Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 611 εγγραφές  [0-20]


  • -άλα : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται σε ενέργεια ή στο αποτέλεσμά της: (συνήθ. επιτατ.) τρεχ~. Πβ. -ιμο.|| Διχ~/κρεμ~/φουσκ~.
  • -άρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών 1. (κυρ. προφ.) με μεγεθυντική λειτουργία: σπιτ~ (πβ. -αρόνα)/στοματ~. Τακουν-άρες (= τακούνες).|| (επιτατ., ως έκφρ. θαυμασμού:) Γυναικ~ (βλ. αρσ. -αράς)/εργ~/Κατεριν~ (βλ. αρσ. -άρας, -αρος). Ματ-άρες. 2. (αφηρ.) με εμφατική σημασία, για ιδιότητα ή κατάσταση που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: βαρεμ~/σιχαμ~/τρομ~ (πβ. -αμάρα). Φαγωμ-άρα (πβ. φαγω-μός). ● βλ. -άρης, -άρα, -άρι, -άρης, -άρα, -άρικο
  • -αράς, -αρού {σπάν. ουδ. -αράδικο (λαϊκό) -αρούδικο} (επιτατ.): επίθημα για τον σχηματισμό μεγεθυντικών ουσιαστικών: κοιλ~/υπν~/ψευτ~.
  • -αρία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει: 1. (επιτατ.) σύνολο, κυρ. προσώπων, συνήθ. με αρνητικά χαρακτηριστικά και κατ' επέκτ. την αντίστοιχη ιδιότητα: (μειωτ.) αλητ~/κουρελ~/λετσ~/μπασκλασ~.|| (γενικότ. για κατάσταση ή αντικείμενα:) Kιτσ~ (πβ. -αριό)/παλιατσ~.|| (χωρ. αρνητ. σημ.) Πιτσιρικ~.|| (μειωτ.) Κοκετ~/σνομπ~. 2. κατάστημα που προσφέρει κυρ. ποτό ή φαγητό: μπιρ~/πιτσ~. Βλ. -ερία. 3. κατασκευή ή χώρο: τζαμ~/τραπεζ~.
  • -ας 1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~. 2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.
  • -βολώ & -βολάω: επίθημα ρημάτων που δηλώνει 1. (επιτατ.) σταθερό χαρακτηριστικό ή επαναλαμβανόμενη ενέργεια: μοσχο~/σπινθηρο~/φεγγο~/φωτο~.|| Γεννο~. 2. ρίψη, πέταγμα: αγκυρο~/πετρο~/πυρο~. Βλ. -βολία, -βόλος.
  • -δήποτε {άκλ.} (συνήθ. επιτατ.): επίθημα αντωνυμιών και επιρρημάτων με αοριστολογική σημασία ή/και γενικευτική αναφορά: οποιοσ~/οποτε~/οπου~/οπωσ~/οσοσ~/οτι~. Βλ. αναφορικές αντωνυμίες.
  • -ίδι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο. 2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα). 3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.
  • -ούρα2 (μεγεθ.-επιτατ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με αρνητική, μειωτική σημασία: (αγγλικά) αγγλικ~/(λαϊκός) λαϊκ~/(μηδενικό) μηδενικ~.
  • άγιος , α, ο [ἅγιος] ά-γι-ος επίθ. (κ. ά-γιος, ά-για, ά-γιο) {-ου (λόγ.) -ίου, -ας (λόγ.) -ίας} 1. που σχετίζεται με τον Θεό, το θείο ή και τη χριστιανική λατρεία: αγία: εικόνα/μετάληψη/Οικογένεια/πρόθεση/προσκομιδή. Άγιο: δισκοπότηρο/Ευαγγέλιο. Άγια: Θεοφάνια/λείψανα/Μυστήρια/πάθη. Το Άγιο και Μέγα Σάββατο. Το άγιο όνομα του Κυρίου. Ευχές για τις άγιες μέρες του Πάσχα/των Χριστουγέννων. ~ ο Θεός (βλ. παν~). 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. Α, συντομ. Άγ. κ. Αγ.) πρόσωπο που τιμά η Εκκλησία λόγω του ενάρετου βίου και των θαυματουργών συχνά ιδιοτήτων του και λατρεύεται από τους πιστούς: Ο ~ Γεώργιος/Νικόλαος. Η Αγία Αικατερίνη. Οι Άγιοι Απόστολοι. Των Αγίων Πάντων. Η Εκκλησία τον έκανε Άγιο (= τον αγιοποίησε). Πβ. Αϊ & Άι, αγιο-.|| (σε γεν. για να δηλωθεί η μέρα της γιορτής ενός Aγίου) Σήμερα είναι του Αγίου Δημητρίου.|| (ως ουσ.) Άγιος, Αγία (ο/η): πολιούχος/προστάτης/τοπικός ~. Στρατιωτικοί Άγιοι. Οι βίοι των Αγίων. Βλ. όσιος, μάρτυρας. 3. (συνεκδ.) για εκκλησία που είναι αφιερωμένη σε έναν Άγιο και κατ' επέκτ. για τη γύρω περιοχή: Θα συναντηθούμε μπροστά στον Άγιο Ανδρέα.|| Μένω στον Άγιο Σώστη. 4. χαρακτηρισμός ή προσφώνηση ανώτερων κληρικών, ιδ. μητροπολιτών: Tι να κάνω Άγιε ηγούμενε/πάτερ; Βλ. αγιότητα. 5. (μτφ.) ευσεβής, ενάρετος, ιερός: άγια/αγία: γυναίκα/μορφή. ~ άνθρωπος! Δεν είναι και κανένας ~ (: παραβιάζει ηθικές αρχές και κανόνες).|| Άγια/αγία: ζωή. Πβ. όσιος. ● Ουσ.: Άγια (τα): ΕΚΚΛΗΣ. τα Τίμια Δώρα, ο άρτος και ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας και συνεκδ. η χρονική στιγμή της περιφοράς τους: Προσκύνησε τα ~., άγιο (το): ΘΡΗΣΚ. οτιδήποτε ιερό και αγνό (σε αντιπαράθεση με το μιαρό και το βέβηλο) θεωρείται ότι αποτελεί την ουσία της ύπαρξης, το θείο: Λατρεία προς το όσιο, το ιερό, το ~. ● επίρρ.: άγια ● ΣΥΜΠΛ.: άγια χώματα 1. & αγιασμένα χώματα (μτφ.) για να δηλωθεί η ιερότητα του εδάφους, του μέρους, από το οποίο συνήθ. κατάγεται κάποιος: Πατώ/προσκυνώ/υπερασπίζομαι/φιλώ τα ~ ~ της πατρίδας. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. τα αρχικά Α, Χ) τα μέρη όπου έζησε ο Χριστός., τα Άγια των Αγίων 1. ΕΚΚΛΗΣ. το ιερό του ναού: Το τέμπλο χωρίζει τον κυρίως ναό από ~ ~. ΣΥΝ. Ιερό/Άγιο Βήμα 2. (μτφ., με α πεζό) τα ιερά και τα όσια, το σπουδαιότερο στοιχείο: ~ ~ του Γένους μας/του πολιτισμού. Πβ. πεμπτουσία., το Άγιο(ν) Όρος: αυτόνομη μοναστική πολιτεία στη χερσόνησο του Άθω που αποτελεί το κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού: Ιερά Κοινότης του ~ίου ~ους (: όργανο που ασκεί τη διοικητική εξουσία). Πολιτικός διοικητής του ~ίου ~ους., Αγία Tριάδα βλ. τριάδα, Αγία Γραφή βλ. γραφή, Άγια Νύχτα βλ. νύχτα, αγία ράβδος βλ. ράβδος, Αγία Τράπεζα βλ. τράπεζα, Αγία/Τιμία/Τίμια Ζώνη βλ. ζώνη, άγιες μέρες βλ. μέρα, Άγιο Μύρο βλ. μύρο, Άγιο Πνεύμα βλ. πνεύμα, Άγιο Φως βλ. φως, Άγιοι Τόποι βλ. τόπος, η Αγία Έδρα βλ. έδρα, η αγία πόλη βλ. πόλη, Θεία Κοινωνία βλ. κοινωνία, ιερά σκεύη βλ. σκεύος, Ιερό/Άγιο Βήμα βλ. βήμα, Πανάγιος/Άγιος Τάφος βλ. τάφος, Τίμια/Άγια δώρα βλ. τίμιος, τίμιο/άγιο ξύλο βλ. ξύλο ● ΦΡ.: είχα Άγιο: φάνηκα τυχερός, ιδ. σε περίπτωση ατυχήματος: Είχε ~ ο οδηγός που έπεσε σε χαράδρα και δεν έπαθε τίποτα., και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει: ακόμα και ο καλός χρειάζεται μερικές φορές πίεση ή και απειλή, για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του ή για να εξυπηρετήσει κάποιον., καλά και άγια (συνήθ. ακολουθεί εναντίωση): πολύ καλά, πολύ σωστά: ~ ~ έπραξες. ~ ~ μίλησες, όμως δεν βλέπω έργα., καλός, χρυσός και άγιος, αλλά ... & καλός, χρυσός, αλλά ...: για να μετριάσει κάποιος την επικριτική του άποψη για άτομα ή ενέργειες: ~ ~, αλλά μιλάει πολύ. ~ ~ ο διάλογος, αλλά από ουσία μηδέν!, κάνει/παριστάνει τον Άγιο/την Αγία: προσποιείται τον αγνό και άκακο: Μη μου ~εις ~, γιατί ξέρω τι κουμάσι είσαι., κι/και άγιος ο Θεός (επιτατ.): για να δηλωθεί ότι επαναλαμβάνεται κάτι συχνά: αραλίκι/διάβασμα/κουβέντα/κουτσομπολιό ~ ~., κολάζει και Άγιο (εμφατ.): για γυναίκα συνήθ. που είναι αρκετά προκλητική: Με το βλέμμα/κορμί/ντύσιμό της ~ ~., μα τον Άγιο: όρκος για επιβεβαίωση λόγων ή πράξεων: ~ ~ Δημήτριο/μα την Αγία Ελεούσα, αν δεν έρθεις, δεν ξέρω τι θα κάνω., τα άγια τοις κυσί [τά ἅγια τοῖς κυσί] (ΚΔ): σε περιπτώσεις που εμπιστεύεται κάποιος την προστασία και την τήρηση κανόνων δικαίου, αξιών και γενικότ. ιερών πραγμάτων σε ανάξια πρόσωπα., του Αγίου Ποτέ (προφ.): (συνήθ. ως έκφρ. αγανάκτησης) για κάτι που δεν πρόκειται να γίνει: Πότε θα έρθεις; ~ ~. ΣΥΝ. τον μήνα που δεν έχει Σάββατο, (είναι) της Αγίας Καθίστρας βλ. καθίστρα, δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό βλ. άγγελος, μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι βλ. τάζω, σαν τον Άγιο/Όσιο Ονούφριο βλ. Ονούφριος [< αρχ. ἅγιος, μτγν. ἅγιος]
  • αγωνισταράς [ἀγωνισταράς] α-γω-νι-στα-ράς ουσ. (αρσ.) (επιτατ.-ειρων.): (συνήθ. για κομματικό ή συνδικαλιστικό στέλεχος) πρόσωπο που προβάλλεται ως μεγάλος αγωνιστής: ~ της παράταξης. Το παίζει ~. Βλ. -αράς.
  • άδικος , η, ο [ἄδικος] ά-δι-κος επίθ. {-ου (λόγ.) -ίκου} 1. που παραβιάζει το νομικό δίκαιο ή το γενικό περί δικαίου αίσθημα: ~ος: άνθρωπος/κανονισμός/κόσμος/κριτής (ΑΝΤ. (ακριβο)δίκαιος, αμερόληπτος)/νόμος/χαρακτηρισμός. ~η: απόφαση/δίωξη/επίθεση/κατηγορία/κριτική/µεταχείριση (πβ. άνιση, ανισότιμη. ΑΝΤ. δίκαιη, ίση, ισότιμη)/ποινή/πράξη/τιμωρία. ~α: κέρδη (: που αποκτήθηκαν παράνομα)/μέτρα. Μη γίνεσαι ~! Γιατί είσαι ~η απέναντί/μαζί μου; Θα ήμουν ~, αν έλεγα ότι δεν με στήριξε (πβ. αχάριστος).|| (ως ουσ.) Η καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης αποθαρρύνει τους δικαίους και ενθαρρύνει τους αδίκους. 2. που δεν έχει αποτέλεσμα, ανώφελος: ~ος: αγώνας. ~η: προσπάθεια/ταλαιπωρία. ΣΥΝ. μάταιος (1) 3. για κάτι δυσάρεστο που συνέβη σε κάποιον χωρίς να του αξίζει: ~ος: θάνατος. ~η: ήττα (ομάδας)/μοίρα. ~ο: τέλος. ~α: έξοδα. Ο ξαφνικός και ~ χαμός της μας συγκλόνισε. ● επίρρ.: άδικα & (λόγ.) αδίκως 1. με τρόπο άδικο, αντίθετο προς το δίκαιο: ~ βασανίστηκε/καταδικάστηκε. Έφυγε/χάθηκε ~ (= πέθανε, ΣΥΝ. πήγε άδικα). 2. αδικαιολόγητα, μάταια, ανώφελα, άσκοπα: ~ στενοχωριέμαι/χάνω τον καιρό μου. Έχει δοθεί μεγάλη δημοσιότητα στο θέμα και όχι ~. Προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του, αλλά ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άδικος/μάταιος κόπος βλ. κόπος ● ΦΡ.: άδικα των αδίκων (επιτατ.): πολύ άδικα: ~ ~ θρηνήσαμε τόσα θύματα., ήρξατο χειρών αδίκων (αρχαιοπρ.): διέπραξε πρώτος μια άδικη, μεμπτή, αξιόποινη πράξη., πάει άδικα: για πρόσ. που παθαίνει κάτι χωρίς να του αξίζει ή γενικότ. για κάτι που δεν αξιοποιείται, πηγαίνει χαμένο: Κρίμα νέο παιδί να πάει έτσι ~ (: να πεθάνει)!|| Δεν πήγε ~ η θυσία/προσπάθειά τους., (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, γυρίζει σαν την άδικη κατάρα βλ. κατάρα, τελεί εν αδίκω βλ. τελώ, τζάμπα κι άδικα βλ. τζάμπα [< αρχ. ἄδικος]
  • ακούω [ἀκούω] α-κού-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ακού-ς, -ει, -με, -τε, -ν(ε), προστ. άκου, ακούτε, ακού(γ)οντας, παρατ. άκουγα | άκου-σα, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, (σπάν.) -όμενος, -σμένος} 1. αντιλαμβάνομαι ήχους με το αισθητήριο όργανο της ακοής: Δεν ~ει καλά από το δεξί αυτί. ~ει ό,τι τον συμφέρει. Ακούς τίποτα; Για άκου! Μόλις που ~γόταν. ~γομαι στο βάθος; Καλέ, τι κραυγή ήταν αυτή! Μέχρι εδώ ~στηκες! Βλ. βαρι~, κρυφ~, ξαν~, παρ~. 2. παρακολουθώ προσεκτικά κάποιον, κάτι: ~ την εκπομπή σας μέσω ίντερνετ/μουσική/ραδιόφωνο (πβ. ακροάζομαι). Σε ~. Τον έχω ~σει (ενν. τον καλλιτέχνη) ζωντανά σε συναυλία. 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Πρώτη φορά το ~! ~σες τα νέα; Δεν ~σες ότι/πως ... Κάπου το ~σα και μου έκανε εντύπωση. Από ποιον το ~σες; Το ~σα από επίσημα χείλη. Όταν τα ~σε, έσκασε στα γέλια. Δεν ~στηκες τελευταία και ανησυχήσαμε (: δεν εμφανίστηκες, δεν μάθαμε νέα σου). Τραγούδια λιγότερο ~σμένα. Βλ. πρωτ~. 4. κατανοώ αυτά που λέει κάποιος, πείθομαι, υπακούω: Ακούς (= καταλαβαίνεις) τι σου λέω; Τον ~σα και την πάτησα. Δεν ~σες τα παρακάλια μου/τη συμβουλή μου! Δεν ~ει κανένα. Μην ακούς τι σου λένε οι άλλοι. Πρέπει να ~τε τους γονείς σας (= να ακολουθείτε τις συμβουλές, τις υποδείξεις τους)! Βλ. πειθαρχώ.|| Άκου την καρδιά σου! Βλ. εισ~. ● Παθ.: ακούγεται: δημιουργεί (ορισμένη) εντύπωση: Αυτό που λες ~ απίστευτο/αστείο/γελοίο/πολύ ενδιαφέρον/παράδοξο (ΣΥΝ. ηχεί). ~ άσχημα/ωραία (: προκαλεί αρνητική/θετική αίσθηση)., ακούγομαι 1. βρίσκομαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αποκτώ φήμη: Το όνομά του ~εται πολύ τώρα τελευταία.|| (παλαιότ.-αρνητ. συνυποδ.) ~στηκε στη γειτονιά και δεν τολμάει να ξεμυτίσει. 2. {στο γ' πρόσ.} (απρόσ.) διαδίδεται, θρυλείται, συζητιέται, φημολογείται: ~εται ότι θα γίνουν αυξήσεις. 3. {συνήθ. στο γ' πρόσ.} εισακούομαι: Ο λόγος του ~εται (= μετράει, πιάνει). Δεν ~εται πια (η γνώμη/η πρότασή του). Αν το πεις εσύ, θα ~στείς. ● ΦΡ.: άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω!: για επίπληξη, πρόκληση ενδιαφέροντος ή εμφατ. στον λόγο: Άκου/κοίτα να σου πω, δεν θα μου πεις εσύ τι να κάνω! Λοιπόν, ~ ~ τι έγινε! ΣΥΝ. άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) (1), άκου (με) που σου λέω!: για επιβεβαίωση των λόγων κάποιου: Αυτοί κάτι μαγειρεύουν, ~ ~!, άκου λέει! 1. για δήλωση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης: ~ ~ να πάμε περπατώντας! ΣΥΝ. άκου πράγματα! 2. (εμφατ.) για ενθάρρυνση, προτροπή: Πώς δεν θέλω; ~ ~ (= θέλω και πολύ μάλιστα)!, άκου πράγματα! & (προφ.) άκου πράματα: για δυσάρεστη έκπληξη, αγανάκτηση, αποδοκιμασία: ~ ~! Τριγυρνούσαν ξημερώματα μεθυσμένοι! ~ ~ να παρακολουθούν τα τηλέφωνα του κόσμου! ΣΥΝ. άκου λέει! (1), άκουσον, άκουσον!, άκουσε τα εξ αμάξης/τον εξάψαλμο/της χρονιάς του/τα σκολιανά του/τον αναβαλλόμενο: τον επέπληξαν, τον κατσάδιασαν: Άργησε να πάει στη δουλειά κι ~ ~., άκουσον, άκουσον! (λόγ.): έκπληξη για κάτι αρνητικό, αγανάκτηση, διαμαρτυρία, αποδοκιμασία. ΣΥΝ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί, άκου πράγματα!, πού (ξαν)ακούστηκε/πού έχει ακουστεί ...;, αυτό που άκουσες! (προφ.-επιτατ.): για έκφραση αγανάκτησης: Ναι λοιπόν, ~ ~, βαρέθηκα να σε παρακαλώ!, θα τ’ ακούσεις από την καλή (κι απ' την ανάποδη)!: (απειλητ.) ως επίπληξη., μ' ακούς;: για επιβεβαίωση ότι το κανάλι επικοινωνίας είναι ανοιχτό· (εμφατ. στο τέλος πρότασης) για δήλωση ισχυρής επιθυμίας του ομιλητή να τον προσέξει ιδιαίτερα ο ακροατής ή για απόλυτη επιβεβαίωση των λεγομένων με δραματικό τόνο: (σε τηλεφωνική συνδιάλεξη) Εγώ είμαι, ~ ~;|| Θέλω να σου μιλήσω, ~ ~;, όποιος έχει αυτιά, ακούει: για να δηλωθεί ότι κάτι είναι πασιφανές, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις. Βλ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω., ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει (προφ.): για δήλωση κατηγορηματικής άρνησης: Διάβασμα; ~ ~! Παντρεύεται; Αυτός ούτε που ήθελε ν' ακούσει για γάμο!, πού (ξαν)ακούστηκε/πού έχει ακουστεί ...; & δεν έχει ξανακουστεί/δεν ξανακούστηκε! (προφ.): για δήλωση δυσάρεστης έκπληξης, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας· είναι αδιανόητο: ~ ~ να μην εφαρμόζονται οι αποφάσεις/ότι ισχύει κάτι τέτοιο; ~ ~ αυτό; Πβ. άκουσον, άκουσον!, δεν ξανάγινε!, τ(α) άκουσα (προφ.): με επέπληξε, με κατσάδιασε: ~ ~ γερά/για τα καλά/ένα χεράκι. Δεν φτάνει που τη βοήθησα, ~ ~ κι από πάνω! Πβ. άκουσε τα εξ αμάξης., τ’ ακούς, τ’ ακούω να λες: για επιβεβαίωση ή εμφατικό τονισμό των λεγομένων., την άκουσα (αργκό) 1. ήπια πολύ αλκοόλ και ζαλίστηκα: ~ ~ από το πιοτό. ~ ~ για τα καλά. Πβ. γίνομαι κουδούνι, μεθώ. 2. (σπάν.) σε περιπτώσεις που ακούει κάποιος μια ανοησία, μια κοτσάνα. Βλ. την πέταξε., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί βλ. βλέπω, άκου εδώ βλ. εδώ, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) βλ. βλέπω, ακούει στο όνομα βλ. όνομα, άκουσα με τα ίδια μου τ' αυτιά/με τ' αυτιά μου βλ. αυτί, ακούω (κάτι) βερεσέ βλ. βερεσέ, ακούω τα σχολιανά μου βλ. σχολιανός, ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο βλ. εξάψαλμος, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, δεν ακούγεται/δε(ν) βγαίνει άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά βλ. μιλιά, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! βλ. Χριστός, εγώ μιλάω, εγώ τ' ακούω βλ. μιλώ, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω βλ. ους, πάταξον μεν, άκουσον δε βλ. πατάσσω, τα 'θελες και τ' άκουσες βλ. θέλω, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά [< αρχ. ἀκούω]
  • ακριβώς [ἀκριβῶς] α-κρι-βώς επίρρ. {ακριβέστ-ερα, -ατα} 1. με ακρίβεια, με τρόπο σαφή και ορθό που δεν παρεκκλίνει από την πραγματικότητα: Μας διηγήθηκε τα γεγονότα, όπως ~ είχαν συμβεί (πβ. λεπτομερώς, πιστά). Εξήγησέ μου, τι ~ κάνεις. Τι είναι ~ οι μαύρες τρύπες; Πβ. επακριβώς. ΑΝΤ. μέσες άκρες, πάνω κάτω (1), περίπου 2. (επιτατ.) χωρίς την παραμικρή απόκλιση (συνήθ. χρονική, τοπική ή ποσοτική): Η ώρα είναι πέντε ~. Σ' αυτό ~ το μέρος. Έγραψα ~ τα ίδια.|| (ως απάντηση, με επιβεβαιωτική σημ.) ~ (= πράγματι)! Έτσι έχει το θέμα. 3. (σπανιότ.) εγκαίρως, στην ώρα του: Έφτασε/ήρθε ~! [< αρχ. ἀκριβῶς, γαλλ. exactement]
  • αλήθεια [ἀλήθεια] α-λή-θεια επίρρ. 1. συνήθ. στην αρχή ερωτήσεων ή παρενθετικά για εισαγωγή θέματος προς συζήτηση, για έμφαση ή έκφραση απορίας, αμφισβήτησης, δυσπιστίας, ειρωνείας: ~, τι σου είπε χθες; ~, γιατί φεύγεις (πβ. παρεμπιπτόντως, επί τη ευκαιρία); Τι κάνεις, ~, το βράδυ; 2. αληθινά, πραγματικά: ~ σου λέω! Πιστεύεις ~ (= ειλικρινά) ότι έτσι έγινε; ● ΦΡ.: στ' αλήθεια (επιτατ.): αληθινά, πράγματι: Δεν μπορεί ~ ~ να το εννοείς! Ήμουν, ~ ~, έτοιμη να κλάψω. Πβ. όντως. ΣΥΝ. στην πραγματικότητα ΑΝΤ. στα ψέματα/στα ψεύτικα [< γαλλ. en vérité, γερμ. in Wahrheit]
  • αληθινός , ή, ό [ἀληθινός] α-λη-θι-νός επίθ. 1. που ανταποκρίνεται στην αλήθεια: ο ~ός: ένοχος/κόσμος (ΑΝΤ. φανταστικός). ~ή: ιστορία (ΑΝΤ. πλαστή). ~ό: γεγονός/περιστατικό. ~ές: αιτίες/ανάγκες/αποδείξεις/μαρτυρίες/φήμες. Η ~ή εικόνα/όψη της πραγματικότητας. Έδειξε το ~ό της πρόσωπο/τον ~ό εαυτό της. Κρύβει τον ~ό της χαρακτήρα. Απίστευτο κι όμως ~ό! Ό,τι σου είπε είναι πέρα για πέρα ~ό. Βρήκε τους ~ούς του γονείς (ΑΝΤ. θετούς). Οι κατηγορίες αποδείχθηκαν ~ές. Τα ~ά κίνητρα των πράξεών του. Πβ. αληθής, πραγματικός.|| (ΘΕΟΛ.) Ο ένας και ~ Θεός. Το ~ό νόημα/φως (της ζωής). ΑΝΤ. αναληθής, φαινομενικός, ψευδής, ψεύτικος (1) 2. (επιτατ.) που παρουσιάζει στον μέγιστο βαθμό τις ιδιότητες που του αποδίδονται: ~ός: γρίφος/παράδεισος. ~ή: μάχη/πρόκληση/τραγωδία. ~ά: έργα τέχνης. Ένας ~ δάσκαλος/σταρ. Αποδείχτηκε ~ αγωνιστής/άνθρωπος/φίλος. Η περιπέτεια που ζήσαμε ήταν ~ εφιάλτης! Επικρατεί ~ πανζουρλισμός! Ακούγεται/είναι/φαίνεται σαν ~ό. ΣΥΝ. πραγματικός (1) 3. αυθεντικός, γνήσιος: ~ό: διαμάντι/χρυσάφι (= ατόφιο). 4. ειλικρινής, ανυπόκριτος: ~ός: έρωτας. ~ή: αγάπη/αφοσίωση/ευτυχία/συγκίνηση/φιλία/χαρά. ~ό: ενδιαφέρον (= πραγματικό, ΑΝΤ. προσποιητό). ~ά: αισθήματα. ● επίρρ.: αληθινά: Ένας ~ μεγάλος ηγέτης (πβ. τωόντι). ~ ενδιαφέρον θέμα. Κάτι το ~ διαφορετικό/νέο.|| ~ (= ειλικρινά) δεν γνωρίζω! Πιστεύεις ~ ότι ...; Σ' αγαπάω ~ (= στ΄ αλήθεια). ● ΦΡ.: βγαίνω αληθινός: επαληθεύομαι: ~ ~ στις προβλέψεις μου. Ελπίζω να βγω ~. Οι φόβοι μου βγήκαν ~οί (= επιβεβαιώθηκαν). ΑΝΤ. βγαίνω ψεύτης [< αρχ. ἀληθινός]
  • αλήτης [ἀλήτης] α-λή-της ουσ. (αρσ.) {αλητών | σπανιότ. θηλ. αλήτ-ισσα} (μειωτ.) 1. πρόσωπο με ανάγωγη, απρεπή, προκλητική ή/και επιθετική συμπεριφορά: ~, μηχανόβιος και τσαντάκιας. Αγύρτες/απατεώνες και ~ες. Βρίζει/μιλάει σαν ~. Με έδιωξε σαν τον χειρότερο ~η. Οι ~ες των γηπέδων/της εξέδρας (βλ. χούλιγκαν)/της νύχτας.|| (προφ.-υβριστ.) Άκου τι λέει ο ~! Φύγε από 'δώ, ρε ~η! Είναι μεγάλοι ~ες. Δεν ντρέπονται, οι ~ες! Πβ. κάθαρμα, καθίκι, λεχρίτης, παλιάνθρωπος, ρεμάλι, τομάρι, τσογλάνι, χαμένο κορμί. 2. αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία και σταθερά εισοδήματα, που περιφέρεται στους δρόμους και αγαπά την περιπέτεια· κατ' επέκτ. κάθε άτομο που ζει άστατα ή στο περιθώριο: περιπλανώμενοι ~ες.|| (ως επίθ., μτφ.-λογοτ.) ~ισσα: καρδιά/ψυχή. ● Υποκ.: αλητάκι (το) & αλητάκος (ο) 1. παιδί ή έφηβος που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους και έχει παραβατική συμπεριφορά: ~ της γειτονιάς/του δρόμου. Τα ~ια του γκέτο. ~ια που σπάνε βιτρίνες. Πβ. αλητάμπουρας, μορτάκι, χαμίνι. ΣΥΝ. αλάνι 2. (προφ.) ανυπάκουο, σκανταλιάρικο και άτακτο συνήθ. παιδί: Επ, τι κάνεις εδώ ~; Πού πας, βρε αλητάκο, κάτσε λίγο φρόνιμα!|| (χαϊδευτ., ως τρυφερή προσφών.) ~ μου! ● Μεγεθ.: αληταράς (ο) {αληταρ-άδες} (επιτατ.): Μου κατέστρεψαν το αμάξι οι ~άδες! (υβριστ.) Σε ποιον τα πουλάς αυτά, ρε ~ά; Βλ. ρέμπελος, ρεμπεσκές. ΣΥΝ. τσογλαναράς [< αρχ. ἀλήτης ‘περιπλανώμενος (για ζητιάνους)’, αγγλ.-γαλλ. vagabond]
  • αλίμονο [ἀλίμονο] α-λί-μο-νο επιφών.: για έκφραση απόγνωσης, αγωνίας, οίκτου, μετάνοιας, αποτροπιασμού: ~ό μου, τι έπαθα η δύστυχη! Αν είναι αλήθεια, ~ό μας! ~ σε μένα! ~ αν περιμένω από τους άλλους! Πβ. αλί, βάι, συμφορά, τρισ~, φευ.|| (: προφ., ως απάντηση) -Σ' ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σου! -~ (: ούτε να το σκέφτεσαι)! ● ΦΡ.: αλίμονό σου! (προφ.): ως απειλή, με αποτρεπτική λειτουργία: Φέρτε πίσω τα δανεικά, γιατί ~ σας! (επιτατ.) Ουαί κι ~ ~, αν ξαναβρίσεις!, ουαί και/κι αλίμονο (επιτατ.-απειλητ.): ~ ~ό σου αν σε πιάσω στα χέρια μου! [< μεσν. αλίμονον – παλαιότ. ορθογρ. αλλοίμονο]
  • αμ [ἄμ] μόρ. (προφ.-επιτατ.): (σε ερωτηματικές προτάσεις) δηλώνει κυρ. αντίθεση ή απορία: Του ζήτησες λεφτά; ~ τι, τζάμπα θα το έδινα; Καλά εκείνος, είναι πάντα αγενής. ~ η γυναίκα του (πβ. γιατί, ενώ); Εκεί ήταν, ~ πού αλλού; Πβ. μα. ● ΦΡ.: αμ ... αμ (και) ... (επιτατ.): σε αντιθέσεις: ~ σου αρέσει να ζεις μόνος, ~ θέλεις και να παντρευτείς! Πβ. εμ., αμ δε: αποκλείεται, δεν πρόκειται να κάνω κάτι: ~ ~ που θα σου κάνω το χατίρι! Ύστερα από όσα μου έκανες, ζητάς και τη βοήθειά μου; ~ ~! (: δεν θα σε βοηθήσω)., (αλλά/αμ/μα/όμως) έλα που/έλα όμως που βλ. έλα, αμ πώς βλ. πώς [< αμέ]
  • αναρίθμητος , η, ο [ἀναρίθμητος] α-να-ρίθ-μη-τος επίθ. {συνήθ. στον πληθ.} (επιτατ.): αμέτρητος: ~ες: φορές. ~α: αντικείμενα/προβλήματα. Πβ. χίλιοι μύριοι. ΣΥΝ. απειράριθμος, άπειρος1 (2) [< αρχ. ἀναρίθμητος]

άγγελος

άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]

αγιότητα

αγιότητα [ἁγιότητα] α-γι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) αγιότης: η ιδιότητα του Αγίου και του Θεού: πρότυπο/φωτοστέφανο ~ας. Σεβάσμια μορφή που αντανακλούσε ~ και πραότητα. Βλ. αμαρτωλότητα, -ότητα.|| (μτφ.) Το ένδυμα της ~ας.|| (ειρων.) Φαρισαϊκές/ψεύτικες ~ες.|| (ως προσφών., συνήθ. σε ανώτερο κληρικό) Παρακαλώ/προσκυνώ την Αγιότητά σας. Η Αυτού ~ ο Πατριάρχης ... Βλ. παν~. ΣΥΝ. αγιοσύνη, ιερότητα [< μτγν. ἁγιότης]

-άρας

-άρας: μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών κυρίων ονομάτων και επίθημα για τον σχηματισμό επωνύμων του ίδιου γένους: (οικ.) Μητσ~/Παυλ~.|| Παναγιωτ~.

