Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 161 εγγραφές  [0-20]


  • αγκαλιάζω [ἀγκαλιάζω] α-γκα-λιά-ζω ρ. (μτβ.) {αγκάλια-σα, -στηκε, -σμένος, αγκαλιάζ-οντας} 1. παίρνω, βάζω, κλείνω κάποιον ή κάτι στην αγκαλιά μου: ~ τα παιδιά μου. ~ το μαξιλάρι.|| (μεσοπαθ.) ~ονται και φιλιούνται. ~ονται με πάθος/με συγκίνηση. ~στηκαν θερμά/σφιχτά. Κοιμήθηκαν/ξύπνησαν/περπατούσαν ~σμένοι. ~σμένα: ζευγάρια/παιδιά/σώματα. 2. (στο γ' πρόσ.-μτφ.) περικλείει, περιτριγυρίζει: Τα βουνά ~ουν το χωριό. Το βλέμμα/μάτι ~ει τον χώρο. Η παραλία ~εται (: περιβάλλεται) από βράχια. 3. (στο γ' πρόσ.-μτφ.) περιλαμβάνει, καλύπτει· αφορά: Πόλη που ~ει όλες τις μορφές τέχνης.|| Το οικολογικό πρόβλημα ~ει ολόκληρο τον πλανήτη. 4. στηρίζω, υποστηρίζω, βοηθώ: Οι οπαδοί της ομάδας ~ουν την προσπάθεια των παικτών. Το κοινό τον ~σε με ενθουσιασμό/θέρμη. Οι πολίτες ~σαν (: ασπάστηκαν, υιοθέτησαν) την ιδεολογία/πολιτική του. Θεσμοί που ~στηκαν (: έγιναν αποδεκτοί) από τον λαό. 5. (στο γ' πρόσ.-μτφ.) είναι ή βρίσκεται πολύ κοντά: Ομάδα που ~ει το κύπελλο (: είναι πολύ κοντά στην κατάκτησή του). ● Παθ.: αγκαλιάζομαι {στον αόρ.} (σπάν.-μτφ.-οικ.): συγκρούομαι: ~στηκαν αστυνομικοί με αναρχικούς. [< μεσν. αγκαλιάζω, γαλλ. embrasser]
  • άγω [ἄγω] ά-γω ρ. (μτβ.) {συνήθ. μεσοπαθ. ενεστ.} (επίσ.): οδηγώ, κατευθύνω: (ΦΥΣ.) Διάλυμα/δίοδος που άγει ηλεκτρικό ρεύμα.|| (για δικαστικές αποφάσεις) Το Δικαστήριο άγεται στην κρίση/στο συμπέρασμα ότι ... Βλ. αν~, δι~, εισ~, εξ~, μετ~, παρ~, περι~, προ~, προσ~, συν~. ● ΦΡ.: άγεται και φέρεται: κατευθύνεται, εξαρτάται απόλυτα ή γίνεται έρμαιο, υποχείριο κάποιου: Πολύς κόσμος ~ ~ από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. [< αρχ. ἄγω]
  • αερίζω [ἀερίζω] α-ε-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {αέρι-σα, -στηκε, -στεί, μτχ. αεριζ-όμενος, αερι-σμένος, συνηθέστ. μεσοπαθ.} 1. αφήνω κάτι εκτεθειμένο στον αέρα: ~ ρούχα/χαλιά. Σκαλίζουμε επιφανειακά το χώμα, ώστε να ~στεί (= πάρει αέρα).|| Γάντια από ~όμενο (= αεροδιαπερατό) υλικό. ~όμενα: δισκόφρενα. 2. ανανεώνω τον αέρα, κάνω εξαερισμό σε κλειστό χώρο: ~ το σπίτι. Το υπνοδωμάτιο πρέπει να ~εται καθημερινά. Καλά ~όμενη αίθουσα.|| Συστήματα κλιματισμού που ψύχουν, θερμαίνουν ή ~ουν τους χώρους. ΣΥΝ. εξαερίζω ● Παθ.: αερίζομαι 1. κάνω αέρα με κάτι, για να δροσιστώ: ~ με τη βεντάλια. 2. (ευφημ.) πέρδομαι. [< μεσν. αερίζω]
  • αεριοποιώ [ἀεριοποιῶ] α-ε-ρι-ο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {αεριοποι-εί | αεριοποί-ησε, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, συνήθ. μεσοπαθ.}: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. προκαλώ αεριοποίηση: ~ημένα: καύσιμα. Βλ. εξαερώνω, ρευστο-, στερεο-, υγρο-ποιώ. [< γαλλ. gazéifier]
