Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 83 εγγραφές  [0-20]


  • αβδηρίτης [ἀβδηρίτης] α-βδη-ρί-της επίθ./ουσ. 1. ΙΣΤ. πρόσωπο που είχε γεννηθεί ή κατοικούσε στα Άβδηρα της Θράκης: Δημόκριτος/Πρωταγόρας ο Α~. Βλ. -ίτης1. 2. (σπάν.-μετωνυμ.) ανόητος, ματαιόδοξος, αφελής. [< αρχ. Ἀβδηρίτης, αγγλ. Abderite]
  • άτλας & άτλαντας [ἄτλας] άτ-λας & άτ-λα-ντας ουσ. (αρσ.) {άτλαντ-ος κ. άτλαντ-α | -ες} 1. συλλογή από γεωγραφικούς χάρτες σε μορφή βιβλίου και κατ' επέκτ. κάθε συλλογή από πίνακες, σχέδια, κάρτες, γραφικά, που συνδέονται θεματικά μεταξύ τους: αρχαιολογικός/γεωγραφικός/ηλεκτρονικός/ιστορικός/μυθολογικός/παγκόσμιος ~.|| ~ ανατομίας. ~ του ανθρώπινου σώματος/των ζώων. 2. (μετωνυμ.) πολύ δυνατός άντρας (που έχει τη δύναμη να σηκώνει μεγάλα βάρη): Οι σύγχρονοι ~ες της άρσης βαρών. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) άγαλμα ανδρικής μορφής, το οποίο στηρίζει θριγκούς, εξώστες. Βλ. Καρυάτιδα. 4. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος: Πάνω στον ~α στηρίζεται το κεφάλι. ● ΣΥΜΠΛ.: γλωσσικός άτλαντας βλ. γλωσσικός [< 1: γαλλ.-αγγλ. atlas 3: μτγν. ἄτλας, γαλλ. atlante, αγγλ. atlantes 4: μτγν. ἄτλας]
  • Αφροδίτη [Ἀφροδίτη] Α-φρο-δί-τη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. ο δεύτερος από τον Ήλιο πλανήτης του ηλιακού συστήματος, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στον Ερμή και τη Γη. (ΑΣΤΡΟΛ.) Η ~ στον Αιγόκερω. ΣΥΝ. Έσπερος 2. (μετωνυμ.) εξαιρετικά όμορφη γυναίκα. ● ΣΥΜΠΛ.: το όρος της Αφροδίτης: ΑΝΑΤ. το γυναικείο εφήβαιο. [< γαλλ. mont de Vénus] [< αρχ. Ἀφροδίτη]
  • βενιαμίν βε-νι-α-μίν ουσ. (αρσ.) {άκλ.} (μετωνυμ.): το μικρότερο σε ηλικία κυρ. αγόρι μιας οικογένειας και σπανιότ. μιας παρέας, ομάδας. Πβ. στερνοπαίδι, υστερότοκος. [< μτγν. Βενιαμίν]
  • Βρυξέλλες Βρυ-ξέλ-λες ουσ. (θηλ.) (οι) (μετωνυμ.): τα κεντρικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Οι ~ αποφάσισαν ... ● ΣΥΜΠΛ.: λαχανάκια Βρυξελλών: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. εδώδιμα μικροσκοπικά λάχανα (επιστ. ονομασ. Brassica oleracea gemmifera) που χρησιμοποιούνται συνήθ. για γαρνίρισμα: κατεψυγμένα/σοταρισμένα ~ ~. [< γαλλ. choux de Bruxelles]
  • γαργαντούας γαρ-γα-ντού-ας ουσ. (αρσ.) (μετωνυμ.): λαίμαργος, αδηφάγος. Πβ. άπληστος, πλεονέκτης. [< γαλλ. Gargantua, όνομα ήρωα του Fr. Rabelais]
  • γλώσσα [γλῶσσα] γλώσ-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ης | -ες, -ών} 1. ΓΛΩΣΣ. φωνητικο-ακουστικό σύστημα συμβατικών σημείων μιας κοινότητας ανθρώπων για τη διατύπωση ή ανταλλαγή σκέψεων και πληροφοριών, καθώς και για την παγίωση και μετάδοση από γενιά σε γενιά εμπειρίας και γνώσης, το οποίο βασίζεται σε νοητικές διαδικασίες, καθορίζεται κοινωνικά και υπόκειται στην ιστορική εξέλιξη: αγγλική/αρχαία/βοηθητική/δημοτική/διεθνής/εθνική/ελληνική/μεσαιωνική/τοπική ~. Διάλεκτοι/ιδιωματισμοί/λέξεις (βλ. λεξιλόγιο)/μονάδες (βλ. φώνημα, μόρφημα)/μορφολογία (βλ. γραμματική) της ~ας. Ιστορία/προέλευση/σύνταξη μιας ~ας. Ανάλυση/γνώση/διδακτική/κακοποίηση/κωδικοποίηση/περιγραφή/προστασία/τυποποίηση (βλ. νόρμα)/χρήση της ~ας. Αδελφές/άκλιτες/ανάμικτες (βλ. κρεολή, λίνγκουα φράνκα, πίτζιν)/ασθενείς/ειδικές/ισχυρές/κλασικές/κλιτές/μειονοτικές/ξένες/συγγενικές/τονικές (βλ. κινέζικα) ~ες. Εργαστήριο/τυπολογία ~ών. Επαφή των ~ών. Διδάσκω μια ~. Λεξικό της ...~ας. Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης ~ας. Μεταγραφή σε μια ~ (βλ. γκρίκλις). Μεταφράζω από μια ~ προς/σε μια άλλη. Μιλώ δύο/πολλές ~ες (βλ. δί-, πολύ-γλωσσος, γλωσσομάθεια). Βλ. λόγος, μεταγλώσσα, (συν)ομιλία, πρωτόγλωσσα.|| (με κεφαλ. Γ, το αντίστοιχο μάθημα) Η ~ της Γ' τάξης. 2. (ειδικότ.) ο προφορικός ή γραπτός λόγος, ο τρόπος έκφρασης ενός ατόμου, μιας ηλικιακής, κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας, μιας επιστήμης ή εποχής: ανεπίσημη/απλή/αρχαΐζουσα/δημώδης/δόκιμη/ειδική (βλ. ζαργκόν)/επίσημη/επιστημονική/ιδιωματική/καθημερινή/καλλιεργημένη/κοινή/λαϊκή/λόγια/ομιλούμενη/παιδική/ποιητική/πρότυπη/σύγχρονη/τεχνική ~. ~ διδασκαλίας/επικοινωνίας/εργασίας. Η ~ του διαδικτύου/της διαφήμισης/του Δικαίου/των ειδήσεων/της λογοτεχνίας/της μετάφρασης/των ΜΜΕ/των νέων (βλ. κοινωνιόλεκτος)/της πιάτσας (βλ. αργκό)/ενός ποιητή (βλ. ιδιόλεκτος, στιλ, ύφος)/των πολιτικών/της τεχνολογίας. Ανεπαρκές/ικανοποιητικό επίπεδο ~ας. Η μουσικότητα της ~ας. Γράφω/διαβάζω/εκφράζομαι/επικοινωνώ/λέω κάτι σε μια ~. ~ και γραμματεία/ιδεολογία/κοινωνία/πολιτισμός/φύλο.|| Αγοραία/ανεπιτήδευτη/αυστηρή/αφηρημένη/βρόμικη/γλαφυρή/κατανοητή/κομψή/κυνική/κυριολεκτική/μεταφορική/περίτεχνη/πικρή/πλούσια/πρόστυχη/ρέουσα/σεξιστική/στρυφνή/στρωτή/συμβολική (: αλληγορική)/σύνθετη/χυδαία (βλ. λέξη ταμπού)/ωμή ~. Χρησιμοποίησε σκληρή ~. Έχει φαρμακερή ~ (: είναι φαρμακόγλωσσος). Βλ. βρομόγλωσσα.|| (μτφ.) Τρέχει η ~ του νεράκι (: μιλά με ευχέρεια). Βλ. διατύπωση. 3. ευκίνητο μακρόστενο μυώδες όργανο στη στοματική κοιλότητα και συνεκδ. οτιδήποτε έχει το συγκεκριμένο σχήμα: η διχαλωτή ~ του φιδιού. Η τραχιά ~ της γάτας. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αρνίσια/βοδινή ~.|| Άσπρη/ροδαλή ~. Ο βλεννογόνος/οι θηλές/η κορυφή/η ρίζα/ο χαλινός της ~ας. Η ~ ως όργανο της γεύσης/της ομιλίας (βλ. αρθρωτής). Ξεράθηκε/στέγνωσε η ~ μου. Δάγκωσα/έκαψα τη ~μου. Πλαταγίζω τη ~ μου. Γλείφω με τη ~.|| Η ~ της καμπάνας/της κλειδαριάς (βλ. γλωσσίδι)/του κουδουνιού/του παπουτσιού. ~ες γης/στεριάς (βλ. λωρίδα, μύτη)/φωτιάς (βλ. φλόγα). 4. (μτφ.) μη λεκτικός τρόπος έκφρασης ή/και επικοινωνίας: η ~ της αγάπης/της αλήθειας/των αριθμών/της βίας/της εξουσίας/της ζωγραφικής/της καρδιάς/του κινηματογράφου/της λογικής/των λουλουδιών/των ματιών/της μουσικής/του χορού/του χρήματος/των χρωμάτων. Η ~ των ζώων/των μελισσών/των πουλιών.|| Η ~ του σώματος. Βλ. παρα~.|| ~ (των) σφυριγμάτων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες υπολογιστή. ~ HTML. Βλ. ψευδο~. 5. ΙΧΘΥΟΛ. θαλάσσιο ψάρι (οικογ. Soleidae) με ωοειδές πλατύ σώμα, λευκή εύγευστη σάρκα και μικρά, σκληρά λέπια: ~ καπνιστή. Φιλέτα ~ας. Βλ. ιππόγλωσσα. 6. ΦΙΛΟΛ. (σπανιότ.) απαρχαιωμένη ή άγνωστη λέξη ή έκφραση που χρειάζεται ερμηνεία (γλῶττα). ● Υποκ.: γλωσσίτσα (η) & γλωσσούλα (η) & γλωσσάκι (το): Βγάζει τη ~ του.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει κοφτερή ~! (: είναι ετοιμόλογος, καυστικός). ● Μεγεθ.: γλωσσάρα (η): (προφ.) Ο σκύλος τους έχει μία ~ να!|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει μια ~ ίσαμε το μπόι του! (: είναι πολύ αναιδής). ● ΣΥΜΠΛ.: γλώσσα μηχανής: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα δυαδικών εντολών που είναι άμεσα εκτελέσιμες από τον επεξεργαστή: μετάφραση προγράμματος σε ~ ~. Βλ. κωδικοποίηση, συμβολική γλώσσα. [< αγγλ. machine language, 1971] , γλώσσα προγραμματισμού: ΠΛΗΡΟΦ. τυπικό σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία του ανθρώπου με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή: συναρτησιακές ~ες ~. ~ες ~ υψηλού/χαμηλού επιπέδου. [< αγγλ. programming language, 1959] , δεύτερη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή που μαθαίνεται και χρησιμοποιείται από μη μητρικούς ομιλητές: η Ελληνική ως ~ ~. Βλ. μητρική/πρώτη γλώσσα., Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών: η 26η Σεπτεμβρίου που καθιερώθηκε με αφορμή το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών (2001), προκειμένου να αντιληφθεί ο κόσμος τη σημασία της διά βίου εκμάθησης γλωσσών και να συνειδητοποιήσει τη γλωσσική πολυμορφία της Ευρώπης. [< αγγλ. European Day of Languages] , ζωντανή γλώσσα 1. που έχει φυσικούς ομιλητές, που ομιλείται σε συγχρονικό επίπεδο: ~ές και νεκρές γλώσσες.|| Η ~ ~ του λαού (: η δημοτική σε αντιδιαστολή με την καθαρεύουσα). 2. έντονο, ζωηρό ύφος. [< γαλλ. langue vivante] , η γλώσσα της σιωπής (μτφ.): μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας με τον οποίο μπορεί να δηλωθεί συγκατάβαση, συγκατάθεση, θαυμασμός, σεβασμός ή περιφρόνηση: Απάντησε με τη ~ ~ (πβ. η σιωπή μου προς απάντησή σου). [< αγγλ. the language of silence] , κανονική γλώσσα: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα παραγόμενη από μια κανονική γραμματική: ~ ~ προγραμματισμού. [< αγγλ. regular language] , μητρική/πρώτη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. ο πρώτος γλωσσικός κώδικας που κατακτά το παιδί. Βλ. δεύτερη γλώσσα. [< γαλλ. langue maternelle/première] , νεκρή γλώσσα: που δεν μιλιέται πια. Βλ. γλωσσικός θάνατος. ΑΝΤ. ζωντανή γλώσσα (1) [< γαλλ. langue morte] , ξύλινη γλώσσα: άκαμπτη, τυποποιημένη, δογματική γλώσσα, συνήθ. της πολιτικής προπαγάνδας: η ~ ~ της γραφειοκρατίας/των κομμάτων/των πολιτικών. Βλ. κλισέ. [< γαλλ. langue de bois] , πύρινη γλώσσα 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} φλόγα: ~ες ~ες έκαψαν χιλιάδες στρέμματα δάσους.|| (ειδικότ. ΘΕΟΛ., συμβολισμός του χαρίσματος που δέχθηκαν οι Απόστολοι από το Άγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, πβ. γλωσσολαλιά). 2. (μτφ.) ύφος, λόγος γεμάτος ένταση και πάθος: ρήτορες με ~ ~. Χρησιμοποίησε ~ ~ (: εξαπέλυσε μύδρους) κατά ..., τυπική γλώσσα 1. (στη μαθηματική Λογική και στην Πληροφ.) σύνολο από σειρές χαρακτήρων που ανήκουν σε ένα πεπερασμένο σύστημα στοιχείων (αλφάβητο): ~ ~ αναπαράστασης. Η γλώσσα προγραμματισμού είναι μία ~ ~. Βλ. αυτόματο, τυπική γραμματική. 2. συμβατικός, επιτηδευμένος τρόπος έκφρασης: η ~ ~ των δημοσίων εγγράφων/του σχολείου. [< αγγλ. formal language] , αναλυτικές γλώσσες βλ. αναλυτικός, απομονωμένη γλώσσα βλ. απομονωμένος, απομονωτικές γλώσσες βλ. απομονωτικός, γερμανικές γλώσσες βλ. γερμανικός, γλώσσα σήμανσης βλ. σήμανση, επίσημη γλώσσα βλ. επίσημος, Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο/Χαρτοφυλάκιο Γλωσσών βλ. πορτφόλιο, ινδοευρωπαϊκές γλώσσες βλ. ινδοευρωπαϊκός, μητέρα γλώσσα βλ. μητέρα, νοηματική γλώσσα βλ. νοηματικός, νόσος της κυανής γλώσσας βλ. νόσος, οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια βλ. οικογένεια, πολυσυνθετική γλώσσα βλ. πολυσυνθετικός, ρομανικές/λατινογενείς/νεολατινικές γλώσσες βλ. ρομανικός, συγκολλητικές γλώσσες βλ. συγκολλητικός, συμβολική γλώσσα βλ. συμβολικός, συμπεριληπτική γλώσσα βλ. συμπεριληπτικός, συνθετικές γλώσσες βλ. συνθετικός, συνθηματική γλώσσα βλ. συνθηματικός, τεχνητή γλώσσα βλ. τεχνητός, τριχωτή γλώσσα βλ. τριχωτός, φυσική γλώσσα βλ. φυσικός ● ΦΡ.: βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): προσέχω ή μετριάζω τα λόγια μου., βγάζει γλώσσα (μτφ.-προφ.): μιλά προσβλητικά, με αναίδεια, αυθαδιάζει: Τολμάει και ~ ~; Για δες το μικρό, έβγαλε ~! Πβ. αντιμιλώ., βγάζω τη γλώσσα (σε κάποιον/κάτι): δείχνω τη γλώσσα μου σε κάποιον και κατ' επέκτ. κοροϊδεύω, περιφρονώ: Μου έβγαλε ~ ~ και χαμογέλασε αυτάρεσκα., γλώσσα-πηγή/γλώσσα-στόχος & γλώσσα αφετηρίας/γλώσσα αφίξεως: αυτή που μεταφράζεται και αυτή στην οποία καταλήγει η μετάφραση: Mεταφορά κειμένου από τη ~-πηγή στη ~-στόχο.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Διδασκαλία στη ~-στόχο. [< αγγλ. source language/target language, 1953] , δεν (το) πάει η γλώσσα μου (προφ.): διστάζω να μιλήσω από σεβασμό, ντροπή ή φόβο μήπως γίνω δυσάρεστος: ~ ~ να την κατηγορήσω. Έχω πολλά να πω, αλλά ~ ~., δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) (προφ.): μιλάει αδιάκοπα, φλυαρεί: Δεν έβαζε ~ ~, λες κι είχε φάει γλιστρίδα., δένεται η γλώσσα μου (κόμπος) (μτφ.): δυσκολεύομαι να μιλήσω: Μου δέθηκε η ~ από την αγωνία. Ξαφνιάστηκε τόσο, που του δέθηκε η ~ του κόμπος και δεν είπε λέξη., έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι/παπούτσι (μτφ.-προφ.): στέγνωσε (συνήθ. από τη δίψα)., έχει μεγάλη γλώσσα (προφ.-μτφ.) 1. & έχει μακριά/μια γλώσσα: αυθαδιάζει: ~ ~, πρόσεχε μη σε πιάσει στο στόμα της! 2. κολακεύει, για να εξυπηρετήσει το συμφέρον του. ΣΥΝ. γλείφω (2), έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου (μτφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Μια στιγμή, στην ~ ~ το 'χω (: για λέξη ή έκφραση). [< γαλλ. avoir (un mot) sur le bout de la langue] , η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει (παροιμ.): τα λόγια, συνήθ. τα κακοπροαίρετα σχόλια, μπορεί να πληγώσουν ανεπανόρθωτα: Σκέψου τι θα ξεστομίσεις, ~ ~., κακές γλώσσες & κακά στόματα: (μετωνυμ.) όσοι σχολιάζουν κακοπροαίρετα τους άλλους: ~ ~ διαδίδουν/επιμένουν/υποστηρίζουν ότι ... Οι ~ ~ δεν την έχουν πιάσει στο στόμα τους. Όπως λένε οι ~ ~... Βλ. καλοθελητής.|| Τον έφαγαν οι ~ ~ (= τον γλωσσόφαγαν)! [< γαλλ. (les) mauvaises langues] , μάζεψε τη γλώσσα σου (απειλητ.): πρόσεξε τα λόγια σου, μην αυθαδιάζεις, μη βρίζεις: Για ~ ~, σε παρακαλώ! ~ ~ λιγάκι και μην προσβάλλεις τους άλλους!, μάλλιασε η γλώσσα μου/(σπάν.) το στόμα μου (προφ.) & (σπάν.-λαϊκό) γάνιασε η γλώσσα μου: ως έκφραση αγανάκτησης για τη μάταιη επανάληψη του ίδιου πράγματος: ~ ~ να το λέω/το εξηγώ, μα πού ν' ακούσουν!, με τρώει η γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): θέλω πολύ να πω κάτι που είναι αρνητικό, δυσάρεστο ή μυστικό: Μέρες τώρα ~ ~, αλλά κρατιέμαι., μιλώ άλλη/διαφορετική γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχουμε διαφορετικό τρόπο σκέψης: Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, μιλάμε ~ ~., μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχω τις ίδιες αντιλήψεις, κοινό κώδικα επικοινωνίας: Είναι νωρίς να λες ότι ~άτε την ίδια ~, αφού μόλις γνωριστήκατε., μου βγήκε η γλώσσα (μτφ.-προφ.): λαχανιάζω και κατ' επέκτ. ταλαιπωρούμαι: ~ ~ (έξω) ν' ανεβώ τις σκάλες.|| Του βγαίνει ~ ~ απ' την κούραση (= ξεθεώνεται). Πβ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι., φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! & που να φας τη γλώσσα σου!: (προφ., ως απάντηση) για αποτροπή αρνητικών προβλέψεων: ~ ~ (: πάψε, μη γρουσουζεύεις, μην κακομελετάς) όλα θα πάνε καλά! ΣΥΝ. κουνήσου από τη θέση σου, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, αλέθει η γλώσσα του/της βλ. αλέθω, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) βλ. λανθάνων, η γλώσσα του/της πάει ροδάνι βλ. ροδάνι, θα σου κόψω τη γλώσσα βλ. κόβω, κατάπιε τη γλώσσα του βλ. καταπίνω, λύνεται η γλώσσα μου βλ. λύνω, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης βλ. προτρέχω, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου βλ. βουτώ, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα [< αρχ. γλῶσσα, γαλλ. langue, αγγλ. language, γερμ. Sprache]
  • γολγοθάς [γολγοθᾶς] γολ-γο-θάς ουσ. (αρσ.) (μετωνυμ. από το ομώνυμο ύψωμα στην Ιερουσαλήμ (βλ. ΚΔ): σειρά από βάσανα, ταλαιπωρίες ή δοκιμασίες που υπομένει κάποιος: ο ~ των εξετάσεων. Ανεβαίνει/ζει τον δικό του ~ά (βλ. (ο καθένας) σηκώνει/κουβαλάει τον σταυρό του). Πβ. μαρτύριο. [< μτγν. ἡ Γολγοθᾶ]
  • Γολιάθ Γο-λι-άθ ουσ. (αρσ.) {άκλ.} (μετωνυμ. από τον Φιλισταίο γίγαντα της ΠΔ): ισχυρός και αλαζόνας αντίπαλος, που συνήθ. ηττάται από τον πιο αδύναμο. Πβ. γίγαντας. ● ΦΡ.: Δαβίδ και Γολιάθ βλ. Δαβίδ [< μτγν. Γολιάθ]
  • γραφίδα γρα-φί-δα ουσ. (θηλ.) {γραφίδ-ων} 1. (μετωνυμ.) ύφος γραφής· συντάκτης κειμένου, συγγραφέας: Έχει γλαφυρή/καυστική ~.|| Οι δημοσιογραφικές ~ες (= οι αρθρογράφοι). Πβ. πένα. 2. ΠΛΗΡΟΦ. όργανο σε σχήμα μολυβιού, το οποίο χρησιμοποιείται είτε αντί πληκτρολογίου, για την εισαγωγή δεδομένων σε υπολογιστική συσκευή μέσω της επαφής του με την οθόνη αφής της, είτε αντί ποντικιού, για τη σχεδίαση γραφικών παραστάσεων σε κατάλληλη πινακίδα ψηφιοποίησης: ~ κινητού/υπολογιστή παλάμης. 3. (παλαιότ.) όργανο γραφής (ή χάραξης γραμμάτων και σχεδίων) με μυτερή άκρη: μεταλλικές ~ες (ΣΥΝ. πένα). ~ες φτερού. ΣΥΝ. κοντύλι (1) 4. ΤΕΧΝΟΛ. βελόνα (σε σεισμογράφο ή άλλα όργανα καταγραφής). Πβ. ακίδα. [< 3: αρχ. γραφίς]
  • δον Ζουάν δον Ζου-άν ουσ. (αρσ.) {άκλ.} (μετωνυμ.-συνήθ. ειρων.): χαρακτηρισμός γοητευτικού άντρα που σαγηνεύει και κατακτά τις γυναίκες. Βλ. γκομενιάρης, γυναικάς, ερωτύλος, κορτάκιας, κυνηγός. ΣΥΝ. γόης (1), γυναικοκατακτητής, καζανόβας, καρδιοκατακτητής [< γαλλ. don Juan, χαρακτήρας του ισπανικού θεάτρου]
  • δον Κιχότης δον Κι-χό-της ουσ. (αρσ.) & δον Κιχώτης {-ες (σπάν.) -ώτηδες} (μετωνυμ.-συνήθ. ειρων.): χαρακτηρισμός προσώπου που επιδιώκει την εκπλήρωση ανέφικτων, ουτοπικών στόχων: ~ της πολιτικής. Γραφικοί/ρομαντικοί ~ες. ~ που κυνηγάει χίμαιρες. Πβ. ιδεαλιστής, ονειροπαρμένος. [< γαλλ. don Quichotte, κεντρικός ήρωας στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Θερβάντες]
  • εγκέλαδος [ἐγκέλαδος] ε-γκέ-λα-δος ουσ. (αρσ.) (μετωνυμ. από τον ομώνυμο μυθολογικό γίγαντα): σεισμός: φονικός ~. Θύματα/(καταστροφική) μανία/οργή του ~ου. Ξύπνησε ο ~ με δόνηση 5,4 της κλίμακας Ρίχτερ. Ο ~ μας ταρακούνησε. Ανησυχία/φόβοι για νέο χτύπημα του ~ου. [< αρχ. Ἐγκέλαδος]
  • εκατόγχειρας [ἑκατόγχειρας] ε-κα-τόγ-χει-ρας επίθ./ουσ. {εκατόγχειρ-α (λόγ.) -ος | -ες} & (λόγ.) εκατόγχειρ (μετωνυμ.): οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε έχει υπερβολικές ικανότητες ή δύναμη, συνήθ. καταστροφική: ~ες της κερδοσκοπίας. [< αρχ. ἑκατόγχειρ & ἑκατόγχειρος ‘αυτός που έχει εκατό χέρια’]
  • ελαιώνας [ἐλαιώνας] ε-λαι-ώ-νας ουσ. (αρσ.): ελαιόφυτη έκταση: απέραντοι/καταπράσινοι/πυκνοί ~ες. Λόφοι/πεδιάδες με ~ες. Πευκοδάση και ~ες. Πβ. λιοστάσι, λιόφυτο.|| (μετωνυμ.) Αιωνόβιοι/βιολογικοί ~ες (= ελαιόδεντρα). Βλ. -ώνας. [< μτγν. ἐλαιών]
  • επιμηθέας [ἐπιμηθέας] ε-πι-μη-θέ-ας ουσ. (αρσ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ε): (μετωνυμ.-αρνητ. συνυποδ.) που δεν είναι προνοητικός, που ενεργεί εκ των υστέρων: Λειτουργεί σαν ~ (: δρα κατόπιν εορτής). [< αρχ. Ἐπιμηθεύς]
  • ερινύες [ἐρινύες] ε-ρι-νύ-ες ουσ. (θηλ.) (οι) {ερινύων} (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ε) 1. ΜΥΘ. θεότητες που είχαν ως έργο να τιμωρούν εκείνους που διέπρατταν εγκλήματα. 2. (κυρ. μετωνυμ.) τύψεις, ενοχές: Οι ~ τον καταδιώκουν/κυνηγούν. Για να απαλλαγεί από τις ~, ομολόγησε. [< αρχ. Ἐρινύες]
  • εφιάλτης [ἐφιάλτης] ε-φι-άλ-της ουσ. (αρσ.) 1. τρομακτικό, αγωνιώδες όνειρο: παιδικοί/φρικτοί ~ες. Βλέπω/έχω ~ες. Βασανίζομαι/ξυπνάω/υποφέρω από ~ες. 2. (μτφ.-επιτατ.) απειλή, κίνδυνος· πολύ άσχημη κατάσταση: διατροφικός/πυρηνικός ~. Ο ~ της ανεργίας/του εγκέλαδου/πολέμου. Μαίνεται ο πύρινος ~ (= η πυρκαγιά). Οι ~ες επέστρεψαν/ζωντάνεψαν.|| (προφ.) Η ζωή μου έχει γίνει ~ (= βραχνάς, κόλαση). Ζω έναν ~η (= δράμα). Οι εξετάσεις είναι ο ~ μου. 3. (μετωνυμ., συνήθ. με κεφαλ. Ε) προδότης. [< αρχ. ἐφιάλτης ‘βραχνάς’, αγγλ. ephialtes]
  • Ηρακλής [Ἡρακλῆς] Η-ρα-κλής ουσ. (αρσ.) {-ή (λόγ.) -έους} 1. ΜΥΘ. ημίθεος ήρωας με υπερφυσικές σωματικές δυνάμεις: οι (δώδεκα) άθλοι του ~ή. 2. (μετωνυμ.) εξαιρετικά δυνατός άνδρας. ● ΣΥΜΠΛ.: Ηρακλείς του στέμματος (αρνητ. συνυποδ.): πρόσωπα που εμφανίζονται ως προστάτες, φύλακες πολιτικού συνήθ. θεσμού ή προσώπου: εσωκομματικοί ~ ~. [< αρχ. Ἡρακλῆς]
  • Ηρόστρατος [Ἡρόστρατος] Η-ρό-στρα-τος ουσ. (αρσ.) {-oυ (λόγ.) -άτου} (μετωνυμ.): πρόσωπο που δεν διστάζει να προβεί σε καταστροφικές ή αξιοκατάκριτες ενέργειες, προκειμένου να μείνει το όνομά του στην ιστορία. Βλ. Νέρωνας. [< αρχ. Ἡρόστρατος, αυτός που έκαψε τον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο το 356 π.Χ.]

