Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 119 εγγραφές  [0-20]


  • αγάπανθος [ἀγάπανθος] α-γά-παν-θος ουσ. (αρσ.) & κρίνος του Νείλου & αφρικανικός κρίνος: ΒΟΤ. εξωτικό ποώδες φυτό (οικογ. Amaryllis, γένος Agapanthus, κυρ.το είδος Ag. africanus) με σκούρα πράσινα μακριά φύλλα και πολυάριθμα μπλε, βυσσινί ή άσπρα μικρά άνθη, γνωστό κυρ. ως καλλωπιστικό. [< αγγλ. agapanthus, περ. 1789, γαλλ. agapanthe, 1812 < νεολατ. agapanthus < ἀγάπη + ἄνθος]
  • ακάρεα [ἀκάρεα] α-κά-ρε-α ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. άκαρ-ι, ακάρ-εως}: ΖΩΟΛ. ομάδα μικροσκοπικών αραχνοειδών ζωυφίων (π.χ. σκόρος, τσιμπούρι) που ζουν κυρ. παρασιτικά, συχνά ως φορείς ασθενειών: αλλεργιογόνα/σαπροφυτικά/φυτοφάγα ~. ~ δέντρων/σκόνης/σκουριάς. ~ στην επιφάνεια του δέρματος/στο υπνοδωμάτιο. Το ~ι προσβάλλει τις καλλιέργειες. [< αρχ. ἀκαρί ‘είδος σκουληκιού’, νεολατ. acarus, γαλλ. acariens]
  • ακτινίδιο [ἀκτινίδιο] α-κτι-νί-δι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΒΟΤ. μικρό ωοειδές φρούτο, πλούσιο σε βιταμίνη C, που έχει καστανό χνουδωτό φλοιό και γλυκόξινη πράσινη σάρκα με μικρούς, μαύρους σπόρους· σπανιότ. ο φυλλοβόλος, αναρριχητικός θάμνος (επιστ. ονομασ. Actinidia chinensis) από τον οποίο παράγεται το ομώνυμο φρούτο: τάρτα με ~ια. Βλ. καρύδα, μάνγκο. ΣΥΝ. κίουι (1) [< νεολατ. actinidium· πβ. ιταλ. actinidia, 1950]
  • αλουμίνιο [ἀλουμίνιο] α-λου-μί-νι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΧΗΜ. αργυρόλευκο, ελαφρό μεταλλικό στοιχείο (σύμβ. Al, Ζ 13), με υψηλή αντοχή στη διάβρωση και σε μηχανικές καταπονήσεις, ειδικότ. ως κράμα με άλλα μέταλλα: κράμα ~ίου. Οξείδιο του ~ίου (= αλουμίνα).|| Ανακύκλωση/επένδυση/ζάντες/φύλλο ~ίου. Βλ. βωξίτης, ντουρ~. ΣΥΝ. αργίλιο ● αλουμίνια (τα): (συνεκδ.-προφ.) οτιδήποτε κατασκευάζεται από το μέταλλο αυτό: συρόμενα ~. Βάλαμε τα ~ (: πόρτες, παράθυρα). [< νεολατ. aluminium, αγγλ.-γαλλ. ~]
  • αμερίκιο [ἀμερίκιο] α-με-ρί-κι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ίου}: ΧΗΜ. τεχνητά παραγόμενο ραδιενεργό μεταλλικό στοιχείο (σύμβ. Am, Ζ 95) με ασημί χρώμα. Βλ. πλουτώνιο, υπερουράνια στοιχεία. [< αγγλ. americium, 1946, γαλλ. americium, 1950 < νεολατ. America + -ium, κατά το europium]
  • αμμωνία [ἀμμωνία] αμ-μω-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΧΗΜ. άχρωμη αέρια ένωση αζώτου με υδρογόνο (σύμβ. NH3) που έχει έντονα δυσάρεστη οσμή· συνεκδ. το υδατικό της διάλυμα που χρησιμεύει ως πρόχειρο θεραπευτικό μέσο: άνυδρη/θειική/νιτρική/φωσφορική ~. Διαρροή ~ας.|| Καθαρή/υγρή ~. Στικ ~ας για τσιμπήματα εντόμων και θαλάσσιων οργανισμών. 2. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. σκόνη για παρασκευή γλυκών: κουλουράκια ~ας. [< νεολατ. ammonia]
  • ανάλεκτα [ἀνάλεκτα] α-νά-λε-κτα ουσ. (ουδ.) (τα): (συνήθ. ως τίτλος) συλλογή ρήσεων ή εκλεκτών έργων, άρθρων, μελετών: ιστορικά/πολιτικά/φιλολογικά ~. Πβ. ανθολογία, σύμμικτα. [< αρχ. ἀνάλεκτος 'εκλεκτός', νεολατ. analecta, γαλλ. analecte, γερμ. Analekten, αγγλ. analects]
  • ανθούριο [ἀνθούριο] αν-θού-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {ανθουρί-ου}: ΒΟΤ. ποώδες, τροπικό, διακοσμητικό φυτό εσωτερικού χώρου (οικογ. Araceae) με μεγάλα φύλλα και καρδιόσχημα, κόκκινα συνήθ. άνθη που μοιάζουν με κρίνα. [< νεολατ. anthurium]
