Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 502 εγγραφές  [0-20]


  • αβγοκόβω [ἀβγοκόβω] α-βγο-κό-βω ρ. (μτβ.) {αβγοκο-μμένος, συνήθ. στον ενεστ.} & αυγοκόβω: προσθέτω σε φαγητό αβγολέμονο: ~ τους ντολμάδες/τη μαγειρίτσα. ~μμένη σάλτσα/σούπα. ~μμένο φρικασέ.
  • αγάλλομαι [ἀγάλλομαι] α-γάλ-λο-μαι ρ. (αμτβ.) {μόνο στο ενεστ. θ.} (λογοτ.): αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: Χαίρομαι και ~. ~εται (και σκιρτά) η ψυχή. ~ονται οι πιστοί. Βλ. αγαλλιάζω.|| (κάλαντα Χριστουγέννων) Οι ουρανοί ~ονται, χαίρει η κτίσις/η φύσις όλη. [< αρχ. ἀγάλλομαι]
  • αγγέλλω [ἀγγέλλω] αγ-γέλ-λω ρ. (μτβ.) {αγγέλ-θηκε, συνηθέστ. στον ενεστ.} (επίσ.-σπάν.): αναγγέλλω. Βλ. εξ~, προ~. [< αρχ. ἀγγέλλω]
  • αγοροφέρνω [ἀγοροφέρνω] α-γο-ρο-φέρ-νω ρ. (αμτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ., συνήθ. στο γ' πρόσ.} (προφ.): (για κορίτσι) μοιάζω με αγόρι στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά. Βλ. -φέρνω.
  • άγουσα [ἄγουσα] ά-γου-σα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: πήρε την άγουσα & (σπάν.) έλαβε την άγουσα: τον έδιωξαν από κάπου, έφυγε: ~ ~ προς την έξοδο. Τον απέλυσαν και ~ ~.|| (κυρ. στο ποδόσφαιρο) ~ ~ για τα αποδυτήρια (για παίκτη που πήρε κόκκινη κάρτα). [< αρχ. ἄγουσα, θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. του ἄγω]
  • άγχομαι [ἄγχομαι] άγ-χο-μαι ρ. {μόνο στον ενεστ.} (επίσ.): νιώθω άγχος, ανησυχία, αγχώνομαι: Αγωνιά και ~εται για το αύριο. Μην ~εσαι!|| (μτβ.) ~ να αποδείξω/καταφέρω κάτι. [< μτγν. ἄγχομαι]
  • άγω [ἄγω] ά-γω ρ. (μτβ.) {συνήθ. μεσοπαθ. ενεστ.} (επίσ.): οδηγώ, κατευθύνω: (ΦΥΣ.) Διάλυμα/δίοδος που άγει ηλεκτρικό ρεύμα.|| (για δικαστικές αποφάσεις) Το Δικαστήριο άγεται στην κρίση/στο συμπέρασμα ότι ... Βλ. αν~, δι~, εισ~, εξ~, μετ~, παρ~, περι~, προ~, προσ~, συν~. ● ΦΡ.: άγεται και φέρεται: κατευθύνεται, εξαρτάται απόλυτα ή γίνεται έρμαιο, υποχείριο κάποιου: Πολύς κόσμος ~ ~ από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. [< αρχ. ἄγω]
  • αγωνιώ [ἀγωνιῶ] α-γω-νι-ώ ρ. (αμτβ.) {αγωνι-άς ..., -ώντας | μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.}: διακατέχομαι από αγωνία, έντονη ανησυχία ή ανυπομονησία για κάτι: ~ για την έκβαση των γεγονότων/για τη θέση μου στην εταιρεία/με τη σκέψη ότι θα είσαι μακριά/να μάθω νέα σου (= ανυπομονώ). Τηλεφώνησε μόλις φτάσεις, για να μην ~ (= ανησυχώ). Πβ. αδημονώ, κάθομαι (πάνω) σ' αναμμένα κάρβουνα, καρδιοχτυπώ. [< αρχ. ἀγωνιῶ]
  • αδημονώ [ἀδημονῶ] α-δη-μο-νώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αδημον-είς ...| μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (απαιτ. λεξιλόγ.): ανυπομονώ, λαχταρώ: ~εί για .../να .../πότε θα ...|| Η ώρα πέρναγε και άρχισε να ~εί (= να αγωνιά, να ανησυχεί). [< αρχ. ἀδημονῶ]
  • αδυνατώ [ἀδυνατῶ] α-δυ-να-τώ ρ. {αδυνατ-είς ... | μόνο ενεστ. κ. παρατ.} (επίσ.): δεν έχω τη δυνατότητα, δεν μπορώ να κάνω κάτι: ~ να καταλάβω τι έγινε/να το πιστέψω. ~ούσε (= δεν ήταν σε θέση) να εξυπηρετήσει τους πελάτες. ΑΝΤ. δύναμαι [< αρχ. ἀδυνατῶ]
  • άδω [ᾄδω] ά-δω ρ. {μόνο στον ενεστ.} (αρχαιοπρ.): τραγουδώ: (ειρων.) Λαϊκοί τραγουδιστές που ~ουν παράφωνα. ● ΦΡ.: (των οικιών υμών εμπιπραμένων) υμείς άδετε: (ειρων.) για όσους αδιαφορούν ή ασχολούνται με επουσιώδη ζητήματα, ενώ πρέπει να λύσουν σοβαρά προβλήματα. Πβ. εδώ ο κόσμος χάνεται/καίγεται, περί άλλα τυρβάζει. [< αρχ. ᾄδω]