αυτί

αυτί [αὐτί] αυ-τί ουσ. (ουδ.) {αυτ-ιού | -ιών} & αφτί 1. ΑΝΑΤ. όργανο της ακοής του ανθρώπου και των σπονδυλωτών ζώων, ειδικότ. το εξωτερικό τμήμα του: αριστερό/βουλωμένο/δεξί ~. Μεγάλα/μυτερά/πεταχτά ~ιά. Το έξω/έσω (= λαβύρινθος) ~. Τα οστάρια του μέσου ~ιού (βλ. σφύρα, άκμονας, αναβολέας). Η κυψελίδα (= το κερί)/ο λοβός/το τύμπανο (του) ~ιού. Ακουστικά/θερμόμετρο ~ιού. Αιμορραγία/πίεση/πόνος/φλεγμονή στο ~. Βουητό (πβ. βούισμα, εμβοή)/λοιμώξεις/παθήσεις (βλ. βαρηκοΐα, ωτίτιδα)/πλαστική (= ωτοπλαστική)/προστατευτικά (λ.χ. σε καπέλα)/τρύπημα (των) ~ιών. Ξύνει τ' ~ του. Κόλλησε το ~ του στην πόρτα, για να ακούσει ... (: αφουγκράζεται). Δεν ακούει από το ένα ~. Βουίζουν/καθάρισα/κλείνω/κοκκινίζουν/ξεβούλωσα τ' ~ιά μου. Μου μπήκε νερό στ' ~. Του είπε/(μτφ.) σφύριξε/ψιθύρισε κάτι στ' ~. Πιάνω κάποιον από το ~ (πβ. τραβώ το ~ κάποιου). Ο θόρυβος μας έσπασε/τρύπησε τ' ~ιά. Έχει ~ιά γαϊδάρου (: πολύ μεγάλα). Πβ. ους.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Βιονικό/ηλεκτρονικό ~. 2. ακουστική ή μουσική αντίληψη: Έχει γερό/εξασκημένο/καλό/μουσικό ~ και σωστή φωνή. Λόγια που ακούγονται απειλητικά/ευχάριστα στ' ~ιά. Πβ. ακοή. 3. (κατ' επέκτ.) μέρος αντικειμένου που μοιάζει με το εξωτερικό πτερύγιο του οργάνου της ακοής: ντοσιέ με ~ιά (: για άκρα που γυρίζουν προς το εσωτερικό). Τα ~ιά του βιβλίου.|| (ΝΑΥΤ.) Τα ~ιά του πλοίου (= πανιά· πβ. λατίνι). ● Υποκ.: αυτάκι (το): Τα ~ια της γάτας.|| Σκουφί με ~ια.|| (προφ.) Διπλά (")/μονά (') ~ια (= εισαγωγικά). ● Μεγεθ.: αυτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αυτί της θάλασσας: ΒΙΟΛ. οστρακοειδές θαλάσσιο μαλάκιο με σχήμα αυτιού (επιστ. ονομασ. Haliotis asinina/tuberculata). Βλ. γαστερόποδα. [< γαλλ. oreille de mer] , πτερύγιο του αυτιού βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: (και) οι τοίχοι έχουν αυτιά: υπάρχει κίνδυνος να μας ακούσουν: Μην κουτσομπολεύεις, γιατί ~ ~. [< πβ. γαλλ. les murs ont des oreilles] , άκουσα με τα ίδια μου τ' αυτιά/με τ' αυτιά μου (εμφατ.): είμαι απόλυτα βέβαιος για όσα άκουσα, ήμουν αυτήκοος μάρτυρας: Το ~ ~, δεν μπορεί κανείς να με διαψεύσει (βλ. είδα με τα ίδια μου τα μάτια)., ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί (μτφ.): είμαι σε εγρήγορση, για να ακούσω, να μάθω: Τεντώνει ~, για ν' ακούσει τι θα πούμε (= στήνει/βάζει αυτί). [< γαλλ. prêter l' oreille] , από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει: για να δηλωθεί ότι κάποιος αδιαφορεί για ό,τι του λένε: Δεν του δίνω καμία σημασία, ό,τι κι αν μου λέει ~ ~. ΣΥΝ. (ο) μπαινάκης (και) (ο) βγαινάκης [< γαλλ. cela lui entre par une oreille et lui sorte de l' autre] , είμαι όλος αυτιά & γεμάτος αυτιά: περιμένω να ακούσω με προσοχή και ενδιαφέρον: Αν έχεις καμιά καλή ιδέα, ~ ~., θα σου/θα στα βγάλω τ' αυτιά!: ως απειλητ. έκφραση για επικείμενη τιμωρία: Άμα σε πιάσω στα χέρια μου, ~ ~! Βλ. τραβάω τ' αυτί., κάτι πήρε/έπιασε τ' αυτί μου & κάτι έφτασε στ' αυτιά μου (μτφ.): (για ανεξακρίβωτη πληροφορία) έμαθα κάτι, υπέπεσε στην αντίληψή μου: ~ ~, αλλά δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Πήρε ~ ~ ότι χώρισαν., κλείνω τ' αυτιά μου & (σπανιότ.) βουλώνω/σφραγίζω: αποφεύγω, αρνούμαι να ακούσω κάτι που θα με δυσαρεστήσει ή δελεάσει. [< γαλλ. fermer l' oreille à ...] , μέχρι/ως τ' αυτιά: πάρα πολύ, υπερβολικά: Είναι μπλεγμένος/χρεωμένος ~ ~. Κοκκίνισε ~ ~ (: συνήθ. λόγω μεγάλης ντροπής).|| Μπήκε μέσα με ένα χαμόγελο ~ ~. [< αγγλ. up to the ears] , μου έφαγε/μου 'φαγε τ' αυτιά: για κάποιον που επιμένει με ενοχλητικό τρόπο, με έπρηξε: ~ ~ να πάμε εκδρομή. Μας ~ ~ με τη γκρίνια του., μου παίρνει/ζαλίζει τ' αυτιά: με κουράζει, μου προκαλεί δυσφορία: Μου πήρε ~ με την πολυλογία της!, ρίχνω στ' αυτιά 1. βάζω κάποιον στη θέση του, του ασκώ σκληρή κριτική: Ήρθε για έλεγχο και τους έριξε ~. 2. είμαι, φαίνομαι ανώτερός του: Είναι αχτύπητη, σου ~ει ~! [< γαλλ. frotter les oreilles] , ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου: ταπεινώνομαι, ντροπιάζομαι: Έριξε ~ του κι έφυγε σιωπηλός. Μόλις άκουσα τα λόγια του, μου 'πεσαν τ' ~ιά. Γύρισαν/ήρθαν με κατεβασμένα ~ιά. Πβ. μου πέφτουν τα μούτρα, ρίχνω τα μούτρα μου. [< γαλλ. avoir l' oreille basse] , στήνω/βάζω (τ') αυτί (μου): ακούω κρυφά ή/και προσεκτικά: Έστησα/έβαλα ~ να ακούσω τι λένε (= κρυφάκουσα).|| Στήσε αυτί και άκου! (= αφουγκράσου)., τραβάω τ' αυτί κάποιου: τον επιπλήττω ή τον τιμωρώ· κυρ. παλαιότ. η αντίστοιχη κίνηση με το χέρι., χαϊδεύω τ' αυτιά κάποιου: του λέω ό,τι θα του άρεσε να ακούσει, τον επαινώ, τον κολακεύω: Θέλουν να ακούσουν μόνο ό,τι ~ει ~ τους. Βλ. χρυσώνω το χάπι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου βλ. άλλος, από τ' αυτί και στο δάσκαλο βλ. δάσκαλος, δασκάλα, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! βλ. στόμα, γελάνε/γελούν και τ' αυτιά/και τα μουστάκια του βλ. γελώ, δεν ιδρώνει το αυτί (του) βλ. ιδρώνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί βλ. λαρύγγι, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά βλ. ψύλλος, όποιος έχει αυτιά, ακούει βλ. ακούω, περήφανος στ' αυτιά βλ. περήφανος [< μεσν. αυτί(ν), αφτί, αρχ. ὠτίον, γαλλ. oreille, αγγλ. ear]

βερεσέ

βερεσέ βε-ρε-σέ επίρρ. (λαϊκό): (για αγοραπωλησίες) χωρίς άμεση καταβολή του αντιτίμου: Πληρώνει/πουλάει/ψωνίζει ~. ΣΥΝ. επί πιστώσει ΑΝΤ. τοις μετρητοίς ● ΦΡ.: ακούω (κάτι) βερεσέ: δεν δίνω σημασία, δεν υπολογίζω αυτά που μου λένε: Αυτά εγώ τ' ~ ~, όλο έτσι λες και τίποτα δεν κάνεις., τζάμπα και βερεσέ βλ. τζάμπα [< τουρκ. veresiye]

βήμα

βήμα [βῆμα] βή-μα ουσ. (ουδ.) {βήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. καθεμία από τις κινήσεις που κάνει κάποιος εναλλάξ, όταν περπατά, σηκώνοντας το ένα πόδι και κατεβάζοντάς το μπροστά από το άλλο· κατ' επέκτ. βηματισμός και ειδικότ. τρόπος βαδίσματος, περπατήματος: Προχωρούσε με μεγάλα (= δρασκελιές)/μικρά ~ατα. Έκανε μερικά ~ατα μπροστά/πίσω (πβ. οπισθοχωρώ)/προς την πόρτα.|| Αποφασιστικό/αργό/βαρύ/βιαστικό/γρήγορο/διστακτικό/ζωηρό/κουρασμένο/σταθερό/στρατιωτικό ~. Επιτάχυνε το ~ της. (για ζώο) Το ~ του αλόγου (βλ. καλπασμός). Ψηφιακός μετρητής ~άτων (: εργομετρικό όργανο γυμναστικής).|| (μτφ.) Τα έργα προχωρούν με γοργά ~ατα (= με γρήγορους ρυθμούς).|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ., ο ήχος των ~άτων:) Άκουσα ~ατα πίσω μου.|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) Άφησε τα ~ατά (= αποτυπώματα, ίχνη, πατημασιές, χνάρια) της στην άμμο.|| (μτφ., για να δηλωθεί κοντινή απόσταση) Στεκόταν δύο ~ατα πιο πέρα. Το σπίτι δεν είναι πολύ μακριά· λίγα/πέντε ~ατα από την πλατεία. 2. (μτφ.) ενέργεια, προσπάθεια ή συμβάν που οδηγεί προοδευτικά στην επίτευξη ενός στόχου: ~ατα βελτίωσης (της σχέσης τους)/προόδου (ενάντια στον καρκίνο)/προσέγγισης (μεταξύ των δύο χωρών). Έχουν γίνει αποφασιστικά/καθοριστικά/κρίσιμα/ουσιαστικά/σημαντικά ~ατα για την επίλυση του προβλήματος (βλ. άλμα). Έκαναν ένα ~ προς αυτή την κατεύθυνση. Ό,τι πετύχαμε είναι ένα πρώτο ~. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά/να σχεδιάσουμε προσεκτικά τα επόμενά μας ~ατα. Πβ. δραστηριότητα, κίνηση. Βλ. διάβημα. 3. (μτφ.) καθένα από τα στάδια μιας διαδικασίας: (σε οδηγίες) ~ 1ο(ν): κάνετε κλικ στο εικονίδιο ... ~ 2ο(ν): Πληκτρολογείτε ... Πέντε απλά/βασικά ~ατα για σύνδεση στο ίντερνετ. Ακολουθήστε τα ~ατα προσεκτικά. Τα ~ατα ενός αλγορίθμου. 4. {συνήθ. στον πληθ.} οποιαδήποτε από τις κινήσεις των ποδιών στον χορό: Μαθαίνω τα ~ατα του χασάπικου. (σε μάθημα) (Κάνεις) ένα ~ μπρος, ένα ~ αριστερά ... 5. (μτφ.) χώρος έκφρασης και ανταλλαγής απόψεων: ανοιχτό/δημόσιο/ελεύθερο ~. ~ διαλόγου/ιδεών/συζήτησης. Ας μας δοθεί ένα ~, για να πούμε τη γνώμη μας.|| (τίτλος ιστότοπου ή περιοδικού:) Εκπαιδευτικό ~. 6. βάθρο, εξέδρα, συνήθ. κοινοβουλίου: Ανέβηκε στο/κατέβηκε από το ~. Εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ/μίλησε από το ~ της Βουλής. Πβ. πόντιουμ. 7. {συνήθ. στον εν.} ρυθμικός βηματισμός (π.χ. σε παρέλαση): Έχασε το ~ του (: τον συγχρονισμό του με τους άλλους). Άλλαξε το ~ σου! Έδινε το ~ με τη σφυρίχτρα (: καθόριζε τον ρυθμό του βαδίσματος). 8. ΤΕΧΝΟΛ. {συνήθ. στον πληθ.} απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικές σπείρες (π.χ. βίδας) ή προεξοχές (π.χ. οδοντωτού τροχού). Πβ. πάσο.βήματα (τα): ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) παράβαση κατά την οποία ο κάτοχος της μπάλας μετακινεί τα πόδια του, χωρίς να τη χτυπήσει στο έδαφος, ή (π.χ. στο μπάσιμο) κάνει περισσότερα από τα δύο επιτρεπόμενα βήματα. ● Υποκ.: βηματάκι (το): στις σημ. 1-3. ● ΣΥΜΠΛ.: βήμα/βάδισμα (της) χήνας: στρατιωτικός βηματισμός κατά τον οποίο τα πόδια κινούνται ψηλά, χωρίς να κάμπτονται τα γόνατα: παρέλαση με ~ ~. [< γαλλ. pas de l'oie] , Ιερό/Άγιο Βήμα: ΕΚΚΛΗΣ. το ιερό χριστιανικού ναού. ΣΥΝ. άβατο (2), τα Άγια των Αγίων (1), βήμα κουκκίδας βλ. κουκκίδα ● ΦΡ.: ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα 1. βαδίζω πίσω από κάποιον, παρακολουθώντας τον στενά: (κυριολ.) Οι τηλεοπτικές κάμερες ακολουθούσαν ~ ~ το δημοφιλές ζευγάρι.|| (μτφ.) Η ομάδα ακολουθεί ~ ~ την πρωτοπόρο της βαθμολογίας. ΣΥΝ. ακολουθώ κατά πόδας (3) 2. (μτφ.) εφαρμόζω κάτι χωρίς παρεκκλίσεις: Ακολούθησα ~ τις συμβουλές του. 3. (μτφ.) αντιγράφω πιστά, μιμούμαι: Το νέο μοντέλο ακολουθεί ~ το προηγούμενο της ίδιας εταιρείας., ακολουθώ τα/βαδίζω στα βήματα/χνάρια & ακολουθώ τα/βαδίζω στα ίχνη κάποιου (μτφ.): κινούμαι στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον, έχοντάς τον ως πρότυπο, ακολουθώ το παράδειγμά του: ~εί ~ του πατέρα/προκατόχου του. Η ελληνική αγορά ~εί τα χνάρια/~ει στα χνάρια της ευρωπαϊκής. [< γαλλ. marcher sur les pas de quelqu'un] , ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου 1. περπατώ πιο γρήγορα: Άνοιξε το ~ του για να την προλάβει. 2. (μτφ.) επεκτείνω τις δραστηριότητές μου: Η εταιρεία είναι έτοιμη ν' ανοίξει ~ της στην Ευρώπη. Πβ. ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά μου., βήμα-βήμα/βήμα προς βήμα/κατά βήμα: προσεκτικά, πιστά (και χωρίς παρεκκλίσεις)· αργά και σταθερά: Ακολουθήστε ~ ~ τις οδηγίες εγκατάστασης!|| Οι προσπάθειες προσέγγισης πάνε/προχωρούν βήμα-βήμα. [< γαλλ. pas à pas] , δεν κάνω (ούτε ένα) βήμα 1. (κυριολ.) δεν (μετα)κινούμαι: Όλη μέρα δεν ~ει ~ από τον καναπέ.|| (μτφ.) Η μητέρα του δεν τον αφήνει να κάνει ~ μακριά της (: τον παρακολουθεί στενά, δεν τον αφήνει ελεύθερο). 2. (μτφ.) δεν υποχωρώ: Δεν θα ~ουμε ~ πίσω από τις διεκδικήσεις μας., δεν κάνω βήμα χωρίς ...: δεν προβαίνω σε κάποια ενέργεια, χωρίς κάποιον ή κάτι πολύ απαραίτητο: Δεν ~ει ~ χωρίς τον άνδρα της/το κινητό του. Δεν μπορεί να κάνει ~ χωρίς τα γυαλιά του. ΣΥΝ. δεν κάνω χωρίς κάποιον/κάτι [< γαλλ. ne pas faire un pas sans] , ένα βήμα (πριν) από (μτφ.): λίγο πριν από κάτι: Απέχει ~ ~ την τρέλα/τη χρεοκοπία., ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω (μτφ.): για ανακοπή της αναπτυξιακής ή εξελικτικής πορείας, πισωγύρισμα: Οι διαπραγματεύσεις πάνε ~ ~., ένα βήμα πιο κοντά: για να δηλωθεί πλησίασμα, προσέγγιση: Έλα ~ ~ (= πλησίασε)!|| Εμβόλιο που φέρνει τους επιστήμονες ~ ~ στην αντιμετώπιση της ασθένειας., κάνει τα πρώτα (του) βήματα 1. (μτφ.) βρίσκεται στο ξεκίνημα, στις αρχές: Στην επαρχία έκανε τα πρώτα της (δειλά/διστακτικά) ~ στο τραγούδι.|| Τα πρώτα βήματα του διαδικτύου/του κινηματογράφου. 2. μαθαίνει να περπατά: (κυριολ. για παιδί) Μόλις άρχισε να κάνει ~ ~.|| (μτφ.) Μαζί κάναμε τα πρώτα μας ~ατα (= μεγαλώσαμε παρέα)., κάνω το πρώτο βήμα (μτφ.): κάνω την αρχή, την πρώτη κίνηση: Περιμένει απ' αυτόν να ~ει ~.|| Έγινε το πρώτο βήμα για ... [< γαλλ. faire le premier pas] , τα βήματά μου με οδηγούν/φέρνουν (κάπου) (μτφ.): κατευθύνομαι ενστικτωδώς: Τα ~ατά του τον έφεραν/οδήγησαν γρήγορα στο κέντρο της πόλης., το μετέωρο βήμα: για κάτι που επιχειρείται διστακτικά, με έλλειψη αποφασιστικότητας και χωρίς ελπίδα ή πιθανότητες επιτυχίας: ~ ~ προς την εγκαθίδρυση της ειρήνης., ένα βήμα μπροστά/βήματα μπροστά βλ. μπροστά, με βήμα σημειωτόν βλ. σημειωτόν, με ρυθμούς χελώνας βλ. χελώνα, σέρνω τα πόδια/τα βήματά μου βλ. σέρνω [< αρχ. βῆμα, γαλλ. pas, αγγλ. step]

βλέπω

βλέπω βλέ-πω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {είδα (δω, προστ. δες, δείτε (λαϊκό) δέστε κ. ιδέστε, δει (λαϊκό) ιδεί, ειδωθήκαμε κ. ιδωθήκαμε, ιδωθεί, βλέποντας, ιδωμένος} 1. αντιλαμβάνομαι οπτικές παραστάσεις μέσω της όρασης, στρέφω το βλέμμα μου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Δεν ~ει καθόλου (= είναι τυφλός)/καλά χωρίς γυαλιά (βλ. μυωπία, πρεσβυωπία). ~ει από το ένα μάτι. Βλ. αγγίζω, ακούω, γεύομαι, μυρίζω.|| (μτφ.) ~ει με τα μάτια της ψυχής.|| (Για) δες (= κοίτα) πάνω/πώς περπατάει/τι κάνει! Την είδε από μακριά/στο βάθος. Με το που τον ~ει, ... Τους είδαν να φεύγουν. Μη σε δει κανείς (= μη σε πάρει είδηση)! Δεν ~εις (= προσέχεις) πού πατάς; Δεν μπορούσαμε να δούμε (= διακρίνουμε) τίποτα από τον καπνό. Χαίρεσαι να τους ~εις μαζί (: ταιριάζουν). Θέλω να σε ~ (: να είσαι) χαρούμενη. (σε ευχή) Να τη δεις νυφούλα (πβ. καμαρώνω)!|| Το είδα στην εφημερίδα (= διάβασα). Βλ. δια~, ξανα~, παρα~, πρωτο~. 2. (μτφ.) διαμορφώνω άποψη, θεωρώ, κρίνω, αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πώς ~εις (: αξιολογείς, βρίσκεις) την κατάσταση; Δες το σαν μια καλή ευκαιρία να ... Δεν το ~ σωστό να ... Αν συνεχίσεις έτσι, σε ~ (= προβλέπω) να μένεις στην ίδια τάξη! Δεν (μας) ~ να τα καταφέρνουμε (πβ. πιστεύω)!|| ~ει (= μαντεύει, προλέγει, προφητεύει) το μέλλον.|| Πώς ~εις (= φαντάζεσαι) τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;|| Σε ~ μόνο σαν φίλο (: όχι ερωτικά). ~ει τους πάντες και τα πάντα με καχυποψία (πβ. υπο~).|| Κοιμήσου τώρα και αύριο ~ουμε (= αποφασίζουμε) τι θα κάνουμε. 3. (μτφ.) διαπιστώνω, καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: Τώρα ~ ότι έκανα λάθος. ~εις πόσο κουράζομαι; Όπως θα είδατε κι οι ίδιοι, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είδες που στα 'λεγα; Περιμένω να δω πού θα καταλήξει η συζήτηση. Δεν ~ τι νόημα έχουν όλα αυτά. Πβ. κατανοώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα δεις (= θα μάθεις) πολλά εδώ που ήρθες. Δεν είδες τι έγινε (: δεν έμαθες); ΣΥΝ. αντιλαμβάνομαι (1) 4. (μτφ.) ελέγχω, προσέχω, ερευνώ: Δες (= τσέκαρε) αν υπάρχουν λάθη στο κείμενο.|| Πρέπει να σε δει (= εξετάσει) γιατρός. Ας δούμε το ζήτημα αναλυτικά.|| ~ το μωρό/το φαγητό/τη φωτιά (πβ. επιτηρώ).|| ~ουν (= ενδιαφέρονται, κοιτάζουν) μόνο το κέρδος/το συμφέρον τους. Πβ. απο~, προσ~. 5. επικοινωνώ με κάποιον, τον συναντώ ή τον επισκέπτομαι: Τον είδα χθες. Έλα να με δεις, όποτε θες. Ο διευθυντής θα σας δει (= δεχτεί) σε λίγο. Δεν θέλω να δω κανένα (: θέλω να μείνω μόνος). Είμαι σίγουρη, κάπου σ' έχω δει (πβ. γνωρίζω, ξέρω). 6. (για θεάματα) παρακολουθώ: Τι ~εις στην τηλεόραση; Πήγαν να δουν τον αγώνα (στο γήπεδο).βλέπε (συντομ. βλ.): ως παραπομπή: ~ σελ. ... Πβ. ιδέ., βλέπει (μτφ.): έχει θέα προς ορισμένο σημείο: Βεράντα που ~ προς τη θάλασσα. Το μπαλκόνι ~ ανατολικά. ΣΥΝ. αντικρίζει, βλεπόμαστε: συναντιόμαστε: Δεν ~ πια (: έχουμε χαθεί, δεν επικοινωνούμε). Ειδωθήκαμε πρόσφατα. Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε; ~ονται στα κρυφά (: για ερωτικές συναντήσεις)., έχω δει: έχω αρνητικά ή θετικά βιώματα: Μόνο λύπες έχει ~ στη ζωή της. Πβ. ζω. ● ΦΡ.: (βλέπω κάποιον/κάτι) με άλλο/διαφορετικό μάτι: αλλάζω στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι, αντιμετωπίζω πιο θετικά τους ανθρώπους ή/και τις καταστάσεις: Δείτε τον εαυτό σας ~ ~. Η ζωή ~ ~., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί θαυμασμός, έκπληξη, αγανάκτηση, εκνευρισμός ή αποδοκιμασία: ~ ~ μεγαλεία/σύμπτωση! ~ ~ να με κατηγορεί κι από πάνω. Για δες/κοίτα που τα κατάφερε! Πβ. άκουσον, άκουσον! άκου πράγματα!, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του: (για) να επανακτήσει(ς) τη σωματική και ψυχική σου/του υγεία: Κόψε το πολύ φαΐ, ~ ~ σου., (όπως) βλέπεις/βλέπετε (προφ.-παρενθετικά): συνήθ. για αιτιολόγηση των λεγομένων, έκφρ. απολογητικής ή ειρωνικής διάθεσης: Δεν θέλω, ~ ~, να γίνομαι βάρος. Παραιτήθηκε· δεν μπορεί, ~ ~, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. ~ ~, έχω δίκιο., ... να δουν τα μάτια σου! (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Λεφτά/νερά ~ ~!, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) & ακούστε (να δείτε)/κοιτάξτε (να δείτε) (στην αρχή του λόγου, προφ.) 1. άκουσέ με, πρόσεξε, για να καταλάβεις: ~ ~ πώς έχει η κατάσταση/τι θα κάνουμε. ~ ~, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περιμέναμε. (απειλητ.) ~ ~! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά! Βλ. παραγεμίσματα. ΣΥΝ. άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! 2. για να δηλωθεί έκπληξη ή απαξίωση: ~ ~ πρά(γ)ματα! Πβ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί., βλέπει μακριά: (για πρόσωπο) είναι διορατικός, αντιλαμβάνεται τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων., βλέπεις/είδες που ...; (προφ.): για να τονίσει ο ομιλητής ότι τελικά είχε δίκιο για κάτι ή/και ότι η άποψη του συνομιλητή του δεν ισχύει: ~ ~ άδικα ανησύχησες/στα 'λεγα;, βλέποντας και κάνοντας (προφ.): ανάλογα με τις συνθήκες, την περίσταση: Η λογική/η πολιτική του ~ ~ (: κυρ. όταν δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός)., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια & τα μάτια μου βλέπουν/κάνουν αστ(ε)ράκια/πουλάκια (προφ.): ζαλίζομαι μετά από δυνατό χτύπημα (συνήθ. στο κεφάλι), πτώση ή κούραση: Του έριξε ένα χαστούκι και ακόμα ~ει ~. Βλέπω ~ από το διάβασμα., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου & βλέπω όνειρο 1. ονειρεύομαι: Χθες το βράδυ σε είδα στο όνειρό μου. Είδα στον ύπνο μου ότι ... Τι όνειρο είδες; 2. (μτφ.) φαντάζομαι ανυπόστατα πράγματα: Στο όνειρό σου/στον ύπνο σου το είδες; ~ει όνειρα και στον ξύπνιο του!, για να δούμε ... (προφ.): ως έκφραση επιφύλαξης ή συγκρατημένης αισιοδοξίας: -Θα έρθει σίγουρα! -~ ~ ... Πβ. θα δείξει, θα δούμε.|| ~ ~ τι θα δούμε/τι θα γίνει!, δεν βλέπεται: είναι πολύ άσχημος ή στερείται αισθητικής, ποιότητας., δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί: δεν καταλαβαίνω την αιτία: ~ ~ να μην τα καταφέρουμε. ~ ~ τον κατηγορούν., δεν βλέπω την ώρα να ...: ανυπομονώ, λαχταρώ: ~ ~ γυρίσω/φύγω. Πβ. αδημονώ, πώς και πώς/τι. ΣΥΝ. μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες, δεν βλέπω φως (μτφ.): δεν διαβλέπω θετική εξέλιξη: ~ ~ στην άκρη/στο βάθος του τούνελ., δεν με/σε/τον βλέπω καλά (προφ.): κρίνω ότι τα πράγματα δεν θα έχουν ευνοϊκή εξέλιξη: Πάω να κοιμηθώ, γιατί δεν με ~ ~ (: είμαι πολύ κουρασμένος). (ως προειδοποίηση ή απειλητ.) Πρόσεχε τι λες, γιατί δεν σε ~ ~., εγώ να δεις! (προφ.-εμφατ.): για να ενισχυθούν τα λεγόμενα του συνομιλητή: -Έχω περάσει τα πάνδεινα. -~ ~ τι έχω τραβήξει! (ειρων.) -Είμαι πολύ χαρούμενος που θα τον ξαναδώ. -~ ~!, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου: ήμουν αυτόπτης μάρτυρας (συμβάντος). || (ως έκφρ. επιφύλαξης) Αν δεν το δω ~ ~, δεν το πιστεύω! ΣΥΝ. ιδίοις όμμασι(ν), είδα κι έπαθα να ... (προφ.-εμφατ.): ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ: ~ ~ ξεμπλέξω/συνεννοηθώ. ~ ~ του το εξηγήσω/τον ξεφορτωθώ., εκεί/πού να δεις (προφ.-εμφατ.): για ενίσχυση των λεγομένων: Εκεί να δεις γέλια/τι έγινε! Πού να δείτε το σπίτι τους!, εμένα που με βλέπεις (προφ.-εμφατ.): εγώ: ~ ~, δεν έσκυψα κεφάλι!, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου: έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες, έχω ζήσει πολλά: Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο κι ~ ~., θα δεις (τι θα πάθεις/κι εγώ)!: απειλητ. ή χιουμορ. Πβ. θα σου δείξω (εγώ)., θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε (προφ.): ως έκφρ. αβεβαιότητας, επιφύλαξης ή αμφισβήτησης: -Θα πάμε εκδρομή; -~ ~ (= θα δείξει). Πβ. για να δούμε.|| -Θες δεν θες, θα πάω! -Αυτό θα το δούμε!, και τι να δω! (σε αφήγηση, εμφατ.-προφ.): για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον του ακροατή: Κοιτάζω ~ ~! Τα πάντα άνω-κάτω!, κάνει πως δεν βλέπει: προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται κάτι. Πβ. εθελοτυφλώ. ΣΥΝ. κάνει την πάπια/το κορόιδο, κάνω τα στραβά μάτια, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; (απειλητ.): για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν πρέπει να μας υποτιμά ή να μας περιφρονεί: ~ ~; Δεν θα μας κάνεις εσύ ό,τι θέλεις!, μην (τον) είδατε τον Πανα(γ)ή (λαϊκό-προφ.): όταν κάποιος εξαφανίζεται, χωρίς να εκπληρώσει τις υποσχέσεις ή τις υποχρεώσεις του: Μας έταζε λαγούς και πετραχήλια και μετά ~ ~! ΣΥΝ. μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, να δεις που (στο τέλος) θα ... (προφ.) 1. για να δηλωθεί διαίσθηση, βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο: ~ ~ βρεθούμε μπλεγμένοι! 2. ως έκφρ. ενθάρρυνσης, διαβεβαίωσης: ~ ~ κανείς δεν θα καταλάβει το λάθος σου!, να σε δω (προφ.) 1. να σε καμαρώσω: ~ ~, να σε χαρώ! 2. να σε προσέξω καλύτερα, να δω πώς φαίνεσαι: Γύρνα, ~ ~. 3. ως έκφρ. αμφιβολίας ή πρόκλησης: Τώρα ~ ~ στα δύσκολα!, όποιος έχει μάτια, βλέπει (προφ.): είναι ολοφάνερο, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις: ~ ~ τη διαφορά. Πβ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, ο νοών νοείτω., όπως σε βλέπω και με βλέπεις! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα: -Είσαι σίγουρος; -Ναι, σου λέω, ~ ~! Πβ. αλήθεια, ειλικρινά, πράγματι., ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε (προφ.): για τον φόβο που προκαλείται από το ξέσπασμα έντονου θυμού: Δύσκολα θυμώνει, όταν όμως γίνει αυτό, ~ ~!, πού (το) βλέπεις/είδες (κάτι); (προφ.): αγενής αμφισβήτηση της άποψης του συνομιλητή: ~ (τη) ~ την καθυστέρηση; ~ (το) ~ το πρόβλημα;, πού σε είδα, πού σε ξέρω & δεν σε είδα, δεν σε ξέρω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος συμπεριφέρεται με αδιαφορία ή/και αγνωμοσύνη: Κάνει τον καλό, μέχρι να πετύχει αυτό που θέλει και μετά ~ ~!, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! & δεν πας να/μήπως να σε δει (/κοιτάξει) κανένας γιατρός (καλύτερα); (προφ.-ειρων.): λέγεται για κάποιον που μιλά ή συμπεριφέρεται παράλογα, περίεργα: Δεν πας καλά, μου φαίνεται! ~ ~!, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); & πώς το βλέπεις το πράγμα; (αργκό, ως έκφρ. δυσαρέσκειας): τι θέλεις, πού το πας;: Όλοι εδώ σου μιλάμε ευγενικά. Εσύ ~ ~;, τα βλέπει (όλα) ρόδινα: έχει θετική στάση, είναι αισιόδοξος. [< γαλλ. voir tout en rose] , τα βλέπω διπλά (προφ.): δεν διακρίνω κάποιον ή κάτι καθαρά, κυρ. λόγω μέθης., τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, διαβλέπω εμπόδια και δυσκολίες. [< γαλλ. voir tout en noir] , τα είδα όλα! (προφ.) 1. εντυπωσιάστηκα, έμεινα έκπληκτος (ευχάριστα ή δυσάρεστα). 2. τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα χρειάστηκα, τα έχω δει όλα (αργκό): έχω περάσει πολλά, έχουν δει πολλά τα μάτια μου: ~ ~ σ' αυτή τη δουλειά., την έχει δει (κάπως) (αργκό): θεωρεί τον εαυτό του κάτι σπουδαίο: Την έχει δει αρχηγός/ντίβα., τι (είν' αυτό που) βλέπω/βλέπουν τα ματάκια μου! (προφ.): δηλωτικό ευχάριστης ή δυσάρεστης έκπληξης., τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας & τι έχουμε να/τι άλλο θα δούμε (ακόμα) (προφ.): πόσα πολλά, συνήθ. αρνητικά, έχουμε ακόμη να ζήσουμε: Ένας Θεός ξέρει ~ ~!, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι: του φέρεται υπεροπτικά, τον περιφρονεί. Πβ. αφ' υψηλού., (αυτό) πού το είδες (γραμμένο); βλ. γραμμένος, (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί βλ. έργο, (βλέπε παραπάνω) βλ. παραπάνω, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο βλ. ποτήρι, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, βλέπω φαντάσματα βλ. φάντασμα, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα βλ. γλύκα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του βλ. μύτη, δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου βλ. μύτη, δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα βλ. πείνα, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, είδα (κι) απόειδα βλ. απόειδα, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, είδα τον Χριστό φαντάρο! βλ. Χριστός, είδε το φως της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται βλ. μάτι, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε βλ. απαντώ, να το δω και να μην το πιστέψω βλ. πιστεύω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; βλ. ύπνος, τα είδα όλα κωλυόμενα βλ. κωλύω, τη βλέπω τη δουλειά βλ. δουλειά, την/το είδε αλλιώς βλ. αλλιώς, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος ● βλ. ιδωμένος [< αρχ. βλέπω, μεσν. είδα, γαλλ. voir, αγγλ. see, γερμ. sehen]

-βολία

-βολία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. διάχυση, εκπομπή: ακτινο~/φωτο~. 2. ρίψη, πέταγμα: δισκο~/σφαιρο~/σφυρο~. Βλ. -βόλος, -βολώ.