  • αίρω [αἴρω] αί-ρω ρ. (μτβ.) {αόρ. ήρε, άρει, ήρ-θη, -θησαν, αρ-θεί, αίρ-οντας} (επίσ.) 1. ενεργώ έτσι ώστε κάτι να πάψει να ισχύει ή να υφίσταται: ~ουν το αδιέξοδο/την απαγόρευση/τον αποκλεισμό/την απόφαση/το άσυλο/το εμπάργκο/το εμπόδιο (= ξεπερνώ)/τις επιφυλάξεις/τις κατηγορίες/τον κίνδυνο/τα μέτρα/την ποινή/τις συνέπειες/τις υποψίες/τους φραγμούς. ~ονται οι αμφιβολίες/αντιρρήσεις. Η Βουλή ήρε την ασυλία του βουλευτή. Πρέπει να αρθούν οι μισθολογικές ανισότητες. ΣΥΝ. ακυρώνω (1), αναιρώ (2), καταργώ 2. {συνήθ. μεσοπαθ.} ανυψώνω ηθικά: Πρέπει να αρθούμε πάνω από τα προσωπικά συμφέροντα. Πβ. εξυψώνω. Βλ. εξ~. ● ΦΡ.: αίρω/σηκώνω το(ν) σταυρό του μαρτυρίου (σπάν.-μτφ.): αναλαμβάνω δύσκολο έργο και υφίσταμαι πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, βάσανα., άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει [ἆρον τὸν κράβατόν σου καὶ περιπάτει] (ΚΔ): ως προτροπή κινητοποίησης για κάποιον που αδρανεί: ~ ~· μην περιμένεις να σε βοηθήσει κάποιος άλλος., άρον-άρον [ἆρον-ἆρον] (ως επίρρ.) (ΚΔ): πολύ βιαστικά, με τη βία, με το ζόρι: Eπέστρεψε ~ ~! Τον πήραν ~ ~ και έφυγαν. Πβ. κατεπειγόντως., αίρει τις αμαρτίες βλ. αμαρτία, στέκεται στο ύψος του/στο ύψος των περιστάσεων βλ. στέκομαι [< αρχ. αἴρω ‘σηκώνω, υψώνω’ 1: γαλλ. lever 2: γαλλ. élever]
  • αιτώ [αἰτῶ] αι-τώ ρ. (μτβ.) {αιτ-είς ...| αιτ-ούμαι, αιτ-ήθηκε, αιτ-ών, -ούμενος, κυρ. μεσοπαθ.} (επίσ.): αξιώνω, ζητώ: ~ άδεια παραμονής/άσυλο/χάρη. (+αιτ.) ~ούμαι ακρόαση/αποζημίωση/σύνταξη/τριήμερη αναρρωτική άδεια. (σπάν.-λόγ.+γεν.) ~ούμαι επιδόματος/υποτροφίας/χρηματοδότησης. ~είται να του δοθεί επιχορήγηση. ~ήθηκε την παρουσία εισαγγελέων. Πβ. απ~. Βλ. παρ~. ● Μτχ.: αιτούμενος , η, ο 1. (για πρόσ.) που ζητά κάτι: ο ~ την έκδοση διαβατηρίου.|| (ως ουσ.) Ο ~ συμπληρώνει και υπογράφει την αίτηση. Φωτοτυπία ταυτότητας του ~ένου. 2. που ζητείται: ο ~ αριθμός (αντιτύπων). Η ~η επιχορήγηση. Το ~ο δάνειο/ποσό. Βλ. απ~.|| (ως ουσ.) Το ~ο δεν είναι να καταλογίσουμε ευθύνες. Η εξασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών είναι ένα διαρκές ~ο. Πβ. ζητούμενο. [< αρχ. αἰτῶ]
  • αναβαπτίζω [ἀναβαπτίζω] α-να-βα-πτί-ζω ρ. (μτβ.) {αναβάπτι-σε, αναβαπτί-σει | (συνήθ. μεσοπαθ.) αναβαπτί-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, αναβαπτιζ-όμενος} (λόγ., συνήθ. + σε): ανανεώνω, αναζωογονώ, αναγεννώ: Προσπάθεια να ~στούν οι Αγώνες (στο πραγματικό πνεύμα του Ολυμπισμού)/να ~στεί η κοινωνία στο δημοκρατικό ιδεώδες. ~όμενοι στο πνεύμα της ελευθερίας. Κίνημα ~σμένο στη λαϊκή βούληση. [< μτγν. ἀναβαπτίζω ‘ξαναβαπτίζω’]