αλέθω

αλέθω [ἀλέθω] α-λέ-θω ρ. (μτβ.) {άλε-σα, αλέ-στηκε, αλε-στεί, -σμένος, αλέθ-οντας}: μετατρέπω κάτι σε σκόνη ή πολτό, συνήθ. με σύνθλιψη ή τριβή: Μύλος που ~ει δημητριακά/κριθάρι/σιτάρι (= αλευρόμυλος)/πιπέρι. ~σμένος: καφές. ~σμένη: καρυδόψιχα.|| ~ ελιές/κρέας/ψάρι. Τα δόντια ~ουν την τροφή (βλ. μασώ). ~σμένες: πατάτες. Πβ. κονιορτο-, πολτο-ποιώ. Βλ. τρίβω, ψιλοκόβω.|| (μτφ.) Σύστημα που ~ει (: συνθλίβει) ανθρώπους/δικαιώματα/όνειρα/συνειδήσεις. ● ΦΡ.: αλέθει η γλώσσα του/της (μτφ.-προφ.): φλυαρεί ασταμάτητα: Κοίτα πώς ~ ~: δεν σταμάτησε να μιλά από τη στιγμή που ήρθε! Πβ. η γλώσσα του/της πάει ροδάνι., ο καλός ο μύλος όλα τ' αλέθει: για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι δεκτικός σε ή διαθέσιμος για όλα. ΣΥΝ. το στομάχι του αλέθει και πέτρες, δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει βλ. μύλος, μπάτε/μπέστε σκύλοι (αλέστε κι αλεστικά μη δώσ(ε)τε) βλ. σκύλος, όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντ' αλέθει βλ. μύλος, το στομάχι του αλέθει και πέτρες βλ. πέτρα [< μεσν. αλέθω]

αναλυτικός

αναλυτικός, ή, ό [ἀναλυτικός] α-να-λυ-τι-κός επίθ. 1. λεπτομερής, διεξοδικός: ~ός: απολογισμός/λογαριασμός/ορισμός/πίνακας (κόστους). ~ή: (ΠΛΗΡΟΦ.) αναζήτηση (ΑΝΤ. γρήγορη)/βαθμολογία/έκθεση/εξέταση (πβ. ενδελεχής, εξονυχιστική, σχολαστική)/κατάσταση/παρουσίαση/περιγραφή. ~ό: κείμενο/προφίλ (εταιρείας)/υπόμνημα. ~οί: όροι συμμετοχής. ~ές: οδηγίες/πληροφορίες. ~ά: αποτελέσματα/στοιχεία.|| (για πρόσ.) Μπορείς να γίνεις λίγο πιο ~; ΑΝΤ. αδρομερής, συνοπτικός, σύντομος (1) 2. που σχετίζεται με την ανάλυση (σε διάφορους γνωστικούς τομείς): (ως τρόπο συλλογισμού:) ~ός: νους. ~ή: ικανότητα/σκέψη. Βλ. αφαιρετικός, κριτικός, συνθετικός.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ή Ψυχολογία (: σε αντίθεση προς τη Φροϋδική).|| (ΛΟΓΙΣΤ.) ~ή Λογιστική. Βλ. ψυχ~.|| (ΜΑΘ.) ~ή: συνάρτηση.|| ~ό: εργαλείο/όργανο (= αναλυτής). Βλ. βιο~. ● επίρρ.: αναλυτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Αναφέρθηκε ~ (= λεπτομερώς, διεξοδικά) στο θέμα. ● ΣΥΜΠΛ.: αναλυτικές γλώσσες: ΓΛΩΣΣ. στις οποίες όλες οι λέξεις είναι άκλιτες και οι γραμματικές και συντακτικές σχέσεις αναδεικνύονται κυρ. με τη χρήση λειτουργικών λέξεων και τη σειρά των όρων στην πρόταση. Πβ. απομονωτικές γλώσσες. Βλ. συνθετικές γλώσσες. [< γαλλ. langues analytiques] , αναλυτική μέθοδος: μέθοδος συλλογισμού η οποία ξεκινά από το ζητούμενο και αναζητά τη σχέση ανάμεσα σε αυτό και τα ήδη γνωστά. Βλ. απαγωγή, επαγωγή, συνθετική μέθοδος., αναλυτική πρόταση/κρίση: ΦΙΛΟΣ. της οποίας η αλήθεια μπορεί να διαπιστωθεί από την ανάλυση του νοήματος του υποκειμένου της· στην οποία το κατηγόρημα περιέχεται στο υποκείμενο: Η πρόταση "ένα τετράγωνο έχει τέσσερις γωνίες" είναι ~ ~. Βλ. εμπειρική/συνθετική πρόταση/κρίση. [< γαλλ. énoncé analytique] , αναλυτική φιλοσοφία/φιλοσοφία της γλώσσας (συχνά με κεφαλ. Α): ΦΙΛΟΣ. ρεύμα του 20ού αιώνα το οποίο υποστήριζε ότι οι φιλοσοφικές απόψεις πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, πράγμα που επιτυγχάνεται μέσω της ανάλυσης των εννοιών και των κρίσεων ή προτάσεων. [< αγγλ. analytic philosophy, 1936] , Αναλυτική Χημεία: ΧΗΜ. που έχει ως αντικείμενό της την εφαρμογή μεθόδων ανάλυσης για τον καθορισμό της σύστασης μιας ουσίας ή ενός μείγματος: περιβαλλοντική/ποιοτική/ποσοτική ~ ~. ~ ~ διαλυμάτων/ελαιολάδου. [< αγγλ. analytical chemistry] , αναλυτική γεωμετρία βλ. γεωμετρία, αναλυτικό πρόγραμμα βλ. πρόγραμμα [< αρχ. ἀναλυτικός, γαλλ. analytique, αγγλ. analytic(al), γερμ. analytische]

απομονωμένος

απομονωμένος, η, ο [ἀπομονωμένος] α-πο-μο-νω-μέ-νος επίθ.: που έχει απομονωθεί, διαχωριστεί ή απομακρυνθεί από το σύνολο στο οποίο ανήκε: Ζει ~ από τον κόσμο. Κοινωνικά/πολιτικά ~. Πβ. αποκομμένος, αποστασιοποιημένος, περιθωριοποιημένος.|| ~οι: ασθενείς (: σε καραντίνα)/κρατούμενοι (: σε απομόνωση).|| ~ο: μέρος/περιβάλλον. ~α: χωριά (: απομακρυσμένα, απόκεντρα). Γεωγραφικά ~ες περιφέρειες. Νησιά ακτοπλοϊκώς ~α. (ΟΙΚΟΛ.) ~ο: οικοσύστημα.|| (ΙΑΤΡ.-ΒΙΟΛ.) ~η: πρωτεΐνη ορού γάλακτος (: ως διατροφικό συμπλήρωμα). ~α: κύτταρα (: που καλλιεργούνται στο εργαστήριο για μελέτη).|| Περίπτωση ~η (: εξεταζόμενη χωριστά) από τις άλλες. ● επίρρ.: απομονωμένα ● ΣΥΜΠΛ.: απομονωμένη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. φυσική γλώσσα η οποία δεν υπάγεται σε καμία γλωσσική οικογένεια. [< γαλλ. isolé]

απομονωτικός

απομονωτικός, ή, ό [ἀπομονωτικός] α-πο-μο-νω-τι-κός επίθ.: που συντελεί ή αποσκοπεί στην απομόνωση. ● επίρρ.: απομονωτικά ● ΣΥΜΠΛ.: απομονωτικές γλώσσες: ΓΛΩΣΣ. στις οποίες παρατίθενται αμετάβλητα στοιχεία που η σειρά τους καθορίζει το νόημα των προτάσεων (π.χ. Κινέζικα). Πβ. αναλυτικές γλώσσες. [< γαλλ. langues isolantes] [< γαλλ. isolant]

αυτόματο

αυτόματο [αὐτόματο] αυ-τό-μα-το ουσ. (ουδ.) {αυτομάτ-ου} 1. ΤΕΧΝΟΛ. πυροβόλο που οπλίζεται ξανά μόνο του και μπορεί να βάλλει περισσότερες από μία φορές. 2. ΤΕΧΝΟΛ. κάθε κατασκευή που εκτελεί ορισμένες λειτουργίες από μόνη της βάσει συγκεκριμένης ακολουθίας εντολών ή ειδικότ. μηχανή που μιμείται ζωντανό οργανισμό: (μτφ., για πρόσ.) Κινείται μηχανικά σαν ρομπότ ή ~. 3. ΠΛΗΡΟΦ. πραγματική ή φανταστική μηχανή, η ανταπόκριση της οποίας σε όλα τα εισερχόμενα δεδομένα καθορίζεται από ένα σύνολο κανόνων: ντετερμινιστικό/πεπερασμένο ~. Θεωρία (τυπικών) γλωσσών/υπολογισμών και ~ων. [< 1: αγγλ. automatic (weapon), 1902, 2: αρχ. αὐτόματα, γαλλ. automate 3: αγγλ. automaton, 1951]

βουτώ

βουτώ [βουτῶ] βου-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βουτάς ... | βούτ-ηξα, -ιέται, -ήχτηκε, -ηγμένος, -ώντας} & βουτάω 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό: ~ηξε το παξιμάδι στον καφέ/το πινέλο στην τέμπερα/το σφουγγάρι στη σαπουνάδα. ~ηξε το μωρό στην κολυμπήθρα (ενν. ο παπάς κατά τη βάφτιση). Τα μελομακάρονα ~ιούνται στο μέλι. Τα πόδια του ~ήχτηκαν στη λάσπη (= βούλιαξαν, βυθίστηκαν, χώθηκαν). ~ηγμένος μέχρι τη μέση στο νερό.|| (μτφ., για κάτι που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό) Πόλη ~ηγμένη στο νέφος/στο σκοτάδι (= βυθισμένη). ~ηγμένοι στον ιδρώτα (= πολύ ιδρωμένοι, κάθιδροι). 2. πέφτω από ύψος στο νερό ή στο έδαφος· κάνω βουτιά: ~ηξε (από τα βράχια) στη θάλασσα/σε βάθος ... μέτρων. ~ηξαν για σφουγγάρια/να πιάσουν τον σταυρό (: στην εορτή των Θεοφανείων). Πβ. καταδύομαι.|| ~ηξε στο κενό (: έπεσε, ενν. για να αυτοκτονήσει).|| (μτφ.) Ο ήλιος ~ηξε στη θάλασσα (= έδυσε). Ο Γενικός Δείκτης ~ηξε στις ... μονάδες (: για μεγάλη πτώση). 3. (προφ.) αρπάζω απότομα, σφιχτά και βίαια: Τον ~ηξε από τον γιακά/τον λαιμό/τα μαλλιά/τον ώμο. Τους ~ηξαν και τους κόλλησαν στον τοίχο.|| Τον ~ηξαν (= συνέλαβαν) τα όργανα της τάξεως. ΣΥΝ. αδράχνω, γραπώνω (1) 4. (μτφ.-προφ.) κλέβω: Μου ~ηξαν το κινητό/το πορτοφόλι/την τσάντα. ● Παθ.: βουτήχτηκε/έχει βουτηχτεί (μτφ.-προφ.): περιήλθε σε δυσάρεστη θέση, κατάσταση: Η χώρα ~ στο πένθος. ~ (μέχρι τον λαιμό) στη διαφθορά.|| ~ηγμένος στην αμαρτία/στα ναρκωτικά (= πνιγμένος, χωμένος). Πβ. βουλιάζω, βυθίζομαι. ● ΦΡ.: πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου (μτφ.): προτού πεις κάτι, να το σκεφτείς καλά., βουτηγμένος στο αίμα βλ. αίμα, κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) βλ. κολυμπώ, πνίγεται/είναι βουτηγμένος/έχει βουλιάξει στα χρέη βλ. χρέος [< μεσν. βουτώ, γαλλ. tremper]

βρομόγλωσσα

βρομόγλωσσα βρο-μό-γλωσ-σα ουσ. (θηλ.) & βρωμόγλωσσα (υβριστ.): βρομόστομα.