γραφή

γραφή γρα-φή ουσ. (θηλ.) 1. αναπαράσταση του λόγου με γραπτά σημεία (γράμματα) και ιδ. κάθε σύστημα γραφικών συμβόλων: αλφαβητική/βυζαντινή/εβραϊκή/εικονογραφική/ελληνική/επίσημη/ιαπωνική/ιερογλυφική/ιστορική (βλ. ετυμολογία)/κινεζική/λατινική/μουσική/συλλαβογραφική/σφηνοειδής/φωνητική ~. Ανάγλυφη (= σύστημα/γραφή Μπράιγ)/ηλεκτρονική/μονοτονική/πολυτονική ~. Κεφαλαιογράμματη/μεγαλογράμματη/μικρογράμματη ~. ~ των αριθμών. Αλγεβρική ~.|| (ΤΥΠΟΓΡ.) Έντονη (= μπολντ)/πλάγια/υπογραμμισμένη ~. 2. γράψιμο· ειδικότ. γραφικός χαρακτήρας: ορθή ~ (βλ. ορθογραφία). ~ του ονόματος με λατινικούς χαρακτήρες. Δεξιότητες/διαταραχές ~ής (βλ. δυσγραφία). Εξάσκηση του μαθητή στο κείμενο καθ' υπαγόρευση και στην ελεύθερη ~. Μαθαίνει ~ και ανάγνωση.|| Δυσανάγνωστη/ευανάγνωστη ~. Βλ. ανα~, αντι~, δια~, εγ~, επι~, μετα~, κακο-, καλλι-γραφία, παρα~, προ~. 3. ύφος κειμένου ή άλλου καλλιτεχνικού έργου: δημοσιογραφική/ειρωνική/επιστημονική/θεατρική/λογοτεχνική ~. Γυναικεία/ιδιόρρυθμη/ιδιότυπη/λακωνική/λιτή/προσωπική/πρωτότυπη/πυκνή/σατιρική/συμβολική/υπαινικτική ~. Πβ. γραφίδα, πένα.|| Σκηνοθέτης/ταινία με ανατρεπτική/αντισυμβατική/μοντέρνα ~. Ο καλλιτέχνης καταθέτει τη δική του εικαστική ~. Πβ. στιλ. 4. ΠΑΛΑΙΟΓΡ. ο τρόπος που γράφεται μια λέξη ή τμήμα κειμένου σε χειρόγραφο που διασώζει αρχαίο κείμενο: εσφαλμένη/ορθή ~. Διαφορετικές ~ές. ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία Γραφή: ΘΕΟΛ. το σύνολο των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, η Βίβλος. Πβ. Ιερά Γράμματα, το βιβλίο των βιβλίων., αυτόματη γραφή: ΛΟΓΟΤ. υπερρεαλιστική τεχνική που βασίζεται στον ελεύθερο συνειρμό. Βλ. συγ~. [< γαλλ. écriture automatique] , δημιουργική γραφή & δημιουργικό γράψιμο: μάθημα, σεμιναριακό ή πανεπιστημιακό, με αντικείμενο την καλλιέργεια του γραπτού λόγου και την ανάπτυξη συγγραφικών δεξιοτήτων. [< αγγλ. creative writing, 1922] , Ιερές Γραφές & Γραφές: ΘΡΗΣΚ. ιερά κείμενα: εβραϊκές/χριστιανικές ~ ~ (πβ. Ιερά Γράμματα). Βλ. Βίβλος, Κοράνι, Ταλμούδ., αναδυόμενη γραφή βλ. αναδυόμενος, γοτθική γραφή βλ. γοτθικός, γραμμική (γραφή) Α βλ. γραμμικός, γραμμική (γραφή) Β βλ. γραμμικός, δείγμα γραφής βλ. δείγμα, ιερατική γραφή βλ. ιερατικός, κατοπτρική γραφή βλ. κατοπτρικός ● ΦΡ.: στο κάτω κάτω (της γραφής) βλ. κάτω [< αρχ. γραφή, γαλλ. écriture]

δίκαιος

δίκαιος, η, ο δί-και-ος επίθ. 1. που είναι σύμφωνος με το δίκαιο: ~ος: αγώνας/διακανονισμός/όρος. ~η: αμοιβή/απαίτηση/αποζημίωση/διανομή (κληρονομιάς)/διεκδίκηση/δίκη/επιλογή/κρίση/μεταχείριση/ποινή/πολιτική/ρύθμιση. ~ο: αίτημα. Είναι ~ο να/που ... (: ορθό, πρέπον, σωστό). Αν θέλουμε να είμαστε ~οι, … Η διεθνής κοινότητα αναζητά μια ~η και βιώσιμη λύση/διευθέτηση του ζητήματος.|| (για πρόσ.) ~ος: εξεταστής/κριτής (= ακριβο~, αμερόληπτος, αντικειμενικός, ΑΝΤ. μεροληπτικός). ΑΝΤ. άδικος (1) 2. δικαιολογημένος: ~ος: εκνευρισμός/χαρακτηρισμός. ~η: αγανάκτηση/αντίδραση/αντιμετώπιση/αυστηρότητα/δυσφορία/έκρηξη οργής/επιθυμία. ~ο: παράπονο. ΑΝΤ. αδικαιολόγητος (1) 3. επάξιος: ~ος: έπαινος. ~η: αναγνώριση/επιτυχία/νίκη. ● ΣΥΜΠΛ.: εναλλακτικό και αλληλέγγυο εμπόριο βλ. εμπόριο ● ΦΡ.: (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους (ΚΔ, λόγ.) & (εσφαλμ.) επί δικαίων και αδίκων: (συνήθ. για κάτι δυσάρεστο) προς όλους ανεξαιρέτως: Η υποψία αιωρείται ~ ~., κοιμάται τον ύπνο του δικαίου βλ. ύπνος, τίμια/δίκαια πράγματα! βλ. τίμιος ● βλ. δίκαια [< αρχ. δίκαιος]

εγώ

εγώ [ἐγώ] ε-γώ προσ. αντων. {εν. γεν. (δυνατός τ.) εμένα/(αδύνατος τ.) μου/(λόγ.) εμού, αιτ. εμένα/μένα/με/(λόγ.) εμέ | πληθ. ονομ. εμείς, αιτ. εμάς/μας· χωρ. κλητ.} & (προφ.) γω: δηλώνει το ίδιο το πρόσωπο που μιλά ή γράφει, για να ξεχωρίσει από το β' και γ' πρόσωπο: -Ποιος είναι; -~. ~ η ίδια σε προειδοποίησα. ~ και οι άλλοι. -Ποιος το έκανε; -Όχι ~.|| (η ονομ. είναι το υποκείμενο για κάθε ρήμα α' πρόσ. και συνήθ. εννοείται) (~) διόρθωσα το κείμενο.|| (εμφατ. ή σε αντιδιαστολή με άλλα πρόσωπα) ~ σε πήρα τηλέφωνο. ~ σου τα 'λεγα, αλλά εσύ δεν με άκουγες! ~ να μείνω μέσα κι εσύ να πας βόλτα; Εμείς σε βοηθήσαμε και όχι αυτός.|| (εμφατ. χρησιμοποιούνται μαζί και οι δύο τύποι της αντων.) Μη μου τα φορτώνεις εμένα όλα!|| (η γεν. χρησιμοποιείται ως κτητ. επίθ. ή ως β' όρος σύγκρισης) Τα παπούτσια μου πάλιωσαν. Είναι μεγαλύτερός μου/από εμένα.|| (η γεν. κ. αιτ. συντάσσονται με ρήμα ή πρόθεση, ή βρίσκονται κοντά σε επίρρημα) Μου έγραψε. Τηλεφώνησέ μου. Άσε με. Φύλαξέ μου το/φύλαξέ το μου. Εκτός/πλην εμού. Για μας. Δίπλα/κοντά/μαζί μου.|| (οικ.) Τι μου γίνεσαι/μου κάνεις; Έλα μου! Βλ. ημείς, ημών. ● ΦΡ.: εγώ είμαι εγώ κι εσύ είσαι εσύ: είμαστε διαφορετικοί μεταξύ μας., εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω (προφ.): κανένας δεν προσέχει αυτά που λέω, ιδ. ο συνομιλητής: Δεν σου είπα να θυμηθείς να πληρώσεις τον λογαριασμό; Μου φαίνεται ~ ~. ΣΥΝ. φωνή βοώντος εν τη ερήμω, εμείς κι εμείς (προφ.): μονάχα εμείς οι γνωστοί και συνήθ. λίγοι, σε στενό κύκλο: Ήμασταν/μείναμε ~ ~., κατ' εμέ (λόγ.): κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου: ~ ~ είναι αριστούργημα., εγώ να δεις! βλ. βλέπω, είπα κι εγώ βλ. λέω, εμένα μου λες βλ. λέω, εμένα που με βλέπεις βλ. βλέπω, μακριά από μας/απ' εδώ βλ. μακριά, να 'μαι κι εγώ βλ. είμαι, ξέρω γω βλ. ξέρω, ξέρω κι εγώ/(που θες να) ξέρω εγώ/'γω;/! βλ. ξέρω, ποιος μου λέει (εμένα) βλ. λέω ● βλ. υμών [< αρχ. ἐγώ]

έδρα

έδρα [ἕδρα] έ-δρα ουσ. (θηλ.) {εδρ-ών} 1. τόπος ή κτίριο όπου λειτουργεί ή στεγάζεται μόνιμα η διοίκηση Αρχής ή νομικού προσώπου: η ~ των Ηνωμένων Εθνών/του ΝΑΤΟ. Η νόμιμη ~ της τράπεζας. Η ιστορική έδρα του δήμου ... Το νησί αποτελεί διοικητική ~ του Πανεπιστημίου. Η ~ (: τα κεντρικά γραφεία) της επιχείρησης/του ιδρύματος/του ομίλου. Έχει ως επαγγελματική ~ την οικία της. (για νομικό πρόσωπο) Η καταστατική ~ (: που ορίζεται από το καταστατικό) και η πραγματική ~ (: όπου πράγματι λειτουργεί η διοίκηση).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Επισκοπική ~. Η ~ του Πατριαρχείου (= πατριαρχική ~).|| (προφ.) Επιστρέψαμε στην ~ μας (= στον τόπο διαμονής). Πβ. βάση. 2. (μτφ.) θέση ή αξίωμα δημόσιου λειτουργού σε ένα σώμα· κυρ. καθεμία από τις βουλευτικές θέσεις τις οποίες έχει μια εκλογική περιφέρεια ή κερδίζει ένα κόμμα στις εκλογές· (ειδικότ.-παλαιότ.) θέση καθηγητή σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα: Προκήρυξη για την πλήρωση μιας ~ας τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών. Δικαστική ~. (περιληπτ., το σύνολο των δικαστών σε μια δίκη:) H ~ αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι ... Ο εισαγγελέας της ~ας.|| Κοινοβουλευτική ~. Απόλυτη πλειοψηφία ~ών στη Βουλή. Κατανομή ~ών. Η αναλογικότητα ψήφων-~ών. Το κόμμα έχασε συνολικά ... ~ες.|| Πανεπιστημιακή ~. Πβ. θώκος. 3. ΑΘΛ. το γήπεδο μιας ομάδας· συνεκδ. το σύνολο των οπαδών της που παρευρίσκονται σε αυτό και η ατμόσφαιρα που δημιουργούν κατά τη διεξαγωγή ενός αγώνα, ως παράγοντες που επηρεάζουν την έκβασή του: απόρθητη (: για ανίκητη ομάδα στους εντός του γηπέδου της αγώνες)/ουδέτερη (: που δεν είναι το γήπεδο καμιάς από τις αγωνιζόμενες ομάδες)/φυσική ~. Νικήσαμε/χάσαμε στην ~ μας.|| Γερή/δύσκολη/σκληρή ~.|| (προφ.) Διαιτητής που παίζει/σφυρίζει ~ (: μεροληπτεί υπέρ των γηπεδούχων). 4. βάθρο ομιλητή, δασκάλου, δικαστή, εφοδιασμένο με κάθισμα ή γραφείο: υπερυψωμένη ~. Ο πρόεδρος της Βουλής ανέβηκε στην ~ (πβ. βήμα). Πβ. εξ~, πόντιουμ. 5. (λόγ.) κάθισμα: ανακλινόμενη/περιστρεφόμενη ~. Ενιαία/ξεχωριστή ~-πλάτη πολυθρόνας. ~ που ρυθμίζεται καθ' ύψος. Ηλεκτρονική ανύψωση ~ας. Πβ. θέση. 6. ΓΕΩΜ. καθένα από τα πολύγωνα που αποτελούν την κλειστή επιφάνεια ενός στερεού σχήματος ή τα ημιεπίπεδα μιας δίεδρης γωνίας: τριγωνικές ~ες. Οι ~ες του κύβου.|| Οι ~ες του διαμαντιού. 7. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. πρωκτός· γλουτοί, οπίσθια. Πβ. σφιγκτήρας. 8. (επιστ.) κέντρο: ~ της νόησης είναι ο εγκέφαλος. ● ΣΥΜΠΛ.: η Αγία Έδρα: ΘΡΗΣΚ. το Βατικανό ως τόπος όπου διαμένει και ασκεί την εξουσία του ο πάπας· συνεκδ. οι εκπρόσωποί του. [< ιταλ. la Santa Sede] , πλεονέκτημα/μειονέκτημα έδρας: ΑΘΛ. για περιπτώσεις όπου μια ομάδα είναι γηπεδούχος ή φιλοξενούμενη στον πρώτο από μια σειρά αγώνων, επομένως πλεονεκτεί ή μειονεκτεί, αντίστοιχα, έναντι της αντιπάλου της στην προσπάθεια να συμπληρώσει τον απαιτούμενο αριθμό νικών για πρόκριση σε επόμενη φάση ή κατάκτηση τροπαίου: Διατηρούν το πλεονέκτημα (της) έδρας. ● ΦΡ.: εκτός έδρας 1. ΑΘΛ. στο γήπεδο αντίπαλης ομάδας: νίκη ~ ~. 2. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. μακριά από τον μόνιμο τόπο εργασίας και διαμονής: Μισθωτός που εργάζεται ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ διανυκτέρευση (υπαλλήλου).|| (ως ουσ.) Τα ~ ~. , εντός έδρας: ΑΘΛ. στο γήπεδο που αποτελεί την έδρα της ομάδας: το τελευταίο ~ ~ παιχνίδι. Παίζουμε ~ ~., παρά φύση έδρα & (λόγ.) παρά φύσιν έδρα: ΙΑΤΡ. τεχνητό απεκκριτικό στόμιο στην κοιλιακή χώρα, που δημιουργείται με ειλεοστομία. [< αγγλ. abdominal anus, γαλλ. anus abdominal] [< αρχ. ἕδρα, γαλλ. siège, chaire 6: μτγν. ἕδρα]

εδώ

εδώ [ἐδῶ] ε-δώ επίρρ. & (προφ.) δω κ. 'δω 1. (ως προς αυτόν που μιλά) σε αυτόν τον χώρο, τόπο, σε αυτό το σημείο: ~ μένω. Είναι κανείς ~; Έχει υγρασία ~ κάτω. Τι γίνεται ~ πέρα; Κάπου ~ γύρω θα 'ναι. Ελάτε λίγο πιο ~ (= κοντά· πβ. παραδώ). Δεν είμαι (= δεν κατάγομαι, δεν κατοικώ) από ~. Έρχεται/κοίταζε προς τα ~. Όπως λέμε εμείς ~ στην ... Αν βρεθείς κατά δω ...|| (συνήθ. με ανάλογη κίνηση του χεριού) Να σας συστήσω: από ~ η μητέρα μου, από ~ ο/η ...|| (ως επίθ.) Σύμφωνα με την ~ παράδοση (πβ. τοπική). Η ~ ζωή (= η επίγεια).|| (Όταν δεν γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομα κάποιου) Ο κύριος από ~ ζήτησε ...|| (σε ιστοσελίδα) Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ ~.|| (παλαιότ. σε στερεότυπη εισαγωγική έκφραση ραδιοφωνικών συνήθ. εκπομπών) ~ ραδιοφωνικός σταθμός ... (ΙΣΤ.) ~ Πολυτεχνείο.|| (συνήθ. στο τηλέφωνο:) ~ Πέτρος, μπορώ να μιλήσω με ...;|| Το λάθος ~ έγκειται. ~ φτάσαμε, να αμφισβητούμε τα αυτονόητα. ΑΝΤ. αλλού (1), εκεί (1) 2. (προηγείται η δεικτική αντων. αυτός, -ή, -ό) για έμφαση: αυτός ~ ο δίσκος. Αυτή ~ η πόλη. Αυτό ~ το κείμενο. ● ΦΡ.: άκου εδώ: για να δηλωθεί έκπληξη, εκνευρισμός, θυμός ή όταν κάποιος θέλει να μιλήσει σοβαρά: ~ ~ ερώτηση/λογική!|| ~ ~ που σου μιλάω κι άσε τα παιχνίδια!|| ~ ~ φίλε, ..., από εδώ και από εκεί & από δω κι από κει & εδώ κι εκεί & μια εδώ και μια εκεί: πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέρος: Ρωτούσε ~ ~ μήπως είχε δει κάποιος το παιδί της. Οι δημοσιογράφοι έτρεχαν ~ ~. Ρούχα πεταμένα ~ ~ (: σκόρπια, σε διάφορα σημεία)., από εδώ και πέρα/και στο εξής/και μπρος & (λόγ.) από τούδε και στο εξής: από τώρα και μετά, από τώρα και στο μέλλον: Σου υπόσχομαι ότι ~ ~ θα τα λέμε πιο συχνά. ΣΥΝ. στο εξής, εδώ είμαι εγώ/εγώ είμαι εδώ (μτφ.): όταν προσφέρεται κάποιος να βοηθήσει: Μην στενοχωριέσαι καθόλου, ~ ~. Ό,τι θέλεις, ~ ~!, εδώ και: για χρονικό διάστημα κατά το οποίο γίνεται κάτι:~~ χιλιάδες χρόνια. ~ ~ (πολύ) καιρό/μήνες ψάχνω για καινούργιο σπίτι., εδώ και τώρα (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι πρέπει να ικανοποιηθεί αμέσως ένα αίτημα: λύση ~ ~!, εδώ που τα λέμε (οικ.): για να αναφερθεί κάτι συνήθ. με ειλικρινή ή εξομολογητική διάθεση: ~ ~, δεν έγινε και τίποτε/καλά έκανε/του χρειαζόταν!, εδώ/εκεί που φτάσαμε: για δήλωση μιας κρίσιμης κατάστασης: ~ ~ δεν γίνεται αλλιώς/δεν μας σώζει τίποτα., είμαι ως/μέχρι εδώ & με έχει(ς) φέρει ως/μέχρι εδώ (μτφ.): (μπορεί να συνοδεύεται με ανάλογη κίνηση του χεριού, συνήθ. ως το μέτωπο) έχω αγανακτήσει, νευριάσει, έχω φτάσει στα όρια της υπομονής, ανοχής μου: Άσε με, ~ ~! Μην αρχίζεις τις ειρωνείες, γιατί ~ ~! Πβ. μπουχτίζω., μέχρι/ως εδώ: για την ώρα, μέχρι στιγμής, προς το παρόν: ~ ~ όλα καλά!, ως εδώ (και μη παρέκει) & (σπάν.) ως εκεί (εμφατ. με επιφωνηματική χρήση): για δήλωση αγανάκτησης για κατάσταση, συμπεριφορά που δεν είναι πλέον ανεκτή: Έκανα υπομονή τόσα χρόνια, αλλά ~ ~. Πβ. δεν πάει άλλο, έφτασε ο κόμπος στο χτένι, φτάνει πια., ως εδώ ήταν: για να δηλωθεί ότι κάτι πρέπει να σταματήσει ή ότι έφτασε στο τέλος του: ~ ~, καιρός να σοβαρευτούμε. ~ ~· σκέφτομαι να αποσυρθώ., από δω παν' κι (οι) άλλοι βλ. άλλος, από δω τον είχα, από κει τον είχα βλ. έχω, εδώ (ο) παπάς, εκεί (ο) παπάς, πού είν'/πού 'ν' ο παπάς; βλ. παπάς, εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος βλ. κόλαση, εδώ θα τα χαλάσουμε βλ. χαλώ, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν βλ. καράβι, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω, εδώ/εκεί πέρα βλ. πέρα, εδώ/εκεί/κάπου γύρω/τριγύρω βλ. τριγύρω, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, μακριά από μας/απ' εδώ βλ. μακριά, όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα βλ. πληρώνω, το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει βλ. φέρνω, τούτος εδώ/'δω βλ. τούτος [< μεσν. εδώ] ΕΔΩ

έλα

έλα [ἔλα] έ-λα (ως επιφών. στην αρχή πρότασης): δηλώνει, ανάλογα με τον επιτονισμό, τρυφερότητα, προτροπή, προσταγή, παράκληση, διαφωνία, ειρωνεία, έκπληξη, επιδοκιμασία: ~ (μου), μην κλαις! ~, καημένε, όλο παραπονιέσαι! ~ για πες μου εκείνο το ανέκδοτο (ΣΥΝ. εμπρός, άντε)! ~ λίγο ακόμα! (στο τηλέφωνο) ~, μ' ακούς; ~, πήγαινε/φύγε τώρα και μην ξαναγυρίσεις. Ελάτε, σας παρακαλώ! Ελάτε, μην είστε υπερβολικοί! ~, καλέ, μην ντρέπεσαι! ~ Χριστέ και Παναγιά/Απόστολε/Κύριε, τι πράμα είναι τούτο (ΣΥΝ. Κύριε Ελέησον, Θεέ και Κύριε, Κύριε των δυνάμεων); ~ μπράβο, καμάρι μου, καλά τους τα 'πες! ● ΦΡ.: (αλλά/αμ/μα/όμως) έλα που/έλα όμως που (εμφατ.): (για δήλωση αντίθεσης, αμφισβήτησης) αλλά, όμως: Είχε δίκιο, αλλά έλα που δεν ήθελα να το παραδεχτώ! Έλα όμως που εγώ δεν καταλαβαίνω! Αμ έλα που κάνεις λάθος! Κανονικά θα έπρεπε να αδιαφορήσω, όμως έλα που δε(ν) γινόταν!, έλα ντε (προφ.) & (οικ.) έλα μου ντε 1. όταν ο ομιλητής συμφωνεί με την απορία ή συμμερίζεται τα συναισθήματα του συνομιλητή του: ~ ~, αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ! ~ ~, πώς δεν το σκέφτηκε; 2. (+ που) δηλώνει αντίθεση με ό,τι ειπώθηκε προηγουμένως: ~ ~ που (= όμως) η ζωή τα έφερε έτσι!, έλα τώρα/δα! (ως επιφών.): δηλώνει, ανάλογα με τον επιτονισμό, παράκληση, αμφιβολία, ειρωνεία: ~ τώρα, καλέ, πες μου! ~ τώρα, μην κάνεις έτσι! ~ τώρα, υπερβολές! ~ τώρα, που δεν σε πειράζει! ~ δα, καημένη, τι φοβάσαι; ● βλ. έρχομαι [< μεσν. έλα, ελάτε]

εξάψαλμος

εξάψαλμος [ἑξάψαλμος] ε-ξά-ψαλ-μος ουσ. (αρσ.) 1. (μτφ.-προφ.) έντονες επιπλήξεις, αυστηρές παρατηρήσεις: ~ του προπονητή στους παίκτες. Πβ. κατσάδα, μάλωμα. 2. ΕΚΚΛΗΣ. περιληπτική ονομασία για τους έξι ψαλμούς που ψάλλονται στην αρχή της ακολουθίας του Όρθρου. ● ΦΡ.: ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο: με επιπλήττουν/επιπλήττω έντονα κάποιον: Άργησε στη δουλειά και άκουσε τον ~ από το αφεντικό (πβ. ακούω τα σχολιανά μου). Του έψαλε ~ (= τον κατσάδιασε). ΣΥΝ. ακούω/ψέλνω/σέρνω σε κάποιον τον αναβαλλόμενο [< μεσν. εξάψαλμος]

-ερία

-ερία (σπάν.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει κατάστημα που προσφέρει κυρ. ροφήματα ή φαγητό: καφετ~ (συχνότ. καφετ-έρια)/τσαγ~ (πβ. -ερί). Σπαγγετ~.