  • άπαντα [ἅπαντα] ά-πα-ντα ουσ. (ουδ.) (τα) {απάντων} (λόγ.): (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α) το σύνολο των έργων ενός δημιουργού, κυρ. λογοτέχνη: Δημοσιεύτηκαν/εκδόθηκαν τα ~ του ... [< αρχ. ἅπας, νεολατ. omnia]
  • απόλυτος , η, ο [ἀπόλυτος] α-πό-λυ-τος επίθ. 1. πλήρης, ολοκληρωτικός και κατ' επέκτ. αδιαμφισβήτητος: ~ος: σεβασμός (των δικαιωμάτων του παιδιού). ~η: ανάγκη (= επιτακτική)/ανεξαρτησία/δύναμη/ελευθερία/επιτυχία/ευθύνη/πειθαρχία/προτεραιότητα/τάξη. ~ο: δόγμα/(ΦΙΛΟΣ.) κακό/καλό. Καθολική και ~η απαγόρευση. Αναζήτηση της ~ης αλήθειας/γνώσης. Με ~η ακρίβεια/βεβαιότητα/πιστότητα/σαφήνεια. Έχουν τον ~ο έλεγχο. ~η ησυχία! Έχεις ~ο δίκιο.|| (λόγ.) Άτομο της απολύτου εμπιστοσύνης μου.|| (ΝΟΜ.) ~οι λόγοι απαραδέκτου.|| ~ος: άρχοντας/μονάρχης (: που έχει ~η εξουσία).|| (προφ.-εμφατ. + άρθ.) Ο ~ έρωτας! Η ~η ασυνεννοησία/ευτυχία/καταστροφή/ομορφιά! Επικρατεί η ~η σιωπή/το ~ο σκοτάδι! Ξεκίνησε από το ~ο μηδέν (= από το τίποτα)! Ο ~ σταρ! (= ο ένας και μοναδικός, ο τέλειος). Το ~ο αρσενικό/θηλυκό. 2. αδιάλλακτος: Μην είσαι τόσο ~ (στις απόψεις σου)! Πβ. δογματ-, κατηγορηματ-, μονολιθ-ικός. 3. (για μέγεθος) πραγματικός ως προς την τιμή του (βάσει συγκεκριμένης συνήθ. μονάδας μέτρησης), που δεν υπολογίζεται σε σχέση με κάτι άλλο: ~ος: χρόνος. ~η: αξία (ποσού)/ηλικία πετρωμάτων (σε χρόνια)/σύγκλιση/ταχύτητα. ~ες: συντεταγμένες.|| (ΦΥΣ.) ~η: πίεση (: που ξεκινά από το τέλειο κενό).|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Μέση ~η απόκλιση. Σε ~ους αριθμούς/όρους, η αύξηση είναι ... ΑΝΤ. σχετικός (2) ● επίρρ.: απόλυτα & απολύτως (εμφατ.): ολοκληρωτικά, εντελώς: ~ απαραίτητος/ασφαλής/ικανοποιημένος/κατανοητός/σαφής/σίγουρος/υγιής. Αφοσιώνομαι/διαφωνώ/εμπιστεύομαι (κάποιον)/καταλαβαίνω/συμφωνώ/ταιριάζω (με κάποιον) ~α. Δεν κάνω/δεν παθαίνω ~ως τίποτα (πβ. τελείως). Δεν έχω καμία ~ως σχέση με την υπόθεση. Δεν φέρω καμία ~ως ευθύνη. Δεν αντιμετωπίζω κανένα ~ως πρόβλημα. ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτη θερμοκρασία: ΦΥΣ. που ξεκινά από το απόλυτο μηδέν: ελάχιστη/μέγιστη ~., απόλυτη μετοχή/απόλυτο απαρέμφατο: ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. Ελληνική) μετοχή ή απαρέμφατο που δεν εξαρτάται άμεσα από τους βασικούς όρους μιας πρότασης (το υποκείμενο ή το αντικείμενο): τούτου δοθέντος, ούτως ειπείν. Βλ. συνημμένη μετοχή. [< νεολατ. absolutus] , απόλυτη μουσική: ΜΟΥΣ. που βασίζεται στην καθαρή έμπνευση και πηγάζει από την μουσική την ίδια και όχι από εικόνες ή συναισθήματα. Βλ. προγραμματική μουσική., απόλυτη τιμή: ΜΑΘ. η τιμή (συμβ. |x|) πραγματικού αριθμού που ισούται με τον ίδιο τον αριθμό χωρίς πρόσημο. [< αγγλ. absolute value, 1907] , απόλυτο αριθμητικό: ΓΡΑΜΜ. που φανερώνει αριθμό: π.χ. δύο, τρία ..., απόλυτο κενό 1. ΦΥΣ. & (σπάν.) τέλειο κενό: χώρος ολοκληρωτικά άδειος από κάθε στοιχείο ύλης: Ο ήχος δεν διαδίδεται στο ~ ~. 2. (μτφ.) κάθε κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ουσίας, ζωτικότητας, ενέργειας: Νιώθω το ~ ~., απόλυτο μηδέν: ΦΥΣ. η κατώτερη δυνατή θερμοκρασία (-273,15°C): Ένα σώμα παύει να έχει μάζα στο ~ ~. [< αγγλ. absolute zero] , απόλυτη πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία, απόλυτη υγρασία βλ. υγρασία, απόλυτη φτώχεια βλ. φτώχεια, απόλυτο μέγεθος βλ. μέγεθος [< 1,3: μτγν. ἀπόλυτος, γαλλ. absolu 2: γαλλ. strict]