γερμανικός

γερμανικός, ή, ό γερ-μα-νι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τη Γερμανία ή/και τους Γερμανούς: ~ές: χώρες (: με γλώσσα και πολιτισμό ~ό).|| (ΙΣΤ.) Η ~ή Κατοχή (1941-44· βλ. ναζιστ-, χιτλερ-ικός). 2. (μτφ.) που μοιάζει με Γερμανό ως προς τον χαρακτήρα και τη νοοτροπία: ~ή: οργάνωση/πειθαρχία. ● Ουσ.: Γερμανικά (τα) & (επίσ.) Γερμανική (η): η γερμανική γλώσσα και το αντίστοιχο μάθημα. ● ΣΥΜΠΛ.: γερμανικές γλώσσες: ΓΛΩΣΣ. κλάδος της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών στον οποίο ανήκουν τα Αγγλικά, Γερμανικά, Γοτθικά (και άλλες παλαιές γλώσσες), Ολλανδικά, Δανικά, Σουηδικά, Νορβηγικά, Ισλανδικά. Βλ. τευτονικός. [< γαλλ. langues germaniques ] , γερμανικό (νούμερο) 1. (στρατ. αργκό) σκοπιά δύο με τέσσερις τα ξημερώματα. 2. (κατ΄επέκτ.) δύσκολη υπηρεσία, υπερωρία ή ξενύχτι., γερμανική/ελβετική ακρίβεια βλ. ακρίβεια1, γερμανικός ποιμενικός βλ. ποιμενικός [< μτγν. γερμανικός]

γκομενιάρης

γκομενιάρης γκο-με-νιά-ρης ουσ. (αρσ.) (προφ.-μειωτ.) : άνδρας που επιδιώκει να έχει ή κάνει πολλές και κατά κανόνα επιφανειακές ερωτικές σχέσεις. Πβ. γυναικάς, ερωτύλος, μουρντάρης, μπερμπάντης. Βλ. -ιάρης. ΣΥΝ. γκομενάκιας

γλωσσικός

γλωσσικός, ή, ό γλωσ-σι-κός επίθ.: που αναφέρεται στη γλώσσα ως σύστημα επικοινωνίας ή (σπάν.) ως μέλος του σώματος: ~ός: έλεγχος/θησαυρός/κώδικας/όρος/πλουραλισμός/πλούτος/προγραμματισμός/σχεδιασμός/τύπος. ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/άσκηση/διαίσθηση/διαταραχή (βλ. δυσλεξία, τραυλισμός)/διδασκαλία/δομή/εκμάθηση/εκπαίδευση/επικοινωνία/επιστήμη (πβ. γλωσσολογία)/έρευνα/ετερότητα/ευαισθησία/ιδεολογία/ιδιαιτερότητα/καλλιέργεια/κατάκτηση/κληρονομιά/κοινότητα/μειονότητα/μεταβολή (βλ. διαχρονία)/μετακίνηση (= ~ή μετατόπιση)/μεταρρύθμιση/παιδεία/παραδρομή (βλ. σαρδάμ)/ποικιλία (βλ. διάλεκτος)/πολιτική/πολυμορφία/συμπεριφορά. ~ό: ενδιαφέρον/ένστικτο/ερέθισμα/ιδίωμα/κριτήριο/λάθος (πβ. μαργαριτάρι)/μάθημα/μωσαϊκό/ολίσθημα/όργανο (: η γλώσσα)/πρόβλημα/πρότυπο/σύστημα/υλικό (βλ. κόρπους)/ύφος/φαινόμενο. ~οί: φραγμοί. ~ές: δεξιότητες/διακρίσεις/στάσεις (: αντιλήψεις για τη γλώσσα). ~ά: δικαιώματα/εργαλεία (βλ. αυτόματος μεταφραστής)/παιχνίδια (: παιχνίδια με τη γλώσσα· βλ. γλωσσοδέτης)/στερεότυπα/στοιχεία/χαρακτηριστικά. Βλ. δι~, εθνο~, εξω~, μετα~, παρα~, πολυ~.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) ~oί: μύες. ~ά: άγκιστρα (πβ. σιδεράκια). ● ΣΥΜΠΛ.: γλωσσική επιτέλεση/πραγμάτωση: ΓΛΩΣΣ. (στη γενετική-μετασχηματιστική γραμματική) η χρήση της γλώσσας σε πραγματικές συνθήκες επικοινωνίας σε αντιδιαστολή προς τη γλωσσική ικανότητα· συνεκδ. τα συγκεκριμένα εκφωνήματα ενός ομιλητή. [< αγγλ. (linguistic) performance, 1963] , γλωσσική ικανότητα: ΓΛΩΣΣ. (στη γενετική-μετασχηματιστική γραμματική) η έμφυτη ικανότητα των ομιλητών μιας γλώσσας να παράγουν και να καταλαβαίνουν απεριόριστο αριθμό προτάσεων. [< αγγλ. (linguistic) competence, 1962] , γλωσσική πράξη & λεκτική πράξη: ΓΛΩΣΣ. η γλώσσα ως ενέργεια (απειλή, απολογία, δήλωση, διαταγή, κατηγορία, παράκληση, προειδοποίηση, υπόσχεση) σε δεδομένη περίσταση επικοινωνίας. Bλ. πραγματολογία, προθετικότητα. [< αγγλ. speech act, 1946] , γλωσσικό (ζήτημα): ΓΛΩΣΣ. (ιδ. για τη νεότερη Ελλάδα) το πρόβλημα της συνύπαρξης καθαρεύουσας και δημοτικής και η διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών τους. Βλ. διγλωσσία, διμορφία., γλωσσικό σημείο: ΓΛΩΣΣ. μοναδικός και συμβατικός συνδυασμός σημαίνοντος (μορφής) και σημαινομένου (περιεχομένου). Βλ. αυθαιρεσία, λέξη. [< γαλλ. signe linguistique] , γλωσσικός άτλαντας: ΓΛΩΣΣ. χάρτες όπου καταγράφονται ανά περιοχή γλώσσες, διάλεκτοι, ιδιώματα και γλωσσικές ποικιλίες. Βλ. γλωσσογεωγραφία, ισόγλωσσο. [< αγγλ. linguistic atlas, 1917] , (γλωσσικό) δάνειο βλ. δάνειο, (γλωσσικός) δανεισμός βλ. δανεισμός, γλωσσική αγωγή βλ. αγωγή, γλωσσική επίγνωση βλ. επίγνωση, γλωσσική τεχνολογία βλ. τεχνολογία, γλωσσικό αίσθημα βλ. αίσθημα, γλωσσικό περιβάλλον βλ. περιβάλλον, γλωσσικοί πόροι βλ. πόρος, γλωσσικός θάνατος βλ. θάνατος, οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια βλ. οικογένεια [< γαλλ. lingual, αγγλ. linguistic]

Δαβίδ

Δαβίδ Δα-βίδ ουσ. (αρσ.) {άκλ.}: κυρ. στη ● ΦΡ.: Δαβίδ και Γολιάθ (ΠΔ): δύο αντίπαλοι με τεράστια διαφορά δύναμης: ματς μεταξύ ~ ~. Πολιτική αναμέτρηση/σύγκρουση ~ ~. [< εβραϊκό Dāwīd ‘αγαπητός’]

δι- & δί- & δισ-

δι- & δί- & δισ-: λεξικό πρόθημα που δηλώνει ότι κάτι διαθέτει δύο στοιχεία, είναι δύο φορές μεγαλύτερο ή διαρκεί δύο φορές περισσότερο από αυτό που εκφράζει το β' συνθ.: δι-κέφαλος/~κοτυλήδονος/~μερής/~μέτωπος/~σημία/~σύλλαβος/~ώροφος. Δί-κλινο/~κροκος/~μορφος/~πατος/~στηλος/~στιχος. Δισ-διάστατος.|| Δι-πλάσιος.|| Δι-ήμερος/δί-μηνος. Πβ. δυ-.

διατύπωση

διατύπωση δι-α-τύ-πω-ση ουσ. (θηλ.): γραπτή ή προφορική έκφραση άποψης, σκέψης: απλή/ατυχής/επιγραμματική/λάθος/προσεκτική/σαφής/σκληρή ~. ~ αντιρρήσεων/γνώμης/διαφωνίας/πρότασης. Ο γραπτός του λόγος υστερεί στη ~.|| (προφ.) Δεν μου αρέσει αυτή η ~, άλλαξέ τη.|| (ΝΟΜ.) Τελική ~ άρθρου του Συντάγματος. Το περιεχόμενο και η ~ της διάταξης. Βλ. ανα~, επανα~.διατυπώσεις (οι): σύνολο γραφειοκρατικών διαδικασιών που ακολουθούνται για τη διεκπεραίωση υπόθεσης: τελωνειακές ~. ~ υποβολής δηλώσεων. Χωρίς άλλες/ιδιαίτερες/περιττές/πολλές ~. [< γαλλ. formalités] [< αρχ. διατύπωσις ‘ζωηρή περιγραφή’, γερμ. Ausdruck]

επίσημος

επίσημος, η, ο [ἐπίσημος] ε-πί-ση-μος επίθ. 1. που προέρχεται από συγκεκριμένη εξουσία, διοίκηση, Αρχή, που έχει θεσπιστεί κυρ. από το κράτος· που τυγχάνει γενικής αναγνώρισης· που ισχύει τυπικά, αλλά όχι απαραίτητα και ουσιαστικά: ~η: αργία (πβ. εθνική εορτή)/θρησκεία/κατοικία (αξιωματούχου)/ονομασία (κράτους)/συμφωνία. ~ο: νόμισμα/όργανο (κόμματος). Το ~ο κράτος. Η ~η ιατρική (βλ. εναλλακτική). Πβ. καθιερωμένος, νόμιμος.|| (για πρόσ. ή εταιρεία) ~ος: αντιπρόσωπος/εισαγωγέας/φορέας/χορηγός (εκδήλωσης, οργάνωσης). ~ο: κατάστημα (αθλητικής ομάδας). ~οι: κύκλοι (: πολιτικοί ή δημοσιογραφικοί)/ομιλητές (: σύμφωνα με το πρόγραμμα συνεδρίου). Πβ. εξουσιοδοτημένος.|| (για έντυπο, έρευνα, πληροφορία) ~η: απογραφή/εφημερίδα/ιστοσελίδα/μετάφραση/στατιστική. ~ο: ανακοινωθέν/αντίγραφο (βλ. επικυρωμένος)/έγγραφο (π.χ. ταυτότητα)/πιστοποιητικό/πόρισμα. ~ες: δηλώσεις/πηγές. ~α: αποτελέσματα (εκλογών)/αρχεία/παραστατικά/πρακτικά. Σύμφωνα με ~α στοιχεία ... Πβ. αξιόπιστος, έγκυρος. Βλ. ημι~.|| Ο ~ λόγος της παραίτησής του. Η ~η εκδοχή (των γεγονότων)/θέση (της κυβέρνησης). ΑΝΤ. ανεπίσημος (1), άτυπος (1) 2. που ακολουθεί ένα ορισμένο τυπικό και έχει συνήθ. δημόσιο ή/και εορταστικό χαρακτήρα: ~ος: εορτασμός. ~η: ανάληψη (καθηκόντων)/έκδοση/έναρξη (αγώνων)/επίσκεψη (του πρωθυπουργού)/ημέρα (κυκλοφορίας προϊόντος)/πρόσκληση/συνεδρίαση/τελετή/υποδοχή. ~ο: γεύμα/δείπνο/ματς (βλ. φιλικό)/συμβόλαιο. ~οι: χαιρετισμοί. ~ες: εκδηλώσεις/συναντήσεις. ~α: εγκαίνια (βλ. προεγκαίνια). Η ~η πρώτη του έργου (= πρεμιέρα).|| ~ος: τόνος. ~ο: ύφος. Πβ. επιβλητικός, πομπώδης. ΑΝΤ. άτυπος (1) 3. (για ένδυση) που φοριέται σε ειδικές περιστάσεις, όπως γιορτές, σε αντιδιαστολή με το καθημερινό ή το πρόχειρο: ~η: στολή. ~ο: ένδυμα/κουστούμι (βλ. γαμπριάτικο, σμόκιν)/φόρεμα (βλ. τουαλέτα). ~α: ρούχα. Πβ. αμπιγιέ, εορταστικός, κυριλέ. Βλ. απλός, κάζουαλ, σπορ. 4. επιφανής, διακεκριμένος: ~οι: καλεσμένοι/προσκεκλημένοι. ~α: πρόσωπα. Πβ. βιπ, διάσημος. ● Ουσ.: επίσημοι (οι) {επισήμ-ων}: (κρατικοί) αξιωματούχοι, εξέχουσες προσωπικότητες του δημόσιου βίου: ξένοι ~. Αποχώρηση/άφιξη/εξέδρα/θέσεις/θύρα/προσέλευση/υποδοχή (των) ~ων. ● επίρρ.: επίσημα & (λόγ.) επισήμως ● ΣΥΜΠΛ.: επίσημα χείλη: για πρόσωπο που είναι αρμόδιο και συνήθ. εκπροσωπεί έναν φορέα: Από ~ ~ της εταιρείας/της κυβέρνησης ακούγεται ότι ... Η δήλωση/είδηση προέρχεται από ~ ~., επίσημη γλώσσα: που η χρήση της έχει αναγνωριστεί καταστατικά από κράτος ή οργανισμό για τη σύνταξη επίσημων κειμένων: οι ~ες ~ες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η καθιέρωση της Δημοτικής ως ~ης ~ας το 1976. , επίσημη γραμμή βλ. γραμμή, επίσημη ώρα βλ. ώρα, επίσημη/τυπική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, μη επίσημη/μη τυπική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση ● ΦΡ.: με επίσημο τρόπο: σύμφωνα με το τυπικό: Η πρόταση κατατέθηκε ~ ~. [< αρχ. ἐπίσημος, αγγλ. official, formal, γαλλ. officiel]

ιδιόλεκτος

ιδιόλεκτος [ἰδιόλεκτος] ι-δι-ό-λε-κτος ουσ. (θηλ.) {ιδιολέκτ-ου} & ιδιόλεκτο (το): ΓΛΩΣΣ. το σύνολο των ιδιαίτερων γλωσσικών στοιχείων, φωνολογικών, μορφολογικών, συντακτικών, λεξιλογικών, που χαρακτηρίζουν την ομιλία ενός ανθρώπου. Βλ. διάλεκτος, ιδίωμα, κοινωνιόλεκτος, ύφος. [< αγγλ. idiolect, 1948, γαλλ. idiolecte, περ. 1960]

ινδοευρωπαϊκός

ινδοευρωπαϊκός, ή, ό [ἰνδοευρωπαϊκός] ιν-δο-ευ-ρω-πα-ϊ-κός επίθ.: που σχετίζεται με τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ή τους Ινδοευρωπαίους: (ΓΛΩΣΣ.) ~ή: γλωσσολογία/θεωρία/καταγωγή/ρίζα.|| ~ά: φύλα. ● Ουσ.: Ινδοευρωπαϊκή (η) (επίσ.) & Ινδοευρωπαϊκά (τα): ΓΛΩΣΣ. υποθετική μητέρα γλώσσα των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Βλ. πρωτόγλωσσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: ΓΛΩΣΣ. οικογένεια γλωσσών οι οποίες παρουσιάζουν κοινά στοιχεία ως προς το λεξιλόγιο και τη δομή εξαιτίας της προέλευσής τους από μία αρχική μητέρα γλώσσα και οι οποίες εξαπλώθηκαν αρχικά στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης και της Ασίας και έπειτα σε όλο σχεδόν τον κόσμο. [< γαλλ. indo-européen, αγγλ. Ιndo-Εuropean]

ιππόγλωσσα

ιππόγλωσσα [ἱππόγλωσσα] ιπ-πό-γλωσ-σα ουσ. (θηλ.) & ιππόγλωσσος (ο): ΙΧΘΥΟΛ. μεγάλο ψάρι (επιστ. ονομασ. Hippoglossus vulgaris) με πεπλατυσμένο σώμα, που ζει στον βόρειο Ατλαντικό και Ειρηνικό ωκεανό και είναι περιζήτητο για το νόστιμο κρέας του.

καλοθελητής

καλοθελητής κα-λο-θε-λη-τής ουσ. (αρσ.) {κ. πληθ. (λαϊκό) καλοθελητ-άδες} (ειρων.): πρόσωπο που σπεύδει να μεταφέρει σε κάποιον δυσάρεστα νέα που τον αφορούν, δήθεν από ενδιαφέρον, αλλά, στην πραγματικότητα, από χαιρεκακία: Όλο και κάποιος ~ θα βρεθεί να του πει ότι ... Πβ. κακοθελητής. Βλ. ανακατώστρας, κουτσομπόλης, πληροφοριοδότης. [< πβ. μεσν. καλοθελητής ‘που θέλει το καλό κάποιου’]

Καρυάτιδα

Καρυάτιδα Κα-ρυ-ά-τι-δα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) Καρυάτις {-ιδος} 1. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. {συνήθ. στον πληθ.} άγαλμα κόρης που υποκαθιστά κίονα ή υποστύλωμα (παραστάδα ή πεσσό). Βλ. άτλας, πρόσταση. 2. (μετωνυμ.) γυναίκα με ωραίο παράστημα. [< μτγν. Καρυᾶτις, γαλλ. cariatide , αγγλ. caryatid, γερμ. Karyatide]

καταπίνω

καταπίνω κα-τα-πί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κατάπια, καταπιώ, καταπίν-οντας} 1. κάνω να κατέβει συνήθ. στερεή ή υγρή τροφή από τη στοματική κοιλότητα στο στομάχι μέσω του οισοφάγου: ~ τις μπουκιές (= τρώω)/μια γουλιά κρασί (= πίνω). ~ει τα πάντα (= καταβροχθίζει). ~ το σάλιο μου (πβ. ξερο~). Κατάπια ένα κουκούτσι! Κατάπιε νερό κολυμπώντας. Δισκία/χάπια που ~ονται αμάσητα/ολόκληρα.|| ~ με βουλιμία/με δυσκολία/με μια χαψιά. Με πονάει ο λαιμός μου και δεν μπορώ να καταπιώ.|| (μτφ.) Κατάπια όλη τη σκόνη (πβ. εισπνέω). Το χώμα κατάπιε (= απορρόφησε) το νερό της βροχής. Το πλοίο το κατάπιε η θάλασσα (= βυθίστηκε). Τους κατάπιαν τα κύματα (= πνίγηκαν). Βλ. κατεβάζω, ρουφώ, στραβο~. 2. (μτφ.) πιστεύω ή δέχομαι κάτι, συνήθ. αρνητικό, εύκολα, αναντίρρητα, αδιαμαρτύρητα: Μην ~εις τα παραμύθια/ψέματα που σου λέει (πβ. μασώ, χάφτω).|| ~ει ένα-ένα τα φαρμάκια/τον εξευτελισμό/τις πίκρες/τις προσβολές (= υπομένει). Το κατάπια (= ανέχτηκα) κι αυτό! Πβ. το κάνω γαργάρα. 3. (μτφ.) δεν αφήνω να εκδηλωθεί, συγκρατώ: Κατάπιε τα δάκρυά/τον θυμό/τα λόγια του. Πβ. καταπνίγω, χαλιναγωγώ. ● ΦΡ.: άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη (προφ.): για κάποιον ή κάτι που χάθηκε ξαφνικά, απροσδόκητα: Μα πού εξαφανίστηκε; ~ ~! Δεν το βρίσκω πουθενά! ~ ~! Βλ. άφαντος., κατάπιε τη γλώσσα του (μτφ.): σε περιπτώσεις που παραμένει κάποιος σιωπηλός: Γιατί δε μιλάς; Κατάπιες ~ σου; Πβ. μένω άναυδος., διυλίζει τον κώνωπα (και καταπίνει την κάμηλον) βλ. διυλίζω, ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί βλ. ανοίγω, σαν να έχει καταπιεί μπαστούνι βλ. μπαστούνι, φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! βλ. γλώσσα [< αρχ. καταπίνω]

κλισέ

κλισέ κλι-σέ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. παγιωμένη φράση που χρησιμοποιείται πολύ, με αποτέλεσμα να έχει χάσει πλέον την πρωτοτυπία και το νόημά της· γενικότ. οτιδήποτε τυποποιημένο, στερεοτυπικό: γλωσσικά (βλ. ξύλινη γλώσσα)/λεκτικά ~. Πβ. κοινοτοπία.|| (ως επίθ.) ~ ατάκες.|| Κινηματογραφικά (= συνηθισμένα θέματα ταινιών)/κοινωνικά ~ . 2. ΤΥΠΟΓΡ. η μεταλλική τυπογραφική πλάκα που χρησιμοποιείται στη στερεοτυπία: ~ φλεξογραφίας. ΣΥΝ. στερεότυπο (2) [< γαλλ. cliché]

