Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 28 εγγραφές  [0-20]


  • αγγίζω [ἀγγίζω] αγ-γί-ζω ρ. (μτβ.) {άγγι-ξα, -χτηκε, -γμένος, αγγίζ-οντας} & (λόγ.) εγγίζω 1. φέρνω το χέρι μου, ιδ. τις άκρες των δαχτύλων, ή άλλο μέρος του σώματος σε φυσική επαφή με κάτι, ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο διάστημα: ~ (κάποιον) άθελά μου/στον ώμο. ~ τα πλήκτρα/τις χορδές. Δεν πρέπει να ~ουμε τα μάτια με άπλυτα χέρια. Μην τολμήσεις να με ~ξεις. Να καθαρίζετε αντικείμενα που ~ονται συχνά, όπως πόμολα! (ελλειπτ.) “Παρακαλώ μην ~ετε!" (ενν., π.χ., τα εκθέματα ενός μουσείου). Μαλλιά που ~ουν το (= ακουμπούν, πέφτουν στο) πρόσωπο/στέρνο/στήθος.|| Δεν την έχει ~ξει (: δεν έχει έλθει σε ερωτική επαφή μαζί της). 2. (μτφ.) πλησιάζω, προσεγγίζω, φτάνω κοντά σε ένα σημείο, επίπεδο, στόχο: Η επίδοσή σου ~ει το άριστα/τέλειο. Το θερμόμετρο/ο υδράργυρος ~ξε τους 40 βαθμούς Κελσίου. Η αποχή στις εκλογές ~ξε το ...%. (σε αγώνα μπάσκετ) Η διαφορά ~ξε τους 20 πόντους. Η ομάδα ~ξε τη νίκη. 3. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) (συνήθ. σε αρνητ. προτάσεις) αφήνει σημάδια: Δεν έχει αλλάξει, λες και ο χρόνος δεν τον ~ξε καθόλου. 4. (μτφ.) συγκινώ, γενικότ. επιδρώ στον εσωτερικό κόσμο (κάποιου): Βιβλίο/συγγραφέας που ~ει την καρδιά/τον νου/την ψυχή του αναγνώστη. Η ταινία ~ει το κοινό. Τραγούδια που ~ουν την ευαισθησία μας.|| Δεν με ~ουν (= πειράζουν) τα ειρωνικά/μικρόψυχα σχόλια. Ασύστολες κατηγορίες/χαλκευμένες συκοφαντίες που δεν μας ~ουν (= αφορούν). Πβ. ακουμπώ. 5. (σε αρνητ. προτάσεις) καταναλώνω κάτι: Δεν ~ξε το φαγητό. Πβ. γεύομαι. 6. σκαλίζω, ψάχνω, ψαχουλεύω: Μην ~εις τα πράγματά μου. 7. (μτφ.) θίγω, προσεγγίζω ένα θέμα, ένα ζήτημα: Βιβλίο που ~ει (= αφορά) πανανθρώπινα προβλήματα. Δεν σου επιτρέπω να ~εις προσωπικές υποθέσεις. ● ΦΡ.: αγγίζω τα όρια: πλησιάζω, προσεγγίζω: Η αδιαφορία τους ~ει ~ της αναισθησίας., αγγίζω τις ευαίσθητες χορδές (κάποιου): κεντρίζω, ερεθίζω την ευαισθησία του: Στίχοι/συγκροτήματα που ~ουν ~ του ακροατή., δεν άγγιξα/δεν πείραξα ούτε τρίχα βλ. τρίχα [< μτγν. ἐγγίζω, μεσν. αγγίζω, γαλλ. toucher]
  • αν [ἄν] σύνδ. & (εμφατ.) εάν 1. εισάγει υποθετικές προτάσεις· σε περίπτωση που: ~ μπορείς, δώσε μου μια απάντηση. -Να σου στείλω το βιβλίο; -Ναι, ~ δεν σου είναι δύσκολο. ~ τυχόν σε ζητήσουν, τι να πω;|| (αιτία ή αποτέλεσμα:) Δεν απογοητευόταν, ~ αποτύγχανε. ~ έφτασε εκεί που έφτασε, το χρωστάει στους γονείς του.|| (παρενθετικά, για διευκρίνιση ή διόρθωση:) Οι περισσότεροι, ~ όχι όλοι (= για να μην πω όλοι), ονειρεύονται μια άνετη ζωή. Είναι πρωτότυπο, ~ θέλεις (= καλύτερα, μάλλον), πρωτοποριακό! ~ θυμάμαι καλά, με έχετε ξαναρωτήσει γι' αυτό. Κι ~ επιτρέπεται, τα πόσα κλείνεις (ενν. χρόνια);|| (ειρων.) ~ είναι αυτός γιατρός, τότε εγώ είμαι αστροναύτης!|| (απειλητ.) ~ πέσεις στα χέρια μου, την έβαψες!|| (σε ελλειπτ. λόγο) -Αυτό, ~ θέλεις, το συζητάμε. -Είναι σίγουρο; -~ είναι; Το εξακρίβωσα ο ίδιος! Πβ. άμα, εφόσον, όταν. 2. εισάγει πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις: Αναρωτιέμαι/δεν ξέρω ~ το έχει μάθει. 3. στην αρχή προτάσεων (με οριστική παρατατικού ή υπερσυντελίκου) για δήλωση επιθυμίας, απραγματοποίητης ευχής· μακάρι να, ας: ~ ερχόσουν απόψε μαζί μας (: θα ήθελα να έρθεις)! ~ είχαμε κρατήσει εκείνο το οικόπεδο, θα ήμασταν τώρα πλούσιοι! ● Ουσ.: αν (τα): προϋποθέσεις, υποθέσεις, δισταγμοί: Με τα ~ δεν γίνεται τίποτα! ● ΦΡ.: αν και μόνο αν: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. (στη Λογική) για την περιγραφή αναγκαίας και επαρκούς συνθήκης, προκειμένου να ισχύει ένας ισχυρισμός., εκτός/παρεκτός (και/κι) αν: εισάγει δευτερεύουσα πρόταση που φανερώνει την προϋπόθεση υπό την οποία μπορεί να αναιρεθεί το περιεχόμενο της κύριας: Μη γράφεις με κεφαλαία, ~ ~ θέλεις να τονίσεις κάτι. ΣΥΝ. παρά μόνο αν.|| Η ηλιακή ακτινοβολία διαπερνά τα τζάμια, ~ ~ έχουν ειδικά φίλτρα., όπως και/κι αν έχει το πράγμα ... & όπως και να έχει/να 'χει το πράγμα/να έχουν τα πράγματα: ανεξάρτητα απ' ό,τι ισχύει ή συμβαίνει, σε κάθε περίπτωση: ~ ~, αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα. ~ ~, σε ευχαριστώ., αν αγαπάτε βλ. αγαπώ, αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα βλ. βρέχω, αν δεν απατώμαι βλ. απατώ, αν δεν αστράψει, δεν βροντά (κι αν δεν βροντά, δεν βρέχει) βλ. αστράφτει, αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, αν δεν κάνω λάθος βλ. λάθος, αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το ταΐζει η μάνα/δεν του δίνουνε βυζί βλ. κλαίω, αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου βλ. μνήμη, αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει βλ. παινεύω, αν δεν ταιριάζαμε, δεν θα συμπεθεριάζαμε βλ. ταιριάζω, αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, (αλλιώς θα προσπεράσει) βλ. έρχομαι, αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας βλ. αράδα, αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω, αν η γιαγιά μου είχε καρούλια, (θα ήταν πατίνι/τρόλεϊ/τρένο) βλ. καρούλι, αν θέλει ο Θεός βλ. θέλω, αν θέλεις/θέλετε βλ. θέλω, αν θέλω λέει! βλ. θέλω, αν θυμάμαι καλά, ... βλ. θυμάμαι, αν με καλορωτάς βλ. καλορωτώ, αν μη τι άλλο βλ. άλλος, αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! βλ. σφυρίζω, αν/άμα/όταν ραγίσει/σπάσει το γυαλί (δεν ξανακολλάει) βλ. γυαλί, και να ... και να μην .../κι αν ... κι αν δεν .../να κι αν ... να κι αν δεν βλ. και, ό,τι κι αν/ό,τι και να βλ. ό,τι, όποιος κι αν/και να ... βλ. όποιος, όποτε και/κι αν βλ. όποτε, όπου και να/κι αν βλ. όπου, όπως κ(α)ι αν/και να ... βλ. όπως, όσο κι αν/και να βλ. όσο, όσος κι αν/και να βλ. όσος, όταν και/κι αν βλ. όταν, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία ● βλ. κι αν [< αρχ. ἄν, ἐάν]
  • ανοίγω [ἀνοίγω] α-νοί-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνοι-ξα, ανοί-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -γμένος, ανοιγ-όμενος, ανοίγ-οντας} 1. μετακινώ, αφαιρώ οτιδήποτε κρατάει κλειστό κάτι, καθιστώντας δυνατή την πρόσβαση σε αυτό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ την πόρτα (: ξεκλειδώνω ή γυρίζω το πόμολο). ~ το ψυγείο. ~ξε (διάπλατα) τα παντζούρια/το παράθυρο. (ελλειπτ.) ~ξέ μου να μπω (ενν. την πόρτα)! (προφ.) ~ξαν το σπίτι/το χρηματοκιβώτιο (= το διέρρηξαν).|| Στο αεροδρόμιο τού ζήτησαν να ~ξει την τσάντα του.|| ~ το καπάκι/την κονσέρβα (με το ανοιχτήρι)/το μπουκάλι. ~ξε την κατσαρόλα (= ξεσκέπασε).|| ~ το κιβώτιο/μπαούλο.|| ~ το φερμουάρ (πβ. ξεκουμπώνω).|| ~ τις κουρτίνες (= τραβώ).|| (βγάζω το περιτύλιγμα:) ~ το δέμα/τα δώρα/το πακέτο (πβ. ξεπακετάρω, ξετυλίγω).|| ~χτηκε η διαθήκη. Πβ. αποσφραγίζω.|| ~ την εφημερίδα. Ανοίξτε το βιβλίο στην πρώτη σελίδα!|| Το ντουλάπι δεν ~ει, έχει κολλήσει/φρακάρει! Το κουτί ~ει από πάνω. Βλ. μισ~, ξαν~. ΑΝΤ. κλείνω (1) 2. απλώνω κάτι διπλωμένο ή πτυσσόμενο: ~ την ομπρέλα/τον χάρτη. ΑΝΤ. κλείνω.|| ~ ζύμη/φύλλο για πίτα.|| Ανοίξτε τα χέρια σας (= τεντώστε)!|| Καναπές που ~ει και γίνεται κρεβάτι.|| ~ξαν τα μπουμπούκια (= άνθισαν, έσκασαν). 3. θέτω σε λειτουργία συσκευή (συνήθ. με το πάτημα κουμπιού): ~ το ραδιόφωνο/την τηλεόραση/τον υπολογιστή. ΣΥΝ. ανάβω.|| Πώς ~ει το κινητό σου; ΑΝΤ. κλείνω (3), σβήνω (2) 4. απελευθερώνω τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου, περιστρέφοντας ή πατώντας τον μηχανισμό που εμποδίζει την παροχή του: (μτβ.) ~ τη βαλβίδα/στρόφιγγα. Μπορείς να ~ξεις το φως (= να το ανάψεις. ΑΝΤ. σβήνω);|| (αμτβ.) Ο διακόπτης ~ει με κάρτα.|| ~ την ένταση της τηλεόρασης (= αυξάνω). ΑΝΤ. κλείνω (5) 5. δημιουργώ εσοχή, κενό (συνήθ. στην επιφάνεια της γης): ~ μια λακκούβα (στο έδαφος/στο χώμα). ~χτηκαν λαγούμια/χαντάκια. ΣΥΝ. σκάβω.|| ~ξε πέρασμα ανάμεσα στο πλήθος.|| (κατ' επέκτ., για δημιουργία πληγής:) ~ξε ο ασθενής (= έπαθε κατακλίσεις). 6. ελευθερώνω χώρο από οτιδήποτε εμποδίζει το πέρασμα ή δημιουργεί στενότητα: ~ξε ο δρόμος στα χωριά που είχαν αποκλειστεί. (προφ.) Ανοίξτε να περάσω (= κάν(ε)τε τόπο)!|| ~ξαν τα σύνορα (= είναι ελεύθερη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών). ΑΝΤ. κλείνω (9) 7. κάνω έναρξη σε κάτι, ξεκινώ: ~ λογαριασμό καταθέσεων.|| (για επαγγελματική δραστηριότητα:) ~ γραφείο/επιχείρηση/εστιατόριο (πβ. ιδρύω). ~ξε νέο κατάστημα (= εγκαινιάστηκε). Πότε ~εις το ιατρείο (ενν. μετά τις διακοπές); Το μαγαζί δεν θα ~ξει στις γιορτές (= θα μείνει κλειστό). ~ξαν τα σχολεία!|| (μτφ.) Την εκδήλωση θα ~ξει (με ομιλία του) ο ... (= θα προλογίσει). ~ξε τη συζήτηση (= άρχισε πρώτος). ~ξαν διάλογο με ... ~ξε θέμα ηγεσίας. Έχει ~ξει παρτίδες με τον υπόκοσμο. ~ει μια νέα περίοδος/ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο κρατών. Χώρα που ~ει δίαυλο επικοινωνίας/συνεργασίας με τις γειτονικές της. ~ει το Τριώδιο (= μπαίνει). ΑΝΤ. κλείνω (4) 8. ΠΛΗΡΟΦ. εμφανίζω τα περιεχόμενα αρχείου ή προγράμματος στην οθόνη υπολογιστή (συνήθ. με διπλό κλικ στο εικονίδιό του): ~ το έγγραφο/το λινκ/το παράθυρο.|| Δεν ~ει η (ιστο)σελίδα. 9. (αμτβ.) αυξάνεται το πλάτος μου, γίνομαι πιο ευρύς: Με τον καιρό τα παπούτσια θα ~ξουν και δεν θα σε στενεύουν.|| (μτφ.) ~ει το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (= μεγαλώνει). 10. δίνω σε κάτι πιο φωτεινή απόχρωση: ~ τα μαλλιά μου (ΣΥΝ. ξανοίγω). 11. γράφω το πρώτο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: Ανοίξτε εισαγωγικά.|| ~ει παρένθεση. ΑΝΤ. κλείνω (12) 12. (προφ.) χειρουργώ: Τον ~ξαν.ανοίγεται: εκτείνεται, απλώνεται: Μπροστά μας ~ η θάλασσα.|| (μτφ.) ~ονται νέες δυνατότητες/ευκαιρίες/προοπτικές. Το κόμμα ~ στην κοινωνία (= κάνει άνοιγμα). ● Παθ.: ανοίγομαι 1. εξωτερικεύω τον ψυχικό μου κόσμο, εκδηλώνομαι: Δεν ~ εύκολα σε αγνώστους. Πβ. ανοίγω την καρδιά μου. 2. απομακρύνομαι από κάποιο χώρο: (από τη στεριά) Η βάρκα ~χτηκε στο πέλαγος. Μπήκαμε στο σκάφος και ~χτήκαμε στη θάλασσα. Πβ. βγαίνω στ' ανοιχτά, ξεμακραίνω.|| (για οδηγό:) ~χτηκε αριστερά, για να κάνει προσπέραση.|| (από τον χώρο της άμυνας στο ποδόσφαιρο:) Οι αντίπαλοι ~χτηκαν, αφήνοντας κενά στην αμυντική γραμμή. 3. διευρύνω, επεκτείνω τις δραστηριότητές μου, πνευματικές, οικονομικές· ξοδεύω υπέρμετρα, ξανοίγομαι: Χώρες που ~ονται στις νέες τεχνολογίες.|| (προφ.) Ας μην ~όμαστε (πολύ), έχουμε και έξοδα! ● Μτχ.: ανοιγόμενος , η, ο: που μπορεί να ανοίξει: ~η: οροφή (βλ. αίθριο). ~o: τραπέζι. Μηχανισμός αυτόματα/ηλεκτρικά/υδραυλικά ~. ~ καναπές που γίνεται κρεβάτι (: αναδιπλούμενος, πτυσσόμενος). Παράθυρα συρόμενα, ~α και ανακλινόμενα. ● ΦΡ.: ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου: χαίρομαι: ~ ~ όταν τον βλέπω!, ανοίγει η τύχη μου: βελτιώνεται πολύ η κατάστασή μου (ύστερα από απροσδόκητα θετικό συμβάν): Κέρδισε το λαχείο και ~ξε ~ του., ανοίγει ο κύκλος: αρχίζει να λαμβάνει χώρα μια σειρά δραστηριοτήτων (που αναμένονται να διαρκέσουν αρκετές ημέρες): ~ ~ των απολογιών/διαπραγματεύσεων/κινητοποιήσεων., ανοίγω (τον) δρόμο 1. (μτφ.) δημιουργώ τις προϋποθέσεις (για κάτι συνήθ. θετικό): Οι νέες τεχνολογίες ~ουν ~ προς τη/στη γνώση.|| ~ξε ο δρόμος για την προαγωγή του. 2. δημιουργώ πέρασμα: ~ξε ~ με τους αγκώνες του/ανάμεσα στο πλήθος., ανοίγω δουλειές (σε κάποιον) (προφ.): βάζω κάποιον σε μπελάδες, του προκαλώ προβλήματα: Μου έχεις ~ξει ~ με τα καμώματά σου!, ανοίγω ευκαιρίες: δημιουργώ νέες δυνατότητες: Σπουδές που ~ουν ~ στη (/για τη) ζωή.|| ~ουν/~ονται ~ που πρέπει να τις αξιοποιήσουμε (= παρουσιάζονται)., ανοίγω σπίτι (μτφ.-προφ.): παντρεύομαι: Είναι ώρα ν' ανοίξεις κι εσύ ~ (= να νοικοκυρευτείς)!, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.): τον διαφωτίζω, τον αφυπνίζω: Μας ~ξε ~ και καταλάβαμε την απάτη. ΑΝΤ. κλείνω τα μάτια (κάποιου) (1), ανοίγω τα μάτια μου: ξυπνώ· κατ' επέκτ. ανακαλύπτω την αλήθεια: Με το που ~ξε ~ του ... || ~ξε ~ σου επιτέλους να δεις τι γίνεται (= ξεστραβώσου)!, ανοίγω την αγκαλιά μου 1. απλώνω τα χέρια μου για να αγκαλιάσω κάποιον: ~ξε ~ του και την έσφιξε στο στήθος του. 2. (μτφ.) υποδέχομαι κάποιον ζεστά, με στοργή: Ιατροί και νοσηλευτές ~ξαν ~ τους στα παιδιά., ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον): εξωτερικεύω, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που σκέφτομαι ή που με απασχολεί: (Μου) ~ξε ~ του και μου μίλησε για τα προβλήματά του (= μου ανοίχτηκε). Πβ. εξομολογούμαι, βγάζω τα (ε)σώψυχά μου., ανοίγω την όρεξη/(μου)ανοίγει η όρεξη: προκαλώ επιθυμία για φαγητό/έχω έντονη επιθυμία για κάτι: Γεύσεις/πιάτα που ~ουν ~.|| (μτφ.) Η ανοδική πορεία της οικονομίας έχει ανοίξει την ~ των εταιρειών για νέες (επενδυτικές) δραστηριότητες., ανοίγω το σκορ: σημειώνω το πρώτο γκολ ή καλάθι: Οι φιλοξενούμενοι ~ξαν ~.|| Το σκορ ~ει με δυνατό σουτ του ..., ανοίγω τον φάκελο (μτφ.): ξεκινώ τη διερεύνηση μιας υπόθεσης: Δημοσιογράφος που έχει αποφασίσει να ~ξει ~ της δολοφονίας.|| ~ξε ο φάκελος της διαφθοράς., ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) (μτφ.-προφ.): (απειλητ. ή ως έκφρ. δυσαρέσκειας) τον χτυπώ στο κεφάλι: Θα σου ~ξω/σπάσω το ~!, άνοιξαν οι ουρανοί: σε περιπτώσεις πολύ δυνατής βροχής: ~ ~ και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς/ρίχνει καρεκλοπόδαρα., ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί (μτφ.): να εξαφανιστώ, να χαθώ από όλους και από όλα: Αισθάνθηκα τόσο άσχημα/ντράπηκα τόσο πολύ, που μακάρι ν' άνοιγε ~ ~!|| Αν λέω ψέματα, ν' ανοίξει ~ ~., ανοίγει (νέους) ορίζοντες βλ. ορίζοντας, ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους βλ. δρόμος, ανοίγει ο καιρός βλ. καιρός, ανοίγει ο ουρανός βλ. ουρανός, ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας βλ. Πανδώρα, ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου βλ. ασκός, ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο βλ. κλείνω, ανοίγει/ματώνει η μύτη μου βλ. μύτη, ανοίγει/ξύνει (παλιές) πληγές βλ. ξύνω, ανοιγμένα κεφάλια βλ. κεφάλι, ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, ανοίγω ιστορίες βλ. ιστορία, ανοίγω λογαριασμούς βλ. λογαριασμός, ανοίγω πανιά βλ. πανί, ανοίγω πυρ βλ. πυρ, ανοίγω σαμπάνιες βλ. σαμπάνια, ανοίγω τα στραβά μου βλ. στραβός, ανοίγω την πόρτα της εξόδου βλ. πόρτα, ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου βλ. βήμα, ανοίγω το στόμα μου βλ. στόμα, ανοίγω τον χορό βλ. χορός, ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) βλ. φτερό, ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί βλ. αυτί, άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη βλ. καταπίνω, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον βλ. πόρτα, δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι βλ. μύτη, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον βλ. κουβέντα, σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω, σκάβω/ανοίγω τον λάκκο (κάποιου) βλ. λάκκος, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω [< αρχ. ἀνοίγω, αγγλ. open, γαλλ. ouvrir, γερμ. öffnen]
  • αποφασίζω [ἀποφασίζω] α-πο-φα-σί-ζω ρ. (μτβ.) {αποφάσι-σα, αποφασί-σει, -στηκε, -σμένος, αποφασίζ-οντας} 1. παίρνω απόφαση: Η συνέλευση συγκαλείται, προκειμένου να ~σει για ... Τι ~σες τελικά; Ο λαός ψήφισε και ~σε. Αποφάσισε, θα έρθεις ή όχι; Μετά από συζήτηση ~σαμε να ... Δεν έχω ~σει πού θα πάω διακοπές. Το ~σα, θα κόψω το τσιγάρο. Ήταν ~σμένο να γίνει.|| (ελλειπτ.) Είσαι ελεύθερος να ~σεις. Εσύ αγοράζεις, οπότε εσύ ~εις (: είναι δικό σου θέμα τι θα επιλέξεις). 2. διατυπώνω επίσημη κρίση κυρ. για ορισμένο ζήτημα: Το δημοτικό συμβούλιο ~σε ομόφωνα την απαλλοτρίωση της έκτασης. Μέτρα που ~στηκαν αυθαίρετα/δημοκρατικά. Θέμα που ~στηκε να συζητηθεί σε επόμενη συνεδρίαση. Βλ. συν~. 3. ΝΟΜ. εκδίδω απόφαση, ετυμηγορία: Το Συμβούλιο της Επικρατείας ~ει τη ματαίωση του έργου. Ο δικαστής ~σε ότι ... Το δικαστήριο ~ει για τη συνέχιση της κράτησης. Πβ. αποφαίνομαι. ● ΦΡ.: αποφασίζομεν και διατάσσομεν (λόγ.-συνήθ. ειρων.): για δήλωση αυταρχικής συμπεριφοράς: Πειθώ και διάλογος χρειάζεται, όχι "~ ~". [< μεσν. αποφασίζω]
  • ασημώνω [ἀσημώνω] α-ση-μώ-νω ρ. (μτβ.) {ασήμω-σα, ασημώ-θηκε, -μένος} (λαϊκό) 1. δίνω χρήματα σε κάποιον, για να προβλέψει το μέλλον: (προστ.-ελλειπτ., από τσιγγάνα) ~σε, να σου πω τη μοίρα/το ριζικό/την τύχη σου. 2. δωρίζω νόμισμα, χρήματα ή άλλο αντικείμενο για γούρι: ~ουν το παιδί, όταν γεννιέται. ~σαν το νέο του αυτοκίνητο (= έριξαν κέρματα για τα "καλορίζικα"). 3. (μτφ.-λογοτ.) δίνω σε κάτι ασημί χρώμα ή το κάνω να λάμπει, όπως το ασήμι: Το φεγγάρι ~ει τη θάλασσα. 4. (λαϊκό) επενδύω επιφάνεια με ασήμι: Η εικόνα ~θηκε. Πβ. επαργυρώνω. Βλ. χρυσώνω. [< μεσν. ασημώνω]
  • ασχολούμαι [ἀσχολοῦμαι] α-σχο-λού-μαι ρ. (αμτβ.) {ασχολ-είσαι, -ούμαστε | ασχολ-ήθηκα, ασχολ-ούμενος} 1. αφιερώνω τον χρόνο και την ενέργειά μου, επικεντρώνω το ενδιαφέρον μου σε κάτι ή κάποιον: ~ με την ορειβασία/τους υπολογιστές/τη φωτογραφία/τον χορό. ~ επαγγελματικά με τη ζωγραφική/σοβαρά με τη δουλειά μου/συστηματικά με τη μουσική. Από μικρός ~ήθηκα με το πιάνο.|| (προφ.) Αφήστε με ήσυχο, μην ~είστε μαζί μου!|| (ελλειπτ.) Μην ~είσαι!|| (μειωτ.) Ποιος ~είται μαζί σου; Κοίτα με τι ~είται! Πβ. απ~, εν~, καταγίνομαι, καταπιάνομαι. 2. ασκώ μια δραστηριότητα, επαγγελματική ή άλλη: -Με τι ~είσαι; - Είμαι εκπαιδευτικός/φοιτητής. Εταιρεία που ~είται με την πώληση ... (: έχει ως αντικείμενο). [< αρχ. ἀσχολοῦμαι, γαλλ. s'occuper]
  • βιντεοσκοπώ [βιντεοσκοπῶ] βι-ντε-ο-σκο-πώ ρ. (μτβ.) {βιντεοσκοπ-είς ..., -ώντας | βιντεοσκόπ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: καταγράφω με βιντεοκάμερα: Η εκδήλωση/παράσταση/συναυλία ~ήθηκε. Ο χώρος ~είται από κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης. (ελλειπτ.) ~ σε απόσταση είκοσι μέτρων. ~εί με το κινητό του. ~ημένο: μήνυμα (πβ. βιντεομήνυμα)/υλικό. ~ημένες: διαλέξεις/συνομιλίες. ~ημένα: μαθήματα/στιγμιότυπα. Πβ. μαγνητοσκοπώ, τραβώ βίντεο. Βλ. ηχογραφώ, -σκοπώ. [< αγγλ. videotape, 1957]
  • για1 & γι’ πρόθ. (συνήθ. + όν./αντων. στην αιτ.) δηλώνει 1. αιτία: Ευχαριστώ ~ το δώρο! Συγχαρητήρια ~ το πτυχίο! Μετανιώνω ~ τα λάθη μου. Σε ζηλεύουν ~ την επιτυχία σου. Θύμωσε ~ (= με) την αποτυχία μου. Φυλακίστηκε ~ χρέη (πβ. εξαιτίας, λόγω).|| Δεν πέρασε ~ δύο μονάδες (ενν. που του έλειπαν). 2. σκοπό: νομοσχέδιο ~ (= προς) ψήφιση. Πάω ~ μπάνιο/φαΐ. Διαβάζω ~ τις εξετάσεις. (σπανιότ. + ονομαστ.) Έβαλε υποψηφιότητα/πάει ~ πρόεδρος. Έκανε τα χαρτιά του ~ μόνιμος. (+ συγκρ. επίρρ.) Ήρθα από 'δω ~ πιο γρήγορα/καλά/σίγουρα. Πβ. για να.|| Δίψα/κέφι ~ ζωή. (προφ.) Πεθαίνω ~ (μια/λίγη) σοκολάτα. Τρελαίνεται ~ βιβλία. Το μηχανάκι το έχω ~ πούλημα.|| (προορισμό:) Γεννήθηκε ~ κάτι σπουδαίο. ~ ποιον είναι το γράμμα; Το πήρα/φύλαξα ~ σένα/τον εαυτό μου/πάρτη μου.|| (καταλληλότητα:) Απορρυπαντικό ~ τα πιάτα. Κρέμα ~ τα μάτια. Ποτήρια ~ κρασί (= του κρασιού). Σιρόπι ~ το βήχα. Στολή ~ καταδύσεις. Διάβαση ~ τους πεζούς. Δεν είμαι ~ τέτοια! Είναι τέλειο ~ τη δουλειά που το θέλω. Το πανί αυτό το έχω ~ τα τζάμια. 3. τόπο (κυρ. κατεύθυνση): Μόλις έφυγε ~ τον σταθμό. Το τρένο ταξιδεύει ~ (= προς) Θεσσαλονίκη. Πηγαίνουν ~ (= κατά) τη θάλασσα.|| (+ επίρρ.) ~ πού το 'βαλες; Αλλού γι΄αλλού.|| (σπανιότ. + γεν., ελλειπτ.:) Έφυγε πριν λίγο ~ της μητέρας του (ενν. το σπίτι). 4. αναφορά: ~ μένα (= σε ό,τι με αφορά) το ζήτημα έχει λήξει. Όσο ~ σένα, θα τα πούμε αργότερα. Ποια είναι η γνώμη σου/τι πιστεύεις γι' αυτό (= σχετικά με); ~ τι (= περί τίνος) πρόκειται; ~ (= κατά) τον γράφοντα, το θέμα είναι πρωτότυπο. Έμαθες τίποτα ~ τον ανιψιό σου; Έκανε εκπομπή ~ τους μετανάστες. Αρκετά ~ σήμερα! Δεν είναι εύκολο ~ εκείνον να το αποδεχτεί (= δεν του είναι εύκολο). Δεν είναι άξιοι ~ πρόκριση.|| (σύγκριση:) Είναι πολύ ώριμη ~ (= σε σχέση με) την ηλικία της. ~ αρχάριος καλά τα πήγε. 5. χρόνο: Τον ψάχναμε ~ (= επί) ώρες (: διάρκεια). ~ πρώτη φορά νιώθει δικαιωμένος. Στο φύλαξα ~ του χρόνου/όταν θα το χρειαστείς.|| (+ επίρρ.) ~ πότε μιλάς; ~ τότε που χαθήκαμε. ~ αύριο βλέπουμε/έχει ο Θεός. 6. ωφέλεια· ζημιά: δωρεά ~ (= προς) το ίδρυμα. Τηλεμαραθώνιος ~ τους σεισμοπαθείς (πβ. υπέρ). Συμβιβασμός ~ το κοινό συμφέρον (πβ. χάριν). Εγώ το λέω ~ το καλό σου. Όλα αυτά τα κάνω ~ σένα (= για χάρη σου/για το χατίρι σου). Θυσιάστηκε ~ τα παιδιά της. Πολέμησαν ~ την ελευθερία/την πατρίδα. Ζούμε ο ένας ~ τον άλλο.|| Πρόστιμο ~ τους παραβάτες. 7. αξία, αντίτιμο· ανταπόδοση· εξίσωση, συσχετισμό: Αγόρασε μετοχές ~ (= προς) δέκα ευρώ τη μία. Έδωσε την εταιρεία ~ πέντε εκατομμύρια (πβ. έναντι). Τι ζητάς γι' αυτό το τραπέζι; Το πούλησε ~ ένα κομμάτι ψωμί.|| Πώς να σε ξεπληρώσω ~ τη βοήθειά σου;|| Δουλεύω/κάνω/τρώω ~ τρεις (: όσο τρία άτομα μαζί). 8. αντικατάσταση: Θα απαντήσω εγώ ~ σένα (= στη θέση σου). Αντί ~ κλιματιστικό χρησιμοποιεί ανεμιστήρα. Μου δώσανε ντομάτες θερμοκηπίου ~ υπαίθριες. 9. γενικευμένη αναφορά (με επανάληψη του ουσ. ή του επιρρ. για έμφαση): Δεν έμεινε δέντρο ~ δέντρο από τη φωτιά. Είμαι πέρα ~ πέρα (= πλήρως) ικανοποιημένος από ... Τα έδωσε όλα ~ όλα. Ντιπ ~ ντιπ (= εντελώς) βλάκας. 10. πραγματική ή υποθετική ιδιότητα: Τον έχει/παίρνει μαζί του ~ γούρι/ξεναγό/παρέα. Έχω/χρησιμοποιώ το σαλόνι ~ γραφείο. Δεν κάνει ~ δάσκαλος. Δεν μοιάζεις ~ άρρωστος/ξένος (= με ξένο). Μας τον σύστησε ~ θείο του. Τον περάσαμε ~ γιατρό. Περνιέται ~ αυθεντία (: θεωρείται, χωρίς να είναι). Τον είχαμε/νομίζαμε ~ έντιμο άνθρωπο. Πβ. σαν, ως.|| (προληπτικά:) Πάει ~ καθηγητής πανεπιστημίου. ● ΦΡ.: για γέλια και για κλάματα βλ. γέλιο, για δεύτερη φορά βλ. δεύτερος, για καλό και για κακό βλ. καλό, για λέγε/πες βλ. λέω, για λογαριασμό (κάποιου) βλ. λογαριασμός, για μισό/για ένα λεπτό βλ. λεπτό, για πάντα βλ. πάντα, για πότε βλ. πότε, για τα καλά βλ. καλά, για τα μάτια του κόσμου βλ. μάτι, για τα πανηγύρια βλ. πανηγύρι, για την ψυχή της μάνας μου βλ. ψυχή, για την ώρα βλ. ώρα, για το θεαθήναι βλ. θεαθήναι, για το τίποτα βλ. τίποτα, για τον φόβο των Ιουδαίων βλ. Ιουδαίος, Ιουδαία, για ψύλλου πήδημα βλ. ψύλλος, είναι για τα σίδερα βλ. σίδερο, ικανός για όλα βλ. ικανός, μια (και) για πάντα βλ. πάντα, ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας βλ. χρόνος, πάμε γι' άλλα βλ. πηγαίνω & πάω [< μεσν. για]
  • είθε [εἴθε] εί-θε επιφών. (λόγ.): δηλώνει ευχή για να πραγματοποιηθεί κάτι θετικό, μακάρι: (+ να) ~ ο Θεός να σας έχει καλά. ~ να είναι ευτυχισμένος.|| (ελλειπτ.) Θα ανταμειφθούν οι κόποι σου. -~! Πβ. αμήν, άμποτε, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί, ο Θεός να δώσει. ΑΝΤ. ο μη γένοιτο [< αρχ. εἴθε]
  • εξανθρωπίζω [ἐξανθρωπίζω] ε-ξαν-θρω-πί-ζω ρ. (μτβ.) {εξανθρώπι-σε, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος, εξανθρωπίζ-οντας} (λόγ.): κάνω κάποιον να αποκτήσει ανθρωπιά, ευαισθησία και ευγένεια· συντελώ ώστε μια κατάσταση να γίνει πιο κατάλληλη για τον άνθρωπο: Η μουσική/τέχνη μάς ~ει.|| (ελλειπτ.) Πρότυπα που εξυψώνουν και ~ουν. Πβ. εκπολιτίζω, εξευγενίζω. ΑΝΤ. αποκτηνώνω, εκβαρβαρίζω. [< αρχ. ἐξανθρωπίζω, γαλλ. humaniser]
  • εξαρτώ [ἐξαρτῶ] ε-ξαρ-τώ ρ. (μτβ.) {εξαρτ-άς ... | εξάρτ-ησε, -ώμαι/-ιέμαι, -άται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώμενος, -ώντας} (+ από): συσχετίζω στενά κάτι με κάτι άλλο (π.χ. σχέση αιτίας και αποτελέσματος), θεωρώ κάτι προϋπόθεση για κάτι άλλο: ~ άμεσα/απόλυτα την απόφασή μου από τη στάση του (πβ. βασίζω, στηρίζω). Ο ανθρώπινος οργανισμός ~ά την ύπαρξή του από το νερό. Η διεξαγωγή του αγώνα θα ~ηθεί από τις γηπεδικές συνθήκες. Η έγκριση της πρότασης ~άται από τη (= εναπόκειται στη) θετική του γνώμη. Η επιτυχία ~άται από (= συναρτάται με) τη σκληρή δουλειά. Όλα ~ώνται από μας. ● Παθ.: εξαρτώμαι 1. βρίσκομαι σε σχέση εξάρτησης (υπό την επιρροή, τον έλεγχο, την εξουσία κάποιου): ~ημένη: εργασία. ~ώμενα τέκνα (φορολογούμενου). ~ οικονομικά από τους γονείς μου. Δεν μ' αρέσει να ~ από κανέναν. ~άται συναισθηματικά από τη μητέρα του. Η χώρα ~άται πολιτικά/στρατιωτικά από ξένες δυνάμεις. Η βιβλιοθήκη ~άται διοικητικά από τη (: υπάγεται στη) Σύγκλητο. ~ώμενοι από άλλους. ΑΝΤ. απεξαρτώμαι 2. ΓΡΑΜΜ. {στο γ' πρόσ.} για πρόταση ή όρο της που προσδιορίζει άλλη πρόταση ή όρο της: Η δευτερεύουσα πρόταση ~άται από την κύρια. Το αντικείμενο ~άται από το ρήμα. ● ΦΡ.: εξαρτάται/θα εξαρτηθεί: (ελλειπτ. ως απάντηση) είναι ενδεχόμενο υπό όρους, υπό προϋποθέσεις, ανάλογα: -Θα έρθεις μαζί μας; -~ (π.χ. από τη διάθεσή μου, από το πού θα πάτε). Πβ. ίσως, πιθανόν. ● βλ. εξαρτημένος [< πβ. αρχ. ἐξαρτῶ ‘κρεμώ, αναρτώ, τεντώνω’, γαλλ. dépendre]
  • εξομολογώ [ἐξομολογῶ] ε-ξο-μο-λο-γώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {εξομολογ-εί, -ώντας | εξομολόγ-ησε, -ήσει, -ούμαι, -ήθηκα, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος. -ώντας} & (λαϊκό) ξομολογώ: ΕΚΚΛΗΣ. (για ιερέα) ακούω την εξομολόγηση πιστού, τελώντας το αντίστοιχο μυστήριο: Ο παπάς που με ~εί. (ελλειπτ.) Πνευματικοί που ~ούν στα σχολεία. Βλ. -λογώ. ● Παθ.: εξομολογούμαι & (λαϊκό) ξομολογούμαι 1. εκμυστηρεύομαι, φανερώνω, ομολογώ κάτι: ~ούνται τα μυστικά τους. Της ~ήθηκα τα αισθήματά μου. Πρέπει να σου ~ηθώ ότι/πως ... 2. ΕΚΚΛΗΣ. (για χριστιανό) αποκαλύπτω τις αμαρτίες μου σε εξομολόγο, για να ζητήσω συγχώρεση: ~ηθήκαμε και κοινωνήσαμε. ● ΦΡ.: (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου βλ. αμαρτία [< μτγν. ἐξομολογῶ]
  • επανορθώνω [ἐπανορθώνω] ε-πα-νορ-θώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {επανόρθω-σα, επανορθώ-θηκε, επανορθών-οντας}: διορθώνω, αποκαθιστώ υλική ή ηθική ζημιά: ~σε το σφάλμα του. Εγκλήματα/καταστροφές που δεν ~ονται. Βλάβη που ~θηκε. Καιρός να ~θούν οι αδικίες.|| (για καλλυντικά:) Κρέμα που ~ει τις ρυτίδες.|| (ελλειπτ.) Έκανα λάθος· ~ αμέσως! [< αρχ. ἐπανορθῶ, γαλλ. réparer]
  • επευφημώ [ἐπευφημῶ] ε-πευ-φη-μώ ρ. (μτβ.) {επευφημ-εί ... | επευφήμ-ησε, -είται, -ήθηκε, -ώντας}: επιδοκιμάζω κάποιον ή κάτι δημόσια και με ενθουσιασμό: Η εξέδρα/το πλήθος τον ~ούσε. (ελλειπτ.) Οι θεατές χειροκροτούν και ~ούν. Η ομιλία του ~ήθηκε από τους συνέδρους. Πβ. αποθεώνω, ζητωκραυγάζω. Βλ. πανηγυρίζω. ΑΝΤ. γιουχάρω [< αρχ. ἐπευφημῶ]
  • επιλαμβάνομαι [ἐπιλαμβάνομαι] ε-πι-λαμ-βά-νο-μαι ρ. (μτβ.) {επιλή-φθηκα (λόγ. επελήφθη ...), επιλη-φθεί} (+ γεν.) (επίσ.): φροντίζω, μεριμνώ: Θα ~φθώ ο ίδιος (προσωπικά) του θέματος/της υπόθεσης. Η δικαιοσύνη έχει ~φθεί του ζητήματος. (ελλειπτ.) Η επιτροπή ~εται και αποφασίζει. Πβ. ασχολούμαι, καταπιάνομαι. [< αρχ. ἐπιλαμβάνομαι ‘πιάνομαι’]
  • επιφυλάσσω [ἐπιφυλάσσω] ε-πι-φυ-λάσ-σω ρ. (μτβ.) {επιφύλα-ξα (λόγ.) επεφύλαξα, επιφυλάξει, επιφυλά-χθηκε, -χθεί, επιφυλάσσ-οντας, -όμενος} (λόγ.) 1. φέρνω αναπάντεχα κάτι θετικό ή αρνητικό: Σας ~ πολλές εκπλήξεις. Τι μας ~ει το μέλλον; Ουσίες που ~ουν (= εγκυμονούν, κρύβουν) κινδύνους για την υγεία. Η μοίρα του ~ξε άσχημο παιχνίδι. Πβ. (προ)ετοιμάζω. 2. εκδηλώνω, εκφράζω κάτι (στάση, αντίδραση) στο τέλος: Οι φίλαθλοι ~ουν υποδοχή ηρώων στους ποδοσφαιριστές. Οι κριτικοί ~ξαν διθυραμβικές κριτικές για την ταινία. ● Παθ.: επιφυλάσσομαι: αποφεύγω να πράξω κάτι τώρα και το μεταθέτω για το μέλλον: ~ για αργότερα/για κάθε νόμιμη ενέργεια. ~ονται να αντιδράσουν, αν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά τους. Το ΔΣ ~χθηκε να επανεξετάσει το θέμα.|| (ελλειπτ.) Δεν παραθέτω όλο το κείμενο ως έχει, αλλά ~ (: θα το κάνω κάποια άλλη στιγμή). ● ΦΡ.: επιφυλάσσει το δικαίωμα: (για φυσικό ή νομικό πρόσωπο) διατηρεί το δικαίωμα: Η επιτροπή ~ ~ ακύρωσης της κλήρωσης. Το Ίδρυμα ~ ~ να μην απονείμει καμία βράβευση. ~ για τον εαυτό του το δικαίωμα/το(ν) ρόλο να ...|| (ΝΟΜ.) Η εταιρεία ~εται/~όμενοι παντός νομίμου δικαιώματος. [< πβ. αρχ. ἐπιφυλάσσω ‘περιμένω (παρακολουθώντας)’, γαλλ. réserver]
  • επουλώνω [ἐπουλώνω] ε-που-λώ-νω ρ. (μτβ.) {επούλω-σε, επουλώ-θηκε, -θεί, -μένος, επουλών-οντας} 1. ΙΑΤΡ. αποκαθιστώ βλάβη σε τραυματισμένο ιστό: Γαλάκτωμα που ~ει εγκαύματα/κοψίματα από το ξύρισμα. Αμυχή/ουλή/χτύπημα που ~εται (= θρέφει, κλείνει) γρήγορα/δύσκολα/πλήρως. Η τομή/το τραύμα του ασθενούς δέθηκε με ειδικό επίδεσμο μέχρι να ~θεί.|| (ελλειπτ.) Εντομοαπωθητικό λάδι που ανακουφίζει και ~ει μετά από τσίμπημα. Πβ. γιαίνω, γιατρεύω, θεραπεύω. 2. (μτφ.) μετριάζω την ένταση, μειώνω τις επιπτώσεις γεγονότος, κατάστασης: Ο χρόνος ~ει τις πληγές. Πβ. αμβλύνω, απαλύνω. Βλ. εξαλείφω. [< αρχ. ἐπουλῶ]
  • ερεθίζω [ἐρεθίζω] ε-ρε-θί-ζω ρ. (μτβ.) {ερέθι-σα, ερεθί-στηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος, ερεθίζ-οντας} 1. προκαλώ ερεθισμό, συνήθ. σε σημείο του σώματος: Χημική ουσία που ~ει το αναπνευστικό σύστημα. Υφάσματα που ~ουν το δέρμα. ~σμένες: αμυγδαλές. ~σμένα: μάτια. 2. προκαλώ διέγερση των αισθήσεων, δίνω έντονα ερεθίσματα: Ταινία που ~ει διανοητικά τον θεατή. Κείμενα/θέματα που ~ουν το ενδιαφέρον/την περιέργεια. Παιχνίδια που ~ουν τη φαντασία.|| (ελλειπτ.) Η ποίηση ταράζει και ~ει. Πβ. κεντρίζω, παρακινώ. 3. διεγείρω ερωτικά, σεξουαλικά: Θέαμα/σκηνή που με ~ει. Πβ. ανάβω, αναστατώνω, εξάπτω, προκαλώ. 4. εξαγριώνω, εξοργίζω, εκνευρίζω: Σκάνδαλα που ~ουν την κοινή γνώμη.|| ~εται εύκολα/με το παραμικρό. [< αρχ. ἐρεθίζω]
  • ευσπλαχνίζομαι [εὐσπλαχνίζομαι] ευ-σπλα-χνί-ζο-μαι ρ. (μτβ.) {ευσπλαχνί-στηκε κ. σθηκε} (λόγ.) & (λογιότ.) ευσπλαγχνίζομαι: νιώθω και δείχνω ευσπλαχνία: ~εται και ελεεί τους συνανθρώπους του.|| (ελλειπτ.) Ο Θεός μακροθυμεί, ~εται και συγχωρεί. Πβ. λυπάμαι, σπλαχνίζομαι, συμπονώ. [< μτγν. εὐσπλαχνίζομαι]
  • κλείνω κλεί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έκλει-σα, κλεί-σει, -στηκα, -στεί, κλείν-οντας, (σπάν.) -όμενος, κλει-σμένος} 1. μετακινώ ή τοποθετώ κινητό τμήμα ενός αντικειμένου ή μιας κατασκευής με τρόπο ώστε να φράξω τη δίοδο ή να εμποδίσω την οπτική επαφή με εσωτερικό χώρο· τον καθιστώ μη προσβάσιμο: ~ τα παντζούρια/το παράθυρο/την πόρτα (με κλειδί = κλειδώνω)/το συρτάρι. Η εξώπορτα ~ει από μέσα/ερμητικά. (σε αυτοκίνητο) Οροφή που ανοίγει και ~ει (= ανοιγοκλείνει) αυτόματα. ~σα το καπάκι. Βλ. μισο~, ξανα~.|| ~ουμε (= σκεπάζουμε) τη χύτρα και βράζουμε για μιάμιση ώρα. Θήκες που ~ουν με φερμουάρ. Πβ. σφαλίζω. ΑΝΤ. ανοίγω (1) 2. μαζεύω ή διπλώνω κάτι ανοιχτό, απλωμένο ή ξεδιπλωμένο: ~ το βιβλίο. Κρεβάτι που ανοίγει και ~ει (= πτύσσεται) εύκολα. 3. (για συσκευή ή επιχείρηση, ίδρυμα) παύω τη λειτουργία, προσωρινά ή μόνιμα: ~ τον απορροφητήρα/τον εκτυπωτή/την οθόνη/τον υπολογιστή. Το μηχάνημα ~ει αυτόματα. Κλείσε τον ήχο/την τηλεόραση!|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ το σάιτ. Πατώντας το κουμπί ~ει το παράθυρο.|| Το κατάστημα ~ει στις τρεις. ~ουν τα θέατρα/τα σχολεία (ενν. για το καλοκαίρι). ~σε το εργοστάσιο (πβ. βάζει/μπαίνει λουκέτο). 4. τελειώνω, ολοκληρώνω κάτι (δραστηριότητα, χρονική περίοδο, προφορικό ή γραπτό κείμενο), το διευθετώ οριστικά· ειδικότ. συμπληρώνω: Η εταιρεία ~σε με επιτυχία τη χρονιά. ~σε τον λόγο/την ομιλία του με μια παράκληση. (ελλειπτ.) ~ με ένα σχόλιο. (σε τελική παράγραφο) ~οντας (= τέλος), θα ήθελα να ... Καθένα από τα κεφάλαια ~ει με ανακεφαλαίωση των βασικών θέσεων. ~ουν οι εκκρεμότητες (πβ. τακτοποιώ). Το θέμα/η ιστορία ~σε (= έληξε).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~σε τον ισολογισμό/το ταμείο (: έκανε απολογισμό). Έχει ~σει ο προϋπολογισμός. (στο χρηματιστήριο) Ο Γενικός Δείκτης Τιμών ~σε (= οριστικοποιήθηκε) με απώλειες/στις ... μονάδες.|| Τα πόσα (ενν. χρόνια) ~ει; ~ει τα τριάντα. ~σε τρεις μήνες ζωής. ~σαν (= πέρασαν) ήδη δέκα χρόνια από την ίδρυση του συλλόγου. ΑΝΤ. ανοίγω (7) 5. σταματώ τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ τον διακόπτη της συσκευής. (ειδικότ.) ~σα (= έσβησα) το φως. Κλείσε τη βρύση! ~ει η βαλβίδα.|| (μτφ.) Θα ~σει η στρόφιγγα των επιχορηγήσεων. 6. διακόπτω τηλεφωνική συνομιλία: ~ το ακουστικό (= κατεβάζω)/το τηλέφωνο. (ελλειπτ.) Συγγνώμη, αλλά πρέπει να ~σω, χτυπάει το κουδούνι.|| ~σε (: έπεσε) η γραμμή. 7. δεσμεύω, κρατώ, εξασφαλίζω: ~ δωμάτιο σε ξενοδοχείο/θέση σε αεροπλάνο/τραπέζι σε εστιατόριο (= κάνω κράτηση). ~σαμε εισιτήρια για τη συναυλία. (προφ.) ~σα διακοπές στο ... 8. συνάπτω σύμβαση· έρχομαι σε συμφωνία (για κάτι): ~ουν δουλειές/παραγγελίες. Έχω ~σει ραντεβού με γιατρό. Έχει ~σει συμβόλαιο με ... ~στηκε (η) συνάντηση (πβ. ορίζω). ~σε η συμφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Πβ. συνομολογώ. 9. φράζω έναν χώρο, για να εμποδίσω τη δίοδο· δεν επιτρέπω σε κάποιον να περάσει: Μην ~εις τον διάδρομο/το πέρασμα! Ο δρόμος ~σε εξαιτίας κατολισθήσεων. ~σαν τα σύνορα. (στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ) Ο παίκτης ~στηκε από δύο αμυντικούς. Πβ. αποκλείω, μπλοκάρω. 10. εγκλείω, περιορίζω: Τον συνέλαβαν και τον ~σαν στο κρατητήριο. ~στηκε σε άσυλο/στη φυλακή/σε ψυχιατρείο. 11. (συνήθ. μτφ.) μειώνω: ~ει η ψαλίδα μεταξύ των δύο υποψηφίων (στις δημοσκοπήσεις). ~σε τη διαφορά του από τον πρωτοπόρο της βαθμολογίας. 12. γράφω το δεύτερο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: ~ την αγκύλη. ~ουν τα εισαγωγικά.|| (κατ' επέκτ.-προφ.) ~ την παρένθεση κι επιστρέφω στο θέμα μας! ΑΝΤ. ανοίγω (11) ● κλείνει 1. (κυριολ. κ. μτφ.) θεραπεύεται, επουλώνεται: Πληγή/τραύμα βαθύ που δεν ~ (= δεν γιατρεύεται). 2. (μτφ.) περιέχει, περιλαμβάνει: Λεύκωμα που ~ μέσα του (= εμπεριέχει, εμπερικλείει) μια ολόκληρη εποχή. ● Παθ.: κλείνομαι 1. περιορίζομαι, απομονώνομαι ή εγκλωβίζομαι: ~στηκε μόνος στο γραφείο του. Έχω ~στεί μέσα τελευταία (: δεν βγαίνω από το σπίτι για διασκέδαση).|| ~στηκα στο ασανσέρ. 2. αποκλείομαι από κάπου: ~στηκα έξω (απ' το σπίτι). ● ΦΡ.: ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο & ένα κεφάλαιο (μτφ.): για ζήτημα ή χρονική περίοδο που ξεκινά ή ολοκληρώνεται, έρχεται σε πέρας: Κλείνει ένα κεφάλαιο της ζωής μου. ~ ~ των μεταρρυθμίσεων., κλείνει η μύτη μου: βουλώνει, συνήθ. λόγω ασθένειας: Έχει κλείσει ~ ~ από το συνάχι., κλείνει η φωνή μου & ο λαιμός μου: δεν μπορώ να μιλήσω ή βραχνιάζω: Κρύωσα και έκλεισε ~., κλείνομαι στον εαυτό μου: γίνομαι εσωστρεφής, λιγότερο κοινωνικός, εκδηλωτικός ή διαχυτικός: Έχει ~στεί ~ της.|| (κατ' επέκτ.) Χώρα που ~εται ~ της. Βλ. ενδοστρέφεια. ΣΥΝ. κλείνομαι στο καβούκι μου, κλείνουν τα μάτια μου: νυστάζω, μου έρχεται ύπνος: ~ ~ από τη νύστα., κλείνω στην αγκαλιά μου (κάποιον): τον αγκαλιάζω: Την ~σε ~ του και τη φίλησε.|| (μτφ.) Κόλπος που ~ει ~ του το νησάκι., κλείνω στην καρδιά μου (κάποιον/κάτι) (μτφ.): αγαπώ πολύ., κλείνω τα βιβλία: ΛΟΓΙΣΤ. κάνω ισολογισμό: ~ ~ και τους λογαριασμούς της εταιρείας., κλείνω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. τον κρατώ σε άγνοια, τον παραπλανώ: Με την παραπληροφόρηση, προσπαθούν να ~σουν ~ των πολιτών. ΑΝΤ. ανοίγω τα μάτια (κάποιου) 2. φροντίζω κάποιον στις τελευταίες του στιγμές: Του ~σε τα μάτια., κλείνω τα μάτια (μου) (μτφ.-προφ.) 1. πεθαίνω, φεύγω από τη ζωή: Θέλω να κλείσω ~ ~ ευτυχισμένος. Πβ. αποβιώνω. 2. προσποιούμαι ότι δεν είδα ή δεν αντιλήφθηκα κάτι: ~ ~ στα προβλήματα. Πβ. εθελοτυφλώ., κλείνω το μάτι (σε κάποιον): κλείνω στιγμιαία το ένα μάτι, για να αφήσω κάποιο υπονοούμενο: Μου ~ει ~ με νόημα/πονηρά.|| (μτφ.) Ο σκηνοθέτης κλείνει ~ στους θεατές., κλείνω τον φάκελο/κλείνει ο φάκελος (μτφ.): παύω να εξετάζω/παύει να εξετάζεται ένα θέμα, μια υπόθεση: Η αστυνομία ~σε τον ~ο της δολοφονίας του ... Με την καταδίκη του, ~σε οριστικά ο ~ του σκανδάλου. Βλ. βρίσκεται/είναι/μπαίνει στο συρτάρι. ΑΝΤ. ανοίγω τον φάκελο, μου/μας έχει κλείσει το σπίτι (μτφ.-προφ.) 1. για πολύ μεγάλη καταστροφή, συμφορά: Μας ~σαν τα σπίτια μας, μας ρημάξανε. 2. (συνήθ. για γυναίκα) έγινε αιτία χωρισμού, μπήκε ανάμεσα σε ζευγάρι., ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα βλ. στόμα, δεν κλείνω μάτι βλ. μάτι, θα με στείλει/θα με κλείσει στο Δαφνί/στο Δρομοκαΐτειο βλ. Δαφνί, κλείνει τις πόρτες του βλ. πόρτα, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, κλείνομαι στο καβούκι μου βλ. καβούκι, κλείνω τ' αυτιά μου βλ. αυτί, κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον βλ. πόρτα, κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο, κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου βλ. στόμα, κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες βλ. τρύπα, κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα βλ. πόρτα, ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! βλ. στόμα, τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα βλ. μέσα [< μεσν. κλείνω, κλείω γαλλ. fermer, αγγλ. close]

αγαπώ

αγαπώ [ἀγαπῶ] α-γα-πώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αγαπ-άς, -ά κ. -άει ... | αγάπ-ησα, -ιέμαι, (σπάν. μτχ. -ώμενος), -ήθηκα, -ώντας, -ημένος} & αγαπάω 1. νιώθω αγάπη για κάποιον/κάτι: ~ τους γονείς/τα παιδιά μου. ~ά(ει) όλο τον κόσμο. Σ' ~ με όλη μου την καρδιά/πολύ/σαν τα μάτια μου. ~ τη ζωή/τη χώρα μου.|| (προφ.-ευχετ.) Να χαρείς ό,τι ~άς. ΑΝΤ. απεχθάνομαι, εχθρεύομαι, μισώ 2. είμαι ερωτευμένος με κάποιον: Την ~ά και θέλει να την παντρευτεί. Τον ~ησα (πβ. υπερ~) τρελά/με πάθος. 3. δείχνω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι, ασχολούμαι με αυτό: ~ά τα γράμματα/τον αθλητισμό. ~ά(ει) την περιπέτεια (= του αρέσει, τον γοητεύει). ● Παθ.: αγαπιέμαι: αποτελώ αντικείμενο αγάπης, εκτίμησης, θαυμασμού ή ερωτικού πόθου: Αγαπώ και ~. Hθοποιός/τραγουδιστής/εκπομπή που ~ήθηκε από πολύ κόσμο/από μικρούς και μεγάλους. ~ιούνται βαθιά/παράφορα/πραγματικά. ● ΦΡ.: αγάπα το(ν) φίλο σου με τα ελαττώματά του (παροιμ.): να είσαι ανεκτικός στις αδυναμίες του φίλου σου., αγαπά(ει) να: του αρέσει, συνηθίζει να: ~ ~ διαβάζει ποίηση/μαγειρεύει/με πειράζει., αγαπάτε αλλήλους (ΚΔ): προτροπή για αγάπη και ομόνοια., άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε (προφ.): όταν αποφεύγει κανείς να πει τη γνώμη του για ένα επίμαχο θέμα και συνήθ. στρέφεται σε κάτι άσχετο ή παραπλανητικό: Η απάντησή του στην ερώτησή μου ήταν ~ ~., αν αγαπάτε: (ανάμεσα σε κόμματα) αν θέλετε, αν προτιμάτε: Η εξουσία είναι, ~ ~, μια μορφή επιβεβαίωσης., όποιος αγαπά παιδεύει: η αγάπη μπορεί να γίνει βασανιστική, καταπιεστική., όπως αγαπάτε: (συνήθ. ως απάντηση σε ερώτημα) όπως θέλετε, όπως προτιμάτε: Θα πάμε με το αυτοκίνητο ή με το λεωφορείο; ~ ~., σ' αγαπάει η πεθερά σου (παλαιότ.): λέγεται όταν έρθει επισκέπτης στο σπίτι την ώρα του φαγητού, συχνά με περιπαικτική διάθεση, επειδή πριν από τον γάμο η πεθερά συνήθιζε να περιποιείται στο τραπέζι τον γαμπρό καλύτερα από όλους., αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη βλ. κλέφτης, δεν αγαπάει ούτε τ' άντερά του βλ. άντερο, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς! βλ. γουστάρω [< αρχ. ἀγαπῶ, γαλλ. aimer, αγγλ. love]

αέρας

αέρας [ἀέρας] α-έ-ρας ουσ. (αρσ.) {αέρ-α (λόγ.) -ος | -ηδες} 1. το μείγμα των μη ορατών, άοσμων αερίων, κυρ. αζώτου (78,08%) και οξυγόνου (20,95%), που περιβάλλει τη Γη και είναι απαραίτητο για την επιβίωση όλων των οργανισμών, το κενό που θεωρούμε ότι μας περιβάλλει, η ατμόσφαιρα, το κλίμα: αναπνεύσιμος/ατμοσφαιρικός/βρόμικος/θερμαινόμενος/καθαρός/φιλτραρισμένος ~. Ο ~ ενός χώρου. Κυκλοφορία/μάζα/μόλυνση/μόρια/ρύπανση/υγρασία/φίλτρο ~α. Χαμηλότερα/ψηλότερα στρώματα ~α. Η μυρωδιά πλανάται στον ~α. Το αεροσκάφος υψώθηκε στον ~α. Θέαμα στον/σπορ του ~α (βλ. αεράθλημα). Διάσωση/επέμβαση/ρίψη από ~ος.|| (για συσκευές, μηχανήματα) Ανοίγω/κλείνω τα έμβολα/τις βαλβίδες ~α/ος. Αντλία ~α/ος (πβ. αεραντλία). Συμπιεστής ~ος/α αυτοκινήτου (πβ. αεροσυμπιεστής). Tο λάστιχο χάνει ~α.|| (ΣΤΡΑΤ.) Πύραυλος εδάφους ~ος/~ος ~ος/~ος εδάφους. Βόμβες/στρατιωτικές δυνάμεις ~ος.|| Ο ~ του βουνού/του δάσους/της θάλασσας. 2. άνεμος: βουνίσιος/δαιμονισμένος/δυνατός/ελαφρός/ζεστός/θαλασσινός/θερμός/κρύος/ξαφνικός/ξηρός/παγωμένος/υγρός/ψυχρός ~. Ρεύμα/ταχύτητα ~α. Ο ~ βουίζει/δυναμώνει/έκοψε/κόπασε/έπεσε/φυσάει. Σηκώθηκε ~. Έχει πολύ ~α έξω. Ο ~ άλλαξε κατεύθυνση/γύρισε σε βοριά. Ο ~ φούσκωνε τα πανιά. Παραλία ήσυχη, χωρίς ~α (: υπήνεμη). Πβ. αγέρας.|| Ο ~ του ανεμιστήρα/της βεντάλιας/του κλιματιστικού. 3. (μτφ.) η αίσθηση που αποπνέει κάποιος ή κάτι· (για χώρο) η ατμόσφαιρα, (για πρόσ.) η εμφάνιση, η συμπεριφορά, το ύφος και ιδ. η άνεση: Το σπίτι έχει τον ~α μιας άλλης εποχής. Η διακόσμηση προσδίδει στην αίθουσα έναν ~α πολυτέλειας (πβ. περιβάλλον). Πνέει/φυσάει ~ αισιοδοξίας/αλλαγής/ανανέωσης.|| Διαθέτει/έχει τον ~α του επαγγελματία/του νικητή/της σταρ. Αποπνέει ευρωπαϊκό ~α. Τον περιέβαλλε πάντα ένας ~ μυστηρίου. Ντύσιμο που προσδίδει έναν ~α σοβαρότητας. Περπατάει με ~α (= με αυτοπεποίθηση· βλ. στιλ). Τον αντιμετώπισε με ~ (= δυναμικά, θαρραλέα). Πβ. τουπέ, πόζα.|| Έχει πάρει τον ~α του αυτοκινήτου/της δουλειάς (: άνεση που οφείλεται στην εμπειρία· πβ. κολάι).|| Μην κολλάς τις λέξεις, το κείμενο πρέπει να έχει ~.|| (ΑΘΛ.) Έδωσε ~α δύο γκολ/έντεκα πόντων στην ομάδα (βλ. προβάδισμα). 4. πρόσθετη αξία ενός μαγαζιού ή μιας επιχείρησης λόγω πλεονεκτικής θέσης, σταθερής πελατείας και η σχετική αποζημίωση: (σε αγγελίες) Πωλείται ο ~ και οι εγκαταστάσεις. Πβ. εμπορική εύνοια. 5. ο χώρος που επιτρέπεται να κτιστεί πάνω από μια οικοδομή και το δικαίωμα ιδιοκτησίας του· δικαίωμα υψούν: Αγοράζω/πουλώ τον ~α (μιας μονοκατοικίας). 6. αποζημίωση που καταβάλλεται σε μισθωτή, ώστε να μην παραταθεί η μίσθωση ή το ποσό που προκαταβάλλεται ως εγγύηση για την ενοικίαση: Καταβάλλω ~α. Φορολόγηση του εισπραττόμενου ~α.|| Έδωσε ~α τρία νοίκια. 7. ΕΚΚΛΗΣ. {πληθ. αέρες} αήρ. ● Υποκ.: αεράκι (το): ελαφρύς και ευχάριστος αέρας: ανάλαφρο/απαλό/γλυκό/δροσερό/θαλασσινό (πβ. μπάτης)/καλοκαιρινό/πρωινό/τσουχτερό (βλ. αγιάζι) ~. Έβ(γ)αλε/έπιασε ~. Μας δρόσισε τ' ~. Πβ. αγεράκι, αγέρι, αύρα. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπιεσμένος αέρας & συμπιεσμένος αέρας: ΜΗΧΑΝ. αέρας με πίεση και πυκνότητα μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική: Ο ~ ~ χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας. [< αγγλ. compressed air] , κενό (αέρος) βλ. κενό, σαλάμι αέρος βλ. σαλάμι, φρέσκος αέρας βλ. φρέσκος ● ΦΡ.: (είμαι) στον αέρα 1. για αεροσκάφος σε πτήση: αγορές στον ~ (αφορολόγητων ειδών). Περιπέτεια στον ~ για διακόσιους επιβάτες λόγω της κακοκαιρίας. Τα δύο αεροσκάφη συγκρούστηκαν ~ ~ (: ενώ πετούσαν).|| (κατ' επέκτ., για κάτι που αιωρείται:) Διεκδίκηση της μπάλας στον ~. Βλ. μετέωρος. 2. (μτφ.) για απευθείας ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση: Καθημερινά είμαστε ~ ~ για δύο ώρες. Ο ακροατής είναι ~ ~.|| Η ανανεωμένη μας ιστοσελίδα είναι πάλι ~ ~ (= διαθέσιμη στο κοινό). 3. (μτφ.) για κάτι αβέβαιο: Το συμβόλαιό του είναι ~ ~. Μέχρι την τελευταία στιγμή όλα ήταν ~ ~. Το έργο κινδυνεύει να μείνει ~ ~.|| Η θεωρία/τα επιχειρήματά του στέκονται ~ ~. Πβ. μετέωρος., αέρα κοπανίζω/καβουρδίζω (μτφ.): σπαταλώ τον χρόνο μου άσκοπα, τεμπελιάζω., αέρα πατέρα (προφ.): όπως να' ναι, όπως τύχει: Πέρασε ~ ~ τη διασταύρωση. Βλ. στα κουτουρού., αέρα! (ιαχή των Ελλήνων στρατιωτών, κυρ. στον πόλεμο του 1940): πάνω τους! επίθεση!, ανοίγω/κλείνω τον αέρα: ξεκινώ ή σταματώ αντίστοιχα την παροχή αέρα μέσω βαλβίδας ή συσκευής., βγάζω στον αέρα: (μτφ.) μεταδίδω από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: ~ ~ τα άπλυτα κάποιου/απόρρητα στοιχεία/μια είδηση/μια εκπομπή., βγαίνω στον αέρα (μτφ.): παρουσιάζομαι στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο (συνήθ. σε απευθείας μετάδοση): Το κεντρικό δελτίο ειδήσεων βγήκε ~ με καθυστέρηση. (για πρόσ.) Βγαίνει για πρώτη φορά ~.|| Ο δικτυακός τόπος βγήκε ~ (= αναρτήθηκε) τον προηγούμενο χρόνο., δίνω αέρα σε κάποιο ρούχο: το κάνω πιο φαρδύ, πιο άνετο., δίνω σε κάποιον αέρα (μτφ.): του συμπεριφέρομαι με επιείκεια και ελαστικότητα, του δίνω θάρρος: Μην του ~εις ~, θα το πάρει πάνω του. ΑΝΤ. κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον), έγινε αέρας (μτφ.): εξανεμίστηκε: Έγιναν ~ τα κέρδη (= χάθηκαν)., έχει πάρει/πήρε (πολύ) αέρα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που ξεπερνά τα όρια, αποθρασύνεται: Σαν πολύ ~ δεν έχεις πάρει;, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα (μτφ.): πιστεύει πως είναι πολύ σπουδαίος, επαίρεται, καυχιέται: Πρόσεχε μην πάρουν τα μυαλά σου ~! Έχασαν, γιατί είχαν πάρει τα μυαλά τους ~. ΣΥΝ. καβάλησε το καλάμι, την έχει ψωνίσει/την ψώνισε (1), ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό (μτφ.-ειρων.): δεν έχω τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα, είμαι πολύ φτωχός., κάνω σε κάποιον αέρα: δημιουργώ με τεχνητό τρόπο ελαφρά πνοή ανέμου: Πήρε τη βεντάλια και άρχισε να της κάνει ~., λόγια του αέρα & (σπάν.) του ανέμου (μτφ.): ανοησίες: Όσα λέω τα εννοώ, δεν πρόκειται για ~ ~. Πβ. λόγια της καραβάνας. Βλ. έπεα πτερόεντα. ΣΥΝ. αερόλογα, αερολογίες [< γαλλ. paroles en l' air] , με άλλο(ν) αέρα (μτφ.): με διαφορετική διάθεση, ψυχολογία ή συμπεριφορά, συνήθ. καλύτερη από πριν: Γύρισε από το εξωτερικό ~ ~., μιλώ στον αέρα: λέω αερολογίες ή σπανιότ. δεν προσέχουν οι άλλοι τα λόγια μου: Δεν ~ ~, έχω συγκεκριμένα παραδείγματα.|| Μιλάμε μαζί ή ~ ~; Πβ. (σαν να) μιλάω στον/με τον τοίχο., παίρνω αέρα/τον αέρα μου (μτφ.): αναζωογονούμαι, ξανανιώνω: Βγήκαμε, για να πάρουμε λίγο καθαρό ~. Πήρε τον ~ της στην εξοχή και μας ήρθε ανανεωμένη! Πβ. κάνω βόλτα, ξεσκάω, πήρε αέρα ο κώλος (κάποιου). [< γαλλ. prendre l' air] , παίρνω τον αέρα κάποιου (μτφ.): έχω κάποιον (ή σπανιότ. κάτι) υπό τον έλεγχό μου, επιβάλλομαι: Μην την αφήσεις να σου πάρει τον ~. Οι φιλοξενούμενοι πήραν τον ~ του ματς και προηγήθηκαν στο σκορ., πιάνει πουλιά στον αέρα (μτφ.): είναι πανέξυπνος, σαΐνι: Δεν θα την πιάσουν κορόϊδο, ~ ~., ρίχνω στον αέρα: πυροβολώ για εκφοβισμό, προειδοποιητικά: Η αστυνομία έριξε ~, για να διαλύσει τη συγκέντρωση., στέκεται/στηρίζεται στον αέρα: για κάτι που ισορροπεί χωρίς να ακουμπά κάπου και κατ' επέκτ. δεν έχει σταθερές βάσεις και είναι εύκολο να καταρρεύσει: Η κατασκευή μοιάζει να ~ ~ (= αιωρείται).|| Η απόφασή του ~ ~., τινάζω (κάτι/κάποιον) στον αέρα 1. (μτφ.) καταστρέφω εντελώς, δυναμιτίζω: ~ ~ τις διαπραγματεύσεις/τις προσπάθειες/τον προϋπολογισμό/μια συμφωνία/ένα σχέδιο. Άλλο ένα λάθος και τα τίναξες όλα ~!|| Τίναξε τη μπάνκα ~ (: πήρε όλα τα κέρδη)! 2. ανατινάζω: Η έκρηξη στο βενζινάδικο λίγο έλειψε να ~ξει ολόκληρη την περιοχή ~. Πρόσεξε μην βραχυκυκλώσει το μηχάνημα και ~χτούμε όλοι ~!, φυσάει άλλος αέρας: (μτφ.) για αλλαγή μιας κατάστασης προς το καλύτερο: Η πόλη έχει αλλάξει, ~ ~., χτίζει στον αέρα (σπάν.-λογοτ.): ματαιοπονεί, τρέφει ψευδαισθήσεις. Πβ. κτίζω/φτιάχνω παλάτια/πύργους στην άμμο., αέρας κοπανιστός βλ. κοπανιστός, αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου) βλ. αλλάζω, κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον) βλ. φόρα1, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα, όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντ' αλέθει βλ. μύλος, πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα βλ. παράθυρο, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα βλ. πλανώ, ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; βλ. άνεμος, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου βλ. ώρα [< μεσν. αέρας 3: γαλλ.-αγγλ. air, γερμ. Luft]

άλλος

άλλος, η, ο [ἄλλος] άλ-λος αόρ. αντων. {κ. λαϊκό αλλουνού (θηλ. αλληνής), άλλονε (-α) | αλλονών, αλλουνούς} 1. δηλώνει ότι ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια έννοια δεν ταυτίζεται με αυτό στο οποίο αντιπαρατίθεται: Κανένας/κάποιος/οποιοσδήποτε ~. Τίποτε ~ο. Διάφοροι ~οι. Αυτός και όλοι οι ~οι. Aυτό ή το ~ο; Αυτά και ~α πολλά. ~ για Θεσσαλονίκη; (: για επιβάτη) ~ εδώ, ~ εκεί. Ποιος ~ θέλει να έρθει; Με τον έναν ή τον ~ο τρόπο. ~ παίζει, ~ κερδίζει. ~ λιγότερο, ~ περισσότερο, θα τη βγάλουμε τη δουλειά. Το είπες στους ~ους; Σχετικά με τα/ως προς τα ~α...|| Το ~ο μισό. Ο ένας θα πάρει αυτό κι ο ~ εκείνο. Όχι αυτό, το ~ο. Ούτε ο ένας ούτε ο ~. Βλ. δεύτερος.|| ~ ένας (= επιπλέον). ~η μια φορά. Για ~ον ένα χρόνο θα μείνουμε εδώ. Δεν έδωσε ~α στοιχεία.|| (αόρ.) ~η μέρα/ώρα. Τι σε νοιάζει τι κάνουν οι ~οι; Να βοηθάς τους ~ους.|| (μειωτ.) Πιστεύεις ό,τι σου λέει ο ~;|| (αντίθ.) Στην ~η άκρη. Γύρισέ το από την ~η μεριά.|| Την ~η (= προηγούμενη) φορά μου άρεσε περισσότερο.|| Τον ~ο (= επόμενο) μήνα.|| Υπάρχει ~η (= ερωμένη). Τώρα βρήκε/τα έχει με ~ον (ενν. σύντροφο). 2. διαφορετικός: ~ος: τρόπος. ~η: άποψη/γνώμη. ~ο: πρόσωπο. Για ~ο λόγο σού τηλεφώνησα. Έγινε ~ άνθρωπος. ~α λέει ο ένας κι ~α ο ~. ~α λέει κι ~α κάνει. ~ο να τ' ακούς και ~ο να το βλέπεις. Σε ~ες εποχές (: στο παρελθόν). Βλ. ίδιος. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή βλ. ζωή, το άλλο/αντίθετο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: (μια) άλλη φορά: κάποια άλλη στιγμή: Θα σε δω/τα πούμε/συναντηθούμε ~ ~. [< γαλλ. une autre fois] , άλλα αντ' άλλων & (σπανιότ.) άλλα των άλλων & (προφ.) άλλα αντ' άλλα: για άσχετα πράγματα, ασυναρτησίες: Καταλαβαίνει/λέει ~ ~. Πβ. άρες μάρες (κουκουνάρες), ό,τι να 'ναι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου (παροιμ.): σε περιπτώσεις πλήρους ασυνεννοησίας., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! & τι είναι πάλι τούτο/αυτό; (επιφων.): ως έκφραση έκπληξης για κάτι απρόσμενο, αναπάντεχο., άλλο το ένα κι άλλο το άλλο: για διαφορετικά πράγματα που δεν πρέπει να συγχέονται: Δεν μπορώ να τα συγκρίνω, ~ ~., άλλοι κι άλλοι: για αόριστη αναφορά σε πολλούς με τους οποίους γίνεται σύγκριση: Δεν ζητάω καμία χάρη, όπως ~ ~ (= τόσοι άλλοι).|| Εδώ κατάφερα άλλα κι άλλα, τώρα θα κολλήσω;, άλλος (κι) αυτός! (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): ούτε και αυτός μιλά ή ενεργεί σωστά: Τον παρέσυρε ο μικρός του αδελφός. ~ ~ πάλι! ΣΥΝ. καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του!, άλλος τόσος: (εμφατ.) διπλάσιος: ~ ~ δρόμος/κόπος/χρόνος/χώρος. Έχει γίνει ~ ~ (: έχει παχύνει ή ψηλώσει πολύ). Τόσος κι ~ ~., αν μη τι άλλο: τουλάχιστον: Δεν είναι τέλεια η εργασία του, ~ ~ όμως προσπάθησε. ΣΥΝ. ει μη τι άλλο, από ... άλλο τίποτα (προφ.): για κάτι που πλεονάζει: Από ιδέες/προτάσεις ~ ~ (: υπάρχουν ένα σωρό)., από δω παν' κι (οι) άλλοι: ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι: Τα μάζεψε, έφυγε κι ~ ~., από την άλλη (πλευρά/μεριά) & από το άλλο μέρος: άλλωστε, εξάλλου: Δεν έχω χρόνο να πάω διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρήματα. [< γαλλ. d'autre part] , από το ένα στο άλλο: για απότομη, συνήθ. μη ομαλή μετάβαση: γρήγορη μετακίνηση ~ ~ (ενν. σημείο). Πηγαίνω/πηδάω ~ ~ (: για αλλαγή θέματος στον λόγο)., η άλλη όψη/πλευρά 1. η αντίθετη πλευρά: ~ ~ του έρωτα/της ζωής/του θέματος/του νομίσματος. 2. η άλλη πλευρά: (για πρόσ.) οι αντίπαλοι: Η ~ ~ είναι αδιάλλακτη. Συνομιλίες με την ~ ~., θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος (προφ.): για αόριστη αναφορά σε μια άλλη πλευρά του θέματος, συνήθ. σε αντιπαρατιθέμενη άποψη: Εσύ μπορεί να το λες, αλλά ~ ~: "και 'γω γιατί να το πιστέψω"; Δεν με άφησαν να μιλήσω και μετά σου λέει ~ ελευθερία του λόγου., κατά τα άλλα: ως προς τα υπόλοιπα: ~ ~ καλά. Έκανα μερικές διορθώσεις σε ένα ~ ~ πολύ καλό κείμενο.|| (ειρων.) Σκάσαμε σήμερα· ~ ~ είπαν ότι θα έπεφτε η θερμοκρασία (= είναι που είπαν ότι...)!, μεταξύ (των) άλλων & εκτός των άλλων & συν τοις άλλοις & ανάμεσα/κοντά/μέσα στα άλλα: επιπλέον, επιπρόσθετα: Είχα επαγγελματικά προβλήματα και ~ ~ αρρώστησα. ~ ~ συζητήθηκε το θέμα της μείωσης του ωραρίου. [< γερμ. unter anderem] , ο ένας κι ο άλλος: ο καθένας, ο οποιοσδήποτε: Μην ακούς τι σου λέει ~ ~. [< γαλλ. l' un et l' autre] , ο ένας με τον άλλο: (ανα)μεταξύ τους: Γνωρίζονται/επικοινωνούν/μοιάζουν ~ ~. Ζουν πολύ κοντά ~ ~., ο ένας του άλλου/(σ)τον άλλο(ν): για δήλωση αμοιβαιότητας: Όλοι έχουμε την ανάγκη ~ ~. Tα ρίχνουν ~ στον άλλον. Αγαπάει/καταλαβαίνει/κατηγορεί/μισεί ~ τον άλλον (πβ. αλληλο-)., τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; 1. (ειρων.) για σχολιασμό ή μετριασμό της υπερβολής στις δηλώσεις κάποιου: - Φέρε μου τον καφέ μου, την εφημερίδα και τις παντόφλες. - ~ ~; 2. ως ερώτηση σε πελάτη κυρ. καταστήματος, εστιατορίου: (Δεν θέλετε) τίποτε άλλο;, το κάτι άλλο!: (προφ., ως έκφραση ενθουσιασμού) απίθανος, καταπληκτικός, φανταστικός: Το χθεσινό πάρτι ήταν/το γαλακτομπούρεκό του είναι ~ ~!, (είναι) άλλο καπέλο βλ. καπέλο, (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το) δίχως άλλο/χωρίς άλλο βλ. δίχως, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας βλ. μάτι, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! βλ. θέλω, άλλο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) βλ. πράγμα, άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, από άλλο ανέκδοτο βλ. ανέκδοτο, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, γίνομαι άλλος άνθρωπος βλ. άνθρωπος, δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, κάθε άλλο βλ. κάθε, και άλλα βλ. και, και σε/εις άλλα με υγεία βλ. υγεία, και τίποτ' άλλο βλ. τίποτα, και τούτο και το άλλο βλ. τούτος, μας τα 'παν κι άλλοι βλ. λέω, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια βλ. μάτι, με άλλο(ν) αέρα βλ. αέρας, με τον ένα(ν) ή τον άλλο τρόπο βλ. τρόπος, μη το ένα μη το άλλο βλ. μη & μην, μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς βλ. έτσι, ο ένας μετά τον άλλο βλ. ένας, μία/μια, ένα, όχι άλλο κάρβουνο! βλ. κάρβουνο, πάμε γι' άλλα βλ. πηγαίνω & πάω, πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον βλ. παίρνω, πλην άλλων βλ. πλην, στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα, στον άλλο κόσμο βλ. κόσμος, τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ... βλ. στιγμή, τη μία/μια ... την άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, το άλλο εγώ βλ. εγώ, το άλλο μου μισό βλ. μισός, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός ● βλ. άλλο [< αρχ. ἄλλος, αγγλ. other, γαλλ. autre, γερμ. ander]