  • αναμετρώ [ἀναμετρῶ] α-να-με-τρώ ρ. (μτβ.) {αναμετρ-άς ..., -ώντας | αναμέτρ-ησε, -ήσει, -ιέμαι (λόγ.) -ώμαι/-ούμαι, -ήθηκα, -ηθεί, συνήθ. μεσοπαθ.} & αναμετράω: υπολογίζω, λογαριάζω: ~ τις αντοχές μου/τις δυνάμεις μου/τα εμπόδια/τους κινδύνους/το κόστος των επιλογών μου. ΣΥΝ. αναλογίζομαι (1), εκτιμώ (1), σταθμίζω (1) ● Παθ.: αναμετριέμαι: συναγωνίζομαι ή παλεύω με κάποιον, έρχομαι αντιμέτωπος: ~ήθηκαν στο τρέξιμο. Οι δύο ομάδες θα ~ηθούν στον τελικό (πβ. συγκρούομαι). Έλα να ~ηθούμε! Πβ. παραβγαίνω. Βλ. ανταγωνίζομαι.|| (μτφ.) ~ιέται με τα προβλήματα και δίνει λύσεις. [< γαλλ. se mesurer] [< αρχ. ἀναμετρῶ]
  • ανασκουμπώνω [ἀνασκουμπώνω] α-να-σκου-μπώ-νω ρ. (μτβ.) {ανασκούμπω-σα, -θηκα, -μένος, συνήθ. μεσοπαθ.} (προφ.): ανασηκώνω συνήθ. την άκρη ρούχου: ~σε το παντελόνι (= ανέβασε, σήκωσε). ~θηκε και βάλθηκε να καθαρίσει το σπίτι. ● Παθ.: ανασκουμπώνομαι: ετοιμάζομαι για δράση, στρώνομαι στη δουλειά: ~θείτε να τελειώνουμε! Έχει ~θεί για τα καλά. Πβ. ενεργο-, κινητο-ποιούμαι. [< μεσν. ανασκουμπώνω]
  • ανασταίνω [ἀνασταίνω] α-να-σταί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ανάστ-ησε (λόγ.) ανέστ-ησε, αναστ-ήσει, -ήθηκε (λόγ.) ανέστη, αναστ-ηθεί, -ημένος, συνήθ. στο γ' πρόσ.} 1. ΕΚΚΛΗΣ. επαναφέρω κάποιον (ή μεσοπαθ.) επανέρχομαι στη ζωή: Ο Χριστός ανέστησε νεκρούς/σταυρώθηκε και ~ήθηκε. Ο αναστάς Κύριος. Πβ. νεκρ~. 2. (μτφ.) αναγεννώ, αναζωογονώ, τονώνω: ~ησαν ”νεκρές” γειτονιές. Πβ. αναβιώνω, ξαναζωντανεύω.|| Η αγάπη (μάς) ~ει (= ανανεώνει). 3. (σπάν.-επιτατ.) μεγαλώνω, ανατρέφω παιδιά αντιμέτωπος με μεγάλες αντιξοότητες. ● ΦΡ.: αληθώς ανέστη & αληθώς ο Κύριος: (ως απάντηση στο "Χριστός ανέστη") πράγματι αναστήθηκε (ο Χριστός)., και νεκρούς ανασταίνει & ανασταίνει και νεκρούς/πεθαμένους (μτφ.-εμφατ.): για κάτι αναζωογονητικό, εξαιρετικά ευχάριστο, τονωτικό., Χριστός ανέστη 1. χαιρετισμός μεταξύ ορθοδόξων αμέσως μετά την Ανάσταση και (κανονικά) επί σαράντα μέρες μέχρι την Ανάληψη. Βλ. αληθώς ανέστη. 2. ΕΚΚΛΗΣ. το τροπάριο της Ανάστασης και ειδικότ. η στιγμή κατά την οποία ακούγεται. [< μεσν. ανασταίνω]
  • ανασυνδυάζω [ἀνασυνδυάζω] α-να-συν-δυ-ά-ζω ρ. (μτβ.) {(σπάν.) ανασυνδύα-σε | -σμένος, συνήθ. μεσοπαθ.} 1. ΒΙΟΛ. λαμβάνω DNA από έναν οργανισμό και το εισάγω στο γενετικό υλικό ένος άλλου, με στόχο την εμφάνιση νέων ιδιοτήτων στον οργανισμό που προκύπτει: ~σμένος: ιός. ~σμένη: ορμόνη. Πβ. διασταυρώνω. 2. (επιστ.) συνδυάζω ξανά: Ο εγκέφαλος ανακαλεί εμπειρίες και τις ~ει. ● ΣΥΜΠΛ.: ανασυνδυασμένο DNA: ΒΙΟΧ. τεχνητό μόριο DNA, το οποίο προκύπτει από γενετικό ανασυνδυασμό. Βλ. γενετική μηχανική, πλασμίδιο. [< αγγλ. recombinant DNA, 1961] [< αγγλ. recombine]