  • αργό(ν) [ἀργό] αρ-γό ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. άχρωμο, άοσμο και άγευστο ευγενές αέριο (σύμβ. Αr, Ζ 18), που περιέχεται στον ατμοσφαιρικό αέρα και χρησιμοποιείται σε λαμπτήρες. [< γαλλ.-αγγλ. argon < νεολατ. ~ < αρχ. ἀργὸς ‘αδρανής’]
  • αρχάνθρωπος [ἀρχάνθρωπος] αρ-χάν-θρω-πος ουσ. (αρσ.): ΑΝΘΡΩΠ. πρώιμη μορφή ανθρώπου της παλαιολιθικής εποχής, πρόγονος του homo sapiens. Βλ. άνθρωπος του Νεάντερταλ. [< νεολατ. archanthropinae, μτγν. ἀρχάνθρωπος 'ο Αδάμ']
  • αρώνια α-ρώ-νι-α ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. φυτό (οικογ. Rosaceae), γνωστό για τους κόκκινους, μοβ και ιδ. για τους σκούρους καρπούς τoυ (Aronia melanocarpa) που έχουν πολλές αντιοξειδωτικές ουσίες και μεγάλη διατροφική αξία. [< αγγλ. Aronia < νεολατ. arōnia < μτγν. ἀρωνία ‘δεσπολιά’]
  • ατροπίνη [ἀτροπίνη] α-τρο-πί-νη ουσ. (θηλ.): ΦΑΡΜΑΚ. κρυσταλλικό αλκαλοειδές (σύμβ. C17H23NO3) με αντισπασμωδική δράση, εκχύλισμα κυρ. του φυτού μπελαντόνα: θειική ~. Βλ. σκοπολαμίνη, (αντι)χολινεργικός, -ίνη. [< γερμ. Atropine, γαλλ.-αγγλ. atropine < νεολατ. Atropa < η Μοίρα Ἄτροπος]
  • άφνιο [ἄφνιο] άφ-νι-ο ουσ. (ουδ.) {αφνίου}: ΧΗΜ. μεταλλικό στοιχείο (σύμβ. Hf, Z 72) που έχει παρόμοιες ιδιότητες με το ζιρκόνιο και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ράβδων ελέγχου στους πυρηνικούς αντιδραστήρες. [< αγγλ.-γαλλ. hafnium, 1923 < νεολατ. ~ < hafnia ‘Κοπεγχάγη’]
  • βέρσο βέρ-σο ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΦΙΛΟΛ. η πίσω όψη χειρογράφου ή τυπωμένου κειμένου. ΑΝΤ. ρέκτο [< γαλλ. verso, νεολατ. (folio) verso]
  • βούλα [βοῦλα] βού-λα ουσ. (θηλ.) 1. στρογγυλή κηλίδα: τρίχωμα με ~ες. Άσπρο φουστάνι με κόκκινες ~ες (: πουά). Πβ. κουκκίδα. Βλ. στίγμα. 2. (παρωχ.) σφραγίδα γνησιότητας, πιστοποίησης και κατ΄επέκτ. το επίσημο έγγραφο (διάταγμα, εξουσιοδότηση, άδεια) που σφραγίζεται με αυτή: αυτοκρατορική/βασιλική/παπική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άσπρη βούλα: ΑΘΛ. λευκό σημάδι σε ποδοσφαιρικό γήπεδο για την τοποθέτηση της μπάλας, όταν εκτελείται πέναλτι: Σκόραρε από την ~ ~. ● ΦΡ.: με τη βούλα: (μτφ.) για καθετί εγγυημένο ή επίσημα αναγνωρισμένο: ~ ~ του Νόμου. Είναι πλέον και ~ ~ πρωταθλητής (: πήρε το πρωτάθλημα).|| (ειδικότ.) Καρπούζι ~ ~ (: από το οποίο κόβεται ένα κομμάτι, για να ελέγξει ο αγοραστής την ποιότητά του). Βλ. με το μαχαίρι. [< μτγν. βούλλα ‘χρυσή πόρπη’, μεσν. ~ ‘σημάδι κυκλικού σχήματος, σφραγίδα’ < νεολατ. bulla - παλαιότ. ορθογρ. βούλλα]
  • βράκτιο βρά-κτι-ο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. καθένα από τα μικρά, συνήθ. χρωματιστά, φύλλα που βρίσκονται στη βάση άνθους ή ταξιανθίας: (κ. ως επίθ.) ~α φύλλα. Πβ. σέπαλο. Βλ. κάλυκας, λέπυρα. [< νεολατ. bractea, γαλλ. bractée]
  • βραχυχίτωνας βρα-χυ-χί-τω-νας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) βραχυχίτων: ΒΟΤ. αειθαλές ή φυλλοβόλο δέντρο (γένος Brachychiton, οικογ. Sterculiaceae) με μικρά ροδοκόκκινα άνθη που κατάγεται από την Αυστραλία και χρησιμοποιείται κυρ. σε δενδροστοιχίες. [νεολατ. Brachychiton < αρχ. βραχύς + χιτών]
  • γανόδερμα γα-νό-δερ-μα ουσ. (ουδ.): σκληρό και πικρό φαρμακευτικό μανιτάρι (οικογ. Polyporaceae, ιδ. Ganoderma lucidum), γνωστό και ως μανιτάρι της αθανασίας.: ~ σε κάψουλες/ σκόνη. [< αγγλ. Ganoderma < νεολατ. ganoderma < αρχ. γάνος (το), ΄λαμπρότητα, διαύγεια΄ + δέρμα]