αμαρτία

αμαρτία [ἁμαρτία] α-μαρ-τί-α ουσ. (θηλ.) {αμαρτι-ών} 1. παράβαση θείου, θρησκευτικού ή ηθικού νόμου: ασυγχώρητη/βαριά/γλυκιά/θανάσιμη/μεγάλη/μικρή ~. Διαπράττω/κάνω ~. Πέφτω σε ~. Έδωσε/πήρε άφεση ~ών. Του συγχωρέθηκαν οι/εξομολογήθηκε τις/είπε τις ~ες του. Πλήρωσαν (για) τις ~ες τους (: τιμωρήθηκαν, υπέστησαν τις συνέπειες). ΣΥΝ. αμάρτημα (1), ανόμημα, κρίμα (2) 2. ακολασία, ανηθικότητα, διαφθορά: ο δρόμος (ΑΝΤ. ο δρόμος του Θεού/Χριστού)/το σπίτι της ~ας. Βουτηγμένοι/ζει μέσα στην ~. Κάνει αγώνα να ξεφύγει από την ~. Πβ. ασωτία. 3. αξιοκατάκριτη ενέργεια, σοβαρό λάθος: Η μοναδική μου ~ είναι ότι την/τον ανέχτηκα! Πβ. παράπτωμα, σφάλμα. ● ΣΥΜΠΛ.: παλιά αμαρτία: ερωτική σχέση που ανήκει στο παρελθόν., άφεση αμαρτιών βλ. άφεση ● ΦΡ.: (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου: (όταν κάποιος πρόκειται να παραδεχτεί κάτι), για να είμαι ειλικρινής: Για να/να σου πω ~, δεν το περίμενα/το μετάνιωσα., αίρει τις αμαρτίες (μτφ.-αρχαιοπρ.) (ΚΔ): αναλαμβάνει, σηκώνει το ηθικό βάρος αμαρτήματος., αμαρτία από τον Θεό: για κάτι που δεν είναι σωστό: Mην το λες αυτό, είναι ~ ~., αμαρτίαι/αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα: τα λάθη των γονέων ή προγόνων ταλαιπωρούν τα παιδιά ή τους απογόνους τους., ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει: από την τήρηση της νηστείας εξαιρούνται άρρωστοι και ταξιδιώτες· (κατ' επέκτ.-σπάν.) για περιπτώσεις κατά τις οποίες εξαιρούνται από τον νόμο συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών., είναι αμαρτία να ...: είναι κρίμα, δεν πρέπει να: ~ ~ μην του πεις την αλήθεια. Θα ήταν ~ χάσει τέτοια ευκαιρία. Αμαρτία δεν είναι να πάει τόσο φαγητό χαμένο;, παίρνω πάνω μου την αμαρτία: αναλαμβάνω την ευθύνη αμαρτημάτων, παραπτωμάτων άλλων: Ο Χριστός πήρε πάνω Του ~ του κόσμου., πληρώνω αμαρτίες (μτφ.): ταλαιπωρούμαι από δικά μου λάθη ή των άλλων: ~ ξένες ~. (ως έκφρ. αγανάκτησης, παράπονου:) (Θεέ μου) τι αμαρτίες πληρώνω; Έχουμε ακόμα πολλές ~ να πληρώσουμε (: μας περιμένουν και άλλα βάσανα, και άλλες ταλαιπωρίες)., σαν αμαρτία: για κάποιον ή κάτι που βάζει σε πειρασμό, που είναι ιδιαίτερα ελκυστικό(ς): όμορφος ~ ~. Αποφεύγει τα γλυκά ~ ~., σιχαίνομαι/απεχθάνομαι/βαριέμαι κάποιον/κάτι σαν τις αμαρτίες μου: αποστρέφομαι, μισώ., προφάσεις εν αμαρτίαις βλ. πρόφαση [< 1,3: αρχ. ἁμαρτία]

απατώ

απατώ [ἀπατῶ] α-πα-τώ ρ. (μτβ.) {απατ-άς, -ά κ. (σπανιότ.) -άει ..., απάτ-ησα, -ώμαι, -άσαι ..., -ήθηκα, -ημένος} & απατάω 1. έχω ερωτική σχέση ή σεξουαλική επαφή κρυφά από σύζυγο ή σύντροφο: ~ά τον άντρα της/τη γυναίκα του (: έχει εξωσυζυγικές σχέσεις). Πβ. απιστώ, κερατώνω, μοιχεύω. 2. οδηγώ σε λάθος συμπέρασμα, ξεγελώ, παραπλανώ: Αν δεν με ~ά η ακοή (: αν ακούω καλά)/η διαίσθησή/το ένστικτό/η όρασή μου (: αν βλέπω καλά) ... ~ήθηκα (= εξαπατήθηκα) από την συμπεριφορά/τους τρόπους του. ~άσαι (= αυταπατάσαι, γελιέσαι, κάνεις λάθος) αν νομίζεις ότι ... 3. (λόγ.) εξαπατώ: Έχει ~ήσει πολλά άτομα, παριστάνοντας το μέντιουμ. ● ΦΡ.: αν δεν απατώμαι (λόγ.): αν δεν κάνω λάθος: ~ ~, εσύ επέμενες να φύγουμε., τα φαινόμενα απατούν: αυτό που φαίνεται δεν ανταποκρίνεται πάντα στην πραγματικότητα: Μην κρίνεις από αυτό που βλέπεις, συχνά ~ ~! [< γαλλ. les apparences sont trompeuses] , αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου βλ. μνήμη, ο όφις με εξηπάτησε/εξαπάτησε βλ. όφις [< αρχ. ἀπατῶ, γαλλ. tromper]

αράδα

αράδα [ἀράδα] α-ρά-δα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) 1. γραμμή κυρ. κειμένου· σειρά: Σε κάθε ~. Στην αρχή/στο τέλος της ~ας ... Μερικές ~ες πιο κάτω ... Διάβασέ το προσεκτικά, ~ ~ (= λέξη προς λέξη, φράση προς φράση).|| (σε επεξεργαστή κειμένου) Το διάστημα/κενό μεταξύ των ~ων (= διάστιχο).|| (μτφ.) Δεν χρειάζεται να προσθέσω ούτε μια ~ (= τίποτα) σε όσα είπες. Έχουν γραφτεί ~ες και ~ες/χιλιάδες ~ες/~ες επί ~ων (= πάρα πολλά) για ... Πώς να εκφράσω μέσα σε λίγες ~ες αυτό που νιώθω; 2. ευθυγραμμισμένη κυρ. σειρά: Έβαλε τα παιδιά στην ~ (= γραμμή). Πβ. παράταξη, στοίχος. 3. (ως επίρρ.) διαρκώς, συνεχώς: Μου λες ψέματα ~. ● ΦΡ.: αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας (παροιμ.): για την τήρηση της σειράς προτεραιότητας, ανεξάρτητα από την ιδιότητα κάποιου και γενικότ. για την αποφυγή διακρίσεων., στην αράδα & με την αράδα: στη σειρά και συνήθ. χωρίς διάκριση: Πήρε τα σπίτια ~ ~ (πβ. παίρνω σβάρνα). Όλοι με την ~., διαβάζω ανάμεσα στις/πίσω (/κάτω/μέσα) από τις γραμμές (/αράδες) βλ. γραμμή, της σειράς βλ. σειρά [< μεσν. αράδα]

ασκός

ασκός [ἀσκός] α-σκός ουσ. (αρσ.) 1. (λόγ.) ασκί. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. δομή, σχηματισμός ή όργανο που μοιάζει με σάκο: δακρυϊκός/λεκιθικός ~. Πβ. θύλακας, κύστη.|| (γενικότ.) Αναπνευστικός ~ (: για διενέργεια τεχνητής αναπνοής). ~ αερισμού (για παροχή οξυγόνου). ~οί μεταφοράς/συλλογής αίματος-πλάσματος (: οι φιάλες της αιμοδοσίας, αιμοληψίας). 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. μικρό, κλειστό αγγείο με σφαιρικό πεπιεσμένο σώμα και στενό στόμιο (για υγρά, κυρ. λάδι). Βλ. αρύβαλλος. ● ΦΡ.: ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου: πυροδοτεί σειρά απρόβλεπτων εξελίξεων που μπορούν να λάβουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις: Οι αποκαλύψεις/τα μέτρα άνοιξαν ~ ~. Πβ. ανοίγει το κουτί της Πανδώρας. [< 1,3: αρχ. ἀσκός 2: αγγλ.-γαλλ. sac]

αστράφτει

αστράφτει [ἀστράφτει] α-στρά-φτει ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {άστρα-φτε, -ψε, αστράφτ-οντας} 1. (απρόσ.) πέφτουν αστραπές: Βρέχει και ~. 2. εκπέμπει ή αντανακλά φως, ακτινοβολεί, λάμπει: Το σπαθί/ο χρυσός ~. Ο δρόμος/η λίμνη/ο ναός ~φτε στον ήλιο (= γυάλιζε). Χρυσά νομίσματα που ~ουν στο φως. Ο ουρανός ~ψε από τα βεγγαλικά. Τα φλας των φωτογράφων ~ψαν.|| (κατ' επέκτ., για να δηλωθεί ότι κάτι είναι πολύ καθαρό) Σπίτι που ~ από καθαριότητα. Τα έπιπλα ~ουν σαν καινούργια. Δόντια που ~ουν. Πβ. γυαλίζει.|| (μτφ., για έκφραση έντονων συναισθημάτων, σπάν. στο α', β' πρόσ.) Πρόσωπο που ~ από χαρά. Τα μάτια του ~ψαν από πόθο. Πβ. λαμποκοπά, φεγγοβολά.|| (μτφ.) Μια ιδέα ~ψε (ξαφνικά) στο μυαλό του. ● ΦΡ.: αν δεν αστράψει, δεν βροντά (κι αν δεν βροντά, δεν βρέχει) (παροιμ.): για να δηλωθεί η σχέση αιτίου-αιτιατού. Βλ. δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά., αστράφτει και βροντά {κυρ. στο γ' εν. πρόσ. του αορ.}: εκδηλώνει τον θυμό του έντονα: ~ ~ για τις καταγγελίες σε βάρος του. Άστραψε και βρόντηξε από το κακό του (: εξοργίστηκε βάζοντας τις φωνές και χειρονομώντας)., αστράφτω (κάποιου) μια ανάποδη/ένα μπάτσο/σκαμπίλι/μια σφαλιάρα/ένα χαστούκι/φούσκο (προφ.): χαστουκίζω και γενικότ. χτυπώ κάποιον δυνατά: Θα πάψεις ή θα σου αστράψω κανένα/καμιά ~;, του/της την άστραψε & του/της άστραψε μία (προφ.): τον/τη(ν) χαστούκισε. [< μεσν. αστράφτω]

αυλαία

αυλαία [αὐλαία] αυ-λαί-α ουσ. (θηλ.): ΘΕΑΤΡ. βαριά κουρτίνα, παραπέτασμα που κλείνει και χωρίζει τη σκηνή θεάτρου από την πλατεία και συνεκδ. αρχή ή τέλος παράστασης: βελούδινη/κατακόκκινη ~. Άνοιγμα/κλείσιμο/πέσιμο της ~ας. Πβ. ριντό.|| Αυλαία (: στο τέλος θεατρικού κειμένου). ● ΦΡ.: κλείνει/πέφτει η αυλαία & ρίχνει/κατεβάζει (την) αυλαία 1. για το τέλος παράστασης ή σειράς παραστάσεων: (κατ' επέκτ., για τον θάνατο δημοσίου προσώπου, κυρ. καλλιτέχνη, συνήθ. στον δημοσιογραφικό λόγο) (Έπεσε η) ~ για τη μεγάλη ηθοποιό. Πβ. τίτλοι τέλους. 2. (γενικότ.) για λήξη θεάματος, εκδήλωσης, διαδικασίας: Πέφτει απόψε η ~ για το/στο φεστιβάλ κινηματογράφου. Έριξε/κατέβασε ~ η δημοφιλής τηλεοπτική σειρά.|| Κλείνει αύριο η ~ της προεκλογικής περιόδου. [< γαλλ. baisser le rideau] , σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω [< μτγν. αὐλαία]

αυτί

αυτί [αὐτί] αυ-τί ουσ. (ουδ.) {αυτ-ιού | -ιών} & αφτί 1. ΑΝΑΤ. όργανο της ακοής του ανθρώπου και των σπονδυλωτών ζώων, ειδικότ. το εξωτερικό τμήμα του: αριστερό/βουλωμένο/δεξί ~. Μεγάλα/μυτερά/πεταχτά ~ιά. Το έξω/έσω (= λαβύρινθος) ~. Τα οστάρια του μέσου ~ιού (βλ. σφύρα, άκμονας, αναβολέας). Η κυψελίδα (= το κερί)/ο λοβός/το τύμπανο (του) ~ιού. Ακουστικά/θερμόμετρο ~ιού. Αιμορραγία/πίεση/πόνος/φλεγμονή στο ~. Βουητό (πβ. βούισμα, εμβοή)/λοιμώξεις/παθήσεις (βλ. βαρηκοΐα, ωτίτιδα)/πλαστική (= ωτοπλαστική)/προστατευτικά (λ.χ. σε καπέλα)/τρύπημα (των) ~ιών. Ξύνει τ' ~ του. Κόλλησε το ~ του στην πόρτα, για να ακούσει ... (: αφουγκράζεται). Δεν ακούει από το ένα ~. Βουίζουν/καθάρισα/κλείνω/κοκκινίζουν/ξεβούλωσα τ' ~ιά μου. Μου μπήκε νερό στ' ~. Του είπε/(μτφ.) σφύριξε/ψιθύρισε κάτι στ' ~. Πιάνω κάποιον από το ~ (πβ. τραβώ το ~ κάποιου). Ο θόρυβος μας έσπασε/τρύπησε τ' ~ιά. Έχει ~ιά γαϊδάρου (: πολύ μεγάλα). Πβ. ους.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Βιονικό/ηλεκτρονικό ~. 2. ακουστική ή μουσική αντίληψη: Έχει γερό/εξασκημένο/καλό/μουσικό ~ και σωστή φωνή. Λόγια που ακούγονται απειλητικά/ευχάριστα στ' ~ιά. Πβ. ακοή. 3. (κατ' επέκτ.) μέρος αντικειμένου που μοιάζει με το εξωτερικό πτερύγιο του οργάνου της ακοής: ντοσιέ με ~ιά (: για άκρα που γυρίζουν προς το εσωτερικό). Τα ~ιά του βιβλίου.|| (ΝΑΥΤ.) Τα ~ιά του πλοίου (= πανιά· πβ. λατίνι). ● Υποκ.: αυτάκι (το): Τα ~ια της γάτας.|| Σκουφί με ~ια.|| (προφ.) Διπλά (")/μονά (') ~ια (= εισαγωγικά). ● Μεγεθ.: αυτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αυτί της θάλασσας: ΒΙΟΛ. οστρακοειδές θαλάσσιο μαλάκιο με σχήμα αυτιού (επιστ. ονομασ. Haliotis asinina/tuberculata). Βλ. γαστερόποδα. [< γαλλ. oreille de mer] , πτερύγιο του αυτιού βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: (και) οι τοίχοι έχουν αυτιά: υπάρχει κίνδυνος να μας ακούσουν: Μην κουτσομπολεύεις, γιατί ~ ~. [< πβ. γαλλ. les murs ont des oreilles] , άκουσα με τα ίδια μου τ' αυτιά/με τ' αυτιά μου (εμφατ.): είμαι απόλυτα βέβαιος για όσα άκουσα, ήμουν αυτήκοος μάρτυρας: Το ~ ~, δεν μπορεί κανείς να με διαψεύσει (βλ. είδα με τα ίδια μου τα μάτια)., ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί (μτφ.): είμαι σε εγρήγορση, για να ακούσω, να μάθω: Τεντώνει ~, για ν' ακούσει τι θα πούμε (= στήνει/βάζει αυτί). [< γαλλ. prêter l' oreille] , από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει: για να δηλωθεί ότι κάποιος αδιαφορεί για ό,τι του λένε: Δεν του δίνω καμία σημασία, ό,τι κι αν μου λέει ~ ~. ΣΥΝ. (ο) μπαινάκης (και) (ο) βγαινάκης [< γαλλ. cela lui entre par une oreille et lui sorte de l' autre] , είμαι όλος αυτιά & γεμάτος αυτιά: περιμένω να ακούσω με προσοχή και ενδιαφέρον: Αν έχεις καμιά καλή ιδέα, ~ ~., θα σου/θα στα βγάλω τ' αυτιά!: ως απειλητ. έκφραση για επικείμενη τιμωρία: Άμα σε πιάσω στα χέρια μου, ~ ~! Βλ. τραβάω τ' αυτί., κάτι πήρε/έπιασε τ' αυτί μου & κάτι έφτασε στ' αυτιά μου (μτφ.): (για ανεξακρίβωτη πληροφορία) έμαθα κάτι, υπέπεσε στην αντίληψή μου: ~ ~, αλλά δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Πήρε ~ ~ ότι χώρισαν., κλείνω τ' αυτιά μου & (σπανιότ.) βουλώνω/σφραγίζω: αποφεύγω, αρνούμαι να ακούσω κάτι που θα με δυσαρεστήσει ή δελεάσει. [< γαλλ. fermer l' oreille à ...] , μέχρι/ως τ' αυτιά: πάρα πολύ, υπερβολικά: Είναι μπλεγμένος/χρεωμένος ~ ~. Κοκκίνισε ~ ~ (: συνήθ. λόγω μεγάλης ντροπής).|| Μπήκε μέσα με ένα χαμόγελο ~ ~. [< αγγλ. up to the ears] , μου έφαγε/μου 'φαγε τ' αυτιά: για κάποιον που επιμένει με ενοχλητικό τρόπο, με έπρηξε: ~ ~ να πάμε εκδρομή. Μας ~ ~ με τη γκρίνια του., μου παίρνει/ζαλίζει τ' αυτιά: με κουράζει, μου προκαλεί δυσφορία: Μου πήρε ~ με την πολυλογία της!, ρίχνω στ' αυτιά 1. βάζω κάποιον στη θέση του, του ασκώ σκληρή κριτική: Ήρθε για έλεγχο και τους έριξε ~. 2. είμαι, φαίνομαι ανώτερός του: Είναι αχτύπητη, σου ~ει ~! [< γαλλ. frotter les oreilles] , ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου: ταπεινώνομαι, ντροπιάζομαι: Έριξε ~ του κι έφυγε σιωπηλός. Μόλις άκουσα τα λόγια του, μου 'πεσαν τ' ~ιά. Γύρισαν/ήρθαν με κατεβασμένα ~ιά. Πβ. μου πέφτουν τα μούτρα, ρίχνω τα μούτρα μου. [< γαλλ. avoir l' oreille basse] , στήνω/βάζω (τ') αυτί (μου): ακούω κρυφά ή/και προσεκτικά: Έστησα/έβαλα ~ να ακούσω τι λένε (= κρυφάκουσα).|| Στήσε αυτί και άκου! (= αφουγκράσου)., τραβάω τ' αυτί κάποιου: τον επιπλήττω ή τον τιμωρώ· κυρ. παλαιότ. η αντίστοιχη κίνηση με το χέρι., χαϊδεύω τ' αυτιά κάποιου: του λέω ό,τι θα του άρεσε να ακούσει, τον επαινώ, τον κολακεύω: Θέλουν να ακούσουν μόνο ό,τι ~ει ~ τους. Βλ. χρυσώνω το χάπι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου βλ. άλλος, από τ' αυτί και στο δάσκαλο βλ. δάσκαλος, δασκάλα, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! βλ. στόμα, γελάνε/γελούν και τ' αυτιά/και τα μουστάκια του βλ. γελώ, δεν ιδρώνει το αυτί (του) βλ. ιδρώνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί βλ. λαρύγγι, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά βλ. ψύλλος, όποιος έχει αυτιά, ακούει βλ. ακούω, περήφανος στ' αυτιά βλ. περήφανος [< μεσν. αυτί(ν), αφτί, αρχ. ὠτίον, γαλλ. oreille, αγγλ. ear]

βήμα

βήμα [βῆμα] βή-μα ουσ. (ουδ.) {βήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. καθεμία από τις κινήσεις που κάνει κάποιος εναλλάξ, όταν περπατά, σηκώνοντας το ένα πόδι και κατεβάζοντάς το μπροστά από το άλλο· κατ' επέκτ. βηματισμός και ειδικότ. τρόπος βαδίσματος, περπατήματος: Προχωρούσε με μεγάλα (= δρασκελιές)/μικρά ~ατα. Έκανε μερικά ~ατα μπροστά/πίσω (πβ. οπισθοχωρώ)/προς την πόρτα.|| Αποφασιστικό/αργό/βαρύ/βιαστικό/γρήγορο/διστακτικό/ζωηρό/κουρασμένο/σταθερό/στρατιωτικό ~. Επιτάχυνε το ~ της. (για ζώο) Το ~ του αλόγου (βλ. καλπασμός). Ψηφιακός μετρητής ~άτων (: εργομετρικό όργανο γυμναστικής).|| (μτφ.) Τα έργα προχωρούν με γοργά ~ατα (= με γρήγορους ρυθμούς).|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ., ο ήχος των ~άτων:) Άκουσα ~ατα πίσω μου.|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) Άφησε τα ~ατά (= αποτυπώματα, ίχνη, πατημασιές, χνάρια) της στην άμμο.|| (μτφ., για να δηλωθεί κοντινή απόσταση) Στεκόταν δύο ~ατα πιο πέρα. Το σπίτι δεν είναι πολύ μακριά· λίγα/πέντε ~ατα από την πλατεία. 2. (μτφ.) ενέργεια, προσπάθεια ή συμβάν που οδηγεί προοδευτικά στην επίτευξη ενός στόχου: ~ατα βελτίωσης (της σχέσης τους)/προόδου (ενάντια στον καρκίνο)/προσέγγισης (μεταξύ των δύο χωρών). Έχουν γίνει αποφασιστικά/καθοριστικά/κρίσιμα/ουσιαστικά/σημαντικά ~ατα για την επίλυση του προβλήματος (βλ. άλμα). Έκαναν ένα ~ προς αυτή την κατεύθυνση. Ό,τι πετύχαμε είναι ένα πρώτο ~. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά/να σχεδιάσουμε προσεκτικά τα επόμενά μας ~ατα. Πβ. δραστηριότητα, κίνηση. Βλ. διάβημα. 3. (μτφ.) καθένα από τα στάδια μιας διαδικασίας: (σε οδηγίες) ~ 1ο(ν): κάνετε κλικ στο εικονίδιο ... ~ 2ο(ν): Πληκτρολογείτε ... Πέντε απλά/βασικά ~ατα για σύνδεση στο ίντερνετ. Ακολουθήστε τα ~ατα προσεκτικά. Τα ~ατα ενός αλγορίθμου. 4. {συνήθ. στον πληθ.} οποιαδήποτε από τις κινήσεις των ποδιών στον χορό: Μαθαίνω τα ~ατα του χασάπικου. (σε μάθημα) (Κάνεις) ένα ~ μπρος, ένα ~ αριστερά ... 5. (μτφ.) χώρος έκφρασης και ανταλλαγής απόψεων: ανοιχτό/δημόσιο/ελεύθερο ~. ~ διαλόγου/ιδεών/συζήτησης. Ας μας δοθεί ένα ~, για να πούμε τη γνώμη μας.|| (τίτλος ιστότοπου ή περιοδικού:) Εκπαιδευτικό ~. 6. βάθρο, εξέδρα, συνήθ. κοινοβουλίου: Ανέβηκε στο/κατέβηκε από το ~. Εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ/μίλησε από το ~ της Βουλής. Πβ. πόντιουμ. 7. {συνήθ. στον εν.} ρυθμικός βηματισμός (π.χ. σε παρέλαση): Έχασε το ~ του (: τον συγχρονισμό του με τους άλλους). Άλλαξε το ~ σου! Έδινε το ~ με τη σφυρίχτρα (: καθόριζε τον ρυθμό του βαδίσματος). 8. ΤΕΧΝΟΛ. {συνήθ. στον πληθ.} απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικές σπείρες (π.χ. βίδας) ή προεξοχές (π.χ. οδοντωτού τροχού). Πβ. πάσο.βήματα (τα): ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) παράβαση κατά την οποία ο κάτοχος της μπάλας μετακινεί τα πόδια του, χωρίς να τη χτυπήσει στο έδαφος, ή (π.χ. στο μπάσιμο) κάνει περισσότερα από τα δύο επιτρεπόμενα βήματα. ● Υποκ.: βηματάκι (το): στις σημ. 1-3. ● ΣΥΜΠΛ.: βήμα/βάδισμα (της) χήνας: στρατιωτικός βηματισμός κατά τον οποίο τα πόδια κινούνται ψηλά, χωρίς να κάμπτονται τα γόνατα: παρέλαση με ~ ~. [< γαλλ. pas de l'oie] , Ιερό/Άγιο Βήμα: ΕΚΚΛΗΣ. το ιερό χριστιανικού ναού. ΣΥΝ. άβατο (2), τα Άγια των Αγίων (1), βήμα κουκκίδας βλ. κουκκίδα ● ΦΡ.: ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα 1. βαδίζω πίσω από κάποιον, παρακολουθώντας τον στενά: (κυριολ.) Οι τηλεοπτικές κάμερες ακολουθούσαν ~ ~ το δημοφιλές ζευγάρι.|| (μτφ.) Η ομάδα ακολουθεί ~ ~ την πρωτοπόρο της βαθμολογίας. ΣΥΝ. ακολουθώ κατά πόδας (3) 2. (μτφ.) εφαρμόζω κάτι χωρίς παρεκκλίσεις: Ακολούθησα ~ τις συμβουλές του. 3. (μτφ.) αντιγράφω πιστά, μιμούμαι: Το νέο μοντέλο ακολουθεί ~ το προηγούμενο της ίδιας εταιρείας., ακολουθώ τα/βαδίζω στα βήματα/χνάρια & ακολουθώ τα/βαδίζω στα ίχνη κάποιου (μτφ.): κινούμαι στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον, έχοντάς τον ως πρότυπο, ακολουθώ το παράδειγμά του: ~εί ~ του πατέρα/προκατόχου του. Η ελληνική αγορά ~εί τα χνάρια/~ει στα χνάρια της ευρωπαϊκής. [< γαλλ. marcher sur les pas de quelqu'un] , ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου 1. περπατώ πιο γρήγορα: Άνοιξε το ~ του για να την προλάβει. 2. (μτφ.) επεκτείνω τις δραστηριότητές μου: Η εταιρεία είναι έτοιμη ν' ανοίξει ~ της στην Ευρώπη. Πβ. ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά μου., βήμα-βήμα/βήμα προς βήμα/κατά βήμα: προσεκτικά, πιστά (και χωρίς παρεκκλίσεις)· αργά και σταθερά: Ακολουθήστε ~ ~ τις οδηγίες εγκατάστασης!|| Οι προσπάθειες προσέγγισης πάνε/προχωρούν βήμα-βήμα. [< γαλλ. pas à pas] , δεν κάνω (ούτε ένα) βήμα 1. (κυριολ.) δεν (μετα)κινούμαι: Όλη μέρα δεν ~ει ~ από τον καναπέ.|| (μτφ.) Η μητέρα του δεν τον αφήνει να κάνει ~ μακριά της (: τον παρακολουθεί στενά, δεν τον αφήνει ελεύθερο). 2. (μτφ.) δεν υποχωρώ: Δεν θα ~ουμε ~ πίσω από τις διεκδικήσεις μας., δεν κάνω βήμα χωρίς ...: δεν προβαίνω σε κάποια ενέργεια, χωρίς κάποιον ή κάτι πολύ απαραίτητο: Δεν ~ει ~ χωρίς τον άνδρα της/το κινητό του. Δεν μπορεί να κάνει ~ χωρίς τα γυαλιά του. ΣΥΝ. δεν κάνω χωρίς κάποιον/κάτι [< γαλλ. ne pas faire un pas sans] , ένα βήμα (πριν) από (μτφ.): λίγο πριν από κάτι: Απέχει ~ ~ την τρέλα/τη χρεοκοπία., ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω (μτφ.): για ανακοπή της αναπτυξιακής ή εξελικτικής πορείας, πισωγύρισμα: Οι διαπραγματεύσεις πάνε ~ ~., ένα βήμα πιο κοντά: για να δηλωθεί πλησίασμα, προσέγγιση: Έλα ~ ~ (= πλησίασε)!|| Εμβόλιο που φέρνει τους επιστήμονες ~ ~ στην αντιμετώπιση της ασθένειας., κάνει τα πρώτα (του) βήματα 1. (μτφ.) βρίσκεται στο ξεκίνημα, στις αρχές: Στην επαρχία έκανε τα πρώτα της (δειλά/διστακτικά) ~ στο τραγούδι.|| Τα πρώτα βήματα του διαδικτύου/του κινηματογράφου. 2. μαθαίνει να περπατά: (κυριολ. για παιδί) Μόλις άρχισε να κάνει ~ ~.|| (μτφ.) Μαζί κάναμε τα πρώτα μας ~ατα (= μεγαλώσαμε παρέα)., κάνω το πρώτο βήμα (μτφ.): κάνω την αρχή, την πρώτη κίνηση: Περιμένει απ' αυτόν να ~ει ~.|| Έγινε το πρώτο βήμα για ... [< γαλλ. faire le premier pas] , τα βήματά μου με οδηγούν/φέρνουν (κάπου) (μτφ.): κατευθύνομαι ενστικτωδώς: Τα ~ατά του τον έφεραν/οδήγησαν γρήγορα στο κέντρο της πόλης., το μετέωρο βήμα: για κάτι που επιχειρείται διστακτικά, με έλλειψη αποφασιστικότητας και χωρίς ελπίδα ή πιθανότητες επιτυχίας: ~ ~ προς την εγκαθίδρυση της ειρήνης., ένα βήμα μπροστά/βήματα μπροστά βλ. μπροστά, με βήμα σημειωτόν βλ. σημειωτόν, με ρυθμούς χελώνας βλ. χελώνα, σέρνω τα πόδια/τα βήματά μου βλ. σέρνω [< αρχ. βῆμα, γαλλ. pas, αγγλ. step]

βρέχω

βρέχω βρέ-χω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έβρε-ξα, βρά-χηκα, βρα-χεί, βρέχ-οντας, βρε-γμένος (προφ.) -μένος} 1. ρίχνω σε κάτι νερό, το υγραίνω: ~ τα πόδια/το πρόσωπο/τα χέρια μου. ~χηκαν τα μαλλιά/τα παπούτσια της. Σήκωσε το παντελόνι του, για να μη ~χεί. ~γμένος δρόμος (από τη βροχή). ~γμένο πανί/σφουγγάρι/χώμα. ~γμένα ρούχα. ~γμένος μέχρι/ως το κόκαλο (: μούσκεμα/λούτσα από τη βροχή). Πβ. δια~, κατα~, περι~, μουσκεύω.|| Φέρε μου λίγο νερό να ~ξω το στόμα/τα χείλη μου. ΑΝΤ. στεγνώνω (1) 2. (για παιδί) κατουρώ: ~ξε το κρεβατάκι του. Το μωρό ~χηκε. ~γμένες πάνες.βρέχει 1. ρίχνει βροχή: (απρόσ.) ~ αδιάκοπα/ασταμάτητα. ~, αστράφτει και βροντά. Έξω ~. Φέτος δεν έχει ~ξει σχεδόν καθόλου (βλ. ανομβρία). Άρχισε/σταμάτησε να ~. Έχει να ~ξει αρκετές μέρες. Υπάρχει πιθανότητα να ~ξει κατά τόπους/τοπικά. ~ει σιγά (σιγά)/σιγανά (= σιγο~, ψιλο~).|| (λαϊκό-λογοτ.) ~ ο Θεός/ουρανός. 2. (μτφ.-προφ.) για να δηλωθεί μεγάλη συχνότητα, αλλεπάλληλη διαδοχή: ~ προσφορές! (ειρων.) Κάθεται στο μαγαζί και περιμένει να ~ξει πελάτες. ● Παθ.: βρέχεται (+ από): περιβάλλεται από θάλασσα: Το νησί ~ στα βόρεια από ... Μέρη που δεν ~ονται από θάλασσα (= ηπειρωτικά). ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα βλ. σανίδα ● ΦΡ.: αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα (παροιμ.): προκειμένου να δηλωθεί η χρησιμότητα των βροχών το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι (παροιμ.): αν δεν κοπιάσεις πολύ, δεν πετυχαίνεις., βρέξει χιονίσει (προφ.): οπωσδήποτε, ό,τι και να γίνει: Θα έρθω ~ ~., βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες & (σπάν.) ρίχνει καλαπόδια/με το κανάτι (προφ.): ενν. πάρα πολύ. Βλ. νεροποντή. ΣΥΝ. ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι, θα σου τις βρέξω (απειλητ.): θα σε δείρω: Κάθισε φρόνιμα, γιατί ~ ~ (= θα φας ξύλο)!, ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται (παροιμ.): οι δυσκολίες και τα προβλήματα δεν προκαλούν φόβο σε όποιον έχει ζήσει ανάλογες εμπειρίες. ΣΥΝ. μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει (προφ.): ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει: Εγώ θα του μιλήσω και ~ ~!, πέρα βρέχει & αλλού βρέχει (προφ.): για εντελώς αδιάφορο άνθρωπο: Εγώ σου μιλάω κι εσύ ~ ~! ΣΥΝ. ζαμανφού, (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει βλ. στάζω, σαν (τη) βρεγμένη γάτα βλ. γάτα, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. βρέχω]

γέλιο

γέλιο γέ-λιο ουσ. (ουδ.): σύσπαση των μυών του προσώπου κατά την έκφραση ευχαρίστησης, ευθυμίας, ειρωνείας και o ήχος που παράγεται: αβίαστο/ακατάσχετο/αμήχανο/ασυγκράτητο/αυθόρμητο/άφθονο/γάργαρο/δυνατό/εκνευριστικό/θριαμβευτικό/κακαριστό/παιδικό/πνιχτό/προσποιητό/σαρκαστικό/σπασμωδικό/συγκρατημένο/τρανταχτό/τρελό/υποκριτικό/υστερικό/ψεύτικο ~. Έκρηξη/ταινία ~ου. Βγάζω/προκαλώ ~. Μου βγήκε ξινό το ~. Με πιάνουν/πάτησε τα ~ια. Είχαν πολύ ~ (: ήταν αστείοι). Το ~ είναι μεταδοτικό/υγεία. Μόλις είδαμε τα ρούχα του, βάλαμε κάτι/τα ~ια! Πβ. γέλως. Βλ. χαμόγελο.|| (εμφατ. σε εκφρ. που δηλώνουν πολύ γέλιο:) Κατουριέμαι/ξεραίνομαι/πεθαίνω από τα ~ια. Ξεκαρδίζομαι/ξεσπώ/σκάω/τρελαίνομαι στα ~ια. Έπεσε πολύ ~. Κάναμε πολλά ~ια. Ρίξαμε το ~ της αρκούδας. ● Υποκ.: γελάκι (το) 1. (υποκ.-συχνά ειρων.) γέλιο. 2. εμότικον με χαμόγελο. ΣΥΝ. φατσούλα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, νευρικό γέλιο βλ. νευρικός, σαρδόνιο γέλιο βλ. σαρδόνιος ● ΦΡ.: για γέλια (μειωτ.-ειρων.): που είναι ανάξιο λόγου ή προκαλεί γέλιο: Το επιχείρημά σου είναι ~ ~ (= γελοίο). Η κατάσταση είναι σοβαρή, δεν είναι ~ ~., για γέλια και για κλάματα (ειρων.): για κάτι ή κάποιον που βρίσκεται σε κωμικοτραγική κατάσταση: ιστορίες ~ ~., λύνομαι/χτυπιέμαι στο γέλιο/στα γέλια (προφ.): γελώ πάρα πολύ: Με τις ατάκες του ~ ~! Χτυπιόμασταν κάτω απ' τα ~. Πβ. πεθαίνω στα γέλια., μου κόπηκε/μου πάγωσε το γέλιο (μτφ.): σταματώ να γελώ ή γενικότ. να έχω χαρούμενη διάθεση λόγω αναπάντεχου και δυσάρεστου γεγονότος., κρατώ την κοιλιά μου/πονάει η κοιλιά μου από τα γέλια βλ. κοιλιά, μου λύθηκε ο αφαλός από τα γέλια/από τον φόβο βλ. αφαλός, ξελιγώνομαι στα/από τα γέλια βλ. ξελιγώνω [< μεσν. γέλιο]

γυαλί

γυαλί γυα-λί ουσ. (ουδ.) {γυαλ-ιού} 1. (ημι)διαφανές, άκαμπτο και εύθραυστο υλικό που παράγεται από τη σύντηξη πυριτικής άμμου και οξειδίων και τη στερεοποίησή τους χωρίς κρυστάλλωση: ακρυλικό (= πλεξιγκλάς)/αλεξίσφαιρο/ανάγλυφο (= ~ διαμαντέ)/ανακλαστικό/ανθεκτικό/αρχιτεκτονικό (: δημιουργία γυάλινων επιφανειών σε οποιαδήποτε ανοίγματα κτιρίου ή άλλης δομής)/διακοσμητικό/διάφανο/ενισχυμένο/θαμπό/καθαρό/καλλιτεχνικό/κοίλο/λευκό/οπτικό/ορυκτό (βλ. οψιανός, πυρίτιο)/προστατευτικό/πυρίμαχο/φυσικό/χειροποίητο (βλ. μουράνο)/χρωματιστό ~. Υγρό ~ (: άχρωμο, πολυμερές υλικό). ~ αμμοβολής/ασφαλείας. Ανακύκλωση/φύλλο/χάραξη ~ιού. Ζωγραφική σε ~ (βλ. βιτρό). Ουρανοξύστες από ~ και ατσάλι. Πβ. τζάμι, ύαλος.|| Ένα κομμάτι ~. Πάτησε ένα (ενν. θραύσμα από) ~. Τραυματίστηκε από σπασμένα ~ιά.|| (συνεκδ.-λαϊκό, αντικείμενο από ~:) Ρίξτε μια σταλιά κρασί στο ~ (: στο ποτήρι). 2. (συνεκδ.-προφ.) η τηλεόραση: Βγαίνει/εμφανίζεται στο ~. Τη θέλει/της πάει το ~. Γράφει στο ~ (: έχει φωτογένεια). 3. (μτφ.) για κάτι λείο, γυαλιστερό, διάφανο, καθαρό: Σφουγγάρισε και έκανε το πάτωμα ~. Η θάλασσα είναι ~ (: δεν έχει καθόλου κύματα). Η άσφαλτος/ο δρόμος είναι ~ (: γλιστρά). ● Υποκ.: γυαλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: γυαλί ταμπούρ: ΜΟΥΣ. τοξωτός ταμπουράς με δοξάρι., φυσητό γυαλί: (στην υαλουργία) τεχνική κατασκευής γυάλινων αντικειμένων με εμφύσηση· συνεκδ. τα ίδια τα αντικείμενα., χυτό γυαλί: (στην υαλουργία) τεχνική παραγωγής γυαλιού με έγχυσή του μέσα σε καλούπι., ίνες γυαλιού βλ. ίνα ● ΦΡ.: αν/άμα/όταν ραγίσει/σπάσει το γυαλί (δεν ξανακολλάει) (γνωμ.): για σχέση που δέχεται τόσο ισχυρό πλήγμα, ώστε είναι δύσκολο ή αδύνατο να αποκατασταθεί πλήρως., τα κάνω γυαλιά καρφιά/λίμπα/λαμπόγυαλο/μπίλιες (προφ.): προξενώ μεγάλες υλικές ζημιές: Όρμησαν μέσα και τα έκαναν (όλα) ~ ~. Πβ. άνω-κάτω, γης Μαδιάμ. [< μεσν. γυαλίν < ὑαλίν < αρχ. ὕαλος]

γωνία

γωνία γω-νί-α ουσ. (θηλ.) {γωνι-ών} 1. ΓΕΩΜ. το σημείο τομής μεταξύ δύο ευθειών ή επιπέδων και το αντίστοιχο γεωμετρικό σχήμα: δίεδρη/εξωτερική/επίπεδη/κεντρική/λοξή/πολύεδρη/στερεά/σφαιρική ~. Προσκείμενες ~ες. ~ βάσης/κατεύθυνσης (: μεταξύ δεδομένης ευθείας και άξονα αναφοράς). Διχοτόμηση ~ας. Βλ. ακμή.|| (ΦΥΣ.) Μεταβαλλόμενη/σταθερή ~. ~ ανάκλασης (: που σχηματίζεται μεταξύ της ανακλώμενης ακτίνας και μιας κάθετης γραμμής)/διάθλασης (: που σχηματίζεται μεταξύ της διαθλώμενης ακτίνας και της κανονικής)/πρόσπτωσης. ~ ανύψωσης (: μεταξύ των γραμμών του βλέμματος και του ορίζοντα, για αντικείμενα που βρίσκονται πάνω από αυτόν)/βύθισης (: για αντικείμενα κάτω από τη γραμμή του ορίζοντα). ~ απόκλισης (: που σχηματίζουν οι ευθείες που συνδέουν το κέντρο αναφοράς με το κέντρο του δέκτη και με αυτό της πηγής φωτισμού)/έγκλισης. ~ ακτινοβολίας/αναφοράς/ανόδου (αεροσκάφους)/εκπομπής/εκτόξευσης/εκτροπής/θέασης/καθόδου/τριβής. 2. εσοχή ή εξοχή που διαμορφώνουν δύο τεμνόμενες ευθείες, επιφάνειες (ιδ. οδοί, τοίχοι, πλευρές αντικειμένου): Θα σε περιμένω/ραντεβού στη ~. Εμφανίστηκε/φάνηκε από τη ~. Στρίψε στη ~ (πβ. στροφή). Το κατάστημα είναι (στη) ~ (των οδών) ... και ... (πβ. συμβολή). Mένω δύο ~ες πιο κάτω (βλ. οικοδομικό τετράγωνο). Βλ. οπισθο~.|| Βάλε το κομοδίνο στη ~ (του δωματίου). Βλ. άκρη.|| (ΑΘΛ.) ~ του γηπέδου (= κόρνερ)/του τέρματος.|| Στρογγυλή ~ επίπλου. Η αριστερή/δεξιά/κάτω/πάνω ~ της οθόνης. Οι καναπέδες σχηματίζουν ~. Χτύπησα στη ~ του τραπεζιού. Προστατευτικά ~ών.|| ~ γλυκού/πίτας/ψωμιού (: το ακριανό κομμάτι).|| Πρόσωπο με ~ες (= γωνιώδες).|| (σημείο από το οποίο παρατηρεί κάποιος κάτι:) Από ποια ~ τράβηξες το πλάνο; (ΚΙΝΗΜ.-ΦΩΤΟΓΡ.) ~ λήψης (βλ. οπτικό πεδίο). 3. όργανο χάραξης ορθών γωνιών· κατ' επέκτ. κάθε γωνιώδες εξάρτημα, αξεσουάρ ή τούβλο για το αντίστοιχο σημείο του τοίχου: μεταβλητή ~. Πβ. ταυ.|| ~ στερέωσης/στήριξης/σύνδεσης (βλ. τακάκια, τάκος). Προστατευτικές ~ες (π.χ. από τσόχα). Βλ. σιδηρο~.|| ~ες βιβλίων. Πβ. βιβλιοστάτης. ΣΥΝ. τρίγωνο (5) ● ΣΥΜΠΛ.: εκτός/εντός εναλλάξ γωνίες: ΓΕΩΜ. δύο γωνίες που σχηματίζονται, όταν δύο ευθείες α, β τέμνονται από τρίτη γ και βρίσκονται εκτός των α, β (εκτός) ή μεταξύ τους (εντός), σε διαφορετικό όμως ημιεπίπεδο ως προς τη γ· είναι ίσες μόνο αν οι α και β είναι παράλληλες μεταξύ τους., εντός, εκτός και επί τα αυτά (γωνίες) 1. ΓΕΩΜ. δύο γωνίες που σχηματίζονται όταν δύο ευθείες α και β τέμνονται από τρίτη γ και η μία βρίσκεται μεταξύ των α και β (εντός), η άλλη εκτός αυτών και οι δύο στο ίδιο ημιεπίπεδο ως προς τη γ· είναι ίσες, μόνο αν οι α και β είναι παράλληλες μεταξύ τους. 2. (μτφ.) μέσα και έξω, στο εσωτερικό και το εξωτερικό: ~ ~ της χώρας., κατά κορυφήν γωνίες: ΓΕΩΜ. που έχουν κοινή κορυφή και οι πλευρές της μίας αποτελούν προεκτάσεις των πλευρών της άλλης., οπτική γωνία: τρόπος θεώρησης ενός ζητήματος: Πρώτη/δεύτερη/τρίτη ~ ~. Αποκλίνουσες/διαφορετικές ~ές (~ες). Αλλαγή ~ής ~ας. Υπό ορισμένη/συγκεκριμένη ~ ~. Kοιτάζω/παρουσιάζω/προσεγγίζω το θέμα (κάτω/μέσα) από άλλη/νέα ~ ~. Εξαρτάται από την ~ ~ που βλέπεις τα πράγματα. Όλα είναι ζήτημα ~ής ~ας. Πβ. πλευρά, πρίσμα, σκοπιά. [< γαλλ. point de vue] , αμβλεία γωνία βλ. αμβλύς, διαδοχικές γωνίες βλ. διαδοχικός, ευθεία γωνία βλ. ευθύς, εφεξής γωνίες βλ. εφεξής, ημίτονο γωνίας βλ. ημίτονο, κλειστή γωνία βλ. κλειστός, κορυφή γωνίας βλ. κορυφή, νεκρή γωνία βλ. νεκρός, οξεία γωνία βλ. οξύς, ορθή γωνία βλ. ορθός, παραλλακτική γωνία βλ. παραλλακτικός, παραπληρωματικές γωνίες βλ. παραπληρωματικός, συμπληρωματικές γωνίες βλ. συμπληρωματικός, ωριαία γωνία βλ. ωριαίος ● ΦΡ.: βάζω (κάποιον/κάτι) στη γωνία (μτφ.-προφ.): τον παραμερίζω, τον περιθωριοποιώ. Πβ. παραγκωνίζω., περιμένω κάποιον στη γωνία/στροφή (μτφ.-προφ.): περιμένω την ευκαιρία να τον ξεμπροστιάσω, να εξηγηθώ μαζί του ή να τον βλάψω. Πβ. του την έχω στήσει/στημένη. [< γαλλ. attendre quelqu'un au tournant] , πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι (ειρων.): έκφραση που απευθύνεται σε κάποιον που κάνει τον έξυπνο., στριμώχνω κάποιον στη γωνία (μτφ.-προφ.): τον φέρνω σε δύσκολη θέση: Τον στρίμωξε ~ ~ και δεν μπόρεσε να πει κουβέντα., υπό γωνία: από/σε σημείο που να σχηματίζει γωνία: εξέταση/θέαση/λήψη/προβολή ~ ~ (πβ. λοξά). [< αρχ. γωνία, γαλλ.-αγγλ. angle]

Δαφνί

Δαφνί Δαφ-νί ουσ. (ουδ.) {-ίου (λαϊκό) -ιού}: ψυχιατρικό ίδρυμα στην ομώνυμη περιοχή της Δυτ. Αθήνας και κατ' επέκτ. φρενοκομείο: Έτσι όπως πας, θα καταλήξεις στο ~ (= θα τρελαθείς)! ● ΦΡ.: είναι για το Δαφνί/το Δρομοκαΐτειο (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): είναι τρελός, για δέσιμο., θα με στείλει/θα με κλείσει στο Δαφνί/στο Δρομοκαΐτειο (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): θα με τρελάνει.

δεύτερος

δεύτερος, η, ο δεύ-τε-ρος αριθμητ. τακτ. {κ. (λόγ.) γεν. αρσ./ουδ. δευτ-έρου, (λόγ.) θηλ. δευτέρα} (σύμβ. 2ος, Β' ή β', ΙI) 1. που αντιπροσωπεύει τον αριθμό δύο (2) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: αγώνας/γάμος/γύρος/κύκλος/μήνας/τόμος. ~η: ανάγνωση/βαθμίδα/δοκιμή/δόση/εβδομάδα/έκδοση/ενότητα/κατοικία/σελίδα/τάξη/φάση. ~ο: δεκαπενθήμερο/επεισόδιο/επίπεδο/ερώτημα/έτος/ημίχρονο/θέμα/μέρος/παιδί/παράδειγµα/πτυχίο/σκέλος/τεύχος/τμήμα/φύλλο.|| Φίλιππος ο ~ (B'). Ο ~ (Β’) Παγκόσμιος Πόλεμος. 2. που βρίσκεται αμέσως μετά τον πρώτο σε μια ιεραρχική κλίμακα: ~ος: αντιπρόεδρος/νικητής/ρόλος. ~η: ομάδα/φωνή. ~ο: βραβείο/ρεκόρ. Έμεινε/ήρθε/κατετάγη/τερμάτισε ~. ~ στην κατάταξη. Η ~η θέση της βαθμολογίας/της κατηγορίας/του ομίλου/του πρωταθλήματος.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~η: κλίση. ~ο: πρόσωπο.|| (κατ' επέκτ.) Προϊόντα ~ης ποιότητας (= ευτελή, κατώτερα, φτηνιάρικα). 3. (επι)πρόσθετος, εναλλακτικός, συμπληρωματικός: ~ος: δρόµος/λογαριασμός/τρόπος. ~η: γνώμη/επιλογή/ονομασία/προσπάθεια. ~ο: αντίγραφο/εισόδημα. Πβ. επιπλέον. 4. που συνδέεται με δεύτερο βαθμό συγγένειας: ~ος: θείος. ~η: ξαδέλφη. Συγγενής ~έρου βαθμού. 5. (για κάποιον, κάτι) συγκρίσιμο με κάτι άλλο, παρόμοιο: Έγινε/ήταν (σαν)/στάθηκε ~ πατέρας για μένα. Χώρα που έγινε η ~η πατρίδα του. Πβ. καινούργιος, νέος. Βλ. άλλος. ● Ουσ.: δευτέρα (η) 1. (κ. με κεφαλ. Δ) ενν. τάξη σχολικής βαθμίδας (σύμβ. Β΄). 2. ενν. ταχύτητα οχήματος: Πάτα συμπλέκτη και βάλε ~. 3. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού: 2 στη ~ (22 = 2 Χ 2). Υψώνουμε τον αριθμό εις τη/στη ~. ΣΥΝ. τετράγωνο (2) [< γαλλ. la seconde] , δεύτερος (ο) 1. ενν. όροφος: Ανεβαίνω/μένω στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Φεβρουάριος: στις 3/2 (: τρεις ~έρου). 3. ΝΑΥΤ. ο δεύτερος στην ιεραρχία μηχανικός σε επιβατηγό ή εμπορικό πλοίο. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη θέση: οικονομική θέση, κυρ. σε πλοίο, τρένο: εισιτήριο/επιβάτες ~ης ~ης. Βλ. πρώτη θέση., δεύτερη φύση (μτφ.-εμφατ.): για στοιχείο άμεσα συνδεδεμένο με κάποιον ή πολύ οικείο σε αυτόν: Όταν συνηθίζεις κάτι, σου γίνεται ~ ~. [< γαλλ. seconde nature] , δεύτερο χέρι: για επανάληψη βαψίματος, πλυσίματος, ξεπλύματος· το ίδιο χρώμα του δεύτερου βαψίματος: (Ξε)πλένω τα ρούχα ~ ~.|| Πέρασα και το ~ ~ στον τοίχο., Δευτέρα Παρουσία βλ. παρουσία, δεύτερη Ανάσταση/Εσπερινός της Αγάπης/Αγάπη βλ. ανάσταση, δεύτερη γλώσσα βλ. γλώσσα, δεύτερη νιότη/νεότητα/εφηβεία βλ. νιότη, δεύτερη σκέψη βλ. σκέψη, δεύτερο (λεπτό) βλ. λεπτό, δεύτερο αντάρτικο βλ. αντάρτικο, πρώτης (Α')/δεύτερης (Β')/τρίτης (Γ')/τελευταίας διαλογής βλ. διαλογή, πρώτο/δεύτερο βιολί βλ. βιολί, πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού βλ. βαθμός, σε πρώτο/δεύτερο πλάνο βλ. πλάνο, σχολείο δεύτερης ευκαιρίας βλ. σχολείο, το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: από δεύτερο χέρι 1. για μεταχειρισμένα προϊόντα: βιβλία/ρούχα/συσκευές/υλικά ~ ~. Αγοράζω/ψωνίζω ~ ~. Πβ. χρησιμοποιημένος. 2. με διαμεσολάβηση, έμμεσα, χωρίς άμεση πρόσβαση στις αρχικές πηγές: διηγήσεις ~ ~. Πληροφορίες ~ ~. Βλ. από πρώτο χέρι. [< γαλλ. de seconde main] , για δεύτερη φορά: ξανά: πρωταθλητής ~ ~. ~ ~ μέσα σε έναν μήνα., κάθε δεύτερη μέρα/κάθε δεύτερο χρόνο: μέρα παρά μέρα, χρόνο παρά χρόνο: Τους επισκέπτομαι ~ ~ μέρα., κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον: για να δηλωθεί ότι κάτι κατέχει τη θέση που βρίσκεται αμέσως μετά την πρώτη., κατεβαίνει/παίζει με τα δεύτερα (προφ.): (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) για ομάδα που αγωνίζεται με πολλούς αναπληρωματικούς ή νεαρούς και άπειρους παίκτες., το έν(α) δεύτερο: το ήμισυ ενός συνόλου (σύμβ. 1/2): ~ ~ του πληθυσμού/του συνόλου/της τιμής., χωρίς δεύτερη σκέψη (εμφατ.): αμέσως, χωρίς ενδοιασμό: Ανταποκρίθηκε ~ ~.|| (κατ' επέκτ.) Χωρίς ~η ματιά/προειδοποίηση., δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, έξις, δευτέρα φύσις βλ. φύση, κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, σε δεύτερη μοίρα βλ. μοίρα, τελευταίος (/δεύτερος/τρίτος) και καταϊδρωμένος βλ. καταϊδρωμένος, χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση βλ. κουβέντα [< 1,2,3,4: αρχ. δεύτερος 5: γαλλ. second]

διαβαίνω

διαβαίνω δια-βαί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {διάβηκε (λόγ.) διέβη, διαβεί, διαβαίν-οντας} (λόγ.) 1. διασχίζω, περνώ: ~ τα βουνά/τη γέφυρα/το μονοπάτι/τον ποταμό. Βλ. περι~.|| (μτφ.) Ο δρόμος που πρέπει να διαβεί δεν είναι εύκολος. Διάβηκε το κατώφλι/την πόρτα της φυλακής.|| (προφ.) Κάντε τόπο να διαβώ! 2. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) κυλά, παρέρχεται, φεύγει: ~ει η ζωή/ο καιρός. ● ΦΡ.: αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει (παροιμ.): η τύχη παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας., διέβη/πέρασε τον Ρουβίκωνα (απαιτ. λεξιλόγ.): έλαβε κρίσιμη, τολμηρή και αμετάκλητη απόφαση, ξεπέρασε ένα εμπόδιο: ~ ~ και αποφάσισε να εκφράσει ανοιχτά τις αντιρρήσεις του. [< γαλλ. franclir le Rubicon][< αρχ. διαβαίνω]

δρόμος

δρόμος δρό-μος ουσ. (αρσ.) 1. μακρόστενη επιφάνεια εδάφους που πλαισιώνεται συνήθ. από σπίτια ή/και κτίρια και έχει χαραχθεί και διαμορφωθεί έτσι, ώστε να κινούνται σε αυτήν άνθρωποι ή/και κυρ. οχήματα: αγροτικός/αδιέξοδος (βλ. αδιέξοδο)/αμαξιτός/ανηφορικός/αστικός/άστρωτος (βλ. χωματόδρομος)/ασφαλτοστρωμένος/δασικός/δευτερεύων (πβ. παράδρομος)/δημόσιος/δύσβατος/εθνικός/ελικοειδής/επαρχιακός/επικίνδυνος/έρημος/ευθύς/ιδιωτικός/κατηφορικός/κεντρικός (βλ. λεωφόρος)/κύριος/πλακόστρωτος/πλατύς/πολυσύχναστος/στενός/φιδωτός ~. ~ προτεραιότητας. ~ μονής/διπλής (βλ. αρτηρία, αυτοκινητόδρομος) κατεύθυνσης. ~ με κίνηση/κλειστές στροφές/(διαχωριστική) νησίδα. ~ για τους πεζούς (βλ. πεζόδρομος). Κατάστρωμα (πβ. οδόστρωμα)/κράσπεδο/όνομα/πλευρά/ρείθρο/χάραξη του ~ου. Διασταύρωση ~ων (βλ. σταυροδρόμι). (Δι)ανοίχτηκε ~. Ο ~ είναι ανοιχτός. Διασχίζω/περνώ/φτιάχνω τον ~ο. Περπατώ στον ~ο. Γυρίζει/περιφέρεται στους ~ους. Ζωγράφος/καλλιτέχνης (του) ~ου (βλ. πλανόδιος, υπαίθριος). Το δωμάτιο βλέπει στο(ν) ~ο. Σε ποιο ~ο μένει; ΣΥΝ. οδός (1) 2. (ειδικότ.) μετάβαση από έναν τόπο ή σημείο σε άλλο, η απόσταση που διανύεται και η διαδρομή που ακολουθείται· διέξοδος, πέρασμα: (ως ευχή) Καλό ~ο (= ταξίδι)! Σε όλο το ~ο τη σκεφτόμουν. (κυριολ. κ. μτφ.) Έχουμε να διανύσουμε/να κάνουμε πολύ ~ο ακόμα. Μια ώρα/μιας ώρας ~. Πέντε χιλιόμετρα ~. Βρίσκω/μπερδεύω τον ~ο. Μου ζήτησε να του δείξω τον ~ο. Συνέχισαν τον ~ο τους και έφτασαν στον προορισμό τους. Ποιος είναι ο συντομότερος ~; Από ποιο ~ο ήρθες; Ακολουθώ τον ίδιο ~ο/τον ~ο που οδηγεί στην παραλία. Είμαι/επιστρέφω στον ~ο για/προς ... Θα πάω να τον δω, είναι στον ~ο μου. Με έφαγαν οι ~οι (= με κούρασαν οι μετακινήσεις).|| Εναέριοι/θαλάσσιοι/υδάτινοι ~οι (= πορείες των αεροπλάνων ή των πλοίων).|| (μτφ.) Μουσικοί ~οι (: μουσικές διαδρομές).|| Βρίσκω ~ο μέσα από ... (προφ.) Ανοίξτε ~ο (: για διέλευση μέσα από πλήθος κόσμου). Βλ. διάδρομος. 3. (μτφ.) η τακτική και οι ενέργειες για την επίτευξη ενός στόχου, οι επιλογές που γίνονται ή οι δυνατότητες που προσφέρονται και κατ' επέκτ. η πορεία που ακολουθείται στη ζωή, η χρονική της διάρκεια και οι συνακόλουθες εμπειρίες: ο ~ της αρετής/της ελπίδας/της ευτυχίας/της κακίας/της προσφοράς/του χρέους. Ο (βέβαιος) ~ προς τη δόξα/την ειρήνη/την ενωμένη Ευρώπη/την επιτυχία/την κορυφή/το κύπελλο/τη μάθηση. Ο ~ για υγεία και ευεξία. Υπάρχει κι άλλος ~ πέρα από τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Η πορεία προς τη γνώση δεν είναι ~ στρωµένος µε ροδοπέταλα (: δεν είναι εύκολη). Ο ~ που οδηγεί στη λύση του προβλήματος (= μέθοδος, τρόπος). Δύσβατος ο ~ της μεταρρύθμισης. Οι ~οι μας είναι διαφορετικοί, αλλά ο στόχος κοινός. Βλ. πρόδρομος.|| Παράλληλοι ~οι (βλ. βίοι παράλληλοι). Έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο ~ους. Διαλέγω το(ν) δύσκολο/εύκολο ~ο. Βαδίζει στον ~ο του καθήκοντος. Βρίσκεται/επανήλθε στον σωστό ~ο. Διασταυρώθηκαν/συναντήθηκαν/χώρισαν οι ~οι μας. 4. ΑΘΛ. αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές τρέχουν και νικητής αναδεικνύεται ο ταχύτερος: ~ 100/200/400/800/1.500 μέτρων. ~ ημιαντοχής/ταχύτητας. 5. ΤΕΧΝΟΛ. γραμμή, κανάλι μετάδοσης ή παροχής: ~ διάδοσης. ● Υποκ.: δρομάκι (το) & δρομάκος & (λόγ.) δρομίσκος (ο): στη σημ. 1: γραφικό/ερημικό/χωμάτινο ~ (βλ. σοκάκι). Τα στενά ~ια με τα παραδοσιακά σπίτια. Περιπλανήθηκα στα μικρά, δαιδαλώδη ~ια του κάστρου. Βλ. μονοπάτι. ● ΣΥΜΠΛ.: αγώνας δρόμου 1. ΑΘΛ. συναγωνισμός αθλητών, επαγγελματιών ή μη, στο τρέξιμο: λαϊκός ~ ~. ~ ~ αγοριών και κοριτσιών. 2. (μτφ.) για ταχύτατες ενέργειες της τελευταίας στιγμής, προκειμένου να επιτευχθεί ένας στόχος: Έχουν αποδυθεί/επιδοθεί σε ~α ~ για να προλάβουν ..., εμπορικός δρόμος & εμπορική οδός 1. που έχει πολλά καταστήματα, εμπορικά κέντρα και κατ' επέκτ. ιδιαίτερη εμπορική και αγοραστική κίνηση: οι ακριβότεροι ~οί ~οι. 2. διεθνής οδικός άξονας στον οποίο διακινούνται εμπορεύματα: ~οί ~οι που συνδέουν τη Δύση με την Ανατολή.|| Θαλάσσιος ~ ~ από και προς τον Εύξεινο Πόντο., παιδί του δρόμου: που στερείται την οικογενειακή φροντίδα, είναι άστεγο και συχνά οδηγείται στην επαιτεία ή την παρανομία: βοήθεια/υποστήριξη στα ~ιά ~. Πρόγραμμα/προστασία/τηλεμαραθώνιος αγάπης για τα ~ιά ~. Βλ. αλητάκι, παιδιά των φαναριών. [< γαλλ. enfant des rues] , ταινία δρόμου: ΚΙΝΗΜ. με θέμα την περιπλάνηση ανήσυχων ή/και περιθωριακών ανθρώπων που ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι χωρίς καθορισμένη συνήθ. πορεία. ΣΥΝ. ρόουντ μούβι [< αγγλ. road movie] , ανώμαλος δρόμος βλ. ανώμαλος, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, δρόμος αντοχής βλ. αντοχή, θεάματα (του) δρόμου βλ. θέαμα, θέατρο (του) δρόμου βλ. θέατρο, ίσιος δρόμος βλ. ίσιος, Μαραθώνιος Δρόμος βλ. μαραθώνιος, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας βλ. οδός, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: (γυναίκα) του δρόμου (μειωτ.): πόρνη και γενικότ. γυναίκα με ανήθικη συμπεριφορά: Γνώρισε/έμπλεξε με μια ~ ~. Της συμπεριφέρεται σαν να είναι καμιά ~ ~ (πβ. του πεζοδρομίου)., (ο) δρόμος (της) επιστροφής (κυριολ. κ. μτφ.): ερχομός, γυρισμός, επάνοδος: Ο ~ ~ είναι δύσκολος/εύκολος/κλειστός. Αναζητούν έναν ~ο επιστροφής στο ειδυλλιακό παρελθόν., (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο (μτφ.): για παρέκκλιση από τις καθιερωμένες αξίες και κατ' επέκτ. για κακή εξέλιξη: Πήρε τον ~ ~ κι έμπλεξε (πβ. παραστρατώ). Τον παρέσυρε στον ~ (τον) ~. Τον απομάκρυνε/έβγαλε από τον ~ ~.|| Τι συνέβη και πήραν τα πράγματα ~ ~; Βλ. ίσιος δρόμος., ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους: δημιουργεί νέες προοπτικές ή κατευθύνσεις, καινοτομεί: ~ ~ στις επιχειρηματικές δραστηριότητες/στην έρευνα/στη σκέψη/στην τεχνολογία. ~ονται ~οι ~οι για ... Με το έργο του άνοιξε ~ ~. Πβ. ανοίγει (νέους) ορίζοντες., αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο & (εμφατ.) στους πέντε δρόμους (μτφ.): αφήνω κάποιον χωρίς στέγη, εργασία, προστασία., βγαίνω από το(ν) δρόμο (μου) 1. (για όχημα) εκτρέπομαι, (για πρόσ.) δεν ακολουθώ την προγραμματισμένη πορεία: Το αυτοκίνητο βγήκε ~ (του) και ανατράπηκε. Βγήκαν ~ τους, για να μας βοηθήσουν. 2. (μτφ.) παρεκτρέπομαι, ξεστρατίζω: Παρόλο που δεν είχα λεφτά, δεν βγήκα ~ ~., βγαίνω/κατεβαίνω/βρίσκομαι/είμαι στους δρόμους & στον δρόμο: συμμετέχω σε διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις ή πανηγυρισμούς: Βγήκαν ~ για τα δικαιώματά τους.|| Τα προβλήματα βγάζουν τον κόσμο στους δρόμους., βρέθηκε στο(ν) δρόμο 1. δεν έχει πού να μείνει, τα μέσα για να ζήσει: ~ ~ με τα ανήλικα παιδιά της. Βρέθηκαν ~ και δεν μπορούν να βρουν δουλειά. ΣΥΝ. είναι στο(ν) δρόμο (2), μένω στον δρόμο (2) 2. συνάντησε κάποιον ή κάτι: Δυστυχώς, δεν ~ ~ τους κανένας, για να τους βοηθήσει. Πολλά εμπόδια βρέθηκαν ~ του., βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο (μτφ.): εξασφαλίζω κάτι εύκολα ή τυχαία: Την αληθινή φιλία δεν τη ~εις ~., βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) (μτφ.) 1. επιλέγω τον τρόπο ζωής, το επάγγελμα που με ικανοποιεί, αποφασίζω ποια πορεία θα ακολουθήσω στη ζωή: Κατάφερε να βρει ~ της, παρά τις αντιξοότητες. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ. χωρ. την κτητική αντωνυμία) ανακαλύπτω τον τρόπο επίτευξης ενός στόχου: Βρήκε τον δρόμο προς τη νίκη., δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω (συνήθ. σε παραμύθια, στο γ' πρόσ.): κάνω μεγάλη απόσταση με τα πόδια, οδοιπορώ: ~ ~ει (και) φτάνει στο ποτάμι., δρόμο! (προφ.): φύγε, εξαφανίσου, μακριά από 'δω: άντε, ουστ, ~! Πάρε τα πράγματά σου και ~!, δρόμος μετ' εμποδίων 1. ΑΘΛ. αγώνισμα τρεξίματος με εμπόδια: ~ ~ 110 μέτρων. 2. (μτφ.) προσπάθεια που γίνεται με δυσκολίες και προβλήματα: ~ ~ η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ορισμένες χώρες., δρόμος χωρίς επιστροφή/γυρισμό (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που δεν δίνει τη δυνατότητα επανόδου στην προηγούμενη κατάσταση: Τα ναρκωτικά είναι ~ ~. Πβ. ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό.|| Η νίκη στις εκλογές είναι ~ ~ (= μονόδρομος) για την παράταξη., έδωσα δρόμο σε κάποιον/κάτι (προφ.-μειωτ.): διώχνω κάποιον ή πετώ κάτι: Δεν άντεξα πια και του ~ ~ (= τον έδιωξα, του έδωσα πόδι). Το κινητό βγήκε ελαττωματικό και του ~ ~. Μην το σκέφτεσαι, δώσ' του ~!, είναι στο(ν) δρόμο 1. κατευθύνεται κάπου: Είναι ~ κι έρχονται. ΣΥΝ. καθ' οδόν. 2. είναι πάμφτωχος, δεν έχει πού να μείνει: Πεινούν και είναι ~ (= βρέθηκαν, έμειναν στον δρόμο)., ένα τσιγάρο/δυο τσιγάρα δρόμος (λαϊκό): πολύ μικρή απόσταση: Η παραλία είναι ~ ~ από την πόλη., έχω (ακόμα) δρόμο μπροστά μου (μτφ.): πρέπει να προσπαθήσω κι άλλο για να τα καταφέρω: Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται, αλλά έχουμε ~ ~ μας., κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο (κυριολ. κ. μτφ.): εμποδίζω κάποιον ή κάτι να προχωρήσει: Σηκώθηκε απότομα και μου έκλεισε/έκοψε ~.|| Του έκοψε ~ προς την επιτυχία. Έφραξε ~ στη συνεργασία., κόβω δρόμο: διανύω μια απόσταση, ακολουθώντας την πιο σύντομη διαδρομή: Έκοψε ~ μέσα απ' το δάσος., με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος (προφ.): περνώ από κάπου, έχοντας ορισμένο προορισμό: Όποτε με φέρει ~ (μου), θα περάσω να σας δω., μεγάλωσε στο(ν) δρόμο/στους δρόμους: για παιδιά και νέους που δεν γνώρισαν τη φροντίδα της οικογένειας ή συγγενικού προσώπου: Ζούσαν μόνα τους, έχοντας μεγαλώσει ~., μένω στον δρόμο 1. δεν μπορώ να συνεχίσω τη διαδρομή ή το ταξίδι μου, συνήθ. λόγω βλάβης του οχήματος ή έλλειψης καυσίμων: Έμεινε ~ και έφτασε τελικά στον προορισμό του με μεγάλη καθυστέρηση.|| (σπανιότ.) Το αυτοκίνητο με άφησε ~ (= χάλασε). 2. & μένω στους πέντε δρόμους: είμαι φτωχός και άστεγος: Έχασε τη δουλειά του και έμεινε ~ (= βρέθηκε, είναι στον δρόμο)., ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος μπορεί να φύγει, όποτε θελήσει., ο δρόμος του Θεού/του Χριστού: ενάρετος βίος, τρόπος ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου., ο τρίτος δρόμος: πρόταση, λύση, δυνατότητα που θεωρείται εναλλακτική ανάμεσα σε δύο ακραίες· ειδικότ. μετριοπαθές πολιτικό πρόγραμμα που βασίζεται στη γενική συναίνεση: ~ ~ για την απασχόληση/υγεία. [< αγγλ. third way, 1949] , παίρνω δρόμο 1. φεύγω χωρίς καθυστέρηση, εξαφανίζομαι: Πήραν ~ κι όπου φύγει φύγει (πβ. το βάζω στα πόδια). Πάρε ~! 2. χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι· γενικότ. με διώχνουν: Θα πάρεις ~ απ' αυτή τη γειτονιά!, παίρνω το(ν) δρόμο & τραβώ το(ν) δρόμο 1. (συνήθ. + για/προς) πηγαίνω, κατευθύνομαι σε ένα μέρος: ~ει ~ για το σπίτι του. ~ουν ~ προς το βουνό. Πήρε ~ του γυρισμού. 2. (+ γεν.) (μτφ.) οδηγούμαι σε κάτι: Η εταιρεία ~ει ~ του χρηματιστηρίου. Τα έργα πήραν ~ της υλοποίησης. Η υπόθεση πήρε ~ της δικαιοσύνης., παίρνω τον καλό δρόμο: ζω ενάρετα και κατ' επέκτ. κάνω τη σωστή επιλογή. [< γαλλ. prendre le bon chemin] , παίρνω τους δρόμους: βγαίνω έξω, γυρνώ άσκοπα, περιπλανιέμαι: ~ ~ και σε ψάχνω. Πήραν ~ χωρίς να ξέρουν για πού., πάνω στο(ν) δρόμο (μτφ.): κατά μήκος της διαδρομής, δεξιά ή αριστερά: ~ ~ για το αεροδρόμιο θα συναντήσετε το μοναστήρι., πετώ κάποιον στο(ν) δρόμο: τον διώχνω από το σπίτι ή τη δουλειά του: Πέταξαν ~ τόσες οικογένειες. Τους προσέλαβε για δυο μήνες κι ύστερα τους πέταξε ~., πετώ κάτι στον δρόμο (μτφ.-προφ.): κατασπαταλώ: Πέταξε ~ τόσα λεφτά., σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία (μτφ.): για ομαλή, ευνοϊκή εξέλιξη με προοπτικές επιτυχίας: ~ ~ οι έρευνες της Αστυνομίας. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται/είναι ~ ~. [< γαλλ. sur le bon chemin] , στα μισά του δρόμου 1. στη μέση της απόστασης. 2. (μτφ.) για ημιτελή προσπάθεια: Η ανάκαμψη βρίσκεται ακόμη ~ ~., στη μέση του δρόμου: στο μέσο της οδού και κατ' επέκτ. σε εξωτερικό χώρο, συνήθ. μπροστά σε πολύ κόσμο: Πετάχτηκε/στάθηκε/χόρευε ~ ~., τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους & αφήνω τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους: οι υποθέσεις, οι καταστάσεις δρομολογήθηκαν, άρχισαν να υλοποιούνται: Με πήραν στη δουλειά και από κει και πέρα ~ ~. Αφήστε τα πράγματα να πάρουν ~, δεν χρειάζεται να πιέζετε καταστάσεις. || Όλα πήραν το δρόμο τους. [< αγγλ. let things take their course] , τραβώ το(ν) δρόμο μου & τον δικό μου δρόμο (μτφ.): ακολουθώ τη δική μου ανεξάρτητη πορεία: Δεν τα βρήκαν και η κάθε πλευρά τράβηξε ~ της. Τράβα ~ σου και άσε τον κόσμο να λέει., χάνω το(ν) δρόμο (μου) (κυριολ. κ. μτφ.): ξεστρατίζω: Έχασα ~ και βρέθηκα αλλού., χαράζω δρόμο 1. (μτφ.) καθορίζω πορεία ζωής, καταστρώνω σχέδιο, προγραμματίζω κάτι: Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο ...! 2. προσδιορίζω τη θέση οδού: ~ουν ~ους κάθετους προς την παραλία., (εδώ) χωρίζουν οι δρόμοι μας βλ. χωρίζω, αλλάζω δρόμο βλ. αλλάζω, ανοίγω (τον) δρόμο βλ. ανοίγω, δρόμος στρωμένος με αγκάθια βλ. στρώνω, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση, ο δρόμος της καμήλας βλ. καμήλα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη βλ. Ρώμη1, στρώνω το(ν) δρόμο βλ. στρώνω [< αρχ. δρόμος, γαλλ. chemin, rue, αγγλ. way 5: αγγλ. route] ΔΡΟΜΟΣ

ενδοστρέφεια

ενδοστρέφεια [ἐνδοστρέφεια] εν-δο-στρέ-φει-α ουσ. (θηλ.): εσωστρέφεια.