  • ανεμοδέρνω [ἀνεμοδέρνω] α-νε-μο-δέρ-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {συνήθ. στον ενεστ.} (συχνά λογοτ.) 1. (αμτβ.) παλεύω με τους ανέμους: Το πλοίο ~ει.|| (μεσοπαθ.) Σκάφος/τοπίο που ~εται. (: χτυπιέται από τους ανέμους). 2. (σπάν.-μτφ.) βασανίζω, ταλαιπωρώ. Βλ. θαλασσοδέρνω. ● βλ. ανεμοδαρμένος
  • ανευρίσκω [ἀνευρίσκω] α-νευ-ρί-σκω ρ. (μτβ.) {συνήθ. μεσοπαθ. ανευρίσκομαι, ανευρέθη (κ. ανευρέθηκε), ανευρέθησαν (κ. ανευρέθηκαν), θα/να ανευρεθεί, μτχ. ανευρεθείς, -είσα, -έν} (επίσ.): βρίσκω, ύστερα από έρευνα, κάποιον ή κάτι που είχε χαθεί: ~ έγγραφα. Αντικείμενα αρχαιολογικής αξίας ανευρέθησαν στο ... Ανευρέθη νεκρός. Πβ. ανακαλύπτω. Βλ. επαν~. [< αρχ. ἀνευρίσκω]
  • ανθολογώ [ἀνθολογῶ] αν-θο-λο-γώ ρ. (μτβ.) {ανθολογ-είς, -ώντας | ανθολόγ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος}: επιλέγω κείμενα για την ποιότητα ή την αντιπροσωπευτικότητά τους: ~ησε αποσπάσματα από το έργο/τα διηγήματα του ... Πβ. σταχυολογώ, συλλέγω. Βλ. -λογώ.ανθολογείται {μεσοπαθ.}: περιλαμβάνεται σε ανθολογία ή ανθολόγιο: Στο αφιέρωμα/στον τόμο ~ούνται συνθέτες/συγγραφείς του 20ού αι. Ποιήματα που ~ούνται στα σχολικά βιβλία. [< αρχ. ἀνθολογῶ]
  • απαλλάσσω [ἀπαλλάσσω] α-παλ-λάσ-σω ρ. (μτβ.) {απάλλα-ξα (λόγ.) απήλλαξα, -χθηκα κ. -χτηκα, (λόγ. απηλλάγη), απαλλα-γεί, -γμένος, απαλλασσ-όμενος, -οντας} 1. απομακρύνω, γλιτώνω κάποιον από κάτι ανεπιθύμητο: ~ (κάποιον) από το βάρος/τον κόπο/την υποχρέωση. Πρέπει να ~γείς από το άγχος. Πβ. απελευθερώνω, λυτρώνω.|| (λόγ.) ~εται της ευθύνης (: από την ευθύνη).|| (χιουμορ.) Ήρθε η ώρα να σας ~ξω από την παρουσία μου (: να φύγω). 2. {κυρ. μεσοπαθ.} εξαιρώ κάποιον από νόμιμη ή καθολική υποχρέωση: ~όμενα: έσοδα. Τον ~ξαν από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. ~ομαι από την καταβολή φόρου/ένα μάθημα (= παίρνω απαλλαγή). ~εται για ειδικούς/ιατρικούς/οικογενειακούς/ψυχολογικούς λόγους. Πβ. αποδεσμεύω. 3. ΝΟΜ. αθωώνω: ~ (κάποιον) με βούλευμα από τις κατηγορίες. Tο δικαστήριο ~ξε τον κατηγορούμενο λόγω αμφιβολιών. ΑΝΤ. καταδικάζω (1) ● Μτχ.: απαλλαγμένος , η, ο: (για πρόσ.) ~ από τις έγνοιες.|| Λόγος ~ από υπερβολές. Χώρος ~ (: που έχει καθαριστεί) από ζιζάνια/σκόνη. ● ΦΡ.: απαλλάσσεται λόγω βλακείας (οικ.-μειωτ.): για επιεική αντιμετώπιση ατόμου που θεωρείται ανόητο: Μη θυμώνεις μαζί του! ~ ~!, απαλλάσσω/απομακρύνω κάποιον από το καθήκοντά του: απολύω, παύω κάποιον από την εργασία του: ~χθηκε ~ λόγω ανάμιξής του στο σκάνδαλο. [< αρχ. ἀπαλλάσσω, γαλλ. exempter]
  • απεμπλέκω [ἀπεμπλέκω] α-πε-μπλέ-κω ρ. (μτβ.) {απεμπλακεί, συνήθ. μεσοπαθ.} (λόγ.) 1. αποδεσμεύω από δυσάρεστη ή περίπλοκη κατάσταση, απεγκλωβίζω: Γίνονται προσπάθειες να απεμπλακούν τα έργα από τη γραφειοκρατία. Αναζητά τρόπο να απεμπλακεί σταδιακά από το κύκλωμα/το πρόβλημα (πβ. ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω). ΑΝΤ. εμπλέκω (1), μπλέκω (4) 2. ΜΗΧΑΝΟΛ. {κυρ. στο γ' πρόσ.} (συνήθ. για συμπλέκτη) απομονώνω τους τροχούς από τον κινητήρα, ώστε να διακοπεί η μετάδοση κίνησης. [< γαλλ. désengager]
