Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 990 εγγραφές  [0-20]


  • -άδικο (προφ.): επίθημα για την παραγωγή ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα ή γενικότ. τόπο: βενζιν~/δισκ~/κλειδαρ~/μπουγατσ~/ξενυχτ~/ποτ~/ρακ~/ραφτ~/ρολογ~/τσαγκαρ~/τσιπουρ~/τυροπιτ~/φαγ~/φαστφουντ~. Πβ. -ικο1.|| (μειωτ.) Tρελ~.|| (σπανιότ.) Γκαζ~ (= πετρελαιοφόρο).
  • -αδόρος {σπάν. στο θηλ. -αδόρα, -αδόρισσα} (λαϊκό) επίθημα που δηλώνει 1. (αρνητ.-μειωτ.) άτομο με παράνομη δραστηριότητα: κομπιν~/μιζ~/μπουκ~/σπεκουλ~/τσιλι~.|| (για κακή συνήθεια:) Tζογ~/τρακ~ (βλ. -ατζής).|| Αβαντ~ (βλ. αβανταδόρικος). 2. άνθρωπο με ιδιαίτερη ικανότητα σε κάτι: ταβλ~.|| Ατακ~/κουμαντ~. 3. επάγγελμα: γυψ~/παρκ~/πιτσ~/τορν~. 4. αντικείμενο, εργαλείο ή μηχάνημα: μαρκ~. Kοτσ~/φρεζ~.
  • -αίοι (λαϊκό): επίθημα για τον σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα, ιδιότητα, οικογένεια ή γένος: καπεταν~ (& καπετάνιοι)/μουσαφιρ~ (& μουσαφίρηδες)/νοικοκυρ~ (& νοικοκύρηδες)/νοματ~.|| (μειωτ.) Σκουπιδιαρ~.|| Κολοκοτρων~/Παπαδοπουλ~. Βλ. -αίικο.
  • -ακας & -άκας επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ατόμου: (συνήθ. μειωτ.) μεθύστ-ακας/μπεκρούλι~.|| (ως κατάλ. κύριων ονομάτων, με μεγεθυντική σημ.) (λαϊκό) Σταύρ-ακας. 2. (χαϊδευτ.-οικ.) στενή συγγενική σχέση και έχει υποκοριστική σημασία: μπαμπ-άκας (βλ. -ούλης). Βλ. -άκα.
  • -άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.
  • -άρι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από 1. απόλυτα αριθμητικά, για τον προσδιορισμό ποσότητας, αριθμού, μεγέθους, συνόλου, αξίας: ένα δωδεκ~ (= περ. δώδεκα, πβ. -αριά) κιλά.|| Πήρε δεκ~ (= δέκα)/εικοσ~ (= είκοσι) στο διαγώνισμα.|| Αγόρασε ένα δυ~/τεσσ~ (ενν. σπίτι).|| Χρησιμοποιεί δωδεκάρια (= γράμματα δώδεκα στιγμών).|| (ΑΘΛ.) Καλό δεκ~/το δεκ~ το καλό (: παίκτης με τον αριθμό δέκα).|| (στα χαρτιά:) Έχω τρία πεντάρια και έναν βαλέ.|| (σε τυχερά παιχνίδια, σύνολο σωστών προβλέψεων:) Έπιασε εξ~ στο λόττο.|| (προφ.) Κατοστ~ (= εκατό ευρώ, πβ. -άρικο). 2. ουσιαστικά, για την έκφραση υποκορισμού ή διαφοροποιημένης σημασίας: βλαστ~ (βλ. -αράκι)/δοκ~/ζευγ~/ζυμ~/κλων~/λιθ~/λυχν~/φαν~.|| Θυμ~/χαλιν~. Προσκυνητ~/συναξ~ (πβ. -άριο).|| (μειωτ.) Πάρε τα ποδάρια σου από ΄δω! 3. ρήματα, για τη δήλωση του αποτελέσματος μιας ενέργειας: απομειν~. Βλ. -άδι.
  • -αρία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει: 1. (επιτατ.) σύνολο, κυρ. προσώπων, συνήθ. με αρνητικά χαρακτηριστικά και κατ' επέκτ. την αντίστοιχη ιδιότητα: (μειωτ.) αλητ~/κουρελ~/λετσ~/μπασκλασ~.|| (γενικότ. για κατάσταση ή αντικείμενα:) Kιτσ~ (πβ. -αριό)/παλιατσ~.|| (χωρ. αρνητ. σημ.) Πιτσιρικ~.|| (μειωτ.) Κοκετ~/σνομπ~. 2. κατάστημα που προσφέρει κυρ. ποτό ή φαγητό: μπιρ~/πιτσ~. Βλ. -ερία. 3. κατασκευή ή χώρο: τζαμ~/τραπεζ~.
  • -άριο (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από ουσιαστικά: αλφαβητ~ (πβ.-άρι)/βιβλι~/δελτ~/δισκ~/πλοι~/σωλην~/ωρ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Ανθρωπ~/παιδ~ (πβ. -αρέλι).
  • -αριό (λαϊκό) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. (περιληπτ.-μειωτ.) πλήθος προσώπων: αλητ~ (πβ. -αρία)/γυφτ~/κατιν~/φοιτητ~.|| (για πράγματα ή κατάσταση:) Σκουπιδ~. Πβ. -λόι, -μάνι. 2. τόπο, (μη) στεγασμένο χώρο: καμπαν~/πλυστ~.|| Aσκητ~ (πβ. -τήριο). [παλαιότ. ορθογρ. -αρειό]
  • -άριος : επίθημα αρσενικών κυρ. ουσιαστικών που παράγονται από ουσιαστικά και δηλώνουν επάγγελμα ή ιδιότητα: αποθηκ~/βιβλιοθηκ~.|| (προφ.) Πεζικ~/πυροβολικ~/πληροφορικ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Νομικ~.|| Αρχ~.
  • -ειδής , ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
  • -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο {αρσ. -ιάρηδες} (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών που αναφέρονται σε ιδιότητα, χαρακτηριστικό: αγαθ~/γκριν~/ερωτ~/παλαβ~/παραπον~/τρελ~/φουκαρ~ (βλ. -άς)/φτην~/χαδ~.|| (συχνά μειωτ.) Κουλτουρ~. Βλ. -άρης, -άρα, -άρικο.
  • -ίας : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών για δήλωση κτήσης ή ιδιότητας: εισοδηματ~/κτηματ~. Aισθηματ~.|| Λοχ~/σμην~.|| (μειωτ.) Aμφισβητ~/αντιρρησ~/διαδοσ~/καυχηματ~/πραξικοπηματ~/ταραξ~.
  • -ιάς1 : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών για δήλωση επαγγελματικής ιδιότητας ή άλλου χαρακτηριστικού: σκαφτ~. Πβ. -ουργός.|| (μειωτ.) Γραφ~ (βλ. γραφ-έας).|| Φον~.
  • -ίκι (λαϊκό-προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν συνήθ. μειωτ. επάγγελμα ή χαρακτηριστικό, κατάσταση: δασκαλ~/υπαλληλ~.|| Τεμπελ~. Πβ. -ιλίκι. ΙΚΙ
  • -ιλίκι (λαϊκό-προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών συνήθ. με αρνητική αναφορά σε κατάσταση ή ιδιότητα: (ειρων.-μειωτ.) καθηγητ~/προεδρ~/υπουργ~.|| Καραγκιοζ~/καφρ~/παπατζ~. Πβ. -ίκι, -λίκι.|| (σπανιότ. με ουδέτερη ή θετική σημ., κυρ. λαϊκό) Κιμπαρ~/μαστορ~.
  • -ίσκος {σπανιότ. θηλ. -ίσκη} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών: κολπ-ίσκος/πυργ~. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αμφορ-ίσκος/κρατηρ~.|| (μειωτ.) Aρχηγ-ίσκος/παραγοντ~.|| (συνήθ. ειρων.) (Η) παιδ-ίσκη (βλ. -ούλα). Πβ. -άκι.|| (με απώλεια της υποκ. σημ.:) Aστερ-ίσκος.
  • -ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.
  • -ίστας {θηλ. -ίστρια κ. -ίστα} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν πρόσωπο και ειδικότ. 1. μουσικό: ακορντεον~/βιολ~/κιθαρ~/μπασ~/σαξοφων~. Πιαν~ κ. (θηλ.) πιαν-ίστρια/-ίστα. 2. άτομο με συγκεκριμένη ιδιότητα ή χαρακτηριστικό: νομπελ~. Τουρ~/χιουμορ~/χομπ~.|| (μειωτ.) Δημοσιοσχετ~/καριερ~/λομπ~. 3. επαγγελματία ή ερασιτέχνη: βολεϊμπολ~/γραφ~/πολ~. Κεραμ~ κ. (θηλ.) κεραμ-ίστρια.
  • -ίστικος , η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που είναι σχετικό ή παρεμφερές με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αγορ~/κουκλ~/παλικαρ~ (πβ. -ίσιος). Βλ. -ιάτικος.|| (συνήθ. μειωτ.) Aκαταλαβ~/γεροντ~/δασκαλ~/δημοσιοσχετ~/διανοουμεν~/δικηγορ~/εξυπνακ~/θεατριν~/κοροϊδ~/κουτσομπολ~/μεγαλ~/μπακαλ~.