ζώνη

ζώνη ζώ-νη ουσ. (θηλ.) {ζων-ών} 1. ταινία που συγκρατεί ή/και διακοσμεί τα ρούχα, καθώς τυλίγεται και δένεται γύρω από τη μέση και κατ' επέκτ. κάθε ανάλογος ιμάντας που εξυπηρετεί ειδικές ανάγκες ή χρησιμοποιείται για λόγους ασφαλείας: ανδρική/γυναικεία/δερμάτινη/υφασμάτινη ~ (βλ. ζωνάρι, ζωστήρας, λουρί). ~ παντελονιού. Αγκράφα/θήκη/κλιπ/πόρπη ~ης. Βλ. αξεσουάρ.|| Ελαστική ~. ~ αδυνατίσματος/αναρρίχησης/βαρών/εφίδρωσης/κατάδυσης/μασάζ. Πλαστική ~ μεταφοράς. (ΙΑΤΡ.) Ορθοπαιδική ~. ~ κήλης/κοιλιάς. (ΑΘΛ.) Κίτρινη/μπλε ~ (: το χρώμα υποδηλώνει επίπεδο στις πολεμικές τέχνες). (ΕΚΚΛΗΣ.) Ιερατική ~ (βλ. άμφια).|| (σε αυτοκίνητο) Η ~ σώζει ζωές. Βάλε τη ~ σου! Δεν φορούσε ~. (σε αεροπλάνο) Δέστε τη ~ σας πριν από την απογείωση/προσγείωση. Πβ. ~ ασφαλείας. 2. οριοθετημένη περιοχή στην οποία επικρατούν συγκεκριμένες συνθήκες: αλπική/αστική/διαχωριστική/διεθνής/επικίνδυνη/θαλάσσια/κτηνοτροφική/μεσογειακή/οικιστική/ορεινή/παραλιακή/προστατευόμενη ~. Τιμή ~ης ακινήτων. (ΦΥΣ.) ~ ακτινοβολίας. ~ δασών/(ΟΙΚΟΛ.) ειδικής προστασίας. (ΑΘΛ.) ~ επίθεσης. ~ (άμεσης/επείγουσας) προτεραιότητας/φόρτωσης (: στάθμευσης για φορτοεκφόρτωση). Χερσαία ~ λιμένος. ~ εξυπηρέτησης κοινού. ~ εφαρμογής μέτρων. Πάρκα και ~ες πρασίνου.|| (ΓΕΩΛ.) ~ σεισμικής επικινδυνότητας. Σεισμικές ~ες. Βλ. βιο~. 3. χρονικό διάστημα σε τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα: απογευματινή/νυχτερινή/παιδική ~. Βραδινή/πρωινή ~ ενημέρωσης. ~ υψηλής θεαματικότητας (πβ. πράιμ τάιμ). 4. (μτφ.) ανθρώπινο τείχος, κλοιός: Οι αστυνομικοί είχαν σχηματίσει ~ γύρω από το συνεδριακό κέντρο, για να εμποδίσουν τους διαδηλωτές. 5. ΓΕΩΓΡ. τμήμα της Γης μεταξύ δύο παραλλήλων, που χαρακτηρίζεται από ορισμένο κλίμα: (αντ)αρκτική/βόρεια και νότια εύκρατη/τροπική ή διακεκαυμένη ~. Η ~ του Ισημερινού. Κλιματικές ~ες.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Ουράνιες ~ες. ● Υποκ.: ζωνάκι (το), ζωνίτσα (η), ζωνούλα (η): μόνο στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία/Τιμία/Τίμια Ζώνη: ΕΚΚΛΗΣ. της Θεοτόκου., άμυνα ζώνης & ζώνη άμυνας & (αμυντική) ζώνη 1. ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο κ. το μπάσκετ) τακτική σύμφωνα με την οποία κάθε παίκτης που αμύνεται τοποθετείται στο γήπεδο με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτηρεί συγκεκριμένο τμήμα του αγωνιστικού χώρου: Η ομάδα έπαιζε με διπλή ~ ~. Βλ. μαν του μαν. 2. (κυρ. ως ζώνη άμυνας) έκταση, περιοχή στην οποία οργανώνεται η άμυνα μιας χώρας: κοινή ~ ~ για την Ευρώπη. [< 1: αγγλ. zone defense, 1927] , βιομηχανική ζώνη: χωροθετημένη περιοχή με συγκεκριμένες προδιαγραφές για τη λειτουργία βιομηχανικών εγκαταστάσεων: ~ ~ σιδήρου και χάλυβα. Βλ. βιομηχανικό πάρκο., ελεύθερη ζώνη 1. ΟΙΚΟΝ. περιοχή στην οποία η διακίνηση εμπορευμάτων δεν υπόκειται σε τελωνειακούς δασμούς: ~ ~ εμπορίου (συχνότ. ζώνη ελεύθερου εμπορίου)/λιμανιού. 2. τόπος απαλλαγμένος από κάτι: ~ ~ από μεταλλαγμένα/από πυρηνικά όπλα. Πβ. απαγορευμένη ζώνη. [< 1: αγγλ. free zone, 1900] , ζώνη αστεροειδών: ΑΣΤΡΟΝ. περιοχή του ηλιακού συστήματος ανάμεσα στον Άρη και τον Δία, όπου βρίσκονται οι περισσότεροι γνωστοί αστεροειδείς. [< αγγλ. asteroid belt, 1952] , ζώνη ασφαλείας 1. (επίσ.) ιμάντας, κυρ. σε μέσο μεταφοράς, που σταθεροποιεί τον επιβάτη στη θέση του, προστατεύοντάς τον από πτώση ή ξαφνική και βίαιη μετατόπιση: ειδική/παιδική ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτου/οδηγού. Βλ. αερόσακος. 2. ελεγχόμενη και προστατευμένη περιοχή, όπου ισχύουν περιοριστικά μέτρα πρόσβασης: (ΣΤΡΑΤ.) εναέρια/θαλάσσια/χερσαία ~ ~. Αποχώρηση στρατευμάτων από τη ~ ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ρυθμίσεις ~ης ~ (: για το ίντερνετ). [< 1: αγγλ. safety belt 2: αγγλ. security zone] , ζώνη βλάστησης: ΟΙΚΟΛ. που έχει συγκεκριμένη χλωρίδα, η οποία καθορίζεται κυρ. από το υψόμετρο και από βιοκλιματικούς παράγοντες: παραμεσόγεια ~ ~. Βλ. οικότοπος, τούνδρα., ζώνη διέλευσης: ΤΗΛΕΠ. στενή ζώνη συχνοτήτων, μέσα από την οποία το σήμα περνά χωρίς αξιόλογη παραμόρφωση: ~ ~ γραμμής/φίλτρου.|| (γενικότ., στενό πέρασμα:) ~ ~ της οδού., ζώνη ελεύθερων συναλλαγών (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Z, E, Σ): ΟΙΚΟΝ. ενιαία αγορά με καθεστώς ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων, που συγκροτείται από δύο ή περισσότερα κράτη, τα οποία, ωστόσο, δεν υποχρεούνται να έχουν κοινό δασμολόγιο στις εμπορικές σχέσεις τους με τρίτες χώρες. Πβ. ελεύθερο εμπόριο. Βλ. Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών., ζώνη επιτήρησης & επιτηρούμενη ζώνη: οριοθετημένη περιοχή, όπου εφαρμόζονται ειδικά μέτρα ασφαλείας., ζώνη επιχειρήσεων: ΣΤΡΑΤ. περιοχή, συνήθ. σε εμπόλεμη σύρραξη, μέσα στα όρια της οποίας αναπτύσσεται πολεμική δράση. [< γαλλ. zone d'opérations] , ζώνη καινοτομίας: περιοχή που προσφέρεται για την εγκατάσταση επιχειρήσεων και ερευνητικών φορέων με καινοτόμες δράσεις., ζώνη οικιστικού ελέγχου (συντομ. ΖΟΕ): ΟΙΚΟΝ. εργαλείο για τον σχεδιασμό και τον έλεγχο του εξωαστικού χώρου που καθορίζει και θεσμοθετεί τις χρήσεις γης, τους όρους και περιορισμούς δόμησης και τους όρους προστασίας των βασικών υποδομών., ζώνη συχνοτήτων: ΤΗΛΕΠ. περιοχή φάσματος συχνοτήτων μεταξύ δύο οριακών τιμών: ~ ~ από τα οκτακόσια ενενήντα έως τα εννιακόσια δεκαπέντε MHz. Βλ. ευρυζωνικότητα., ζώνη ώρας & ωρολογιακή ζώνη & (σπάν.) ωριαία ζώνη: ΓΕΩΓΡ. καθεμία από τις είκοσι τέσσερις νοητές ζώνες πλάτους 15 μοιρών σε σχήμα γεωμετρικής ατράκτου, στις οποίες χωρίζεται η επιφάνεια της Γης και έχουν συμβατικά την ίδια ώρα: αλλαγή ~ης ~. Χώρες που ανήκουν σε διαφορετικές ~ες ~. ΣΥΝ. ωριαία άτρακτος [< αγγλ. time zone] , θεωρία των ζωνών & θεωρία των ενεργειακών ζωνών: ΦΥΣ. σύμφωνα με την οποία το ενεργειακό διάγραμμα των ηλεκτρονίων που συμμετέχουν στον σχηματισμό δεσμών μεταξύ των ατόμων ενός στερεού, έχει τη μορφή ενεργειακών ζωνών., μεθοριακή/(δια)συνοριακή ζώνη: έκταση κατά μήκος των συνόρων που υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς., μπλε ζώνη 1. (σε πόλη) χώρος στάθμευσης μόνιμων κατοίκων. 2. χαρακτηρισμός περιοχής με υψηλό ποσοστό μακροζωίας., νομισματική ζώνη: ΟΙΚΟΝ. ευρύτερη περιοχή (σε σύνολο χωρών) στην οποία οι συναλλαγές γίνονται με καθορισμένο κοινό νόμισμα., πράσινη ζώνη 1. ανοιχτή έκταση γύρω από πόλη, όπου απαγορεύεται η δόμηση. 2. (κ. με κεφαλ. Π, Ζ) περιοχή εμπόλεμης χώρας που ανακηρύσσεται από τον ΟΗΕ ουδέτερη και προστατευόμενη., στρατιωτική ζώνη: ΣΤΡΑΤ. οριοθετημένη έκταση που κατέχεται από στρατιωτικές δυνάμεις: κλειστή ~ ~., τελωνειακή ζώνη: ΟΙΚΟΝ. που βρίσκεται στη δικαιοδοσία των τελωνείων: ~ ~ (αερο)λιμένα. Είδη που εξάγονται σε ελεύθερη ~ ~ (= χωρίς δασμούς)., υγειονομική ζώνη: επιτηρούμενο όριο για την απομόνωση περιοχής, στην οποία έχει εκδηλωθεί επιδημία, και την προστασία των υπολοίπων: ~ ~ προστασίας προσφύγων. [< γαλλ. cordon sanitaire] , αιγιαλίτιδα ζώνη βλ. αιγιαλίτιδα, ακόρεστη ζώνη βλ. ακόρεστος, αντιπυρική ζώνη βλ. αντιπυρικός, απαγορευμένη ζώνη βλ. απαγορευμένος, αποκλειστική οικονομική ζώνη βλ. οικονομικός, αποπυρηνικοποιημένη ζώνη βλ. αποπυρηνικοποιημένος, αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη βλ. αποστρατιωτικοποιώ, γκρίζες ζώνες/περιοχές βλ. γκρίζος, εμπόλεμη ζώνη βλ. εμπόλεμος, ευέλικτη ζώνη βλ. ευέλικτος, εύρος ζώνης βλ. εύρος, ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη βλ. ζωδιακός, ζώνη αγνότητας βλ. αγνότητα, ζώνη κορεσμού βλ. κορεσμός, ζώνη του ευρώ βλ. ευρώ, ζώνη του λυκόφωτος βλ. λυκόφως, ζώνη του πυρός βλ. πυρ, κατοικήσιμη ζώνη βλ. κατοικήσιμος, κόκκινη ζώνη βλ. κόκκινος, λευκή ζώνη βλ. λευκός, μαύρη ζώνη βλ. μαύρος, μικτή ζώνη βλ. μικτός, νεκρή ζώνη βλ. νεκρός, ουδέτερη ζώνη βλ. ουδέτερος, παράκτια ζώνη βλ. παράκτιος, συνορεύουσα ζώνη βλ. συνορεύει, σφαίρα/ζώνη επιρροής βλ. επιρροή ● ΦΡ.: χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση βλ. χτύπημα [< αρχ. ζώνη, γαλλ.-αγγλ. zone, γαλλ. ceinture, αγγλ. band, belt]

θέλω

θέλω θέ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θέλ-εις (προφ.) θες, -ει, -ουμε (λαϊκό) θέμε, -ετε (λαϊκό) θέτε, -ουν(ε) (λαϊκό) θένε | θες κ. θέλε, θέλετε | ήθελα, θέλησα, να/θα θελήσω | ηθελημένος, θέλ-οντας} 1. έχω την επιθυμία, εκφράζω την πρόθεση για κάτι: ~ να σου πω κάτι. Θα μιλάω όπως ~ (πβ. γουστάρω)! Δεν ~ να με δει/να ενοχλώ/να θυμάμαι. Ό,τι θες/θελήσεις θα το 'χεις. Κάνε/πράξε ό,τι/όπως θες, δεν με νοιάζει. Φάε όσο ~εις/θες. Λέγε, τι θες; Όποιος ~ει, ας/μπορεί να έρθει. Παίρνει πάντα αυτό που ~ει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. ~ να πάω διακοπές/να φύγω. Αν ~εις/θες να είσαι σίγουρος, ρώτα. Κανέναν δεν πιέζουμε, αν δεν το ~ει. Αν ~ήσει να μιλήσει, θα μάθουμε αρκετά. Δεν ξεκουράζεται όσο θα ήθελε.|| (ως έκφρ. ευγενείας) Ένα ποτηράκι κρασί θα το ήθελα. Δεν θα ήθελα να μας δουν μαζί. Ήθελα να ξέρω (: αναρωτιέμαι), δεν κουράζεται ποτέ; Αν ~εις, ρίχνεις μια ματιά κι εδώ (: αν έχεις την καλοσύνη); ~ετε κάτι άλλο; Πώς ~ετε τον καφέ σας (= πώς τον προτιμάτε); Θα ~ατε κάτι; Τι θα ~ατε; Ποιος θα ήθελε να με βοηθήσει;|| (ευχετ.) Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά .../να είχα γίνει γιατρός (: μακάρι). ΣΥΝ. επιθυμώ 2. προσπαθώ, επιδιώκω: Κάτι ~ει να κρύψει. ~ει τα λεφτά της, δεν την αγαπά. ~ει να πετύχει οπωσδήποτε/την επιτυχία (= έχει στόχο· βλ. προσβλέπω). Εγώ να βοηθήσω ήθελα μόνο. Δεν ήθελα να σε προσβάλω (= δεν είχα σκοπό). Τι ήθελε να πει μ' αυτό (= τι υπονοούσε); Τον έσπρωξα, χωρίς να το ~ (= άθελά μου, ακούσια). Θέλησαν (= επιχείρησαν) να τον απομακρύνουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πβ. επιζητώ, σκοπεύω. 3. ζητώ ή απαιτώ: Το μόνο που ~ από σένα είναι αγάπη. Δεν ~ υπερβολές. Πβ. γυρεύω.|| (επιτατ.) ~ μια απάντηση/διαζύγιο/δουλειά/εκδίκηση. Πες μου την αλήθεια, ~ να ξέρω. Αν ~εις πόλεμο, θα τον έχεις. Η μόδα ~ει τις γυναίκες αδύνατες/με καμπύλες. Προβλήματα που ~ουν επειγόντως λύση. Πβ. αξιώνω. 4. έχω ανάγκη, χρειάζομαι: ~ αγάπη. ~εις λούσιμο. Τώρα ~εις ξεκούραση, για να γίνεις εντελώς καλά. Το φαγητό ~ει αλάτι. Το πράγμα δεν ~ει σκέψη. Τα ρούχα ~ουν πλύσιμο. Τα φυτά ~ουν φροντίδα. Αν θες βοήθεια, πες το.|| (απρόσ.) ~ει πολύ ακόμη, για να ξημερώσει. ~ει διάβασμα/δύναμη/θάρρος/καιρό/κόπο/κότσια/χρόνο (για) να ... (= απαιτείται). 5. αποδέχομαι: Αφού σου το εξήγησα, γιατί δεν θες να το καταλάβεις (= δεν λες); Δεν ~ει να το πιστέψει. Θα θελήσει να σου κάνει το χατίρι (: θα συναινέσει, θα συγκατατεθεί); Οι γονείς της δεν τον ήθελαν (ενν. για σύζυγο της κόρης τους).|| (μτφ.) Η μηχανή δεν ~ει να πάρει μπρος (πβ. δεν εννοεί να). 6. αναζητώ, ψάχνω κάποιον: Ποιον θα ~ατε/~ετε; Σας ~ουν στο γραφείο/τηλέφωνο (= σας ζητούν). 7. ποθώ: Σε ~ πολύ! Δεν σε ~ πια (= δεν σ' αγαπώ). 8. θεωρώ, ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα: Δεν είμαι τόσο ανόητος, όσο με ~ουν κάποιοι.θέλει (προφ.): ευνοεί: Άμα σε ~ το ζάρι/η τύχη, δεν έχεις κανέναν ανάγκη (= σε πάει). Τη ~ το κοινό (: την αποδέχεται, την αγαπά). Τη ~ ο φακός (: έχει φωτογένεια). ● Ουσ.: θέλω (τα): οι επιθυμίες κάποιου: τα ~ της καρδιάς. Κάντε τα ~ σας πραγματικότητα! Βλ. πρέπει (τα). ● ΦΡ.: (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός (προφ.): για πλήρη άρνηση, αποδοκιμασία μιας άδικης κατάστασης: Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον θέλει ~., (δε) θες να ...; (προφ.): έκφρ. ανησυχίας ή φόβου: Πολύ αργεί, ~ ~ του συνέβη κάτι (= λες να, μήπως);, (και) τι θες να (σου) κάνω; (οικ.): για δήλωση αδιαφορίας ή αδυναμίας να βοηθήσουμε κάποιον: Έτσι είν' η ζωή, ~ ~;|| Αρρώστησες. Ωραία κι εγώ τι ~ ~;, (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω;: έκφρ. άγνοιας δηλωμένης με δυσαρέσκεια, πώς περιμένεις να το γνωρίζω: Αν αυτός ήταν άρρωστος, ~ ~;, ... δεν ήθελες; (ειρων.): σε κάποιον που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες της συνήθ. παράλογης επιθυμίας του ή των υψηλών προσδοκιών του: Μεγαλεία ~ ~, λούσου τα τώρα!, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! (συνήθ. ειρων.): προς δήλωση μεγάλης επιθυμίας· για κάτι που γίνεται δεκτό με μεγάλη χαρά, χωρίς αντίρρηση: Δέχτηκε αμέσως την πρόταση, ~ ~., αν θέλει ο Θεός: αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: ~ ~, θα νικήσουμε/θα φύγουμε αύριο. ΣΥΝ. Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν θέλεις/θέλετε & (προφ.) αν θες: κειμενικός δείκτης που σχετικοποιεί ή επιτείνει τον ισχυρισμό του ομιλητή: Αυτό που λες είναι αυθαίρετο ή, ~ ~εις, παρακινδυνευμένο. Πρόκειται για λάθος, ή ~ ~, για γκάφα ολκής., αν θέλω λέει! & αν ήθελα λέει!: (προφ.-εμφατ.) για να δηλωθεί ενθουσιώδης αποδοχή πρότασης, με μεγάλη μου χαρά: -Θέλεις να έρθεις μαζί; -~ ~ (= ευχαρίστως)!, δε(ν) θέλει (και) πολύ (για) να (προφ.): για κάτι συνήθ. δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη: ~ ~ γίνει το κακό!, δε(ν) με θέλει! (προφ.): είμαι άτυχος: Δεν είναι η μέρα μου, ~ ~ καθόλου/με τίποτα! Μου φαίνεται δεν σε ~ η τύχη σήμερα!, δεν (το) ήθελα: για δήλωση ακούσιας πρόκλησης βλάβης: Σας πάτησα; συγγνώμη ~ ~! Δεν ήθελα να σε πληγώσω., δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον (προφ.): για να δηλωθεί αποστροφή, αγανάκτηση, οργή απέναντι σε κάποιον: Φύγε, ~ ~ να σε ξαναδώ! Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει., δεν πα να λες ό,τι θες! (προφ.): προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας: Εγώ θα το κάνω, ~ ~ (εσύ)!, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (προφ.): ως προτροπή ή επίπληξη σε κάποιον που δείχνει απροθυμία ή προβάλλει δικαιολογία, προκειμένου να μην κάνει κάτι: Μην μου λες πως δεν μπορείς να κόψεις το κάπνισμα: ~ ~., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)!: προτρεπτικά σε κάποιον να αποδείξει τις ικανότητές του σε μια δύσκολη περίσταση: Τώρα πώς θα ξεμπλέξεις; ~ ~!, έλα που δεν ήθελες! (ειρων.): προς αμφισβήτηση της δήθεν απροθυμίας κάποιου να κάνει κάτι, που τελικά έκανε: ~ ~ να πας (= ήθελες και παραήθελες)! Πβ. τραβάτε με κι ας κλαίω!, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη: για κάτι μοιραίο, υπεράνω των δυνάμεών μας· ήταν γραφτό να γίνει: Πέθανε νέος, ~ ~. Πβ. θέλημα (του) Θεού., θα (ή)θελες! (ειρων.): ως αρνητική απάντηση, αντίδραση σε κάτι που μας ενοχλεί ή με το οποίο διαφωνούμε: - Είμαι καλύτερος από σένα! - (Ναι,) ~ ~!, θέλεις να (μου/μας) πεις/πιστέψω πως/ότι ... (ειρων.): για δήλωση δυσπιστίας σχετικά με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν είχες καμία ανάμειξη/όλα αυτά ήταν τυχαία;, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); (ειρων.): σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα., θέλοντας ή μη/και μη: ανεξάρτητα από τη βούληση κάποιου, είτε το θέλει είτε όχι: ~ ~ θα ζητήσεις συγγνώμη (: θα αναγκαστείς να ...). Πβ. εκών άκων, ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα, θες δεν θες., θέλω κάποιον/κάτι πίσω (προφ.) 1. επιθυμώ επανασύνδεση με ερωτικό σύντροφο: Με άφησε και τον ~ ~! 2. ζητώ, απαιτώ να επαναφέρω στη ζωή μου κάτι που έχασα ή νοστάλγησα: ~ πίσω τη ζωή μου/το σπίτι μου/την πόλη που αγάπησα., θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... (προφ.): για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ: Δεν μ' ενδιαφέρουν οι μεγάλες παρέες, ~ ~ πως θέλω λίγους φίλους και καλούς. Δεν ~ ~ ότι δεν μου φέρθηκαν ευγενικά, απλώς (ότι) ήταν κάπως ψυχροί., θέλω το καλό/το κακό κάποιου: επιθυμώ να ωφελήσω/να βλάψω κάποιον: Σε συμβουλεύω, γιατί ~ το καλό σου (= την ευτυχία σου). Μην τον εμπιστεύεσαι, ~ει το κακό σου., Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, εφόσον οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές: ~ ~ αύριο θα ταξιδέψουμε. ΣΥΝ. αν θέλει ο Θεός, θες ... θες (προφ.): σε διαζευκτική σύνδεση προτάσεων για τη δήλωση αμφιβολίας ή αδιαφορίας ως προς το ποια πιθανότητα ισχύει: ~ η δουλειά, ~ τα παιδιά, δεν πήγα να τη δω. ΣΥΝ. είτε ... είτε, ή ... ή, πες ... πες., θες δε(ν) θες ... (προφ.): είτε το θέλεις είτε όχι· που θα συμβεί ανεξάρτητα από την επιθυμία κάποιου: Τα χρόνια περνάνε ~ ~. ~ ~ θα έρθω! Θα το κάνεις ~ ~ (= με το ζόρι, με το στανιό)! Σιγά σιγά, ~ ~ συνηθίζεις. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα;: απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς., και θέλω και δεν θέλω (προφ.): για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: ~ ~ να τον δω. Θέλεις να πας; ~ ~., και ό,τι ήθελε προκύψει: έκφραση που δηλώνει αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη μιας κατάστασης: Πάμε ~ ~ (: ας γίνει ό,τι θέλει)! Πβ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!, κάνω κάποιον ό,τι θέλω (προφ.): κάνω κάποιον να υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές μου: Η γυναίκα/η κόρη του τον ~ει ό,τι ~ει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, παίζω στα δάχτυλα., με το έτσι θέλω (προφ.): αυθαίρετα, χωρίς να δίνεται λογαριασμός σε κανένα: Τους επέβαλε τη θέλησή της/τις συνήθειές της ~ ~., ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει: (για πρόσ.) έχει/δεν έχει σαφείς επιθυμίες, ξεκάθαρους στόχους: ~ει τι ~ει από τη ζωή της. Δεν ~εις τι ~εις, μου φαίνεται!, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, παθητικής αποδοχής αυτού που πρόκειται να συμβεί, ακόμα κι αν είναι αρνητικό: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ~ ~ (= σκοτίστηκα). Θα της μιλήσω ανοιχτά κι ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ό,τι θέλει λέει (προφ.): για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής: Τρελός είναι, ~ ~. Άστον να λέει ό,τι θέλει! Ό,τι θες λες, μου φαίνεται, πού να βρω τέτοια ώρα περίπτερο ανοιχτό;, όπως θες/θέλεις: συγκαταβατική αποδοχή της επιθυμίας κάποιου: - Θέλω να φύγουμε! - ~ ~. Πβ. με γεια σου, με χαρά σου.|| Όπως θέλετε (= αγαπάτε, προτιμάτε)., ποιος δεν θα ήθελε: για κάτι που αναμφισβήτητα θα το επιθυμούσε ο καθένας: ~ ~ ένα τόσο όμορφο σπίτι; ~ ~ ν' αγαπιέται από αυτόν που αγαπάει;, πολύ θα το ήθελα, αλλά ...: ως ευγενική απόρριψη πρόσκλησης ή πρότασης: -Θέλεις να με συνοδέψεις; -~ ~ πρέπει να διαβάσω., πώς θα ήθελα ...!: για έκφραση έντονης επιθυμίας· μακάρι: ~ ~ μία σοκολάτα/να είχα σπίτι στο βουνό!, πώς το θες; (οικ.-ειρων.): ως αρνητική απάντηση σε παράλογη, κατά τη γνώμη μας, απαίτηση ή πρόταση κάποιου να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση: -Θα μπορούσες να πας αντί για μένα; -Ναι, αμέ, ~ ~ (: θες τίποτ' άλλο); Πβ. δε(ν) σφάξανε!, τα 'θελε και τα 'παθε & τα θέλει και τα παθαίνει & ήθελέ τα κι έπαθέ τα (προφ.): είναι υπεύθυνος για αυτό που του συνέβη: Μη στενοχωριέσαι γι' αυτόν, ~ ~., τα θέλει (μειωτ.): για άτομο, συνήθ. γυναίκα, που είναι δεκτικό σε ερωτοτροπίες και ερωτικές προτάσεις ή και τις επιδιώκει., τα 'θελες και τ' άκουσες (οικ.): εσύ φταις που σου μίλησαν άσχημα: -Γιατί θύμωσε; Απλώς του είπα ότι έχει παχύνει. -Ε κι εσύ ~ ~, δεν τα λένε αυτά., τι (το) (ή)θελα .../τι ήθελα (και/να) ...; (προφ.): μετανιώνω που είπα ή έκανα κάτι: Τι το 'θελα (και πήρα/να πάρω) το κινητό; Τώρα δεν με αφήνουν στιγμή ήσυχο! Τι (το) ήθελα και μίλησα/να μιλήσω;, τι άλλο θέλεις; (οικ.): προς δήλωση θαυμασμού για την τύχη κάποιου ή αγανάκτησης προς άτομο ανικανοποίητο: Άντε θα πας και στο εξωτερικό! ~ ~; ΣΥΝ. ποιος τη χάρη σου!|| ~ ~ να γίνει δηλαδή; ~ ~ πια, όλα σου τα 'χω δώσει., τι θέλει αυτός εδώ; (προφ.): για κάποιον που η εμφάνισή του προκαλεί έκπληξη ή δυσαρέσκεια: (Καλά) ~ ~; Πώς τον αφήσατε και μπήκε;, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! (προφ.): για δήλωση παραίτησης από κάποια υπόθεση που θεωρείται μάταιη ή αδιαφορίας, όπως και για εισαγωγή συμπεράσματος που το θεωρεί κάποιος αδιαμφισβήτητο: ~ ~, έτσι είν΄ η ζωή! Πβ. τι να πω., το θες πολύ; (οικ.-ειρων.): ως απάντηση σε εξωπραγματική απαίτηση., τώρα τι θες;: προς δήλωση εκνευρισμού, ενόχλησης από κουραστική συμπεριφορά ή επαναλαμβανόμενη απαίτηση ή προσπάθεια επαναπροσέγγισης: Ε, και ~ ~; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια, ~ ~;, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω βλ. άνδρας & άντρας, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, έτσι σε θέλω βλ. έτσι, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, θέλει (και) ρώτημα; βλ. ρώτημα, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, θέλει ζουρλομανδύα/του χρειάζεται ζουρλομανδύας βλ. ζουρλομανδύας, θέλει μια μπάλα μόνος του βλ. μπάλα, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει βλ. άγιος, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει βλ. ακούω, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, το καλό που σου θέλω βλ. καλό, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος ● βλ. ηθελημένος [< αρχ. ἐθέλω, θέλω]

-ίδιο

-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.

καθίστρα

καθίστρα κα-θί-στρα ουσ. (θηλ.): μόνο στη ● ΦΡ.: (είναι) της Αγίας Καθίστρας (προφ.-ειρων.): ημέρα αργίας, τεμπελιάς. [< μτγν. καθίστρα 'κάθισμα']

κατάρα

κατάρα κα-τά-ρα ουσ. (θηλ.) 1. φράση που δηλώνει επιθυμία να πάθει κάποιος κάτι κακό, συχνά με επίκληση υπερφυσικής δύναμης: βαριά ~. Η ~ της έπιασε (= πραγματοποιήθηκε). Την ~ μου να 'χει! Εκστομίζει ~ες.|| (ως επιφών.) ~ (σ)τη στιγμή/(σ)την ώρα που ... (= ανάθεμα)! Βλ. ευλογία. 2. (μτφ.) συμφορά, δυστυχία: η ~ του πολέμου (πβ. μάστιγα). Η χαρτοπαιξία είναι ~. Κάποια ~ τον βαραίνει/βρήκε. ~ έπεσε στο ... Τι ~ είν' αυτή να μη στεριώνει πουθενά! Είναι κατάρα και ευχή μαζί. Βλ. ευτυχία. ● ΦΡ.: γυρίζει σαν την άδικη κατάρα (προφ.): περιφέρεται άσκοπα., ευχή και κατάρα 1. για κάτι που έχει θετικές και αρνητικές πλευρές: Η δόξα/ομορφιά είναι ~ ~ (μαζί). 2. (προφ.) για να δηλωθεί εντολή επιτακτική και δεσμευτική για τον αποδέκτη της: ~ ~ σου αφήνω/δίνω, μην ασχοληθείς ποτέ σου με .../φύγε μακριά!, κατάρα στον λαδέμπορα! βλ. λαδέμπορος [< αρχ. κατάρα]

κοινωνία

κοινωνία κοι-νω-νί-α ουσ. (θηλ.) {κοινωνιών} 1. σύνολο ανθρώπων που καταλαμβάνει μια σχετικά οριοθετημένη περιοχή και ζει κάτω από τις ίδιες περίπου πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες· γενικότ. κάθε ομάδα ατόμων με κοινά στοιχεία, ενδιαφέροντα και το είδος των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους: αγροτική/αναπτυσσόμενη/αρχαία/αστική/δημοκρατική/δυτική/εξελιγμένη/επαρχιακή/ευρωπαϊκή/θρησκευτική/καπιταλιστική/μητριαρχική/μυστική (βλ. μασονία)/πατριαρχική/πλουραλιστική/πολυπολιτισμική/προηγμένη/πρωτόγονη/σοσιαλιστική/συντηρητική/ταξική/τεχνολογική/τοπική (πβ. δήμος)/υπανάπτυκτη/φεουδαρχική/φιλελεύθερη ~. ~ της αγοράς/της γνώσης/του μέλλοντος/(των) δύο ταχυτήτων. Βουδιστικές/μουσουλμανικές/χριστιανικές ~ες. Ανοικτές/κλειστές ~ες (: οι οποίες είναι ή δεν είναι, αντίστοιχα, ανεκτικές στη διαφορετικότητα). Διάρθρωση/εξέλιξη/μέλη/οργάνωση της ~ας. Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής ~ας (της Ακαδημίας Αθηνών). (προφ.) Τι θα πει η ~ (πβ. κόσμος); Βλ. κοινότητα.|| (υβριστ.) Απόβρασμα της ~ας. Βλ. παλιο~. 2. ΖΩΟΛ. ομάδα ζώων με χαρακτηριστική κοινωνική δομή, οργάνωση: η ~ των μελισσών/μυρμηγκιών. Πβ. αποικία.|| (ΟΙΚΟΛ.) Η ~ των φυτών (= φυτο~). ● ΣΥΜΠΛ.: Θεία Κοινωνία & Αγία Κοινωνία: ΕΚΚΛΗΣ. μυστήριο της Χριστιανικής Εκκλησίας κατά το οποίο ο πιστός μεταλαμβάνει το σώμα και το αίμα του Χριστού. ΣΥΝ. Θεία Ευχαριστία, Μετάληψη, κοινωνία (των) πολιτών: ΠΟΛΙΤ. σύνολο κινημάτων, οργανώσεων ή πολιτών, ανεξάρτητων από το κράτος, που έχουν ως σκοπό να μεταβάλουν, μέσω της συλλογικής δράσης, τις κοινωνικές, πολιτικές δομές ή νόρμες σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο. Βλ. ενεργοί πολίτες, κοινωνικό κεφάλαιο, μη κυβερνητική οργάνωση, συμμετοχικότητα., κοινωνία δικαιώματος: ΝΟΜ. η κατάσταση δύο ή περισσοτέρων προσώπων που μοιράζονται ένα δικαίωμα., κοινωνία των δύο τρίτων: που χαρακτηρίζεται από αδικίες και ανισότητες εις βάρος περ. του ενός τρίτου του πληθυσμού., Κοινωνία των Εθνών: διεθνής οργανισμός (1920-1946) που είχε ως στόχο την ανάπτυξη της συνεργασίας και τη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των λαών. Βλ. ΟΗΕ. [< αγγλ. League of Nations, 1917] , μαζική κοινωνία (αρνητ. συνυποδ.): τα μέλη της οποίας συμπεριφέρονται και αντιμετωπίζονται ως μάζα., η υψηλή/καλή κοινωνία: οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις, η κοινωνική ελίτ. Πβ. αριστοκρατία, χάι σοσάιτι. [< γαλλ. la haute/bonne société] , (κοινωνικό) περιθώριο/περιθώριο της κοινωνίας βλ. περιθώριο, αταξική κοινωνία βλ. αταξικός, βιομηχανική κοινωνία βλ. βιομηχανικός, καταναλωτική κοινωνία βλ. καταναλωτικός, κοινωνία κληρονόμων βλ. κληρονόμος, κοινωνία της αφθονίας βλ. αφθονία, Κοινωνία της Πληροφορίας βλ. πληροφορία, κοινωνία του θεάματος βλ. θέαμα, παραδοσιακή κοινωνία βλ. παραδοσιακός ● ΦΡ.: άτιμη/κακούργα κοινωνία! (λαϊκό-συνήθ. ως επιφών.): όταν επιρρίπτονται αόριστα ευθύνες σε άλλους ή ως έκφραση αγανάκτησης., με τι μούτρα/δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία: για κάποιον που ντρέπεται πολύ για κάτι, που νιώθει προσβεβλημένος, κυρ. από τη συμπεριφορά άλλου., έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος [< αρχ. κοινωνία, γαλλ. société]

κοιτάζω

κοιτάζω κοι-τά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κοίτα-ζα, -ξα, κοιτά-ξω, -χτηκα, -γμένος, κοιτάζ-οντας} & κοιτώ & κοιτάω {κοιτ-άς ... | -ιέται, -ώντας} 1. βλέπω, στρέφω τα μάτια μου προς κάποιον/κάτι ή σε συγκεκριμένη κατεύθυνση: ~ αλλού/γύρω μου/δεξιά κι αριστερά/δίπλα/έξω/κάτω/μπροστά/πάνω/πίσω μου/προς το μέρος (κάποιου)/ψηλά. ~ βιαστικά/έντονα/επίμονα/προσεκτικά/στραβά (= στραβο~· βλ. αγριο~)/σχολαστικά. ~ώντας με απορία/μίσος/περιέργεια/φόβο. ~ από την κλειδαρότρυπα/το παράθυρο. Πού/τι ~άς; Σταμάτα να με ~άς έτσι! Κοίτα τι βρήκαμε! Κοίτα ντύσιμο! ~ζε συνέχεια το κινητό/ρολόι του. Με ~ξε από την κορυφή ως τα νύχια (: από πάνω μέχρι κάτω). Ούτε που γύρισε να με ~ξει. Πβ. θωρώ. Βλ. αντικρίζω, ατενίζω, κρυφο~, λοξο~, ξανα~, παρακολουθώ, παρατηρώ.|| ~άει άλλες γυναίκες (: ερωτικά). Βλ. γλυκο~, ξενο~.|| Η μπροστινή πλευρά του κτιρίου ~άει (: έχει θέα) στη θάλασσα.|| (μεσοπαθ.) Όλη την ώρα ~ιέται (: ~ει τον εαυτό του/της) στον καθρέφτη.|| (μεσοπαθ. στον πληθ. με αλληλοπάθεια:) ~ιόμαστε και συνεννοούμαστε. ~ζονταν με αγάπη/στα μάτια. 2. προσέχω, φροντίζω ή μεριμνώ για κάποιον/κάτι: ~ το μωρό/σπίτι (πβ. κρατώ, φυλάω). ~ει το συμφέρον του. Πολλοί ~ουν μόνο την εξωτερική τους εμφάνιση. Σε κάθε παιχνίδι ~ουμε (= στοχεύουμε) να κερδίσουμε. Είναι καιρός να ~ξεις τον εαυτό/τη ζωή σου. Θα ~ξω (= προσπαθήσω) να το στείλω αύριο. Πβ. ενδιαφέρ-, νοιάζ-ομαι.|| (προφ.) Κοίτα να είσαι ευγενικός μαζί τους. 3. ελέγχω, εξετάζω: ~ουμε διάφορες λύσεις για το συγκεκριμένο πρόβλημα. ~ κατάματα (: αντιμετωπίζω με θάρρος) την πραγματικότητα. Πριν φύγεις, κοίταξε αν τα παράθυρα είναι κλειστά. ~ξα (= έψαξα) παντού. Πότε ~ξες για τελευταία φορά την μπαταρία του αυτοκινήτου; Θα το ~ξω προσεκτικά το θέμα σου. Κοίταξέ το με την ησυχία σου. ~ξα (σ)το λεξικό, αλλά δεν βρήκα τη λέξη. ~ξες καλά; Στην ιστοσελίδα που σου είπα ~ξες;|| (ειδικότ. για ασθενή) Να ~ξεις τη χοληστερίνη σου. ● ΦΡ.: (για) κοίτα/κοιτάξτε έναν ... & φάε/φάτε έναν ... (προφ.-ειρων.): ως έκφραση αποδοκιμασίας: ~ έναν μάγκα/πατριώτη!, δεν κοιτάς/κοίτα τα χάλια σου! (μειωτ.): δες τα δικά σου ελαττώματα και όχι των άλλων: Άσε την κριτική και κοίτα ~!, κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό: για οκνηρούς, τεμπέληδες ανθρώπους., κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει!: σε περιπτώσεις που κάποιος θεωρείται ακατάλληλος να πει κάτι: ~ ~ για σπατάλη, αυτός που έδωσε τόσα λέφτα για ένα παντελόνι!, κοιτάζω πίσω (μτφ., συνήθ. με άρνηση): αναλογίζομαι, αναπολώ το παρελθόν: Φύγε και μην ~ξεις ~., τον/την κοιτάει στα μάτια (μτφ.): του/της είναι αφοσιωμένη/ος., (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί βλ. βλέπω, (για) πρόσεξε/κοίταξε καλά! βλ. προσέχω, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) βλ. βλέπω, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, κοίτα το πουλάκι! βλ. πουλάκι, κοιτάει (μόνο) την τσέπη του βλ. τσέπη, ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά βλ. έρως, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! βλ. βλέπω, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια βλ. χαρίζω [< μεσν. κοιτάζω. Παλαιότ. ορθογρ. κυττάζω]

