Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4101 εγγραφές  [0-20]


  • : επίθημα για τον σχηματισμό άκλιτων επιθέτων που δηλώνουν συγκεκριμένη ιδιότητα ή κατάσταση: κυριλ~/μπουκλ~/παντοφλ~/πετσετ~/τιγρ~.|| (αργκό) Κουρελ~.|| (σπανιότ. επίρρ.) Τζαμπ~.
  • -έστατος , η, ο: κατάληξη του απόλυτου υπερθετικού βαθμού των επιθέτων σε -ης και -ής: ακριβ~/εμφαν~/ευγεν~/προσφιλ~. Βλ. -ιστος, -ότατος, -ύτατος. ● επίρρ.: -έστατα
  • -έστερος , η, ο: κατάληξη του συγκριτικού και του σχετικού υπερθετικού (με πρόταξη του οριστικού άρθ.) των επιθέτων σε -ης και -ής: (ο) ακριβ~/αληθ~/διαρκ~/εμφαν~/επικρατ~/επιμελ~/ευγεν~/λαοφιλ~/συνηθ~. Βλ. -ότερος, -ύτερος. ● επίρρ.: -έστερα
  • -ιανός , ή, ό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει 1. προέλευση, καταγωγή: (παράγ. από κύριο όν.) Παρ~/Συρ~ (βλ. -ιος). Χολιγουντ~.|| Ελισαβετ~/καντ~. 2. χρόνο ή τόπο: (παράγ. από ουσ.) μεσημερ~. (σπανιότ. από επίρρ.) Αυρ~. Πβ. -ιάτικος.|| Παλατ~. Πβ. -ινός.
  • -ίδι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο. 2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα). 3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.
  • -ότατος , η, ο {(θηλ. λόγ.) -οτάτη}: επίθημα του απόλυτου υπερθετικού επιθέτων σε -ός και -ος: λαμπρ~/νε~ (πβ. -ώτατος). Βλ. -έστατος, -ιστος, -ύτατος.|| (συνήθ. στην κλητ., σε προσφών.) (ΕΚΚΛΗΣ.) Αιδεσιμ-ότατε/οσι~/σεβασμι~.|| Eκλαμπρ~/μεγαλει~. ● επίρρ.: -ότατα
  • -ότερος , η, ο {(θηλ. λόγ.) -οτέρα}: κατάληξη του συγκριτικού και του σχετικού υπερθετικού (με πρόταξη του οριστικού άρθ.) των επιθέτων σε -ός και -ος: (ο) μικρ-ότερος/νοστιμ~/παλαι~/συντομ~. Βλ. -έστερος, -ύτερος.|| Χειρ-ότερος (κακός)/περισσ~ (πολύς).|| (χωρ. θετικό βαθμό) Προτιμ-ότερος. ● επίρρ.: -ότερα
  • -ουλάκι : υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών ουδετέρου γένους: (ως επέκταση της κατάλ. -ούλι) χερ~.|| (επίρρ.) Λιγ~.
  • -ούλικος, -ούλικη & -ούλικια, -ούλικο : επίθημα για τον σχηματισμό υποκοριστικών επιθέτων: (οικ.-χαϊδευτ.) γλυκ~/μικρ~/ομορφ~. Πβ. -ούλης, -ούλα, -ούλικο.|| Aσχημ~ (: μάλλον, σχετικά άσχημος). Χοντρ~ (πβ. -ουλός). Πβ. -ούτσικος. ● επίρρ.: -ούλικα
  • -πλός , ή, ό & (σπάν.-λόγ.) -πλούς, ή, ούν: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποτελείται από συγκεκριμένο αριθμό μερών, γίνεται ή επαναλαμβάνεται συγκεκριμένες φορές: δι~/τρι~/δεκα~/εκατοντα~. Βλ. -διπλος, -πλάσιος. ● επίρρ.: -πλά
  • sic επίρρ. (πρόφ. σικ): (συνήθ. μέσα σε παρενθέσεις) έτσι· για να επισημανθεί ότι η λέξη ή η έκφραση που προηγείται είναι εσφαλμένη ή αδόκιμη και βρίσκεται έτσι ακριβώς στο πρωτότυπο. [< λατ. sic]
  • α καπέλα [ἀ καπέλα] επίρρ.: ΜΟΥΣ. χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων: Χορωδία ~. Τραγουδώ ~. Ερμηνεύω ~ το τραγούδι. [< ιταλ. a cappella]