άνθρωπος

άνθρωπος [ἄνθρωπος] άν-θρω-πος ουσ. (αρσ.) {ανθρώπ-ου | -ων} & (λαϊκό) άθρωπος 1. ΒΙΟΛ. ον αρσενικού ή θηλυκού γένους, το πιο εξελιγμένο ανάμεσα στα πρωτεύοντα θηλαστικά της Γης, με κύρια γνωρίσματα την όρθια στάση, τη λογική σκέψη και τον έναρθρο λόγο· ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον, ως δημιουργός πολιτισμού· (περιληπτ.) το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα, συχνά σε σχέση με ορισμένη χρονική περίοδο: ~ και ζώα/τεχνολογία/φύση. Η υγεία/φυσιολογία του ~ου. Για την ασφάλεια/στην υπηρεσία του ~ου. Αλληλεπίδραση ~ου-ηλεκτρονικού υπολογιστή.|| Τα δημιουργήματα/η εξελικτική πορεία/η ιστορία του ~ου.|| Ο ~ της Αναγέννησης.|| (Οι διάφοροι πρόγονοι του σύγχρονου ~ου:) οι πρώτοι ~οι (πβ. αυστραλοπίθηκος, πιθηκ~). Ο ~ των σπηλαίων. Ο επιδέξιος ~ (homo habilis). Ο όρθιος ~ (homo erectus).|| (στον πληθ. το σύνολο των ~ων:) Οι ~οι γερνούν. Βλ. ανθρωπάκι, ανθρωπάκος, ανθρωπάριο, Θε~, προ~, συν~, υπ~, υπερ~, χιον~, χόμο. 2. συγκεκριμένη ανθρώπινη ύπαρξη (συνήθ. ως προς τις ιδιαίτερες σωματικές, πνευματικές, ψυχικές ή άλλες της ιδιότητες), άτομο, πρόσωπο: αισιόδοξος/έξυπνος/κακός/καλός/λογικός/νέος/σκληρός/τίμιος/υγιής/χαρούμενος ~. Θέλω να γίνω καλύτερος ~ (: για τον χαρακτήρα κάποιου). Τι ~ είναι; Γιατί του μιλάς έτσι του ~ου; Νέο κρούσμα του ιού/της νόσου ... σε ~ο. Ερωτεύτηκε λάθος ~ο. Έχω (δικό μου) ~ο στο ... (πβ. έμπιστος). Οι απλοί, καθημερινοί ~οι. Είμαστε πολιτισμένοι ~οι. Δεν πρέπει να χαθούν άλλοι ~οι (= ανθρώπινες ζωές).|| (που διακρίνεται για το ήθος, τα ψυχικά του χαρίσματα:) Πάνω από όλα είναι ~. Αν θέλεις να λέγεσαι ~ ... Αυτός δεν είναι ~ (βλ. αγρι~, απ~, παλι~). Βλ. αχυρ~, φιλ~.|| (με αδυναμίες, πάθη:) Μην ξεχνάς ότι ~ είμαι και εγώ.|| (η προσωπική ζωή σε αντιδιαστολή προς το επάγγελμα, το έργο:) Σαν καλλιτέχνης και σαν ~.|| (επιτατ.) Πού να τρέχω τώρα γέρος ~; Δεν ντρέπεσαι παντρεμένος ~ να ξενυχτάς;|| (για πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες:) Ψάχνω ~ο να βάψει το σπίτι (= κάποιον).|| Δεν συναντήσαμε ~ο (: ψυχή ζώσα). Δεν ήρθε ~ (= κανείς) στην εκδήλωση.|| Ο Θεός έγινε ~ (πβ. ενανθρώπηση). 3. για να δηλωθεί ότι κάποιος αναπτύσσει ορισμένη δραστηριότητα, έχει μια ιδιότητα, ανήκει σε κάποιο χώρο ή συχνάζει κάπου: (+ γεν.) ~ της θάλασσας (πβ. ναυτικός)/του θεάτρου (πβ. θεατρ~)/του Θεού (πβ. θρήσκος)/του λαού/της νύχτας/της πιάτσας/του σπιτιού (πβ. σπιτόγατος)/της τέχνης. ~οι της δράσης/του περιθωρίου/του ποδοσφαίρου.|| Δεν είναι ~ που εμπιστεύεται εύκολα κάποιον. 4. πρόσωπο που ανήκει στον κύκλο κάποιου· μέλος, στέλεχος ή υπάλληλος: Είναι ~ του κόμματος/της κυβέρνησης. Πβ. όργανο. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι & άνθρωποι του πνεύματος {σπανιότ. στον εν. άνθρωπος}: όσοι ασχολούνται με τα γράμματα, τις επιστήμες ή την τέχνη· διανοούμενοι, λόγιοι: Η εκπομπή φιλοξενεί ~ους των γραμμάτων και των τεχνών. Πβ. διανόηση, ιντελιγκέντσια, πνευματική ηγεσία. Βλ. ταγός.[< γαλλ. les gens de lettres] , άνθρωπος του Νεάντερταλ (homo neanderthalensis): ΑΝΘΡΩΠ. υποείδος του σοφού-νοήμονα ανθρώπου (homo sapiens) που έζησε μεταξύ 100.000-40.000 π.Χ., κυρ. στην Ευρώπη και την Ασία: απολιθωμένο κρανίο του ~ου του ~., ο Υιός του Ανθρώπου/του Θεού: ΘΕΟΛ. ο Χριστός., ανθρώπινος παράγοντας/παράγων βλ. παράγοντας, άνθρωπος-σάντουιτς βλ. σάντουιτς, άνθρωπος της δουλειάς βλ. δουλειά, άνθρωπος του κόσμου βλ. κόσμος, ανώτερος άνθρωπος βλ. ανώτερος, καινός άνθρωπος βλ. καινός, σκεπτόμενος άνθρωπος/σκεπτόμενο ον βλ. σκεπτόμενος, τα ανθρώπινα δικαιώματα/τα δικαιώματα του ανθρώπου βλ. δικαίωμα ● ΦΡ.: άνθρωπέ μου & άνθρωπε του θεού: (συνήθ. σε ερωτήσεις) για να εκφραστεί αγανάκτηση, απορία ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: Μα (καλά) τι λες/τι ρωτάς ~ ~; Είσαι/πας καλά ~ ~; Τι θες, ~ ~, τέτοια ώρα; Τι κάνεις εκεί, ~ ~; Μη φωνάζεις έτσι, ~ ~!, από άνθρωπο σε άνθρωπο 1. για ό,τι μεταδίδεται, μεταβιβάζεται από το ένα πρόσωπο στο άλλο. 2. σε σύγκριση: Το DNA διαφέρει ~ ~., γίνομαι άλλος άνθρωπος: αλλάζω εντελώς ως προς τη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα ή/και την εξωτερική μου εμφάνιση, συνήθ. προς το καλύτερο: Έχασε είκοσι κιλά και έγινε ~.|| (σπανιότ. προς το χειρότερο:) Μετά το ατύχημα έγινε ~., γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο (μτφ.): αποκτώ ή κάνω κάποιον να αποκτήσει συμπεριφορά κυρ. ή εξωτερική εμφάνιση, όπως ορίζεται από τις κοινωνικές συμβάσεις: Ε, δεν ~εσαι ~ με τίποτα! Κουρεύτηκες και έγινες ~!|| Μην ξεχνάς ότι εγώ σε έκανα ~ο!, ίδε/ιδού ο άνθρωπος: (ΚΔ) (να ο άνθρωπος) (εμφατ.) λέγεται απαξιωτικά για αισχρό άνθρωπο, κυρ. για τις πράξεις του., ο άνθρωπός μου 1. πρόσωπο έμπιστο, συγγενικό ή με το οποίο κάποιος έχει στενές σχέσεις· (ειδικότ.) ο(/η) ερωτικός(/ή) σύντροφος ή ο(/η) σύζυγος: Έχασαν τον ~ό τους. Θα είμαι πάντα ~ σου. 2. το άτομο που θέλει, αναζητά κάποιος: (Δεν) είμαι ~ σου. Αναμφίβολα είναι ~ μας., σαν άνθρωπος: όπως αξίζει, αρμόζει, ταιριάζει στους ανθρώπους ή τους χαρακτηρίζει: Ζει/πέθανε ~ ~ (πβ. αξιοπρεπώς).|| ~ ~ κι εγώ έχω ελαττώματα., σαν ένας άνθρωπος: ενωμένοι, όλοι μαζί: Το πλήθος ~ ~ ξεσηκώθηκε και φώναξε., τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε & τα λάθη είναι για τους ανθρώπους: για να δηλωθεί ότι ο άνθρωπος έχει ελαττώματα, πάθη: Να θυμάσαι πάντα ότι ~ ~., τι σου είναι ο άνθρωπος!: για να εκφραστεί έκπληξη, θαυμασμός για τα ανθρώπινα έργα ή λόγια ή για να τονιστεί η ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: ~ ~! Ένα τίποτα. Βλ. τι σου είναι ο κόσμος!, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, άνθρωπος της οικογένειας βλ. οικογένεια, άνθρωπος των άκρων βλ. άκρο, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, καλέ μου άνθρωπε! βλ. καλός, μια σπιθαμή άνθρωπος βλ. σπιθαμή, ο άνθρωπος για τον άνθρωπο (είναι) λύκος βλ. λύκος, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση βλ. κατάλληλος [< αρχ. ἄνθρωπος, γαλλ. homme, αγγλ. man, γερμ. Mensch]