εξαλείφω

εξαλείφω [ἐξαλείφω] ε-ξα-λεί-φω ρ. (μτβ.) {εξάλει-ψα, -φθηκε, -φθεί, εξαλείφ-οντας} 1. εξαφανίζω: Κρέμα που ~ει (= καταπολεμά) με τον καιρό ρυτίδες/σημάδια. Kαθαριστικό που ~ει κάθε ίχνος βρομιάς. ~φθηκαν (= εκμηδενίστηκαν, χάθηκαν) οι πιθανότητες να ... Πβ. καταπολεμώ. 2. ΝΟΜ. αίρω, ακυρώνω, καταργώ: ~εται το αξιόποινο μιας πράξης/η υποθήκη (ακινήτου). Το νέο νομοσχέδιο έχει σκοπό να ~ψει τις διακρίσεις σε βάρος των ... [< 1: αρχ. ἐξαλείφω]

εξαρτημένος

εξαρτημένος, η, ο [ἐξαρτημένος] ε-ξαρ-τη-μέ-νος επίθ. 1. που εξαρτάται από κάποιον ή κάτι, δεν έχει αυτονομία: ~η: χώρα (πβ. υποτελής). ~ο: κράτος. Οικονομικά ~ από την οικογένεια.|| Μη ~η εργασία (= ελεύθερο επάγγελμα). ΑΝΤ. ανεξάρτητος (1) 2. (για πρόσ.) που έχει εθιστεί σε τοξική κυρ. ουσία, από την οποία δεν μπορεί να αποκοπεί: ~ος: χρήστης (ενν. ναρκωτικών, πβ. τοξικο~). ~ από το αλκοόλ/τον καφέ. Κέντρο Θεραπείας ~ων Ατόμων (ΚΕ.Θ.Ε.Α.).|| (κατ' επέκτ.) ~ από το κινητό/τον τζόγο/την τηλεόραση.|| (ως ουσ.) Τμήμα Αποκατάστασης ~ων (από ηρωίνη). ΣΥΝ. εθισμένος. ΑΝΤ. απεξαρτη-, αποτοξινω-μένος. ● ΣΥΜΠΛ.: εξαρτημένη μεταβλητή: ΜΑΘ. της οποίας η τιμή καθορίζεται από την τιμή άλλης ή άλλων ανεξάρτητων μεταβλητών σε μία συνάρτηση. ΑΝΤ. ανεξάρτητη μεταβλητή, εξαρτημένο αντανακλαστικό {συνήθ. στον πληθ.}: ΨΥΧΟΛ. επίκτητη αυτόματη συμπεριφορά που έχει αποκτηθεί με τη σύνδεση ενός ουδέτερου ερεθίσματος και ενός συγγενούς αντανακλαστικού., δευτερεύουσα/εξαρτημένη πρόταση βλ. δευτερεύων ● βλ. εξαρτώ [< αρχ. ἐξηρτημένος, γαλλ. dépendant]

έρχομαι

έρχομαι [ἔρχομαι] έρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {ερχόμουν, ήρθα (επίσ.) ήλθα, έρθω (επίσ.) έλθω κ. προφ. 'ρθω κ. 'ρθώ, προστ. έλα, ελάτε, (μτχ.) ερχ-όμενος} 1. πηγαίνω, φτάνω σε έναν τόπο, χώρο ή σημείο· πλησιάζω κάπου ή κάποιον, επιστρέφω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, συχνάζω: ~ από μακριά. ~εται από στιγμή σε στιγμή. Ήρθαν αεροπορικώς. Θα έρθουν πριν από/μετά το καλοκαίρι. Τα αποδημητικά πουλιά ~ονται από τις βόρειες χώρες. Το τρένο ~εται τα ξημερώματα. Έλα εδώ/μέσα (πβ. κόπιασε, πέρασε)! Έλα κοντά μου/μαζί μου (πβ. συνοδεύω). ~ σε ένα λεπτό. Τον είδα να ~εται τρέχοντας (ΑΝΤ. φεύγω). ~όμενοι/καθώς έρχεστε από το λιμάνι, στρίψτε δεξιά. Έρχεσαι (: είσαι καθ' οδόν); ~όταν προς το μέρος μου. Έλα να φάμε μαζί αύριο (= σε προσκαλώ). Να μας έρχεσαι (= επισκέπτεσαι)! Ήρθε να με δει. Ήρθε στον ύπνο μου (= τον ονειρεύτηκα). Δεν ήρθε για καλό. Όταν έρθει, τα ξαναλέμε. Βλ. εισ~, εξ~, ξανα~, προ~, προσ~.|| Μου ήρθε (= έλαβα) ένα γράμμα/μήνυμα. Ήρθαν τα χρήματα. 2. (+ σε + ουσ., η σύναψη ισοδυναμεί με ρήμα ομόρριζο με το ουσ., ως απολεξικοποιημένο ρήμα) περιέρχομαι, καταλήγω σε μια κατάσταση: ~ σε αντίθεση (= αντιτίθεμαι)/αντιπαράθεση (= αντιπαρατίθεμαι)/διαπραγματεύσεις (= διαπραγματεύομαι)/διάσταση/επικοινωνία (= επικοινωνώ)/σύγκρουση (= συγκρούομαι)/συμβιβασμό (= συμβιβάζομαι)/συμφωνία (= συμφωνώ)/συνεννόηση (= συνεννοούμαι) με κάποιον. ~ σε κέφι. Ήρθε σε (ανοιχτή) ρήξη με το κατεστημένο της εποχής. Ήλθαν σε βοήθεια όσων τους είχαν ανάγκη (= βοήθησαν).|| ~ (= περνώ) στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας. Ας έλθουμε στο θέμα/ζήτημα που μας αφορά (= ας ασχοληθούμε με). 3. (συνήθ. + τακτ. αριθμητ.) καταλαμβάνω ορισμένη θέση, κατατάσσομαι αξιολογικά, αναδεικνύομαι: Ήρθαν (= βγήκαν) δεύτεροι/έκτοι στον διαγωνισμό/στο πρωτάθλημα. Οι δύο ομάδες ήρθαν ισόπαλες. Βλ. αν~.|| Πιο σημαντική είναι η θεραπεία και μετά ~ονται η φροντίδα και η υποστήριξη.έρχεται (προφ.) 1. (για γεγονός, φαινόμενο, κατάσταση) πλησιάζει, επίκειται ή συμβαίνει, γίνεται: ~ βροχή/(κυριολ. κ. μτφ.) θύελλα/καταιγίδα/κρίση/μπόρα. Στο τέλος ~ ο θάνατος (= επέρχεται). Μετά την ακμή ~ (= ακολουθεί, έπεται) η παρακμή. ~ονται αυξήσεις/γιορτές/εκλογές/εκπτώσεις. ~ονται δύσκολοι καιροί. Θα έρθουν καλύτερες/χειρότερες μέρες για όλους. Ήρθε (= έφτασε) ο καιρός/η στιγμή να αντιδράσουμε. Ήρθε η σειρά μας. Η απόφασή μας ήρθε φυσικά κι αβίαστα. 2. (+ από) (για πράγμα, φυσικό φαινόμενο ή κατάσταση) προέρχεται, έχει την αφετηρία του, προκύπτει: Ο θόρυβος/η σκόνη ~ από το διπλανό διαμέρισμα. Οι πρώτες πληροφορίες για την πόλη ~ονται (= πηγάζουν) από τη ρωμαϊκή εποχή. Ιδεολογικά κινήματα που ήρθαν από τη δύση. Πβ. απορρέω. 3. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) αισθάνομαι, σκέφτομαι ή μου συμβαίνει κάτι: Μου ~ονται όλα ανάποδα/βολικά/δεξιά. Με το που τους είδε, της ήρθαν δάκρυα στα μάτια (= δάκρυσε). Του ήρθε βήχας/εμετός (= έκανε εμετό)/ζαλάδα (= ζαλίστηκε)/λιποθυμία (= λιποθύμησε). Της ήρθε όρεξη για σοκολάτα. Κάνει/λέει ό,τι του ~ (= του κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό), του καπνίζει). Μου ήρθε μια ιδέα.|| (οικ.-ειρων.) Θέλατε και πρωτάθλημα τρομάρα να σας έρθει! 4. (για ρούχο ή οτιδήποτε συμπληρώνει την εμφάνιση ενός ατόμου) εφαρμόζει, ταιριάζει: Το παντελόνι/φόρεμα του/της ~ (= πέφτει) κοντό/μακρύ/στενό. Βλ. πηγαίνει. 5. για δήλωση ιδιότητας, συνήθ. κόστους: Δεν θα το αγοράσω, μου ~ κάπως ακριβό. Πβ. κοστίζει. 6. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) για δήλωση του ορίου, επιπέδου στο οποίο φτάνει κάτι: Το νερό της ~όταν ως/ίσαμε το γόνατο/τη μέση. ● Μτχ.: ερχόμενος , η, ο 1. ο αμέσως επόμενος: Οι ~ες γενιές (= επερχόμενες, μελλοντικές, μεταγενέστερες. ΑΝΤ. προγενέστερες). Η δίκη θα αρχίσει την ~η Δευτέρα (= προσεχή. ΑΝΤ. περασμένη, προηγούμενη). Βλ. εξ~. 2. που κινείται προς το μέρος κάποιου: τα ~α αυτοκίνητα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (σπανιότ.-λόγ., με κεφαλ. το αρχικό Ε) που προσδοκάται ο ερχομός του: Ευλογημένος ο ~. ● ΦΡ.: (κάτι) πάει κι έρχεται (μτφ.-προφ.): που μπορεί κανείς να το ανεχθεί, δεχτεί: Αυτό ~ ~., αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, (αλλιώς θα προσπεράσει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι αν είναι πεπρωμένο να συμβεί κάτι, θα συμβεί: Μην αγχώνεσαι να βρεις σύντροφο, ~ ~., έρχεται από το μέλλον (μτφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι πρωτοπόρος ή κάτι καινοτόμο: Ιδέα/κίνημα/σχεδιασμός που ~ ~., έρχεται από το παρελθόν (μτφ.): ανήκει στο παρελθόν και επανέρχεται στο παρόν: Ανάμνηση/μόδα/μορφή/μυστικό που ~ ~., έρχεται στον κόσμο/στη ζωή (για πρόσ.): γεννιέται., έρχομαι στα λεφτά μου (προφ.): δεν έχω κέρδος ούτε απώλεια, συνήθ. από τυχερό παιχνίδι., έρχομαι στα λόγια (κάποιου) (προφ.): συμφωνώ μαζί του, αναφέρω τα λόγια του, με τα οποία μπορεί να διαφωνούσα παλιότερα: Να λοιπόν που τώρα ~εσαι ~ μου., ήρθε κι έδεσε (το γλυκό)/δένει το γλυκό & (σπάν.) δένει το σιρόπι (μτφ.-προφ.): για σύμπτωση, συνδυασμό, συνήθ. αρνητικών στοιχείων, παραγόντων, γεγονότων ή για ανθρώπους που ταιριάζουν: Κάτι οι ανούσιοι διάλογοι, κάτι το κακό σενάριο, ~ έδεσε το γλυκό! Η παρουσία του ~ έδεσε με όλο αυτό το κλίμα της γιορτής!|| Όχι ότι φταίει κανείς για τις σχέσεις μας, απλά δεν δένει ~!, καλώς ήρθες/ήρθατε & καλωσήρθες/καλωσήρθατε (προφ.): τυπικός χαιρετισμός για την υποδοχή επισκέπτη ή φιλοξενούμενου: -~ ~ατε! -Καλώς σας βρήκαμε! (βλ. καλώς τα δέχτηκες) ~ ~ες στην παρέα μας! ~ατε στον δικτυακό τόπο/στην ιστοσελίδα μας!|| (ως ουσ.) Ας πιούμε ένα κρασί για το ~ ~. Με το ~ ~ες άρχισε τη γκρίνια (= αμέσως· πβ. με το καλημέρα). ΣΥΝ. καλώς όρισες/ορίσατε, μου έρχεται/μου 'ρχεται να ...: νιώθω έντονα την ανάγκη ή την επιθυμία να κάνω κάτι: Όταν το σκέφτηκα, μου ήρθε να βάλω τα γέλια.|| (εμφατ.) Έτσι ~ ~ τα παρατήσω όλα., μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη {συνήθ. στον αόρ.}: σκέφτομαι ή θυμάμαι κάποιον ή κάτι: Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε ~ είναι ... Τι σας φέρνει στο νου η λέξη ...; Πβ. έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου.|| Ήρθαν ~ μας παλιές αναμνήσεις. Σε έφερα ~ μου, όπως ήσουν τότε (πβ. αναπολώ)., όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν (προφ.): δεν με νοιάζει τι πρόκειται να συμβεί: Κάνω τα στραβά μάτια, ~ ~. Πβ. δε βαριέσαι, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει., πάει κι έρχεται 1. πηγαινοέρχεται, υπάρχει κινητικότητα: Κόσμος ~ ~. Καράβια/τρένα πάνε κι έρχονται. 2. πηγαίνει πέρα-δώθε: Το εκκρεμές ~ ~. 3. για να δηλωθεί αποδοχή, ανοχή μιας κατάστασης, ενός γεγονότος: Αν το διαζύγιο είναι συναινετικό, ~ ~. 4. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό: Οι εκπλήξεις/τα κεράσματα/οι συζητήσεις πάνε κι έρχονται (= δίνουν και παίρνουν)! [< μεσν. υπάγω και έρχομαι] , (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το γήρας) ου γαρ έρχεται μόνον βλ. ου, ανακατωμένος/ανακατεμένος ο ερχόμενος βλ. ανακατεμένος, από κει που ήρθε/'ρθε βλ. εκεί, από την Πόλη έρχομαι και στην κορ(υ)φή κανέλα βλ. κανέλα, βγαίνει/βρίσκεται/εμφανίζεται/έρχεται στο προσκήνιο βλ. προσκήνιο, βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια, έγινε/γίνεται το έλα να δεις βλ. γίνομαι, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είμαι/έρχομαι στα πράγματα βλ. πράγμα, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, έλα, παππού/παππούλη (μου), να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά/τ' αμπέλια σου βλ. παππούς, έλα/καλώς ήρθες στο κλαμπ βλ. κλαμπ, έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου βλ. κεφάλι, έρχεται και παρέρχεται βλ. παρέρχομαι, έρχεται στα χέρια μου βλ. χέρι, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι, έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος, έρχομαι στα ίσα μου βλ. ίσα1, έρχομαι στα σύγκαλά/στα λογικά μου βλ. σύγκαλα, έρχομαι/είμαι/βρίσκομαι σε επαφή (με κάποιον/κάτι) βλ. επαφή, έρχομαι/μπαίνω στη θέση του βλ. θέση, έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον βλ. μούρη, έρχομαι/φέρνω (κάτι) πάτσι και πόστα βλ. πάτσι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, ήρθα για να μείνω βλ. μένω, ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα βλ. άγριος, ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια βλ. λόγια, ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια βλ. χέρι, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, ήρθε/σήμανε η ώρα βλ. ώρα, καλομελέτα κι έρχεται! βλ. καλομελετώ, μου ήρθε λουκούμι βλ. λουκούμι, μου ήρθε/'ρθε κόλπος/ταμπλάς βλ. κόλπος2, μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι βλ. αηδόνι, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία, πήγαινε-έλα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, τα καλύτερα έρχονται! βλ. καλύτερος, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω, φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω ● βλ. έλα [< αρχ. ἔρχομαι, γαλλ. venir, αγγλ. come, γερμ. kommen]

ηχογραφώ

ηχογραφώ [ἠχογραφῶ] η-χο-γρα-φώ ρ. (μτβ.) {ηχογραφ-είς ..., -ώντας | ηχογράφ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: καταγράφω ήχο σε ειδικό μέσο εγγραφής και αναπαραγωγής του, όπως σε ψηφιακό δίσκο, μαγνητοταινία, δίσκο βινυλίου: ~ησε έργα Ελλήνων συνθετών/τη συνομιλία τους. Πρόκειται να ~ήσει το νέο της άλμπουμ/το πρώτο προσωπικό του σιντί. ~ημένος: διάλογος. ~ημένη: μουσική. ~ημένο: μήνυμα. ~ημένα: βιβλία (= ομιλούντα)/τραγούδια. Δίσκος ζωντανά ~ημένος (κυρ. από συναυλία). Βλ. -γραφώ. [< αγγλ. record, 1927]

θεαθήναι

θεαθήναι [θεαθῆναι] θε-α-θή-ναι ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: κυρ. στη ● ΦΡ.: για το θεαθήναι & προς/διά το θεαθήναι (λόγ.): για τα μάτια του κόσμου, για επίδειξη: Αντιδράσεις, μομφές, μόνο ~ ~ (πβ. άνευ ουσίας). Όλα γίνονται/είναι ~ ~ (βλ. θεατρινισμός).|| Κάνει σπατάλες έτσι ~ ~ (: για εντυπωσιασμό, για εφέ)! Πβ. για τους τύπους. [< απαρ. παθ. αορ. του ρ. θεῶμαι ‘βλέπω, είμαι αντικείμενο θέασης’]

θέλω

θέλω θέ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θέλ-εις (προφ.) θες, -ει, -ουμε (λαϊκό) θέμε, -ετε (λαϊκό) θέτε, -ουν(ε) (λαϊκό) θένε | θες κ. θέλε, θέλετε | ήθελα, θέλησα, να/θα θελήσω | ηθελημένος, θέλ-οντας} 1. έχω την επιθυμία, εκφράζω την πρόθεση για κάτι: ~ να σου πω κάτι. Θα μιλάω όπως ~ (πβ. γουστάρω)! Δεν ~ να με δει/να ενοχλώ/να θυμάμαι. Ό,τι θες/θελήσεις θα το 'χεις. Κάνε/πράξε ό,τι/όπως θες, δεν με νοιάζει. Φάε όσο ~εις/θες. Λέγε, τι θες; Όποιος ~ει, ας/μπορεί να έρθει. Παίρνει πάντα αυτό που ~ει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. ~ να πάω διακοπές/να φύγω. Αν ~εις/θες να είσαι σίγουρος, ρώτα. Κανέναν δεν πιέζουμε, αν δεν το ~ει. Αν ~ήσει να μιλήσει, θα μάθουμε αρκετά. Δεν ξεκουράζεται όσο θα ήθελε.|| (ως έκφρ. ευγενείας) Ένα ποτηράκι κρασί θα το ήθελα. Δεν θα ήθελα να μας δουν μαζί. Ήθελα να ξέρω (: αναρωτιέμαι), δεν κουράζεται ποτέ; Αν ~εις, ρίχνεις μια ματιά κι εδώ (: αν έχεις την καλοσύνη); ~ετε κάτι άλλο; Πώς ~ετε τον καφέ σας (= πώς τον προτιμάτε); Θα ~ατε κάτι; Τι θα ~ατε; Ποιος θα ήθελε να με βοηθήσει;|| (ευχετ.) Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά .../να είχα γίνει γιατρός (: μακάρι). ΣΥΝ. επιθυμώ 2. προσπαθώ, επιδιώκω: Κάτι ~ει να κρύψει. ~ει τα λεφτά της, δεν την αγαπά. ~ει να πετύχει οπωσδήποτε/την επιτυχία (= έχει στόχο· βλ. προσβλέπω). Εγώ να βοηθήσω ήθελα μόνο. Δεν ήθελα να σε προσβάλω (= δεν είχα σκοπό). Τι ήθελε να πει μ' αυτό (= τι υπονοούσε); Τον έσπρωξα, χωρίς να το ~ (= άθελά μου, ακούσια). Θέλησαν (= επιχείρησαν) να τον απομακρύνουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πβ. επιζητώ, σκοπεύω. 3. ζητώ ή απαιτώ: Το μόνο που ~ από σένα είναι αγάπη. Δεν ~ υπερβολές. Πβ. γυρεύω.|| (επιτατ.) ~ μια απάντηση/διαζύγιο/δουλειά/εκδίκηση. Πες μου την αλήθεια, ~ να ξέρω. Αν ~εις πόλεμο, θα τον έχεις. Η μόδα ~ει τις γυναίκες αδύνατες/με καμπύλες. Προβλήματα που ~ουν επειγόντως λύση. Πβ. αξιώνω. 4. έχω ανάγκη, χρειάζομαι: ~ αγάπη. ~εις λούσιμο. Τώρα ~εις ξεκούραση, για να γίνεις εντελώς καλά. Το φαγητό ~ει αλάτι. Το πράγμα δεν ~ει σκέψη. Τα ρούχα ~ουν πλύσιμο. Τα φυτά ~ουν φροντίδα. Αν θες βοήθεια, πες το.|| (απρόσ.) ~ει πολύ ακόμη, για να ξημερώσει. ~ει διάβασμα/δύναμη/θάρρος/καιρό/κόπο/κότσια/χρόνο (για) να ... (= απαιτείται). 5. αποδέχομαι: Αφού σου το εξήγησα, γιατί δεν θες να το καταλάβεις (= δεν λες); Δεν ~ει να το πιστέψει. Θα θελήσει να σου κάνει το χατίρι (: θα συναινέσει, θα συγκατατεθεί); Οι γονείς της δεν τον ήθελαν (ενν. για σύζυγο της κόρης τους).|| (μτφ.) Η μηχανή δεν ~ει να πάρει μπρος (πβ. δεν εννοεί να). 6. αναζητώ, ψάχνω κάποιον: Ποιον θα ~ατε/~ετε; Σας ~ουν στο γραφείο/τηλέφωνο (= σας ζητούν). 7. ποθώ: Σε ~ πολύ! Δεν σε ~ πια (= δεν σ' αγαπώ). 8. θεωρώ, ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα: Δεν είμαι τόσο ανόητος, όσο με ~ουν κάποιοι.θέλει (προφ.): ευνοεί: Άμα σε ~ το ζάρι/η τύχη, δεν έχεις κανέναν ανάγκη (= σε πάει). Τη ~ το κοινό (: την αποδέχεται, την αγαπά). Τη ~ ο φακός (: έχει φωτογένεια). ● Ουσ.: θέλω (τα): οι επιθυμίες κάποιου: τα ~ της καρδιάς. Κάντε τα ~ σας πραγματικότητα! Βλ. πρέπει (τα). ● ΦΡ.: (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός (προφ.): για πλήρη άρνηση, αποδοκιμασία μιας άδικης κατάστασης: Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον θέλει ~., (δε) θες να ...; (προφ.): έκφρ. ανησυχίας ή φόβου: Πολύ αργεί, ~ ~ του συνέβη κάτι (= λες να, μήπως);, (και) τι θες να (σου) κάνω; (οικ.): για δήλωση αδιαφορίας ή αδυναμίας να βοηθήσουμε κάποιον: Έτσι είν' η ζωή, ~ ~;|| Αρρώστησες. Ωραία κι εγώ τι ~ ~;, (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω;: έκφρ. άγνοιας δηλωμένης με δυσαρέσκεια, πώς περιμένεις να το γνωρίζω: Αν αυτός ήταν άρρωστος, ~ ~;, ... δεν ήθελες; (ειρων.): σε κάποιον που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες της συνήθ. παράλογης επιθυμίας του ή των υψηλών προσδοκιών του: Μεγαλεία ~ ~, λούσου τα τώρα!, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! (συνήθ. ειρων.): προς δήλωση μεγάλης επιθυμίας· για κάτι που γίνεται δεκτό με μεγάλη χαρά, χωρίς αντίρρηση: Δέχτηκε αμέσως την πρόταση, ~ ~., αν θέλει ο Θεός: αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: ~ ~, θα νικήσουμε/θα φύγουμε αύριο. ΣΥΝ. Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν θέλεις/θέλετε & (προφ.) αν θες: κειμενικός δείκτης που σχετικοποιεί ή επιτείνει τον ισχυρισμό του ομιλητή: Αυτό που λες είναι αυθαίρετο ή, ~ ~εις, παρακινδυνευμένο. Πρόκειται για λάθος, ή ~ ~, για γκάφα ολκής., αν θέλω λέει! & αν ήθελα λέει!: (προφ.-εμφατ.) για να δηλωθεί ενθουσιώδης αποδοχή πρότασης, με μεγάλη μου χαρά: -Θέλεις να έρθεις μαζί; -~ ~ (= ευχαρίστως)!, δε(ν) θέλει (και) πολύ (για) να (προφ.): για κάτι συνήθ. δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη: ~ ~ γίνει το κακό!, δε(ν) με θέλει! (προφ.): είμαι άτυχος: Δεν είναι η μέρα μου, ~ ~ καθόλου/με τίποτα! Μου φαίνεται δεν σε ~ η τύχη σήμερα!, δεν (το) ήθελα: για δήλωση ακούσιας πρόκλησης βλάβης: Σας πάτησα; συγγνώμη ~ ~! Δεν ήθελα να σε πληγώσω., δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον (προφ.): για να δηλωθεί αποστροφή, αγανάκτηση, οργή απέναντι σε κάποιον: Φύγε, ~ ~ να σε ξαναδώ! Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει., δεν πα να λες ό,τι θες! (προφ.): προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας: Εγώ θα το κάνω, ~ ~ (εσύ)!, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (προφ.): ως προτροπή ή επίπληξη σε κάποιον που δείχνει απροθυμία ή προβάλλει δικαιολογία, προκειμένου να μην κάνει κάτι: Μην μου λες πως δεν μπορείς να κόψεις το κάπνισμα: ~ ~., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)!: προτρεπτικά σε κάποιον να αποδείξει τις ικανότητές του σε μια δύσκολη περίσταση: Τώρα πώς θα ξεμπλέξεις; ~ ~!, έλα που δεν ήθελες! (ειρων.): προς αμφισβήτηση της δήθεν απροθυμίας κάποιου να κάνει κάτι, που τελικά έκανε: ~ ~ να πας (= ήθελες και παραήθελες)! Πβ. τραβάτε με κι ας κλαίω!, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη: για κάτι μοιραίο, υπεράνω των δυνάμεών μας· ήταν γραφτό να γίνει: Πέθανε νέος, ~ ~. Πβ. θέλημα (του) Θεού., θα (ή)θελες! (ειρων.): ως αρνητική απάντηση, αντίδραση σε κάτι που μας ενοχλεί ή με το οποίο διαφωνούμε: - Είμαι καλύτερος από σένα! - (Ναι,) ~ ~!, θέλεις να (μου/μας) πεις/πιστέψω πως/ότι ... (ειρων.): για δήλωση δυσπιστίας σχετικά με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν είχες καμία ανάμειξη/όλα αυτά ήταν τυχαία;, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); (ειρων.): σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα., θέλοντας ή μη/και μη: ανεξάρτητα από τη βούληση κάποιου, είτε το θέλει είτε όχι: ~ ~ θα ζητήσεις συγγνώμη (: θα αναγκαστείς να ...). Πβ. εκών άκων, ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα, θες δεν θες., θέλω κάποιον/κάτι πίσω (προφ.) 1. επιθυμώ επανασύνδεση με ερωτικό σύντροφο: Με άφησε και τον ~ ~! 2. ζητώ, απαιτώ να επαναφέρω στη ζωή μου κάτι που έχασα ή νοστάλγησα: ~ πίσω τη ζωή μου/το σπίτι μου/την πόλη που αγάπησα., θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... (προφ.): για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ: Δεν μ' ενδιαφέρουν οι μεγάλες παρέες, ~ ~ πως θέλω λίγους φίλους και καλούς. Δεν ~ ~ ότι δεν μου φέρθηκαν ευγενικά, απλώς (ότι) ήταν κάπως ψυχροί., θέλω το καλό/το κακό κάποιου: επιθυμώ να ωφελήσω/να βλάψω κάποιον: Σε συμβουλεύω, γιατί ~ το καλό σου (= την ευτυχία σου). Μην τον εμπιστεύεσαι, ~ει το κακό σου., Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, εφόσον οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές: ~ ~ αύριο θα ταξιδέψουμε. ΣΥΝ. αν θέλει ο Θεός, θες ... θες (προφ.): σε διαζευκτική σύνδεση προτάσεων για τη δήλωση αμφιβολίας ή αδιαφορίας ως προς το ποια πιθανότητα ισχύει: ~ η δουλειά, ~ τα παιδιά, δεν πήγα να τη δω. ΣΥΝ. είτε ... είτε, ή ... ή, πες ... πες., θες δε(ν) θες ... (προφ.): είτε το θέλεις είτε όχι· που θα συμβεί ανεξάρτητα από την επιθυμία κάποιου: Τα χρόνια περνάνε ~ ~. ~ ~ θα έρθω! Θα το κάνεις ~ ~ (= με το ζόρι, με το στανιό)! Σιγά σιγά, ~ ~ συνηθίζεις. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα;: απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς., και θέλω και δεν θέλω (προφ.): για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: ~ ~ να τον δω. Θέλεις να πας; ~ ~., και ό,τι ήθελε προκύψει: έκφραση που δηλώνει αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη μιας κατάστασης: Πάμε ~ ~ (: ας γίνει ό,τι θέλει)! Πβ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!, κάνω κάποιον ό,τι θέλω (προφ.): κάνω κάποιον να υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές μου: Η γυναίκα/η κόρη του τον ~ει ό,τι ~ει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, παίζω στα δάχτυλα., με το έτσι θέλω (προφ.): αυθαίρετα, χωρίς να δίνεται λογαριασμός σε κανένα: Τους επέβαλε τη θέλησή της/τις συνήθειές της ~ ~., ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει: (για πρόσ.) έχει/δεν έχει σαφείς επιθυμίες, ξεκάθαρους στόχους: ~ει τι ~ει από τη ζωή της. Δεν ~εις τι ~εις, μου φαίνεται!, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, παθητικής αποδοχής αυτού που πρόκειται να συμβεί, ακόμα κι αν είναι αρνητικό: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ~ ~ (= σκοτίστηκα). Θα της μιλήσω ανοιχτά κι ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ό,τι θέλει λέει (προφ.): για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής: Τρελός είναι, ~ ~. Άστον να λέει ό,τι θέλει! Ό,τι θες λες, μου φαίνεται, πού να βρω τέτοια ώρα περίπτερο ανοιχτό;, όπως θες/θέλεις: συγκαταβατική αποδοχή της επιθυμίας κάποιου: - Θέλω να φύγουμε! - ~ ~. Πβ. με γεια σου, με χαρά σου.|| Όπως θέλετε (= αγαπάτε, προτιμάτε)., ποιος δεν θα ήθελε: για κάτι που αναμφισβήτητα θα το επιθυμούσε ο καθένας: ~ ~ ένα τόσο όμορφο σπίτι; ~ ~ ν' αγαπιέται από αυτόν που αγαπάει;, πολύ θα το ήθελα, αλλά ...: ως ευγενική απόρριψη πρόσκλησης ή πρότασης: -Θέλεις να με συνοδέψεις; -~ ~ πρέπει να διαβάσω., πώς θα ήθελα ...!: για έκφραση έντονης επιθυμίας· μακάρι: ~ ~ μία σοκολάτα/να είχα σπίτι στο βουνό!, πώς το θες; (οικ.-ειρων.): ως αρνητική απάντηση σε παράλογη, κατά τη γνώμη μας, απαίτηση ή πρόταση κάποιου να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση: -Θα μπορούσες να πας αντί για μένα; -Ναι, αμέ, ~ ~ (: θες τίποτ' άλλο); Πβ. δε(ν) σφάξανε!, τα 'θελε και τα 'παθε & τα θέλει και τα παθαίνει & ήθελέ τα κι έπαθέ τα (προφ.): είναι υπεύθυνος για αυτό που του συνέβη: Μη στενοχωριέσαι γι' αυτόν, ~ ~., τα θέλει (μειωτ.): για άτομο, συνήθ. γυναίκα, που είναι δεκτικό σε ερωτοτροπίες και ερωτικές προτάσεις ή και τις επιδιώκει., τα 'θελες και τ' άκουσες (οικ.): εσύ φταις που σου μίλησαν άσχημα: -Γιατί θύμωσε; Απλώς του είπα ότι έχει παχύνει. -Ε κι εσύ ~ ~, δεν τα λένε αυτά., τι (το) (ή)θελα .../τι ήθελα (και/να) ...; (προφ.): μετανιώνω που είπα ή έκανα κάτι: Τι το 'θελα (και πήρα/να πάρω) το κινητό; Τώρα δεν με αφήνουν στιγμή ήσυχο! Τι (το) ήθελα και μίλησα/να μιλήσω;, τι άλλο θέλεις; (οικ.): προς δήλωση θαυμασμού για την τύχη κάποιου ή αγανάκτησης προς άτομο ανικανοποίητο: Άντε θα πας και στο εξωτερικό! ~ ~; ΣΥΝ. ποιος τη χάρη σου!|| ~ ~ να γίνει δηλαδή; ~ ~ πια, όλα σου τα 'χω δώσει., τι θέλει αυτός εδώ; (προφ.): για κάποιον που η εμφάνισή του προκαλεί έκπληξη ή δυσαρέσκεια: (Καλά) ~ ~; Πώς τον αφήσατε και μπήκε;, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! (προφ.): για δήλωση παραίτησης από κάποια υπόθεση που θεωρείται μάταιη ή αδιαφορίας, όπως και για εισαγωγή συμπεράσματος που το θεωρεί κάποιος αδιαμφισβήτητο: ~ ~, έτσι είν΄ η ζωή! Πβ. τι να πω., το θες πολύ; (οικ.-ειρων.): ως απάντηση σε εξωπραγματική απαίτηση., τώρα τι θες;: προς δήλωση εκνευρισμού, ενόχλησης από κουραστική συμπεριφορά ή επαναλαμβανόμενη απαίτηση ή προσπάθεια επαναπροσέγγισης: Ε, και ~ ~; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια, ~ ~;, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω βλ. άνδρας & άντρας, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, έτσι σε θέλω βλ. έτσι, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, θέλει (και) ρώτημα; βλ. ρώτημα, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, θέλει ζουρλομανδύα/του χρειάζεται ζουρλομανδύας βλ. ζουρλομανδύας, θέλει μια μπάλα μόνος του βλ. μπάλα, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει βλ. άγιος, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει βλ. ακούω, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, το καλό που σου θέλω βλ. καλό, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος ● βλ. ηθελημένος [< αρχ. ἐθέλω, θέλω]

θυμάμαι

θυμάμαι [θυμᾶμαι] θυ-μά-μαι ρ. (μτβ.) {θυμ-ήθηκα} & (λαϊκό) θυμούμαι: σκέφτομαι κάτι που ανήκει στο παρελθόν, συγκρατώ ή επαναφέρω στη μνήμη μου την εικόνα προσώπου, πράγματος ή γεγονότος: ~ται με νοσταλγία/με συγκίνηση τα παιδικά του χρόνια (πβ. αναπολώ). Να ~σαι ότι σ' αγαπώ. Δεν ~ πού έβαλα το τετράδιο.|| (προφ.) Καλά που το ~ήθηκα να ανανεώσω το διαβατήριο. Πού τον ~ήθηκες! Τώρα που το ~ήθηκα (πβ. παρεμπιπτόντως), πρέπει να σου πω ότι ... Πβ. ενθυμούμαι. Βλ. καλο~, ξανα~. ΑΝΤ. λησμονώ, ξεχνώ (1) ● ΦΡ.: αν θυμάμαι καλά, ... (προφ.): για μετριασμό της βεβαιότητας σχετικά με αυτό που ακολουθεί: ~ ~, πριν από λίγα χρόνια ..., για θυμήσου καλά! (προφ.): για αμφισβήτηση των προλεχθέντων: Είσαι σίγουρος πως δεν στο είπα; ~ ~!, να μου το θυμηθείς/θα μου το θυμηθείς/να με θυμηθείς/θα με θυμηθείς (προφ.): για να επιστήσει κάποιος την προσοχή στα λόγια του ή για να δώσει έμφαση: Δεν θα έχουμε καλά μαντάτα, ~ ~!, ό,τι θυμάται χαίρεται (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αναφέρει κάτι που δεν ταιριάζει με την περίσταση ή είναι άσχετο με το θέμα συζήτησης: Δεν θα συνεννοηθούμε, ο καθένας ~ ~., (ξανα)βρίσκω/θυμάμαι τον (παλιό) καλό εαυτό μου βλ. εαυτός [< μεσν. θυμούμαι]

ικανός

ικανός, ή, ό [ἱκανός] ι-κα-νός επίθ. 1. που διαθέτει τα προσόντα να εκτελεί κάτι σωστά, να σημειώνει επιτυχία σε κάποιον τομέα: (για πρόσ.) ~ός: δάσκαλος/οδηγός/πωλητής. ~ή: ομάδα (συνεργατών). ~ά: στελέχη (επιχείρησης). Σωματικά και διανοητικά ~ (ΑΝΤ. ανάπηρος). Είναι ~ στη διαχείριση χρημάτων (πβ. επι-δέξιος, -τήδειος). Κρίθηκε ~ για να εργαστεί (πβ. κατάλληλος). Είναι ~ή για διευθύντρια. Δεν τον έχω ~ό για ... Δεν τη θεωρώ ~ή να ... Η συνεχής επιμόρφωση του εργαζομένου τον καθιστά ~ό να ... Πβ. άξιος.|| (προφ.) ~ό τον έχω να μην έρθει στο τέλος.|| Μηχανήματα ~ά να λειτουργούν αυτόματα. ΑΝΤ. ανίκανος (1) 2. (επίσ.) που επαρκεί σε αριθμό ή ποσότητα, αρκετός: ~ές: προϋποθέσεις (για ...). ~ά: κριτήρια. Η εκδρομή θα πραγματοποιηθεί, εφόσον συμπληρωθεί ~ αριθμός συμμετεχόντων. Έχει παρέλθει ~ χρόνος από ... Δύναμη μπαταρίας ~ή για 24 ώρες. ~ό ποσοστό των ερωτηθέντων απάντησε θετικά. Εισοδήματα ~ά να καλύψουν τις ανάγκες των εργαζομένων. Τόσα χρόνια δεν στάθηκαν ~ά να ...|| Αποδεικτικά στοιχεία ~ά να τον οδηγήσουν στη φυλακή. Αποσπασματικά μέτρα που δεν είναι ~ά να επιφέρουν ουσιαστική λύση. Πβ. επαρκής, ικανοποιητικός. ΑΝΤ. ανεπαρκής 3. ΣΤΡΑΤ. που είναι αρτιμελής και υγιής, ώστε να είναι σε θέση να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία: ~οί πρώτης κατηγορίας (Ι/1) ... τέταρτης κατηγορίας (Ι/4). Βλ. στρατεύσιμος. ● επίρρ.: ικανώς [-ῶς] (λόγ.): αρκετά, επαρκώς. ● ΣΥΜΠΛ.: ικανή συνθήκη 1. (μτφ.) σύνολο στοιχείων που εγγυώνται την ύπαρξη μιας κατάστασης, επαρκής όρος για να ισχύει κάτι: Η δημιουργία χώρων πρασίνου αποτελεί ~ ~ για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στις πόλεις. Η επιστημονική κατάρτιση είναι αναγκαία, αλλά όχι ~ ~ για αποτελεσματική διδασκαλία. 2. ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. πρόταση η οποία -εφόσον είναι αληθής- καθιστά αληθή μια άλλη πρόταση: ικανή και αναγκαία ~. ● ΦΡ.: είμαι ικανός να ...: είμαι σε θέση, μπορώ να: Είναι ~ να οργανώνει τη δουλειά του. Δεν είναι ~ (= άξιος) να κάνει τίποτα/ούτε το κρεβάτι του να στρώσει!|| (μειωτ.) Αυτή είναι ~ή να τα πει όλα και να εκτεθούμε!, ικανός για όλα (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): για πρόσωπο που χρησιμοποιεί κάθε μέσο, προκειμένου να πετύχει κάτι, που λειτουργεί χωρίς αναστολές ή ηθικούς ενδοιασμούς: Τον έχω/θεωρώ ~ό ~. Πβ. αδίστακτος, απρόβλεπτος, παράτολμος. [< αρχ. ἱκανός, γαλλ.-αγγλ. capable]

ιστορία

ιστορία [ἱστορία] ι-στο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. {σπάν. στον πληθ.} το σύνολο των γεγονότων, ιδ. αυτών που θεωρούνται αξιομνημόνευτα και συνθέτουν την εξελικτική πορεία λαού, πολιτισμού, ευρύτερης περιοχής· η γνώση και η διήγησή τους: γενική/παγκόσμια/τοπική ~. Προφορική ~ (: δίνει βάρος στην ανασυγκρότηση της μνήμης, δημόσιας και ιδιωτικής). Αρχαία/μεσαιωνική/νεότερη/σύγχρονη ~. Κοινωνική/οικονομική/πνευματική/πολιτική/πολιτιστική ~. Η ελληνική ~. Η ~ της ανθρωπότητας. Τα διδάγματα/τα πρόσωπα/ο ρους της ~ας. Η ~ διδάσκει. Βλ. ιστοριογραφία, μικροϊστορία.|| (ΘΡΗΣΚ.) Η Ιερά ~.|| Στα κείμενά του περιπλέκεται η ~ με τον μύθο. || Χώρα με μακρά, πλούσια ιστορία. Πβ. προϊστορία. 2. ΙΣΤ. {κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι} η επιστήμη που μελετά το παρελθόν με βάση έγκυρες μαρτυρίες· το σχετικό βιβλίο και μάθημα: μέθοδοι/πηγές της ~ας. Καθηγητής της βυζαντινής ~ας (πβ. ιστορικός). Βλ. αρχαιολογία.|| Αγόρασα την ~ της ...|| Τι βαθμό πήρες στην ~; 3. {σπάν. στον πληθ.} επιστημονική παρουσίαση ιστορικών συμβάντων ή εξελίξεων σε έναν τομέα με χρονολογική σειρά: ~ της ελληνικής γλώσσας. Η γεωλογική ~ του νησιού.|| (με κεφαλ. το αρχικό Ι) ~ των Επιστημών/της Λογοτεχνίας/της Τέχνης. 4. προφορική ή γραπτή αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών συμβάντων: αστεία/αστυνομική/ερωτική/πλαστή/ρομαντική ~. ~ αγάπης/τρόμου. Η πλοκή της ~ας. Γράφω/διηγούμαι μια αληθινή ~. Πού να σου λέω τώρα, είναι ολόκληρη ~. Η ~ εκτυλίσσεται στο ... Ατέλειωτες ~ες καθημερινής τρέλας. ~ες για γέλια και για κλάματα. Έχω ακούσει ένα σωρό ~ες για το ... Πβ. θρύλος, παραμύθι. Βλ. χρονικό.|| Η ~ μιας ταινίας (= υπόθεση, πβ. στόρι, βλ. σενάριο). 5. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) δυσάρεστη περιπέτεια, πρόβλημα: Είχε ~ες με την αστυνομία/τον γείτονα/την εφορία/μια κοπελίτσα (πβ. έχω μπλεξίματα/μπελάδες/φασαρίες/τραβήγματα/ντράβαλα). Τελευταία μου κάνει ~ες (: μου δημιουργεί δυσκολίες). Όλη αυτή η ~ μου κόστισε ακριβά. Είναι ολόκληρη ~ να φτιάξεις το αυτοκίνητο (πβ. ταλαιπωρία). Τόσα χρόνια η γνωστή/ίδια ~. 6. ιστορικοί χρόνοι. Βλ. προϊστορία. ● Υποκ.: ιστοριούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορία επιτυχίας: για πρόσωπο ή εταιρεία με λαμπρά επιτεύγματα που αποφέρουν κέρδη και φήμη. [< αγγλ. success story], παλιά ιστορία: γεγονός παλιό ή/και ξεχασμένο., το τέλος της ιστορίας: ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. θεωρία που υποστηρίζει ότι με την επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του παγκόσμιου καπιταλισμού η διαλεκτική που έθρεψε τους πολέμους και τις επαναστάσεις σταματά ελλείψει αντιπάλων. [< αγγλ. The End of History, 1989] , διηγήματα/ιστορία/ταινία μυστηρίου βλ. μυστήριο, πονεμένη ιστορία βλ. πονεμένος, το χρονοντούλαπο της Ιστορίας βλ. χρονοντούλαπο, φυσική ιστορία βλ. φυσικός ● ΦΡ.: ανήκει στην ιστορία/αποτελεί ιστορία 1. (μτφ., για πρόσ., γεγονός, κατάσταση) είναι ξεχασμένος, ξεπερασμένος, δεν προκαλεί πια το ενδιαφέρον: Το παιχνίδι/τουρνουά ~ ~. Ό,τι έγινε ~ ~. 2. (για πρόσ., μνημείο, γεγονός) είναι μέρος του ιστορικού παρελθόντος: Κτίριο που ανήκει στην ~ της πόλης. Ανήκουν στην ~ του τόπου., ανοίγω ιστορίες (προφ.): δημιουργώ προβλήματα, εμπλέκομαι σε μια υπόθεση, αρχίζω δοσοληψίες με κάποιον: Μην ~εις ~, άσε να ξεχαστεί το πράγμα! Δεν θέλω να ~ξω ~ μαζί του., αυτό είναι μια άλλη ιστορία (προφ.): λέγεται όταν κάποιος δεν θέλει να μιλήσει για ένα θέμα, το οποίο αναφέρει παρεμπιπτόντως: Μετά, βέβαια, θα μετανιώσει, αλλά ~ ~ (= δεν θα το συζητήσουμε τώρα). [< αγγλ. that ΄s another story] , γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία & (σπάν.) εποποιία/έπος (μτφ.): για διάκριση σε κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο: Έγραψε ~ στην οικονομική πολιτική/στον παγκόσμιο αθλητισμό. Προσωπικότητα διεθνούς ακτινοβολίας που με το έργο της γράφει ~. Έγραψε τη δική του εποποιία ως προπονητής. Πβ. μεγαλουργώ.|| Η παράσταση θα γράψει ~. ΣΥΝ. άφησε/θα αφήσει εποχή, έτσι για την ιστορία (προφ.): απλώς και μόνο για να ειπωθεί κάτι: ~ ~, να αναφέρω/θυμίσω ότι ..., η ιστορία επαναλαμβάνεται: για γεγονότα ή πράξεις που εμφανίζονται ξανά, συνήθ. με μικρές παραλλαγές ή αποκλίσεις: Δυστυχώς/να λοιπόν που ~ ~ (ως τραγωδία/φάρσα). Πβ. (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί., η ιστορία θα κρίνει: θα αποδειχθεί στο μέλλον: ~ ~, αν έκανε σωστά ή λάθος. Πβ. θα δείξει., η ιστορία της ζωής μου: τα περιστατικά του βίου μου: Γράφω/διηγούμαι/λέω την ~ ~ (πβ. αυτοβιογραφούμαι).|| (μτφ.-ειρων.) Ο κάθε παλαβός έρχεται και λέει την ~ ~ του (: φλυαρεί για άσχετα πράγματα)., περνά/μένει/μπαίνει στην ιστορία {συνήθ. στον αόρ.} (μτφ.) 1. καθιερώνεται στην ιστορία, συνήθ. με συγκεκριμένη ιδιότητα: Πέρασε ~ ως η πρώτη Ελληνίδα που ... Οι περισσότερες ταινίες του έμειναν ~ του κινηματογράφου. Το έργο του έχει μείνει αθάνατο και το όνομά του μπήκε ~. Πβ. άφησε εποχή. 2. για κάτι που ανήκει στο παρελθόν ή σπανιότ. για σημαντικό πρόσωπο που πέθανε: Η δραχμή πέρασε ~., τα υπόλοιπα είναι ιστορία (προφ.): τα γεγονότα που ακολουθούν είναι γνωστά ή προβλέψιμα, συνεπώς δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα άλλο: Τους είπα την ιδέα μου, τους άρεσε και ~ ~., το παίζει ιστορία (αργκό): έχει υπεροπτική ή επιδεικτικά αδιάφορη συμπεριφορά προς τους άλλους: ~ ~ με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Έχει καβαλήσει το καλάμι και μας ~ ~. ΣΥΝ. κάνει/παριστάνει τον καμπόσο, ιστορίες για αγρίους βλ. άγριος, στις δέλτους της ιστορίας βλ. δέλτος, το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας βλ. υπόθεση [< αρχ. ἱστορία 4,5: γαλλ. histoire, γερμ. Historie, αγγλ. history]

καβούκι

καβούκι κα-βού-κι ουσ. (ουδ.) {καβουκ-ιού} 1. όστρακο, κυρ. χελώνας. Πβ. καύκαλο, κέλυφος, ταρταρούγα, χέλυο. 2. (σπάν.-μτφ.) πολύ περιορισμένος χώρος: Ζουν σ' αυτό το ~. ● ΦΡ.: βγαίνω από το καβούκι μου: γίνομαι (ξανά) κοινωνικός και εξωστρεφής., κλείνομαι στο καβούκι μου & κρύβομαι/μαζεύομαι/μπαίνω στο καβούκι μου: κλείνομαι στον εαυτό μου. [< τουρκ. kabuk]

και

και σύνδ. & (πριν από φωνήεν) κι· (σύμβ. &) 1. για την παρατακτική σύνδεση δύο ή περισσότερων λέξεων, προτάσεων ή περιόδων: εγώ ~ εσύ. Καλός ~ έξυπνος. Μέρα ~ νύχτα. Μαθηματικά, φυσική ~ χημεία. Μιλούσε ~ έγραφε.|| (στην πρόσθεση:) Ένα ~ ένα κάνουν δύο. Πβ. συν.|| (σε αποφατική συμπλοκή:) Πάρε αυτό ~ όχι το άλλο. Πήγαινε ~ μη γυρίσεις πίσω. Θέλει να είναι πρώτη ~ να μην (= χωρίς να) κουράζεται.|| (προσθετικά:) Γενικά μαθήματα ~ ακόμη/επίσης μαθήματα ειδικότητας. Συνέδρια, συμπόσια καθώς ~ συζητήσεις. Θέλω ~ άλλο/αυτό. Έχω ~ λίγα φρούτα. Τον βοηθούσε ~ του συμπαραστεκόταν. ~ μην ξεχάσεις να ποτίσεις! Πβ. επιπλέον.|| (για υπολογισμό κατά προσέγγιση:) Είναι εξήντα (ετών) ~ (= και πάνω)/~ ούτε (ενν. καν). Είκοσι (κιλά) ~ βάλε.|| (αντιθετικά:) Κλαίω ~ εσύ γελάς. Δεν είπα ψέματα, αλλά ούτε ~ την αλήθεια. Άλλα του είπα ~ άλλα κατάλαβε! ~ όμως έτσι έγιναν τα πράγματα (: για έντονη αντίρρηση)! Δεν μπορώ· ~ έπειτα (= άλλωστε, εξάλλου) δεν θέλω κιόλας. Πβ. αλλά.|| (μεταβατικά, σε αφηγήσεις:) ~ ο άλλος απάντησε ... ~ έτσι/μια μέρα έφυγε. Έμεινε για λίγο άφωνος. ~ έπειτα/ύστερα είπε ...|| (συγκριτικά:) Καμιά σαν ~ σένα. Σήμερα, όπως ~ χθες. 2. για έμφαση: ~ ο ένας ~ ο άλλος. ~ φαγητά ~ γλυκά ~ ποτά. Έως ~ τη Δευτέρα. Έλα ~ εσύ. Ήρθαν ~ οι πέντε. Απευθύνομαι ~ στους δυο σας. ~ συ αυτό πιστεύεις; Αυτό ~ μόνο αρκεί. Αυτός ~ κανένας άλλος (: είναι ανεπανάληπτος, μοναδικός). Ολοένα ~ περισσότερο. Τον πειράζει ~ το παραμικρό. Συνεχίζεται ~ στην επόμενη σελίδα.|| (σωρευτικά:) ~ δώρα του έκανε ~ ταξίδια τον πήγε ~, ~, ~.|| (διαζευκτικά:) ~ τώρα ~ μετά ~ όποτε θέλεις. Πβ. είτε ... είτε ...|| (επιδοτικά:) Βγήκε νικητής ~ χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια (πβ. και μάλιστα). Θα σου απαντήσω ~ αμέσως μάλιστα. Ακόμα/αφού ~ εγώ κουράστηκα, πόσο μάλλον το παιδί! Όχι μόνο ωραίο αλλά ~ πρακτικό. Όχι μόνο ήρθε, αλλά έφερε ~ παρέα.|| (Για κάτι ασυνήθιστο:) Πώς ~ τελείωσες τόσο νωρίς; Πώς ~ έτσι; ~ τώρα τι κάνουμε; Μην το θεωρείς ~ ακατόρθωτο. ~ πού να τη δεις από κοντά (ενν. είναι ακόμη καλύτερη)! ~ έπειτα/μετά/ύστερα μου λες να μην ανησυχώ ... 3. (σε στερεότυπες εκφράσεις, με επανάληψη της ίδιας λέξης) για έμφαση στον αριθμό, τη διάρκεια, την ποσότητα: Μήνες ~ μήνες. Χρόνια ~ χρόνια. Ποιοι ~ ποιοι ήταν εκεί (= ποιοι ακριβώς); Κόσμος ~ κοσμάκης (= πολλοί και διάφοροι· αόριστη αναφορά). Υπάρχουν μαθητές ~ μαθητές (: λογής λογής). Πόσοι ~ πόσοι δεν έκαναν την ίδια ερώτηση! Αυτό είναι όλο ~ όλο (ενν. μόνο αυτό); Τόσα ~ τόσα συνέβησαν στο μεταξύ. Περάσαμε μπόρες ~ μπόρες μαζί.|| Έλεγε ~ έλεγε (: μιλούσε συνεχώς) και δεν σταματούσε. Έκανε ~ έκανε τόσα και στο τέλος τον ξέχασαν όλοι.|| ~ θέλω ~ δεν θέλω να πάω (: δεν είμαι σίγουρος). (Για κατά προσέγγιση υπολογισμό:) Είναι ~ δεν είναι δυο χρονών. Τον βγάζει ~ δεν τον βγάζει τον χειμώνα (: θα πεθάνει σύντομα). Πβ. (μόλις και) μετά βίας. 4. για δήλωση εναντίωσης ή παραχώρησης: (αν και, παρόλο που, παρόλα αυτά:) ~ που στο είπα, με άκουσες; ~ να το ξέρω, δεν θα στο πω.|| (και αν:) Ακόμα ~ αν/να φύγεις, δεν με νοιάζει. Θα έρθω ~ ας μην είσαι εδώ. Όποιος ~ αν/να με ζητήσει ... Όποιο ~ αν/να είναι το αποτέλεσμα ... Ό,τι ~ αν/να γίνει ... Όσο ~ αν/να προσπαθεί, δεν θα τα καταφέρει. Ελάτε, όπου ~ αν/να βρίσκεστε. 5. σε θέση υποτακτικού συνδέσμου: (συμπερασματικού:) Δούλεψε πολύ ~ κέρδισε το πρώτο βραβείο. Είπε ψέματα ~ τώρα κανείς δεν τον πιστεύει. Μην πας τόσο νωρίς ~ περιμένεις απ' έξω. Είναι δυνατός ~ τον φοβούνται. Άκουσέ με ~ δεν θα το μετανιώσεις. Κάντο ~ θα δεις. Πβ. ώστε, με αποτέλεσμα να.|| (αιτιολογικού:) Μη φωνάζεις ~ δεν έχεις δίκιο (πβ. γιατί). Έλα ~ δεν αντέχω άλλο (πβ. επειδή).|| (χρονικού:) Έλα ~ (ενν. μετά) βλέπουμε. Έφαγα ~ κοιμήθηκα (πβ. έπειτα, ύστερα). Χτύπα ~ θα σου ανοίξουν. Διάβαζε ~ έβλεπε τηλεόραση (πβ. ενώ). Δεν είχα καλά καλά τελειώσει/δεν πρόλαβα να τελειώσω ~ χτύπησε το κουδούνι (πβ. μόλις, όταν, τη στιγμή που).|| (τελικού:) Έλα ~ δες. Πήγαινε ~ πες μου. Πβ. για να.|| (ενδοιαστικού:) Μην έρθεις ~ σε βρει εδώ. Πβ. μήπως.|| (βουλητικού:) Τον άκουσα ~ φώναζε. Σε βλέπω ~ είσαι διστακτικός. Αρχίζω ~ καταλαβαίνω. Έτυχε ~ τον είδα. Τι ήθελα ~ ήρθα; Πβ. να.|| (ειδικού:) Βλέπω ~ σ' αρέσει. Πβ. ότι, πως. 6. στην αρχή κυρ. ευχετικών εκφράσεων: ~ με τη νίκη/σ' ανώτερα/στα δικά σου/στις χαρές σου/του χρόνου! ~ μη χειρότερα!|| (για ανεκπλήρωτη ευχή:) Αχ, ~ να είχα τα χρόνια σου! Αχ, ~ να 'ξερες ... Πβ. μακάρι. ● Ουσ.: και (το): για να δηλωθεί λεπτομερής αναφορά: Ούτε ένα "~" δεν ξέχασε. ● ΦΡ.: (ε) κι έπειτα/ύστερα; (προφ.): για να δηλωθεί αδιαφορία, ειρωνεία ή ότι κάτι δεν είναι σημαντικό: - Άφησες το φαγητό έξω από το ψυγείο! - ~ ~; Πβ. και λοιπόν; και τι έγινε/και τι μ' αυτό;, ... και μη: σε ελλειπτικό αποφατικό λόγο, για αποφυγή επανάληψης όρου που έχει αναφερθεί αμέσως πριν καταφατικά: κυβερνητικοί ~ ~ (ενν. κυβερνητικοί) φορείς. Φαγητά νηστίσιμα ~ ~. Για αρχάριους/παντρεμένους ~ ~., ε, και; (προφ.): ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι ασήμαντο: Μου υποσχέθηκε ότι θ' αλλάξει. ~ ~; -Είναι κλειστά τα μαγαζιά σήμερα. -~ ~; Θα πάω αύριο. Πβ. κι επειδή;, και άλλα (συντομ. κ.ά.): μετά από ενδεικτική παράθεση ομοειδών στοιχείων, για να αποφευχθεί η συσσώρευση: Αθλήματα όπως ποδόσφαιρο, μπάσκετ, τένις κ.ά. Παιδικά ~ ~ τραγούδια. Κασκόλ, καπέλα ~ ~ αξεσουάρ. Αυτά ~ ~. ~ ~ παρόμοια/πολλά/τέτοια/(λόγ.-ειρων.) τινά. (σε απαρίθμηση) Πεπόνια, καρπούζια, σταφύλια ~ ~ φρούτα., και δεν (+ ρήμα): στην αρχή προτάσεων που αποτελούν καταφατική απάντηση· με παραινετική, προτρεπτική σημασία, σε ερώτηση που προηγήθηκε: -Να βγούμε το βράδυ; -~ ~ βγαίνουμε! (: Ας βγούμε!) -Να μαγειρέψω φακές σήμερα; -~ ~ μαγειρεύεις! (: Μαγείρεψε.), και να ... και να μην .../κι αν ... κι αν δεν .../να κι αν ... να κι αν δεν: (σε θέση διαζευκτικού συνδέσμου) για δήλωση αδιαφορίας· είτε ... είτε: Και να γυρίσει και να μη γυρίσει, δεν με νοιάζει., και ναι και όχι & ούτε ναι ούτε όχι (προφ.): ως έκφραση αβεβαιότητας ή αναποφασιστικότητας: -Σου άρεσε; -Και ~ ~.|| Δεν είπε ούτε ναι ούτε όχι., (ακόμα) και οι πέτρες βλ. πέτρα, (είσαι/είναι) και ο πρώτος/η πρώτη! βλ. πρώτος, (και) με το δίκιο του/με όλο του το δίκιο βλ. δίκιο, (και) μη χειρότερα βλ. χειρότερος, (και) μια και δυο βλ. ένας, μία/μια, ένα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, ... και κακό! βλ. κακό, ακόμη και/κ(α)ι ... ακόμη βλ. ακόμα & ακόμη, απλώς και μόνο/αποκλειστικά και μόνο/μόνο και μόνο βλ. μόνο, εδώ και βλ. εδώ, εμείς κι εμείς βλ. εγώ, ένας κι ένας βλ. ένας, μία/μια, ένα, έτσι και βλ. έτσι, κάθε ... και ... βλ. κάθε, και βέβαια βλ. βέβαια, και δεν συμμαζεύεται βλ. συμμαζεύω, και δη βλ. δη, και καλά βλ. καλά, και κάτι βλ. κάτι, και λοιπά (κ.λπ.)/και τα λοιπά (κ.τ.λ.) βλ. λοιπός, και λοιπόν; βλ. λοιπόν, και μάλιστα βλ. μάλιστα, και μόνο βλ. μόνο, και να βλ. να1, και ξερό ψωμί βλ. ξερός, και ούτω καθεξής/καθ' εξής βλ. ούτω(ς), και όχι μόνο βλ. μόνο, και πάει λέγοντας βλ. λέω, και πολύ (σου/του) είναι/πάει βλ. είμαι, και πού 'σαι βλ. πού, και τα όμοια βλ. όμοιος, και τι δεν ...! βλ. τι, και τι έγινε/και τι μ' αυτό; βλ. γίνομαι, και τι να δω! βλ. βλέπω, και τι στον κόσμο! βλ. κόσμος, και το ρωτάς; βλ. ρωτώ, και του πουλιού το γάλα βλ. γάλα, και/κι ας βλ. ας, και/κι η κουτσή Μαρία/Μαριώ βλ. Μαρία, κι εσύ (τέκνον) Βρούτε; βλ. Βρούτος, λες κ(α)ι βλ. λέω, μια(ς) και/που βλ. μια & μιας, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι, ό,τι κι ό,τι βλ. ό,τι, όλα κι όλα! βλ. όλος, όποιος κι όποιος βλ. όποιος, όπως κ(α)ι αν/και να ... βλ. όπως, πες το κι έγινε βλ. λέω, τα ίδια και τα ίδια βλ. ίδιος2, το και το βλ. αυτός [< αρχ. καί, μεσν. κι]

καιρός

καιρός και-ρός ουσ. (αρσ.) 1. η κατάσταση της ατμόσφαιρας πάνω από μια περιοχή για ορισμένο (μικρό) χρονικό διάστημα, η οποία χαρακτηρίζεται από τις τιμές των διαφόρων μετεωρολογικών στοιχείων (δηλ. ηλιοφάνεια, νεφώσεις, βροχή, χαλάζι, χιόνι, θερμοκρασία, άνεμος, υγρασία, ορατότητα): άστατος/άσχημος (βλ. βρομόκαιρος)/βροχερός/γλυκός/ζεστός/μουντός/υγρός ~. Ο ~ στην Ελλάδα και τον κόσμο. Αλλαγή/βελτίωση/επιδείνωση/μεταβολή του ~ού. Πρόβλεψη/πρόγνωση (του) ~ού. Αγρίεψε (= χειροτέρεψε)/έφτιαξε/ζέστανε/χάλασε/ψύχρανε ο ~. Αναμένεται καλός ~ για το τριήμερο. Γενικά αίθριος ~ και μόνο κατά τόπους νεφελώδης. Tι ~ό έχετε/θα κάνει αύριο; Δεν πάω πουθενά με τέτοιον ~ό! Μας τα χάλασε ο ~ (: ματαιώθηκαν τα σχέδιά μας λόγω κακοκαιρίας). Βλ. κλίμα.|| ~ για μπάνιο/σκι (: κατάλληλες καιρικές συνθήκες). Ταξιδεύουν με όλους τους ~ούς.|| Λέει τον ~ό (= το δελτίο ~ού) στην τηλεόραση. 2. χρόνος· ειδικότ. μεγάλο χρονικό διάστημα ή ελεύθερος χρόνος: Κύλησε γρήγορα/πώς περνάει ο ~! Πάει πολύς ~ από τότε! Πού χάθηκες τόσον ~ό; Πόσο ~ό γνωρίζεστε;|| Μετά/ύστερα από ~ό. ~ό είχαμε να τα πούμε! Θα κάνει ~ό να το ξεχάσει! Οι προσπάθειες για ~ό έμειναν άκαρπες. Ήθελα από/εδώ και ~ό να το κάνω. (για ζευγάρι:) Είναι ~ό μαζί.|| Δεν του μένει ~ ούτε να φάει (βλ. ευκαιρώ). Πού ~ για ξεκούραση! Δεν έχω ~ό για χάσιμο! Μόλις τώρα βρήκα ~ό να γράψω. Χάνεις τον ~ό σου μαζί του (= ματαιοπονείς)! Μη χάνεις ~ό (= βιάσου)! Περνάει τον ~ό (= τις ώρες) του άσκοπα/ζωγραφίζοντας/με αγαθοεργίες. 3. εποχή, περίοδος: απ' τον ~ό της Επανάστασης/της Κατοχής/των παππούδων μας. Tον παλιό καλό ~ό. Σε ~ό/(λόγ.) εν ~ώ ειρήνης/πολέμου. Τον ~ό που ήταν παιδί/στρατιώτης. Υπήρξε μια απ' τις πιο χειραφετημένες γυναίκες του ~ού της. Στον ~ό μου (= όταν ήμουν νέος), τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τον ~ό της ακμής του, ο οικισμός είχε χίλιους κατοίκους. 4. κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία: ~ για αλλαγές/δράση! Μήπως είναι ~ να το ξανασκεφτούμε; Έφτασε/ήρθε ο ~ για κάτι διαφορετικό. ΣΥΝ. ώρα. 5. ΝΑΥΤ. (λαϊκό) ισχυρός άνεμος και φουρτούνα: Τι ~ φυσάει; Το μνημείο το δέρνουν οι ~οί και η εγκατάλειψη. ● Ουσ.: καιροί (οι): εποχή, ιδ. κοινωνικές συνθήκες, περιστάσεις: κρίσιμοι/μοντέρνοι/σκληροί/σύγχρονοι ~. Ωραίοι ~! Οι ~ άλλαξαν, δεν είναι όπως τα 'ξερες. Βρε πώς αλλάζουν οι ~! Οι ~ απαιτούν/επιβάλλουν νέες προσεγγίσεις. Οι αυξημένες απαιτήσεις των καιρών. Οι ~ μας δεν επιτρέπουν καθυστερήσεις. Έρχονται καλύτεροι ~! Διανύουμε/ζούμε σε/περνάμε δύσκολους/χαλεπούς καιρούς. ● Υποκ.: καιρούλης ● ΣΥΜΠΛ.: παντός καιρού (επίσ.): κατάλληλος για κάθε είδους καιρικές ή άλλες συνθήκες: ελαστικά/ελικόπτερο ~ ~. Βλ. παντός εδάφους.|| (μτφ.-συχνά ειρων.) Άνθρωπος ~ ~ (= ευέλικτος, ευπροσάρμοστος)., δελτίο καιρού/μετεωρολογικό δελτίο βλ. δελτίο, μηνύματα των καιρών βλ. μήνυμα, σημεία των καιρών βλ. σημείο ● ΦΡ.: ανοίγει ο καιρός (προφ.): υποχωρεί η κακοκαιρία, διαλύονται τα σύννεφα: ~ ~ και πάλι, με ήλιο και άνοδο της θερμοκρασίας. Βλ. ανοίγει ο ουρανός., από καιρό σε καιρό & (λόγ.) από καιρού εις καιρόν: πότε πότε: Η κατάσταση επαναλαμβάνεται ~ ~.|| Οι οδηγίες τροποποιούνται από καιρού εις καιρόν (= ενίοτε) ανάλογα με τα νέα δεδομένα. Πβ. κατά καιρούς., για δες καιρό που διάλεξε ... (συνήθ. χιουμορ.): για κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη στιγμή: ~ ~ η εξεταστική ν' αρχίσει!|| ~ ~ που διάλεξα ν' αρρωστήσω!, εν καιρώ (επίσ.): αργότερα, σε εύθετο χρόνο: Το πρόγραμμα θα ανακοινωθεί ~ ~., έναν καιρό (προφ.): κάποτε, στο παρελθόν: Θυμάσαι ~ ~ που διαβάζαμε μαζί; Πβ. άλλοτε, παλιά., έχει ο καιρός γυρίσματα (προφ.): για τις ξαφνικές αλλαγές, το ευμετάβλητο της ζωής ή της τύχης: Τώρα γελάς, όμως ~ ~ (= θα αλλάξουν κάποια στιγμή τα πράγματα)!, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) (παροιμ.): για όλα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή: Μη βιάζεσαι κι όλα θα γίνουν· ~ ~! ΣΥΝ. κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του, καιρός ήταν! (ειρων.): για κάτι που άργησε να γίνει: -Γύρισα! -~ ~!|| ~ ~ ν' ασχοληθεί λίγο και με την υπόθεσή μας!, καιρός παντί πράγματι (ΠΔ) (αρχαιοπρ.): κάθε πράγμα στον καιρό του., κατά καιρούς: σε διάφορες χρονικές περιστάσεις: τα ~ ~ δημοσιεύματα. Λόγια που έχουν ~ ~ ειπωθεί. Συνεργάστηκε ~ ~ με διάφορα περιοδικά. Πβ. από καιρό σε καιρό., με τον καιρό: με το πέρασμα του χρόνου: ~ ~ θα συνηθίσει. Πβ. στην πορεία/στον δρόμο., μια φορά κι έναν καιρό ...: στερεότυπη φράση με την οποία ξεκινά η αφήγηση παραμυθιού: ~ ~, ζούσε ένα βασιλόπουλο ...|| (ειρων.) ~ ~ (= άλλοτε, κάποτε), ήταν εύκολο να βρεις δουλειά, τώρα ..., ο καιρός είναι γιατρός (παροιμ.): με το πέρασμα του χρόνου αμβλύνονται επώδυνες αναμνήσεις και συναισθήματα., προ καιρού (λόγ.): πριν από κάμποσο καιρό: Το θέμα είχε απασχολήσει ~ ~ την κοινή γνώμη., του καλού καιρού (προφ.): πάρα πολύ: Βρέχει ~ ~! Κοιμάται/τρώει ~ ~!, του παλιού καιρού: που ανήκει σε περασμένη εποχή· (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) ξεπερασμένος, παρωχημένος: έθιμα/ιστορίες ~ ~.|| Αντιλήψεις/έπιπλα ~ ~., τω καιρώ εκείνω (ΚΔ) (αρχαιοπρ.-ειρων.): για κάτι που συνέβη ή συνηθιζόταν παλαιότερα: ~ ~, είχε άλλες προτεραιότητες., χειμώνα/καλοκαίρι καιρό (προφ., συχνά ως έκφρ. δυσαρέσκειας): μες στο κρύο ή τη ζέστη: Πού πας χειμώνα ~;|| Καλοκαίρι ~ χωρίς κλιματιστικό!, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη: απαξιωτική αντιμετώπιση μιας νέας τάσης, ενός σύγχρονου κοινωνικού φαινομένου. [< λατ. o tempora! o mores!] , από τον καιρό της Tουρκοκρατίας βλ. τουρκοκρατία, από τον καιρό του Νώε βλ. Νώε, δύσκολοι καιροί για ... βλ. δύσκολος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια βλ. παραπούλι, κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό βλ. κοιτάζω, κρύο, καιρός για δύο βλ. κρύο, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, οι καιροί ου μενετοί βλ. μενετός, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο! βλ. φλάρος, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1: μεσν. καιρός 2-4: αρχ. ~, μτγν. ~]

καλά

καλά κα-λά επίρρ. 1. ικανοποιητικά, σωστά: ~ διαβασμένος/οργανωμένος/πληροφορημένος (πβ. επαρκώς. ΑΝΤ. ελλιπώς). Κοιμήθηκα ~. Παίζουνε/συνεργάζονται ~. Κάνει ~ τη δουλειά του. Έπαιξε ~ τον ρόλο της. Δεν το είπε ~ το ανέκδοτο. ~ (του) τα 'πες (πβ. εύστοχα)! Μακριά δεν βλέπω ~. Δεν κατάλαβα ~ τι εννοούσε. ΑΝΤ. κακά.|| (εμφατ.) Κοίτα ~, δεν το βλέπεις; Άκου ~ τι θα σου πω! Κλείσε ~ (= εντελώς, τελείως) το παράθυρο. Ανακινήστε το μπουκάλι ~. Κρατήσου/πιάσου ~, μην πέσεις! Να το δέσεις ~ (= γερά, σφιχτά). Γράψε ~ τ' όνομά σου, χωρίς λάθη! Καθάρισε το δωμάτιό σου ~ (= σχολαστικά, προσεκτικά, ΑΝΤ. βιαστικά).|| Θυμάμαι ~ (: με βεβαιότητα) πως το είχα αφήσει εδώ.|| Του αρέσει να ντύνεται ~ (: είναι καλοντυμένος· πβ. επίσημα, κομψά, όμορφα. ΑΝΤ. πρόχειρα). Ήταν πάντα ~ χτενισμένη (= καλοχτενισμένη). Δεν είσαι ~ (= κατάλληλα) ντυμένος για την περίσταση. Ντύσου ~ (= ζεστά)! Δεν μιλάς ~ (= ευπρεπώς, κόσμια). 2. σε καλή σωματική ή ψυχική κατάσταση: - Τι κάνεις; - ~, ευχαριστώ. Αισθάνομαι/νιώθω ~ (ΑΝΤ. άσχημα). Δεν είμαι καθόλου ~. Φαίνεσαι ~/καλύτερα από χθες. Ο γιατρός τον έκανε ~. Εύχομαι να γίνεις σύντομα ~ (: να αναρρώσεις). 3. ευχάριστα, άνετα ή ευνοϊκά: ~ να περάσετε (πβ. όμορφα, ωραία)! Με δύο μισθούς ζούμε πολύ ~. Εδώ που ήρθα είναι πιο ~, μου αρέσει! ΑΝΤ. δυσάρεστα.|| Μεταχειρίζομαι κάποιον ~. Μου φέρθηκαν πολύ ~, τους είμαι ευγνώμων. ΑΝΤ. άσχημα 4. για δήλωση συμφωνίας, συγκατάβασης· εντάξει: -Θα πας εσύ αντί για μένα; -~! ~, εσύ ό,τι πεις! Πβ. σύμφωνοι, έχει καλώς.|| Ε, ~, τι να γίνει ... 5. (προφ.-εμφατ.) στην αρχή πρότασης για δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: ~, πλάκα μου κάνεις/σοβαρολογείς; ~, εσύ δεν έλεγες πως δεν θα ερχόσουν; ~ εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ γελάς! ~, ε, φοβερή ταινία! Μα, ~, καθόλου δεν σου κόβει; ~, το αγόρασες χωρίς να το δοκιμάσεις; ● ΦΡ.: (τα) περνάω καλά/άσχημα (προφ.): ο χρόνος κυλά ευχάριστα/δυσάρεστα, (δεν) διασκεδάζω: - Πώς τα περνάς; - Πολύ καλά! Πέρασες καλά στις διακοπές; Δεν τα πέρασα κι άσχημα., α, καλά! (προφ.-ειρων.): για έκφραση αποδοκιμασίας: - Με απέλυσαν χωρίς να μου δώσουν αποζημίωση. - ~ ~! έχουμε ξεφύγει εντελώς!, αρχίζω κάτι καλά: κάνω καλή, επιτυχημένη αρχή: Καλά αρχίσαμε, να δούμε πώς θα συνεχίσουμε., για τα καλά (προφ.-επιτατ.): πάρα πολύ, εντελώς: Έβρεξε/καλοκαίριασε/νύχτωσε/χειμώνιασε/χιόνισε ~ ~. Κοιμήθηκε/νευρίασε/την πάτησε/του τα 'ψαλα ~ ~., δεν (μας) τα λες καλά (προφ.): αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου λόγω ασαφειών, ανακριβειών, υπερβολών: Δεν τα λες καλά, εγώ θα σας πω τι έγινε!|| (ειρων.) Μέσα σε μισή ώρα πήγες κι ήρθες κι έκανες και τη δουλειά; Δεν μας τα λες καλά, φιλαράκο!, είμαι καλά με κάποιον (προφ.): για επιτυχημένη ερωτική σχέση: Είμαστε πολύ ~ μαζί τελευταία (= τα πηγαίνουμε καλά)., και καλά (προφ.-ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων τρίτου, δήθεν: Ήρθε ~ ~ να μου ζητήσει συγγνώμη. ΣΥΝ. τάχα (1), καλά δεν τα λέω; (προφ.): ρητορική ερώτηση, για επιβεβαίωση των λεγομένων: Όταν υπόσχεσαι κάτι, πρέπει να κρατάς τον λόγο σου. ~ ~;, καλά θα κάνεις να ... (προφ.): για επίπληξη, υπόδειξη σωστής συμπεριφοράς· πρέπει: ~ ~ προσέχεις τα λόγια σου!|| Θα έκανες καλά να μην αργούσες άλλη φορά!, καλά καλά (εμφατ.): πολύ καλά: Πλύνε τα χέρια σου ~ ~. Με κοίταξε ~ ~. Πβ. προσεκτικά., καλά καλά δεν/προτού καλά καλά ...: (στην αρχή πρότασης) για κάτι που γίνεται αμέσως ή πολύ νωρίς· μόλις: ~ ~ δεν είχε ξημερώσει, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Με χαστούκισε προτού ~ ~ πω τίποτε., καλά κάνω! (προφ.): απότομη, αγενής και αποστομωτική απάντηση σε παρατήρηση, μομφή κάποιου: - Συνεχώς καθυστερείς! - ~ ~, κοίτα τη δουλειά σου!, καλά να (τα) πάθεις! (προφ.): (συχνά με χαιρεκακία) για κάποιον που υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του: ~ ~, να σου γίνει μάθημα! ~ να πάθω που δανείζω σε ξένους... Πβ. ας πρόσεχες!, καλά σου έκανε! (προφ.): σου άξιζε αυτή η συμπεριφορά: ~ ~, να μάθεις να βρίζεις άλλη φορά! ~ ~, το είχες παρακάνει. ~ του έκανες, του μασκαρά!, καλά σου! (νηπιακή γλ.): για εκδήλωση παραπόνου: Δεν με παίζεις; ~ ~ κι εγώ δεν σου ξαναμιλάω!, καλά το κατάλαβα/το σκέφτηκα/το φαντάστηκα! (προφ.): για επιβεβαίωση σκέψης, πρόβλεψης: ~ ~ ότι θα σε βρω εδώ! Καλά το(ν) κατάλαβα εγώ ότι έλεγε ψέματα., καλά/καλό θα 'τανε: (+ να) για έκφραση επιθυμίας ή προτροπής: ~ ~ να πηγαίναμε μαζί τους, τι λες; ~ ~ να είμαστε πλούσιοι αλλά δεν είμαστε (πβ. μακάρι).|| - Να του τηλεφωνήσω; - ~ ~., καλάαα ... (προφ.): ως προειδοποίηση για ανταπόδοση κακής συμπεριφοράς: Δεν μας μιλάς, ε; ~..., κάνω (κάποιον) καλά (προφ.): καταφέρνω να επιβληθώ σε κάποιον ή να χειριστώ μια κατάσταση: Πείσε τον εσύ, εγώ δεν τον ~ ~. Έλα κάνε ~ (= ανάλαβε) τον γιο σου! Πβ. κάνω κάποιον ζάφτι., κάτι δεν πάει καλά (προφ.): για να εκφραστεί προβληματισμός σχετικά με κάποια κατάσταση: ~ ~ μαζί του/μ' αυτόν/με την υπόθεση. Κάτι δεν μου ~ ~ σ' αυτή την ιστορία (= κάτι μου βρομάει· πβ. κάποιο λάκκο έχει η φάβα)., να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... (ευχετ.): μακάρι να είμαστε γεροί για να ξανακάνουμε κάτι: ~ ~ να ξαναπάμε και του χρόνου!, να 'σαι καλά (ευχετ.): αντί για "ευχαριστώ" ή "παρακαλώ": ~ ~ που με θυμήθηκες!|| -Σ' ευχαριστώ για τη βοήθειά σου! -~ ~!, ναι, καλά! & ναι, σιγά! (ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου: -Θα έρθει! -~ ~!, όλα καλά (προφ.): σε ερώτηση ή απάντηση σχετικά με την κατάσταση κάποιου: -~ ~; -Μια χαρά! -Πώς πάει; - ~ ~ (κι ωραία)!, τα έχω καλά με κάποιον (προφ.): έχω καλές σχέσεις: Φρόντισε να τα ~εις ~ μαζί του/με τους συναδέλφους σου! Πβ. (τα) πάω/πηγαίνω καλά., τι καλά/τι ωραία! (προφ.): για να δηλωθεί ενθουσιασμός: Θα πάμε εκδρομή, ~ ~!, το πήρε καλά: αντέδρασε ήπια σε ένα δυσάρεστο νέο, το δέχτηκε ομαλά, δεν θίχτηκε: Ευτυχώς πήρε ~ την πλάκα που του κάναμε! Δεν περίμενα να το πάρει τόσο καλά! ΑΝΤ. το πήρε άσχημα, (για) πρόσεξε/κοίταξε καλά! βλ. προσέχω, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, αν θυμάμαι καλά, ... βλ. θυμάμαι, ας τα λέμε καλά βλ. λέω, βαστιέται/κρατιέται καλά βλ. βαστώ, για θυμήσου καλά! βλ. θυμάμαι, δεν με/σε/τον βλέπω καλά βλ. βλέπω, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα βλ. ζω1, θα φας καλά! βλ. τρώω, καλά και άγια βλ. άγιος, καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες βλ. λέω, καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε βλ. λέω, κάνω καλά/άσχημα βλ. κάνω, κάτσε καλά! βλ. κάθομαι, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; βλ. βλέπω, μίλα καλά! βλ. μιλώ, μιλάω καλά για κάποιον βλ. μιλώ, πάει καλά βλ. πηγαίνω & πάω, πας/είσαι καλά; βλ. πηγαίνω & πάω, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) βλ. πατώ, σκέψου καλά βλ. σκέφτομαι, την έχω καλά/άσχημα βλ. έχω, τι καλά, ... καλάθια! βλ. καλάθι, το μιλάει καλά το ... βλ. μιλώ ● βλ. καλός, καλώς [< αρχ. καλῶς, μεσν. καλά]