  • α λα & αλά [ἀ λα] επίρρ. (λειτουργεί επιρρηματικά μαζί με τη λέξη που ακολουθεί) 1. για δήλωση ομοιότητας ή μίμησης, με τον τρόπο: μακαρονάδα ~ μπολονέζ. Ψάρι ~ σπετσιώτα. Συκώτι ~ μεξικάνα. Γάμος ~ ελληνικά. Στο εστιατόριο πληρώσαμε ~ γερμανικά (: ο καθένας το μερίδιό του, ξεχωριστά). 2. με: μανιτάρια ~ κρεμ. ● ΦΡ.: αλά καρτ & α λα καρτ & αλακάρτ 1. (για επιλογή) από καταλόγο: γεύμα/δείπνο ~ ~. Εστιατόρια ~ ~ και σε μπουφέ. Μενού πέντε πιάτων ή ~ ~. Βλ. ταμπλ-ντοτ. 2. ΠΟΛΙΤ. (κατ' επέκτ.) (τρόπος διαφοροποιημένης προσέγγισης για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) επιλογή συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό τομέα, με παράλληλη διατήρηση ενός ελάχιστου αριθμού κοινών στόχων: ενοποίηση/ένταξη/μοντέλο ~ ~.|| (γενικότ.) Θέλουν να εφαρμόσουν μια πολιτική ~ ~, να διαλέξουν μια θέση και να απορρίψουν μια άλλη. [< γαλλ. à la carte] , αλά μπρατσέτα & αλαμπρατσέτα & α λα μπρατσέτα: (για ζευγάρι που έχει πιαστεί) από το μπράτσο. ΣΥΝ. αγκαζέ (1) [< ιταλ. ιδιωμ. a la brazzeta] , αλά πολίτα & α λα πολίτα: τρόπος μαγειρέματος με σάλτσα από λάδι και λεμόνι: αγκινάρες ~ ~. [< πιθ. ιταλ. alla pulita] , στρίβω αλά γαλλικά: φεύγω απαρατήρητος, κρυφά: Μόλις είδε τα δύσκολα, έστριψε ~., αλά γκρέκα βλ. γκρέκα, αλά τούρκα & α λα τούρκα βλ. τούρκα [< 1: ιταλ. alla, γαλλ. à la, 2: γαλλ. à la ]
  • α λα γκαρσόν [ἀ λα γκαρσόν] α λα γκαρ-σόν επίρρ. & αλά γκαρσόν: αγορέ. [< γαλλ. à la garçon]
  • αβανταδόρικος , η, ο [ἀβανταδόρικος] α-βα-ντα-δό-ρι-κος επίθ. (προφ.) 1. που έχει ή παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα, που παρέχει πολλές δυνατότητες και κατ' επέκτ. δημιουργεί αίσθηση, εντύπωση, ενδιαφέρον: ~ος: ρόλος/τίτλος. ~η: εμφάνιση/ιδέα/σκηνοθεσία. ~ο: θέμα. ~ες: ατάκες. ~α: τραγούδια. ~ χώρος με ωραία θέα στη θάλασσα (πβ. προνομιακός). 2. που έχει υποστηρικτικό, βοηθητικό ρόλο, που λειτουργεί υπέρ κάποιου: ~η: κίνηση/τακτική. ~ες: ερωτήσεις. ● επίρρ.: αβανταδόρικα
  • αβάντι [ἀβάντι] α-βά-ντι επίρρ. (προφ.): εμπρός, ας αρχίσουμε, πάμε: Αν πάρουμε τη νίκη, μετά ~ για τον τελικό! ● ΦΡ.: αβάντι μαέστρο! & πάμε μαέστρο! (προφ.): προτροπή για να ξεκινήσει να παίζει η ορχήστρα ή κατ' επέκτ. για να αρχίσει κάτι. [< ιταλ. avanti maestro] [< ιταλ. avanti]
  • αβασάνιστος , η, ο [ἀβασάνιστος] α-βα-σά-νι-στος επίθ. 1. (μτφ.) που γίνεται χωρίς κόπο, προσοχή, κρίση, φροντίδα ή μελέτη: ~ος: λόγος (πβ. άκριτος)/προγραμματισμός/χαρακτηρισμός. ~η: αποδοχή/απόρριψη/γνώμη/επιλογή/κριτική/προσέγγιση (πβ. επι-δερμική, -φανειακή). ~ο: πόρισμα/συμπέρασμα. Βιαστική και ~η λύση. Προϊόν επιπόλαιης και ~ης σκέψης. Εύκολο και ~ο (: χωρίς κόπο) κέρδος. Πρόχειροι και ~οι ισχυρισμοί. ΣΥΝ. απαίδευτος (2) 2. (σπάν.) που δεν έχει υποστεί βασανιστήρια, βάσανα και γενικότ. ταλαιπωρίες. ΑΝΤ. βασανισμένος. ● επίρρ.: αβασάνιστα [< 1: αρχ. ἀβασάνιστος 2: μτγν.]
