Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 17 εγγραφές  [0-17]


  • άνεμος [ἄνεμος] ά-νε-μος ουσ. (αρσ.) {ανέμ-ου | άνεμοι (λαϊκότ.-λογοτ.) ανέμοι, -ων, -ους} 1. μάζα ατμοσφαιρικού αέρα η οποία κινείται συνήθ. παράλληλα προς την επιφάνεια της Γης με συγκεκριμένη κατεύθυνση: ανατολικός/βόρειος (= βοριάς)/δυτικός/νότιος (= νοτιάς) ~. Αιγαιοπελαγίτικος/απαλός/δροσερός/ευνοϊκός (= ούριος)/ζεστός/μανιασμένος/ξηρός/υγρός/ψυχρός ~. (ΜΕΤΕΩΡ.) Γεωστροφικός ~. Η βοή/δύναμη/πνοή του ~ου. Αντίθετοι/ασθενείς/δυνατοί/ήπιοι/θυελλώδεις/μέτριοι/σφοδροί ~οι. Ξέσπασε/σηκώθηκε/φύσηξε ισχυρός ~. ~ και βροχή (= ανεμοβρόχι). Ο ~ δυνάμωσε/κόπασε/λυσσομανάει/μαίνεται/μουγκρίζει/ουρλιάζει. Ο ~ παρέσυρε/πήρε/σάρωσε/σήκωσε τα πάντα στο πέρασμά του. Πνέει ~ έντασης 8 μποφόρ. Ο ~ άλλαξε διεύθυνση/πορεία. Εξασθενούν σταδιακά οι ~οι. Ενίσχυση/ισχύς/μανία/σφοδρότητα των ~ων. Βλ. αέρας, αντιανέμιος, βαρδάρης, γαρμπής, γρέγος, μαΐστρος, μελτέμι, μουσώνας, λεβάντες, λίβας, όστρια, πουνέντες, σιρόκος, τραμουντάνα. 2. (+ γεν.) (μτφ.) τάση, κλίμα, δυναμική: επαναστατικός/νέος ~. Πνέει/φύσηξε ~ αισιοδοξίας/αλλαγής/ανανέωσης/εκσυγχρονισμού/ελευθερίας. Πβ. αύρα, ρεύμα. ● ΣΥΜΠΛ.: γιος του ανέμου (μτφ.): για πολύ γρήγορο δρομέα ή ιστιοπλόο., ηλιακός άνεμος: ΓΕΩΦ. ροή φορτισμένων σωματιδίων που εκπέμπονται συνεχώς από το ηλιακό στέμμα λόγω υπερθέρμανσης του ήλιου. [< αγγλ. solar wind, 1958] , αληγείς (άνεμοι) βλ. αληγής, αναβατικός άνεμος βλ. αναβατικός, θερμικός άνεμος βλ. θερμικός, καταβάτης/καταβατικός άνεμος βλ. καταβάτης, ούριος άνεμος βλ. ούριος, πλάγιος άνεμος βλ. πλάγιος, ριπή (του) ανέμου βλ. ριπή ● ΦΡ.: όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες & έσπειρες ανέμους, θα θερίσεις θύελλες (παροιμ.): η υποδαύλιση της έχθρας και της διχόνοιας οδηγεί τελικά σε πολύ χειρότερα αποτελέσματα., όπου φυσά(ει) ο άνεμος (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για άτομο που αλλάζει τις πεποιθήσεις του ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν: Είναι πάντα με την εξουσία. ~ ~, δηλαδή., περί ανέμων και υδάτων: γενικά και αόριστα: Κουβεντιάσαμε/μιλούσαμε/συζητούσαμε ~ ~., ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; (προφ.): (για κάποιον που δεν τον περιμέναμε) για ποιο λόγο ήρθες εδώ;, σαν άνεμος/σαν τον άνεμο: πολύ γρήγορα: Έφυγε/όρμηξε/πέρασε ~ ~. Είναι γρήγορος/τρέχει ~ ~. Πβ. σίφουνας., σκορπώ/σκορπίζω κάτι/κάποιον στους τέσσερις/πέντε ανέμους/στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: σε διάφορες κατευθύνσεις: Η οικογένεια χώρισε και σκορπίστηκε ~ ~., φτερό στον άνεμο (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): αυτός που παρασύρεται από τους άλλους, δεν μπορεί να ελέγξει την πορεία του, άγεται και φέρεται: Είμαι/νιώθω ~ ~ (= ευάλωτος). Είναι/κατάντησε ~ ~ των αυθαιρεσιών (πβ. έρμαιο).|| Οι πολύ κακές καιρικές συνθήκες έκαναν το αεροπλάνο να μοιάζει ~ ~., κόντρα/αντίθετα/ενάντια στο ρεύμα/στον καιρό/στον άνεμο βλ. κόντρα, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα [< αρχ. ἄνεμος, γαλλ. vent, αγγλ. wind]
  • βαπόρι βα-πό-ρι ουσ. (ουδ.) {βαπορ-ιού} (λαϊκό-παρωχ.) & (λαϊκότ.) παπόρι: ατμόπλοιο. ΣΥΝ. καράβι, πλοίο ● ΦΡ.: κάνω (κάποιον)/γίνομαι βαπόρι/μπαρούτι (μτφ.-προφ.): εξοργίζω ή εξοργίζομαι. Πβ. μπουρλότο, πύραυλος. [< ιταλ. vapore]
  • διαφεντεύω δι-α-φε-ντεύ-ω ρ. (μτβ.) {διαφέντ-ευε, -ευσε (λαϊκότ.) -εψε, διαφεντεύ-οντας} (λαϊκό-λογοτ.): εξουσιάζω και κατ' επέκτ. υπερασπίζω: Ποιος ~ει τις τύχες αυτού του τόπου; Πβ. κυβερνώ, ορίζω. [< μεσν. διαφεντεύω]
  • ζωνάρι ζω-νά-ρι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) & (λαϊκότ.) ζουνάρι: φαρδιά ζώνη, συνήθ. από ύφασμα, που τυλίγεται γύρω από τη μέση: μεταξωτό ~. Ανδρική (παραδοσιακή) ενδυμασία με μακρύ μάλλινο ~. Βλ. λουρί, ζωστήρας. ● ΦΡ.: έχει λυμένο/λυτό το ζωνάρι του για καβγά: αναζητά αφορμή για καβγά, είναι έτοιμος να τσακωθεί, έχει εριστική διάθεση. Πβ. αρπάζομαι., το ζωνάρι της Παναγίας: το ουράνιο τόξο., σφίγγω το ζωνάρι (μου) βλ. σφίγγω [< μεσν. ζωνάρι]
  • κάλλιο κάλ-λιο επίρρ. (λαϊκό) & (λαϊκότ.) κάλλια, καλλιά: καλύτερα: ~ (= προτιμότερο) να μη σε γνώριζα! ● ΦΡ.: κάλλιο αργά παρά ποτέ (παροιμ.): καλύτερα να συμβεί κάτι επιθυμητό έστω και καθυστερημένα, παρά να μη συμβεί ποτέ., κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει (παροιμ.): τα λιγότερα μα εξασφαλισμένα κέρδη είναι προτιμότερα από τα περισσότερα αλλά αβέβαια: Μικρή η αύξηση που πήραμε, αλλά ~ ~!, κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε βλ. γαϊδουροδένω, κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα βλ. μάτι [< μεσν. κάλλιο < αρχ. κάλλιον]
  • καμουτσίκι κα-μου-τσί-κι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) & (λαϊκότ.) καμουτσί & καμτσίκι & (σπάν.) καμιτσίκι 1. μαστίγιο με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια στην πλάτη, για να προχωρήσουν ή να τρέξουν πιο γρήγορα: δερμάτινο ~. Βλ. βίτσα. 2. (σπανιότ.-μτφ.) κάθε μέσο εξαναγκασμού ή επιβολής πειθαρχίας. Πβ. βούρδουλας, φραγγέλιο. [< τουρκ. kamçι]
  • κυρά κυ-ρά ουσ. (θηλ.) {κυράδες} (λαϊκό) & (λαϊκότ.) κερά 1. σύζυγος ή οικοδέσποινα: Πού είναι η ~ σου; Πβ. κυρία. 2. αφέντρα: (παλαιότ.) η ~ της θάλασσας/του κάστρου. ~ κι αρχόντισσα.|| (με κεφαλ. Κ, ως προσωνύμιο της Παναγίας) Η ~ των Αγγέλων. Πβ. Δέσποινα. 3. ως μειωτική προσφώνηση: ~ μου, δεν βλέπεις μπροστά σου; Άσε μας ~ μου! ● ΦΡ.: η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά βλ. νοικοκυρά, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι [< μτγν. κυρά]
  • λουλούδι λου-λού-δι ουσ. (ουδ.) 1. & (λαϊκό-λογοτ.) λούλουδο & (σπάν.-λαϊκότ.) λελούδι: άνθος· συνεκδ. ανθισμένο κλαδί ή κάθε ποώδες ή θαμνώδες φυτό που βγάζει άνθη: κίτρινα/κόκκινα/λευκά/ροζ ~ια. Ευωδιαστά ~ια. Τα ~ια της αμυγδαλιάς. Άρωμα ~ιών. Η γύρη των ~ιών. Άνθισαν/άνοιξαν (βλ. μπουμπούκι)/μαράθηκαν/μοσχοβολούν τα ~ια.|| Αληθινά/αποξηραμένα (βλ. ποτ πουρί)/διακοσμητικά/εποχιακά/πλαστικά/πολύχρωμα/τεχνητά/υφασμάτινα/φρέσκα/χάρτινα/ψεύτικα ~ια. Συνθέσεις ~ιών (= ανθοσυνθέσεις· βλ. ανθοδετική, ικεμπάνα, κορσάζ, κουάφ). Βάζο/λιβάδι/παρτέρι/στεφάνι (βλ. μαγιάτικος) με ~ια. Μπαλκόνι με ~ια (= αλτάνα). Αποστολή ~ιών (βλ. ανθοδέσμη). Μια αγκαλιά ~ια. Κόβω/μαζεύω ~ια. Της πρόσφερε (ένα μπουκέτο) ~ια.|| Μάιος, ο μήνας των ~ιών. Τριαντάφυλλο, ο βασιλιάς των ~ιών. Γιορτή των ~ιών (βλ. Πρωτομαγιά). Έκθεση ~ιών. Οι μέλισσες πετούν από ~ σε ~. Ποτίζω/φροντίζω τα ~ια του κήπου (βλ. ανθοκαλλιέργεια, βραγιά, πρασιά). Πβ. φιόρο. Βλ. αγριο-, νεκρο-, νυχτο-λούλουδο. 2. (μτφ.-οικ.) για αγαπημένο, όμορφο ή αγνό πρόσωπο, συνήθ. παιδί: ~ μου! Πβ. αστέρι, καμάρι, ομορφιά. 3. (μτφ.-ειρων.) αλήτης, κάθαρμα, πονηρός. ΣΥΝ. μπουμπούκι (4) ● Υποκ.: λουλουδάκι (το): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: παιδιά των λουλουδιών (παλαιότ.): χίπηδες. [< αγγλ. flower children, 1967] , λουλούδι του πάθους βλ. πάθος ● ΦΡ.: αγάπες και λουλούδια βλ. αγάπη [< μεσν. λουλούδι(ν)]
  • μελετώ [μελετῶ] με-λε-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μελετάς, -ά κ. -άει ... | μελέτ-ησα, -ήσει, -άται, -ήθηκε, -ηθεί, -ώντας, -ώμενος, -ημένος} & μελετάω 1. εξετάζω, διεξάγω έρευνα: Η εταιρεία ~ά την αγορά δύο νέων πλοίων. Επιστήμονες έχουν ~ήσει (= ερευνήσει) την επίδραση του καπνίσματος στην υγεία. ~άται η κατασκευή νέου αιολικού πάρκου. Στην παρούσα εργασία ~ήθηκε ... Το θέμα/η πρόταση θα/πρέπει να ~ηθεί αναλυτικά/εκτενώς/περαιτέρω/προσεκτικά. ~ώντας τις κλιματικές αλλαγές, διαπίστωσε ότι ... Υπήρξαν αντιδράσεις στο ~ώμενο (: υπό μελέτη) σχέδιο. Πβ. διερευνώ. Βλ. προ~. 2. διαβάζω ή εξασκούμαι σε κάτι, για να το κατανοήσω, να το μάθω: ~άει πολλές ώρες την εβδομάδα βιολί/τον καινούργιο της ρόλο/τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς (ενν. τα έργα τους). Πόσες ώρες την ημέρα ~άς; 3. (προφ.) κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, το(ν) σκέφτομαι: Πάνω που σε ~ούσαμε (= είχαμε την κουβέντα σου), ήρθες. Μην το ~άς και πολύ, γιατί θα το γρουσουζέψεις! 4. (σπάν.-λαϊκότ.) (συνήθ. + να) σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω: ~άμε να πάμε ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Πβ. προτίθεμαι. ● βλ. μελετημένος [< αρχ. μελετῶ]
  • μέλισσα μέ-λισ-σα ουσ. (θηλ.) {μελισσ-ών} 1. ΖΩΟΛ. υμενόπτερο κοινωνικό έντομο (επιστ. ονομασ. Apis mellifera) που παράγει μέλι, κερί και βασιλικό πολτό: το κεντρί της ~ας. Αποικία/γύρη/κυψέλη/σμήνος ~ών. Η κοινωνία/ο χορός των ~ών. Οι ~ες βουίζουν. Βλ. αγριο~, βασίλισσα, εργάτρια, κηφήνας.|| (μτφ.) Είναι εργατική σαν ~. 2. {κ. στον πληθ.} ομαδικό παιδικό παιχνίδι με το χαρακτηριστικό τραγούδι "περνά περνά η μέλισσα". 3. ΒΟΤ. (σπάν.-λαϊκότ.) μελισσόχορτο. ● Υποκ.: μελισσάκι (το): κυρ. στη σημ. 1., μελισσούλα (η): μόνο στη σημ. 1. [< 1,2: αρχ. μέλισσα]
  • μέσα μέ-σα επίρρ. {συχνά πριν από την πρόθ. σε} & μες (συνήθ. στον προφορικό λόγο, όταν παθαίνει έκθλιψη πριν από σύμφωνο ή πριν από φωνήεν)· δηλώνει 1. (σε κίνηση ή στάση) το εσωτερικό χώρου, έκτασης ή αντικειμένου ή γενικότ. κλειστό χώρο: Έλα ~ (πβ. εδώ)! Ποιοι είναι ~; Πού θέλεις να καθίσουμε, ~ ή έξω; (ειδικότ. σπίτι) Θα κάτσω/μείνω ~ απόψε. Μην πας πολύ ~ (= βαθιά, ενν. στη θάλασσα). (στο διαδίκτυο) Θα μπεις καθόλου ~ το βράδυ (π.χ. σε κάποιο τσατ ρουμ);|| (συνήθ. + από/σε) Της άρπαξε την τσάντα ~ απ' το αυτοκίνητο. Περάσαμε μεσ' απ' το τούνελ (= διά μέσου). Ανασύρθηκε ζωντανή ~ από τα ερείπια. Η πόρτα του δωματίου δεν κλείνει από ~ (πβ. έσωθεν). Βάλε τα ρούχα ~ στο πλυντήριο. Τι έχεις ~ στην τσάντα; Την κοίταξε ~ στα μάτια.|| (με πρόθ.) Δεν φαινόταν τίποτα από ~ (= εσωτερικό). Σπρώξε προς τα ~.|| (συγκριτικός βαθμός) Προχωρήστε πιο ~.|| (ως επιφών., συνήθ. χωρίς ρήμα) "~ όλοι!", φώναξε στους μαθητές.|| (με επανάληψη) Δες αν το φαγητό ζεστάθηκε ~ ~.|| (συχνά μτφ.) Όλα είναι ~ στο μυαλό σου. Κάποιοι ~ από την εταιρεία έκαναν υποκλοπές.|| (με άρθρο, ως επίθ.) Στις ~ (= έσω, εσωτερικές) σελίδες της εφημερίδας. (μτφ.) Ο ~ μας κόσμος (= ψυχικός). ΣΥΝ. εντός (1) ΑΝΤ. εκτός (1), έξω (1) 2. χρονική διάρκεια συνήθ. ή στιγμή: Όλα έγιναν ~ σε τρεις μήνες (= σε διάστημα τριών μηνών). Θα προλάβεις ~ σε μια ώρα να έρθεις; Περπατούσε ~ στη βροχή (: ενώ έβρεχε). Ποιος να παίρνει τηλέφωνο ~ στη νύχτα; Βρισκόμαστε ~ στην καρδιά του καλοκαιριού (= κατακαλόκαιρο)/στο χειμώνα. Το νέο μοντέλο έρχεται ~ στον Οκτώβριο. ΣΥΝ. εντός (2) 3. (μτφ.) συγκεκριμένη κατάσταση ή τρόπο: Έζησε ~ στα πλούτη/στη φτώχεια. Τα ρούχα σου είναι μες στη βρομιά.|| Διδασκαλία στο σχολείο ~ από την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Ο περισσότερος κόσμος τη γνωρίζει ~ από την τηλεόραση (= μέσω). 4. (ειδικότ.) μεταξύ, ανάμεσα: ένα χωριό ~ στο πράσινο. Ψάξε ~ στα άπλυτα και θα το βρεις.|| (για πρόσ.) ~ σε τόσο πλήθος λογικό ήταν να χαθούμε. Είναι ~ στους καλύτερους σκακιστές (: θεωρείται ένας από τους ...).|| (μτφ.) ~ στα πολλά που είπε/έκανε ... Δεν θέλει να τον έχει ~ στα πόδια της (: να είναι συνέχεια ανάμεσά της, να την ενοχλεί). ● Ουσ.: μέσα (το) (προφ.): εσωτερικό μέρος ή εσωτερικός χώρος: το ~ του καρπουζιού/σπιτιού. Τον πονάν τα ~ (= σπλάχνα, σωθικά) του.|| Δεν έχεις βαρεθεί το ~ (: να μη βγαίνεις έξω); ΑΝΤ. έξω (1) ● ΦΡ.: (είναι) μέσα σε όλα/σ΄όλα (προφ.): συμμετέχει σε ποικίλες δραστηριότητες, έχει πολλές διασυνδέσεις ή/και είναι (πάντα) ενημερωμένος., (μέσα) στην τιμή: χωρίς να απαιτείται πρόσθετη αμοιβή: Τα έξοδα αποστολής του προϊόντος (συμ)περιλαμβάνονται ~ ~. Το πρωινό δεν είναι ~ ~ του δωματίου., βάζω και μένα(/σένα ...) μέσα: συμπεριλαμβάνω, συνυπολογίζω: Παιδιά, βάλτε και μένα ~ στην παρουσίαση., είμαι μέσα (προφ.) 1. είμαι πρόθυμος, συμφωνώ, π.χ. να κάνω κάτι ή να πάω κάπου: Για το Σάββατο εγώ (πάντως/σίγουρα) ~ ~. Είστε ~ για ταξίδι στο εξωτερικό; (ως μονολεκτική καταφατική απάντηση, ναι, (και) βέβαια) -Θα 'ρθεις για φαγητό μαζί μας; -~! 2. είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: Κάνε και την αίτηση, για να είσαι ~. 3. αντιλαμβάνομαι κάτι: ~ είσαι ότι τώρα τελευταία δεν τα πηγαίνουμε καλά. ΣΥΝ. πέφτω μέσα, είμαι/μπήκα μέσα (προφ.): χρωστώ: ~ ~ πεντακόσια ευρώ αυτόν τον μήνα. Πβ. πέφτω έξω.|| (για επιχείρηση) Το μαγαζί με την κρίση μπήκε ~ (= έχει παθητικό, χασούρα)., είναι μέσα ή μπήκε/πήγε μέσα (προφ.): είναι κλεισμένος σε φυλακή ή ψυχιατρικό ίδρυμα ή φυλακίστηκε: ~ ~ για εξακρίβωση στοιχείων., κατά τα/στα μέσα (+ γεν.): για δήλωση χρόνου: ~ ~ του 20ού αι., κρατάω (κάτι) μέσα μου: δεν εξωτερικεύω τα συναισθήματα ή/και τις σκέψεις μου: Μην τα κρατάς όλα ~ σου. Πβ. κατα-πίνω, -πνίγω. ΣΥΝ. κρατάω για τον εαυτό μου (1), μέσα μου: στην καρδιά, στην ψυχή ή στο μυαλό μου: Η απάντηση βρίσκεται (βαθιά) ~ σου (πβ. ενδόμυχα). Κάτι άλλαξε ~ ~. Πονάει ακόμη ~ της. Πρέπει να το βγάλεις από ~ σου (: να το εξωτερικεύσεις).|| Όμορφες αναμνήσεις ξύπνησαν ~ ~., πέφτω μέσα (μτφ.-προφ.): αντιλαμβάνομαι, μαντεύω σωστά κάτι: Έπεσες ~ στις προβλέψεις σου (: είχες δίκιο). ΑΝΤ. πέφτω έξω (1), το 'χω μέσα μου (προφ.): για κάτι που αποτελεί στοιχείο του χαρακτήρα μου, με εκφράζει ή έχω έμφυτη κλίση σε αυτό: Αν δεν το 'χεις ~ σου, ... Είναι και να το 'χεις ~ σου ..., τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα (λαϊκό) & (λαϊκότ.) τον έχωσαν μέσα: τον φυλάκισαν: Είχε κάνει παρανομίες κι έτσι ~ ~ (= τον έβαλαν στη φυλακή). , (μες) στο νερό βλ. νερό, απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα βλ. κούκλα, απέξω/απ' έξω κι από μέσα βλ. απέξω, βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι (μέσα) στο κόλπο βλ. κόλπο, έχει βάλει/χώσει κάποιον μέσα βλ. βάζω, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του βλ. διάβολος, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου βλ. καρδιά, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... βλ. λέω, κρύβει ένα παιδί μέσα του βλ. παιδί, κρύβει μέσα του βλ. κρύβω, λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου βλ. λέω, μέσα από τα γυαλιά βλ. γυαλιά, μέσα από τα δόντια (του) βλ. δόντι, μέσα έξω βλ. έξω, μέσα στα πράγματα βλ. πράγμα, μέσα στην τούρλα βλ. τούρλα, μέσα/μες στα μέλια/σιρόπια βλ. μέλι, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά βλ. χαρά, στα μέσα και στα έξω βλ. έξω, τα κεφάλια μέσα! βλ. κεφάλι, την τύχη/το κέρατό μου μέσα βλ. τύχη, τυχερός (μέσα) στην ατυχία του βλ. τυχερός, χέσε μέσα! βλ. χέζω [< μεσν. μέσα]
  • μεσοφόρι με-σο-φό-ρι ουσ. (ουδ.) & (λαϊκότ.) μισοφόρι (κυρ. παλαιότ.): γυναικείο εσώρουχο που φοριέται κάτω από το φόρεμα ή τη φούστα. Πβ. κομπινεζόν. Βλ. κρινολίνο. ΣΥΝ. μεσοφούστανο [< μεσν. μεσοφόρι(ο)ν]
  • νυχτιάτικος , η, ο νυ-χτιά-τι-κος επίθ. (προφ.): που συμβαίνει τη νύχτα, συνήθ. για να δηλωθεί το ακατάλληλο της ώρας. Πβ. βραδ-, νυχτερ-ινός. Βλ. -ιάτικος. ● επίρρ.: νυχτιάτικα & (λαϊκότ.) νυχτιάτικο: βραδιάτικα.
  • παΐδι πα-ΐ-δι ουσ. (ουδ.) {παϊδ-ιού | -ιών, συνήθ. στον πληθ.} (λαϊκό) & (σπάν.-λαϊκότ.) παγίδι: πλευρό ανθρώπου ή ζώου: Με πονάνε τα ~ια μου. (απειλητ.) Θα σου σπάσω τα ~ια (= θα σε δείρω, θα σε τσακίσω στο ξύλο). [< μτγν. παγίδιον]
  • φαμίλια φα-μί-λια ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) & (λαϊκότ.) φαμελιά & (σπάν.) φαμιλιά: οικογένεια, συνήθ. πολυμελής. || (μτφ.) Πολιτικές ~ιες. Πβ. τζάκι.|| Μαφιόζικη ~. ~ιες του υποκόσμου. Πβ. μαφία. ● ΦΡ.: πάτερ φαμίλιας: 1. ο πατέρας ως κεφαλή της οικογένειας. 2. αυταρχικός πατέρας, αρχηγός: καταπιεστικός ~ ~.[< 1: λατ. pater familias 2: γαλλ. ~ ~, 1907] || Ο ~ ~ της ομάδας. [< μεσν. φαμελιά, φαμιλιά, ιταλ. famiglia]
  • χάμω χά-μω επίρρ. (λαϊκό) & (λαϊκότ.) χάμου: κάτω, στο έδαφος: Πέσε ~ (= καταγής)!|| (υβριστ.) Πήγαινε/φύγε από 'δω ~! Πβ. χαμαί. [< μεσν. χάμω]
  • χονδρέμπορος χον-δρέ-μπο-ρος ουσ. (αρσ.) & (προφ.) χοντρέμπορος & (λαϊκό) χονδρέμπορας & (λαϊκότ.) χοντρέμπορας: έμπορος χονδρικής. Βλ. μεγαλέμπορος, -έμπορος. ΑΝΤ. λιανέμπορος [< γαλλ. commerçant en gros]

αγάπη

αγάπη [ἀγάπη] α-γά-πη ουσ. (θηλ.) 1. ισχυρό (συν)αίσθημα συμπάθειας, τρυφερότητας και αφοσίωσης: αγνή/αδελφική/άδολη/αθώα/ακλόνητη/αμοιβαία/ανεκτίμητη/άπειρη/ανυπόκριτη/απέραντη/απεριόριστη/βαθιά/μητρική/πατρική/πραγματική ~. Εισπράττω/νιώθω/προσφέρω/τρέφω ~. Δείχνω/εκδηλώνω/εκφράζω την ~ μου. Έχω/κερδίζω την ~ κάποιου. Δεν είχαν ~ μεταξύ τους. Υπάρχει ~ ανάμεσά τους. Διψώ για ~. Χορταίνω από ~. Το έκανα από ~. Η ~ του κόσμου με γέμιζε δύναμη. Του έχω μεγάλη ~ (πβ. αδυναμία). Απολαμβάνει/χαίρει της ~ης όλων.|| (ως κατακλείδα σε επιστολές) Mε όλη μου την ~. Με (απέραντη/ιδιαίτερη/πολλή) ~. Με σεβασμό και ~. Σου στέλνω την ~ μου.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ του Θεού/προς τον πλησίον. ΑΝΤ. απέχθεια, μίσος 2. έρωτας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα και συνεκδ. αγαπημένο πρόσωπο: αιώνια/δυνατή/κρυφή/νεανική/παθολογική/παντοτινή/παράνομη/παράφορη/πλατωνική/τρελή/τυφλή/φλογερή ~.|| Η πρώτη ~ δεν ξεχνιέται. Αναζητώ τη μία και μοναδική ~. Εφήμερες/καλοκαιρινές/περασμένες/χαμένες ~ες.|| (ως οικ. προσφών.) ~ μου (γλυκιά)! 3. έντονο ενδιαφέρον, παθιασμένη ενασχόληση με κάτι: ~ για τον αθλητισμό/τα γράμματα/την ελευθερία/τη ζωή/το θέατρο/την πατρίδα (= φιλοπατρία). ~ για τη (σπανιότ. στη) λογοτεχνία. Τρέφει (μια) ρομαντική/υπέρμετρη ~ για την Ελλάδα. Η ζωγραφική ήταν η μεγάλη του ~. Βλ. έφεση, κλίση, ροπή.Αγάπες (οι): ΕΚΚΛΗΣ. κοινά δείπνα ανάμεσα στους πρώτους χριστιανούς. ● Υποκ.: αγαπάκι (το), αγαπούλης (ο), αγαπούλα & (σπάν.) αγαπίτσα, αγαπουλίτσα (η): αγαπημένος, αγαπημένη. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη Ανάσταση/Εσπερινός της Αγάπης/Αγάπη βλ. ανάσταση, μαραθώνιος αγάπης βλ. μαραθώνιος ● ΦΡ.: αγάπες και λουλούδια: εκδηλώσεις στοργής, γλυκύτητας· γενικότ. κατάσταση ευτυχίας: Η ζωή δεν είναι μόνο ~ ~. Τη μια είναι όλο ~ ~ και την άλλη μαλώνουν. ΣΥΝ. (είναι) όλο αγκαλιές και φιλιά, είναι στις αγάπες τους: περνούν περίοδο τρυφερών ή αγαθών σχέσεων., όλο αγάπη (εμφατ.): με πολλή αγάπη: αγκαλιά/λόγια/ματιά/υποδοχή ~ ~. Με κοιτούσε ~ ~. Άνθρωπος ανεξίκακος, υπομονετικός και ~ ~ (= γεμάτος αγάπη)., πουλάω αγάπη/έρωτα (μτφ.): παριστάνω ότι είμαι ερωτευμένος με κάποιον: Της πουλούσε ~, για να της πάρει τα λεφτά., το φιλί της αγάπης: ασπασμός συγγενικών και φιλικών συνήθ. προσώπων κατά την τελετή της Ανάστασης, μόλις ο ιερέας αρχίσει να ψάλλει το "Χριστός Ανέστη"., όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη βλ. χαρτί [< μτγν. ἀγάπη, γαλλ. amour, αγγλ. love]

αγριο- & αγριό- & αγρι-

αγριο- & αγριό- & αγρι- α' συνθετικό λέξεων∙ δηλώνει: 1. μη εξημερωμένο ή αδέσποτο ζώο: αγριο-γούρουνο/~κάτσικο/~περίστερο. Αγριό-γατα/~παπια/~χηνα/~χοιρος. 2. αυτοφυές φυτό: αγριο-βότανο/~λούλουδο/~ράδικο/~συκιά/~φράουλα. Αγριό-χορτα. Αγρι-ελιά.|| Αγριο-κέρασο. 3. (μτφ., για πρόσ. ή χαρακτηριστικά) απολίτιστη, επιθετική συμπεριφορά, βλοσυρότητα στην όψη: αγρι-άνθρωπος (βλ. χοντρ-).|| Αγριό-φατσα. 4. (μτφ.-εμφατ.) αυστηρό ή απειλητικό τρόπο: αγριο-κοίταγμα/~κοιτάζω. 5. άγονο, δύσβατο ή αφιλόξενο μέρος: αγριό-τοπος. Βλ. ξερο-. 6. ανυπόφορη ένταση: αγριο-φωνάρα.