κάλυκας

κάλυκας κά-λυ-κας ουσ. (αρσ.) {καλύκ-ων} 1. κυλινδρική θήκη που περιέχει τη βολίδα και τη γόμωση πυροβόλου όπλου: άδειος/πλαστικός ~. ~ φυσιγγίου. ~ (διαμετρήματος) ... χιλιοστών. Βρέθηκε ο ~ (της σφαίρας) κοντά στο σημείο της δολοφονίας. Βλ. καψούλι, σκάγι.|| ~ αντιαεροπορικού βλήματος/οβίδας. 2. περίβλημα, συνήθ. μεταλλικό: ατσάλινος/βιδωτός ~. Ο ~ της ηλεκτρικής λάμπας/του λαμπτήρα. 3. ΒΟΤ. το μέρος του άνθους που αποτελείται από τα σέπαλα: κωδωνοειδής/σωληνοειδής/χοανοειδής ~. 4. ΑΡΧΑΙΟΛ. αγγείο πόσης με οριζόντιες λαβές και κωνικό πόδι. Βλ. κάνθαρος, κύλικα. ● ΣΥΜΠΛ.: γευστικοί κάλυκες: ΑΝΑΤ. μικρές σφαιρικές συναθροίσεις κυττάρων-χημειοϋποδοχέων και στηρικτικών κυττάρων (στη γλώσσα, υπερώα, επιγλωττίδα και σε τμήματα του λάρυγγα και του φάρυγγα) που είναι υπεύθυνες για την αίσθηση της γεύσης., νεφρικοί κάλυκες: ΑΝΑΤ. απεκκριτικές κοιλότητες της νεφρικής πυέλου. [< 1: αγγλ. shell 2: αγγλ. bulb 3,4: αρχ. κάλυξ, γαλλ. calice, αγγλ. calyx]

καρύδα

καρύδα κα-ρύ-δα ουσ. (θηλ.) & ινδική καρύδα: καρπός του κοκοφοίνικα με σκληρό ξυλώδες περίβλημα, εδώδιμη λευκή σάρκα και υπόλευκο υγρό που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ζαχαροπλαστική και την κοσμετολογία: το νερό της ~ας. Ρόφημα ~ας. Γάλα ~ας (: από ανάμειξη της ψίχας της με ζεστό νερό).|| (ΖΑΧΑΡ., με αναφορά στην τριμμένη ψίχα της) Κέικ με ~. Παγωτό ~. (συνεκδ.) ~ες (: τα αντίστοιχα γλυκίσματα).|| Λάδι ~ας (: αιθέριο έλαιο). Αφρόλουτρο με άρωμα ~ας. ΣΥΝ. ινδοκάρυδο [< πβ. μεσν. καρύδα 'καρύδι', γαλλ. noix de coco]

ΜΕ

ΜΕ (η) 1. Μέση Εκπαίδευση. 2. Μονάδα Επιστρατεύσεως.