κόβω

κόβω κό-βω ρ. (αμτβ. κ. μτβ) {έκοψε, κόψει, προστ. κόψε (κόφτο κ. κόφ' το), -ψ(ε)τε, κόπ-ηκε, -εί, κομμένος, κόβ-οντας} & (σπάν.-λόγ.) κόπτω 1. αποσπώ, ξεχωρίζω, αφαιρώ κάτι από ένα μεγαλύτερο σύνολο: ~ τα κλαδιά (= κλαδεύω)/σύκα. ~ονται δέντρα (βλ. υλοτομώ). Έκοψα (= μάζεψα) λίγα λουλούδια. Μου ~εις λίγο ψωμί (ενν. κομμάτι); Μου ~ηκε (= έφυγε) ένα κουμπί. ~ει άρθρα από εφημερίδες/περιοδικά. ~ τα γένια/το μουστάκι (= ξυρίζω)/τα νύχια/τις φαβορίτες μου. Έκοψες τα μαλλιά σου (= κουρεύτηκες); Έκοψε (= έσκισε) μια σελίδα από το τετράδιο. Πβ. αποκόπτω, αποχωρίζω.|| Έκοψαν (= λογόκριναν) τις ερωτικές σκηνές.|| (μτφ.-προφ.) Δεν μου έκοψε τίποτα (: δεν μου έκανε έκπτωση). Το κάπνισμα ~ει χρόνια από τη ζωή. 2. (προφ.) παύω, σταματώ, διακόπτω: ~ τα γλυκά (= δεν τρώω)/τον καφέ/το ποτό (= δεν πίνω). Έχω κόψει το κάπνισμα/τσιγάρο (: δεν καπνίζω πια). Δεν ~εις την πλάκα; Κόφ' το δούλεμα! Συνέχεια με ~εις, όταν μιλάω. Ή θα μιλήσουμε ειλικρινά ή ~ουμε εδώ την κουβέντα/τη συζήτηση! (Πάνω) στο καλύτερο μας έκοψες! Έκοψε κάθε επαφή/σχέση μαζί της (: δεν επικοινωνεί καθόλου).|| (μτφ.) Μη μου ~εις την τύχη!|| Η σειρά ~ηκε (: έπαψε να προβάλλεται). Έκοψαν (= ακύρωσαν, ματαίωσαν· βλ. αναβάλλω) τη συναυλία εξαιτίας των επεισοδίων.|| Του ~ηκε η γλώσσα (: δεν ήξερε τι να πει)/το κέφι (= χάλασε η διάθεσή του).|| Ο αέρας έκοψε (= κόπασε) τελείως.|| (ειδικότ. για διακοπή παροχής αγαθού, υπηρεσίας) ~ηκε το νερό/ρεύμα/η σύνδεση (στο ίντερνετ). Από χθες μου κόψανε το τηλέφωνο. Πβ. αποσυνδέω. 3. (ειδικότ.) καταργώ, μειώνω, περιορίζω: ~ την αναβολή μου. Μου έκοψαν το χαρτζιλίκι/την υποτροφία. ~ουν άδειες/δρομολόγια/επιδόματα/θέσεις εργασίας/παροχές/συντάξεις.|| ~ (= ελαττώνω τα έξοδα) κι από το φαγητό, για να τα βγάλω πέρα. Πβ. κουτσουρεύω, περικόπτω, πετσοκόβω.|| Οι δουλειές τώρα τελευταία έχουν κόψει (= λιγοστέψει). 4. (για δέρμα ή μέλη του σώματος) πληγώνω, τραυματίζω, συνήθ. με κοφτερό αντικείμενο, με αποτέλεσμα να τρέξει αίμα: Έκοψε το δάχτυλό του. ~ηκα στο ξύρισμα. Πρόσεξε, θα/μην ~είς!|| Του 'κόψαν/του κόψανε το δεξί πόδι/το κεφάλι (= τον αποκεφάλισαν, καρατόμησαν).|| (μτφ.) ~ηκαν (= κουράστηκαν, πόνεσαν) τα χέρια μου από τα ψώνια. 5. (προφ.) απορρίπτω, αφήνω· αποκλείω: Μ' έκοψαν στις εξετάσεις. Ο καθηγητής έκοψε τη μισή τάξη. ~ηκε με τέσσερα (: σε βαθμολογική κλίμακα με άριστα το δέκα)/στην έκθεση/στο τεστ. Αν δεν διαβάσεις, θα ~είς. ~ηκε από απουσίες (: δεν προάγεται). Λυπάμαι, ~ήκατε (= αποτύχατε. ΑΝΤ. περνώ).|| (για υποψήφιο κόμματος) ~ηκε από το ψηφοδέλτιο. 6. βγάζω, δίνω, εκδίδω, τυπώνω: ~ει απόδειξη (παροχής υπηρεσιών)/επιταγή/τιμολόγιο. Μου έκοψε κλήση/πρόστιμο για ... Η εταιρεία έχει κόψει μέρισμα ύψους ... || ~ηκαν νομίσματα (: κυκλοφόρησαν). 7. (προφ.) (για το τιμόνι) στρίβω απότομα, εντελώς: Έκοψε όλο το τιμόνι δεξιά. 8. (προφ.) εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι: Μου ~εις τον δρόμο (= κλείνεις)/τον ήλιο/τη θέα (: δεν μπορώ να δω· πβ. κρύβω)!|| (ΑΘΛ.) Καθυστέρησε να σουτάρει και ~ηκε (πβ. ανακόπηκε, αναχαιτίστηκε) από τους αμυντικούς. 9. (σπάν.-προφ.) ξεκόβω: Έκοψε (= απομακρύνθηκε) απ' όλους τους παλιούς του φίλους. 10. διαιρώ, (δια)χωρίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη, χρησιμοποιώντας συνήθ. κοφτερό εργαλείο: ~ το κρέας (= κομματιάζω, τεμαχίζω) με το μαχαίρι. ~ ένα καρπούζι στη μέση. ~ τις μελιτζάνες σε (λεπτές/χοντρές) λωρίδες/ροδέλες/φέτες (βλ. ψιλο~). ~ ξύλα με το πριόνι (= πριονίζω, πβ. πελεκώ). Ο δυνατός άνεμος έκοψε το σχοινί. Έκοψε την κορδέλα των εγκαινίων. Ο σύλλογος θα κόψει τη βασιλόπιτα. Ο κιμάς ~εται παρουσία του πελάτη. ~ηκε η αλυσίδα/~ηκαν τα καλώδια. Μηχανή που ~ει (= αλέθει) καφέ.|| (σε χαρτοπαίγνια) Έκοψε (την τράπουλα) και μοίρασε.|| (ΓΕΩΜ.) Η ευθεία ~ει (= τέμνει) τον κύκλο στο σημείο ...|| Δρόμοι που ~ονται από ρυάκια.|| (μτφ.) Η χώρα ~ηκε στα δύο λόγω της κακοκαιρίας (: συνήθ. όταν είναι αδύνατη η κυκλοφορία οχημάτων σε κάποιο σημείο του εθνικού οδικού δικτύου).κόβει (προφ.) 1. είναι κοφτερός, κατάλληλος για κοπή: Πάρε το άλλο μαχαίρι, ~ καλύτερα. 2. στενεύει: Με ~ουν (= με χτυπάνε) τα παπούτσια μου. 3. αλλοιώνεται, χαλά: ~ψε το αβγολέμονο/η κρέμα γάλακτος. ΑΝΤ. δένει.|| (για χρώματα) ~ουν στον ήλιο (: ξεβάφουν, ξεθωριάζουν). ● Παθ.: κόβομαι (προφ.): ενδιαφέρομαι έντονα, μου αρέσει πάρα πολύ: Δεν ~ να γυρίσω πίσω. Γιατί ~εσαι τόσο για το τι λένε οι άλλοι για σένα; Πβ. κόπτομαι. ● ΦΡ.: θα σου κόψω τα πόδια! (μτφ.-απειλητ.): Αν κάνεις να φύγεις, ~ ~!, θα σου κόψω τη γλώσσα (μτφ.): ως απειλή σε κάποιον που αυθαδιάζει ή λέει κακίες., κόβω (κάποιον) (αργκό) 1. σχηματίζω άποψη, εντύπωση για κάποιον: Μια χαρά σε ~. Σας ~ κακόκεφους. Τον έκοψα αμέσως (: κατάλαβα τον χαρακτήρα του). Πβ. παίρνω χαμπάρι/είδηση/πρέφα/μυρωδιά. 2. κοιτάζω, παρατηρώ: Την έκοβε για πολλή ώρα. Πβ. κοζάρω, παρακολουθώ, φερμάρω., κόβω (τους) δεσμούς & τον δεσμό (μτφ.): δεν έχω πια επαφή, σχέση με κάποιον ή κάτι: Ποτέ δεν έκοψε ~ με την οικογένειά/την πατρίδα του. Είναι αποφασισμένη να κόψει ~ με το παρελθόν., κόβω αντιδράσεις (νεαν. αργκό): βλέπω, παρατηρώ τις αντιδράσεις των άλλων: Τρελαίνομαι να τους πειράζω, για να ~ ~., κόβω κίνηση (νεαν. αργκό): παρακολουθώ με προσοχή τον κόσμο που βρίσκεται σε ένα μέρος ή διέρχεται από αυτό· γενικότ. προσέχω, παρατηρώ μια διαδικασία, κατάσταση, για να αντλήσω πληροφορίες: Κοίταζε (αριστερά-δεξιά/τριγύρω)/κοντοστάθηκε, για να κόψει ~.|| Προτείνω να πάμε στα μαγαζιά να κόψουμε ~., κόβω ταχύτητα: επιβραδύνω: Κόψε ~ και πιάσε δεξιά. Το μετρό/πλοίο/ο συρμός έκοψε ~. Δεν πρόλαβε να κόψει ~ (πβ. φρενάρω)., κόβω το κεφάλι/χέρι μου & το δεξί μου χέρι (μτφ.-προφ.): (για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα) βάζω στοίχημα: ~ ~ ότι κάπου σε έχω ξαναδεί. Πβ. βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο, βάζω το χέρι μου στη φωτιά, παίρνω όρκο. [< γαλλ. en donner sa tête/main à couper] , κόβω το λαιμό/το σβέρκο μου (μτφ.-προφ.) 1. ως έκφραση έντονης βεβαιότητας: ~ ~ ότι αυτός το έκανε/ότι δεν θα έρθει. 2. {κυρ. στο β' εν.} (ως έκφρ. θυμού) για κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει: Κόψε ~, το θέλω ως το Σάββατο. Να κόψεις ~ σου να το λύσεις/φτιάξεις. 3. για να δηλωθεί αδιαφορία, περιφρόνηση: Ας/δεν πάει να κόψει ~ του (: δεν με νοιάζει τι θα κάνει)., κόβω τον ομφάλιο λώρο (μτφ.): παύω να εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι: Ποτέ δεν έκοψε ~ με τη μητέρα του., κόφτο & κόφ' το (προφ.): (λέγεται απότομα, θυμωμένα σε κάποιον) πάψε, σταμάτα να μιλάς ή να ενοχλείς: ~ είπα/επιτέλους/τώρα! ~ πια, έχεις καταντήσει κουραστικός!, κόψε κάτι (προφ.) 1. (ειρων.) προς κάποιον που υπερβάλλει: ~ ~, πολλά λες. 2. για να ζητηθεί έκπτωση., με κόβει η κοιλιά μου (προφ.): έχω διάρροια., το κόβω (αργκό) 1. νομίζω, πιστεύω: ~ ~ δύσκολο να προλάβω. Αν και καλή ιδέα, δεν ~ ~ να γίνεται. Πώς ~ ~εις, θα την πάρεις τη δουλειά; ΣΥΝ. το βλέπω. 2. (για κάτι ενοχλητικό) σταματώ: (π.χ. προς κάποιους που τσακώνονται) Δεν ~ ~ετε πρωί-πρωί;, το κόβω με τα πόδια (προφ.): πηγαίνω κάπου περπατώντας., του κόβει (προφ.): έχει μυαλό, είναι έξυπνος: Προσπαθεί, αλλά δεν ~ ~ και πολύ. Μέχρι εκεί σας ~. Μα καλά, δεν τους ~ καθόλου;|| Δεν μου 'κοψε να τον ρωτήσω (: δεν το σκέφτηκα)., (μου) κόβεται η όρεξη/χάνω την όρεξή μου βλ. όρεξη, (το) κόβω λάσπη βλ. λάσπη, δεν κόβει ούτε με βαλέ βλ. βαλές, έκοψε η μαγιονέζα βλ. μαγιονέζα, έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου) βλ. νήμα, έχασε τη μιλιά/τη λαλιά του βλ. μιλιά, κάνω/κόβω/φέρνω βόλτες βλ. βόλτα, κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, κόβει και ράβει βλ. ράβω, κόβει μονέδα βλ. μονέδα, κόβει την ανάσα βλ. ανάσα, κόβει το μάτι (του) βλ. μάτι, κόβει/γκρεμίζει τις γέφυρες βλ. γέφυρα, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, κόβω (και) την καλημέρα/δεν λέω ούτε καλημέρα βλ. καλημέρα, κόβω (με το) μαχαίρι βλ. μαχαίρι, κόβω δρόμο βλ. δρόμος, κόβω εισιτήρια βλ. εισιτήριο, κόβω μισθό σε κάποιον βλ. μισθός, κόβω τα χέρια βλ. χέρι, κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον) βλ. φόρα1, κόβω τις φλέβες μου βλ. φλέβα, κόβω τον κώλο βλ. κώλος, κόβω φάτσες βλ. φάτσα, κόβω/ψαλιδίζω τα φτερά κάποιου βλ. φτερό, κόπηκε/έπεσε η γραμμή βλ. γραμμή, με κόβει (η) λόρδα/πείνα βλ. λόρδα, με λούζει/με κόβει κρύος ιδρώτας βλ. ιδρώτας, μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή βλ. αίμα, μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα βλ. αναπνοή, μου κόπηκαν τα ήπατα βλ. ήπαρ, μου κόπηκαν τα πόδια βλ. πόδι, μου κόπηκε/μου πάγωσε το γέλιο βλ. γέλιο, να μου κοπεί το χέρι βλ. χέρι, πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι βλ. κεφάλι, τι σε κόφτει; βλ. κόφτει, το μυαλό του κόβει σαν ξυράφι & μυαλό ξ(ο)υράφι βλ. ξυράφι ● βλ. κομμένος [< μεσν. κόβω, γαλλ. couper, αγγλ. cut]

κωδικοποίηση

κωδικοποίηση κω-δι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. συγκέντρωση και κατάταξη επιμέρους στοιχείων για τη δημιουργία ενός οργανωμένου συνόλου: ~ συμπερασμάτων.|| (κυρ. ΝΟΜ.) ~ διατάξεων/νόμων. Διοικητική ~ των νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων. Βλ. ταξινόμηση. 2. αναπαράσταση ή μετατροπή πληροφορίας σε συγκεκριμένο κώδικα· ο ίδιος ο κώδικας: (ΠΛΗΡΟΦ.) ψηφιακή ~ ήχου/φωνής. ~ κειμένου. Αλγόριθμος/πρόγραμμα/πρότυπα ~ης. Πβ. κρυπτογράφηση. Βλ. γλώσσα μηχανής, δια~, συμβολική γλώσσα.|| Διεθνείς ~ήσεις.|| (απόδοση κωδικού:) ~ προϊόντων με τη μέθοδο του γραμμωτού κώδικα. Βλ. -ποίηση. ΑΝΤ. αποκωδικοποίηση [< 1: γαλλ. codification 2: αγγλ. coding, 1947]

λανθάνων

λανθάνων, ουσα, ον λαν-θά-νων επίθ. {λανθάν-οντος | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (λόγ.): που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτός ή που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί: ~ων: ερωτισμός. ~ουσα: κρίση. ΣΥΝ. υπο~. Πβ. κρυμμένος, υπο-βόσκων, -δόριος, υπόκωφος, υφέρπων.|| (ΙΑΤΡ.) ~ουσα: αιμορραγία/λοίμωξη. Ιός που βρίσκεται/(παρα)μένει (για χρόνια) σε ~ουσα κατάσταση. || ~οντα έργα (λογοτέχνη). ● ΣΥΜΠΛ.: ενδιάμεση/κρυφή/λανθάνουσα μνήμη βλ. μνήμη, λανθάνουσα θερμότητα βλ. θερμότητα ● ΦΡ.: γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) (γνωμ.): τα λάθη που κάνει κάποιος όταν μιλά, λόγω βιασύνης ή απροσεξίας, αποκαλύπτουν τις πραγματικές σκέψεις ή προθέσεις του. [< μτχ. εν. του ρ. λανθάνω, γαλλ. latent]

λέξη

λέξη λέ-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. ΓΛΩΣΣ. μονάδα του λόγου, γλωσσικό σημείο που έχει μορφή και περιεχόμενο (σημασία): λεξικές (ή πλήρεις) και γραμματικές (ή λειτουργικές ή κενές) ~εις. Απλές και μη απλές (: σύνθετες ή παράγωγες) ~εις (βλ. επίθ-, μόρφ-ημα, θέμα). Φωνολογικές ~εις. Οι τύποι μιας ~ης.|| (ΓΡΑΜΜ.) Άκλιτες ή κλιτές ~εις.|| (ΛΕΞΙΚΟΓΡ.) Απαρχαιωμένες/αρχαίες ελληνικές/νέες (= νεολογισμοί)/σπάνιες ~εις. Η ετυμολογία/ο ορισμός μιας ~ης. Καταχώρηση ~εων σε λεξικό. Βλ. λεξιλόγιο.|| Δυσνόητη/κακόηχη/συνθηματική (βλ. πάσγουορντ) ~. Άγνωστες/βασικές/καθημερινές/ξένες/χυδαίες ~εις. Τα γράμματα/η έννοια/η μετάφραση μιας ~ης. Πώς γράφεται/τι σημαίνει η ~ ...; Από πού βγαίνει/προέρχεται η ~ ...; ~ που αρχίζει από/με φωνήεν. Δεν μου 'ρχεται η κατάλληλη ~. Αναζήτηση με ~εις-κλειδιά (: σε βάσεις δεδομένων). || ~εις-συνθήματα (: αλλαγή, επανίδρυση, κάθαρση). 2. κάτι που λέγεται ή γράφεται, σύντομη κουβέντα: Δεν ακούω ~ (για αυτό το ζήτημα)! Δεν μπόρεσε να αρθρώσει/βγάλει ~ (: να μιλήσει). ~ δεν έγραψε στο διαγώνισμα (: έδωσε λευκή κόλλα). Δεν έχουν ανταλλάξει ~ από το πρωί. Θέλω να σου πω δυο ~εις (= λόγια). Ξεστόμισε/χρησιμοποίησε βαριές ~εις (πβ. εκφράσεις). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των δυαδικών ψηφίων που μπορούν να αποθηκευτούν σε έναν καταχωρητή της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας υπολογιστή και ο οποίος αποτελεί πολλαπλάσιο του οκτώ. ● Υποκ.: λεξίδιο (το) {συνήθ. στον πληθ.}: Βλ. -ίδιο., λεξούλα (η): Το μωρό είπε τις πρώτες του ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: λέξη-ταμπού βλ. ταμπού, μήκος λέξης βλ. μήκος, πρωτότυπη λέξη βλ. πρωτότυπος ● ΦΡ.: δεν λέω/δεν βγάζω λέξη (προφ.) 1. δεν λέω τίποτα, δεν μιλώ καθόλου: Δεν έβγαλε ~ από το στόμα του.|| (συχνά απειλητ.) Μην πεις ~ σε κανέναν! Μείνε εδώ ήσυχος και μη βγάλεις ~. Πβ. δεν βγάζω άχνα, σωπαίνω. 2. μόνο στο "δεν βγάζω λέξη": δεν καταλαβαίνω τίποτα: ~ ~ από το κείμενο., δεν μου βγαίνει λέξη (προφ.): δεν μπορώ να εκφραστώ προφορικά ή γραπτά, δεν έχω έμπνευση., δεν παίρνω λέξη πίσω (προφ.): δεν αναιρώ ή δεν μετανιώνω για προηγούμενη δήλωσή μου. ΑΝΤ. το παίρνω πίσω., επί λέξει (λόγ.) & κατά λέξη/(λόγ.) λέξιν: με τα ίδια ακριβώς λόγια: Στην παραίτησή του αναφέρει ~ ~ τα εξής ... Δήλωσε/μου είπε ~ ~ τα ακόλουθα ...|| (ως επίθ.) ~ ~ μετάφραση (= κατά γράμμα, πβ. πιστή, βλ. ελεύθερη). ΣΥΝ. αυτολεξεί, λέξη προς λέξη (1), έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα: παίρνω την οριστική απόφαση, καθορίζω το τέλος, το αποτέλεσμα: Δεν έχω πει ακόμη ~ μου ~. Ο λαός θα πει ~ ~ στις εκλογές. Θέλει να έχει ~ ~ σε όλα. [< γαλλ. avoir le dernier mot ] , λέξη προς λέξη 1. επί λέξει. 2. με κάθε λεπτομέρεια: Τα αφηγήθηκα/είπα όλα ~ ~. [< γαλλ. mot à mot] , με μια λέξη & με δυο λέξεις: με λίγα λόγια, πολύ σύντομα, συνοπτικά: Ανακεφαλαιώνω/περιγράφω/συνοψίζω/χαρακτηρίζω κάτι ~ ~. ~ ~, μου είπε ότι εγώ φταίω. [< γαλλ. en un mot] , ούτε λέξη 1. (+ για) κανένας λόγος, καμία αναφορά: (Δεν είπε) ~ ~ για άδεια. 2. απολύτως τίποτα: Δεν πιστεύω ~ ~ απ' όσα είπες.|| Δεν γνωρίζει ~ ~ (= καθόλου) Γαλλικά., παίζω με τις λέξεις & (σπάν.) παίζω με τα λόγια: κάνω περίεργους συνδυασμούς λέξεων, εκμεταλλεύομαι την πολυσημία τους, για να δημιουργήσω ασάφεια, να οδηγήσω κάποιον σε παρερμηνεία: Στα ποιήματά του ~ει ~.|| Μην ~εις ~! [< γαλλ. jouer sur les mots] , πίσω από τις λέξεις & κάτω από τις λέξεις (μτφ.): αναφορά στο βαθύτερο νόημα φράσης, ενέργειας: Τι κρύβεται ~ ~; Η ουσία ~ ~. Μάθε να διαβάζεις ~ ~ (= ανάμεσα στις/πίσω από τις γραμμές)., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα βλ. κουβέντα, η τελευταία λέξη βλ. τελευταίος, με όλη τη σημασία της λέξης βλ. σημασία, μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις βλ. εικόνα, παιχνίδι με τις λέξεις βλ. παιχνίδι [< μεσν. λέξη < αρχ. λέξις, γαλλ. mot 3: αγγλ. word, 1946]

