Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1479 εγγραφές  [0-20]


  • -ούνι : υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από άλλα ουσιαστικά: (μτγν. κωδώνιον) κουδ~/(μτγν. περόνιον) πιρ~/(μεσν. ζιπόνιν) ζιπ~ (πβ. ζιπουνάκι).|| (ιταλ. bastone) μπαστ~/(ιταλ. piccione) πιτσ~/(ιταλ. taccone) τακ~.|| Zουζ~/κουτσ~ (βλ. κουτσουνάκι)/μαμ~.
  • α καπέλα [ἀ καπέλα] επίρρ.: ΜΟΥΣ. χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων: Χορωδία ~. Τραγουδώ ~. Ερμηνεύω ~ το τραγούδι. [< ιταλ. a cappella]
  • α λα & αλά [ἀ λα] επίρρ. (λειτουργεί επιρρηματικά μαζί με τη λέξη που ακολουθεί) 1. για δήλωση ομοιότητας ή μίμησης, με τον τρόπο: μακαρονάδα ~ μπολονέζ. Ψάρι ~ σπετσιώτα. Συκώτι ~ μεξικάνα. Γάμος ~ ελληνικά. Στο εστιατόριο πληρώσαμε ~ γερμανικά (: ο καθένας το μερίδιό του, ξεχωριστά). 2. με: μανιτάρια ~ κρεμ. ● ΦΡ.: αλά καρτ & α λα καρτ & αλακάρτ 1. (για επιλογή) από καταλόγο: γεύμα/δείπνο ~ ~. Εστιατόρια ~ ~ και σε μπουφέ. Μενού πέντε πιάτων ή ~ ~. Βλ. ταμπλ-ντοτ. 2. ΠΟΛΙΤ. (κατ' επέκτ.) (τρόπος διαφοροποιημένης προσέγγισης για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) επιλογή συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό τομέα, με παράλληλη διατήρηση ενός ελάχιστου αριθμού κοινών στόχων: ενοποίηση/ένταξη/μοντέλο ~ ~.|| (γενικότ.) Θέλουν να εφαρμόσουν μια πολιτική ~ ~, να διαλέξουν μια θέση και να απορρίψουν μια άλλη. [< γαλλ. à la carte] , αλά μπρατσέτα & αλαμπρατσέτα & α λα μπρατσέτα: (για ζευγάρι που έχει πιαστεί) από το μπράτσο. ΣΥΝ. αγκαζέ (1) [< ιταλ. ιδιωμ. a la brazzeta] , αλά πολίτα & α λα πολίτα: τρόπος μαγειρέματος με σάλτσα από λάδι και λεμόνι: αγκινάρες ~ ~. [< πιθ. ιταλ. alla pulita] , στρίβω αλά γαλλικά: φεύγω απαρατήρητος, κρυφά: Μόλις είδε τα δύσκολα, έστριψε ~., αλά γκρέκα βλ. γκρέκα, αλά τούρκα & α λα τούρκα βλ. τούρκα [< 1: ιταλ. alla, γαλλ. à la, 2: γαλλ. à la ]
  • αβάντα [ἀβάντα] α-βά-ντα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. υποστήριξη, βοήθεια, ενίσχυση: πολιτική ~. Δίνω ~ σε κάποιον. Του κάνει ~ (= τον στηρίζει). (Κάποιος) έχει την ~ της διαιτησίας/της εξουσίας/των μέσων ενημέρωσης/από τον κόσμο. Πήρε δάνειο με την ~ των γονιών του.|| Έχει μεγάλες ~ες (= πλάτες, μέσο). Προωθήθηκε με ~ες στον καλλιτεχνικό χώρο. 2. πλεονέκτημα, πλεονεκτική θέση: Ξεκίνησε με ~ τον αγώνα. Πβ. αβαντάζ, αβάντζο, ατού. 3. (σπάν.) παράνομο συνήθ. υλικό κέρδος: Δέχομαι/παίρνω ~ (πβ. μίζα, προμήθεια). Η ~ του καζίνου (: το χρηματικό ποσό που κερδίζει στο σύνολο των στοιχημάτων). [< πβ. παλαιότ. ιταλ. avantare]