  • απλοποιώ [ἁπλοποιῶ] α-πλο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {απλοποι-είς ..., -ώντας | απλοποί-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} 1. κάνω κάτι απλούστερο και κατ' επέκτ. ευκολότερο: Υπολογιστικό πρόγραμμα που ~εί (= διευκολύνει) και επιταχύνει την εκτέλεση εργασιών. Το κείμενο ~ήθηκε και έγινε σαφέστερο. ~ημένες: διαδικασίες/έννοιες. Πβ. απλουστεύω. ΑΝΤ. περιπλέκω.|| (ΜΑΘ.) ~ημένη: παράσταση/συνάρτηση. ~ημένο: κλάσμα (βλ. ανάγωγο). Βλ. -ποιώ. 2. ΓΡΑΜΜ. {συνήθ. μεσοπαθ.} για φθόγγο ενός συμπλέγματος που σιγάται για διευκόλυνση της άρθρωσης ή της γραφής: ~ημένη ορθογραφία. [< γαλλ. simplifier]
  • απογειώνω [ἀπογειώνω] α-πο-γει-ώ-νω ρ. (μτβ.) {απογείω-σα, απογειώ-θηκα, -μένος, απογειών-οντας, συνήθ. μεσοπαθ.} 1. (για πιλότο) κάνω τους κατάλληλους χειρισμούς σε αεροσκάφος, ώστε να εγκαταλείψει το έδαφος και να πετάξει: Το αεροπλάνο είχε ~θεί από το αεροδρόμιο, όταν ... Βλ. τροχοδρομώ.|| Προσδεθείτε, ~όμαστε! ΑΝΤ. προσγειώνω (1), προσεδαφίζω 2. (μτφ.) ανεβάζω σε υψηλά επίπεδα, αυξάνω: ~θηκαν οι πωλήσεις/οι τιμές (πβ. εκτινάσσεται/εκτοξεύεται στα ύψη). Η στρατηγική της εταιρείας ~σε τα κέρδη.|| Η δημοτικότητά του έχει ~θεί (πβ. κορυφώνομαι, ΑΝΤ. κατρακυλώ). Η καριέρα της έχει ~θεί (πβ. βρίσκομαι στο ζενίθ, βλ. σκίζω). Eικόνες που ~ουν τη φαντασία (βλ. κεντρίζω). Το κέφι ~θηκε. 3. (μτφ.-προφ.) συγκινώ, ενθουσιάζω, συναρπάζω: Γεύσεις που σε ~ουν! Μας ~σε με τα τραγούδια της! ~μένη: διάθεση (= ανεβασμένη). Είμαι/νιώθω ~μένος (: είμαι στα πάνω μου/στα χάι μου, πετώ στον έβδομο ουρανό)! Πβ. μαγεύω. [< γαλλ. décoller, 1907, αγγλ. take off]
  • αποκορυφώνω [ἀποκορυφώνω] α-πο-κο-ρυ-φώ-νω ρ. (μτβ.) {αποκορύφω-σε | -θηκε, -θεί, -μένος, κυρ. μεσοπαθ.} (λόγ.): οδηγώ στο αποκορύφωμα: ~θηκε το γλέντι. Την ημέρα που θα ~θούν οι εορτασμοί ... ΣΥΝ. κορυφώνω (1) ● Μτχ.: αποκορυφωμένος , η, ο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. που έχει υποστεί αποκορύφωση: (μερικώς/ολικώς) ~α γαλακτοκομικά προϊόντα. Πβ. αποβουτυρωμένος. [< μτγν. ἀποκορυφῶ]
  • απολιθώνω [ἀπολιθώνω] α-πο-λι-θώ-νω ρ. (μτβ.) {απολίθω-σε, απολιθώ-σει, -θηκε, -θεί, -μένος, κυρ. μεσοπαθ.} 1. μετατρέπω σε απολίθωμα: Δάσος που ~θηκε από τη λάβα (πβ. πετρώνω). Οργανισμοί που έχουν ~θεί. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) εμποδίζω την εξέλιξη και τον εκσυγχρονισμό, προκαλώ στασιμότητα: Η κρίση ~σε την οικονομία. Η κοινωνία έχει ~θεί ιδεολογικά/πολιτικά. [< 1: αρχ. ἀπολιθῶ, γαλλ. pétrifier 2: γαλλ. fossiliser]