μέγεθος

μέγεθος μέ-γε-θος ουσ. (ουδ.) {μεγέθ-ους | -η, -ών} 1. μήκος, ύψος, πλάτος ή όγκος φυσικού αντικειμένου ή σώματος, οι διαστάσεις του: ~ μπαταρίας/οθόνης. Το ~ της Γης. Χαρτί ~ους/σε ~ Α4. Ενδύματα σε διάφορα/μεγάλα (βλ. (έξτρα) λαρτζ)/όλα τα ~η. Γλυπτό σε φυσικό ~ (: σε πραγματικές διαστάσεις). Δεν βρίσκει ρούχα στο ~ός του (= στα μέτρα, στο νούμερό του). Ψάρια που εκτρέφονται μέχρι να φτάσουν το εμπορικό ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείου. Αλλαγή/επιλογή ~ους εικονιδίων/χαρακτήρων (βλ. γραμματοσειρά). Κάντε κλικ, για να δείτε τη φωτογραφία στο κανονικό της ~ (: όπως έχει αποθηκευτεί στο σχετικό αρχείο). 2. (μτφ.) έκταση, ένταση, εύρος ή πλήθος: το (αληθινό/πραγματικό) ~ ενός προβλήματος/της καταστροφής. Το ~ της ζημιάς/της κατάντιας.|| Σεισμική δόνηση ~ους 5,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.|| Επιχειρήσεις μεσαίου/μικρού ~ους.|| Το ~ μιας οικογένειας (: ο αριθμός των μελών της). 3. ΦΥΣ. φυσικό μέγεθος: διανυσματικά (π.χ. δύναμη, επιτάχυνση, ορμή, ταχύτητα)/ενεργειακά (π.χ. θερμίδα)/εντατικά/ηλεκτρικά (π.χ. αντίσταση, ενέργεια, ένταση, ισχύς, συχνότητα, τάση)/θεμελιώδη (π.χ. ένταση ηλεκτρικού ρεύματος/φωτεινής πηγής, θερμοκρασία, μάζα, μήκος, χρόνος)/μονόμετρα (ή βαθμωτά)/παράγωγα (π.χ. πυκνότητα) ~η.μεγέθη (τα): κέρδη, έσοδα· γενικότ. οικονομικά ποσά: αύξηση/μείωση ~ών για τις βιομηχανίες τροφίμων. Αρνητικά/βελτιωμένα/θετικά τα ~η της εταιρείας για το πρώτο εξάμηνο.|| Βασικά ~η του προϋπολογισμού. ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτο μέγεθος: ΑΣΤΡΟΝ. η φυσική λαμπρότητα ουράνιου σώματος (σύμβ. M), όπως αυτή θα γινόταν αντιληπτή από απόσταση δέκα παρσέκ. Βλ. φαινόμενο μέγεθος. [< αγγλ. absolute magnitude, 1902] , αριθμητικό μέγεθος: ΜΑΘ. κάθε ποσότητα που μειώνεται ή αυξάνεται, μπορεί να μετρηθεί και να εκφραστεί με κάποιον αριθμό. Βλ. εμβαδό, μήκος, όγκος, πλάτος, ύψος., τάξη μεγέθους: κατά προσέγγιση τιμή, ποσό(τητα), μέγεθος: Για να έχετε μία ~ ~, το συνολικό κόστος των έργων ανέρχεται στις ... χιλιάδες ευρώ. Πβ. της τάξεως/τάξης., φαινόμενο μέγεθος: ΑΣΤΡΟΝ. η φαινόμενη λαμπρότητα ουράνιου σώματος (σύμβ. m), όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από έναν παρατηρητή στη Γη. Βλ. απόλυτο μέγεθος. [< αγγλ. apparent magnitude] , φυσικό μέγεθος: ΦΥΣ. φυσική έννοια, ιδιότητα, φαινόμενο που μπορεί να εκφραστεί ποσοτικά και έχει ορισμένη μονάδα μέτρησης., ανάλογα μεγέθη/ποσά βλ. ανάλογος, αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη/ποσά βλ. ανάλογος, νομισματικά μεγέθη βλ. νομισματικός, οικογενειακό μέγεθος βλ. οικογενειακός, οικονομικά μεγέθη βλ. οικονομικός ● ΦΡ.: σε μέγεθος τσέπης: για κάτι που μπορεί να μεταφερθεί μέσα σε τσέπη: φορητό ραδιόφωνο ~ ~. [< αγγλ. pocket-size, 1909] , πρώτου μεγέθους βλ. πρώτος [< αρχ. μέγεθος]