  • αβαντάρω [ἀβαντάρω] α-βα-ντά-ρω ρ. (μτβ.) {αβάνταρ-α κ. -ισα} (προφ.): ευνοώ, υποστηρίζω, προωθώ: ~ει τις αποφάσεις/τις επιλογές/τα σχέδια του συνεργάτη του. Οι θέσεις του ~άρουν το κόμμα/την κυβέρνηση. Ο πρόεδρος ~ε ανοιχτά/απροκάλυπτα/συστηματικά τους δικούς του σε βάρος των υπολοίπων. Η διαιτησία ~ισε τους γηπεδούχους. Πβ. πριμοδοτώ. [< ιταλ. avantare]
  • αβάντζο [ἀβάντζο] α-βά-ντζο ουσ. (ουδ.) & αβάντσο (λαϊκό): πλεονέκτημα: Έχει το ~. Δίνω ~. Ξεκίνησε τον αγώνα με ένα γκολ ~. Πβ. αβάντα. [< μεσν. αβάντζον < ιταλ. avanzo]
  • αβάντι [ἀβάντι] α-βά-ντι επίρρ. (προφ.): εμπρός, ας αρχίσουμε, πάμε: Αν πάρουμε τη νίκη, μετά ~ για τον τελικό! ● ΦΡ.: αβάντι μαέστρο! & πάμε μαέστρο! (προφ.): προτροπή για να ξεκινήσει να παίζει η ορχήστρα ή κατ' επέκτ. για να αρχίσει κάτι. [< ιταλ. avanti maestro] [< ιταλ. avanti]
  • αβαρία [ἀβαρία] α-βα-ρί-α ουσ. (θηλ.) {αβαριών} 1. ΝΑΥΤ. φθορά, ζημιά πλοίου ή του φορτίου του κατά τη διάρκεια ταξιδιού (συνήθ. λόγω τρικυμίας ή ατυχήματος) και ειδικότ. η αναγκαστική ρίψη φορτίου στη θάλασσα: γενική/κοινή/μερική/ολική ~. Έξοδα/ρήτρα ~ας. Το σκάφος υπέστη σοβαρές ~ες.|| Μέτρα προστασίας των επιβατών σε περίπτωση ~ας. 2. (γενικότ.) ζημιά, απώλεια, βλάβη: οικονομική/τεχνική ~. ~ εμπορευμάτων. Προϊόντα που έχουν υποστεί ~. Αποζημιώσεις από ~ες. Η εταιρεία μέτρησε ~ες και οφέλη. 3. (συνηθέστ. στον πληθ.) υποχώρηση, συμβιβασμός σε ζητήματα κυρ. οικονομικά, κοινωνικά, ιδεολογικά: ~ σε αρχές/ιδανικά. Κάνε και συ μια ~. [< ιταλ. avaria]
  • αβοκάντο [ἀβοκάντο] α-βο-κά-ντο ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΒΟΤ. ο αχλαδόσχημος καρπός του ομώνυμου τροπικού δέντρου (επιστ. ονομασ. Persea gratissima), που έχει βαθυπράσινη ή μαυριδερή φλούδα, μεγάλο κουκούτσι και μαλακή κιτρινοπράσινη ψίχα με βουτυρώδη γεύση: μους/σάλτσα ~. Δροσιστικό ντιπ/σαλάτα (με) ~ (βλ. γουακαμόλε). Γαλάκτωμα/λάδι ~. Βλ. ανανάς. [< αγγλ. avocado < ισπαν. aguacate < γλ. Nαχουάτλ των Αζτέκων āhuacatl ‘όρχις’, πβ. ιταλ. avocado, 1955]
