Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 11057 εγγραφές  [0-20]


  • -αράς, -αρού {σπάν. ουδ. -αράδικο (λαϊκό) -αρούδικο} (επιτατ.): επίθημα για τον σχηματισμό μεγεθυντικών ουσιαστικών: κοιλ~/υπν~/ψευτ~.
  • -ας, -ασα, -αν {-αντος (θηλ. -ασας, σπάν.-λογιότ. -άσης), -αντα | -αντες (ουδ. -αντα), -άντων}: κατάληξη λόγιας μετοχής αορίστου ενεργ. φωνής που εμφανίζεται κυρ. σε στερεότυπες φράσεις με λειτουργία επιθέτου ή ουσιαστικού: Ο μοναδικός επιζήσ-ας. Η πρώτη διδάξ-ασα. Το θέμα θεωρείται λήξ-αν. Οι διατελέσ-αντες πρόεδροι.
  • -γενής , ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.
  • -γόνος , ος/α, ο (λόγ.): λεξικό επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο προκαλεί ή παράγει κάτι: αγχο~/αεριο~/αλλεργιο~/αναισθησιο~/αντιασφυξιο~/βλεννο~/εξαρτησιο~/ζημιο~/ζωο~/ιο~/καρκινο~/λοιμο~/νοσο~/παθο~/ρυπο~/σεισμο~/σιελο~/σμηγματο~/στρεσο~. Πβ. -γενής.|| (ουδ. ουσ.) Κολλα-γόνο. Ανδρο-γόνα/ανορεξιο~/δακρυ~/καπνο~/παραισθησιο~.
  • -εθνής , ής, ές {-εθνούς | -εθνείς (-ουδ. -εθνή), -εθνών} & -εθνικός: λεξικό επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών που αναφέρονται στο έθνος: τρι~. Δι-εθνικός.|| Aλλο~/ομο~.
  • -ειδής , ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
  • -είς, -είσα, -έν {-έντος (θηλ. -είσης) | -έντες (ουδ. -έντα), -έντων (θηλ. -εισών)} (επίσ.): κατάληξη της μετοχής παθητικού αορίστου: η συσταθείσα επιτροπή. Το παρακρατηθέν ποσό.|| (ουσιαστικοπ.) Κατέθεσαν οι κληθέντες σχετικά με ...
  • -ετής , ής, ές {-ετούς | -ετείς (ουδ. -ετή)} (λόγ.) επίθημα που δηλώνει 1. ορισμένη ηλικία ή διάρκεια ετών: δεκα~/εικοσα~/τριακοντα~/πεντηκοντα~/εκατοντα~. Ολιγο~/πολυ-ετής. Βλ. -χρονος. 2. (ουσιαστικοπ., μόνο σε αρσ. και θηλ.) φοιτητή που βρίσκεται σε συγκεκριμένο έτος σπουδών: πρωτο~/δευτερο~/τριτο~/τεταρτο~/πεμπτο~.
  • -ήρης , ης, ες {-ήρους | -ήρεις (ουδ. -ήρη)} (λόγ.): επίθημα για τη δήλωση χαρακτηριστικού γνωρίσματος: κλιν~/μον~/ποδ~/φρεν~.
  • -ικός1 , ή, ό {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικιά} & -ικος, η, ο· επίθημα για τον σχηματισμό 1. επιθέτων που εκφράζουν καταγωγή, προέλευση: γερμαν-ικός/ιταλ~/σουηδ~.|| Γιαννιώτ-ικος. Σμυρναί-ικος κ. σμυρνιώτ-ικος.|| Σερβ-ικός κ. (κυρ. προφ.) σέρβ-ικος. 2. {θηλ. εν. κ. ουδ. πληθ.} ουσιαστικοποιημένων επιθέτων που δηλώνουν γλώσσα: ιταλ-ική/νορβηγ~/πορτογαλ~.|| Δωρ-ική (: διάλεκτος).|| Γαλλ-ικά/ισπαν~/σερβ~.|| (κυρ. προφ.) Αρμέν-ικη/ρώσ~. Εβραί-ικα (κ. εβρα-ϊκά).|| Αρβανίτ-ικα/βλάχ~.
  • -μαθής , ής, ές {-μαθούς | -μαθείς (ουδ. -μαθή)} (λόγ.) επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων (και ουσιαστικών)∙ αναφέρεται 1. στον γνώστη μιας γλώσσας ή/και της φιλολογίας της, τον ειδήμονα σε έναν τομέα: γλωσσο-μαθής. Eλληνο~/λατινο~. Βλ. -τραφής.|| Αρχαιο~/νομο~.|| Φιλο~. 2. σε άτομο με συγκεκριμένο επίπεδο γνώσεων ή μόρφωσης: α-μαθής/ευρυ~/ημι~/ολιγο~/πολυ~. ΜΑΘΗΣ
  • -μανής , ής, ές {-μανή (λόγ.) -μανούς | -μανείς (ουδ. -μανή)} (λόγ.): επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που αναφέρονται σε άτομο το οποίο χαρακτηρίζεται από υπερβολική αγάπη, πάθος ή συνήθ. εμμονή για αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: γραφο~/εργασιο~/θεατρο~/μουσικο~/τελειο~.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Αρχο~/δικο~/ξενο~ (πβ. -θήρας).|| (ΨΥΧΟΛ.-ΨΥΧΙΑΤΡ.) Μεγαλο~/μυθο~. Ερωτο~ (= νυμφο~, σεξο~)/κλεπτο~/πυρο~/τοξικο~ (= ναρκο~). Πβ. -ληπτος, -πληκτος.
  • -μελής , ής, ές {-μελούς | -μελείς (ουδ. -μελή)}: επίθημα που συνδυάζεται συνήθ. με απόλυτα αριθμητικά για τη δήλωση του αριθμού μελών μιας ομάδας: τρι~ (επιτροπή)/εξα~ (οικογένεια). To δεκαπεντα-μελές (συμβούλιο).|| Ολιγο~/πολυ~.
  • -μερής , ής, ές {-μερούς | -μερείς (ουδ. -μερή)} (λόγ.) επίθημα που συνδυάζεται 1. συνήθ. με απόλυτα αριθμητικά για τον προσδιορισμό των μερών ενός συνόλου: μονο~/δι~/τρι~ (συμφωνία). Βλ. -μελής.|| (ΧΗΜ.) Πολυ-μερής ένωση. 2. με επίθετα για τη δήλωση του τρόπου κατανομής: (αν)ομοιο-μερής/(αν)ισο~.
  • -παθής , ής, ές {-παθούς | -παθείς (ουδ. -παθή)} (λόγ.) επίθημα επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. υποφέρει, έχει πληγεί ή πάσχει από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (για πρόσ., συνήθ. ως ουσ., αρσ. κ. θηλ.) αναξιο~. Πβ. -παθών.|| (ειδικότ.) Πλημμυρο~/πυρο~/σεισμο~. Πβ. -πληκτος.|| Καρδιο~/καρκινο~. 2. έχει συγκεκριμένη ιδιότητα σε έντονο συνήθ. βαθμό: (για πρόσ., ως επίθ.) α~/εγω~/εμ~/ηττο~/μυστικo~.|| Eυ~. 3. προκαλεί ορισμένα συναισθήματα: (ως επίθ., για πρόσ.) αντι~/συμ~.|| Ηδυ~.
  • -πλάσιος , α, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει πόσες φορές μεγαλώνει ή αυξάνεται το προσδιοριζόμενο, συγκρινόμενο με άλλο: τετρα~/πεντα~.|| Πολλα~.|| (ως ουδ. ουσ.) Το δι-/δεκα-πλάσιο.
  • -πρεπής , ής, ές {-πρεπούς | -πρεπείς (ουδ. -πρεπή)} (λόγ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει το θέμα: ανδρο~/ευ~.|| Δουλο~ (βλ. -ικός, -φρων)/μικρο~. || εθνο~/ελληνο~.
  • -σθενής , ής, ές {-σθενούς | -σθενείς (ουδ. -σθενή)}: ΧΗΜ. επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν το σθένος: μονο~/δι~/πολυ~ (ρίζα).
  • -σκελής , ής, ές {-σκελούς | -σκελείς (ουδ. -σκελή)} (λόγ.): επίθημα για δήλωση αριθμού ή μεγέθους σκελών: τρι~.|| (σε σύγκριση, παραβολή) (Aν)ισο~.
  • -σκεπής , ής, ές {-σκεπούς | -σκεπείς (ουδ. -σκεπή)} (λόγ.): επίθημα με τη σημασία του σκεπασμένος, καλυμμένος: θαμνο~/χιονο~ (πβ. -σκέπαστος). Νεφο~.|| Kεραμο~.|| Α~.

