Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 14 εγγραφές  [0-14]


  • άκων , ουσα, ον [ἄκων] ά-κων επίθ. {εύχρ. το αρσ.} (αρχαιοπρ., με επιρρ. χρ.): που κάνει ή παθαίνει κάτι αθέλητα, αναγκαστικά: Προσήλθε ~ στις διαπραγματεύσεις. Κάνω κάτι ~. Πβ. ακούσιος. ΑΝΤ. εκών ● ΦΡ.: εκών άκων: που συμβαίνει παρά τη θέληση κάποιου, με το ζόρι: Εκόντες άκοντες (= θέλοντας και μη) αναγκάστηκαν να ενδώσουν. [< αρχ. ἄκων]
  • αντιποιούμαι [ἀντιποιοῦμαι] α-ντι-ποι-ού-μαι ρ. (μτβ.) {αντιποιείται ...· εύχρ. στον ενεστ., σπανιότ. αντιποι-ήθηκε}: ΝΟΜ. οικειοποιούμαι παράνομα ξένο δικαίωμα, ιδιοκτησία ή εκμεταλλεύομαι εξουσία που κατέχω: Πρόσωπο που ~είται τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα/την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας/την ιατρική ιδιότητα. Πβ. ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι. [< αρχ. ἀντιποιοῦμαι]
  • αντιφάσκω [ἀντιφάσκω] α-ντι-φά-σκω ρ. (αμτβ.) {εύχρ. κυρ. στο ενεστ. θ., παρατ. αντέφασκε} (λόγ.): πέφτω σε αντιφάσεις, αναιρώ αυτά που έχω ήδη πει: ~εις με όσα έγραψες προηγουμένως. Πβ. αυτοαναιρούμαι. ● ΦΡ.: φάσκει και αντιφάσκει βλ. φάσκω [< μτγν. ἀντιφάσκω]
  • απάγω [ἀπάγω] α-πά-γω ρ. (μτβ.) {εύχρ. κυρ. ο αόρ.· απήγαγε, απαγάγει, απήχθη, απαχθεί, (μτχ. απα-χθείς, -χθείσα, -χθέν), κυρ. στο γ' πρόσ.} 1. κάνω απαγωγή: Τον απήγαγαν με τη βία/με την απειλή όπλου και ζητούν λύτρα. Απήχθη από συμμορία. Δημοσιογράφοι έχουν απαχθεί και κρατούνται όμηροι. Απελευθέρωση του ~χθέντος επιχειρηματία. Πβ. κλέβω. 2. απομακρύνω κάτι από τη θέση του ή από συγκεκριμένο χώρο: (ΦΥΣΙΟΛ.) Μυς που (εκτείνει και) ~ει τον βραχίονα (βλ. δελτοειδής)/τον ώμο (βλ. τραπεζοειδής). Οι φλέβες ~ουν το αίμα από την καρδιά και το μεταφέρουν στους ιστούς.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Σύστημα που ~ει (: οδηγεί προς τα έξω) τη θερμότητα/τα καυσαέρια/το νερό (από το φράγμα) μέσω σωληνώσεων. [< αρχ. ἀπάγω, αγγλ. abduct]
  • απολλύω [ἀπολλύω] α-πολ-λύ-ω ρ. (μτβ.) {εύχρ. μόνο στους τ. απώλε-σα, απολέ-σει, απωλέ-σθηκε (λόγ. -σθη, μτχ. απολε-σθείς, -σθείσα, -σθέν), απολε-σθεί} (επίσ.): χάνω: ~σε το αξίωμα/τις ελπίδες του/κάθε έννοια αξιοπρέπειας. Μετοχές που ~σαν το ...% της αξίας τους. ~σθη η ευκαιρία να ... Αντικείμενα που ~σθηκαν ή εκλάπησαν κατά τη μεταφορά.|| Οπλίτες που ~σθησαν κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων (= χάθηκαν, σκοτώθηκαν). ● ΦΡ.: μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι βλ. μωραίνω ● βλ. απολεσθείς [< αρχ. ἀπολλύω, ἀπόλλυμι]
  • αστυνομοκρατείται [ἀστυνομοκρατεῖται] α-στυ-νο-μο-κρα-τεί-ται ρ. (αμτβ.) {εύχρ. σε ενεστ. κ. παρατ.} (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): ελέγχεται ή φρουρείται από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις: Το αεροδρόμιο/η περιοχή/η χώρα ~. Βλ. -κρατείται, στρατοκρατείται. ● Μτχ.: αστυνομοκρατούμενος , η, ο: ~ο: καθεστώς/κράτος.|| (μτφ.) ~η: κοινωνία. Βλ. -κρατούμενος.