αληθώς

αληθώς [ἀληθῶς] α-λη-θώς επίρρ. (επίσ.): αληθινά, όντως, πραγματικά. ● ΦΡ.: αληθώς ανέστη βλ. ανασταίνω ● βλ. αληθής [< αρχ. ἀληθῶς]

αμαρτία

αμαρτία [ἁμαρτία] α-μαρ-τί-α ουσ. (θηλ.) {αμαρτι-ών} 1. παράβαση θείου, θρησκευτικού ή ηθικού νόμου: ασυγχώρητη/βαριά/γλυκιά/θανάσιμη/μεγάλη/μικρή ~. Διαπράττω/κάνω ~. Πέφτω σε ~. Έδωσε/πήρε άφεση ~ών. Του συγχωρέθηκαν οι/εξομολογήθηκε τις/είπε τις ~ες του. Πλήρωσαν (για) τις ~ες τους (: τιμωρήθηκαν, υπέστησαν τις συνέπειες). ΣΥΝ. αμάρτημα (1), ανόμημα, κρίμα (2) 2. ακολασία, ανηθικότητα, διαφθορά: ο δρόμος (ΑΝΤ. ο δρόμος του Θεού/Χριστού)/το σπίτι της ~ας. Βουτηγμένοι/ζει μέσα στην ~. Κάνει αγώνα να ξεφύγει από την ~. Πβ. ασωτία. 3. αξιοκατάκριτη ενέργεια, σοβαρό λάθος: Η μοναδική μου ~ είναι ότι την/τον ανέχτηκα! Πβ. παράπτωμα, σφάλμα. ● ΣΥΜΠΛ.: παλιά αμαρτία: ερωτική σχέση που ανήκει στο παρελθόν., άφεση αμαρτιών βλ. άφεση ● ΦΡ.: (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου: (όταν κάποιος πρόκειται να παραδεχτεί κάτι), για να είμαι ειλικρινής: Για να/να σου πω ~, δεν το περίμενα/το μετάνιωσα., αίρει τις αμαρτίες (μτφ.-αρχαιοπρ.) (ΚΔ): αναλαμβάνει, σηκώνει το ηθικό βάρος αμαρτήματος., αμαρτία από τον Θεό: για κάτι που δεν είναι σωστό: Mην το λες αυτό, είναι ~ ~., αμαρτίαι/αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα: τα λάθη των γονέων ή προγόνων ταλαιπωρούν τα παιδιά ή τους απογόνους τους., ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει: από την τήρηση της νηστείας εξαιρούνται άρρωστοι και ταξιδιώτες· (κατ' επέκτ.-σπάν.) για περιπτώσεις κατά τις οποίες εξαιρούνται από τον νόμο συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών., είναι αμαρτία να ...: είναι κρίμα, δεν πρέπει να: ~ ~ μην του πεις την αλήθεια. Θα ήταν ~ χάσει τέτοια ευκαιρία. Αμαρτία δεν είναι να πάει τόσο φαγητό χαμένο;, παίρνω πάνω μου την αμαρτία: αναλαμβάνω την ευθύνη αμαρτημάτων, παραπτωμάτων άλλων: Ο Χριστός πήρε πάνω Του ~ του κόσμου., πληρώνω αμαρτίες (μτφ.): ταλαιπωρούμαι από δικά μου λάθη ή των άλλων: ~ ξένες ~. (ως έκφρ. αγανάκτησης, παράπονου:) (Θεέ μου) τι αμαρτίες πληρώνω; Έχουμε ακόμα πολλές ~ να πληρώσουμε (: μας περιμένουν και άλλα βάσανα, και άλλες ταλαιπωρίες)., σαν αμαρτία: για κάποιον ή κάτι που βάζει σε πειρασμό, που είναι ιδιαίτερα ελκυστικό(ς): όμορφος ~ ~. Αποφεύγει τα γλυκά ~ ~., σιχαίνομαι/απεχθάνομαι/βαριέμαι κάποιον/κάτι σαν τις αμαρτίες μου: αποστρέφομαι, μισώ., προφάσεις εν αμαρτίαις βλ. πρόφαση [< 1,3: αρχ. ἁμαρτία]

ανεμοδαρμένος

ανεμοδαρμένος, η, ο [ἀνεμοδαρμένος] α-νε-μο-δαρ-μέ-νος επίθ. & ανεμόδαρτος (συχνά λογοτ.) 1. που πέφτουν πάνω του σφοδροί άνεμοι: ~ος: βράχος/τόπος. ~η: ακτή. ~ο: νησί. Βλ. θαλασσοδαρμένος. ΑΝΤ. απάγκιος, απάνεμος 2. (μτφ.) βασανισμένος, ταλαιπωρημένος: ~η: ζωή/οικογένεια. ~α: πρόσωπα (χωρικών). ● βλ. ανεμοδέρνω [< μεσν. ανεμόδαρτος]

ανταγωνίζομαι

ανταγωνίζομαι [ἀνταγωνίζομαι] α-ντα-γω-νί-ζο-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ανταγωνί-στηκα (σπάν.-λόγ. -σθηκα), μτχ. ανταγωνιζ-όμενος} 1. αναμετριέμαι με κάποιον ή κάτι, με σκοπό την τελική επικράτησή μου: ~ονται αθέμιτα/επί ίσοις όροις/μεταξύ τους. ~ονται (με πάθος/σκληρά) για το .../να κυριαρχήσουν στο παγκόσμιο εμπόριο. ~όμενες: επιχειρήσεις. Πβ. αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι.|| (ΙΑΤΡ.) Φάρμακο που ~εται τη δράση άλλης ουσίας. 2. {στο γ' πρόσ.} τα καταφέρνω το ίδιο καλά με κάποιον ή κάτι, είμαι ισάξιος: Προϊόν που ~εται (: είναι εφάμιλλο) αποτελεσματικά/επάξια/με επιτυχία τα καλύτερα του είδους του. [< 1: αρχ. ἀνταγωνίζομαι 2: αγγλ. compete]