-ικος

-ικος, η, ο {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικια} επίθημα 1. για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: γέρ~/τεμπέλ~/τσιφούτ~. 2. για την προσαρμογή κυρ. λόγιων επιθέτων σε -ης: αυθάδ~ (κ. αυθάδης).

-μελής

-μελής, ής, ές {-μελούς | -μελείς (ουδ. -μελή)}: επίθημα που συνδυάζεται συνήθ. με απόλυτα αριθμητικά για τη δήλωση του αριθμού μελών μιας ομάδας: τρι~ (επιτροπή)/εξα~ (οικογένεια). To δεκαπεντα-μελές (συμβούλιο).|| Ολιγο~/πολυ~.

-μορφος

-μορφος, η, ο β' συνθετικό για τη δήλωση 1. ομοιότητας, κυρ. εξωτερικής: ανθρωπό-μορφος (βλ. -ειδής)/ζωό~/λεοντό~/τερατό~. 2. ιδιότητας, χαρακτηριστικού της μορφής: δύσ-μορφος/ομοιό~/πολύ~.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ερυθρό-μορφος/μελανό~ (αμφορέας).

-τραφής

-τραφής, ής, ές {-τραφούς | -τραφείς· σπανιότ. στο ουδ.} (λόγ.): επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει μεγαλώσει ή εκπαιδευτεί σε συγκεκριμένη χώρα: αγγλο~/αμερικανο~/γαλλο~/γερμανο~/δυτικο~ (πβ. -θρεμμένος). Βλ. -μαθής. || (κυριολ.) ευ-~.

-χρονος

-χρονος, η, ο β' συνθετικό που δηλώνει 1. ορισμένη ηλικία ή διάρκεια ετών: δεκά~/τρί~.|| (συχνά ουσιαστικοπ.) (Το) πεντά~ο. Τα εξηντά~α (: για συμπλήρωση εξήντα χρόνων από ορισμένο γεγονός).|| Δί~η φοίτηση (πβ. -ετής). 2. συγκεκριμένη χρονική σχέση: ισό~/ταυτό~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) προτερό~ο/υστερό~ο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.