  • εξίσταμαι [ἐξίσταμαι] ε-ξί-στα-μαι ρ. (αμτβ.) {εξίστ-αται, -ανται· εύχρ. μόνο στον ενεστ.} (λόγ.): εκπλήσσομαι. Κυρ. στη ● ΦΡ.: απορώ και εξίσταμαι βλ. απορώ [< αρχ. ἐξίστημι, ἐξίσταμαι]
  • σημειωτέος , α, ο ση-μει-ω-τέ-ος επίθ. {εύχρ. στο ουδ.} (λόγ.): που πρέπει να σημειωθεί, να αναφερθεί με προσοχή: ~α τα εξής ... Συνήθ. στη ● ΦΡ.: σημειωτέον ότι/πως (επίσ.): πρέπει, αξίζει να επισημανθεί ότι: ~ ~, αν δεν έχετε λάβει έγκριση, δεν καλύπτονται τα έξοδα. [< μτγν. σημειωτέος]
  • στρατοκρατείται [στρατοκρατεῖται] στρα-το-κρα-τεί-ται ρ. (αμτβ.) {στρατοκρατ-ούμενος· εύχρ. σε ενεστ. κ. παρατ.} (αρνητ. συνυποδ.): (για χώρα, περιοχή) κυβερνάται ή ελέγχεται από τον στρατό: Η πόλη ~ από στρατεύματα κατοχής. ~ούμενο: καθεστώς/κράτος (πβ. ολοκληρωτικό). Βλ. αστυνομοκρατείται, -κρατείται.
  • συνίσταται συ-νί-στα-ται ρ. (αμτβ.) {-ανται, παρατ. συνίστ-ατο, -αντο, μτχ. συνιστά-μενος, -μενη κ. -μένη, -μενο· εύχρ. σε ενεστ. κ. παρατ.} (λόγ.) 1. (+ από) αποτελείται, συντίθεται (από κάτι): Η κατασκευή ~ από γερά υλικά. Άσβεστοι που κυρίως ~ανται από οξείδιο ή υδροξείδιο του ασβεστίου. 2. έγκειται, βρίσκεται: Το πρόβλημα ~ στην κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή. Η εργασία του/το καθήκον του ~ στο να/ότι ... Σε τι ~ (= που οφείλεται) η ιδιαιτερότητα αυτή; ● Μτχ.: συνιστάμενος , η, ο: Στόλος ~ (= απαρτιζόμενος) από φορτηγά πλοία.|| Σκοπός ~ στην προώθηση της συνεργασίας. [< αρχ. συνίσταμαι, γαλλ. consister]
  • φυτοζωώ [φυτοζωῶ] φυ-το-ζω-ώ ρ. (αμτβ.) {φυτοζω-είς ... -ώντας, εύχρ. σε ενεστ. κ. παρατ.} 1. ζω σε συνθήκες μεγάλης ανέχειας και στέρησης: Από τότε που έμεινε άνεργος ~εί. ΣΥΝ. ψευτοζώ 2. (μτφ.) παρακμάζω, υπολειτουργώ: Πολλές επιχειρήσεις ~ούν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. [< γαλλ. végéter]
  • φωλεύει φω-λεύ-ει ρ. (αμτβ.) {εύχρ. σε ενεστ. κ. παρατ.} (λογοτ.): φωλιάζει: Τα πουλιά ~ουν στα γύρω δέντρα.|| (μτφ.) Η ελπίδα ~ στην καρδιά του (πβ. ριζώνει). Βλ. εμ~. [< αρχ. φωλεύω]
  • φωνασκώ [φωνασκῶ] φω-να-σκώ ρ. (αμτβ.) {φωνασκ-είς ...· εύχρ. μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (λόγ.): μιλώ με δυνατή φωνή, συνήθ. ενοχλώντας τους άλλους: ~ούν στα τηλεπαράθυρα. Το ακροατήριο ~ούσε εναντίον του κατηγορουμένου. Πβ. φωνάζω. [< πβ. μτγν. φωνασκῶ 'ασκώ τη φωνή, εξασκούμαι στην απαγγελία']
  • φωσφορίζει φω-σφο-ρί-ζει ρ. (αμτβ.) {εύχρ. κυρ. στον ενεστ. κ. παρατ., λόγ. μτχ. ενεστ. φωσφορίζ-ων, -ουσα, -ον}: εκπέμπει φως ως συνέπεια του φαινομένου του φωσφορισμού· γενικότ. λάμπει: Ψάρια που ~ουν. Οι πυγολαμπίδες ~ουν στο σκοτάδι. Βλ. φθορίζει.|| ~ουσα: μπογιά/οθόνη/πρωτεΐνη. ~ον: γιλέκο. ~οντες: δείκτες (ρολογιού). ~ουσες: λωρίδες/ουσίες/πινακίδες. ~οντα: αυτοκόλλητα/χρώματα. Πβ. φωσφοριζέ.|| Τα μάτια της μοιάζουν να ~ουν. [< γαλλ. phosphoriser, αγγλ. phosphorize]