  • αβοκέτα [ἀβοκέτα] α-βο-κέ-τα ουσ. (θηλ.): ΟΡΝΙΘ. σπάνιο είδος παρυδάτιου πουλιού (επιστ. ονομασ. Recurvirostra avosetta) με μακριά πόδια, ασπρόμαυρο φτέρωμα και μακρύ, κυρτό προς τα πάνω ράμφος. Βλ. -έτα, καλαμοκανάς, στεγανόποδα. [< ιταλ. avocetta, γαλλ. avocette]
  • αγαντάρω [ἀγαντάρω] α-γα-ντά-ρω ρ. (μτβ.) {αγάνταρα κ. αγαντάριζα, αγαντάρισα} (λαϊκό) 1. ΝΑΥΤ. συγκρατώ, στηρίζω, πιάνω: ~ τους κάβους/το ρυμουλκό/το σκάφος. 2. (σπάν.) βαστώ, ανέχομαι, υπομένω. [< ιταλ. agguantare]
  • αγιούτο [ἀγιοῦτο] α-γιού-το ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. (παλαιότ.) ομαδικό παραδοσιακό παιχνίδι (είδος κυνηγητού). 2. (λαϊκό) βοήθεια: ~, σύντροφε/χριστιανοί! [< ιταλ. aiuto]
  • αερόσακος [ἀερόσακος] α-ε-ρό-σα-κος ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. σάκος που φουσκώνει αυτόματα σε περίπτωση σύγκρουσης, για να προστατεύσει τον οδηγό και τους επιβάτες γιωταχί από βαρύ τραυματισμό: μπροστινός ~. Πλευρικοί ~οι. ~ συνοδηγού. Αισθητήρας/(απ)ενεργοποίηση ~ου. ~οι τύπου κουρτίνας. Βλ. παθητική ασφάλεια, προεντατήρας. 2. (σπάν.-μτφ.) οτιδήποτε ή οποιοσδήποτε παρέχει προστασία: Ανέλαβε να παίξει τον ρόλο του "~ου". [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. airbag, 1970, ιταλ. ~, 1989, γαλλ. ~, 1992]
  • αετός [ἀετός] α-ε-τός ουσ. (αρσ.) {θηλ. (προφ.) αετίνα} & (λαϊκό-λογοτ.) αϊτός, αητός 1. ΟΡΝΙΘ. ημερόβιο αρπακτικό πουλί (οικογ. Accipitridae) με μεγάλο σώμα, γαμψά νύχια, κυρτό ράμφος και οξύτατη όραση: άγριος/περήφανος ~. (Σπάνιο/υπό εξαφάνιση) είδος ~ού. Τα φτερά/η φωλιά (= αετοφωλιά) του ~ού. Ο ~ πέταξε πάνω από τη λεία του. Βλ. βασιλ~, γυπ~, θαλασσ~, σπιζ~, σταυρ~, φιδ~, χρυσ~, ψαρ~, φαλακρός. 2. (μτφ.) ιδιαίτερα έξυπνο ή ικανό πρόσωπο: Είναι ~ στη δουλειά του. Έχει (το) βλέμμα/μάτι (του) ~ού (= αετίσιο βλέμμα). Πβ. ατσίδα, ξεφτέρι, ξυράφι, σαΐνι, σπίρτο. Βλ. εύστροφος, οξυδερκής. 3. χαρταετός. 4. ΙΧΘΥΟΛ. μεγαλόσωμο πελαγίσιο σελάχι (επιστ. ονομασ. Myliobatis aquila) με θωρακικά πτερύγια και μακριά ουρά σαν μαστίγιο. 5. ΑΘΛ. (προφ.) αιωρόπτερο: μηχανοκίνητος ~. ● ΣΥΜΠΛ.: δικέφαλος αετός: αναπαράσταση αετού με δύο κεφάλια, σύμβολο αυτοκρατοριών (κατεξοχήν της βυζαντινής), έμβλημα των ορθόδοξων Εκκλησιών, του Γενικού Επιτελείου Στρατού, εθνικό σύμβολο της Αλβανίας, έμβλημα αθλητικών ομάδων, σωματείων: μαρμάρινος/ξυλόγλυπτος/πατριαρχικός ~ ~. [< 1,4,5: αρχ. ἀετός 2: ιταλ. aquilone - παλαιότ. ορθογρ. αητός]