-άδι

-άδι: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από επίθετα, ουσιαστικά και ρήματα: ασπρ~/γλυκ~/κοκκιν~/μαυρ~. Κροκ~/πετρ~/σκοτ~. Aπολειφ~. Bλ. -άρι.

-αίικο

-αίικο (λαϊκό-συχνά ειρων.): παραγωγικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν οικογένεια, σόι: Κολοκοτρων~. Μαζεύτηκε όλο το Παναγιωτοπουλ~.

-άκα

-άκα: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν συγγένεια για τον σχηματισμό υποκοριστικών: γιαγι~/μαμ~ (βλ. -ούλα). Βλ. -ακας.

-αλάκι

-αλάκι: υποκοριστικό επίθημα σε ουδέτερα ουσιαστικά που παράγονται από ουσιαστικά: βηχ~/βουν~/γρομπ~/μπογ~/ρουχ~/συκ~. Βλ. -άκι.

-ερία

-ερία (σπάν.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει κατάστημα που προσφέρει κυρ. ροφήματα ή φαγητό: καφετ~ (συχνότ. καφετ-έρια)/τσαγ~ (πβ. -ερί). Σπαγγετ~.

-ιάτικος

-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.

-μορφος

-μορφος, η, ο β' συνθετικό για τη δήλωση 1. ομοιότητας, κυρ. εξωτερικής: ανθρωπό-μορφος (βλ. -ειδής)/ζωό~/λεοντό~/τερατό~. 2. ιδιότητας, χαρακτηριστικού της μορφής: δύσ-μορφος/ομοιό~/πολύ~.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ερυθρό-μορφος/μελανό~ (αμφορέας).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.