αέρας

αέρας [ἀέρας] α-έ-ρας ουσ. (αρσ.) {αέρ-α (λόγ.) -ος | -ηδες} 1. το μείγμα των μη ορατών, άοσμων αερίων, κυρ. αζώτου (78,08%) και οξυγόνου (20,95%), που περιβάλλει τη Γη και είναι απαραίτητο για την επιβίωση όλων των οργανισμών, το κενό που θεωρούμε ότι μας περιβάλλει, η ατμόσφαιρα, το κλίμα: αναπνεύσιμος/ατμοσφαιρικός/βρόμικος/θερμαινόμενος/καθαρός/φιλτραρισμένος ~. Ο ~ ενός χώρου. Κυκλοφορία/μάζα/μόλυνση/μόρια/ρύπανση/υγρασία/φίλτρο ~α. Χαμηλότερα/ψηλότερα στρώματα ~α. Η μυρωδιά πλανάται στον ~α. Το αεροσκάφος υψώθηκε στον ~α. Θέαμα στον/σπορ του ~α (βλ. αεράθλημα). Διάσωση/επέμβαση/ρίψη από ~ος.|| (για συσκευές, μηχανήματα) Ανοίγω/κλείνω τα έμβολα/τις βαλβίδες ~α/ος. Αντλία ~α/ος (πβ. αεραντλία). Συμπιεστής ~ος/α αυτοκινήτου (πβ. αεροσυμπιεστής). Tο λάστιχο χάνει ~α.|| (ΣΤΡΑΤ.) Πύραυλος εδάφους ~ος/~ος ~ος/~ος εδάφους. Βόμβες/στρατιωτικές δυνάμεις ~ος.|| Ο ~ του βουνού/του δάσους/της θάλασσας. 2. άνεμος: βουνίσιος/δαιμονισμένος/δυνατός/ελαφρός/ζεστός/θαλασσινός/θερμός/κρύος/ξαφνικός/ξηρός/παγωμένος/υγρός/ψυχρός ~. Ρεύμα/ταχύτητα ~α. Ο ~ βουίζει/δυναμώνει/έκοψε/κόπασε/έπεσε/φυσάει. Σηκώθηκε ~. Έχει πολύ ~α έξω. Ο ~ άλλαξε κατεύθυνση/γύρισε σε βοριά. Ο ~ φούσκωνε τα πανιά. Παραλία ήσυχη, χωρίς ~α (: υπήνεμη). Πβ. αγέρας.|| Ο ~ του ανεμιστήρα/της βεντάλιας/του κλιματιστικού. 3. (μτφ.) η αίσθηση που αποπνέει κάποιος ή κάτι· (για χώρο) η ατμόσφαιρα, (για πρόσ.) η εμφάνιση, η συμπεριφορά, το ύφος και ιδ. η άνεση: Το σπίτι έχει τον ~α μιας άλλης εποχής. Η διακόσμηση προσδίδει στην αίθουσα έναν ~α πολυτέλειας (πβ. περιβάλλον). Πνέει/φυσάει ~ αισιοδοξίας/αλλαγής/ανανέωσης.|| Διαθέτει/έχει τον ~α του επαγγελματία/του νικητή/της σταρ. Αποπνέει ευρωπαϊκό ~α. Τον περιέβαλλε πάντα ένας ~ μυστηρίου. Ντύσιμο που προσδίδει έναν ~α σοβαρότητας. Περπατάει με ~α (= με αυτοπεποίθηση· βλ. στιλ). Τον αντιμετώπισε με ~ (= δυναμικά, θαρραλέα). Πβ. τουπέ, πόζα.|| Έχει πάρει τον ~α του αυτοκινήτου/της δουλειάς (: άνεση που οφείλεται στην εμπειρία· πβ. κολάι).|| Μην κολλάς τις λέξεις, το κείμενο πρέπει να έχει ~.|| (ΑΘΛ.) Έδωσε ~α δύο γκολ/έντεκα πόντων στην ομάδα (βλ. προβάδισμα). 4. πρόσθετη αξία ενός μαγαζιού ή μιας επιχείρησης λόγω πλεονεκτικής θέσης, σταθερής πελατείας και η σχετική αποζημίωση: (σε αγγελίες) Πωλείται ο ~ και οι εγκαταστάσεις. Πβ. εμπορική εύνοια. 5. ο χώρος που επιτρέπεται να κτιστεί πάνω από μια οικοδομή και το δικαίωμα ιδιοκτησίας του· δικαίωμα υψούν: Αγοράζω/πουλώ τον ~α (μιας μονοκατοικίας). 6. αποζημίωση που καταβάλλεται σε μισθωτή, ώστε να μην παραταθεί η μίσθωση ή το ποσό που προκαταβάλλεται ως εγγύηση για την ενοικίαση: Καταβάλλω ~α. Φορολόγηση του εισπραττόμενου ~α.|| Έδωσε ~α τρία νοίκια. 7. ΕΚΚΛΗΣ. {πληθ. αέρες} αήρ. ● Υποκ.: αεράκι (το): ελαφρύς και ευχάριστος αέρας: ανάλαφρο/απαλό/γλυκό/δροσερό/θαλασσινό (πβ. μπάτης)/καλοκαιρινό/πρωινό/τσουχτερό (βλ. αγιάζι) ~. Έβ(γ)αλε/έπιασε ~. Μας δρόσισε τ' ~. Πβ. αγεράκι, αγέρι, αύρα. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπιεσμένος αέρας & συμπιεσμένος αέρας: ΜΗΧΑΝ. αέρας με πίεση και πυκνότητα μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική: Ο ~ ~ χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας. [< αγγλ. compressed air] , κενό (αέρος) βλ. κενό, σαλάμι αέρος βλ. σαλάμι, φρέσκος αέρας βλ. φρέσκος ● ΦΡ.: (είμαι) στον αέρα 1. για αεροσκάφος σε πτήση: αγορές στον ~ (αφορολόγητων ειδών). Περιπέτεια στον ~ για διακόσιους επιβάτες λόγω της κακοκαιρίας. Τα δύο αεροσκάφη συγκρούστηκαν ~ ~ (: ενώ πετούσαν).|| (κατ' επέκτ., για κάτι που αιωρείται:) Διεκδίκηση της μπάλας στον ~. Βλ. μετέωρος. 2. (μτφ.) για απευθείας ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση: Καθημερινά είμαστε ~ ~ για δύο ώρες. Ο ακροατής είναι ~ ~.|| Η ανανεωμένη μας ιστοσελίδα είναι πάλι ~ ~ (= διαθέσιμη στο κοινό). 3. (μτφ.) για κάτι αβέβαιο: Το συμβόλαιό του είναι ~ ~. Μέχρι την τελευταία στιγμή όλα ήταν ~ ~. Το έργο κινδυνεύει να μείνει ~ ~.|| Η θεωρία/τα επιχειρήματά του στέκονται ~ ~. Πβ. μετέωρος., αέρα κοπανίζω/καβουρδίζω (μτφ.): σπαταλώ τον χρόνο μου άσκοπα, τεμπελιάζω., αέρα πατέρα (προφ.): όπως να' ναι, όπως τύχει: Πέρασε ~ ~ τη διασταύρωση. Βλ. στα κουτουρού., αέρα! (ιαχή των Ελλήνων στρατιωτών, κυρ. στον πόλεμο του 1940): πάνω τους! επίθεση!, ανοίγω/κλείνω τον αέρα: ξεκινώ ή σταματώ αντίστοιχα την παροχή αέρα μέσω βαλβίδας ή συσκευής., βγάζω στον αέρα: (μτφ.) μεταδίδω από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: ~ ~ τα άπλυτα κάποιου/απόρρητα στοιχεία/μια είδηση/μια εκπομπή., βγαίνω στον αέρα (μτφ.): παρουσιάζομαι στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο (συνήθ. σε απευθείας μετάδοση): Το κεντρικό δελτίο ειδήσεων βγήκε ~ με καθυστέρηση. (για πρόσ.) Βγαίνει για πρώτη φορά ~.|| Ο δικτυακός τόπος βγήκε ~ (= αναρτήθηκε) τον προηγούμενο χρόνο., δίνω αέρα σε κάποιο ρούχο: το κάνω πιο φαρδύ, πιο άνετο., δίνω σε κάποιον αέρα (μτφ.): του συμπεριφέρομαι με επιείκεια και ελαστικότητα, του δίνω θάρρος: Μην του ~εις ~, θα το πάρει πάνω του. ΑΝΤ. κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον), έγινε αέρας (μτφ.): εξανεμίστηκε: Έγιναν ~ τα κέρδη (= χάθηκαν)., έχει πάρει/πήρε (πολύ) αέρα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που ξεπερνά τα όρια, αποθρασύνεται: Σαν πολύ ~ δεν έχεις πάρει;, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα (μτφ.): πιστεύει πως είναι πολύ σπουδαίος, επαίρεται, καυχιέται: Πρόσεχε μην πάρουν τα μυαλά σου ~! Έχασαν, γιατί είχαν πάρει τα μυαλά τους ~. ΣΥΝ. καβάλησε το καλάμι, την έχει ψωνίσει/την ψώνισε (1), ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό (μτφ.-ειρων.): δεν έχω τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα, είμαι πολύ φτωχός., κάνω σε κάποιον αέρα: δημιουργώ με τεχνητό τρόπο ελαφρά πνοή ανέμου: Πήρε τη βεντάλια και άρχισε να της κάνει ~., λόγια του αέρα & (σπάν.) του ανέμου (μτφ.): ανοησίες: Όσα λέω τα εννοώ, δεν πρόκειται για ~ ~. Πβ. λόγια της καραβάνας. Βλ. έπεα πτερόεντα. ΣΥΝ. αερόλογα, αερολογίες [< γαλλ. paroles en l' air] , με άλλο(ν) αέρα (μτφ.): με διαφορετική διάθεση, ψυχολογία ή συμπεριφορά, συνήθ. καλύτερη από πριν: Γύρισε από το εξωτερικό ~ ~., μιλώ στον αέρα: λέω αερολογίες ή σπανιότ. δεν προσέχουν οι άλλοι τα λόγια μου: Δεν ~ ~, έχω συγκεκριμένα παραδείγματα.|| Μιλάμε μαζί ή ~ ~; Πβ. (σαν να) μιλάω στον/με τον τοίχο., παίρνω αέρα/τον αέρα μου (μτφ.): αναζωογονούμαι, ξανανιώνω: Βγήκαμε, για να πάρουμε λίγο καθαρό ~. Πήρε τον ~ της στην εξοχή και μας ήρθε ανανεωμένη! Πβ. κάνω βόλτα, ξεσκάω, πήρε αέρα ο κώλος (κάποιου). [< γαλλ. prendre l' air] , παίρνω τον αέρα κάποιου (μτφ.): έχω κάποιον (ή σπανιότ. κάτι) υπό τον έλεγχό μου, επιβάλλομαι: Μην την αφήσεις να σου πάρει τον ~. Οι φιλοξενούμενοι πήραν τον ~ του ματς και προηγήθηκαν στο σκορ., πιάνει πουλιά στον αέρα (μτφ.): είναι πανέξυπνος, σαΐνι: Δεν θα την πιάσουν κορόϊδο, ~ ~., ρίχνω στον αέρα: πυροβολώ για εκφοβισμό, προειδοποιητικά: Η αστυνομία έριξε ~, για να διαλύσει τη συγκέντρωση., στέκεται/στηρίζεται στον αέρα: για κάτι που ισορροπεί χωρίς να ακουμπά κάπου και κατ' επέκτ. δεν έχει σταθερές βάσεις και είναι εύκολο να καταρρεύσει: Η κατασκευή μοιάζει να ~ ~ (= αιωρείται).|| Η απόφασή του ~ ~., τινάζω (κάτι/κάποιον) στον αέρα 1. (μτφ.) καταστρέφω εντελώς, δυναμιτίζω: ~ ~ τις διαπραγματεύσεις/τις προσπάθειες/τον προϋπολογισμό/μια συμφωνία/ένα σχέδιο. Άλλο ένα λάθος και τα τίναξες όλα ~!|| Τίναξε τη μπάνκα ~ (: πήρε όλα τα κέρδη)! 2. ανατινάζω: Η έκρηξη στο βενζινάδικο λίγο έλειψε να ~ξει ολόκληρη την περιοχή ~. Πρόσεξε μην βραχυκυκλώσει το μηχάνημα και ~χτούμε όλοι ~!, φυσάει άλλος αέρας: (μτφ.) για αλλαγή μιας κατάστασης προς το καλύτερο: Η πόλη έχει αλλάξει, ~ ~., χτίζει στον αέρα (σπάν.-λογοτ.): ματαιοπονεί, τρέφει ψευδαισθήσεις. Πβ. κτίζω/φτιάχνω παλάτια/πύργους στην άμμο., αέρας κοπανιστός βλ. κοπανιστός, αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου) βλ. αλλάζω, κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον) βλ. φόρα1, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα, όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντ' αλέθει βλ. μύλος, πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα βλ. παράθυρο, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα βλ. πλανώ, ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; βλ. άνεμος, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου βλ. ώρα [< μεσν. αέρας 3: γαλλ.-αγγλ. air, γερμ. Luft]

αληγής

αληγής, ής, ές [ἀληγής] α-λη-γής επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: αληγείς (άνεμοι): ΜΕΤΕΩΡ. ρεύμα κανονικών και σταθερών ανέμων που πνέουν από υποτροπικές ζώνες υψηλής πίεσης προς ισημερινές περιοχές χαμηλής πίεσης όλο τον χρόνο· στο βόρειο ημισφαίριο από τα ΒΑ προς τα ΝΔ, ενώ στο νότιο από τα ΝΑ προς τα ΒΔ. [< γαλλ. vents alizés]

αναβατικός

αναβατικός, ή, ό [ἀναβατικός] α-να-βα-τι-κός επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με την ανάβαση: ~ή: πορεία. ΑΝΤ. καταβατικός ● ΣΥΜΠΛ.: αναβατικός άνεμος: ΜΕΤΕΩΡ. ανοδικό ρεύμα άερα κατά μήκος μιας πλαγιάς που δημιουργείται, όταν το θερμό, την ημέρα, έδαφος ζεσταίνει τον αέρα που βρίσκεται πάνω από αυτό. ΑΝΤ. καταβάτης/καταβατικός άνεμος [< αγγλ. anabatic wind, 1919] [< αρχ. ἀναβατικός]

ανθοδετική

ανθοδετική [ἀνθοδετική] αν-θο-δε-τι-κή ουσ. (θηλ.): η τέχνη της δημιουργίας ανθοσυνθέσεων για διακοσμητικούς κυρ. λόγους: ιαπωνική ~ (βλ. ικεμπάνα).

ανθοκαλλιέργεια

ανθοκαλλιέργεια [ἀνθοκαλλιέργεια] αν-θο-καλ-λι-έρ-γει-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): συστηματική καλλιέργεια λουλουδιών και καλλωπιστικών φυτών και (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες εκτάσεις: ανθοκομία και ~. ~ες θερμοκηπίων/υπαίθρου. Βλ. -καλλιέργεια.

απέξω

απέξω [ἀπέξω] α-πέ-ξω επίρρ. & απ' έξω & (λαϊκό) απόξω 1. έξω ή από έξω: Κάθεται/στέκεται ~. Το ταξί είναι ~. Περιμένει ~ από την πόρτα/το σπίτι/το σχολείο. Κλειδώθηκε ~. ~ ερχόταν πολύς θόρυβος/πολλή ζέστη. Βλέπω/παρατηρώ (κάτι) ~. Φοράει το πουκάμισό του ~ (ενν. από το παντελόνι). Το μοναστήρι ~ μοιάζει με μεσαιωνικό κάστρο. Το γλυκό είναι τραγανό ~ και ζουμερό από μέσα. Το κουτί έχει ειδική σήμανση ~ (: στο εξωτερικό μέρος).|| Τα έπιπλα τα έφερε/η συνήθεια μάς ήρθε ~ (: από το εξωτερικό). ΑΝΤ. απομέσα 2. με αποστήθιση, από μνήμης: Λέει το μάθημα/το ποίημα ~. Δεν θυμάμαι τους κωδικούς/τα ονόματα ~. ΣΥΝ. από στήθους ● Ουσ.: απέξω (οι): όσοι βρίσκονται εκτός ενός συγγενικού, φιλικού ή επαγγελματικού κύκλου: Μην ακούς τι λένε οι ~., απέξω (το) (προφ.): το εξωτερικό μέρος: Το ~ του μπουφάν έχει φθαρεί. ● ΦΡ.: απέξω/απ' έξω κι από μέσα: πάρα πολύ καλά, σε πολύ μεγάλο βαθμό: Τον έμαθα/ξέρω πια ~ ~. ΣΥΝ. απ' την καλή (κι απ' την ανάποδη) (1), αφήνω κάποιον/μένω απέξω: αποκλείω κάποιον ή δεν τον εμπλέκω, αποκλείομαι από κάτι: Τους γονείς σου άφησέ τους ~, μην τους ανακατεύεις. Αφήστε μας ~, δεν πρόκειται να έρθουμε (: μη μας υπολογίζετε)!, στην απέξω (αργκό): στο περιθώριο, εκτός: Βρίσκομαι/είμαι/μένω ~ ~. Έκανε νέες παρέες και εμένα με άφησε ~ ~., απ' έξω-απ' έξω & απέξω-απέξω βλ. έξω, απέξω κι ανακατωτά βλ. ανακατωτά ● βλ. έξω [< μεσν. απέξω]

βάζω

βάζω βά-ζω ρ. (μτβ.) {έβαλα, βάλει, βάλ-θηκα (συνήθ. στο γ' πρόσ.), βαλ-θεί, -μένος, βάζ-οντας} & (λαϊκό) βάνω 1. μετακινώ κάτι σε συγκεκριμένη θέση και το αφήνω εκεί: ~ το βιβλίο στην τσάντα. ~ το μαχαίρι δίπλα στο πιρούνι. Έβαλε το αυτοκίνητο στο γκαράζ (= πάρκαρε)/την κατσαρόλα στο μάτι (της κουζίνας)/τα χέρια στις τσέπες. Βάλ' το εκεί/όρθιο/ν’ ακουμπάει στον τοίχο. Δεν μπορώ να θυμηθώ πού έχω βάλει τα κλειδιά μου. Χαρτιά ~μένα το ένα πάνω στο άλλο. ΣΥΝ. (εναπο)θέτω, τοποθετώ. ΑΝΤ. βγάζω. Βλ. ξανα~. 2. προσθέτω κάτι κάπου ή το μετακινώ σε ορισμένη θέση, προκειμένου να το αξιοποιήσω: ~ βενζίνη στο αυτοκίνητο (: για να κινείται)/κόλλα στο σπασμένα κομμάτια (: για να κολλήσουν)/ετικέτες στα τετράδια/κουρτίνες στα παράθυρα (πβ. κρεμώ)/σιδεράκια στα δόντια (: για να ισιώσουν). Ξέχασε να βάλει ζάχαρη στον καφέ/λάδι στη σαλάτα (= να ρίξει).|| ~ διαλυτικά/τόνο σε μια λέξη (= σημειώνω). Βάλε τον κωδικό (= γράψε, πληκτρολόγησε)/μια εικόνα στο κείμενο (πβ. ενσωματώνω).|| (μτφ.) Βάλτε αγάπη/γέλιο/χρώμα στη ζωή σας. Πβ. συμπεριλαμβάνω. 3. συντελώ ώστε κάποιος να πάει, με εντολή ή πρωτοβουλία δική μου ή άλλου, σε ορισμένη θέση και να μείνει εκεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: Τον έβαλαν στο νοσοκομείο (= εισήχθη, νοσηλεύτηκε)/(στη) φυλακή (= τον έκλεισαν)/στο ψυχιατρείο (πβ. εγκλείω). ΣΥΝ. μπήκε.|| Τον έβαλε κρυφά στο σπίτι (πβ. μπάζω).|| Δεν τον ~ουν στην παρέα τους (= δεν τον εντάσσουν).|| Η δασκάλα τον έβαλε στο πρώτο θρανίο.|| (για παίκτη) Τον έβαλε βασικό/μέσα στο β' ημίχρονο (ενν. ο προπονητής). 4. οδηγώ κάποιον ή κάτι σε συγκεκριμένη κατάσταση: Με ~εις (= φέρνεις) σε δύσκολη θέση. Τον έχουν βάλει σε καραντίνα (= τον έχουν θέσει, έχει μπει). Συγγνώμη αν σας έβαλα σε κόπο.|| ~ει τη ζωή του σε μεγάλο κίνδυνο (= θέτει).|| (μτφ.) Εικόνες που σε ~ουν σε έναν κόσμο μαγικό (= σε μεταφέρουν). 5. αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι: Τους ~ουν να δουλεύουν μέρα-νύχτα. Τον έβαλαν (με το ζόρι) να καθαρίσει/να φυλάει τσίλιες. (προφ.) Λέγε! Ποιος σε έβαλε να το κάνεις; 6. επιβάλλω ή αναθέτω κάτι σε κάποιον, ορίζω: Έχουν βάλει εισιτήριο/κανόνες/όρους. Του έβαλαν πρόστιμο.|| Πρέπει να βάλουμε προτεραιότητες/στόχους (: να θέσουμε).|| (σε εξετάσεις:) Τι ασκήσεις/ερωτήσεις σας έβαλαν; Τους έβαλαν εύκολα/δύσκολα (ενν. θέματα, πβ. έπεσαν, μπήκαν).|| Μας έβαλε (= γράψαμε) διαγώνισμα (ενν. ο καθηγητής).|| (σε νοσοκομειακό γιατρό) Πότε σε έχουν βάλει εφημερία;|| Έβαλε και έβαψαν το σπίτι (: κάλεσε ελαιοχρωματιστή).|| Τον έβαλαν επικεφαλής/υπεύθυνο.|| Ποιον δικηγόρο έχεις βάλει (: σε ποιον έχεις αναθέσει την υπόθεση); 7. φορώ: ~ τα γάντια/τα γυαλιά/τη ζώνη/τις κάλτσες/τα παπούτσια/τα ρούχα μου (ΑΝΤ. βγάζω). Έβαλε κάτι πρόχειρο/τα καλά του και βγήκε έξω. Τι λες να βάλω; Στραβά ~μένο καπέλο. Πβ. ντύνομαι.|| (για καλλυντικά:) ~ άρωμα/κραγιόν/κρέμα/μάσκαρα/μέικ απ/σκιές.|| Του έβαλαν χειροπέδες (= τον συνέλαβαν).|| ~ θερμόμετρο. 8. θέτω σε λειτουργία (συσκευή): Βάλε (= άναψε/άνοιξε) το αιρκοντίσιον/την τηλεόραση. ΑΝΤ. κλείνω.|| Έβαλε τη μουσική δυνατά/στη διαπασών/στο τέρμα. Βάλε λίγο φωνή (= δυνάμωσε την ένταση)!|| Βάλε το ρολόι μια ώρα μπροστά/να χτυπήσει στις ... (= ρύθμισέ το).|| (αποκτώ σύνδεση) Έβαλε ίντερνετ. Δεν έχουν βάλει ακόμα νερό/ρεύμα/τηλέφωνο. 9. συνεισφέρω συνήθ. συγκεκριμένο χρηματικό ποσό: Έβαλαν από κοινού για να του πάρουν δώρο (ενν. λεφτά). ~ τα φαγητά, ~εις τα ποτά;|| Έβαλε από την τσέπη του (= πλήρωσε με δικά του χρήματα).|| Βάλτε τώρα που γυρίζει (= ποντάρετε)!|| Έβαλε χρήματα στην επιχείρηση (= έριξε, επένδυσε)/λεφτά στην τράπεζα (= κατέθεσε). Τα ~ει σε ομόλογα/στο Χρηματιστήριο (ενν. τα κεφάλαιά του). 10. ξεκινώ να κάνω κάτι, ενεργοποιώ συγκεκριμένη λειτουργία, αρχίζει να γίνεται κάτι: ~ μπουγάδα/πλυντήριο (= πλένω). ~ να μαγειρέψω/το φαγητό. Βάλε το νερό να βράσει.|| (για τηλέφωνο:) ~ απόκρυψη/την κλήση σε αναμονή. Έβαλε το σιντί να παίζει.|| (στο αυτοκίνητο:) ~ την πρώτη (ενν. ταχύτητα)/χειρόφρενο (= το σηκώνω). Το έβαλε στο νεκρό.|| (στο γ' εν., απρόσ.) Έβαλε ήλιο (ενν. ο καιρός· ΣΥΝ. έβγαλε)/διαφημίσεις (ενν. ο τηλεοπτικός σταθμός· ΣΥΝ. έπαιξε). 11. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ τα γέλια (= γελώ)/τα κλάματα (= κλαίω)/την υπογραφή μου (= υπογράφω). Έβαλε μια φωνή (= φώναξε)/τις φωνές (= άρχισε να φωνάζει).|| Έβαλε στεφάνι (= στεφανώθηκε).|| Του ~ουν εμπόδια (= τον εμποδίζουν). Τον έβαλαν τιμωρία (= τον τιμώρησαν).|| ~ κάτι στο πρόγραμμα (= προγραμματίζω). Έβαλαν το σπίτι υποθήκη (= το υποθήκευσαν).|| Μου έβαλε (= με βαθμολόγησε με) άριστα/δέκα (ενν. βαθμό). 12. προσφέρω, σερβίρω: Μου ~εις λίγο νερό (: μου δίνεις, μου ρίχνεις στο ποτήρι); Τι να σας βάλω (να πιείτε);|| (προφ., συνήθ. σε ταβέρνα:) Βάλε μια σαλάτα (= πιάσε, φέρε)!|| Έβαλε στα παιδιά να φάνε. 13. λαμβάνω υπόψη μου, υπολογίζω (χονδρικά): Μόνο τη βενζίνη να βάλεις, θα ξοδέψουμε πολλά λεφτά. Βάλε την ώρα να ετοιμαστώ, βάλε την κίνηση, θα μου πάρει περίπου δύο ώρες. 14. πετυχαίνω: Έβαλε γκολ/καλάθι/τρίποντο. Πόσους πόντους έβαλε; Πβ. σκοράρω. ● ΦΡ.: βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο: θέτω κάτι/κάποιον ως πρώτη προτεραιότητα: ~ει τη δουλειά πάνω από τη διασκέδαση/την οικογένεια πάνω απ' όλα., βάλε-βγάλε: η επαναλαμβανόμενη διαδικασία του να βάζει και να βγάζει κάποιος κάτι: Καλή η κουκούλα του αυτοκινήτου, αλλά αυτό το ~ ~ το βαριέμαι. Βλ. πλύνε-βάλε., βάλθηκε να .../(το) έβαλε/έχει βάλει σκοπό να ... (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): επιδιώκει, προσπαθεί επίμονα, είναι αποφασισμένος: Βάλθηκε να μας τρελάνει όλους/πάρει τη θέση πάση θυσία. Έχεις βαλθεί να με ξεκάνεις; Το έχει βάλει σκοπό να μας ταλαιπωρεί. Βλ. αμέτι-μουχαμέτι., έχει βάλει/χώσει κάποιον μέσα (προφ.): τον έχει ζημιώσει ή καταχρεώσει: Το μαγαζί που άνοιξε τον ~ ~. Βλ. είμαι/μπήκα μέσα., και βάλε (προφ.): και (πολύ) περισσότερο: Πρέπει να είναι πενήντα χρονών ~ ~., μου βάζεις δύσκολα: με φέρνεις αντιμέτωπο με δυσεπίλυτα ζητήματα., τα βάζω (με κάποιον/κάτι) 1. τον προκαλώ για διαμάχη, έρχομαι αντιμέτωπος μαζί του: Πήγαν να τα βάλουν με το μικρό παιδί. Μην τα ~εις μαζί του, γιατί είναι πιο δυνατός. 2. εκδηλώνω την οργή, την αγανάκτησή μου απέναντι σε κάποιον· του επιρρίπτω ευθύνες: Τα έχω βάλει με τον εαυτό μου που δεν κατάφερα να ..., (βάζει/μπήκε) στον γύψο/στο ψυγείο βλ. γύψος, (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο βλ. πόδι, (βάζω/μπαίνω) στο στόχαστρο βλ. στόχαστρο, (με) την ουρά στα/κάτω από τα σκέλια/σκέλη βλ. σκέλια, άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς βλ. αλλάζω, αφήνω/βάζω (κάτι) κατά μέρος βλ. μέρος, βάζει (κάποιον) σε σκέψεις βλ. σκέψη, βάζει ο διά(β)ολος την ουρά του βλ. διάβολος, βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του βλ. ζωή, βάζει/μπαίνει λουκέτο βλ. λουκέτο, βάζει/μπαίνει πωλητήριο βλ. πωλητήριο, βάζω (κάποιον) σε κόπο βλ. κόπος, βάζω (κάποιον) σε/στα έξοδα βλ. έξοδα, βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα βλ. αίμα, βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι (μέσα) στο κόλπο βλ. κόλπο, βάζω (κάποιον/κάτι) (στο) σημάδι βλ. σημάδι, βάζω (κάποιον/κάτι) σε/στον κλήρο βλ. κλήρος, βάζω (κάποιον/κάτι) στη γωνία βλ. γωνία, βάζω (κάπου) το δάχτυλό/το δαχτυλάκι μου βλ. δάχτυλο, βάζω (κάτι) στη ζυγαριά βλ. ζυγαριά, βάζω (κάτι) στη/σε σειρά βλ. σειρά, βάζω γνώση βλ. γνώση, βάζω ένα (μικρό) πετραδάκι βλ. πετραδάκι, βάζω ιδέες (σε κάποιον)/βάζω (κάποιον) σε ιδέες βλ. ιδέα, βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου βλ. χέρι, βάζω και μένα(/σένα ...) μέσα βλ. μέσα, βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου βλ. κακό, βάζω κάποιον/μπαίνω/μπλέκω σε μπελά/μπελάδες βλ. μπελάς, βάζω κατά μέρος βλ. μέρος, βάζω κάτι σε πράξη βλ. πράξη, βάζω κάτι στο στόμα μου βλ. στόμα, βάζω κάτι/κάτι μπαίνει στο ντουλάπι βλ. ντουλάπι, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω λόγια (σε κάποιον) βλ. λόγια, βάζω λυτούς και δεμένους βλ. λυτός, βάζω μια (άνω) τελεία βλ. τελεία, βάζω μπελά στο κεφάλι μου βλ. μπελάς, βάζω μπροστά/μπρος βλ. μπροστά, βάζω μυαλό/νιονιό βλ. μυαλό, βάζω νερό στο κρασί μου βλ. κρασί, βάζω πλώρη/ρότα βλ. πλώρη, βάζω πόδι βλ. πόδι, βάζω πόστα βλ. πόστα, βάζω στην άκρη/στην μπάντα βλ. άκρη, βάζω στην τσέπη βλ. τσέπη, βάζω στο ίδιο σακί/στο ίδιο τσουβάλι/στον ίδιο ντορβά βλ. σακί, βάζω στο ράφι βλ. ράφι, βάζω στο χέρι βλ. χέρι, βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι βλ. νους, βάζω τα δυνατά μου βλ. δυνατός, βάζω τα πράγματα στη θέση τους βλ. θέση, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω τελεία βλ. τελεία, βάζω/θέτω τη σφραγίδα (μου) βλ. σφραγίδα, βάζω την ψυχή μου (σε κάτι) βλ. ψυχή, βάζω το κεφάλι κάτω βλ. κεφάλι, βάζω το μαχαίρι/τη θηλιά στο(ν) λαιμό κάποιου βλ. λαιμός, βάζω το μυαλό μου να δουλέψει βλ. μυαλό, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βάζω φουρνέλο (σε κάποιον/κάτι) βλ. φουρνέλο, βάζω φτερά (στα πόδια) βλ. φτερό, βάζω φωτιά/φωτιές βλ. φωτιά, βάζω χέρι βλ. χέρι, βάζω χρέος βλ. χρέος, βάζω/δίνω την υπογραφή μου (για κάποιον/κάτι) βλ. υπογραφή, βάζω/δίνω/θέτω (ένα) τέλος/τέρμα & μπαίνει (ένα)/λαμβάνει/παίρνει τέλος βλ. τέλος, βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι βλ. μάτι, βάζω/θέτω θέμα βλ. θέμα, βάζω/κρύβω/σπρώχνω κάτω απ' το χαλί βλ. χαλί, βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βάζω/μπαίνει κάτι σε τάξη βλ. τάξη, βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, βάζω/παίρνω κιλά/βάρος βλ. παίρνω, βάζω/πάω στοίχημα βλ. στοίχημα, βάζω/ρίχνω κάτι πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα βλ. χρήμα, βάζω/ρίχνω τόγκα βλ. τόγκα, βάζω/σπέρνω/ενσπείρω ζιζάνια βλ. ζιζάνιο, βάζω/φέρνω (κάποιον/κάτι) σε λογαριασμό βλ. λογαριασμός, βάζω/φοράω (μαύρες) πλερέζες βλ. πλερέζα, βάζω/φοράω το καπελάκι μου στραβά βλ. στραβός, βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη βλ. χέρι, βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου βλ. κεφάλι, βαλ' του ρίγανη βλ. ρίγανη, βάλανε/έβαλαν τον λύκο να φυλά τα πρόβατα βλ. λύκος, για πού το 'βαλες; βλ. πού, δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) βλ. γλώσσα, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου βλ. νους, δεν το βάζω κάτω βλ. κάτω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο βλ. μαχαίρι, θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει βλ. κλαίω, θέτω/βάζω σε ενέργεια βλ. ενέργεια, θέτω/βάζω σε κίνηση βλ. κίνηση, θέτω/βάζω/τοποθετώ τον πήχη (πολύ) ψηλά, βλ. θέτω, με βάζει σε/στον πειρασμό βλ. πειρασμός, μου βάζει (κάποιος)/μου ήρθε μια ιδέα βλ. ιδέα, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά βλ. ψύλλος, μπαίνω στο νόημα/πιάνω το νόημα/βάζω κάποιον στο νόημα βλ. νόημα, ντύνομαι στα/στο χακί βλ. χακί, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, ό,τι βάλει ο νους (του ανθρώπου) βλ. νους, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι βλ. στόμα, στήνω/βάζω (τ') αυτί (μου) βλ. αυτί, στρώνω/βάζω (το) τραπέζι βλ. τραπέζι, τα βάζω κάτω βλ. κάτω, το βάζω γινάτι βλ. γινάτι, το βάζω πείσμα βλ. πείσμα, το βάζω στα πόδια βλ. πόδι, το έχω/βάζω μαράζι βλ. μαράζι, τον βάζει κάτω βλ. κάτω, τον βάζω στη θέση του βλ. θέση, τον έβαλαν στη μέση βλ. μέση, τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα βλ. μέσα, του έβαλαν/του έχουν βάλει νέφτι (στον κώλο/πισινό/ποπό) βλ. νέφτι, του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι βλ. παπούτσι, χώνω τη μύτη/την ουρά/τη μούρη μου κάπου/παντού βλ. μύτη [< μεσν. βάζω, βάνω, γαλλ. mettre, αγγλ. put]

βίτσα

βίτσα βί-τσα ουσ. (θηλ.) (διαλεκτ.): λεπτή, εύκαμπτη και συνήθ. ξύλινη βέργα· κατ' επέκτ. καμουτσίκι. [< μεσν. βίτσα]

γαϊδουροδένω

γαϊδουροδένω γαϊ-δου-ρο-δέ-νω ρ. (λαϊκό): μόνο στη ● ΦΡ.: κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε (παροιμ.): είναι προτιμότερο να λαμβάνει κανείς προληπτικά μέτρα, παρά να προσπαθεί εκ των υστέρων να αντιμετωπίσει τις αρνητικές συνέπειες των πράξεων ή των παραλείψεών του. Βλ. των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.