  • ακόλουθος [ἀκόλουθος] α-κό-λου-θος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {-ου (λόγ.) -ούθου} 1. υπάλληλος που έχει τον εισαγωγικό βαθμό της ιεραρχίας στο Διπλωματικό Σώμα ή εκπρόσωπος σε πρεσβεία με ειδικά καθήκοντα: εμπορικός/οικονομικός/στρατιωτικός ~. ~ τύπου (: πρόσωπο υπεύθυνο για τις σχέσεις με τα ΜΜΕ ξένης χώρας). Διετέλεσε/υπηρέτησε ως (διπλωματικός) ~ στο Υπουργείο Εξωτερικών. Βλ. γραμματέας. 2. (λόγ.) πρόσωπο που ακολουθεί κάποιον ή κάτι: προσωπικός ~ (= συνοδός). Οι ~οι μιας θρησκείας/της μόδας/του προέδρου. ~ στην αυλή του βασιλιά. Ήταν πιστοί ~οι των διδαγμάτων του ηγέτη τους. Οι εγκληματίες και οι ~οί τους θα διωχθούν. || (στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) οπαδός, θαυμαστής: έχει λογαριασμό με χιλιάδες ακολούθους. ● ΣΥΜΠΛ.: μορφωτικός ακόλουθος/σύμβουλος: διπλωματικός υπάλληλος αρμόδιος για την προώθηση του πολιτισμού της χώρας του στο κράτος όπου εργάζεται καθώς και για πολιτιστικές ανταλλαγές. [< γαλλ.attaché culturel] [< 1: γαλλ. attaché 2: αρχ. ἀκόλουθος, αγγλ. follower, ιταλ. ~, 1965]
  • ακομπανιαμέντο [ἀκομπανιαμέντο] α-κο-μπα-νια-μέ-ντο ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΜΟΥΣ. παράλληλο οργανικό παίξιμο μελωδίας από μουσικό ή ορχήστρα, συνοδευτικό του κύριου θέματος που ερμηνεύει ο σολίστ, εκτελεστής ή τραγουδιστής: ρυθμικό ~. Με/χωρίς ~ κιθάρας. Αυτόματα/βασικά/ταιριαστά ~α. [< ιταλ. accompagnamento]
  • ακομπανιάρω [ἀκομπανιάρω] α-κο-μπα-νιά-ρω ρ. (μτβ.) {συνήθ. στον ενεστ., σπάν. ακομπανιάρι-σε}: ΜΟΥΣ. συνοδεύω με όργανο μια μελωδία (σολίστα ή τραγουδιστή): Τους ~ει ακορντεόν/κιθάρα/λαγούτο. [< ιταλ. accompagnare]
  • ακόρντο [ἀκόρντο] α-κόρ-ντο ουσ. (ουδ.): ΜΟΥΣ. συγχορδία: ανάποδο (: ο ήχος του ακούγεται από το τέλος προς την αρχή)/αρμονικό/εναρκτήριο ~. Νότες ~ου. Απότομα/έντονα ~α. ~α για κιθάρα/μπουζούκι. [< ιταλ. accordo]
  • ακουαμαρίνα [ἀκουαμαρίνα] α-κου-α-μα-ρί-να ουσ. (θηλ.): ΟΡΥΚΤ. ημιπολύτιμος λίθος, ποικιλία της βηρύλλου, με διαφανές γαλάζιο ή γαλαζοπράσινο χρώμα. [< ιταλ. acquamarina]
  • ακουαρελίστας [ἀκουαρελίστας] α-κου-α-ρε-λί-στας ουσ. (αρσ.) {θηλ. ακουαρελίστα}: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ζωγράφος που χρησιμοποιεί χρώματα ακουαρέλας. Βλ. -ίστας. [< ιταλ. acquarellista]