  • αεροβατώ [ἀεροβατῶ] α-ε-ρο-βα-τώ ρ. (αμτβ.) {αεροβατ-είς ... | μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} 1. (μτφ.) ζω στον κόσμο μου, είμαι εκτός πραγματικότητας: Μην ~είς, δεν θ' αλλάξουν όλα από αύριο το πρωί! Πβ. αιθερο-, ονειρο-βατώ. 2. (σπάν.-κυριολ.) περπατώ στον αέρα: Σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας οι αστροναύτες ~ούν. [< 2: αρχ. ἀεροβατῶ]
  • αιθεροβατώ [αἰθεροβατῶ] αι-θε-ρο-βα-τώ ρ. (αμτβ.) {αιθεροβατείς ...· μόνο στο ενεστ. θ.} (λόγ.): αεροβατώ. ΣΥΝ. ονειροβατώ, ονειροπολώ (1), ουρανοβατώ [< μτγν. αἰθεροβατῶ]
  • αινώ [αἰνῶ] αι-νώ ρ. (μτβ.) {μόνο στον ενεστ.} (αρχαιοπρ.): ΕΚΚΛΗΣ. εξυμνώ, δοξολογώ: ~είτε τον Κύριον. [< αρχ. αἰνῶ]
  • αισχύνομαι [αἰσχύνομαι] αι-σχύ-νο-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κυρ. στον ενεστ.} (απαιτ. λεξιλόγ.) : ντρέπομαι: Δεν ~εται να λέει ψέματα; Θα έπρεπε να ~ονται για τις πράξεις τους. [< αρχ. αἰσχύνομαι]
  • αιτιώμαι [αἰτιῶμαι] αι-τι-ώ-μαι ρ. (μτβ.) {αιτι-άται, -ώμενος, μόνο στον ενεστ.} (επίσ.): θεωρώ, κατηγορώ κάποιον/κάτι ως υπεύθυνο για κάτι δυσάρεστο, μέμφομαι: Ο προσφεύγων ~άται ότι υπήρξε θύμα εκμετάλλευσης. Τα πλημμελή μέτρα ασφαλείας ~ώνται οι εμπειρογνώμονες για το ατύχημα. [< αρχ. αἰτιῶμαι]
  • ακινητώ [ἀκινητῶ] α-κι-νη-τώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ακινητ-εί· μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (σπάν.-λόγ.): βρίσκομαι ή θέτω κάποιον ή κάτι σε ακινησία: Τα μηχανήματα ~ούν (ΑΝΤ. κινούνται).|| (μτφ.) Ο χρόνος φαίνεται ν' ~εί. [< αρχ. ἀκινητῶ]
  • ακκίζομαι [ἀκκίζομαι] ακ-κί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {συνήθ. στο γ' πρόσ., μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. συμπεριφέρομαι με φιλαρέσκεια, καμαρώνω προκλητικά: ~εται στις κάμερες/στο σανίδι. ~εται κοιτώντας το πρόσωπό της στον καθρέφτη. ~ονται ως γνήσιοι τάχα εκφραστές της προόδου. ΣΥΝ. ναρκισσεύομαι 2. (συνήθ. για γυναίκα) κάνω καμώματα, νάζια συνήθ. ερωτικά: Της αρέσει να φλερτάρει και να ~εται. Πβ. χαϊδεύομαι. [< αρχ. ἀκκίζομαι]
  • ακομπανιάρω [ἀκομπανιάρω] α-κο-μπα-νιά-ρω ρ. (μτβ.) {συνήθ. στον ενεστ., σπάν. ακομπανιάρι-σε}: ΜΟΥΣ. συνοδεύω με όργανο μια μελωδία (σολίστα ή τραγουδιστή): Τους ~ει ακορντεόν/κιθάρα/λαγούτο. [< ιταλ. accompagnare]
  • ακροβατώ [ἀκροβατῶ] α-κρο-βα-τώ ρ. (αμτβ.) {ακροβατ-είς ..., -ώντας· μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} 1. (μτφ.) κάνω κάτι επικίνδυνο ή/και παράτολμο, προσπαθώντας παράλληλα να ισορροπήσω μεταξύ δύο αντίθετων καταστάσεων: ~εί ανάμεσα σε δύο σχέσεις/μεταξύ τρέλας και λογικής. ~ούσαν στην κόψη του ξυραφιού. Πβ. ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω. 2. εκτελώ ακροβατικές ασκήσεις, κάνω ακροβασίες: Ο σχοινοβάτης ~ούσε με προσεκτικές κινήσεις. [< μτγν. ἀκροβατῶ ‘περπατώ στις μύτες των ποδιών, επιδίδομαι σε αναρρίχηση’]

αγαλλιάζω

αγαλλιάζω [ἀγαλλιάζω] α-γαλ-λι-ά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγαλλία-σα} & αγαλλιώ, (εσφαλμ.) αγαλιάζω (λόγ.-λογοτ.): προκαλώ ή αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: ~ στην απαράμιλλη θέα. ~ει η καρδιά/ο νους/η ψυχή. ~σε με τα λόγια του. Ανθισμένα φυτά/τραγούδια που σε ευχαριστούν και σε ~ουν. ΣΥΝ. αναγαλλιάζω, ευφραίνομαι ● ΦΡ.: χαίρετε και αγαλλιάσθε βλ. χαίρω [< μεσν. αγαλλιάζω]

-φέρνω

-φέρνω β' συνθετικό ρημάτων που 1. δηλώνει ότι το υποκείμενο μοιάζει με ό,τι περιγράφει το α' συνθετικό: μεγαλο~/χαζο~. 2. εκφράζει τη σημασία του φέρνω: γυρο~/κατα~/ξανα~/πηγαινο~/πολυ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.