λόγος

λόγος λό-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. η ανθρώπινη ικανότητα για έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων, γνώσεων, πληροφοριών μέσω της γλώσσας· η πραγμάτωση και οι διάφορες μορφές της: έναρθρος ~. Διαταραχές (βλ. αλαλία, α-, δυσ-φασία, αφωνία, τραυλ-, ψευδ-ισμός)/θεραπεία (πβ. λογοθεραπεία)/κατανόηση/όργανα (πβ. φωνή)/παραγωγή ~ου.|| Αρθρώνω/εκφέρω ~ο (= μιλώ). Συνηθισμένα λάθη στον καθημερινό ~ο. Έχει την ευχέρεια/το χάρισμα του ~ου. Είναι άριστος χειριστής του ~ου.|| Είδη ~ου. Δείκτες ~ου (= κειμενικοί δείκτες). Γραπτός (πβ. γραφή, γράψιμο)/δημοσιογραφικός/έμμετρος ή ποιητικός (= ποίηση)/επιστημονικός/ηλεκτρονικός/πολιτικός/προφορικός (= ομιλία) ~. Αρχαίος/αττικός (βλ. διάλεκτος)/δημοτικός (= δημοτική)/νεοελληνικός (= νεοελληνική) ~ (= γλώσσα). Έντεχνος ~/η τέχνη του ~ου (= λογοτεχνία). 2. αιτία ή σκοπός, πρόθεση: Για τον άλφα ή βήτα ~ο (= για τον ένα ή τον άλλο ~ο) ... Για ~ους αρχής/ασφαλείας/εκδίκησης/σκοπιμότητας/συμφέροντος/τιμής/υγείας ... Για ειδικούς/επαγγελματικούς/ευνόητους/οικογενειακούς/οικονομικούς/πολιτικούς/πολλούς/σοβαρούς/συναισθηματικούς ~ους. Ένας ~ παραπάνω να ... Διερεύνηση των ~ων/συνηθέστεροι ~οι αποτυχίας στο σχολείο. Ο κύριος ~ είναι ότι ... Υπάρχει ~ που ... Δεν συντρέχει/υπάρχει ~ (για) να .../ανησυχίας. Αυτός δεν είναι ~ να αγχώνεσαι. Εξ αυτού του ~ου. Αισθάνεται ότι δεν έχει ~ο ύπαρξης (πβ. νόημα, προορισμό, βλ. κενό). Για ποιο ~ο (πβ. αφορμή) έλειπες; Για κανένα ~ο (να) μη με ενοχλήσετε (: σε καμία περίπτωση). Ζητάει και τον ~ο (= και τα ρέστα) από πάνω. Δεν έχω ~ο να αμφιβάλλω. Ποιοι ~οι επιβάλλουν/ευνοούν/οδηγούν/ωθούν ...; Άγνωστοι παραμένουν οι ~οι (= τα αίτια, κίνητρα) του εγκλήματος. Δέκα ~οι για να κόψετε το κάπνισμα. Επικαλέστηκε προσωπικούς ~ους. Έχω ~ο/τον ~ο μου/τους ~ους μου που το αναφέρω. Δεν είχε ~ο να πει ψέματα. Εξήγησε τους ~ους για τους οποίους (= γιατί) ... Έχει βάσιμους ~ους να πιστεύει ότι ... Το θυμάμαι αυτό που λες, για άσχετο όμως ~ο. Πβ. αιτιο-, δικαιο-λογία. 3. αγόρευση, ομιλία: αποχαιρετιστήριος/αυτοσχέδιος/εναρκτήριος/επικήδειος/θρησκευτικός/καταγγελτικός/πολιτικός/(συνήθ. για κόμμα) προγραμματικός/προεκλογικός ~. Πανηγυρικός ~ για την 25η Μαρτίου. Βγάζω/εκφωνώ ~ο (στη Βουλή/στο δικαστήριο). Γράφω/ετοιμάζω ένα ~ο. Βλ. διάλεξη, διδαχή, κήρυγμα.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΡΗΤΟΡ.) Δικανικοί/επιδεικτικοί/συμβουλευτικοί ~οι. Οι ~οι του Δημοσθένη (βλ. φιλιππικός)/Κικέρωνα. Αγώνας ~ων. 4. ό,τι λέει κάποιος: η αλήθεια των ~ων του. Αναντιστοιχία/συνέπεια ~ων και έργων/πράξεων. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό ~ο για το φαγητό (πβ. εγκώμιο, έπαινος). Τι ~ο ξεστόμισες (: βρισιά, ύβρις)! Έχει πάντα έτοιμο τον κακό τον ~ο (= την κακία).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Πνευματικοί ~οι. ~οι Αγίων. ΣΥΝ. λόγια (1) 5. συζήτηση, αναφορά: Γίνεται (πολύς) ~ για πρόωρες εκλογές/ότι (σπάν. να) ... (: συζητιέται, σχεδιάζεται) Τον ~ο σου είχαμε (: μιλούσαμε, κουβεντιάζαμε για σένα). Πβ. μνεία. 6. υπόσχεση, διαβεβαίωση, δέσμευση: Αθέτησε/κράτησε/τήρησε τον ~ο της. Έχεις τον ~ο μου (πβ. δίνω τον λόγο μου, λόγω τιμής/στον ~ο της τιμής μου). Έμεινε πιστός/φάνηκε συνεπής στον ~ο του. Βασίζομαι στον ~ο σου.|| Είναι άνθρωπος με ~ο (: τιμή). 7. το δικαίωμα να μιλήσει κάποιος: Απευθύνω/αποτείνω/δίνω τον ~ο (σε κάποιον). Του αφαίρεσε τον ~ο. Κύριε ..., έχετε τον ~ο. Και τώρα ο ~ στον πρόεδρο. (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ου.|| (κατ' επέκτ.) Τον ~ο έχει τώρα η δικαιοσύνη (: είναι η σειρά της να αποφασίσει). 8. άποψη, γνώμη με ισχύ: Ο ~ του ακούγεται/μετράει/περνάει (: είναι σεβαστός, τον εκτιμούν). Θα έχει βαρύνοντα ~ο στην τελική απόφαση.|| Δεν υπάκουσε στον ~ο του πατέρα του. Πβ. διαταγή, εντολή, προσταγή. 9. λογική: ορθός ~ (πβ. ορθολογισμός). Η μετάβαση του ανθρώπου από τον μύθο στον ~ο. Πβ. έλλογο, μυαλό, νους. Βλ. υπέρλογο. ΣΥΝ. λογικό ΑΝΤ. άλογο(ν), παράλογο 10. ΜΑΘ. σχέση μεταξύ δύο μεγεθών, η οποία εκφράζεται ως το πηλίκο που προκύπτει, όταν διαιρεθούν μεταξύ τους: 3/4, ο ~ του 3 προς το 4. Ας υποθέσουμε ότι ο ~ α/β είναι σταθερός ... ΣΥΝ. αναλογία (5) ● Υποκ.: λογάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (του) λόγου: ΓΛΩΣΣ. μελέτη της δομής και των κανόνων που διέπουν γλωσσικές μονάδες μεγαλύτερες από την πρόταση (π.χ. παράγραφος, κείμενο, συνομιλία) κυρ. με γραμματικά και σημασιολογικά κριτήρια· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: κριτική ~ ~. Βλ. ανάλυση συνομιλίας, αναφορικ-, συνεκτικ-ότητα, συνοχή. [< αγγλ. discourse analysis, 1952] , (τα) μέρη του λόγου βλ. μέρος, αποχρών λόγος βλ. αποχρών, ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, ενδιάθετος λόγος βλ. ενδιάθετος, εστιακός λόγος βλ. εστιακός, ευθύς λόγος βλ. ευθύς, καθυστέρηση του λόγου/της ομιλίας βλ. καθυστέρηση, ο Λόγος (του Θεού) βλ. θεός, ο λόγος της τιμής βλ. τιμή, πεζός λόγος βλ. πεζός, πλάγιος λόγος βλ. πλάγιος, σπερματικός λόγος βλ. σπερματικός, σχήμα (λόγου) βλ. σχήμα, υποθετικός λόγος βλ. υποθετικός, υποτεταγμένος λόγος βλ. υποταγμένος ● ΦΡ.: από λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): από μένα, σένα ...: Μάθαμε ~ του ότι ..., για λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): για τον εαυτό μου/σου/του ...: ~ σου καλά έπραξες., για τον λόγο ότι ... & (σπάν.-λόγ.) επί τω λόγω ότι ...: γιατί, επειδή, εφόσον., δεν είναι σχήμα λόγου (προφ.): για κάτι που λέγεται κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά ή τυπικά: Θα χαρώ να τα ξαναπούμε· κι αυτό που λέω ~ ~ (: το εννοώ πραγματικά)., δεν μου πέφτει λόγος (προφ.): δεν με αφορά: Αν και (εμένα) ~ ~, θα σε συμβούλευα να φύγεις. Είναι προσωπική της επιλογή και δεν πέφτει ~ σε κανένα., δίνω λόγο 1. δίνω εξηγήσεις για τις ενέργειές μου, απολογούμαι, δικαιολογούμαι: Δεν έχω να δώσω ~ σε κανένα. ΣΥΝ. δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό, λογοδοτώ 2. λογοδίνομαι: Έδωσαν ~ κι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Πβ. αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι. 3. υπόσχομαι: Δώσαμε ~ να ξαναβρεθούμε στο ίδιο μέρος., έχω λόγο: εκφράζω την άποψή μου, συμμετέχω στη λήψη αποφάσεων: Δεν ~ει ~ στη διοίκηση της εταιρείας., ζητώ τον λόγο 1. ζητώ από κάποιον να εξηγήσει τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του: Κανείς δεν πρόκειται να σου ζητήσει ~. 2. (σε επίσημη συζήτηση, συνέλευση) ζητώ το δικαίωμα να μιλήσω: Κύριε Πρόεδρε, ~ ~. Ζήτησε και πήρε ~. [< γαλλ. demander la parole] , κάνω λόγο για ...: αναφέρομαι σε κάτι: Στην ανακοίνωσή/δήλωσή/έκθεσή/συνέντευξή του έκανε ~ για άμεση λήψη μέτρων., λόγο (σ)τον λόγο: κατά την εξέλιξη της συζήτησης: ~ ~ άναψαν τα αίματα., λόγος (και) αντίλογος: διατύπωση άποψης και προβολή της αντίθετής της, στο πλαίσιο του διαλόγου, της ελευθερίας έκφρασης: ~ ~ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αγώνες ~ου (και) ~ου (πβ. αντιλογία, επιχειρηματολογία). Βλ. ντιμπέιτ., λόγου χάρη/χάριν (συντομ. λ.χ.): για παράδειγμα., λόγω και έργω & λόγω ή έργω (λόγ.): με λόγια και/ή πράξεις: Είναι χαρισματική προσωπικότητα ~ ~.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξύβριση., λόγω τιμής & στο(ν) λόγο (της τιμής) μου (προφ.): ως έκφραση διαβεβαίωσης για την αλήθεια, την αξιοπιστία, την εγκυρότητα των λόγων κάποιου: Λόγω τιμής, δεν ξέρω τίποτα. Σου υπόσχομαι, στον λόγο της τιμής μου, δεν θα το ξανακάνω. [< γαλλ. (ma) parole d'honneur] , μετά λόγου γνώσεως (απαιτ. λεξιλόγ.): με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, με σύνεση και λογική, εκ πείρας, υπεύθυνα: Το λέω ~ ~., ο/η/το εν λόγω (λόγ.): για πρόσωπο ή πράγμα που έχει ήδη αναφερθεί, προς αποφυγή επανάληψης ή με ειρωνική χροιά: Με βάση τις διατάξεις του ~ ~ νόμου ... Η επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ~ ~ υποψήφιος δεν διαθέτει προϋπηρεσία. Το ~ ~ προϊόν παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα. Πβ. ο περί ου ο λόγος., ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση (εμφατ.-προφ.): σε περιπτώσεις που δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης: ~ ~ για ξεκούραση, αύριο φεύγουμε. -Μπορείς να με βοηθήσεις; -~ ~ (: βέβαια, θέλει και ρώτημα;)! Συναντηθήκαμε σήμερα, αλλά ~ ~ (: δεν μιλήσαμε καθόλου) για τα χθεσινά. Λίγες μέρες πριν τις διακοπές και για εισιτήρια φυσικά ~ ~ να γίνεται (: έχουν εξαντληθεί)., παίρνω/λαμβάνω τον λόγο: μιλώ ή παρεμβαίνω σε συζήτηση, αφού έρθει η σειρά μου: Πήρε ~ και είπε ... Πρώτος έλαβε ~ ο ..., ποιος ο λόγος να ...;: είναι άσκοπο, ανώφελο, ανούσιο: ~ ~ να πάω, αφού δεν θα έρθει; Πβ. ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος;, που λέει ο λόγος & (σπάν.) ο λόγος το λέει (προφ.): μιλώντας υποθετικά, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα ή μια παροιμία, λαϊκή ρήση: Kαι πενήντα να μαζευτούμε, ~ ~, χωράμε στην αίθουσα. Πβ. ας πούμε, τρόπος του λέγειν.|| Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο, ~ ~., του λόγου/(κι) ελόγου μου/σου/του ... (λαϊκό, συνήθ. ειρων.-μειωτ. για το β' κ. γ' πρόσ.): αντί της προσ. αντων. εγώ, εσύ, αυτός: Έτσι μεγάλωσα και ~ μου (= κι εγώ). Από πού 'ρχεσαι ~ σου; Καλό κουμάσι είναι κι ~ του! ΣΥΝ. αφεντιά, φυσικώ τω λόγω (λόγ.): όπως είναι λογικό, φυσικό., χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) & χωρίς αιτία/λόγο κι αφορμή & (λόγ.) άνευ λόγου (και αιτίας): χωρίς λογική εξήγηση: Κατηγορεί ο ένας τον άλλο ~ ~. Υποστήκαμε τα πάνδεινα ~ λόγο. ΣΥΝ. αδικαιολόγητα, αναίτια ΑΝΤ. δικαιολογημένα, ανάξιος λόγου βλ. ανάξιος, άξιος λόγου βλ. άξιος, για του λόγου το αληθές/το ασφαλές βλ. αληθής, δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί βλ. βλέπω, δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου βλ. δίνω, εν τη ρύμη του λόγου βλ. ρύμη, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, επ' ουδενί (λόγω) βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, ζωή σε (λόγου) σας βλ. ζωή, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο βλ. κουβέντα, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, ο περί ου/η περί ης/το περί ου ο λόγος βλ. περί, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, περί ορέξεως (ουδείς λόγος/κολοκυθόπιτα) βλ. όρεξη, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τι μέρος του λόγου είναι ...; βλ. μέρος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< αρχ. λόγος, γαλλ. langue, parole, raison]

λύνω

λύνω λύ-νω ρ. (μτβ.) {έλυσα, λύσει, λύθηκε, λυθεί, λύνοντας, λυμένος} 1. βρίσκω την απάντηση ή τον τρόπο αντιμετώπισης ενός προβλήματος: ~ σταυρόλεξα. Κατάφερε να λύσει το αίνιγμα/τον γρίφο.|| Έλυσε την εξίσωση λάθος/μέσα σε λίγα λεπτά. Ασκήσεις λυμένες στον πίνακα/στο τετράδιο (ΑΝΤ. άλυτες). Λυμένα θέματα εξετάσεων.|| Μπορείς να μου λύσεις (= εξηγήσεις) μια απορία; Πβ. διευκρινίζω, ερμηνεύω.|| Ντετέκτιβ ανέλαβε να λύσει (= διαλευκάνει, εξιχνιάσει, ξεδιαλύνει) την υπόθεση. Το κυκλοφοριακό δεν ~εται (= αντιμετωπίζεται, επιλύεται) από τη μια μέρα στην άλλη/με ημίμετρα. Μυστήριο που δεν έχει λυθεί (= διασαφηνιστεί) ακόμα.|| Μην ανησυχείς γι' αυτόν, έχει λύσει/λυμένο το οικονομικό του (πβ. τακτοποιώ). Πβ. λύω. 2. χαλαρώνω κάτι ή το αφήνω ελεύθερο: ~ τη ζώνη/τα μαλλιά μου (= ξεπλέκω· ΑΝΤ. μαζεύω, πιάνω)/το μαντίλι/τα σχοινιά. Λύσε το χειρόφρενο. Σου έχουν λυθεί τα κορδόνια. Λυμένη γραβάτα.|| Έλυσε τον σκύλο. Πβ. ξαμολώ. ΑΝΤ. δένω (3) 3. σταματώ κάτι, καταργώ την ισχύ του: ~ (= ακυρώνω) μια σύμβαση/ένα συμβόλαιο/μια συµφωνία. Αποφάσισαν να λύσουν (= διακόψουν, τερματίσουν) την απεργία/τη συνεργασία τους. Πβ. αίρω, παύω.|| Ο γάμος τους λύθηκε κοινή συναινέσει.|| Μετά από σθεναρή αντίσταση, αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία.|| Λύθηκαν τα μάγια. 4. διευθετώ, κανονίζω, τακτοποιώ: Ξέρει να ~ει τις διαφορές του με διάλογο/συζήτηση. Το θέμα λύθηκε δικαστικά/οριστικά. 5. αποσυναρμολογώ: ~ μια μηχανή. Λυμένο όπλο. Πβ. ξεβιδώνω. ΣΥΝ. ξεμοντάρω ΑΝΤ. δένω (7) ● ΦΡ.: λύνει και δένει (μτφ.-προφ.): έχει μεγάλη δύναμη, εξουσία σε κάποιον χώρο· μπορεί να κάνει ό,τι θέλει: ~ ~ στην εταιρεία. ΣΥΝ. κόβει και ράβει, λύνεται η γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): αρχίζω να μιλώ πολύ, με άνεση και χωρίς να ντρέπομαι: Με δυο ποτηράκια, λύθηκε ~ του., λύνω τα χέρια (κάποιου) (μτφ.-προφ.): τον βοηθώ, τον διευκολύνω, τον απαλλάσσω από περιττή ταλαιπωρία ή δεσμεύσεις: Έξυπνες συσκευές που σας ~ουν ~. Με τη νέα υπηρεσία, μου λύθηκαν ~. ΣΥΝ. ελευθερώνω τα χέρια (κάποιου) ΑΝΤ. δένω τα χέρια (κάποιου), δένουν/λύνουν (τους) κάβους βλ. κάβος, έχει λυμένο/λυτό το ζωνάρι του για καβγά βλ. ζωνάρι, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, λύνομαι/χτυπιέμαι στο γέλιο/στα γέλια βλ. γέλιο, λύνω τη σιωπή μου βλ. σιωπή, λύνω το πρόβλημα της ζωής μου βλ. πρόβλημα, μου λύθηκε ο αφαλός από τα γέλια/από τον φόβο βλ. αφαλός [< μεσν. λύνω]

λωρίδα

λωρίδα λω-ρί-δα ουσ. (θηλ.) 1. μακρόστενο κομμάτι από κάποιο υλικό: δερμάτινες/ξύλινες ~ες. ~ υφάσματος (= ταινία· πβ. μπαρέτα· βλ. κορδέλα). ~ες αλουμινίου. Έκοψε το χαρτί σε φαρδιές ~ες. Πβ. λουρίδα. 2. στενόμακρο τμήμα ασφαλτοστρωμένου δρόμου ή γενικότ. εδάφους, επιφάνειας: ~ ανόδου/καθόδου. Κινείται στην αριστερή ~ (: ~ ταχείας κυκλοφορίας). Οδηγούσε στη δεξιά/στη μεσαία ~ (κυκλοφορίας). Αλλάζω ~ (βλ. φλας). ~ έκτακτης ανάγκης (ακρ. ΛΕΑ). ~ για ποδήλατα (= ποδηλατόδρομος). Πβ. ρεύμα. Βλ. λεωφορειο~.|| Αντιπυρικές ~ες (= ζώνες). ~ ξηράς (βλ. ακτή, ισθμός, όχθη).|| Θαλάσσια ~ (βλ. πορθμός).|| ~ φωτός (= δέσμη, στήλη). [< 2: αγγλ. lane]