γυαλιά

γυαλιά γυα-λιά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. γυαλί}: ζευγάρι φακών προσαρμοσμένων σε σκελετό που στερεώνεται στη μύτη και στα αυτιά, κυρ. για βελτίωση της όρασης ή/και προστασία των οφθαλμών: ~ ηλίου (= μαύρα)/οράσεως. ~ εικονικής πραγματικότητας (= στερεοσκοπικά, για την προσομοίωση τρισδιάστατου περιβάλλοντος). (προφ.) ~ για κοντά (: πρεσβυωπίας)/για μακριά (: μυωπίας). ~ με κοκάλινο/μεταλλικό σκελετό. Απορροφητικά/διορθωτικά/πολυεστιακά (: διορθώνουν την όραση σε άτομα που πάσχουν ταυτόχρονα κυρ. από μυωπία και πρεσβυωπία)/προστατευτικά ~.|| (οικ.) Ωραίο ~ί! Πβ. ματογυάλια. Βλ. διόπτρα, κιάλι, μονόκλ, φακοί επαφής. ● Υποκ.: γυαλάκια (τα) ● ΣΥΜΠΛ.: παραμορφωτικός καθρέφτης/φακός βλ. παραμορφωτικός ● ΦΡ.: βάζω/φοράω τα γυαλιά σε κάποιον (προφ.): αποδεικνύομαι πιο ικανός από αυτόν: Τους έβαλε ~ ~ η μικρή. Πβ. του την έφερα., μέσα από τα γυαλιά (προφ.): από την οπτική, τη σκοπιά: ~ ~ των παραδοσιακών θεωριών. [< γυαλί, γαλλ. lunette]

διάβολος

διάβολος διά-βο-λος ουσ. (αρσ.) {διαβόλ-ου} & (λαϊκό) διάολος 1. ΘΕΟΛ. (συχνά με κεφαλ. Δ) προσωποποίηση του πνεύματος του κακού, συνήθ. με κέρατα και ουρά, ο αντίπαλος του Θεού που έχει βασίλειό του την κόλαση, σατανάς: η μάχη με τον ~ο. Όργανο/παγίδες του ~ου. Αποφεύγω/φοβάμαι (κάποιον/κάτι) σαν τον ~ο. ΣΥΝ. Βεελζεβούλ, Εωσφόρος (1), Σατανάς. 2. (μτφ.) άνθρωπος μοχθηρός και σκληρός: αληθινός/σκέτος/σωστός ~.|| (για οδηγό αυτοκινήτου) Έτρεχε σαν ~. Βλ. φτωχο~. 3. (λαϊκό-υβριστ.) σε ερωτήσεις και αναφωνήσεις, ως έκφραση εκνευρισμού, δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης: Τι ~ο θέλεις;|| (ως επιφών.) (Που/φτου) να πάρει ο ~! ● ΣΥΜΠΛ.: δια(β)όλου κάλτσα βλ. κάλτσα, διάβολος της Τασμανίας βλ. Τασμανία, δικηγόρος/συνήγορος του διαβόλου βλ. δικηγόρος ● ΦΡ.: άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! & να πας/πήγαινε στο διά(β)ολο/διάλο! (υβριστ.): ως έκφραση αγανάκτησης, οργής, όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον ή για να δηλωθεί μεγάλη έκπληξη: άι ~ ~ όλοι τους.|| Α ~ ~, δεν το πιστεύω!, βάζει ο διά(β)ολος την ουρά του: για αρνητική εξέλιξη που οφείλεται σε εξωγενή παράγοντα: Έβαλε ~ και τσακωθήκαμε! , βρήκα τον διάολό μου (μτφ.) 1. έμπλεξα, βρήκα τον μπελά μου: Προσπάθησα να τον βοηθήσω και ~ ~. 2. βρήκα τον δάσκαλό μου: Ήθελε να έχει το πάνω χέρι, αλλά μαζί της έχει βρει ~ ~ του., διά(β)ολοι/δια(β)όλοι και τρίβολοι/τριβόλοι: όταν υπάρχουν πολλοί πειρασμοί και ενοχλητικοί άνθρωποι τριγύρω., έσπασε/σπάει ο διά(β)ολος το ποδάρι του (προφ.): για κάτι αναπάντεχο, αρνητικό ή (ειρων.) θετικό: Έσπασε ~ ~ και τρέχαμε στο νοσοκομείο!, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του & έχει τον δαίμονα μέσα του: για πονηρό, δόλιο ή πολύ ευφυή, δαιμόνιο άνθρωπο., μπήκε ο διάολος μέσα του: δαιμονίστηκε ή συμπεριφέρεται σαν δαιμονισμένος, τον κυρίευσε ο σατανάς: Ούρλιαζε και χτυπιόταν σαν να ~ ~., ο διά(β)ολος έχει πολλά ποδάρια (λαϊκό): για να εκφραστεί ότι είναι πιθανόν να συμβεί αναπάντεχα κάτι αρνητικό, παρά τις όποιες προφυλάξεις: Καλό είναι να έχεις ένα δεύτερο κλειδί μαζί σου· ποτέ δεν ξέρεις, ~ ~ ... , όπως ο διά(β)ολος το λιβάνι & σαν τον διάολο το λιβάνι (λαϊκό-εμφατ.): λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αποστρέφεται ή φοβάται κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό: Αποφεύγει, ~ ~, τις κοσμικές συναθροίσεις., όταν γεράσει ο διά(β)ολος, καλογερεύει (παροιμ.): λέγεται για κάποιον που εγκαταλείπει παλιές κακές συνήθειες., πάει κατά δια(β)όλου (προφ.-εμφατ.): για πολύ αρνητική εξέλιξη: Η επιχείρηση/η κοινωνία/ο κόσμος/η ομάδα ~ ~ (: από το κακό στο χειρότερο)., πάει στον διά(β)ολο/διάλο (λαϊκό): για δήλωση συγκατάβασης, ας είναι: Δεν μου αρέσει το φαγητό, αλλά, ~ ~, θα το δοκιμάσω., στέλνω κάποιον στον διά(β)ολο/στον αγύριστο/από εκεί που ήρθε (προφ.-υβριστ.): διαολοστέλνω: Αγανάκτησε και τον έστειλε ~., στου δια(β)όλου τη μάνα/το κέρατο (μτφ.-προφ., για δήλωση δυσαρέσκειας ή αγανάκτησης): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Με έστειλαν ~ ~. Πού να τραβιέμαι τώρα ~ ~; Βλ. στην άκρη/στα πέρατα του κόσμου/της γης., τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου (λαϊκό-εμφατ.): αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία, ταλαιπωρούμαι: Τραβήξαμε ~ μας, για να τον ξεφορτωθούμε. ΣΥΝ. τραβώ τον αδόξαστο, δουλειά δεν είχε ο διά(β)ολος και ... βλ. δουλειά, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ [< αρχ. διάβολος ‘συκοφάντης’, μτγν. ~ ‘σατανάς’, γαλλ. diable]

δόντι

δόντι δό-ντι ουσ. (ουδ.) {δοντ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. καθένα από τα οστεοειδή όργανα, εμφυτευμένα στις φατνίες των γνάθων, τα οποία προορίζονται για τη μάσηση της τροφής και την άρθρωση των φθόγγων: κούφιο/σάπιο/στραβό/χαλασμένο/χρυσό ~. Η ρίζα, ο αυχένας και η μύλη του ~ιού (: τα τρία μέρη του). Ο πολφός του ~ιού (: οδοντική θηλή). Εξαγωγή/θήκη/στεφάνη/σφράγισμα ~ιού. Αραιά/ίσια/καλοσχηματισμένα/κοφτερά/τεχνητά ~ια. Αστραφτερά/λαμπερά ~ια (βλ. χαμόγελο). Τα τριανταδύο μόνιμα ~ια του ανθρώπου (: τέσσερις κοπτήρες, δύο κυνόδοντες, τέσσερις προγόμφιοι, έξι γομφίοι σε κάθε γνάθο). Η αδαμαντίνη/οδοντίνη/οστεΐνη των ~ιών. Τα ούλα των ~ιών. Νόσοι/φλεγμονές των ~ιών (: τερηδόνα, ουλίτιδα). Ανατολή/κιτρίνισμα των ~ιών. Υγιεινή/φροντίδα των ~ιών (: βούρτσισμα, καθαρισμός, λεύκανση, φθορίωση). Καθημερινή περιποίηση των ~ιών (με οδοντόκρεμα, οδοντικό νήμα, αντισηπτικό στόματος). Ασβέστιο για γερά ~ια. Πονάει το ~ μου (: έχω πονόδοντο). Του τρόχισε το ~ (: ο οδοντίατρος). Του λείπει ένα ~ (βλ. φαφούτης). Πλένω τα ~ια μου. Κόβω (κάτι) με τα ~ια (βλ. δαγκώνω, μασώ).|| (για παιδί:) Του κουνιέται το ~. Άλλαξε ~ια. Βλ. οδοντοστοιχία, τραπεζίτης, φρονιμίτης.|| (για ζώο) ~ια λύκου/σκύλου. Σαρκοφάγο ψάρι με ισχυρά ~ια. ΣΥΝ. οδούς 2. (κατ' επέκτ.) αιχμηρή προεξοχή αντικειμένου και γενικότ. καθετί που μοιάζει με δόντι: τα ~ια του τροχού/της τσατσάρας. Βλ. τόρμος. ● Υποκ.: δοντάκι (το) (οικ.): Το μωρό έβγαλε τα πρώτα του ~ια.|| Μαχαίρι/πριόνι με ~ια (= οδοντωτό). ● Μεγεθ.: δοντάρα (η), δοντάρες (οι) ● ΣΥΜΠΛ.: νεογιλά δόντια βλ. νεογιλός ● ΦΡ.: δείχνει τα δόντια/τα νύχια (του) (μτφ.): επιδεικνύει τη δύναμή του: ~ ~ απειλητικά. Η Επιτροπή έδειξε ~ της, επιβάλλοντας υψηλό πρόστιμο., δεν είναι για τα δόντια του (μτφ.-προφ.): για τις δυνατότητές του, για τις δυνάμεις του., έβγαλε το χρυσό δοντάκι (μτφ.-προφ.): (για μικρό συνήθ. παιδί) μετέλαβε, κοινώνησε., έχει (γερό/μεγάλο) δόντι (μτφ.-προφ.): έχει μέσον, γνωριμίες. Πβ. βύσμα, έχει άκρες, έχει (γερές) πλάτες., μέσα από τα δόντια (του) (μτφ.-προφ.): χωρίς να ακούγεται καθαρά τι λέει: Μουρμούρισε/ψέλλισε/ψιθύρισε κάτι ~ ~ (συνήθ. θυμωμένος)., μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια: με παρρησία, με απόλυτη ειλικρίνεια, χωρίς φόβο και περιστροφές: Είναι αποφασισμένος να τα πει/να μιλήσει ~ ~, ακόμα κι αν στενοχωρήσει μερικούς. Πβ. απερίφραστα, ορθά-κοφτά, σταράτα., πονάει δόντι, βγάζει μάτι (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ο τρόπος αντιμετώπισης μιας προβληματικής κατάστασης είναι εντελώς ακατάλληλος: Προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα με τη μέθοδο του ~ ~., πονάει το δοντάκι του (μτφ.-προφ.): είναι ερωτευμένος., ακονίζω τα δόντια μου βλ. ακονίζω, γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ' του χάρου τα δόντια βλ. χάρος, ήλιος με δόντια βλ. ήλιος, με νύχια και με δόντια βλ. νύχι, οπλισμένος/αρματωμένος σαν αστακός βλ. αστακός, πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι βλ. κεφάλι, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια βλ. χαρίζω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, τρίζω τα δόντια (σε κάποιον) βλ. τρίζω [< μεσν. δόντι(ο)ν]

έξω

έξω [ἔξω] έ-ξω επίρρ. 1. μακριά από το εσωτερικό ή το κέντρο ενός χώρου: Περίμενέ με ~ κι έρχομαι. Μπείτε, μη στέκεστε ~! Κλειδωθήκαμε (απ') ~. Βγήκε/πετάχτηκε μια στιγμή ~ (: απουσιάζει προσωρινά από τον χώρο εργασίας ή το σπίτι). Μπορώ να πάω ~ (: άδεια για αποχώρηση, συνήθ. από την τάξη); Περάστε ~, κύριε! Κοίτα/σκύψε ~ (ενν. από το παράθυρο) και πες μου τι γίνεται. Έχει ήλιο ~. ~ φυσάει/χιονίζει. Καφενεία με τα τραπεζάκια ~ (: στην πλατεία).|| (επίρρ. + έξω) Είναι κανείς εκεί ~;|| (+ από) ~ από τον γαλαξία μας/το κτίριο/το χωριό. Δυνάμεις ~ από μας. Διαμαρτυρία ~ από τη Βουλή. Στάθηκε ~ από την πόρτα. Γυμναστείτε μέσα και ~ από το νερό. Άφησαν τα σκουπίδια ~ από τους κάδους. Φοράει το πουκάμισο ~ από το παντελόνι (πβ. απέξω). Βλ. παρα~. ΑΝΤ. μέσα (1) 2. (ειδικότ.) εκτός οικίας και κατ' επέκτ. (για ανάθεση έργου) σε επαγγελματίες: Θέλει όλο να βγαίνει ~. Τις Κυριακές τρώμε ~.|| Τα χαλιά τα δίνουμε ~. 3. (σ)το εξωτερικό: Σκέφτομαι να κάνω ~ διδακτορικό. Παράγγειλα από ~ βιβλία. 4. (ως επιφών.) σε προσταγή: ~ το στήθος (: ώστε να είναι προτεταμένο), ψηλά το κεφάλι!|| (για αποπομπή, αποδοκιμασία ή απευχή:) ~ από 'δω! ~ αμέσως/γρήγορα/τώρα! ~ οι κλέφτες/οι τραμπούκοι (ΑΝΤ. ζήτω)! Φτου, ~ από μας (πβ. μακριά από μας)! 5. εκτός: Σκεφθείτε κάτι άλλο, ~ από τις αρρώστιες. Πβ. εξόν. ● Ουσ.: έξω (το) 1. το εξωτερικό μέρος ή ο εξωτερικός χώρος: το ~ του αβγού (= το τσόφλι)/της μπανάνας (= η φλούδα)/του σπιτιού.|| Ο αδερφός μου είναι του μέσα κι εγώ του ~ (: προτιμώ την παραμονή και διασκέδαση εκτός οικίας). ΑΝΤ. μέσα 2. για αυτόν που βρίσκεται εκτός: οι ~ από τις πόλεις.|| (ως επίθ.) Ο ~ Ελληνισμός (: οι ομογενείς). (ΑΝΑΤ.) Το ~ ους. ΑΝΤ. έσω. ● ΦΡ.: απ' έξω-απ' έξω & απέξω-απέξω (προφ.): με έμμεσο τρόπο, πλαγίως: Έριξε ~ ~ την ιδέα. Της το 'φερε ~ ~, για να δει πώς θα αντιδράσει. ΑΝΤ. ευθέως, χωρίς περιστροφές, έξω-έξω (εμφατ.): άκρη-άκρη, στο χείλος: Κολυμπά ~ ~, στα ρηχά. Μην πατάς ~ ~ στην πισίνα, θα γλιστρήσεις.|| (ως ουσ.) Το ~ ~ του καλαμποκιού δεν τρώγεται., έριξε έξω (προφ.): (συνήθ. για επιχείρηση) κατέστρεψε οικονομικά: ~ ~ την τράπεζα. Βλ. πέφτω έξω., μένω (απ') έξω (μτφ.-προφ.): δεν συμμετέχω, αποκλείομαι: Η ομάδα έμεινε έξω από το κύπελλο. , μέσα έξω & μέσα-έξω (προφ.) 1. (το/τα) για εσωτερικό τμήμα (κυρ. ρούχου) που γίνεται εξωτερικό: Οι κάλτσες είναι το ~ ~. Γύρισε τα γάντια/το παντελόνι το/τα ~ ~. Πβ. ανάποδα, από την ανάποδη.|| (μτφ.) Με τις φωτογραφίες του βγάζει το ~ ~ των ανθρώπων. Τα ανέτρεψε όλα, έφερε τα ~ ~. Βλ. πάνω κάτω. 2. και μέσα και έξω ή πότε μέσα, πότε έξω: Βάψαμε την πολυκατοικία ~-~.|| Νοσοκόμες και γιατροί πήγαιναν ~-~ (= μπαινόβγαιναν) συνεχώς. Πβ. μπες-βγες., μια/μία κι έξω (προφ.): οριστικά ή με μία προσπάθεια: Να το ξεκαθαρίσουμε ~ ~. Το θέμα πρέπει να τελειώσει ~ ~. Το τσιγάρο κόβεται ~ ~, όχι σταδιακά. Πβ. άπαξ (και) διά παντός, διαμιάς, μια (και) για πάντα.|| Αγώνας ~ ~ (: με σύστημα νοκ άουτ, χωρίς ρεβάνς, επαναληπτικό)., πέφτω έξω 1. σφάλλω, απατώμαι: Διορθώστε με αν κάπου ~ ~. Οι μετεωρολόγοι δεν έπεσαν ~. Αν δεν ~ ~ στις εκτιμήσεις/στους υπολογισμούς μου, ... 2. αποτυγχάνω οικονομικά, χρεοκοπώ: Έπεσε ~ και το έκλεισε το μαγαζί. Έπεσαν ~ οι δουλειές του. Βλ. έριξε έξω., προς τα έξω 1. προς το εξωτερικό μέρος: πέλματα στραμμένα ~ ~. Η πόρτα ανοίγει από μέσα ~ ~. 2. (κατ' επέκτ.) προς τους άλλους: Η εικόνα που δίνει ~ ~. Βγάζει ~ ~ (= εκδηλώνει) την αγωνία του., στα μέσα και στα έξω (προφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ.): για πρόσωπο που παίζει βασικό ρόλο σε έναν χώρο, γιατί έχει μεγάλη επιρροή ή δύναμη, διαθέτει σημαντικές γνωριμίες: Είναι ~ ~ του κόμματος/της κυβέρνησης/του υπουργείου. Βρίσκεται ~ ~. Πβ. κόβει και ράβει, λύνει και δένει., το ρίχνω έξω (προφ.): ξεδίνω, ξεσκάω: Πρέπει και κάπου-κάπου να το ~ουμε ~. Είπα να το ρίξω ~. Πβ. γλεντώ, διασκεδάζω., (κάτι) είναι έξω απ' τα χωράφια μου βλ. χωράφι, απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα βλ. κούκλα, απέξω/απ' έξω κι από μέσα βλ. απέξω, βγάζει/τραβάει την ουρά/ουρίτσα του (έξω/απέξω) βλ. ουρά, βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βούλιαξαν/έπεσαν έξω τα καράβια (κάποιου) βλ. καράβι, δεύρο έξω! βλ. δεύρο, έξω από τα νερά μου βλ. νερό, έξω από τα πράγματα βλ. πράγμα, έξω καρδιά βλ. καρδιά, έξω φρενών βλ. φρένες, κι έξω από την πόρτα! βλ. πόρτα, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, ο έξω κόσμος βλ. κόσμος, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, πέρα/έξω από κάθε λογική βλ. λογική, τον πέταξε έξω/έδιωξε (κακήν κακώς/με τις κλοτσιές) βλ. πετώ ● βλ. απέξω [< αρχ. ἔξω]

θερμικός

θερμικός, ή, ό θερ-μι-κός επίθ.: που έχει σχέση με τη θερμότητα ή λειτουργεί με αυτή: ~ός: έλεγχος. ~ή: αίσθηση/απόδοση/διεργασία/δράση/επεξεργασία/κατεργασία/μόνωση (= θερμομόνωση). ~ό: περιβάλλον. ~ά: πάνελ.|| (ΦΥΣ.) ~ός: συντελεστής. ~ή: αγωγιμότητα/ακτινοβολία/ανάλυση/διάσπαση (= θερμόλυση)/διαστολή/ισχύς. ~ό: κύμα/φαινόμενο/φορτίο. ~ θάνατος του Σύμπαντος.|| (ΧΗΜ.) ~ό: υγρό.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: θεραπεία (= θερμοθεραπεία). ~ό: έγκαυμα (: λόγω αύξησης της θερμοκρασίας ή τριβής).|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: διακόπτης/εκτυπωτής/κινητήρας/σταθμός (παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος). ~ή: μηχανή (: που μετατρέπει τη θερμότητα σε μηχανική ενέργεια· βλ. θερμοδυναμική)/μονάδα ηλεκτροπαραγωγής. ~ό: αυτοκίνητο (βλ. ηλεκτρικό)/εργοστάσιο. ~ά: αεροπλάνα/ελικόπτερα/λεωφορεία (: που κινούνται με ντίζελ ή φυσικό αέριο). Βλ. ηλιο~.|| (ως ουσ.) Μοτέρ με ~ό προστασίας (πβ. θερμοστάτη). Βλ. αντι~, γεω~, ενδο~, εξω~, εσω~, ηλεκτρο~, ισο~, κυκλο~, ξηρο~, υδρο~. ● επίρρ.: θερμικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: θερμικά εσώρουχα/ρούχα: ισοθερμικά εσώρουχα ή ρούχα. Πβ. θερμοεσώρουχα., θερμική ενέργεια: ΦΥΣ. η κινητική ενέργεια των σωματιδίων. Πβ. θερμότητα., θερμική επαφή: ΦΥΣ. αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων σωμάτων με διαφορετική θερμοκρασία που έχει ως αποτέλεσμα την ανταλλαγή θερμότητας., θερμική ισορροπία: ΦΥΣ. κατάσταση κατά την οποία δεν παρατηρείται ανταλλαγή θερμότητας μεταξύ σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή, επειδή η θερμοκρασία τους είναι η ίδια., θερμική μόλυνση: ΟΙΚΟΛ. αύξηση της θερμοκρασίας σε θάλασσες, ποταμούς ή λίμνες, η οποία προκαλείται από τη διοχέτευση ανεπεξέργαστων λυμάτων και είναι επιβλαβής για την υδρόβια ζωή. [< αγγλ. thermal pollution, 1966] , θερμικό στρες: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. ψυχοσωματικές αλλαγές που προκαλούνται σε ανθρώπους, ή βιολογικές μεταβολές που υφίστανται ζώα και φυτά εξαιτίας έντονου ψύχους ή υπερβολικής ζέστης. [< αγγλ. heat/temperature stress] , θερμικός άνεμος: ΜΕΤΕΩΡ. που δημιουργείται τις πρώτες πρωινές ή τις μεσημβρινές ώρες λόγω της διαφοράς θερμοκρασίας μεταξύ στεριάς και θάλασσας., θερμικός θόρυβος: ΦΥΣ. που προκαλείται σε ηλεκτρικό κύκλωμα από την αύξηση της κινητικότητας των ηλεκτρονίων, η οποία οφείλεται στην απορρόφηση θερμότητας., ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, θερμική άνεση βλ. άνεση, θερμική ασπίδα βλ. ασπίδα, θερμική εξάντληση βλ. εξάντληση, θερμική νησίδα βλ. νησίδα, θερμικό σοκ βλ. σοκ, θερμικό/θερμογραφικό/θερμοευαίσθητο χαρτί βλ. χαρτί, θερμικός ισημερινός βλ. ισημερινός [< γαλλ. thermique, αγγλ. thermic, thermal]

-ιάτικος

-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.

