πέσει στο νερό, γαντζώνεται στον βυθό και χρησιμοποιείται για να κρατά το σκάφος στην ίδια περίπου θέση: ~ πλώρης/πρύμνης. ~ με καδένα/σχοινί. Βαρούλκο ~ας. Τραβάμε τις ~ες.|| (ειδικότ.) Πλωτή ~ (: για να μην παρασυρθεί το σκάφος από ρεύματα, π.χ. όταν ψαρεύει κάποιος). Βλ. δέστρα. 2. (μτφ.) καθετί που παρέχει σταθερότητα, λειτουργεί ως στήριγμα: ~ ασφάλειας/ελπίδας/σταθερότητας/σωτηρίας. Πβ. καταφύγιο. 3. ΠΛΗΡΟΦ. σημείο υπερκειμένου που αποτελεί την πηγή ή τον προορισμό ενός υπερσυνδέσμου. Βλ. λινκ. ● ΦΡ.: βίρα τις άγκυρες!: (ναυτικό παράγγελμα) σηκώστε τις άγκυρες: ~ ~ και όρτσα τα πανιά/και πρόσω ολοταχώς., ρίχνω άγκυρα 1. αγκυροβολώ, αράζω: Το πλοίο έριξε ~ στα ανοιχτά/στο λιμάνι. 2. (μτφ.) παραμένω κάπου για μεγάλο χρονικό διάστημα: Ο παίκτης έριξε ~ στην ομάδα, ανανεώνοντας το συμβόλαιό του., σηκώνω (την) άγκυρα 1. (για πλοίο) αποπλέω: Λύνουμε κάβους, ~ουμε ~ και σαλπάρουμε. 2. (μτφ.) (για πρόσ.) φεύγω, αναχωρώ. [< 1,2: αρχ. ἄγκυρα, γαλλ. ancre 3: αγγλ. anchor, 1988]

αρβύλα & άρβυλο

αρβύλα & άρβυλο [ἀρβύλα] αρ-βύ-λα ουσ. (θηλ. + ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: παπούτσι με κορδόνια και ύψος ως τη μέση περ. της κνήμης, που κατασκευάζεται από χοντρό δέρμα: ορειβατικές/στρατιωτικές ~ες (πβ. μπότες). (ΣΤΡΑΤ.) Ελεύθερος ~ών (: όταν αδυνατεί για ιατρικούς λόγους να φορέσει αρβύλες).|| (ουδ.) Αδιάβροχα/ελαφριά/εύκαμπτα/τρακτερωτά ~α. ~α κυνηγιού/πεζοπορίας. Βλ. γαλότσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ράδιο-αρβύλα βλ. ράδιο1 [< αρχ. ἀρβύλη]

αρπάγη

αρπάγη [ἁρπάγη] αρ-πά-γη ουσ. (θηλ.): ΜΗΧΑΝ. μεταλλικό όργανο εκσκαφέα ή γερανού, με τη μορφή σιαγόνας ή γάντζου, για την περισυλλογή και μεταφορά υλικών: ρομποτική/υδραυλική ~. ~ες ανύψωσης. Βλ. μέγγενη, τσιγκέλι.|| (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.) Η ~ του Νόμου (= δαγκάνα, τσιμπίδα). [< μτγν. ἁρπάγη]

γκρόβερ

γκρόβερ γκρό-βερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. μεταλλικός δακτύλιος για τη σταθεροποίηση του παξιμαδιού, ώστε να μη χαλαρώνει. Βλ. βίδα, ροδέλα. [< αγγλ. gro(o)ver]

-έτα

-έτα: κατάληξη για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: βεντ~/βιολ~/ετικ~/ζακ~/κασ~/κλακ~/κοκ~/κοτολ~/κροκ~/μακ~/μαριον~/μοτοσικλ~/μπαγκ~/ομελ~/οπερ~/παλ~/πλακ~/ρακ~/ροζ~/ρουκ~/ρουλ~/σιλου~/τουαλ~/τριπλ~/τρομπ~/φουρκ~.

καντάδα

καντάδα κα-ντά-δα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. (κυρ. παλαιότ.) τραγούδι συνήθ. ερωτικού περιεχομένου, που τραγουδιόταν τα βράδια στους δρόμους με συνοδεία μικρής χορωδίας και εγχόρδων: αθηναϊκές/επτανησιακές ~ες (πβ. μαντολινάτα). Της έκανε ~ κάτω από το μπαλκόνι. Πβ. σερενάτα. [< βεν. cantada]

λαζάνια

λαζάνια λα-ζά-νια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. λαζάνι}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. επίπεδα μακρόστενα ζυμαρικά, σαν λωρίδες: πράσινα ~ στο φούρνο με κιμά/λαχανικά. ~ στον φούρνο. Βλ. ταλιατέλες, φουζίλι. [< μεσν. λαζάνια < ιταλ. lasagna < λατ. *lasania, lasanum < αρχ. λάσανον ‘τρίποδας που υποβαστάζει μια χύτρα’]

μιμόζα

μιμόζα μι-μό-ζα ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. αγκαθωτό δέντρο ή θάμνος των τροπικών χωρών (γένος Mimosa) ή κοινή ονομασία φυτών που είναι συγγενικά προς την ακακία και καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά· συνεκδ. το άνθος τους: ~ η αισχυντηλή (= το μη μου άπτου, βλ. άπτεται). || ΜΑΓΕΙΡ. αβγά ~ (: γεμιστά, κομμένα στη μέση). [< ιταλ.-γαλλ. mimosa – γαλλ. œuf mimosa, 1911]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.