γενετική

γενετική γε-νε-τι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΒΙΟΛ. κλάδος που μελετά τους μηχανισμούς που διέπουν την κληρονομικότητα: αναπτυξιακή/βιοχημική/εξελικτική/κλινική/μικροβιακή/πληθυσμιακή ~ (: ~ των πληθυσμών)/ποσοτική (: μελετά την ποικιλότητα που παρουσιάζουν οι πληθυσμοί σε ποσοτικά χαρακτηριστικά, φαινότυπους). ~ του ανθρώπου/των φυτών. Βλ. βιο~, επι~, φυλο~, βιο-ηθική, -τεχνολογία, γονίδιο, DNA, RNA, κλωνοποίηση, κυτταρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: Αντίστροφη Γενετική: μεταβολή της γονιδιακής ακολουθίας γενετικού υλικού που είναι γνωστή, με σκοπό την ανάλυση του φαινοτύπου ενός οργανισμού ή τη διερεύνηση ασθενειών., Ιατρική Γενετική: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. επιστημονικός κλάδος ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη νόσων που οφείλονται σε γενετικούς παράγοντες., Μοριακή Γενετική: η οποία μελετά τη μοριακή δομή και λειτουργία των γονιδίων. [< αγγλ. molecular genetics, 1963] [< πβ. μτγν. γενετική 'γενική πτώση', γαλλ. génétique, 1911, αγγλ. genetics, 1905]

εξαερώνω

εξαερώνω [ἐξαερώνω] ε-ξα-ε-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {εξαέρω-σα, -θηκε, -θεί, -μένος} 1. ΦΥΣ. μετατρέπω κάτι σε αέρα ή αέριο: Η θερμότητα ~ει τα υγρά. Καθαριστικό που ~εται γρήγορα (πβ. ξεθυμαίνω). ~μένο: νερό. Πβ. ατμοποιώ, εξατμίζω, εξαχνώνω. Βλ. αεριοποιώ. 2. ΤΕΧΝΟΛ. αφαιρώ αέρα από το εσωτερικό μηχανής ή εγκατάστασης για τη διευκόλυνση της λειτουργίας της: ~ τα καλοριφέρ. 3. {κυρ. μεσοπαθ.} (μτφ.) εξαφανίζω: Δισεκατομμύρια ευρώ ~θηκαν από τα ταμεία. Πβ. εξανεμίζω. [< 1: αρχ. ἐξαερῶ]