κόπος

κόπος κό-πος ουσ. (αρσ.) 1. καταβολή έντονης σωματικής ή ψυχικής προσπάθειας και η συνακόλουθη κούραση: υποβλήθηκε στον ~. Κατέβαλε (τον) ~ να … Απαιτείται/χρειάζεται ~ (για) να ... Πήγε στράφι/τζάμπα/χαμένος ο ~ μου. Ύστερα από πολύ ~ο κατάφερε να ... Με μεγάλο ~. Με ~ο και αγώνα/θυσίες/ιδρώτα. Χωρίς ~ο δεν γίνεται τίποτε. Οι ~οι της χρονιάς αποδίδουν καρπούς/δικαιώνονται. Aνταμείβομαι για/απολαμβάνω τους ~ους μου. Δεν φείδεται ~ων και εξόδων, προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει. Πβ. κάματος, μόχθος. 2. (προφ.) σωματική ή πνευματική εργασία και η ανταμοιβή της: Δεν πληρώθηκα τον ~ο μου. Πάρε αυτό/κάτι για τον ~ο σου! Πβ. αμοιβή, μισθός. ● ΣΥΜΠΛ.: άδικος/μάταιος κόπος: χωρίς αποτέλεσμα: Είναι ~ ~ να ασχοληθείς σοβαρά με το θέμα. Πβ. ματαιοπονία. ● ΦΡ.: βάζω (κάποιον) σε κόπο & σε φασαρία (συνήθ. με άρνηση και ως έκφραση ευγένειας) (προφ.): προκαλώ σωματική ή και ψυχική κούραση, ταλαιπωρία: Χαίρομαι να σε φιλοξενώ, δεν με ~εις ~. -Να σας φτιάξω έναν καφέ; -Μη σας βάλω ~., κάνω τον κόπο/μπαίνω σε/στον κόπο (συνήθ. με άρνηση και ως έκφραση ευγένειας) (προφ.): προβαίνω σε ενέργεια, αφιερώνω χρόνο για να κάνω κάτι: Μην κάνεις τον ~ να ... Μην μπαίνετε σε ~. Αν δε σου κάνει κόπο, μου φέρνεις ένα ποτήρι νερό; Δεν μπήκες καν στον ~ να με ενημερώσεις., μετά (πολλών/μυρίων) κόπων και βασάνων (λόγ.) & (προφ.) με κόπους και βάσανα/με χίλια βάσανα: με μεγάλη προσπάθεια, με πολλές δυσκολίες και ταλαιπωρίες: Φτάσαμε ~ ~. ~ ~ κατάφερε τελικά να μπει στο Πανεπιστήμιο. Πβ. με (τα) χίλια (δυο) ζόρια., τα αγαθά κόποις κτώνται (λόγ.): απαιτείται προσπάθεια και κούραση, προκειμένου να επιτευχθεί κάτι καλό., αξίζει τον κόπο βλ. αξίζω [< αρχ. κόπος]

κουβέντα

κουβέντα κου-βέ-ντα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. συζήτηση, συνομιλία: καθημερινή/πολιτική/πολύωρη/σύντομη ~. Άρχισε/σταμάτησε η ~. (Έχω) ~ με έναν φίλο. Συνέχισαν την ~ τους. Mε την ~ ξεχάστηκα/η ώρα πέρασε. Δεν είχε όρεξη/ώρα για ~. Από την ~ κατάλαβα ... Από ~ σε ~ έμαθα ότι ... Ήρθε η ~ στο θέμα της ... Την ~ σου είχαμε (= για σένα μιλούσαμε, σε μελετούσαμε). Οι ~ες των μεγάλων/των παιδιών/της παρέας. Πβ. διάλογος. Βλ. ψιλο~. 2. λόγος, λόγια: Δεν έβγαλε/δεν είπε ~. Και πρόσεχε, γι' αυτό που σου είπα (μην πεις) ~ σε κανένα! Πβ. λέξη, μιλιά.|| Υποσχέθηκε να πει μια καλή ~ (= να μεσολαβήσει). Δεν μπορείς να πετάς μια ~ (: να μιλάς υπαινικτικά) και να φεύγεις. Καθαρές (= ειλικρινείς)/μεγάλες/μετρημένες/μισές (= μισόλογα)/παχιές (= πομπώδεις)/περιττές/σταράτες/τυπικές/φιλικές ~ες. ~ες του αέρα (= ανούσιες). Mε τις ~ες δεν γίνεται τίποτα. Βάζεις στο στόμα μου ~ες που δεν είπα. Αντάλλαξαν βαριές/σκληρές ~ες. Τον ήξερα μόνο από ~ες άλλων. Χρειάζεται δράση χωρίς πολλές ~ες. Πείτε μας δυο ~ες για τον ήρωά σας. Βλ. βρομοκουβέντες.|| (κατ' επέκτ.) Δεν είχαν πολλές ~ες μαζί της (: σχέσεις, επαφές). ● Υποκ.: κουβεντούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: συζήτηση/κουβέντα καφενείου βλ. καφενείο, ψιλή κουβέντα/κουβεντούλα βλ. ψιλός ● ΦΡ.: δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα & δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω συζήτηση: δεν υποχωρώ, δεν ανέχομαι κριτική ή αντιρρήσεις: Προσπάθησα να της μιλήσω, αλλά δεν ακούει ~ (= είναι ανένδοτη· βλ. δεν μιλιέται). Δεν δέχεται ~ από κανέναν. Δεν παίρνει ~ για το θέμα. Δεν σηκώνει πολλές κουβέντες., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα (προφ.): για πρόσωπο λιγομίλητο, που προσέχει τι λέει και δεν ανοίγεται εύκολα σε άλλους: Αν πεισμώσει, ~ ~., θα (σου) πω καμιά κουβέντα (απειλητ.): θα μιλήσω άσχημα, θα τα ακούσεις: Άντε φύγε, γιατί ~ ~. Προχώρα, μην πω ~ ~ τώρα., κάνω κουβέντα (προφ.): συζητώ κάτι: Απέφυγε να ~ει ~ για τα σχέδιά της. Μην (το) κάνεις ~ (= μην το αναφέρεις, να μείνει μεταξύ μας)., κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο (προφ.): στην πορεία της συζήτησης: ~ ~, στο τέλος τσακωθήκαμε., μια κουβέντα είπα (προφ.): για να μετριαστεί η βαρύτητα των λεγομένων: ~ ~, πώς κάνεις έτσι (: μη θυμώνεις)!, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον: αρχίζω συνομιλία: Έπιασε/άνοιξε ~ με τους μαθητές/μαζί τους. Μου έπιασε/άνοιξε ~ για βιβλία. Της είχε πιάσει την ~ μέσα στο λεωφορείο., χωρίς (άλλη/καμιά) κουβέντα 1. χωρίς να ειπωθεί κάτι (επιπλέον): Συνέχισε τον δρόμο της, ~ ~. 2. αναντίρρητα: Δέχθηκαν ~ ~ την αλλαγή., χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση & χωρίς πολλές κουβέντες: δίχως καθυστέρηση ή διαφωνία: Απέρριψε την πρόταση ~ ~. Υπέγραψαν ~ ~ το συμφωνητικό., αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση βλ. λόγος, πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα βλ. συζήτηση, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< μεσν. κουβέντα < κομβέντον, κομβέντος < λατ. conventus ‘συνάντηση, συνάθροιση’]

λέω

λέω λέ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λες, λέ-ει, -με, -τε, -ν(ε), έλεγα, είπα (προστ. πες, πείτε κ. πέστε), πει, λέγ-ομαι, λέ-χθηκε (λόγ.) ειπώ-θηκε (λογιότ. ελέ-χθη, -χθησαν, μτχ. λε-χθείς, -χθείσα, -χθέν), λε-χθεί (λόγ.) ειπω-θεί, λέγ-οντας, -όμενος, ειπω-μένος} & (λόγ.) λέγω 1. εκφέρω λέξεις και φράσεις, αρθρώνω φθόγγους: Συγγνώμη, δεν σ' άκουσα, τι είπες; Είπαν (= αντάλλαξαν) βαριές κουβέντες. Έχω κάτι να σου πω (: εμπιστευτώ), αλλά μην το πεις (= αποκαλύψεις, μαρτυρήσεις) σε κανέναν/πουθενά. Πες το μου στ' αυτί/ψιθυριστά. Έφυγε, ~οντας μόνο ένα "γεια". Έχουν ~χθεί τα πάντα. (εμφατ.) ~ει και ~ει ασταμάτητα (πβ. μιλώ). Δεν ξέρει τι ~ει (= ~ει ασυναρτησίες). (ειρων.) Τέτοια λέγε μου, να χαίρομαι!|| Τι έχεις να πεις σε όσους σε κατηγορούν; Πβ. απαντώ.|| ~ τη γνώμη μου (= διατυπώνω, εκφράζω)/ψέματα (= ψεύδομαι). ~ει τις ειδήσεις (= εκφωνεί, παρουσιάζει). Πείτε μου/πέστε μου τι κάνετε/τα νέα σας. Μας είπε (= ανακοίνωσε) την απόφασή του/τα εξής: … Αναγκάστηκε να πει (= ομολογήσει, παραδεχτεί) την αλήθεια.|| Δεν μπορεί να πει (= προφέρει) το "ρο".|| Στο ~ εγώ, θα έρθει (πβ. διαβεβαιώνω)! Τι το λες και δεν το κάνεις; Ό,τι είχα/ήταν να πω το είπα (πβ. δηλώνω). Ό,τι και να πεις, έχεις δίκιο. Αφού σου είπα (= υποσχέθηκα) ότι θα σε βοηθήσω, θα το κάνω. Στο είχα πει (: επαναλάβει) πολλές φορές.|| Το είπε (= μετέδωσε) το ραδιόφωνο.|| ~νε (= κάνουν λόγο) για τα χθεσινά. 2. σκέφτομαι, υπολογίζω· νομίζω, πιστεύω· υποθέτω, φαντάζομαι: ~ να φύγω αύριο (πβ. προγραμματίζω, σκοπεύω, σχεδιάζω). Πάνω που είπα (= αποφάσισα) κι εγώ να σοβαρευτώ ... -Θα έρθεις; -Έτσι ~. Και να πεις πως δεν το περίμεναν! Πες πενήντα τα οδοιπορικά κι εκατό η διαμονή. Πόση ώρα λες να πάρει;|| Εσύ τι λες/τι έχεις να πεις γι’ αυτά; Τι θα πει ο κόσμος; (με αμφιβολία ή απορία:) ~τε να είναι τόσο απλό;|| Αν δεν σε ήξερα, θα έλεγα ότι δεν είσαι (= δεν θα σε έκανα) πάνω από είκοσι. Έτσι όπως είχε ξαπλώσει, έλεγες ότι κοιμάται. Πες πως ήσουν στη θέση μου, τι θα έκανες; Ποιος να (μου) το 'λεγε ότι θα χώριζαν! 3. για παράθεση άποψης, φήμης, γνωμικού, των λόγων κάποιου: (συνήθ. στο γ' πρόσ.) ~νε/~εται ότι/πως ... (πβ. διαδίδεται, μαρτυρείται, συζητιέται, φημολογείται, ψιθυρίζεται). Πολλά ~ονται και ακούγονται γι' αυτό το θέμα. Απ' ό,τι λένε (οι δικοί του) είναι πολύ ώριμος για την ηλικία του. Η παράδοση ~ει (= αναφέρει) ότι ο πύργος ήταν στοιχειωμένος. Στο χωριό μου ~νε: "Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά".|| Όπως ακριβώς είπα/~θηκε και πριν, ...|| (σε ευθύ ή πλάγιο λόγο) Και γυρίζει και μου ~ει: "Έχεις καθόλου λεφτά;" (πβ. ρωτώ). Δεν τη νοιάζει, ~ει. (Μου) είπε να μη χαθούμε. 4. (ειδικότ.) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω: Ο ίδιος ~ει ότι έπεσε θύμα απάτης. Το ~ και το πιστεύω. Είσαι σίγουρος για όσα λες; Σύμφωνα με όσα ~ει σε συνέντευξή της ... Δεν ~/δεν μπορώ να πω ότι το έκανε αυτός/επίτηδες. 5. εισαγωγικά ή παρενθετικά στον λόγο ή σε τυπικές φράσεις για προσέλκυση της προσοχής, έκφραση απορίας, αμηχανίας, δυσαρέσκειας: Δεν μου λες, αύριο έχουμε μάθημα; Για να το πούμε αλλιώς/απλά/καλύτερα, ... Τολμώ να πω ότι την καταλαβαίνω. Συγγνώμη, να πω κάτι (πβ. αναφέρω, επισημαίνω, προσθέτω); Και να πω και κάτι άλλο ... Θα μου επιτρέψετε/πρέπει να πω ... Δεν χρειάζεται/περιττό να πω ότι ... (: για κάτι αυτονόητο, γνωστό). Σου το/στο ~ σαν φίλος, ξέχασέ την.|| (επιτατ., θυμωμένα:) Αυτό που σου ~ εγώ!|| (απειλητ.) Για πρόσεχε τι λες!|| (συγκαταβατικά) Ό,τι πεις εσύ!|| (στερεότυπη φρ. όταν σηκώνουμε το τηλέφωνο) Λέγετε; Λέγετε, παρακαλώ! 6. ονομάζω, αποκαλώ, χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι: -Πώς σε ~νε; -Με ~νε Ειρήνη. ~ομαι ... (: για ονοματεπώνυμο). Πολύ ακατάδεχτη η ... πώς την είπαμε; (: όταν δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου).|| Πώς ~εται αυτό στα Γαλλικά (πβ. μεταφράζω);|| Τον είπε βλάκα μπροστά σ' όλους. (για παρατσούκλι) Στο σχολείο τον ~νε ξερόλα. Εγώ αυτό το ~ κοροϊδία. 7. εννοώ, σημαίνω, δείχνω: (συνηθέστ. στο γ' πρόσ.) Τι θα πει "ελευθερία"; Αν γυρίσει, θα πει πως σ' αγαπάει. Το ότι τον προσκάλεσα δεν θα πει ότι τον συμπαθώ κιόλας.|| Νομίζω αυτό ~ει πολλά για τον χαρακτήρα της. Η φωτογραφία τα ~ει όλα. Το θερμόμετρο ~ει σαράντα βαθμούς Κελσίου. Η πινακίδα ~ει "Απαγορεύεται η αναστροφή". Πάτησε το κουμπί που ~ει στοπ.|| (προφ.) -Τι ώρα λες (: τι ώρα ~ει το ρολόι σου); Τα μάτια σου άλλα ~νε ... 8. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι· προτείνω, συμβουλεύω: Πες του να περάσει. Άσε με ήσυχη, σου είπα! Μην του πεις μόνο για διάβασμα (: να διαβάσει)! Θα σου πω εγώ πότε να σταματήσεις (πβ. καθοδηγώ, υποδεικνύω). Κάνε ό,τι σου ~ει (πβ. διατάζω)!|| Εγώ ~ να πάμε. Θα σου έλεγα να μη βιαστείς. Πες του κι εσύ κάτι! 9. (προφ.) διατυπώνω γραπτώς, αναφέρω: Τι ~νε (= γράφουν) οι εφημερίδες; Η διαθήκη/ο νόμος ~ει (= ορίζει) ... Χρειάζεσαι μία υπεύθυνη δήλωση που να ~ει ότι ... Ένας μεγάλος ποιητής είπε ... 10. προβλέπω, προλέγω: Εγώ το είχα πει από την αρχή. Όταν εγώ στα 'λεγα, εσύ δεν με πίστευες. Πβ. προειδοποιώ. 11. εξηγώ, ερμηνεύω: ~ει (= διαβάζει) τον καφέ/το μέλλον/τη μοίρα/το φλιτζάνι/τα χαρτιά.|| Μπορείς να μου πεις τι σημαίνει ... 12. αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω: Δεν ξέρει να ~ει ανέκδοτα. Πείτε μας πώς τα περάσατε στο ταξίδι. Ακριβώς έτσι έγιναν, όπως τα είπε. Πες μας τι σου συμβαίνει. Πβ. διηγούμαι.|| Ένας απ' τους δυο σας ~ει παραμύθια (πβ. παραμυθιάζω, ψεύδομαι). 13. κουβεντιάζω, συζητώ: Τα ~με πού και πού. Κάτσε να τα πούμε λιγάκι. Για σένα λέγαμε (= μιλούσαμε). Πίνανε και λέγανε τα δικά τους. Τι ακριβώς ~θηκε/~χθη στη γενική συνέλευση;|| Όπως είπαμε (= συμφωνήσαμε), εντάξει; 14. επαναλαμβάνω προφορικά κάτι που έχει ορισμένη μορφή και συνήθ. το έχω αποστηθίσει: ~ ένα ποίημα (= απαγγέλλω)/την προσευχή μου. Θα πει (= τραγουδήσει) κομμάτια από τον τελευταίο του δίσκο. Βλ. λεγάμενος, λέγειν, λεγόμενα, λεγόμενος.λέει (προφ.) 1. (συνήθ. με άρνηση) αξίζει: -Τι ~ το/σαν μαγαζί; - Δεν ~ μία/τίποτα. Η ταινία δεν έλεγε πολλά (πράγματα). Βλ. ψιλο~. 2. για έμφαση, ενίσχυση των λεγομένων: Ξεφαντώσαμε, ~! Αν τον ξέρω, ~; Απ’ έξω κι ανακατωτά. Πβ. δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! 3. ως συμπλήρωμα στην ομιλία, όταν κάποιος δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις: Και μου ζήτησε, ~, να φύγω ~, γιατί ήθελε, ~, να ... Πβ. να πούμε. 4. σε αφηγήσεις ή υποθέσεις: Ήτανε, ~, κάποτε ένας βασιλιάς... Είδα, ~, στο όνειρό μου ότι ...|| Φαντάσου, ~, να ξανασυναντηθούμε μια μέρα. 5. για να δηλωθεί έντονη έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: Ποιος ήταν ~; 6. για λόγο που θεωρείται πρόφαση, δικαιολογία: Δεν ήρθε γιατί, ~ (= δήθεν), είχε δουλειά. Πβ. τάχα. 7. φημολογείται: Ο γιος τους, ~, είχε μπει φυλακή. ● ΦΡ.: ... όπως/που λέει και (προφ.): όταν αναφέρονται τα λόγια κάποιου, αποφθέγματα, παροιμίες ή στίχοι τραγουδιού: Κάθε εμπόδιο για καλό, ~ ~ ο λαός. Όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας, ..., άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν περιγράφεται με λόγια: Είχε γίνει έξω φρενών, φώναζε, έβριζε, άσε ... ~ ~ ακούς! Τα χρώματα του πίνακα είναι μοναδικά, όμως ~ ~ βλέπεις!, ας πούμε (προφ.) 1. για να δοθεί παράδειγμα: Παιδιά που είναι, ~ ~, οκτώ ετών ... Πβ. για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν/χάρη, ξέρω γω. 2. για να εκφραστεί μία υπόθεση: ~ ~ (= ας υποθέσουμε) ότι ψάχνεις για δουλειά ... Πβ. έστω. 3. για να γίνει μία πρόταση: -Πότε να πάμε; -~ ~ την πρώτη του μηνός., ας τα λέμε καλά (προφ.): σχετικά καλά, ως τυπική απάντηση χαιρετισμού: -Τι κάνεις; -Ε, ~ ~..., άστον/άσ' τον να λέει (προφ.): συνήθ. ως προτροπή σε κάποιον να μη δίνει σημασία στα λόγια τρίτου: Άστους να λένε, είσαι η καλύτερη!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος θέλει να συνοψίσει κάτι ή δεν ξέρει τι άλλο να πει: ~ ~ φίλε μου, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση., αυτό θα πει ...! (προφ.): (ως ένδειξη αναγνώρισης, θαυμασμού) αυτό είναι: ~ ~ αγάπη/εξυπηρέτηση/μαγκιά/τύχη!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί παραδοχή, ομολογία ή συμφωνία με κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Είναι ωραίος νέος, αυτό/το σωστό να ~. Η αλήθεια να ~, μαζί της δεν βαριέμαι ποτέ., αφού το λες εσύ & αφού το λέτε εσείς (προφ.): (συγκαταβατικά) για να δηλωθεί αποδοχή της άποψης του άλλου: Ε, ~ ~, έτσι θα 'ναι/κάτι (παραπάνω) θα ξέρεις., για λέγε/πες (προφ.): ως προτροπή για να αφηγηθεί κάποιος κάτι ενδιαφέρον: -Συναντηθήκαμε χθες. -~ ~, ~ ~!, για να μη (σου) πω & μη (σου) πω: παρενθετικά στον λόγο για να προσθέσουμε κάτι, χωρίς να είμαστε απόλυτοι: Ένα από τα πιο σημαντικά, ~ ~ το πιο σημαντικό, είναι ..., για να σου πω (προφ.): (αυστηρά) ως έκφραση δυσφορίας, για να σταματήσει κάποιος να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: Α, ~ ~, μη μου φωνάζεις εμένα! ~ ~, σαν πολύ αέρα δεν πήρες;, δε(ν) λέγεται (προφ.-εμφατ.): δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια: Το τι αγόρασε ~ ~! ~ ~ τι τράβηξα μέχρι να τελειώσω., δε(ν) λέω (προφ.): δεν αντιλέγω, δεν διαφωνώ: ~ ~, η δουλειά είναι δύσκολη, αλλά ..., δεν λέει να 1. (προφ.) για κάτι που δεν συμβαίνει, κυρ. αντίθετα από το επιδιωκόμενο ή το προσδοκώμενο: Αυτή η γρίπη ~ ~ περάσει με τίποτα. Η ώρα περνούσε κι αυτός δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. 2. (νεαν. αργκό) δεν είναι σωστό, πρέπον ή συμφέρον: Θα περιμένω να τον αποχαιρετήσω, ~ ~ φύγω έτσι., δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... & πάλι καλά (να λες) (που): (προφ.) όταν κάποιος προσπαθεί να εστιάσει στις θετικές πλευρές μιας δυσάρεστης κατάστασης: ~ ~ που δεν πάθατε τίποτα! Πβ. ευτυχώς.|| -Άργησες, αλλά τουλάχιστον ήρθες. -Πάλι καλά να λες!, δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί συμφωνία με τα προαναφερθέντα και υπερθεματισμός: Καλά, ~ ~, το μέρος ήταν καταπληκτικό! -Πώς περάσατε χθες, ωραία; -Ωραία ~ ~, τέλεια ήταν! Τυχερή, ~ ~, από θαύμα ζει!, δεν μου λέει τίποτα (προφ.): δεν μου κάνει αίσθηση, δεν το θεωρώ σημαντικό: Το ότι είναι πλούσιος πραγματικά/προσωπικά ~ ~. [< γαλλ. cela ne me dit rien] , δεν σου λέω (οικ.): (με περιπαικτική διάθεση) σε περίπτωση που κάποιος αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι: ~ ~, για να μάθεις! ~ ~, ~ ~, πού ήμουν!, είπα κι εγώ (προφ.): σε περιπτώσεις που ανατρέπονται τα λόγια, οι αρχικές σκέψεις ή εκτιμήσεις κάποιου: ~ ~ με ξέχασες;, είπα ξείπα (προφ.): για αναίρεση προηγούμενης δήλωσης ή υπόσχεσης: -Μα μου είπες πως θα μου το αγοράσεις. -~ ~ (: το παίρνω πίσω).|| (ως ουσ.) Βαρέθηκα τα ~ ~ του., είπες κάτι/τίποτα; (προφ.): με αυστηρό ύφος ή απειλητικά, για να αποθαρρυνθεί κάποιος που εκφράζει αντιρρήσεις, συνήθ. μουρμουρίζοντας ή μιλώντας σιγά: Δεν κατάλαβα. ~ ~;, εμένα μου λες (προφ.): ως έκφραση αμφισβήτησης ή συμφωνίας: (ειρων.) -Συγγνώμη, δεν θα ξαναγίνει. -~ ~!|| -Είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος. -~ ~; Ένας θεός ξέρει τι έχω τραβήξει μαζί του., ένα (μόνο) σου λέω (προφ.-εμφατ.): για προσέλκυση της προσοχής σε αυτό που θα ακολουθήσει: ~ ~ και να το θυμάσαι, τίποτα δεν είναι δεδομένο. (απειλητ.) Ένα μόνο θα σου πω, μη διανοηθείς και ξαναγυρίσεις!, εσύ το λες αυτό/εσύ είσαι που το λες αυτό 1. (προφ.-εμφατ.) αυτή είναι η δική σου άποψη, όχι η δική μου: Εγώ δεν είπα ότι δεν θέλω, ~ ~. 2. (σε ερώτηση) ως έκφραση έκπληξης, απορίας για τα λεγόμενα κάποιου: -Δεν αντέχω άλλο. -~ ~; Νόμιζα ότι σου άρεσε η δουλειά., έτσι λες; (προφ.): αυτό νομίζεις, αυτό πιστεύεις;: ~ ~ ε; Μπορεί να 'χεις και δίκιο ..., έτσι σου είπαν να λες; (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, διαμαρτυρίας για κάτι που ειπώθηκε: -Ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του. -Μπα, ~ ~;, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει (προφ.): (για καλλιτέχνη ή καλλιτεχνική δημιουργία) προτείνει κάτι διαφορετικό, καινούργιο: Η ταινία δεν ~ ~., έχω να (το) λέω (προφ.): εκφράζομαι με τα καλύτερα λόγια για κάποιον ή κάτι: ~ ~ για τη φιλοξενία τους., θα έλεγα (προφ.): κειμενικός δείκτης που τονίζει την υποκειμενικότητα μιας κρίσης: Τα θέματα ήταν αρκετά εύκολα, ~ ~ (= κατά τη γνώμη μου).|| (επιτατ.) Η αύξηση είναι σημαντική, εντυπωσιακή ~ ~ (= τολμώ να πω). Πβ. αν θέλεις/θέλετε., θα μου πεις ... (προφ.): (παρενθετικά στον λόγο) ως έκφραση άποψης, σκέψης ή πιθανής εξέλιξης: Κάθε αρχή και δύσκολη, θα μου πεις., θα σου 'λεγα (τώρα) (προφ., συνήθ. με θυμωμένο ύφος): για μετριασμό των λεγομένων ή αποσιώπηση βαρύτερων χαρακτηρισμών και λόγων: ~ ~ καμιά κουβέντα, έχε χάρη όμως που ... ~ ~ τίποτα για το σόι σου, αλλά ... Πβ. τι του λες/τι να του πεις τώρα;, θα τα πούμε (προφ.) 1. ως έκφραση αποχαιρετισμού: Πολλά φιλιά, ~ ~ (από κοντά/σύντομα/την Τρίτη). Πβ. τα λέμε. 2. (απειλητ.) θα λογαριαστούμε, αναμετρηθούμε: Εμείς (οι δύο) ~ ~ στο γήπεδο/δικαστήριο., και πάει λέγοντας (προφ.): και ούτω καθεξής: Το νέο νομοσχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις, απεργίες, διαμαρτυρίες ~ ~. ΣΥΝ. και τράβα κορδέλα/κορδόνι, και τι δεν είπε (εμφατ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι ειπώθηκαν πολλά: ~ ~ για τον διευθυντή, ότι τους καταπιέζει, ότι τους εκμεταλλεύεται, ότι ..., καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες (προφ.): για επιβεβαίωση της κρίσης κάποιου άλλου: ~ ~ να μην ανακατευτώ, αλλά πού μυαλό! Καλά μου είπανε πως είναι απατεώνας., καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε (προφ.): για να δηλωθεί συμφωνία με τα λεγόμενα κάποιου: (Πολύ) καλά τα λες, αλλά ποιος σ' ακούει; Ακριβώς έτσι έγινε, φίλε, σωστά τα λες. Ναι, ναι, (έτσι) όπως τα λέει είναι ..., κάτι έλεγες ...; (προφ.-ειρων.): όταν τα λόγια κάποιου αντιτίθενται στις πράξεις του ή γενικότ. δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα., κάτι μας είπες (τώρα)! (προφ.-ειρων.): για κάτι γνωστό, αυτονόητο: -Τόσο καιρό μας έλεγε ψέματα. -Χαίρω πολύ, ~ ~! Πβ. τι μας λες (τώρα);, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... (προφ.): διαισθάνομαι ή προαισθάνομαι κάτι: Κι όμως εμένα ~ ~ θα τον ξαναδώ. [< γαλλ. quelque chose me dit que] , κάτι μου λέει (προφ.): μου θυμίζει κάτι: ~ ~ το όνομά του, αλλά δεν είμαι σίγουρη.|| Η φωτογραφία δεν μου λέει κάτι/τίποτα. [< γαλλ. me dit quelque chose] , λέγε λέγε/πες πες (προφ.-εμφατ.): σε περιπτώσεις που λέγεται κάτι συνεχώς και επίμονα σε κάποιον: ~ ~ στο τέλος τον έπεισαν. Πβ. λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει., λέγε με ... & μπορείς να με λες (προφ.): (ακολουθεί κύριο όνομα ή ουσιαστικό) να με αποκαλείς, φωνάζεις ..., όταν θέλει κάποιος να δημιουργήσει κλίμα οικειότητας ή, ειρων., για τον ίδιο του τον εαυτό: Από 'δω και πέρα ~ ~ απλώς/σκέτο Μαρία.|| Τελικά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το φτιάξω, ~ ~ και μάστορα!, λέμε τώρα (προφ.-ειρων.): που λέει ο λόγος: Καλά είμαι, ~ ~. Υποσχέσεις για ένα καλύτερο, ~ ~, μέλλον., λες κ(α)ι (προφ.): σαν να: Το θυμάμαι ~ ~ ήταν χθες! Δεν μπορούσε να μιλήσει, ~ ~ κάτι του 'φραζε το στόμα. Πβ. θαρρείς και., λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου: δηλ. χωρίς να ακούγομαι: Είπε ~ του (: σιγανά, σιωπηλά, χαληλόφωνα) μια προσευχή. Όλα θα πάνε καλά, είπε ~ της (: σκέφτηκε, συλλογίστηκε). Αν έχεις κάτι να πεις, μην το λες ~ ~ σου (= πες το δυνατά, φωναχτά). Βλ. μουρμουρίζω, ψιθυρίζω., μα τι λέω & τι λέω (προφ.) 1. όταν κάποιος διορθώνει ή ενισχύει τα λεγόμενά του: Μέρες έχω να γράψω, ~ ~, μήνες. 2. (ειρων.) ως έκφραση αυτοθαυμασμού: ~ ~, ο άνθρωπος!, μας τα 'παν κι άλλοι (προφ.): για κάτι που έχει ειπωθεί πολλές φορές και δεν προκαλεί πλέον εντύπωση: Άσε/αυτά ~ ~!, μη μου πεις ότι ... (προφ.): για να προκαταλάβουμε τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν σου άρεσε/δεν σκέφτεσαι κι εσύ το ίδιο. ~ ~ ξαφνικά άλλαξες γνώμη!, μη μου το λες/μη μου πεις .../τι μου λες! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης ή ειρωνείας: -Τα 'μαθες; Παντρεύεται! -Όχι, καλέ, ~ ~!|| (ειρων.) Μη μου το λες, γιατί θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει. Πβ. τι λες/είπες (τώρα)!, μην το λες (προφ.): για να μετριαστεί η απολυτότητα των λεγομένων κάποιου: -Αποκλείεται να περάσει στις εξετάσεις. - Μπα, ~ ~, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται., μου λες/σου λέει (οικ.): αμφισβητώντας την ορθότητα των λεγομένων των άλλων: Και μετά ~ ~ κάνε παιδιά/φίλους., να μη με λένε (προφ.-εμφατ.): (ως απόδοση υπόθεσης) ως διαβεβαίωση προς τον συνομιλητή ότι θα κάνουμε κάτι οπωσδήποτε: Αν δεν έχω κόψει το κάπνισμα μέχρι το καλοκαίρι, ~ ~ Κώστα. Πβ. να μου τρυπήσεις τη μύτη., να πούμε & να 'ούμε (αργκό): παρενθετικά στον λόγο ως έκφραση αμηχανίας, όταν δεν βρίσκει κάποιος τις κατάλληλες λέξεις, ή στο τέλος φράσης, πρότασης: Έφυγε, ~ ~, χωρίς να πει μια λέξη. Καλά, πού ζεις εσύ, ~ ~;, να τα πούμε; (προφ.): για τα κάλαντα: -~ ~; -Φυσικά!, ξέρω τι θα πει: γνωρίζω πολύ καλά κάτι, ευχάριστο ή δυσάρεστο: ~ ~ αγάπη/μοναξιά. Ομάδα που δεν ξέρει τι θα πει ήττα., πες ... πες (προφ.): είτε ... είτε: ~ το σύμπτωση, ~ το διαίσθηση, ήξερα τι θα συμβεί! Πβ. θες ... θες., πες το κι έγινε (προφ.): ως δήλωση προθυμίας για άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου: Αν θέλεις κάτι άλλο, ~ ~!, ποιος μου λέει (εμένα) (προφ.): (συνήθ. ως ρητορική ερώτηση) πώς μπορώ να ξέρω, να σιγουρευτώ: ~ ~ ότι δεν με κοροϊδεύει; Και ποιος σου ~ εσένα πως αύριο θα έχεις δουλειά;, ποιος το είπε/λέει (αυτό); (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, αμφισβήτησης των λεγομένων κάποιου: Ακούς εκεί! ~ ~ ότι είμαι υποχρεωμένος να ...;, πολλά λες (προφ.): φλυαρείς, υπερβάλλεις ή αυθαδιάζεις: Πάντα τόσα ~ ~ για σένα;|| Πάνω από εκατό ευρώ; Νομίζω ότι ~ ~.|| Σαν πολλά δεν μας τα είπες;, που λες/λέτε (προφ., ως παραγέμισμα): εισαγωγικά ή παρενθετικά κυρ. σε αφηγήσεις ή συζητήσεις: Και ~ ~, πέρυσι το καλοκαίρι ... Έφυγα, ~ ~, αμέσως., πού να στα/σας τα/σου τα λέω (προφ.) 1. εισαγωγικά, συνήθ., στον λόγο για πρόκληση εντύπωσης: Άσε φίλε, ~ στα λέω, πήρα μια λαχτάρα χθες! ~ σας τα λέω, δεν θα πιστέψετε ποια συνάντησα στον δρόμο! 2. παρενθετικά στον λόγο για αποφυγή μακρηγορίας: Υπέροχα υφάσματα, αλλά ~ σου τα λέω τώρα, πήγαινε να τα δεις καλύτερα μόνη σου., πώς να στο/το πω (προφ.): όταν δυσκολεύεται κάποιος να εκφραστεί κατάλληλα: Μου αρέσει εδώ, ~ ~..., νιώθω σαν να είναι η δεύτερη πατρίδα μου., σαν να λέμε (προφ.): ως έκφραση επεξήγησης ή κυρ. παρομοίωσης, σύγκρισης με κάτι: Έμπλεξε με συμμορίες, ~ ~ έπεσε στο στόμα του λύκου., σου λέω! (προφ.): χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα ή στην ορθότητα ισχυρισμού που συνήθ. δεν γίνεται πιστευτός: Άσε με ήσυχο ~ ~ (πβ. επιτέλους)! Δράμα, ~ ~, η κατάσταση!, σου 'πα μου 'πες (προφ.): δικαιολογίες ή φλυαρίες: Δεν μου αρέσουν τα πολλά ~ ~, μίλα ξεκάθαρα. Άσε τα ~ ~ και στρώσου στη δουλειά., τα λέμε (οικ.): ως έκφραση αποχαιρετισμού: ~ ~ αργότερα/αύριο (πάλι)/στις 9. Άντε γεια! ~ ~. Πβ. θα τα πούμε, τα ξαναλέμε., τι έλεγα/λέγαμε; (προφ.) 1. μετά από διακοπή συζήτησης: Λοιπόν, ~ έλεγα; Α, ναι ... Θυμάστε ~ λέγαμε; 2. ως υπενθύμιση κάποιου πράγματος που έχει ήδη αναφερθεί και που επαληθεύεται από τις περιστάσεις: ~ ~ πριν για ..., τι θα έλεγες/τι λες ...;: ως ευγενική πρόταση: ~ ~ αν αγοράζαμε καινούργιο αυτοκίνητο/για ένα ποτήρι κρασί/να φάμε μαζί (: θα ήθελες να ...);, τι θα πει (προφ.) 1. τι σημαίνει. Πβ. τι εστί. 2. & τι πάει να πει: για να εκφραστεί έντονη αντίρρηση ή αγανάκτηση: Και ~ ~ δεν του αρέσει; Τόσα λεφτά δώσαμε!, τι λέει; (αργκό) 1. τι κάνεις, πώς είσαι; Πβ. πώς πάει; 2. πώς είναι;: ~ ~ η ζωή στην πρωτεύουσα;, τι λες/είπες (τώρα)! (προφ.): κυρ. ως έκφραση έκπληξης ή διαφωνίας: -Μέσα σε δυο χρόνια πήρε προαγωγή. -~ ~! Δεν θες να πας διακοπές; Μα ~ ~!, τι μας λες (τώρα); & καλέ/μωρέ τι μας λες; (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση ή ειρωνεία, όταν αναφέρεται κάτι αυτονόητο, ήδη γνωστό: ~ ~, ρε άσχετε; Θα μου πεις "~ ~", αφού κι εσύ το ίδιο κάνεις.|| ~ ~; Εμείς κοιμόμαστε όρθιοι; Πβ. κάτι μας είπες (τώρα)!, τι να πω/τι να πει κανείς & τι να λέμε/τι να πούμε τώρα (προφ.): ως έκφραση αμηχανίας, έκπληξης, παράπονου, απαισιοδοξίας: Τι να (σου) πω, δεν ξέρω, τα 'χω χαμένα. Τι να πούμε κι εμείς οι άνεργοι;|| Ό,τι και να λέμε/να πούμε τώρα είναι λίγο., τι σου λέει αυτό; (προφ.): τι καταλαβαίνεις, ποιο συμπέρασμα βγάζεις;: Χρόνια τώρα ζει εκτός Ελλάδος. ~ ~;, τι του λες/τι να του πεις τώρα; (προφ.): ως ήπια έκφραση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης, θυμού: Πήγε και τα μαρτύρησε όλα, ~ ~; Πβ. θα σου 'λεγα (τώρα).|| Τι να σου πω τώρα, καημένε μου; Έτσι που τα 'κανες ..., το 'πε και το 'κανε (προφ.): για άμεση πραγματοποίηση των λεγομένων κάποιου. Πβ. αμ' έπος αμ' έργον., του τη λέω (αργκό): αποστομώνω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον, τον πειράζω λεκτικά: Του την είπε άσχημα και δεν της ξαναμίλησε. Όλο σου τη λέει (πβ. σου τη μπαίνει, σε τσιγκλάει)! Πβ. κολλώ κάποιον στον τοίχο, ταπώνω, τα χώνω σε κάποιον., (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου βλ. αμαρτία, (λέω) το ψωμί ψωμάκι βλ. ψωμί, (να) μην το πεις/πείτε ούτε του παπά βλ. παπάς, (το) είπε το ποίημα βλ. ποίημα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! βλ. ακούω, άκου (με) που σου λέω! βλ. ακούω, άκου λέει! βλ. ακούω, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο βλ. στραβός, δεν (μας) τα λες καλά βλ. καλά, δεν πα να λες ό,τι θες! βλ. θέλω, δεν σε είπαμε και καμπούρη! βλ. καμπούρης, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του βλ. σκύλος, εδώ που τα λέμε βλ. εδώ, είπα και (ε)λάλησα βλ. λαλεί, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε βλ. χέζω, είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα βλ. γάιδαρος, ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι, έχουμε και λέμε βλ. έχω, έχω να το λέω βλ. έχω, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, θα πούμε το νερό νεράκι βλ. νερό, θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος βλ. άλλος, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); βλ. θέλω, θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... βλ. θέλω, θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα; βλ. θέλω, και/κι ύστερα (σου) λένε βλ. ύστερα, καλά δεν τα λέω; βλ. καλά, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λέει/ξέρει κάτι νεράκι βλ. νερό, λέω καλό για κάποιον βλ. καλό, λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου) βλ. μούτρο, λέω με το νου μου βλ. νους, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη βλ. σύκο, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, μια κουβέντα είπα βλ. κουβέντα, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα βλ. χύμα, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς, ό,τι θέλει λέει βλ. θέλω, ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε βλ. όνομα, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, ούτως ειπείν βλ. ούτω(ς), πάει να πει & πα' να πει βλ. πηγαίνω & πάω, πες τα, χρυσόστομε! βλ. χρυσόστομος, πες το ψέματα! βλ. ψέμα, ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ βλ. ποτέ, που λέει ο λόγος βλ. λόγος, πώς είπες/είπατε; βλ. πώς, συ είπας βλ. εσύ, τα λέω ένα χεράκι βλ. χεράκι, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά, τι έκανε λέει; βλ. κάνω, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, τι λέει το πρόγραμμα; βλ. πρόγραμμα, το καλό να λέγεται βλ. καλό, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το λέω και γεμίζει το στόμα μου βλ. στόμα, το λέω και το ξαναλέω βλ. ξαναλέω, τολμώ να πω βλ. τολμώ, τόσα ξέρει, τόσα λέει βλ. τόσος, φερ' ειπείν βλ. φέρω ● βλ. ειπωμένος [< αρχ. λέγω, μεσν. λέω]

