Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 136 εγγραφές  [0-20]


  • αλλαγμένος , η, ο [ἀλλαγμένος] αλ-λαγ-μέ-νος επίθ.: που έχει αλλάξει ή αλλαχτεί: ~α: αρχεία/δεδομένα/στοιχεία (= αλλοιωμένα). Η φωνή σου ακούγεται ~η. Επέστρεψε από το εξωτερικό ~η. Πβ. αγνώριστος, αλλιώτικος, διαφορετικός, παραλλαγμένος. ΑΝΤ. αμετάβλητος, απαράλλαχτος, ίδιος.|| ~η: κλειδαριά. Πρόσφατα ~ο μπουζί/~α λάδια.|| Το μωρό είναι ~ο (= καθαρό, με καινούργια πάνα), έτοιμο για ύπνο. [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. αλλάζω]
  • αναμμένος , η, ο [ἀναμμένος] α-ναμ-μέ-νος επίθ. 1. που του έχουν βάλει ή μεταδώσει φωτιά, τον έχουν πυρακτώσει: ~ο: καντήλι/τζάκι. ~α: ξύλα.|| (μτφ.) Κρατούν ~η (= ζωντανή) τη σπίθα της ελπίδας. ΑΝΤ. σβησμένος, σβηστός (1) 2. που βρίσκεται σε λειτουργία: ~ος: κινητήρας. ~η: οθόνη/συσκευή. ~ο: κομπιούτερ/φλας. ~α: αλάρμ. Άφησε/ξέχασε τον θερμοσίφωνα/το μάτι (της κουζίνας)/τον φούρνο/το φως ~ο. Πβ. ενεργοποιημένος. ΑΝΤ. κλειστός (3) 3. (μτφ.) φουντωμένος, ξαναμμένος: Γύρισε ~ (= εκνευρισμένος, εξοργισμένος, εξαγριωμένος). ● ΣΥΜΠΛ.: σπίρτο μοναχό/αναμμένο βλ. σπίρτο ● ΦΡ.: κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα βλ. κάρβουνο ● βλ. ανάβω [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ανάβω]
  • ανανεωμένος , η, ο [ἀνανεωμένος] α-να-νε-ω-μέ-νος επίθ. 1. που έχει ανανεωθεί, βελτιωθεί ή αντικατασταθεί με κάτι καινούργιο: ~ος: κατάλογος. ~η: εμφάνιση. ~ο: μοντέλο/περιοδικό. Νέα, ~η και βελτιωμένη έκδοση. 2. που έχει παραταθεί η ισχύς του: ~η: άδεια παραμονής/σύμβαση. ~ο: διαβατήριο. 3. (μτφ., για πρόσ.) αναζωογονημένος, αναγεννημένος: Εμφανίστηκε/επέστρεψε (φρέσκος και) ~. [< μτχ. παθ. παρακ. του ανανεώνω]
  • αναπεπταμένος , η, ο [ἀναπεπταμένος] α-να-πε-πτα-μέ-νος επίθ. (αρχαιοπρ.) 1. που δεν έχει όρια, ανοιχτός, διάπλατος: ~ο: πεδίο (= ευρύχωρο)/πέλαγος. 2. ξεδιπλωμένος, απλωμένος: ~α: πανιά/φτερά.|| (μτφ.-ειρων.) Με ~η τη σημαία των μεταρρυθμίσεων. [< αρχ. ἀναπεπταμένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ἀναπεπτάννυμι ‘ξεδιπλώνω’]
  • ανειλημμένος , η, ο [ἀνειλημμένος] α-νει-λημ-μέ-νος επίθ. (επίσ.) : που έχει επωμιστεί κάποιος: ~η: ευθύνη. ~ες: δεσμεύσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: ανειλημμένες υποχρεώσεις: καθήκοντα που έχει αναλάβει κάποιος και πρέπει να τα επιτελέσει: Αποχώρησε/δεν θα μπορέσει να έρθει/δεν θα παρευρεθεί λόγω ~ων ~ώσεων. (: συχνά ως τυποποιημένη αόριστη δικαιολογία) [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. αναλαμβάνω]
  • απεγνωσμένος , η, ο [ἀπεγνωσμένος] α-πε-γνω-σμέ-νος επίθ. (λόγ.): που βρίσκεται σε ή φανερώνει απόγνωση: ~ος: αγώνας. ~η: αντίσταση/απόπειρα/μάχη/φωνή. ~ο: βλέμμα/διάβημα/ύφος. ~ες: εκκλήσεις/ενέργειες/κινήσεις/κραυγές/προσπάθειες. ~η και αγωνιώδης αναζήτηση.|| (για πρόσ.) ~οι οι καλλιεργητές εξαιτίας της κακοκαιρίας. Πβ. απελπισμένος. ● επίρρ.: απεγνωσμένα [< μτγν. ἀπεγνωσμένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ἀπογιγνώσκω ‘απελπίζομαι’]