καρδιά

καρδιά καρ-διά ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. κοίλο μυώδες κεντρικό όργανο του κυκλοφορικού συστήματος· (ειδικότ. στον άνθρωπο) βρίσκεται ανάμεσα στους πνεύμονες προς το αριστερό μέρος του θώρακα και τροφοδοτεί με αίμα όλο το σώμα: οι βαλβίδες/οι κοιλότητες (: κόλποι και κοιλίες)/ο μυς (= μυοκάρδιο)/τα τοιχώματα (: ενδο-, περι-κάρδιο) της ~ιάς. Συστολή και διαστολή της ~ιάς (: παλμός, σφυγμός). Η ~ δέχεται το αίμα που προέρχεται από τις φλέβες και το ωθεί προς τις αρτηρίες. Βλ. αορτή, διάφραγμα, μεσοθωράκιο, προκάρδιο, τριχοειδή αγγεία.|| Τεχνητή ~. Εξέταση (= καρδιογράφημα, τρίπλεξ)/μεταμόσχευση ~ιάς. Ανακοπή/συγκοπή ~ιάς. Επέμβαση στην ~ (βλ. βηματοδότης, μπαϊπάς, μπαλονάκι, στεντ, χόλτερ). Βλ. καρδιοπάθεια, στηθοσκόπιο.|| Αδύναμη/γερή ~. Έχει/υποφέρει από την ~ του. Σταμάτησε η ~ του (= πέθανε). Το στρες και το κάπνισμα κάνουν κακό στην ~. Βλ. καρδιο-. 2. (κατ' επέκτ.) σύμβολο έρωτα ή αγάπης, κατά το σχήμα του συγκεκριμένου οργάνου: κόσμημα/μαξιλαράκι/τούρτα ~. Ζωγραφίζω μια ~ με βέλος. Χάραξαν μια ~ με τα ονόματά τους στο δέντρο. Βλ. καρδιόσχημος. 3. (μτφ.) ψυχή· χαρακτήρας: τα μυστικά της ~ιάς. Από τα μύχια της ~ιάς μου. Άνθρωπος χωρίς ~ (= άκαρδος). Η ~ μου πάει να σπάσει/χοροπηδάει (: από την αγωνία, τον φόβο ή την ταραχή). Έχει αγνή/ανοιχτή/άπονη/άστατη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/καλή/πονετική/σκληρή/τρυφερή/χρυσή ~ (βλ. -καρδος). (για αγαπημένο πρόσ.) Θα του έδινα/πρόσφερα/χάριζα (και) την ~ μου!|| (για μεγάλη στενοχώρια) Αγκάθι/μαχαίρι/μαχαιριά/πόνος/χτύπημα στην ~. Καίγεται/κλαίει/σκίζεται/σπάει/σπαράζει/σφίγγεται η ~ μου (= στενοχωριέμαι πολύ) να/όταν τον βλέπω να υποφέρει! Μου πίκρανες την ~ (= με πλήγωσες πολύ).|| Τα λόγια της άγγιξαν την (ή τις χορδές της ~ιάς)/μίλησαν στην ~ μου (= με συγκίνησαν).|| Άκου την ~ σου! ΣΥΝ. συναίσθημα. ΑΝΤ. λογική.|| (για νεκρό) Θα ζει για πάντα στις ~ιές μας (= θα τον θυμόμαστε). Βλ. μυαλό. ΣΥΝ. στήθος (3) 4. (ειδικότ.-μτφ.) διάθεση, όρεξη, προθυμία· κουράγιο, υπομονή: Πάρε ό,τι θέλει/λαχταράει/ποθεί η ~ σου!|| Χρειάζεται ~ (= θάρρος, τόλμη) για να τα βγάλει πέρα. Το κάνω με την ~ μου! Με τι ~ (: ψυχική δύναμη) να ...; 5. (μτφ.) κέντρο, μέσο: Στην ~ των γεγονότων/των εξελίξεων (= στο επίκεντρο)/του καλοκαιριού (= κατακαλόκαιρο)/της νύχτας/της πόλης (πβ. πυρήνας, ομφαλός). Μείνε στην ~ (= ουσία) του ζητήματος/του θέματος/του προβλήματος.|| Η ~ του καρπουζιού/του μαρουλιού (= εντεριώνη).|| Η ~ του αντιδραστήρα (: το μέρος όπου βρίσκονται τα καύσιμα και γίνονται οι αντιδράσεις σχάσης). ● Υποκ.: καρδούλα (η) [< μεσν. καρδούλα] ● ΣΥΜΠΛ.: αθλητική καρδιά βλ. αθλητικός, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, μεγάλη καρδιά βλ. μεγάλος ● ΦΡ.: από καρδιάς & (λόγ.) από/εκ καρδίας: ειλικρινά, ολόψυχα: Συγχαρητήρια ~ ~! (Σας) ευχαριστώ (θερμά) ~ ~! Εύχομαι/θα ήθελα ~ ~ να ...|| Εξομολόγηση/συνέντευξη ~ ~ (= ειλικρινής). ΣΥΝ. από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με όλη μου την ψυχή/την καρδιά, αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει: εκφράζομαι με βάση τα πραγματικά μου αισθήματα., βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά: για να δηλωθεί απόλυτη ειλικρίνεια ή τιμιότητα., βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου: ανησυχώ, αγωνιώ ή φοβάμαι πολύ: Όποτε ακούω θόρυβο τη νύχτα, τρέμει η ~ (= ψυχή) μου. Μέχρι την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θα έχει βγει η ~ μου!, δεν μου κάνει καρδιά να ... (προφ.): δεν θέλω με τίποτα: ~ ~ την αφήσω μόνη της/φύγω. Τέτοιες μέρες δεν σου ~ ~ μείνεις σπίτι!, ελαφρά τη καρδία (λόγ.) & με ελαφριά (την) καρδιά: με επιπολαιότητα, απερισκεψία. Βλ. με βαριά καρδιά., έξω καρδιά (προφ.): (για πρόσ.) ανοιχτόκαρδος, απλόχερος, καλοσυνάτος, πρόσχαρος: Είναι (άνθρωπος/χαρακτήρας) ~ ~!, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου (προφ.): του έχω ιδιαίτερη αγάπη ή συμπάθεια., η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο (προφ.): χτυπάει πολύ δυνατά και γρήγορα, συνήθ. από ξάφνιασμα, φόβο, αγωνία ή έντονη συγκίνηση., καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου {συνήθ. στον αόρ.}: τον γοητεύω ερωτικά, τον κάνω να με ερωτευτεί., καλή καρδιά! (προφ.): προτροπή για αισιόδοξη, καλοπροαίρετη, φιλική διάθεση: ~ ~ (να υπάρχει) κι όλα θα φτιάξουν! Υγεία και ~ ~!, καρδιά/καρδούλα μου: ως οικεία προσφώνηση: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~, όλα θα πάνε καλά! Τι έχεις, ~ ~, και κλαις; ~ ~ μου εσύ! ΣΥΝ. ψυχή/ψυχούλα μου!, με βαριά/κρύα/μισή καρδιά (προφ.): απρόθυμα: Ήρθε/το έκανε ~ ~. Βλ. ελαφρά τη καρδία., μου βαραίνει την καρδιά/το έχω βάρος στην καρδιά (μου) (προφ.): μου δημιουργεί αίσθημα ευθύνης, στενοχώρια ή τύψεις., πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της (προφ.): ηρέμησα ύστερα από μεγάλη αγωνία, αναστάτωση: Μου τηλεφώνησε πως είναι καλά και ~ ~. ΑΝΤ. πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη, τον/την πρόδωσε η καρδιά του/της: πέθανε από καρδιά., (έχει) καρδιά αγκινάρα βλ. αγκινάρα, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του (κι αναγάλλιασε η καρδιά του) βλ. γύφτος, γύφτισσα, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχει καρδιά μπαξέ βλ. μπαξές, καίει καρδιές βλ. καίω, κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, κλείνω στην καρδιά μου (κάποιον/κάτι) βλ. κλείνω, κρύα χέρια, ζεστή καρδιά βλ. χέρι, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά βλ. ψυχή, μου έκανε την καρδιά/μου έγινε η καρδιά περιβόλι βλ. περιβόλι, ο εκλεκτός/η εκλεκτή της καρδιάς της/του βλ. εκλεκτός, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, ραγίζω την καρδιά κάποιου/ραγίζει η καρδιά μου βλ. ραγίζω, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το χέρι της καρδιάς βλ. χέρι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ, χαλάω τη ζαχαρένια/την καρδιά μου βλ. ζαχαρένια [< μεσν. καρδιά, γαλλ. cœur, αγγλ. heart]

καταβάτης

καταβάτης κα-τα-βά-της επίθ./ουσ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: καταβάτης/καταβατικός άνεμος: ΜΕΤΕΩΡ. καθοδικό ρεύμα αέρα κατά μήκος πλαγιάς, που δημιουργείται όταν το ψυχρό, τη νύχτα, έδαφος παγώνει τον αέρα που βρίσκεται πάνω από αυτό. ΑΝΤ. αναβατικός άνεμος [< αγγλ. katabatic wind, 1918] [< μτγν. καταβάτης 'αυτός που κατεβαίνει από άλογο ή άρμα']

κεφάλι

κεφάλι κε-φά-λι ουσ. (ουδ.) {κεφαλ-ιού | -ιών} 1. το ανώτερο τμήμα του σώματος του ανθρώπου, που συνδέεται με τον κορμό μέσω του λαιμού και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος, το στόμα και αισθητήρια όργανα, όπως τα μάτια, τα αυτιά και η μύτη: η κίνηση/η κλίση/η κορυφή/το νεύμα/το σκύψιμο/το σχήμα/το τίναγμα του ~ιού. Το πίσω μέρος του ~ιού (βλ. ινίο). Το ~ μου πονάει/πάει να σπάσει (: έχω πονοκέφαλο, ημικρανία). Κούνησε το ~ του καταφατικά (βλ. συγκατανεύω). Μου κάνει νόημα με το ~ (: μου γνέφει). Βουτιά με το ~. Ξύνει το ~ του (: το τριχωτό μέρος, κυρ. από αμηχανία ή άγνοια). Νέοι με κοντοκουρεμένα/ξυρισμένα ~ια.|| (μτφ.) Βάζω/πάω στοίχημα το ~ μου (= τη ζωή μου). Παίζει το ~ του (κορόνα γράμματα) (= διακινδυνεύει, ρισκάρει). Βλ. προσκέφαλο. ΣΥΝ. κεφαλή (1) 2. το αντίστοιχο εμπρόσθιο ή ανώτερο τμήμα του σώματος ζώων: ~ αλόγου/εντόμου/ψαριού.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Βραστό ~ κατσικιού. Καθαρίζουμε τις γαρίδες από τα ~ια και το κέλυφος. 3. νους, μυαλό, πνεύμα· άνθρωπος με μεγάλες ή/και ειδικές διανοητικές ικανότητες: Ποιος σου έβαλε αυτή την ιδέα στο ~;|| Μαθηματικό ~. Πβ. αυθεντία, διάνοια, εγκέφαλος, ιδιοφυΐα.|| (ειδικότ.) Τα κορυφαία ~ια (: ηγετικά στελέχη) της κυβέρνησης. Πβ. επιτελής. 4. καλλιτεχνική αναπαράσταση αυτού του τμήματος του σώματος ανθρώπου ή ζώου: ανάγλυφο/αρχαϊκό/μαρμάρινο ~. Ξύλινο ~ θεάς. Σκαλιστό ~ λιονταριού. Το ~ της Μέδουσας (: με μαλλιά από φίδια). Πβ. κεφαλή, προτομή. 5. στρογγυλό ή στρογγυλεμένο αντικείμενο ή άκρο αντικειμένου: ένα ~ τυρί/τυριού. Μισό ~ σκόρδο/σκόρδου.|| ~ βελόνας/καρφιού/καρφίτσας. 6. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) ζώο ή σπανιότ. πρόσωπο θεωρούμενο ως μονάδα μέτρησης ευρύτερου συνόλου: Εκατό ~ια γίδια/πρόβατα. Μετράει ~ια. ● Υποκ.: κεφαλάκι (το) ● Μεγεθ.: κεφάλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αγύριστο/ξερό/αρβανίτικο κεφάλι (μτφ.): πεισματάρης, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος: Δεν παίρνει από λόγια και συμβουλές, είναι ~ ~!, άδειο/κούφιο κεφάλι (μειωτ.): για άνθρωπο άμυαλο, ανόητο., βαρύ κεφάλι (προφ.): ο πονοκέφαλος: Το πρωί σηκώνομαι με ~ ~. , μεγάλο κεφάλι (μτφ.) 1. ο ιθύνων νους: Ποιος είναι το ~ ~ της εταιρείας/της ομάδας; Πβ. εγκέφαλος. 2. ευφυής, πανέξυπνος. ΑΝΤ. βλάκας, χαζός (1), κάλυμμα (της) κεφαλής βλ. κεφαλή, πολυκέφαλο τέρας βλ. πολυκέφαλος ● ΦΡ.: (το) έφαγε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): υφίσταται αρνητικές ή/και καταστροφικές συνέπειες λόγω δικών του κακών επιλογών: Πάει γυρεύοντας να (το) φάει ~ (: καταστραφεί). Πβ. τρώω/σπάω τα μούτρα μου., ανοιγμένα κεφάλια & άνοιξαν κεφάλια (μτφ.-προφ.): για βίαια επεισόδια και τραυματισμούς: συμπλοκές και ~ ~. Βλ. δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι., βάζω το κεφάλι κάτω 1. σκύβω το κεφάλι προς τα κάτω: Έβαλε ~ και έφυγε με την ουρά στα σκέλια. 2. (μτφ.) σκέφτομαι προσεκτικά, συγκεντρώνομαι: ~ ~ και δουλεύω. Να βάλεις ~ να ξεκαθαρίσεις πρώτα τι θες. 3. (μτφ.) υποτάσσομαι, υποχωρώ, εγκαταλείπω την προσπάθεια: Μη βάλεις ~, αλλά να παλέψεις ως το τέλος., βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου (προφ.): σκέψου προσεκτικά, πάρ' το απόφαση: Ένα θα σου πω και ~ ~. ~ ~ (= συνειδητοποίησέ το), δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει., βαράω/χτυπάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) & (σπάν.) κουτουλάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) (μτφ.-προφ.): μετανιώνω πικρά για κάτι: Όταν σκέφτομαι τι έχω κάνει, ~ ~. ~ ~ που ήμουν τόσο αφελής., βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου (μτφ.-προφ.): αναφέρω κάτι που αποτελεί προϊόν δικής μου επινόησης· κατ' επέκτ. μιλάω αυθαίρετα, ατεκμηρίωτα., γλίτωσε/έσωσε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): ξέφυγε από θανάσιμο ή άλλο κίνδυνο (κυρ. καθαίρεσης, απόλυσης): Εγκατέλειψε την πόλη και ~ ~. Φόρτωσε το φταίξιμο στον συνάδελφό του, για να σώσει ~ ~., γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): ζαλίζομαι και κατ' επέκτ. βρίσκομαι σε σύγχυση: ~ ~ από το ξενύχτι. Πβ. βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια. Βλ. ίλιγγος., έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου (προφ.) 1. (κυριολ.) πέφτει (κάτι) στο κεφάλι μου: Μια μπάλα μού ήρθε στο κεφάλι. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ., για ξαφνική σκέψη) μου έρχεται στον νου: Ο καθένας λέει ό,τι του έρθει στο κεφάλι. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., έφυγε από το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): απαλλάχτηκα, λυτρώθηκα από κάτι που με βασάνιζε: Ένα βάρος ~ ~.|| Φύγε ~ (: άσε με ήσυχο)!, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου (προφ.): έχω πολλές σκέψεις, έγνοιες, προβλήματα που με απασχολούν: ~ ~, για να συγχύζομαι και με τα ειρωνικά σου σχόλια., έχω το κεφάλι μου ήσυχο (προφ.): είμαι ήρεμος, δεν με απασχολεί κάτι: Θα αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο κι όχι μεταχειρισμένο για να ~ ~., κάνω του κεφαλιού μου (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): κάνω ενέργειες, συχνά άστοχες ή απερίσκεπτες, χωρίς να υπολογίζω τη γνώμη ή την υπόδειξη κανενός., κάνω/φτιάχνω κεφάλι (αργκό) 1. ζαλίζομαι, μεθώ. 2. μαστουρώνω. Πβ. φτιάχνομαι., μας πήρε το κεφάλι (προφ.): μας ζάλισε, έγινε ανυπόφορος: ~ ~ με τη γκρίνια/το κλάμα/τη φλυαρία του., με περνά ένα κεφάλι & μου ρίχνει ένα κεφάλι (προφ.): με ξεπερνά στο ύψος κατά ένα κεφάλι., με το κεφάλι ψηλά & ψηλά το κεφάλι (μτφ.): για να δηλωθεί τόλμη, αξιοπρέπεια ή περηφάνια: Περπατώ με το κεφάλι ψηλά. Αποχώρησε/έφυγε/στάθηκε με ~ ~. Αποκλεισμός/ήττα με ~ ~.|| (ως προτροπή) Κράτα ψηλά ~. Ψηλά ~, ο αγώνας συνεχίζεται., παίρνω κεφάλι (μτφ.-προφ.): παίρνω προβάδισμα: Οι αντίπαλοι μας πήραν ~ στο σκορ (= προηγούνται)., παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια & κόβω κεφάλια (προφ.) 1. (μτφ.) τιμωρώ αυστηρά· απολύω: Ένα λάθος έκανε ο άνθρωπος, γιατί να του πάρουμε το ~; Κόβουν/παίρνουν ~ια στελεχών. 2. αποκεφαλίζω., πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας (προφ.): από πάνω μου ή σε χαμηλό ύψος: Αεροπλάνα που πετούν/καλώδια που βρίσκονται ~ ~ μας. Μη στέκεσαι ~ ~ μου (: για να δηλωθεί ενόχληση)!|| (μτφ.) Γράφω αυτά που θέλω, χωρίς να έχω κανέναν ~ ~ μου (: δεν με ελέγχει, περιορίζει κανείς)., πέφτουν (πολλά) κεφάλια (προφ.): γίνονται αποπομπές ή καθαιρέσεις (από θέσεις και αξιώματα), επιβάλλονται αυστηρές τιμωρίες. Βλ. καρατόμηση., πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι: για ακραίες ενέργειες που, αντί να θεραπεύσουν ένα πρόβλημα, έχουν καταστροφικές συνέπειες: Η λογική/η συνταγή (του) "~ ~". Ό,τι δεν λειτουργεί καλά, το καταργούμε: ~ ~., σκύβω το κεφάλι 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω, συνήθ. λόγω ντροπής, απογοήτευσης: Περπατά/στέκεται με σκυμμένο ~. 2. (μτφ.) υποτάσσομαι, φέρομαι δουλικά, υποχωρώ: Μη ~εις ~ (: μην υποκύπτεις)! ΣΥΝ. κύπτω τον αυχένα ΑΝΤ. σηκώνω κεφάλι (1), τα κεφάλια μέσα! (οικ.-χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι έληξε η περίοδος της ανάπαυλας και αρχίζουν πάλι οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, τα καθήκοντα: Το διάλειμμα τελείωσε, ~ ~. Πβ. κάθε κατεργάρης στον πάγκο του., το κάτω κεφάλι (προφ.): το αντρικό μόριο και κατ' επέκτ. η σεξουαλική επιθυμία: Σκέφτονται με το ~ ~., το πάνω κεφάλι (προφ.): η λογική., χτυπάει/βαράει (κάποιον) στο κεφάλι & κατακέφαλα (προφ.): προκαλεί ζαλάδα: Με χτύπησε ο ήλιος/το κρασί στο κεφάλι., (βάζω/έχω κάποιον) κορόνα στο κεφάλι μου βλ. κορόνα, (βάζω/έχω) ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. κεραμίδι, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) βλ. ανοίγω, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά/στην γκιλοτίνα βλ. ντορβάς, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γανώνω το κεφάλι/τον εγκέφαλο/τα μυαλά/τ' αυτιά κάποιου βλ. γανώνω, γεμίζει/γέμισε το κεφάλι (με) ... βλ. γεμίζω, γίνομαι κουδούνι/το κεφάλι μου έγινε κουδούνι βλ. κουδούνι, δεν σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, έγινε/μου έκανε το κεφάλι (μου) καζάνι βλ. καζάνι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. μυαλό, κακό του κεφαλιού μου/σου/του βλ. κακό, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του βλ. λαγός, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) βλ. κατεβαίνω, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου βλ. μυαλό, στου κασίδη/κασιδιάρη το κεφάλι βλ. κασίδης, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) βλ. φέρνω, χώνω/κρύβω/βάζω το κεφάλι στην άμμο βλ. άμμος [< μεσν. κεφάλιν]

κόλπο

κόλπο κόλ-πο ουσ. (ουδ.) 1. κάθε έξυπνος και πρωτότυπος συνήθ. τρόπος, για να επιτευχθεί κάτι, να χειριστεί κάποιος μια κατάσταση ή να διασκεδάσει, να εντυπωσιάσει· ειδικότ. οργανωμένη προσπάθεια, σχέδιο εξαπάτησης: αποτελεσματικό/διαφημιστικό/εμπορικό/επικοινωνιακό/μαγικό/πολιτικό/προεκλογικό ~. Τα ~α του κλόουν/του ταχυδακτυλουργού. Έκανε/σκάρωσε/σκέφτηκε ένα ~. Το μάθαμε το ~, δεν μας ξεγελάς. Το ~ δούλεψε/έπιασε (= πέτυχε). Πβ. παιχνίδι, τέχνασμα, τρικ.|| Του έκλεψαν τα λεφτά με ~. Πβ. μπλόφα. 2. (σε ορισμένα χαρτοπαίγνια) παρτίδα. ● κόλπα (τα): επιδέξιοι χειρισμοί: τα ~ της δουλειάς/του επαγγέλματος (πβ. μυστικά).|| Φακίρικα ~. Κατάφερε με ~ και τερτίπια να τον πείσει. Άσε τα ~ (: κατεργαριές, νάζια, πονηριές). Δεν θα πετύχεις τίποτα με τα ~ σου. Τι ~ είναι αυτά; ● Υποκ.: κολπάκι1 (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κόλπο γκρόσο (προφ.) 1. (συνήθ. σε δημοφιλή ομαδικά αθλήματα) μεγάλη συμφωνία, που κλείνεται με αποφασιστικότητα και ταχύτητα, δίνοντας στον εμπνευστή της συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών του: (Έκανε το) ~ ~ με την απόκτηση του ... (ενν. σπουδαίου αθλητή). Πβ. τινάζω την μπάνκα στον αέρα. 2. μεγάλη απάτη, κομπίνα: Στο φως το ~ ~ της εταιρείας. Πβ. λαμογιά. ● ΦΡ.: βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι (μέσα) στο κόλπο (προφ.): κάνω κάποιον συμμέτοχο σε απάτη· συμμετέχω ο ίδιος σε οργανωμένη, συνήθ. παράνομη, ενέργεια. Πβ. βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι., μου κάνει κόλπα/τσαχπινιές (προφ.): με παιδεύει, με ταλαιπωρεί: Το έχεις κακομάθει το μωρό και σου ~ κόλπα με το φαγητό.|| Το κινητό ~ ~. [< μεσν. κόλπον]

κόντρα

κόντρα κό-ντρα επίρρ. (προφ.): ενάντια, εναντίον: Ταξιδέψαμε με τον άνεμο/καιρό ~ (: αντίθετα προς την κατεύθυνση του ανέμου).|| Παίζουμε ~ στους πρωταθλητές Ευρώπης. Παρασκηνιακές διαβουλεύσεις ~ στα συμφέροντά μας (ΑΝΤ. σύμφωνα με). Τα πράγματα μας ήρθαν ~ (πβ. ανάποδα, στραβά).|| (ως επίθ.) ~ επίθεση (: αντεπίθεση)/ξύρισμα (: με φορά από κάτω προς τα πάνω). ● ΣΥΜΠΛ.: κόντρα φιλέτο & (σπάν.) κόντρα μοσχάρι: διαλεχτό κομμάτι μοσχαρίσιου συνήθ. κρέατος από την οσφυϊκή χώρα του σφαγίου. Βλ. καρέ, κιλότο, λαιμός, μπριζόλα, σπάλα, ψαρονέφρι. [< γαλλ. contre-filet , 1926] , κόντρα τενόρος βλ. τενόρος, κόντρα φαγκότο βλ. φαγκότο ● ΦΡ.: κόντρα/αντίθετα/ενάντια στο ρεύμα/στον καιρό/στον άνεμο (μτφ.): ενάντια στα καθιερωμένα, στις τάσεις της εποχής: Πάμε ~ ~. Βλ. μέινστριμ., κρατάω κόντρα: σπρώχνω κάτι, στο οποίο ασκείται πίεση, προς την αντίθετη κατεύθυνση. ΣΥΝ. κρατώ αντίσταση (2), πάω/πηγαίνω κόντρα (προφ.): αντιστέκομαι, εναντιώνομαι: ~ ~ στο κατεστημένο/στην τύχη/στη φύση/στον χρόνο. Όλη την ώρα μου πάει ~., κόντρα στο κύμα βλ. κύμα [< μεσν. κόντρα]

κοπέλι

κοπέλι κο-πέ-λι ουσ. (ουδ.) (στην κρητική κυρ. διάλεκτο): αγόρι, νέος άνδρας: ~ια και κοπελιές. Πβ. νεαρός, νιος, παλικάρι. ● ΦΡ.: λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει (παροιμ.): όποιος επιμένει, στο τέλος επιτυγχάνει τον στόχο του. Πβ. ο επιμένων νικά. [< μεσν. κοπέλιν]

κούκλα

κούκλα κού-κλα ουσ. (θηλ.) 1. ανθρώπινο ομοίωμα σε μικρό μέγεθος, κυρ. ως κοριτσίστικο παιχνίδι, ή σε φυσικό μέγεθος με ποικίλες χρήσεις: πλαστική/πορσελάνινη/συλλεκτική/χάρτινη/χειροποίητη ~ (πβ. πλαγγόνα). ~ που μιλάει και περπατάει. Θεατρική ~ με κινούμενα μέλη (πβ. μαριονέτα· βλ. κουκλοθέατρο). Παραδοσιακή ρώσικη ~ (πβ. μπάμπουσκα). Βλ. αυτοκινητάκι.|| ~ βιτρίνας (πβ. μανεκέν)/μοδίστρας. ~ες ραπτικής. Φουσκωτή ~ στη θέση συνεπιβάτη. Πβ. ανδρείκελο.|| (μτφ.) Έμεινε ακίνητη σαν άψυχη ~. 2. (μτφ.) πολύ ωραία γυναίκα: Σήμερα είσαι πραγματική ~! Πβ. θεά, καλλονή.|| (ως οικ. προσφών.) Σ' ευχαριστώ, ~ μου! Τι κάνεις ~; Πβ. αγάπη, κορίτσι, μωρό. 3. (μτφ.-προφ.) καθετί όμορφο, περιποιημένο: Είναι ~ το αυτοκίνητό σου. 4. συσκευασία νήματος για πλέξιμο ή ύφανση σε μορφή δέσμης: μια ~ μαλλί. 5. (λαϊκό) ο κώνος του καλαμποκιού. ● Υποκ.: κουκλάκι (το): στις σημ. 1,2,3., κουκλίτσα (η): στις σημ. 1,2,3. ● Μεγεθ.: κουκλάρα (η): πολύ όμορφη και εντυπωσιακή νέα γυναίκα. Πβ. γκομεν-, γυναικ-, κοπελ-άρα, καρα~. ● ΦΡ.: απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα (ειρων.): για καθετί που εξωτερικά δείχνει, φαίνεται καλό, όμορφο, ενώ στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο. ● βλ. κούκλος [< λατ. cuculla]

κρινολίνο

κρινολίνο κρι-νο-λί-νο ουσ. (ουδ.) (παλαιότ., τον 19ο αι.): στεφάνι από μεταλλικά ελάσματα, το οποίο φοριόταν κάτω από μακριά φούστα, ώστε αυτή να φαίνεται πολύ φαρδιά· (κυρ. κατ' επέκτ.) το αντίστοιχο ρούχο: κυρίες με ~α. Βλ. μεσοφόρι, φουρό. [< γαλλ. crinoline < ιταλ. crinolino ‘κάλυμμα με τζίβα’, crinolina, μέσω της γαλλ.]

κρύβω

κρύβω κρύ-βω ρ. (μτβ.) {έκρυ-βα, έκρυ-ψα, κρύ-ψει, -φτηκα, -μμένος, κρύβ-οντας} 1. βάζω, τοποθετώ κάποιον ή κάτι σε μέρος κρυφό, αθέατο ή/και μυστικό, ώστε να μην είναι ορατό(ς) ή να μην μπορεί να εντοπιστεί· καλύπτω, σκεπάζω: ~ψε τα κοσμήματα κάτω από το κρεβάτι/στο υπόγειο (πβ. καταχωνιάζω). ~ψαν τον δραπέτη (πβ. υποθάλπω). Πού έχει ~ψει τον θησαυρό/τα κλοπιμαία; ~εται από την αστυνομία. Κρύψου μέσα στην ντουλάπα/πίσω από την πόρτα. Χρειάστηκε να ~φτούν, για να σωθούν.|| Κάτσε πιο εκεί, γιατί μου ~εις (= κόβεις) τη θέα. ~ψε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες. Σκεπάστηκε, για να ~ψει τη γύμνια της. Ο ήλιος είχε ~φτεί πίσω από τα σύννεφα. 2. (μτφ.) δεν αποκαλύπτω, αποφεύγω να δημοσιοποιήσω, να εκφράσω κάτι που γνωρίζω ή αισθάνομαι, δεν εκδηλώνομαι: Κάτι μου ~εις εσύ, αλλά θα το μάθω. ~ουν επιμελώς το πραγματικό τους πρόσωπο. ~ψε την θλίψη/τις σκέψεις/τα συναισθήματά/τα σχέδιά του. Μας ~ψε την αλήθεια. Δεν ~ψε την ενόχληση/την ικανοποίηση/τον προβληματισμό της. Δεν σου ~ ότι ... (πβ. ομολογώ). Προσπαθεί να ~ψει τα χρόνια του. Δεν έχει τίποτα να ~ψει (: είναι άμεμπτος). Τι ~εται πίσω από το αινιγματικό της χαμόγελο; Δεν ~φτηκε, αλλά δήλωσε ξεκάθαρα ότι ... Πβ. αποκρύπτω, αποσιωπώ.|| Αρχαιότητες/μεταλλεύματα που ~ονται στο υπέδαφος (: δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί). ΑΝΤ. εξωτερικεύω, φανερώνω ● κρύβει (μτφ.) 1. επιφυλάσσει: Η αναζήτηση εργασίας ~ ευκαιρίες αλλά και παγίδες. Το παιχνίδι ~βε δυσκολίες/εκπλήξεις/προβλήματα. 2. (για κάτι που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό) εμπεριέχει, υποκρύπτει: Η πρότασή του ~ δόλο και υστεροβουλία. Σιωπή που ~βε αμηχανία/ενοχή. Πβ. ενέχει. ● ΦΡ.: ας μην κρυβόμαστε! (συνήθ. στην αρχή περιόδου, λόγου): κάτι γνωστό ή φανερό δεν μπορεί να καλυφθεί: ~ ~, όλοι έχουμε ανάγκη από αγάπη., κρύβει μέσα του 1. για συναίσθημα που δεν φανερώνεται, για χαρακτηριστικό γνώρισμα που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση ή δεν προβάλλεται: ~ ~ θυμό. Κατάφερε να απελευθερώσει τη δημιουργικότητα που ~ ~. ~ ~ έναν έφηβο. 2. για ό,τι εμπεριέχεται σε κάτι άλλο: Κάθε καλός στίχος ~ ~ μουσική., ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται & ο έρωτας, ο βήχας και το χρήμα δεν κρύβονται (παροιμ. έκφρ.): για προφανή κατάσταση ή συναισθήματα που δεν μπορούν εύκολα να κρατηθούν μυστικά., βάζω/κρύβω/σπρώχνω κάτω απ' το χαλί βλ. χαλί, κάτι εγκυμονεί/κρύβει κινδύνους βλ. κίνδυνος, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, κρύβε λόγια βλ. λόγια, κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου βλ. δάχτυλο [< μτγν. κρύβω]