μέρα

μέρα μέ-ρα ουσ. (θηλ.) {μερών} (προφ.) : ημέρα. ● Υποκ.: μερούλες (οι) {σπάν. στον εν. μερούλα} (προφ.): για να δηλωθεί σύντομο χρονικό διάστημα, μικρή διάρκεια: Κάνε αίτηση και σε δυο/λίγες ~ (το πολύ) θα το 'χεις στα χέρια. ● ΣΥΜΠΛ.: άγιες μέρες & Άγιες ημέρες: για σημαντικές γιορτές, συνήθ. η περίοδος των Χριστουγέννων και του Πάσχα: Έρχονται ~ ~. Πού θα περάσετε τις ~ ~;, επόμενη μέρα: η μέρα ή κυρ. η περίοδος που ακολουθεί ένα σημαντικό ή καταστροφικό γεγονός ως προς τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία ή την ανθρωπότητα: η ~ ~ των εκλογών/μετά τον σεισμό., αλκυονίδες (μέρες) βλ. αλκυονίδες, αποφράδα μέρα βλ. αποφράδα, άσπρη μέρα βλ. άσπρος, γιορτάρες μέρες βλ. γιορτάρης, η (η)μέρα της μαρμότας βλ. μαρμότα, χάπι της επόμενης μέρας βλ. χάπι, χρονιάρες μέρες βλ. χρονιάρης ● ΦΡ.: από μέρα σε μέρα: μέσα στις επόμενες μέρες, σύντομα: Θα έρθει/τον περιμένω ~ ~., από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη & (σπάν.) από τη μια ώρα στην άλλη: σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά: Μπορεί να καταφτάσει ~ ~ (πβ. όπου να 'ναι). Το κακό μπορεί να συμβεί ~ ~. [< γαλλ. d'un moment/jour à l'autre] , βρήκες τη μέρα/μέρα που βρήκες να ...! (προφ.): για ακατάλληλη μέρα: ~ ~ να λείπεις ...!, βρίσκω/πετυχαίνω κάποιον σε καλή/κακή μέρα ή είμαι σε καλή/κακή μέρα: για καλή/κακή διάθεση ή απόδοση κάποιου (μια συγκεκριμένη μέρα): Με βρήκες/με πέτυχες σε κακή μέρα (= δεν είναι η μέρα μου σήμερα)., για μια μέρα: (για ισχύ, φήμη) όσο διαρκεί μια μέρα: δωρεάν μετακίνηση/ήρωας ~ ~., δεν είναι η μέρα μου (σήμερα)!: δεν είμαι σε καλή ψυχική διάθεση ή αντιμετωπίζω αναποδιές (σήμερα): Πβ. δε(ν) με θέλει.|| (με κατάφαση) Είναι η μέρα μου (σήμερα) (= μου πάνε όλα καλά, έχω επιτυχίες)!, είμαι στις μέρες μου: είμαι ετοιμόγεννη., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα δική μου: έχω τη συγκεκριμένη μέρα ελεύθερη (μη εργάσιμη), ώστε να τη διαθέσω όπως θέλω., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου: έχω πολύ χρόνο ακόμα μέχρι να βραδιάσει, επομένως μπορώ να κάνω κάτι χωρίς βιασύνη: Πρέπει να ξεκινήσουμε νωρίς, για να έχουμε ~ μας!, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται (παροιμ.): η καλή εξέλιξη φαίνεται από την αρχή., η μέρα με τη νύχτα: για να δηλωθεί η (απόλυτη) αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε πρόσωπα ή καταστάσεις, απόψεις: Διαφέρουν όσο ~ ~., κάθε μέρα και καλύτερα: για σταδιακή, διαρκή βελτίωση: Αισθάνομαι/πηγαίνω ~ ~ (= καλυτερεύω, βελτιώνομαι)., κάθε χρόνο τέτοια μέρα: για κάτι που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο την ίδια μέρα: Μας θυμούνται ~ ~., κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι: μπορούμε και αύριο να κάνουμε κάτι που δεν προλάβαμε ή δεν μπορέσαμε σήμερα: Δεν βαριέσαι! ~ ~!, μέρα με τη μέρα & μέρα με την ημέρα: καθώς περνά ο καιρός, σταθερά: Η κατάστασή του βελτιώνεται/επιδεινώνεται ~ ~., μέρα παρά μέρα: ανά δύο εικοσιτετράωρα: Ξεσκονίζει ~ ~., μέρα που είναι/που 'ναι: σε μια τόσο σημαντική μέρα: Έλα τώρα, ~ ~, μην είσαι στενοχωρημένος!, μέρα-νύχτα & νύχτα-μέρα: διαρκώς, αδιάκοπα, ακατάπαυστα: Διαβάζει/δουλεύει ~ ~. ΣΥΝ. μερόνυχτα, νυχθημερόν, μου φτιάχνει/μου χαλάει τη μέρα: με κάνει να νιώθω ωραία/να στενοχωρηθώ: Μου 'φτιαξες τη ~ με τα αστεία/με το χαμόγελό σου!, οι μέρες του είναι λίγες/μετρημένες: για πρόσωπο που πρόκειται να πεθάνει σύντομα ή κυρ. να αποπεμφθεί ή να αντικατασταθεί ή για κάτι που δεν έχει μέλλον, που θα πάψει να υφίσταται: ~ ~ στη δουλειά/στην ομάδα., πηγαίνει καλά η μέρα (μου): συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα εντός του εικοσιτετραώρου: Το πρωί ακούει λίγη μουσική, για να πάει ~ της., σαν να μην πέρασε μια μέρα: για κάποιον ή κάτι που παραμένει αμετάβλητο(ς), αναλλοίωτο(ς) στο πέρασμα του χρόνου: ~ ~ από την τελευταία φορά που την είχα δει., σώθηκαν οι μέρες του: πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος. ΣΥΝ. έσβησε το καντήλι του, τελείωσαν/τέλειωσαν οι μέρες του 1. (για πρόσ.) πέθανε. 2. (για πράγμα) δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο. Πβ. τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του., την κακή (και την ψυχρή) σου μέρα! (υβριστ.): ως κατάρα. ΣΥΝ. τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο!, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου: ξοδεύω τον χρόνο μου χωρίς ικανοποιητικό αποτέλεσμα: Έφαγα/έχασα τη μέρα μου, προσπαθώντας να βρω τα κλειδιά μου/για να τακτοποιήσω το σπίτι. Άδικα πήγε η μέρα μου!, δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή βλ. Πασχαλιά2, έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα βλ. νύχτα, έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα βλ. νύχτα, μέρα μεσημέρι βλ. μεσημέρι, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, τι μέρα (μου) ξημερώνει! βλ. ξημερώνω [< μεσν. μέρα]

μιλιά

μιλιά μι-λιά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. ομιλία, ήχος της φωνής και η αντίστοιχη ικανότητα: (σε παραμύθια) Τα πουλιά μιλούσαν με ανθρώπινη ~. ΣΥΝ. ομιλία (1) 2. (ως προσταγή) μη μιλάς!, σώπα!, μη βγάλεις άχνα!: Και συ τ' ακούς; ~! Μη βγάζεις λέξη, ~ (= βούβα, μούγγα, σκασμός, τσιμουδιά). ● ΦΡ.: δεν ακούγεται/δε(ν) βγαίνει άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά (μτφ.): επικρατεί απόλυτη σιωπή., δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά & δεν κάνω κιχ (μτφ.-προφ.): δεν λέω τίποτα, δεν κάνω το παραμικρό σχόλιο, παράπονο: Μη βγάλεις ~ (= μη μιλήσεις, σώπα)! Ούτε ~ δεν πρόλαβε να βγάλει!, έχασε τη μιλιά/τη λαλιά του & του κόπηκε η μιλιά/η λαλιά (μτφ.): έμεινε άναυδος, άφωνος: ~ ~ από την έκπληξη/τον τρόμο/τον φόβο., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει βλ. στόμα [< μεσν. μιλιά]

μιλώ

μιλώ [μιλῶ] μι-λώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {μιλ-άς ... (σπάν.) μιλ-είς ..., μιλούν & μιλάνε | μίλ-ησα, -ήσει, -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας} & μιλάω & (λόγ.) ομιλώ {-είς ..., παρατ. ομιλ-είτο, -ούνταν} 1. αρθρώνω λόγο: ~ αργά/ασταμάτητα/δυνατά/καθαρά/λίγο/πολύ/σιγά. Γιατί ~άς τόσο γρήγορα; Σταμάτα να ~άς πια! Είναι αγένεια να ~άς, όταν ~άει κάποιος άλλος. Πώς ~άς έτσι; ~άει με τη μύτη/με προφορά. Το μωρό ~ησε, είπε τις πρώτες του λεξούλες. Μίλα, γιατί δεν ~άς; Πβ. λέω. Βλ. παρα~, πολυ~, σωπαίνω. 2. εκφράζομαι προφορικά ή γραπτά· αναφέρομαι σε, κάνω λόγο για κάτι: ~ αλληγορικά/ανοιχτά/άστοχα/ευγενικά/ξεκάθαρα/σοβαρά/σωστά. ~ εκ μέρους κάποιου/εκ του ασφαλούς. ~ με άνεση/ευχέρεια. Δεν του αρέσει να ~άει για τον εαυτό του. Λατρεύει να ~άει για τη μουσική. Θα μας ~ήσει για την καινούργια του ταινία (σε συνέντευξη). Τα τραγούδια του ~ούν για τον έρωτα. Ποτέ δεν ~ούν για ... Για ποιους κινδύνους ~άτε; Ποτέ ως τώρα δεν έχω ~ήσει εναντίον του. Η Αστυνομία ~άει (: κάνει υπόθεση) για φόνο. Δεν ~ησα (: δεν έφερα αντίρρηση), για να μην τσακωθούμε. ~άς (: διαμαρτύρεσαι, παραπονιέσαι) κι εσύ που σου έχουν έρθει όλα βολικά. Θα ~ήσω στον αρμόδιο (: θα μεσολαβήσω). ~ώντας με ντοκουμέντα. ~ώντας γενικά, είπε ότι ...|| Στο πέμπτο κεφάλαιο ~άει για ... (: αφηγείται, διηγείται).|| (προφ.-εμφατ.) ~άμε για το παιχνίδι! 3. κουβεντιάζω, συζητώ για κάποιον/κάτι: Με ποιον ~άς; ~άει με τις ώρες στο τηλέφωνο. Για ποιο πράγμα ~άτε; ~άμε (σπανιότ. ~ούμε) για το ίδιο πράγμα. Δε ~ήσαμε πολύ. Όλος ο κόσμος ~άει για ... (πβ. κουτσομπολεύω). Μη ~άτε μεταξύ σας. Πρέπει να ~ήσουμε εμείς οι δύο. Μείνε ήσυχος, θα της ~ήσω εγώ (: θα προσπαθήσω να την πείσω, να τη συμβουλεύσω). Τα ~ήσαμε, τα συμφωνήσαμε. ~ησαν αρχηγός και διαιτητής (: ήρθαν σε συμφωνία, συνεννόηση). Έχει ήδη ~ηθεί να αποσύρει τη μήνυση. Πβ. συνομιλώ.|| Σου απαγορεύω να του ~άς (: να διατηρείς φιλικές ή τυπικές επαφές μαζί του)! Δεν μου ~άει εδώ και καιρό. Δε(ν) ~ιέται με τους γονείς της. Φτάσαμε στο σημείο να μη ~ιόμαστε. 4. απευθύνομαι σε κάποιον· εκφωνώ λόγο: Σε σένα ~άω, πού κοιτάς; Εγώ σου ~άω και εσύ με γράφεις. Δεν σου επιτρέπω να μου ~άς στον ενικό. Την είδα, αλλά δεν της ~ησα. Κανείς δεν τολμάει να του ~ήσει.|| ~άω δημόσια. Στην εκδήλωση ~ησαν και δύο ξένοι καθηγητές. Θα ~ήσει ο αντιπρόεδρος της ομάδας. Αισθάνομαι μεγάλη συγκίνηση ~ώντας από το βήμα αυτό. Πβ. αγορεύω. 5. γνωρίζω μια γλώσσα και τη χρησιμοποιώ ως μέσο επικοινωνίας: ~ (άπταιστα) Αγγλικά/Γαλλικά/Γερμανικά/Ελληνικά.|| ~ τη γλώσσα του σώματος. ~άνε (: συνεννοούνται) με νοήματα. Είναι σημαντικό οι γονείς να ~ούν στη γλώσσα των παιδιών. 6. αποκαλύπτω ή ομολογώ: Πολλοί γνωρίζουν τι συνέβη, αλλά κανείς δε ~άει. Μη ~ήσεις σε κανέναν! ~ησε τελικά ο κατηγορούμενος. Τον απειλούν επειδή ~ησε. Πβ. μαρτυρώ. 7. (μτφ.) αποφασίζω ή παίζω καθοριστικό ρόλο: Η δικαιοσύνη/ο λαός ~ησε. Τα άστρα ~ούν για σας. Τώρα ~άω εγώ! 8. (μτφ.) καθιστώ κάτι φανερό χωρίς χρήση λόγου: Οι αριθμοί ~ούν από μόνοι τους. Η εικόνα ~άει μόνη της. 9. (μτφ.) αγγίζω, ευαισθητοποιώ: Η μουσική του ~άει στην ψυχή μου/~ησε απευθείας στις καρδιές μας. ● ΦΡ.: (σαν να) μιλάω στον/με τον τοίχο & στους/με τους τοίχους 1. σε περιπτώσεις που μιλά κάποιος χωρίς να του δίνουν σημασία: Προσπάθησα να του εξηγήσω, αλλά ήταν σαν να ~ στον τοίχο. 2. για κάποιον που μιλά στον εαυτό του., για να μη μιλήσω για ... (προφ.-εμφατ.): για να επισημανθεί κάτι επιπλέον σε σχέση με τα προαναφερθέντα: Υπερβολικές οι τιμές στα ρούχα, ~ ~ για τη χαμηλή ποιότητα των υφασμάτων., δε(ν) μιλιέται (προφ.): δεν έχει όρεξη να μιλήσει, συνήθ. λόγω μεγάλης στενοχώριας ή θυμού., εγώ μιλάω, εγώ τ' ακούω: δεν προσέχει κανένας αυτά που λέω., μίλα καλά! (προφ.): εκφράσου σωστά, όπως αρμόζει ή ξεκάθαρα: ~ ~, μη βρίζεις!|| (απειλητ.) ~ ~ (= ξηγήσου), ποιος τον σκότωσε;, μιλάω καλά για κάποιον: λέω κάτι θετικό για αυτόν, τον επαινώ: ~άει πάντα ~/με τα καλύτερα λόγια για σένα!, μιλάω με το σεις και με το σας & με το σας και με το σεις (συχνά ειρων.): πάρα πολύ ευγενικά., μίλησε με την τύχη (του): αποδείχτηκε, φάνηκε τυχερός: Στα τελευταία λεπτά του αγώνα, η ομάδα ~ ~ της., το μιλάει καλά το ... (λαϊκό): έχει ευχέρεια σε μια ξένη γλώσσα: ~ ~ αγγλικό., το πράγμα μιλάει (από) μόνο του: είναι ολοφάνερο., αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει βλ. καρδιά, ελληνικά (σου) μιλάω (όχι κινέζικα) βλ. ελληνικός, καλύτερα να μασάς, παρά να μιλάς! βλ. μασώ, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε/καταλαβαίνουμε βλ. μαζί, μιλάει η πείρα/η εμπειρία βλ. πείρα, μιλάει το κρασί βλ. κρασί, μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι/κι οι κώλοι βλ. κώλος, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, μιλώ άλλη/διαφορετική γλώσσα με κάποιον βλ. γλώσσα, μιλώ στον αέρα βλ. αέρας, μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον βλ. γλώσσα, να πλένεις το στόμα σου, όταν μιλάς/πριν μιλήσεις για κάποιον βλ. στόμα, ούτε μιλάει ούτε λαλάει βλ. λαλεί, το τηλέφωνο μιλάει/βουίζει βλ. τηλέφωνο, χρωστάω σε όποιον μιλάει ελληνικά βλ. χρωστώ ● βλ. μιλημένος [< μεσν. μιλώ]

μύρο

μύρο μύ-ρο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΟΤ. αρωματική ρητίνη που εκκρίνεται από δέντρα του γένους Commiphora. 2. (κατ' επέκτ.) κάθε αρωματικό έλαιο: (ΕΚΚΛΗΣ.) Άλειψαν με ~α το σώμα του Xριστού. 3. (συνεκδ.) πολύ ευχάριστη μυρωδιά: Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας/το ιερό λείψανο/ο τάφος του αγίου αναβλύζει ~. Πβ. ευωδιά. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Μύρο: ΕΚΚΛΗΣ. αρωματικό έλαιο το οποίο παρασκευάζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και χρησιμοποιείται κυρ. στο μυστήριο του χρίσματος. [< 2: αρχ. μύρον]

νύχτα

νύχτα νύ-χτα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) νύκτα & (λαϊκό-λογοτ.) νυχτιά & (αρχαιοπρ.) νυξ {νυκτός, νυκτί} 1. η χρονική διάρκεια ανάμεσα στη δύση και την ανατολή του ήλιου, κατά την οποία επικρατεί σκοτάδι, επειδή στον συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο δεν φτάνουν οι ηλιακές ακτίνες: βαθιά/έναστρη/ζεστή/κρύα/μαύρη ~. ~ με πανσέληνο/χωρίς φεγγάρι. Έχει παγωνιά τη ~. Η ~ της Πρωτοχρονιάς. Κρέμα ~ας/νυκτός. Πουλί της ~ας (= νυχτοπούλι). Μετά/πριν τις έντεκα τη ~. Η ~ (= το σκοτάδι) έπεσε/σκέπασε την πόλη. Ήρθε (αργά) τη ~. Ξύπνησε μες στην (άγρια) ~ (= τα μεσάνυχτα). Δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη (τη) ~. (ως επίρρ.) Σηκώνεται ~ (= ξημερώματα), για να πάει στη δουλειά. Μην οδηγήσεις ~! Το νομοσχέδιο πέρασε ~ (: γρήγορα και ξαφνικά, για να αποφευχθούν αντιδράσεις). Πβ. βράδυ. ΑΝΤ. ημέρα (1) 2. (κατ' επέκτ.) το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, οι ώρες του βραδινού ύπνου ή ό,τι γίνεται κατά τη διάρκειά του: μοιραία ~. ~ αγωνίας/βομβαρδισμών/τρόμου. Μια ~ στην εξοχή/του χειμώνα. ~ες κεφιού/μοναξιάς (πβ. βραδιά). Είχα ανήσυχη/άσχημη ~ χθες. Η πρώτη ~ του γάμου ~. Καλή σου ~ (= καληνύχτα)! Δεν μπορώ να κοιμηθώ τη ~, έχω αϋπνίες. Πέρασε μια/τη ~ άγρυπνος/στο κρατητήριο. Μεγάλη ~ η χθεσινή (: συνέβησαν κρίσιμα, σημαντικά γεγονότα)! Άνθρωπος της ~ας. Οι νονοί της ~ας. Δουλεύει στη ~. 3. (μτφ.) περίοδος οπισθοδρόμησης, απαισιοδοξίας, θλίψης: η ~ της Κατοχής/του Μεσαίωνα. Πβ. ζοφερότητα, σκοτάδι. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγια Νύχτα: η νύχτα των Χριστουγέννων· κατ' επέκτ. το αντίστοιχο χριστουγεννιάτικο τραγούδι., η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου: για περιπτώσεις που έλαβε ή πρόκειται να λάβει χώρα ένα αποτρόπαιο, φρικαλέο ή συνταρακτικό συμβάν: Θα γίνει ~ ~! [< γαλλ. la nuit de la Saint Barthélémy] , λευκές νύχτες: που οφείλονται στο φαινόμενο του ήλιου του μεσονυχτίου, είναι ορατές στις περιοχές που βρίσκονται ελάχιστα εκτός των ορίων των αρκτικών κύκλων και χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη φωτός στον ουρανό, ακόμα και μετά τη δύση του ήλιου: οι ~ ~ της Αγίας Πετρούπολης., λευκή νύχτα 1. βράδυ αϋπνίας: ~ ~ σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (: όταν τα μπαρ, τα μουσεία, τα εστιατόρια, τα μαγαζιά μένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες). 2. (κυρ. για συζύγους) χωρίς σεξουαλική επαφή. [< γαλλ. nuit blanche] , δοχείο νυκτός βλ. δοχείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, πεταλούδα/πεταλουδίτσα της νύχτας βλ. πεταλούδα ● ΦΡ.: (μέσα) σε μια νύχτα: μέσα σε ένα βράδυ, δηλ. πολύ γρήγορα, με συνοπτικές διαδικασίες: Έγινε πλούσιος ~ ~. Πβ. μέσα σε μια στιγμή, στο άψε σβήσε. ΣΥΝ. εν μία νυκτί, διά νυκτός (λόγ.): κατά τη διάρκεια της νύχτας: φυγή ~ ~., έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα: φωτίστηκε/φώτισαν πολύ το μέρος (σαν να ήταν μέρα): Έγινε ~ με τα πυροτεχνήματα. Οι φωτοβολίδες έκαναν ~., έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα (προφ.) 1. κοιμάται τη μέρα και εργάζεται ή διασκεδάζει τη νύχτα. 2. εργάζεται ακατάπαυστα πρωί βράδυ. , εν μία νυκτί (λόγ.): μέσα σε μια νύχτα, ξαφνικά., εν τω μέσω της νυκτός (λόγ.): κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα: ληστεία ~ ~., η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη (παροιμ.): για μη αναμενόμενη εξέλιξη σε χρονοβόρες παρασκηνιακές ενέργειες ανάδειξης προσώπων σε αξιώματα., θα φύγει/έφυγε νύχτα (αργκό): θα αποχωρήσει κακήν κακώς. Πβ. σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης., μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ & το πρωί/το ξημέρωμα: νύχτωσε, βράδιασε· για δήλωση πολύωρης διάρκειας ή καθυστέρησης: Θα μας βρει/πάρει ~ μέχρι να φτάσουμε (: θα πέσει το σκοτάδι). Με πήρε ~ διαβάζοντας.|| (ως έκφρ. δυσαρέσκειας) Μας πήρε ~ μέχρι να ετοιμαστεί (= βραδιάσαμε, νυχτώσαμε)!, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) (προφ.) 1. για να δηλωθεί η πλήρης άγνοια κάποιου σε έναν τομέα: Του ζήτησα βοήθεια, αλλά ~ ~! 2. για δήλωση απαισιοδοξίας: -Πώς πάνε τα πράγματα; -~ ~! 3. σε περιπτώσεις που επικρατεί το μαύρο χρώμα ή σκοτάδι. Πβ. μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα., νύχτα (το) πήρες το δίπλωμα; (ειρων.): προς κάποιον που αποδεικνύεται ανάξιος κάτοχος ενός διπλώματος, συνήθ. οδήγησης., ο κόσμος της νύχτας: άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στον χώρο της νυχτερινής διασκέδασης (π.χ. τραγουδιστές, ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων και οι εργαζόμενοι σε αυτά) ή/και ασχολούνται με παράνομες δραστηριότητες (π.χ. προστασία, εμπόριο ναρκωτικών): ο επικίνδυνος/σκληρός ~ ~. Κυκλώματα που σχετίζονται με τον ~ο ~., όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί (παροιμ.): όποιος κινείται σε ύποπτους χώρους ή εμπλέκεται σε επικίνδυνες υποθέσεις, υφίσταται τις συνέπειες., από/απ' το πρωί ως/μέχρι το βράδυ βλ. βράδυ, η μέρα με τη νύχτα βλ. μέρα, η νύχτα των κρυστάλλων βλ. κρύσταλλο, μέρα-νύχτα βλ. μέρα, όνειρο θερινής νυκτός βλ. όνειρο, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, χίλιες και μια νύχτες βλ. χίλιοι [< μεσν. νύχτα < αρχ. νύξ, γαλλ. nuit, αγγλ. night, γερμ. Nacht]

