ανανάς [ἀνανάς] α-να-νάς ουσ. (αρσ.) {ανανάδες}: ΒΟΤ. ποώδες τροπικό φυτό (επιστ. ονομασ. Ananassa sativa) με μεγάλα ξιφοειδή φύλλα που σχηματίζουν ρόδακα και ιδ. ο εδώδιμος καρπός του με χυμώδη, αρωματική, κίτρινη σάρκα, σκληρή αγκαθωτή κίτρινη-καφέ φλούδα και θύσανο από ακανθώδη φύλλα στην κορυφή του: ~ κονσέρβα. Τούρτα/χυμός ~ά. Βλ. τροπικά φρούτα. [< γαλλ. ananas]
γκρέκα: κυρ. στη ● ΦΡ.: αλά γκρέκα: κατά τον ελληνικό τρόπο: (ΜΑΓΕΙΡ.) λαζάνια/μελιτζάνες ~ ~. (ειρων.) Ντιμπέιτ ~ ~. Βλ. αλά τούρκα. [< ιταλ. alla greca]
γραμματέας γραμ-μα-τέ-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αρσ. -α, αρσ. κ. θηλ. (λόγ.) -έως) | -είς, -έων} & (λόγ.) γραμματεύς 1. υπάλληλος υπεύθυνος για τη γραφική εργασία (αλληλογραφία, σύνταξη και πληκτρολόγηση κειμένων, πρακτικά, ραντεβού, τηλεφωνήματα) σε εταιρεία, υπηρεσία, οργανισμό: ιδιαιτέρα ~. ~ διεύθυνσης/διοίκησης. Η/ο ~ του πρύτανη/του υπουργού. Εκπαίδευση/σχολή ~έων. Βλ. γραφέας. 2. βαθμός υπαλληλικής ή άλλης ιεραρχίας: ~ (δημοτικής/τοπικής) οργάνωσης/συλλόγου/συμβουλίου. Α'/Β'/Γ' ~ πρεσβείας (βλ. ακόλουθος). Βλ. αρχι~. ● ΣΥΜΠΛ.: Γενικός (Γραμματέας) & (λόγ.) Γενικός Γραμματεύς (ακρ. ΓΓ): ανώτατο αξίωμα σε δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό, πολιτικό κόμμα, υπουργείο, οργάνωση, σωματείο: ~ ~ της Ακαδημίας Αθηνών/του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου/του ΝΑΤΟ/του ΟΗΕ. ~ ~ Αθλητισμού/Εμπορίου/Καταναλωτή/του Υπουργείου ... Αναπληρωτής ~ ~.|| (ΠΟΛΙΤ.) ~ ~ της Κεντρικής Επιτροπής (: ο πρόεδρος κομμουνιστικού κόμματος)., ειδικός γραμματέας (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Ε, Γ): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. κυβερνητικό όργανο με συντονιστική λειτουργία σε συγκεκριμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης. ● ΦΡ.: γραμματείς και φαρισαίοι (μτφ.-ειρων.): για υποκριτές, ακραίους τυπολάτρες. [< αρχ. γραμματεύς, γαλλ. scribe, secrétaire]
-έτα: κατάληξη για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: βεντ~/βιολ~/ετικ~/ζακ~/κασ~/κλακ~/κοκ~/κοτολ~/κροκ~/μακ~/μαριον~/μοτοσικλ~/μπαγκ~/ομελ~/οπερ~/παλ~/πλακ~/ρακ~/ροζ~/ρουκ~/ρουλ~/σιλου~/τουαλ~/τριπλ~/τρομπ~/φουρκ~.
εύστροφος, η, ο [εὔστροφος] εύ-στρο-φος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που καταλαβαίνει, αντιδρά ή ενεργεί γρήγορα: ~ο: μυαλό. ~ και ετοιμόλογος/πνευματώδης. Πβ. έξυπνος, ευφυής, οξύνους, πολύστροφος, σπιρτόζος.|| (κατ' επέκτ.) ~η: απάντηση. Βλ. -στροφος. ΑΝΤ. αργόστροφος (1) ● επίρρ.: εύστροφα [< αρχ. εὔστροφος]
-ίστας {θηλ. -ίστρια κ. -ίστα} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν πρόσωπο και ειδικότ. 1. μουσικό: ακορντεον~/βιολ~/κιθαρ~/μπασ~/σαξοφων~. Πιαν~ κ. (θηλ.) πιαν-ίστρια/-ίστα. 2. άτομο με συγκεκριμένη ιδιότητα ή χαρακτηριστικό: νομπελ~. Τουρ~/χιουμορ~/χομπ~.|| (μειωτ.) Δημοσιοσχετ~/καριερ~/λομπ~. 3. επαγγελματία ή ερασιτέχνη: βολεϊμπολ~/γραφ~/πολ~. Κεραμ~ κ. (θηλ.) κεραμ-ίστρια.
ταμπλ-ντοτ ταμπλ-ντοτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ταμπλ-ντ' οτ: γεύμα ή δείπνο με ειδικό μενού και προκαθορισμένη τιμή που ισχύει σε εστιατόρια, συνήθ. τις ημέρες των εορτών: ρεβεγιόν με ~. Το μαγαζί έβαλε/έχει ~. Βλ. αλά καρτ. [< γαλλ. table d'hôte]
τούρκα τούρ-κα: μόνο στη ● ΦΡ.: αλά τούρκα & α λα τούρκα (προφ.): κατά τον τούρκικο τρόπο: διαπραγματεύσεις/σχέδιο ~ ~. Κάθισε ~ ~ (= οκλαδόν). [< ιταλ. alla turca, τουρκ. alaturka] [< ιταλ. turca]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