καλό

καλό κα-λό ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. κακό 1. οτιδήποτε ωφέλιμο, συμφέρον, ευχάριστο, αξιόλογο: Η Πολιτεία μεριμνά για το γενικό/κοινό ~/το ~ όλων. Ελπίζω από όλη αυτή την ιστορία να βγει κάτι ~. Έκανε πολλά ~ά για τον τόπο (= αγαθοεργίες, ευεργεσίες).|| Τι ~ (= νόστιμο) θα φάμε σήμερα; 2. {συνήθ. στον πληθ.} πλεονέκτημα: τα ~ά (= οφέλη) της γυμναστικής. Το μωρό έχει το ~ ότι δεν κλαίει. Πήρε όλα τα ~ά (= προτερήματα) των γονιών του. Έχει και ο χειμώνας τα ~ά του.|| (ευφημ. για κάτι δυσάρεστο:) Μην αρχίζεις τα ~ά (= τις κακές συνήθειες) της μητέρας σου! 3. ΦΙΛΟΣ. το αγαθό, η αρετή, η ηθικότητα· (στην αρχ. ελλην. φιλοσ.) το ωραίο: οι δυνάμεις του ~ού (: προσωποποιημένου). Ταγμένος στην υπηρεσία του ~ού. Πβ. αρετή, ηθικότητα.καλά (τα) 1. αγαθά, συνήθ. υλικά: Στο σπίτι τους έχουν όλα τα ~. Τι ~ μας φέρατε; 2. (+ γεν. προσ. αντων.) ρούχα κατάλληλα για επίσημες εκδηλώσεις, περιστάσεις: Βάζω/φοράω τα ~ μου. Πβ. γιορτινά. ΑΝΤ. καθημερινά (τα) ● ΦΡ.: (έτσι) για το καλό: για καλή τύχη: Βάψαμε λίγα αβγά ~ ~.|| Βασιλόπιτα/ευχές/ποδαρικό ~ ~ του χρόνου. Την πρωτοχρονιά ήπιαμε λίγη σαμπάνια ~ ~ του χρόνου., (μπα) σε καλό μου/σου/του (προφ.): για έκφρ. απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης: ~ μου τι έπαθα/τι μ' έπιασε; Σε ~ σου, τι κάνεις εκεί; Μπα ~ σας, τι θέλετε πρωί πρωί; ~ μας, πολύ γελάσαμε (πβ. σε καλό να μας βγει)!, για καλό και για κακό (προφ.): για κάθε ενδεχόμενο, σε κάθε περίπτωση: Πάρε και μια ζακέτα ~ ~· μπορεί να κάνει κρύο. ΣΥΝ. καλού κακού, για καλό/για κακό: με καλή/κακή πρόθεση: Μην παρεξηγείσαι! Για καλό το είπα ... Δεν το είπα για κακό., για το καλό μου/σου/του: για το συμφέρον κάποιου: ~ ~ της χώρας. Εγώ το λέω ~ ~ σου, αν θες μ' ακούς!, δεν είμαι στα καλά μου (προφ.): δεν έχω καλή διάθεση, ψυχολογία: Δεν έρχομαι· ~ ~ σήμερα!, δεν χρωστάω καλό (προφ.): δεν οφείλω χάρη, ευγνωμοσύνη: ~ ~ σε κανένα!, είσαι με τα/στα καλά/σωστά σου; (προφ.): ως έκφραση έκπληξης, δυσαρέσκειας ή για επίπληξη κάποιου που δεν σκέφτεται, δεν ενεργεί λογικά: Μα, ~ ~ (= είσαι/πας καλά); Είστε ~ ~ σας ή σας χτύπησε η ζέστη; Γι' αυτό με ξύπνησες νυχτιάτικα; Δεν είσαι ~ ~, μου φαίνεται! Βλ. συγκαλά., κάνει καλό: ωφελεί: Το γέλιο ~ ~! Πιες το, θα σου ~ ~! Τα πολλά γλυκά δεν κάνουν ~ στην υγεία (= τη βλάπτουν)!, λέω καλό για κάποιον (συνήθ. με άρνηση, ειρων.): λέω καλά λόγια, τον επαινώ: Εσύ μην πεις ~ για κανέναν, θα πάθεις τίποτα!, με το καλό (προφ.): ως ευχή: Πότε ~ ~ γεννάει/παντρεύεστε; Άντε, ~ ~ να τους δεχτείς! -Πότε έρχεται ο γιος σου; -Αύριο, ~ ~!, με το καλό/μαλακό (προφ.): με ήρεμο, ήπιο τρόπο: ~ ~ ή με το άγριο, θα πάρω τα χρήματά μου πίσω. Σιγά και με το μαλακό, μην τον τρομάξεις! Τον πήρε/έπιασε ~ ~, για να τον πείσει. ΑΝΤ. με το κακό/με το άγριο, μου βγήκε σε καλό (προφ.): για κάτι που είχε θετικές συνέπειες· με ωφέλησε: Επέμεινε και, τελικά, του ~ ~. Εύχομαι να σου βγει ~. ΑΝΤ. μου βγήκε σε κακό, ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο & το τέλειο/καλύτερο είναι ο εχθρός του καλού: είναι απαραίτητη η συνεχής βελτίωση., σε καλό να μας βγει & σε καλό μας! (προφ.): ως αποτροπή του κακού που θεωρείται ότι ακολουθεί μετά από μεγάλη ευθυμία και χαρά: ~ ~ τόσο γέλιο! Πβ. (μπα) σε καλό μου/σου/του., στο καλό (προφ.) 1. ως ευχή σε κάποιον που φεύγει: Καλό ταξίδι! ~ ~ (να πας)!|| (συχνά ειρων.) ~ ~ και με τη νίκη! ~ ~ και να μας γράφεις (: αδιαφορία για την αποχώρηση κάποιου)! 2. (ευφημ.) ως έκφραση δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: Άντε/άι/α ~ ~ και συ (βλ. άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο, άι στο διάτανο)!|| (απειλητ.) Πήγαινε/σύρε/τράβα ~ ~ (= φύγε), γιατί θα 'χουμε κακά ξεμπερδέματα!|| Άστον να πάει ~ ~ (= να φύγει), αρκετά μας ταλαιπώρησε! ~ ~, μου χάλασες τη διάθεση! Άι ~ ~, πάλι χάλασε! 3. (σε ερωτήσεις) για δήλωση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης: Πού ~ ~ ήσουν; Τι ~ ~ θέλεις; Μα τι ~ ~ συμβαίνει; Πώς ~ ~ θα πάμε χωρίς αμάξι; Πβ. στο διάτανο., το καλό είναι ότι ...: για να επισημανθεί η θετική και ευχάριστη πτυχή μιας γενικά δυσάρεστης ή ατυχούς εξέλιξης: ~ (στην ιστορία) είναι ότι τουλάχιστον προλάβαμε. Πβ. τυχερός (μέσα) στην ατυχία του. ΑΝΤ. το κακό είναι ..., το καλό να λέγεται (προφ.): οφείλω να παραδεχτώ ότι (κάτι) είναι καλό: Δεν μου αρέσουν τα φαγητά της, αλλά το συγκεκριμένο είναι υπέροχο! Α, ~ ~!, το καλό που σου θέλω (προφ.): ως απειλή, προειδοποίηση ή συμβουλή: ~ ~, φύγε από μπροστά μου!|| ~ ~, μην πιστεύεις αυτά που λέει!|| ~ ~, κόψε το τσιγάρο!, θέλω το καλό/το κακό κάποιου βλ. θέλω, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό βλ. γιαλός, ο καλός καλό δεν έχει βλ. καλός, ουδέν κακόν αμιγές καλού βλ. αμιγής, τα καλά και συμφέροντα βλ. συμφέρον, το έχω σε καλό/σε κακό να ... βλ. έχω ● βλ. καλός [< μεσν. καλό(ν)]

κάλπη

κάλπη κάλ-πη ουσ. (θηλ.) {καλπ-ών} 1. εκλογική διαδικασία ή εκλογικό αποτέλεσμα: η μάχη/το μήνυμα της ~ης. Άμεση/πρόωρη προσφυγή στις ~ες. Αποχή από τις ~ες. Στις ~ες φοιτητές και σπουδαστές. Έρχεται/έφτασε η ώρα της ~ης. Πβ. εκλογές.|| Σημασία έχει τι θα δείξει η ~ και όχι οι δημοσκοπήσεις.|| Μόνο το ...% προσήλθε στις ~ες (= στα εκλογικά κέντρα). Βλ. ευρω~. 2. σφραγισμένο κιβώτιο με άνοιγμα στο πάνω μέρος του, για να ρίχνονται τα ψηφοδέλτια: μεταφορά των ~ών. Πβ. ψηφοδόχος.|| Μέχρι στιγμής, έχει καταμετρηθεί το 30% των ~ών (= των ψήφων). 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. είδος αγγείου που το χρησιμοποιούσαν κυρ. ως τεφροδόχο. Βλ. πίθος. ● ΦΡ.: ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες (μτφ.): αρχίζει/τελειώνει η ψηφοφορία., στήνονται κάλπες & στήνουν (τις) κάλπες: (μτφ.) ετοιμάζονται ή διενεργούνται εκλογές: ~ ~ για την ανάδειξη νέου προέδρου., η κάλπη είναι γκαστρωμένη βλ. γκαστρώνω [< 1,2 : μτγν. κάλπη 3: αρχ. ~]

κάνω

κάνω κά-νω ρ. (μτβ.) {έκανα (λαϊκό) έκαμα, κάν-οντας} & (λαϊκό) κάμνω 1. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ αγορές (= αγοράζω)/αλλαγές (= αλλάζω)/αναβάθμιση (= αναβαθμίζω)/αναζήτηση (= αναζητώ)/ανακοίνωση (= ανακοινώνω)/απεργία (= απεργώ)/δηλώσεις (= δηλώνω)/διαίρεση (= διαιρώ)/έλεγχο (= ελέγχω)/επίδειξη (= επιδεικνύω)/επίσκεψη (= επισκέπτομαι)/έρευνα (= ερευνώ)/θόρυβο (= θορυβώ)/θυσίες (= θυσιάζομαι)/κατάχρηση (= καταχρώμαι)/μήνυση (= μηνύω)/πρόβα (= προβάρω)/προσευχή (= προσεύχομαι)/προσπάθεια (= προσπαθώ)/σκέψεις (= σκέφτομαι)/σύγκριση (= συγκρίνω)/σχέδια (= σχεδιάζω)/ταξίδι (= ταξιδεύω). ~ μια ερώτηση (= ρωτώ)/ευχή (= εύχομαι)/πρόταση (= προτείνω). Έχεις ~ει μεγάλη πρόοδο (= έχεις προοδεύσει πολύ). Έχει ~ει πολλές απουσίες (= έχει απουσιάσει πολλές φορές). Πού ~ει στάση (= σταματά) το λεωφορείο; 2. εκτελώ ένα έργο, προβαίνω σε κάποια ενέργεια: ~ αίτηση για .../ασκήσεις (= λύνω)/βόλτα/εμετό/το καθήκον μου/κούνια/τα μαθήματά μου (= διαβάζω)/ντους/ρεκόρ (= πετυχαίνω, σημειώνω)/το σπίτι (πβ. καθαρίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ)/συμβόλαιο (= συντάσσω ή/και υπογράφω). Τι πρέπει να ~ετε σε περίπτωση σεισμού (πβ. πράττω). Θα σου ~ (= πληρώσω) τα έξοδα να έρθεις. Λέγε τι της έκανες. Ομολόγησε ότι έκανε (= διέπραξε) τον φόνο. Του έκανε νόημα. Με χτύπησε χωρίς να του ~ τίποτα (= χωρίς να τον ενοχλήσω). Έχω πολλά να ~ (βλ. πολυάσχολος). Δεν έχω τι να ~ (: βαριέμαι, πλήττω). Υπόσχομαι να ~ ό,τι μπορώ. Τι μπορώ να ~ για σας (= πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω); Κάνε αριστερά (= στρίψε)/κάτι/μου μια αναπάντητη! Κάντο/καν' το όπως σου λέω. Θεέ μου, κάνε να γίνει καλά!|| (αιφνιδιαστικά) Τι ~εις εκεί; (απορία) Και τώρα τι ~ουμε; (ανυπόμονα) Μα τι ~ουν, επιτέλους; Βλ. ξανα~, παρα~, πρωτο~. 3. φέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο: Γιατί/πώς/τι ~εις έτσι; Δεν ~ει τίποτ' άλλο απ' το να γκρινιάζει. Δεν ξέρει τι ~ει (= βρίσκεται σε σύγχυση). (απειλητ.) Να δεις τι θα σου ~! Σταμάτα να ~εις ανοησίες! Δεν έπρεπε να μου το ~εις αυτό! Μην ~εις ό,τι δεν θέλεις να σου ~ουν. Κάνε γρήγορα (= βιάσου)/υπομονή! (δήλωση αδιαφορίας:) Κάνε ό,τι θες.|| Δεν ~ουν μαζί (= δεν μπορούν να συμβιώσουν αρμονικά). 4. φέρνω, οδηγώ κάποιον ή κάτι σε μια κατάσταση· γίνομαι αιτία για κάτι: Με ~εις πολύ ευτυχισμένη/περήφανο! Οδοντόκρεμα που ~ει τα δόντια πιο λευκά (= λευκαίνει). Αυτή η μπλούζα σε ~ει (= δείχνει) αδύνατη. Έκανε το όνειρό της πραγματικότητα (= το εκπλήρωσε, πραγματοποίησε). Μ' έκανες να γελάσω/σκεφτώ. Την έκανε κουρέλι/ρεζίλι (= έγινε). Τι σ' έκανε να παραιτηθείς; Έχει ~ει το σπίτι της γραφείο (= έχει μετατρέψει). Θα ήθελα να ~ (= καταστήσω) γνωστό (= να γνωστοποιήσω)/σαφές (= να αποσαφηνίσω) ότι ... Πώς να τον ~ ν' αλλάξει γνώμη (= να τον μεταπείσω); Τι είναι αυτό που τον ~ει να ξεχωρίζει; Κάν' τον να σου τα πει όλα (= ανάγκασέ τον).|| Τον έκαναν Γενικό Γραμματέα (= διόρισαν)/Πρόεδρο (= εξέλεξαν). 5. φτιάχνω, κατασκευάζω: ~ ένα κουστούμι (= ράβω)/έναν πίνακα (= ζωγραφίζω). ~ουν γλυκά (= παρασκευάζουν). Να σου ~ (= ετοιμάσω) ένα καφεδάκι; Τα χελιδόνια έχουν ~ει (= χτίσει) φωλιά στο μπαλκόνι. Πώς να ~ τα μαλλιά μου (= κόψω, χτενίσω); Τι φαγητό θες να σου ~ (= μαγειρέψω);|| Η περιοχή ~ει (= βγάζει, παράγει) καλό κρασί.|| Ο Θεός έκανε (= δημιούργησε) τον άνθρωπο. Πβ. ποιώ. Βλ. καμωμένος. 6. ασχολούμαι, κυρ. συστηματικά ή επαγγελματικά, με κάτι: ~ Αγγλικά (= μαθαίνω ή διδάσκω)/γυμναστική (= γυμνάζομαι)/διδακτορικό (= είμαι υποψήφιος διδάκτορας)/ιδιαίτερα (= παραδίδω)/θέατρο/καράτε/καριέρα/σπουδές (= σπουδάζω)/στίβο. Τι δουλειά/επάγγελμα ~ει (= τι επαγγέλλεται); Τι θα ~εις μετά το πανεπιστήμιο; Έκανε χρόνια (= δούλεψε, εργάστηκε ως) οικοδόμος. Όλη μέρα έχει να ~ει με μικρά παιδιά. 7. διανύω χρονικό διάστημα ή τοπική απόσταση· μου χρειάζεται συγκεκριμένος χρόνος για να κάνω κάτι: ~ει (= υπηρετεί) τη θητεία του. Πού θα ~ετε (= γιορτάσετε, περάσετε) Πάσχα φέτος; Έκαναν να μιλήσουν πάνω από χρόνο. Έχει ~ει δέκα χρόνια στο εξωτερικό (= ζήσει, μείνει)/φυλακή (πβ. εκτίω).|| Τη διαδρομή αυτή την ~ κάθε μέρα/με τα πόδια. Πόσα χιλιόμετρα ~ει (= καλύπτει) την ώρα;|| Πόση ώρα ~εις να ντυθείς (= σου παίρνει); Δεν θα ~ ούτε (ένα) λεπτό (= δεν θ' αργήσω)! 8. (δι)οργανώνω, πραγματοποιώ: Θα ~ουν αγιασμό/γιορτή/δεξίωση (= θα δώσουν/παραθέσουν)/έρανο.|| Έκαναν τον γάμο τους (= παντρεύτηκαν) σε κλειστό κύκλο. Πβ. τελώ.|| Έκαναν νέο σύλλογο (= ίδρυσαν, συγκρότησαν). Η Λέσχη ~ει (= διενεργεί, διεξάγει) εκλογές κάθε χρόνο. 9. παριστάνω, προσποιούμαι: ~ει (= παίζει) τον άρρωστο/έξυπνο/καλό/σκληρό. ~ει ότι δεν ακούει/καταλαβαίνει. Μου έκανε τη φίλη. Έκανε δήθεν/τάχα πως δεν μας πρόσεξε. Πβ. καμώνομαι.|| ~ει (= αντιγράφει) τις κινήσεις γνωστών καλλιτεχνών (πβ. ξεσηκώνω). ~ει (= μιμείται) τον γάιδαρο/σκύλο.|| (για ηθοποιό) Ποια έκανε (= έπαιζε, υποδυόταν) τη θεία στην ταινία; 10. σχηματίζω: Το ύφασμα ~ει ζάρες (= ζαρώνει). Ο κόσμος έξω έκανε ουρά (: στεκόταν στη γραμμή ο ένας πίσω από τον άλλο). Το γλυκό έχει ~ει κρούστα από πάνω.|| (για σωματικές αλλαγές) Έχει αρχίσει να ~ει ρυτίδες (= ρυτιδιάζει). Έχει ~ει καμπούρα (= έχει καμπουριάσει)/μαγουλάκια (= έχει παχύνει).|| (για γραμματικούς τύπους) Πώς ~ει το ουσιαστικό στον πληθυντικό; Πβ. κλίνω. 11. αποκτώ: Έκανε μεγάλη περιουσία.|| Έχει ~ει (= γεννήσει) δίδυμα. Δεν μπορούν να ~ουν παιδιά (βλ. στειρότητα). 12. είμαι κατάλληλος, χρησιμεύω: Δεν ~ εγώ γι' αυτή τη δουλειά. Εσύ ~εις για πολιτικός! Δεν τους έκανε και την απέλυσαν.|| Αυτό το χάπι ~ει (= είναι) για τον πονοκέφαλο. 13. υποβάλλομαι σε μια διαδικασία: ~ ακτινογραφία (= βγάζω)/αποτρίχωση/γαργάρες/δίαιτα/ένεση/εξετάσεις αίματος/επέμβαση (χολής)/λίφτινγκ/μασάζ/τσεκάπ. 14. υπολογίζω, εκτιμώ: Πόσο την ~εις (ενν. ηλικιακά); Δεν τον ~ για τριαντάρη/πάνω από σαράντα (: δεν φαίνεται). 15. προκαλώ, προξενώ: Όλο ζημιές ~εις! Μην ~ετε φασαρία! 16. (συνήθ. σε ερωτημ. προτάσεις) χρησιμοποιώ: Τι (το) ~εις το λάδι μετά το τηγάνισμα; Τι τα έκανες τα κλειδιά (= πού τα έβαλες)/τόσα χρήματα (= πού τα ξόδεψες); Τι να το ~ τόσο φαγητό; 17. παθαίνω, παρουσιάζω: Το μωρό έκανε ίκτερο/πυρετό (= ανέβασε). 18. (προφ.) λέω: Τον ρωτάω "πού ήσουν" και μου ~ει (= απαντά) "να μη σε νοιάζει".|| (για ηχομιμητικές λέξεις) Το ρολόι ~ει τικ τακ. Πώς ~ει ο βάτραχος;κάνει 1. κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο ~ αυτή η μπλούζα; 2. (για καιρικές συνθήκες) έχει: Τι καιρό ~; ~ ζέστη/κρύο/παγωνιά. 3. (συνήθ. με άρνηση) επιτρέπεται: Δεν ~ να κουράζεται. Μη μιλάς έτσι, δεν ~! 4. (σε αριθμητικές πράξεις) ισοδυναμεί, ισούται: Πέντε και πέντε ~/~ουν (= ίσον) δέκα. ● ΦΡ.: (για) κάνε μου τη χάρη! (προφ.): λέγεται σε κάποιον με αυστηρό ύφος για να σταματήσει να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: ~ ~ και πρόσεχε πώς μιλάς/που θα μου αντιμιλήσεις κιόλας!, δεν κάνω χωρίς κάποιον/κάτι (προφ.): δεν μπορώ να το(ν) αποχωριστώ, μου είναι αναγκαίο(ς): ~ ~ τον άνδρα/τα παιδιά μου.|| Δεν μπορεί να ~ει χωρίς το κινητό του. ΣΥΝ. δεν κάνω βήμα χωρίς ..., έχει να κάνει: αφορά, σχετίζεται: Μ' ενδιαφέρει ό,τι ~ ~ με υπολογιστές. -Τι σου συμβαίνει; -Δεν ~ ~ με σένα. Προτιμώ τα επαγγέλματα που δεν ~ουν να ~ουν με κόσμο., κάνει σαν: συμπεριφέρεται σαν: ~ ~ μικρό παιδί/υστερική. ~ ~ να μη συμβαίνει τίποτα., κάνω καλά/άσχημα (+ που/και): πράττω σωστά ή εσφαλμένα: Καλά ~εις και μ' ενημερώνεις. Δεν έκανα καλά που τον κάλεσα. Πολύ καλά έκανες και ... Έκανες πολύ άσχημα που δεν μου το είπες., κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο (προφ.): μεριάζω, παραμερίζω: Κάνεις λίγο χώρο να καθίσω; Κάντε τόπο να περάσω (= κάντε στην άκρη/μπάντα)! Άνοιξαν χώρο, για να περάσει το όχημα.|| (μτφ.) ~ει τόπο στη νέα γενιά., κάνω/πάω να ... (προφ.): επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω: ~ ~ μπω και τι να δω! Μόλις έκανα να φύγω, χτύπησε το τηλέφωνο., μου κάνει (προφ.): μου αρμόζει, πηγαίνει, ταιριάζει: Δεν ~ ~ αυτός ο τρόπος ζωής.|| Τα παπούτσια δεν ~ ~ουν (: μου είναι μεγάλα/μικρά, με στενεύουν/χτυπάνε)., τα κάνω (προφ.): αφοδεύω. ΣΥΝ. κάνω (τα) κακά (μου), την κάνω (νεαν. αργκό): φεύγω, αποχωρώ συνήθ. βιαστικά: Με την πρώτη ευκαιρία θα ~ ~. ΣΥΝ. (το) κόβω λάσπη, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, την κοπανάω, του δίνω, τι έκανε λέει; (προφ.): έκφραση έκπληξης, συνήθ. για να δηλωθεί αντίθεση με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~; Πάλι ζητάει λεφτά; Αποκλείεται!, τι κάνεις; (προφ.): στερεότυπη έκφραση χαιρετισμού που δεν απαιτεί κυριολεκτική απάντηση: -Γεια σου, ~ ~ (= πώς είσαι, πώς τα πας); -Καλά, εσύ;|| ~ ~ετε; Πώς τα περάσατε;|| (οικ.) -~ ~ουμε (= πώς πάει); Όλα καλά;, τι να κάνεις/να κάνουμε (προφ.): για να δηλωθεί συμβιβασμός, συγκατάβαση: ~ ~; Αυτά έχει η ζωή! ΣΥΝ. τι να γίνει;, τι να το κάνω (προφ., κυρ. σε ερωτημ. προτάσεις): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν έχει πια καθόλου σημασία: Τώρα που ήρθες ~ ~; (: είναι πολύ αργά)., το κάνω (προφ.) 1. κάνω έρωτα. 2. διανύω ορισμένη απόσταση σε συγκεκριμένο χρόνο, συνήθ. με όχημα ή με τα πόδια: Με το αυτοκίνητο ~ ~ μισή ώρα μέχρι τη δουλειά., (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (δεν κάνει) τίποτα βλ. τίποτα, (δεν μου κάνει) ούτε κρύο ούτε ζέστη βλ. κρύο, (δεν) έχει να κάνει που βλ. έχω, (εμείς) μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε βλ. χώρια, (και) τι θες να (σου) κάνω; βλ. θέλω, (κάνει) σαν τη χήρα στο κρεβάτι βλ. χήρα, (κάνει) χρυσές δουλειές βλ. δουλειά, (κάνω) μισές δουλειές βλ. δουλειά, (μου) κάνει απιστίες βλ. απιστία, (την) κάνει (μια χαρά) τη δουλειά/(τη δουλίτσα) του βλ. δουλειά, αν δεν κάνω λάθος βλ. λάθος, ανοίγω πανιά βλ. πανί, αρχίζει τα νούμερα/κάνει νούμερα βλ. νούμερο, βγάζω/κάνω λεφτά βλ. λεφτά, βλέποντας και κάνοντας βλ. βλέπω, βρίσκει και τα κάνει βλ. βρίσκω, γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο βλ. άνθρωπος, δεν κάνει ούτε για ζήτω βλ. ζήτω, δεν κάνω (ούτε ένα) βήμα βλ. βήμα, δεν κάνω βήμα χωρίς ... βλ. βήμα, δεν κάνω/δεν το κουνάω ρούπι βλ. ρούπι, δεν μου κάνει καρδιά να ... βλ. καρδιά, δεν μου κάνει κούκου βλ. κούκου, έκανε (κίνηση ρουά) ματ βλ. ματ1, έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα βλ. νύχτα, ένα κι ένα κάνουν/κάνει δύο βλ. ένα, έχω να κάνω (με) βλ. έχω, καλά θα κάνεις να ... βλ. καλά, καλά κάνω! βλ. καλά, καλά σου έκανε! βλ. καλά, κάνε (τη) δουλειά σου βλ. δουλειά, κάνει αίσθηση βλ. αίσθηση, κάνει εμφάνιση βλ. εμφάνιση, κάνει θαύματα βλ. θαύμα, κάνει καλό βλ. καλό, κάνει κρα βλ. κρα, κάνει νερά βλ. νερό, κάνει πως δεν βλέπει βλ. βλέπω, κάνει ράλι βλ. ράλι, κάνει τα εύκολα δύσκολα βλ. εύκολος, κάνει τα πρώτα (του) βήματα βλ. βήμα, κάνει την πάπια/το κορόιδο βλ. πάπια, κάνει το άσπρο μαύρο βλ. άσπρος, κάνει το κομμάτι του βλ. κομμάτι, κάνει τον ανήξερο/το παίζει ανήξερος βλ. ανήξερος, κάνει τον ζόρικο βλ. ζόρικος, κάνει τον Κινέζο βλ. Κινέζος, Κινέζα, κάνει τον κόκορα/το κοκόρι βλ. κόκορας, κάνει τον κουφό βλ. κουφός, κάνει τον σπουδαίο βλ. σπουδαίος, κάνει φτερά βλ. φτερό, κάνει/έκανε κοιλιά βλ. κοιλιά, κάνει/παριστάνει τον καμπόσο βλ. κάμποσος, κάνει/παριστάνει τον παλικαρά βλ. παλικαράς, κάνω (καινούργιο) συκώτι βλ. συκώτι, κάνω (κάποιον) καλά βλ. καλά, κάνω (κάποιον)/γίνομαι βαπόρι/μπαρούτι βλ. βαπόρι, κάνω (κάτι σε κάποιον) λιανά βλ. λιανός, κάνω (κάτι) καλοκαιρινό βλ. καλοκαιρινός, κάνω (κάτι)/(κάτι) γίνεται στάχτη βλ. στάχτη, κάνω (τα) κακά (μου) βλ. κακά, κάνω αισθητή την παρουσία μου βλ. παρουσία, κάνω αμάν (και πως) για κάτι/κάποιον βλ. αμάν, κάνω Ανάσταση βλ. ανάσταση, κάνω βίδες βλ. βίδα, κάνω βούκινο βλ. βούκινο, κάνω εξαίρεση/εξαιρέσεις βλ. εξαίρεση, κάνω ζευγάρι βλ. ζευγάρι, κάνω ζήλιες βλ. ζήλια, κάνω ζουμ βλ. ζουμ, κάνω θραύση/πάταγο βλ. θραύση, κάνω καθυστέρηση βλ. καθυστέρηση, κάνω κακό βλ. κακό, κάνω κάποιον δύο/πέντε/τρεις παράδες βλ. παράς, κάνω κάποιον ζάφτι βλ. ζάφτι, κάνω κάποιον κιμά βλ. κιμάς, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, κάνω κάποιον με τα κρεμμυδάκια βλ. κρεμμύδι, κάνω κάποιον ό,τι θέλω βλ. θέλω, κάνω κάποιον σκόνη (και θρύψαλα) βλ. σκόνη, κάνω κάποιον σκουπίδι βλ. σκουπίδι, κάνω κάποιον τελατίνι βλ. τελατίνι, κάνω κάποιον τούμπανο βλ. τούμπανο, κάνω κάποιον τσακωτό/γίνομαι τσακωτός βλ. τσακωτός, κάνω κάποιον φέτες/τ' αλατιού βλ. φέτα, κάνω κάποιον/γίνομαι μούσκεμα/παπί/λούτσα βλ. μούσκεμα, κάνω κάποιον/γίνομαι μπαλάκι βλ. μπαλάκι, κάνω κάποιον/κάτι κόσκινο βλ. κόσκινο, κάνω κάποιον/κάτι πέρα βλ. πέρα, κάνω κάποιον/κάτι σμπαράλια βλ. σμπαράλια, κάνω κάποιον/κάτι τσίρκουλο βλ. τσίρκουλο, κάνω κατάσταση βλ. κατάσταση, κάνω κάτι πράξη βλ. πράξη, κάνω κάτι τσιμπητό βλ. τσιμπητός, κάνω κέφι/γούστο κάποιον/κάτι βλ. κέφι, κάνω κέφι/έρχομαι στο κέφι βλ. κέφι, κάνω κομμάτια βλ. κομμάτι, κάνω κουμάντο/έχω το κουμάντο βλ. κουμάντο, κάνω κράτει βλ. κράτει, κάνω λεζάντα βλ. λεζάντα, κάνω λιώμα/χώμα βλ. λιώμα, κάνω λογαριασμό βλ. λογαριασμός, κάνω λόγο για ... βλ. λόγος, κάνω μαγικά βλ. μαγικός, κάνω μάθημα βλ. μάθημα, κάνω μαθήματα βλ. μάθημα, κάνω μάκια/μα βλ. μα3, κάνω ματάκι βλ. ματάκι, κάνω μια τρύπα στο νερό βλ. τρύπα, κάνω μόκο βλ. μόκο, κάνω μπαμ βλ. μπαμ, κάνω μπούγιο βλ. μπούγιο, κάνω μπουρλότο βλ. μπουρλότο, κάνω μπράτσα βλ. μπράτσο, κάνω παιχνίδι βλ. παιχνίδι, κάνω πάρτι βλ. πάρτι, κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, κάνω πίσω βλ. πίσω, κάνω πλάτες βλ. πλάτη, κάνω πνεύμα βλ. πνεύμα, κάνω σαν παλαβός/τρελός για κάποιον/κάτι βλ. παλαβός, κάνω σε κάποιον αέρα βλ. αέρας, κάνω σε κάποιον το τραπέζι/έχω τραπέζι βλ. τραπέζι, κάνω σήμα (σε κάποιον) βλ. σήμα, κάνω σημαία μου (κάτι) βλ. σημαία, κάνω σινεμά/κινηματογράφο βλ. σινεμά, κάνω σκηνή/σκηνές (σε κάποιον) βλ. σκηνή, κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα βλ. άκρη, κάνω συζήτηση (για κάτι) βλ. συζήτηση, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον) βλ. μάτι, κάνω τα κέφια (κάποιου) βλ. κέφι, κάνω τα πικρά γλυκά βλ. πικρός, κάνω τα στραβά μάτια βλ. μάτι, κάνω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, κάνω ταμείο βλ. ταμείο, κάνω τεμενάδες βλ. τεμενάς, κάνω τη δουλειά μου βλ. δουλειά, κάνω την ανάγκη μου βλ. ανάγκη, κάνω την ανάγκη φιλοτιμία βλ. φιλοτιμία, κάνω την αρχή βλ. αρχή, κάνω την Πυθία βλ. Πυθία, κάνω την τρίχα τριχιά βλ. τριχιά, κάνω το κέφι/το γούστο/το ψώνιο μου βλ. κέφι, κάνω το κουμάντο μου βλ. κουμάντο, κάνω το πρώτο βήμα βλ. βήμα, κάνω τόκα με κάποιον βλ. τόκα2, κάνω τόμπολα βλ. τόμπολα, κάνω τον αστυνόμο βλ. αστυνόμος, κάνω τον κόπο/μπαίνω σε/στον κόπο βλ. κόπος, κάνω τον σταυρό μου βλ. σταυρός, κάνω του κεφαλιού μου βλ. κεφάλι, κάνω τουμπεκί (ψιλοκομμένο) βλ. τουμπεκί, κάνω τούμπες βλ. τούμπα1, κάνω φιγούρα/κάνω τη φιγούρα μου βλ. φιγούρα, κάνω φροντιστήριο βλ. φροντιστήριο, κάνω χάζι βλ. χάζι, κάνω χαρά/χαρές/χαρούλες βλ. χαρά, κάνω χρήση βλ. χρήση, κάνω χωριό με κάποιον βλ. χωριό, κάνω, ράνω βλ. ράνω, κάνω/βρίσκω την τύχη μου βλ. τύχη, κάνω/δημιουργώ θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα βλ. όνομα, κάνω/ζω τη ζωή μου βλ. ζωή, κάνω/κρατάω σεκόντο (σε κάποιον) βλ. σεκόντο, κάνω/παριστάνω την οσία (Μαρία) βλ. όσιος, κάνω/παριστάνω τον τροχονόμο βλ. τροχονόμος, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό βλ. κοριός, κάνω/φτιάχνω κεφάλι βλ. κεφάλι, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, κατέληξε στο/βγήκε στο/κάνει πεζοδρόμιο βλ. πεζοδρόμιο, κρατάω/κάνω μούτρα σε κάποιον βλ. μούτρο, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) βλ. μάτι, μου έκανε την καρδιά/μου έγινε η καρδιά περιβόλι βλ. περιβόλι, μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο βλ. βίος, μου κάνει κέφι βλ. κέφι, μου κάνει κλικ βλ. κλικ, μου κάνει κόλπα/τσαχπινιές βλ. κόλπο, μου κάνει/προκαλεί/προξενεί εντύπωση βλ. εντύπωση, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, ο Θεός να το κάνει βλ. θεός, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους βλ. λογαριασμός, όσα δε φτάνει/πιάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια βλ. αλεπού, παίρνω/κάνω μάτι βλ. μάτι, τα κάνω γυαλιά καρφιά/λίμπα/λαμπόγυαλο/μπίλιες βλ. γυαλί, τα κάνω θάλασσα/σαλάτα/μαντάρα/μούσκεμα/σκατά/ρόιδο βλ. θάλασσα, τα κάνω πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, τα κάνω πλακάκια (με κάποιον) βλ. πλακάκι, τα κάνω τούμπανο σε κάποιον βλ. τούμπανο, τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε βλ. άνθρωπος, τα ράσα δεν κάνουν τον παπά βλ. ράσο, τα/τον κάνω σαν τα μούτρα μου βλ. μούτρο, την έκανε τη δουλειά βλ. δουλειά, την κάνω λαχείο βλ. λαχείο, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια βλ. πήδημα, την κάνω ταράτσα βλ. ταράτσα, την κάνω τούρλα βλ. τούρλα, τι να σου κάνω βλ. εσύ, το έκανα/έγινε (σαν) καινούργιο βλ. καινούργιος, το ίδιο είναι/(μου) κάνει βλ. ίδιος2, το κάνω γαργάρα βλ. γαργάρα, το κάνω τούμπανο βλ. τούμπανο, το παίζω παλαβός & κάνω τον παλαβό βλ. παλαβός, το 'πε και το 'κανε βλ. λέω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή, χάρη (σου/του ...) κάνω βλ. χάρη, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός ● βλ. καμωμένος [< αρχ. κάμνω, μεσν. κάνω, γαλλ. faire, αγγλ. do, make, γερμ. machen]

καρούλι

καρούλι κα-ρού-λι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. αντικείμενο, συνήθ. κυλινδρικό ή κωνικό, γύρω από το οποίο τυλίγεται κάτι: ~ με κλωστή/νήμα (= κουβαρίστρα· βλ. ανέμη). ~ με αλυσίδα/ιμάντα/σχοινί (= μακαράς, τροχαλία). ~ πετονιάς/ποτίσματος. Φιλμ σε ~ (= μπομπίνα). Δέκα ~ια σύρμα. ΣΥΝ. πηνίο (2) 2. (μειωτ.) παλιό αυτοκίνητο. Πβ. κάρο, σακαράκα, σαράβαλο.καρούλια (τα): μικρές ρόδες στο κάτω μέρος επίπλων ή άλλων αντικειμένων, που επιτρέπουν ή διευκολύνουν τη μετακίνησή τους. Βλ. τροχήλατος. ● Υποκ.: καρουλάκι (το) ● ΦΡ.: αν η γιαγιά μου είχε καρούλια, (θα ήταν πατίνι/τρόλεϊ/τρένο) (ειρων.): ως απάντηση σε αβάσιμη και ανυπόστατη υπόθεση. [< μεσν. καρούλι]

καταπίνω

καταπίνω κα-τα-πί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κατάπια, καταπιώ, καταπίν-οντας} 1. κάνω να κατέβει συνήθ. στερεή ή υγρή τροφή από τη στοματική κοιλότητα στο στομάχι μέσω του οισοφάγου: ~ τις μπουκιές (= τρώω)/μια γουλιά κρασί (= πίνω). ~ει τα πάντα (= καταβροχθίζει). ~ το σάλιο μου (πβ. ξερο~). Κατάπια ένα κουκούτσι! Κατάπιε νερό κολυμπώντας. Δισκία/χάπια που ~ονται αμάσητα/ολόκληρα.|| ~ με βουλιμία/με δυσκολία/με μια χαψιά. Με πονάει ο λαιμός μου και δεν μπορώ να καταπιώ.|| (μτφ.) Κατάπια όλη τη σκόνη (πβ. εισπνέω). Το χώμα κατάπιε (= απορρόφησε) το νερό της βροχής. Το πλοίο το κατάπιε η θάλασσα (= βυθίστηκε). Τους κατάπιαν τα κύματα (= πνίγηκαν). Βλ. κατεβάζω, ρουφώ, στραβο~. 2. (μτφ.) πιστεύω ή δέχομαι κάτι, συνήθ. αρνητικό, εύκολα, αναντίρρητα, αδιαμαρτύρητα: Μην ~εις τα παραμύθια/ψέματα που σου λέει (πβ. μασώ, χάφτω).|| ~ει ένα-ένα τα φαρμάκια/τον εξευτελισμό/τις πίκρες/τις προσβολές (= υπομένει). Το κατάπια (= ανέχτηκα) κι αυτό! Πβ. το κάνω γαργάρα. 3. (μτφ.) δεν αφήνω να εκδηλωθεί, συγκρατώ: Κατάπιε τα δάκρυά/τον θυμό/τα λόγια του. Πβ. καταπνίγω, χαλιναγωγώ. ● ΦΡ.: άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη (προφ.): για κάποιον ή κάτι που χάθηκε ξαφνικά, απροσδόκητα: Μα πού εξαφανίστηκε; ~ ~! Δεν το βρίσκω πουθενά! ~ ~! Βλ. άφαντος., κατάπιε τη γλώσσα του (μτφ.): σε περιπτώσεις που παραμένει κάποιος σιωπηλός: Γιατί δε μιλάς; Κατάπιες ~ σου; Πβ. μένω άναυδος., διυλίζει τον κώνωπα (και καταπίνει την κάμηλον) βλ. διυλίζω, ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί βλ. ανοίγω, σαν να έχει καταπιεί μπαστούνι βλ. μπαστούνι, φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! βλ. γλώσσα [< αρχ. καταπίνω]

κεφάλι

κεφάλι κε-φά-λι ουσ. (ουδ.) {κεφαλ-ιού | -ιών} 1. το ανώτερο τμήμα του σώματος του ανθρώπου, που συνδέεται με τον κορμό μέσω του λαιμού και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος, το στόμα και αισθητήρια όργανα, όπως τα μάτια, τα αυτιά και η μύτη: η κίνηση/η κλίση/η κορυφή/το νεύμα/το σκύψιμο/το σχήμα/το τίναγμα του ~ιού. Το πίσω μέρος του ~ιού (βλ. ινίο). Το ~ μου πονάει/πάει να σπάσει (: έχω πονοκέφαλο, ημικρανία). Κούνησε το ~ του καταφατικά (βλ. συγκατανεύω). Μου κάνει νόημα με το ~ (: μου γνέφει). Βουτιά με το ~. Ξύνει το ~ του (: το τριχωτό μέρος, κυρ. από αμηχανία ή άγνοια). Νέοι με κοντοκουρεμένα/ξυρισμένα ~ια.|| (μτφ.) Βάζω/πάω στοίχημα το ~ μου (= τη ζωή μου). Παίζει το ~ του (κορόνα γράμματα) (= διακινδυνεύει, ρισκάρει). Βλ. προσκέφαλο. ΣΥΝ. κεφαλή (1) 2. το αντίστοιχο εμπρόσθιο ή ανώτερο τμήμα του σώματος ζώων: ~ αλόγου/εντόμου/ψαριού.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Βραστό ~ κατσικιού. Καθαρίζουμε τις γαρίδες από τα ~ια και το κέλυφος. 3. νους, μυαλό, πνεύμα· άνθρωπος με μεγάλες ή/και ειδικές διανοητικές ικανότητες: Ποιος σου έβαλε αυτή την ιδέα στο ~;|| Μαθηματικό ~. Πβ. αυθεντία, διάνοια, εγκέφαλος, ιδιοφυΐα.|| (ειδικότ.) Τα κορυφαία ~ια (: ηγετικά στελέχη) της κυβέρνησης. Πβ. επιτελής. 4. καλλιτεχνική αναπαράσταση αυτού του τμήματος του σώματος ανθρώπου ή ζώου: ανάγλυφο/αρχαϊκό/μαρμάρινο ~. Ξύλινο ~ θεάς. Σκαλιστό ~ λιονταριού. Το ~ της Μέδουσας (: με μαλλιά από φίδια). Πβ. κεφαλή, προτομή. 5. στρογγυλό ή στρογγυλεμένο αντικείμενο ή άκρο αντικειμένου: ένα ~ τυρί/τυριού. Μισό ~ σκόρδο/σκόρδου.|| ~ βελόνας/καρφιού/καρφίτσας. 6. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) ζώο ή σπανιότ. πρόσωπο θεωρούμενο ως μονάδα μέτρησης ευρύτερου συνόλου: Εκατό ~ια γίδια/πρόβατα. Μετράει ~ια. ● Υποκ.: κεφαλάκι (το) ● Μεγεθ.: κεφάλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αγύριστο/ξερό/αρβανίτικο κεφάλι (μτφ.): πεισματάρης, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος: Δεν παίρνει από λόγια και συμβουλές, είναι ~ ~!, άδειο/κούφιο κεφάλι (μειωτ.): για άνθρωπο άμυαλο, ανόητο., βαρύ κεφάλι (προφ.): ο πονοκέφαλος: Το πρωί σηκώνομαι με ~ ~. , μεγάλο κεφάλι (μτφ.) 1. ο ιθύνων νους: Ποιος είναι το ~ ~ της εταιρείας/της ομάδας; Πβ. εγκέφαλος. 2. ευφυής, πανέξυπνος. ΑΝΤ. βλάκας, χαζός (1), κάλυμμα (της) κεφαλής βλ. κεφαλή, πολυκέφαλο τέρας βλ. πολυκέφαλος ● ΦΡ.: (το) έφαγε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): υφίσταται αρνητικές ή/και καταστροφικές συνέπειες λόγω δικών του κακών επιλογών: Πάει γυρεύοντας να (το) φάει ~ (: καταστραφεί). Πβ. τρώω/σπάω τα μούτρα μου., ανοιγμένα κεφάλια & άνοιξαν κεφάλια (μτφ.-προφ.): για βίαια επεισόδια και τραυματισμούς: συμπλοκές και ~ ~. Βλ. δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι., βάζω το κεφάλι κάτω 1. σκύβω το κεφάλι προς τα κάτω: Έβαλε ~ και έφυγε με την ουρά στα σκέλια. 2. (μτφ.) σκέφτομαι προσεκτικά, συγκεντρώνομαι: ~ ~ και δουλεύω. Να βάλεις ~ να ξεκαθαρίσεις πρώτα τι θες. 3. (μτφ.) υποτάσσομαι, υποχωρώ, εγκαταλείπω την προσπάθεια: Μη βάλεις ~, αλλά να παλέψεις ως το τέλος., βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου (προφ.): σκέψου προσεκτικά, πάρ' το απόφαση: Ένα θα σου πω και ~ ~. ~ ~ (= συνειδητοποίησέ το), δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει., βαράω/χτυπάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) & (σπάν.) κουτουλάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) (μτφ.-προφ.): μετανιώνω πικρά για κάτι: Όταν σκέφτομαι τι έχω κάνει, ~ ~. ~ ~ που ήμουν τόσο αφελής., βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου (μτφ.-προφ.): αναφέρω κάτι που αποτελεί προϊόν δικής μου επινόησης· κατ' επέκτ. μιλάω αυθαίρετα, ατεκμηρίωτα., γλίτωσε/έσωσε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): ξέφυγε από θανάσιμο ή άλλο κίνδυνο (κυρ. καθαίρεσης, απόλυσης): Εγκατέλειψε την πόλη και ~ ~. Φόρτωσε το φταίξιμο στον συνάδελφό του, για να σώσει ~ ~., γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): ζαλίζομαι και κατ' επέκτ. βρίσκομαι σε σύγχυση: ~ ~ από το ξενύχτι. Πβ. βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια. Βλ. ίλιγγος., έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου (προφ.) 1. (κυριολ.) πέφτει (κάτι) στο κεφάλι μου: Μια μπάλα μού ήρθε στο κεφάλι. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ., για ξαφνική σκέψη) μου έρχεται στον νου: Ο καθένας λέει ό,τι του έρθει στο κεφάλι. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., έφυγε από το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): απαλλάχτηκα, λυτρώθηκα από κάτι που με βασάνιζε: Ένα βάρος ~ ~.|| Φύγε ~ (: άσε με ήσυχο)!, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου (προφ.): έχω πολλές σκέψεις, έγνοιες, προβλήματα που με απασχολούν: ~ ~, για να συγχύζομαι και με τα ειρωνικά σου σχόλια., έχω το κεφάλι μου ήσυχο (προφ.): είμαι ήρεμος, δεν με απασχολεί κάτι: Θα αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο κι όχι μεταχειρισμένο για να ~ ~., κάνω του κεφαλιού μου (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): κάνω ενέργειες, συχνά άστοχες ή απερίσκεπτες, χωρίς να υπολογίζω τη γνώμη ή την υπόδειξη κανενός., κάνω/φτιάχνω κεφάλι (αργκό) 1. ζαλίζομαι, μεθώ. 2. μαστουρώνω. Πβ. φτιάχνομαι., μας πήρε το κεφάλι (προφ.): μας ζάλισε, έγινε ανυπόφορος: ~ ~ με τη γκρίνια/το κλάμα/τη φλυαρία του., με περνά ένα κεφάλι & μου ρίχνει ένα κεφάλι (προφ.): με ξεπερνά στο ύψος κατά ένα κεφάλι., με το κεφάλι ψηλά & ψηλά το κεφάλι (μτφ.): για να δηλωθεί τόλμη, αξιοπρέπεια ή περηφάνια: Περπατώ με το κεφάλι ψηλά. Αποχώρησε/έφυγε/στάθηκε με ~ ~. Αποκλεισμός/ήττα με ~ ~.|| (ως προτροπή) Κράτα ψηλά ~. Ψηλά ~, ο αγώνας συνεχίζεται., παίρνω κεφάλι (μτφ.-προφ.): παίρνω προβάδισμα: Οι αντίπαλοι μας πήραν ~ στο σκορ (= προηγούνται)., παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια & κόβω κεφάλια (προφ.) 1. (μτφ.) τιμωρώ αυστηρά· απολύω: Ένα λάθος έκανε ο άνθρωπος, γιατί να του πάρουμε το ~; Κόβουν/παίρνουν ~ια στελεχών. 2. αποκεφαλίζω., πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας (προφ.): από πάνω μου ή σε χαμηλό ύψος: Αεροπλάνα που πετούν/καλώδια που βρίσκονται ~ ~ μας. Μη στέκεσαι ~ ~ μου (: για να δηλωθεί ενόχληση)!|| (μτφ.) Γράφω αυτά που θέλω, χωρίς να έχω κανέναν ~ ~ μου (: δεν με ελέγχει, περιορίζει κανείς)., πέφτουν (πολλά) κεφάλια (προφ.): γίνονται αποπομπές ή καθαιρέσεις (από θέσεις και αξιώματα), επιβάλλονται αυστηρές τιμωρίες. Βλ. καρατόμηση., πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι: για ακραίες ενέργειες που, αντί να θεραπεύσουν ένα πρόβλημα, έχουν καταστροφικές συνέπειες: Η λογική/η συνταγή (του) "~ ~". Ό,τι δεν λειτουργεί καλά, το καταργούμε: ~ ~., σκύβω το κεφάλι 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω, συνήθ. λόγω ντροπής, απογοήτευσης: Περπατά/στέκεται με σκυμμένο ~. 2. (μτφ.) υποτάσσομαι, φέρομαι δουλικά, υποχωρώ: Μη ~εις ~ (: μην υποκύπτεις)! ΣΥΝ. κύπτω τον αυχένα ΑΝΤ. σηκώνω κεφάλι (1), τα κεφάλια μέσα! (οικ.-χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι έληξε η περίοδος της ανάπαυλας και αρχίζουν πάλι οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, τα καθήκοντα: Το διάλειμμα τελείωσε, ~ ~. Πβ. κάθε κατεργάρης στον πάγκο του., το κάτω κεφάλι (προφ.): το αντρικό μόριο και κατ' επέκτ. η σεξουαλική επιθυμία: Σκέφτονται με το ~ ~., το πάνω κεφάλι (προφ.): η λογική., χτυπάει/βαράει (κάποιον) στο κεφάλι & κατακέφαλα (προφ.): προκαλεί ζαλάδα: Με χτύπησε ο ήλιος/το κρασί στο κεφάλι., (βάζω/έχω κάποιον) κορόνα στο κεφάλι μου βλ. κορόνα, (βάζω/έχω) ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. κεραμίδι, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) βλ. ανοίγω, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά/στην γκιλοτίνα βλ. ντορβάς, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γανώνω το κεφάλι/τον εγκέφαλο/τα μυαλά/τ' αυτιά κάποιου βλ. γανώνω, γεμίζει/γέμισε το κεφάλι (με) ... βλ. γεμίζω, γίνομαι κουδούνι/το κεφάλι μου έγινε κουδούνι βλ. κουδούνι, δεν σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, έγινε/μου έκανε το κεφάλι (μου) καζάνι βλ. καζάνι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. μυαλό, κακό του κεφαλιού μου/σου/του βλ. κακό, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του βλ. λαγός, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) βλ. κατεβαίνω, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου βλ. μυαλό, στου κασίδη/κασιδιάρη το κεφάλι βλ. κασίδης, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) βλ. φέρνω, χώνω/κρύβω/βάζω το κεφάλι στην άμμο βλ. άμμος [< μεσν. κεφάλιν]

κι

κι βλ. και

κλαίω

κλαίω κλαί-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κλαις ..., κλαίγοντας, (λόγ. μτχ. ενεστ. κλαί-ων, -ουσα, -ον) | έκλαι-γα, έκλα-ψα, κλά-ψει, κλαύ-τηκα κ. κλάφ-τηκα, κλαυ-τεί κ. κλαφ-τεί, κλα-μένος} & (σπάν.) κλαίγω 1. εξωτερικεύω ένα έντονο συναίσθημα (κυρ. λύπη, θλίψη, πόνο ή σπανιότ. χαρά), χύνοντας δάκρυα που, κάποιες φορές, συνοδεύονται από λυγμούς: ~ γιατί/επειδή/που ... Δεν αξίζει/πάψε (πια) να κλαις! Έλα, μην κλαις! Τι έχεις και κλαις; ~ει απαρηγόρητα/ασταμάτητα/βουβά/γοερά/εύκολα/σπαρακτικά/χωρίς λόγο. Όλο ~ει. ~νε από συγκίνηση/τα γέλια. ~γε με αναφιλητά (βλ. σκούζω)/κροκοδείλια δάκρυα. ~ψε δημόσια/μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα/στην αγκαλιά του. Ήμουν έτοιμος να/κρατήθηκα να μην/μου 'ρχεται να/πήγα να ~ψω (= να βάλω τα κλάματα). Κλάψε να ξαλαφρώσεις! Έφυγε κλαίγοντας. Πβ. με παίρνουν τα ζουμιά, με πήραν τα δάκρυα, με πήραν τα σιρόπια.|| (μτφ.-λογοτ.) ~ει ο ουρανός (= βρέχει).|| (από εξωτερικό ερέθισμα:) ~ει, καθαρίζοντας κρεμμύδια. Τσούζουν και ~νε τα μάτια μου (: δακρύζουν). Βλ. μυξο~, σιγο~. ΑΝΤ. γελώ (1) 2. (εμφατ.) θρηνώ· λυπάμαι, οικτίρω: ~ει και αναστενάζει/μοιρολογεί/φωνάζει για τον χαμό του ... ~νε τον νεκρό/τους δικούς τους. ~νε για την καταστροφή. Πβ. θρηνολογώ, πενθώ.|| ~ τα νιάτα μου/τα χρήματα που ξόδεψα άσκοπα/τον χρόνο που έχασα.|| ~ει η καρδιά/ψυχή μου (= στενοχωριέμαι πολύ)! (ειρων.) Σιγά μην ~ψω για πάρτη σου! Αν δεν πάνε καλά τα πράγματα, κλάψ' τον! Πβ. θλίβομαι, συμπονώ. ● Παθ.: κλαίγομαι: παραπονιέμαι, συνήθ. άδικα ή αναίτια: Τι (κάθεσαι και) ~εσαι όλη μέρα; Πάψε/σταμάτα να ~εσαι για το παραμικρό! ~εται μονίμως ότι δεν έχει λεφτά. Πήγε και του ~τηκε πως δεν έχει δουλειά (: τον παρακάλεσε επίμονα και αναξιοπρεπώς). Πβ. κλαυθμυρίζω, κλαψουρίζω, μεμψιμοιρώ. ● Μτχ.: κλαίων , ουσα, ον (λόγ.) 1. (συνήθ. ειρων.) που κλαίει: ~ουσες: χήρες. Το παίζει ~ουσα (= μετανοούσα) Μαγδαληνή. 2. του οποίου το φύλλωμα ή τα ανθισμένα κλαδιά γέρνουν προς το έδαφος, δίνοντας την εντύπωση δακρύων: ~ουσες: τριανταφυλλιές. ● ΣΥΜΠΛ.: κλαίουσα ιτιά βλ. ιτιά ● ΦΡ.: (εμένα/αυτόν) μη με/τον κλαις (προφ.): μη με/τον λυπάσαι, γιατί δεν έχω/έχει ανάγκη: Αυτόν ~ ~· έχει λεφτά να ζήσει!, αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το ταΐζει η μάνα/δεν του δίνουνε βυζί (παροιμ.): για να αποκτήσεις κάτι ή να βρεις το δίκιο σου, πρέπει να το διεκδικήσεις., είναι να τον κλαίνε (κι) οι ρέγκες/είναι να τον κλαις (προφ.): για κάποιον αξιολύπητο: Εάν αποτύχω, θα είμαι (για) να με ~ οι ρέγγες. Έτσι που κατάντησε, ~ ~ (= για κλάματα/για λύπηση). , θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει (προφ.): για δήλωση πλήρους αδιαφορίας (για κάτι): Ναι! Κι εγώ τώρα ~ ~! Σιγά μη βάλω ~ ~! Πβ. σκασίλα μου., θα κλάψουν(ε) μανούλες (προφ.): θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση, θα γίνει μεγάλο κακό: Αν αποφασίσει να μιλήσει, (τότε) ~ ~ (πβ. θα πέσουν κορμιά). (απειλητ.) Μην το ξανακάνεις, διαφορετικά ~ ~!, κλαίν'/κλαίνε οι χήρες, κλαίν'/κλαίνε κι οι παντρεμένες (παροιμ.): για άτομο ανικανοποίητο, που παραπονιέται, ενώ δεν θα έπρεπε., κλαίω πικρά: μετανιώνω: ~ει ~ για το κακό που προκάλεσε.|| (συνήθ. απειλητ.) Θα ~ψεις ~ για όσα μου 'κανες (= θα το πληρώσεις ακριβά)!, κλάφ' τα (Χαράλαμπε) (προφ.): για άθλια κατάσταση. ΣΥΝ. άστα βράστα, βράσε ρύζι/όρυζα, κλάψε με μάνα (μ') κλάψε με! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθούν οι φοβερές συνέπειες που θα υποστεί κάποιος, σε περίπτωση που συμβεί αυτό που απεύχεται: Θα το μάθει και τότε ~ ~!, να κλάψω ή να γελάσω; (προφ., δηλωτικό αμηχανίας, απογοήτευσης ή στωικότητας): να στενοχωρηθώ ή να χαρώ;: Μ' αυτά που άκουσα, θα πρέπει ~ ~; Εδώ (τώρα) κλαίνε ή γελάνε;, ούτε κλαίει ούτε γελάει (προφ.) 1. (μτφ.) κάτι βρίσκεται σε μία μέση (ούτε θετική ούτε αρνητική) κατάσταση: Η πορεία της οικονομίας ~ ~. 2. (για πρόσ.) δεν εκδηλώνει κανένα συναίσθημα, τηρεί ουδέτερη στάση., τραβάτε/βαράτε με κι ας κλαίω (προφ.-ειρων.): για κάποιον που προσποιείται ότι κάνει κάτι μόνο και μόνο επειδή υποκύπτει σε εξωτερικές πιέσεις και όχι επειδή, κατά βάθος, το θέλει πραγματικά: Όλο ~ ~ είσαι!, αύριο κλαίνε βλ. αύριο, δεν έχει μαντίλι να κλάψει βλ. μαντίλι, κλαίω και οδύρομαι/χτυπιέμαι βλ. οδύρομαι, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, κλαίω τα λεφτά μου βλ. λεφτά, κλαίω τη μοίρα μου βλ. μοίρα, όλοι κλαίν(ε) τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι βλ. μυλωνάς, περασμένα μεγαλεία (και διηγώντας τα να κλαις) βλ. μεγαλείο [< αρχ. κλαίω] ΚΛΑΙΩ

κλείνω

κλείνω κλεί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έκλει-σα, κλεί-σει, -στηκα, -στεί, κλείν-οντας, (σπάν.) -όμενος, κλει-σμένος} 1. μετακινώ ή τοποθετώ κινητό τμήμα ενός αντικειμένου ή μιας κατασκευής με τρόπο ώστε να φράξω τη δίοδο ή να εμποδίσω την οπτική επαφή με εσωτερικό χώρο· τον καθιστώ μη προσβάσιμο: ~ τα παντζούρια/το παράθυρο/την πόρτα (με κλειδί = κλειδώνω)/το συρτάρι. Η εξώπορτα ~ει από μέσα/ερμητικά. (σε αυτοκίνητο) Οροφή που ανοίγει και ~ει (= ανοιγοκλείνει) αυτόματα. ~σα το καπάκι. Βλ. μισο~, ξανα~.|| ~ουμε (= σκεπάζουμε) τη χύτρα και βράζουμε για μιάμιση ώρα. Θήκες που ~ουν με φερμουάρ. Πβ. σφαλίζω. ΑΝΤ. ανοίγω (1) 2. μαζεύω ή διπλώνω κάτι ανοιχτό, απλωμένο ή ξεδιπλωμένο: ~ το βιβλίο. Κρεβάτι που ανοίγει και ~ει (= πτύσσεται) εύκολα. 3. (για συσκευή ή επιχείρηση, ίδρυμα) παύω τη λειτουργία, προσωρινά ή μόνιμα: ~ τον απορροφητήρα/τον εκτυπωτή/την οθόνη/τον υπολογιστή. Το μηχάνημα ~ει αυτόματα. Κλείσε τον ήχο/την τηλεόραση!|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ το σάιτ. Πατώντας το κουμπί ~ει το παράθυρο.|| Το κατάστημα ~ει στις τρεις. ~ουν τα θέατρα/τα σχολεία (ενν. για το καλοκαίρι). ~σε το εργοστάσιο (πβ. βάζει/μπαίνει λουκέτο). 4. τελειώνω, ολοκληρώνω κάτι (δραστηριότητα, χρονική περίοδο, προφορικό ή γραπτό κείμενο), το διευθετώ οριστικά· ειδικότ. συμπληρώνω: Η εταιρεία ~σε με επιτυχία τη χρονιά. ~σε τον λόγο/την ομιλία του με μια παράκληση. (ελλειπτ.) ~ με ένα σχόλιο. (σε τελική παράγραφο) ~οντας (= τέλος), θα ήθελα να ... Καθένα από τα κεφάλαια ~ει με ανακεφαλαίωση των βασικών θέσεων. ~ουν οι εκκρεμότητες (πβ. τακτοποιώ). Το θέμα/η ιστορία ~σε (= έληξε).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~σε τον ισολογισμό/το ταμείο (: έκανε απολογισμό). Έχει ~σει ο προϋπολογισμός. (στο χρηματιστήριο) Ο Γενικός Δείκτης Τιμών ~σε (= οριστικοποιήθηκε) με απώλειες/στις ... μονάδες.|| Τα πόσα (ενν. χρόνια) ~ει; ~ει τα τριάντα. ~σε τρεις μήνες ζωής. ~σαν (= πέρασαν) ήδη δέκα χρόνια από την ίδρυση του συλλόγου. ΑΝΤ. ανοίγω (7) 5. σταματώ τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ τον διακόπτη της συσκευής. (ειδικότ.) ~σα (= έσβησα) το φως. Κλείσε τη βρύση! ~ει η βαλβίδα.|| (μτφ.) Θα ~σει η στρόφιγγα των επιχορηγήσεων. 6. διακόπτω τηλεφωνική συνομιλία: ~ το ακουστικό (= κατεβάζω)/το τηλέφωνο. (ελλειπτ.) Συγγνώμη, αλλά πρέπει να ~σω, χτυπάει το κουδούνι.|| ~σε (: έπεσε) η γραμμή. 7. δεσμεύω, κρατώ, εξασφαλίζω: ~ δωμάτιο σε ξενοδοχείο/θέση σε αεροπλάνο/τραπέζι σε εστιατόριο (= κάνω κράτηση). ~σαμε εισιτήρια για τη συναυλία. (προφ.) ~σα διακοπές στο ... 8. συνάπτω σύμβαση· έρχομαι σε συμφωνία (για κάτι): ~ουν δουλειές/παραγγελίες. Έχω ~σει ραντεβού με γιατρό. Έχει ~σει συμβόλαιο με ... ~στηκε (η) συνάντηση (πβ. ορίζω). ~σε η συμφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Πβ. συνομολογώ. 9. φράζω έναν χώρο, για να εμποδίσω τη δίοδο· δεν επιτρέπω σε κάποιον να περάσει: Μην ~εις τον διάδρομο/το πέρασμα! Ο δρόμος ~σε εξαιτίας κατολισθήσεων. ~σαν τα σύνορα. (στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ) Ο παίκτης ~στηκε από δύο αμυντικούς. Πβ. αποκλείω, μπλοκάρω. 10. εγκλείω, περιορίζω: Τον συνέλαβαν και τον ~σαν στο κρατητήριο. ~στηκε σε άσυλο/στη φυλακή/σε ψυχιατρείο. 11. (συνήθ. μτφ.) μειώνω: ~ει η ψαλίδα μεταξύ των δύο υποψηφίων (στις δημοσκοπήσεις). ~σε τη διαφορά του από τον πρωτοπόρο της βαθμολογίας. 12. γράφω το δεύτερο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: ~ την αγκύλη. ~ουν τα εισαγωγικά.|| (κατ' επέκτ.-προφ.) ~ την παρένθεση κι επιστρέφω στο θέμα μας! ΑΝΤ. ανοίγω (11) ● κλείνει 1. (κυριολ. κ. μτφ.) θεραπεύεται, επουλώνεται: Πληγή/τραύμα βαθύ που δεν ~ (= δεν γιατρεύεται). 2. (μτφ.) περιέχει, περιλαμβάνει: Λεύκωμα που ~ μέσα του (= εμπεριέχει, εμπερικλείει) μια ολόκληρη εποχή. ● Παθ.: κλείνομαι 1. περιορίζομαι, απομονώνομαι ή εγκλωβίζομαι: ~στηκε μόνος στο γραφείο του. Έχω ~στεί μέσα τελευταία (: δεν βγαίνω από το σπίτι για διασκέδαση).|| ~στηκα στο ασανσέρ. 2. αποκλείομαι από κάπου: ~στηκα έξω (απ' το σπίτι). ● ΦΡ.: ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο & ένα κεφάλαιο (μτφ.): για ζήτημα ή χρονική περίοδο που ξεκινά ή ολοκληρώνεται, έρχεται σε πέρας: Κλείνει ένα κεφάλαιο της ζωής μου. ~ ~ των μεταρρυθμίσεων., κλείνει η μύτη μου: βουλώνει, συνήθ. λόγω ασθένειας: Έχει κλείσει ~ ~ από το συνάχι., κλείνει η φωνή μου & ο λαιμός μου: δεν μπορώ να μιλήσω ή βραχνιάζω: Κρύωσα και έκλεισε ~., κλείνομαι στον εαυτό μου: γίνομαι εσωστρεφής, λιγότερο κοινωνικός, εκδηλωτικός ή διαχυτικός: Έχει ~στεί ~ της.|| (κατ' επέκτ.) Χώρα που ~εται ~ της. Βλ. ενδοστρέφεια. ΣΥΝ. κλείνομαι στο καβούκι μου, κλείνουν τα μάτια μου: νυστάζω, μου έρχεται ύπνος: ~ ~ από τη νύστα., κλείνω στην αγκαλιά μου (κάποιον): τον αγκαλιάζω: Την ~σε ~ του και τη φίλησε.|| (μτφ.) Κόλπος που ~ει ~ του το νησάκι., κλείνω στην καρδιά μου (κάποιον/κάτι) (μτφ.): αγαπώ πολύ., κλείνω τα βιβλία: ΛΟΓΙΣΤ. κάνω ισολογισμό: ~ ~ και τους λογαριασμούς της εταιρείας., κλείνω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. τον κρατώ σε άγνοια, τον παραπλανώ: Με την παραπληροφόρηση, προσπαθούν να ~σουν ~ των πολιτών. ΑΝΤ. ανοίγω τα μάτια (κάποιου) 2. φροντίζω κάποιον στις τελευταίες του στιγμές: Του ~σε τα μάτια., κλείνω τα μάτια (μου) (μτφ.-προφ.) 1. πεθαίνω, φεύγω από τη ζωή: Θέλω να κλείσω ~ ~ ευτυχισμένος. Πβ. αποβιώνω. 2. προσποιούμαι ότι δεν είδα ή δεν αντιλήφθηκα κάτι: ~ ~ στα προβλήματα. Πβ. εθελοτυφλώ., κλείνω το μάτι (σε κάποιον): κλείνω στιγμιαία το ένα μάτι, για να αφήσω κάποιο υπονοούμενο: Μου ~ει ~ με νόημα/πονηρά.|| (μτφ.) Ο σκηνοθέτης κλείνει ~ στους θεατές., κλείνω τον φάκελο/κλείνει ο φάκελος (μτφ.): παύω να εξετάζω/παύει να εξετάζεται ένα θέμα, μια υπόθεση: Η αστυνομία ~σε τον ~ο της δολοφονίας του ... Με την καταδίκη του, ~σε οριστικά ο ~ του σκανδάλου. Βλ. βρίσκεται/είναι/μπαίνει στο συρτάρι. ΑΝΤ. ανοίγω τον φάκελο, μου/μας έχει κλείσει το σπίτι (μτφ.-προφ.) 1. για πολύ μεγάλη καταστροφή, συμφορά: Μας ~σαν τα σπίτια μας, μας ρημάξανε. 2. (συνήθ. για γυναίκα) έγινε αιτία χωρισμού, μπήκε ανάμεσα σε ζευγάρι., ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα βλ. στόμα, δεν κλείνω μάτι βλ. μάτι, θα με στείλει/θα με κλείσει στο Δαφνί/στο Δρομοκαΐτειο βλ. Δαφνί, κλείνει τις πόρτες του βλ. πόρτα, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, κλείνομαι στο καβούκι μου βλ. καβούκι, κλείνω τ' αυτιά μου βλ. αυτί, κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον βλ. πόρτα, κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο, κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου βλ. στόμα, κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες βλ. τρύπα, κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα βλ. πόρτα, ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! βλ. στόμα, τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα βλ. μέσα [< μεσν. κλείνω, κλείω γαλλ. fermer, αγγλ. close]

κουβέντα

κουβέντα κου-βέ-ντα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. συζήτηση, συνομιλία: καθημερινή/πολιτική/πολύωρη/σύντομη ~. Άρχισε/σταμάτησε η ~. (Έχω) ~ με έναν φίλο. Συνέχισαν την ~ τους. Mε την ~ ξεχάστηκα/η ώρα πέρασε. Δεν είχε όρεξη/ώρα για ~. Από την ~ κατάλαβα ... Από ~ σε ~ έμαθα ότι ... Ήρθε η ~ στο θέμα της ... Την ~ σου είχαμε (= για σένα μιλούσαμε, σε μελετούσαμε). Οι ~ες των μεγάλων/των παιδιών/της παρέας. Πβ. διάλογος. Βλ. ψιλο~. 2. λόγος, λόγια: Δεν έβγαλε/δεν είπε ~. Και πρόσεχε, γι' αυτό που σου είπα (μην πεις) ~ σε κανένα! Πβ. λέξη, μιλιά.|| Υποσχέθηκε να πει μια καλή ~ (= να μεσολαβήσει). Δεν μπορείς να πετάς μια ~ (: να μιλάς υπαινικτικά) και να φεύγεις. Καθαρές (= ειλικρινείς)/μεγάλες/μετρημένες/μισές (= μισόλογα)/παχιές (= πομπώδεις)/περιττές/σταράτες/τυπικές/φιλικές ~ες. ~ες του αέρα (= ανούσιες). Mε τις ~ες δεν γίνεται τίποτα. Βάζεις στο στόμα μου ~ες που δεν είπα. Αντάλλαξαν βαριές/σκληρές ~ες. Τον ήξερα μόνο από ~ες άλλων. Χρειάζεται δράση χωρίς πολλές ~ες. Πείτε μας δυο ~ες για τον ήρωά σας. Βλ. βρομοκουβέντες.|| (κατ' επέκτ.) Δεν είχαν πολλές ~ες μαζί της (: σχέσεις, επαφές). ● Υποκ.: κουβεντούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: συζήτηση/κουβέντα καφενείου βλ. καφενείο, ψιλή κουβέντα/κουβεντούλα βλ. ψιλός ● ΦΡ.: δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα & δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω συζήτηση: δεν υποχωρώ, δεν ανέχομαι κριτική ή αντιρρήσεις: Προσπάθησα να της μιλήσω, αλλά δεν ακούει ~ (= είναι ανένδοτη· βλ. δεν μιλιέται). Δεν δέχεται ~ από κανέναν. Δεν παίρνει ~ για το θέμα. Δεν σηκώνει πολλές κουβέντες., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα (προφ.): για πρόσωπο λιγομίλητο, που προσέχει τι λέει και δεν ανοίγεται εύκολα σε άλλους: Αν πεισμώσει, ~ ~., θα (σου) πω καμιά κουβέντα (απειλητ.): θα μιλήσω άσχημα, θα τα ακούσεις: Άντε φύγε, γιατί ~ ~. Προχώρα, μην πω ~ ~ τώρα., κάνω κουβέντα (προφ.): συζητώ κάτι: Απέφυγε να ~ει ~ για τα σχέδιά της. Μην (το) κάνεις ~ (= μην το αναφέρεις, να μείνει μεταξύ μας)., κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο (προφ.): στην πορεία της συζήτησης: ~ ~, στο τέλος τσακωθήκαμε., μια κουβέντα είπα (προφ.): για να μετριαστεί η βαρύτητα των λεγομένων: ~ ~, πώς κάνεις έτσι (: μη θυμώνεις)!, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον: αρχίζω συνομιλία: Έπιασε/άνοιξε ~ με τους μαθητές/μαζί τους. Μου έπιασε/άνοιξε ~ για βιβλία. Της είχε πιάσει την ~ μέσα στο λεωφορείο., χωρίς (άλλη/καμιά) κουβέντα 1. χωρίς να ειπωθεί κάτι (επιπλέον): Συνέχισε τον δρόμο της, ~ ~. 2. αναντίρρητα: Δέχθηκαν ~ ~ την αλλαγή., χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση & χωρίς πολλές κουβέντες: δίχως καθυστέρηση ή διαφωνία: Απέρριψε την πρόταση ~ ~. Υπέγραψαν ~ ~ το συμφωνητικό., αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση βλ. λόγος, πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα βλ. συζήτηση, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< μεσν. κουβέντα < κομβέντον, κομβέντος < λατ. conventus ‘συνάντηση, συνάθροιση’]

κρουνός

κρουνός κρου-νός ουσ. (αρσ.) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας εκροής υγρού (κυρ. νερού) σε μεγάλη ποσότητα: πυροσβεστικός ~ (πβ. υδροστόμιο). ~ πεζοδρομίου. Δίκτυο ~ών (υδροληψίας). Βλ. βαλβίδα, βάνα, στρόφιγγα. 2. (μτφ.-επιτατ.) μεγάλη ροή: ~οί αίματος/δακρύων. Ανοίγουν οι ~οί της χρηματοδότησης. Βλ. ποτάμι, χείμαρρος. 3. (σπάν.) κρήνη, βρύση: (ΑΡΧΑΙΟΛ.) μαρμάρινοι ~οί. ● ΦΡ.: άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού: άρχισε καταρρακτώδης βροχή. Βλ. βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/με το τουλούμι/καρέκλες/παπάδες. [< 3: αρχ. κρουνός]

λάθος

λάθος λά-θος ουσ. (ουδ.) {λάθ-ους | -η, -ών} 1. ό,τι αποκλίνει από αυτό που θεωρείται σωστό και κατ' επέκτ. αποδεκτό, λογικό και αναμενόμενο ή από αυτό που ισχύει στην πραγματικότητα· ακατάλληλη ή ανεπιτυχής ενέργεια, κακή πράξη, παράβαση ή παράλειψη: ακούσιο/ανεπανόρθωτο/ασυγχώρητο/εγκληματικό/επαγγελματικό/μοιραίο/οικτρό/ολέθριο/παιδαριώδες/σοβαρό/στιγμιαίο/τραγικό/χαζό/χοντρό ~. Ιατρικό/λογιστικό/στατιστικό/τεχνικό/τυπογραφικό (πβ. παρόραμα) ~. Γλωσσικά/γραμματικά/εκφραστικά/λεκτικά/ορθογραφικά/συντακτικά/φραστικά ~η (βλ. ακυρολεξία, ασυνταξία, βαρβαρισμός, μαργαριτάρι, σολοικισμός). Επικοινωνιακά/στιλιστικά ~η. ~ από αμέλεια/απερισκεψία/απροσεξία/επιπολαιότητα. ~ εκ παραδρομής. Το μεγαλύτερο ~ της ζωής κάποιου. Ενδεχόμενο/περίπτωση/πιθανότητα ~ους. Αποφυγή/διόρθωση/σωρεία ~ών. Συγγνώμη, (δικό μου) ~! Ήταν ~ μου/προσωπικό μου ~ που ... Με το παραμικρό ~, μου βάζει τις φωνές. Αναγνωρίζω/αρνούμαι/ομολογώ/παραδέχομαι/πληρώνω το ~ μου. Διέπραξε ~η. Υπέπεσε σε πολλά ~η. Μαθαίνουμε από τα ~η μας. Δεν έμαθε από τα ~η του παρελθόντος. Έγιναν ~η στρατηγικής/τακτικής/χειρισμού. Δεν εντοπίστηκαν ~η. Ελέγχω το κείμενο για τυχόν ~η. Πβ. αμάρτημα, αστοχία, ατόπημα, γκάφα, γκέλα, κοτσάνα, ολίσθημα, παράπτωμα, πλάνη1, πλημμέλημα, στραβοτιμονιά, φάλτσο. ΣΥΝ. σφάλμα (1) 2. (ως επίθ.) λανθασμένος: ~ απάντηση (= άστοχη, ΑΝΤ. ορθή)/διεύθυνση/εντύπωση/κίνηση/νούμερο. Σε ~ βάση. ~ άνθρωπος σε ~ θέση. Πήρα ~ λεωφορείο. ΑΝΤ. σωστός (1) 3. (ως επίρρ.) λανθασμένα: Μάλλον κατάλαβα ~. ~ (= εσφαλμένα) το έγραψες. Τι κάνω/μπορεί να πήγε ~ (= στραβά); ● Υποκ.: λαθάκι (το): Βλ. μικρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: ανθρώπινο λάθος: για απόδοση ευθυνών σε πρόσωπο: Το δυστύχημα οφείλεται σε ~ ~ και όχι σε μηχανική βλάβη., ανάλυση λαθών/σφαλμάτων βλ. ανάλυση, ερωτήσεις σωστού-λάθους/διαζευκτικής απάντησης βλ. ερώτηση, λάθος/τέρας/έκτρωμα της φύσης βλ. φύση, μήνυμα λάθους/σφάλματος βλ. μήνυμα, περιθώριο σφάλματος/λάθους βλ. περιθώριο ● ΦΡ.: αν δεν κάνω λάθος: έκφρ. μετριασμού της βεβαιότητας για κάτι: ~ ~ (= αν δεν γελιέμαι), ασχολείται με ... Σε είδα χθες, ~ ~. ΣΥΝ. αν δεν απατώμαι, γράψε/γράψτε λάθος & σημειώσατε λάθος (προφ.): έκφρ. παραδοχής σφάλματος: Συγγνώμη, ξέχασα ότι δεν μπορείς/μπορείτε αύριο, ~ ~., κάνω λάθος: σφάλλω: ~εις (μεγάλο) ~ (= απατάσαι) αν νομίζεις πως ... ~ει συνέχεια τα ίδια ~η/το ένα ~ μετά το άλλο. Δεν πειράζει, όλοι ~ουμε ~η. Έκανα ~ στην εκτίμησή μου (= έπεσα έξω)/στην πρόσθεση/στους υπολογισμούς. Μην ~εις το ~ και/να του ξαναμιλήσεις. Πβ. λαθεύω, λανθάνω. Βλ. αλάθητο., κατά λάθος & (λόγ.) εκ λάθους: χωρίς να το θέλει κάποιος: Έσβησα το μήνυμα ~ ~. Πβ. από αβλεψία. ΑΝΤ. εκ προθέσεως, επίτηδες, εσκεμμένα, σκόπιμα., λάθη επί λαθών (λόγ.-εμφατ.): διαδοχικά λάθη: ~ ~ στα τελευταία λεπτά του αγώνα., λάθος εποχή βλ. εποχή, τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε βλ. άνθρωπος, χτυπώ λάθος πόρτα βλ. πόρτα [< μτγν. λάθος ‘λήθη’, μεσν. λάθος, γαλλ. erreur, faute]

λάκκος

λάκκος λάκ-κος ουσ. (αρσ.) 1. κοιλότητα του εδάφους, συνήθ. μεγάλη και τεχνητή: σκαμμένος ~ (βλ. όρυγμα, σκάμμα, τάφρος, χαντάκι). ~ βάθους ... μέτρων. Απορροφητικοί ~οι αστικών λυμάτων (βλ. βόθρος). Διάνοιξη ~ων (φύτευσης). Έπεσε σε ~ο (= λακκούβα). Πβ. βαθούλωμα, γούβα, γούπατο, λούμπα. Βλ. λακκάκι.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αποθηκευτικοί ~οι (= αποθέτες). 2. (λαϊκό) τάφος. ● ΦΡ.: κάποιο λάκκο έχει η φάβα (παροιμ.): κάτι ύποπτο συμβαίνει, κάτι δεν πάει καλά., ο λάκκος των λεόντων/με τα φίδια (μτφ.): εξαιρετικά δύσκολη ή κρίσιμη κατάσταση: Βρίσκεται/έπεσε/τον έριξαν στον ~ο ~., όποιος σκάβει το(ν) λάκκο του άλλου/αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα (παροιμ.): όποιος προσπαθεί να κάνει κακό σε άλλον, στο τέλος ζημιώνεται ο ίδιος., σκάβω/ανοίγω τον λάκκο (κάποιου) (μτφ.-προφ.): προσπαθώ να τον βλάψω, δρω ύπουλα σε βάρος του: Του παρίστανε τον φίλο και από πίσω του έσκαβε ~.|| Άνοιξε μόνος του τον ~ του. [< αρχ. λάκκος]