ξύλο

ξύλο ξύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. σκληρή ουσία του κορμού και των κλαδιών των δέντρων· συνεκδ. κάθε κομμάτι ή αντικείμενο που προέρχεται από αυτά: ακατέργαστο/γνήσιο/ελαφρύ/κατεργασμένο/μαλακό/μασίφ/σκαλιστό/σουηδικό ~ (= ξυλεία). ~ ελιάς/κερασιάς/οξιάς/πεύκου. ~ τικ. Απολιθωμένο ~. Άρωμα/ασθένειες/βαφή/βιομηχανία (= ξυλοβιομηχανία)/εμπορία/τεχνολογία ~ου.|| Φύλλα ~ου. Έπιπλα/κουφώματα/πόρτα/σκάλα από ~.|| Γλυπτική/ζωγραφική σε ~. Βερνίκι για ~. || (Αρωματικά) ~α καπνίσματος. 2. (μτφ.) χτυπήματα με το χέρι ή με βέργα: άγριο/αλύπητο/ανελέητο/γερό ~. Έφαγε το ~ της αρκούδας/χρονιάς. ~ και των γονέων/με τη σέσουλα/μέχρι θανάτου/μέχρι λιποθυμίας. Δίνω/παίζω/ρίχνω ~. Πέφτει ~ (= γίνεται καβγάς, έχουν πιαστεί στα χέρια). (Κάποιος) θέλει ~ (: του αξίζει). Πβ. βρομόξυλο, ξυλο-δαρμός, -κόπημα, -φόρτωμα. 3. (μτφ.) καθετί σκληρό, που δύσκολα λυγίζει ή κάμπτεται: Το κορμί του είχε γίνει ~ από το κρύο (= ξύλιασε, ξεπάγιασε). 4. {κυρ. στον πληθ.} καυσόξυλα: ~α για προσάναμμα/για το τζάκι. Κόβω/κουβαλώ/μαζεύω ~α. Σόμπα ~ου/~ων. Ρίχνω ~α στη φωτιά. Βλ. πυρηνόξυλο. ● Υποκ.: ξυλαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: τίμιο/άγιο ξύλο: ΕΚΚΛΗΣ. μικρό κομμάτι ξύλου που προέρχεται από τον σταυρό πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς: Φυλαχτό με τίμιο ~., σομφό ξύλο βλ. σομφός ● ΦΡ.: επί ξύλου κρεμάμενος (μτφ.): για κάποιον που έχει βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση και χωρίς υποστήριξη, από οικονομική ή άλλη άποψη: Έφαγε όλη του την περιουσία κι έμεινε ~ ~ (= απένταρος)., ξύλο μετά μουσικής (συνήθ. ειρων.): για άγριο ξυλοδαρμό., σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο (προφ.): τον χτυπώ πολύ άσχημα, χωρίς οίκτο: (απειλητ.) Θα σε σπάσω ~!, το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο: ως εσφαλμένη δικαιολόγηση της παιδαγωγικής ή σωφρονιστικής σημασίας του ξυλοδαρμού ή της χειροδικίας., τρώω ξύλο (μτφ.-προφ.): με δέρνουν, με χτυπούν. ΣΥΝ. τις αρπάζω, τις τρώω, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, ένα (γερό) χέρι ξύλο βλ. χέρι, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, σκοτώνω στο ξύλο (κάποιον) βλ. σκοτώνω, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει βλ. φωτιά, τουλουμιάζω στο ξύλο βλ. τουλουμιάζω, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο! βλ. χτυπώ ● βλ. ξυλάκι [< αρχ. ξύλον]

ο

ο 1. (πρόφ. όμικρον) το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που αντιπροσωπεύει τον φωνηεντικό φθόγγο [o]: ~ κεφαλαίο (Ο). ~ μικρό (ο). Πβ. όμικρον. Βλ. δίφθογγος, φωνήεν. 2. (πρόφ. όμικρον) εβδομηκοστός σε μια σειρά χρονική, ιεραρχική ή αξιολογική· εβδομήντα: (συνήθ. με τόνο ο΄/Ο΄) Εδάφιο ~.|| Η μετάφραση των ~ (= Εβδομήκοντα). 3. (σε αρίθμηση, με τον τόνο κάτω αριστερά: ,Ο ή ,ο:) εβδομήντα χιλιάδες. [< αρχ. Ο, μεσν. ο]

όνομα

όνομα [ὄνομα] ό-νο-μα ουσ. (ουδ.) {ονόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. λέξη με την οποία καλείται ένας άνθρωπος και αποτελεί αναγνωριστικό στοιχείο του· ανθρωπωνύμιο: ανδρικό/γυναικείο ~. Αρχαιοελληνικό/σπάνιο/χριστιανικό ~. Επιλογή ~ατος. Ποιο είναι τ' ~ά σου (: πώς λέγεσαι); Τι ~ θα δώσετε στο μωρό (: πώς θα το βγάλετε, ονομάσετε); Έδωσαν δύο ~ατα στο παιδί τους. Έχει/πήρε το ~ της γιαγιάς της. Στην αίτηση έγραψα πλήρες ~ (: ονοματεπώνυμο). Υπογράφει τα γραπτά του με ψεύτικο ~ (πβ. ψευδώνυμο). Μετά τον γάμο κράτησε το πατρικό της ~ (ενν. επίθετο). Τον φωνάζει με το μικρό του ~ (: σημάδι οικειότητας). Πότε γιορτάζει το ~ ... (βλ. ονομαστική εορτή); Στη συνάντηση έγινε μνεία του ~ατός του. Ανακοινώθηκαν/δημοσιεύτηκαν τα ~ατα των επιτυχόντων. Βλ. μητρ-, πατρ-ώνυμο, παρωνύμιο, χαϊδευτικό.|| (για κατοικίδιο) Τι ~ έχει ο σκύλος σου; 2. ΓΡΑΜΜ. λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί πρόσωπο, ζώο, πράγμα, έννοια ή γενικότ. οποιαδήποτε οντότητα και να διαχωριστεί από άλλη· ονομασία: γεωγραφικό (βλ. τοπωνύμιο)/διεθνές/εθνικό/εμπορικό (= επωνυμία)/επίσημο/επιστημονικό/κοινό ~. ~ βουνού/λίμνης/οδού/πόλης/φυτού/ψαριού. ~ εταιρείας/οργανισμού/συσκευής. Η περιοχή πήρε το ~ά της από τον ποταμό. ~ τραγουδιού (πβ. τίτλος). Προέλευση/προστασία ~ατος (βλ. ΠΟΠ). Βλ. ονοματοδοσία. 3. η καλή φήμη που έχει αποκτήσει κάποιος ή κάτι· κατ' επέκτ. το ίδιο το πρόσωπο που γνωρίζει καταξίωση σε έναν τομέα: Γιατρός/δικηγόρος με σπουδαίο ~ στον χώρο. Έχει καλό ~ στην αγορά. Αμαύρωσε το ~ά του. Κουβαλάει βαρύ ~ (: προέρχεται από γνωστή οικογένεια). Πρέπει να φανεί αντάξιος του ~ατός του. Ζητά την αποκατάσταση του ~ατος και του κύρους του. Η βαρύτητα του ~ατος του συλλόγου.|| (σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης) Ο ... είναι πρώτο ~ (: φίρμα) στο μαγαζί. Ισχυρά/μεγάλα ~ατα του επιχειρηματικού κόσμου. Ηχηρά ~ατα της σόου μπίζνες. Υπάρχουν ... υποψήφια ~ατα για τη θέση. (μτφ.) Παρέλαση ~άτων (πβ. διασημότητα). 4. ΓΡΑΜΜ. {συνήθ. στον πληθ.} ουσιαστικό ή επίθετο: (για ουσιαστικό) προσηγορικά ~ατα. (για επίθετο) Κλίση των ~άτων. || Σύνθετα ~ατα. ● Υποκ.: ονοματάκι (το): (προφ.) Θα μου πεις τ' ~ σου; ● Μεγεθ.: ονοματάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κοινό όνομα 1. & κοινή ονομασία: η γνωστή στον πολύ κόσμο (σε αντίθεση με την επιστημονική) ονομασία ενός πράγματος: ~ ~ ενός εντόμου/ζώου/λουλουδιού. ~ ~ προϊόντος. 2. ΓΡΑΜΜ. το προσηγορικό: Τα ~ά ~ατα γράφονται με μικρό και τα κύρια με κεφαλαίο., μικρό όνομα: το προσωπικό όνομα καθενός που δίνεται κυρ. κατά τη βάπτιση. Πβ. βαφτιστικό (όνομα). Βλ. επώνυμο., βαφτιστικό (όνομα) βλ. βαφτιστικός, εθνικά (ονόματα) βλ. εθνικός, επίκοινα ονόματα βλ. επίκοινος, κύριο όνομα βλ. κύριος, κωδικό όνομα βλ. κωδικός, μεταπλαστά ονόματα βλ. μεταπλαστός, οικογενειακό όνομα βλ. οικογενειακός, όνομα χρήστη βλ. χρήστης, όνομα χώρου/τομέα βλ. χώρος, περιληπτικό όνομα/ουσιαστικό βλ. περιληπτικός ● ΦΡ.: ακούει στο όνομα: λέγεται, ονομάζεται: Το νέο μουσικό αστέρι ~ ~ ...|| Πολλά σκυλάκια ~ούν ~ ..., για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! & (προφ.) για όνομα (επιτατ.): για να δηλωθεί έκπληξη, δυσφορία, αποδοκιμασία: ~ ~, τι πήγες κι έκανες; ~ ~, λίγος σεβασμός! Πβ. (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία!, εξ ονόματος (λόγ.): για λογαριασμό ή κατ΄εντολή άλλου προσώπου: Μιλώ ~ ~ όλων.|| Η προσφυγή ασκήθηκε από δικηγόρο ~ ~ του πελάτη του. Πβ. εκ μέρους., και το όνομα αυτού/αυτής ...: όταν ανακοινώνεται το όνομα που δόθηκε ή πρόκειται να δοθεί σε κάποιον ή κάτι., κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα: γίνομαι γνωστός, αποκτώ φήμη: Έχει κάνει ~ στο εξωτερικό/στον κύκλο του., κατ' όνομα (επίσ.) 1. για κάτι που ισχύει σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά όχι στην πράξη: Εκεχειρία μόνο ~ ~. Πβ. στα χαρτιά. ΑΝΤ. στην ουσία 2. ονομαστικά: Τον γνωρίζω ~ ~, όχι εξ όψεως., λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους: μιλάω με παρρησία, ειλικρινά και απροκάλυπτα: Ας πούμε ~ ~. Ποιον φοβάται και δεν λέει ~ ~; Δεν διστάζει να πει ~ ~. ΑΝΤ. μασάω τα λόγια μου/τα μασάω, με τ' όνομα! (προφ.-εμφατ.): ονομαστός, φημισμένος: (συχνά χιουμορ.) Είναι ο Γιάννης ~ ~!, μου βγαίνει τ' όνομα (προφ.): για διάδοση αρνητικής φήμης: Πρόσεχε τι κάνεις και τι λες, γιατί δεν θέλει πολύ να σου βγει ~. Μου βγήκε ~ ότι ..., όνομα και μη χωριό (προφ.): για να αποφύγουμε να κατονομάσουμε πρόσωπο που είναι γνωστό για κάποια αρνητική ιδιότητα: Κάποιος κύριος, ~ ~, συνεχώς τεμπελιάζει., όνομα και πρά(γ)μα (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι μια ιδιότητα είναι αληθινή και όχι μόνο ονομαστική: άξιος ~ ~. Βλ. άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη., ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε κάποιον για τον οποίο διατυπώνουμε κάτι αρνητικό, αν και από τα λεγόμενά μας γίνεται συνήθ. αντιληπτό σε ποιον αναφερόμαστε: Κάποιοι, ~ ~, δεν φέρονται καθόλου τίμια., στο όνομα (κάποιου): προς δήλωση του κατόχου κινητού ή ακίνητου στοιχείου: Ο λογαριασμός εκδόθηκε στο ~ά μου. Το σπίτι είναι (γραμμένο) στο ~ά της., άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άφησε/θα αφήσει εποχή βλ. εποχή, εν ονόματι του νόμου βλ. νόμος, ιδίω ονόματι βλ. ίδιος1, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα βλ. μάτι, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού, πίνω νερό στο όνομα κάποιου βλ. νερό, ψιλώ ονόματι βλ. ψιλός [< αρχ. ὄνομα]

Ονούφριος

Ονούφριος [Ὀνούφριος] Ο-νού-φρι-ος ουσ. (αρσ.) {-ου κ. -ίου}: μόνο στη ● ΦΡ.: σαν τον Άγιο/Όσιο Ονούφριο: για πρόσωπο πολύ αδύνατο και αδύναμο. [< μτγν. Ὀνούφριος]

όσιος

όσιος, α, ο [ὅσιος] ό-σι-ος επίθ. 1. ΕΚΚΛΗΣ. {στο αρσ. όσιος κ. στο θηλ. οσία} (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ο): προσωνυμία ασκητή, ερημίτη που αφοσιώθηκε στον Θεό, έζησε κατά Χριστόν και για τον λόγο αυτό καθαγιάστηκε από την Εκκλησία: ~οι: Πατέρες. Ο βίος/η κοίμηση/τα λείψανα/η Μονή/το ιερό προσκύνημα του οσίου ...|| (ως ουσ.) Σύγχρονοι ~οι της Ορθοδοξίας. Βλ. άγιος, μάρτυρας. 2. (σπάν.) ευσεβής, ενάρετος: ~α: ζωή/πράξη. ΣΥΝ. άγιος (5) ● ΦΡ.: κάνω/παριστάνω την οσία (Μαρία): για πρόσωπο που προσποιείται ότι είναι αθώο και σεμνό., σαν την οσία (Μαρία): με αθώο ύφος: Καθόταν ~ ~., δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο βλ. ιερός, τα ιερά και τα όσια βλ. ιερός [< μτγν. ὅσιος]

ους

ους [οὖς] ουσ. (ουδ.) {ωτ-ός | ώτ-α, -ων} (αρχαιοπρ.): αυτί: Το έσω ~. Εμβοές ~ων. Απευθύνομαι/μιλάω σε/εις ώτα μη ακουόντων (: σε άτομα που δεν μου δίνουν σημασία). ● ΣΥΜΠΛ.: πτερύγιο του αυτιού βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: βρίσκει ευήκοον ους: εισακούεται: Ευελπιστούν ότι οι εκκλήσεις τους θα βρουν ~ ~ και στήριξη. Οι προτάσεις μας δεν βρήκαν ευήκοα ώτα., ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω: ας καταλάβει εκείνος που είναι σε θέση να καταλάβει: Εγώ σας προειδοποίησα, από κει και πέρα, ~ ~. ΣΥΝ. ο νοών νοείτω, τείνει ευήκοον ους: είναι διατεθειμένος να ακούσει: ~ ~ στις συμβουλές μας. Δεν έτειναν ~ στα αιτήματα των εργαζομένων. [< αρχ. οὖς]

πατάσσω

πατάσσω πα-τάσ-σω ρ. (μτβ.) {πάτα-ξα, πατά-χθηκε, πατάσσ-οντας}: αντιμετωπίζω δραστικά ανεπιθύμητο φαινόμενο, καταπολεμώ παράνομη ενέργεια ή κατάσταση, επιβάλλοντας συνήθ. αυστηρές ποινές: Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να ~ξει την ανεργία. Ο υπουργός καλείται να ~ξει τη διαφθορά/την εγκληματικότητα. Μέτρα για να ~χθούν τα φαινόμενα βίας στα γήπεδα. Πβ. εξαλείφω, καταστέλλω, τιμωρώ.|| Ζήτησε να ~χθούν οι απατεώνες/φοροφυγάδες. ● ΦΡ.: πάταξον μεν, άκουσον δε (λόγ.): χτύπησέ με, αλλά άκουσέ με∙ μπορεί να διαφωνείς, αλλά οφείλεις να με ακούσεις. [< αρχ. πατάσσω 'πλήττω, χτυπώ']

πεθερά

πεθερά πε-θε-ρά ουσ. (θηλ.): η μητέρα του/της συζύγου κάποιας/κάποιου: γαμπρός/νύφη και ~. Βλ. πεθερός, συμπέθερος. ● Υποκ.: πεθερούλα (η) ● ΦΡ.: κακιά πεθερά (μειωτ.): για γκρινιάρη, δύστροπο άνθρωπο: Σαν ~ ~ κάνεις/συμπεριφέρεσαι!, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι μια παρατήρηση, υπόδειξη, διαταγή ή παράπονο απευθύνεται σε τρίτο πρόσωπο, ώστε να γίνει αντιληπτό και από τον άμεσα ενδιαφερόμενο ή θιγόμενο. Βλ. υπαινικτική αναφορά., όπως η/σαν τη νύφη με την πεθερά βλ. νύφη, σ' αγαπάει η πεθερά σου βλ. αγαπώ [< μεσν. πεθερά < αρχ. πενθερά]

πειθαρχώ

πειθαρχώ [πειθαρχῶ] πει-θαρ-χώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πειθαρχ-είς ..., -ώντας | πειθάρχ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ημένος} 1. υπακούω, ακούσια ή εκούσια, σε κάποιον ιεραρχικά ανώτερο, σε κανόνες, διαταγές: ~εί στις αποφάσεις/στις εντολές/στους νόμους. Αρνείται να ~ήσει σε οποιεσδήποτε υποδείξεις. Πβ. συμμορφώνομαι. ΑΝΤ. απειθαρχώ, απειθώ, παρακούω (2) 2. επιβάλλομαι σε κάτι, το χαλιναγωγώ: Το παιδί μαθαίνει να ~εί το σώμα του. Προσπαθεί να ~ήσει τις επιθυμίες του. Πβ. τιθασεύω, υποτάσσω. ● βλ. πειθαρχημένος [< αρχ. πειθαρχῶ]

πνεύμα

πνεύμα [πνεῦμα] πνεύ-μα ουσ. (ουδ.) {πνεύμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. νους, μυαλό, τρόπος σκέψης: Έχει αναλυτικό/ανοιχτό/επιστημονικό/επιχειρηματικό/ερευνητικό/κριτικό/μαθηματικό/μεθοδικό/οργανωτικό/φιλοσοφικό ~. Τα επιτεύγματα του ανθρώπινου ~ατος. Απελευθέρωση/καλλιέργεια του ~ατος. Άτομο με ετοιμότητα/ευρύτητα ~ατος. Δραστηριότητες που αναζωογονούν/διεγείρουν το ~. Η παράσταση μας βάζει στο ~ του συγγραφέα.|| (ως άυλη υπόσταση:) Το σώμα και το ~ (: η ψυχή). ΑΝΤ. σάρκα. 2. (κατ' επέκτ.) ο άνθρωπος ως προς τις νοητικές του ικανότητες και την προσωπικότητά του: Ένα από τα εξέχοντα/λαμπρότερα/πιο φωτεινά ~ατα της εποχής του. Είναι ανήσυχο/απαιτητικό/δημιουργικό/δραστήριο/εκλεπτυσμένο/ελεύθερο/εμπορικό/εφευρετικό/σπινθηροβόλο/στοχαστικό ~. Πβ. ιδιοσυγκρασία. 3. εξυπνάδα, οξύνοια: Γοητεύει με το οξύ και σπινθηροβόλο ~ του. 4. λογική, νοοτροπία, σύνολο αντιλήψεων: αυταρχικό/καταναλωτικό/μιλιταριστικό/φιλελεύθερο ~. Επικρατεί/κυριαρχεί ένα διαφορετικό/νέο ~. Κινούνται στο ίδιο (περίπου) ~. Πρόταση που δεν εναρμονίζεται/συμβιβάζεται/συνάδει με το ~ του νομοθέτη. Βρίσκονται κοντά στο/μακριά από το ~ και τις αναζητήσεις της σύγχρονης γενιάς. Υπό το ~ αυτό, θεωρούμε ότι ...|| Σύμφωνα με τις απαιτήσεις και το ~ της αγοράς. Έργο που εκφράζει το ~ της εποχής μας/των καιρών.|| Το αρχαιοελληνικό/χριστιανικό ~. Το ~ του Διαφωτισμού/Ολυμπισμού (: ολυμπιακό ~). Το ~ των προγόνων (= η πνευματική κληρονομιά). 5. νόημα, περιεχόμενο, η βαθύτερη ουσία: Σύμφωνα με το ~ του άρθρου/των κανονισμών/των όρων χρήσης ... Αντίθετοι με το ~ του νομοσχεδίου. Προσπαθεί να αποδώσει όσο το δυνατόν πιο πιστά/να συλλάβει το ~ του βιβλίου/του ποιήματος. Δεν συμβαδίζουν με το/ενεργούν ενάντια στο ~ των ειρηνευτικών συμφωνιών. 6. ψυχική διάθεση, στάση: με αδούλωτο/ακατάβλητο/(αντ)αγωνιστικό/μαχητικό/οικουμενικό/ομαδικό/συλλογικό/φιλικό ~. Διάλογος (μέσα) σε ~ αδελφοσύνης/εμπιστοσύνης/καλής θέλησης/κατανόησης/συνεργασίας. Προσπαθεί να τους εμφυσήσει το ~ του νικητή. Επέδειξε υψηλό ~ (= φρόνημα)/~ αυτοθυσίας.|| Το εορταστικό/εύθυμο ~ (= ατμόσφαιρα, κλίμα) των ημερών. 7. άυλη, υπερφυσική υπόσταση· ειδικότ. ξωτικό, φάντασμα: το Πνεύμα του Θεού (= η θεία δύναμη, χάρη).|| Πονηρό ~/το ~ του κακού (= ο διάβολος). (ΛΑΟΓΡ.) Έκαναν αγιασμό για να διώξουν/φύγουν τα κακά ~ατα.|| Αγαθά/καλά ~ατα. Τα ~ατα του δάσους. Βλ. αερικό, δαιμόνιο, καλικάντζαρος, νεράιδα, στοιχειό, τελώνιο.|| Ισχυριζόταν ότι επικοινωνεί με/καλεί τα ~ατα (= τις ψυχές των νεκρών· πβ. ίσκιος. Βλ. πνευματισμός). 8. ΓΡΑΜΜ. (στο πολυτονικό σύστημα) δασεία ή ψιλή. ● πνεύματα (τα) (προφ.): συναισθηματική κατάσταση, κυρ. ψυχική ένταση: Άναψαν/οξύνθηκαν τα ~. Προσπάθησε να ηρεμήσει/καθησυχάσει/κατευνάσει τα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Πνεύμα: ΕΚΚΛΗΣ. το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας: Πατήρ, Υιός και ~ ~. Βλ. η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος., το γράμμα και το πνεύμα & το πνεύμα και το γράμμα: η διατύπωση και το περιεχόμενο: Εξετάζοντας ~ ~ των παραπάνω διατάξεων, ... [< γαλλ. l'esprit et la lettre ] , το πνεύμα και το ύφος & το ύφος και το πνεύμα: το περιεχόμενο και το ύφος: μετάφραση σύμφωνη με ~ ~ του πρωτοτύπου., το πνεύμα του νόμου: το ουσιαστικό περιεχόμενο ενός νόμου: Ενεργώ σύμφωνα με/παραβιάζω ~ ~. Πβ. το γράμμα του νόμου. [< γαλλ. l' esprit de loi] , αθλητικό πνεύμα βλ. αθλητικός, ακάθαρτο πνεύμα βλ. ακάθαρτος, άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι βλ. άνθρωπος, ελευθερία του πνεύματος/πνευματική ελευθερία βλ. ελευθερία, Ζωοποιό Πνεύμα βλ. ζωοποιός, η χάρις/χάρη του Θεού/του Αγίου Πνεύματος βλ. χάρις, πνεύμα αντιλογίας βλ. αντιλογία, πνευματική διαύγεια/διαύγεια πνεύματος βλ. διαύγεια ● ΦΡ.: κάνω πνεύμα (προφ.-συνήθ. ειρων.): λέω ευφυολογήματα: ~ει ~ (= λέει εξυπνάδες) παρά χιούμορ. [< γαλλ. faire de l' esprit] , μπαίνω στο πνεύμα (προφ.): εξοικειώνομαι, προσαρμόζομαι· αρχίζω να καταλαβαίνω: Άρχισε να ~ει ~ (: στο κλίμα) της ομάδας/του παιχνιδιού. Πβ. εγκλιματίζομαι.|| Μπες στο ~ του κειμένου! Πβ. μπαίνω στο νόημα/πιάνω το νόημα/βάζω κάποιον στο νόημα., παρέδωσε το πνεύμα & (σπάν.) την ψυχή: (κυρ. ΕΚΚΛΗΣ.) πέθανε· (ειρων., για μηχάνημα ή συσκευή) σταμάτησε να λειτουργεί, χάλασε., πουλάω πνεύμα/εξυπνάδα (προφ.): κάνω τον έξυπνο: Θέλει/προσπαθεί να (μας) ~ήσει ~., μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι βλ. φτωχός, τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται/συναντιούνται! βλ. συναντώ, το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής βλ. σαρξ [< 1-5,7: αρχ. πνεῦμα 6: γαλλ. esprit 8: μτγν. σημ.]

πόλη

πόλη πό-λη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} & (λόγ.) πόλις 1. οικιστική μονάδα με μεγάλο πληθυσμό (δηλ. πάνω από δέκα χιλιάδες κατοίκους στην Ελλάδα), η οποία περιλαμβάνει αστικό χώρο, κτίρια, δρόμους, δίκτυα επικοινωνίας και μεταφορών και στην οποία παρατηρείται συγκέντρωση δραστηριοτήτων: ανθρώπινη/αρχαία/βιομηχανική/βιώσιμη/γραφική/εμπορική/επαρχιακή/έρημη/ζωντανή/ιστορική/καθαρή/κοσμοπολίτικη/μεσαιωνική/παραθαλάσσια/πολυπολιτισμική (βλ. χοάνη)/πράσινη/πυκνοκατοικημένη (βλ. αστικοποίηση, αστυφιλία)/υδροκέφαλη (βλ. αποκέντρωση)/υπόγεια/φιλόξενη ~. Η ~ των Αθηνών/της Θεσσαλονίκης. ~ του μέλλοντος. ~-κόσμημα. Ολυμπιακή ~ (: που φιλοξενεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες). Το αεροδρόμιο/τα αξιοθέατα/ο δήμαρχος/οι επισκέπτες/ο πολιούχος/τα μνημεία/τα μουσεία/οι πλατείες/τα προάστια/οι συνοικίες μιας ~ης. Χάρτης της ~ης. Στην άκρη/στην καρδιά/στις παρυφές/στα περίχωρα της ~ης. Ίδρυση/καταστροφή μιας ~ης. Η μετακίνηση στην ~ (βλ. κυκλοφοριακό, συγκοινωνίες). Αδελφοποιημένες ~εις. ~εις και χωριά (βλ. επαρχία, περιφέρεια). Βλ. δήμος, κωμόπολη, μεγαλούπολη, μητρόπολη, πολίχνη, πρωτεύουσα.|| (περιοχή μέσα σε ~:) Άνω/Παλαιά/Πάνω Πόλη. ΣΥΝ. άστυ 2. (συνεκδ.) οι κάτοικοί της, το κέντρο της ή η ζωή σε αυτή: Η ~ γιορτάζει/ήταν ανάστατη/κοιμάται. Ξεσηκώθηκε όλη η ~.|| Κατεβαίνω στην ~ για δουλειές.|| Το άγχος/οι ανέσεις/ο θόρυβος/η κίνηση της ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: η αγία πόλη (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Π): η Ιερουσαλήμ., η αιώνια πόλη (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Π): η Ρώμη. [< γαλλ. la Ville éternelle ] , η πόλη του φωτός (κ. με κεφαλ. Π, Φ): το Παρίσι. [< γαλλ. la Ville lumière] , ιερή πόλη: που αποτελεί σημαντικό τόπο προσκυνήματος. || Η ~ ~ του Μεσολογγίου., παγκόσμια πόλη: αυτή που θεωρείται σημαντικός κόμβος στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. [< αγγλ. global city, 1991] , πόλη-κράτος & (λόγ.) πόλις-κράτος: ΑΡΧ. μορφή πολιτικής οργάνωσης στην αρχαία Ελλάδα· ειδικότ. κρατική οντότητα αποτελούμενη από το αστικό κέντρο (άστυ) και την αγροτική περιοχή (χώρα) που βρισκόταν γύρω από αυτό., ψηφιακή πόλη & ηλεκτρονική πόλη: στην οποία κυριαρχεί η ψηφιακή τεχνολογία στην εξυπηρέτηση των πολιτών. Βλ. τηλεματική., ανοχύρωτη πόλη βλ. ανοχύρωτος, η βασιλίδα των πόλεων βλ. βασιλίδα, κράτος/πόλη δορυφόρος βλ. δορυφόρος, σχέδιο πόλεως/πολεοδομικό σχέδιο βλ. σχέδιο ● ΦΡ.: κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, το χρυσό κλειδί της πόλης βλ. κλειδί [< αρχ. πόλις, γερμ. Polis, αγγλ. polis]

πώς

πώς [πῶς] επίρρ. 1. (σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις) για να διατυπωθεί ερώτημα σχετικά με τον τρόπο ή το μέσο και ειδικότ. τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τη διάθεση ή την υγεία, τη γνώμη ή την εντύπωση: -~ ήρθατε; -Με τα πόδια/οδικώς. -~ λειτουργεί; -Με μπαταρία. -~ τα κατάφερε; -Διαβάζοντας πολύ. Δεν ξέρει ~ να φερθεί.|| -~ είσαι/νιώθεις/τα πέρασες; -Άσχημα/καλά!|| -~ ήταν/σου φάνηκε το φαγητό; -Υπέροχο! -~ βλέπεις/φαντάζεσαι την κατάσταση; -Χάλια! -~ σχολιάζεις το γεγονός; -Πιστεύω ότι ... ~ το κατάλαβες ότι ...; 2. (ερωτηματικά ή επιφωνηματικά) δηλωτικό απορίας ή έκπληξης, θετικής ή αρνητικής: Αναρωτιέμαι ~ (= γιατί) δεν έχει γίνει κατανοητό μέχρι τώρα. ~ βαστάει η καρδιά/ψυχή σου να/και με στενοχωρείς; ~ τη γλίτωσε, ένας Θεός ξέρει! ~ να της το πω!|| (+ και) ~ και δεν έχει εμφανιστεί ακόμα/τηλεφώνησες; ~ (και) δεν χτύπησε, να λες!|| (αποδοκιμασία:) ~ (είναι δυνατόν να) μιλάς έτσι; Δεν ντρέπεσαι;|| (θαυμασμός:) ~ μεγάλωσες/ομόρφυνες (έτσι)!|| (ειρων.) ~ τα λέει! 3. (επιφωνηματικά) πόσο πολύ: ~ μ' αρέσει να ...! ~ μου λείπει! 4. βέβαια, σίγουρα: -Θα του το πεις; -~!|| (ειρων.) -Ευχαριστήθηκες; -~ (ενν. καθόλου)!|| (επιτατ., για να αντικρουστεί μια άποψη) (+ δεν) -Την είδες; -~ δεν την είδα! (+ να μην) ~ να μην χαρώ, άλλωστε! ● Ουσ.: το πώς: ο τρόπος: Όλα εξαρτώνται από ~ ~ θα χειριστείς την υπόθεση. ● ΦΡ.: αμ πώς (προφ.): τι νόμιζες, δηλαδή: Με δυο κουβέντες τον έβαλα στη θέση του, ~ ~ (= όχι, παίζουμε)! Τους βοήθησαν οι γονείς τους, ~ ~, θα τα κατάφερναν μόνοι τους;, πώς (κι) έτσι; (προφ.): (δηλώνει έκπληξη) γιατί, για ποιον λόγο; Δεν θα του τηλεφωνήσεις; ~ ~|| ~ ~ (= πώς τόσο) γρήγορα/πρωί-πρωί;, πώς είπες/είπατε; & πώς; (προφ.-συχνά ειρων.): δεν άκουσα, μπορείς/μπορείτε να επαναλάβεις/επαναλάβετε;, πώς και πώς/τι (προφ.) για να δηλωθεί 1. λαχτάρα, ανυπομονησία: Περιμένω ~ ~ να σε ξαναδώ/τις διακοπές. 2. δυσκολία: Κοιτάζω ~ ~ να τα βγάλω πέρα/να τα βολέψω. 3. μεγάλη αγάπη, φροντίδα: Τον/την έχει ~ ~ (= στα όπα όπα)., πώς πάει; (προφ.) 1. τι κάνεις; είσαι καλά; -~ ~; -Έτσι κι έτσι. 2. ποια είναι η πορεία, η εξέλιξη; ~ ~ το διάβασμα/η δουλειά/το σχολείο; Πώς πάνε οι πωλήσεις/οι σπουδές; Από χρήματα πώς πάτε;, πώς σε λένε; & πώς σε φωνάζουν;: ποιο είναι το όνομά σου;, το πώς και το γιατί: ο τρόπος και η αιτία: Θέλω να μάθω ~ ~!, το πώς και το πότε & το πότε και το πώς: ο τρόπος και ο χρόνος: Δεν διευκρινίστηκε ~ ~., κατά πώς βλ. κατά, πώς (το 'παθες) και ... βλ. παθαίνω, πώς γίνεται/έγινε να .../και ...; βλ. γίνομαι, πώς είναι/πάνε τα πράγματα; βλ. πράγμα, πώς θα ήθελα ...! βλ. θέλω, πώς μπόρεσες και/να ... βλ. μπορώ, πώς να στο/το πω βλ. λέω, πώς όχι; βλ. όχι, πώς πάνε τα κέφια/πώς τα πας; βλ. κέφι, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); βλ. βλέπω, πώς το θες; βλ. θέλω [< αρχ. πῶς]