λέω

λέω λέ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λες, λέ-ει, -με, -τε, -ν(ε), έλεγα, είπα (προστ. πες, πείτε κ. πέστε), πει, λέγ-ομαι, λέ-χθηκε (λόγ.) ειπώ-θηκε (λογιότ. ελέ-χθη, -χθησαν, μτχ. λε-χθείς, -χθείσα, -χθέν), λε-χθεί (λόγ.) ειπω-θεί, λέγ-οντας, -όμενος, ειπω-μένος} & (λόγ.) λέγω 1. εκφέρω λέξεις και φράσεις, αρθρώνω φθόγγους: Συγγνώμη, δεν σ' άκουσα, τι είπες; Είπαν (= αντάλλαξαν) βαριές κουβέντες. Έχω κάτι να σου πω (: εμπιστευτώ), αλλά μην το πεις (= αποκαλύψεις, μαρτυρήσεις) σε κανέναν/πουθενά. Πες το μου στ' αυτί/ψιθυριστά. Έφυγε, ~οντας μόνο ένα "γεια". Έχουν ~χθεί τα πάντα. (εμφατ.) ~ει και ~ει ασταμάτητα (πβ. μιλώ). Δεν ξέρει τι ~ει (= ~ει ασυναρτησίες). (ειρων.) Τέτοια λέγε μου, να χαίρομαι!|| Τι έχεις να πεις σε όσους σε κατηγορούν; Πβ. απαντώ.|| ~ τη γνώμη μου (= διατυπώνω, εκφράζω)/ψέματα (= ψεύδομαι). ~ει τις ειδήσεις (= εκφωνεί, παρουσιάζει). Πείτε μου/πέστε μου τι κάνετε/τα νέα σας. Μας είπε (= ανακοίνωσε) την απόφασή του/τα εξής: … Αναγκάστηκε να πει (= ομολογήσει, παραδεχτεί) την αλήθεια.|| Δεν μπορεί να πει (= προφέρει) το "ρο".|| Στο ~ εγώ, θα έρθει (πβ. διαβεβαιώνω)! Τι το λες και δεν το κάνεις; Ό,τι είχα/ήταν να πω το είπα (πβ. δηλώνω). Ό,τι και να πεις, έχεις δίκιο. Αφού σου είπα (= υποσχέθηκα) ότι θα σε βοηθήσω, θα το κάνω. Στο είχα πει (: επαναλάβει) πολλές φορές.|| Το είπε (= μετέδωσε) το ραδιόφωνο.|| ~νε (= κάνουν λόγο) για τα χθεσινά. 2. σκέφτομαι, υπολογίζω· νομίζω, πιστεύω· υποθέτω, φαντάζομαι: ~ να φύγω αύριο (πβ. προγραμματίζω, σκοπεύω, σχεδιάζω). Πάνω που είπα (= αποφάσισα) κι εγώ να σοβαρευτώ ... -Θα έρθεις; -Έτσι ~. Και να πεις πως δεν το περίμεναν! Πες πενήντα τα οδοιπορικά κι εκατό η διαμονή. Πόση ώρα λες να πάρει;|| Εσύ τι λες/τι έχεις να πεις γι’ αυτά; Τι θα πει ο κόσμος; (με αμφιβολία ή απορία:) ~τε να είναι τόσο απλό;|| Αν δεν σε ήξερα, θα έλεγα ότι δεν είσαι (= δεν θα σε έκανα) πάνω από είκοσι. Έτσι όπως είχε ξαπλώσει, έλεγες ότι κοιμάται. Πες πως ήσουν στη θέση μου, τι θα έκανες; Ποιος να (μου) το 'λεγε ότι θα χώριζαν! 3. για παράθεση άποψης, φήμης, γνωμικού, των λόγων κάποιου: (συνήθ. στο γ' πρόσ.) ~νε/~εται ότι/πως ... (πβ. διαδίδεται, μαρτυρείται, συζητιέται, φημολογείται, ψιθυρίζεται). Πολλά ~ονται και ακούγονται γι' αυτό το θέμα. Απ' ό,τι λένε (οι δικοί του) είναι πολύ ώριμος για την ηλικία του. Η παράδοση ~ει (= αναφέρει) ότι ο πύργος ήταν στοιχειωμένος. Στο χωριό μου ~νε: "Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά".|| Όπως ακριβώς είπα/~θηκε και πριν, ...|| (σε ευθύ ή πλάγιο λόγο) Και γυρίζει και μου ~ει: "Έχεις καθόλου λεφτά;" (πβ. ρωτώ). Δεν τη νοιάζει, ~ει. (Μου) είπε να μη χαθούμε. 4. (ειδικότ.) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω: Ο ίδιος ~ει ότι έπεσε θύμα απάτης. Το ~ και το πιστεύω. Είσαι σίγουρος για όσα λες; Σύμφωνα με όσα ~ει σε συνέντευξή της ... Δεν ~/δεν μπορώ να πω ότι το έκανε αυτός/επίτηδες. 5. εισαγωγικά ή παρενθετικά στον λόγο ή σε τυπικές φράσεις για προσέλκυση της προσοχής, έκφραση απορίας, αμηχανίας, δυσαρέσκειας: Δεν μου λες, αύριο έχουμε μάθημα; Για να το πούμε αλλιώς/απλά/καλύτερα, ... Τολμώ να πω ότι την καταλαβαίνω. Συγγνώμη, να πω κάτι (πβ. αναφέρω, επισημαίνω, προσθέτω); Και να πω και κάτι άλλο ... Θα μου επιτρέψετε/πρέπει να πω ... Δεν χρειάζεται/περιττό να πω ότι ... (: για κάτι αυτονόητο, γνωστό). Σου το/στο ~ σαν φίλος, ξέχασέ την.|| (επιτατ., θυμωμένα:) Αυτό που σου ~ εγώ!|| (απειλητ.) Για πρόσεχε τι λες!|| (συγκαταβατικά) Ό,τι πεις εσύ!|| (στερεότυπη φρ. όταν σηκώνουμε το τηλέφωνο) Λέγετε; Λέγετε, παρακαλώ! 6. ονομάζω, αποκαλώ, χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι: -Πώς σε ~νε; -Με ~νε Ειρήνη. ~ομαι ... (: για ονοματεπώνυμο). Πολύ ακατάδεχτη η ... πώς την είπαμε; (: όταν δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου).|| Πώς ~εται αυτό στα Γαλλικά (πβ. μεταφράζω);|| Τον είπε βλάκα μπροστά σ' όλους. (για παρατσούκλι) Στο σχολείο τον ~νε ξερόλα. Εγώ αυτό το ~ κοροϊδία. 7. εννοώ, σημαίνω, δείχνω: (συνηθέστ. στο γ' πρόσ.) Τι θα πει "ελευθερία"; Αν γυρίσει, θα πει πως σ' αγαπάει. Το ότι τον προσκάλεσα δεν θα πει ότι τον συμπαθώ κιόλας.|| Νομίζω αυτό ~ει πολλά για τον χαρακτήρα της. Η φωτογραφία τα ~ει όλα. Το θερμόμετρο ~ει σαράντα βαθμούς Κελσίου. Η πινακίδα ~ει "Απαγορεύεται η αναστροφή". Πάτησε το κουμπί που ~ει στοπ.|| (προφ.) -Τι ώρα λες (: τι ώρα ~ει το ρολόι σου); Τα μάτια σου άλλα ~νε ... 8. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι· προτείνω, συμβουλεύω: Πες του να περάσει. Άσε με ήσυχη, σου είπα! Μην του πεις μόνο για διάβασμα (: να διαβάσει)! Θα σου πω εγώ πότε να σταματήσεις (πβ. καθοδηγώ, υποδεικνύω). Κάνε ό,τι σου ~ει (πβ. διατάζω)!|| Εγώ ~ να πάμε. Θα σου έλεγα να μη βιαστείς. Πες του κι εσύ κάτι! 9. (προφ.) διατυπώνω γραπτώς, αναφέρω: Τι ~νε (= γράφουν) οι εφημερίδες; Η διαθήκη/ο νόμος ~ει (= ορίζει) ... Χρειάζεσαι μία υπεύθυνη δήλωση που να ~ει ότι ... Ένας μεγάλος ποιητής είπε ... 10. προβλέπω, προλέγω: Εγώ το είχα πει από την αρχή. Όταν εγώ στα 'λεγα, εσύ δεν με πίστευες. Πβ. προειδοποιώ. 11. εξηγώ, ερμηνεύω: ~ει (= διαβάζει) τον καφέ/το μέλλον/τη μοίρα/το φλιτζάνι/τα χαρτιά.|| Μπορείς να μου πεις τι σημαίνει ... 12. αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω: Δεν ξέρει να ~ει ανέκδοτα. Πείτε μας πώς τα περάσατε στο ταξίδι. Ακριβώς έτσι έγιναν, όπως τα είπε. Πες μας τι σου συμβαίνει. Πβ. διηγούμαι.|| Ένας απ' τους δυο σας ~ει παραμύθια (πβ. παραμυθιάζω, ψεύδομαι). 13. κουβεντιάζω, συζητώ: Τα ~με πού και πού. Κάτσε να τα πούμε λιγάκι. Για σένα λέγαμε (= μιλούσαμε). Πίνανε και λέγανε τα δικά τους. Τι ακριβώς ~θηκε/~χθη στη γενική συνέλευση;|| Όπως είπαμε (= συμφωνήσαμε), εντάξει; 14. επαναλαμβάνω προφορικά κάτι που έχει ορισμένη μορφή και συνήθ. το έχω αποστηθίσει: ~ ένα ποίημα (= απαγγέλλω)/την προσευχή μου. Θα πει (= τραγουδήσει) κομμάτια από τον τελευταίο του δίσκο. Βλ. λεγάμενος, λέγειν, λεγόμενα, λεγόμενος.λέει (προφ.) 1. (συνήθ. με άρνηση) αξίζει: -Τι ~ το/σαν μαγαζί; - Δεν ~ μία/τίποτα. Η ταινία δεν έλεγε πολλά (πράγματα). Βλ. ψιλο~. 2. για έμφαση, ενίσχυση των λεγομένων: Ξεφαντώσαμε, ~! Αν τον ξέρω, ~; Απ’ έξω κι ανακατωτά. Πβ. δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! 3. ως συμπλήρωμα στην ομιλία, όταν κάποιος δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις: Και μου ζήτησε, ~, να φύγω ~, γιατί ήθελε, ~, να ... Πβ. να πούμε. 4. σε αφηγήσεις ή υποθέσεις: Ήτανε, ~, κάποτε ένας βασιλιάς... Είδα, ~, στο όνειρό μου ότι ...|| Φαντάσου, ~, να ξανασυναντηθούμε μια μέρα. 5. για να δηλωθεί έντονη έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: Ποιος ήταν ~; 6. για λόγο που θεωρείται πρόφαση, δικαιολογία: Δεν ήρθε γιατί, ~ (= δήθεν), είχε δουλειά. Πβ. τάχα. 7. φημολογείται: Ο γιος τους, ~, είχε μπει φυλακή. ● ΦΡ.: ... όπως/που λέει και (προφ.): όταν αναφέρονται τα λόγια κάποιου, αποφθέγματα, παροιμίες ή στίχοι τραγουδιού: Κάθε εμπόδιο για καλό, ~ ~ ο λαός. Όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας, ..., άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν περιγράφεται με λόγια: Είχε γίνει έξω φρενών, φώναζε, έβριζε, άσε ... ~ ~ ακούς! Τα χρώματα του πίνακα είναι μοναδικά, όμως ~ ~ βλέπεις!, ας πούμε (προφ.) 1. για να δοθεί παράδειγμα: Παιδιά που είναι, ~ ~, οκτώ ετών ... Πβ. για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν/χάρη, ξέρω γω. 2. για να εκφραστεί μία υπόθεση: ~ ~ (= ας υποθέσουμε) ότι ψάχνεις για δουλειά ... Πβ. έστω. 3. για να γίνει μία πρόταση: -Πότε να πάμε; -~ ~ την πρώτη του μηνός., ας τα λέμε καλά (προφ.): σχετικά καλά, ως τυπική απάντηση χαιρετισμού: -Τι κάνεις; -Ε, ~ ~..., άστον/άσ' τον να λέει (προφ.): συνήθ. ως προτροπή σε κάποιον να μη δίνει σημασία στα λόγια τρίτου: Άστους να λένε, είσαι η καλύτερη!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος θέλει να συνοψίσει κάτι ή δεν ξέρει τι άλλο να πει: ~ ~ φίλε μου, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση., αυτό θα πει ...! (προφ.): (ως ένδειξη αναγνώρισης, θαυμασμού) αυτό είναι: ~ ~ αγάπη/εξυπηρέτηση/μαγκιά/τύχη!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί παραδοχή, ομολογία ή συμφωνία με κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Είναι ωραίος νέος, αυτό/το σωστό να ~. Η αλήθεια να ~, μαζί της δεν βαριέμαι ποτέ., αφού το λες εσύ & αφού το λέτε εσείς (προφ.): (συγκαταβατικά) για να δηλωθεί αποδοχή της άποψης του άλλου: Ε, ~ ~, έτσι θα 'ναι/κάτι (παραπάνω) θα ξέρεις., για λέγε/πες (προφ.): ως προτροπή για να αφηγηθεί κάποιος κάτι ενδιαφέρον: -Συναντηθήκαμε χθες. -~ ~, ~ ~!, για να μη (σου) πω & μη (σου) πω: παρενθετικά στον λόγο για να προσθέσουμε κάτι, χωρίς να είμαστε απόλυτοι: Ένα από τα πιο σημαντικά, ~ ~ το πιο σημαντικό, είναι ..., για να σου πω (προφ.): (αυστηρά) ως έκφραση δυσφορίας, για να σταματήσει κάποιος να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: Α, ~ ~, μη μου φωνάζεις εμένα! ~ ~, σαν πολύ αέρα δεν πήρες;, δε(ν) λέγεται (προφ.-εμφατ.): δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια: Το τι αγόρασε ~ ~! ~ ~ τι τράβηξα μέχρι να τελειώσω., δε(ν) λέω (προφ.): δεν αντιλέγω, δεν διαφωνώ: ~ ~, η δουλειά είναι δύσκολη, αλλά ..., δεν λέει να 1. (προφ.) για κάτι που δεν συμβαίνει, κυρ. αντίθετα από το επιδιωκόμενο ή το προσδοκώμενο: Αυτή η γρίπη ~ ~ περάσει με τίποτα. Η ώρα περνούσε κι αυτός δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. 2. (νεαν. αργκό) δεν είναι σωστό, πρέπον ή συμφέρον: Θα περιμένω να τον αποχαιρετήσω, ~ ~ φύγω έτσι., δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... & πάλι καλά (να λες) (που): (προφ.) όταν κάποιος προσπαθεί να εστιάσει στις θετικές πλευρές μιας δυσάρεστης κατάστασης: ~ ~ που δεν πάθατε τίποτα! Πβ. ευτυχώς.|| -Άργησες, αλλά τουλάχιστον ήρθες. -Πάλι καλά να λες!, δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί συμφωνία με τα προαναφερθέντα και υπερθεματισμός: Καλά, ~ ~, το μέρος ήταν καταπληκτικό! -Πώς περάσατε χθες, ωραία; -Ωραία ~ ~, τέλεια ήταν! Τυχερή, ~ ~, από θαύμα ζει!, δεν μου λέει τίποτα (προφ.): δεν μου κάνει αίσθηση, δεν το θεωρώ σημαντικό: Το ότι είναι πλούσιος πραγματικά/προσωπικά ~ ~. [< γαλλ. cela ne me dit rien] , δεν σου λέω (οικ.): (με περιπαικτική διάθεση) σε περίπτωση που κάποιος αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι: ~ ~, για να μάθεις! ~ ~, ~ ~, πού ήμουν!, είπα κι εγώ (προφ.): σε περιπτώσεις που ανατρέπονται τα λόγια, οι αρχικές σκέψεις ή εκτιμήσεις κάποιου: ~ ~ με ξέχασες;, είπα ξείπα (προφ.): για αναίρεση προηγούμενης δήλωσης ή υπόσχεσης: -Μα μου είπες πως θα μου το αγοράσεις. -~ ~ (: το παίρνω πίσω).|| (ως ουσ.) Βαρέθηκα τα ~ ~ του., είπες κάτι/τίποτα; (προφ.): με αυστηρό ύφος ή απειλητικά, για να αποθαρρυνθεί κάποιος που εκφράζει αντιρρήσεις, συνήθ. μουρμουρίζοντας ή μιλώντας σιγά: Δεν κατάλαβα. ~ ~;, εμένα μου λες (προφ.): ως έκφραση αμφισβήτησης ή συμφωνίας: (ειρων.) -Συγγνώμη, δεν θα ξαναγίνει. -~ ~!|| -Είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος. -~ ~; Ένας θεός ξέρει τι έχω τραβήξει μαζί του., ένα (μόνο) σου λέω (προφ.-εμφατ.): για προσέλκυση της προσοχής σε αυτό που θα ακολουθήσει: ~ ~ και να το θυμάσαι, τίποτα δεν είναι δεδομένο. (απειλητ.) Ένα μόνο θα σου πω, μη διανοηθείς και ξαναγυρίσεις!, εσύ το λες αυτό/εσύ είσαι που το λες αυτό 1. (προφ.-εμφατ.) αυτή είναι η δική σου άποψη, όχι η δική μου: Εγώ δεν είπα ότι δεν θέλω, ~ ~. 2. (σε ερώτηση) ως έκφραση έκπληξης, απορίας για τα λεγόμενα κάποιου: -Δεν αντέχω άλλο. -~ ~; Νόμιζα ότι σου άρεσε η δουλειά., έτσι λες; (προφ.): αυτό νομίζεις, αυτό πιστεύεις;: ~ ~ ε; Μπορεί να 'χεις και δίκιο ..., έτσι σου είπαν να λες; (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, διαμαρτυρίας για κάτι που ειπώθηκε: -Ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του. -Μπα, ~ ~;, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει (προφ.): (για καλλιτέχνη ή καλλιτεχνική δημιουργία) προτείνει κάτι διαφορετικό, καινούργιο: Η ταινία δεν ~ ~., έχω να (το) λέω (προφ.): εκφράζομαι με τα καλύτερα λόγια για κάποιον ή κάτι: ~ ~ για τη φιλοξενία τους., θα έλεγα (προφ.): κειμενικός δείκτης που τονίζει την υποκειμενικότητα μιας κρίσης: Τα θέματα ήταν αρκετά εύκολα, ~ ~ (= κατά τη γνώμη μου).|| (επιτατ.) Η αύξηση είναι σημαντική, εντυπωσιακή ~ ~ (= τολμώ να πω). Πβ. αν θέλεις/θέλετε., θα μου πεις ... (προφ.): (παρενθετικά στον λόγο) ως έκφραση άποψης, σκέψης ή πιθανής εξέλιξης: Κάθε αρχή και δύσκολη, θα μου πεις., θα σου 'λεγα (τώρα) (προφ., συνήθ. με θυμωμένο ύφος): για μετριασμό των λεγομένων ή αποσιώπηση βαρύτερων χαρακτηρισμών και λόγων: ~ ~ καμιά κουβέντα, έχε χάρη όμως που ... ~ ~ τίποτα για το σόι σου, αλλά ... Πβ. τι του λες/τι να του πεις τώρα;, θα τα πούμε (προφ.) 1. ως έκφραση αποχαιρετισμού: Πολλά φιλιά, ~ ~ (από κοντά/σύντομα/την Τρίτη). Πβ. τα λέμε. 2. (απειλητ.) θα λογαριαστούμε, αναμετρηθούμε: Εμείς (οι δύο) ~ ~ στο γήπεδο/δικαστήριο., και πάει λέγοντας (προφ.): και ούτω καθεξής: Το νέο νομοσχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις, απεργίες, διαμαρτυρίες ~ ~. ΣΥΝ. και τράβα κορδέλα/κορδόνι, και τι δεν είπε (εμφατ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι ειπώθηκαν πολλά: ~ ~ για τον διευθυντή, ότι τους καταπιέζει, ότι τους εκμεταλλεύεται, ότι ..., καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες (προφ.): για επιβεβαίωση της κρίσης κάποιου άλλου: ~ ~ να μην ανακατευτώ, αλλά πού μυαλό! Καλά μου είπανε πως είναι απατεώνας., καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε (προφ.): για να δηλωθεί συμφωνία με τα λεγόμενα κάποιου: (Πολύ) καλά τα λες, αλλά ποιος σ' ακούει; Ακριβώς έτσι έγινε, φίλε, σωστά τα λες. Ναι, ναι, (έτσι) όπως τα λέει είναι ..., κάτι έλεγες ...; (προφ.-ειρων.): όταν τα λόγια κάποιου αντιτίθενται στις πράξεις του ή γενικότ. δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα., κάτι μας είπες (τώρα)! (προφ.-ειρων.): για κάτι γνωστό, αυτονόητο: -Τόσο καιρό μας έλεγε ψέματα. -Χαίρω πολύ, ~ ~! Πβ. τι μας λες (τώρα);, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... (προφ.): διαισθάνομαι ή προαισθάνομαι κάτι: Κι όμως εμένα ~ ~ θα τον ξαναδώ. [< γαλλ. quelque chose me dit que] , κάτι μου λέει (προφ.): μου θυμίζει κάτι: ~ ~ το όνομά του, αλλά δεν είμαι σίγουρη.|| Η φωτογραφία δεν μου λέει κάτι/τίποτα. [< γαλλ. me dit quelque chose] , λέγε λέγε/πες πες (προφ.-εμφατ.): σε περιπτώσεις που λέγεται κάτι συνεχώς και επίμονα σε κάποιον: ~ ~ στο τέλος τον έπεισαν. Πβ. λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει., λέγε με ... & μπορείς να με λες (προφ.): (ακολουθεί κύριο όνομα ή ουσιαστικό) να με αποκαλείς, φωνάζεις ..., όταν θέλει κάποιος να δημιουργήσει κλίμα οικειότητας ή, ειρων., για τον ίδιο του τον εαυτό: Από 'δω και πέρα ~ ~ απλώς/σκέτο Μαρία.|| Τελικά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το φτιάξω, ~ ~ και μάστορα!, λέμε τώρα (προφ.-ειρων.): που λέει ο λόγος: Καλά είμαι, ~ ~. Υποσχέσεις για ένα καλύτερο, ~ ~, μέλλον., λες κ(α)ι (προφ.): σαν να: Το θυμάμαι ~ ~ ήταν χθες! Δεν μπορούσε να μιλήσει, ~ ~ κάτι του 'φραζε το στόμα. Πβ. θαρρείς και., λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου: δηλ. χωρίς να ακούγομαι: Είπε ~ του (: σιγανά, σιωπηλά, χαληλόφωνα) μια προσευχή. Όλα θα πάνε καλά, είπε ~ της (: σκέφτηκε, συλλογίστηκε). Αν έχεις κάτι να πεις, μην το λες ~ ~ σου (= πες το δυνατά, φωναχτά). Βλ. μουρμουρίζω, ψιθυρίζω., μα τι λέω & τι λέω (προφ.) 1. όταν κάποιος διορθώνει ή ενισχύει τα λεγόμενά του: Μέρες έχω να γράψω, ~ ~, μήνες. 2. (ειρων.) ως έκφραση αυτοθαυμασμού: ~ ~, ο άνθρωπος!, μας τα 'παν κι άλλοι (προφ.): για κάτι που έχει ειπωθεί πολλές φορές και δεν προκαλεί πλέον εντύπωση: Άσε/αυτά ~ ~!, μη μου πεις ότι ... (προφ.): για να προκαταλάβουμε τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν σου άρεσε/δεν σκέφτεσαι κι εσύ το ίδιο. ~ ~ ξαφνικά άλλαξες γνώμη!, μη μου το λες/μη μου πεις .../τι μου λες! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης ή ειρωνείας: -Τα 'μαθες; Παντρεύεται! -Όχι, καλέ, ~ ~!|| (ειρων.) Μη μου το λες, γιατί θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει. Πβ. τι λες/είπες (τώρα)!, μην το λες (προφ.): για να μετριαστεί η απολυτότητα των λεγομένων κάποιου: -Αποκλείεται να περάσει στις εξετάσεις. - Μπα, ~ ~, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται., μου λες/σου λέει (οικ.): αμφισβητώντας την ορθότητα των λεγομένων των άλλων: Και μετά ~ ~ κάνε παιδιά/φίλους., να μη με λένε (προφ.-εμφατ.): (ως απόδοση υπόθεσης) ως διαβεβαίωση προς τον συνομιλητή ότι θα κάνουμε κάτι οπωσδήποτε: Αν δεν έχω κόψει το κάπνισμα μέχρι το καλοκαίρι, ~ ~ Κώστα. Πβ. να μου τρυπήσεις τη μύτη., να πούμε & να 'ούμε (αργκό): παρενθετικά στον λόγο ως έκφραση αμηχανίας, όταν δεν βρίσκει κάποιος τις κατάλληλες λέξεις, ή στο τέλος φράσης, πρότασης: Έφυγε, ~ ~, χωρίς να πει μια λέξη. Καλά, πού ζεις εσύ, ~ ~;, να τα πούμε; (προφ.): για τα κάλαντα: -~ ~; -Φυσικά!, ξέρω τι θα πει: γνωρίζω πολύ καλά κάτι, ευχάριστο ή δυσάρεστο: ~ ~ αγάπη/μοναξιά. Ομάδα που δεν ξέρει τι θα πει ήττα., πες ... πες (προφ.): είτε ... είτε: ~ το σύμπτωση, ~ το διαίσθηση, ήξερα τι θα συμβεί! Πβ. θες ... θες., πες το κι έγινε (προφ.): ως δήλωση προθυμίας για άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου: Αν θέλεις κάτι άλλο, ~ ~!, ποιος μου λέει (εμένα) (προφ.): (συνήθ. ως ρητορική ερώτηση) πώς μπορώ να ξέρω, να σιγουρευτώ: ~ ~ ότι δεν με κοροϊδεύει; Και ποιος σου ~ εσένα πως αύριο θα έχεις δουλειά;, ποιος το είπε/λέει (αυτό); (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, αμφισβήτησης των λεγομένων κάποιου: Ακούς εκεί! ~ ~ ότι είμαι υποχρεωμένος να ...;, πολλά λες (προφ.): φλυαρείς, υπερβάλλεις ή αυθαδιάζεις: Πάντα τόσα ~ ~ για σένα;|| Πάνω από εκατό ευρώ; Νομίζω ότι ~ ~.|| Σαν πολλά δεν μας τα είπες;, που λες/λέτε (προφ., ως παραγέμισμα): εισαγωγικά ή παρενθετικά κυρ. σε αφηγήσεις ή συζητήσεις: Και ~ ~, πέρυσι το καλοκαίρι ... Έφυγα, ~ ~, αμέσως., πού να στα/σας τα/σου τα λέω (προφ.) 1. εισαγωγικά, συνήθ., στον λόγο για πρόκληση εντύπωσης: Άσε φίλε, ~ στα λέω, πήρα μια λαχτάρα χθες! ~ σας τα λέω, δεν θα πιστέψετε ποια συνάντησα στον δρόμο! 2. παρενθετικά στον λόγο για αποφυγή μακρηγορίας: Υπέροχα υφάσματα, αλλά ~ σου τα λέω τώρα, πήγαινε να τα δεις καλύτερα μόνη σου., πώς να στο/το πω (προφ.): όταν δυσκολεύεται κάποιος να εκφραστεί κατάλληλα: Μου αρέσει εδώ, ~ ~..., νιώθω σαν να είναι η δεύτερη πατρίδα μου., σαν να λέμε (προφ.): ως έκφραση επεξήγησης ή κυρ. παρομοίωσης, σύγκρισης με κάτι: Έμπλεξε με συμμορίες, ~ ~ έπεσε στο στόμα του λύκου., σου λέω! (προφ.): χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα ή στην ορθότητα ισχυρισμού που συνήθ. δεν γίνεται πιστευτός: Άσε με ήσυχο ~ ~ (πβ. επιτέλους)! Δράμα, ~ ~, η κατάσταση!, σου 'πα μου 'πες (προφ.): δικαιολογίες ή φλυαρίες: Δεν μου αρέσουν τα πολλά ~ ~, μίλα ξεκάθαρα. Άσε τα ~ ~ και στρώσου στη δουλειά., τα λέμε (οικ.): ως έκφραση αποχαιρετισμού: ~ ~ αργότερα/αύριο (πάλι)/στις 9. Άντε γεια! ~ ~. Πβ. θα τα πούμε, τα ξαναλέμε., τι έλεγα/λέγαμε; (προφ.) 1. μετά από διακοπή συζήτησης: Λοιπόν, ~ έλεγα; Α, ναι ... Θυμάστε ~ λέγαμε; 2. ως υπενθύμιση κάποιου πράγματος που έχει ήδη αναφερθεί και που επαληθεύεται από τις περιστάσεις: ~ ~ πριν για ..., τι θα έλεγες/τι λες ...;: ως ευγενική πρόταση: ~ ~ αν αγοράζαμε καινούργιο αυτοκίνητο/για ένα ποτήρι κρασί/να φάμε μαζί (: θα ήθελες να ...);, τι θα πει (προφ.) 1. τι σημαίνει. Πβ. τι εστί. 2. & τι πάει να πει: για να εκφραστεί έντονη αντίρρηση ή αγανάκτηση: Και ~ ~ δεν του αρέσει; Τόσα λεφτά δώσαμε!, τι λέει; (αργκό) 1. τι κάνεις, πώς είσαι; Πβ. πώς πάει; 2. πώς είναι;: ~ ~ η ζωή στην πρωτεύουσα;, τι λες/είπες (τώρα)! (προφ.): κυρ. ως έκφραση έκπληξης ή διαφωνίας: -Μέσα σε δυο χρόνια πήρε προαγωγή. -~ ~! Δεν θες να πας διακοπές; Μα ~ ~!, τι μας λες (τώρα); & καλέ/μωρέ τι μας λες; (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση ή ειρωνεία, όταν αναφέρεται κάτι αυτονόητο, ήδη γνωστό: ~ ~, ρε άσχετε; Θα μου πεις "~ ~", αφού κι εσύ το ίδιο κάνεις.|| ~ ~; Εμείς κοιμόμαστε όρθιοι; Πβ. κάτι μας είπες (τώρα)!, τι να πω/τι να πει κανείς & τι να λέμε/τι να πούμε τώρα (προφ.): ως έκφραση αμηχανίας, έκπληξης, παράπονου, απαισιοδοξίας: Τι να (σου) πω, δεν ξέρω, τα 'χω χαμένα. Τι να πούμε κι εμείς οι άνεργοι;|| Ό,τι και να λέμε/να πούμε τώρα είναι λίγο., τι σου λέει αυτό; (προφ.): τι καταλαβαίνεις, ποιο συμπέρασμα βγάζεις;: Χρόνια τώρα ζει εκτός Ελλάδος. ~ ~;, τι του λες/τι να του πεις τώρα; (προφ.): ως ήπια έκφραση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης, θυμού: Πήγε και τα μαρτύρησε όλα, ~ ~; Πβ. θα σου 'λεγα (τώρα).|| Τι να σου πω τώρα, καημένε μου; Έτσι που τα 'κανες ..., το 'πε και το 'κανε (προφ.): για άμεση πραγματοποίηση των λεγομένων κάποιου. Πβ. αμ' έπος αμ' έργον., του τη λέω (αργκό): αποστομώνω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον, τον πειράζω λεκτικά: Του την είπε άσχημα και δεν της ξαναμίλησε. Όλο σου τη λέει (πβ. σου τη μπαίνει, σε τσιγκλάει)! Πβ. κολλώ κάποιον στον τοίχο, ταπώνω, τα χώνω σε κάποιον., (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου βλ. αμαρτία, (λέω) το ψωμί ψωμάκι βλ. ψωμί, (να) μην το πεις/πείτε ούτε του παπά βλ. παπάς, (το) είπε το ποίημα βλ. ποίημα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! βλ. ακούω, άκου (με) που σου λέω! βλ. ακούω, άκου λέει! βλ. ακούω, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο βλ. στραβός, δεν (μας) τα λες καλά βλ. καλά, δεν πα να λες ό,τι θες! βλ. θέλω, δεν σε είπαμε και καμπούρη! βλ. καμπούρης, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του βλ. σκύλος, εδώ που τα λέμε βλ. εδώ, είπα και (ε)λάλησα βλ. λαλεί, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε βλ. χέζω, είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα βλ. γάιδαρος, ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι, έχουμε και λέμε βλ. έχω, έχω να το λέω βλ. έχω, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, θα πούμε το νερό νεράκι βλ. νερό, θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος βλ. άλλος, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); βλ. θέλω, θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... βλ. θέλω, θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα; βλ. θέλω, και/κι ύστερα (σου) λένε βλ. ύστερα, καλά δεν τα λέω; βλ. καλά, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λέει/ξέρει κάτι νεράκι βλ. νερό, λέω καλό για κάποιον βλ. καλό, λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου) βλ. μούτρο, λέω με το νου μου βλ. νους, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη βλ. σύκο, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, μια κουβέντα είπα βλ. κουβέντα, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα βλ. χύμα, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς, ό,τι θέλει λέει βλ. θέλω, ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε βλ. όνομα, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, ούτως ειπείν βλ. ούτω(ς), πάει να πει & πα' να πει βλ. πηγαίνω & πάω, πες τα, χρυσόστομε! βλ. χρυσόστομος, πες το ψέματα! βλ. ψέμα, ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ βλ. ποτέ, που λέει ο λόγος βλ. λόγος, πώς είπες/είπατε; βλ. πώς, συ είπας βλ. εσύ, τα λέω ένα χεράκι βλ. χεράκι, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά, τι έκανε λέει; βλ. κάνω, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, τι λέει το πρόγραμμα; βλ. πρόγραμμα, το καλό να λέγεται βλ. καλό, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το λέω και γεμίζει το στόμα μου βλ. στόμα, το λέω και το ξαναλέω βλ. ξαναλέω, τολμώ να πω βλ. τολμώ, τόσα ξέρει, τόσα λέει βλ. τόσος, φερ' ειπείν βλ. φέρω ● βλ. ειπωμένος [< αρχ. λέγω, μεσν. λέω]