λεπτό

λεπτό λε-πτό ουσ. (ουδ.) & (προφ.) λεφτό 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα χρόνου (σύμβ. min) ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας ή με εξήντα δευτερόλεπτα· συνεκδ. σύντομο χρονικό διάστημα: διάρκεια ενός ~ού. Χρέωση ... ευρώ ανά/το ~. Πέντε ~ά (= πεντάλεπτο) διάλειμμα. (στην κινητή τηλεφωνία:) Δωρεάν ~ά ομιλίας. Μέσα σε δύο ~ά/εντός είκοσι ~ών. Τρία ~ά αργότερα. Πριν (από) επτά ~ά. Δεκαπέντε ~ά (= ένα τέταρτο) μετά τις δύο. Είναι τριάντα ~ά (= μισή ώρα) μακριά/με τα πόδια. Απομένουν έξι ~ά (μέχρι τη λήξη). Επιστρέφω σε δέκα ~ά (= σε ένα δεκάλεπτο). Διακόπτουμε για λίγα ~ά (: ολιγόλεπτη διακοπή). Πάλεψαν για τη νίκη μέχρι το τελευταίο ~ του αγώνα. Πβ. πρώτο.|| Τον συμπάθησα από το πρώτο ~. Θα πάρει μόνο ένα ~ (= πολύ λίγο). Ζει κάθε ~ της ζωής του. Πβ. στιγμή. 2. ΟΙΚΟΝ. νομισματική μονάδα ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ (και παλαιότ. της δραχμής)· συνεκδ. το αντίστοιχο κέρμα: δύο/πέντε/δέκα/είκοσι/πενήντα ~ά (= δί-/πεντά-/δεκά-/εικοσά-/πενηντά-λεπτο). ΣΥΝ. ευρωλεπτό, σεντ 3. ΓΕΩΜ. μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. ● Υποκ.: λεπτάκι & λεπτούλι (το): στη σημ. 1: μισό λεπτάκι. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερο (λεπτό): δευτερόλεπτο. ● ΦΡ.: από λεπτό σε λεπτό & από το ένα λεπτό στο άλλο (προφ.) 1. σε πολύ λίγο: Τους περιμένω ~ ~. Πβ. από τη μια στιγμή/μια μέρα στην άλλη, από ώρα σε ώρα, οσονούπω. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, όπου να 'ναι (1) 2. πολύ γρήγορα: Η κατάστασή του χειροτερεύει ~ ~. [< γαλλ. d'une minute à l'autre ] , για μισό/για ένα λεπτό (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση, διαφωνία ή για να ζητηθούν διευκρινίσεις, εξηγήσεις: ~ ~ (= όπα), πότε το είπα αυτό;|| ~ ~ (= κάτσε, περίμενε, στάσου), γιατί με μπέρδεψες, τι εννοείς;, ένα/μισό λεπτό (προφ.): για να δηλωθεί πολύ μικρό χρονικό διάστημα: Περίμενε ~ ~ (= λιγάκι)! Επιστρέφω σε ~ ~ (= αμέσως). Μισό ~ να κοιτάξω και θα σου πω (κ. αργκό "μισό"). ~ ~, παρακαλώ!, ενός λεπτού σιγή & μονόλεπτη/-ος σιγή & τριών λεπτών σιγή: απόδοση τιμής σε αποθανόντα συνήθ. πριν από την έναρξη επίσημης εκδήλωσης, διάρκειας ενός λεπτού ή τριών λεπτών (κυρ. στη μνήμη πολλών θυμάτων), σε σιωπηλή και όρθια στάση των παρευρισκομένων: Κράτησαν/τήρησαν ~ ~. [< γαλλ. une minute de silence] , λεπτό προς λεπτό: (συνήθ. για δημοσιογραφική κάλυψη) αναλυτική παρακολούθηση γεγονότος ή διαδικασίας την ώρα που λαμβάνει χώρα: ~ ~ η επιχείρηση απεγκλωβισμού/οι κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις/η μάχη των εκλογών., ούτε λεπτό: καθόλου, ούτε στιγμή: Δεν υπάρχει ~ ~ για χάσιμο! Δεν σταμάτησε ~ ~ να βρέχει. Θα σε περιμένω μέχρι τις τέσσερις, ~ ~ παραπάνω., στο λεπτό: αμέσως, πάρα πολύ γρήγορα: φωτογραφίες ~ ~ (πβ. της στιγμής). Ετοιμάστηκε ~ ~ (= σε κλάσμα/κλάσματα (του) δευτερολέπτου, στη στιγμή, στο άψε σβήσε/πι και φι/πιτς φιτίλι/τάκα-τάκα/τσακ μπαμ). [< γαλλ. à la minute] [< μτγν. λεπτόν 1,2: γαλλ. minute]

λέω

λέω λέ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λες, λέ-ει, -με, -τε, -ν(ε), έλεγα, είπα (προστ. πες, πείτε κ. πέστε), πει, λέγ-ομαι, λέ-χθηκε (λόγ.) ειπώ-θηκε (λογιότ. ελέ-χθη, -χθησαν, μτχ. λε-χθείς, -χθείσα, -χθέν), λε-χθεί (λόγ.) ειπω-θεί, λέγ-οντας, -όμενος, ειπω-μένος} & (λόγ.) λέγω 1. εκφέρω λέξεις και φράσεις, αρθρώνω φθόγγους: Συγγνώμη, δεν σ' άκουσα, τι είπες; Είπαν (= αντάλλαξαν) βαριές κουβέντες. Έχω κάτι να σου πω (: εμπιστευτώ), αλλά μην το πεις (= αποκαλύψεις, μαρτυρήσεις) σε κανέναν/πουθενά. Πες το μου στ' αυτί/ψιθυριστά. Έφυγε, ~οντας μόνο ένα "γεια". Έχουν ~χθεί τα πάντα. (εμφατ.) ~ει και ~ει ασταμάτητα (πβ. μιλώ). Δεν ξέρει τι ~ει (= ~ει ασυναρτησίες). (ειρων.) Τέτοια λέγε μου, να χαίρομαι!|| Τι έχεις να πεις σε όσους σε κατηγορούν; Πβ. απαντώ.|| ~ τη γνώμη μου (= διατυπώνω, εκφράζω)/ψέματα (= ψεύδομαι). ~ει τις ειδήσεις (= εκφωνεί, παρουσιάζει). Πείτε μου/πέστε μου τι κάνετε/τα νέα σας. Μας είπε (= ανακοίνωσε) την απόφασή του/τα εξής: … Αναγκάστηκε να πει (= ομολογήσει, παραδεχτεί) την αλήθεια.|| Δεν μπορεί να πει (= προφέρει) το "ρο".|| Στο ~ εγώ, θα έρθει (πβ. διαβεβαιώνω)! Τι το λες και δεν το κάνεις; Ό,τι είχα/ήταν να πω το είπα (πβ. δηλώνω). Ό,τι και να πεις, έχεις δίκιο. Αφού σου είπα (= υποσχέθηκα) ότι θα σε βοηθήσω, θα το κάνω. Στο είχα πει (: επαναλάβει) πολλές φορές.|| Το είπε (= μετέδωσε) το ραδιόφωνο.|| ~νε (= κάνουν λόγο) για τα χθεσινά. 2. σκέφτομαι, υπολογίζω· νομίζω, πιστεύω· υποθέτω, φαντάζομαι: ~ να φύγω αύριο (πβ. προγραμματίζω, σκοπεύω, σχεδιάζω). Πάνω που είπα (= αποφάσισα) κι εγώ να σοβαρευτώ ... -Θα έρθεις; -Έτσι ~. Και να πεις πως δεν το περίμεναν! Πες πενήντα τα οδοιπορικά κι εκατό η διαμονή. Πόση ώρα λες να πάρει;|| Εσύ τι λες/τι έχεις να πεις γι’ αυτά; Τι θα πει ο κόσμος; (με αμφιβολία ή απορία:) ~τε να είναι τόσο απλό;|| Αν δεν σε ήξερα, θα έλεγα ότι δεν είσαι (= δεν θα σε έκανα) πάνω από είκοσι. Έτσι όπως είχε ξαπλώσει, έλεγες ότι κοιμάται. Πες πως ήσουν στη θέση μου, τι θα έκανες; Ποιος να (μου) το 'λεγε ότι θα χώριζαν! 3. για παράθεση άποψης, φήμης, γνωμικού, των λόγων κάποιου: (συνήθ. στο γ' πρόσ.) ~νε/~εται ότι/πως ... (πβ. διαδίδεται, μαρτυρείται, συζητιέται, φημολογείται, ψιθυρίζεται). Πολλά ~ονται και ακούγονται γι' αυτό το θέμα. Απ' ό,τι λένε (οι δικοί του) είναι πολύ ώριμος για την ηλικία του. Η παράδοση ~ει (= αναφέρει) ότι ο πύργος ήταν στοιχειωμένος. Στο χωριό μου ~νε: "Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά".|| Όπως ακριβώς είπα/~θηκε και πριν, ...|| (σε ευθύ ή πλάγιο λόγο) Και γυρίζει και μου ~ει: "Έχεις καθόλου λεφτά;" (πβ. ρωτώ). Δεν τη νοιάζει, ~ει. (Μου) είπε να μη χαθούμε. 4. (ειδικότ.) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω: Ο ίδιος ~ει ότι έπεσε θύμα απάτης. Το ~ και το πιστεύω. Είσαι σίγουρος για όσα λες; Σύμφωνα με όσα ~ει σε συνέντευξή της ... Δεν ~/δεν μπορώ να πω ότι το έκανε αυτός/επίτηδες. 5. εισαγωγικά ή παρενθετικά στον λόγο ή σε τυπικές φράσεις για προσέλκυση της προσοχής, έκφραση απορίας, αμηχανίας, δυσαρέσκειας: Δεν μου λες, αύριο έχουμε μάθημα; Για να το πούμε αλλιώς/απλά/καλύτερα, ... Τολμώ να πω ότι την καταλαβαίνω. Συγγνώμη, να πω κάτι (πβ. αναφέρω, επισημαίνω, προσθέτω); Και να πω και κάτι άλλο ... Θα μου επιτρέψετε/πρέπει να πω ... Δεν χρειάζεται/περιττό να πω ότι ... (: για κάτι αυτονόητο, γνωστό). Σου το/στο ~ σαν φίλος, ξέχασέ την.|| (επιτατ., θυμωμένα:) Αυτό που σου ~ εγώ!|| (απειλητ.) Για πρόσεχε τι λες!|| (συγκαταβατικά) Ό,τι πεις εσύ!|| (στερεότυπη φρ. όταν σηκώνουμε το τηλέφωνο) Λέγετε; Λέγετε, παρακαλώ! 6. ονομάζω, αποκαλώ, χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι: -Πώς σε ~νε; -Με ~νε Ειρήνη. ~ομαι ... (: για ονοματεπώνυμο). Πολύ ακατάδεχτη η ... πώς την είπαμε; (: όταν δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου).|| Πώς ~εται αυτό στα Γαλλικά (πβ. μεταφράζω);|| Τον είπε βλάκα μπροστά σ' όλους. (για παρατσούκλι) Στο σχολείο τον ~νε ξερόλα. Εγώ αυτό το ~ κοροϊδία. 7. εννοώ, σημαίνω, δείχνω: (συνηθέστ. στο γ' πρόσ.) Τι θα πει "ελευθερία"; Αν γυρίσει, θα πει πως σ' αγαπάει. Το ότι τον προσκάλεσα δεν θα πει ότι τον συμπαθώ κιόλας.|| Νομίζω αυτό ~ει πολλά για τον χαρακτήρα της. Η φωτογραφία τα ~ει όλα. Το θερμόμετρο ~ει σαράντα βαθμούς Κελσίου. Η πινακίδα ~ει "Απαγορεύεται η αναστροφή". Πάτησε το κουμπί που ~ει στοπ.|| (προφ.) -Τι ώρα λες (: τι ώρα ~ει το ρολόι σου); Τα μάτια σου άλλα ~νε ... 8. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι· προτείνω, συμβουλεύω: Πες του να περάσει. Άσε με ήσυχη, σου είπα! Μην του πεις μόνο για διάβασμα (: να διαβάσει)! Θα σου πω εγώ πότε να σταματήσεις (πβ. καθοδηγώ, υποδεικνύω). Κάνε ό,τι σου ~ει (πβ. διατάζω)!|| Εγώ ~ να πάμε. Θα σου έλεγα να μη βιαστείς. Πες του κι εσύ κάτι! 9. (προφ.) διατυπώνω γραπτώς, αναφέρω: Τι ~νε (= γράφουν) οι εφημερίδες; Η διαθήκη/ο νόμος ~ει (= ορίζει) ... Χρειάζεσαι μία υπεύθυνη δήλωση που να ~ει ότι ... Ένας μεγάλος ποιητής είπε ... 10. προβλέπω, προλέγω: Εγώ το είχα πει από την αρχή. Όταν εγώ στα 'λεγα, εσύ δεν με πίστευες. Πβ. προειδοποιώ. 11. εξηγώ, ερμηνεύω: ~ει (= διαβάζει) τον καφέ/το μέλλον/τη μοίρα/το φλιτζάνι/τα χαρτιά.|| Μπορείς να μου πεις τι σημαίνει ... 12. αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω: Δεν ξέρει να ~ει ανέκδοτα. Πείτε μας πώς τα περάσατε στο ταξίδι. Ακριβώς έτσι έγιναν, όπως τα είπε. Πες μας τι σου συμβαίνει. Πβ. διηγούμαι.|| Ένας απ' τους δυο σας ~ει παραμύθια (πβ. παραμυθιάζω, ψεύδομαι). 13. κουβεντιάζω, συζητώ: Τα ~με πού και πού. Κάτσε να τα πούμε λιγάκι. Για σένα λέγαμε (= μιλούσαμε). Πίνανε και λέγανε τα δικά τους. Τι ακριβώς ~θηκε/~χθη στη γενική συνέλευση;|| Όπως είπαμε (= συμφωνήσαμε), εντάξει; 14. επαναλαμβάνω προφορικά κάτι που έχει ορισμένη μορφή και συνήθ. το έχω αποστηθίσει: ~ ένα ποίημα (= απαγγέλλω)/την προσευχή μου. Θα πει (= τραγουδήσει) κομμάτια από τον τελευταίο του δίσκο. Βλ. λεγάμενος, λέγειν, λεγόμενα, λεγόμενος.λέει (προφ.) 1. (συνήθ. με άρνηση) αξίζει: -Τι ~ το/σαν μαγαζί; - Δεν ~ μία/τίποτα. Η ταινία δεν έλεγε πολλά (πράγματα). Βλ. ψιλο~. 2. για έμφαση, ενίσχυση των λεγομένων: Ξεφαντώσαμε, ~! Αν τον ξέρω, ~; Απ’ έξω κι ανακατωτά. Πβ. δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! 3. ως συμπλήρωμα στην ομιλία, όταν κάποιος δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις: Και μου ζήτησε, ~, να φύγω ~, γιατί ήθελε, ~, να ... Πβ. να πούμε. 4. σε αφηγήσεις ή υποθέσεις: Ήτανε, ~, κάποτε ένας βασιλιάς... Είδα, ~, στο όνειρό μου ότι ...|| Φαντάσου, ~, να ξανασυναντηθούμε μια μέρα. 5. για να δηλωθεί έντονη έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: Ποιος ήταν ~; 6. για λόγο που θεωρείται πρόφαση, δικαιολογία: Δεν ήρθε γιατί, ~ (= δήθεν), είχε δουλειά. Πβ. τάχα. 7. φημολογείται: Ο γιος τους, ~, είχε μπει φυλακή. ● ΦΡ.: ... όπως/που λέει και (προφ.): όταν αναφέρονται τα λόγια κάποιου, αποφθέγματα, παροιμίες ή στίχοι τραγουδιού: Κάθε εμπόδιο για καλό, ~ ~ ο λαός. Όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας, ..., άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν περιγράφεται με λόγια: Είχε γίνει έξω φρενών, φώναζε, έβριζε, άσε ... ~ ~ ακούς! Τα χρώματα του πίνακα είναι μοναδικά, όμως ~ ~ βλέπεις!, ας πούμε (προφ.) 1. για να δοθεί παράδειγμα: Παιδιά που είναι, ~ ~, οκτώ ετών ... Πβ. για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν/χάρη, ξέρω γω. 2. για να εκφραστεί μία υπόθεση: ~ ~ (= ας υποθέσουμε) ότι ψάχνεις για δουλειά ... Πβ. έστω. 3. για να γίνει μία πρόταση: -Πότε να πάμε; -~ ~ την πρώτη του μηνός., ας τα λέμε καλά (προφ.): σχετικά καλά, ως τυπική απάντηση χαιρετισμού: -Τι κάνεις; -Ε, ~ ~..., άστον/άσ' τον να λέει (προφ.): συνήθ. ως προτροπή σε κάποιον να μη δίνει σημασία στα λόγια τρίτου: Άστους να λένε, είσαι η καλύτερη!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος θέλει να συνοψίσει κάτι ή δεν ξέρει τι άλλο να πει: ~ ~ φίλε μου, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση., αυτό θα πει ...! (προφ.): (ως ένδειξη αναγνώρισης, θαυμασμού) αυτό είναι: ~ ~ αγάπη/εξυπηρέτηση/μαγκιά/τύχη!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί παραδοχή, ομολογία ή συμφωνία με κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Είναι ωραίος νέος, αυτό/το σωστό να ~. Η αλήθεια να ~, μαζί της δεν βαριέμαι ποτέ., αφού το λες εσύ & αφού το λέτε εσείς (προφ.): (συγκαταβατικά) για να δηλωθεί αποδοχή της άποψης του άλλου: Ε, ~ ~, έτσι θα 'ναι/κάτι (παραπάνω) θα ξέρεις., για λέγε/πες (προφ.): ως προτροπή για να αφηγηθεί κάποιος κάτι ενδιαφέρον: -Συναντηθήκαμε χθες. -~ ~, ~ ~!, για να μη (σου) πω & μη (σου) πω: παρενθετικά στον λόγο για να προσθέσουμε κάτι, χωρίς να είμαστε απόλυτοι: Ένα από τα πιο σημαντικά, ~ ~ το πιο σημαντικό, είναι ..., για να σου πω (προφ.): (αυστηρά) ως έκφραση δυσφορίας, για να σταματήσει κάποιος να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: Α, ~ ~, μη μου φωνάζεις εμένα! ~ ~, σαν πολύ αέρα δεν πήρες;, δε(ν) λέγεται (προφ.-εμφατ.): δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια: Το τι αγόρασε ~ ~! ~ ~ τι τράβηξα μέχρι να τελειώσω., δε(ν) λέω (προφ.): δεν αντιλέγω, δεν διαφωνώ: ~ ~, η δουλειά είναι δύσκολη, αλλά ..., δεν λέει να 1. (προφ.) για κάτι που δεν συμβαίνει, κυρ. αντίθετα από το επιδιωκόμενο ή το προσδοκώμενο: Αυτή η γρίπη ~ ~ περάσει με τίποτα. Η ώρα περνούσε κι αυτός δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. 2. (νεαν. αργκό) δεν είναι σωστό, πρέπον ή συμφέρον: Θα περιμένω να τον αποχαιρετήσω, ~ ~ φύγω έτσι., δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... & πάλι καλά (να λες) (που): (προφ.) όταν κάποιος προσπαθεί να εστιάσει στις θετικές πλευρές μιας δυσάρεστης κατάστασης: ~ ~ που δεν πάθατε τίποτα! Πβ. ευτυχώς.|| -Άργησες, αλλά τουλάχιστον ήρθες. -Πάλι καλά να λες!, δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί συμφωνία με τα προαναφερθέντα και υπερθεματισμός: Καλά, ~ ~, το μέρος ήταν καταπληκτικό! -Πώς περάσατε χθες, ωραία; -Ωραία ~ ~, τέλεια ήταν! Τυχερή, ~ ~, από θαύμα ζει!, δεν μου λέει τίποτα (προφ.): δεν μου κάνει αίσθηση, δεν το θεωρώ σημαντικό: Το ότι είναι πλούσιος πραγματικά/προσωπικά ~ ~. [< γαλλ. cela ne me dit rien] , δεν σου λέω (οικ.): (με περιπαικτική διάθεση) σε περίπτωση που κάποιος αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι: ~ ~, για να μάθεις! ~ ~, ~ ~, πού ήμουν!, είπα κι εγώ (προφ.): σε περιπτώσεις που ανατρέπονται τα λόγια, οι αρχικές σκέψεις ή εκτιμήσεις κάποιου: ~ ~ με ξέχασες;, είπα ξείπα (προφ.): για αναίρεση προηγούμενης δήλωσης ή υπόσχεσης: -Μα μου είπες πως θα μου το αγοράσεις. -~ ~ (: το παίρνω πίσω).|| (ως ουσ.) Βαρέθηκα τα ~ ~ του., είπες κάτι/τίποτα; (προφ.): με αυστηρό ύφος ή απειλητικά, για να αποθαρρυνθεί κάποιος που εκφράζει αντιρρήσεις, συνήθ. μουρμουρίζοντας ή μιλώντας σιγά: Δεν κατάλαβα. ~ ~;, εμένα μου λες (προφ.): ως έκφραση αμφισβήτησης ή συμφωνίας: (ειρων.) -Συγγνώμη, δεν θα ξαναγίνει. -~ ~!|| -Είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος. -~ ~; Ένας θεός ξέρει τι έχω τραβήξει μαζί του., ένα (μόνο) σου λέω (προφ.-εμφατ.): για προσέλκυση της προσοχής σε αυτό που θα ακολουθήσει: ~ ~ και να το θυμάσαι, τίποτα δεν είναι δεδομένο. (απειλητ.) Ένα μόνο θα σου πω, μη διανοηθείς και ξαναγυρίσεις!, εσύ το λες αυτό/εσύ είσαι που το λες αυτό 1. (προφ.-εμφατ.) αυτή είναι η δική σου άποψη, όχι η δική μου: Εγώ δεν είπα ότι δεν θέλω, ~ ~. 2. (σε ερώτηση) ως έκφραση έκπληξης, απορίας για τα λεγόμενα κάποιου: -Δεν αντέχω άλλο. -~ ~; Νόμιζα ότι σου άρεσε η δουλειά., έτσι λες; (προφ.): αυτό νομίζεις, αυτό πιστεύεις;: ~ ~ ε; Μπορεί να 'χεις και δίκιο ..., έτσι σου είπαν να λες; (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, διαμαρτυρίας για κάτι που ειπώθηκε: -Ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του. -Μπα, ~ ~;, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει (προφ.): (για καλλιτέχνη ή καλλιτεχνική δημιουργία) προτείνει κάτι διαφορετικό, καινούργιο: Η ταινία δεν ~ ~., έχω να (το) λέω (προφ.): εκφράζομαι με τα καλύτερα λόγια για κάποιον ή κάτι: ~ ~ για τη φιλοξενία τους., θα έλεγα (προφ.): κειμενικός δείκτης που τονίζει την υποκειμενικότητα μιας κρίσης: Τα θέματα ήταν αρκετά εύκολα, ~ ~ (= κατά τη γνώμη μου).|| (επιτατ.) Η αύξηση είναι σημαντική, εντυπωσιακή ~ ~ (= τολμώ να πω). Πβ. αν θέλεις/θέλετε., θα μου πεις ... (προφ.): (παρενθετικά στον λόγο) ως έκφραση άποψης, σκέψης ή πιθανής εξέλιξης: Κάθε αρχή και δύσκολη, θα μου πεις., θα σου 'λεγα (τώρα) (προφ., συνήθ. με θυμωμένο ύφος): για μετριασμό των λεγομένων ή αποσιώπηση βαρύτερων χαρακτηρισμών και λόγων: ~ ~ καμιά κουβέντα, έχε χάρη όμως που ... ~ ~ τίποτα για το σόι σου, αλλά ... Πβ. τι του λες/τι να του πεις τώρα;, θα τα πούμε (προφ.) 1. ως έκφραση αποχαιρετισμού: Πολλά φιλιά, ~ ~ (από κοντά/σύντομα/την Τρίτη). Πβ. τα λέμε. 2. (απειλητ.) θα λογαριαστούμε, αναμετρηθούμε: Εμείς (οι δύο) ~ ~ στο γήπεδο/δικαστήριο., και πάει λέγοντας (προφ.): και ούτω καθεξής: Το νέο νομοσχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις, απεργίες, διαμαρτυρίες ~ ~. ΣΥΝ. και τράβα κορδέλα/κορδόνι, και τι δεν είπε (εμφατ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι ειπώθηκαν πολλά: ~ ~ για τον διευθυντή, ότι τους καταπιέζει, ότι τους εκμεταλλεύεται, ότι ..., καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες (προφ.): για επιβεβαίωση της κρίσης κάποιου άλλου: ~ ~ να μην ανακατευτώ, αλλά πού μυαλό! Καλά μου είπανε πως είναι απατεώνας., καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε (προφ.): για να δηλωθεί συμφωνία με τα λεγόμενα κάποιου: (Πολύ) καλά τα λες, αλλά ποιος σ' ακούει; Ακριβώς έτσι έγινε, φίλε, σωστά τα λες. Ναι, ναι, (έτσι) όπως τα λέει είναι ..., κάτι έλεγες ...; (προφ.-ειρων.): όταν τα λόγια κάποιου αντιτίθενται στις πράξεις του ή γενικότ. δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα., κάτι μας είπες (τώρα)! (προφ.-ειρων.): για κάτι γνωστό, αυτονόητο: -Τόσο καιρό μας έλεγε ψέματα. -Χαίρω πολύ, ~ ~! Πβ. τι μας λες (τώρα);, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... (προφ.): διαισθάνομαι ή προαισθάνομαι κάτι: Κι όμως εμένα ~ ~ θα τον ξαναδώ. [< γαλλ. quelque chose me dit que] , κάτι μου λέει (προφ.): μου θυμίζει κάτι: ~ ~ το όνομά του, αλλά δεν είμαι σίγουρη.|| Η φωτογραφία δεν μου λέει κάτι/τίποτα. [< γαλλ. me dit quelque chose] , λέγε λέγε/πες πες (προφ.-εμφατ.): σε περιπτώσεις που λέγεται κάτι συνεχώς και επίμονα σε κάποιον: ~ ~ στο τέλος τον έπεισαν. Πβ. λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει., λέγε με ... & μπορείς να με λες (προφ.): (ακολουθεί κύριο όνομα ή ουσιαστικό) να με αποκαλείς, φωνάζεις ..., όταν θέλει κάποιος να δημιουργήσει κλίμα οικειότητας ή, ειρων., για τον ίδιο του τον εαυτό: Από 'δω και πέρα ~ ~ απλώς/σκέτο Μαρία.|| Τελικά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το φτιάξω, ~ ~ και μάστορα!, λέμε τώρα (προφ.-ειρων.): που λέει ο λόγος: Καλά είμαι, ~ ~. Υποσχέσεις για ένα καλύτερο, ~ ~, μέλλον., λες κ(α)ι (προφ.): σαν να: Το θυμάμαι ~ ~ ήταν χθες! Δεν μπορούσε να μιλήσει, ~ ~ κάτι του 'φραζε το στόμα. Πβ. θαρρείς και., λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου: δηλ. χωρίς να ακούγομαι: Είπε ~ του (: σιγανά, σιωπηλά, χαληλόφωνα) μια προσευχή. Όλα θα πάνε καλά, είπε ~ της (: σκέφτηκε, συλλογίστηκε). Αν έχεις κάτι να πεις, μην το λες ~ ~ σου (= πες το δυνατά, φωναχτά). Βλ. μουρμουρίζω, ψιθυρίζω., μα τι λέω & τι λέω (προφ.) 1. όταν κάποιος διορθώνει ή ενισχύει τα λεγόμενά του: Μέρες έχω να γράψω, ~ ~, μήνες. 2. (ειρων.) ως έκφραση αυτοθαυμασμού: ~ ~, ο άνθρωπος!, μας τα 'παν κι άλλοι (προφ.): για κάτι που έχει ειπωθεί πολλές φορές και δεν προκαλεί πλέον εντύπωση: Άσε/αυτά ~ ~!, μη μου πεις ότι ... (προφ.): για να προκαταλάβουμε τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν σου άρεσε/δεν σκέφτεσαι κι εσύ το ίδιο. ~ ~ ξαφνικά άλλαξες γνώμη!, μη μου το λες/μη μου πεις .../τι μου λες! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης ή ειρωνείας: -Τα 'μαθες; Παντρεύεται! -Όχι, καλέ, ~ ~!|| (ειρων.) Μη μου το λες, γιατί θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει. Πβ. τι λες/είπες (τώρα)!, μην το λες (προφ.): για να μετριαστεί η απολυτότητα των λεγομένων κάποιου: -Αποκλείεται να περάσει στις εξετάσεις. - Μπα, ~ ~, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται., μου λες/σου λέει (οικ.): αμφισβητώντας την ορθότητα των λεγομένων των άλλων: Και μετά ~ ~ κάνε παιδιά/φίλους., να μη με λένε (προφ.-εμφατ.): (ως απόδοση υπόθεσης) ως διαβεβαίωση προς τον συνομιλητή ότι θα κάνουμε κάτι οπωσδήποτε: Αν δεν έχω κόψει το κάπνισμα μέχρι το καλοκαίρι, ~ ~ Κώστα. Πβ. να μου τρυπήσεις τη μύτη., να πούμε & να 'ούμε (αργκό): παρενθετικά στον λόγο ως έκφραση αμηχανίας, όταν δεν βρίσκει κάποιος τις κατάλληλες λέξεις, ή στο τέλος φράσης, πρότασης: Έφυγε, ~ ~, χωρίς να πει μια λέξη. Καλά, πού ζεις εσύ, ~ ~;, να τα πούμε; (προφ.): για τα κάλαντα: -~ ~; -Φυσικά!, ξέρω τι θα πει: γνωρίζω πολύ καλά κάτι, ευχάριστο ή δυσάρεστο: ~ ~ αγάπη/μοναξιά. Ομάδα που δεν ξέρει τι θα πει ήττα., πες ... πες (προφ.): είτε ... είτε: ~ το σύμπτωση, ~ το διαίσθηση, ήξερα τι θα συμβεί! Πβ. θες ... θες., πες το κι έγινε (προφ.): ως δήλωση προθυμίας για άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου: Αν θέλεις κάτι άλλο, ~ ~!, ποιος μου λέει (εμένα) (προφ.): (συνήθ. ως ρητορική ερώτηση) πώς μπορώ να ξέρω, να σιγουρευτώ: ~ ~ ότι δεν με κοροϊδεύει; Και ποιος σου ~ εσένα πως αύριο θα έχεις δουλειά;, ποιος το είπε/λέει (αυτό); (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, αμφισβήτησης των λεγομένων κάποιου: Ακούς εκεί! ~ ~ ότι είμαι υποχρεωμένος να ...;, πολλά λες (προφ.): φλυαρείς, υπερβάλλεις ή αυθαδιάζεις: Πάντα τόσα ~ ~ για σένα;|| Πάνω από εκατό ευρώ; Νομίζω ότι ~ ~.|| Σαν πολλά δεν μας τα είπες;, που λες/λέτε (προφ., ως παραγέμισμα): εισαγωγικά ή παρενθετικά κυρ. σε αφηγήσεις ή συζητήσεις: Και ~ ~, πέρυσι το καλοκαίρι ... Έφυγα, ~ ~, αμέσως., πού να στα/σας τα/σου τα λέω (προφ.) 1. εισαγωγικά, συνήθ., στον λόγο για πρόκληση εντύπωσης: Άσε φίλε, ~ στα λέω, πήρα μια λαχτάρα χθες! ~ σας τα λέω, δεν θα πιστέψετε ποια συνάντησα στον δρόμο! 2. παρενθετικά στον λόγο για αποφυγή μακρηγορίας: Υπέροχα υφάσματα, αλλά ~ σου τα λέω τώρα, πήγαινε να τα δεις καλύτερα μόνη σου., πώς να στο/το πω (προφ.): όταν δυσκολεύεται κάποιος να εκφραστεί κατάλληλα: Μου αρέσει εδώ, ~ ~..., νιώθω σαν να είναι η δεύτερη πατρίδα μου., σαν να λέμε (προφ.): ως έκφραση επεξήγησης ή κυρ. παρομοίωσης, σύγκρισης με κάτι: Έμπλεξε με συμμορίες, ~ ~ έπεσε στο στόμα του λύκου., σου λέω! (προφ.): χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα ή στην ορθότητα ισχυρισμού που συνήθ. δεν γίνεται πιστευτός: Άσε με ήσυχο ~ ~ (πβ. επιτέλους)! Δράμα, ~ ~, η κατάσταση!, σου 'πα μου 'πες (προφ.): δικαιολογίες ή φλυαρίες: Δεν μου αρέσουν τα πολλά ~ ~, μίλα ξεκάθαρα. Άσε τα ~ ~ και στρώσου στη δουλειά., τα λέμε (οικ.): ως έκφραση αποχαιρετισμού: ~ ~ αργότερα/αύριο (πάλι)/στις 9. Άντε γεια! ~ ~. Πβ. θα τα πούμε, τα ξαναλέμε., τι έλεγα/λέγαμε; (προφ.) 1. μετά από διακοπή συζήτησης: Λοιπόν, ~ έλεγα; Α, ναι ... Θυμάστε ~ λέγαμε; 2. ως υπενθύμιση κάποιου πράγματος που έχει ήδη αναφερθεί και που επαληθεύεται από τις περιστάσεις: ~ ~ πριν για ..., τι θα έλεγες/τι λες ...;: ως ευγενική πρόταση: ~ ~ αν αγοράζαμε καινούργιο αυτοκίνητο/για ένα ποτήρι κρασί/να φάμε μαζί (: θα ήθελες να ...);, τι θα πει (προφ.) 1. τι σημαίνει. Πβ. τι εστί. 2. & τι πάει να πει: για να εκφραστεί έντονη αντίρρηση ή αγανάκτηση: Και ~ ~ δεν του αρέσει; Τόσα λεφτά δώσαμε!, τι λέει; (αργκό) 1. τι κάνεις, πώς είσαι; Πβ. πώς πάει; 2. πώς είναι;: ~ ~ η ζωή στην πρωτεύουσα;, τι λες/είπες (τώρα)! (προφ.): κυρ. ως έκφραση έκπληξης ή διαφωνίας: -Μέσα σε δυο χρόνια πήρε προαγωγή. -~ ~! Δεν θες να πας διακοπές; Μα ~ ~!, τι μας λες (τώρα); & καλέ/μωρέ τι μας λες; (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση ή ειρωνεία, όταν αναφέρεται κάτι αυτονόητο, ήδη γνωστό: ~ ~, ρε άσχετε; Θα μου πεις "~ ~", αφού κι εσύ το ίδιο κάνεις.|| ~ ~; Εμείς κοιμόμαστε όρθιοι; Πβ. κάτι μας είπες (τώρα)!, τι να πω/τι να πει κανείς & τι να λέμε/τι να πούμε τώρα (προφ.): ως έκφραση αμηχανίας, έκπληξης, παράπονου, απαισιοδοξίας: Τι να (σου) πω, δεν ξέρω, τα 'χω χαμένα. Τι να πούμε κι εμείς οι άνεργοι;|| Ό,τι και να λέμε/να πούμε τώρα είναι λίγο., τι σου λέει αυτό; (προφ.): τι καταλαβαίνεις, ποιο συμπέρασμα βγάζεις;: Χρόνια τώρα ζει εκτός Ελλάδος. ~ ~;, τι του λες/τι να του πεις τώρα; (προφ.): ως ήπια έκφραση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης, θυμού: Πήγε και τα μαρτύρησε όλα, ~ ~; Πβ. θα σου 'λεγα (τώρα).|| Τι να σου πω τώρα, καημένε μου; Έτσι που τα 'κανες ..., το 'πε και το 'κανε (προφ.): για άμεση πραγματοποίηση των λεγομένων κάποιου. Πβ. αμ' έπος αμ' έργον., του τη λέω (αργκό): αποστομώνω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον, τον πειράζω λεκτικά: Του την είπε άσχημα και δεν της ξαναμίλησε. Όλο σου τη λέει (πβ. σου τη μπαίνει, σε τσιγκλάει)! Πβ. κολλώ κάποιον στον τοίχο, ταπώνω, τα χώνω σε κάποιον., (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου βλ. αμαρτία, (λέω) το ψωμί ψωμάκι βλ. ψωμί, (να) μην το πεις/πείτε ούτε του παπά βλ. παπάς, (το) είπε το ποίημα βλ. ποίημα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! βλ. ακούω, άκου (με) που σου λέω! βλ. ακούω, άκου λέει! βλ. ακούω, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο βλ. στραβός, δεν (μας) τα λες καλά βλ. καλά, δεν πα να λες ό,τι θες! βλ. θέλω, δεν σε είπαμε και καμπούρη! βλ. καμπούρης, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του βλ. σκύλος, εδώ που τα λέμε βλ. εδώ, είπα και (ε)λάλησα βλ. λαλεί, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε βλ. χέζω, είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα βλ. γάιδαρος, ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι, έχουμε και λέμε βλ. έχω, έχω να το λέω βλ. έχω, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, θα πούμε το νερό νεράκι βλ. νερό, θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος βλ. άλλος, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); βλ. θέλω, θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... βλ. θέλω, θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα; βλ. θέλω, και/κι ύστερα (σου) λένε βλ. ύστερα, καλά δεν τα λέω; βλ. καλά, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λέει/ξέρει κάτι νεράκι βλ. νερό, λέω καλό για κάποιον βλ. καλό, λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου) βλ. μούτρο, λέω με το νου μου βλ. νους, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη βλ. σύκο, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, μια κουβέντα είπα βλ. κουβέντα, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα βλ. χύμα, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς, ό,τι θέλει λέει βλ. θέλω, ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε βλ. όνομα, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, ούτως ειπείν βλ. ούτω(ς), πάει να πει & πα' να πει βλ. πηγαίνω & πάω, πες τα, χρυσόστομε! βλ. χρυσόστομος, πες το ψέματα! βλ. ψέμα, ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ βλ. ποτέ, που λέει ο λόγος βλ. λόγος, πώς είπες/είπατε; βλ. πώς, συ είπας βλ. εσύ, τα λέω ένα χεράκι βλ. χεράκι, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά, τι έκανε λέει; βλ. κάνω, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, τι λέει το πρόγραμμα; βλ. πρόγραμμα, το καλό να λέγεται βλ. καλό, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το λέω και γεμίζει το στόμα μου βλ. στόμα, το λέω και το ξαναλέω βλ. ξαναλέω, τολμώ να πω βλ. τολμώ, τόσα ξέρει, τόσα λέει βλ. τόσος, φερ' ειπείν βλ. φέρω ● βλ. ειπωμένος [< αρχ. λέγω, μεσν. λέω]

λογαριασμός

λογαριασμός λο-γα-ρια-σμός ουσ. (αρσ.) 1. απόδειξη με το συνολικό ποσό χρέωσης, λόγω παροχής αγαθών ή υπηρεσιών ή αγοράς προϊόντων· το ίδιο το χρέος: αναλυτικός ~. Ήρθε ο ~ του κινητού/του νερού (= της ΕΥΑΘ, της ΕΥΔΑΠ)/της πιστωτικής/του ρεύματος (= της ΔΕΗ)/του τηλεφώνου (π.χ. του ΟΤΕ). Αποστολή του ~ού μέσω ίντερνετ/ταχυδρομείου. Παραλαμβάνω έναν ~ό. (προς σερβιτόρο) -Τον ~ό παρακαλώ! (για πελάτη) Ζήτησε το(ν) ~ό. Πβ. λυπητερή, τιμολόγιο.|| Ανεξόφλητος/απλήρωτος/εκκρεμής/εκπρόθεσμος/φουσκωμένος ~. Εξοφλώ έναν ~ό.|| (μτφ.) Πλήρωσε τον ~ό (= τα σπασμένα) για τα λάθη άλλων (πβ. ζημιά, κόστος, συνέπειες). 2. ΟΙΚΟΝ. κεφάλαιο που διατηρεί πελάτης σε τράπεζα: αδρανής/αποταμιευτικός/δανειακός/έντοκος/επενδυτικός/καταθετικός/κοινός/προθεσμιακός/προνομιακός/προσωπικός/τραπεζικός ~. ~ μισθοδοσίας/συναλλάγματος. Αριθμός/ενημέρωση/κατάσταση/κίνηση ~ού. Ανοίγω/κλείνω ένα(ν) ~ό. Μπλοκάρω/παγώνω/πιστώνω/χρεώνω ένα(ν) ~ό. Βάζω/καταθέτω χρήματα σε ένα ~ό. Σήκωσε το υπόλοιπο του ~ού (βλ. ανάληψη). Βλ. IBAN. 3. εκτέλεση αριθμητικών πράξεων, υπολογισμός (και καταγραφή) κυρ. των εσόδων, των εξόδων ή των οφειλών· εκτίμηση μιας κατάστασης, των θετικών και αρνητικών στοιχείων: ~ δαπανών/κερδών. Κάνω τον ~ό (= υπολογίζω). Μ' έναν πρόχειρο ~ό χρειάζονται ... χιλιάδες ευρώ. Δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω πάει, δεν κρατάω και ~ό (= δεν μετρώ, δεν σημειώνω). Πβ. καταμέτρηση, μέτρημα.|| (μτφ., συνήθ. στον πληθ.) Έπεσε έξω στους ~ούς του. 4. ΛΟΓΙΣΤ. {συνηθέστ. στον πληθ.} έκθεση με τα έσοδα και έξοδα οικονομικής μονάδας κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου: πρωτοβάθμιοι ~οί (: οι περιληπτικοί ή γενικοί ~οί, αυτοί δηλ. που αναλύονται σε περισσότερους ~ούς). Δευτεροβάθμιοι ~οί (: οι αναλυτικοί ~οί οι οποίοι με τη σειρά τους αναπτύσσονται σε τριτοβάθμιους). ~ αποτελεσμάτων/ενεργητικού/ισολογισμού/παθητικού/προϋπολογισμού/τάξεως. 5. ΠΛΗΡΟΦ. εδραιωμένη σχέση που επιτρέπει σε χρήστη, μέσω ενός μηχανισμού πιστοποίησης, την πρόσβαση στους πόρους ενός υπολογιστή, δικτύου ή μιας υπηρεσίας πληροφοριών: ~ ηλεκτρονικού ταχυδρομείου/σε φόρουμ. Άνοιγμα/δημιουργία/εγκατάσταση/ενεργοποίηση/κωδικός πρόσβασης/στοιχεία ~ού. Σύνδεση στον ~ό. Κάνω ~ό. Ανέβασε φωτογραφίες στον προσωπικό του ~ στο ίνσταγκραμ/στο φέισμπουκ.λογαριασμοί (οι) (μτφ.) 1. εκκρεμότητες, διαφορές: Έχω κάτι ~ούς να κανονίσω/ξεκαθαρίσω/τακτοποιήσω μαζί του. Έκλεισαν τους ~ούς με το παρελθόν. 2. επαφές, σχέσεις, δοσοληψίες: Δεν θέλω ~ούς μαζί τους. Πβ. πάρε-δώσε, παρτίδες. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτοί λογαριασμοί (μτφ.): εκκρεμότητες, άλυτες διαφορές: Έχει ~ούς ~ούς με τη δικαιοσύνη. Οι δύο ομάδες άφησαν ~ούς ~ούς για τον επαναληπτικό., δεσμευμένος λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα και στον οποίο έχουν επιβληθεί μέτρα περιορισμού ή απαγόρευσης της χρήσης του., Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού: ΟΙΚΟΝ. σειρά από αλφαριθμητικούς χαρακτήρες που προσδιορίζει μοναδικά τον λογαριασμό ενός πελάτη σε οποιαδήποτε τράπεζα στον κόσμο, με σκοπό τη διευκόλυνση της αυτόματης επεξεργασίας διασυνοριακών συναλλαγών. [< αγγλ. International Bank Account Number (ΙΒΑΝ)] , λογαριασμός όψεως & κατάθεση όψεως: ΟΙΚΟΝ. καταθετικός λογαριασμός, συνήθ. επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, με κύριο χαρακτηριστικό την ευελιξία στη διενέργεια συναλλαγών, μέσω επιταγών και μετρητών., λογαριασμός ταμιευτηρίου: ΟΙΚΟΝ. αποταμιευτικός λογαριασμός με επιτόκιο υψηλότερο από ενός τρεχούμενου και με δυνατότητα άμεσης ανάληψης: βιβλιάριο ~oύ ~ου., λογαριασμός χρήστη: ΠΛΗΡΟΦ. λογαριασμός. [< αγγλ. user account] , ξεκαθάρισμα λογαριασμών: επίλυση διαφορών, συνήθ. στον χώρο του υποκόσμου, με βίαιο τρόπο ή ανήθικα μέσα: Σε ~ ~ αποδίδει η Αστυνομία τη δολοφονία του ... Πβ. αυτοδικία. [< γαλλ. règlement de comptes] , παλιοί λογαριασμοί (προφ.): εκκρεμότητες, διαφορές ή αντιπαραθέσεις που έχουν προκύψει στο παρελθόν: κλείσιμο ~ών ~ών., τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. χαμηλότοκος λογαριασμός για ιδιώτες και επιχειρήσεις που παρέχει τη δυνατότητα κατάθεσης και ανάληψης μετρητών χωρίς περιορισμούς, έκδοσης μπλοκ επιταγών και, κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου, το δικαίωμα υπερανάληψης. [< γαλλ. compte courant/ouvert] , ακαθάριστος λογαριασμός βλ. ακαθάριστος, αλληλόχρεος λογαριασμός βλ. αλληλόχρεος, άνοιγμα (του) λογαριασμού βλ. άνοιγμα, Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας βλ. ειδικός, τροφοδότης λογαριασμός βλ. τροφοδότης ● ΦΡ.: (έρχεται/φτάνει) η ώρα του λογαριασμού: δηλ. της πληρωμής: Η χαρά του κόπηκε όταν ήρθε ~ ~., ανοίγω λογαριασμούς (μτφ.): έχω επαφές, πάρε-δώσε: Έχει ανοίξει ~ με την Αστυνομία., βάζω/φέρνω (κάποιον/κάτι) σε λογαριασμό (προφ.): ρυθμίζω, τακτοποιώ ή συμμορφώνω, συνετίζω: Προσπαθεί να βάλει ~ τα οικονομικά του.|| Δεν ξέρω πώς θα φέρω ~ αυτό το παιδί. Πβ. κουμαντάρω, στρώνω., για λογαριασμό (κάποιου): ως εκπρόσωπος ή προς χρήση άλλου: Λυπάμαι/ντρέπομαι ~ ~ σου (= για σένα). Ενεργεί ~ ~ του δικαιούχου. Εκπονήθηκε μελέτη ~ ~ του υπουργείου ... (πβ. εξ ονόματος). [< γαλλ. pour le compte de] , δικός μου λογαριασμός: αφορά αποκλειστικά εμένα, ευθύνομαι εγώ ο ίδιος, αποτελεί αρμοδιότητά μου: Το τι κάνω είναι ~ ~, να μη σε νοιάζει!, δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό & (σπάν.) χρωστώ λογαριασμό (προφ.): απολογούμαι, λογοδοτώ: Δεν δίνει/χρωστά ~ (= εξηγήσεις) σε κανέναν. (συνήθ. με αυστηρό ή ενοχλημένο ύφος) Δεν θα σου δώσω ~ με ποιον βγαίνω. Θα υποχρεωθεί να δώσει ~ στα αρμόδια όργανα. ΣΥΝ. δίνω λόγο (1), κάνω λογαριασμό (προφ.): για κατανάλωση αγαθών ή υπηρεσιών που αντιστοιχούν σε ορισμένο χρηματικό ποσό: Έκανε ~ (= ξόδεψε) πενήντα ευρώ., οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους (παροιμ.): η αμοιβαία συνέπεια στις συναλλαγές διασφαλίζει την ομαλότητα στις φιλικές, επαγγελματικές ή άλλου είδους σχέσεις. [< γαλλ. les bons comptes font les bons amis] , στέλνω το(ν) λογαριασμό (μτφ.-προφ.): επιβαρύνω, χρεώνω: ~ουν ~ σε συνταξιούχους, μισθωτούς και ανέργους., χάνω το(ν) λογαριασμό (μτφ.-προφ.): αδυνατώ να μετρήσω σωστά, να υπολογίσω, συχνά λόγω μεγάλου πλήθους, ή γενικότ. μπερδεύομαι, βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης: Κοντεύει να χάσει τον ~ με τα χρήματα που 'χει μαζέψει.|| Μιλούσε πολλή ώρα και από ένα σημείο και μετά έχασα τον ~., λογαριάζω/κάνω λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο βλ. λογαριάζω [< μεσν. λογαριασμός 'υπολογισμός', γαλλ. compte, αγγλ. bill, account]

-λογώ

-λογώ {παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.

μάτι

μάτι μά-τι ουσ. (ουδ.) {ματ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ. το αισθητήριο όργανο της όρασης: γαλάζια (= γαλανά· πβ. μπλε)/καστανά/μαύρα/πράσινα ~ια. Αμυγδαλωτά/βουρκωμένα/κατακόκκινα/μεγάλα/ορθάνοιχτα/σχιστά ~ια. Μαυρισμένο ~ (από μπουνιά). Ανοιγοκλείσιμο/κινήσεις του ~ιού. Βάφει τα ~ια της. Κρέμα/μακιγιάζ/μολύβι/σκιές ~ιών. Το περίγραμμα των ~ιών. Με δεμένα (τα) ~ια. Μαύροι κύκλοι/σακούλες κάτω από τα ~ια. Έχασε την όρασή του από το αριστερό/δεξί ~. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο ~. Τσούζουν τα ~ια μου από τον καπνό. Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα ~/το ~ με την ομπρέλα! Κοίτα με στα ~ια. Κουράστηκαν τα ~ια μου. Τρέχουν δάκρυα από τα ~ια. Τα ~ια βγήκαν κόκκινα στη φωτογραφία.|| Σύνθετα ~ια μέλισσας/μύγας. Προεξέχοντα ~ια.|| (ΑΝΑΤ.) Αγγεία/βλέφαρα/βολβός/βυθός/ίριδα/κανθός/κόγχη/κόρη/μύες/φακός/(αμφιβληστροειδής/κερατοειδής) χιτώνας του ~ιού. Πίεση στα ~ια. Γυάλινο ~. Βιονικό/τεχνητό ~ για τυφλούς. Μόλυνση/φλεγμονή του ~ιού. Βλ. αστιγματισμός, γλαύκωμα, δαλτονισμός, καταρράκτης, στραβισμός, αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία, α-, δυσ-χρωματοψία, βλεφαρ-, επιπεφυκ-, κερατ-ίτιδα, ωχρά/ωχρή κηλίδα. ΣΥΝ. οφθαλμός (1) 2. η ιδιότητα, η ικανότητα της όρασης: αόρατο στο ~. Έχει γερό/δυνατό ~ (: βλέπει πολύ καλά). Έχει χάσει τα ~ια του (: έχει τυφλωθεί). Τι βλέπουν τα ~ια μου! Χαρά των ~ιών (: ευχάριστο να το βλέπει κάποιος). Μέχρι εκεί που φτάνει το ~ (: μέχρι εκεί που μπορεί να δει κάποιος).|| (μτφ.) Τα βλέπει όλα, λες κι έχει ~ια στην πλάτη. 3. το βλέμμα και γενικότ. η έκφραση του προσώπου, όταν κοιτάζει κάποιος κάτι: γλυκά/ζεστά/λαμπερά/τσακίρικα/ψυχρά ~ια. Τα αδιάκριτα ~ια των περαστικών. Η εντυπωσιακή εμφάνιση τραβάει το ~. Έχει τα ~ια του πατέρα της (πβ. ματιά). Η γλώσσα των ~ιών. Συνεννοούμαι με τα ~ια. Γουρλώνω/κατεβάζω/σηκώνω/στρέφω/χαμηλώνω τα ~ια. Έχω τα ~ια μου καρφωμένα στη γη/κάτω. Δεν ξεκολλούσε τα ~ια του από πάνω της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα/(ίσια) μέσα στα ~ια (ενν. με ειλικρίνεια). Τον παρακολουθούσα με την άκρη του ~ιού μου. Γύρισα τα ~ια μου αλλού. Πού έχεις τα ~ια σου (: πού κοιτάς); Τα ~ια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα ~ια του. 4. (μτφ.) ο τρόπος αντιμετώπισης μιας κατάστασης: με το/μέσα από το ~ του αναγνώστη/ειδικού/επιστήμονα/θεατή. Η ζωή μέσα από τα ~ια ενός παιδιού. Η εικόνα της χώρας στα ~ια των ξένων. Αντιμετωπίζω/βλέπω/εξετάζω τα πράγματα με έμπειρο/θετικό/κριτικό ~. Βλέπει το μέλλον με καλύτερο ~. Βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια ~ια. Ήταν η καλύτερη ταινία στα ~ια (: κατά την εκτίμηση) όλων. Πβ. οπτική γωνία, σκοπιά.|| Mε το ~/τα ~ια (: ενδιαφέρον) στραμμένο/α στο μέλλον.|| Το άγρυπνο ~ (: επίβλεψη) της Αστυνομίας/του Νόμου. 5. καθετί που μοιάζει με μάτι: ηλεκτρονικό ~. Το ~ της πόρτας (= ματάκι)/της φωτογραφικής μηχανής. Το ~ του τυφώνα (: το κέντρο). ~ διχτυού (: καθεμία από τις τρύπες, πβ. θηλιά). (παλαιότ.) ~ της θάλασσας (= δίνη). Αβγά ~ια (: τηγανισμένα ώστε ο κρόκος να ξεχωρίζει από το ασπράδι). Περνάω την κλωστή από το ~ (: τρύπα στην κορυφή) της βελόνας.|| (εστία κουζίνας:) Ηλεκτρικό/μεγάλο/μεσαίο/μικρό ~. Ανάβω/σβήνω το ~. Ξέχασα ανοιχτό το ~. 6. (λαϊκό) κακό μάτι· σπανιότ. ματόχαντρο: σκόρδο/(μπλε) χάντρα για το ~. Πιστεύει στο ~.|| Φόρα ένα ~! 7. ΒΟΤ. (κοινό) οφθαλμός. Πβ. κόμπος, ρόζος. Βλ. βλαστός, φύτρα. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) ● Μεγεθ.: ματάρες (οι): (ως οικ. προσφών.) ~ μου όμορφες! ● ΣΥΜΠΛ.: κακό μάτι: βλέμμα που θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον: Έχει ~ ~! Πρόσεχε το ~ ~! Βλ. βασκανία, μάτιασμα., μάτια γάτας: ανακλαστήρες οδοστρώματος: διαχωρισμός των κατευθύνσεων/οριοθέτηση των λεωφορειόδρομων με ~ ~ (κίτρινου χρώματος). [< αγγλ. cat's-eyes, 1940] , μάτι της τίγρης/του τίγρη βλ. τίγρη, μάτι του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, μάτια κουμπότρυπες βλ. κουμπότρυπα, τρίτο μάτι βλ. τρίτος ● ΦΡ.: (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι & με λοξό μάτι (μτφ.): με αντιπάθεια, κακία, μίσος ή καχύποπτα: Δεν με χωνεύει καθόλου και με κοιτάει ~ ~. Με πήρε απ' την αρχή με στραβό ~., (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου: για κάτι που το θεωρούμε πολύτιμο: Προσέχει/έχει/φυλάει το καινούργιο αμάξι ~ ~ του., ... και τα μάτια σου! (εμφατ.): πρόσεχε πολύ, έχε το νου σου: Το παιδί ~ ~!, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (παροιμ.): για ποιοτική διαφοροποίηση φαινομενικά όμοιων πραγμάτων: Πολλοί αντέγραψαν το αρχικό σχέδιο, όμως ~ ~., βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι: εποφθαλμιώ· σταμπάρω, επιβουλεύομαι: ~ ~ το πορτοφόλι/τα χρήματα κάποιου. Έχει βάλει ~ (= στοχεύει) την πρώτη θέση. Έχω βάλει ~ ένα φόρεμα (: θέλω να το αποκτήσω· πβ. μπανίζω).|| Τον έχουν βάλει ~ και δεν τον αφήνουν σε ησυχία., βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι: προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση: Οι ανορθόγραφες λέξεις/τα κόκκινα παπούτσια βγάζουν ~/χτυπάνε ~., βγάζω τα μάτια (σε κάτι) (σπάν.-προφ.): του καταστρέφω τον μηχανισμό., βγάζω τα μάτια μου (μτφ.) 1. κουράζονται τα μάτια μου με κάτι: Έβγαλα ~ να καταλάβω τι γράφει. 2. τσακώνομαι πολύ έντονα: Αν τους αφήσεις μόνους, θα βγάλουν ~ τους. 3. (αργκό) κάνω σεξ., βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι: έχω ευνοϊκή/δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπο ή κατάσταση: Αν δεν το δεις με καλό μάτι, δεν θα πετύχεις. Από την αρχή με πήρε με κακό μάτι. Βλ. καλο-, κακο-βλέπω., για τα μάτια του κόσμου (προφ.): για κάτι που γίνεται για τα προσχήματα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική επίκριση: φιλανθρωπίες ~ ~. Πβ. ξεκάρφωμα. Βλ. για την τιμή των όπλων, κατ' επίφαση. ΣΥΝ. για το θεαθήναι, για τους τύπους, για τα ωραία/τα μαύρα μάτια (κάποιου): για την ομορφιά του και γενικότ. για το χατίρι του: Τσακώθηκαν ~ ~ της μάτια (ή για τα μάτια μιας γυναίκας).|| (συνήθ. ειρων.) Δεν είναι μαζί σου ~ ~ σου μάτια, αλλά για τα λεφτά σου., δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: δεν παύω να παρακολουθώ, να επιτηρώ: Στιγμή δεν τους άφησε ~ της., δεν έχω μάτια (γι' άλλον): δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω κάποιον άλλο: Ορκίζεται ότι με αγαπάει και πως δεν έχει ~ γι΄ άλλη. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που δεν έχουν ~ παρά μόνο ο ένας για τον άλλον., δεν έχω μάτια να δω 1. (κάποιον): τον ντρέπομαι: Μετά την παρεξήγηση δεν είχε ~ να τον δει. 2. (κάτι): δεν μπορώ να καταλάβω, συνήθ. γιατί είμαι στενόμυαλος, κοντόφθαλμος: Δεν έχουν ~ να δουν τι συμβαίνει;, δεν κλείνω μάτι (εμφατ.): δεν μπορώ να κοιμηθώ: Δεν έκλεισα ~ όλη (τη) νύχτα από τον βήχα/τη στεναχώρια., δεν τον/το πιάνει το μάτι σου: δεν αντιλαμβάνεσαι από την αρχή την πραγματική του αξία, τον χαρακτήρα, την κατάστασή του: Είναι ένα μικρό μαγαζάκι που δεν το ~ ~., ένα τρίτο μάτι: μια άλλη άποψη που θεωρείται συνήθ. αντικειμενική· (κυρ. γενικότ.) κάποιος άλλος: ~ ~ μπορεί να εντοπίσει στο κείμενο λάθη που ξέφυγαν., έπεσε στα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. έπαψε να έχει την εκτίμησή του: Με την προκλητική του συμπεριφορά έπεσε ~ μας. Πβ. ξεπέφτω. ΑΝΤ. ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου 2. είδα, βρήκα τυχαία: Ψάχνοντας ~ ~ μου το βιβλίο αυτό., έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα: έχω τεταμένη την προσοχή μου, προσέχω πάρα πολύ: (συνήθ. ως προτροπή) Τα μάτια σου ~, κακομοίρη μου (= πρόσεχε)! Πρέπει συνεχώς να ~ ~, μην τυχόν και μου τη φέρουν., θα σου βγάλω τα μάτια: ως απειλητική έκφραση: ~ ~, αν με κοροϊδέψεις!, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα (παροιμ.): για να τονιστεί το πόσο κακό είναι να αποκτήσει κάποιος κακή φήμη., καλώς τα μάτια μου τα δυο (οικ.-συχνά ειρων.): ως καλωσόρισμα., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον): προσπαθώ να τον προσελκύσω, συνήθ. ερωτικά: Της έκανε ~ και την έριξε (πβ. φλερτάρω). Του κάνει ~, για να τον καλοπιάσει. [< γαλλ. faire les yeux doux] , κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι κάτι αρνητικό, παραβλέπω: Όλο του φωνάζεις, κάνε και λίγο τα ~ ~!, κόβει το μάτι (του) & έχει μάτι (μτφ.): έχει (μεγάλη) αντίληψη, είναι έξυπνος, παρατηρητικός: Βλέπω, ~ ~ σου! Δεν μπορείς να πεις, ~ ~ μου/έχω ~!, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται (παροιμ.): για ανθρώπους, συνήθ. φίλους ή συγγενείς, που ξεχνούν ο ένας τον άλλον όταν δεν συναντιούνται συχνά, που παύουν να έχουν τα ίδια έντονα συναισθήματα όταν βρίσκονται μακριά., μάτια/ματάκια μου: (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις ~ ~;, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον ή κάτι: Άντε βρε παιδί μου, ~ ~! ~ ~ να δούμε ποιοτική εκπομπή!, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια: για διαφορετική προσέγγιση, αντιμετώπιση ενός θέματος: Μετά τον τραυματισμό είδε τον κόσμο με άλλα ~. Ηρέμησε και θα δεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Πβ. ματιά., με πιάνει το μάτι: ματιάζομαι εύκολα: Φοράει σταυρό, για να μην τον ~ ~., με το μάτι: χωρίς ακριβή μέτρηση, ζύγιση, κατά προσέγγιση: Υπολογίζω ~ ~ (την ποσότητα). Ρίχνω αλάτι στο φαγητό ~ ~., μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου (επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή βρίσκεται μπροστά μου: Το ατύχημα διαδραματίστηκε/έγινε μπροστά ~ ~ (πβ. ενώπιον). Το πορτοφόλι ήταν μπρος/μες ~ ~ κι εγώ δεν το έβλεπα.|| (μτφ.) Μας κοροϊδεύει μπροστά ~ ~ μας!|| Μπροστά στα μάτια των περαστικών (= μπροστά στον κόσμο)., να χαρείς τα μάτια σου (οικ.): σε περιπτώσεις που ζητείται ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι: Έλα λίγο εδώ, ~ ~!, παίζει το μάτι του & το μάτι του παίζει (μτφ.): παρατηρεί με ερωτικό κυρ. ενδιαφέρον τους άλλους, ερωτοτροπεί: Αν και ~ ~ του, της είναι πιστός. ~ ~ της από 'δω και από 'κει/δεξιά-αριστερά., παίζει/πετάει το μάτι μου: σε περιπτώσεις που γίνονται αυτόνομες συσπάσεις των μυών του ματιού, συνήθ. από άγχος και νευρικότητα. Πβ. τρεμοπαίζει., παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι): βλέπω κάποιον/κάτι τυχαία, φευγαλέα ή από μακριά: Εκεί που καθόμουνα, πήρε ~ μια γνωστή φυσιογνωμία. Κάπου το(ν) πήρε ~., παίρνω/κάνω μάτι: κοιτάζω κρυφά, κυρ. ηδονοβλεπτικά: Τον έπιασα να ~ει ~ την ώρα που ντυνόμουν. Πβ. μπανίζω., πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) & το μάτι/βλέμμα πήγε (κάπου) (οικ.): βλέπω κάτι/κάποιον τυχαία: Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο. Κοιτούσε το πλήθος και το βλέμμα του έπεσε πάνω της., του μπαίνω στο μάτι: γίνομαι στόχος κάποιου: Τους μπήκα ~, επειδή δεν συμφώνησα μαζί τους. Η περιουσία του μπήκε ~ των απατεώνων., χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: παύω να έχω οπτική επαφή με αυτό(ν): Ένα λεπτό να τον χάσω ~ και την έκανε τη ζημιά. Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι και τον έχασα ~.|| Δεν τη ~ει ~ του (: την παρακολουθεί συνεχώς)., ... να δουν τα μάτια σου! βλ. βλέπω, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια βλ. ακολουθώ, ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) βλ. ανοίγω, ανοίγω τα μάτια μου βλ. ανοίγω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, γδύνω με τα μάτια βλ. γδύνω, γυαλίζει το μάτι του βλ. γυαλίζω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν μου γεμίζει το μάτι βλ. γεμίζω, δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ... βλ. παίρνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου βλ. βλέπω, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, έχει φοβηθεί το μάτι μου βλ. φοβάμαι, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου βλ. βλέπω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θολώνει το μάτι μου βλ. θολώνω, καρφί στο μάτι βλ. καρφί, κλείνουν τα μάτια μου βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (κάποιου) βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (μου) βλ. κλείνω, κλείνω το μάτι (σε κάποιον) βλ. κλείνω, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με κλειστά (τα) μάτια βλ. κλειστός, με την τσίμπλα στο μάτι βλ. τσίμπλα, μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω βλ. πετώ, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, πήζει το μάτι βλ. πήζω, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πονάει δόντι, βγάζει μάτι βλ. δόντι, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου βλ. στεγνώνω, στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια βλ. βασιλεύω, της Παναγιάς τα μάτια βλ. Παναγία, τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας βλ. βλέπω, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...) βλ. σταματώ, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, το μάτι μου γαρίδα βλ. γαρίδα, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα βλ. μούτρο, τον/την κοιτάει στα μάτια βλ. κοιτάζω, τρίβω τα μάτια μου βλ. τρίβω, τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα βλ. τρώω, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< μεσν. μάτιν, γαλλ. œil, yeux, αγγλ. eye]

μέσα

μέσα μέ-σα επίρρ. {συχνά πριν από την πρόθ. σε} & μες (συνήθ. στον προφορικό λόγο, όταν παθαίνει έκθλιψη πριν από σύμφωνο ή πριν από φωνήεν)· δηλώνει 1. (σε κίνηση ή στάση) το εσωτερικό χώρου, έκτασης ή αντικειμένου ή γενικότ. κλειστό χώρο: Έλα ~ (πβ. εδώ)! Ποιοι είναι ~; Πού θέλεις να καθίσουμε, ~ ή έξω; (ειδικότ. σπίτι) Θα κάτσω/μείνω ~ απόψε. Μην πας πολύ ~ (= βαθιά, ενν. στη θάλασσα). (στο διαδίκτυο) Θα μπεις καθόλου ~ το βράδυ (π.χ. σε κάποιο τσατ ρουμ);|| (συνήθ. + από/σε) Της άρπαξε την τσάντα ~ απ' το αυτοκίνητο. Περάσαμε μεσ' απ' το τούνελ (= διά μέσου). Ανασύρθηκε ζωντανή ~ από τα ερείπια. Η πόρτα του δωματίου δεν κλείνει από ~ (πβ. έσωθεν). Βάλε τα ρούχα ~ στο πλυντήριο. Τι έχεις ~ στην τσάντα; Την κοίταξε ~ στα μάτια.|| (με πρόθ.) Δεν φαινόταν τίποτα από ~ (= εσωτερικό). Σπρώξε προς τα ~.|| (συγκριτικός βαθμός) Προχωρήστε πιο ~.|| (ως επιφών., συνήθ. χωρίς ρήμα) "~ όλοι!", φώναξε στους μαθητές.|| (με επανάληψη) Δες αν το φαγητό ζεστάθηκε ~ ~.|| (συχνά μτφ.) Όλα είναι ~ στο μυαλό σου. Κάποιοι ~ από την εταιρεία έκαναν υποκλοπές.|| (με άρθρο, ως επίθ.) Στις ~ (= έσω, εσωτερικές) σελίδες της εφημερίδας. (μτφ.) Ο ~ μας κόσμος (= ψυχικός). ΣΥΝ. εντός (1) ΑΝΤ. εκτός (1), έξω (1) 2. χρονική διάρκεια συνήθ. ή στιγμή: Όλα έγιναν ~ σε τρεις μήνες (= σε διάστημα τριών μηνών). Θα προλάβεις ~ σε μια ώρα να έρθεις; Περπατούσε ~ στη βροχή (: ενώ έβρεχε). Ποιος να παίρνει τηλέφωνο ~ στη νύχτα; Βρισκόμαστε ~ στην καρδιά του καλοκαιριού (= κατακαλόκαιρο)/στο χειμώνα. Το νέο μοντέλο έρχεται ~ στον Οκτώβριο. ΣΥΝ. εντός (2) 3. (μτφ.) συγκεκριμένη κατάσταση ή τρόπο: Έζησε ~ στα πλούτη/στη φτώχεια. Τα ρούχα σου είναι μες στη βρομιά.|| Διδασκαλία στο σχολείο ~ από την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Ο περισσότερος κόσμος τη γνωρίζει ~ από την τηλεόραση (= μέσω). 4. (ειδικότ.) μεταξύ, ανάμεσα: ένα χωριό ~ στο πράσινο. Ψάξε ~ στα άπλυτα και θα το βρεις.|| (για πρόσ.) ~ σε τόσο πλήθος λογικό ήταν να χαθούμε. Είναι ~ στους καλύτερους σκακιστές (: θεωρείται ένας από τους ...).|| (μτφ.) ~ στα πολλά που είπε/έκανε ... Δεν θέλει να τον έχει ~ στα πόδια της (: να είναι συνέχεια ανάμεσά της, να την ενοχλεί). ● Ουσ.: μέσα (το) (προφ.): εσωτερικό μέρος ή εσωτερικός χώρος: το ~ του καρπουζιού/σπιτιού. Τον πονάν τα ~ (= σπλάχνα, σωθικά) του.|| Δεν έχεις βαρεθεί το ~ (: να μη βγαίνεις έξω); ΑΝΤ. έξω (1) ● ΦΡ.: (είναι) μέσα σε όλα/σ΄όλα (προφ.): συμμετέχει σε ποικίλες δραστηριότητες, έχει πολλές διασυνδέσεις ή/και είναι (πάντα) ενημερωμένος., (μέσα) στην τιμή: χωρίς να απαιτείται πρόσθετη αμοιβή: Τα έξοδα αποστολής του προϊόντος (συμ)περιλαμβάνονται ~ ~. Το πρωινό δεν είναι ~ ~ του δωματίου., βάζω και μένα(/σένα ...) μέσα: συμπεριλαμβάνω, συνυπολογίζω: Παιδιά, βάλτε και μένα ~ στην παρουσίαση., είμαι μέσα (προφ.) 1. είμαι πρόθυμος, συμφωνώ, π.χ. να κάνω κάτι ή να πάω κάπου: Για το Σάββατο εγώ (πάντως/σίγουρα) ~ ~. Είστε ~ για ταξίδι στο εξωτερικό; (ως μονολεκτική καταφατική απάντηση, ναι, (και) βέβαια) -Θα 'ρθεις για φαγητό μαζί μας; -~! 2. είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: Κάνε και την αίτηση, για να είσαι ~. 3. αντιλαμβάνομαι κάτι: ~ είσαι ότι τώρα τελευταία δεν τα πηγαίνουμε καλά. ΣΥΝ. πέφτω μέσα, είμαι/μπήκα μέσα (προφ.): χρωστώ: ~ ~ πεντακόσια ευρώ αυτόν τον μήνα. Πβ. πέφτω έξω.|| (για επιχείρηση) Το μαγαζί με την κρίση μπήκε ~ (= έχει παθητικό, χασούρα)., είναι μέσα ή μπήκε/πήγε μέσα (προφ.): είναι κλεισμένος σε φυλακή ή ψυχιατρικό ίδρυμα ή φυλακίστηκε: ~ ~ για εξακρίβωση στοιχείων., κατά τα/στα μέσα (+ γεν.): για δήλωση χρόνου: ~ ~ του 20ού αι., κρατάω (κάτι) μέσα μου: δεν εξωτερικεύω τα συναισθήματα ή/και τις σκέψεις μου: Μην τα κρατάς όλα ~ σου. Πβ. κατα-πίνω, -πνίγω. ΣΥΝ. κρατάω για τον εαυτό μου (1), μέσα μου: στην καρδιά, στην ψυχή ή στο μυαλό μου: Η απάντηση βρίσκεται (βαθιά) ~ σου (πβ. ενδόμυχα). Κάτι άλλαξε ~ ~. Πονάει ακόμη ~ της. Πρέπει να το βγάλεις από ~ σου (: να το εξωτερικεύσεις).|| Όμορφες αναμνήσεις ξύπνησαν ~ ~., πέφτω μέσα (μτφ.-προφ.): αντιλαμβάνομαι, μαντεύω σωστά κάτι: Έπεσες ~ στις προβλέψεις σου (: είχες δίκιο). ΑΝΤ. πέφτω έξω (1), το 'χω μέσα μου (προφ.): για κάτι που αποτελεί στοιχείο του χαρακτήρα μου, με εκφράζει ή έχω έμφυτη κλίση σε αυτό: Αν δεν το 'χεις ~ σου, ... Είναι και να το 'χεις ~ σου ..., τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα (λαϊκό) & (λαϊκότ.) τον έχωσαν μέσα: τον φυλάκισαν: Είχε κάνει παρανομίες κι έτσι ~ ~ (= τον έβαλαν στη φυλακή). , (μες) στο νερό βλ. νερό, απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα βλ. κούκλα, απέξω/απ' έξω κι από μέσα βλ. απέξω, βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι (μέσα) στο κόλπο βλ. κόλπο, έχει βάλει/χώσει κάποιον μέσα βλ. βάζω, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του βλ. διάβολος, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου βλ. καρδιά, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... βλ. λέω, κρύβει ένα παιδί μέσα του βλ. παιδί, κρύβει μέσα του βλ. κρύβω, λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου βλ. λέω, μέσα από τα γυαλιά βλ. γυαλιά, μέσα από τα δόντια (του) βλ. δόντι, μέσα έξω βλ. έξω, μέσα στα πράγματα βλ. πράγμα, μέσα στην τούρλα βλ. τούρλα, μέσα/μες στα μέλια/σιρόπια βλ. μέλι, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά βλ. χαρά, στα μέσα και στα έξω βλ. έξω, τα κεφάλια μέσα! βλ. κεφάλι, την τύχη/το κέρατό μου μέσα βλ. τύχη, τυχερός (μέσα) στην ατυχία του βλ. τυχερός, χέσε μέσα! βλ. χέζω [< μεσν. μέσα]

μέτωπο

μέτωπο μέ-τω-πο ουσ. (ουδ.) {μετώπ-ου} 1. το άνω τμήμα του προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στην έκφυση των μαλλιών, τα φρύδια και τους κροτάφους: πλατύ/στενό/φαρδύ ~. Βαθιές ρυτίδες κατά μήκος του ~ου. Μια τούφα έπεφτε μπροστά στο ~ (βλ. φράντζα). Πβ. κούτελο.|| Λευκή κηλίδα στο ~ αλόγου. 2. ΣΤΡΑΤ. η πρώτη γραμμή στρατιωτικής δύναμης, παράταξης και συνεκδ. οι θέσεις, ο τόπος διεξαγωγής της μάχης: πολεμικό ~. Το ανατολικό/δυτικό/εχθρικό/συμμαχικό ~. Κατάρρευση του ~ου (: ήττα, υποχώρηση στρατού). Αναχώρηση για/πορεία προς το ~. Νέα από το ~. Πολέμησε στο αλβανικό ~. Έπεσε (= πέθανε) στο ~. Ο εχθρός (δι)έσπασε το ~ (= διαπέρασε τις γραμμές). Πβ. ζώνη επιχειρήσεων. Βλ. μετόπισθεν.|| (μτφ.) Εσωκομματικό ~. Εξελίξεις σε όλα τα ~α. Πβ. πεδίο μάχης. 3. συμμαχία, συνασπισμός: αντιρατσιστικό/απεργιακό/δημοκρατικό/ενιαίο/κοινό/πατριωτικό ~. ~ αριστεράς/δεξιάς. ~ νεολαίας. ~ εναντίον της αισχροκέρδειας/διαπλοκής. Συγκροτώ/σχηματίζω ~. Κάνω ~ με κάποιον (= συμμαχώ). Πβ. ένωση, λίγκα, συμπαράταξη, σύμπραξη, συνεργασία. 4. ΜΕΤΕΩΡ. το νοητό όριο μεταξύ αέριων μαζών με διαφορετικά χαρακτηριστικά (θερμοκρασία, υγρασία): στάσιμο ~ (: όταν οι μάζες που το σχηματίζουν δεν κινούνται). Μετακίνηση ~ου βορειοδυτικά.|| Το ~ της κακοκαιρίας. 5. πρόσοψη: ανάπλαση του ~ου ενός κτιρίου. Μόλος µε κατακόρυφο/κεκλιμένο ~. Κατασκευή δαπέδου σε όλο το μήκος του ~ου. ~ εκσκαφής σήραγγας.|| Το μπαλκόνι έχει ~ (= βλέπει) προς τη θάλασσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό μέτωπο: εμπόλεμη κατάσταση ή (συνήθ.-κατ' επέκτ.) αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη: Η κυβέρνηση έχει ~ ~ κατά της διαφθοράς/με την τρομοκρατία., γραμμή του μετώπου: γραμμή του πυρός: Διασπάστηκε η ~ ~.|| (μτφ.) Στην πρώτη ~ ~ κατά του ρατσισμού., θαλάσσιο/παραλιακό μέτωπο & (σπάν.) παράκτιο μέτωπο: τμήμα παράκτιας περιοχής που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα και βλέπει σε αυτή., θερμό μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας θερμού αέρα, η οποία περνά πάνω από μια ψυχρή μάζα, επιφέροντας αύξηση της θερμοκρασίας και δυνατή βροχή., μέτωπο κύματος: ΦΥΣ. ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που βρίσκονται στην ίδια φάση σε δεδομένη χρονική στιγμή κατά την κίνηση ενός κύματος. [< αγγλ. wave-front] , συνεσφιγμένο μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας ψυχρού αέρα όταν συναντά και σπρώχνει προς τα πάνω μια θερμή αέρια μάζα., το μέτωπο της φωτιάς/της πυρκαγιάς & πύρινο μέτωπο: η έκταση που καίγεται: Υπό έλεγχο τέθηκε ~ ~., ψυχρό μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας ψυχρού αέρα, η οποία εισχωρεί κάτω από μια θερμή μάζα και την εκτοπίζει προς τα πάνω, σχηματίζοντας σωρειτομελανίες., αρραγές μέτωπο βλ. αρραγής, λαϊκό μέτωπο βλ. λαϊκός ● ΦΡ.: ανοίγω/κλείνω μέτωπα: έρχομαι σε σύγκρουση ή δίνω τέλος σε μια σύγκρουση, αντίστοιχα: Έπρεπε να είμαστε ενωμένοι και να μην ανοίγουμε ~ μεταξύ μας. Τα συνδικάτα ανοίγουν νέο μέτωπο κινητοποιήσεων.|| Η κυβέρνηση κλείνει ~ με πολλούς φορείς., κατά μέτωπο(ν) (μτφ.): με άμεσο, ευθύ τρόπο: Αντιμετωπίζω ~ ~ τις δυσκολίες.|| (ως επίθ.) ~ ~ αντιπαράθεση/επίθεση/σύγκρουση., με το μέτωπο/κούτελο καθαρό/ψηλά: με καθαρή συνείδηση, χωρίς να μπορώ να κατηγορηθώ ότι έχω αδικήσει ή παρανομήσει: Θέλω να κυκλοφορώ/περπατάω ~ ~. Πβ. με το κεφάλι ψηλά., μέτωπο δεξιά/αριστερά!: στρατιωτικό παράγγελμα για στροφή παράταξης προς τα δεξιά ή τα αριστερά, αντιστοίχως. [< 1,2,5: αρχ. μέτωπον 3,4: γαλλ. front]