μητέρα

μητέρα μη-τέ-ρα ουσ. (θηλ.) & (αρχαιοπρ.) μήτηρ {μητρ-ός} 1. γυναίκα που έχει γεννήσει ή υιοθετήσει παιδί ή παιδιά: άγαμη/ανύπαντρη/θετή/θηλάζουσα/εργαζόμενη/μέλλουσα/πολύτεκνη/στοργική/χωρισμένη ~. ~ ανήλικων παιδιών/διδύμων. Το γάλα της ~ας. Η γιορτή της ~ας. Ο δεσμός/η σχέση ~ας-γιου/κόρης. Ορφανός από ~. Αδέρφια από την ίδια ~ (= ομομήτρια). Η ~ του γαμπρού/της νύφης. Ονοματεπώνυμο ~ας/~ός. Ωράριο ~ων. Έγινε ~ σε ηλικία είκοσι ετών. Την έχω σαν (δεύτερη) ~ μου. Η ~ της ~ας μου (= γιαγιά). Πβ. μαμά, μάνα.|| (ως προσφών. σε πεθερά) ~, τι να σας φέρω;|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ του Θεού/Χριστού (: η Παναγία).|| Η ~ των θεών (: διαφορετική για κάθε πολυθεϊστική θρησκεία, π.χ. στην ελληνική μυθολογία η Ρέα). Βλ. πατέρας. 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει. 3. (μτφ.) πηγή δημιουργίας, προέλευσης, γενεσιουργός παράγοντας: η ~ γη/φύση. Η αδικία είναι η ~ της βίας. ● Υποκ.: μητερούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογική μητέρα 1. η γυναίκα που δανείζει τη μήτρα της και γεννά το εμφυτευμένο έμβρυο. 2. εκείνη που γέννησε ένα παιδί, συνήθ. σε αντίθεση με εκείνη που το μεγάλωσε. ΣΥΝ. φυσική. ΑΝΤ. θετή., κοινωνική μητέρα: αυτή που ανατρέφει το παιδί., μητέρα (όλων) των μαχών (μτφ.): η καθοριστική, σημαντικότερη μάχη: Ο αποψινός αγώνας αποτελεί τη ~ ~ για την εθνική μας ομάδα. Η ~ ~ θα κρίνει τον πρωταθλητή., μητέρα γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή από την οποία προήλθαν εξελικτικά άλλες γλώσσες, η κοινή γλωσσική τους πρόγονος: αναγωγή των ευρωπαϊκών γλωσσών σε μια κοινή ~ ~., παρένθετη/φέρουσα/υποκατάστατη μητέρα: αυτή που κυοφορεί γονιμοποιημένο ωάριο άλλης γυναίκας ή γενικότ. γυναίκα που κυοφορεί έμβρυο, το οποίο, όταν γεννήσει, δεν θα το αναθρέψει η ίδια. Βλ. παρένθετη μητρότητα. [< αγγλ. surrogate mother, 1978, γαλλ. mère porteuse/d’emprunt/de substitution, 1984] , πνευματική μητέρα: η νονά· η Εκκλησία ή η Παναγία., τεκμαιρόμενη μητέρα: αυτή που αποκτά παιδί μέσω παρένθετης μητέρας., φυσική μητέρα: εκείνη που κυοφορεί και γεννά το έμβρυο., η μαμά/η μητέρα πατρίδα βλ. μαμά ● ΦΡ.: αργία μήτηρ πάσης κακίας βλ. αργία, η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης/μαθήσεως βλ. μάθηση [< μεσν. μητέρα < αρχ. μήτηρ]

μπερδεύω

μπερδεύω μπερ-δεύ-ω ρ. (μτβ.) {μπέρδ-εψα, -έψει, -εύτηκα, -ευτεί, -εμένος, μπερδεύ-οντας} 1. μπλέκω πράγματα μεταξύ τους, ανακατεύω: ~ τα υλικά/τα χαρτιά/τα χρώματα. Μην ~εις τις γεύσεις, δεν τρώνε ψάρι με κρέας μαζί! ~εύτηκε η κλωστή/το σχοινί κι έγινε κόμπος. Φύσηξε αέρας και ~εύτηκαν οι σελίδες. Έχει ~ευτεί μέσα στο σωρό κι άντε να το βρω.|| ~εύτηκε με το πλήθος και την έχασα. Πβ. μπουρδουκλώνω. ΑΝΤ. ξεμπερδεύω (1) 2. (μτφ.) αδυνατώ να διακρίνω, να ξεχωρίσω διαφορετικά ή παρόμοια πράγματα, συγχέω: ~ει απλές λέξεις/τους αριθμούς/το δεξί και το αριστερό. ~εψε τις ημερομηνίες/το νόημα των λέξεων/τα ονόματα. Τα έχω ~έψει λίγο (στο μυαλό μου). Ο φάκελός σας ~εύτηκε με κάποιον άλλο. ~εύτηκαν τα δέματα στο ταχυδρομείο.|| ~ το όνειρο με την πραγματικότητα.|| (για πρόσ.) Συγγνώμη, σας ~εψα με (: σας πέρασα για) κάποιον άλλον. Μοιάζουν τόσο που τους ~ συνεχώς! 3. (μτφ.) προξενώ σύγχυση: Μη σας ~ει το γεγονός ότι ... Η πολυχρωμία ~ει το μάτι. Με ~ει, δεν το καταλαβαίνω. Μας έχεις ~έψει, τι ακριβώς θέλεις; Η εξήγηση μάλλον μας ~εψε παρά μας διαφώτισε. Προσπάθησε να τον ~έψει, κάνοντας παραπλανητικές ερωτήσεις. 4. (μτφ.) αναμειγνύω σε προβληματική ή ύποπτη υπόθεση: Μη με ~εις στα οικογενειακά σου. Δεν θέλω να ~ευτώ στις διαφορές σας/στους καβγάδες σας. Μην ~εσαι μαζί τους, θα την πατήσεις! Πβ. (ε)μπλέκω. ● Παθ.: μπερδεύομαι {κυρ. στον αόρ.} 1. πιάνομαι σε κάτι και δεν μπορώ να κινηθώ, σκαλώνω: ~εύτηκε στα δίχτυα και ακινητοποιήθηκε/στα καλώδια/στα φουστάνια της κι έπεσε. 2. (μτφ.) παθαίνω σύγχυση, περιέρχομαι σε αμηχανία: Έχω ~ευτεί τελείως με τόσα στοιχεία. Σε μια διασταύρωση ~εύτηκα κι έχασα τον δρόμο. Για μια στιγμή ~εύτηκα και νόμισα πως τον είδα. 3. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) δεν είμαι ξεκάθαρος: Τα πράγματα ~εύτηκαν αρκετά/λίγο/πολύ. ● ΦΡ.: μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω: δεν εκφράζομαι με σαφήνεια, λέω ασυναρτησίες: ~εψε τα λόγια του από τον θυμό/τη χαρά του. Από το πολύ άγχος τα ~εψε. Πβ. χάνω τα λόγια μου. Βλ. μασάω τα λόγια μου., μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου βλ. πόδι, μπλέξαμε/μπερδέψαμε τα μπούτια μας βλ. μπλέκω ● βλ. μπερδεμένος [< μεσν. (ε)μπερδεύω]

Νέρωνας

Νέρωνας Νέ-ρω-νας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) Νέρων (μετωνυμ.): για εμπρηστή, πυρομανή ή για βίαιο, παράλογο και ψυχολογικά ασταθές άτομο: επίδοξοι/σύγχρονοι ~ες. Βλ. Ηρόστρατος. [< μτγν. Νέρων]

νοηματικός

νοηματικός, ή, ό νο-η-μα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το νόημα: ~ός: άξονας/πυρήνας. ~ή: αλληλουχία/απόδοση/αυτάρκεια/ενότητα/συνέχεια ενός κειμένου. ~ό: περιεχόμενο/πλαίσιο. Πβ. εννοιο-, σημασιο-λογικός. ● επίρρ.: νοηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: νοηματική γλώσσα & νοηματική (η): που χρησιμοποιεί σύστημα χειρονομιών, μορφασμών και άλλων κινήσεων του σώματος ως μέσο επικοινωνίας, κυρ. μεταξύ των κωφών: Ελληνική ~ ~ (ακρ. ΕΝΓ). Μεταφρασμένη/μητρική ~ ~. Διδασκαλία/λεξικογράφηση της ~ής ~ας. Ειδήσεις στη ~ ~. Βλ. δακτυλικό αλφάβητο, χειλεανάγνωση. [< αγγλ. sign language] [< μτγν. νοηματικός ‘κατανοητός’, γερμ. noematisch, γαλλ. noématique, αγγλ. noematic]

νόσος

νόσος νό-σος ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κάθε διαταραχή της φυσιολογικής δομής ή λειτουργίας τμήματος, οργάνου ή συστήματος του οργανισμού, με χαρακτηριστικά συμπτώματα και γνωστή ή άγνωστη αιτιολογία, παθολογία και πρόγνωση: αλλεργική (= αλλεργία)/αναπνευστική (π.χ. άσθμα, εμφύσημα)/ασυμπτωματική (π.χ. οστεοπόρωση, υπέρταση)/γενετική (π.χ. μεσογειακή αναιμία)/δερματική (= δερματίτιδα)/έκδηλη/εκφυλιστική (π.χ. σκλήρυνση κατά πλάκας)/επιδημική/θανατηφόρα/ιογενής (= ίωση)/καλοήθης/κακοήθης (: όγκος)/καρδιαγγειακή (π.χ. αθηροσκλήρωση)/λοιμώδης (= λοίμωξη)/μεταβολική (π.χ. σακχαρώδης διαβήτης)/μεταδοτική (π.χ. φυματίωση)/μολυσματική/νευρολογική (= νευροπάθεια)/περιοδοντική (π.χ. ουλ-, περιοδοντ-ίτιδα)/ πολυπαραγοντική/σπάνια/τροπική (π.χ. ελονοσία)/φλεγμονώδης (= φλεγμονή) ~. ~ του παχέος εντέρου (π.χ. κολίτιδα)/του ήπατος (= ηπατίτιδα). Ανάπτυξη/αντιμετώπιση/αποδρομή/διάγνωση/εκδήλωση/εμφάνιση/επιπλοκές/θεραπεία/κρούσματα/μορφές/πορεία μιας ~ου. Βραδέως/ταχέως εξελισσόμενη ~. ~ που προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα. Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων. ΣΥΝ. αρρώστια (1), ασθένεια, νόσημα, πάθηση ● ΣΥΜΠΛ.: νόσος της κυανής γλώσσας: ΚΤΗΝ. καταρροϊκός πυρετός. [< γαλλ. maladie de la langue bleue] , νόσος του Weil: λεπτοσπείρωση., νόσος του Χάνσεν: λέπρα. [< αγγλ. Hansen's disease, 1938] , νόσος των λεγεωνάριων/λεγεωναρίων: ΙΑΤΡ. λοίμωξη που προκαλείται από το βακτηρίδιο Legionella pneumophila, το οποίο αναπτύσσεται σε υγρό περιβάλλον, και μεταδίδεται μέσω εισπνοής ή εισρόφησης μικρών σταγονιδίων νερού. [< αγγλ. legionnaires' disease, 1976] , (νόσος του) Αλτσχάιμερ βλ. Αλτσχάιμερ, ασθένεια του φιλιού βλ. φιλί, ασθένεια/νόσος του ύπνου βλ. ύπνος, ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων βλ. αγελάδα, αυτοάνοσο νόσημα/αυτοάνοση ασθένεια/νόσος βλ. αυτοάνοσος, γρίπη των πτηνών/των πουλερικών βλ. πτηνό, ενδημική νόσος βλ. ενδημικός, επαγγελματική ασθένεια βλ. ασθένεια, επάρατη/(λόγ.) επάρατος νόσος βλ. επάρατος, ιερά νόσος βλ. ιερός, νόσος (της) αποσυμπίεσης βλ. αποσυμπίεση, νόσος των δυτών βλ. δύτης, νόσος/σύνδρομο (του) Πάρκινσον βλ. σύνδρομο, στεφανιαία (νόσος) βλ. στεφανιαίος, συστηματική νόσος βλ. συστηματικός, τρομώδης νόσος βλ. τρομώδης, ψυχική ασθένεια βλ. ψυχικός ● ΦΡ.: θεραπεύει πάσα(ν) νόσο(ν) και πάσα(ν) μαλακία(ν) βλ. θεραπεύω [< αρχ. νόσος]

οικογένεια

οικογένεια [οἰκογένεια] οι-κο-γέ-νει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ειών} 1. θεμελιώδης κοινωνική μονάδα που αποτελείται από πρόσωπα τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με συγγενικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς (π.χ. γάμος ή υιοθεσία) και μένουν στο ίδιο σπίτι· κατ' επέκτ. κάθε κατάσταση που την προσομοιάζει: άμεση (: συγγενείς πρώτου βαθμού)/ανάδοχη/ομοφυλοφιλική/παραδοσιακή/πολύτεκνη/στενή/συμβατική/τρίτεκνη/φυσι(ολογ)κή/χωλή (: οι γονείς δεν ζουν μαζί για διάφορους λόγους) ~. Μεγάλη/μικρή ~. Άπορη/εύπορη ~. Δομή/λειτουργία/μέλη/προστάτης της ~ας. ~ με/χωρίς παιδιά (ενν. το ζευγάρι). Παντρεύτηκαν και έκαναν ~ (: απέκτησαν παιδιά). Προέρχεται από διαζευγμένη/διαλυμένη/προβληματική/χωρισμένη ~. Δεν έχει ~ (: είναι ορφανός/ορφανή). Εργάζεται νυχθημερόν, για να συντηρήσει την ~ά της/του. (επίσ.-συχνά ειρων.) Γόνος γνωστής/καλής ~είας. (προφ.) ~ Χωραφά (: πολυμελής). Πβ. φαμίλια. Βλ. νοικοκυριό.|| (κυρ. παλαιότ.) Μητριαρχική/πατριαρχική ~. Ο αρχηγός/η κεφαλή της ~ας (πβ. η κολόνα/ο στύλος του σπιτιού).|| Οι φίλοι μου είναι η ~ά μου. Ζουν ενωμένοι σαν ~. (προφ.) Είναι δικός μας άνθρωπος, της ~ας (: οικογενειακός φίλος). 2. σόι, γενιά: αριστοκρατική (πβ. τζάκι)/αρχοντική/βασιλική/ιστορική/παλιά ~. Κατάγεται από ~ ηθοποιών/μουσικών/πολιτικών. Στα βαφτίσια μαζεύτηκε όλη η ~. ΣΥΝ. γένος (1), οίκος (3) 3. (μτφ.) ευρύ συνήθ. σύνολο προσώπων που τους συνδέουν κοινά χαρακτηριστικά, ενδιαφέροντα ή κοινές αντιλήψεις, έχουν τους ίδιους στόχους ή συμμετέχουν σε μια δραστηριότητα: δημοσιογραφική/εκπαιδευτική/επιχειρηματική/ορθόδοξη ~.|| Μαφιόζικη ~ (: η μαφία). 4. ομάδα στοιχείων ή πραγμάτων που παρουσιάζουν κοινά γνωρίσματα, έχουν παρόμοιες ιδιότητες ή λειτουργίες: ~ αυτοκινήτων/προϊόντων. Πβ. είδος, κατηγορία.|| (επιστ.) ~ αλγορίθμων/γραμματοσειρών/προγραμμάτων/συναρτήσεων/χημικών ενώσεων. Ετυμολογικές ~ες λέξεων. 5. ΒΙΟΛ. ταξινομική κατηγορία ζωικών ή φυτικών οργανισμών· βρίσκεται κάτω από την τάξη και πάνω από το γένος: βοτανική ~. Η λεοπάρδαλη ανήκει στην ~ των αιλουροειδών. Βλ. είδος. ● ΣΥΜΠΛ.: εκτεταμένη/διευρυμένη οικογένεια: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. που αποτελείται από την πυρηνική οικογένεια και άλλα συγγενικά μέλη, τα οποία ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Βλ. ελεύθερη ένωση, μονογονεϊκή οικογένεια. [< αγγλ. extended family, περ. 1935] , οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια: κάθε σύνολο συγγενών γλωσσών με κοινή μητέρα γλώσσα: ινδοευρωπαϊκή ~ ~. Πβ. ομογλωσσία., (ενδο)οικογενειακή βία/βία στην οικογένεια βλ. βία, μονογονεϊκή οικογένεια βλ. μονογονεϊκός, Ολυμπιακή Οικογένεια βλ. ολυμπιακός, πυρηνική οικογένεια βλ. πυρηνικός ● ΦΡ.: άνθρωπος της οικογένειας: πρόσωπο, συνήθ. άντρας, που αφοσιώνεται στην οικογένειά του. Βλ. οικογενειάρχης., μια οικογένεια είμαστε! (προφ.): έχουμε οικειότητα, αλληλεγγύη και εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον: Πες το, μην ντρέπεσαι, ~ ~ (όλοι)!, συμβαίνουν αυτά βλ. συμβαίνει [< μτγν. οἰκογένεια ‘πιστοποιητικό που βεβαίωνε ότι ο αναφερόμενος σε αυτό δούλος γεννήθηκε σε σπίτι και ότι δεν αγοράστηκε', ιταλ. famiglia, γαλλ. famille]

παπούτσι

παπούτσι πα-πού-τσι ουσ. (ουδ.) {παπουτσ-ιού | -ιών}: προστατευτικό κάλυμμα του ποδιού από σκληρό ανθεκτικό υλικό, το οποίο συνήθ. δεν ξεπερνά τον αστράγαλο: ανδρικά/γυναικεία/παιδικά ~ια. Ανοιχτά (βλ. ξώφτερνος)/δερμάτινα/δετά/καινούργια/καλά/καλοκαιρινά/κομψά/μαλακά/μυτερά/πάνινα/σπορ/τρύπια/υφασμάτινα/χειροποίητα ~ια. Ίσια/χαμηλά (= χαμηλοτάκουνα)/ψηλά (= ψηλοτάκουνα) ~ια. Ανατομικά/ορθοπαιδικά ~ια. Ορειβατικά (βλ. τρακτερωτός)/ποδοσφαιρικά (βλ. τάπα2) ~ια. ~ια του μπάσκετ/μπόουλινγκ/τένις. ~ια ασφαλείας/εργασίας/πεζοπορίας. Αθλητικά ~ια με καρφιά. ~ια για τρέξιμο. Η γλώσσα/τα κορδόνια/η μύτη (βλ. ψίδι)/ο πάτος/η σόλα (βλ. πέλμα) του ~ιού. Ρούχα/τσάντες και ~ια. Βαφή/βερνίκι/γυαλιστικό ~ιών. Ένα ζευγάρι ~ια. Φοράω μεγάλο νούμερο ~. Δεν μου κάνουν/μπαίνουν τα ~ια. Με στενεύουν/με χτυπάνε τα ~ια. Προβάρω ~ια. Τα ~ια μού είναι μεγάλα/μικρά. Πβ. υπόδημα. Βλ. αρβύλα, γόβα, μπότα, πέδιλο, σαγιονάρα. ● Υποκ.: παπουτσάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: χρυσό παπούτσι: ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) ετήσιο βραβείο που απονέμεται στον καλύτερο σκόρερ της Α' κατηγορίας των εθνικών πρωταθλημάτων της Ευρώπης, με βάση τον συντελεστή δυσκολίας κάθε πρωταθλήματος, όπως αυτός καθορίζεται από την ΟΥΕΦΑ. [< γαλλ. Soulier d'Or, 1968] ● ΦΡ.: γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι (παροιμ.): για κάποιον που φλυαρεί απερίσκεπτα., κρέμασε τα παπούτσια του (μτφ., για ποδοσφαιριστή): σταμάτησε το ποδόσφαιρο., με μισό παπούτσι (προφ.): πολύ φτωχός: Ξεκίνησε απ' το χωριό του ~ ~, για να έρθει στην πόλη να σπουδάσει., παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είναι (/είν' και) μπαλωμένο (παροιμ.): είναι προτιμότερος ο γάμος με συμπατριώτη ή συμπατριώτισσα και κατ' επέκτ. είναι καλύτερη η αγορά εγχώριου προϊόντος, ακόμα κι αν έχει ελαττώματα., του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι (προφ.): του έχει επιβληθεί, τον κάνει ό,τι θέλει. Βλ. σαν (το) σκυλάκι., του έδωσε/του 'δωσε τα παπούτσια στο χέρι & πήρε τα παπούτσια στο χέρι (προφ.): τον έδιωξε, τον χώρισε., γράφω (κάποιον/κάτι) στα παλιά μου τα παπούτσια/(λόγ.) στα παλαιότερα των υποδημάτων μου βλ. γράφω, έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι/παπούτσι βλ. γλώσσα [< μεσν. παπούτσι(ον) < τουρκ. papuç, pabuç]