λουρί

λουρί λου-ρί ουσ. (ουδ.) {λουριού}: μακρόστενη ταινία από εύκαμπτο υλικό, για ποικίλες χρήσεις: τσάντα με αποσπώμενο/ρυθμιζόμενο ~ ώμου. Βαλίτσα με ~ μεταφοράς. Σακίδιο με ~ιά πλάτης. Πβ. αορτήρας, ιμάντας. Βλ. ζώνη.|| Κρατώ/τραβώ τον σκύλο απ' το ~. Βλ. καπίστρι, περιαυχένιο. ΣΥΝ. λώρος ● Υποκ.: λουράκι (το): ρολόι με αδιάβροχο/δερμάτινο/μεταλλικό (πβ. μπρασελέ)/πλαστικό/υφασμάτινο ~. Πέδιλα με ~. Θήκη κινητού/φωτογραφικής μηχανής με ~ ασφαλείας/καρπού (/χεριού)/λαιμού. ● ΦΡ.: και το λουρί της μάνας 1. (προφ.) και πάει λέγοντας, και ούτω καθεξής, και λοιπά: εισαγωγές, εξαγωγές, αντιπροσωπείες και ~ ~. 2. ("το λουρί της μάνας"· παλαιότ.) ομαδικό παιδικό παιχνίδι., σφίγγω/τραβώ/μαζεύω τα λουριά & (σπάν.) το λουρί (μτφ.-προφ.): περιορίζω κάποιον που έχει ξεπεράσει τα όρια με τη συμπεριφορά του· επιβάλλω περιορισμούς σε κάτι: Σφίξ'/τράβηξέ του ~ ~, γιατί έχει πάρει πολύ αέρα! Πβ. πατώ πόδι, υψώνω/ορθώνω το ανάστημά μου.|| Η κρίση σφίγγει ~ στη χορήγηση δανείων., χαλαρώνω τα λουριά & (σπάν.) λασκάρω τα λουριά (μτφ.-προφ.): μειώνω τους περιορισμούς, γίνομαι λιγότερο αυστηρός. Πβ. αφήνω λάσκα. [< μεσν. λουρίν]

μάτι

μάτι μά-τι ουσ. (ουδ.) {ματ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ. το αισθητήριο όργανο της όρασης: γαλάζια (= γαλανά· πβ. μπλε)/καστανά/μαύρα/πράσινα ~ια. Αμυγδαλωτά/βουρκωμένα/κατακόκκινα/μεγάλα/ορθάνοιχτα/σχιστά ~ια. Μαυρισμένο ~ (από μπουνιά). Ανοιγοκλείσιμο/κινήσεις του ~ιού. Βάφει τα ~ια της. Κρέμα/μακιγιάζ/μολύβι/σκιές ~ιών. Το περίγραμμα των ~ιών. Με δεμένα (τα) ~ια. Μαύροι κύκλοι/σακούλες κάτω από τα ~ια. Έχασε την όρασή του από το αριστερό/δεξί ~. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο ~. Τσούζουν τα ~ια μου από τον καπνό. Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα ~/το ~ με την ομπρέλα! Κοίτα με στα ~ια. Κουράστηκαν τα ~ια μου. Τρέχουν δάκρυα από τα ~ια. Τα ~ια βγήκαν κόκκινα στη φωτογραφία.|| Σύνθετα ~ια μέλισσας/μύγας. Προεξέχοντα ~ια.|| (ΑΝΑΤ.) Αγγεία/βλέφαρα/βολβός/βυθός/ίριδα/κανθός/κόγχη/κόρη/μύες/φακός/(αμφιβληστροειδής/κερατοειδής) χιτώνας του ~ιού. Πίεση στα ~ια. Γυάλινο ~. Βιονικό/τεχνητό ~ για τυφλούς. Μόλυνση/φλεγμονή του ~ιού. Βλ. αστιγματισμός, γλαύκωμα, δαλτονισμός, καταρράκτης, στραβισμός, αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία, α-, δυσ-χρωματοψία, βλεφαρ-, επιπεφυκ-, κερατ-ίτιδα, ωχρά/ωχρή κηλίδα. ΣΥΝ. οφθαλμός (1) 2. η ιδιότητα, η ικανότητα της όρασης: αόρατο στο ~. Έχει γερό/δυνατό ~ (: βλέπει πολύ καλά). Έχει χάσει τα ~ια του (: έχει τυφλωθεί). Τι βλέπουν τα ~ια μου! Χαρά των ~ιών (: ευχάριστο να το βλέπει κάποιος). Μέχρι εκεί που φτάνει το ~ (: μέχρι εκεί που μπορεί να δει κάποιος).|| (μτφ.) Τα βλέπει όλα, λες κι έχει ~ια στην πλάτη. 3. το βλέμμα και γενικότ. η έκφραση του προσώπου, όταν κοιτάζει κάποιος κάτι: γλυκά/ζεστά/λαμπερά/τσακίρικα/ψυχρά ~ια. Τα αδιάκριτα ~ια των περαστικών. Η εντυπωσιακή εμφάνιση τραβάει το ~. Έχει τα ~ια του πατέρα της (πβ. ματιά). Η γλώσσα των ~ιών. Συνεννοούμαι με τα ~ια. Γουρλώνω/κατεβάζω/σηκώνω/στρέφω/χαμηλώνω τα ~ια. Έχω τα ~ια μου καρφωμένα στη γη/κάτω. Δεν ξεκολλούσε τα ~ια του από πάνω της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα/(ίσια) μέσα στα ~ια (ενν. με ειλικρίνεια). Τον παρακολουθούσα με την άκρη του ~ιού μου. Γύρισα τα ~ια μου αλλού. Πού έχεις τα ~ια σου (: πού κοιτάς); Τα ~ια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα ~ια του. 4. (μτφ.) ο τρόπος αντιμετώπισης μιας κατάστασης: με το/μέσα από το ~ του αναγνώστη/ειδικού/επιστήμονα/θεατή. Η ζωή μέσα από τα ~ια ενός παιδιού. Η εικόνα της χώρας στα ~ια των ξένων. Αντιμετωπίζω/βλέπω/εξετάζω τα πράγματα με έμπειρο/θετικό/κριτικό ~. Βλέπει το μέλλον με καλύτερο ~. Βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια ~ια. Ήταν η καλύτερη ταινία στα ~ια (: κατά την εκτίμηση) όλων. Πβ. οπτική γωνία, σκοπιά.|| Mε το ~/τα ~ια (: ενδιαφέρον) στραμμένο/α στο μέλλον.|| Το άγρυπνο ~ (: επίβλεψη) της Αστυνομίας/του Νόμου. 5. καθετί που μοιάζει με μάτι: ηλεκτρονικό ~. Το ~ της πόρτας (= ματάκι)/της φωτογραφικής μηχανής. Το ~ του τυφώνα (: το κέντρο). ~ διχτυού (: καθεμία από τις τρύπες, πβ. θηλιά). (παλαιότ.) ~ της θάλασσας (= δίνη). Αβγά ~ια (: τηγανισμένα ώστε ο κρόκος να ξεχωρίζει από το ασπράδι). Περνάω την κλωστή από το ~ (: τρύπα στην κορυφή) της βελόνας.|| (εστία κουζίνας:) Ηλεκτρικό/μεγάλο/μεσαίο/μικρό ~. Ανάβω/σβήνω το ~. Ξέχασα ανοιχτό το ~. 6. (λαϊκό) κακό μάτι· σπανιότ. ματόχαντρο: σκόρδο/(μπλε) χάντρα για το ~. Πιστεύει στο ~.|| Φόρα ένα ~! 7. ΒΟΤ. (κοινό) οφθαλμός. Πβ. κόμπος, ρόζος. Βλ. βλαστός, φύτρα. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) ● Μεγεθ.: ματάρες (οι): (ως οικ. προσφών.) ~ μου όμορφες! ● ΣΥΜΠΛ.: κακό μάτι: βλέμμα που θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον: Έχει ~ ~! Πρόσεχε το ~ ~! Βλ. βασκανία, μάτιασμα., μάτια γάτας: ανακλαστήρες οδοστρώματος: διαχωρισμός των κατευθύνσεων/οριοθέτηση των λεωφορειόδρομων με ~ ~ (κίτρινου χρώματος). [< αγγλ. cat's-eyes, 1940] , μάτι της τίγρης/του τίγρη βλ. τίγρη, μάτι του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, μάτια κουμπότρυπες βλ. κουμπότρυπα, τρίτο μάτι βλ. τρίτος ● ΦΡ.: (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι & με λοξό μάτι (μτφ.): με αντιπάθεια, κακία, μίσος ή καχύποπτα: Δεν με χωνεύει καθόλου και με κοιτάει ~ ~. Με πήρε απ' την αρχή με στραβό ~., (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου: για κάτι που το θεωρούμε πολύτιμο: Προσέχει/έχει/φυλάει το καινούργιο αμάξι ~ ~ του., ... και τα μάτια σου! (εμφατ.): πρόσεχε πολύ, έχε το νου σου: Το παιδί ~ ~!, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (παροιμ.): για ποιοτική διαφοροποίηση φαινομενικά όμοιων πραγμάτων: Πολλοί αντέγραψαν το αρχικό σχέδιο, όμως ~ ~., βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι: εποφθαλμιώ· σταμπάρω, επιβουλεύομαι: ~ ~ το πορτοφόλι/τα χρήματα κάποιου. Έχει βάλει ~ (= στοχεύει) την πρώτη θέση. Έχω βάλει ~ ένα φόρεμα (: θέλω να το αποκτήσω· πβ. μπανίζω).|| Τον έχουν βάλει ~ και δεν τον αφήνουν σε ησυχία., βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι: προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση: Οι ανορθόγραφες λέξεις/τα κόκκινα παπούτσια βγάζουν ~/χτυπάνε ~., βγάζω τα μάτια (σε κάτι) (σπάν.-προφ.): του καταστρέφω τον μηχανισμό., βγάζω τα μάτια μου (μτφ.) 1. κουράζονται τα μάτια μου με κάτι: Έβγαλα ~ να καταλάβω τι γράφει. 2. τσακώνομαι πολύ έντονα: Αν τους αφήσεις μόνους, θα βγάλουν ~ τους. 3. (αργκό) κάνω σεξ., βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι: έχω ευνοϊκή/δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπο ή κατάσταση: Αν δεν το δεις με καλό μάτι, δεν θα πετύχεις. Από την αρχή με πήρε με κακό μάτι. Βλ. καλο-, κακο-βλέπω., για τα μάτια του κόσμου (προφ.): για κάτι που γίνεται για τα προσχήματα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική επίκριση: φιλανθρωπίες ~ ~. Πβ. ξεκάρφωμα. Βλ. για την τιμή των όπλων, κατ' επίφαση. ΣΥΝ. για το θεαθήναι, για τους τύπους, για τα ωραία/τα μαύρα μάτια (κάποιου): για την ομορφιά του και γενικότ. για το χατίρι του: Τσακώθηκαν ~ ~ της μάτια (ή για τα μάτια μιας γυναίκας).|| (συνήθ. ειρων.) Δεν είναι μαζί σου ~ ~ σου μάτια, αλλά για τα λεφτά σου., δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: δεν παύω να παρακολουθώ, να επιτηρώ: Στιγμή δεν τους άφησε ~ της., δεν έχω μάτια (γι' άλλον): δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω κάποιον άλλο: Ορκίζεται ότι με αγαπάει και πως δεν έχει ~ γι΄ άλλη. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που δεν έχουν ~ παρά μόνο ο ένας για τον άλλον., δεν έχω μάτια να δω 1. (κάποιον): τον ντρέπομαι: Μετά την παρεξήγηση δεν είχε ~ να τον δει. 2. (κάτι): δεν μπορώ να καταλάβω, συνήθ. γιατί είμαι στενόμυαλος, κοντόφθαλμος: Δεν έχουν ~ να δουν τι συμβαίνει;, δεν κλείνω μάτι (εμφατ.): δεν μπορώ να κοιμηθώ: Δεν έκλεισα ~ όλη (τη) νύχτα από τον βήχα/τη στεναχώρια., δεν τον/το πιάνει το μάτι σου: δεν αντιλαμβάνεσαι από την αρχή την πραγματική του αξία, τον χαρακτήρα, την κατάστασή του: Είναι ένα μικρό μαγαζάκι που δεν το ~ ~., ένα τρίτο μάτι: μια άλλη άποψη που θεωρείται συνήθ. αντικειμενική· (κυρ. γενικότ.) κάποιος άλλος: ~ ~ μπορεί να εντοπίσει στο κείμενο λάθη που ξέφυγαν., έπεσε στα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. έπαψε να έχει την εκτίμησή του: Με την προκλητική του συμπεριφορά έπεσε ~ μας. Πβ. ξεπέφτω. ΑΝΤ. ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου 2. είδα, βρήκα τυχαία: Ψάχνοντας ~ ~ μου το βιβλίο αυτό., έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα: έχω τεταμένη την προσοχή μου, προσέχω πάρα πολύ: (συνήθ. ως προτροπή) Τα μάτια σου ~, κακομοίρη μου (= πρόσεχε)! Πρέπει συνεχώς να ~ ~, μην τυχόν και μου τη φέρουν., θα σου βγάλω τα μάτια: ως απειλητική έκφραση: ~ ~, αν με κοροϊδέψεις!, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα (παροιμ.): για να τονιστεί το πόσο κακό είναι να αποκτήσει κάποιος κακή φήμη., καλώς τα μάτια μου τα δυο (οικ.-συχνά ειρων.): ως καλωσόρισμα., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον): προσπαθώ να τον προσελκύσω, συνήθ. ερωτικά: Της έκανε ~ και την έριξε (πβ. φλερτάρω). Του κάνει ~, για να τον καλοπιάσει. [< γαλλ. faire les yeux doux] , κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι κάτι αρνητικό, παραβλέπω: Όλο του φωνάζεις, κάνε και λίγο τα ~ ~!, κόβει το μάτι (του) & έχει μάτι (μτφ.): έχει (μεγάλη) αντίληψη, είναι έξυπνος, παρατηρητικός: Βλέπω, ~ ~ σου! Δεν μπορείς να πεις, ~ ~ μου/έχω ~!, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται (παροιμ.): για ανθρώπους, συνήθ. φίλους ή συγγενείς, που ξεχνούν ο ένας τον άλλον όταν δεν συναντιούνται συχνά, που παύουν να έχουν τα ίδια έντονα συναισθήματα όταν βρίσκονται μακριά., μάτια/ματάκια μου: (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις ~ ~;, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον ή κάτι: Άντε βρε παιδί μου, ~ ~! ~ ~ να δούμε ποιοτική εκπομπή!, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια: για διαφορετική προσέγγιση, αντιμετώπιση ενός θέματος: Μετά τον τραυματισμό είδε τον κόσμο με άλλα ~. Ηρέμησε και θα δεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Πβ. ματιά., με πιάνει το μάτι: ματιάζομαι εύκολα: Φοράει σταυρό, για να μην τον ~ ~., με το μάτι: χωρίς ακριβή μέτρηση, ζύγιση, κατά προσέγγιση: Υπολογίζω ~ ~ (την ποσότητα). Ρίχνω αλάτι στο φαγητό ~ ~., μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου (επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή βρίσκεται μπροστά μου: Το ατύχημα διαδραματίστηκε/έγινε μπροστά ~ ~ (πβ. ενώπιον). Το πορτοφόλι ήταν μπρος/μες ~ ~ κι εγώ δεν το έβλεπα.|| (μτφ.) Μας κοροϊδεύει μπροστά ~ ~ μας!|| Μπροστά στα μάτια των περαστικών (= μπροστά στον κόσμο)., να χαρείς τα μάτια σου (οικ.): σε περιπτώσεις που ζητείται ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι: Έλα λίγο εδώ, ~ ~!, παίζει το μάτι του & το μάτι του παίζει (μτφ.): παρατηρεί με ερωτικό κυρ. ενδιαφέρον τους άλλους, ερωτοτροπεί: Αν και ~ ~ του, της είναι πιστός. ~ ~ της από 'δω και από 'κει/δεξιά-αριστερά., παίζει/πετάει το μάτι μου: σε περιπτώσεις που γίνονται αυτόνομες συσπάσεις των μυών του ματιού, συνήθ. από άγχος και νευρικότητα. Πβ. τρεμοπαίζει., παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι): βλέπω κάποιον/κάτι τυχαία, φευγαλέα ή από μακριά: Εκεί που καθόμουνα, πήρε ~ μια γνωστή φυσιογνωμία. Κάπου το(ν) πήρε ~., παίρνω/κάνω μάτι: κοιτάζω κρυφά, κυρ. ηδονοβλεπτικά: Τον έπιασα να ~ει ~ την ώρα που ντυνόμουν. Πβ. μπανίζω., πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) & το μάτι/βλέμμα πήγε (κάπου) (οικ.): βλέπω κάτι/κάποιον τυχαία: Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο. Κοιτούσε το πλήθος και το βλέμμα του έπεσε πάνω της., του μπαίνω στο μάτι: γίνομαι στόχος κάποιου: Τους μπήκα ~, επειδή δεν συμφώνησα μαζί τους. Η περιουσία του μπήκε ~ των απατεώνων., χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: παύω να έχω οπτική επαφή με αυτό(ν): Ένα λεπτό να τον χάσω ~ και την έκανε τη ζημιά. Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι και τον έχασα ~.|| Δεν τη ~ει ~ του (: την παρακολουθεί συνεχώς)., ... να δουν τα μάτια σου! βλ. βλέπω, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια βλ. ακολουθώ, ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) βλ. ανοίγω, ανοίγω τα μάτια μου βλ. ανοίγω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, γδύνω με τα μάτια βλ. γδύνω, γυαλίζει το μάτι του βλ. γυαλίζω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν μου γεμίζει το μάτι βλ. γεμίζω, δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ... βλ. παίρνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου βλ. βλέπω, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, έχει φοβηθεί το μάτι μου βλ. φοβάμαι, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου βλ. βλέπω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θολώνει το μάτι μου βλ. θολώνω, καρφί στο μάτι βλ. καρφί, κλείνουν τα μάτια μου βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (κάποιου) βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (μου) βλ. κλείνω, κλείνω το μάτι (σε κάποιον) βλ. κλείνω, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με κλειστά (τα) μάτια βλ. κλειστός, με την τσίμπλα στο μάτι βλ. τσίμπλα, μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω βλ. πετώ, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, πήζει το μάτι βλ. πήζω, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πονάει δόντι, βγάζει μάτι βλ. δόντι, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου βλ. στεγνώνω, στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια βλ. βασιλεύω, της Παναγιάς τα μάτια βλ. Παναγία, τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας βλ. βλέπω, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...) βλ. σταματώ, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, το μάτι μου γαρίδα βλ. γαρίδα, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα βλ. μούτρο, τον/την κοιτάει στα μάτια βλ. κοιτάζω, τρίβω τα μάτια μου βλ. τρίβω, τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα βλ. τρώω, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< μεσν. μάτιν, γαλλ. œil, yeux, αγγλ. eye]

μεγαλέμπορος

μεγαλέμπορος με-γα-λέ-μπο-ρος ουσ. (αρσ.) & (σπάν.-προφ.) μεγαλέμπορας: έμπορος που διαθέτει στην αγορά μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων, συνήθ. για χονδρική πώληση: ~ κρεάτων. Πβ. χονδρέμπορος.|| (συνηθέστ.) ~οι ναρκωτικών. ΑΝΤ. μικρέμπορος [< μτγν. μεγαλέμπορος]

μελετημένος

μελετημένος, η, ο με-λε-τη-μέ-νος επίθ. 1. που τον έχουν μελετήσει προσεκτικά και σε βάθος: ~ος: σχεδιασμός. ~η: κίνηση/στρατηγική. Καλά ~ο νομοσχέδιο. Ο φωτισμός είναι ειδικά ~, ώστε να ξεκουράζει τα μάτια. Πβ. επιμελη-, προσεγ-μένος. Βλ. προ~. 2. (για πρόσ.) του οποίου το έργο έχει διαβαστεί ή/και αναλυθεί από πολλούς: Πρόκειται για έναν από τους πιο ~ους Έλληνες ποιητές. Πβ. πολυδιαβασμένος. 3. (για πρόσ.) κατάλληλα προετοιμασμένος, ενημερωμένος πάνω σε ένα θέμα· γενικότ. καλλιεργημένος, μορφωμένος: ~ος: άνθρωπος. ΣΥΝ. διαβασμένος (2) ● βλ. μελετώ [< μεσν. μελετημένος]

μέλι

μέλι μέ-λι ουσ. (ουδ.) {μελ-ιού (λόγ.) μέλιτος} 1. φυσική, γλυκιά και αρωματική, ημίρευστη θρεπτική ουσία που παράγουν οι μέλισσες του είδους Apis mellifera από το νέκταρ των φυτών ή από διάφορες φυτικές ουσίες: αγνό/βιολογικό/θυμαρίσιο/κρυσταλλωμένο ~. ~ ανθέων ή ανθόμελο (π.χ. ~ πορτοκαλιάς). Σιρόπι ~ιού. ~ από μελιτώματα (π.χ. ~ δάσους (= δασόμελο)/ελάτης, ελάτου (= ελατόμελο)/πεύκου (= πευκόμελο). Βούτυρο με ~ (βλ. μαρμελάδα). Γιαούρτι με ~ και καρύδια. Κουλουράκια/σάκχαρα (βλ. δεξτρόζη)/σάλτσα ~ιού. Φρούτα γλυκά σαν (το) ~. Βλ. βασιλικός πολτός, ρακόμελο, υδρο~. 2. (μτφ.-προφ.) πολύ γλυκός ή ευχάριστος: Τα πορτοκάλια/τα σύκα είναι ~. Βλ. ξίδι.|| Καλά, ~ έχει κι είσαι συνέχεια κοντά της; Λόγια όλο ~. ● Υποκ.: μελάκι (το). ● ΣΥΜΠΛ.: ο μήνας του μέλιτος: περίοδος αρμονίας, ευτυχίας που ακολουθεί έναν γάμο, κατά την οποία πραγματοποιείται συνήθ. το γαμήλιο ταξίδι., το ταξίδι του μέλιτος: το γαμήλιο ταξίδι. ● ΦΡ.: βάζω το δάχτυλο στο μέλι (προφ.): απολαμβάνω, καρπώνομαι κάτι, συνήθ. χρηματικό ποσό: Μυρίστηκαν χρήμα και έσπευσαν να βάλουν ~ ~., μέσα/μες στα μέλια/σιρόπια (μτφ.-προφ.) 1. για νέο, συνήθ., ζευγάρι που εκδηλώνει με έντονο τρόπο τον έρωτά του: Είναι συνέχεια ~ ~ (: αγκαλίτσες, φιλάκια, χαδάκια). Πβ. ζαχάρωμα. 2. (κατ' επέκτ.) για να δηλωθούν πολύ στενές και καλές σχέσεις., να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι (παροιμ.): για ενέργεια ή συμπεριφορά αντιφατική, διπρόσωπη ή υποκριτική., (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (κολλάω) σαν τη μύγα (μες) στο μέλι βλ. μύγα, αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι βλ. αγάλι, ακρίδες και μέλι (άγριο) βλ. ακρίδα, καλόμαθε/γλυκάθηκε η γριά στα σύκα (θα φάει/κι έφαγε και τα συκόφυλλα) βλ. γριά, μέλι-γάλα/μέλι και γάλα βλ. γάλα, όλο λάδι/όλο μέλι/μέλι μέλι/λάδι λάδι και από τηγανίτα τίποτα βλ. τηγανίτα, τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι βλ. λόγια, τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι βλ. τζάμπα [< αρχ. μέλι] ΜΕΛΙ

νερό

νερό νε-ρό ουσ. (ουδ.) 1. υγρή χημική ένωση (H2Ο), άχρωμη, άοσμη και άγευστη, η οποία είναι η περισσότερο διαδεδομένη στη Γη, υπάρχει σε όλα τα ζώα και τα φυτά, καθώς και στις τροφές και είναι απαραίτητη για την επιβίωση των ζωντανών οργανισμών: ανακυκλωμένο/απιονισμένο/αφαλατωμένο/βρόμικο/γλυφό/διαυγές/δροσερό/εδαφικό/εμφιαλωμένο (ΑΝΤ. ~ της βρύσης)/επιτραπέζιο/θολό/καθαρό/πόσιμο/φρέσκο ~. Το ~ της βροχής (βρόχινο ~)/θάλασσας (θαλασσινό ~). Η στάθμη του ~ού. Διαρροή/κατανάλωση ~ού. Μια κανάτα/ένα λίτρο/μια σταγόνα ~/~ού. Αντλία/ποτήρια/φίλτρο ~ού. Στρώμα ~ού/με ~. Το ~ παγώνει στους μηδέν βαθμούς Κελσίου και βράζει στους εκατό. Υποβάθμιση της ποιότητας του ~ού. Τα αποθέματα ~ού εξαντλούνται (βλ. λειψυδρία). Πιες (λίγο) ~, να ξεδιψάσεις. Στραγγίζω/χύνω το ~. Πλένομαι με (ζεστό) ~. Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται κατά τα δύο τρίτα από ~. ΣΥΝ. ύδωρ 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} έκταση ή μάζα νερού που σχηματίζει θάλασσα, ποταμό ή λίμνη· βροχή: γάργαρα/επιφανειακά/ιαματικά/κρυστάλλινα/μολυσμένα/ορμητικά/παγωμένα/παράκτια/υπόγεια ~ά. Άφθονα πηγαία/τρεχούμενα ~ά. Απορροή/αποστράγγιση/συγκράτηση/υπεράντληση των ~ών. Περιοχή με πυκνή βλάστηση και πολλά ~ά. Παραλία με καταγάλανα ~ά. Κάνω μπάνιο/κολυμπώ σε διάφανα/ήρεμα/ήσυχα/ρηχά ~ά. Ασκήσεις/παιχνίδια (μέσα) στο ~ (βλ. υγρό στοιχείο). Έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε στο ~.|| Έριξε πολύ ~. Φέτος δεν είχαμε πολλά ~ά (= βροχοπτώσεις). 3. σύνδεση με το δίκτυο ύδρευσης· συνεκδ. η σχετική παροχή και ο αντίστοιχος λογαριασμός: οικόπεδο με φως και ~.|| Κόπηκε το ~. Ανοίγω/κλείνω το ~ (= τον διακόπτη παροχής).|| 'Ηρθε το ~. Πλήρωσες το ~; Βλ. Ε.ΥΔ.Α.Π., ρεύμα, τηλέφωνο. 4. (κατ' επέκτ.-προφ.) υγρό που μοιάζει με νερό: Το κορμί του έσταζε ~ (= ιδρώτα). Η μύτη μου τρέχει ~ (= αραιή βλέννα).|| Η σούπα είναι σκέτο ~ (= νεροζούμι)! Το αντηλιακό έχει γίνει ~. 5. (προφ.) βράση, πλύση, ξέβγαλμα: Βράζουμε τα πορτοκάλια δύο ~ά.|| Το τελευταίο ~ απ' το πλυντήριο (βλ. γκρίζο ~). Στο δεύτερο ~, προσθέτετε μαλακτικό. Δώσε μου το μπλουζάκι σου να το περάσω ένα ~ (= να το πλύνω)!νερά (τα) 1. αποχρώσεις ή ραβδώσεις επιφάνειας: κάθετα/οριζόντια ~. ~ ξύλου/πετρώματος/υφάσματος. Λευκό μάρμαρο με γκρι ~. Καπάκι ντουλαπιού με αραιά/πυκνά ~. Καπλαμάς που μιμείται τα φυσικά ~ της οξιάς. 2. (για πλεούμενο) ίσαλος γραμμή, ίσαλα ή απόνερα. ● Υποκ.: νεράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (φυσικό) μεταλλικό νερό: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πλούσιο σε μεταλλικά στοιχεία (μαγνήσιο, κάλιο, νάτριο, ασβέστιο), το οποίο προέρχεται από υπόγεια πηγή, όπου και εμφιαλώνεται: ανθρακούχο ~ ~. [< γαλλ. eau minérale] , (το) αμίλητο νερό βλ. αμίλητος, άγνωστα νερά βλ. άγνωστος, αθάνατο νερό/αθάνατο βοτάνι βλ. αθάνατος, απεσταγμένο/αποσταγμένο νερό βλ. αποσταγμένος, βαρύ ύδωρ βλ. ύδωρ, γκρίζο νερό βλ. γκρίζος, γλυκό νερό βλ. γλυκός, λιμνάζοντα νερά/ύδατα βλ. λιμνάζων, μαλακό νερό βλ. μαλακός, σκληρό νερό βλ. σκληρός, στάσιμα νερά βλ. στάσιμος ● ΦΡ.: (μες) στο νερό: (για υπολογισμό κατά προσέγγιση του ελάχιστου χρονικού ή ποσοτικού σημείου) σίγουρα: Θα σου κοστίσει χίλια ευρώ ~ ~. Θα μου πάρει ένα τρίμηνο ~ ~ να βρω αντικαταστάτη., (ούτε) ένα ποτήρι νερό: επικριτικά για πλήρη έλλειψη φροντίδας, αλληλεγγύης, φιλοξενίας: Τόσα έκανα γι' αυτούς κι εκείνοι ούτε ~ ~ δεν μου πρόσφεραν., βάζει/μπάζει νερά/νερό (οικ.): επιτρέπει την είσοδο νερού λόγω ανοίγματος, τρύπας ή προβλήματος στην κατασκευή· κατ' επέκτ. έχει αδύνατα σημεία: Το αυτοκίνητο/το παράθυρο/το πλοίο/η στέγη/το υπόγειο ~ ~.|| (μτφ.) Η επιχειρηματολογία σου ~ ~ και δεν πείθει., έξω από τα νερά μου: για κατάσταση αμηχανίας, ιδ. σε άγνωστο περιβάλλον: Αισθάνομαι λίγο ~ ~. Πβ. έξω από το στοιχείο μου, έχασε τα νερά του, σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό.|| Η πληθώρα επιλογών με βγάζει ~ ~ (: με αποπροσανατολίζει, με μπερδεύει)., θα πούμε το νερό νεράκι (προφ.): θα διψάσουμε πολύ: Με τη μεγάλη ανομβρία που έχουμε φέτος, φοβάμαι ότι ~ ~!, κάνει νερά (προφ.) 1. (για πλεούμενο) μπάζει νερά από άνοιγμα· κατ' επέκτ. για αρνητική εξέλιξη, αντίθετα από τις προσδοκίες: Το σκάφος ~ ~ και υπάρχει κίνδυνος να αναποδογυρίσει.|| (μτφ.) Υποσχέθηκε πως θα μου δώσει προαγωγή, αλλά τελευταία μου ~ ~. 2. δεν έχει ευκρίνεια, καθαρότητα: Η τηλεόραση/η ψηφιακή μηχανή μου ~ ~.|| Το χρώμα ~ ~., λέει/ξέρει κάτι νεράκι (προφ.): απέξω (κι ανακατωτά): Είπε/ήξερε το μάθημα ~., μαθαίνω νεράκι (προφ.): αποστηθίζω., πάω/πηγαίνω με τα νερά κάποιου (προφ.): προσαρμόζομαι, συμμορφώνομαι με τις απόψεις ή τις επιθυμίες του: ~ ~ του, δεν του πηγαίνω κόντρα., πάω/πηγαίνω προς νερού μου (λαϊκό): πάω να ουρήσω., πίνω νερό στο όνομα κάποιου (προφ.): τον σέβομαι πολύ, τον εκτιμώ., σαν (το) νερό: για αβίαστη ροή, γρήγορα: Οι μέρες κύλησαν ~ ~ κι έφτασε το τέλος των διακοπών. Η ζωή φεύγει/τα χρόνια περνάνε ~ ~., σαν τα κρύα (τα) νερά & (σπάν.) σαν το κρύο (το) νερό: για νεαρό, όμορφο άτομο (συνήθ. κοπέλα)., σπάνε τα νερά (προφ.): (για έγκυο) σπάει ο σάκος με το αμνιακό υγρό, αρχίζει η διαδικασία της γέννας. , ταράζω τα νερά & (λόγ.) τα ύδατα (μτφ.): προκαλώ αναστάτωση, ανατροπή: Καινοτόμος θεωρία που ~ξε ~ της επιστήμης. Η ανατρεπτική παρέμβασή τους ~ει τα βαλτωμένα/ήρεμα/λιμνάζοντα ~ του κατεστημένου., φέρνω κάποιον στα νερά μου (προφ.): τον κάνω να συμφωνήσει μαζί μου, να ταχθεί με το μέρος μου: Πες πες, την έφερε ~ του. ΣΥΝ. φέρνω βόλτα (2), (μοιάζουν) σαν δυο σταγόνες νερό βλ. σταγόνα, (όσα είπαμε) νερό κι αλάτι βλ. αλάτι, βάζω νερό στο κρασί μου βλ. κρασί, βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό βλ. άγγελος, δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει βλ. μύλος, έφτασε/πήγε στη βρύση/στην πηγή, αλλά δεν ήπιε νερό βλ. βρύση, έχασε τα νερά του βλ. χάνω, ήπιε το αμίλητο νερό βλ. αμίλητος, θολώνω τα νερά βλ. θολώνω, ίσα βάρκα, ίσα νερά βλ. ίσος, κάνω μια τρύπα στο νερό βλ. τρύπα, κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) βλ. κολυμπώ, κουβαλάει νερό στον μύλο κάποιου βλ. κουβαλώ, κύλησε/θα κυλήσει πολύ νερό στο/στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό βλ. πνίγω, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι βλ. τουλούμι, σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό βλ. ψάρι, σε ρηχά νερά/στα ρηχά βλ. ρηχός, σηκώνει (πολύ) νερό βλ. σηκώνω, στα βαθιά/στα (/σε) βαθιά νερά βλ. βαθύς, το αίμα νερό δεν γίνεται βλ. αίμα, το νερό της λησμονιάς/λήθης βλ. λησμονιά, του γλυκού νερού βλ. γλυκός, ψαρεύω σε θολά νερά βλ. θολός [< μεσν. νερό(ν) < μτγν. νηρόν (ὕδωρ) ‘φρέσκο νερό’, γαλλ. eau, αγγλ. water, γερμ. Wasser]