απολεσθείς

απολεσθείς, είσα, έν [ἀπολεσθείς] α-πο-λε-σθείς επίθ. (επίσ.): χαμένος: ~είσα: ταυτότητα. ~είσες: αποσκευές/ώρες μαθημάτων. ~έντα: έγγραφα. Αναπλήρωση ~έντος εισοδήματος. Εύρεση ~έντων και κλαπέντων αντικειμένων.|| (ως ουσ.) Οι ~έντες του ναυαγίου. ● Ουσ.: απολεσθέντα (τα): τμήμα συνήθ. σε αεροδρόμιο για αντικείμενα που έχουν χαθεί ή δεν έχουν φτάσει στον προορισμό τους: Αναζήτηση αποσκευών στα ~. Γραφείο ~έντων. ● βλ. απολλύω [< αρχ. ἀπόλλυμι]

απορώ

απορώ [ἀπορῶ] α-πο-ρώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {απορείς ... | απόρ-ησα, απορ-ώντας, -ημένος}: δεν μπορώ να κατανοήσω, να εξηγήσω κάτι, δεν είμαι βέβαιος· μένω έκπληκτος: ~ μαζί του/με σένα/με τον εαυτό μου. ~εί γιατί δεν τον ειδοποίησαν. ~ πού το έχει το μυαλό του. ~ούν αν θα είναι όλα έτοιμα στην ώρα τους. Πβ. αναρωτιέμαι, διερωτώμαι.|| ~ησε, μόλις τον είδε. ~ησαν με τις γνώσεις του. Πβ. εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, παραξενεύομαι. ● ΦΡ.: απορώ και εξίσταμαι (λόγ.-εμφατ.): δοκιμάζω ισχυρή έκπληξη, αδυνατώ να κατανοήσω κάτι: ~ ~ με αυτά που λέτε/με τη νοοτροπία σας., απορώ και θαυμάζω (εμφατ.): για να δηλωθεί μεγάλη απορία ή κατάπληξη: ~εί και ~ει την επινοητικότητα πολλών αρχαίων λαών., είναι να απορεί κανείς: είναι άξιο απορίας: ~ ~ για την αντοχή του. ~ ~ που δεν τα κατάφερε.|| Είναι να απορείς με την επιμονή του. [< αρχ. ἀπορῶ]

αστυνομοκρατείται

αστυνομοκρατείται [ἀστυνομοκρατεῖται] α-στυ-νο-μο-κρα-τεί-ται ρ. (αμτβ.) {εύχρ. σε ενεστ. κ. παρατ.} (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): ελέγχεται ή φρουρείται από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις: Το αεροδρόμιο/η περιοχή/η χώρα ~. Βλ. -κρατείται, στρατοκρατείται. ● Μτχ.: αστυνομοκρατούμενος , η, ο: ~ο: καθεστώς/κράτος.|| (μτφ.) ~η: κοινωνία. Βλ. -κρατούμενος.

-κρατούμενος

-κρατούμενος, η, ο: η μετοχή κρατούμενος ως β' συνθετικό: μηχανο~/οχλο~/στρατο~/τεχνο~.|| (μτφ.) Ανδρο~/γυναικο~ χώρος. Bλ. -κρατείται/-κρατούνται.

μωραίνω

μωραίνω μω-ραί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) (λόγ.): αποβλακώνω ή φέρομαι ως ανόητος: ~ει ο έρωτας (= τυφλώνει).|| Άρχισε να γερνά και να ~εται. Πβ. ξεκουτιαίνω, ξεμωραίνομαι. ΑΝΤ. βάζω μυαλό/νιονιό (1) ● ΦΡ.: μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι (λόγ.): σε περιπτώσεις που κάποιος κάνει εντελώς παράλογες ή ανόητες πράξεις. [< αρχ. μωραίνω ‘είμαι ανόητος ή τρελός’]

φάσκω

φάσκω φά-σκω ρ. (αμτβ.) (λόγ.): στη ● ΦΡ.: φάσκει και αντιφάσκει: για κάποιον που υποστηρίζει κάτι και μετά το αναιρεί, που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από ανακολουθία και ασυνέπεια. [< αρχ. φάσκω ‘λέω’]

φθορίζει

φθορίζει φθο-ρί-ζει ρ. (αμτβ.) {μόνο στον ενεστ., λόγ. μτχ. φθορίζ-ων, -ουσα, -ον}: εκδηλώνει το φαινόμενο του φθορισμού: Ορυκτά που ~ουν (βλ. φθορίτης). Βλ. φωσφορίζει. [< γαλλ. fluorescer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.