ράβδος

ράβδος [ῥάβδος] ρά-βδος ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. μακρόστενο κυλινδρικό όργανο, συνήθ. από ξύλο ή μέταλλο· κάθε αντικείμενο με παρόμοιο σχήμα: αγώγιμη/αστυνομική (= κλομπ)/εύκαμπτη/τηλεσκοπική ~. Φωτιστικές ~οι. ~ αλουμινίου/πυρηνικού καυσίμου. ~οι ορθογωνικής/στρογγυλής διατομής. ~ ανάρτησης/ζεύξης (: στο σύστημα διεύθυνσης του αυτοκινήτου).|| (ως σύμβολο Αρχής, εξουσίας, αξιώματος, ιδιότητας ή τίτλου:) Μαγική (: του ταχυδακτυλουργού)/(ΕΚΚΛΗΣ.) ποιμαντορική ~. Πβ. βέργα, μαγκούρα, μπάρα, μπαστούνι, ραβδί. Βλ. μπαγκέτα. 2. (σπάν.) χτύπημα με το παραπάνω όργανο. Πβ. ραβδιά, ραβδισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: αγία ράβδος (μτφ.-ειρων.): το ξύλο ως μέσο συμμόρφωσης ή τιμωρίας: Θα πέσει ~ ~., ράβδος χρυσού: πλάκα χρυσού με ορισμένο βάρος και μέγεθος: επένδυση σε ~ους ~. [< γαλλ. barre d'or] , αντιστρεπτική ράβδος βλ. αντιστρεπτικός ● ΦΡ.: όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω [< 1: αρχ. ῥάβδος]

ρέμπελος

ρέμπελος, η, ο ρέ-μπε-λος επίθ.: (λαϊκό) που ρεμπελεύει, αργόσχολος: ~η: ζωή (= τεμπέλικη). Πβ. ανεπρόκοπος, ρεμπεσκές, τεμπέλης. [< μεσν. ρέμπελος < βεν. rebelo]

σκεύος

σκεύος [σκεῦος] σκεύ-ος ουσ. (ουδ.) {σκεύ-ους | -η, -ών} 1. δοχείο ή αντικείμενο με πρακτική, οικιακή συνήθ. χρήση: ανοξείδωτο/αντικολλητικό/βαθύ/γυάλινο/διακοσμητικό/επιτραπέζιο/κεραμικό/μεταλλικό/πυρίμαχο/ρηχό ~. Τα τοιχώματα/χείλη του ~ους. Ηλεκτρικά/κουζινικά/μαγειρικά (βλ. κατσαρόλα, ταψί) ~η. ~η σερβιρίσματος (βλ. σερβίτσιο)/φαγητού/φούρνου. ~η αλουμινίου/πορσελάνης. ~ με καπάκι. Κατεβάζουμε το ~ από την εστία. Πλαστικά ~η μιας χρήσης. ~η για καφέ/τσάι (βλ. καφετ-, τσαγ-ιέρα).|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αρχαία/βυζαντινά/χρυσά ~η (βλ. αγγείο, λήκυθος).|| (κατ' επέκτ.) Εργαστηριακά ~η. 2. αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε ιεροτελεστίες: εκκλησιαστικά/ενεπίγραφα/ιερατικά/λατρευτικά/λειτουργικά/τελετουργικά ~η. ~η λατρείας. ● ΣΥΜΠΛ.: ιερά σκεύη & (σπάν.) άγια: ΕΚΚΛΗΣ. αυτά που χρησιμοποιούνται στη Θεία Ευχαριστία και γενικότ. στη Θεία Λατρεία. Βλ. αρτοφόριο, αστερίσκος, δισκάριο, ζέον, λαβίδα, λόγχη, ποτήριο, σπόγγος., σκεύος εκλογής (ΚΔ) & (σπάν.) εκλεκτό σκεύος: ΕΚΚΛΗΣ. άτομο που πιστεύεται ότι έχει επιλεγεί για την εκπλήρωση σχεδίου της Θείας Πρόνοιας: ~ ~ του Θεού/Κυρίου. , σκεύος ηδονής (λόγ.-μειωτ.): (συνήθ. για γυναίκα) που αντιμετωπίζεται μόνο ως μέσο για την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής. Πβ. σεξουαλικό αντικείμενο. [< αρχ. σκεῦος]

σχολιανός

σχολιανός, ή, ό σχο-λια-νός επίθ.: κυρ. στη ● ΦΡ.: ακούω τα σχολιανά μου (προφ.): δέχομαι έντονες επιπλήξεις. Πβ. ακούω/ψέλνω/σέρνω σε κάποιον τον αναβαλλόμενο, ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο, τα εξ αμάξης.

τάζω

τάζω τά-ζω ρ. (μτβ.) {έτα-ξα, τά-ξει, τα(γ)μένος, τάζ-οντας} 1. διαβεβαιώνω κάποιον ότι θα του δώσω ή θα κάνω κάτι γι' αυτόν: Και τι δεν του 'ταξα για να τον πείσω. Μου 'χες ~ξει να πάμε στο θέατρο.|| (κυρ. παλαιότ.) Της ~ξε γάμο.|| ~ουν, ~ουν (: λένε, λένε) και στο τέλος τίποτα. Βλ. παραμυθιάζω. 2. υπόσχομαι υλική ή πνευματική προσφορά στο Θεό ή σε Άγιο ως ανταπόδοση για χάρη που ζητώ, κάνω τάμα: ~ξε μια λαμπάδα στο μπόι της, αν ... Την είχαν ταμένη στην Αγία Βαρβάρα και της έδωσαν το όνομά της. ● ΦΡ.: μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι (παροιμ.): μην δίνεις υποσχέσεις τις οποίες δεν μπορείς να κρατήσεις., τάζει λαγούς με πετραχήλια: δίνει υπερβολικές υποσχέσεις που δεν πρόκειται να τηρήσει: Προεκλογικά μας έταζαν ~ ~., τάξε μου! (προφ.): χαριτολογώντας, για να ανακοινώσουμε κάτι ευχάριστο σε κάποιον: ~ ~ να σου πω τα νέα! ● βλ. ταγμένος [< μεσν. τάζω < αρχ. τάσσω]

τάφος

τάφος τά-φος ουσ. (αρσ.) 1. λάκκος όπου τοποθετείται το φέρετρο με το σώμα του νεκρού και στη συνέχεια σκεπάζεται με χώμα· η λαξευτή κατασκευή ή το κτίσμα που το περιέχει· το σημείο στο οποίο έχουν χαθεί ζωές, η αιτία θανάτου ή ο ίδιος ο θάνατος: οικογενειακός ~. Μαζικοί ~οι. (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο ιερός ~ και η σαρκοφάγος με τα λείψανα του Αγίου. Η πλάκα του ~ου (= ταφόπλακα). Oι ~οι του νεκροταφείου. Πβ. μνήμα.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αρχαίος/ασύλητος/μεγαλιθικός (βλ. ντολμέν) ~. Υπόγειος κτιστός ~. ~ με επιτύμβια στήλη. Είσοδος/ευρήματα/κτερίσματα/προθάλαμος ~ου. Βλ. νεκρόπολη, τύμβος.|| Μαρμάρινος/μεγαλοπρεπής ~. Πβ. κενοτάφιο.|| Οι εγκαταστάσεις κατέρρευσαν και έγιναν ο ~ για δεκάδες ανθρώπους. 2. (μτφ.) καταστροφή, τέλος: Ανοίγει/σκάβει μόνος τον ~ο του (: υπονομεύει ο ίδιος τον εαυτό του). 3. (μτφ.-προφ.) έμπιστος, εχέμυθος άνθρωπος: Είναι ~, δεν λέει μυστικά. ● ΣΥΜΠΛ.: ξηρός τάφος: Χώρος Υγειονομικής Ταφής Ρυπασμένων Εδαφών (ακρ. ΧΥΤΡΕ)., Πανάγιος/Άγιος Τάφος: ΕΚΚΛΗΣ. ο τάφος του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα· συνεκδ. ο τόπος και ο ναός στον οποίο βρίσκεται., θαλαμωτός/θαλαμοειδής τάφος βλ. θαλαμωτός, ομαδικός τάφος βλ. ομαδικός, υγρός τάφος βλ. υγρός ● ΦΡ.: ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος: τάφος των ξεχωριστών ανδρών είναι ολόκληρη η γη, οι διαπρεπείς άνδρες τιμούνται παντού., θα στριφογυρίζει στον τάφο του (μτφ.-ειρων.): για νεκρό που τα έργα των επιγόνων του προσβάλλουν τη μνήμη του. Πβ. θα τρίζουν τα κόκαλά του. [< γαλλ. se retourner dans sa tombe] , ακολούθησε (κάποιον) στον τάφο/στον θάνατο βλ. ακολουθώ, άκρα (του τάφου) σιωπή βλ. σιωπή, με το ένα πόδι/με τα δυο πόδια στον τάφο βλ. πόδι, στέλνω/οδηγώ κάποιον στον άλλο κόσμο/στον τάφο/στα θυμαράκια βλ. στέλνω [< αρχ. τάφος, γαλλ. tombe]

τελώ

τελώ [τελῶ] τε-λώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {τελ-είς ...| τέλε-σα, τελέ-σει, -στηκε, -στεί, (λόγ.) τετελεσμένος, τελ-ώντας, -ούμενος} (λόγ.) 1. εκτελώ, πραγματοποιώ επίσημη εκδήλωση ή θρησκευτικό μυστήριο, διαπράττω: ~εί (= έχει αναλάβει) χρέη ταμία. Έθιμο που ~είται (= γίνεται) και σήμερα.|| Τον γάμο ~σε ο ιερέας της Ενορίας. Η βάπτιση θα ~στεί στον ιερό ναό ... Η κηδεία ~στηκε δημοσία δαπάνη.|| (ΝΟΜ.) ~ούμενα: αδικήματα/εγκλήματα. ΣΥΝ. διενεργώ 2. βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση, υφίσταμαι, αντιμετωπίζω: ~εί εν αποστρατεία. Η έκθεση ~εί υπό την αιγίδα του Υπουργείου. ~ούν εν αναμονή των εξελίξεων. Η κατάσταση ~εί υπό έλεγχο. ~εί υπό παρακολούθηση. ~εί εν αγνοία του ... Η ισχύς του μέτρου ~εί εν αμφιβόλω. Η περιοχή ~εί υπό κατοχή. Η σχολή ~εί υπό κατάληψη. Το κίνημα ~εί υπό διωγμό(ν). Η χώρα ~εί υπό καθεστώς επιτήρησης/ομηρίας.|| (ειρων.) Η επιτροπή ~εί εν υπνώσει.|| (ΝΟΜ.) ~εί εν χηρεία. Η εταιρεία ~εί υπό πτώχευση. Ο κατηγορούμενος ~εί υπό προσωρινή κράτηση. Πβ. δια~. ● ΦΡ.: είμαι/τελώ εν γνώσει: (+ γεν.) είμαι ενήμερος, γνώστης ενός πράγματος: ~ ~ του γεγονότος/των κινδύνων/των συνεπειών. Το θέμα είναι ~ του αρμόδιου υπουργείου., τελεί εν αδίκω: έχει άδικο, διαπράττει άδικη πράξη. [< 1: αρχ. τελῶ 2: γαλλ. être]

τζάμπα

τζάμπα τζά-μπα επίρρ. & τσάμπα (προφ.) 1. δωρεάν ή πολύ φτηνά: Το ηχείο το πήρα ~ από ένα φίλο (: μου το χάρισε). (ως επίθ.) ~ φαγητό. Βρήκα ~ εισιτήρια/προσκλήσεις.|| Το αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας, σχεδόν ~. Πβ. πάμφθηνα.|| ~ δουλεύει (: για πολύ λίγα χρήματα).|| (ως ουσ.) Έχει μάθει/συνηθίσει στο ~. Πβ. τζαμπέ. 2. (μτφ.) μάταια: ~ ο ενθουσιασμός/ο κόπος (= κρίμα, χαράμι· ΑΝΤ. χαλάλι)/η κούραση/η φασαρία. ~ ανησυχείς/ταλαιπωρείσαι/χάνεις την ώρα σου. ~ ήρθαμε, δεν είναι κανείς εδώ. 3. (ως επίθ.) (μτφ.-ειρων.) που δεν έχει βαρύτητα ή συνέπειες, χωρίς αιτία ή κόστος: ~ αντίσταση/κριτική/λόγια/μαγκιά/υποσχέσεις (πβ. ανέξοδος, εύκολος). ~ επαναστάτες.|| Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, ~ είναι! ● ΣΥΜΠΛ.: πεταμένα/τζάμπα/κοροϊδίστικα λεφτά βλ. λεφτά ● ΦΡ.: στο τζάμπα (προφ.-ειρων.): χωρίς καθόλου χρήματα ή με πολύ λίγα: Δεν πλήρωσαν είσοδο, μπήκαν ~ ~. Τη βγάζουν ~ ~, πάντα τους κερνάνε., τζάμπα και βερεσέ (προφ.): άδικα, άσκοπα: Τόση δουλειά πήγε ~ ~ (= στράφι)!, τζάμπα κι άδικα (προφ.): χωρίς λόγο, μάταια: ~ ~ στενοχωριέσαι., τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι αυτό που προσφέρεται χωρίς αντάλλαγμα είναι πάντα ευχάριστο και καλοδεχούμενο., τζάμπα πράμα & πράγμα (προφ.): κυρ. για προϊόν σε πολύ καλή τιμή: Παρ' το, ~ ~ είναι. Βλ. κελεπούρι., τζάμπα μάγκας βλ. μάγκας, τι/τζάμπα τα έχουμε/πήραμε/φοράμε τα γαλόνια; βλ. γαλόνι2 [< τουρκ. caba]

τίμιος

τίμιος, α, ο τί-μι-ος επίθ. {-ου (λόγ.) -ίου | (λόγ.) θηλ. τιμία} 1. που χαρακτηρίζεται από ευσυνειδησία και ηθικότητα, έντιμος: ~ος: πολιτικός. Έμπορος ~ στις συναλλαγές του. Είναι ~, κρατάει πάντα τον λόγο του (πβ. εντάξει, συνεπής). Φτωχός, αλλά/πλην ~. ΑΝΤ. άτιμος (1) 2. που γίνεται με δίκαιο, ευθύ, αξιοπρεπή ή νόμιμο τρόπο: ~α: λύση/μοιρασιά/συμφωνία. ~ο: παιχνίδι (= καθαρό· ΑΝΤ. άδικο, ύπουλο). Eίναι άνθρωπος ~ων (= αγαθών, αγνών) προθέσεων.|| ~α: απάντηση/συμπεριφορά. ~ες: κουβέντες (= ντόμπρες, σταράτες).|| ~α: δουλειά/ζωή (= χρηστή). ~ο: μεροκάματο. ~α: χρήματα. ΑΝΤ. ανέντιμος 3. ΕΚΚΛΗΣ. (κυρ. με κεφαλ. Τ) ιερός, άγιος: ~ία: Εσθήτα (της Θεοτόκου)/κάρα/συνοδεία (ιεράρχη). ~α: λείψανα. Η Θεία Ευχαριστία είναι το ~ο Σώμα και Αίμα του Χριστού.|| (γενικότ.) Το ~ο λάβαρο του αγώνα. ● επίρρ.: τίμια & (λόγ.) -ίως: στις σημ. 1,2. ● ΣΥΜΠΛ.: Τίμια/Άγια δώρα (τα): ΕΚΚΛΗΣ. ο άρτος και ο οίνος (στο μυστήριο) της Θείας Ευχαριστίας., Αγία/Τιμία/Τίμια Ζώνη βλ. ζώνη, τίμιο/άγιο ξύλο βλ. ξύλο, Τίμιος Σταυρός βλ. σταυρός ● ΦΡ.: τίμια/δίκαια πράγματα! (προφ.): ως δήλωση ότι θα γίνει κάτι όπως πρέπει και είναι σωστό, χωρίς να υπάρξει αδικία ή κοροϊδία: Βάζεις το φαγητό, βάζω το κρασί, ~ ~!, η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται (τίμια) βλ. καίσαρας [< αρχ. τίμιος]

τόπος

τόπος τό-πος ουσ. (αρσ.) 1. συγκεκριμένη έκταση γης, τοποθεσία, περιοχή: βραχώδης/γόνιμος/επίπεδος/έρημος/μακρινός ~. Πβ. έδαφος.|| Γενέθλιος/φιλόξενος ~ (πβ. πόλη, χώρα). ~ γέννησης/διαμονής/διεξαγωγής (αγώνων)/εγκατάστασης/έκδοσης/κατοικίας/παραγωγής/παραθερισμού/προορισμού. ~ εισαγωγής/εξαγωγής προϊόντων. Ο ~ του ατυχήματος/του μαρτυρίου/της μάχης. Άγονος, φτωχός ~. Εδώ είναι ο ~ όπου ... Μετακίνηση από ~ο σε ~ο/προς και από τον ~ο εργασίας. Αρχαιολογικοί/ιεροί/ιστορικοί ~οι. ~οι λατρείας. Ανεξερεύνητοι ~οι της Γης. Παραμύθια από ~ους της Ασίας. Έχει ισχυρούς δεσμούς με τον ~ο καταγωγής του. Τα σωστικά συνεργεία δυσκολεύτηκαν να φτάσουν στον ~ο της τραγωδίας. Ιδανικός ~ για ... Η ενότητα του ~ου στο κλασικό θέατρο.|| (ΓΡΑΜΜ.) Επιρρηματικός προσδιορισμός του ~ου. ΣΥΝ. μέρος (2) 2. χώρος: Πιάνει πολύ ~ο. Κάνε ~ο να περάσω. Έχει γεμίσει ο ~ σκουπίδια. 3. η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου: Γύρισε στον ~ο του. Η ιστορία του ~ου μας. 4. ΛΟΓΟΤ. -ΡΗΤΟΡ. παραδοσιακό μοτίβο, λογοτεχνική σύμβαση. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιοι Τόποι: ΕΚΚΛΗΣ. οι περιοχές της αρχαίας Παλαιστίνης όπου έζησε και δίδαξε ο Χριστός., γεωμετρικός τόπος: ΜΑΘ. το σύνολο όλων των σημείων που έχουν μόνο αυτά μία κοινή χαρακτηριστική ιδιότητα. [< νεολατ. locus] , αρχαιολογική θέση/αρχαιολογικός τόπος βλ. αρχαιολογικός, δικτυακός τόπος/χώρος βλ. δικτυακός, κοινός τόπος βλ. κοινός, κρανίου τόπος βλ. κρανίο, τόπος αναπαύσεως βλ. ανάπαυση, τόπος του εγκλήματος βλ. έγκλημα ● ΦΡ.: εις τόπον χλοερόν/εν τόπω χλοερώ: ΕΚΚΛΗΣ. (στη νεκρώσιμη ακολουθία) για τον τόπο όπου βρίσκεται ο νεκρός: Απεβίωσεν/αποδήμησε εις ~ ~. Αναπαύεται/βρίσκεται εν ~ ~., επί τόπου (λόγ.): επιτόπου., κατά τόπους: κατά περιοχές, τοπικά: ηλιοφάνεια και λίγη ~ ~ συννεφιά.|| (ως επίθ.) Οι ~ ~ (= τοπικές) διευθύνσεις/υπηρεσίες. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στα ~ ~ γραφεία του Οργανισμού., πιάνει τόπο (προφ.): για κάτι που έχει αποτέλεσμα, αξιοποιείται θετικά: Οι κόποι/τα λεφτά/οι συμβουλές του έπιασαν ~., τόπο στα νιάτα: για να δηλωθεί ότι πρέπει να παραμερίζουν οι μεγαλύτεροι ή γεροντότεροι, ώστε να δίνονται ευκαιρίες στους νέους: Δώστε ~ ~!, αδειάζω τη γωνιά/τον τόπο βλ. αδειάζω, ατάκα κι επί τόπου βλ. ατάκα, αφήνω στον τόπο βλ. αφήνω, βρόμησε ο τόπος βλ. βρομώ, δεν με χωρά(ει) ο τόπος βλ. χωρώ, δίνω τόπο στην οργή βλ. οργή, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, έμεινε στον τόπο βλ. μένω, κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη βλ. ζακόνι, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, κατά τόπο(ν) αρμοδιότητα βλ. αρμοδιότητα, κουνήσου από τη θέση σου βλ. κουνώ, ουδείς προφήτης στον τόπο του βλ. προφήτης, παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είναι (/είν' και) μπαλωμένο βλ. παπούτσι, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. τόπος ‘θέση, μέρος, θέμα’, γαλλ. lieu, γερμ. Topos, αγγλ. topos]

τράπεζα

τράπεζα τρά-πε-ζα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) τραπέζ-ης | -ών} 1. ΟΙΚΟΝ. οικονομικός και χρηματοπιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με το εμπόριο χρήματος και την παροχή ειδικών υπηρεσιών που σχετίζονται με χρεόγραφα, δανεισμό, πιστώσεις, καταθέσεις, αναλήψεις, έκδοση νομίσματος ή φύλαξη τίτλων: αποταμιευτική/κτηματική/μεταβατική ~. ~ επενδύσεων/συναλλάγματος. Δημόσιες/διεθνείς/εγχώριες/ιδιωτικές/κρατικές/ξένες/στεγαστικές/συνεταιριστικές ~ες. ~ες κρατικού ενδιαφέροντος. Το ΑΤΜ/η διοίκηση/το μετοχικό κεφάλαιο/οι πελάτες της ~ας. Ενοικίαση των θυρίδων της ~ας. Καλή και κακή ~. Διευθυντής/ταμίας/υπάλληλος σε ~. Μεταφορά χρημάτων/πληρωμή μέσω ~ης. Εξαγορές/ιδιωτικοποιήσεις/συγχωνεύσεις ~ών. Θυγατρικές/(υπο)καταστήματα ~ών. Άνοιξε/διατηρεί λογαριασμό στην ~.|| Ηλεκτρονική ~ (: για τραπεζικές συναλλαγές μέσω διαδικτύου). Βλ. παρα~. 2. (συνεκδ.) το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ο ανωτέρω οργανισμός ή/και κάθε παράρτημά του. 3. χώρος συλλογής, αποθήκευσης, συντήρησης ή/και επεξεργασίας κάποιου πράγματος: (ΙΑΤΡ.) ~ μοσχευμάτων.|| ~ θεμάτων (διαβαθμισμένης δυσκολίας)/νομικών πληροφοριών. Βλ. ταμείο. 4. (λόγ.) τραπέζι: (ΙΑΤΡ.) Χειρουργικές ~ες.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ προσφορών της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Βλ. φωτο~. 5. ΕΚΚΛΗΣ. (σε μοναστήρι) το μεγάλο τραπέζι ή ο χώρος για ομαδικά γεύματα και συνεκδ. το γεύμα που προσφέρεται εκεί: Κάθισαν στην ~.|| Η ~ της Μονής. Πβ. τραπεζαρία.|| Παρετέθη πλούσια ~. 6. ΓΕΩΛ. περιοχή που έχει μεγαλύτερο ύψος από αυτές που βρίσκονται γύρω της: ~ πάγου (πβ. κρηπίδα πάγου). ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία Τράπεζα: ΕΚΚΛΗΣ. τραπέζι στο Ιερό Βήμα χριστιανικού ναού για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Βλ. αντιμήνσιο, αρτοφόριο, ειλητό., τράπεζα βιολογικού υλικού: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. βιοτράπεζα., τράπεζα γενετικού υλικού & (σπάν.) γενετική τράπεζα: ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. χώρος συλλογής, αποθήκευσης και συντήρησης του γενετικού υλικού ανθρώπων, ζώων ή φυτών για ερευνητικούς συνήθ. σκοπούς. Βλ. γονιδιωματική βιβλιοθήκη., τράπεζα δεδομένων/πληροφοριών: ΠΛΗΡΟΦ. σύνολο δεδομένων σχετικών μεταξύ τους που είναι οργανωμένα και καταχωρημένα ηλεκτρονικά: ψηφιακή ~ ~. Εθνικές/κεντρικές ~ες ~. Δημιουργία ~ας ~. Βλ. βάση δεδομένων. [< αγγλ. data bank, 1966] , Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών: ΟΙΚΟΝ. διεθνής τράπεζα και οργανισμός που ιδρύθηκε το 1930 και επιδιώκει τη συνεργασία μεταξύ των κεντρικών τραπεζών και την παροχή διευκολύνσεων για διεθνείς χρηματοδοτικές πράξεις. [< αγγλ. Bank for International Settlements] , Τράπεζα Τροφίμων: κοινωφελές ίδρυμα που έχει ως σκοπό τη συγκέντρωση τροφίμων με δωρεές και τη διάθεσή τους σε ευπαθείς ομάδες: ~ ~ του δήμου .../της Ιεράς Μητρόπολης ... [< αμερικ. food bank, 1971] , εκδοτική τράπεζα βλ. εκδοτικός, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα βλ. ευρωπαϊκός, κεντρική τράπεζα βλ. κεντρικός, συζήτηση στρογγυλής τραπέζης βλ. στρογγυλός, τράπεζα αίματος βλ. αίμα, τράπεζα σπέρματος βλ. σπέρμα ● ΦΡ.: τραπέζι των διαπραγματεύσεων βλ. διαπραγμάτευση, τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών βλ. συζήτηση, χωρισμός από τραπέζης και κοίτης βλ. κοίτη [< 1,2,4: αρχ. τράπεζα 3: αγγλ. bank 5: μεσν. τράπεζα]

τριάδα

τριάδα τρι-ά-δα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) τριάς 1. σύνολο από τρία πρόσωπα ή πράγματα που σχετίζονται μεταξύ τους: ηγετική ~. ~ αριθμών. Κάνω/σχηματίζω ~ες. Οργανωθείτε/παραταχθείτε/στοιχηθείτε κατά/σε ~ες (= ανά τρεις, τρεις τρεις). Προχωρούν ανά ~ες.|| (σε άθλημα ή διαγωνισμό) Βασική/τελική ~. Στόχος της ομάδας είναι η ~ (: να είναι στους τρεις πρώτους). Βλ. -άδα. 2. ΘΡΗΣΚ. σύνολο τριών θεοτήτων με στενούς δεσμούς στην ίδια λατρεία: αιγυπτιακή/ιερή ~. 3. (κυρ. για ποδοσφαιρικούς αγώνες) στοίχημα που κερδίζει κάποιος, αν είναι σωστές οι επιλογές του σε τρεις διαφορετικούς αγώνες: (συνολική) απόδοση ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία Tριάδα {(λόγ.) Αγίας Τριάδ-ος}: ΘΕΟΛ. τα τρία πρόσωπα του χριστιανικού Θεού, δηλ. Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα· συνεκδ. ονομασία εκκλησίας, ενορίας ή περιοχής: το δόγμα της ~ας ~ας.|| Η γιορτή/ο ναός της ~ας ~ας. [< αρχ. τριάς, γαλλ. triade, αγγλ. triad]

φως

φως [φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]

Χριστός

Χριστός Χρι-στός ουσ. (αρσ.): ΘΕΟΛ. ο Υιός του Θεού, ιδρυτής του Χριστιανισμού και κεφαλή της Εκκλησίας: ο (Κύριος ημών) Ιησούς (βλ. ΙΧ)/ο Σωτήρας (βλ. ΙΧΘΥΣ) ~. Η Ανάσταση (βλ. Πάσχα)/η Βάπτιση (βλ. Φώτα)/η ενανθρώπηση ή ενσάρκωση/τα θαύματα/η θεία και ανθρώπινη φύση (βλ. περιχώρηση)/η θυσία/οι μαθητές/οι παραβολές/η Σταύρωση/το σώμα και το αίμα (βλ. Θεία Κοινωνία, μετουσίωση)/η Ταφή (βλ. αποκαθήλωση, Πανάγιος/Άγιος Τάφος) του ~ού. Πιστεύω/προσεύχομαι στον ~ό. Πβ. αλιέας/αλιεύς ανθρώπων, ο Αμνός (του Θεού), ο άρτος της ζωής, Δεσπότης, ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, Θεάνθρωπος, ο Λόγος (του Θεού), Λυτρωτής, Μέγας Αρχιερέας, ο Μέγας Βασιλεύς, μεσσίας, νυμφίος, ραβί, φως ιλαρόν. Βλ. Άγιοι Τόποι, Ευαγγέλιο, Ιερά/Ιερή Παράδοση, Μεγάλη Εβδομάδα, Χριστούγεννα.|| (στην αγιογραφία:) Ο ~ Παντοκράτορας. Βλ. ο καλός ποιμήν. ● Υποκ.: Χριστούλης (ο) (συνήθ. όταν απευθυνόμαστε σε μικρό παιδί): ο μικρός/νεογέννητος ~ (: ο Χριστός βρέφος).|| Μην ανησυχείς! Ο καλός ~ θα σε βοηθήσει! Βλ. Παναγίτσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο Ελκόμενος (Χριστός) βλ. ελκόμενος ● ΦΡ.: (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία! (προφ.): προς δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αποδοκιμασίας: ~ ~! Τι είν' αυτά τα πράγματα!|| Έλα Χριστέ κι Απόστολε! Ο κόσμος είναι τρελός!, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! (προφ.): τίποτα απολύτως!, είδα τον Χριστό φαντάρο! (αργκό): τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. τα είδα όλα! (2), κατά Χριστόν: ΕΚΚΛΗΣ. σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού: η ~ ~ αγάπη. Έζησε ~ ~ (βλ. όσιος)., κατεβάζω/βρίζω Χριστούς και δαίμονες/Παναγίες (προφ.): βρίζω, βλαστημώ. ΣΥΝ. κατεβάζω/ρίχνω χριστοπαναγίες, προ Χριστού/μετά Χριστόν (συντομ. π.Χ., μ.Χ.): (μέθοδος χρονολόγησης στον χριστιανικό κόσμο) πριν από ή μετά τη γέννηση του Χριστού: τον 5ο αι. π.Χ. Η 2η χιλιετία μ.Χ., του Χριστού (λαϊκό): την ημέρα των Χριστουγέννων: Ήρθαν/χιόνισε (ανήμερα) ~ ~., Χριστέ μου/Χριστούλη μου! (ως επιφών.): για να δηλωθεί: (έκπληξη, δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία:) Τι ντροπή, ~ ~!|| (παράκληση, ευχή:) Βόηθα/λυπήσου με, ~ ~!|| (φόβος:) ~ ~ (: μαμά/μανούλα μου)! ΣΥΝ. Θεέ μου!, Χριστός!: λέγεται σε κάποιον που βήχει, επειδή στραβοκατάπιε., για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! βλ. όνομα, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε βλ. φυλάω, Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! βλ. Ιησούς, μετά Χριστόν προφήτης βλ. προφήτης, ο δρόμος του Θεού/του Χριστού βλ. δρόμος, περνώ/τραβώ του λιναριού τα πάθη/των παθών μου τον τάραχο/τα πάθη του Χριστού βλ. πάθος, Χριστός ανέστη βλ. ανασταίνω, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός [< μτγν. Χριστός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.