νοικοκυρά

νοικοκυρά νοι-κο-κυ-ρά ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) οικοκυρά 1. γυναίκα που φροντίζει το σπίτι και τις ανάγκες της οικογένειας: σύγχρονη/χρυσοχέρα ~. Υπόδειγμα ~άς. Βλ. κυρία, οικοδέσποινα. 2. (κατ' επέκτ.) αυτή που ασχολείται αποκλειστικά με τις δουλειές του σπιτιού, χωρίς να έχει άλλο επάγγελμα. 3. (κυρ. παλαιότ.) σπιτονοικοκυρά. Βλ. νοικοκύρης. ● Υποκ.: νοικοκυρούλα (η) ● ΦΡ.: η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά (παροιμ.): που φροντίζει τους άλλους, αλλά συμπεριφέρεται και αντιμετωπίζεται και ως κυρία του σπιτιού., το καλάθι της νοικοκυράς βλ. καλάθι [< μεσν. νοικοκυρά, οικοκυρά]

ούριος

ούριος, α, ο [οὔριος] ού-ρι-ος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ούριος άνεμος 1. ευνοϊκός, κυρ. για πλεύση ιστιοφόρου πλοίου: Πνέει/φυσά ~ ~. Πβ. πρίμος2. 2. (μτφ.) θετική συγκυρία ή εξέλιξη: Ούριος εμπορικός/επενδυτικός ~. Δεν πνέουν ~οι ~οι στην αγορά ακινήτων. Η νέα χρονιά ξεκίνησε με ~ο ~ο (: με καλές προοπτικές). [< 1: αρχ. οὔριος]

παθός

παθός πα-θός ουσ. (αρσ.) {κυρ. στην ονομαστ. εν.} (λαϊκό): που έπαθε κάτι δυσάρεστο, κακό. Πβ. παθών. ● ΦΡ.: ο παθός (και) μαθός (γνωμ.): όποιος παθαίνει μαθαίνει. ΣΥΝ. (το) πάθος μάθος

παιδί

παιδί παι-δί ουσ. (ουδ.) {παιδ-ιού | -ιών} 1. νεαρό άτομο από τη στιγμή της γέννησής του, και κυρ. μετά τη βρεφική ηλικία, μέχρι την εφηβεία ή/και την ενηλικίωση: ανάγωγο/άτακτο/γελαστό/δυσλεξικό/έξυπνο/ζωηρό/κακομαθημένο/μεγάλο/μικρό/ντροπαλό/ορφανό/συνεσταλμένο/υπάκουο/υπερκινητικό/χαϊδεμένο ~. Άπορα/εξαφανισμένα ~ιά. ~ιά του δημοτικού. ~ιά με αυτισμό/ειδικές ανάγκες. Σπαστικά ~ιά. Ανάπτυξη/ανατροφή/διαπαιδαγώγηση/διατροφή/δικαιώματα/κοινωνικοποίηση/η προσωπικότητα/υγεία του ~ιού. Υιοθεσία ενός ~ιού (βλ. παρα-, ψυχο-παίδι). Φεστιβάλ ~ιού. Η (Παγκόσμια) Ημέρα του ~ιού (11 Δεκεμβρίου). Θηλάζω/μεγαλώνω/ταΐζω το ~ (βλ. βρέφος, μωρό, νεογέννητο). Σχέσεις γονέων-~ιών. Ασφάλεια των ~ιών στο διαδίκτυο. Δημιουργική απασχόληση ~ιών. Συναισθηματική υποστήριξη των καρκινοπαθών ~ιών. Βιβλία/παιχνίδια για ~ιά. Βλ. παιδάκι, παιδαρέλι, παίδαρος, διαβολό-, βουτυρό-, τρελό-παιδο.|| (ειδικότ.) Έχασε το ~ (= απέβαλε). Προστασία του αγέννητου ~ιού. Πβ. έμβρυο. 2. γιος ή κόρη κάποιου· απόγονος: βιολογικό (= φυσικό) ~. Γέννησε/έφερε στον κόσμο το πρώτο της/ένα υγιέστατο ~. Πατέρας τριών ~ιών. Το αγάπησαν σαν πραγματικό τους ~ (: υιοθετημένο ~). Δεν έκανε/έχει ~ιά (= δεν τεκνοποίησε). Πβ. τέκνο. Βλ. στερνοπαίδι.|| (για ζώα) Η γάτα και τα ~ιά της (πβ. νεογνό). 3. άνθρωπος νεαρής συνήθ. ηλικίας· αγόρι (για σχέση): Είναι καλό/χρυσό ~.|| (για νεαρό άτομο εντυπωσιακά όμορφο) Τι ~ είναι αυτό! Πβ. κούκλος, παίδαρος· κούκλα, κορίτσαρος.|| Γνώρισα ένα ~. Τα έχω/τα έφτιαξα με ένα ~. 4. {συνήθ. στον πληθ.} ως οικεία προσφώνηση προς άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας: Καλώς τα ~ιά! ~ιά, ησυχία! 5. ενήλικος που παρουσιάζει στοιχεία παιδικότητας: Είναι ένα μεγάλο ~ (: αθώος, ειλικρινής, απλός, απροσποίητος). (μειωτ.) Μη γίνεσαι/μην είσαι ~ (πβ. ανώριμος, αφελής, εύπιστος)! 6. (+ γεν.) (μτφ.) γέννημα, θρέμμα· δημιούργημα: (για πρόσ.) Είναι ~ της εκκλησίας/της εποχής του/της μεταπολίτευσης.|| ~ της ανάγκης/του καπιταλισμού. Πβ. προϊόν. ΣΥΝ. τέκνο (2) 7. (σε καταστήματα, γραφεία, εστιατόρια) νεαρός υπάλληλος που εκτελεί δευτερεύουσες, βοηθητικές εργασίες: ~, να παραγγείλουμε (πβ. γκαρσόν);|| (συχνά χιουμορ.-ειρων.) ~ για όλες τις δουλειές. ● ΣΥΜΠΛ.: η ώρα του παιδιού: (συνήθ. για κατάσταση, δραστηριότητα) που δεν αντιμετωπίζεται με τη δέουσα σοβαρότητα και προσοχή: Λίγο έλειψε το μάθημα να γίνει ~ ~., κέντρο προστασίας παιδιών: ίδρυμα που παρέχει φιλοξενία, εκπαίδευση και ψυχαγωγία σε ανήλικα άτομα 3-12 ετών, τα οποία αποδεδειγμένα στερούνται οικογενειακής προστασίας. ΣΥΝ. παιδόπολη, παιδί/τέκνο του λαού (προφ.): λαϊκός άνθρωπος: γνήσιο ~ ~. [< γαλλ. enfant du peuple] , παιδιά των φαναριών: αυτά που επαιτούν, πουλούν ή προσφέρουν κάποια υπηρεσία σε οδηγούς οχημάτων που έχουν σταματήσει σε φανάρια: τα ξυπόλυτα ~ ~., προβληματικό παιδί: με κινητικά ή/και διανοητικά προβλήματα., το τρομερό παιδί: νέος ή νέα που διακρίνεται για το μεγάλο του ταλέντο ή/και τους προκλητικούς, συχνά, νεωτερισμούς του/της: Είναι ~ ~ του κινηματογράφου/της λογοτεχνίας/της τέχνης. [< γαλλ. l'enfant terrible] , άνθρωπος/παιδί της πιάτσας βλ. πιάτσα, παιδί της μαμάς βλ. μαμά, παιδί του δρόμου βλ. δρόμος, παιδί του σωλήνα βλ. σωλήνας, παιδιά των λουλουδιών βλ. λουλούδι, παιδί-θαύμα βλ. θαύμα, παιδική κακοποίηση & κακοποίηση παιδιών βλ. κακοποίηση, προστατευόμενο μέλος/παιδί/τέκνο βλ. προστατευόμενος, σύνδρομο κακοποιημένου παιδιού βλ. σύνδρομο ● ΦΡ.: από παιδί: από την παιδική ηλικία: ~ ~ ασχολείται με τη μουσική. Πβ. παιδιόθεν., δικό μας παιδί: για κάποιον που κατάγεται από τον ίδιο με εμάς τόπο ή προέρχεται από τον ίδιο με εμάς επαγγελματικό, ιδεολογικό, πολιτικό χώρο ή με τον οποίο μας συνδέει φιλική ή άλλου είδους σχέση: Ζει τόσα χρόνια στη χώρα μας, που πλέον θεωρείται ~ ~., κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι: (ειρων.) για την αχαριστία των παιδιών προς τους γονείς., κρύβει ένα παιδί μέσα του (μτφ.): (για ενήλικο άτομο) τον χαρακτηρίζει παιδικότητα., ξαναγίνομαι παιδί (μτφ.): νιώθω και συμπεριφέρομαι σαν παιδί, κάνω πράγματα που αρμόζουν σε παιδιά., παιδί της μάνας/του πατέρα του: για αυτόν που μοιάζει ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή/και τη συμπεριφορά στη μητέρα ή τον πατέρα του αντίστοιχα., παιδί/παιδάκι μου: (οικ.-ειρων.) προσφώνηση προς άτομο κάθε ηλικίας η οποία συνήθ. δηλώνει εκνευρισμό ή ανησυχία: Σταμάτα να μιλάς συνέχεια, ρε ~! Τι έγινε, βρε/μωρέ ~; Είσαι με τα καλά σου/τι κάνεις εκεί, παιδάκι μου; Τι λες, ρε ~ ~, αλήθεια;, παιδιά, σκυλιά (χιουμορ.): η οικογένεια ή οι οικογενειακές υποχρεώσεις: Είχαν στοιβάξει στο αυτοκίνητο ~ ~ και ομπρέλες.|| ~ ~ δεν έχει., περιμένει/περιμένουν παιδί: για γυναίκα που είναι έγκυος ή για ζευγάρι που πρόκειται να αποκτήσει παιδί: Περιμένει το πρώτο της ~., πιάνω παιδί: (για γυναίκα) μένω έγκυος: Δεν μπορεί/προσπαθεί να πιάσει ~., ρίχνω το παιδί (προφ.): κάνω έκτρωση., σαν μικρό/μωρό παιδί: για ενήλικο με παιδική ή/και ανώριμη συμπεριφορά: Γελούσε/έκλαιγε/χοροπηδούσε ~ ~. Έκανε ~ ~ από τη χαρά του. Πανηγύριζαν την πρόκριση σαν ~ά ~ιά.|| Μην κάνεις ~ ~!, τα παιδιά των παιδιών μου: τα εγγόνια ή γενικότ. οι απόγονοί μου: Το έργο αυτό θα μείνει κληρονομιά στα παιδιά σας και στα ~ ~ σας., του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου (παροιμ.): για να δηλωθεί η μεγάλη αγάπη των παππούδων προς τα εγγόνια τους., των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν (παροιμ.): οι συνετοί άνθρωποι είναι προνοητικοί., αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το ταΐζει η μάνα/δεν του δίνουνε βυζί βλ. κλαίω, άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο στη ρούγα βλ. ρούγα, γαμώ τα παιδιά/τα άτομα βλ. γαμώ, κορίτσι/παιδί πράμα βλ. πράγμα, κρατάω το παιδί βλ. κρατώ, μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι βλ. τάζω, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει βλ. μάνα, παιδί-κουμπί/βιολί βλ. βιολί, παραμύθι για (μικρά) παιδιά βλ. παραμύθι, σπέρνω παιδιά βλ. σπέρνω, στη ζωή μου/της μάνας μου/των παιδιών μου βλ. ζωή, το χρυσό παιδί/κορίτσι/αγόρι βλ. χρυσός, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) βλ. ύπνος, χάνει η μάνα το παιδί (και το παιδί τη μάνα) βλ. μάνα ● βλ. παιδούλα [< μεσν. παιδίν]

πλάγιος

πλάγιος, α, ο πλά-γι-ος επίθ. {(λόγ.) -ία} 1. που έχει κλίση, με αποτέλεσμα να σχηματίζει γωνία: ~α: στάση (= πλαγιαστή). ~ο: επίπεδο/παραλληλόγραμμο.|| ~α: βολή/θέση (σώματος).|| Ξυλογραφία/χάραξη σε ~ο ξύλο. ΣΥΝ. κεκλιμένος, λοξός (1) ΑΝΤ. ίσιος (1), κατακόρυφος (1), όρθιος (1) 2. που βρίσκεται στο πλάι ή κατευθύνεται από το πλάι: ~ος: τίτλος (= πλαγιότιτλος)/φωτισμός. ~α: όψη κτιρίου (βλ. κάτοψη, πρόσοψη). ~οι: αερόσακοι (= πλευρικοί)/τοίχοι. ~α: βήματα (: προς τα αριστερά ή δεξιά). (ΑΝΑΤ.) Άνω, ~οι και κάτω κοιλιακοί μύες.|| ~α: ματιά. ~ο: βλέμμα. Βλ. λοξοκοίταγμα.|| (ΑΘΛ.) Κεφαλιά/σουτ από ~α θέση. ~ αμυντικός/επιθετικός. ΣΥΝ. παράπλευρος (1), πλαϊνός 3. (μτφ.) έμμεσος, υπαινικτικός: Προσπάθησε να μάθει με ~ο τρόπο. ΑΝΤ. ευθύς (2) 4. (μτφ.) αθέμιτος, αντικανονικός, παράνομος: ~ες: ενέργειες/μέθοδοι. Χρησιμοποίησε ~α μέσα. Δέχεται ~α επίθεση (από συναδέλφους του). Βλ. παράτυπος, υπόγειος, ύπουλος. ● Ουσ.: πλάγια (τα): οι πλευρές, το πλάι, το πλαϊνό τμήμα: στα ~ του κεφαλιού/του οχήματος/της συσκευής. Το φόρεμα έχει δύο τσέπες/μικρό σκίσιμο στα ~. Σκόραρε από τα ~. Κατευθύνθηκαν προς τα ~ του κάστρου. ● επίρρ.: πλάγια & (λόγ.) πλαγίως: ~ στο φως.|| (μτφ.) Αναφέρθηκε ~ως στο θέμα (πβ. έμμεσα, ΑΝΤ. ευθέως, στα ίσια).|| Ενεργεί/κινείται ~ως (= ύπουλα). ● ΣΥΜΠΛ.: ήχος πλάγιος (στη βυζαντινή μουσική): καθένας από τους τέσσερις τελευταίους τρόπους στη σειρά της οκταηχίας: ~ ~ α' (/του πρώτου)/β' (/του δευτέρου)/γ' (/του τρίτου ή βαρύς)/δ' (/του τετάρτου).Ύμνος που ψάλλεται σε ~ο ~ο., πλάγια γράμματα & πλάγια γραφή & πλάγια/κυρτά στοιχεία & πλάγιοι χαρακτήρες: ΤΥΠΟΓΡ. που έχουν κλίση προς τα δεξιά. ΑΝΤ. όρθια γράμματα/στοιχεία., πλάγια γραμμή: ΑΘΛ. καθεμιά από τις δύο παράλληλες γραμμές που ορίζουν τις μεγάλες πλευρές αγωνιστικού χώρου: επαναφορά της μπάλας από την ~ ~. Βλ. γραμμές τέρματος., πλάγια ερώτηση: ΓΡΑΜΜ. σε πλάγιο λόγο. ΑΝΤ. ευθεία ερώτηση, πλάγιο (άουτ) (στο ποδόσφαιρο): ΑΘΛ. το πέρασμα της μπάλας έξω από τις πλάγιες γραμμές του αγωνιστικού χώρου και η επαναφορά της: Απέκρουσε/έδιωξε την μπάλα σε ~ ~. Εκτέλεσε το ~ ~. ΣΥΝ. αράουτ, πλάγιος άνεμος: που πνέει στα πλευρά συνήθ. ενός σκάφους ή οχήματος: Επικρατούσαν/φυσούσαν ισχυροί ~οι ~οι., πλάγιος λόγος : ΓΡΑΜΜ. η μεταφορά των λόγων ενός προσώπου έμμεσα, δηλ. μέσω ενός άλλου: Π.χ. Είπε ότι θα αργήσει. ΑΝΤ. ευθύς λόγος, πλαγία μυατροφική σκλήρυνση βλ. σκλήρυνση, πλάγιες πτώσεις βλ. πτώση, πλάγιος ίππος βλ. ίππος ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου & (σπάν.) πλάγια συγγένεια: ΝΟΜ. μεταξύ προσώπων πoυ κατάγovται από τov ίδιo αvιόvτα: Έvα άτoμo είvαι συγγεvής σε ~ ~ με τov αδελφό, θείo ή ξάδερφό τoυ. ΑΝΤ. σε ευθεία γραμμή (2), διά της πλαγίας/τεθλασμένης οδού βλ. οδός, με πλάγια μέσα βλ. μέσο, σε ήχο πλάγιο βλ. ήχος [< 1,2: αρχ. πλάγιος 3,4: γαλλ. oblique]

ποτ

ποτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: (σε χαρτοπαίγνιο, κυρ. πόκα και πόκερ) το σύνολο των χρημάτων που έχουν πονταριστεί και βρίσκονται στο τραπέζι πριν από το μοίρασμα των φύλλων. [< αγγλ. pot]

πράγμα

πράγμα [πρᾶγμα] πράγ-μα ουσ. (ουδ.) {πράγμ-ατος | -ατα, -άτων} & (λαϊκό) πράμα 1. οτιδήποτε άψυχο έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις· γενικότ. οτιδήποτε υπάρχει (συγκεκριμένο ή αφηρημένο) και δεν θέλει ή δεν μπορεί κάποιος να το προσδιορίσει με ακρίβεια: Πρόσωπο, ζώο ή ~. Ελαττωματικό/καινούργιο/μεταχειρισμένο ~. (οικ.) Πρώτο/φρέσκο πράμα (= εμπόρευμα, προϊόν).|| (μειωτ.) Μην το πιείτε αυτό το ~.|| Ένα ~ δεν μπορώ να καταλάβω ... Δύσκολο ~ (το) να κρατάς τις ισορροπίες. Οι δύο έννοιες δεν σημαίνουν το ίδιο ~. Η υπεροψία είναι κακό ~. Το μόνο ~ που του ζήτησα είναι να ... Το πρώτο ~ που προσέχω σε έναν άνθρωπο είναι ... Τέτοιο ~ δεν έχω ξαναδεί. Δεν υπάρχει χειρότερο ~ από το ... Αγόρασα διάφορα ~ατα (βλ. ψώνια). Τα βασικά/στοιχειώδη ~ατα της ζωής (= αγαθά). Κάποια ~ατα δεν λέγονται. Δεν κατάλαβα/συγκράτησα και πολλά ~ατα απ' όσα είπε.|| (προφ.) Το πράμα της/του (= τα γεννητικά όργανα· πβ. απαυτά, τέτοιο). Έκρυψαν το ~ (= παράνομο εμπόρευμα, συνήθ. ναρκωτικά). Βλ. χαζόπραμα. 2. γεγονός, περιστατικό ή θέμα, ζήτημα που απασχολεί κάποιον: σημαντικό/σοβαρό ~. Η έκβαση των ~άτων. Για ποιο ~ μιλάμε; Το πρώτο/τελευταίο ~ που μου ήρθε στο μυαλό/σκέφτηκα ήταν ... Το ~ (πβ. υπόθεση) είναι πολύπλοκο/σύνθετο. Το ~ για το οποίο διαφωνούν περισσότερο είναι ... Όπως και να το πάρεις το ~, θα έπρεπε να ... Το ~ σήκωνε συζήτηση. Το ~ έχει ως εξής. Αν υπάρξει αμοιβαίο ενδιαφέρον, το ~ προχωράει κανονικά. Θα φανεί το ~. Το ~ θέλει προσοχή/σκέψη/υπομονή/ψάξιμο. Δεν βλέπεις την ουσία του ~ατος. Για την ιστορία του ~ατος, ας σημειωθεί ότι ... Μυστήρια/παράξενα/περίεργα/φοβερά ~ατα. Βλέπω/κρίνω τα ~ατα συνολικά. Είναι κρίμα, αλλά αυτά τα ~ατα συμβαίνουν. 3. {συνηθέστ. στον πληθ.} δουλειά, ασχολία, ενέργεια: Το πρώτο ~ που κάνω είναι να ... Κάνει πολλά και ενδιαφέροντα ~ατα.|| (προφ.) Είναι σοβαρά ~ατα αυτά; (= πβ. φέρσιμο, συμπεριφορά). Δεν είναι για μεγάλα ~ατα (= για σπουδαίες πράξεις, κατορθώματα). Έχει χίλια ~ατα στο μυαλό του (= πολλές έγνοιες). 4. ΝΟΜ. καθετί που έχει ο άνθρωπος στην κατοχή του· περιουσιακό στοιχείο, κτήμα: ακίνητο/κινητό ~. Κατάσχεση/μίσθωση/νομέας/χρήση του ~ατος. Φυσική εξουσία του προσώπου επί του ~ατος.πράγματα & πράματα (τα) 1. η πραγματική (πολιτική, κοινωνική ή ατομική) κατάσταση, τα δεδομένα, οι συνθήκες: εκπαιδευτικά/καλλιτεχνικά/οικονομικά/πολιτιστικά ~. Δύσκολα τα ~. Όπως βλέπω/δείχνουν τα ~, δεν μας συμφέρει να ... Τα ~ πάνε από το κακό στο χειρότερο/άσχημα/καλά/στραβά. Αγρίεψαν/άλλαξαν/βελτιώθηκαν/σοβάρεψαν/χειροτέρευσαν τα ~. Για κοίτα κάτι ~. Είδε τα ~ με άλλο μάτι. Θα φτιάξουν τα ~. Τα ~ πήραν ενδιαφέρουσα τροπή. Τα ~ ήρθαν βολικά/καλύτερα απ' ό,τι φανταζόμουν. Αντιμετωπίζω/δέχομαι/παίρνω τα ~ όπως έρχονται. Κάντε τα ~ όσο πιο απλά γίνεται. Έχει θαρραλέα στάση απέναντι στα ~. Συμμετέχει ενεργά στα ~. Τόλμησε μια βαθιά τομή στα ~. Άσε τα ~ να εξελιχθούν/κυλήσουν από μόνα τους. Ο ανασχηματισμός έγινε υπό την πίεση των ~άτων. 2. (+ γεν. προσώπου) προσωπικά αντικείμενα (ρούχα, παπούτσια, βιβλία, αποσκευές): Μάζεψε/πήρε/τακτοποίησε τα ~ά της/του. Άφησαν/έχασαν/ξέχασαν τα ~ά τους στο αεροδρόμιο. Βλ. μικρο~, ψιλο~. ● Υποκ.: πραγματάκι & πραματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσια πράγματα: οι υποθέσεις, τα ζητήματα που αφορούν όλους τους πολίτες: Ασχολούμαι με τα ~ ~. Συμμετοχή των νέων στα ~ ~. Πβ. κοινά. Βλ. πολιτικά. [< γαλλ. la chose publique] , πράγμα καθ' εαυτό: ΦΙΛΟΣ. (στην καντιανή φιλοσοφία) η πραγματικότητα που υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα. [< γερμ. das Ding an sich] , εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή βλ. επιτροπή, νέα τάξη (πραγμάτων) βλ. τάξη ● ΦΡ.: άλλο πρά(γ)μα! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι μοναδικό ή αξιοσημείωτο: Μια παράσταση ~ ~! ~ ~ ο καθαρός αέρας! Μου έφτιαξε ένα φαΐ, ~ ~!, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι διαφορετικό από κάτι άλλο: ~ ο ενθουσιασμός ~ η αγάπη., ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: ας ακολουθήσουμε τη χρονική ή λογική αλληλουχία: ~ ~: πρώτο ..., δεύτερο ..., τρίτο ..., βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι: αντιμετωπίζω ρεαλιστικά την πραγματικότητα., δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα & λίγο/μικρό πράγμα το έχεις & λίγο/μικρό πράγμα είναι να ... (εμφατ.): για να τονιστεί η σημασία ορισμένης κατάστασης: Τουλάχιστον είναι υγιής, δεν είναι και λίγο ~. Έχει δική του δουλειά, λίγο (πράγμα) το έχεις αυτό; Δεν είναι (και) λίγο/μικρό πράγμα (= είναι σημαντικό, σπουδαίο) να είσαι πρωταθλητής. Λίγο/μικρό πράγμα είναι να έχεις φίλους στις δύσκολες στιγμές;, δεν λέει/λένε (και) πολλά πράγματα (προφ.) 1. δεν είναι σημαντικός, δεν αξίζει: Το έργο του δεν λέει ~. 2. (+ για) δεν παρέχει ασφαλή, πλήρη στοιχεία: Οι επιμέρους δείκτες δεν λένε ~ για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης., είμαι/έρχομαι στα πράγματα: ανεβαίνω στην εξουσία, έχω ηγετική θέση: Ποιο κόμμα είναι στα ~; Όταν ήρθε στα ~, αντιμετώπισε πολλά προβλήματα., (ως) εκ των πραγμάτων (λόγ.): (όπως προκύπτει) από τα γεγονότα, από την πραγματικότητα: Ο υπουργός υποχρεώθηκε ~ ~ να προχωρήσει σε δηλώσεις. Τίθεται ~ ~ ζήτημα αναδιάταξης της οικονομίας., εν τοις πράγμασι (αρχαιοπρ.): στην πράξη., έξω από τα πράγματα: χωρίς ενημέρωση και εκτός δράσης: Βρίσκομαι/είμαι/μένω ~ ~., έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του: τον απασχολούν άλλες σκέψεις, έγνοιες: Πήγα να του μιλήσω, αλλά ~ ~., κορίτσι/παιδί πράμα (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί η παιδική ηλικία ή αθωότητα, που δεν συνάδει με ορισμένη πράξη ή συμπεριφορά: Ξημεροβραδιάζεται ~ ~ σε ύποπτα μαγαζιά., μέσα στα πράγματα & στα πράγματα 1. για πρόσωπο ενεργό σε έναν τομέα, ενημερωμένο ή/και σε θέση-κλειδί: Βρίσκεται/είναι ~ ~ (: στην πρώτη γραμμή). 2. για κάποιον που είναι στη μόδα. Πβ. ιν, τρέντι., πολύ πρά(γ)μα (προφ.): για να δηλωθεί πληθώρα, αφθονία: Αν ψάξεις, θα βρεις ~ ~., πού τέτοιο πρά(γ)μα! (προφ.): για κάτι που δεν έχει συμβεί ή δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Θα πας διακοπές; Μπα, ~ ~. Πβ. πού τέτοια τύχη!, πρά(γ)μα που σαλεύει (μτφ.-προφ.): λέγεται για φρέσκο ψάρι και καταχρ. για πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα., πράγμα που/το οποίο ... (εισάγει αναφορική πρόταση): γεγονός, ζήτημα που: Η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί, ~ ~ σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει καμία αλλαγή., πώς είναι/πάνε τα πράγματα; (προφ.): ποια είναι η κατάσταση, η εξέλιξη των πραγμάτων;: -~ ~ στη δουλειά/στο εξωτερικό/στο σπίτι; -Καλά/μια χαρά/όπως τα ξέρεις., σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! (προφ.-συνήθ. ειρων.): για κάτι που δεν είναι τόσο σημαντικό ή δύσκολο όσο το παρουσιάζουν: Σε χαιρέτησε ο πρόεδρος; ~ ~! ~ ~, και τι έγινε; ΣΥΝ. σιγά/σπουδαία τα λάχανα!, τι πρά(γ)μα (εμφατ., σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις): τι: ~ ~ είναι αυτό; Για ~ ~ πρόκειται ακριβώς; Δεν καταλαβαίνω για ~ ~ μιλάς. Σε ~ ~ αναφέρεσαι; Τι πράμα είσαι συ (= τι είδους άνθρωπος);|| (ως έκφρ. έκπληξης) -Θα μετακομίσω στο εξωτερικό. -~ ~ (: τι έκανε λέει);, τι πρά(γ)μα είναι αυτό & τι πρά(γ)μα κι αυτό (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: ~ ~ με τον καιρό! Όλο βρέχει! Μα ~ ~ να μην μπορεί να συγκρατηθεί!, τι πρά(γ)ματα είναι αυτά (προφ.): ως έκφραση έντονης αποδοκιμασίας για συγκεκριμένη ενέργεια ή συμπεριφορά: ~ ~; Ντροπή! Μα είσαι σοβαρός; ~ ~ που λες;, (πράγματα) εκτός συναλλαγής βλ. συναλλαγή, άκου πράγματα! βλ. ακούω, βάζω τα πράγματα στη θέση τους βλ. θέση, ζορίζουν/στενεύουν τα πράγματα βλ. ζορίζω, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) βλ. καιρός, κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του βλ. ώρα, καιρός παντί πράγματι βλ. καιρός, καλώς εχόντων των πραγμάτων βλ. καλώς, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, νοικοκυρεμένα πρά(γ)ματα βλ. νοικοκυρεύω, ντροπής πρά(γ)ματα! βλ. ντροπή, ξηγημένα πρά(γ)ματα βλ. ξηγημένος, όνομα και πρά(γ)μα βλ. όνομα, όπως και/κι αν έχει το πράγμα ... βλ. αν, ούτως εχόντων των πραγμάτων βλ. ούτω(ς), πάω τα πράγματα βλ. πηγαίνω & πάω, πράματα και θάματα/θαύματα βλ. θάμα, πρόσωπα και πράγματα βλ. πρόσωπο, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); βλ. βλέπω, σκούρα/ζόρικα τα πράγματα βλ. σκούρος, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, τζάμπα πράμα βλ. τζάμπα, τίμια/δίκαια πράγματα! βλ. τίμιος, το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας βλ. υπόθεση, το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος βλ. γελοίος, το καλό πρά(γ)μα αργεί να γίνει βλ. αργώ, το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα βλ. αλλάζω, το πράγμα μιλάει (από) μόνο του βλ. μιλώ [< αρχ. πρᾶγμα, μεσν. πράμα, γαλλ. chose(s), γερμ. Ding]