  • αβάσιμος , η, ο [ἀβάσιμος] α-βά-σι-μος επίθ. (λόγ.): που δεν στηρίζεται σε αντικειμενικώς εξακριβώσιμα στοιχεία: ~ος: ισχυρισμός/φόβος (ΣΥΝ. αστήρικτος, ανυπόστατος). ~η: αισιοδοξία/αξίωση/κατηγορία. ~ο: επιχείρημα/συμπέρασμα (ΣΥΝ. ατεκμηρίωτο, ΑΝΤ. τεκμηριωμένο). ~ες: υποψίες/φήμες. ~α: δημοσιεύματα. Νομικώς/παντελώς/πλήρως ~η άποψη. ΑΝΤ. βάσιμος ● Ουσ.: αβάσιμο (το): το να μην στηρίζεται κάτι σε πραγματικά γεγονότα: το ~ της απόφασης/των καταγγελιών. ΣΥΝ. αβασιμότητα ΑΝΤ. βάσιμο ● επίρρ.: αβάσιμα [< γερμ. unbegründet]
  • αβάσταχτος , η, ο [ἀβάσταχτος] α-βά-στα-χτος επίθ. & αβάστακτος & (λαϊκό) αβάσταγος 1. που δεν μπορεί κάποιος να τον σηκώσει ή κατ' επέκτ. να τον αντέξει, να τον υπομείνει: ~ο: βάρος/φορτίο (ΣΥΝ. ασήκωτο).|| (μτφ.) ~ος: αποχωρισμός/ο ζυγός της δουλείας/καημός/πόνος (= ανυπόφορος, αφόρητος, δυσβάσταχτος). ~η: αδικία/ακρίβεια/αλήθεια/δυστυχία/ζέστη/ζωή/θλίψη/καθημερινότητα/λύπη/μελαγχολία/μοναξιά. ~ο: μαρτύριο/τίμημα (= βαρύ). ~οι: φόροι (= επαχθείς). ~ες: υποχρεώσεις. ~α: προβλήματα/χρέη. Σε ~ο βαθμό. Είναι ~ο να είσαι μακριά μου. 2. (μτφ.) για κάτι που δεν μπορεί κανείς να το συγκρατήσει, να το ελέγξει: ~ος: έρωτας (πβ. παράφορος). ~η: οργή. ~ο: μίσος/πάθος. ~α: γέλια. Πβ. ασυγκράτητος. ● επίρρ.: αβάσταχτα & αβάστακτα [< μτγν. ἀβάστακτος]
  • αβέβαιος , η, ο [ἀβέβαιος] α-βέ-βαι-ος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. αβεβαία} ΑΝΤ. βέβαιος 1. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη βεβαιότητας, σιγουριάς, ασφάλειας: (για πρόσ.) ~η: γενιά. ~οι: εργαζόμενοι. Αισθάνεται/είναι/νιώθει ~. ~ για την επιλογή του. Κοντοστάθηκε φοβισμένος και ~ (: διστακτικός, αναποφάσιστος).|| ~η: θέση/σχέση. ~ο: κλίμα/παρόν. ~ες: πληροφορίες (πβ. ανεπιβεβαίωτες). Ο επικίνδυνος και ~ κόσμος μας. ~η και ασαφής γνώση. ΑΝΤ. αναμφίβολος, σίγουρος (2) 2. που δεν μπορεί να προσδιοριστεί, να προβλεφθεί με βεβαιότητα: ~ος: αγώνας/παράγοντας (πβ. απρόβλεπτος, αστάθμητος)/προορισμός/ρόλος. ~η: αναμέτρηση/επιτυχία/κατάσταση (πβ. ασταθής, επισφαλής, ρευστή)/νίκη. ~ο: αποτέλεσμα/γεγονός/τέλος. ~α: εισοδήματα (ΑΝΤ. σταθερά)/οφέλη/σχέδια. ~ ο αριθμός των τραυματιών. Λέξεις ~ης ετυμολογίας. Εξακολουθεί να είναι ~η η συμμετοχή του στον αγώνα (πβ. αμφίβολη). ~ο προδιαγράφεται το μέλλον (= ακαθόριστο, απροσδιόριστο). Ζητήματα ανοιχτά και ~α. ΑΝΤ. σίγουρος (2) ● Ουσ.: αβέβαιο (το) (λόγ.): το να μην μπορεί να προσδιοριστεί, να προβλεφθεί κάτι με βεβαιότητα: το ~ των εξελίξεων. Φοβάται το άγνωστο και το ~. ● επίρρ.: αβέβαια ● ΦΡ.: είναι/παραμένει αβέβαιο: δεν είναι σίγουρο, είναι αμφίβολο: ~ ~ αν θα επιστρέψει/ποιος είναι ο δράστης. Το τι θα προκύψει ~ ~. [< αρχ. ἀβέβαιος, γαλλ. incertain]