πιπέρι

πιπέρι πι-πέ-ρι ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. μπαχαρικό με καυτερή γεύση που λαμβάνεται από τους καρπούς του μαύρου πέπερι· κατ' επέκτ. ονομασία μπαχαρικών που παράγονται από κόκκινες, μικρές, καυτερές ή γλυκές πιπεριές: άσπρο ή λευκό (: από την αφαίρεση του περικαρπίου)/ινδικό/μαύρο (: από αποξηραμένους ώριμους καρπούς· μαυροπίπερο)/πράσινο (: από άγουρους καρπούς) ~. Φρεσκοτριμμένο/χοντροαλεσμένο/χοντρό/ψιλό ~. ~ σε κόκκους/σκόνη. Αλάτι και ~ (= αλατοπίπερο). Μύλος ~ιού. Βάζω/ρίχνω ~ στο φαγητό. Πασπαλίζω με ~.|| Κόκκινο (= καγιέν, μπούκοβο, πάπρικα)/ροζ ~. Βλ. τσίλι. ● Υποκ.: πιπεράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: σπρέι πιπεριού βλ. σπρέι ● ΦΡ.: όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει/ρίχνει και στα λάχανα (παροιμ.): όποιος έχει κάτι σε αφθονία (κυρ. χρήματα), το ξοδεύει άσκοπα., πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα!: ως επίπληξη συνήθ. σε παιδί που είπε βρισιά ή μίλησε απρεπώς: (Θα σου βάλω) ~ ~ άμα ξαναβρίσεις/το ξαναπείς! [< μεσν. πιπέρι(ο)ν < μτγν. πίπερι < αρχ. πέπερι]

πολυσυνθετικός

πολυσυνθετικός, ή, ό πο-λυ-συν-θε-τι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: πολυσυνθετική γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. η οποία χαρακτηρίζεται μορφολογικά από μεγάλες σύνθετες λέξεις. Βλ. αναλυτικές/συνθετικές γλώσσες. [< αγγλ. polysynthetic, γαλλ. polysynthétique]

πορτφόλιο

πορτφόλιο πορτ-φό-λι-ο ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. φάκελος για μεταφορά σχεδίων, φωτογραφιών και σπανιότ. εγγράφων· κυρ. κατ' επέκτ. υλικό αναφοράς: προσωπικό ~. Στη συνέντευξη του ζήτησαν ~ με τις δουλειές του.|| ~ μαθητή (: στο οποίο καταγράφονται οι δραστηριότητες και οι επιδόσεις του). 2. υπηρεσίες ή προϊόντα που παρέχονται από εταιρεία: προϊοντικό ~. Πβ. χαρτοφυλάκιο. ● ΣΥΜΠΛ.: Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο/Χαρτοφυλάκιο Γλωσσών: εκπαιδευτικό εργαλείο που επιτρέπει τη συστηματική αυτοαξιολόγηση των αλλόφωνων μαθητών και σπουδαστών σχετικά με τις επικοινωνιακές τους δεξιότητες και ανάγκες στη γλώσσα που μαθαίνουν: ~ ~ και γλωσσική πολιτική. Βλ. ευρωδιαβατήριο, κινητικότητα, πολυ-γλωσσία, -πολιτισμικότητα. [< αγγλ. European Language Portfolio, ELP] [< αγγλ. portfolio, γαλλ. ~, περ. 1970, ιταλ. portafoglio]

προτρέχω

προτρέχω προ-τρέ-χω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {προέτρεξα, προτρέχ-οντας} (λόγ.): βγάζω γρήγορα συμπεράσματα ή ενεργώ με βιασύνη: Μην ~εις! Περίμενε να δεις πρώτα τι θα γίνει.|| (+ γεν.) Δεν ~ των γεγονότων, αλλά έχω την αίσθηση πως ... ● ΦΡ.: να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης: να μη μιλάς, προτού σκεφτείς τι θα πεις. [< αρχ. προτρέχω]

ροδάνι

ροδάνι ρο-δά-νι ουσ. (ουδ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: η γλώσσα του/της πάει ροδάνι (προφ.): μιλά ακατάσχετα: Είχε πάρει φόρα κι η γλώσσα της πήγαινε ~ (= φλυαρούσε). Πβ. δεν βάζει γλώσσα μέσα (του), έφαγε γλιστρίδα, πολυβόλο. [< μτγν. ῥοδάνη ‘κλωσμένο νήμα’]

ρομανικός

ρομανικός, ή, ό ρο-μα-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη ρομανική τέχνη ή τις ρομανικές γλώσσες: ~ός: ρυθμός. ~ή: αρχιτεκτονική/εκκλησία. ~ά: κτίρια.|| ~ή: γλωσσολογία/φιλολογία. ~ό: αλφάβητο. ● ΣΥΜΠΛ.: ρομανικές/λατινογενείς/νεολατινικές γλώσσες: ΓΛΩΣΣ. κλάδος της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας στον οποίο ανήκουν γλώσσες που προήλθαν από τη δημώδη λατινική, μεταξύ των οποίων η Γαλλική, Ιταλική, Ισπανική, Πορτογαλική και Ρουμανική. Βλ. καταλανικά, προβηγκιανά, ραιτορομανικά., ρομανική τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η τέχνη της μεσαιωνικής δυτικής Ευρώπης. Βλ. γοτθική τέχνη. [< γαλλ. roman]

σήμανση

σήμανση σή-μαν-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. τοποθέτηση διακριτικών, αναγνωριστικών ή καθοδηγητικών σημείων ή σημάτων: ειδική/μόνιμη/oικολογική/παραπλανητική/προειδοποιητική/φορολογική/ψηφιακή ~. ~ δρόμων (= οδο~)/εγγράφων (= χαρτο~)/εξοπλισμού/μονοπατιών/τροφίμων. ~ ασφαλείας και υγείας στους χώρους εργασίας. ~ των γενετικά τροποποιημένων προϊόντων. ~ ισόπεδων σιδηροδρομικών διαβάσεων. Κάθετη/οριζόντια ~ των οδών (: πινακίδες ~ης και διαγράμμιση οδοστρώματος, πβ. σηματοδότηση). ~ CE (: δηλώνει ότι ένα προϊόν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης). ~ με ετικέτα (= ετικετοποίηση). Μηχανές ~ης. Βλ. προ~, σημάδεμα, χρονο~.|| (ΤΟΠΟΓΡ.) ~ στο έδαφος (: προσδιορισμός της θέσης σημείου). Βλ. φωτο~. 2. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Σ) υπηρεσία της Αστυνομίας που λαμβάνει και καταγράφει δακτυλικά αποτυπώματα, σωματομετρικά και άλλα στοιχεία υπόπτων ή κακοποιών: Τον οδήγησαν στη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γλώσσα σήμανσης: ΠΛΗΡΟΦ. κωδικοποίηση των πληροφοριών δόμησης και μορφοποίησης εγγράφου: επεκτάσιμη ~ ~. ~ ~ εικονικής πραγματικότητας/υπερκειμένου (= HTML). [< αγγλ. markup language, 1980] , ενεργειακή κλάση/σήμανση βλ. ενεργειακός, σήμανση πιστότητας βλ. πιστότητα [< μτγν. σήμανσις]

στάζω

στάζω στά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έστα-ξα, στά-ξει, στάζ-οντας} 1. (για κάτι που) αφήνει υγρό να πέφτει σε σταγόνες, παρουσιάζει διαρροή ή (για υγρό, ρευστό που) χύνεται σιγά σιγά, διαρρέει: Η βαλβίδα/η βρύση/το καζανάκι ~ει. Όποτε βρέχει, τα κεραμίδια ~ουν. Τα απλωμένα ρούχα ~ουν στο μπαλκόνι. Κερί που δεν ~ει. Η μύτη σου ~ει, συναχώθηκες. Το δάχτυλό μου ~ει αίμα.|| (ως υπερβολή) ~ζε ιδρώτα/ολόκληρη (: ήταν μούσκεμα).|| ~ει η μαστίχα/το ρετσίνι. Η πάχνη ~ει απ' τα φύλλα. Πρόσεξε μη ~ξει καφές στον καναπέ/στην μπλούζα! Ούτε ένα δάκρυ δεν ~ξε από τα μάτια της. Χωρίς να ~ξει σταγόνα αίμα.|| (μτφ.) Όλο το κείμενο ~ει ωμή ειρωνεία. 2. (προφ.) ρίχνω ελάχιστο υγρό: Στάξε μου μια στάλα κρασί στο ποτήρι.|| (μτφ.) Στάξε μου φαρμάκι, αφού το θέλεις (= πίκρανέ με). 3. (αργκό) πληρώνω πολλά χρήματα για κάποιον σκοπό: Τα ~ει κάθε μήνα στον σπιτονοικοκύρη. Για να εξυπηρετηθεί κάποιος, πρέπει να τα ~ξει χοντρά. Πόσα ~ξες; ΣΥΝ. τα σκάω. ● ΦΡ.: (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι (μτφ.): είναι γλυκομίλητος ή εκφράζεται πολύ θετικά, κολακευτικά για κάποιον: Σίγουρα του αρέσεις, μιλάει για σένα και ~ ~. Τι όμορφα που μιλάει! Μα μέλι έχει η γλώσσα του;, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή (μτφ.): είναι κακοπροαίρετος και πικρόχολος, εκφράζεται πολύ αρνητικά για κάποιον: Η πένα του στάζει φαρμάκι (: είναι δηκτικός). Στάζει χολή για ..., μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει: για υπερβολική φροντίδα προς κάποιον: Την έχουν ~ ~ (= στα όπα όπα)., τα χέρια του στάζουν αίμα (μτφ.): έχει κάνει ή είναι υπεύθυνος για πολλούς φόνους. ΣΥΝ. έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα [< αρχ. στάζω]

στεγνώνω

στεγνώνω στε-γνώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {στέγνω-σα, -μένος, στεγνών-οντας} 1. αφαιρώ την υγρασία από κάτι, ώστε να γίνει στεγνό ή παύω να είμαι υγρός, βρεγμένος: ~ τα μαλλιά μου με το πιστολάκι. ~ τα ρούχα στην απλώστρα/στο στεγνωτήριο. ~ τα ποτήρια με την πετσέτα (πβ. σκουπίζω, σφουγγίζω). Ο αέρας/το αλκοόλ ~ει την επιδερμίδα (πβ. αφυδατώνω). Με ένα μαντίλι ~σε τα δάκρυά του.|| Βερνίκι/κόλλα/μπογιά/ύφασμα/χρώμα που ~ει γρήγορα. Περίμενε να ~σει εντελώς/καλά το πάτωμα, προτού πατήσεις. Άπλωσε τον τραχανά να ~σει (πβ. αποξηραίνω, ξεραίνω). Έτρεχα μέσα στη ζέστη και ~σα (= δίψασα). Η γη/η λίμνη/ο ποταμός ~ει.|| Έχει ~σει από την πολλή γυμναστική (: αδυνάτισε και απέκτησε γράμμωση). ΑΝΤ. βρέχω (1), μουσκεύω, νοτίζω, υγραίνω 2. (μτφ.) εξαντλώ ή στερεύω από ζωτικά στοιχεία: Η ακρίβεια ~ει τα νοικοκυριά. Άδειασα, ~σα (ενν. συναισθηματικά, ψυχικά), δεν αντέχω άλλο. Η αγορά ~σε από εμπορεύματα/καύσιμα/ρευστό. ~σαν οι αντλίες (ενν. από βενζίνη)/τα βενζινάδικα. Τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν ~σει (από εισφορές). ● ΦΡ.: στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου (μτφ.-επιτατ.): έχω κλάψει τόσο πολύ που δεν έχω άλλα δάκρυα., στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου & ξεράθηκε το στόμα μου 1. για έλλειψη φυσιολογικών υγρών, ξηρότητα, κυρ. στη στοματική κοιλότητα, από φυσικά ή συναισθηματικά αίτια: Στάσου να πιω λίγο νερό, γιατί ~ ~ (βλ. διψώ, ξηροστομία). Βλ. καταπιόνας. 2. (μτφ.) για κάποιον που έχει απαυδήσει, επαναλαμβάνοντας το ίδιο πράγμα χωρίς να εισακούεται: ~ ~ για να τον πείσω, αλλά μάταια., πριν στεγνώσει η μελάνη/το μελάνι ... βλ. μελάνι, στεγνώνω τα δάκρυα κάποιου βλ. δάκρυ [< πβ. μτγν. στεγνῶ ‘φράζω’, γαλλ. sécher, αγγλ. dry (up)]

στόμα

στόμα στό-μα ουσ. (ουδ.) {στόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. άνοιγμα στο μπροστινό, κάτω μέρος του κεφαλιού, ανάμεσα στη μύτη και το πιγούνι, που σχηματίζει κοιλότητα στο ανώτερο τμήμα του πεπτικού συστήματος, η οποία ορίζεται εξωτερικά από τα χείλη, εσωτερικά από τον λάρυγγα και τον φάρυγγα και περιλαμβάνει τη γλώσσα, τα δόντια και τα ούλα· ειδικότ. τα ανθρώπινα χείλη: Άνοιξε το ~ του, για να φάει/φωνάξει. Αναπνέει από το ~, όταν κοιμάται. Μυρίζει το ~ σου (: η αναπνοή σου). Γλύκισμα που αφήνει ωραία γεύση στο ~. Συγγνώμη που μιλάω με γεμάτο το ~ (: τρώγοντας). Το ~ της γάτας/του πουλιού (= ράμφος). Υγιές ~. Βλεννογόνος/καρκίνος/υγιεινή/χειρουργική του ~ατος. Φαρμακευτική αγωγή από το ~. Ζωγραφική με το ~ και το πόδι (: από άτομα με ειδικές ανάγκες). Βλ. γνάθος, μάγουλο, ουρανίσκος, παρειά, υπερώα.|| Μεγάλο/μικρό/στραβό/ωραίο ~. Φιλί στο ~. 2. (συνεκδ.) ο άνθρωπος ως προς τον τρόπο ομιλίας του ή γενικότ. πρόσωπο που μιλά: Έχει άσχημο/βρόμικο ~ (: αισχρολογεί). Δεν άκουσα ποτέ καλή κουβέντα απ' το ~ του.|| Ειπώθηκε από επίσημο ~. Χιλιάδες ~ατα φώναζαν διάφορα συνθήματα. 3. (συνεκδ.) {συνήθ. στον πληθ.} μέλος οικογένειας του οποίου οι βασικές βιοτικές ανάγκες, όπως η τροφή, καλύπτονται από κάποιο άλλο: Η μητέρα του δουλεύει σκληρά· έχει τόσα ~ατα να θρέψει. 4. (προφ.-μτφ.) φυσικό ή τεχνητό άνοιγμα, στόμιο: το ~ του ηφαιστείου/του μπουκαλιού/του πηγαδιού/της σπηλιάς. Πβ. μπούκα. 5. ΒΟΤ. {στον πληθ.} πόροι στην επιφάνεια των φύλλων και των νεαρών βλαστών που επιτρέπουν την ανταλλαγή αερίων με την ατμόσφαιρα ή την αποβολή νερού: Το διοξείδιο του άνθρακα εισέρχεται στο φυτό από τα ~ατα. 6. (προφ.) κόψη μαχαιριού. ● Υποκ.: στοματάκι (το): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: στοματάρα (η): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: απύλωτο(ν) στόμα βλ. απύλωτος, κακοσμία/δυσοσμία του στόματος βλ. κακοσμία ● ΦΡ.: ανοίγω το στόμα μου (προφ.-μτφ.): μιλώ ή κυρ. ειδικότ. προβαίνω σε σοβαρές αποκαλύψεις εναντίον κάποιου: Πες κάτι, δεν έχεις ανοίξει το ~ σου όλη μέρα.|| (απειλητ.) Άντε, (να) μην ανοίξω το ~ μου!, από στόμα σε στόμα: για κάτι που γίνεται γνωστό προφορικά, από τον έναν στον άλλον ή για προφορική παράδοση: Βούιξε ο τόπος σαν διαδόθηκε το νέο ~ ~.|| Η τέχνη της μαγειρικής πέρασε ~ ~ στις νεότερες γενιές., από το στόμα μου το πήρες! (μτφ.-προφ.): θα έλεγα το ίδιο πράγμα, πρόλαβες να το πεις πριν από εμένα: Πες τα, χρυσόστομε! ~ ~!, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! (ευχετ.): μακάρι να πραγματοποιηθεί η ευχή σου: -Καλή επιτυχία στις εξετάσεις! -~ ~!, βάζω κάτι στο στόμα μου (προφ.): τρώω πρόχειρα και λίγο: Βάλε κάτι στο ~ σου, μη φύγεις νηστικός! Δεν έχει βάλει τίποτα στο ~ της απ' το πρωί., βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα (μτφ.-προφ.): αποτρέπω, δεν δίνω δικαίωμα για (περαιτέρω) κακόβουλα σχόλια, αποστομώνω: Με την ερμηνεία της βούλωσε τα (επικριτικά/κακόβουλα) ~ πολλών που την έλεγαν ατάλαντη. Ευκαιρία για την ομάδα να κλείσει ~ στο ντέρμπι της Κυριακής., διά στόματος (κάποιου) & (σπάν.) από στόματος (λόγ.): για προφορική δήλωση ενός προσώπου ή για μεταφορά των λόγων του από κάποιον που τον εκπροσωπεί: Μήνυμα του πρωθυπουργού ~ ~ του κυβερνητικού εκπροσώπου., έχει μεγάλο στόμα (προφ.-μτφ.) 1. για κάποιον που του ξεφεύγουν λόγια και αποκάλυπτει συνήθ. μυστικά. 2. αυθαδιάζει. ΣΥΝ. έχει μεγάλη γλώσσα (1), κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αναγκάζω να σιωπήσει, να μην εκφράσει την άποψή του ή να μη μαρτυρήσει κάτι: Τον απείλησαν, για να του κλείσουν ~. Πβ. φιμώνω.|| Της έκλεισαν ~ μια για πάντα (= την δολοφόνησαν)., κρατά το στόμα του κλειστό (μτφ.): δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του ή τα μυστικά που γνωρίζει: Δεν κράτησε ~ ~ απέναντι στο άδικο., με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό (μτφ.): άναυδος, κατάπληκτος: Πήρε την υποτροφία κι έμειναν/και τους άφησε ~ ~. Πβ. άφωνος., με ένα στόμα: όλοι μαζί, ομόφωνα: Όχι, απάντησαν οι μαθητές ~ ~. ΣΥΝ. με μια φωνή (1), με την ψυχή στο στόμα (προφ.): για ενέργεια που γίνεται βεβιασμένα, με άγχος, έντονη ψυχική φόρτιση: Κατάφεραν να προκριθούν ~ ~. Προλάβαμε ~ ~ να φτάσουμε στο θέατρο. Άνοιξε το γράμμα ~ ~., να πλένεις το στόμα σου, όταν μιλάς/πριν μιλήσεις για κάποιον (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι ανάξιος να κρίνει κάποιον άλλο., πέφτω στο στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): γίνομαι αντικείμενο κακοπροαίρετων σχολίων, κουτσομπολιών: Αλίμονο σ' όποιον πέσει στο ~ της!, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι (μτφ.-προφ.): σχολιάζω αρνητικά: Αν σε πιάσει στο ~ του, την πάτησες. Μην βάζεις στο ~ σου τέτοιες λέξεις, δεν κάνει., ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! (μτφ.-προφ.-υβριστ.): πάψε (να μιλάς), σκάσε! Πβ. δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά, το βουλώνω., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει (προφ.-μτφ.): μιλά ελάχιστα, δεν είναι φλύαρος: Όσες φορές τον έχω συναντήσει, ~ ~.|| (ειρων.) Είναι μια γλωσσοκοπάνα αυτή! ~ ~!, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) (μτφ.-προφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Στο ~ μου το είχα, αλλά με πρόλαβες. ΣΥΝ. έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου, το λέω και γεμίζει το στόμα μου (προφ.): για να δηλωθεί ευχαρίστηση, θαυμασμός: Είναι εκπληκτική δασκάλα, ~ ~!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου! βλ. αγιάζω, γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου βλ. λύκος, δεν βάζω μπουκιά στο στόμα μου βλ. μπουκιά, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχω/κάνω/γίνεται κάτι καραμέλα στο στόμα μου βλ. καραμέλα, Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! βλ. φυλακή, κακές γλώσσες βλ. γλώσσα, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, μάλλιασε το στόμα μου βλ. γλώσσα, με τη(ν) μπουκιά στο στόμα βλ. μπουκιά, με την κοιλιά στο στόμα βλ. κοιλιά, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, σφραγίζω το στόμα μου βλ. σφραγίζω [< αρχ. στόμα, γαλλ. bouche, αγγλ. mouth]

συγκολλητικός

συγκολλητικός, ή, ό συ-γκολ-λη-τι-κός επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. που σχετίζεται με τη συγκόλληση: ~ός: παράγοντας. ~ό: κράμα/υλικό. ~ές: μηχανές. Πβ. κολλητικός.|| (ως ουσ.) ~ό επικάλυψης.|| (μτφ.) Η εμπιστοσύνη ως ~ή ουσία στις ανθρώπινες σχέσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: συγκολλητικές γλώσσες: ΓΛΩΣΣ. συνθετικές γλώσσες (Τουρκική, Ουγγρική, Φινλανδική) στις οποίες η παραγωγή λέξεων γίνεται με παρατακτική σύνδεση μορφημάτων, τα οποία δεν συγχωνεύονται ούτε αλλάζει η μορφή τους. [< γαλλ. langues agglutinantes]