ριπή

ριπή [ῥιπή] ρι-πή ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) σύνολο ταυτόχρονων ή διαδοχικών πυροβολισμών: ~ές αυτόματου (όπλου)/πολυβόλου. ~ από σφαίρες. Απανωτές/εκκωφαντικές ~ές. Πβ. τουφεκιά. 2. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. (σπάν.) ταχύτητα με την οποία γίνονται συνεχόμενες λήψεις φωτογραφικής μηχανής ή εκτελούνται ορισμένες λειτουργίες σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: διάστημα/ρυθμός ~ής. ● ΣΥΜΠΛ.: ριπή (του) ανέμου: ΜΕΤΕΩΡ. ρεύμα αέρα που κινείται απότομα και γρήγορα. [< γαλλ. rafale] ● ΦΡ.: εν ριπή οφθαλμού (ΚΔ): ταχύτατα, αστραπιαία: Τα εισιτήρια του αγώνα/της πρεμιέρας εξαντλήθηκαν ~ ~. Πβ. αμέσως., βολή κατά ριπάς βλ. βολή1 [< αρχ. ῥιπή ‘φόρα, ορμή’]

σφίγγω

σφίγγω σφίγ-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έσφι-ξα, σφί-ξει, -χτηκα, -χτεί, -γμένος, σφίγγ-οντας} 1. κρατώ, πιάνω ή αγκαλιάζω με δύναμη: ~ξε τα παιδιά στην αγκαλιά της. Μου ~ξε τον λαιμό και κόντεψε να με πνίξει. 2. τραβώ ή στρίβω κάτι, για να δεθεί ή να βιδώσει καλά αντίστοιχα: ~ τη θηλιά/τον κόμπο/τα κορδόνια. ~ξε γερά το σχοινί της βάρκας. ΑΝΤ. λύνω.|| ~ τη βίδα/τη βρύση/το παξιμάδι (ΑΝΤ. ξεβιδώνω). ΑΝΤ. λασκάρω (1), ξεσφίγγω, χαλαρώνω (2) 3. γίνομαι σφριγηλός: Με τη γυμναστική/το μασάζ έχω ~ξει. Με αυτές τις ασκήσεις ~ει το σώμα. Πβ. συ~.σφίγγει 1. γίνεται πηχτός, πυκνός, στερεός: ~ το τσιμέντο. Ανακατεύουμε τη σάλτσα, μέχρι να ~ξει. 2. (συνήθ. για ρούχα) πιέζει, στενεύει: Τον ~ η ζώνη/το παντελόνι του. Με ~ουν τα παπούτσια. 3. (μτφ.) (για δυσάρεστη ή ανεπιθύμητη κατάσταση) εντείνεται, επιτείνεται: ~ ο κλοιός (της ύφεσης). ~ουν οι έλεγχοι/τα πράγματα. ● Παθ.: σφίγγομαι 1. πιέζομαι: Το μωρό ~εται, για να ενεργηθεί.|| (μτφ.) ~εται η καρδιά μου (= ραγίζει, στενοχωριέμαι) με το κατάντημά του. 2. (μτφ.) συγκρατούμαι: ~χτηκα, για να μη μιλήσω. ● ΦΡ.: και πού να σφίξουν/να πιάσουν οι ζέστες! (ειρων.): σε περιπτώσεις που η συμπεριφορά κάποιου φαίνεται γελοία, παράλογη, αλλοπρόσαλλη: Τι ρούχα είναι αυτά που φοράει! ~ ~!, σφίγγω τη γροθιά & τις γροθιές: κλείνω την παλάμη με δύναμη: Οι αντίπαλοι έσφιξαν τις γροθιές, έτοιμοι να παλέψουν.|| (σε ένδειξη αποφασιστικότητας, διαμαρτυρίας, ενθουσιασμού) Έσφιγγε τις γροθιές του θυμωμένος., σφίγγω το ζωνάρι (μου) (προφ.): ελαττώνω τα έξοδά μου, κάνω οικονομία· κατ' επεκτ. περιορίζομαι ή ζορίζομαι: Θα σφίξουμε τα ζωνάρια μας και θα τον βγάλουμε τον μήνα. Ανεβαίνει η τιμή του πετρελαίου και σφίγγουν τα ζωνάρια., σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη: προσπαθώ να κρύψω έντονα αρνητικά συναισθήματα., σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια: κάνω χειραψία με κάποιον, κυρ. ως χειρονομία φιλίας ή σύναψης συμφωνίας: Μου έσφιξε θερμά το χέρι.|| Οι αντιμαχόμενες πλευρές/οι αντίπαλοι έσφιξαν τα χέρια. Πβ. δίνω τα χέρια., κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, σφίγγουν οι κώλοι βλ. κώλος, σφίγγουν/πλακώνουν/πιάνουν οι ζέστες/τα κρύα βλ. ζέστη, σφίγγω/τραβώ/μαζεύω τα λουριά βλ. λουρί [< αρχ. σφίγγω]

τούρλα

τούρλα τούρ-λα ουσ. (θηλ.) {άκλ.} (λαϊκό): για κάτι που έχει σφαιρικό σχήμα και συχνά μυτερή απόληξη ή προεξοχή: ~ του βουνού (: μικρό ύψωμα, κορυφή). Κυρ. στις ● ΦΡ.: ζαμανφού και πάνω/κι απάνω τούρλα (εμφατ.-αργκό): για κάποιον παντελώς αδιάφορο σχετικά με μια κατάσταση: Είναι ~ ~. ΣΥΝ. σκασίλα μου/είχα μια σκασίλα, με την κοιλιά τούρλα (προφ.): για γυναίκα σε προχωρημένη εγκυμοσύνη., μέσα στην τούρλα (προφ.): σε κατάσταση αναστάτωσης, βιασύνης: ~ ~ των εκλογών/του καλοκαιριού., την κάνω τούρλα: τρώω υπερβολική ποσότητα φαγητού: Στο τραπέζι του γάμου την κάναμε ~., (μέσα/πάνω) στην τούρλα του Σαββάτου βλ. Σάββατο [< μεσν. τούρλα]

τυχερός

τυχερός, ή, ό τυ-χε-ρός επίθ. 1. που ευνοείται από την τύχη: ~ή: ακροάτρια (: σε κλήρωση ραδιοφωνικού σταθμού). ~ό: κορίτσι. ~οί: παίκτες. Είναι ~ στον έρωτα/στη ζωή/στα χαρτιά. Είμαι/νιώθω/στάθηκα πολύ ~ή. Είμαι ~ που με εμπιστεύτηκε.|| (ως ουσ.) O ~ της βασιλόπιτας/της κλήρωσης. Ο ~ της χρονιάς (: αυτός που κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου). Μεγάλη ~ή του διαγωνισμού αναδείχθηκε η ... Ο μοναδικός ~ που κέρδισε ... ευρώ στο Τζόκερ. Βλ. υπερ~. ΣΥΝ. καλότυχος ΑΝΤ. άμοιρος (1), ατυχής (4), άτυχος (1), κακότυχος 2. που πιστεύεται ότι φέρνει τύχη: ~ός: αριθμός. ~ή: ημέρα (: σε αστρολογικές προβλέψεις)/πέτρα/χρονιά. ~ό: αστέρι/νόμισμα/χρώμα.|| ~ός: λαχνός/συνδυασμός. ~ό: δελτίο. ΣΥΝ. γούρικος. ΑΝΤ. γρουσούζικος.|| (για πρόσ.) ~ός: άνθρωπος (= γουρλής. ΑΝΤ. γρουσούζης). 3. που εξαρτάται από την τύχη ή τις συμπτώσεις: ~ό: γκολ/καλάθι. Πβ. τυχαίος. ΑΝΤ. περίτεχνος.|| ~ός: γάμος. Βλ. -ερός. ● Υποκ.: τυχερούλης , α, ικο ● ΣΥΜΠΛ.: τυχερά παιχνίδια βλ. παιχνίδι ● ΦΡ.: τυχερός (μέσα) στην ατυχία του & (λόγ.) εν τη ατυχία του: για ευχάριστη πτυχή σε μια γενικά δυσάρεστη κατάσταση: Ήμουν τυχερή ~ ~ μου: μου έκλεψαν το πορτοφόλι, μα ήταν άδειο., τελευταίος και τυχερός βλ. τελευταίος [< μεσν. τυχερός]

τύχη

τύχη τύ-χη ουσ. (θηλ.) 1. σύμπτωση ευνοϊκών καταστάσεων: Με λίγη ~ θα κερδίσουμε. Η ~ του βρίσκεται στα χέρια (+γεν.) … Δεν είχε ~ στη ζωή του. Είναι ζήτημα ~ης αν θα τα καταφέρει.|| (στα τυχερά παιχνίδια:) Έχει μεγάλη ~ σήμερα (πβ. φάρδος, ΑΝΤ. γκίνια).|| (ως ευχή:) Καλή ~! Πβ. καλοτυχία. ΑΝΤ. ατυχία (1), γκαντεμιά, κακοτυχία 2. οτιδήποτε καθορίζει θετικά ή αρνητικά την εξέλιξη γεγονότων, χωρίς να έχει προβλεφθεί· μοίρα, πεπρωμένο: Έτσι τα έφερε/τα ΄φερε η ~. Αναζήτησε καλύτερη ~ στο εξωτερικό. Η ~ ευνοεί τους τολμηρούς. Τον εγκατέλειψε η ~ του. Πβ. γραφτό, ειμαρμένη, ριζικό. ΣΥΝ. τυχερό (1) 3. ό,τι σχετίζεται με το μέλλον ή τη μετέπειτα εξέλιξη κάποιου: οι ~ες των ανθρώπινων κοινωνιών. Εντείνεται η ανησυχία για την ~ των αμάχων. Συγκεχυμένες είναι οι πληροφορίες για την ~ των αγνοουμένων.|| (για πράγμα) Αγνοείται η ~ των έργων τέχνης που εκλάπησαν. ● ΣΥΜΠΛ.: ο τροχός της τύχης βλ. τροχός, πείραμα τύχης βλ. πείραμα ● ΦΡ.: από (καθαρή) τύχη: χάρη σε τυχαίο γεγονός ή ευνοϊκή συγκυρία: ~ ~ δεν υπήρξαν θύματα. Επέζησε/σώθηκε ~ ~. Πβ. ως εκ θαύματος., αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του: δεν νοιάζομαι για κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ πλήρως για αυτό(ν): Είχε αφήσει/εγκαταλείψει/παρατήσει ~ του τον άρρωστο πατέρα της. Πβ. αφήνω κάποιον στη δυστυχία του., για καλή/για κακή μου τύχη: (σε αφήγηση) ευτυχώς/δυστυχώς για μένα: Για καλή ~, είχα εξαιρετικούς καθηγητές. Για κακή ~ με έκλεψαν., δεν έχει τύχη: δεν πρόκειται να πετύχει καλά αποτελέσματα, να έχει θετική κατάληξη: Η ομάδα ~ ~ στον τελικό. Με τόσο συντηρητικές απόψεις δεν ~εις ~., δοκιμάζω την τύχη μου: ριψοκινδυνεύω: Δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, αλλά θα ~σει ~ του., έχω την τύχη με το μέρος μου: έχω την εύνοια της τύχης, είμαι καλότυχος: Όλα καλά του πάνε, έχει ~ ~ του!, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει: αποδεικνύομαι τυχερός: Τόσα χρόνια ζούσε με μεροκάματα, αλλά του χαμογέλασε η τύχη και κέρδισε το λαχείο., η τύχη μού γυρίζει την πλάτη: είμαι κακότυχος: Ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά η τύχη τού γύρισε ~. Η τύχη γύρισε την πλάτη στην ομάδα., κάνω/βρίσκω την τύχη μου: μου τυχαίνει κάτι καλό και πετυχαίνω, πλουτίζω: Έκανε/βρήκε ~ του στο εξωτερικό., κατά τύχη: τυχαία, συμπτωματικά: Βρέθηκε στην περιοχή ~ ~., κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο (γνωμ.): όλοι μπορεί να βρεθούν στην ίδια θέση, καθώς η έκβαση των πραγμάτων δεν μπορεί να προκαθοριστεί., κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου: καθορίζω, κατευθύνω τη ζωή του., πού τέτοια τύχη! & (σπάν.) χάρη: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν μπορεί να γίνει, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Ήλπιζα ότι θα έβρισκα εισιτήρια, αλλά ~ ~! -Ήρθε; -Μπα! ~ ~! Πβ. πού τέτοιο πρά(γ)μα!, στην τύχη: χωρίς πλάνο, όπως να ’ναι: Αγοράζει/διαλέγει/επιλέγει ~ ~. ΣΥΝ. απλώς/εική και ως έτυχε, στα κουτουρού, στα τυφλά (1), την τύχη/το κέρατό μου μέσα (αργκό-υβριστ.): για να δηλωθεί έντονη αγανάκτηση., τύχη αγαθή [τύχῃ ἀγαθῇ] (λόγ.): κατά καλή τύχη: ~ ~ (: ευτυχώς) αποφεύχθηκε το μοιραίο.|| (επίσ.) ~ ~ έδοξε τη Ακαδημία Αθηνών ..., ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου βλ. ακολουθώ, αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω, ανοίγει η τύχη μου βλ. ανοίγω, αφήνω (κάτι) στην τύχη βλ. αφήνω, γαμώ την τύχη/το φελέκι μου βλ. φελέκι, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου βλ. άξιος, ειρωνεία της τύχης βλ. ειρωνεία, ένωσαν τις τύχες τους βλ. ενώνω, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η τύχη του πρωτάρη βλ. πρωτάρης, πρωτάρα, κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει βλ. κοιμάμαι, μίλησε με την τύχη (του) βλ. μιλώ, τύχη βουνό βλ. βουνό [< 1,2: αρχ. τύχη 3: γαλλ. sort]

φύσημα

φύσημα φύ-ση-μα ουσ. (ουδ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φυσώ: δυνατό ~. ~ της μύτης/τρομπέτας. Μορφοποίηση γυαλιού με ~ (βλ. φυσητός). Έσβησε το κερί μ' ένα ~.|| Το ~ του βοριά. Πβ. πνοή.|| Ακούγεται ένα ~ από το μηχάνημα. 2. ΙΑΤΡ. ασυνήθιστος ήχος που γίνεται αντιληπτός με το στηθοσκόπιο: αθώο/διαστολικό/καρδιακό/παθολογικό/συστολικό ~. Βλ. ακροαστικά. ● ΦΡ.: με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) (μτφ.): με τις πρώτες δυσκολίες: Ευκαιριακή λύση που καταρρέει ~ ~., δίνω/τρώω φύσημα βλ. δίνω [< 1: αρχ. φύσημα 2: γαλλ. souffle]

χαρά

χαρά χα-ρά ουσ. (θηλ.) 1. έντονα θετικό συναίσθημα που συνιστά έκφραση ευτυχίας και προκαλείται από την εκπλήρωση στόχου ή επιθυμίας: εσωτερική ~. ~ και αισιοδοξία/ικανοποίηση/περηφάνια/συγκίνηση. Η ~ της δημιουργίας/του έρωτα/της ζωής/της νίκης/του παιχνιδιού. Χαμόγελα ~άς. Με ιδιαίτερη/περισσή ~. Τρελός από ~. Γέλια και ~ές. Η ~ μου δεν περιγράφεται/είναι απερίγραπτη. Είναι όλο ~. Δάκρυσε/έκλαψε/λάμπει από ~. Τα λόγια σου μου δίνουν μεγάλη ~ (= με κάνουν πολύ χαρούμενο). Χρόνια πολλά με υγεία και ~! (σε λόγο:) Έχω τη ~ και την τιμή να ... Είναι ~ μου που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας. Πβ. ευχαρίστηση. Βλ. ενθουσιασμός. ΑΝΤ. θλίψη (1), λύπη (1), στενοχώρια 2. (συνεκδ.) οτιδήποτε προκαλεί το αντίστοιχο συναίσθημα· χαρούμενο συμβάν: απλές/καθημερινές/οικογενειακές ~ές. Ο ερχομός του ήταν (μια) ανέλπιστη/απροσδόκητη ~. Έχουμε διπλή ~ στο σπίτι: γάμο και γεννητούρια. Απολαμβάνω/γεύομαι τις μικρές ~ές (= μικροχαρές) της ζωής. Περάσαμε ~ές και λύπες. ● Υποκ.: χαρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: παιδική χαρά: υπαίθριος χώρος ψυχαγωγίας για παιδιά, στον οποίο υπάρχουν διάφορα παιχνίδια (κούνιες, τραμπάλα, τσουλήθρα): η ~ ~ της γειτονιάς. Βλ. λούνα παρκ, παιδότοπος, πάρκο.|| (μτφ.) Η άμυνα της ομάδας θυμίζει ~ ~., τσάρτερ της χαράς βλ. τσάρτερ, χαράς ευαγγέλια βλ. ευαγγέλιο ● ΦΡ.: γεια χαρά (προφ.) & (λαϊκό) γεια χαραντάν: ως φιλικός χαιρετισμός: ~ ~, παιδιά! ~ ~ σ' όλους! Γεια (σου) και χαρά σου!, η χαρά του ... (προφ.-συχνά ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον, έχει σε μεγάλο βαθμό στοιχεία που τον ικανοποιούν: Αυτοκίνητα, ~ ~ των ανδρών. Το δωμάτιό της είναι ~ ~ παιδιού (: γεμάτο παιχνίδια). Πόλη που είναι ~ ~ αρχιτέκτονα., κάνω χαρά/χαρές/χαρούλες: εξωτερικεύω τη χαρά μου: Έκανε μεγάλη χαρά που μας είδε. Μας έκανε (πολλές) χαρές/χαρούλες (: μας υποδέχτηκε θερμά).|| Το τι χαρές έκανε με τα δώρα της, δεν λέγεται!|| Ε, ρε χαρές (= γλέντια) που έχουμε να κάνουμε!, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά & (σπάν.) σαν την καλή χαρά (προφ.): πολύ χαρούμενος, κεφάτος: Είναι πάντα/ξύπνησε ~ ~., μετά χαράς (λόγ.): ευχαρίστως, πρόθυμα: Δέχομαι ~ ~., μια χαρά (προφ.): πολύ καλά, ωραία: -Πώς είσαι; -~ ~! Όλα πάνε ~ ~. ~ ~ τα κατάφερες/σε βλέπω. Τα βρήκαν ~ ~ μεταξύ τους. ~ ~ (= με τον καλύτερο δυνατό τρόπο) τη χειρίστηκε την υπόθεση.|| (ειρων.) ~ ~ θα ζήσεις και χωρίς εμένα.|| Γιατί τι έχει; ~ ~ παιδί είναι (: πολύ καλό).|| Θα μπορούσε ~ ~ (= κάλλιστα) να αδιαφορήσει, αλλά δεν το 'κανε., μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά (παροιμ.): η χαρά γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όταν τη μοιραζόμαστε με κάποιον. Βλ. μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη., πετώ/πηδώ απ' τη χαρά μου/από χαρά (μτφ.-επιτατ.): είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, πανευτυχής: Πέταξε ~ ~, όταν έμαθε ότι ...|| -Χαίρεσαι; -Ε, δεν πετώ κι ~ μου (= δεν τρελαίνομαι κιόλας). Κανονικά, θα 'πρεπε να ~άς από χαρά., στις χαρές/στη χαρά σου! (ευχετ., συνήθ. ως πρόποση): και στα δικά σου!: Άντε, και ~ ~! ~ ~ σας οι λεύτεροι!, χαρά θεού (προφ.): όμορφος καιρός, λιακάδα· κατ' επέκτ. για κάτι πολύ όμορφο, ευχάριστο: ~ ~ σήμερα! Είναι/έχει ~ ~ έξω, πάμε βόλτα;|| ~ ~ η φύση!, χαρά μου: οικεία προσφώνηση: Ό,τι θέλεις, ~ ~!, χαρά σ' αυτόν/σ' εκείνον/στον ... που ... (προφ.-συνήθ. ειρων.): έχει κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένος αυτός που ...: Χαρά στον άντρα που θα την πάρει!, χαρά στο κουράγιο/στην υπομονή σου (προφ.): απορώ πώς αντέχεις: ~ ~ που περίμενες τόσες ώρες/τον ανέχεσαι!, (την) κάνει (μια χαρά) τη δουλειά/(τη δουλίτσα) του βλ. δουλειά, γιορτές/χαρές και πανηγύρια βλ. γιορτή, εργασία και χαρά! βλ. εργασία, η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) βλ. τιμή, με γεια σου, με χαρά σου βλ. γεια, μια χαρά και δυο τρομάρες βλ. τρομάρα, σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη βλ. Κυριακή, χαρά και αγαλλίαση βλ. αγαλλίαση [< αρχ. χαρά]

χέζω

χέζω χέ-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έχε-σα, χέ-σει, -στηκα, -στεί, χέζ-οντας, χε-σμένος} (προφ.) 1. αφοδεύω. Πβ. αποπατώ, ενεργούμαι, κάνω την ανάγκη μου. 2. (υβριστ.) βρίζω χυδαία, προσβάλλω: Μη σε ~σω! Θα ~στούμε (= τσακωθούμε), αν το ξανακάνεις! Πβ. ξε~. 3. (εμφατ.) για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται σε μεγάλο βαθμό: ~στηκε απ' τον φόβο (= φοβήθηκε πολύ, τα 'κανε πάνω του)/τη χαρά του.|| ~στήκαμε στα γέλια (= ξεκαρδιστήκαμε). Πβ. κατουριέμαι. 4. ευτελίζω, απαξιώνω: Την έχει ~σει (= ξεφτιλίσει) εντελώς την κουβέντα.|| Να τις ~σω (= βράσω) τέτοιες διακοπές, δεν μου χρειάζονται.χέστηκα (αργκό): αδιαφορώ παντελώς, δεν με νοιάζει: Κάνε ό,τι θες! ~! ~ αν θα με πάρει τηλέφωνο. Προσωπικά, ~ για το τι λένε οι άλλοι (: ποσώς με ενδιαφέρει/σκασίλα μου). ● ΦΡ.: (εμένα) να με χέσεις! (προφ.): για κάτι αδύνατο, απίθανο: Αν βγάλεις άκρη/αν με ξαναδείς, ~ ~!, δεν/να πά(ει) να χεστεί! (προφ.): δηλωτικό αγανάκτησης ή θυμού: ~ ~ κι αυτός!, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε & είπαν της γριάς να χέσει κι αυτή ξεκωλιάστηκε (παροιμ.): για κάποιον που χρησιμοποιεί αλόγιστα κάτι που του παραχωρήθηκε ή κάνει σε υπερβολικό βαθμό κάτι που του είπαν ή τον άφησαν να κάνει., έχω κάποιον χεσμένο (αργκό-υβριστ.): τον περιφρονώ τελείως, δεν τον υπολογίζω: Τους έχει όλους ~ους κανονικά (= γραμμένους στα παλιά του τα παπούτσια)., μη χέ(σω) (τώρα) (προφ.): δηλωτικό αμφισβήτησης ή περιφρόνησης: Το παίζει και σπουδαίος! ~ ~! Η (~ ~) όμορφη παρουσιάστρια ..., όποιος χέζει/κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στ' αλάτι (παροιμ.): οι κακές πράξεις μακροπρόθεσμα έχουν αρνητικές συνέπειες σε αυτούς που τις κάνουν., χέσ' τον/γάμα τον (αργκό): παράτησέ τον, άφησέ τον: ~ ~ (= άσ' τον), αφού δεν θέλει να έρθει., χέσε μέσα! (αργκό): για να δηλωθεί απαξίωση, απογοήτευση ή απαισιοδοξία: ~ ~! Έφαγα πρόστιμο! Η κατάσταση είναι ~ ~ (= χάλια, σκατά)! , χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί πλήρης αδιαφορία για κάτι επουσιώδες., χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι (μτφ.-προφ.): δηλωτικό περιφρόνησης, αδιαφορίας για κάτι ασήμαντο ή αναμενόμενο. ΣΥΝ. κάτι τρέχει στα γύφτικα, βρίζω/χέζω (κάποιον) πατόκορφα βλ. πατόκορφα, δεν μας γαμάς/χέζεις; βλ. γαμώ, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, έχει λερωμένη/χεσμένη τη φωλιά του βλ. φωλιά, κάτσε/χέζε ψηλά κι αγνάντευε βλ. αγναντεύω, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι [< αρχ. χέζω]

χωριό

χωριό χω-ριό ουσ. (ουδ.) 1. αγροτική οικιστική μονάδα με πληθυσμό μικρότερο της κωμόπολης· συνεκδ. οι κάτοικοί της: γραφικό/ειδυλλιακό/μεσόγειο/μικρό/ορεινό/παραδοσιακό/παραθαλάσσιο ή παραλιακό/παραμεθόριο/πεδινό ~. Αποκλεισμένα/απομακρυσμένα/απομονωμένα/αραιοκατοικημένα/δυσπρόσιτα/έρημα/ξεχασμένα/τουριστικά/φτωχικά ~ιά. Τα γύρω ~ιά. ~ μέσα στο δάσος/πνιγμένο στο πράσινο. Τα έθιμα/η εκκλησία/ο ξενώνας/η πλατεία (πβ. μεσοχώρι)/το σχολείο του ~ιού. Τα ~ιά του Νομού. ~ιά του κάμπου. Κατάγεται από ~. Γύρισε/ταξίδεψε σε πόλεις και ~ιά. Πβ. κώμη. Βλ. βλαχο-, κατσικο-, κεφαλο-, ψαρο-χώρι.|| Ξεσηκώθηκε όλο το ~. ΣΥΝ. χωριανοί, χωρικοί. 2. (ειδικότ.) ο αντίστοιχος οικισμός ως τόπος καταγωγής: το ~ του πατέρα μου. Γιορτές/διακοπές στο ~. Έφυγε απ' το ~, για να έρθει στην πρωτεύουσα (βλ. αστυφιλία). Τα αβγά είναι απ' το ~ (: αγνά, φρέσκα). Πβ. γενέτειρα, η ιδιαίτερη πατρίδα. Βλ. κοντο-, συγ-χωριανός, ομοχώριος.|| (ειρων.-μειωτ.) Είχε και στο ~ του πολυτέλειες! 3. πρότυπος οικισμός, με περιορισμένο αριθμό κατοίκων: αθλητικό/(ΟΙΚΟΛ.) αιολικό/λαογραφικό/ομογενειακό/πολιτιστικό ~. Ανέγερση/δημιουργία/ίδρυση ~ιού Τύπου. ● Υποκ.: χωριουδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακαδημαϊκό χωριό: πρότυπο κέντρο ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων, με ξενώνα και συνεδριακό εξοπλισμό., οικολογικό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικοκοινότητα., παγκόσμιο/πλανητικό χωριό: η Γη, ο κόσμος ολόκληρος ως παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Βλ. κυβερνοχώρος. [< αγγλ. global village, 1959] , Παιδικό Χωριό SOS: οικισμός που αποτελείται από δεκαπέντε έως είκοσι σπίτια, στο καθένα από τα οποία ζει οικογένεια που απαρτίζεται από παιδιά, τα οποία έχουν χάσει τους φυσικούς τους γονείς ή έχουν απομακρυνθεί από αυτούς για σοβαρούς λόγους, και από μια γυναίκα που έχει αναλάβει τον ρόλο της μητέρας. [< αγγλ. SOS Children Village, 1949] , δασικό χωριό βλ. δασικός, ηλιακό χωριό βλ. ηλιακός, ο τρελός του χωριού βλ. τρελός, ολυμπιακό χωριό βλ. ολυμπιακός ● ΦΡ.: γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) (προφ.): τσακωθήκαμε άσχημα. Πβ. μαλλιά κουβάρια., κακό χωριό τα λίγα σπίτια (παροιμ.): για να δηλωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις (κυρ. ως προς τη διατήρηση της ιδιωτικότητας ή των καλών σχέσεων) που έχει η συνύπαρξη ανθρώπων σε κλειστές κοινωνίες ή μικρούς χώρους., κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη (παροιμ.): είναι καλύτερο να έχει κάποιος την πρώτη θέση σε μικρότερο κύκλο ανθρώπων, παρά τη δεύτερη σε ευρύτερο., κάνω χωριό με κάποιον (προφ.): μπορώ να συνεννοηθώ, να συνυπάρξω: Δεν μπορεί να ~ει ~ με κανέναν., ο καλύτερος του χωριού (προφ.): για κάποιον που θεωρείται ότι υπερτερεί σε σχέση με τους υπόλοιπους. Πβ. πρώτος και καλύτερος., όνομα και μη χωριό βλ. όνομα, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος [< μεσν. χωριόν 3: αγγλ. village]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.