  • απεσταλμένος , η, ο [ἀπεσταλμένος] α-πε-σταλ-μέ-νος επίθ.: που έχει αποσταλεί: ~η: επιστολή. ~ο: δέμα.|| (για ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή κινητό τηλέφωνο) ~α: μηνύματα.|| (ως ουσ.) Φάκελος ~ων. Βλ. εισερχ-, εξερχ-όμενα. ● Ουσ.: απεσταλμένος, απεσταλμένη (ο/η) 1. πρόσωπο που έχει οριστεί ως εκπρόσωπος κρατικού ή διεθνούς φορέα, προκειμένου να φέρει σε πέρας αποστολή στο εξωτερικό: ειδικός/έκτακτος/διπλωματικός/προεδρικός ~. ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης/του ΟΗΕ/της Ύπατης Αρμοστείας. Βλ. διπλωματική αποστολή.|| (παλαιότ.) Οι ~οι (πβ. αγγελιοφόροι, αντιπρόσωποι) του βασιλιά. 2. δημοσιογράφος που έχει σταλεί σε ξένη χώρα από το έντυπο (εφημερίδα ή περιοδικό) ή από τον σταθμό (τηλεοπτικό, ραδιοφωνικό) στο(ν) οποίο εργάζεται, προκειμένου να καλύψει ένα συγκεκριμένο γεγονός: ~ διεθνούς πρακτορείου. Ρεπορτάζ της ~ης στα κατεχόμενα εδάφη. Πβ. ανταποκριτής. [< γαλλ. envoyé] [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ἀποστέλλω, αγγλ. sent]
  • αποδεδειγμένος , η, ο [ἀποδεδειγμένος] α-πο-δε-δειγ-μέ-νος επίθ. (λόγ.): που έχει αποδειχτεί, εξακριβωθεί: ~η: αξία/(επαγγελματική) εμπειρία/προϋπηρεσία (βλ. πιστοποιημένος). ~ο: γεγονός/λάθος/ψέμα (πβ. αναμφίβολο, ολοφάνερο). ~οι: ισχυρισμοί. Μέτρα ~ης αποτελεσματικότητας. Δοκιμασμένες και ~ες λύσεις (: σίγουρες). ~α και αναμφισβήτητα στοιχεία (πβ. επιβεβαιωμένος). Είναι εμπειρικά/επιστημονικά/ιστορικά/μαθηματικά/στατιστικά ~ο (= διαπιστωμένο) ότι ... Πβ. τεκμηριωμένος. ΑΝΤ. αναπόδεικτος ● επίρρ.: αποδεδειγμένα & (λόγ.) -ως [< αρχ. ἀποδεδειγμένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ἀποδεικνύω]
  • απολωλός [ἀπολωλός] α-πο-λω-λός επίθ.: κυρ. στη ● ΦΡ.: απολωλός πρόβατο(ν) (ΚΔ) (λόγ.): για πρόσωπο που έχει απομακρυνθεί από τον σωστό δρόμο: Τα απολωλότα πρόβατα (= οι παραστρατημένοι). Πβ. άσωτος (υιός). Βλ. μαύρο πρόβατο. [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ.  ἀπόλλυμι ‘καταστρέφω’]
  • βεβαρημένος , η, ο βε-βα-ρη-μέ-νος επίθ. (λόγ.) 1. φορτωμένος με πρόσθετα προβλήματα, πολλές ασχολίες, υποθέσεις: ~η: κληρονομικότητα. Η ήδη ~η κατάσταση της υγείας του έχει επιδεινωθεί. Ασθενής με ~ο ιστορικό.|| ~ο: πρόγραμμα. ~ με πολλαπλά καθήκοντα και ευθύνες. (ΝΟΜ.) ~ με καταπίστευμα κληρονόμος.|| (μτφ.) ~ο: κλίμα (= βαρύ). ~η από ρύπους ατμόσφαιρα. Προϊόντα ~α από φυτοφάρμακα. 2. που τον βαρύνει παράπτωμα (ηθικό ή νομικό) ή καταδικαστέα, αξιόποινη πράξη: ~η: συνείδηση. ~ο: παρελθόν/(ΝΟΜ.) ποινικό μητρώο (: για άτομο που έχει καταδικαστεί αρκετές φορές). Πβ. επι(βε)βαρυμένος● βλ. βαρύνει [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. βαρῶ – παλαιότ. ορθογρ. βεβαρυμ(μ)ένος]
  • βλαμμένος , η, ο βλαμ-μέ-νος επίθ. (υβριστ.): ηλίθιος, ανόητος: Καλά ~ είναι;|| (ως ουσ.) Κάνει παρέα με κάτι ~α! Πβ. βαρε-, σαλε-, τρελα-μένος. [< μεσν. βλαμμένος < αρχ. βεβλαμμένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. βλάπτω]