-λογώ

-λογώ {παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

στέκομαι

στέκομαι στέ-κο-μαι ρ. (αμτβ.) {στά-θηκα, -θεί, (προστ.) στάσου, στεκ-όμενος} 1. στήνομαι, βρίσκομαι σε μια θέση και κατ' επέκτ. αντιμετωπίζω· (ειδικότ., για ρούχα) εφαρμόζω: Το μωρό μαθαίνει να ~εται. Προτιμώ να ~, καθίστε εσείς. Προσπάθησα να ~θώ όρθια χωρίς βοήθεια, αλλά ζαλίστηκα. ~εται ανάμεσά/απέναντί/δίπλα/κοντά/πίσω/πλάι/στα δεξιά μας. ~εται με την πλάτη στραμμένη σε μας/με τα χέρια ανοιχτά/μπροστά στον καθρέφτη/στη γραμμή/στητός/φρουρός (: φρουρεί). ~ έξω απ΄ τον σταθμό και σε περιμένω. ~εται μόνος σε μια άκρη. ~όταν μέσα στη βροχή. ~όταν στην άκρη του γκρεμού/στην όχθη της λίμνης/κάτω απ' το μπαλκόνι της/πίσω απ' την πόρτα. Πού πήγες και ~θηκες εκεί; Ένα εκκλησάκι ~εται στην κορυφή του βουνού (βλ. δεσπόζει, υψώνεται). ~όμουν μπροστά του ανίκανη να αρθρώσω κουβέντα. ~ αμήχανος/έντρομος/μαρμαρωμένος/περήφανος/σοβαρός. Πβ. στέκω.|| ~θηκε με θάρρος ενώπιον των δικαστών/μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν ~εσαι κριτικά απέναντι στα γεγονότα.|| Αυτό το σακάκι δεν σου ~εται (: κάθεται) καλά. 2. σταματώ: Εδώ πάντα ~, για να ξεκουραστώ. ~ για λίγο και θαυμάζω το θέαμα/για να χαζέψω. Ξαφνικά ~θηκε σαν αποσβολωμένη. Στάσου εκεί, μην προχωράς (πβ. ακίνητος!, αλτ!)! Στάσου (= κάτσε, περίμενε) λιγάκι, έρχομαι! Στάσου (= βάστα) καλέ, τι είναι αυτά που λες; Το μάτι του φωτογράφου ~θηκε στο καμπαναριό (: του τράβηξε την προσοχή). 3. επιμένω, εμμένω: Εγώ δεν ~ σε λεπτομέρειες/σ' αυτό. Θα ήθελα να ~θώ ιδιαίτερα στο θέμα .../στην ουσία του πράγματος. Μη ~θείς πολύ σ' αυτή την άσκηση, προχώρα στην επόμενη. 4. {συνήθ. στον αόρ.} συμπαραστέκομαι σε κάποιον: Εκείνα τα δύσκολα χρόνια ήταν ο μόνος φίλος που μου ~θηκε (= με βοήθησε, μου βρέθηκε). Πβ. παρα~. 5. {συνήθ. στον αόρ.} φαίνομαι, αποδεικνύομαι: Τι να σου κάνω, ~θηκες άτυχος. Ο συνοδηγός ~θηκε τυχερός μέσα στην ατυχία του. Η ζωή ~θηκε άδικη μαζί του. ~θηκε (= ήταν) αδύνατον να τον πείσω. Τίποτε δεν ~θηκε ικανό να τον αναχαιτίσει. ● ΦΡ.: δεν στέκομαι (καθόλου): δεν μένω άπραγος, δεν ξεκουράζομαι: Όλη μέρα τρέχω πάνω κάτω, δεν ~θηκα καθόλου/στιγμή. Πώς να μιλήσουμε, ~εται και καθόλου;, κάθομαι/στέκομαι κλαρίνο/σούζα/απίκο (μτφ.-προφ.): στέκομαι προσοχή ως ένδειξη σεβασμού, φόβου ή δουλοπρέπειας: Όταν του μιλάει, στέκεται κλαρίνο. Κάθεται απίκο και περιμένει πότε θα τον φωνάξει το αφεντικό. ~ονται σούζα μπροστά στον εργοδότη τους.|| (κυριολ., για τετράποδο ζώο που ισορροπεί για λίγο μόνο στα πίσω πόδια) Σκυλί που ~εται σούζα., όπου (κι αν) σταθώ κι όπου (κι αν) βρεθώ (εμφατ.): παντού: Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, γι' αυτόν θ' ακούσεις να μιλάνε., στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! (συνήθ. απειλητ.): ως αντίδραση σε πρόκληση, σε ανάρμοστη συμπεριφορά: Ποιος το 'πε πως δεν τολμώ; ~ ~! Ώστε μου είπες ψέματα; ~ ~!, στέκεται στο ύψος του/στο ύψος των περιστάσεων & (απαιτ. λεξιλόγ.) αίρεται στο ύψος των περιστάσεων: ανταποκρίνεται επάξια και με αξιοπρέπεια στις δυσκολίες, στις απαιτήσεις ή στην κρισιμότητα μιας κατάστασης: Η Πολιτεία οφείλει να σταθεί/αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να λάβει τα αναγκαία μέτρα.|| Δεν στάθηκες στο ύψος σου (= δεν κράτησες την αξιοπρέπειά σου), έπεσες πολύ χαμηλά! [< αγγλ. rise to the occasion, be equal to/up to the occasion] , στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου (μτφ.): συνέρχομαι, στηρίζομαι στις δυνάμεις μου: Η χώρα προσπαθεί να σταθεί ~α μετά τον καταστροφικό πόλεμο (πβ. ανακάμπτω, ορθοποδώ). Έμαθε να ~εται στα πόδια της και δεν έχει ανάγκη από κανέναν., στέκομαι στο πλευρό/στο πλάι κάποιου/δίπλα σε κάποιον 1. & είμαι στο πλευρό: βοηθώ, συμπαραστέκομαι: Από την πρώτη στιγμή στάθηκε ~ ~ μου. 2. ανταποκρίνομαι στις απαιτήσεις (συνεργασίας ή σχέσης): Δεν μπορεί να ~θεί δίπλα της, είναι πολύ λίγος., στέκομαι/στέκω καλά: βρίσκομαι σε καλή κατάσταση (από υγεία ή ψυχολογικά, οικονομικά): Καλά ~εται για την ηλικία του! Αν πράγματι τα είπε αυτά, δεν στέκει καλά στα μυαλά του. Σαν ομάδα ~εται αρκετά καλά στο γήπεδο., στέκομαι/στήνομαι στην ουρά (προφ.): μπαίνω στη σειρά, για να εξυπηρετηθώ: Πρωί πρωί στήθηκε ~ ~, έξω από την τράπεζα., κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, μου κάθεται/μου στέκεται στο(ν) λαιμό/στο στομάχι βλ. λαιμός, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) βλ. πατώ, στάθηκε αφορμή βλ. αφορμή, στέκεται/στηρίζεται στον αέρα βλ. αέρας, στέκομαι εμπόδιο σε κάποιον/κάτι βλ. εμπόδιο, στέκομαι προσοχή βλ. προσοχή, στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου βλ. πόδι [< μεσν. στέκομαι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.