πλειοψηφία

πλειοψηφία πλει-ο-ψη-φί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λόγ.) πλειονοψηφία ΑΝΤ. μειοψηφία 1. το μεγαλύτερο μέρος, ποσοστό των ψήφων: αυτοδύναμη (= αυτοδυναμία)/κοινοβουλευτική/κυβερνητική ~. Η παράταξη της ~ας. Εκλογική νίκη με άνετη/αυξημένη/ευρεία/μικρή ~. Με ομοφωνία ή ~. Δεν επιτεύχθηκε (η απαιτούμενη) ~. Απέσπασε/εξασφάλισε/κατέκτησε/κέρδισε/πήρε/συγκέντρωσε/έχασε την ~. Κόμμα που διατηρεί/ελέγχει/έχει και πάλι την ~ στη Βουλή.|| (με τη σημ. της πλειοψηφικής διαφοράς) Απόφαση που λήφθηκε με ~ (= διαφορά) δέκα μόνο ψήφων. Διαθέτουν μια ισχνή ~ τριών βουλευτών/εδρών. 2. (γενικότ.) πλειονότητα: Η γνώμη της ~ας. Η μεγάλη/συντριπτική ~ των ερωτηθέντων/πολιτών/ψηφοφόρων είναι υπέρ της άποψης/πιστεύει ότι ...|| Η ~ των βιβλίων/προγραμμάτων. 3. (συνεκδ.) η ομάδα, συνήθ. το κόμμα, που πλειοψηφεί: Η ~ επέλεξε/πρότεινε/υποστηρίζει την αναβολή των διαπραγματεύσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: απλή/σχετική πλειοψηφία: με αριθμό θετικών ψήφων μεγαλύτερο από τις μισές., απόλυτη πλειοψηφία: βασισμένη στο μισό συν ένα των ψήφων. [< γαλλ. majorité absolue] , αρχή της πλειοψηφίας: ΠΟΛΙΤ. θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας, η οποία εξασφαλίζει τη δίκαιη εκπροσώπηση των διαφορετικών θέσεων μέσα σε ένα σύνολο και ειδικότ. τη λαϊκή κυριαρχία: Εφαρμόζεται/ισχύει η ~ ~. Οι αποφάσεις των οργάνων λαμβάνονται συλλογικά, με βάση την ~ ~. Βλ. αρχή της δεδηλωμένης., ειδική πλειοψηφία: που αντιστοιχεί στον αριθμό των ψήφων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες πρέπει να συγκεντρωθούν στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προκειμένου να εγκριθεί μια απόφαση: ενισχυμένη ~ ~., οριακή πλειοψηφία: με μικρή διαφορά ή με ποσοστό που μόλις ξεπερνά το 50%., σιωπηρή/σιωπηλή πλειοψηφία: σημαντικό τμήμα ενός πληθυσμού, συνήθ. τα μεσαία στρώματα, που επιλέγει να μην εκφράσει τις απόψεις του, είτε λόγω αδιαφορίας είτε επειδή θεωρεί ότι δεν έχουν αξία: η ~ ~ των πολιτών. ● ΦΡ.: κατά πλειοψηφία & (σπανιότ.) κατά πλειονότητα 1. κατά κύριο λόγο, στο μεγαλύτερο ποσοστό, κυρίως: Επιτροπή που αποτελείται ~ ~ από ... 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) ανάλογα με το τι ψηφίζουν οι περισσότεροι· πλειοψηφικά: Η πρόταση έγινε δεκτή ~ ~. στην (συντριπτική) πλειοψηφία/πλειονότητα των περιπτώσεων: τις πιο πολλές φορές. [< πβ. μτγν. πλειο(νο)ψηφία 'κυρίαρχη αστρολογική επιρροή', αγγλ. majority, γαλλ. majorité]

πλουτώνιο

πλουτώνιο πλου-τώ-νι-ο ουσ. (ουδ.) {-ίου (σπανιότ.) -ου}: ΧΗΜ. ραδιενεργό υπερουράνιο στοιχείο (σύμβ. Pu, Ζ 94) το οποίο είναι ιδιαίτερα τοξικό και χρησιμοποιείται κυρ. στην παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Βλ. ακτινίδες. [< αγγλ. plutonium, 1942, γαλλ. ~, 1948]

σκοπολαμίνη

σκοπολαμίνη σκο-πο-λα-μί-νη ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. δηλητηριώδες αλκαλοειδές (σύμβ. C17H21NO4), συγγενικό της ατροπίνης, που αποτελεί εκχύλισμα φυτών και χρησιμοποιείται κυρ. στην ψυχιατρική. Βλ. -ίνη. ΣΥΝ. υοσκίνη [< αγγλ.-γαλλ. scopolamine]

στίγμα

στίγμα στίγ-μα ουσ. (ουδ.) {στίγμ-ατος | -ατα} 1. μικρό, συνήθ. στρογγυλό σημάδι, που μπορεί να είναι φυσικό χαρακτηριστικό ή αποτέλεσμα πάθησης, αλλοίωσης, εξωτερικής επέμβασης: δερματικά/μελανά/μόνιμα/χειρουργικά ~ατα. Μαύρα ~ατα στο πρόσωπο (= φαγέσωρες). Λευκά ~ατα στα νύχια. Πτηνό με καφέ ~ατα. Τυριά με πράσινα ~ατα. Ταμπλέτα/φύλλα με (κίτρινα/μπλε) ~ατα. Η εικόνα καθαρίστηκε από τα ~ατα. ~ατα από μελάνι (= λεκέδες). Βλέπει μαύρα ~ατα (πβ. μυγάκια). Αστέρια που φαίνονται σαν ~ατα (= κουκκίδες). Βλ. βούλα. ΣΥΝ. κηλίδα (1) 2. (μτφ.-μειωτ.) οτιδήποτε επιφέρει σε κάποιον ανυποληψία, ντροπή: ανεξίτηλο/ηθικό/κοινωνικό ~. Το ~ της προδοσίας/του φονιά. Προσπαθεί να αποβάλει (/να απαλλαγεί από)/του χρέωσαν το ~ του ρατσιστή. Η παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί ~ για τη Δημοκρατία. ΣΥΝ. κηλίδα (2), όνειδος, ρετσινιά 3. ΝΑΥΤ. γεωγραφική θέση πλοίου, αεροσκάφους, οχήματος σε δεδομένη στιγμή της πορείας του: ~ δύο/τριών διαστάσεων. Εντοπισμός/προβολή/προσδιορισμός ~ατος στον χάρτη. Αναμεταδίδω/εντοπίζω/εξακριβώνω/λαμβάνω/υπολογίζω το ακριβές ~ του σκάφους. Χάθηκε το ~ του αεροπλάνου από τα ραντάρ. 4. (μτφ.) η στάση που έχει κάποιος σε ορισμένο θέμα: ασαφές/εθνικό/ιδεολογικό/μουσικό/ξεκάθαρο/προσωπικό ~. Το ~ της εποχής. Διαμορφώνω/προσδιορίζω το ~ μου. 5. ΙΑΤΡ. μόνιμο κλινικό ή βιολογικό χαρακτηριστικό που υποδεικνύει την ύπαρξη παθολογικής κατάστασης ή κληρονομικής ανωμαλίας: Έχει/φέρει το ~ της μεσογειακής αναιμίας (: χωρίς να εκδηλώνεται η νόσος). 6. ΑΡΧ. το σύμβολο ς ως έκτο γράμμα του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου (με αντίστοιχο το στ για την αρίθμηση). Βλ. δίγαμμα, κόππα, σαμπί. 7. ΒΟΤ. το ψηλότερο τμήμα του ύπερου των φυτών που δέχεται τη γύρη: αποξηραμένα ~ατα κρόκου. Βλ. επικονίαση. 8. ΖΩΟΛ. (σπάν.) (στα έντομα) αναπνευστικό άνοιγμα. ● ΦΡ.: δίνω το στίγμα μου (μτφ.): προσδιορίζω τη θέση που έχω σε κάποιο θέμα: Ο νέος υπουργός έδωσε το ~ της πολιτικής/των προθέσεών του., αφήνω το στίγμα/τη σφραγίδα μου (κάπου) βλ. αφήνω [< 1: αρχ. στίγμα, 6: μεσν. ~, αγγλ. stigma, γαλλ. stigmate]