μνήμη

μνήμη μνή-μη ουσ. (θηλ.) 1. ικανότητα του νου να διατηρεί και να ανακαλεί εικόνες, γεγονότα, παραστάσεις, γνώσεις και συνεκδ. η αντίστοιχη λειτουργία και το σχετικό τμήμα του εγκεφάλου: αγχίνους/αδύνατη/ακουστική/ασθενική/βραχυπρόθεσμη/γερή/δυνατή/ισχυρή/κακή/καλή/κριτική/λειτουργική/μακροπρόθεσμη/μηχανική/μουσική/μυϊκή/οπτική/πρόσφατη/φωτογραφική ~. Άδηλη/δηλωτική/διαδικαστική/έκδηλη ~. Αδυναμία/απώλεια (πβ. αμνησία, λήθη)/διαταραχές/εξάσκηση/επιδείνωση της/κενά/παιχνίδι ~ης. Ανασύρω/διατηρώ/έρχεται/έχω/συγκρατώ/φέρνω (κάτι) στη ~ μου. Εξασκώ/τονώνω/χάνω τη ~ μου. (Κάτι) διασώζεται/εντυπώνεται/μένει/χαράσσεται στη ~ μου (= το θυμάμαι). Η ημέρα αυτή θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη ~ μας. Δεν με βοηθάει η ~ μου. Για να φρεσκάρω τη ~ σας, να σας υπενθυμίσω ότι ... Διαθέτει εξαιρετική ~. Με πρόδωσε η ~ μου (= ξέχασα). Η ~ μου με εγκαταλείπει. Πβ. θυμητικό, μνημονικό.|| Συναισθηματική ~ (: αναβίωση της συναισθηματικής κατάστασης που προκάλεσε μια εμπειρία). 2. ανάμνηση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος και γενικότ. ιστορικού παρελθόντος, εμπειρίας: ατομική/δημόσια/ιδιαίτερη/ιερή/ιστορική/κοινή/προγονική/συλλογική ~. Εκδήλωση/εορτή/επέτειος/ημέρα/τελετή ~ης. Αμαυρώνω/διατηρώ/κηλιδώνω/προσβάλλω τη ~ (κάποιου). Έθνος χωρίς ~. Η ~ του θα παραμείνει για πάντα ζωντανή μέσα μας/στην καρδιά μας. Είναι ακόμη παρών/ζει στη ~ μας. Αποκαταστάθηκε η ~ του. Πβ. θύμηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Στις 17 Ιουλίου εορτάζεται/τιμάται η ~ της Αγίας Μαρίνας.|| Εφηβικές/παιδικές ~ες. ~ες του λαού/του πολέμου/του τόπου. Νωπές οι ~ες του παρελθόντος. Ο πρόσφατος σεισμός ξύπνησε εφιαλτικές ~ες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. λειτουργική μονάδα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για την αποθήκευση δεδομένων, απ' όπου είναι δυνατή η γρήγορη ανάκτησή τους και η παρουσίασή τους στην οθόνη: εξωτερική/εσωτερική/μαγνητική/μεταφραστική/φορητή ~. Διεύθυνση/κύτταρο/λειτουργία/μέγεθος/σύστημα/ταχύτητα/χωρητικότητα ~ης. ~ ένα γιγαμπάιτ.|| (κατ' επέκτ.) ~ ηλεκτρονικού εγκεφάλου/(κινητού) τηλεφώνου. ● ΣΥΜΠΛ.: δευτερεύουσα/περιφερειακή/βοηθητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. κάθε συσκευή αποθήκευσης δεδομένων που δεν είναι απευθείας προσπελάσιμη από την κεντρική μονάδα και διαφοροποιείται από την κύρια μνήμη του υπολογιστή. [< αγγλ. secondary memory, 1970] , ενδιάμεση/κρυφή/λανθάνουσα μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. τμήμα της κύριας μνήμης του υπολογιστή που χρησιμοποιείται για προσωρινή αποθήκευση δεδομένων πριν τη μεταβίβασή τους σε περιφερειακή συσκευή. [< αγγλ. cache (memory), 1968] , επιλεκτική μνήμη: ΨΥΧΟΛ. διανοητική διεργασία συγκράτησης πληροφοριών κατόπιν επιλογής· (κυρ. ειρων.) για κάποιον που θυμάται μόνο ό,τι τον συμφέρει, που προσποιείται ότι έχει ξεχάσει τα υπόλοιπα: ~ ~ για τις αρνητικές αναμνήσεις και εμπειρίες.|| ~ ~ και συλλογική αμνησία. Έχει ~ ~. [< αγγλ. selective memory] , κύρια/κεντρική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. RAM., μνήμη RAM/τυχαίας προσπέλασης: ΠΛΗΡΟΦ. ολοκληρωμένο κύκλωμα μνήμης για ανάγνωση, εγγραφή και επεξεργασία δεδομένων που χάνονται μόλις διακοπεί η ηλεκτρική τροφοδοσία του υπολογιστή. [< αγγλ. random-access memory, 1953] , πτητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. που δεν διατηρεί τα περιεχόμενά της μετά τη διακοπή της τροφοδοσίας του υπολογιστή με το ρεύμα: Η ROM/οι σκληροί δίσκοι είναι μη ~ ~. [< αγγλ. volatile memory, 1950] , εικονική μνήμη βλ. εικονικός, κάρτα μνήμης βλ. κάρτα ● ΦΡ.: αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου: αν θυμάμαι σωστά, καλά: ~ ~, κάπου έχουμε ξανασυναντηθεί., από μνήμης: χωρίς να συμβουλεύομαι γραπτές σημειώσεις, απέξω: Απαγγέλλω ~ ~. ΣΥΝ. από στήθους [< γαλλ. de mémoire] , μνήμη ROM/μόνο για ανάγνωση: ΠΛΗΡΟΦ. το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να τροποποιήσει ούτε να διαγράψει ο χρήστης., στη μνήμη (κάποιου) & (λόγ.) εις μνήμη(ν) προς ανάμνηση ή τιμή ενός προσώπου που δεν ζει: αγώνας/δωρεά/εκδήλωση/εορτή/συναυλία ~ ~ του ... Το έργο/βιβλίο αφιερώνεται στη ~ της ..., (έχει) μνήμη ελέφαντα βλ. ελέφαντας, (έχει) μνήμη χρυσόψαρου βλ. χρυσόψαρο, αιωνία σου/του/της η μνήμη βλ. αιώνιος, αλήστου μνήμης βλ. άληστος, ανακαλώ στη μνήμη (μου) βλ. ανακαλώ, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι [< 1,2: αρχ. μνήμη, γαλλ. mémoire 3: αγγλ. memory, 1946]

μούτρο

μούτρο [μοῦτρο] μού-τρο ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} το πρόσωπο του ανθρώπου και κατ' επέκτ. η αντίστοιχη έκφραση: Ρίξτου νερό στα ~α να συνέλθει! Έπεσε κάτω με τα ~α. Δεν έχω όρεξη να βλέπω τα ~α του κάθε πρωί.|| (μτφ.) Δεν μου αρέσουν τα ~α του (: δεν τον συμπαθώ, δεν τον εμπιστεύομαι). Κοίτα πρώτα τα ~α σου στον καθρέφτη κι έπειτα μίλα (: μην κάνεις κριτική, γιατί δεν είσαι καλύτερος). Ξύπνησε με κάτι ~α μέχρι το πάτωμα (: ήταν κακόκεφος). Τι ~α είναι αυτά; (: ως επίπληξη σε άνθρωπο θυμωμένο ή κατσούφη). Έπρεπε να δεις τα ~α του, όταν του το είπα. ΣΥΝ. μούρη (1), φάτσα (1) 2. {χωρ. πληθ.} (μτφ.-υβριστ.) πονηρός, κατεργάρης, απατεώνας: Είναι μεγάλο ~. Πβ. κάθαρμα, καθίκι, τομάρι, τσογλάνι. ● Υποκ.: μουτράκι (το): στη σημ. 1. ● Μεγεθ.: μουτράκλα (η) ● ΦΡ.: αρπάζω/πιάνω κάποιον απ' τα μούτρα (προφ.): του επιτίθεμαι φραστικά και απρόσμενα: Μια κουβέντα είπα και αμέσως με άρπαξε ~., δεν είναι/δεν κάνει για τα μούτρα σου: είναι ανώτερος/ανώτερη, καλύτερος/καλύτερη από εσένα, δεν σου αξίζει., θα σου/του σπάσω τα μούτρα (απειλητ.): θα σε/τον χτυπήσω άσχημα στο πρόσωπο: Αν τον αγγίξεις, θα σου ~! ΣΥΝ. χαλάω τη μόστρα/τα μούτρα (2), κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου: διακόπτω απότομα την επικοινωνία, κλείνοντας το τηλέφωνο: Θύμωσε και μου έκλεισε ~., κρατάω/κάνω μούτρα σε κάποιον: δείχνω παρεξηγημένος, θυμωμένος, δυσαρεστημένος μαζί του: Μη μου κρατάς ~, δεν φταίω εγώ! Μου έκανε ~, επειδή δεν την κάλεσα στο πάρτι., λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου): ευθέως, χωρίς περιστροφές ή απότομα: Του το είπε ~ (= κατάμουτρα)., με τι/ποια μούτρα/(δεν) έχω μούτρα ... (+ να/θα): για να δηλωθεί ντροπή, αμηχανία ή ενοχή για κάτι: ~ ~ θα την αντικρίσω/θα βγω στην κοινωνία; Μετά απ' όσα έκανες, έχεις τα μούτρα να μιλάς κι από πάνω; ΣΥΝ. με τι/ποιο πρόσωπο θα .../(δεν) έχω πρόσωπο να ..., μου πέφτουν τα μούτρα: γίνομαι ρεζίλι, εξευτελίζομαι, ντροπιάζομαι: Δεν ήξερα πώς να δικαιολογηθώ, μου έπεσαν ~! Βλ. ρίχνω τα μούτρα μου., ξινίζω/κρεμάω/κατεβάζω/στραβώνω τα μούτρα μου: εκδηλώνω δυσαρέσκεια, θυμό με την έκφρασή μου, κατσουφιάζω: Ξίνισε ~ του, αλλά το δέχτηκε. Έλα, μην κατεβάζεις τα μούτρα σου, μια κουβέντα είπαμε! Με υποδέχτηκε με κατεβασμένα τα μούτρα. ΣΥΝ. μουτρώνω, στραβομουτσουνιάζω, παίρνω τα μούτρα μου και ... 1. αποχωρώ ντροπιασμένος: Μόλις άκουσα τέτοια προσβολή, πήρα ~ κι έφυγα. 2. τολμώ να: Επιτέλους πήρε ~ του και ήρθε να σου ζητήσει να βγείτε., πετάω κάτι στα μούτρα κάποιου 1. ρίχνω επιθετικά κάτι στο πρόσωπό του και κατ' επέκτ. απορρίπτω, περιφρονώ μια προσφορά: Της πέταξε ~ το φαγητό.|| Τους πέταξε ~ το βραβείο. 2. (μτφ.) για απότομο ή αγενή τρόπο έκφρασης: Μου πέταξε ~ ένα γεια κι έφυγε., πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι: ασχολούμαι με κάτι αποκλειστικά και με ένταση, αφοσιώνομαι: ~ ~ στο διάβασμα/στη δουλειά/στη σχέση. Πβ. με τα μπούνια.|| Έπεσε ~ στο φαΐ (: άρχισε να τρώει γρήγορα)., ρίχνω τα μούτρα μου: δείχνω την αδυναμία μου, ταπεινώνομαι: Έριξε ~ του και ζήτησε βοήθεια/μου μίλησε/τηλεφώνησε. Βλ. μου πέφτουν τα μούτρα., σκατά στα μούτρα σου! (υβριστ.): για να εκφραστεί οργή, αγανάκτηση., τα/τον κάνω σαν τα μούτρα μου (μειωτ.): καταστρέφω, χαλώ κάτι ή κάποιον: Έτσι που τα έκανες ~ σου, δεν διορθώνονται!|| Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον γιο μου σαν τα ~ σας!, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα (προφ.): για περιπτώσεις ολοφάνερης εξαπάτησης: Μας κορόιδευε ~ μας και δεν το πήραμε είδηση!, τρώω/σπάω τα μούτρα μου (προφ.) 1. τραυματίζομαι άσχημα, κυρ. στο πρόσωπο, μετά από πτώση. Βλ. έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα. 2. (μτφ.) αποτυγχάνω παταγωδώς: Τρώει συνεχώς τα ~ του, αλλά δεν το βάζει κάτω. Ήθελε να το παίξει έξυπνη κι έφαγε ~ της. Χτύπησε πολλές πόρτες κι έσπασε ~ του., όποιος κοροϊδεύει τους άλλους, κοροϊδεύει τα μούτρα του βλ. κοροϊδεύω, του έκανε τα μούτρα/τη μούρη κρέας βλ. κρέας, τρίβω κάτι στα μούτρα/στη μούρη κάποιου βλ. τρίβω, χαλάω τη μόστρα/τα μούτρα βλ. μόστρα [< μεσν. μούτρο(ν)]

μυαλό

μυαλό μυα-λό ουσ. (ουδ.) 1. νους, σκέψη και ειδικότ. φρόνηση ή τρόπος σκέψης, νοοτροπία: επικίνδυνο/επιχειρηματικό/θετικό/θεωρητικό/καθαρό (: για πνευματική διαύγεια)/μαθηματικό/πονηρό/προοδευτικό/στενό/φτωχό ~. Λογαριάζω με το ~. Ξεπερασμένα/σκουριασμένα ~ά. Η δύναμη/οι δυνατότητες/τα μονοπάτια/παιχνίδια (= πλάνες, ψευδαισθήσεις)/προβολές του ~ού. Άνθρωπος με ανοιχτό/πρακτικό ~. Τρικυμία στο ~ (: για ταραγμένη διανοητική κατάσταση). Με το σκάκι ακονίζω/εξασκώ το ~ μου. Δουλεύει/κουράστηκε/σταμάτησε το ~ μου. Να έχεις στο ~ σου (: να θυμάσαι) ότι ... Δεν έχει το ~ να καταλάβει. Πού να ξέρω τι θέλει; Δεν είμαι στο ~ του. Απωθημένα φωλιάζουν στο πίσω μέρος του ~ού. Στο ~ και την καρδιά μας. Η μορφή του δεν φεύγει από το/τριγυρίζει συνέχεια στο ~ μου.|| Έχει ~ αυτό το παιδί (= είναι έξυπνο)! Δεν έχεις λίγο ~ στο κεφάλι σου (= είσαι άμυαλος, κουτός)!|| Άντε να προκόψεις με τέτοια ~ά! 2. για ευφυή άνθρωπο: Είναι γερό/δυνατό/κοφτερό/μεγάλο/φωτεινό ~. 3. εγκέφαλος· ειδικότ. στα σφάγια, ως τροφή: ανθρώπινο ~. Τα κύτταρα του ~ού.|| (συνήθ. στον πληθ.) Αρνίσια/μοσχαρίσια ~ά. ~ά βραστά/πανέ. ● Υποκ.: μυαλουδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: γυναικείο/θηλυκό μυαλό & (σπάν.) γυναικείος/θηλυκός νους: για άνθρωπο επινοητικό, δημιουργικό: Έχει ~ ~., τετράγωνο μυαλό & τετράγωνος νους: ορθολογιστής: Είναι άνθρωπος με ~ ~ και πολλές γνώσεις. ● ΦΡ.: ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες: κάνει τον άνθρωπο να αποκτήσει ευρύτητα πνεύματος: Το διάβασμα ανοίγει/τα ταξίδια διευρύνουν ~., βάζω μυαλό/νιονιό 1. συνετίζομαι: Την έχω πατήσει πολλές φορές, αλλά δεν λέω να βάλω ~. Πβ. βάζω γνώση. 2. (+ σε κάποιον) συνετίζω: Προσπαθώ να τους βάλω μυαλό, αλλά μάταια., βάζω το μυαλό μου να δουλέψει: χρησιμοποιώ τη σκέψη μου, συνήθ. για να πετύχω κάτι: Βάλε λίγο ~ σου ~, μην περιμένεις έτοιμη τη λύση., γεννά το μυαλό του (προφ.): είναι επινοητικός: Το μυαλό του γεννά συνεχώς καινούργιες ιδέες., είμαι/μπαίνω στο μυαλό κάποιου: ξέρω τι σκέφτεται: Πού να ξέρω τι εννοούσε; Στο ~ του είμαι;, έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου 1. το(ν) σκέφτομαι: Σας έχω στο ~ μου, δεν σας ξεχνώ. Τα λόγια του τα είχα πάντα ~. Μόνο τη νίκη έχουν στο ~ τους, δεν τους νοιάζει τίποτε άλλο. Θέλω να κάνω μια γιορτή, όπως εγώ την ~ ~. 2. σκοπεύω, σχεδιάζω: ~ει πάντα ~ του τη διάκριση. Για την επέτειο κάτι ~ ~. ~ ~ να του κάνω μια επίσκεψη κάποια στιγμή. Πβ. έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι)., έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου: σκέφτομαι επιπόλαια: Πρόκειται για άνθρωπο που έχει ~ του ~ του., καλά μυαλά! (ευχετ.-συχνά ειρων.): προτροπή για συνετή αντιμετώπιση καταστάσεων: Χρόνια πολλά και ~ ~! Ψυχραιμία και ~ ~!, κόβει το μυαλό του & (λαϊκό) η γκλάβα του: είναι (πολύ) έξυπνος. ΣΥΝ. του κόβει, μαζεύω το μυαλό μου: συγκεντρώνομαι: Πρέπει να ~έψω ~ και να γράψω επιτέλους το άρθρο., με τα μυαλά που έχεις/κουβαλάς ... (μειωτ.): με τη νοοτροπία που σε διακρίνει: ~ ~ δεν πρόκειται να δεις προκοπή., με το φτωχό μου το μυαλό: προσποιητή μετριοφροσύνη ως εισαγωγή σε πρόταση κρίσης: Εγώ, ~ ~, βλέπω ότι θέλουν να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο., μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι (μτφ.) 1. μου έρχεται κάτι, συνήθ. αρνητικό, στον νου ή μου γίνεται έμμονη ιδέα: ~ ~ η ιδέα/η σκέψη ότι .../να ... Οι εικόνες της φρίκης/τα λόγια της καρφώθηκαν στο μυαλό μου. ΣΥΝ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) 2. κατανοώ ή μου εντυπώνεται κάτι: Αν του το επαναλάβεις πολλές φορές, θα του μπει τελικά ~., μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου (μτφ.): με ξεμυάλισε, με συνεπήρε κάποιος ή κάτι, είμαι παράφορα ερωτευμένος: Ποια σου ~ ~; Η εκδρομή τούς ~ ~., μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο: εκπλήσσομαι, ενθουσιάζομαι: ~ ~ με τις δυνατότητες του νέου μοντέλου! ΣΥΝ. μου 'φυγε/μου 'πεσε η μασέλα, νερούλιασε/έχει νερουλιάσει το μυαλό του (προφ.): αποβλακώθηκε, ξεκούτιανε. Πβ. κουρκουτιάζω., όλα είναι στο μυαλό/θέμα μυαλού: απόφθεγμα σύμφωνα με το οποίο το μυαλό είναι που δημιουργεί παραστάσεις και αντιλήψεις και όχι η εμπειρική πραγματικότητα: Δεν έχεις πρόβλημα, ~ στο μυαλό σου. Μη φοβάσαι, ~ θέμα ~ού, αρκεί να έχεις θέληση., πηγαίνει το μυαλό μου (σε κάτι/κάποιον): το(ν) σκέφτομαι, το(ν) υποψιάζομαι: Δεν θα πήγαινε ~ ~ σ' εκείνον με τίποτε!, πού έχεις/είναι/τρέχει το μυαλό σου;: επιτιμητικά για κάποιον που είναι αφηρημένος, απρόσεκτος ή απερίσκεπτος: Δεν με άκουσες που το είπα; ~ ~;, πού μυαλό;/δεν έχω μυαλό για κάτι: δεν έχω διάθεση, δεν μπορώ να επικεντρωθώ σε κάποιο θέμα: Πού ~ για δουλειά; Δεν ~ ~ για διάβασμα., σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου (μτφ.): σκέφτομαι, προβληματίζομαι έντονα: Σπάω το μυαλό μου να θυμηθώ πού σ' έχω ξαναδεί! Στύβω το κεφάλι μου να βρω μια λύση., χάνω το μυαλό/τα μυαλά/το τσερβέλο μου: τρελαίνομαι: Έχει χάσει ~ ~ά του, για να πιστεύει ότι θα σώσει τον κόσμο.|| Έχω ~σει ~ μου μαζί του (: είμαι τρελά ερωτευμένη). Πβ. χάνω τα λογικά μου., αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανακαλώ στη μνήμη/στο μυαλό μου βλ. ανακαλώ, βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι βλ. νους, βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου βλ. κεφάλι, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου βλ. νους, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχει κάλο στον εγκέφαλο βλ. κάλος, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα βλ. αέρας, έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι βλ. νους, και τα μυαλά στα κάγκελα βλ. κάγκελο, κουκούτσι μυαλό βλ. κουκούτσι, μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό σου/του βλ. φτάνω, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μου περνά (από το μυαλό/τον νου) βλ. περνώ, ξεσηκώνω τα μυαλά κάποιου βλ. ξεσηκώνω, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια βλ. πόδι, παίρνει στροφές/το μυαλό του παίρνει στροφές βλ. στροφή, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, πήζει το μυαλό μου βλ. πήζω, πιπιλίζω το μυαλό κάποιου βλ. πιπιλίζω, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, το μυαλό μου κολλάει βλ. κολλώ, το μυαλό του κόβει σαν ξυράφι & μυαλό ξ(ο)υράφι βλ. ξυράφι, το μυαλό/τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος) βλ. λίρα, τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου βλ. τρέχω, τυπώνω (καλά μέσα) στο μυαλό/στο(ν) νου μου βλ. τυπώνω, φουσκώνω τα μυαλά κάποιου βλ. φουσκώνω [< μεσν. μυαλόν < μτγν. μυαλός < αρχ. μυελός]

μύτη

μύτη μύ-τη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. το μέρος του προσώπου στον άνθρωπο ή σε άλλα θηλαστικά το οποίο προεξέχει πάνω από το στόμα και κάτω από το μέτωπο, χωρίζεται σε δύο ρουθούνια και χρησιμεύει για την αναπνοή και την όσφρηση: γαλλική (: λεπτή και ελαφρώς ανασηκωμένη)/γαμψή/γυριστή/ίσια/κοντή/μακριά/μεγάλη/πλακουτσωτή/πλατιά/σουβλερή/σπασμένη/στραβή/στρογγυλή/χοντρή ~. Ελληνική ή κλασική ~ (: ίσια και λεπτή). Οστά/χόνδρος της ~ης. ~ κόκκινη από το κρύο. Αιμορραγία/επέμβαση/καταρροή/φαγούρα/φακίδες στη ~. Καθαρίζω/ξύνω/ρουφώ/σκαλίζω/σκουπίζω/φυσώ τη ~ μου. Η ~ μου είναι βουλωμένη/μπουκωμένη.|| Το κρασί φέρνει στη ~ αρώματα φρούτων.|| Mιλά με τη ~ (= έχει έρρινη προφορά).|| Πλαστική/ψεύτικη ~. Η ~ του κλόουν. 2. (κατ' επέκτ.) μουσούδι, ρύγχος ή το ράμφος των πουλιών: η ~ του δελφινιού/ξιφία/σκύλου. Βλ. προβοσκίδα.|| ~ αετού. 3. (μτφ.) αιχμηρή κυρ. ή λεπτή άκρη, προεξοχή ή το μπροστινό μέρος μακρόστενου συνήθ. πράγματος: κυρτή ~. Η ~ του αγκιστριού/της βελόνας/του βέλους/του καρφιού/του κονταριού/του μαχαιριού/του παγόβουνου/του σπαθιού. Μαρκαδόρος/πινέλο/στιλό με λοξή/στρογγυλεμένη ~ (πβ. ακίδα). Πένα με χρυσή ~. Έσπασε η/ξύνω τη ~ του μολυβιού. Έκοψε τα μαλλιά της ~ες/άφησε λίγες ~ες να πέφτουν στο πρόσωπο (βλ. αφέλειες).|| Η ~ του ακρωτηρίου.|| Η ~ του αεροπλάνου/του πλοίου (πβ. πλώρη)/του σωληναρίου. Σουτ με τη ~ του παπουτσιού (βλ. μύτος). 4. δυνατή όσφρηση: Το κυνηγόσκυλο έχει καλή ~. 5. (μτφ.) η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος ενστικτωδώς κάτι, διαίσθηση: Έχει (γερή) ~. 6. άρωμα κρασιού: πλούσια/πολύπλοκη/φινετσάτη ~. Έντονη ~ από μπαχαρικά/φρούτα του δάσους. ● Υποκ.: μυτίτσα (η), μυτούλα (η) ● Μεγεθ.: μυτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: πτερύγιο της μύτης βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: ανοίγει/ματώνει η μύτη μου (προφ.): αιμορραγεί., βγάζω (κάτι) από τη μύτη κάποιου/μου βγαίνει (κάτι) από τη μύτη (προφ.): για κάτι που έχει δυσάρεστη έκβαση, ενώ αρχικά ήταν ή προοριζόταν να είναι ευχάριστο: Τελικά ήρθε στην εκδρομή, αλλά μας το έβγαλε από τη ~ με την γκρίνια του. Πβ. μου βγαίνει (κάτι) ξινό., δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι & (σπάν.) δεν μάτωσε μύτη 1. δεν προκλήθηκαν βίαια επεισόδια: Ήρεμα εξελίχθηκε ο χθεσινός αγώνας· ~ ~. Οι διαδηλωτές αποχώρησαν, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Πβ. αναίμακτα. 2. (μτφ.) δεν υπήρξε αντίδραση, εκδήλωση ενδιαφέροντος από τους θιγομένους: Κατεδαφίστηκαν όλες οι κατακτήσεις των εργαζομένων και ~ ~., δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του (μτφ.): είναι κοντόφθαλμος, στενόμυαλος: Δεν μπορεί να δει ~ ~. [< πβ. γερμ. nicht weiter sehen als seine Nase [reicht], γαλλ. ne pas voir plus loin que le bout de son nez] , δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου: δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα: Χωρίς τα γυαλιά/με τόσο πυκνό σκοτάδι δεν έβλεπε ούτε τη ~ της., έχει ψηλά τη μύτη (μτφ.-προφ.): έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, είναι αλαζόνας: ~ ~ του και δεν μας καταδέχεται. Πβ. σηκώνει (τη) μύτη, σνομπ, ψηλομύτης, ψώνιο., η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει (παροιμ.): είναι υπερόπτης και ακατάδεκτος, ψηλομύτης ή τεμπέλης., κάτω από τη/μπροστά στη μύτη μου: για κάτι ολοφάνερο που γίνεται ή υπάρχει, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι: Απέδρασε/πέρασαν κάτω από τη ~ των δεσμοφυλάκων. Η κλοπή έγινε κάτω από τη ~ των υπευθύνων. Η λύση τόσο καιρό βρισκόταν μπροστά στη ~ μας. Πβ. μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου., με τρώει η μύτη μου: έχω φαγούρα στη μύτη., μου σπάει/τρυπάει τη μύτη/τα ρουθούνια (προφ.): για φαγητό κυρ. που μυρίζει έντονα και ευχάριστα., μπαίνω/χώνομαι στη μύτη/στο ρουθούνι (κάποιου) (προφ.): γίνομαι ενοχλητικός., μύτη με μύτη: πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι. Πβ. έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον, πρόσωπο με πρόσωπο., να μου τρυπήσεις τη μύτη: για να δηλωθεί με βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να συμβεί κάτι: Αν κάνει τα μισά από όσα υποσχέθηκε, να μου τρυπήσετε τη ~. Βλ. να μη με λένε., πέφτει η μύτη/η μούρη μου (μτφ.-ειρων.): μειώνεται, θίγεται ο εγωισμός μου: Δεν παραδέχεται τα λάθη του, για να μην πέσει η μύτη του. , πέφτουν μύτες (προφ.): κάνει πάρα πολύ κρύο., πιάνω/κρατώ τη μύτη μου: πιάνω τη μύτη μου με τα δάχτυλα ή και δεν αναπνέω, συνήθ. για να αποφύγω δυσοσμία: Πάρε βαθιά αναπνοή και κράτα τη ~ σου κλειστή., σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη: τον κάνω ό,τι θέλω: Μου φαίνεται ότι σε σέρνει ~. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου., σκάω μύτη (προφ.): εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω: Ξαφνικά ~ει ~ ένα πιτσιρίκι.|| Έσκασε ~ ο ήλιος. ΣΥΝ. ξεμυτίζω, στη μύτη του κουταλιού: για μικρή ποσότητα (όση χωρά στην άκρη του): Προσθέτουμε ελάχιστο αλάτι/κανέλα ~ ~. (σπάν.) Μια μύτη ζάχαρη (= πολύ λίγη)., στις μύτες (των ποδιών): στις άκρες των ποδιών ή των παπουτσιών, με ανασηκωμένες τις φτέρνες: Πατώ/περπατώ/στέκομαι ~ ~. Μπήκε στο δωμάτιο ~ ~ (για να μη γίνει αντιληπτός). Πβ. (πατώ/περπατώ) στις άκρες των δαχτύλων., το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι και οι ευφυείς άνθρωποι συχνά πέφτουν σε προφανείς παγίδες, την πατούν., τρέχει η μύτη μου 1. έχω καταρροή: Η ~ του τρέχει συνέχεια. 2. ματώνει: Kάθισε μέχρι που σταμάτησε να ~ ~ του., χώνω τη μύτη/την ουρά/τη μούρη μου κάπου/παντού & βάζω τη μύτη/την ουρά μου κάπου/παντού (προφ.): ασχολούμαι με ζητήματα που δεν με αφορούν: ~ει ~ του στα προσωπικά/στις υποθέσεις των άλλων. Μη ~εις ~ σου παντού. Πβ. ανακατεύομαι, επεμβαίνω, χώνομαι. ΣΥΝ. μπαίνω/εισβάλλω στα χωράφια κάποιου/σε ξένα χωράφια, φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν [πβ. γερμ. seine Nase in etwas/in allen [hinein] stecken] , (με/χωρίς) σηκωμένη μύτη βλ. σηκωμένος, βγάζει καπνούς από τη μύτη/τ' αυτιά βλ. καπνός, κλείνει η μύτη μου βλ. κλείνω, όλα τα γουρούνια έχουνε την ίδια μούρη/μια μύτη έχουνε βλ. γουρούνι, σηκώνει (τη) μύτη βλ. σηκώνω [< μεσν. μύτη < πβ. αρχ. μύτις ‘εσωτερικό των μαλακίων, μελάνι της σουπιάς’]

ξύνω

ξύνω ξύ-νω ρ. (μτβ.) {έξυ-σα, ξύ-σω, -θηκα κ. -στηκα, -σμένος, ξύν-οντας} 1. τρίβω σημείο του σώματος με τα νύχια, συνήθ. λόγω κνησμού, ή άλλη επιφάνεια με κάποιο αντικείμενο: ~ το μέτωπό/το πιγούνι/την πλάτη μου. ~ απαλά/δυνατά/ελαφρά/έντονα. ~ει (= σκαλίζει) τη μύτη του. ~ με γυαλόχαρτο τον τοίχο (πριν τον βάψω)/με σφουγγάρι τη σκουριά από τη λαμαρίνα. ~ κάτι για να καθαρίσει.|| (κατ' επέκτ.) Μια σφαίρα τού ~σε το πόδι (: πέρασε ξυστά, δίπλα του). 2. κάνω την άκρη ενός αντικειμένου αιχμηρή: ~ το μολύβι. 3. (ειδικότ. για τρόφιμα) αφαιρώ τη φλούδα: ~ αγγούρι/καρότα/τα λέπια (ψαριού). ~ (εξωτερικά) λεμόνι/πορτοκάλι (: για να χρησιμοποιήσω το ξύσμα τους). ~ με μαχαίρι/στον τρίφτη. ● Παθ.: ξύνομαι (μτφ.-προφ.): τεμπελιάζω, μένω άπραγος· ψάχνω αφορμή να μαλώσω με κάποιον: Όλη μέρα ~εται στην καφετέρια.|| Από ώρα ~εται (= τρώγεται) για καβγά. ● ΦΡ.: ανοίγει/ξύνει (παλιές) πληγές: θυμίζει κάτι που έχει προκαλέσει στο παρελθόν δυσάρεστα συναισθήματα ή/και πάθη: Θέμα/υπόθεση που ~ ~. Βλ. αναξέω., ξύνω το κεφάλι μου: σε περιπτώσεις άγνοιας, αμηχανίας ή απορίας: ~ ~ να καταλάβω τι εννοεί/να κατεβάσω ιδέες., ξύνεται/τρίβεται στη γκλίτσα του τσοπάνη/τσοπάνου βλ. γκλίτσα, όποιος δεν έχει νύχια να ξυστεί ... βλ. νύχι, τα ξύνει/ξύνει τ' αρχίδια (/τα παπάρια) του βλ. αρχίδι, τρώει τα νύχια του για καβγά βλ. νύχι [< μεσν. ξύνω < αρχ. ξύω]

ο

ο 1. (πρόφ. όμικρον) το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που αντιπροσωπεύει τον φωνηεντικό φθόγγο [o]: ~ κεφαλαίο (Ο). ~ μικρό (ο). Πβ. όμικρον. Βλ. δίφθογγος, φωνήεν. 2. (πρόφ. όμικρον) εβδομηκοστός σε μια σειρά χρονική, ιεραρχική ή αξιολογική· εβδομήντα: (συνήθ. με τόνο ο΄/Ο΄) Εδάφιο ~.|| Η μετάφραση των ~ (= Εβδομήκοντα). 3. (σε αρίθμηση, με τον τόνο κάτω αριστερά: ,Ο ή ,ο:) εβδομήντα χιλιάδες. [< αρχ. Ο, μεσν. ο]

όποιος

όποιος, α, ο [ὅποιος] ό-ποιος αναφ. αντων. {(προφ.) οποιαν-ού, -ής, -ού| -ών}: για αόριστη αναφορά σε κάποιον ή κάτι: (ως ουσ., αυτός που, εκείνος που) ~ θέλει να βοηθήσει, είναι ευπρόσδεκτος (ΣΥΝ. οποιοσδήποτε). ~οι (τυχόν) έχουν απορίες, ας το πουν τώρα (ΣΥΝ. όσοι). Πάρε ~ο σου αρέσει (ΣΥΝ. ό,τι).|| (ως επίθ., οποιοσδήποτε) Θα στηρίξω ~α απόφαση πάρετε (ΣΥΝ. κάθε). Η αποποίηση των ~ων ευθυνών δεν αποτελεί λύση.|| (με οριστικό ή αόριστο άρθ. δηλώνει αοριστία, αδιαφορία ή συγκατάβαση απέναντι σ' αυτό που εκφράζει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό) Ζητώ συγγνώμη για την ~α ταλαιπωρία. Συνέχισε απτόητος παρά τις ~ες αντιδράσεις. Βρες μια ~α δικαιολογία. ● ΦΡ.: όποιος κι αν/και να ...: επιτείνει την αοριστία ή τη γενική αναφορά· οποιοσδήποτε: ~ ~ είναι, πες του να φύγει. ~οι ~ το έχουν κάνει, θα τιμωρηθούν. (Σε) ~α σελίδα ~ κοιτάξεις, θα βρεις λάθη. ~α μέτρα ~ λάβουν (= ό,τι κι αν/και να κάνουν), το πρόβλημα δεν λύνεται., όποιος κι όποιος (προφ.): σε αρνητ. πρόταση δηλώνει ότι κάποιος ή κάτι είναι αξιόλογο(ς), σημαντικό(ς): Δεν είναι ~ ~ (ενν. είναι σπουδαίος άνθρωπος). (ειρων.) Δεν πάει σ' ~ο κι ~ο μαγαζί. Πβ. ό,τι κι ό,τι.|| Δεν μιλάω σ' ~ον κι ~ον (: στον καθένα, στον οποιονδήποτε, στον πρώτο τυχόντα)., κι όποιον πάρει ο χάρος! βλ. χάρος, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω βλ. πέτρα, όποιο δάχτυλο κι αν κόψεις, πονάει βλ. δάχτυλο, όποιον πάρει η μπάλα βλ. μπάλα, όποιος αγαπά παιδεύει βλ. αγαπώ, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω, όποιος βιάζεται σκοντάφτει βλ. βιάζομαι, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια βλ. πόδι, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος έχει αυτιά, ακούει βλ. ακούω, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει/ρίχνει και στα λάχανα βλ. πιπέρι, όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια βλ. γένια, όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται βλ. μυγιάζομαι, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, όποιος καεί/κάηκε στον/με τον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι βλ. χυλός, όποιος κοροϊδεύει τους άλλους, κοροϊδεύει τα μούτρα του βλ. κοροϊδεύω, όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί βλ. νύχτα, όποιος παθαίνει, μαθαίνει βλ. μαθαίνω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, όποιος σκάβει το(ν) λάκκο του άλλου/αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα βλ. λάκκος, όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες βλ. άνεμος, όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος βλ. μαντρί, όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη βλ. χαρτί, όποιος χέζει/κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στ' αλάτι βλ. χέζω, φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά/όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά βλ. ρούχο [< μεσν. όποιος]

οπότε

οπότε [ὁπότε] ο-πό-τε σύνδ. εισάγει δευτερεύουσα πρόταση 1. συνεπώς, έτσι: Έχει πολλή δουλειά, ~ δεν θα έρθει. 2. και τότε: Θα εργάζεται μέχρι το τέλος του χρόνου, ~ και λήγει η σύμβασή του. [< αρχ. ὁπότε]

όπου

όπου [ὅπου] ό-που αναφορικό επίρρημα που δηλώνει: 1. τόπο: Δεν έχει ακόμα βρεθεί ο χώρος ~ (: που, στον οποίο) θα διεξαχθεί το συνέδριο. Γεννήθηκε στην πρωτεύουσα ~ και (: στην οποία και) πέρασε τα παιδικά της χρόνια.|| (εκεί που, οπουδήποτε, σε οποιοδήποτε μέρος) Κάτσε ~ βρεις.|| (μτφ.) Επιστρέψαμε εκεί/στο σημείο από ~ ξεκινήσαμε. 2. χρόνο: Πέρασε μία περίοδος ~ (: κατά την οποία) παρατηρήθηκαν σημαντικές αλλαγές.|| (προφ.) Καθόμασταν και μιλούσαμε, ~ (: όταν) ξαφνικά χτύπησε η πόρτα. 3. κατάσταση, συνθήκες: Υπάρχουν περιπτώσεις ~ ... (= κατά τις οποίες ...). ● ΦΡ.: όπου αλλού: σε οποιοδήποτε άλλο μέρος ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση: Μπορούμε να συναντηθούμε σπίτι μου ή (και) ~ ~ θέλετε., όπου δει (αρχαιοπρ.): εκεί που ή σε όποιον πρέπει: Θα γίνουν, ~ ~, οι κατάλληλες διορθώσεις. Να αποδοθούν ευθύνες ~ ~!, όπου και να/κι αν: οπουδήποτε: ~ ~ να πάει, συναντάει γνωστούς. ~ ~ είσαι, θα 'ρθω να σε βρω.|| (μτφ.) ~ ~ καταλήξει αυτή η ιστορία, δεν μετανιώνω για τίποτα. Δεν νομιμοποιείται η βία απ' ~ ~ προέρχεται., όπου κι όπου (προφ.-συχνά ειρων.): οπουδήποτε: Δεν πάει ~ ~. Μόνο σε καλά εστιατόρια. Βλ. ό,τι κι ό,τι., όπου να 'ναι (προφ.) 1. σε λίγο, πολύ σύντομα: ~ ~ έρχεται/θα βρέξει. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, από ώρα σε ώρα (1), οσονούπω 2. οπουδήποτε: Μην πετάς σκουπίδια ~ ~! -Πού θέλεις να πάμε; -(Πάμε) ~ ~., όπου παραπάνω (συντομ. ό.π./όπ.π.): ως παραπομπή στην αμέσως προηγούμενη πηγή: ό.π. σελ 13-74. ΣΥΝ. αυτόθι, ένθα ανωτέρω, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, όπου (κι αν) σταθώ κι όπου (κι αν) βρεθώ βλ. στέκομαι, όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι βλ. κεράσι, όπου γάμος και χαρά (κι) η Βασίλω πρώτη βλ. γάμος, όπου Γης βλ. γη, όπου γης (και) πατρίς βλ. γη, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει βλ. κόκορας, όπου φτωχός κι η μοίρα του βλ. φτωχός, όπου φύγει φύγει βλ. φεύγω, όπου φυσά(ει) ο άνεμος βλ. άνεμος [< αρχ. ὅπου]

όπως

όπως [ὅπως] ό-πως επίρρ. εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις 1. αναφορικές· δηλώνει συμφωνία, τρόπο, κατάσταση ή παρομοίωση, παραλληλισμό: (απ' όσα, σύμφωνα με όσα) ~ ανέφερε/δήλωσε/είπε/τόνισε, ... (απ' ό,τι) ~ βλέπετε/γνωρίζετε/καταλαβαίνετε/μπορείτε να δείτε, ... ~ ήταν αναμενόμενο/φυσικό, ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του. ~ διατάξετε.|| (με τον τρόπο που) Τα πράγματα ήρθαν ~ ακριβώς έπρεπε. Της φέρθηκε ~ αρμόζει σε μια κυρία. (συγκαταβατικά) ~ θες/νομίζεις (πβ. ό,τι πεις). Έλα/πήγαινε ~ είσαι (: με τα ρούχα που φοράς τώρα, χωρίς να ντυθείς κατάλληλα). Θα βρείτε το κτίριο, ~ (= καθώς) πηγαίνετε, στο αριστερό σας χέρι.|| (Έτσι) ~ είμαι τώρα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα (: στην κατάσταση που βρίσκομαι).|| (σε ελλειπτ. λόγο) ~ κάθε μέρα/πάντα, έτσι και σήμερα πήγε για τρέξιμο το πρωί. Τίποτα δεν ήταν ~ (= σαν) παλιά/πριν/πρώτα. (προφ.-συνήθ. ειρων.) Βότκα, ~ λέμε νεράκι. || Κορυφαίοι νομικοί, όπως (επίσης) και η αντιπολίτευση, συμφωνούν ότι … 2. χρονικές· ενώ, καθώς, την ώρα που: (συχνά σε διηγήσεις) ~ καθόμουν ήσυχα στον καναπέ, ακούω ξαφνικά έναν περίεργο θόρυβο. ~ φεύγεις, πέτα και τα σκουπίδια στον κάδο απορριμάτων. 3. (λόγ.) να: Παρακαλείσθε ~ επικοινωνήσετε με ... 4. σε απαρίθμηση ομοειδών συνήθ. πραγμάτων, στοιχείων: Τα όσπρια, ~ οι φακές και τα φασόλια, είναι πηγές σιδήρου. ● ΦΡ.: ή όπως αλλιώς: προς δήλωση παραχώρησης ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα λεχθεί ή θα γίνει κάτι: Τι ξέρεις για το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ~ ~ λέγεται;, όπως κ(α)ι αν/και να ... (προφ.): (σε εναντίωση ή παραχώρηση) ανεξάρτητα από κάτι, σε κάθε περίπτωση: ~ ~ έχει (το πράγμα), αδελφός σου είναι· πρέπει να του μιλήσεις. ~ ~ το κάνουμε, δεν ξεχνιέται τέτοια προσβολή., όπως-όπως (προφ.): πρόχειρα (συνήθ. λόγω βιασύνης): Τα μάζεψε ~ ~ κι έφυγε. Πβ. κουτσά στραβά, τσάτρα πάτρα. ΣΥΝ. άρον-άρον, κακήν κακώς (2), έτσι όπως βλ. έτσι, καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε βλ. λέω, όπως αγαπάτε βλ. αγαπώ, όπως άλλωστε βλ. άλλωστε, όπως έστρωσε(ς)/στρώσει(ς), θα κοιμηθεί(ς)/θα πλαγιάσει(ς) βλ. στρώνω, όπως η/σαν τη νύφη με την πεθερά βλ. νύφη, όπως και/κι αν έχει το πράγμα ... βλ. αν, όπως ο διά(β)ολος το λιβάνι βλ. διάβολος, όπως πάει βλ. πηγαίνω & πάω, όπως πάω/πας βλ. πηγαίνω & πάω, όπως σε βλέπω και με βλέπεις! βλ. βλέπω, όπως τον/την γέννησε η μάνα του/της βλ. μάνα [< αρχ. ὅπως]

ορίζοντας

ορίζοντας [ὁρίζοντας] ο-ρί-ζο-ντας ουσ. (αρσ.) {οριζόντ-ων} 1. η νοητή, κυκλική γραμμή με την οποία δίνεται η εντύπωση σε παρατηρητή ότι ο ουράνιος θόλος εφάπτεται με την επιφάνεια της Γης ή της θάλασσας: απέραντος/γαλάζιος ~. Ο ήλιος δύει στην άκρη του ~α. Πέρα απ' τον ~α (: το οπτικό πεδίο). Βουνά ανάγλυφα στο βάθος του ~α. Το νησί φάνηκε/χάθηκε στον ~α. Θέα στον ~α της πόλης. 2. ΑΣΤΡΟΝ. ο μεγαλύτερος κύκλος που σχηματίζεται από την τομή της ουράνιας σφαίρας με ένα επίπεδο εφαπτόμενο στην επιφάνεια της Γης: αισθητός/αληθής ή μαθηματικός/νοητός/ορατός ~. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) εύρος ενδιαφερόντων, ενασχολήσεων, γνώσεων, εμπειριών: άτομο με κλειστούς/περιορισμένους ~ες (: με παρωπίδες). Το διάβασμα συντελεί στη διεύρυνση των πνευματικών ~ων. Έλλειψη ~ων και στόχων. 4. (μτφ.) δυνατότητες εξέλιξης και προόδου σε ένα πεδίο δράσης, προοπτικές: επενδυτικός/κοινωνικός/πολιτικός ~ (πβ. ορατότητα). ~ προσδοκιών. Με ~α τριετίας. Ο οικονομικός ~ (= το μέλλον) διαγράφεται σκοτεινός. Διαβλέπω αλλαγές στον διεθνή ~α. Ελπίδα που διαφαίνεται στον ~α. Διαπραγματεύσεις χωρίς ~α. Τίποτα ενδιαφέρον στον ~α. 5. ΓΕΩΛ. (στην στρωματογραφία) διακριτό στρώμα εδάφους το οποίο διαθέτει φυσικά χαρακτηριστικά που το διακρίνουν από τα υπόλοιπα: ανώτερος/ενδιάμεσος/κατώτερος ~. Αργιλικοί/ψαμμιτικοί ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: ορίζοντας γεγονότων: ΑΣΤΡΟΝ. νοητή σφαίρα που περιβάλλει κάθε μαύρη τρύπα και από την οποία τίποτα -ακόμα και το φως- δεν μπορεί να διαφύγει, όταν εισέλθει σε αυτή: η ακτίνα του ~α ~. [< αγγλ. event horizon, 1956] , χρονικός ορίζοντας: χρονική περίοδος, συνήθ. συγκεκριμένη, που μεσολαβεί μέχρι την επίτευξη ενός στόχου: βραχυπρόθεσμος/μεσοπρόθεσμος/μακροπρόθεσμος ~ ~. ~ ~ επίλυσης προβλήματος/εφαρμογής ρύθμισης/ολοκλήρωσης έργου. Με ~ό ~α δεκαετίας. Μέτρα χωρίς ~ό ~α.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ ~ ανάλυσης/αποπληρωμής (δανείου)/επένδυσης/πρόβλεψης. Πβ. χρονοδιάγραμμα., ανοιχτός ορίζοντας βλ. ανοιχτός, κλειστός ορίζοντας βλ. κλειστός, υδροφόρος ορίζοντας βλ. υδροφόρος ● ΦΡ.: ανοίγει (νέους) ορίζοντες: δημιουργεί ευκαιρίες, πρωτοπορεί: Συμφωνία που ~ ~ για την ανάπτυξη.|| Με τη χρήση των πολυμέσων ~ονται νέοι ~ στην εκπαίδευση. Πβ. ανοίγει (νέους/καινούργιους) δρόμους., τα τέσσερα σημεία (του ορίζοντα) βλ. σημείο [< 1: αρχ. ὁρίζων, αγγλ.-γαλλ. horizon, γερμ. Horizont]

όσο

όσο [ὅσο] ό-σο επίρρ. & (λόγ.) όσον· εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις 1. αναφορικές· δηλώνει (αόριστη) ποσότητα της οποίας το μέγεθος εξαρτάται από τα συμφραζόμενα: Προσπάθησε ~ μπορείς (καλύτερα). Ρίξε νερό ~ πάρει (ενν. το δοχείο). (επιτατ., περισσότερο από οποιονδήποτε/οτιδήποτε άλλο) Συμφεροντολόγος ~ κανείς/κανένας άλλος. Θέλω ~ τίποτα άλλο στον κόσμο να ... Με βοήθησες ~ δεν φαντάζεσαι (: πάρα πολύ). (επιτατ., με συγκριτικό βαθμό) Έλα ~ νωρίτερα/πιο γρήγορα μπορείς.|| Τα πήγε χειρότερα απ' ~ τυχόν περίμενε. 2. χρονικές· ενόσω, το διάστημα, την ώρα που: ~ ζω, ελπίζω. Ποιος θα προσέχει το μωρό, ~ λείπεις; ~ είμαι εγώ εδώ, μην ανησυχείτε για τίποτα. Πβ. εφόσον, καθόσον, όταν.|| (δηλώνει χρόνο και αιτία μαζί) ~ αισθάνομαι ότι δεν είναι καλά, αδυνατώ να ησυχάσω. Πβ. από τη στιγμή που, επειδή. ● ΦΡ.: όσο ... (,) τόσο ...: στον βαθμό που γίνεται κάτι, στον ίδιο βαθμό επιτυγχάνεται, συντελείται κάτι άλλο: ~ λιγότερο μιλάς ~ το καλύτερο. ~ πιο πολύ τον γνωρίζω, ~ πιο πολύ τον συμπαθώ., όσο για (προφ.): όσον αφορά: ~ ~ τα υπόλοιπα (ενν. ζητήματα) δεν έχω μάθει κάτι., όσο κι αν/και να: (για εναντίωση ή παραχώρηση) ακόμη κι αν, αν και, μολονότι, παρόλο που: ~ ~ κλαις, δεν σε λυπάμαι. ~ ~ σας φαίνεται περίεργο, μου ζήτησε συγγνώμη. Η κατάσταση είναι ανησυχητική, ~ ~ δεν θέλεις να το πιστέψεις., όσο να 'ναι/όσο (και) να πεις (προφ.): όταν κάποιος αναγκάζεται να αποδεχτεί ή να παραδεχτεί κάτι: Έχει, ~ ~, ένα δίκιο.|| (ως αποδοχή μιας διαπίστωσης του συνομιλητή) -Κόπιασες πολύ! -(Ε!) ~ ~! Πβ. ναι., όσο όσο & όσο κι όσο (προφ.): ως δήλωση αδιαφορίας σχετικά με την πολύ χαμηλή ή υψηλή τιμή με την οποία πωλείται ή αγοράζεται κάτι αντίστοιχα: Το δίνει/πουλάει ~ ~. Πβ. μπιρ παρά.|| Πληρώνω ~ ~. Το αγοράζω ~ ~ (: όσο κι αν κάνει). ΣΥΝ. όσα(-)όσα, όσο που (προφ.): μέχρι, ωσότου, ώσπου: Βρες κάτι να κάνεις, ~ ~ να περάσει η ώρα., όσο το δυνατό(ν)/όσο γίνεται: στον μεγαλύτερο βαθμό που μπορεί να γίνει κάτι: Στόχος μας είναι η όσο το δυνατόν καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών. Θέλω να μάθω όσο γίνεται περισσότερα γι' αυτόν., κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, όσο απέχει ο ουρανός από τη γη βλ. γη, όσο δεν παίρνει (άλλο) βλ. παίρνω, όσο πατάει η γάτα βλ. γάτα, όσο πάω/πάει και βλ. πηγαίνω & πάω, όσο περνάει από το χέρι μου βλ. χέρι, όσο ποτέ (άλλοτε) βλ. ποτέ, όσον/σε ό,τι/καθόσον αφορά ... βλ. αφορά, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα βλ. βροντά, τόσο ... όσο βλ. τόσο [< αρχ. ὅσον]

όσος

όσος [ὅσος] ό-σος αναφ. αντων.: δηλώνει αόριστα ποσότητα, αριθμό, πλήθος, ένταση, χρόνο: Δικαίωμα συμμετοχής έχουν ~οι (= όλοι ~οι ...) είναι άνω των δεκαοκτώ ετών (πβ. καθένας, οποιοσδήποτε). Τηλεφώνησε κανείς ~η ώρα (= όσο) έλειπα; Αντιστάθηκε με ~η δύναμη είχε (: με όλη του τη δύναμη). Λέει λιγότερα απ' ~α σκέφτεται (πβ. ό,τι). Παίρνει τα ίδια ~α (= τόσα ... ~α ... ) και οι υπόλοιποι. ~οι τυχόν (= όποιοι) δεν ξέρουν ... (ειρων.) Σκέψου με ~ο μυαλό σου έχει απομείνει. ● ΦΡ.: όσα(-)όσα (προφ.): όσο(-)όσο., όσος κι αν/και να: για δήλωση παραχώρησης: Όσοι κι αν είστε, σας περιμένω. Όσα (ενν. χρήματα) και να μου έδιναν, δεν θα το έκανα ποτέ., τα όσα: (συνήθ. για κάτι αρνητ.) όλα αυτά που ...: Διηγήθηκε ~ ~ (δυσάρεστα/φρικτά) έζησε/είδε/πέρασε/συνέβησαν., (τα) μύρια όσα βλ. μύριοι, μύριοι όσοι βλ. μύριοι, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι, όλους όσους βλ. όλος, όσα δε φτάνει/πιάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια βλ. αλεπού, όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν βλ. έρχομαι, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) βλ. χρόνος, όσοι πιστοί προσέλθετε βλ. προσέρχομαι, πλείστοι όσοι βλ. πλείστοι, τόσος ... όσος .../όσος ... τόσος ... βλ. τόσος [< αρχ. ὅσος]

όταν

όταν [ὅταν] ό-ταν σύνδ. χρον. (εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις) 1. (χρονικές) δηλώνει χρόνο: Τι θα γίνεις, ~ μεγαλώσεις; (ειδικότ., το σύγχρονο) Τι εννοείς, ~ λες "..."; ~ τρώμε, δεν μιλάμε (: ενώ, όση ώρα, την ώρα που). (σε αφήγηση) Ήμουν έτοιμη να φύγω, ~ χτύπησε το τηλέφωνο (: τη στιγμή που, πβ. αλλά, όμως). Ήταν παιδί ακόμα, ~ έχασε τους γονείς του (: την εποχή που, τότε που). (προφ.) Ασχολήθηκαν με την πολιτική, από ~ ήταν φοιτητές.|| (το προτερόχρονο) ~ πάρει πτυχίο, θ' αρχίσει να ψάχνει για δουλειά (: αφού, μόλις). ~ μείνεις έγκυος, θα πρέπει να φροντίζεις περισσότερο τη διατροφή σου.|| (χρονική επανάληψη στο παρελθόν ή στο παρόν-μέλλον) ~ είχα εξετάσεις, δεν κοιμόμουν καλά απ' το άγχος (: κάθε φορά που, οσάκις). Θα είμαι δίπλα σου, ~ με χρειαστείς (: όποτε). 2. (χρονικοϋποθετικές) εκφράζει υπόθεση: ~ (τυχόν) τον δεις, τι θα του πεις (: αν, άμα, σε περίπτωση που);|| ~ το φαγητό γίνεται πρόβλημα ... 3. εκτός από τη χρονική σημασία, φανερώνει ταυτόχρονα και έντονη αντίθεση: Πώς θέλεις να περάσεις, ~ (: από τη στιγμή που, παρόλο που) δεν διαβάζεις καθόλου; 4. (αναφορικές-χρονικές ελλειπτικές) σε παρομοίωση, σύγκριση: Όλα ήταν όπως ~ (: έτσι όπως ήταν όταν ...) ήμασταν παιδιά. ● ΦΡ.: όταν και/κι αν: στην περίπτωση που, εφόσον: ~ ~ μπορείς, πέρνα από 'δω., άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι βλ. κόρακας, όταν γεράσει ο διά(β)ολος, καλογερεύει βλ. διάβολος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο βλ. πόρτα, όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια βλ. γάτα, όταν πρέπει βλ. πρέπει, όταν/αν/άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ βλ. Μωάμεθ, όταν/τη μέρα που θα παγώσει η κόλαση βλ. κόλαση [< αρχ. ὅταν]

ουρανός

ουρανός [οὐρανός] ου-ρα-νός ουσ. (αρσ.) 1. επιφάνεια της ατμόσφαιρας, ορατή σε παρατηρητή που βρίσκεται στη Γη, η οποία μοιάζει με θόλο και φαίνεται να εφάπτεται με τη νοητή γραμμή του ορίζοντα: αίθριος/βαρύς/γαλάζιος/γκρίζος/έναστρος/μαύρος/νυχτερινός/ξάστερος/σκοτεινός/συννεφιασμένος/φωτεινός ~. Χαρτογράφηση του ~ού. Το κυανό χρώμα του ~ού. Παρατήρηση του ~ού με τηλεσκόπιο. Καθάρισε ο ~ (: διαλύθηκαν τα σύννεφα). Ο ήλιος/το φεγγάρι βγήκε στον ~ό. Τα αεροπλάνα/τα πουλιά πετούν στον ~ό. Πβ. αιθέρες, ουράνια σφαίρα, στερέωμα.|| (μτφ.) Ένας κεραυνός έσκισε τον ~ό στα δύο.|| (ειδικότ.) Κάτω από τον αττικό ~ό. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ο) {συνήθ. στον πληθ.} νοητός τόπος που θεωρείται κατοικία του Θεού καθώς και η μεταθανάτια κατοικία των πιστών: η βασιλεία των ~ών. Η Πλατυτέρα των ~ών (: η Παναγία). Οι άγγελοι/δυνάμεις των ~ών. Η ανάληψη (του Χριστού) στους ~ούς. (κάλαντα Χριστουγέννων) "Οι ~οί αγάλλονται...". Πβ. (επ)ουράνια, παράδεισος. 3. (μτφ.) θολωτή οροφή: κρεβάτι με ~ό. Ο ~ (= σκεπή) του αυτοκινήτου. ● ΣΥΜΠΛ.: οι πύλες του Παραδείσου βλ. πύλη ● ΦΡ.: ανεβάζω κάποιον στον έβδομο ουρανό/στους επτά ουρανούς: κάνω κάποιον χαρούμενο, του προκαλώ μεγάλη συναισθηματική ευφορία: Αγάπες/έρωτες που μας ~ουν ~., ανοίγει ο ουρανός: τα σύννεφα διαλύονται σταδιακά ή/και σταματά η βροχή: ~ ~ και βγαίνει ο ήλιος. Βλ. ανοίγει ο καιρός., είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι (προφ.): ζαλίζομαι από χτύπημα ή αιφνιδιάζομαι: Έφαγε μια γροθιά και είδε ~ ~. Του ήρθε ~ ~ με το εκκαθαριστικό της εφορίας. Πβ. έφαγα/μου (ή)ρθε/μου έπεσε κεραμίδα (στο κεφάλι), μου ήρθε/'ρθε κόλπος/ταμπλάς., στον έβδομο ουρανό/στους επτά ουρανούς: πανευτυχής: Κέρδισε το λαχείο και βρίσκεται/είναι/πετάει ~ ~., τον ουρανό με τ' άστρα: για κάτι ανέφικτο, υπερβολικό: Ζητώ/προσφέρω/τάζω/υπόσχομαι/χαρίζω ~ ~., άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξαν οι ουρανοί βλ. ανοίγω, δάκρυσε ο ουρανός βλ. δακρύζω, θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει! βλ. πλακώνω, καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται βλ. αστραπή, κινώ γη και ουρανό βλ. κινώ, μάννα εξ ουρανού βλ. μάννα1, όσο απέχει ο ουρανός από τη γη βλ. γη, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα βλ. γυρεύω, τα πετεινά του ουρανού βλ. πετεινά, τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό βλ. χρήμα [< αρχ. οὐρανός 3: γαλλ. ciel de lit]

παινεύω

παινεύω παι-νεύ-ω ρ. (μτβ.) {παίν-εψα κ. -ευσα, παιν-έψει κ. -εύσει, παιν-εύτηκε, -ευτεί, παιν-εμένος, παινεύ-οντας} (προφ.): επαινώ, εξυμνώ κάποιον ή κάτι: Τον ~ει για την εργατικότητά του. ~ουν τις χάρες της. (λογοτ.) ~εμένη: πόλη/χώρα. Πβ. εγκωμιάζω, εκθειάζω. ● Παθ.: παινεύομαι: καυχιέμαι, περιαυτολογώ: ~εται για το ακριβό του αυτοκίνητο. ~όταν για την ομορφιά της (πβ. αυτοεπαινούμαι). ΣΥΝ. κοκορεύομαι ● ΦΡ.: αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει (παροιμ.): όποιος δεν επαινεί κάποιον ή κάτι δικό του, το πληρώνει., όχι (για) να το παινευτώ, αλλά ... (προφ.): λέγεται για να μετριαστεί ο αυτοέπαινος που ακολουθεί: ~ ~ η ομάδα μας σκίζει! ~ ~ είμαι πολύ καλή μαγείρισσα! [< μεσν. παινώ]

Πανδώρα

Πανδώρα Παν-δώ-ρα ουσ. (θηλ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: ανοίγει το κουτί της Πανδώρας (μτφ.): για ενέργεια που προκαλεί μια σειρά από συμφορές: Το σκάνδαλο άνοιξε ~ ~. Πβ. ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου. [< αρχ. Πανδώρα]

πανηγύρι

πανηγύρι πα-νη-γύ-ρι ουσ. (ουδ.) {πανηγυριού} 1. υπαίθρια λαϊκή εκδήλωση που διοργανώνεται με την ευκαιρία θρησκευτικής εορτής, δηλ. όταν γιορτάζει κυρ. ενοριακός ναός ή Μονή, και περιλαμβάνει διασκέδαση με παραδοσιακή και λαϊκή μουσική και συνήθ. παζάρι: ετήσιο/τοπικό ~. Το ~ του Δεκαπενταύγουστου. ~ στην κεντρική πλατεία του χωριού. ΣΥΝ. πανήγυρη 2. (συνεκδ.) εμποροπανήγυρη. 3. (κατ' επέκτ.) γλέντι, ξεφάντωμα· πανηγυρισμός: αποκριάτικο ~. Στήθηκε ένα ~ χαράς.|| Ξέφρενο/τρελό ~ στα αποδυτήρια μετά τη νίκη της ομάδας. 4. (μτφ.-ειρων.) καβγάς, τσακωμός: Έχει να γίνει/θα έχουμε μεγάλο ~ (= φασαρία) όταν το μάθει! ● Υποκ.: πανηγυράκι (το) (μειωτ.) ● ΦΡ.: για τα πανηγύρια (μειωτ.-ειρων.): γελοίος, φαιδρός: κατάσταση/πολιτική ~ ~. Είμαστε ~ ~! ΣΥΝ. για γέλια, γιορτές/χαρές και πανηγύρια βλ. γιορτή, του Κουτρούλη ο γάμος/το πανηγύρι βλ. Κουτρούλης [< μεσν. πανηγύρι(ν)]

πανηγυρίζω

πανηγυρίζω πα-νη-γυ-ρί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πανηγύρι-σα, πανηγυρί-στηκε, πανηγυρίζ-οντας}: εκδηλώνω έντονα τη μεγάλη μου χαρά, την ευτυχία που νιώθω για κάτι: Οι φίλαθλοι πανηγύριζαν στους δρόμους.|| ~σαν (για) τη νίκη του κόμματός τους στις εκλογές.πανηγυρίζει: (για σύνολο ανθρώπων) γιορτάζει τη μνήμη Αγίου ή άλλη θρησκευτική επέτειο με διάφορες εκδηλώσεις (Θεία Λειτουργία, λιτανεία, πανηγύρι): Ο ναός ~ δύο φορές τον χρόνο. Το χωριό ~ την ημέρα της Αναλήψεως. [< μτγν. πανηγυρίζω]

πανί

πανί πα-νί ουσ. (ουδ.) {παν-ιού | -ιών} 1. κομμάτι φτηνού υφάσματος, συνήθ. για πρόχειρη χρήση: αδιάβροχο/απορροφητικό (βλ. βετέξ, σπογγοπετσέτα)/βαμβακερό/λινό ~. ~ καθαρισμού. Βγάζω/τρίβω τον λεκέ μ' ένα βρεγμένο/καθαρό/μαλακό/νωπό/στεγνό ~. Σκούπισε τα χέρια του/σκέπασε το πιάτο μ' ένα ~ (βλ. πετσέτα). Βλ. -πανο, πατσαβούρα. 2. ΝΑΥΤ. ιστίο: ανοιχτά/λευκά ~ιά. Άπλωμα των ~ιών. Κατεβάζω/μαζεύω τα ~ιά. Ο άνεμος γεμίζει/φουσκώνει τα ~ιά. Πβ. άρμενα. Βλ. λατίνι, μαΐστρα, μετζάνα, μπούμα, προΐστιο, ράντα1, σακολέβα, τρίγκος, φλόκος, ψάθα.|| (συνεκδ.) Τα ελληνικά ~ιά (= οι Έλληνες ιστιοπλόοι) κατέκτησαν ... μετάλλια. 3. ύφασμα ή άλλο υλικό στο οποίο προβάλλεται εικόνα, κυρ. ταινία· συνεκδ. κινηματογράφος: ~ προβολής (βλ. προτζέκτορας).|| Η ζωή του θα μεταφερθεί στο ~ (= στη μεγάλη οθόνη). Πβ. σελιλόιντ. Βλ. θέατρο σκιών, μπερντές, πάλκο, σανίδι, σκηνή. ● Υποκ.: πανάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινο πανί βλ. κόκκινος ● ΦΡ.: ανοίγω πανιά & σηκώνω/κάνω πανιά 1. αποπλέω: Ανοίξαμε ~ για το νησί.|| (μτφ.) Άνοιξε ~ (= έφυγε) για άλλα μέρη. 2. (μτφ.) ξεκινώ κάτι με καλές προοπτικές: (για επιχείρηση) Άνοιξε ~ για ξένες αγορές., άσπρος σαν (το) πανί: χλομός: Έγινε ~ ~ απ' τον φόβο του., είμαι/έμεινα πανί με πανί (προφ.): είμαι απένταρος, ξέμεινα από χρήματα. Πβ. με άδειες τσέπες. ΣΥΝ. βρέθηκε/έμεινε στον άσο, δεν έχω μία, δεν έχω φράγκο, είμαι/έχω μείνει ταπί (και ψύχραιμος), μένω/είμαι στεγνός, είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά (προφ.): είναι πολύ στενοχωρημένος ή απογοητευμένος. ΣΥΝ. τα βάφω μαύρα, μάινα τα πανιά! βλ. μάινα1, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου βλ. ώρα [< μτγν. πανίον < μεσν. πανί(ν), λατ. pannus]

πάντα

πάντα πά-ντα επίρρ.: σε κάθε χρονική στιγμή ή περίπτωση, συνεχώς: ~ θα σε θυμάμαι. Θα είμαι ~ δίπλα σου. Είναι ~ ενημερωμένη. Έχω ~ μαζί μου χαρτομάντιλα. Είναι συναρπαστικός όπως ~. Ο πελάτης έχει ~ δίκιο. ~ υπάρχουν λύσεις. (ως ευχή:) ~ τέτοια! || Μην ξεχνάς να φοράς ζώνη ~ όταν (: κάθε φορά που) οδηγείς. ΣΥΝ. πάντοτε ΑΝΤ. μηδέποτε, ουδέποτε, ποτέ (1) ● ΦΡ.: από πάντα: ανέκαθεν, από πολύ παλιά: ~ ~ επιθυμούσα να ασχοληθώ με το τραγούδι. ~ ~ μου άρεσε το διάβασμα., για πάντα: για την υπόλοιπη ζωή κάποιου: ~ ~ ερωτευμένοι/φίλοι. Σκέφτεται να μείνει ~ ~ εδώ. Πβ. διά παντός, στο διηνεκές. ΣΥΝ. επ' άπειρον, μια (και) για πάντα: μια κι έξω, μια και καλή, οριστικά: Ας τελειώνουμε ~ ~ με το θέμα αυτό. Τον άφησε ~ ~. Πβ. άπαξ (και) δια παντός., πάντα άξιος! βλ. άξιος, παντού και πάντα βλ. παντού, τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! βλ. Γιάννης [< μεσν. πάντα]

παράθυρο

παράθυρο πα-ρά-θυ-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ύρου} 1. άνοιγμα σε τοίχο ή μεταφορικό μέσο, καλυμμένο συνήθ. με τζάμι, το οποίο επιτρέπει τη θέα, αλλά και τον αερισμό-φωτισμό· ιδ. συνεκδ. το πλαίσιό του, τα παραθυρόφυλλα ή/και το τζάμι του: δίφυλλο/εσωτερικό/τυφλό (: που δεν έχει θέα)/ψηλό ~. Το γείσο/η κάσα/η κορνίζα/το κούφωμα/τα παντζούρια/το περβάζι/το τελάρο του ~ύρου. ~α με κάγκελα/κουρτίνες/ρόμαν/σίτες/στόρια. Τα ~α βλέπουν (= έχουν θέα) στη θάλασσα.|| Αλουμινένια/μεταλλικά/ξύλινα/πλαστικά ~α.|| Ανοιχτά/κλειστά ~α. Ανακλινόμενα (βλ. κουμπάσο)/ανοιγόμενα/συρόμενα ~α. Οι γρίλιες/ο μεντεσές/το πόμολο/ο σύρτης του ~ύρου. Ασφάλειες ~ύρων. Βλ. τουρνικέ.|| Τα ~α έχουν θολώσει. Καθαρίζω/πλένω τα ~α.|| Τα (στρογγυλά) ~α των πλοίων (= φινιστρίνια).|| (σε αυτοκίνητο:) Ηλεκτρικά/πλευρικά ~α. Κατεβάζω το ~.|| (σε αεροπλάνο:) Επιλογή θέσης δίπλα σε ~.|| (κατ' επέκτ., σε φριτέζα:) ~ παρακολούθησης τηγανίσματος. Βλ. παραθυράκι, πορτοπαράθυρα. 2. ΠΛΗΡΟΦ. ορθογώνιο πλαίσιο στην οθόνη του υπολογιστή, στο οποίο εμφανίζεται αρχείο, πρόγραμμα ή ιστοσελίδα: αναδυόμενο/ενεργό ~. Βασικό/κεντρικό/κύριο ~ εφαρμογής. ~ εργασιών/περιήγησης. Ελαχιστοποίηση/κλείσιμο/μεγιστοποίηση/μετακίνηση ~ύρου. Διαχειριστής/εναλλαγή/σύστημα/τακτοποίηση ~ύρων. Εμφανίζεται ~ με τίτλο ... Βλ. φόρμα. 3. (μτφ.) οτιδήποτε παρέχει τη δυνατότητα επαφής με κάτι θετικό: το βιβλίο/το διαδίκτυο/η εκπαιδευτική τηλεόραση ως ~ στον κόσμο της γνώσης. Με τα τεχνολογικά επιτεύγματα ανοίγεται ένα ~ στο μέλλον. ● Μεγεθ.: παραθυράρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: τεκτονικό παράθυρο: ΓΕΩΛ. πετρώματα που βρίσκονται κάτω από άλλα και έρχονται στην επιφάνεια λόγω ρηγμάτων ή αποσάθρωσης., τηλεοπτικό παράθυρο & παράθυρο της τηλεόρασης & (προφ.) παράθυρο: ΤΗΛΕΟΡ. καθένα από τα ορθογώνια συνήθ. πλαίσια στα οποία χωρίζεται η τηλεοπτική εικόνα, για να εμφανιστούν τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε εκπομπή, παρουσιαστές, συνεργάτες ή/και καλεσμένοι· (συνεκδ., στον πληθ.) δελτία ειδήσεων ή κυρ. ειδησεογραφικές εκπομπές: Βγήκε στα ~ά ~α να καταγγείλει ...|| Γυρνά από ~ ~ σε ~ ~ (βλ. μαϊντανός). ΣΥΝ. τηλεπαράθυρο, πλαίσιο/παράθυρο διαλόγου βλ. πλαίσιο ● ΦΡ.: ανοίγω (ένα) παράθυρο (μτφ.): δίνω ευκαιρίες ή δυνατότητες σε κάποιον, του αφήνω περιθώρια για κάτι: ~ξαν ~ συνεργασίας. Η συναίνεση ~ξε ~ αισιοδοξίας/ευκαιρίας. [< γαλλ. οuvrir une fenêtre sur, αγγλ. window of opportunity] , απ' το παράθυρο (προφ.): με παράνομο, παράτυπο τρόπο: μετεγγραφές/προσλήψεις ~ ~., αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο (μτφ.): αφήνω ανοιχτό το ενδεχόμενο: Άφησαν ανοιχτό ~ για πρόωρες εκλογές. ~σε ανοιχτό το ~ του διαλόγου. ΣΥΝ. αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι, μπαίνω απ' το παράθυρο (μτφ.-προφ.): επιτυγχάνω τον στόχο μου παράνομα ή αντικανονικά: Μπήκαν ~ ~ (= διορίστηκαν), χωρίς να δώσουν εξετάσεις.|| Η ομάδα μπήκε ~ ~ στα ημιτελικά., πετώ κάτι απ' το παράθυρο (μτφ.-προφ.): απορρίπτω κάτι, θεωρώντας το ασήμαντο, ανάξιο λόγου: Πέταξαν την πρόταση ~. Βλ. εκπαραθυρώνω. [< αγγλ. throw out of the window] , πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα (μτφ.-προφ.): τα σπαταλώ αλόγιστα, κάνω περιττά έξοδα. [< γαλλ. jeter mon argent par les fenêtres] , όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο βλ. πόρτα, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1: μεσν. παράθυρο(ν) 2: αγγλ. window, 1974, 3: γαλλ. fenêtre]