ανανάς

ανανάς [ἀνανάς] α-να-νάς ουσ. (αρσ.) {ανανάδες}: ΒΟΤ. ποώδες τροπικό φυτό (επιστ. ονομασ. Ananassa sativa) με μεγάλα ξιφοειδή φύλλα που σχηματίζουν ρόδακα και ιδ. ο εδώδιμος καρπός του με χυμώδη, αρωματική, κίτρινη σάρκα, σκληρή αγκαθωτή κίτρινη-καφέ φλούδα και θύσανο από ακανθώδη φύλλα στην κορυφή του: ~ κονσέρβα. Τούρτα/χυμός ~ά. Βλ. τροπικά φρούτα. [< γαλλ. ananas]

γκρέκα

γκρέκα: κυρ. στη ● ΦΡ.: αλά γκρέκα: κατά τον ελληνικό τρόπο: (ΜΑΓΕΙΡ.) λαζάνια/μελιτζάνες ~ ~. (ειρων.) Ντιμπέιτ ~ ~. Βλ. αλά τούρκα. [< ιταλ. alla greca]

γραμματέας

γραμματέας γραμ-μα-τέ-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αρσ. -α, αρσ. κ. θηλ. (λόγ.) -έως) | -είς, -έων} & (λόγ.) γραμματεύς 1. υπάλληλος υπεύθυνος για τη γραφική εργασία (αλληλογραφία, σύνταξη και πληκτρολόγηση κειμένων, πρακτικά, ραντεβού, τηλεφωνήματα) σε εταιρεία, υπηρεσία, οργανισμό: ιδιαιτέρα ~. ~ διεύθυνσης/διοίκησης. Η/ο ~ του πρύτανη/του υπουργού. Εκπαίδευση/σχολή ~έων. Βλ. γραφέας. 2. βαθμός υπαλληλικής ή άλλης ιεραρχίας: ~ (δημοτικής/τοπικής) οργάνωσης/συλλόγου/συμβουλίου. Α'/Β'/Γ' ~ πρεσβείας (βλ. ακόλουθος). Βλ. αρχι~. ● ΣΥΜΠΛ.: Γενικός (Γραμματέας) & (λόγ.) Γενικός Γραμματεύς (ακρ. ΓΓ): ανώτατο αξίωμα σε δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό, πολιτικό κόμμα, υπουργείο, οργάνωση, σωματείο: ~ ~ της Ακαδημίας Αθηνών/του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου/του ΝΑΤΟ/του ΟΗΕ. ~ ~ Αθλητισμού/Εμπορίου/Καταναλωτή/του Υπουργείου ... Αναπληρωτής ~ ~.|| (ΠΟΛΙΤ.) ~ ~ της Κεντρικής Επιτροπής (: ο πρόεδρος κομμουνιστικού κόμματος)., ειδικός γραμματέας (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Ε, Γ): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. κυβερνητικό όργανο με συντονιστική λειτουργία σε συγκεκριμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης. ● ΦΡ.: γραμματείς και φαρισαίοι (μτφ.-ειρων.): για υποκριτές, ακραίους τυπολάτρες. [< αρχ. γραμματεύς, γαλλ. scribe, secrétaire]

-έτα

-έτα: κατάληξη για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: βεντ~/βιολ~/ετικ~/ζακ~/κασ~/κλακ~/κοκ~/κοτολ~/κροκ~/μακ~/μαριον~/μοτοσικλ~/μπαγκ~/ομελ~/οπερ~/παλ~/πλακ~/ρακ~/ροζ~/ρουκ~/ρουλ~/σιλου~/τουαλ~/τριπλ~/τρομπ~/φουρκ~.

εύστροφος

εύστροφος, η, ο [εὔστροφος] εύ-στρο-φος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που καταλαβαίνει, αντιδρά ή ενεργεί γρήγορα: ~ο: μυαλό. ~ και ετοιμόλογος/πνευματώδης. Πβ. έξυπνος, ευφυής, οξύνους, πολύστροφος, σπιρτόζος.|| (κατ' επέκτ.) ~η: απάντηση. Βλ. -στροφος. ΑΝΤ. αργόστροφος (1) ● επίρρ.: εύστροφα [< αρχ. εὔστροφος]

-ίστας

-ίστας {θηλ. -ίστρια κ. -ίστα} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν πρόσωπο και ειδικότ. 1. μουσικό: ακορντεον~/βιολ~/κιθαρ~/μπασ~/σαξοφων~. Πιαν~ κ. (θηλ.) πιαν-ίστρια/-ίστα. 2. άτομο με συγκεκριμένη ιδιότητα ή χαρακτηριστικό: νομπελ~. Τουρ~/χιουμορ~/χομπ~.|| (μειωτ.) Δημοσιοσχετ~/καριερ~/λομπ~. 3. επαγγελματία ή ερασιτέχνη: βολεϊμπολ~/γραφ~/πολ~. Κεραμ~ κ. (θηλ.) κεραμ-ίστρια.

ταμπλ-ντοτ

ταμπλ-ντοτ ταμπλ-ντοτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ταμπλ-ντ' οτ: γεύμα ή δείπνο με ειδικό μενού και προκαθορισμένη τιμή που ισχύει σε εστιατόρια, συνήθ. τις ημέρες των εορτών: ρεβεγιόν με ~. Το μαγαζί έβαλε/έχει ~. Βλ. αλά καρτ. [< γαλλ. table d'hôte]

τούρκα

τούρκα τούρ-κα: μόνο στη ● ΦΡ.: αλά τούρκα & α λα τούρκα (προφ.): κατά τον τούρκικο τρόπο: διαπραγματεύσεις/σχέδιο ~ ~. Κάθισε ~ ~ (= οκλαδόν). [< ιταλ. alla turca, τουρκ. alaturka] [< ιταλ. turca]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.