γκρέκα

γκρέκα: κυρ. στη ● ΦΡ.: αλά γκρέκα: κατά τον ελληνικό τρόπο: (ΜΑΓΕΙΡ.) λαζάνια/μελιτζάνες ~ ~. (ειρων.) Ντιμπέιτ ~ ~. Βλ. αλά τούρκα. [< ιταλ. alla greca]

-διπλος

-διπλος, η, ο (συνήθ. εμφατ.) : (με απόλ. αριθμητ.) β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει πόσες φορές το προσδιοριζόμενο είναι διπλωμένο ή μεγαλύτερο από κάτι άλλο: τρί~/τετρά~/πεντά~. Πβ. -πλάσιος.

-έστατος

-έστατος, η, ο: κατάληξη του απόλυτου υπερθετικού βαθμού των επιθέτων σε -ης και -ής: ακριβ~/εμφαν~/ευγεν~/προσφιλ~. Βλ. -ιστος, -ότατος, -ύτατος. ● επίρρ.: -έστατα

-έστερος

-έστερος, η, ο: κατάληξη του συγκριτικού και του σχετικού υπερθετικού (με πρόταξη του οριστικού άρθ.) των επιθέτων σε -ης και -ής: (ο) ακριβ~/αληθ~/διαρκ~/εμφαν~/επικρατ~/επιμελ~/ευγεν~/λαοφιλ~/συνηθ~. Βλ. -ότερος, -ύτερος. ● επίρρ.: -έστερα

-ίδιο

-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.

-ιστός

-ιστός, ή, ό βλ. -τός

-ότερος

-ότερος, η, ο {(θηλ. λόγ.) -οτέρα}: κατάληξη του συγκριτικού και του σχετικού υπερθετικού (με πρόταξη του οριστικού άρθ.) των επιθέτων σε -ός και -ος: (ο) μικρ-ότερος/νοστιμ~/παλαι~/συντομ~. Βλ. -έστερος, -ύτερος.|| Χειρ-ότερος (κακός)/περισσ~ (πολύς).|| (χωρ. θετικό βαθμό) Προτιμ-ότερος. ● επίρρ.: -ότερα

ταμπλ-ντοτ

ταμπλ-ντοτ ταμπλ-ντοτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ταμπλ-ντ' οτ: γεύμα ή δείπνο με ειδικό μενού και προκαθορισμένη τιμή που ισχύει σε εστιατόρια, συνήθ. τις ημέρες των εορτών: ρεβεγιόν με ~. Το μαγαζί έβαλε/έχει ~. Βλ. αλά καρτ. [< γαλλ. table d'hôte]

τούρκα

τούρκα τούρ-κα: μόνο στη ● ΦΡ.: αλά τούρκα & α λα τούρκα (προφ.): κατά τον τούρκικο τρόπο: διαπραγματεύσεις/σχέδιο ~ ~. Κάθισε ~ ~ (= οκλαδόν). [< ιταλ. alla turca, τουρκ. alaturka] [< ιταλ. turca]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.