πηγαίνω & πάω

πηγαίνω & πάω πη-γαί-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πηγαίνεις κ. πας, πάει, πάμε, πάτε, πάν(ε) | πήγαινα, πήγα (να/θα πάω), προστ. πήγαινε, πηγαίνετε κ. πάτε, πηγαίν-οντας} 1. μετακινούμαι, κατευθύνομαι με τα πόδια ή με μεταφορικό μέσο συνήθ. προς συγκεκριμένο σημείο: ~ στα μαγαζιά/στην τράπεζα. ~ για ύπνο (= να κοιμηθώ)/για ψώνια (= να ψωνίσω). ~ει από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Πού/προς τα πού πας; Πάμε (για) μια βόλτα/να περπατήσουμε (λιγάκι). Από πού πάνε για το λιμάνι;|| Πήγαν (= έφυγαν για) διακοπές/εκδρομή/ταξίδι.|| ~ (= πετάγομαι) μια στιγμή μέχρι τον/στον φούρνο και επιστρέφω.|| Το λεωφορείο πάει στο κέντρο. -Πώς μπορεί να πάει κανείς μέχρι την παραλία; -Με αυτοκίνητο/καΐκι. Πβ. μεταβαίνω. Βλ. παρα-, πολυ-πάω. 2. (+ μέχρι/ως) φτάνω: Πήγα ως την πόρτα.|| (μτφ.) Η ομάδα έχει πάει μέχρι τον τελικό. 3. (+ από) περνώ, διέρχομαι: Πήγα από το σπίτι των γονιών μου. 4. (για οδηγό ή όχημα) κινούμαι: ~ει (= τρέχει) με εκατό (ενν. χιλιόμετρα) την ώρα. 5. συχνάζω κάπου, συνηθίζω να επισκέπτομαι ένα μέρος: ~ στο γυμναστήριο. ~ει (κάθε Σάββατο/με φίλους) στον κινηματογράφο. Πάμε θέατρο συχνά. 6. συνοδεύω, οδηγώ κάποιον· μεταφέρω κάτι: Πάω τα παιδιά στο πάρκο/σχολείο. Να σε πάω (= πετάξω) μέχρι το σπίτι; Με πήγε (= έβγαλε) για φαγητό.|| Πήγα τα σκουπίδια (στον κάδο)/τα χαρτιά για ανακύκλωση.|| (μτφ.) Τον πήγε (= έσυρε) στα δικαστήρια. 7. (+ για, μτφ.) προορίζομαι· βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι: Σταφύλια που πάνε για (να γίνουν) κρασί/μούστο.|| ~ει για Δήμαρχος/Πρόεδρος (πβ. προαλείφομαι). ~ει (= βαίνει, οδεύει, είναι πολύ κοντά) για παγκόσμιο ρεκόρ/τη νίκη. 8. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω: Άντε να ~ (κι εγώ σιγά σιγά). Καιρός/ώρα να ~ουμε.|| (ευχετ.) Να πας στο καλό! 9. (+ να, προφ.) προσπαθώ, επιχειρώ, δοκιμάζω: Πήγα να ανοίξω το φως και έπεσε η ασφάλεια. 10. (μτφ.-προφ.) ανατρέχω, μεταβαίνω: Πήγαινε στο τέλος της σελίδας/τρίτο κεφάλαιο. Ας πάμε (= μπούμε) στην ουσία του θέματος. 11. (μτφ.-προφ.) κοντεύω, κινδυνεύω: Πήγα (= λίγο έλειψε να, παραλίγο) να πεθάνω/τρελαθώ! 12. (μτφ.-προφ.) φοιτώ: ~ (στο) γυμνάσιο/λύκειο/πανεπιστήμιο. 13. (συνήθ. στον αόρ., μτφ.-προφ.) πεθαίνω: Πήγε από βαριά αρρώστια/γεράματα/σφαίρα.πηγαίνει & (προφ.) πάει 1. διαβιβάζεται: Η ανακοίνωση πήγε σε όλα τα κανάλια και τις εφημερίδες. 2. οδηγεί, καταλήγει, φτάνει, βγάζει: Στρίβουμε δεξιά, όπως ~ ο δρόμος. Το μονοπάτι ~ αριστερά. 3. (για χρόνο) φτάνει: Πήγε δώδεκα (η ώρα)/μεσάνυχτα. 4. εξελίσσεται: Ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά! Τι έχει πάει στραβά;|| Ο αγώνας ~ για αναβολή (= οδηγείται προς).|| Δεν θυμάμαι πώς ~ ο σκοπός/το τραγούδι. 5. λειτουργεί, δουλεύει: Το ρολόι ~ μπροστά/πίσω. 6. ξοδεύεται, δαπανάται, διατίθεται: Πού πήγαν τα λεφτά; Τα κονδύλια πήγαν σε ... 7. ταιριάζει, συνδυάζεται: Δεν του ~ αυτό το πουκάμισο/χρώμα. Τα άσπρα/γυαλιά σού πάνε πολύ.|| Το άσπρο κρασί ~ με το ψάρι. 8. πέρασε, τέλειωσε: Πάει κι αυτός ο μήνας! Πάνε χρόνια από τότε.|| Πάει η ευκαιρία (= χάθηκε)! 9. κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο ~ η εγγραφή/το κιλό/η ταρίφα; 10. (για διαιρέτη ως προς τον διαιρετέο) χωράει, αναλογεί: Πόσο/πόσες φορές πάει το 8 στο 64; ● ΣΥΜΠΛ.: Πάμε Στοίχημα βλ. στοίχημα ● ΦΡ.: αυτό πού το πας; (προφ.): για συμπληρωματικό στοιχείο που δεν είναι αμελητέο: Δεν έχω διάθεση να βγω, βρέχει κιόλας, ~ ~; , δεν μου πάει (η καρδιά) να ... (προφ.): δεν έχω το ψυχικό σθένος, δεν αισθάνομαι καλά να κάνω κάτι: ~ ~ τον στενοχωρήσω! ΣΥΝ. δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή), δεν πάει/πα να ... (προφ.): (για δήλωση αδιαφορίας) ας: ~ ~ λέει ό,τι θέλει, δεν με ενδιαφέρει.|| (υβριστ.) ~ ~ πνιγεί!, όπως πάει & κατά πώς πάει: όπως εξελίσσεται η κατάσταση: ~ ~, θα τρελαθώ! ~ ~ το πράγμα, αποκτά ενδιαφέρον., όπως πάω/πας (αρνητ. συνυποδ.): έτσι που ενεργώ/ενεργείς: Όπως πάω, θα μείνω από λεφτά. Έτσι όπως πας, θα φας το κεφάλι σου., όσο πάω/πάει και: όσο περνά ο καιρός: Όσο πάω και βελτιώνομαι. Η κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει. Η παρέα μας όσο πάει και μεγαλώνει., όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί μεγαλύτερη εμπειρία, υπεροχή σε κάτι: Τι μας λες τώρα, ~ ~!, πάει και …: για να αξιολογηθεί αρνητικά κάτι: Μα τι ~ ~ κάνει/λέει ο άνθρωπος!, πάει καλά (προφ.): εντάξει, καλώς: -Βάζουμε στοίχημα; -~ ~., πάει καλά/άσχημα (προφ.): έχει θετική ή αρνητική εξέλιξη: Τίποτα δεν (μου) ~ καλά σήμερα. Τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Αν κάτι δεν πάει καλά, ενημέρωσέ με. Αν όλα πάνε καλά, αύριο θα είμαστε σπίτια μας (βλ. αν θέλει ο Θεός)., πάει κάτω: καταπίνεται: Δεν ~ ~ τίποτα/ούτε μπουκιά (: έχω χορτάσει, δεν μπορώ να φάω άλλο). Να πάνε ~ τα φαρμάκια., πάει με όλα & πάει παντού: συνδυάζεται, ταιριάζει με τα πάντα: Κρασί που ~ ~ (ενν. τα φαγητά). Χρώμα (ενν. ενδυμάτων ή υποδημάτων) που ~ ~. , πάει να πει & πα' να πει & παναπεί (προφ.): δηλαδή, σημαίνει: Μπλογκ ~ ~ ημερολόγιο. Αν δεν νικήσουμε, δεν ~ ~ ότι καταστρεφόμαστε., πάει παντού 1. απλώνεται: Ανακατεύουμε καλά το μείγμα, για να ~ ~ ο κιμάς και το τυρί. 2. (μτφ.) μεταφέρεται εύκολα: Συσκευή που είναι τόσο μικρή και ελαφριά, ώστε ~ ~., πάμε γι' άλλα: ως προτροπή για νέα αρχή, νέα προσπάθεια: Περασμένα ξεχασμένα και ~ ~. Χάσαμε, αλλά δεν πειράζει, ~ ~., πάμε!: (προτρεπτικά) προχωράμε, συνεχίζουμε, φεύγουμε: Έλα, ~! Αρκετά ξεκουραστήκαμε, ~ τώρα! Τι δουλειά έχουμε εμείς μαζί τους; ~ να φύγουμε.|| (επιφωνηματικά) Έτοιμοι; ~ (= ξεκινάμε)!, πας να ...: το έχεις βάλει σκοπό να: ~ ~ με τρελάνεις;, πας/είσαι καλά; & δεν πάμε/δεν(/σαν να μην) είμαστε καλά! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης, δυσαρέσκειας ή ως επίπληξη κάποιου που δεν σκέφτεται ή δεν φέρεται σωστά: Παιδάκι μου, ~ ~ (= είσαι με τα/στα καλά/σωστά σου, σοβαρολογείς); Κορίτσι μου, δεν ~ ~! Άααα, δεν πάμε καθόλου καλά!, πάω με κάποιον/μαζί του (προφ.): έρχομαι σε σεξουαλική επαφή: Πήγε (= κοιμήθηκε) μαζί της., πάω τα πράγματα: ωθώ την κατάσταση (κάπου): ~ ~ μπροστά/πιο πέρα/στα άκρα., πήγαινε & (σπάν.-λαϊκό) πάγαινε: φύγε: Άντε ~ από δω., πήγαινε-έλα & πηγαινέλα & πήγαιν' έλα (προφ.) 1. & (λαϊκό) σύρε/πάνε κι έλα: συνεχής κίνηση ή μετακίνηση: Αρχίσαμε τα ~ ~ στο νησί. Πβ. σούρτα-φέρτα. 2. & πήγαινε και έλα: μετάβαση και επιστροφή: ~ ~ κάναμε πέντε ώρες. Με κούρασε το πήγαινε και το έλα με το λεωφορείο. Βλ. ανέβα-κατέβα., πήγε/έπεσε να με φάει (μτφ.-προφ.): αντέδρασε πολύ έντονα εναντίον μου: Μόλις του ζήτησα λεφτά, ~ ~.|| Δεν τόλμησα να πω κάτι και έπεσαν να με φάνε (= μου επιτέθηκαν λεκτικά)., πού θα (μου) πάει (προφ.-εμφατ.) 1. για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, θα συμβεί: ~ ~, θα τα καταφέρω. Θα βρω χρόνο, ~ ~; 2. για να ειπωθεί ότι κάποιος δεν θα ξεφύγει, δεν θα γλιτώσει: ~ ~, θα τον βρω/πετύχω/πιάσω!, πού θα πάει; (εμφατ.): για να δηλωθεί αγανάκτηση για κάτι ενοχλητικό, δυσάρεστο που πρέπει να σταματήσει: ~ ~ αυτή η κατάσταση; ~ ~ αυτό το πράγμα/το χάλι;, πού το πας; (προφ.): τι θέλεις να πεις, τι υπονοείς;, τα πάω/πηγαίνω με κάποιον (προφ.): έχω καλές ή κακές σχέσεις μαζί του: -Πώς τα πας/πάτε με τον φίλο σου; -Μια χαρά! (απειλητ.) Πρόσεξε, γιατί δεν θα τα πάμε καθόλου καλά!, τον πάω (νεαν. αργκό): μου αρέσει: ~ ~ (με χίλια)! Δεν ~ ~ καθόλου/με τίποτα/μία! Πολύ σε ~, δικέ μου!|| Το ~ το καινούργιο σου κινητό! Πβ. κάνω κέφι/γούστο κάποιον/κάτι. ΣΥΝ. γουστάρω, του πήγε να & του πήγε τρεις και μία (προφ.): αισθάνθηκε μεγάλο φόβο., (κάτι) πάει κι έρχεται βλ. έρχομαι, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, (πήγε) υπέρ πίστεως (και πατρίδος) βλ. πίστη, άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! βλ. διάβολος, από δω παν' κι (οι) άλλοι βλ. άλλος, ας πάει και το παλιάμπελο βλ. παλιάμπελο, άστα (να πάνε) (καλύτερα) & άσε καλύτερα βλ. αφήνω, βάζω/πάω στοίχημα βλ. στοίχημα, δεν (το) πάει η γλώσσα μου βλ. γλώσσα, δεν ξέρω πού (μου) πάν' τα τέσσερα βλ. τέσσερις, δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω βλ. πατώ, δεν πάει άλλο! βλ. άλλο, δεν/να πά(ει) να χεστεί! βλ. χέζω, δουλεύει/πάει ρολόι βλ. ρολόι, είναι μέσα ή μπήκε/πήγε μέσα βλ. μέσα, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι, θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια βλ. αφήνω, και πάει λέγοντας βλ. λέω, και πολύ (σου/του) είναι/πάει βλ. είμαι, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, κάνω/πάω να ... βλ. κάνω, κάτι δεν πάει καλά βλ. καλά, κάτι πηγαίνει στραβά βλ. στραβός, κομμάτια/τσιμέντο να γίνει βλ. κομμάτι, μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι βλ. αηδόνι, να πάει και να μη γυρίσει! βλ. γυρίζω, να πας/πήγαινε να τα πουλήσεις αλλού/σε άλλον βλ. πουλώ, όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν βλ. έρχομαι, πάει (για) φούντο βλ. φούντο, πάει άδικα βλ. άδικος, πάει για βρούβες βλ. βρούβα, πάει καπνός βλ. καπνός, πάει κατά δια(β)όλου βλ. διάβολος, πάει κι έρχεται βλ. έρχομαι, πάει μακριά η βαλίτσα βλ. βαλίτσα, πάει πακέτο με κάποιον/κάτι βλ. πακέτο, πάει περίπατο βλ. περίπατος, πάει πολύ βλ. πολύ, πάει στον διά(β)ολο/διάλο βλ. διάβολος, πάει στράφι βλ. στράφι, πάει/πηγαίνει άπατος βλ. άπατος, πάει/πηγαίνει τρένο βλ. τρένο, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο βλ. σύννεφο, παίρνω το μέρος & πηγαίνω/είμαι με το μέρος (κάποιου) βλ. μέρος, πάμε για (έναν) καφέ; βλ. καφές, πάνε μαζί βλ. μαζί, πάω πάσο βλ. πάσο, πάω πίσω βλ. πίσω, πάω φουλ για ... βλ. φουλ, πάω/πηγαίνω κόντρα βλ. κόντρα, πάω/πηγαίνω με τα νερά κάποιου βλ. νερό, πάω/πηγαίνω μπροστά βλ. μπροστά, πάω/πηγαίνω προς νερού μου βλ. νερό, πάω/σέρνω (κάποιον) καροτσάκι βλ. καρότσι, πάω/τρέχω(/πηγαίνω) με χίλια βλ. χίλιοι, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία, πηγαίνει καλά η μέρα (μου) βλ. μέρα, πηγαίνει το μυαλό μου (σε κάτι/κάποιον) βλ. μυαλό, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, πηγαίνω μια κόντρα βλ. κόντρα, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος βλ. μαλλί, πήγε σπίτι του βλ. σπίτι, πήγε ταμείο βλ. ταμείο, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, πήγε/πέθανε/ψόφησε σαν το σκυλί στ' αμπέλι βλ. σκυλί, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, πόσο πάει το μαλλί; βλ. μαλλί, πού πήγε και το(ν)/τη βρήκε; βλ. βρίσκω, πώς είναι/πάνε τα πράγματα; βλ. πράγμα, πώς πάει; βλ. πώς, σόι πάει το βασίλειο βλ. βασίλειο, τα λεφτά πάνε στα λεφτά βλ. λεφτά, τα πάω/περνάω ζάχαρη με κάποιον βλ. ζάχαρη, τι θα πει βλ. λέω, το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει βλ. φέρνω, τον πάνε/τον παίρνουν τέσσερις βλ. τέσσερις, τραβά(ει)/πάει σε μάκρος/μακριά βλ. μάκρος, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, τσουλάει/προχωράει/κυλάει/πάει καλά βλ. τσουλώ, φιρί φιρί (το) πάει βλ. φιρί φιρί [< μεσν. πηγαίνω < μτγν. ὑπάγω]

πόρτα

πόρτα πόρ-τα ουσ. (θηλ.) 1. κινητή, συνήθ. επίπεδη επιφάνεια, που ανοιγοκλείνει, φράσσοντας την είσοδο χώρου, συσκευής ή οχήματος· συνεκδ. η ίδια η είσοδος, συνήθ. η κεντρική: αυτόματη/γυάλινη/δίφυλλη/εξωτερική/εσωτερική/μονόφυλλη/μπροστινή/ξύλινη/περιστρεφόμενη/σιδερένια (= σιδερόπορτα)/συρόμενη ~. Η ~ του γραφείου/του διαμερίσματος/του δωματίου/της πολυκατοικίας/της τάξης. Η ~ του φράχτη. Η ~ της ντουλάπας/του ντουλαπιού. Η ~ του ασανσέρ/του φούρνου/του ψυγείου. Η ~ του αεροπλάνου. Η κάσα/η κλειδαριά/το κουδούνι/το μάτι/το πόμολο της ~ας. Οι ~ες του αυτοκινήτου/λεωφορείου. ~ες αλουμινίου. Ανοίγω/κλειδώνω/(για κλέφτη:) παραβιάζω/σπάω την ~. Άφησε την ~ ανοιχτή/μισάνοιχτη/ξεκλείδωτη. Έκλεισε την ~ (πίσω του) με βρόντο. Κάποιος (μου) χτυπάει την ~. Βγαίνω/μπαίνω από την ~. Κρύφτηκε πίσω/περίμενε έξω από την ~. Φυγαδεύτηκε από την πίσω/πλαϊνή ~. Ρίχνουν φυλλάδια κάτω από τις ~ες (βλ. χαραμάδα).|| Η διπλανή ~ (= το γειτονικό διαμέρισμα ή σπίτι). Βλ. αυλό-, γκαραζό-, εξώ-, καγκελό-, μπαλκονό-πορτα. ΣΥΝ. θύρα (1) 2. πύλη: η ~ του κάστρου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ (= πόρταλ) σύνδεσης (δικτύου). 3. (μτφ.) δυνατότητα, ευκαιρία, πρόσβαση: Η ~ της επιχείρησης είναι ανοιχτή/κλειστή για/σε κάποιον. Ανοίγουν ~ες εργασίας για χιλιάδες νέους. 4. (προφ.) πορτιέρης ή φέις-κοντρόλ: Δουλεύει ~.|| Κάνει ~ σε κλαμπ.πόρτες (οι): παιχνίδι στο τάβλι: Μια παρτίδα ~. Βλ. πλακωτό, φεύγα.|| Κάνω ~ (: βάζω τουλάχιστον δύο πούλια του ίδιου χρώματος στη σειρά, κλείνοντας τον αντίπαλο). ● Υποκ.: πορτάκι (το): στη σημ. 1., πορτίτσα (η): στη σημ. 1., πορτούλα (η): στη σημ. 1. ΣΥΝ. πορτόνι (2) ● ΣΥΜΠΛ.: πόρτα ασφαλείας: θωρακισμένη και με κλειδαριά ασφαλείας, ώστε να είναι απαραβίαστη. ● ΦΡ.: ανοίγω την πόρτα της εξόδου (μτφ.): φεύγω, παραιτούμαι ή χωρίζω., από την πίσω πόρτα (μτφ.): με αδιαφανείς, μη αξιοκρατικές διαδικασίες, με πλάγια μέσα, κρυφά: Τη δουλειά δεν την ήξερε, μπήκε όμως ~ ~. Προωθούνται ~ ~., αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι (μτφ.-προφ.): δεν αποκλείω κάποιο ενδεχόμενο: Άφησε ~ ~ για/σε μελλοντική συνεργασία. ΣΥΝ. αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή (μτφ.-προφ.): όπου κι αν απευθύνθηκε (συνήθ. για βοήθεια) έλαβε αρνητική απάντηση: Έψαξε για δουλειά, αλλά βρήκε ~ ~., δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον (μτφ.-προφ.): τον διώχνω, τον απολύω ή τον χωρίζω., δεν χωράει (να περάσει) απ' την πόρτα (μτφ.-προφ.): είναι πολύ παχύς., έξω από την/δυο βήματα από την/δίπλα στην πόρτα μου (μτφ.): πολύ κοντά στο σπίτι μου: Βρήκε δουλειά ~ ~ του., κάτι μου χτυπάει την πόρτα (μτφ.): παρουσιάζεται στη ζωή μου: Η ατυχία/η επιτυχία/η ευτυχία/ο έρωτας του χτύπησε ~., κι έξω από την πόρτα! (προφ.): για διώξιμο κάποιου με συνοπτικές διαδικασίες: τα παπούτσια στο χέρι ~ ~!, κλείνει τις πόρτες του: για επιχείρηση που παύει να λειτουργεί: Το ξενοδοχείο έκλεισε ~ ~ λόγω ανακαίνισης., κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον (προφ.): αρνούμαι χωρίς δεύτερη κουβέντα να δεχτώ κάποιον, τον διώχνω με αποφασιστικό τρόπο: Γύρισε πίσω, αλλά του ~σε ~ στα μούτρα.|| Δεν κλείνω την πόρτα σε (= δεν αποκλείω) μια τέτοια πιθανότητα., ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα (οικ.): για να δηλωθεί ομαδική, εκούσια ή ακούσια, αποχώρηση, φυγή: Ένας, ένας παρακαλώ και ~ ~. Άρχισαν οι εκκαθαρίσεις ... ~ ~., όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο: η ανέχεια, η μιζέρια φθείρουν τον έρωτα., πίσω από κλειστές πόρτες (μτφ.): στα κρυφά, χωρίς να δοθεί δημοσιότητα: Παίρνουν αποφάσεις/το θέμα συζητείται ~ ~., πόρτα πόρτα/από πόρτα σε πόρτα: από σπίτι σε σπίτι: Εξυπηρέτηση πελατών ~ ~. Διανομή/ενημέρωση/μεταφορές/πωλήσεις/υπηρεσία ~ ~. Τα παιδιά γυρίζουν από ~ σε ~ και λένε τα κάλαντα., πόρτα! (προφ.): για να δηλωθεί ενόχληση, όταν κάποιος φεύγει, χωρίς να κλείσει την πόρτα., της διπλανής πόρτας 1. απλός, καθημερινός, που ανταποκρίνεται στον μέσο όρο: άνθρωπος/γυναίκα/παιδί ~ ~. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ξένο, δεν μας αφορά: Τα ναρκωτικά δεν είναι πρόβλημα ~ ~, είναι και δικό μας. [< αγγλ. next door, 1961] , τρώω πόρτα (αργκό) 1. μου απαγορεύουν την είσοδο σε κέντρο διασκέδασης ή εστιατόριο: ~ ~ σε κλαμπ. 2. αποτυγχάνω: Προσπάθησε, αλλά έφαγε ~., χτυπάω πόρτες (μτφ.): ζητώ κάτι, συνήθ. βοήθεια ή χάρη, από κάποιον: Έτρεξε, χτύπησε ~, αλλά κανείς δεν τον βοήθησε. Χτύπησε πολλές ~, αλλά δεν τα κατάφερε., χτυπώ λάθος πόρτα: απευθύνομαι σε ακατάλληλο ή αναρμόδιο πρόσωπο ή ζητώ βοήθεια από αυτό., ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, πόρτα για τον χειμώνα βλ. χειμώνας, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα βλ. βροντά, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1,2: μτγν. πόρτα, ιταλ. porta 4: αγγλ. door]

ποτέ

ποτέ πο-τέ επίρρ. & (σπάν.-λαϊκό) ποτές 1. (αρνητ.) ούτε μια φορά: Δεν αργεί ~ στα ραντεβού του. ~ δεν είναι αργά/δεν θα τους ξαναδώ. Μη μ' εγκαταλείψεις ~!|| ~ πια πόλεμος!|| ~ άλλοτε η ανάγκη για ... δεν ήταν πιο επιτακτική.|| Δεν διαβάζει σχεδόν ~ μυθιστορήματα.|| Μακάρι να μην τον γνώριζα/είχα γνωρίσει ~!|| (+ προσ. αντων.) ~ μου δεν τον συμπάθησα. ~ της δεν κατάλαβε πόσο την αγαπούσε.|| (μέχρι τώρα:) ~ στη ζωή μου/στο παρελθόν/ως τώρα δεν είχα ... (με επίθ. υπερθετικού βαθμού) Η ωραιότερη εικόνα που είδα ~.|| (σε καμία περίπτωση:) Να μην επαναληφθεί ~ ξανά (στο μέλλον)! Θα του ξαναμιλήσεις; -~ (= όχι, φυσικά)!|| (εμφατ.) ~ μα ~ δεν του χάλασε χατίρι. Πβ. μηδέποτε, ουδέποτε. ΑΝΤ. ανέκαθεν, πάντα 2. κάποτε, κάποια φορά: Αναρωτήθηκες/σκέφτηκες ~ (σου) αν .../τι ...; Θα τελειώσουν άραγε ~ τα προβλήματα; Αν ~ (σου) με χρειαστείς, τηλεφώνησέ μου! ● ΦΡ.: από/παρά ποτέ (προηγείται επίθ. ή επίρρ. συγκρ. βαθμού): από κάθε, οποιαδήποτε άλλη φορά: Περισσότερο ~ ~ κρίνεται αναγκαία η ... Είναι πιο ελκυστική/ώριμη ~ ~., όσο ποτέ (άλλοτε): όσο καμιά φορά μέχρι τώρα: εντυπωσιακή/λαμπερή ~ ~. Οι προοπτικές είναι ευοίωνες/η συνεργασία κρίνεται αναγκαία ~ ~ (= περισσότερο από κάθε άλλη φορά)., ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ (προφ.): μην προεξοφλείς ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει· όλα είναι πιθανόν να συμβούν., ποτέ σου! (προφ.): ως απάντηση σε άρνηση, για να δηλωθεί αδιαφορία ή απαξίωση: Δεν πρόκειται να έρθω. -~ ~ (= (να) μη σώσεις)!, ποτέ των ποτών (προφ.-εμφατ.): σε καμία απολύτως περίπτωση: Τι λες που θα ξανακάνω το ίδιο λάθος, ~ ~!, δε(ν) θα ξεχάσω ποτέ βλ. ξεχνώ, ή τώρα ή ποτέ βλ. τώρα, κάλλιο αργά παρά ποτέ βλ. κάλλιο, πάλαι ποτέ βλ. πάλαι, ποτέ δεν ξέρεις ... βλ. ξέρω, του Αγίου Ποτέ βλ. άγιος [< αρχ. ποτέ]

πύλη

πύλη πύ-λη ουσ. (θηλ.) 1. είσοδος κτιρίου ή του περιτειχίσματός του· συνεκδ. η μεγάλη πόρτα που τη φράζει: η (κεντρική/κύρια/πλαϊνή) ~ του αεροδρομίου/του εργοστασίου/της Μονής/του ναού/του νοσοκομείου/του πανεπιστημίου/του στρατοπέδου/του σχολείου. Πβ. πυλώνας.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ., για τείχος) Η ανατολική/βόρεια ~ της πόλης/του φρουρίου. Η ~ του Αδριανού/των Λεόντων. Βλ. τετράπυλο.|| Διάβηκε/πέρασε την (γιγαντιαία/επιβλητική) ~ του κάστρου. Άνοιξαν/έκλεισαν οι ~ες. Βλ. τάφρος. 2. (μτφ.) οτιδήποτε επιτρέπει την είσοδο, το πέρασμα σε κάτι άλλο: (για γεωγραφική θέση, στρατηγικής συνήθ. σημασίας) Ελλάδα, η ~ της Ευρώπης προς την Ανατολή.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) Νεφρική/πνευμονική ~. ~ες του ήπατος. Διαμπερές τραύμα με ~ εισόδου/εξόδου.|| (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του τρανζίστορ. Λογικές ~ες (: ηλεκτρονικά κυκλώματα που δέχονται μία ή περισσότερες εισόδους και εκτελώντας μία λογική πράξη παράγουν μία έξοδο).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες δικτύων (= κοινοί κόμβοι δύο ή περισσότερων δικτύων). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ιστοσελίδα που λειτουργεί ως αφετηρία διαδικτυακής πλοήγησης, η οποία συμπεριλαμβάνει συνήθ. μηχανή αναζήτησης, θεματικό κατάλογο ιστοσελίδων και υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: βιβλιογραφική/ειδησεογραφική/εκπαιδευτική/θεματική/μουσική/τουριστική ~. Δικτυακή/ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ αναζήτησης/ενημέρωσης. Ευρωπαϊκή ~ για την επαγγελματική κινητικότητα. ~ πληροφοριών/πρόσβασης. Επιχειρηματικές/φωνητικές ~ες. Κεντρική σελίδα/φόρουμ της ~ης. ΣΥΝ. πόρταλ ● ΣΥΜΠΛ.: (Υψηλή) Πύλη: ΙΣΤ. το σουλτανικό ανάκτορο· (κυρ. συνεκδ.) η οθωμανική κυβέρνηση., οι πύλες της κολάσεως/του Άδη & (προφ.) της κόλασης: η είσοδος της κόλασης ή του κάτω κόσμου· κατ' επέκτ. η ίδια η κόλαση ή ο κάτω κόσμος: (μτφ.) Ο πόλεμος άνοιξε τις ~ της κολάσεως (: σήμανε την απαρχή μεγάλων καταστροφών)., οι πύλες του Παραδείσου & του ουρανού: η είσοδος του Παραδείσου· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο Παράδεισος., Ωραία Πύλη: ΕΚΚΛΗΣ. η μεσαία από τις τρεις θύρες του τέμπλου που οδηγούν στο ιερό. ● ΦΡ.: ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της: αρχίζει να λειτουργεί, να δέχεται κόσμο: Η Έκθεση/το εμπορικό κέντρο/το Ίδρυμα ... άνοιξε ~ της/του (στο κοινό). Πβ. εγκαινιάζω., προ των πυλών (λόγ.): (κυρ. ως προειδοποίηση) πλησιάζει, επίκειται: Ο εχθρός (βρίσκεται/είναι) ~ ~.|| Εκλογές/καύσωνας/πολιτική κρίση ~ ~! Πβ. επί θύραις/προ των θυρών. [< 1: αρχ. πύλη 3: αμερικ. portal, 1990]

πυρ

πυρ [πῦρ] ουσ. (ουδ.) {πυρ-ός | -ά, -ών} (λόγ.): φωτιά: ασφαλιστήριο/ασφάλιστρα/συμβόλαιο ~ός.|| Ο οικισμός παραδόθηκε στο ~ (= κάηκε).|| (ΓΕΩΓΡ.) Η Γη του Πυρός. (ΘΕΟΛ.) Το ~ της κολάσεως. (ΦΙΛΟΣ., κατά τον Ηράκλειτο) Το ~ ως ύψιστη αρχή των πάντων. (ΑΡΧ.) Στον βωμό έκαιγε το ιερό ~.πυρά (τα) 1. βολές, πυροβολισμοί: αντιαεροπορικά ~. ~ όλμων/πολυβόλων. Ανταλλαγή/ρίψη/χρήση ~ών. Ασκήσεις με εικονικά/πραγματικά ~. Δέχτηκαν εχθρικά/ομαδικά/πυκνά ~. Έριξαν προειδοποιητικά ~. Σκοτώθηκε από τα ~ ληστή. 2. (μτφ.) κατηγορίες, λεκτική επίθεση: προεκλογικά/συντονισμένα ~. ~ συνδικαλιστών κατά του νομοσχεδίου. Έστρεψε τα ~ του εναντίον των αντιπάλων του. Ανταπέδωσε τα/απάντησε στα ~ (που δέχτηκε). Πβ. μύδροι. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιο πυρ: ΘΕΟΛ. η Κόλαση ή η αιώνια τιμωρία των αμαρτωλών., άσβεστο πυρ: ΑΡΧ. φωτιά που διατηρείται συνεχώς αναμμένη για θρησκευτικούς λόγους: η ιερή εστία με το ~ ~., γραμμή (του) πυρός: πρώτη γραμμή: Πολέμησε/στάλθηκε στη ~ ~.|| (μτφ.) Ανήκει στη ~ ~ της ομάδας (= στην επίθεση). Βρίσκεται στη ~ ~ της εταιρείας. ΣΥΝ. γραμμή του μετώπου, δύναμη πυρός 1. ΣΤΡΑΤ. συνολική ικανότητα εκτόξευσης πυρών εναντίον του εχθρού. 2. (μτφ.) ισχυρό όπλο, ατού: η ~ ~ για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Πβ. βαρύ πυροβολικό., ζώνη του πυρός & ζώνη πυρός: (κυριολ. κ. μτφ.) πεδίο βολής ή γενικότ. πεδίο μάχης: Βρέθηκε στη ~ ~. [< αγγλ. fire-zone, 1916, πβ. free-fire zone, 1965] , υγρό πυρ & (σπάν.) ελληνικό πυρ: ΙΣΤ. εύφλεκτο μείγμα μυστικής σύνθεσης (πιθανόν συνδυασμός κυρ. θείου, νίτρου, νάφθας και ρητίνης) που αναφλεγόταν αυτόματα μόλις ερχόταν σε επαφή με το νερό και χρησιμοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς ως ναυτικό όπλο., άσφαιρα (πυρά) βλ. άσφαιρος, ασφάλεια πυρός βλ. ασφάλεια, διασταυρούμενα πυρά βλ. διασταυρούμενος, καταιγιστικά πυρά βλ. καταιγιστικός, κατάπαυση (του) πυρός βλ. κατάπαυση, πυρ/πυρά ομαδόν βλ. ομαδόν, φίλια πυρά βλ. φίλιος ● ΦΡ.: ανοίγω πυρ & αρχίζω πυρ: αρχίζω να πυροβολώ εναντίον κάποιου: Άνοιξαν ~ κατά των εχθρών.|| (μτφ.) Άνοιξε ~ εναντίον των συκοφαντών (= εξαπέλυσε μομφές). [< γαλλ. ouvrir le feu] , διά πυρός και σιδήρου (λόγ.) 1. (μτφ.) μέσα από πολλές δοκιμασίες, βάσανα, ταλαιπωρίες: Περάσαμε ~ ~, ώσπου να τα καταφέρουμε. 2. με φωτιές και σφαγές· (κυρ. κατ' επέκτ.) με την άσκηση πίεσης ή βίας, με εξαναγκασμό: Επέβαλε τη βούλησή του ~ ~. [< γερμ. mit Feuer und Schwert] , εν μέσω (δύο) πυρών (λόγ.) & μεταξύ (δύο) πυρών & ανάμεσα σε δύο πυρά: για κάποιον/κάτι που δέχεται ταυτόχρονα επίθεση ή μτφ. έντονες αντιδράσεις από δύο αντίπαλες πλευρές: Βρίσκονται ~ ~. [< γαλλ. entre deux feux ] , παύσατε πυρ! 1. ΣΤΡΑΤ. παράγγελμα να σταματήσουν οι βολές. 2. (μτφ.) προτροπή για διακοπή διένεξης ή διαμάχης. Βλ. ανακωχή, εκεχειρία, κατάπαυση (του) πυρός. [< γαλλ. c essez le feu ] , πυρ και μανία (μτφ.): για να δηλωθεί έντονος θυμός, μεγάλη οργή: Είναι ~ ~ (= έξαλλος, έξω φρενών) κατά της διαιτησίας/με την επιπολαιότητά τους/με τους υπαλλήλους του. Έγινε (= εξοργίστηκε)/τον έκαναν ~ ~ (= τον εξόργισαν). Πβ. μπουρλότο., πυρ κατά βούληση & (λόγ.) κατά βούλησιν 1. ελευθερία στη ρίψη βολών. 2. (μτφ.) ανεμπόδιστη εκτόξευση κατηγοριών: ~ ~ εναντίον ... [< γαλλ. feu à volonté] , πυρ!: ΣΤΡΑΤ. ως παράγγελμα για την έναρξη πυροβολισμών. [< γαλλ. feu!] , στο πυρ το εξώτερο(ν) & (σπάν.-λόγ.) εις το πυρ το εξώτερον 1. (μτφ.) ως αναθεματισμός, αποκήρυξη, καταδίκη, κατάκριση: Τον έριξαν/έστειλαν ~ ~. 2. ΘΕΟΛ. & εις το πυρ το αιώνιον: στην Κόλαση., (λαμβάνω/παίρνω) το βάπτισμα του πυρός βλ. βάπτισμα, γαία πυρί μ(ε)ιχθήτω βλ. γαία, διασταύρωσαν τα ξίφη τους βλ. διασταυρώνω, παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς βλ. παρανάλωμα, πυρ, γυνή και θάλασσα βλ. γυνή, σε ανταλλαγή πυροβολισμών/πυρών βλ. ανταλλαγή, στη/εις την γέεννα του πυρός/της φωτιάς βλ. γέεννα [< αρχ. πῦρ, γαλλ. feu, αγγλ. fire]

σαμπάνια

σαμπάνια σα-μπά-νια ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αφρώδες λευκό κρασί υψηλής ποιότητας που παράγεται στην Καμπανία και συνήθ. κάθε παρόμοιο είδος κρασιού: γαλλική/ημίξηρη/ξηρή/ροζέ ~. Μπουκάλι/ξίδι/τύποι ~ιας. Ο φελλός/οι φυσαλίδες της ~ιας. ΣΥΝ. καμπανίτης ● ΦΡ.: ανοίγω σαμπάνιες (μτφ.): γιορτάζω, πανηγυρίζω για κάτι: Όταν πάρω το διδακτορικό, θα ανοίξουμε ~. [< γαλλ. champagne]

σελίδα

σελίδα σε-λί-δα ουσ. (θηλ.) 1. (συντομ. σελ., σ., σσ. = ~ες) καθεμιά από τις δύο πλευρές ενός φύλλου χαρτιού· συνεκδ. το κείμενο που περιλαμβάνεται σε αυτή ή γενικότ. το περιεχόμενό της: άγραφη/άδεια/λευκή ~. Συνέχεια στην επόμενη ~/στη ~ 3. Το κάτω μέρος της ~ας (= υποσέλιδο). Η πρώτη/τελευταία ~ της εφημερίδας (βλ. πρωτοσέλιδο). ~ες βιβλίου/λευκώματος/περιοδικού/τετραδίου. Σκόρπιες ~ες ημερολογίου. Αρχαίο κείμενο και νεοελληνική μετάφραση σε αντικριστές ~ες. Αρίθμηση ~ων. Όριο ~ων (: σε επιστημονική εργασία). Άρθρο πέντε ~ων. Βλ. βέρσο, ρέκτο.|| Διάβασα δύο ~ες. Ήρωας/κόσμος που ξεπηδά από τις ~ες μυθιστορήματος (βλ. απόσπασμα, χωρίο).|| (προφ.) Λείπει μια ~ (= κόλλα). 2. ΔΙΑΔΙΚΤ. -ΠΛΗΡΟΦ. (προφ.) ιστοσελίδα· ειδικότ. φύλλο ηλεκτρονικού εγγράφου: αποθηκευμένη/(δια)δικτυακή/ηλεκτρονική ~. ~ υποδοχής (ΣΥΝ. αρχική ~, ~ εκκίνησης, οικο~). Αναβάθμιση/ανανέωση/διεύθυνση/δικαιώματα/επισκέπτες/κατασκευή/πλοήγηση/φόρτωση ~ας. Εκπαιδευτικές/εμπορικές/εταιρικές/πολιτιστικές ~ες. ~ες ενημέρωσης και επικοινωνίας. Αναζήτηση ~ων. ~ με πληροφορίες/στατιστικά/φωτογραφίες. Eπισκεφθείτε/(εκ)τυπώστε τη ~. (προφ.) Κατεβάζω τη ~ στο πι-σι μου.|| Κενή/πρότυπη ~. (Αυτόματη) αλλαγή/διαμόρφωση/επικεφαλίδα/κύλιση/περιθώρια/πλαίσιο/προεπισκόπηση ~ας. 3. (μτφ.) σύνολο γεγονότων, θετικών ή αρνητικών, στη ζωή προσώπου ή την ιστορία ομάδας, έθνους: γκρίζα/επική/ηρωική/μελανή/φωτεινή ~. ~ ντροπής/τιμής. Η μαύρη ~ του εμφυλίου πολέμου. Έγραψαν (λαμπρές) ~ες δόξας. Πβ. κεφάλαιο, σταθμός. ● Υποκ.: σελιδίτσα (η), σελιδούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αρχική/κεντρική σελίδα: ΠΛΗΡΟΦ. η πρώτη σελίδα δικτυακού τόπου., κίτρινες σελίδες: ο Χρυσός Οδηγός. [< αγγλ. yellow pages, 1908] , χρυσές σελίδες (μτφ.): για ένδοξο, σπουδαίο γεγονός ή μεγάλη επιτυχία: ~ ~ ηρωισμού. Οι ~ ~ του αθλητισμού/της ιστορίας. ● ΦΡ.: γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα & γυρνώ σελίδα (μτφ.): κάνω νέα αρχή: Ανοίγει μια νέα ~ στην καριέρα του. Είναι καιρός να ξεχάσεις ό,τι έγινε και να γυρίσεις ~., αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα βλ. αλλάζω [< μτγν. σελίς, αγγλ.-γαλλ. page]

σηκώνω

σηκώνω ση-κώ-νω ρ. (μτβ.) {σήκω-σα, σηκώ-θηκα, -μένος, προστ. αορ. σήκω, σηκωθείτε, σηκών-οντας} 1. μετακινώ κάτι σε υψηλότερο σημείο· κινώ προς τα πάνω, υψώνω, ανεβάζω: ~ το ακουστικό/τηλέφωνο. Μη ~εις βάρος (πβ. βαστώ, κρατώ). Πόσα κιλά μπορείς να ~σεις; ~σε τη βαλίτσα. ~σε από κάτω μια πέτρα. ~θηκαν (= απογειώθηκαν) τα αεροσκάφη/ελικόπτερα.|| ~ την ασφάλεια/τον μοχλό/την τέντα (: την τυλίγω προς τα πάνω)/το χειρόφρενο. ~σε το χέρι του, για να ζητήσει τον λόγο. ~σε το βλέμμα/τα μάτια της στον ουρανό (πβ. στρέφω). Είχε ~σει το πόδι του από το γκάζι. ~ομαι στις μύτες των ποδιών.|| ~θηκαν άγρια και απειλητικά κύματα. Ο ήλιος είχε ~θεί ψηλά. ΑΝΤ. κατεβάζω (1) 2. (προφ.) κάνω κάποιον να σταθεί όρθιος· ξυπνώ· (για εκπαιδευτικό) εξετάζω μαθητή: Ο προπονητής ~σε τους αναπληρωματικούς για ζέσταμα. Τους ~σε από το τραπέζι. Μη ~εσαι! Σήκω να χορέψεις! ~θηκε από τη θέση του/και τον ακολούθησε/να φύγει. (για ζώο) Η αρκούδα ~θηκε στα πισινά της πόδια.|| (ειδικότ.) Μας ~σε από τον καναπέ (: μας υποχρέωσε να δραστηριοποιηθούμε).|| Την ~σε από τον ύπνο. Τι ώρα ~εσαι το πρωί;|| Ο δάσκαλος με ~σε στο μάθημα/στον πίνακα. ΑΝΤ. ξαπλώνω (3) 3. (μτφ., για αναστάτωση, ταραχή) προκαλώ: Η δήλωσή του ~σε θύελλα αντιδράσεων/διαμαρτυριών. ~θηκε κύμα εξεγέρσεων εναντίον ... Πβ. δημιουργώ, ξε~. 4. (μτφ.) αναλαμβάνω κάτι δύσκολο, επωμίζομαι: ~ει την ευθύνη. ~σε το βάρος του αγώνα/της ενοχής. 5. (μτφ.) αντέχω: Δεν τα ~ τα ξενύχτια/φάρμακα.|| (κυριολ. για υλική κατασκευή) Γέφυρα που μπορεί να ~σει μέχρι δύο τόνους βάρος. Τα δοκάρια ~ουν (= στηρίζουν, υποβαστάζουν) την πλάκα (της οικοδομής). 6. (προφ.) ανέχομαι, υπομένω, δέχομαι: Δεν ~ει άλλο την κοροϊδία. Δεν ~ αντίρρηση/αστεία/κουβέντα/προσβολές. Πβ. επιτρέπω. 7. (προφ.) κλέβω: ~σαν δέκα χιλιάδες ευρώ. Τα ~σαν όλα οι διαρρήκτες. Πβ. αρπάζω, κατακλέβω. 8. (προφ.) κάνω ανάληψη: ~σε όλα τα λεφτά από τον λογαριασμό της. Είχε ~σει τις καταθέσεις του από την τράπεζα. 9. (προφ.) χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω: ~σε πέντε ορόφους. (για κατασκευαστή:) ~ει πολυκατοικίες. Πβ. υψώνω. 10. (προφ.) μαζεύω: Έχουν ~σει το τραπέζι/τα χαλιά. Πβ. ξεστρώνω. ΑΝΤ. στρώνω (1) ● σηκώνει (προφ.-μτφ.) 1. επιδέχεται, αφήνει περιθώριο για κάτι: Πρόταση που ~ (= χωρά) πολλή σκέψη. Το ζήτημα δεν ~ αναβολή/καθυστέρηση. 2. απαιτεί, καθιστά απαραίτητο (κάτι): Η υπόθεση ~ καφέ/ποτό/τσιγάρο.|| Η κατάσταση του τραυματία ~ ακόμη και χειρουργείο. ● Παθ.: σηκώνομαι 1. {μόνο στο γ' εν.} (για φυσικό φαινόμενο που) αρχίζει να γίνεται έντονα αισθητό: ~θηκε αέρας/θύελλα/τρικυμία. Είχε ~θεί ομίχλη. 2. (μτφ.-προφ.) συνέρχομαι από ασθένεια: ~θηκε από την αρρώστια (= αποθεραπεύτηκε). 3. (μτφ.-προφ.-παλαιότ.) ξεσηκώνομαι, επαναστατώ. ● ΦΡ.: (ανα)σηκώνει τους ώμους/τις πλάτες (του): ως ένδειξη άγνοιας, αδιαφορίας: ~ ~ αμήχανα. ~σε ~ με απορία., δεν σηκώνω κεφάλι (προφ.): για να δηλωθεί η αφοσίωση σε κάτι, η εντατική ενασχόληση με κάτι: ~ ~ (= απορροφώμαι) από το βιβλίο. Δεν ~ει ~, δουλεύει απο το πρωί μέχρι το βράδυ., μου σηκώνεται (προφ.): διεγείρομαι, έχω στύση. Πβ. καυλώνω. ΑΝΤ. μου πέφτει, σήκω εσύ, να κάτσω εγώ (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για την προσπάθεια κάποιου να καταλάβει θέση, αξίωμα που ανήκει σε άλλον., σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι ο ιεραρχικά κατώτερος εκφράζει αμφισβήτηση ή εναντίωση προς τον ανώτερό του., σηκώνει (πολύ) νερό (μτφ.-προφ.): για κάτι σχετικό ή ασαφές, που επιδέχεται (πολλή) συζήτηση, ανάλυση και διαφορετικές ερμηνείες: Έννοια/θέμα/μεγάλη κουβέντα που ~ ~. , σηκώνει (τη) μύτη (μτφ.-προφ.): φέρεται αλαζονικά: Παρά τις επιτυχίες του, ποτέ δεν ~σε ~. Πβ. έχει ψηλά τη μύτη., σηκώνει στην πλάτη/στις πλάτες του (μτφ.): για ευθύνη που αναλαμβάνει, επωμίζεται κάποιος: ~ ~ τα οικονομικά βάρη/τα χρέη. Πβ. στην καμπούρα (κάποιου)., σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία: για να δηλωθεί έναρξη παράστασης, σειράς παραστάσεων ή γενικότ. θεάματος, εκδήλωσης, διαδικασίας: Το καρναβάλι/φεστιβάλ σηκώνει/ανεβάζει την ~ του.|| Σηκώνεται ~ της 1ης αγωνιστικής. Ανοίγει ~ του διαλόγου/των συνομιλιών. ΑΝΤ. κλείνει/πέφτει η αυλαία. [< γαλλ. lever le rideau] , σηκώνομαι και φεύγω (εμφατ.): φεύγω από κάπου (έναν χώρο, μια επαγγελματική θέση): ~ ~ βιαστικός.|| Μόλις τελειώσει το συμβόλαιό μου, θα σηκωθώ και θα φύγω (βλ. τα βρόντηξε). Αν δεν σου αρέσει, σήκω και φύγε. , σηκώνω κεφάλι (μτφ.) 1. προβάλλω αντίσταση, αντιδρώ: ~ ~ και ζητώ τα κεκτημένα μου. ΑΝΤ. σκύβω το κεφάλι (2) 2. ορθοποδώ: Δεν μπορεί να ~σει ~ από τα χρέη και τους λογαριασμούς. , σηκώνω μπαϊράκι/παντιέρα (μτφ.-προφ.): εναντιώνομαι σε κάτι, επαναστατώ: Έχει ~σει δικό του μπαϊράκι (πβ. κάνει του κεφαλιού του). ~σαν την παντιέρα της αντίστασης/της εξέγερσης., σηκώνω στα χέρια (μου): υψώνω και κρατώ κάποιον ή κάτι ψηλά: Τον ~σαν ~, φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του (πβ. αποθεώνω). ~σαν ~ τους το τρόπαιο., σηκώνω στο πόδι (μτφ.-προφ.): αναστατώνω, ξεσηκώνω: ~σε ~ όλη τη γειτονιά., σηκώνω τα χέρια ψηλά & σηκώνω ψηλά τα χέρια: για να δηλωθεί αποτυχία, αδυναμία: ~σε ~ και παραδόθηκε.|| (συνήθ. μτφ.) ~ ~ και παραδέχομαι την ήττα μου. ~ ~· δεν μπορώ να καταλάβω πώς σκέφτεσαι. Η επιστήμη σηκώνει ~ ~ (: σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να επιλυθεί ή να εξηγηθεί λογικά κάτι)., σηκώνω τη σημαία 1. {κυρ στο γ' πρόσ.} (στο ποδόσφαιρο) κάνει σινιάλο, κρατώντας ψηλά το σημαιάκι: Ο επόπτης ~ει ~ του, για να υποδείξει το οφσάιντ. 2. είμαι σημαιοφόρος: ~σε ~ στην παρέλαση. 3. (μτφ.) διακηρύσσω: ~ ~ της αντίστασης/επανάστασης/κάθαρσης/μεταρρύθμισης. ΣΥΝ. υψώνω τη σημαία (2), σηκώνω χέρι (προφ.): χειροδικώ: ~σε ~ πάνω μου. , σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε (προφ.): για να δηλωθεί δουλική υποταγή: Τον έχει "~ ~" (πβ. έχω κάποιον του χεριού μου). Είχε τη δική του προσωπικότητα, δεν ήταν "~ ~". , (δεν) (το) αντέχει/σηκώνει η τσέπη μου βλ. τσέπη, (ο καθένας) σηκώνει/κουβαλάει τον σταυρό του βλ. σταυρός, ανεβάζω/σηκώνω τον πήχη/πήχυ (ψηλά) βλ. ανεβάζω, ανοίγω πανιά βλ. πανί, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν κουνά/δεν σηκώνει ούτε το δαχτυλάκι του/ούτε το μικρό του δαχτυλάκι βλ. δάχτυλο, δεν με σηκώνει το κλίμα βλ. κλίμα, δεν σηκώνει αστεία βλ. αστείο, δεν σηκώνει/δεν δέχεται μύγα στο σπαθί του βλ. μύγα, η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει βλ. μύτη, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κουβαλώ/σηκώνω στους ώμους (μου) βλ. ώμος, μου σηκώθηκε η πέτσα/το πετσί βλ. πέτσα, μου σηκώθηκε η τρίχα (κάγκελο) βλ. τρίχα, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω βλ. πέτρα, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, σηκώνει/υψώνει ανάστημα βλ. ανάστημα, σηκώνομαι από το κρεβάτι βλ. κρεβάτι, σηκώνω (την) άγκυρα βλ. άγκυρα, σηκώνω αντάρτικο βλ. αντάρτικο, σηκώνω σκόνη βλ. σκόνη, σηκώνω τα μανίκια βλ. μανίκι, σηκώνω το γάντι βλ. γάντι, σηκώνω/υψώνω το λάβαρο της επανάστασης βλ. λάβαρο, σηκώνω/υψώνω το ποτήρι βλ. ποτήρι, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, υψώνω/σηκώνω τη φωνή μου βλ. φωνή [< μεσν. σηκώνω, γαλλ. lever]

σίδερο

σίδερο σί-δε-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έρου} 1. ο σίδηρος και συνεκδ. οτιδήποτε έχει κατασκευαστεί από αυτόν: γαλβανισμένο/σκουριασμένο ~. Έπιπλα από μασίφ σφυρήλατο ~.|| Έβαψε με μίνιο τα ~α (= κάγκελα). ~α οικοδομών. Πβ. σιδερικό. 2. μικρή οικιακή ηλεκτρική συσκευή με λαβή και επίπεδη θερμαινόμενη βάση από ατσάλι ή άλλο μέταλλο, η οποία χρησιμοποιείται για να γίνει η επιφάνεια ρούχου ή υφάσματος λεία, χωρίς ζάρες· σιδέρωμα: ηλεκτρικό ~. ~ ταξιδιού. Έχω αφήσει το ~ αναμμένο. Δεν προλαβαίνω να βάλω ~ (= να σιδερώσω).|| Ρούχα για ~. Το πουκάμισό του θέλει ~ (= πάτημα). 3. (ειδικότ.) συσκευή με την οποία κυρ. οι γυναίκες ισιώνουν τα μαλλιά τους ή τα κάνουν μπούκλες: ~ ισιώματος. Βλ. ψαλίδι. 4. (μτφ.) για κάτι πάρα πολύ βαρύ ή γερό, δυνατό, ανθεκτικό ή σκληρό: Ένιωθε το κεφάλι του σαν ~.|| Έχουν στομάχι ~. Μπράτσα/ομάδα από ~.|| Καρδιά από/σαν ~.σίδερα (τα) (αργκό): φυλακή: δέκα χρόνια στα ~. Βρέθηκαν στα/παραμένουν πίσω από τα ~. Πβ. στενή. ● Υποκ.: σιδεράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: σίδερο ατμού βλ. ατμός ● ΦΡ.: είναι για τα σίδερα (προφ.): είναι τρελός, παλαβός., λυγίζω σίδερα (μτφ.): είμαι πάρα πολύ δυνατός: Ήρωες που ~ουν ~.|| (κατ' επέκτ.) Πίστη που ~ει ~., μασάω/τρώω σίδερα (μτφ.-προφ.): έχω πολύ μεγάλη σωματική (ή ψυχική) δύναμη, είμαι ακαταπόνητος, ακατάβλητος: Έχω πολλή όρεξη για δουλειά· σήμερα ~ ~. Ομάδα/παίκτης που ~ει ~ στην άμυνα., τρώω τα σίδερα (μτφ.-προφ.): κάνω τα πάντα, καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, για να πετύχω κάτι: Είναι αποφασισμένος να φάει τα ~, μέχρι να δικαιωθεί. Πβ. έχει φάει/έφαγε τα λυσσακά του., θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι βλ. μύγα, στη βράση κολλάει το σίδερο βλ. βράση, της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες βλ. φυλακή [< 1: μεσν. σίδερον 2,3: αγγλ. iron]

στόμα

στόμα στό-μα ουσ. (ουδ.) {στόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. άνοιγμα στο μπροστινό, κάτω μέρος του κεφαλιού, ανάμεσα στη μύτη και το πιγούνι, που σχηματίζει κοιλότητα στο ανώτερο τμήμα του πεπτικού συστήματος, η οποία ορίζεται εξωτερικά από τα χείλη, εσωτερικά από τον λάρυγγα και τον φάρυγγα και περιλαμβάνει τη γλώσσα, τα δόντια και τα ούλα· ειδικότ. τα ανθρώπινα χείλη: Άνοιξε το ~ του, για να φάει/φωνάξει. Αναπνέει από το ~, όταν κοιμάται. Μυρίζει το ~ σου (: η αναπνοή σου). Γλύκισμα που αφήνει ωραία γεύση στο ~. Συγγνώμη που μιλάω με γεμάτο το ~ (: τρώγοντας). Το ~ της γάτας/του πουλιού (= ράμφος). Υγιές ~. Βλεννογόνος/καρκίνος/υγιεινή/χειρουργική του ~ατος. Φαρμακευτική αγωγή από το ~. Ζωγραφική με το ~ και το πόδι (: από άτομα με ειδικές ανάγκες). Βλ. γνάθος, μάγουλο, ουρανίσκος, παρειά, υπερώα.|| Μεγάλο/μικρό/στραβό/ωραίο ~. Φιλί στο ~. 2. (συνεκδ.) ο άνθρωπος ως προς τον τρόπο ομιλίας του ή γενικότ. πρόσωπο που μιλά: Έχει άσχημο/βρόμικο ~ (: αισχρολογεί). Δεν άκουσα ποτέ καλή κουβέντα απ' το ~ του.|| Ειπώθηκε από επίσημο ~. Χιλιάδες ~ατα φώναζαν διάφορα συνθήματα. 3. (συνεκδ.) {συνήθ. στον πληθ.} μέλος οικογένειας του οποίου οι βασικές βιοτικές ανάγκες, όπως η τροφή, καλύπτονται από κάποιο άλλο: Η μητέρα του δουλεύει σκληρά· έχει τόσα ~ατα να θρέψει. 4. (προφ.-μτφ.) φυσικό ή τεχνητό άνοιγμα, στόμιο: το ~ του ηφαιστείου/του μπουκαλιού/του πηγαδιού/της σπηλιάς. Πβ. μπούκα. 5. ΒΟΤ. {στον πληθ.} πόροι στην επιφάνεια των φύλλων και των νεαρών βλαστών που επιτρέπουν την ανταλλαγή αερίων με την ατμόσφαιρα ή την αποβολή νερού: Το διοξείδιο του άνθρακα εισέρχεται στο φυτό από τα ~ατα. 6. (προφ.) κόψη μαχαιριού. ● Υποκ.: στοματάκι (το): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: στοματάρα (η): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: απύλωτο(ν) στόμα βλ. απύλωτος, κακοσμία/δυσοσμία του στόματος βλ. κακοσμία ● ΦΡ.: ανοίγω το στόμα μου (προφ.-μτφ.): μιλώ ή κυρ. ειδικότ. προβαίνω σε σοβαρές αποκαλύψεις εναντίον κάποιου: Πες κάτι, δεν έχεις ανοίξει το ~ σου όλη μέρα.|| (απειλητ.) Άντε, (να) μην ανοίξω το ~ μου!, από στόμα σε στόμα: για κάτι που γίνεται γνωστό προφορικά, από τον έναν στον άλλον ή για προφορική παράδοση: Βούιξε ο τόπος σαν διαδόθηκε το νέο ~ ~.|| Η τέχνη της μαγειρικής πέρασε ~ ~ στις νεότερες γενιές., από το στόμα μου το πήρες! (μτφ.-προφ.): θα έλεγα το ίδιο πράγμα, πρόλαβες να το πεις πριν από εμένα: Πες τα, χρυσόστομε! ~ ~!, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! (ευχετ.): μακάρι να πραγματοποιηθεί η ευχή σου: -Καλή επιτυχία στις εξετάσεις! -~ ~!, βάζω κάτι στο στόμα μου (προφ.): τρώω πρόχειρα και λίγο: Βάλε κάτι στο ~ σου, μη φύγεις νηστικός! Δεν έχει βάλει τίποτα στο ~ της απ' το πρωί., βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα (μτφ.-προφ.): αποτρέπω, δεν δίνω δικαίωμα για (περαιτέρω) κακόβουλα σχόλια, αποστομώνω: Με την ερμηνεία της βούλωσε τα (επικριτικά/κακόβουλα) ~ πολλών που την έλεγαν ατάλαντη. Ευκαιρία για την ομάδα να κλείσει ~ στο ντέρμπι της Κυριακής., διά στόματος (κάποιου) & (σπάν.) από στόματος (λόγ.): για προφορική δήλωση ενός προσώπου ή για μεταφορά των λόγων του από κάποιον που τον εκπροσωπεί: Μήνυμα του πρωθυπουργού ~ ~ του κυβερνητικού εκπροσώπου., έχει μεγάλο στόμα (προφ.-μτφ.) 1. για κάποιον που του ξεφεύγουν λόγια και αποκάλυπτει συνήθ. μυστικά. 2. αυθαδιάζει. ΣΥΝ. έχει μεγάλη γλώσσα (1), κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αναγκάζω να σιωπήσει, να μην εκφράσει την άποψή του ή να μη μαρτυρήσει κάτι: Τον απείλησαν, για να του κλείσουν ~. Πβ. φιμώνω.|| Της έκλεισαν ~ μια για πάντα (= την δολοφόνησαν)., κρατά το στόμα του κλειστό (μτφ.): δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του ή τα μυστικά που γνωρίζει: Δεν κράτησε ~ ~ απέναντι στο άδικο., με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό (μτφ.): άναυδος, κατάπληκτος: Πήρε την υποτροφία κι έμειναν/και τους άφησε ~ ~. Πβ. άφωνος., με ένα στόμα: όλοι μαζί, ομόφωνα: Όχι, απάντησαν οι μαθητές ~ ~. ΣΥΝ. με μια φωνή (1), με την ψυχή στο στόμα (προφ.): για ενέργεια που γίνεται βεβιασμένα, με άγχος, έντονη ψυχική φόρτιση: Κατάφεραν να προκριθούν ~ ~. Προλάβαμε ~ ~ να φτάσουμε στο θέατρο. Άνοιξε το γράμμα ~ ~., να πλένεις το στόμα σου, όταν μιλάς/πριν μιλήσεις για κάποιον (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι ανάξιος να κρίνει κάποιον άλλο., πέφτω στο στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): γίνομαι αντικείμενο κακοπροαίρετων σχολίων, κουτσομπολιών: Αλίμονο σ' όποιον πέσει στο ~ της!, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι (μτφ.-προφ.): σχολιάζω αρνητικά: Αν σε πιάσει στο ~ του, την πάτησες. Μην βάζεις στο ~ σου τέτοιες λέξεις, δεν κάνει., ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! (μτφ.-προφ.-υβριστ.): πάψε (να μιλάς), σκάσε! Πβ. δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά, το βουλώνω., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει (προφ.-μτφ.): μιλά ελάχιστα, δεν είναι φλύαρος: Όσες φορές τον έχω συναντήσει, ~ ~.|| (ειρων.) Είναι μια γλωσσοκοπάνα αυτή! ~ ~!, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) (μτφ.-προφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Στο ~ μου το είχα, αλλά με πρόλαβες. ΣΥΝ. έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου, το λέω και γεμίζει το στόμα μου (προφ.): για να δηλωθεί ευχαρίστηση, θαυμασμός: Είναι εκπληκτική δασκάλα, ~ ~!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου! βλ. αγιάζω, γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου βλ. λύκος, δεν βάζω μπουκιά στο στόμα μου βλ. μπουκιά, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχω/κάνω/γίνεται κάτι καραμέλα στο στόμα μου βλ. καραμέλα, Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! βλ. φυλακή, κακές γλώσσες βλ. γλώσσα, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, μάλλιασε το στόμα μου βλ. γλώσσα, με τη(ν) μπουκιά στο στόμα βλ. μπουκιά, με την κοιλιά στο στόμα βλ. κοιλιά, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, σφραγίζω το στόμα μου βλ. σφραγίζω [< αρχ. στόμα, γαλλ. bouche, αγγλ. mouth]

στραβός

στραβός, ή, ό στρα-βός επίθ. 1. που δεν είναι ίσιος, δεν έχει συμμετρικό σχήμα ή δεν βρίσκεται στη σωστή θέση: ~ή: γραμμή/μύτη. ~ό: διάφραγμα (= σκολιωτικό)/στόμα/χαμόγελο. ~ά: δόντια/κανιά (βλ. στραβοκάνης)/πόδια. Ο πίνακας/ο τοίχος είναι ~ (= γέρνει, είναι γερτός). Το κρεβάτι είναι ~ό, ίσιωσέ το. ΣΥΝ. λοξός (1), στρεβλός (2) ΑΝΤ. ευθύς (1), ίσιος (1) 2. (μτφ.-προφ.) που έχει σφάλμα, ελάττωμα, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα· ειδικότ. που φανερώνει δύστροπο άνθρωπο: ~ή: εξέλιξη/κίνηση/πορεία. ~ό: ξεκίνημα (ΑΝΤ. καλό)/ξύπνημα. ~ές: αντιλήψεις. Άλλη μια ~ή κίνηση κι έφυγες. Τα βρίσκει όλα ~ά. Όταν βλέπει κάτι ~ό, το σχολιάζει. Δεν έκανες τίποτα ~ό. ΣΥΝ. λανθασμένος. ΑΝΤ. ορθός, σωστός.|| ~ός: χαρακτήρας. ~ή: διάθεση. ~ό: κεφάλι (πβ. αγύριστο). Έπεσα σε ~ό υπάλληλο. ΣΥΝ. στρεβλός (1) 3. (προφ., για πρόσ.) που δεν βλέπει καλά ή καθόλου ή είναι αλλήθωρος: Χωρίς γυαλιά είμαι ~.|| Καλά, δεν με είδες; ~ή είσαι;|| (μτφ.) Θέλησε να δώσει μαθήματα δημοκρατίας σε ~ούς. Πβ. αδαής, απληροφόρητος. ΣΥΝ. τυφλός (1) ● Ουσ.: στραβά (τα) 1. {σπανιότ. στον εν.} ελαττώματα, λάθη: Τον αγαπάει μ' όλα τα ~ του (πβ. μειονέκτημα). Αναφέρθηκε στα ~ της τηλεόρασης (πβ. τα κακώς κείμενα/έχοντα).|| Μη μου χτυπάς κάθε ~ό που κάνω. 2. (μειωτ.) μάτια: Κοίτα μπροστά σου, τι τα 'χεις τα ~ σου;, στραβή (η) (αργκό): αναποδιά, τυχαίο σφάλμα: Σε κάθε ~ τα ρίχνει πάνω μου. Φοβάμαι μη γίνει καμιά ~ και χαλάσει η συμφωνία. Με την πρώτη ~, τον έδιωξαν (: με το πρώτο λάθος, αστοχία). ● επίρρ.: στραβά: στις σημ. 1,2: Φόρεσες ~ τη φούστα σου. [13ος αι.] || Η μέρα ξεκίνησε ~. Ξύπνησες ~ κι όλα σου φταίνε. ΣΥΝ. ανάποδα ● ΦΡ.: ανοίγω τα στραβά μου {συνήθ. στο β' και γ' πρόσ.} (προφ.-μειωτ.): διαβάζω, ενημερώνομαι, κατανοώ, μαθαίνω: Δεν θέλουν να ανοίξουν τα ~ τους. Αμόρφωτε, άνοιξε τα ~ σου (πβ. ξύπνα)! Βλ. ανοίγω τα μάτια (κάποιου). , βάζω/φοράω το καπελάκι μου στραβά (μτφ.-προφ.): δεν επηρεάζομαι από δυσάρεστες καταστάσεις και γεγονότα, αδιαφορώ: Αν δεν σε θέλει, βάλε/φόρα το καπελάκι σου ~ και φύγε!, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο (προφ.): για να είμαστε αντικειμενικοί, ειλικρινείς: Βέβαια/πάντως, ~ ~, έχεις κι εσύ μερίδιο ευθύνης. Πληρώσαμε πολλά, αλλά, ~ ~, το φαΐ ήταν υπέροχο., κάτι πηγαίνει στραβά (προφ.): δεν έχει ευνοϊκή εξέλιξη: Τι (μπορεί να) πήγε ~; Αν κάτι πάει ~, πες μου το! Όλα ~ μού πάνε., παίρνω/βλέπω κάτι στραβά (προφ.): παρεξηγώ: Μην το πάρεις ~, αλλά θέλω να μείνω για λίγο μόνη. Εσύ μπορεί να έκανες πλάκα, αυτός όμως το πήρε/είδε ~ (= το πήρε αλλιώς, ανάποδα/από την ανάποδη). Βλ. βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι., τα στραβά και (τα) ανάποδα (εμφατ.): τα αρνητικά φαινόμενα, οι δυσάρεστες πλευρές: ~ ~ των σύγχρονων κοινωνιών., (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, (ήταν που) ήταν στραβό το κλήμα, το 'φαγε κι ο γάιδαρος βλ. κλήμα, (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο βλ. δρόμος, ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε βλ. γιαλός, κάνω τα στραβά μάτια βλ. μάτι, κουτσά στραβά βλ. κουτσός, κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα βλ. κουτσός, με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ' αλληθωρίζεις βλ. κοιμάμαι, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, πολλές μαμές, στραβό το παιδί βλ. μαμή, σαν τους στραβούς στον Άδη βλ. Άδης, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει βλ. φωτιά [< μτγν. στραβός]

σφυρίζω

σφυρίζω σφυ-ρί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {σφύρι-ξα, -ξει, -χθηκε κ. -χτηκε, -χθεί κ. -χτεί, σφυρίζ-οντας, σφυρι-γμένος} & σφυράω 1. παράγω οξύ και διαπεραστικό ήχο, φυσώντας αέρα μέσα από τα χείλη μου ή χρησιμοποιώντας σφυρίχτρα: ~ έναν σκοπό/μια μελωδία. Έκανε δουλειές ~οντας το αγαπημένο του τραγούδι. Ο νεαρός ~ξε στην όμορφη περαστική (βλ. κορτάρω, φλερτάρω). ~ συνθηματικά.|| O διαιτητής ~ξε την έναρξη/τη λήξη (του αγώνα)/πέναλτι/φάουλ.|| (μτφ.) Ο ... θα ~ξει τον αγώνα (: θα είναι διαιτητής).|| (κατ' επέκτ.) Ο αέρας/ο βραστήρας/το μεγάφωνο/το πλοίο/το ραδιόφωνο ~ει. Το τρένο ~ξε για αναχώρηση. Μόλις η χύτρα αρχίζει να ~ει, χαμηλώνουμε τη φωτιά. ~ουν τ' αυτιά μου (= βουίζουν). Οι σφαίρες σφύριζαν εφιαλτικά. Πβ. συρίζει. 2. (προφ.-μτφ.) γνωστοποιώ κάτι σε κάποιον, συνήθ. κρυφά: Μου ~ξαν τα θέματα των εξετάσεων. ΣΥΝ. καταδίδω, μαρτυρώ (2) 3. αποδοκιμάζω, γιουχαΐζω: Οι θεατές σφύριζαν κατά του σκηνοθέτη. Η απαράδεκτη παράσταση ~χτηκε από το κοινό. ΑΝΤ. επιδοκιμάζω ● ΦΡ.: αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι αποκλείεται να γίνει: Αν περιμένεις να σου ξαναμιλήσει μετά απ' όσα του είπες, ~ ~! Άμα βγάλεις άκρη, ~ ~!, σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα (προφ.): προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι δεν γνωρίζω ή δεν με απασχολεί κάτι, αδιαφορώ: ~ει ~ με ύφος "πέρα βρέχει". Πβ. κάνει τον Κινέζο/το κουνέλι., ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι [< μεσν. σφυρίζω < αρχ. συρίζω]

ταιριάζω

ταιριάζω ται-ριά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ταίρια-ξα (προφ.) -σα, ταιριά-ξω (προφ.) -σω, -σμένος, ταιριάζ-οντας} (προφ.) 1. συνδυάζω ή συνδυάζομαι: ~ τις μπερδεμένες κάλτσες (πβ. ζευγαρώνω). ~ξτε τις λέξεις με τα σχήματα (πβ. αντιστοιχίζω). Προσπαθεί τα ~ξει τα αταίριαστα (= να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα). Πβ. συν~.|| Το λευκό ~ει (= πηγαίνει) με όλα (τα χρώματα). 2. (μτφ.) εναρμονίζομαι, συμφωνώ: Η παρέα ~ξε (= έδεσαν σαν ομάδα, κόλλησαν). Πβ. τακιμιάζω.|| (συνήθ. για ερωτική σχέση) ~ουν απόλυτα, συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Τα ~ξαμε (= τα βρήκαμε). Ζευγάρι ιδιαίτερα ~σμένο (= ταιριαστό. ΑΝΤ. αταίριαστο).ταιριάζει 1. είναι κατάλληλος, αρμόζει, πρέπει: Ύφος που δεν ~ στην περίσταση. Βρείτε το επάγγελμα που σας ~. Δεν έχει βρει ακόμα τον άνθρωπο που της ~. Πακέτο υπηρεσιών που ~ (= ανταποκρίνεται) στις ανάγκες/στις απαιτήσεις σας.|| (απρόσ.) Δεν ~ (= κάνει) να συμπεριφέρεσαι έτσι. 2. (απρόσ.) τυχαίνει: Δεν ~ξε να συναντηθούμε αυτή τη φορά. ● ΦΡ.: αν δεν ταιριάζαμε, δε(ν) θα συμπεθεριάζαμε (προφ.): για να δηλωθεί ότι η στενή σχέση μεταξύ ορισμένων ανθρώπων οφείλεται σε σύμπτωση χαρακτήρων ή συμφερόντων. Βλ. βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, όμοιος ομοίω αεί πελάζει., (δεν) ταιριάζουν τα χνότα μας/σας/τους βλ. χνότο, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι [< μεσν. ταιριάζω < ταίρι]

τίποτα

τίποτα τί-πο-τα αόρ. αντων. {άκλ.} & τίποτε & (λαϊκό) τίποτες, τίποτις 1. (σε αποφατικές συνήθ. προτάσεις) κανένα πράγμα (υλικό ή άυλο): ~ δεν έχει κριθεί ακόμη. Δεν έμαθες ~ από τα παθήματά σου. Μην πετάξεις ~! Δεν ζητώ ~ από σένα. Δεν κοστίζει ~. Παρέλυσε, δεν ένιωθε ~. Δεν ακούω ~ (: κυριολ. και μτφ., δεν δέχομαι δικαιολογίες). Όλη μέρα κάθεται και δεν κάνει ~ άλλο από το να χαζεύει. Δεν είδα ~. Δεν κατάφερε (απολύτως) ~. Σε ~ δεν του έμοιασε. Πρόσεξε μην καταλάβει ~ (= το παραμικρό). Δεν έχουμε ~ κοινό μεταξύ μας. Δεν του λείπει ~ (: τα έχει όλα). Δεν έχει ~, έμεινε στον άσο. ~ δεν είναι αλήθεια/σίγουρο/τυχαίο. ~ δεν έχει αλλάξει/δεν έχει νόημα πια. Αυτή η εμπειρία δεν συγκρίνεται με ~. ~ δεν πρόκειται να συμβεί, στο υπογράφω.|| Δεν ξέρει ~ από μουσική. Πβ. καθόλου.|| -Τι είπες; -~! Είναι καλά, ~ λιγότερο, ~ περισσότερο. 2. (συχνά σε ερωτημ. και αποφατικές προτάσεις) κάτι: Έχεις/συνέβη ~; Πρόσεξε μην πάθεις ~. Ξέχασες ~; Με θέλετε τίποτ' άλλο; Βλέπεις ~ περίεργο; Παίζει ~ καλό στην τηλεόραση; Δεν πάμε να τσιμπήσουμε ~; Έχει ~ να φάμε; Ξέρεις ~ για το θέμα; Πες ~ καινούργιο. Έλα, αν δεν έχεις ~ καλύτερο να κάνεις. Δεν έχασες και ~ που δεν ήρθες. Δεν υπάρχει ~ πιο διασκεδαστικό από ... Δεν γνωρίζω ~ σχετικό. Δεν περίμενα ~ καλύτερο απ' αυτόν. Δεν μένει πια ~ να κάνει. Δεν έχεις να ζηλέψεις ~ απ' τους άλλους. Οι τίτλοι και τα βραβεία δεν σημαίνουν (και) ~. Δεν είναι ~ σοβαρό, μην ανησυχείς. 3. (ως επίθ., + πληθ., προφ.) σε αόριστη αναφορά, κάποιοι, καθόλου: Είναι ~ φίλοι σου αυτοί;|| Έχεις ~ λεφτά πάνω σου; 4. κάτι σημαντικό: Δεν είναι ~ για μένα να βοηθήσω. ● Ουσ.: τίποτα & τίποτε (το): κάτι ασήμαντο, ανύπαρκτο: Χωρίς εσένα, είμαι ένα ~. Από το ~, κάτι είναι κι αυτό.|| (μειωτ., για πρόσ.) Είναι ένα ~, ένα μηδενικό. ● ΦΡ.: (δεν κάνει) τίποτα 1. δεν κοστίζει τίποτα: -Τι σας οφείλω; -~ ~. 2. ως ευγενική απάντηση σε ευχαριστία: -Ευχαριστώ για τη βοήθεια! -Παρακαλώ, ~ ~. [< γαλλ. de rien] , ακόμα δεν έχεις δει/δεν είδες τίποτα! (προφ.-εμφατ.): ως προειδοποίηση για επιδείνωση μιας κατάστασης: -Γίνεται χαμός! -Και ~ ~!, από το τίποτα (προφ.): από το μηδέν: Έστησαν ολόκληρη επιχείρηση/πλούτισαν ~ ~.|| Ο καβγάς ξεκίνησε ~ ~ (= χωρίς σημαντική αφορμή)., αυτό δεν είναι τίποτα! (προφ.): ως σχόλιο για κάτι που αξιολογείται ως λιγότερο σημαντικό από κάτι άλλο: ~ ~, πού να δεις εγώ τι έπαθα!, για το τίποτα (προφ.): χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα ή σημαντική αιτία, μάταια: Πολύς λόγος/τόσος κόπος ~ ~! [< γαλλ. pour rien] , δεν έμεινε/δεν άφησαν τίποτα όρθιο: για να δηλωθεί η πλήρης καταστροφή, διάλυση: Δεν έμεινε ~ από τον σεισμό, όλα τα σπίτια κατέρρευσαν. Πβ. τα κάνω γυαλιά καρφιά. ΣΥΝ. δεν έμεινε/δεν άφησαν (ούτε) κολυμπηθρόξυλο (όρθιο), δεν έχω τίποτα εναντίον (του) (προφ.): δεν είμαι θυμωμένος μαζί του· δεν είμαι αρνητικός με κάτι: ~ ~ σου, απλώς θέλω να μείνω λίγο μόνος.|| ~ ~ της τεχνολογίας., δεν έχω τίποτα να χάσω (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αποτολμά κάτι χωρίς να διακινδυνεύει πολλά: Προσπάθησε, δεν έχεις (και) τίποτα να χάσεις., και τίποτ' άλλο (προφ.-εμφατ.): μόνο αυτό, τίποτα διαφορετικό: Στόχος μας είναι η νίκη ~ ~! Αυτό θέλω ~ ~! [< γαλλ. et rien d'autre ] , κι όχι τίποτ' άλλο (προφ.): για να δηλωθεί ότι αυτό που ακολουθεί είναι πιο δυσάρεστο, πιο σοβαρό από τα προηγούμενα: Έχασα την πτήση, ~ ~ ήταν και η τελευταία., με τίποτα (εμφατ., σε αρνητ. φρ.) 1. για κανένα λόγο, σε καμία περίπτωση: Αυτή την ταινία δεν τη χάνω ~ ~. Δεν ήθελε ~ ~ να μείνει. -Θα το κάνεις; -~ ~, ξέχνα το! ΣΥΝ. με κανέναν τρόπο 2. καθόλου: Η νύχτα δεν περνούσε ~ ~., με το τίποτα (προφ.): άνευ λόγου, χωρίς σημαντική αιτία: Αγχώνεται/τσακώνονται ~ ~., πολύ κακό για το τίποτα & (σπάν.) πολύς θόρυβος για το τίποτα (συχνά ειρων.): για κάτι που προκάλεσε αδικαιολόγητα μεγάλη αναστάτωση. ΣΥΝ. τρικυμία εν ποτηρίω [< αγγλ. much ado about nothing] , από ... άλλο τίποτα βλ. άλλος, δεν (μου) κοστίζει τίποτα να βλ. κοστίζει, δεν γίνεται τίποτα βλ. γίνομαι, δεν έγινε (και) τίποτα βλ. γίνομαι, δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε βλ. χωρίζω, δεν μου λέει τίποτα βλ. λέω, δεν στοιχίζει τίποτα βλ. στοιχίζει, δεν το έχω σε πολύ/σε τίποτα βλ. έχω, δεν τρέχει τίποτα βλ. τρέχω, είπες κάτι/τίποτα; βλ. λέω, με/για τίποτα στον κόσμο βλ. κόσμος, όλα ή τίποτα βλ. όλος, τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; βλ. άλλος, τίποτα (το) σπουδαίο βλ. σπουδαίος, τίποτα δεν μας σταματά/δεν μπορεί να μας σταματήσει βλ. σταματώ [< μεσν. τίποτε, τίποτα με αρνητ. σημ., μτγν. τί ποτε με ερωτημ. σημ.]