συμβολικός

συμβολικός, ή, ό συμ-βο-λι-κός επίθ. 1. που χρησιμοποιεί σύμβολα, αποτελείται από αυτά ή συνιστά σύμβολο: ~ός: αριθμός/μύθος/τίτλος/χώρος. ~ή: αναπαράσταση (του κόσμου)/γλώσσα/γραφή (βλ. συμβολισμός)/διάσταση (του χορού)/λειτουργία (βλ. συμβολοποίηση)/σημασία (ΑΝΤ. κυριολεκτικός)/σκέψη (: που πραγματοποιείται με εικόνες και αναλογίες)/χρήση. ~ό: αντικείμενο/επίπεδο/πλαίσιο/ποίημα. Πβ. αλληγορ-, εμβληματ-, μεταφορ-ικός. 2. (για κάτι) που έχει ενδεικτική αξία: ~ός: αποκλεισμός (δρόμου, χώρου)/χαρακτήρας (της εκδήλωσης). ~ή: αμοιβή/απεργία (βλ. εικονικός)/κατάληψη/παρουσία/συνδρομή/χειρονομία. ~ό: αντάλλαγμα/δώρο/ποσό/τίμημα. Βλ. χρηστικός. 3. ΜΑΘ. που απεικονίζεται με μαθηματικά σύμβολα: ~ός: υπολογισμός. ~ή: ανάλυση/σταθερά. ~ό: διάγραμμα. ● Ουσ.: συμβολική (η) 1. σύστημα συμβόλων που αφορά συγκεκριμένο τομέα, εποχή, λαό και η αντίστοιχη μελέτη του: ~ των αριθμών/των ονείρων/των χρωμάτων. Βλ. σημειωτική. 2. ΘΕΟΛ. μάθημα που εξετάζει τις χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες βάσει των θεολογικών τους παραδόσεων και των συμβολικών τους βιβλίων: η ~ των Ευαγγελίων. [< γερμ. Symbolik] ● επίρρ.: συμβολικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συμβολική γλώσσα: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα προγραμματισμού η οποία αποτελείται από μνημονικούς κωδικούς που αντιστοιχούν σε εντολές της γλώσσας μηχανής. Βλ. κωδικοποίηση, συμβολομεταφραστής. [< αγγλ. assembly language, 1959] , συμβολική λογική βλ. λογική [< μτγν. συμβολικός, γαλλ. symbolique, αγγλ. symbolic(al)]

συμπεριληπτικός

συμπεριληπτικός, ή, ό συ-μπε-ρι-λη-πτι-κός επίθ.: που συμπεριλαμβάνει, εμπεριέχει· κυρ. ως παιδαγ. όρος: ισότιμη συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία όλων των μαθητών και η αντιμετώπισή τους με τον ίδιο τρόπο από τον εκπαιδευτικό, χωρίς διακρίσεις: ~ός: εθελοντισμός (: άτομα με και χωρίς αναπηρία)/ηγέτης (: υλοποιεί τους στόχους που θέτει ολόκληρη η σχολική κοινότητα)/λόγος. ~ή: εκπαίδευση. ~ό: σχολείο. ● ΣΥΜΠΛ.: συμπεριληπτική γλώσσα: που είναι ουδέτερη ως προς το φύλο και σέβεται τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες συγκεκριμένων κοινωνικών, εθνοτικών, φυλετικών ή άλλων ομάδων οι οποίες συχνά απαξιώνονται. [< αγγλ. inclusive, γαλλ. inclusif]

συνθετικός

συνθετικός, ή, ό συν-θε-τι-κός επίθ. 1. (επιστ.) που δημιουργείται ή παράγεται με χημική σύνθεση, που δεν αποτελείται από φυσικά υλικά: ~ός: (χλοο)τάπητας. ~ή: βαφή/γούνα/ίνα/πρωτεΐνη/ύλη. ~ό: δέρμα (πβ. βινύλ, δερματίνη)/καουτσούκ/λιπαντικό/νήμα/ύφασμα. ~ές: κλωστές. ~ά: κουφώματα/ναρκωτικά/χρώματα. Βλ. ημι~. Πβ. τεχνητός. 2. που σχετίζεται με τη διαδικασία της σύνθεσης ή προκύπτει από αυτή: ~ός: τρόπος σκέψης/χαρακτήρας. ~ή: ανάλυση/εργασία/ικανότητα/μορφή (βιταμίνης)/παρουσίαση (ενός φαινομένου)/σκέψη. ~ό: έργο. Βλ. πολυ~. ΑΝΤ. αναλυτικός (2) ● Ουσ.: συνθετικά (τα): ενν. ρούχα. Βλ. βαμβακερά, μάλλινα., συνθετικό (το): ΓΛΩΣΣ. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται μια σύνθετη λέξη: πρώτο (βλ. πρόθημα)/δεύτερο (βλ. επίθημα) ~. Ανάλυση/χωρισμός μιας λέξης στα ~ά της. ● ΣΥΜΠΛ.: συνθετικές γλώσσες: ΓΛΩΣΣ. στις οποίες οι λέξεις περιέχουν τυπικά περισσότερα από ένα μορφήματα (Ελληνική, Λατινική, Αραβική, Τουρκική). Βλ. αναλυτικές γλώσσες., συνθετική μέθοδος: η απαγωγική μέθοδος, που ξεκινά από το γενικό και συνολικό και καταλήγει στο ειδικό και μερικό. Βλ. αναλυτική μέθοδος., συνθετική φωνή: ΤΕΧΝΟΛ. που παράγεται με τεχνητά μέσα: Πρόγραμμα που μετατρέπει κείμενο σε ~ ~. [< αρχ. συνθετικός, γαλλ. synthétique, αγγλ. synthetic]

συνθηματικός

συνθηματικός, ή, ό συν-θη-μα-τι-κός επίθ.: που λειτουργεί ως μυστικό κυρ. σύνθημα αναγνώρισης, συνεννόησης ή ειδοποίησης: ~ός: ήχος/κωδικός. ~ή: γραφή/κίνηση/λέξη/φράση/χειρονομία. ~ό: βλέμμα. Συμβολικός και ~ λόγος. ● επίρρ.: συνθηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συνθηματική γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. μυστική γλώσσα που γίνεται κατανοητή από μια μικρή ομάδα μυημένων. Βλ. κορακίστικα. [< μτγν. συνθηματικός]

τεχνητός

τεχνητός, ή, ό τε-χνη-τός επίθ. 1. που είναι προϊόν κατασκευής, ειδικού σχεδιασμού ή σύνθεσης: ~ός: χλοοτάπητας. ~ή: λίμνη. ~ό: δάσος/νησί/φράγμα. ~ά: λουλούδια/φυτά (= ψεύτικα). Ένας ~ παράδεισος. Έρευνα σε ~ό (= εργαστηριακό) περιβάλλον/~ές συνθήκες.|| ~ό: μετάξι. ~ές: ίνες/ουσίες. ~ά: υλικά. Προϊόν χωρίς ~ά αρώματα/χρώματα. Πβ. συνθετικός.|| ~ός: αερισμός/φωτισμός. ~ή: ομίχλη (: σε θερμοκήπια)/παλαίωση (επίπλου). ~ό: μαύρισμα (βλ. σολάριουμ)/φως/χιόνι. ~οί: δορυφόροι.|| (ΧΗΜ.) ~ά: στοιχεία.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ός: εμπλουτισμός (υδάτων). ~ή: αναδάσωση/αναπαραγωγή (ψαριών). ~οί: υγρότοποι/ύφαλοι (: τσιμεντένιοι ογκόλιθοι που ποντίζονται στη θάλασσα, για να εποικιστούν από ψάρια).|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: γονιμοποίηση (: εξω- ή ενδο-σωματική)/διακοπή κύησης (βλ. έκτρωση)/διατροφή (ασθενών). ~ό: δέρμα/πόδι. ~ά: δόντια (βλ. γέφυρα, στεφάνη)/μέλη/όργανα. ~ές: οδοντοστοιχίες. Παράταση της ζωής με ~ά μέσα.|| (ΒΙΟΛ.) Διασταυρώσεις με ~ή σπερματέγχυση. ΑΝΤ. φυσικός, γνήσιος. 2. που δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα, αυθαίρετος: ~ός: διαχωρισμός (εννοιών). ~ή: διάκριση/ρύθμιση. Πβ. συμβατικός. 3. (μτφ.) που δεν είναι αληθινός και γνήσιος· πλαστός, ψεύτικος: ~ό: χαμόγελο (= προσποιητό· ΑΝΤ. αυθεντικό).|| ~ός: εχθρός (= ανύπαρκτος, φανταστικός). ~ή: έλλειψη (τροφίμων)/ένταση/εντύπωση (ΑΝΤ. ρεαλιστική)/ισορροπία/κρίση/πραγματικότητα (: κατασκευασμένη· ΑΝΤ. αντικειμενική). ~ό: επεισόδιο (= σκηνοθετημένο, στημένο). Προκλήθηκε ~ θόρυβος/πανικός/φόβος. Έχει δημιουργήσει/ζει σε έναν ~ό κόσμο. Η διαφήμιση δημιουργεί συχνά ~ές (= πλασματικές) ανάγκες. Πβ. εικονικός, φτιαχτός. ΑΝΤ. πραγματικός (1) ● επίρρ.: τεχνητά ● ΣΥΜΠΛ.: τεχνητή γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. επινοημένη γλώσσα που δεν χρησιμοποιείται από φυσικούς ομιλητές. Βλ. εσπεράντο. ΑΝΤ. φυσική γλώσσα [< αγγλ. artificial language] , τεχνητά δάκρυα βλ. δάκρυ, τεχνητή αναπνοή βλ. αναπνοή, τεχνητή βροχή βλ. βροχή, τεχνητή γήρανση βλ. γήρανση, τεχνητή νοημοσύνη βλ. νοημοσύνη, τεχνητό γάλα βλ. γάλα, τεχνητό κλίμα βλ. κλίμα, τεχνητός νεφρός βλ. νεφρά, τεχνική ανεργία βλ. ανεργία [< αρχ. τεχνητός ‘που γίνεται με τέχνη’, γαλλ. artificiel, αγγλ. artificial]

τριχωτός

τριχωτός, ή, ό τρι-χω-τός επίθ.: που έχει πολλές τρίχες: ~ός: άνδρας. ~ή: πλάτη. ~ό: στήθος. ~ά: πόδια/χέρια. Πβ. δασύτριχος, μαλλιαρός. ΑΝΤ. άτριχος.|| (ΙΑΤΡ.) ~ά: κύτταρα (: βρίσκονται στα αυτιά και έχουν τριχοειδείς απολήξεις). ● Ουσ.: τριχωτό (το): σύνολο από τρίχες σε συγκεκριμένο μέρος του σώματος: περιποίηση του ~ού (της κεφαλής). Τραύμα στο ~. ● ΣΥΜΠΛ.: τριχωτή γλώσσα & μέλαινα τριχωτή γλώσσα: ΙΑΤΡ. υπερτροφία και επιμήκυνση των τριχοειδών θηλών της γλώσσας, που μπορεί να αποκτήσει καφέ, κίτρινο ή μαύρο χρώμα. [< αρχ. τριχωτός]

φυσικός

φυσικός, ή, ό φυ-σι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τη φύση, προέρχεται από αυτή, υπάρχει ή συμβαίνει σε αυτή· που δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας ή παρέμβασης: ~ός: κόσμος/πλούτος. ~οί: κίνδυνοι/νόμοι. ~ές: διεργασίες/πηγές. ~ά: μνημεία/τοπία/χαρακτηριστικά (εδαφών). Προστασία της ~ής κληρονομιάς. Οι ~οί εχθροί των ζώων/φυτών.|| ~ός: αερισμός/(ΑΣΤΡΟΝ.) δορυφόρος (βλ. φεγγάρι)/χλοοτάπητας (ΑΝΤ. πλαστικός). ~ό: λιμάνι/λίπασμα/μετάξι/οχυρό. ~ά: καλλυντικά/προϊόντα (πβ. βιολογικός, οικολογικός, οργανικός). ΑΝΤ. τεχνητός.|| (ΦΥΣ.) ~ή: μετεωρολογία/σταθερά. ~ό: εκκρεμές. ~ές: ιδιότητες. ~ά: φαινόμενα (βλ. μετα~, παρα~, υπερ~, ψυχο~). Βλ. ακτινο~, αστρο~, βιο~, γεω~. 2. που σχετίζεται με το σώμα· σωματικός: ~ός: πόνος. ~ή: αναπηρία/βία/δύναμη/προσπάθεια. ~ές: ανάγκες/δραστηριότητες (: περπάτημα, τρέξιμο)/ικανότητες. ~ή: άμυνα/αντίσταση του οργανισμού στις ασθένειες. Δεν έχει τα ~ά προσόντα για να γίνει μοντέλο (: την κατάλληλη σωματική διάπλαση). Βλ. πνευματ-, ψυχ-ικός.|| Πέθανε από ~ά αίτια. 3. που δεν είναι επίκτητος ή αποτέλεσμα επέμβασης· εκ γενετής: ~ή: ομορφιά. ~ό: χρώμα μαλλιών. Είναι ~ή κοκκινομάλλα.|| ~ό: μακιγιάζ (: που δεν γίνεται αντιληπτό). Μέικ απ για ~ό αποτέλεσμα. ΑΝΤ. ψεύτικος. 4. αναμενόμενος, κανονικός, ομαλός, φυσιολογικός: ~ή: ανάπτυξη/αντίδραση/συνέπεια. ~ό: επακόλουθο. ~ή εξέλιξη/πορεία των πραγμάτων. Μου είπε ότι χωρίζουμε σαν κάτι εντελώς ~ό. Βλ. λογικός.|| ~ός: τοκετός (βλ. καισαρική). ΑΝΤ. αφύσικος (2) 5. (μτφ.) ανεπιτήδευτος, αυθόρμητος, ειλικρινής: ~ή: ερμηνεία/ευγένεια. Με ~ό ύφος (= με φυσικότητα). ΑΝΤ. προσποιητός, υποκριτικός (1), ψεύτικος (1) 6. (για γονείς ή παιδιά) βιολογικός. ΑΝΤ. θετός (1) ● Ουσ.: Φυσικό (το) (προφ.): το τμήμα Φυσικής (του πανεπιστημίου). ● επίρρ.: φυσικώς [-ῶς] (λόγ.): από τη φύση: θέση/χερσόνησος ~ οχυρωμένη. Πβ. φυσικά. ● ΣΥΜΠΛ.: φυσικές επιστήμες: που ασχολούνται με τη μελέτη της φύσης και των νόμων που τη διέπουν (αστρονομία, βιολογία, γεωλογία, ζωολογία, μετεωρολογία, φυσική, χημεία). Πβ. θετικές επιστήμες. Βλ. ανθρωπιστικές επιστήμες. [< γαλλ. sciences naturelles] , φυσική γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. που έχει αναπτυχθεί με φυσικό τρόπο και συνδέεται με την ιστορία και την κοινωνία της κοινότητας που τη χρησιμοποιεί. Βλ. μητρική/πρώτη γλώσσα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Επεξεργασία ~ής ~ας (βλ. αυτόματη μετάφραση). ΑΝΤ. τεχνητή γλώσσα [< αγγλ. natural language] , φυσική ελευθερία: το δικαίωμα κάποιου να ενεργεί κατά βούληση, με μόνο περιορισμό τις σωματικές του ικανότητες., φυσική εξέταση: ΙΑΤΡ. επισκόπηση, ψηλάφηση, επίκρουση και ακρόαση ασθενή., φυσική θρησκεία: ΘΡΗΣΚ. που βασίζεται στη λογική, την ηθική και τη μελέτη της φύσης. Βλ. φυσιοκρατία. [< αγγλ. natural religion] , φυσική ιστορία 1. ΒΙΟΛ.-ΠΑΛΑΙΟΝΤ. (με κεφαλ. Φ,Ι) μελέτη της φύσης, κυρ. των ζώων, των φυτών και των απολιθωμάτων τους: Μουσείο ~ής ~ας. Βλ. βοτανική, ζωο-, φυτο-λογία. 2. εξελικτική πορεία: η ~ ~ μιας νόσου.|| Η ~ ~ του Σύμπαντος. [< αγγλ. natural history] , φυσική κατάσταση 1. η σωματική υγεία ενός ανθρώπου: Βρίσκεται σε άριστη/καλή ~ ~ (πβ. ευεξία, ευρωστία). Βελτίωση/διατήρηση της ~ής ~ης. Ασκήσεις/προπόνηση για ~ ~ και αντοχή. Πβ. φίτνες, φόρμα. 2. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. καθεμία από τις τρεις μορφές (αέρια, υγρή, στερεή) στις οποίες μπορεί να βρεθεί η ύλη. [< 1: γαλλ. état physique 2: αγγλ. state of matter] , φυσική πρόσβαση : ΠΛΗΡΟΦ. τρόπος προστασίας υπολογιστών, δικτύων ή προγραμμάτων, κατά τον οποίο η πρόσβαση ενός ατόμου σε αυτά δεν γίνεται από απόσταση, αλλά μόνο με επαφή. [< αγγλ. physical access] , φυσικό μονοπώλιο: ΟΙΚΟΝ. τομέας της αγοράς τον οποίο μπορεί να εξυπηρετεί καλύτερα μία επιχείρηση απ' ό,τι περισσότερες. , φυσικό πρόσωπο: ΝΟΜ. κάθε άνθρωπος ως φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Βλ. νομικό πρόσωπο. [< γερμ. natürliche Person] , φυσικός αριθμός: ΜΑΘ. οι αριθμοί 0,1,2,3, ... 105, 106, 107, ... οι οποίοι χρησιμοποιούνται για να δηλωθεί σειρά ή πλήθος., φυσικός/μητρικός ομιλητής: ΓΛΩΣΣ. που μιλά τη μητρική του γλώσσα. [< αγγλ. native speaker] , (φυσικό) μεταλλικό νερό βλ. νερό, τεχνητά δάκρυα βλ. δάκρυ, υγροποιημένο φυσικό αέριο βλ. αέριο, φυσικές καλλονές βλ. καλλονή, φυσική ανθρωπολογία βλ. ανθρωπολογία, φυσική ασφάλεια βλ. ασφάλεια, φυσική γέφυρα βλ. γέφυρα, φυσική γεωγραφία βλ. γεωγραφία, φυσική επιλογή βλ. επιλογή, φυσική ιατρική βλ. ιατρική, φυσική καλλιέργεια βλ. καλλιέργεια, φυσική καταλληλότητα βλ. καταλληλότητα, φυσική καταστροφή βλ. καταστροφή, φυσική μητέρα βλ. μητέρα, φυσική/σωματική/αθλητική αγωγή βλ. αγωγή, φυσικό αέριο βλ. αέριο, φυσικό αντικείμενο βλ. αντικείμενο, φυσικό δίκαιο βλ. δίκαιο, φυσικό μέγεθος βλ. μέγεθος, φυσικό περιβάλλον βλ. περιβάλλον, φυσικοί πόροι βλ. πόρος, φυσικός αυτουργός βλ. αυτουργός, φυσικός δικαστής βλ. δικαστής, φυσικός χυμός βλ. χυμός, φυσικός/φυσιολογικός θάνατος βλ. θάνατος ● ΦΡ.: από φυσικού του/της (προφ.): από τη φύση του/της: ~ ~ είχε κλίση προς τη μουσική. Είναι ξανθιά ~ ~ της. Πβ. εκ γενετής, εκ φύσεως., είναι φυσικό: είναι λογικό, αυτονόητο, αποδεκτό: ~ ~ να ανησυχούν για σένα οι γονείς σου., εκ του φυσικού: με βάση το φυσικό πρότυπο: ζωγραφική/σχέδια ~ ~., φυσικώ τω λόγω βλ. λόγος [< αρχ. φυσικός, γαλλ. naturel, physique, αγγλ. natural, physical]

φώνημα

φώνημα φώ-νη-μα ουσ. (ουδ.) {φωνήμ-ατος | -ατα}: ΓΛΩΣΣ. ελάχιστη φωνολογική μονάδα η οποία επιφέρει σημασιολογική διαφοροποίηση σε σχέση με άλλον φθόγγο στην ίδια θέση: Στις λέξεις 'μόνος' και 'κώνος' οι φθόγγοι μ, κ είναι ~ατα. Βλ. -ημα1. [< αρχ. φώνημα ΄φωνή, ήχος φωνής΄, γαλλ. phonème, αγγλ. phoneme, γερμ. Phonem]

-ώνας

-ώνας επίθημα περιληπτ. αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. καλλιεργήσιμη έκταση ή τόπο με συγκεκριμένη βλάστηση: αμπελ~/ελαι~/πορτοκαλε~. Ορυζ~ (πβ. -καλλιέργεια).|| Θαμν~/καλαμι~/πευκ~. 2. ειδικό χώρο στέγασης ανθρώπων, φύλαξης ζώων ή αποθήκευσης αγροτικών προϊόντων: στρατ~.|| Ορνιθ~/περιστερ~.|| Αχυρ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.