υγρασία

υγρασία [ὑγρασία] υ-γρα-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΜΕΤΕΩΡ. παρουσία υδρατμών στον ατμοσφαιρικό αέρα: κανονική/μέση/υψηλή/χαμηλή ~. ~ εδάφους. Έχει ~. Ομίχλη και αυξημένη ~. ΑΝΤ. ξηρασία 2. η υγρότητα μιας επιφάνειας ή ενός χώρου· κατ' επέκτ. τα σταγονίδια νερού που εμφανίζονται σε επιφάνειες ή αντικείμενα με αποτέλεσμα τη φθορά τους: ~ στο σπίτι/στους τοίχους. Το ταβάνι έχει πιάσει ~. Βλ. μούχλα.|| Η φυσική ~ της επιδερμίδας. ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτη υγρασία: η πυκνότητα των υδρατμών σε ορισμένο όγκο αέρα που εκφράζεται συνήθ. σε γραμμάρια ανά κυβικό μέτρο., σχετική υγρασία: η ποσότητα των υδρατμών που υπάρχουν σε ορισμένο όγκο ατμοσφαιρικού αέρα προς τη μέγιστη ποσότητα υδρατμών που θα μπορούσε να συγκρατήσει ο αέρας αυτός. [< αρχ. ὑγρασία]

φτώχεια

φτώχεια φτώ-χεια ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) φτώχια & (λόγ.) πτωχεία ΑΝΤ. πλούτος 1. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια ή παντελή έλλειψη χρημάτων και υλικών μέσων για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών: ακραία/γενικευμένη/παγκόσμια/παιδική ~. ~ και περιθωριοποίηση. Η απειλή/τα θύματα/ο κίνδυνος/το φάσμα της ~ας. Διαιώνιση/εξάλειψη/καταπολέμηση/μείωση της ~ας. Αγώνας/εκστρατεία/μάχη κατά της ~ας. Η ~ θερίζει/μαστίζει τον τόπο. Η ~ πλήττει εκατομμύρια πολίτες. Το επίπεδο/ποσοστό της ~ας παραμένει υψηλό. Έζησε σε συνθήκες ~ας/(μες) στη ~. Αύξηση σημείωσε ο δείκτης ~ας. Η χώρα έχει γνωρίσει/περάσει μεγάλες ~ες. (προφ.) Άτιμη/καταραμένη ~! (επιτατ.) ~ και των γονέων (= απερίγραπτη, μεγάλη)! Πβ. ανημποριά, απορία, πενιχρότητα, στέρηση. Βλ. ευμάρεια. ΣΥΝ. ανέχεια, ένδεια (1) 2. (μτφ.) έλλειψη επάρκειας: πνευματική ~. ~ της γλώσσας/των ιδεών.|| Ενεργειακή ~. ΣΥΝ. πενία ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτη φτώχεια: κατάσταση κατά την οποία το εισόδημα ενός ανθρώπου δεν επαρκεί για την κάλυψη των βασικών βιοτικών του αναγκών. [< αγγλ. absolute poverty] , σχετική φτώχεια: κατάσταση κατά την οποία το εισόδημα ενός ανθρώπου επαρκεί μόνο για την κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών. [< αγγλ. relative poverty] ● ΦΡ.: η φτώχεια φέρνει γκρίνια & όπου φτώχεια και γκρίνια (παροιμ.): η άσχημη οικονομική κατάσταση προκαλεί καβγάδες., όριο/(σπανιότ.) επίπεδο της φτώχειας: το εισόδημα που εκτιμάται ότι είναι αναγκαίο για την κάλυψη των βασικών αναγκών: μισθοί/συντάξεις στα ~α ~. Βρίσκονται/είναι κάτω από τo ~ ~. Έχουν φτάσει στα ~α ~. [< αγγλ. poverty line, 1901, poverty level] , τα πολλά λόγια είναι φτώχεια (παροιμ.): είναι ανούσια και περιττά: Δεν θα πω τίποτα άλλο· ~ ~. Λοιπόν, ~ ~, ας πάμε κατευθείαν στο θέμα. Πβ. η σιωπή είναι χρυσός, τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν. Βλ. μακρηγορία, πλατειασμός, πολυλογία., η φτώχεια θέλει καλοπέραση βλ. καλοπέραση, όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο βλ. πόρτα

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.