τρίχα

τρίχα τρί-χα ουσ. (θηλ.) 1. νηματοειδής σχηματισμός από κερατίνη που αποτελείται από ρίζα, η οποία βρίσκεται στο τριχοθυλάκιο, και από ελεύθερο στέλεχος: γερή/ίσια ~. Άγριες/άσπρες/γκρίζες/μακριές/μαλακές ~ες. Σκληρές ~ες (πβ. γουρουνότριχες). ~ες της κεφαλής/της μασχάλης/του προσώπου. Τα λέπια της ~ας. Αύξηση/πτώση (= τριχόπτωση)/πυκνότητα/χρώμα των ~ών. Η ~ ταλαιπωρείται, σπάει και γίνεται θαμπή. Κερί που αφαιρεί τις ~ες από τη ρίζα (βλ. αποτρίχωση).|| (απειλητ.) Θα σου βγάλω το μαλλί ~-~.|| ~ες της γάτας/του σκύλου.|| (συνεκδ., το σύνολο των ~ών:) Έχει λεπτή/χοντρή ~. Πβ. μαλλιά, τρίχωμα. Βλ. βολβός, θηλή, θύλακας, χνούδι, χόριο. 2. καθετί που μοιάζει με τρίχα: πλαστικές ~ες. Βούρτσες με φυσική ~. Πινέλο με συνθετική ~. Οδοντόβουρτσα με μαλακές ~ες.|| (ΒΟΤ.) ~ες στα φύλλα φυτών. 3. ελατήριο του μηχανισμού ρολογιών. ● Υποκ.: τριχίτσα (η), τριχούλα (η) ● ΦΡ.: δεν άγγιξα/δεν πείραξα ούτε τρίχα (προφ.): δεν προκάλεσα κανένα απολύτως κακό: Δεν άγγιξαν/πείραξαν ούτε ~ από τους αμάχους., κρέμεται από μια τρίχα (προφ.): διατρέχει μεγάλο κίνδυνο, βρίσκεται σε κατάσταση αβεβαιότητας: Η ειρήνη/η ζωή του ~ ~. ΣΥΝ. κρέμεται από/σε μια (λεπτή) κλωστή, μου σηκώθηκε η τρίχα (κάγκελο) & μου σηκώθηκαν οι τρίχες (της κεφαλής) (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος ανατριχιάζει, τρομάζει, εκπλήσσεται δυσάρεστα ή εξοργίζεται: ~ ~ από το κρύο. Ήρθε ο λογαριασμός και ~ ~. Και μόνο που το θυμάμαι μου σηκώνεται ~. ΣΥΝ. μου σηκώθηκε η πέτσα/το πετσί, στην τρίχα/πένα (προφ.): άψογα, κομψά: βαμμένη και χτενισμένη ~ ~. Είναι/ντύνεται πάντα ~ ~. Έχει το σπίτι ~ ~., τρίχες κατσαρές & τρίχες (προφ.-επιτατ.): ανοησίες, βλακείες, σαχλαμάρες: Τσακώθηκαν για ~ ~. Λες τρίχες! Πβ. μπαρούφα, μπούρδα, χαζομάρα.|| (ειρων.) Ποια τεχνολογία και ~ ~! Πβ. και πράσιν(α) άλογα, κουραφέξαλα., κάνω την τρίχα τριχιά βλ. τριχιά, παρά λίγο/παρ' ολίγο(ν)/παρά τρίχα βλ. λίγο [< μεσν. τρίχα]

τρύπα

τρύπα [τρῦπα] τρύ-πα ουσ. (θηλ.) 1. άνοιγμα κυκλικού σχήματος σε επιφάνεια: διαμπερής/τυφλή ~. ~ στην εξάτμιση/στο οδόστρωμα/στη σκεπή/στον τοίχο. Δημιουργία/διάνοιξη ~ας. Βουλώνω/κλείνω/μπαλώνω/φράζω μια ~. Τα παπούτσια του είχαν ~ες. Πέρασαν μέσα από την ~ του φράχτη.|| H ~ της κλειδαριάς (= κλειδαρότρυπα). Κόσκινο με μεγάλες ~ες. Τυρί με ~ες.|| Έκανε ~ στο αυτί/στον αφαλό/στη μύτη/στο φρύδι (: έβαλε σκουλαρίκι). ΣΥΝ. οπή (1) 2. κοιλότητα: υπόγεια ~. ~ του βράχου. Άνοιξαν μια ~ στο έδαφος.|| Ο λαγός/το ποντίκι βγήκε από την ~ του (: φωλιά).|| (μτφ.-προφ.) Μετά από τέτοιο διασυρμό έψαχνε ~, για να κρυφτεί. Βρήκε ~ (πβ. ευκαιρία) και μπήκε στην εταιρεία (: τον προσέλαβαν). || (λ. ταμπού): γυναικείο αιδοίο ή πρωκτός. 3. (μτφ.) κενό, έλλειψη: ~ στον νόμο. Η άμυνα της ομάδας είχε ~ες (πβ. αδυναμίες).|| Προσπαθούν να κλείσουν την ~ του ελλείμματος.|| Το λειτουργικό σύστημα είναι γεμάτο ~ες (= διάτρητο). Μια νέα ~ ασφαλείας εντοπίστηκε στην εφαρμογή. 4. (μτφ.-μειωτ.) πολύ στενός, περιορισμένος χώρος: Δουλεύει/μένει σε μια ~. ● Υποκ.: τρυπίτσα, τρυπούλα (η) ● Μεγεθ.: τρυπάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: άσπρη τρύπα 1. ΑΣΤΡΟΝ. & λευκή οπή: υποθετική περιοχή στο Διάστημα από την οποία μπορεί να διαφύγει ύλη και φως. 2. (μτφ.) πλεόνασμα δημοσίων οργανισμών και ταμείων κοινωνικής ασφάλισης. [< 1: αγγλ. white hole, 1971] , μαύρη τρύπα 1. ΑΣΤΡΟΝ. & μελανή οπή: συγκέντρωση σημαντικά μεγάλης μάζας στο Διάστημα με ισχυρή βαρυτική έλξη, ώστε να μην επιτρέπει ούτε στο φως να ξεφεύγει από αυτή: ~ ~ στο κέντρο του γαλαξία. Βλ. σκουληκότρυπα. 2. (μτφ.) έλλειμμα: ~ ~ στα έσοδα/στον προϋπολογισμό. 3. αδιέξοδη κατάσταση: η ~ ~ της κατάθλιψης/της κρίσης/της πανδημίας. [< 1: αγγλ. black hole, 1964] , τρύπα του όζοντος βλ. όζον ● ΦΡ.: κάνω μια τρύπα στο νερό (προφ.): προσπαθώ μάταια, χωρίς αποτέλεσμα: Παρά την επιμονή του, έκανε μια ~ ~. Και τελικά τι κατάφερες; Μια ~ ~., κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες (μτφ.): καλύπτω ποικίλα κενά, συνήθ. με πρόχειρο τρόπο: Τρέχω να ~σω τις ~ που άνοιξαν με τα χρέη., περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας (μτφ.-εμφατ.): περνώ από πολύ στενή δίοδο και κατ' επέκτ. επιτυγχάνω κάτι πολύ δύσκολο: Ο διεθνής άσος πέρασε την μπάλα ~ ~ και έβαλε γκολ., βγάζω το φίδι απ' την τρύπα βλ. φίδι, η τελευταία τρύπα του ζουρνά βλ. ζουρνάς1 [< 1,2: μτγν. τρῦπα]

τρώω

τρώω τρώ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {τρως, τρώ-ει, -με, -τε, -ν(ε), προστ. τρώ(γ)ε, τρώτε, τρώγ-οντας | παρατ. έτρωγα, αόρ. έφαγα (να/θα φάω, φας…, προστ. φάε, φάτο < φά(γ)ε το), φαγώ-θηκε, -θεί, -μένος} & (λόγ.) τρώγω 1. βάζω τροφή, συνήθ. στερεή, στο στόμα μου, τη μασώ και την καταπίνω· γενικότ. γευματίζω ή καταναλώνω τροφή: ~ δημητριακά/κοτόπουλο/κρέας/λαχανικά/όσπρια/παγωτό/φρούτα/χόρτα/ψάρι/ψωμί. ~ μια μπουκιά. ~ βιαστικά/γρήγορα/λαίμαργα/πρόχειρα/σωστά. ~ με το πιρούνι/με τα χέρια. ~ με μέτρο/όρεξη. ~ μέχρι να χορτάσω. ~ για ευχαρίστηση. ~ για δύο (= διπλή μερίδα). ~ σαν βόδι/γουρούνι/ζώο/κτήνος (= πάρα πολύ). Πίνουμε και ~με καλά. Φάε, να έχεις δυνάμεις/να καρδαμώσεις. Βοηθάω κάποιον να φάει (πβ. ταΐζω).|| ~ (για) βραδινό (πβ. δειπνώ)/μεσημεριανό/πρωινό. ~ τρεις φορές την ημέρα. ~ έξω/σε εστιατόριο/(στο) σπίτι. Έλα να φάμε μαζί/παρέα (πβ. συντρώγω). Έχω ήδη φάει.|| ~ γλυκά. Οι χορτοφάγοι δεν ~νε κρεατικά. (σε νηστεία:) ~ με λάδι/θαλασσινά (βλ. αρταίνομαι, νηστεύω).|| (για ζώο) Η γάτα ~ει ποντίκια. Ζώα που ~νε χορτάρι (= βόσκουν). 2. (μτφ.-προφ.) ξοδεύω, δαπανώ, σπαταλώ: Έφαγε την περιουσία των γονιών του. Έφαγαν τα κονδύλια, χωρίς να ολοκληρώσουν τα έργα.|| ~ τον χρόνο μου άσκοπα. Έφαγα τα καλύτερά μου χρόνια/τα νιάτα μου στην ξενιτιά. Έφαγα τη ζωή μου στα χωράφια. Μου έφαγε (= πήρε) είκοσι λεπτά, για να βγάλω άκρη (πβ. απαιτώ).|| Το αυτοκίνητο ~ει πολλή βενζίνη. Βλ. κατα~. 3. (μτφ.-προφ.) κλέβω, οικειοποιούμαι: Του έφαγε τη γυναίκα/τη θέση/την πρωτιά/τη σειρά. Μου (τα) φάγανε τα λεφτά (πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ). Πβ. βουτώ.|| (ειδικότ., για συσκευή με κερματοδέκτη) Μηχάνημα που ~ει τα κέρματα (λόγω ελαττωματικής λειτουργίας). 4. (μτφ.-αργκό) δέχομαι κάτι άκριτα, χωρίς αμφισβήτηση: Δεν τα ~ εγώ αυτά (= δεν τα πιστεύω, δεν ξεγελιέμαι, δεν εξαπατώμαι). ΣΥΝ. μασώ (3), χάφτω (1) 5. (μτφ.-προφ.) ταλαιπωρώ, κουράζω σωματικά ή ψυχικά: Με ~ει το παράπονο/το σαράκι. Με έφαγε με την γκρίνια της. Με έφαγαν οι δουλειές/οι δρόμοι/οι έγνοιες/τα ξενύχτια/οι τύψεις/οι υποχρεώσεις/τα χρέη. Τον έχει φάει ο έρωτας/το ποτό. Πβ. βασανίζω, κατα-βάλλω, -πονώ, τυραννώ. 6. (μτφ.-προφ., ως απολεξικοποιημένο ρ.) υφίσταμαι κάτι: ~ ανάποδη/κλοτσιά/κράξιμο/μούντζα/μπουνιά/χαστούκι. Έφαγα ένα μποτιλιάρισμα/μια τούμπα. Έφαγα όλη τη βροχή (στο κεφάλι). Θα φάει φυλακή (= θα φυλακιστεί). 7. (μτφ.-προφ.) δέχομαι: Τερματοφύλακας που δύσκολα ~ει γκολ. Η ομάδα έφαγε μια τεσσάρα.|| ~ καμπάνα/κλήση (για παράνομη στάθμευση)/ποινή (πβ. τιμωρούμαι). Ο ποδοσφαιριστής έφαγε κόκκινη κάρτα. 8. (μτφ.-προφ.) παραλείπω: ~ γράμματα (: δεν προφέρω καθαρά)/τις λέξεις διαβάζοντας (πβ. πηδώ). 9. (μτφ.-λαϊκό) σκοτώνω· διώχνω· νικώ: Τον έφαγαν τα ναρκωτικά. Πάει, τον φάγανε τον άνθρωπο (πβ. βγάζω από τη μέση, ξεπαστρεύω). (ως απειλή) Αν κουνηθείς, σε έφαγα.|| Τον έφαγαν από γραμματέα.|| Σε έφαγα σε ταχύτητα (πβ. κερδίζω).τρώει 1. (για έντομο) τσιμπά· (για ζώο) δαγκώνει ή κατασπαράζει: Με έφαγαν τα κουνούπια/οι μύγες/οι σκνίπες.|| Ο σκύλος όρμησε να με φάει. Τον έφαγε καρχαρίας. 2. (μτφ.-προφ.) διαβρώνει, φθείρει ή καταστρέφει (ένα υλικό): Η σκουριά ~ το μέταλλο. Τα γρανάζια/τα λάστιχα/οι τροχοί έχουν ~θεί από τη χρήση. ~θηκαν τα παπούτσια. 3. (μτφ.-προφ.) κόβει: Η μηχανή του κιμά τού έφαγε το δάχτυλο. Πβ. συνθλίβω. ● Παθ.: τρώγεται: για κάτι που μπορεί να αποτελέσει τροφή· για τροφή που μπορεί να καταναλωθεί, να φαγωθεί: Ανάλατο/άνοστο/ξαναζεσταμένο φαγητό που δεν ~. Το ρύζι ήθελε λίγο βράσιμο ακόμη, αλλά ~., τρώγομαι (μτφ.-προφ.) 1. μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι: ~ονται μεταξύ τους για την προεδρία (= ανταγωνίζονται, διεκδικούν). ~ονται σαν τα κοκόρια/σαν τα σκυλιά. Πβ. σκυλο~. 2. δυσανασχετώ, γκρινιάζω: Όλη την ώρα ~εται, δεν τον αντέχω πια. Πβ. κλαψουρίζω, μεμψιμοιρώ. 3. επιθυμώ έντονα ή απαιτώ επίμονα κάτι: ~εται (= ξύνεται) για καβγά. Φαγώθηκε να με συναντήσει. 4. (συνήθ. με άρνηση) είμαι συμπαθής: Δεν ~εται με τίποτα αυτός (: είναι αντιπαθής, ανυπόφορος). ● ΦΡ.: έφαγα τον κόσμο (μτφ.-προφ.): έψαξα παντού, πολύ: ~ ~ να σε βρω. , έχεις μαχαίρι, τρως πεπόνι (μτφ.-προφ.): αν έχεις τα απαιτούμενα μέσα ή την εξουσία, εξασφαλίζεις και τα ανάλογα αγαθά., θα σε φάει (μτφ.-προφ.): (κάτι αρνητικό) θα σου κάνει κακό: Το πείσμα/η περιέργειά σου ~ ~. , θα σε φάω: ως απειλή: Αν με μαρτυρήσεις, ~ ~.|| (χαϊδευτ.) Άτιμο, ~ ~., θα φάμε καλά (προφ.): θα καταναλώσουμε πολύ και καλό φαγητό και κατ' επέκτ. θα καλοπεράσουμε. , θα φας καλά! (ειρων.-χιουμορ.): θα καλοπεράσεις., μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει: ως απειλή: ~ ~, όταν καταλάβουν τι ζημιά έχεις κάνει. Πβ. αλίμονό σου., ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) (προφ.): για την αξία που αποδίδουν μερικοί στις εφήμερες απολαύσεις., τις τρώω (μτφ.-προφ.): με δέρνουν: Τις έφαγα και χωρίς να φταίω. (απειλητ.) Θα τις φας, για να μάθεις (πβ. θα σου τις βρέξω). ΣΥΝ. τις αρπάζω, τρώω ξύλο, το τρώει το φαΐ του/της (προφ.-ειρων.): είναι παχύς/παχιά., τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη (παροιμ.-συνήθ. μτφ.): όσο ικανοποιείται μια επιθυμία, τόσο πιο πολύ αυξάνεται. [< γαλλ. l'appétit vient en mangeant] , τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα (μτφ.-προφ.): κοιτάζω επίμονα, συνήθ. ερωτικά. Πβ. γδύνω με τα μάτια., τρώω τη σκόνη (κάποιου) (αργκό): χάνω σε αναμέτρηση, μένω πίσω: Καλή ομάδα, αλλά τελικά έφαγε ~ του αουτσάιντερ! Νόμιζες ότι θα κέρδιζες, τώρα φάε ~ μου!, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν μπορεί να έχει κάτι που επιθυμεί πολύ και αρκείται μόνο να το βλέπει: Με τις τιμές που πήραν τα λαχανικά στις λαϊκές, ~ ~!, (για) κοίτα/κοιτάξτε έναν ... βλ. κοιτάζω, (το) έφαγε το κεφάλι του βλ. κεφάλι, από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί βλ. πίτα, από τα μετρημένα τρώει ο λύκος βλ. μετρημένος, δεν δαγκώνω/δεν τρώω! βλ. δαγκώνω, δεν έχει ψωμί να φάει βλ. ψωμί, δεν τρώω άχυρα/σανό βλ. άχυρο, δίνω/τρώω φύσημα βλ. δίνω, δούλεψε να φας και κλέψε να ’χεις βλ. δουλεύω, έφαγα ήττα βλ. ήττα, έφαγα πακέτο βλ. πακέτο, έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα βλ. σαβούρα, έχει φάει/έφαγε τα λυσσακά του βλ. λυσσακά, έχω φάει/έφαγα τη θάλασσα με το κουτάλι βλ. θάλασσα, ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό βλ. αέρας, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο/φαγητό που τρώγεται κρύο βλ. εκδίκηση, η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη βλ. αφέντης, αφέντρα, η φτήνια τρώει τον παρά βλ. φτήνια, θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί βλ. λαρύγγι, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι βλ. μύγα, θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα βλ. ψωμί, θα φάμε κόλλυβα βλ. κόλλυβα, θα φάμε κουφέτα βλ. κουφέτο, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι βλ. λύκος, μασάω/τρώω σίδερα βλ. σίδερο, με τρώει η γλώσσα μου βλ. γλώσσα, με τρώει η μύτη μου βλ. μύτη, με τρώει η περιέργεια βλ. περιέργεια, με τρώει το μαράζι βλ. μαράζι, με τρώει το χέρι μου βλ. χέρι, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, μη φας, έχουμε γλάρο/γλαρόσουπα βλ. γλαρόσουπα, μου έφαγε/μου 'φαγε τ' αυτιά βλ. αυτί, μου καίει/τρώει τα σωθικά βλ. σωθικά, μου τρώει τα συκώτια/το συκώτι βλ. συκώτι, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει βλ. μάνα, να φαν κι/φάνε και οι κότες βλ. κότα, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω, όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος βλ. μαντρί, παθαίνω/τρώω (μεγάλο/χοντρό) τράκο βλ. τράκο, παίρνει/τρώει χρόνο βλ. χρόνος, πεινώ/τρώω σαν λύκος βλ. λύκος, πέσε πίτα να σε φάω βλ. πίτα, πήγε/έπεσε να με φάει βλ. πηγαίνω & πάω, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, σκάω από τη ζήλια μου/με τρώει η ζήλια βλ. ζήλια, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό βλ. ψάρι, τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι βλ. σκοτάδι, τον/το τρώει η μαρμάγκα βλ. μαρμάγκα, τραβάω/τρώω ζόρι/ζόρια βλ. ζόρι, τρώγεται με τα ρούχα του βλ. ρούχο, τρώει με δέκα/με χρυσές μασέλες βλ. μασέλα, τρώει με χρυσά κουτάλια βλ. χρυσός, τρώει σαν πουλάκι βλ. πουλάκι, τρώει τα νύχια του για καβγά βλ. νύχι, τρώνε τα μουστάκια τους βλ. μουστάκι, τρώμε τις σάρκες μας βλ. σάρκα, τρώω (κάποιον) λάχανο βλ. λάχανο, τρώω κάτι με το κουτάλι βλ. κουτάλι, τρώω ξύλο βλ. ξύλο, τρώω πόρτα βλ. πόρτα, τρώω σκατά βλ. σκατό, τρώω σουτ βλ. σουτ1, τρώω στη μάπα/στη μούρη βλ. μάπα, τρώω τα σίδερα βλ. σίδερο, τρώω τάπα/ρίχνω σε κάποιον τάπα βλ. τάπα1, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, τρώω του σκασμού/μέχρι σκασμού/το(ν) σκασμό βλ. σκασμός, τρώω φρίκη βλ. φρίκη, τρώω χώμα βλ. χώμα, τρώω ψωμί (από κάποιον) βλ. ψωμί, τρώω/έχω φάει τρελό/μεγάλο/χοντρό/τεράστιο κόλλημα βλ. κόλλημα, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο, τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο βλ. περίδρομος, τρώω/μασάω κουτόχορτο βλ. κουτόχορτο, τρώω/μασάω το παραμύθι (κάποιου) βλ. παραμύθι, τρώω/ξοδεύω από τα έτοιμα βλ. έτοιμος, τρώω/σπάω τα μούτρα μου βλ. μούτρο, φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά βλ. γάιδαρος, φάγαμε ψωμί κι αλάτι βλ. αλάτι, φάε την κρέμα/την κρεμούλα σου βλ. κρέμα, φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! βλ. γλώσσα [< μτγν. τρώγω, μεσν. τρώω]

φτερό

φτερό φτε-ρό ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) πτερό 1. ΖΩΟΛ. -ΟΡΝΙΘ. καθένας από τους σχηματισμούς που καλύπτουν και προστατεύουν το σώμα των πτηνών και με τη βοήθεια των οποίων μπορούν να πετούν, να επιπλέουν στο νερό και να διατηρούν σταθερή τη θερμοκρασία τους· αποτελείται από έναν κεντρικό άξονα, το κάτω μέρος του οποίου είναι γυμνό (κάλαμος), ενώ το επάνω (ράχη) φέρει αριστερά και δεξιά μύστακες που ενώνονται μεταξύ τους: πλουμιστά ~ά. Τα ~ά του παγονιού/της πάπιας/της χήνας. ~ά και πούπουλα (βλ. φτέρωμα). Βλ. πτερόρροια, πτεροφυΐα.|| Πένα από ~. Καπέλο με ~ά. 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} φτερούγα: πληγωμένα ~ά. Τα ~ά των πουλιών. Το άνοιγμα των ~ών του αετού.|| Τα ~ά της μύγας/της πεταλούδας.|| Τα ~ά των αγγέλων/του δράκου.|| (μτφ.) Με τα ~ά του έρωτα/της φαντασίας/της ψυχής. 3. (κατ' επέκτ.) ό,τι μοιάζει με φτερό ή φτερούγα: βλάβη στο αριστερό ~ (= πτέρυγα) του αεροσκάφους. Τα ~ά του ανεμιστήρα (= πτερύγια, φτερωτή)/ανεμόμυλου.|| Σερβιέτες με ~ά (προστασίας). 4. τμήμα του αμαξώματος που καλύπτει το επάνω μέρος των τροχών οχήματος: το μπροστινό/πίσω ~ του αυτοκινήτου/της μηχανής. Βαθούλωμα/βούλιαγμα στο ~. ~ά ποδηλάτου. 5. ΑΘΛ. το μπαλάκι του μπάντμιντον. 6. ξεσκονιστήρι. ● ΣΥΜΠΛ.: κατηγορία φτερού 1. ΑΘΛ. (στην πυγμαχία) κατηγορία βάρους στην οποία κατατάσσονται πυγμάχοι που ζυγίζουν από 55 μέχρι 57 κιλά: πρωταθλητής στην ~ ~. 2. (μτφ.-προφ.) για κάποιον πολύ αδύνατο ή κάτι πολύ ελαφρύ., το φτερό της επίθεσης: ΑΘΛ. το άκρο της επιθετικής γραμμής ποδοσφαιρικής ομάδας: Στο αριστερό/δεξί φτερό ~ έπαιζε/ήταν ο ... ● ΦΡ.: ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) (μτφ.) 1. ανεξαρτητοποιούμαι, κάνω μια νέα αρχή: Είναι καιρός να ανοίξεις τα ~ σου και να γνωρίσεις τον κόσμο. 2. επεκτείνω τις δραστηριότητές μου: Η εταιρεία ετοιμάζεται να απλώσει τα ~ της στο εξωτερικό., βάζω φτερά (στα πόδια) (μτφ.) 1. αρχίζω να τρέχω γρήγορα: Έβαλε ~ ~ κι εξαφανίστηκε (= έγινε πύραυλος). 2. εμψυχώνω: Το γκολ έβαλε ~ στα πόδια των γηπεδούχων., βγάζω φτερά (μτφ.-προφ.): φεύγω γρήγορα: Μόλις κατάλαβε τι τον περίμενε, έβγαλε ~ (= την έκανε, έγινε καπνός/Λούης)., δίνω φτερά (σε κάποιον) (μτφ.): ενθαρρύνω: Η επιβράβευση ~ει ~ στους μαθητές να συνεχίσουν την προσπάθεια., κάνει φτερά (μτφ.-προφ.): εξαφανίζεται, συνήθ. λόγω κλοπής: Κοσμήματα ανυπολόγιστης αξίας έκαναν ~.|| Τα λεφτά έχουν κάνει ~ (= εξανεμιστεί)., κόβω/ψαλιδίζω τα φτερά κάποιου (μτφ.): αποθαρρύνω, απογοητεύω: Η αποτυχία τού έκοψε ~. ΣΥΝ. κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον), με κομμένα/πεσμένα (τα) φτερά & με τα φτερά κομμένα (μτφ.): αποθαρρυμένος, χωρίς αυτοπεποίθηση: Μετά την ήττα της, η ομάδα συνεχίζει ~ ~., πετώ με τα δικά μου φτερά (μτφ.): στηρίζομαι στις δυνάμεις μου, τα καταφέρνω μόνος μου: Είναι σε ηλικία που μπορεί πια να ~άξει με τα δικά του ~., στο φτερό (προφ.): βιαστικά, πολύ γρήγορα, αμέσως: Συναντιόμαστε πάντα ~ ~. Έκαναν τη δουλειά/πήρα την απόφαση ~ ~ (= στο άψε σβήσε/πι και φι/πιτς-φιτίλι/τάκα-τάκα). ΣΥΝ. στα γρήγορα, στα πεταχτά, φτερό στον άνεμο βλ. άνεμος, φύλλο (και) φτερό βλ. φύλλο [< μεσν. φτερό(ν) < αρχ. πτερόν 3,4: γαλλ. aile]

χαρτί

χαρτί χαρ-τί ουσ. (ουδ.) {χαρτ-ιού | -ιών} 1. προϊόν με τη μορφή συνήθ. λεπτών ορθογώνιων φύλλων, το οποίο κατασκευάζεται από ειδική επεξεργασία πολτού ινών κυτταρίνης και χρησιμοποιείται κυρ. ως επιφάνεια γραφής: ανακυκλωμένο/γκοφρέ/δημοσιογραφικό (: εφημερίδων και περιοδικών)/εκτυπωτικό/λεπτό/λευκό/μιλιμετρέ/πεπιεσμένο/σκληρό/φωτογραφικό/χρωματιστό ~. ~ ιλουστρασιόν/καρμπόν/κραφτ/οντουλέ. ~ ακουαρέλας/αλληλογραφίας/εκτύπωσης/πολυτελείας. Βλ. μπριστόλ, χαρτικά.|| Μια κόλλα/ένα κομμάτι ~. Φωτοτυπία σε ~ Α4. Κοπτικό ~ιών. Βλ. χαρτόνι.|| ~ περιτυλίγματος/ταπετσαρίας. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ΄επέκτ.) σελίδα με γραπτό ή τυπωμένο, ενίοτε επίσημο κείμενο: γραφείο πήχτρα στα ~ιά (βλ. χαρτομάνι, χαρτούρα). Μια στιγμή, να ρίξω μια ματιά στα ~ιά μου. Άπλωσε τα ~ιά του στο τραπέζι. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή ανακοινώνεται επίσημα κάτι: πλαστά ~ιά. Μετανάστες/πρόσφυγες χωρίς ~ιά (: άδεια παραμονής, βίζα). Έλεγχος ~ιών (από αστυνομικό· βλ. ταυτότητα, δίπλωμα οδήγησης). Πήρε ~ από γιατρό (= βεβαίωση). Του ήρθε το ~, για να παρουσιαστεί στον στρατό. Πήρε επιτέλους το ~ (= απολυτήριο, πτυχίο). Κατέθεσε όλα τα απαραίτητα ~ιά για ανανέωση/έκδοση διαβατηρίου (= δικαιολογητικά, παράβολα, πιστοποιητικά). 4. {συνήθ. στον πληθ.} τραπουλόχαρτο: Έχω (πολύ) καλό ~ (: συνδυασμό φύλλων). Ανακάτεψε/μοίρασε τα ~ιά. Κόψε τα ~ιά (: χώρισε την τράπουλα σε δύο μέρη)! Άνοιξε τα ~ιά του (: τα έδειξε στους υπόλοιπους παίκτες για να κριθεί ο νικητής). 5. ΟΙΚΟΝ. {στον πληθ.} (προφ.) μετοχή: κρατικά ~ιά. ● Υποκ.: χαρτάκι (το): χαρτί μικρού μεγέθους: ~ με αριθμό προτεραιότητας στις τράπεζες. Έγραψε σ' ένα ~ τον αριθμό του τηλεφώνου της.|| Εξασφάλισαν το μαγικό/πολυπόθητο ~ (: εισιτήριο).|| Δεν έχω ~ια (= τσιγαρόχαρτα) για να στρίψω τσιγάρο.|| Θα παίξουμε ~ (= χαρτιά) την Πρωτοχρονιά; ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό χαρτί: ως χαρακτηρισμός για άτομο που δεν κρύβει τίποτα: Είναι ~ ~· δεν πρόκειται να σε κοροϊδέψει/σου πει ψέματα., αντικολλητικό χαρτί: που έχει αντικολλητικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται συνήθ. στη μαγειρική: Ψήνω τις πατάτες σε ~ ~. Βλ. αλουμινόχαρτο, λαδόκολλα., ηλεκτρονικό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός από ειδικού τύπου λεπτό και διαφανές υλικό, στην οποία μπορεί να προβληθεί εικόνα υψηλής ευκρίνειας με κείμενο ή/και φωτογραφίες: έγχρωμο ~ ~. ΣΥΝ. ηλεκτρονικό μελάνι [< αγγλ. electronic/e- paper] , θερμικό/θερμογραφικό/θερμοευαίσθητο χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. ειδικά επεξεργασμένο χαρτί, ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες, το οποίο χρησιμοποιείται σε θερμικούς εκτυπωτές: ~ ~ φαξ. ~ ~ για ταμειακές μηχανές. [< αγγλ. thermal/thermographic paper, γαλλ. papier thermosensible] , χαρτί κουζίνας & ρολό κουζίνας: απορροφητικό χαρτί σε μεγάλο ρολό, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθ. στην κουζίνα ως μέσο καθαρισμού., χαρτί υγείας/τουαλέτας: λεπτό χαρτί σε μικρό ρολό, για την προσωπική υγιεινή στο μπάνιο: απορροφητικό/αρωματικό/μαλακό ~ ~. Πβ. κωλόχαρτο. [< αγγλ. toilet paper, γαλλ. papier hygiénique, papier-toilette] , χημικό χαρτί: το οποίο παράγεται μέσω χημικής επεξεργασίας ασβεστίου και θειικής ρίζας για την παραγωγή ινών κυτταρίνης. [< αγγλ. chemical paper, γαλλ. papier chimique] , ψηφιακό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός για τη δημιουργία χειρογράφων με χρήση ψηφιακού στιλό. [< αγγλ. digital paper] , άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, βαρύ/γερό/δυνατό/μεγάλο χαρτί βλ. βαρύς, διαπραγματευτικό χαρτί βλ. διαπραγματευτικός, διαφανές χαρτί βλ. διαφανής, σημαδεμένη τράπουλα/σημαδεμένα χαρτιά βλ. σημαδεμένος, χαρτί κρεπ βλ. κρεπ ● ΦΡ.: ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου (μτφ.): κάνω γνωστές τις σκέψεις και τις προθέσεις μου ή τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου: Άνοιξε ~ ~ του αποκαλύπτοντας τα μελλοντικά του σχέδια. Άνοιξαν ~ ~ τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων., βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι: είμαι έτοιμος να γράψω, να σημειώσω, να υπολογίσω κάτι: Πάρε ~ ~ και κάνε το τεστ., κάνω τα χαρτιά μου: υποβάλλω τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία: ~ ~ για άδεια παραμονής και εργασίας/το δημόσιο/διορισμό/ειδικότητα/πρόσληψη στο ...., κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου (μτφ.): δεν αποκαλύπτω τις προθέσεις μου., με ανοιχτά χαρτιά (μτφ.): με ειλικρίνεια και χωρίς υπεκφυγές: διάλογος ~ ~. Διαπραγματεύομαι/μιλάω ~ ~., μοιράζω την τράπουλα/τα χαρτιά 1. (μτφ.) ασκώ έλεγχο, κάνω διανομή ρόλων χάρη στην εξουσία που διαθέτω. Πβ. ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά. 2. (σε χαρτοπαίγνιο) δίνω στους παίκτες τα τραπουλόχαρτα που τους αναλογούν., όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη: ως παρηγορητικός αστεϊσμός προς κάποιον που χάνει σε τυχερό παιχνίδι, συνήθ. χαρτοπαίγνιο., παίζει το τελευταίο του χαρτί: χρησιμοποιεί την τελευταία του ευκαιρία, το ατού που έχει, για να υπερισχύσει έναντι του αντιπάλου του, μετά από προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες: Η ομάδα ~ ~ της χαρτί, διεκδικώντας την πρόκριση. Έπαιξε ~ ~ και έχασε. [< γαλλ. jouer sa dernière carte] , παίζω το χαρτί του ... 1. & παίζω τα χαρτιά μου: χρησιμοποιώ στοιχείο ή μέσο που θα με βοηθήσει να ικανοποιήσω τις επιδιώξεις μου: ~ει ~ του λαϊκισμού/πατριωτισμού.|| Αν ~ξει τα χαρτιά του σωστά, θα τα καταφέρει. 2. λειτουργώ προς όφελος των συμφερόντων κάποιου: Εδώ και χρόνια ~ει ~ των ισχυρών. ΣΥΝ. παίζω το παιχνίδι του, στα χαρτιά 1. για κάτι που παραμένει ανεφάρμοστο, ενώ έχει ανακοινωθεί ότι θα πραγματοποιηθεί: Το έργο έμεινε ~ ~ (= στον αέρα, στα λόγια, στα σχέδια). ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 2. σε θεωρητικό επίπεδο, στη θεωρία: μέτρα ιδανικά ~ ~, αλλά ανεφάρμοστα στην πράξη.|| (ΑΘΛ.) Ντέρμπι ~ ~ (: όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους δεν έχει την προσδοκώμενη απόδοση και ηττάται με μεγάλη διαφορά). Φαβορί ~ ~. ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 3. ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που προκύπτει μετά από απόφαση αρμόδιου οργάνου ομοσπονδίας ή αθλητικού δικαστηρίου και όχι στον αγωνιστικό χώρο: Ήττα/νίκη/πρόκριση ~ ~. Πήρε τον αγώνα/τους βαθμούς ~ ~. Πβ. άνευ αγώνα/αγώνος. [< 2: αγγλ. on paper] , ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά βλ. ανακατεύω, καμένο χαρτί βλ. καίω, τραβώ χαρτί βλ. τραβώ, τυλίγω (κάποιον) σε μια κόλλα χαρτί βλ. τυλίγω, χαρτί βίβλου βλ. βίβλος, χαρτί και καλαμάρι βλ. καλαμάρι [< μεσν. χαρτί(ν) 4: ιταλ. carte]

χορός

χορός χο-ρός ουσ. (αρσ.) 1. ρυθμικές κινήσεις ή/και βήματα που εκτελούνται από ένα ή περισσότερα άτομα σε ζεύγη ή ομάδα, με τη συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού, ως τρόπος ψυχαγωγίας ή εξωτερίκευσης συναισθημάτων: ασταμάτητος/αυτοσχέδιος/γρήγορος/ζωηρός ~. Αισθησιακός/προκλητικός ~. Αίθουσα/βραδιά/διαγωνισμός/πίστα ~ού. Εντυπωσίασε με τον ~ό της. Γλέντι/ξεφάντωμα με ~ούς και τραγούδια. Ρίξαμε κάτι ~ούς (: χορέψαμε πολύ)!|| Ανδρικός/γυναικείος/κυκλικός/λεβέντικος/μικτός/μοναχικός ~. Δημοτικοί/λαϊκοί/νησιώτικοι/παραδοσιακοί/τοπικοί ~οί. Βλ. ζεϊμπέκικο, συρτάκι, χασάπικο, χασαποσέρβικο.|| Ανατολίτικος/τσιγγάνικος ~. Ευρωπαϊκοί/φολκλορικοί ~οί. Βλ. βαλς, λάτιν, μάμπο, πόλκα1, ρέγκε, ρούμπα, σάλσα, τάνγκο, τσα τσα (τσα), φλαμένγκο.|| (μτφ.) Ο ~ των κυμάτων/μελισσών. 2. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (ειδικότ.) ως τέχνη, καλλιτεχνική δραστηριότητα: έντεχνος ~. Κλασικός ~ (= μπαλέτο). Καθηγητής/κριτικός/μαθήματα/ομάδα/σχολή (πβ. χοροδιδασκαλείο) ~ού. Παπούτσια/φορμάκι ~ού. 3. χοροεσπερίδα: αποκριάτικος ~. Αποχαιρετιστήριος ~ των τελειοφοίτων του ... ~ μεταμφιεσμένων (= μπαλ μασκέ). Φόρεμα για ~ό. Ο ετήσιος ~ του συλλόγου ... 4. (μτφ.) σύνολο ομοειδών πραγμάτων ή συμβάντων που διαδέχονται το ένα το άλλο με μεγάλη συχνότητα: Συνεχίζεται ο ~ των αντιδράσεων/αποκαλύψεων/γκολ/μεταγραφών/σκανδάλων/στοιχημάτων.|| Άνοιξαν τον ~ό των μεταλλίων. 5. σύνολο χορευτών ή κατ' επέκτ. προσώπων που ψάλλουν· ομάδα μεταφυσικών όντων ή ιερών μορφών: ο πρώτος του ~ού.|| (ΑΡΧ.) Ο ~ του αρχαίου δράματος (βλ. ημιχόριο). Η πάροδος του ~ού. Ο κορυφαίος/τα μέλη του ~ού. Βλ. όρχηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αριστερός/δεξιός ~. Ο ~ των ψαλτών. Πβ. χορωδία. Βλ. χοροστάσιο.|| ~ αγγέλων/Αγίων/μαρτύρων (= χορεία). ● ΣΥΜΠΛ.: μοντέρνος χορός & (προφ.) μοντέρνο: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. μορφή χορού με συγκεκριμένο σύστημα και τεχνική, που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από πρωτοπόρους χορευτές και χορογράφους, ως αντίδραση στους αυστηρούς περιορισμούς του κλασικού μπαλέτου. [< αγγλ. modern dance, 1912] , αντικριστός (χορός) βλ. αντικριστός, ο χορός του Ησαΐα/το Ησαΐα χόρευε βλ. Ησαΐας, πυρρίχιος χορός βλ. πυρρίχιος, σύγχρονος χορός βλ. σύγχρονος, χορός της κοιλιάς βλ. κοιλιά ● ΦΡ.: ανοίγω τον χορό 1. αρχίζω πρώτος να χορεύω, συνήθ. όπως το ορίζει το έθιμο, ώστε να ξεκινήσουν και οι άλλοι: Η νύφη ~ξε ~ στο γλέντι. 2. (μτφ.) κάνω την αρχή σε κάτι το οποίο θα επαναληφθεί (αμέσως μετά) από άλλους με μεγάλη συχνότητα: ~ξαν ~ των κινητοποιήσεων.|| Ανοίγει ο χορός των απεργιών (: αρχίζουν οι απεργίες). [< γαλλ. ouvrir le bal] , αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε/όποιος μπαίνει στον χορό, χορεύει!: από τη στιγμή που έχουμε εμπλακεί σε μια κατάσταση συνήθ. αρνητική, θα πρέπει να την υποστούμε και να αποδεχθούμε τις πιθανές συνέπειες., εν χορώ (λόγ.): όλοι μαζί, ταυτόχρονα: Απάντησαν/μιλούσαν/συμφώνησαν/τραγούδησαν/φώναξαν ~ ~. Πβ. ομόφωνα, με μια φωνή.|| (Για κάτι που λέγεται από πολλούς μαζί:) Διαμαρτυρίες/συνθήματα ~ ~., μπαίνω στον χορό 1. αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους σε κυκλικό χορό. 2. (μτφ.) εισέρχομαι και εγώ σε μια κατάσταση: Η εταιρεία μπήκε ~ των εξαγορών/προσφορών/συγχωνεύσεων. ΣΥΝ. βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει & έξω από τον χορό πολλά τραγούδια λέγονται (παροιμ.): είναι εύκολο να κρίνει και να επικρίνει κάποιος μια κατάσταση ή μια υπόθεση, όταν αγνοεί τις δυσκολίες της., στήνω (τον) χορό: ξεκινώ να χορεύω συνήθ. κυκλικό χορό: ~σαν ~ με δημοτικά στην πλατεία.|| (μτφ., για κάτι που κάνει την εμφάνισή του με ένταση ή μεγάλη συχνότητα) Οι αναμνήσεις ~ουν ~. Τα μικρόβια/ποντίκια έχουν στησει τρελό ~., χορός στον πάγο: κατηγορία καλλιτεχνικού πατινάζ, η οποία δίνει έμφαση στις ελεύθερες χορευτικές φιγούρες. [< αγγλ. ice dancing] , (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, ο χορός του Ζαλόγγου βλ. Ζάλογγο, σέρνω τον χορό βλ. σέρνω [< αρχ. χορός]

χρόνος

χρόνος χρό-νος ουσ. (αρσ.) {χρόν-οι κ. ουδ. -ια} 1. ΦΥΣ. διάσταση η οποία εκφράζει ακολουθία γεγονότων που εκδηλώνονται στις διαστάσεις του χώρου: συντονισμένος παγκόσμιος ~ (: βάσει της ώρας Γκρίνουιτς). ~ ζώνης (: ο ~ κάθε χώρας, ο οποίος διαφέρει συνήθ. από τον παγκόσμιο κατά μία ή περισσότερες ώρες). Επίγειος ~ (: βάσει της κίνησης των σωμάτων του ηλιακού συστήματος).|| (ΦΥΣ.) Η διαστολή/έννοια/σχετικότητα του ~ου. Ανάλυση/μέτρηση του ~ου. Μεταβολή συναρτήσει του ~ου. Βλ. χωρόχρονος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ατομικός ~ (: με βάση το δευτερόλεπτο). 2. (γενικότ.) αλληλουχία γεγονότων: τα ίχνη/η ροή/τα σημάδια του ~ου. Με την πάροδο/το πέρασμα του ~ου ... (μτφ.) Ο ~ δεν γυρνά πίσω/είναι ο καλύτερος γιατρός (: απαλύνει τον πόνο)/κυλά/σταμάτησε τη στιγμή που .../τρέχει (: περνάει γρήγορα)/φεύγει. Ο ~ θα δείξει αν ... Ομορφιά ανεξίτηλη στον ~ο. Βλ. παρόν, παρελθόν, μέλλον. 3. διάστημα αόριστο ή σαφώς προσδιορισμένο, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ δύο συμβάντων ή διατίθεται, για να γίνει κάτι: Πέρασε πολύς ~ από τότε που ...|| Ανεκμετάλλευτος/χαμένος ~. Εξοικονόμηση/στενότητα ~ου. Οργάνωση του ~ου. Ο ~ δεν μας παίρνει/φτάνει. Μας πιέζει ο ~. Δεν υπάρχει ~ για χάσιμο. Χάθηκε πολύτιμος ~. Ελλείψει ~ου και χρήματος δεν θα έρθουμε. Εξαντλώ τον ~ο (: τα χρονικά περιθώρια). Έχω άφθονο ~ο στη διάθεσή μου. Δώσε μου λίγο ~ο. Πώς περνάς τον ~ο σου; Εκμεταλλεύομαι σωστά/σπαταλώ τον ~ο μου. Δεν θα μου πάρει πολύ ~ο να ... (μτφ.) Μάχη με τον ~ο.|| (σε εξέταση:) Πόσο ~ο έχουμε (ακόμα); Τέλος ~ου. Πβ. καιρός, ώρα. 4. διάρκεια ενέργειας: (μέσος/συνολικός) ~ αναμονής/εξυπηρέτησης/επεξεργασίας/ζωής/φοίτησης. Συμβατικός ~ μίσθωσης. Δωρεάν ~ πρόσβασης στο ίντερνετ. Σύμβαση αορίστου ~ου. Αύξηση του εβδομαδιαίου εργάσιμου ~ου. Ανανέωση/κάρτες προπληρωμένου ~ου ομιλίας. 5. συγκεκριμένο χρονικό σημείο εκδήλωσης ή εκτέλεσης ενέργειας: ο ~ άφιξης/εκκίνησης υπολογιστή/λήξης. Οι ακριβείς ~οι των δρομολογίων. Τήρηση των συμφωνημένων ~ων παράδοσης. Πβ. ημερομηνία, ώρα.|| Ανακοίνωση του τόπου και του ~ου διεξαγωγής του συνεδρίου. Καθυστερήσεις στους ~ους πληρωμής.|| Ποιον ~ο ιδρύθηκε το ... Πβ. χρονιά.|| Έφτασε/ήρθε ο ~ για ... Πβ. στιγμή. 6. έτος: ο ~ έκδοσης του βιβλίου (: η χρονολογία). Η μεγαλύτερη μέρα/οι εποχές/οι μήνες του ~ου. Αλλαγή του ~ου. Μια φορά τον ~ο ... Όλο τον ~ο ... Πλασματικοί ~οι ασφάλισης. Εορτασμός των ... ~ων από ... Διάρκεια/περίοδος/συμβόλαιο/φυλάκιση ... ~ων. Πέρασε ένας ολόκληρος ~ από ... Είναι ο δεύτερος ~ μου στη δουλειά. Έβδομος ~ λειτουργίας της σχολής. Πού θ' αλλάξετε ~ο (: θα κάνετε Πρωτοχρονιά);|| (στην αρχή του έτους) Εύχομαι ο καινούργιος/νέος ~ να φέρει υγεία! Έθιμα για το καλό του ~ου. Πβ. χρονιά. 7. ΓΡΑΜΜ. γραμματική κατηγορία του ρήματος που δηλώνει τη χρονική βαθμίδα (παρελθόν, παρόν, μέλλον) και το ποιόν ενεργείας (συνοπτικό, εξακολουθητικό, συντελεσμένο): ενεστωτικός/παροντικός ~. Στιγμιαίοι ~οι.|| (ως προς τον σχηματισμό τους:) Απλοί/περιφραστικοί ~οι.|| Οι αρχικοί ~οι του ρήματος. 8. ΑΘΛ. η ταχύτητα με την οποία ένας αθλητής καλύπτει δεδομένη απόσταση· επίδοση: αργός/γρήγορος/μέτριος ~. Δεν έπιασε/πέτυχε (καθόλου) καλό ~ο. Έκανε τον καλύτερο/ταχύτερο ~ο. Βελτιώνω τους ~ους μου. 9. ΜΟΥΣ. μονάδα μέτρησης μουσικών έργων, η οποία αντιστοιχεί σε έναν χτύπο· (στη βυζαντινή μουσική) διάρκεια φθόγγου: ρυθμικός ~. Ένδειξη ~ου (στην αρχή της σύνθεσης).|| (μέτρο:) Κομμάτι σε ~ο 2/4. Κρατώ τον ~ο.|| (τέμπο:) Σε αργό/γρήγορο ~ο.|| Απλός/ελάχιστος/σύνθετος ~. 10. διδακτικό έτος: στον τρίτο ~ο της φοίτησής του. Οι σπουδές διαρκούν ... ~ια.χρόνια (τα) 1. διάστημα συγκεκριμένων ετών: τα πρώτα/τελευταία ~ της ζωής του ... Τα περασμένα/προηγούμενα ~. Δύο ~ εγγύηση/κάθειρξη. Πέντε ~ παρουσίας/προσφοράς. Σύνταξη στα ... ~. Μέσα σε λίγα ~. Για τα επόμενα ~. Συμπληρώθηκαν ... ~ από ... Πώς περνούν τα ~; Πόσα ~ έχεις να τον δεις;|| (ηλικία:) Τα ~ βαραίνουν στις πλάτες του (: είναι ηλικιωμένος). Αχ και να 'χα τα ~ σου (: τα νιάτα σου)! 2. περίοδος ετών, στη ζωή κάποιου ή στην ανθρώπινη ιστορία: δύσκολα/χαρούμενα ~. Τα νεανικά/μαθητικά ~. Τα ~ της ωριμότητας (= η εποχή). Στα ~ μου, ... (: όταν ήμουν νέος).|| Τα παλιά τα ~ ... Πβ. καιρός., χρόνοι (οι): περίοδος ετών: κρίσιμοι ~. Ευρήματα των αλεξανδρινών/(ελληνο)ρωμαϊκών ~ων. Πβ. εποχή, καιρός., χρόνων & (προφ.) χρονών: για δήλωση ηλικίας· ετών: παιδί δέκα ~. Είναι πάνω από ... ~. Πόσων ~ είσαι; Έγινε ... ~.|| Αμάξι/σπίτι ... ~. ● Υποκ.: χρονάκια (τα), χρονάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: άγουρα χρόνια: η παιδική και κυρ. η εφηβική περίοδος της ζωής., αίσθηση του χρόνου: αντίληψη του χρόνου: ανεπτυγμένη ~ ~. Δεν έχει καμία ~ ~. Βλ. αίσθηση του χώρου., ελεύθερος χρόνος: οι ώρες της ημέρας που δεν προορίζονται για εργασία ή ύπνο: ασχολίες/διαχείριση του/δραστηριότητες/έλλειψη ~ου ~ου. Η βιομηχανία του ~ου ~ου. Αυξάνεται/μειώνεται ο ~ ~. Αξιοποιώ δημιουργικά/αφιερώνω/διαθέτω τον ~ο ~ο μου στα βιβλία/στη γυμναστική. Εγκαταστάσεις ~ου ~ου και αθλητισμού. Τι κάνεις στον ~ο ~ο σου; Δεν έχει καθόλου ~ο ~ο. Βλ. ανάπαυση, διασκέδαση, ψυχαγωγία., πραγματικός χρόνος 1. ΠΛΗΡΟΦ. πραγματική διάρκεια επεξεργασίας δεδομένων: ~ ~ εγκατάστασης/λήψης (αρχείου). Κινούμενη εικόνα σε ~ό ~ο.|| (τώρα, ζωντανά, άμεσα:) Ενημέρωση/επικοινωνία/τηλεδιάσκεψη ~ού ~ου/που γίνεται σε ~ό ~ο (μέσω δορυφόρου). Θέσεις πλοίων/κίνηση στους δρόμους σε ~ό ~ο. 2. αληθινή διάρκεια: ο ~ ~ της συνομιλίας. Ο ελάχιστος/μέσος ~ ~ απασχόλησης/ασφάλισης/εργασίας/προϋπηρεσίας. Οι ~οί ~οι ολοκλήρωσης του έργου. [< 1: αγγλ. real time, 1953] , ακολουθία των χρόνων βλ. ακολουθία, ανενεργός χρόνος βλ. ανενεργός, άνεση χρόνου βλ. άνεση, αρκτικοί χρόνοι βλ. αρκτικός2, αστρικός χρόνος βλ. αστρικός, γεωμετρική εποχή/περίοδος βλ. γεωμετρικός, ηλιακός χρόνος βλ. ηλιακός, ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια βλ. ηρωικός, ιστορικοί χρόνοι βλ. ιστορικός, μελλοντικοί χρόνοι βλ. μελλοντικός, Μέσοι Χρόνοι βλ. μέσος, μηχανή του χρόνου βλ. μηχανή, μολυβένια χρόνια βλ. μολυβένιος, πανδαμάτωρ χρόνος βλ. πανδαμάτωρ, πέτρινα χρόνια βλ. πέτρινος, πίστωση χρόνου βλ. πίστωση, σκοτεινοί χρόνοι βλ. σκοτεινός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, το πλήρωμα του χρόνου βλ. πλήρωμα, χρόνος υποδιπλασιασμού βλ. υποδιπλασιασμός ● ΦΡ.: (είναι) χρόνια μπροστά (προφ.): είναι προχωρημένος, αναπτυγμένος: ~ ~ στην τεχνολογία. Ο άνθρωπος είναι ~ ~ (= μπροστάρης, πρωτοπόρος)., εκτός χρόνου: έξω από τα χρονικά όρια: (ΑΘΛ.) βολή ~ ~. Βγήκε ~ ~., εντός χρόνου: μέσα στο καθορισμένο χρονικό περιθώριο: Τερμάτισε ~ ~. Είμαστε ~ ~. Τα πάντα έγιναν ~ ~ και προγραμματισμού/προϋπολογισμού., η πατίνα του χρόνου: τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος σε διάφορα αντικείμενα ή πρόσωπα· κατ΄επέκτ. το πέρασμα του χρόνου. [< γαλλ. la patine du temps] , θέμα/ζήτημα χρόνου: για κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε: Η επιχείρηση παραπαίει και είναι/θεωρείται ~ ~ να βάλει λουκέτο., και του χρόνου! (ευχετ.): (μακάρι να εορτασθεί ξανά ή συνεχιστεί κάτι ευχάριστο) και την επόμενη χρονιά: Άντε, ~ ~ να 'μαστε καλά, να ξαναβρεθούμε! ~ ~ με υγεία! Χρόνια πολλά! ~ ~!, με τα χρόνια: με την πάροδο του χρόνου. Πβ. με την ηλικία., ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του (προφ.): για άνθρωπο κάποιας ηλικίας που δείχνει νέος., ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας (προφ.): ο καιρός που περνά λειτουργεί προς όφελός μας ή εναντίον μας: Όσο καθυστερούν, ~ δουλεύει υπέρ μας., όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) (παροιμ.): σε μια μόνο στιγμή μπορούν να συμβούν τα πιο απροσδόκητα και συνήθ. δυσάρεστα πράγματα., παίρνει/τρώει χρόνο: (συνήθ. προς δήλωση δυσαρέσκειας) διαρκεί πολύ χρόνο μέχρι να υλοποιηθεί, είναι χρονοβόρο: Η διαδικασία μας έφαγε/πήρε πολύ ~. Δεν θα φάω τον πολύτιμο ~ σου., παίρνουν (κάποιον) τα χρόνια (προφ.): γερνά: Δεν μας έχουν πάρει (και) ~ (ακόμα). Νέοι είμαστε., πάνω στον χρόνο (προφ.) 1. λίγο πριν από τη συμπλήρωση ενός έτους ή αμέσως μετά από αυτή: Το μηχάνημα χάλασε ~ ~. 2. λίγο πριν από το τέλος του διαθέσιμου χρόνου ή τη στιγμή της λήξης του: Παρέδωσε το γραπτό του ~ ~., πίεση χρόνου: περιορισμένα χρονικά περιθώρια: Έχουμε/υπάρχει ασφυκτική ~ ~. Εργαζόμαστε κάτω από/με/υπό μεγάλη ~ ~. ΑΝΤ. άνεση χρόνου, σε χρόνο ρεκόρ/μηδέν/ντε τε/εξπρές: πάρα πολύ γρήγορα, αμέσως: Ετοιμάστηκε/ήρθε ~ ~. Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν ~ ρεκόρ. Ο κρατικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε ~ ~. ΣΥΝ. πατ κιουτ, στο άψε σβήσε, στο πι και φι, στον χρόνο: στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια των χρονικών περιόδων που προηγήθηκαν, στην πάροδο των ετών: αναδρομή/ταξίδι ~ ~. Τοπίο αναλλοίωτο ~ ~.|| Σχέση που αντέχει ~ ~., συν τω χρόνω (λόγ.): με το πέρασμα του καιρού: μειωμένη κίνηση ~ ~. Το κτίριο ~ ~ υπέστη φθορές. Τα προβλήματα αυξάνονται ~ ~. ΣΥΝ. προϊόντος του χρόνου, τα έχει τα χρονάκια του! (προφ.): δεν είναι τόσο νέος ή καινούργιος όσο δείχνει: Μη νομίζεις, ~ της!|| Ο υπολογιστής σου ~ ~., του χρόνου: την επόμενη χρονιά: Το ανέβαλαν/κανόνισαν για ~ ~. Βλ. φέτος, πέρυσι., χρόνια πολλά!: ευχή σε εορτάζοντα ή επ΄ευκαιρία επετείου ή θρησκευτικής εορτής· να ζήσεις πολλά χρόνια: ~ ~ και καλά! ~ ~ με υγεία και χαρά! ~ ~ και καλή χρονιά! ~ ~, να σε χαιρόμαστε! ~ ~ σε όσους γιορτάζουν! Βλ. εις πολλά έτη/έτη πολλά, να ζήσεις!, να τα εκατοστίσεις, να τα χιλιάσεις!, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει: προς δήλωση συνήθ. αρνητικής κατάστασης, η οποία μένει αναλλοίωτη με την πάροδο του χρόνου: ~ ~, πάντα η ίδια ιστορία. Βλ. μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει., χρόνου φείδου (αρχ. γνωμ.): να εκμεταλλεύεσαι σωστά τον χρόνο σου, να μην τον σπαταλάς άσκοπα., (μέσα) σε εύλογο χρόνο βλ. εύλογος, αγοράζω χρόνο βλ. αγοράζω, από αρχαιοτάτων χρόνων βλ. αρχαίος, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, κάθε χρόνο τέτοια μέρα βλ. μέρα, και του χρόνου διπλός/διπλή! βλ. διπλός, κακό χρόνο να 'χεις! βλ. κακός, κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο βλ. κερδίζω, κερδίζω χρόνο βλ. κερδίζω, μας άφησε χρόνους βλ. αφήνω, με βάθος χρόνου βλ. βάθος, ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά βλ. έρως, ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται βλ. κλέφτης, ο χρόνος είναι χρήμα βλ. χρήμα, πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» βλ. γάμος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος, προϊόντος του χρόνου βλ. προϊών, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις χρόνο και σαπούνι βλ. γουρούνι, σαράντα χρόνια φούρναρης βλ. φούρναρης, σε ανύποπτο χρόνο βλ. ανύποπτος, σε βάθος χρόνου βλ. βάθος, σε εύθετο χρόνο βλ. εύθετος, τα βάθη του χρόνου/των αιώνων βλ. βάθος, τον κυνηγάει ο χρόνος βλ. κυνηγώ, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χάσιμο χρόνου βλ. χάσιμο, χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις! βλ. χίλιοι, χρόνια στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1-5,8: αρχ. χρόνος, γαλλ. temps 7,9: μτγν. χρόνος]

χρυσώνω

χρυσώνω χρυ-σώ-νω ρ. (μτβ.) {χρύσω-σα, χρυσώ-σει, -θηκε, -θεί, χρυσών-οντας, χρυσω-μένος} 1. (μτφ.) καταβάλλω μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάποιον, για εξυπηρέτηση προσωπικού μου συμφέροντος: Τον ~σαν/~θηκε, για να αποδεχτεί την πρότασή τους. Πβ. χρυσοπληρώνω. 2. επιχρυσώνω: ~μένο: τέμπλο (ναού). 3. (μτφ.) ωραιοποιώ: Προσπαθεί να ~σει την κατάσταση. 4. (παλαιότ.-λαϊκό) δίνω σε κάποιον χρυσό νόμισμα ή κόσμημα ως δώρο, γούρι ή ανταμοιβή: ~σαν τη νύφη. Πβ. ασημώνω.χρυσώθηκε (προφ.) 1. (για αθλητή) πήρε χρυσό μετάλλιο. 2. (για σιντί ή τραγουδιστή) έγινε χρυσό(ς)., χρυσώνει (μτφ.): προσδίδει (σε κάτι) χρυσαφένια λάμψη: Ο ήλιος ~ (= χρυσίζει) με τις ακτίνες του τη θάλασσα. ~μένα: στάχυα/φύλλα. ● ΦΡ.: χρυσώνω το χάπι: προσπαθώ να απαλύνω ή να εξωραΐσω αρνητική κατάσταση· κατ΄επέκτ. καλοπιάνω: Πάει να μου ~σει ~, για να μη στενοχωριέμαι. Κούφια λόγια προκειμένου να ~θεί ~. Υποσχέσεις που δεν είναι παρά ~μένο χάπι. Πβ. κάνω τα πικρά γλυκά. Βλ. χαϊδεύω τ' αυτιά κάποιου. [< γαλλ. dorer la pilule] [< 2: αρχ. χρυσῶ]

ψύλλος

ψύλλος ψύλ-λος ουσ. (αρσ.): κοινή ονομασία άπτερων εντόμων τα οποία ζουν παρασιτικά στα ζώα και τους ανθρώπους και τρέφονται με το αίμα τους. ● ΦΡ.: για ψύλλου πήδημα (προφ.): για ασήμαντη αφορμή, με το παραμικρό: Εκνευρίζεται ~ ~., καλιγώνει/πεταλώνει τον ψύλλο (μτφ.-προφ.): για άτομο πανέξυπνο και πολύ πονηρό. , μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά (μτφ.-προφ.): έχω υποψίες για κάτι/με έκανε να υποψιαστώ: Μου μπήκαν ~ ότι πλαστογράφησε τα δικαιολογητικά. Το τηλεφώνημά του μου έβαλε ~., ούτε ψύλλος στον κόρφο του (προφ.): δεν θα ήθελα με τίποτα να είμαι στη δυσχερή θέση του, να μου συμβεί ό,τι συμβαίνει σε αυτόν., (γυρεύει/ψάχνει/ζητά) ψύλλους (/ψύλλο)/βελόνα (/βελόνες) στ' άχυρα βλ. άχυρο [< αρχ. ψύλλος]

ψυχή

ψυχή ψυ-χή ουσ. (θηλ.) 1. η άυλη, πνευματική ουσία του ανθρώπου, που θεωρείται ότι είναι αθάνατη· γενικότ. η άυλη και άφθαρτη ουσία κάθε όντος: ειρήνη της ~ής. Η ~ δίνει ζωή στο σώμα.|| Κάθαρση/λύτρωση/σωτηρία της ~ής. (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο σωτήρας των ~ών (: ο Θεός). Προσεύχομαι για την ~ κάποιου. Δέηση για την ~ του ... Παρέδωσε την ~ του στον Κύριο (= πέθανε· βλ. πνεύμα). (ως ευχή για πεθαμένο:) Ο Θεός να/ας αναπαύσει την ~ του.|| (σε όρκο:) Στην ~ της μάνας/του πατέρα μου!|| (ΦΙΛΟΣ.) Καθολική/παγκόσμια ~ (πβ. ψυχή του κόσμου).|| (ΜΥΘ.) Η Ψυχή και ο Έρωτας.|| Η ~ των ζώων. 2. (ειδικότ.) η ηθική και συναισθηματική φύση του ανθρώπου, σε αντίθεση με τη βιολογική και διανοητική του υπόσταση: αβυσσαλέα/αγγελική/αγνή/αδάμαστη/αδούλωτη/ελεύθερη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/μαύρη/παιδική/περήφανη (βλ. φρόνημα)/σκληρή/σκοτεινή ~. Οι αρετές/η γαλήνη/η δύναμη/η ηρεμία/η καλλιέργεια/η κατάσταση/το μεγαλείο/ο πόνος/η υγεία της ~ής. Το τραγούδι άγγιξε την ~ μου (: με συγκίνησε βαθύτατα). Έχει καλή/κακή ~ (= καρδιά· πβ. καλό-/κακό-ψυχος). Η αμαρτία βαραίνει την ~ (βλ. συνείδηση). Κάποιος/κάτι γεμίζει την ~ μας με θλίψη/χαρά. Πόνεσε η ~ μου που την είδα να κλαίει (: στενοχωρήθηκα πολύ). Το ευχαριστήθηκε/χάρηκε η ~ μου! Το αληθινό ταλέντο βγαίνει/πηγάζει από την ~. Με τα μάτια της ~ής.|| H λαϊκή ~. 3. άνθρωπος, ζωή· ειδικότ. εμψυχωτής: αδικοχαμένες/μοναχικές/νεανικές/πληγωμένες ~ές. Πόλη δύο εκατομμυρίων ~ών (= κατοίκων). Χάθηκαν τόσες αθώες ~ές! Τι να κάνει άραγε αυτή η ~;|| Δεν υπήρχε ~ τριγύρω. Σε αυτό το μέρος τον χειμώνα δεν πατάει ~.|| (μτφ.) Είναι η ~ του αγώνα. Το εμπορικό κέντρο είναι η ~ της πόλης. 4. {χωρ. πληθ.} παλικαριά, θάρρος: το μεγαλείο της ελληνικής ~ής. Δείξαμε ~ και νικήσαμε. Θέλει ~ (= κότσια) ν' αψηφάς τον κίνδυνο. Είναι ομάδα με ~. Είχαν ~ και πάλεψαν μέχρι τέλους εναντίον των κατακτητών (: ήταν ψυχωμένοι, ανδρείοι· βλ. δειλός, άνανδρος). Πβ. αγωνιστικ-, μαχητικ-ότητα, σθένος. 5. ΤΕΧΝΟΛ. το κεντρικό ή βασικό τμήμα αντικειμένου ή κατασκευής, συνήθ. δοκού, σιδηροτροχιάς: αγωγοί/συρματόσχοινα με χαλύβδινη ~. ● Υποκ.: ψυχάκι (το) (οικ.): πρόσωπο αγαπημένο, κοντινό ή για το οποίο τρέφουμε αισθήματα συμπάθειας, εκτίμησης., ψυχούλα (η): καλοσυνάτος άνθρωπος, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και ανιδιοτέλεια. ● ΣΥΜΠΛ.: ψυχή του κόσμου & κοσμική ψυχή: ΦΙΛΟΣ. (κατά τους πρώτους φιλοσόφους) η ζωοποιός δύναμη του κόσμου., αδελφή ψυχή βλ. αδελφός, η αθανασία της ψυχής βλ. αθανασία, η ψυχή της παρέας βλ. παρέα, κατάθεση ψυχής βλ. κατάθεση ● ΦΡ.: βάζω την ψυχή μου (σε κάτι) (προφ.): δημιουργώ, κάνω κάτι με όλες μου τις δυνάμεις, με όρεξη και διάθεση: ~ει ~ σ' αυτό που κάνει., βγαίνει η ψυχή (κάποιου) (προφ.): πεθαίνει: Κόντεψε να βγει ~ του., για την ψυχή της μάνας μου (συνήθ. ειρων.): για να τονιστεί ότι κάτι γίνεται αφιλοκερδώς και ανυστερόβουλα: Το κάνουν για το κέρδος, δεν στήνουν ολόκληρες επιχειρήσεις ~ ~ τους. Πβ. δωρεάν, τζάμπα. ΑΝΤ. με το αζημίωτο., δίνω (και) την ψυχή μου (για κάποιον/κάτι): κάνω τα πάντα., δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι αρέσει πολύ σε κάποιον: Δώσ' του γλυκά/κουτσομπολιό ~ ~!, ένα σώμα, μια ψυχή: για να δηλωθεί απόλυτη ενότητα, σύμπνοια: Είμαστε/έχουμε γίνει ~ ~!, και οι ... έχουν ψυχή (προφ.-χιουμορ.): ακόμα και όσοι υποτιμούνται έχουν συναισθήματα και δικαιώματα., με όλη μου την ψυχή/την καρδιά (προφ.): με κάθε ειλικρίνεια, ολόψυχα: Σ' ευχαριστώ ~ ~! Σου εύχομαι/σε παρακαλώ ~ ~ να ... Θέλω κάτι ~ ~. Τον αγαπούσα ~ ~. ΣΥΝ. από καρδιάς, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με την ψυχή μου (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλαυση, ευχαρίστηση σε πολύ μεγάλο βαθμό: Γλέντησα/χόρεψα ~ ~. Πανηγύρισε ~ ~ του., μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει! (προφ.): (για κάτι δυσάρεστο) ό,τι πρόκειται να συμβεί, ας συμβεί μια ώρα νωρίτερα., πιάνεται/πιάστηκε η ψυχή μου (προφ.): στενοχωριέμαι, υποφέρω, αγωνιώ: Πιάνεται ~ ~ που σε βλέπω να κουράζεσαι. ~στηκε ~ όταν είδα ..., ταξίδι ψυχής 1. που έχει ως στόχο την ικανοποίηση ψυχικών αναγκών: ~ ~ στις ρίζες του (= στον τόπο καταγωγής του). 2. (μτφ.) εσωτερική αναζήτηση, ταξίδι με τον νου σε διαφορετικούς τόπους ή καταστάσεις: Η Τέχνη αποτελεί ~ ~., τι ψυχή έχει (κάτι); (οικ.): δεν έχει καμιά αξία ή σημασία: Δεν ήπια και πολύ, ~ ~ ένα ποτηράκι;, τι ψυχή θα παραδώσεις;: (σε κάποιον που διαπράττει κάτι κακό ή και χιουμορ.) δεν φοβάσαι την ώρα της Κρίσεως;, τρέμει η ψυχή μου (μτφ.-προφ.): ανησυχώ πολύ, φοβάμαι υπερβολικά: ~ ~ μην πάθει κανένα κακό. ΣΥΝ. βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου, ψυχή ζώσα (λόγ.-εμφατ.): κανένας: Δεν κυκλοφορεί/δεν υπάρχει ~ ~., ψυχή τε και σώματι (λόγ.) & ψυχή και σώμα: ολόψυχα, ολοκληρωτικά: Του αφοσιώθηκε ~ ~. Αγωνίστηκε/συμμετέχει ~ ~. Τάχθηκε ~ ~ υπέρ του ..., ψυχή/ψυχούλα μου!: ως προσφώνηση με την οποία εκφράζεται αγάπη, τρυφερότητα, οικειότητα: ~ ~, μου λείπεις! ΣΥΝ. καρδιά/καρδούλα μου, άβυσσος η ψυχή (του ανθρώπου)! βλ. άβυσσος, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων βλ. αλλόφυλος, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εν βρασμώ ψυχής βλ. βρασμός, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! βλ. θεός, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με πόνο ψυχής βλ. πόνος, με την ψυχή στο στόμα βλ. στόμα, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, μου 'φυγε η ψυχή βλ. φεύγω, ο Θεός και η ψυχή του! βλ. θεός, παρέδωσε το πνεύμα βλ. πνεύμα, παρηγοριά στον άρρωστο (μέχρι/ώσπου να βγει η ψυχή του) βλ. παρηγοριά, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά/ύστερα το χούι βλ. χούι, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, τον/την έχει βαρεθεί η ψυχή μου βλ. βαριέμαι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ ● βλ. ψυχάρα [< αρχ. ψυχή, 5 γερμ. Seele]

ώρα

ώρα [ὥρα] ώ-ρα ουσ. (θηλ.) {ώρας | ώρες, ωρών} 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης του χρόνου που ισούται με εξήντα λεπτά και με το ένα εικοστό τέταρτο της μέρας, καθώς και το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε αυτή· κατ' επέκτ. χρονική περίοδος που χρειάζεται ή διατίθεται για κάτι ή κατά την οποία γίνεται κάτι: ηλιακή/μισή (βλ. μισάωρο) ~. Ένα τέταρτο της ώρας. Μια ~ απόσταση/δρόμος. Μιάμιση ~ με το αεροπλάνο/το αυτοκίνητο/τα πόδια. Ταχύτητα που ξεπερνά τα ογδόντα χιλιόμετρα την ~. Πληρώνεται/χρεώνει με την ~. Βγάζει/κερδίζει/παίρνει πολλά χρήματα την ~. Διορία εβδομήντα δύο ωρών. Πολλές ώρες αργότερα/μετά/νωρίτερα. Θα έρθω σε μία ~. Το ταξίδι είχε διάρκεια τρεις ώρες. Έμεινα στο νησί είκοσι τέσσερις ώρες (= μια μέρα). Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο (= συνεχώς). Εργάζεται οκτώ ώρες την ημέρα (βλ. οκτάωρο). Επιπλέον ~ εργασίας (βλ. υπερωρία). Οι ώρες περνούσαν αργά. Ώρες ακρόασης (καθηγητών). Εν/σε ~ δράσης.|| ~ διδασκαλίας ή διδακτική ~ (: που διαρκεί περ. σαράντα πέντε λεπτά). Περίμενα αρκετή ~. Μπορείτε να μείνετε όση ~ θέλετε. Παρατηρούσα αρκετή ~ τα παιδιά. Περνάει τις ώρες (: τον χρόνο) της μελετώντας. Δεν έχω πολλή ~ στη διάθεσή μου. Δραματικές/κρίσιμες ώρες για την οικονομία της χώρας. Βλ. ανθρωπο~, εργατο~. 2. ορισμένη χρονική στιγμή ή τμήμα της ημέρας ή της νύχτας· ειδικότ. η στιγμή κατά την οποία συμβαίνει ένα γεγονός, που είναι αφιερωμένη σε κάτι ή ενδεδειγμένη για αυτό: ακριβής/προγραμματισμένη ~. Οι κενές/νεκρές ώρες του μεσημεριού (βλ. ώρα/ώρες αιχμής). Τι ~ είναι; Η ~ είναι πέντε και δέκα (ακριβώς). Οκτώ η ~ το πρωί (βλ. προ μεσημβρίας). Εννιά η ~ το βράδυ (αλλιώς: είκοσι μία, βλ. μετά μεσημβρία(ν)). Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά από τις εννιά ως τις τρεις η ~. Ρολόι που δείχνει τη σωστή ~. Είπε/κοίταξε/ρύθμισε/ρώτησε την ~. Παρά την προχωρημένη ~, το μαγαζί ήταν ανοικτό. Είναι περασμένη ~ και η υπηρεσία έχει κλείσει. Το δρομολόγιο εκτελείται απογευματινές/βραδινές/μεσημεριανές/νυχτερινές ώρες. Το γλέντι κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. ~ γέννησης/έναρξης/λήξης/προσέλευσης.|| Η ~ του απολογισμού/των αποφάσεων/της κλήρωσης/της συνάντησης. ~ για διάλειμμα/διασκέδαση/μελέτη/παιχνίδι/ύπνο/φαΐ. ~ ευθύνης για την κυβέρνηση. Άλλαξε η ~ του ημιτελικού. Μου τηλεφώνησε σε ακατάλληλη ~. Είναι η ~ του αγώνα/του λαού. || Όλα έγιναν/θα γίνουν στην ώρα τους. 3. (ειδικότ.) σύστημα υπολογισμού του χρόνου με βάση τον τόπο ή την εποχή: παγκόσμια/τοπική ~. Διαφορά ώρας της Ελλάδας με άλλες χώρες. Αλλαγή της ώρας τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο (βλ. θερινή ~, χειμερινή ~). Οι δείκτες των ρολογιών θα μετακινηθούν μια ~ μπροστά/πίσω. 4. ΕΚΚΛΗΣ. {στον πληθ.} τέσσερις σύντομες ημερήσιες ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Διαβάζονται/ψάλλονται οι μεγάλες ή βασιλικές Ώρες (των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων και της Μ. Παρασκευής). ● Υποκ.: ωρίτσα (η): στις σημ. 1,2: Το πολύ σε μισή ~ θα είμαι εκεί. ● ΣΥΜΠΛ.: επίσημη ώρα 1. που ορίζεται σε κάθε χώρα από τον νόμο ανάλογα με ένα σταθερό σημείο αναφοράς (τον μεσημβρινό του Γκρίνουιτς): ~ ~ Ελλάδας. 2. που καθορίζεται από το πρόγραμμα: ~ ~ άφιξης., η Ώρα της Γης: παγκόσμια εκδήλωση που διεξάγεται ετησίως το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου, κατά το οποίο τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις καλούνται να σβήσουν τα φώτα και τις ηλεκτρικές συσκευές τους ως ένδειξη ευαισθητοποίησης και διαμαρτυρίας για την κλιματική αλλαγή. [< αγγλ. Earth Hour, 2007] , βάρβαρη ώρα βλ. βάρβαρος, ζώνη ώρας βλ. ζώνη, η ημέρα/η ώρα της κρίσεως/της κρίσης βλ. κρίση, η ώρα του παιδιού βλ. παιδί, η ώρα του πρωθυπουργού βλ. πρωθυπουργός, θερινή ώρα βλ. θερινός, μικρές ώρες βλ. μικρός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, χειμερινή ώρα βλ. χειμερινός, χρυσή ώρα βλ. χρυσός, ώρα Γκρίνουιτς βλ. Γκρίνουιτς, ώρα/ώρες αιχμής βλ. αιχμή, ώρες γραφείου βλ. γραφείο, ώρες/ωράριο λειτουργίας βλ. λειτουργία ● ΦΡ.: (ε)πάνω στην ώρα (προφ.): έγκαιρα, την πιο ενδεδειγμένη στιγμή: ~ ~ έφτασε., από την ώρα που: από τη στιγμή που, αφού, εφόσον: ~ ~ ενημερώθηκε, κινητοποιήθηκε άμεσα., από ώρα σε ώρα (προφ.) 1. σύντομα: Περιμένει, ~ ~, την απάντησή του. Αναμένεται ~ ~ να γεννήσει. Θα φύγω ~ ~. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, όπου να 'ναι (1) 2. με την πάροδο του χρόνου: Οι τιμές αλλάζουν ~ ~. ΣΥΝ. ώρα με την ώρα, βρήκες την ώρα να ... (προφ.-εμφατ.): δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει κάτι: ~ ~ μου κάνεις αστεία! Άσε με ήσυχο, ώρα που τη βρήκες να γκρινιάξεις!, για την ώρα: μέχρι στιγμής, προσωρινά: ~ ~ δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε αλλαγές. ΣΥΝ. επί του παρόντος/προς το παρόν, προς στιγμή(ν), δύσκολες ώρες: για να τονιστεί η κρισιμότητα μιας κατάστασης: Περνάει ~ ~. Ήταν πάντα μαζί στις ~ ~., είναι με τις ώρες του (προφ.): (για πρόσ.) χωρίς σταθερή διάθεση και συμπεριφορά ή (για πράγμα) χωρίς σταθερή λειτουργία: ~ ~, πότε σου μιλάει και πότε όχι., είναι ώρα να/για: είναι κατάλληλη η περίσταση, ευνοϊκή η στιγμή: ~ ~ να αναλάβουμε πρωτοβουλίες. Δεν ~ ~ για κριτική., έχεις/έχετε ώρα; (προφ.): τι ώρα είναι;, η κακιά (η) ώρα (προφ.): ατυχής συγκυρία που οδηγεί σε κάτι δυσάρεστο: Δεν φταις εσύ, ήταν ~ ~., η μεγάλη ώρα: πολύ σημαντική στιγμή: ~ ~ πλησιάζει! Οι ~ες ώρες της ανθρωπότητας/ιστορίας., η ώρα η καλή! (προφ.): ως ευχή σε πρόσωπο που πρόκειται να παντρευτεί., ήρθε/σήμανε η ώρα & (λόγ.) ήγγικεν η ώρα (μτφ.): έφτασε η κατάλληλη, η σημαντική στιγμή (για κάτι): ~ ~ των διαρθρωτικών αλλαγών. ~ ~ για την έναρξη εθνικού διαλόγου.|| Όταν έρθει η ~, θα μιλήσω.|| Οι δείκτες του ρολογιού σήμαναν την ώρα της επιστροφής., θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες (προφ.): χρειάζεται χρόνος, για να γίνει κάτι: Θέλει (πολλή) ώρα, για να συνέλθει από το σοκ. Παίρνει (πολλές) ώρες να προσαρμοστείς. Τρώει ~ να φτιάξεις αυτό το γλυκό., κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του & καθετί/όλα τα πράγματα στην ώρα του(ς) (προφ.): για όλα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος. ΣΥΝ. κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο), καλή του ώρα & ώρα του καλή: (ως ευχή για κάποιον που απουσιάζει τη στιγμή που γίνεται λόγος γι' αυτόν) να είναι καλά: ~ ~, όπου κι αν βρίσκεται!, καλή ώρα (προφ.): παρενθετικά, για να τονιστεί η ομοιότητα με κάποιον ή κάτι άλλο: Γνώρισα έναν νεαρό, ~ ~ σαν και σένα. Σκέφτονται τα ίδια, ~ ~ όπως κι εμείς., μαύρη η ώρα (προφ.): ως κατάρα ή ως έκφραση απελπισίας: ~ ~ που σε γνώρισα!, με την ώρα του (προφ.): τη στιγμή που πρέπει: το καθένα ~ ~!, με τις ώρες/επί ώρες/ώρες ολόκληρες/για ώρες (εμφατ.): περισσότερο από τον αναμενόμενο χρόνο, παρατεταμένα: Κάθεται με τις ώρες στον ήλιο. Περίμεναν υπομονετικά επί ώρες. Περνούσε ώρες ολόκληρες στη βιβλιοθήκη. Έμενε για ώρες στο γυμναστήριο., μέχρι την ώρα που: ως τη στιγμή που: Από την ώρα που πήγα, ~ ~ έφυγα, δεν τον είδα καθόλου., όλες τις ώρες: κάθε στιγμή της ημέρας, συνεχώς: ρούχα για ~ ~. Ενιαία χρέωση ~ ~. ~ ~ της μέρας και της νύχτας., όλη την ώρα: συνεχώς, διαρκώς: Είμαστε μαζί/μαλώνουμε ~ ~. Δεν γίνεται ν' ασχολούμαστε ~ ~ μαζί του. ΣΥΝ. κάθε ώρα και στιγμή, στην ώρα μου: στην προκαθορισμένη χρονική στιγμή: Έφτασα/ήρθα ~ ~. Ξύπνησα νωρίς, για να 'μαι ~ ~. Να είσαι έτοιμη ~ σου. Είναι πάντα ~ του., την τελευταία/ύστατη ώρα & την ενδεκάτη ώρα: λίγο πριν εξαντληθούν τα περιθώρια, οι προθεσμίες: Σώθηκε ~ ~. Προβλήματα θα υπάρχουν μέχρι την τελευταία ~. Έστω και την ύστατη ~ αποφεύχθηκε ο κίνδυνος. Οι ειδήσεις/τα ψώνια της τελευταίας ώρας. Πβ. την τελευταία στιγμή., της κακιάς ώρας (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι δεν έχει ποιότητα: Το μαγαζί ήταν ~ ~. Πβ. ελεεινός και τρισάθλιος. ΣΥΝ. της συμφοράς, της ώρας: (για τρόφιμα) φρέσκος ή (για φαγητό, κυρ. κρέας) που ψήνεται λίγο πριν φαγωθεί: ψάρια ~ ~.|| Πιάτα ~ ~. Μαγειρευτά και ~ ~., τρώω την ώρα (προφ.) 1. χαραμίζω τον καιρό μου άσκοπα: Τρώει την ~ του, χαζεύοντας. ΣΥΝ. σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου 2. (σε κάποιον) τον καθυστερώ: Μου ~ει ώρα με πράγματα ασήμαντα. Με τη συζήτηση μου ~ει ώρα από το διάβασμα., ώρα καλή σου & ώρα σου καλή (λαϊκό-λογοτ.): ως ευχή ή χαιρετισμός: ~ ~ γέροντα!, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου (προφ.): ευχή για καλό ταξίδι ή γενικότ. καλοτυχία· (κυρ. ειρων.) σε περιπτώσεις χωρισμού., ώρα με την ώρα (προφ.): με το πέρασμα του χρόνου: Η κατάσταση επιδεινώνεται ~ ~. Βλ. από στιγμή σε στιγμή. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (2), ώρα/ώρες είναι να ... (προφ.-εμφατ.): λέγεται όταν δεν θέλουμε να συμβεί κάτι: ~ ~ μας κατηγορήσεις κιόλας, επειδή ενδιαφερθήκαμε!, ώρες ώρες (προφ.): μερικές φορές, κάπου κάπου: ~ ~ είναι πολύ ενοχλητικός. Δεν σε καταλαβαίνω ~ ~. ΣΥΝ. πότε πότε, (έρχεται/φτάνει) η ώρα του λογαριασμού βλ. λογαριασμός, ανά πάσα στιγμή βλ. στιγμή, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, για να περάσει/περνάει η ώρα βλ. περνώ, δεν βλέπω την ώρα να ... βλ. βλέπω, δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας βλ. στιγμή, η δωδεκάτη (ώρα) βλ. δωδέκατος, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, κάθε ώρα και στιγμή βλ. στιγμή, κούφια η ώρα (που τ' ακούει) βλ. κούφιος, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μέχρι στιγμής βλ. στιγμή, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, μια(ν) ώρα αρχύτερα βλ. αρχύτερα, όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) βλ. χρόνος, πριν την ώρα/της ώρας του βλ. πριν, σε περίπτωση ανάγκης βλ. ανάγκη, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τέτοια ώρα/τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια βλ. τέτοιος, την ίδια στιγμή/ώρα βλ. στιγμή, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, ώρα μηδέν βλ. μηδέν, ώρες κοινής ησυχίας βλ. ησυχία [< αρχ. ὥρα, γαλλ. heure, αγγλ. time]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.