  • βουλώνω βου-λώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βούλω-σα, βουλώ-θηκε, -μένος, βουλών-οντας} (προφ.) ΑΝΤ. ξεβουλώνω: κλείνω τρύπα ή στόμιο, φράσσω: ~ την κανάτα/το μπουκάλι. Πβ. καπακώνω, ταπώνω.βουλώνει {συνήθ. στον αόρ. κ. τον παρακ.}: για κάτι που έχει φράξει: ~σε η αποχέτευση/ο νεροχύτης/το σιφόνι/η τουαλέτα. ~σαν τ' αυτιά μου από το νερό/το υψόμετρο. Αποσυμφορητικό για ~μένη μύτη (= μπουκωμένη, βλ. κρυολόγημα, συνάχι). Πβ. στουμπώνω. ● ΦΡ.: το βουλώνω {συνηθέστ. στην προστ.} (προφ.): παύω να μιλώ, σωπαίνω: (υβριστ.) Βούλωσ' το/βούλωστο (= σκάσε) λοιπόν! Βουλώστε το επιτέλους!, βουλωμένο γράμμα διαβάζεις βλ. γράμμα, βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα βλ. στόμα, κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου βλ. στόμα, κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες βλ. τρύπα, ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! βλ. στόμα [< μεσν. βουλλώνω - παλαιότ. ορθογρ. βουλλώνω]
  • δεδικασμένο δε-δι-κα-σμέ-νο ουσ. (ουδ.): ΝΟΜ. δέσμευση που προκύπτει από τελεσίδικη δικαστική απόφαση: ουσιαστικό/τυπικό ~. Ισχύει/υπάρχει το ~. Η απόφαση του Δικαστηρίου αποτελεί ~ (= τετελεσμένο) για τους διαδίκους. [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. δικάζω, γαλλ. chose jugée]
  • δεδομένος , η, ο δε-δο-μέ-νος επίθ. (λόγ.): που έχει σαφώς προσδιοριστεί, που είναι γνωστός ή που θεωρείται σίγουρος: ~η: υπόθεση. ~ο: ενδιαφέρον. ~ες: συνθήκες. Σε ~ο (= καθορισμένο, ορισμένο, συγκεκριμένο) χρονικό διάστημα. ~ης της κατάστασης, ...|| Με τόσο καλή προετοιμασία η επιτυχία είναι ~η (= βέβαιη).|| (μειωτ., για ανθρώπινες σχέσεις) Έχω/θεωρώ/παίρνω κάποιον (ως) ~ο (= τον έχω υπό τον έλεγχό μου).|| Αποτελεί/είναι ~ο ότι ... (= είναι αποδεκτό, αυτονόητο ότι ...). Θεωρώ/παίρνω (ως) ~ο ότι ... (: ως αναμφισβήτητο γεγονός, αρχή).|| (ΦΥΣ.) Μετρώντας μια ~η απόσταση ... ● ΦΡ.: δεδομένου ότι ... & με δεδομένο (το γεγονός) ότι ...: λαμβάνοντας υπόψη ότι, εφόσον, επειδή: ~ ~ διακόπηκε η χρηματοδότηση, το έργο θα καθυστερήσει. ΣΥΝ. δοθέντος ότι ..., σε δεδομένη ευκαιρία βλ. ευκαιρία, σε δεδομένη στιγμή βλ. στιγμή [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. δίδωμι, γαλλ. donné, αγγλ. given]
  • δεδουλευμένος , η, ο δε-δου-λευ-μέ-νος επίθ. (επίσ.): που προέρχεται από εργασία ή αντιστοιχεί σε αυτή: ~ες: αποδοχές/ώρες. ~α: έσοδα. ΑΝΤ. αδούλευτος.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~οι: τόκοι (: που αναλογούν σε ένα ομόλογο ή έντοκο γραμμάτιο ή προθεσμιακή κατάθεση από την ημερομηνία έκδοσής τους μέχρι την τρέχουσα). ● Ουσ.: δεδουλευμένα (τα): χρηματική αμοιβή, συνήθ. οφειλόμενη: Πλήρωσε/χρωστάει τα ~ των εργαζομένων. Διεκδικούν τα ~ έξι μηνών. [< μτγν. δεδουλευμένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. δουλεύω, γαλλ. travaillé]
  • δηλωμένος , η, ο δη-λω-μέ-νος επίθ. & (λόγ.) δεδηλωμένος 1. που έχει γνωστοποιηθεί, εκφραστεί ρητά, που έχει αποκαλυφθεί: ~ος: θαυμαστής/οπαδός/στόχος. ~η: αντίθεση/επιθυμία/θέληση/θέση (= εκ(πε)φρασμένη). ~ο: ενδιαφέρον (= εκδηλωμένο). ~οι: εχθροί (βλ. κηρυγμένοι, ορκισμένοι). Η ~η πολιτική της κυβέρνησης. Πβ. φανερός. 2. που έχει δηλωθεί επίσημα, σύμφωνα με ορισμένο τυπικό σε αρμόδια Αρχή ή υπηρεσία: ~η: αξία/διεύθυνση/εργασία. ~ο: εισόδημα. ~ες: δαπάνες. ΑΝΤ. αδήλωτος (1) ● Ουσ.: δηλωμένη (η): ιερόδουλη που ασκεί νόμιμα το επάγγελμά της, που έχει δηλωθεί στην Αστυνομία. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της δεδηλωμένης & δεδηλωμένη (η): ΠΟΛΙΤ. σύμφωνα με την οποία ένα κόμμα, για να αναλάβει την εξουσία και να διατηρηθεί σε αυτή, πρέπει να έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Βλ. αρχή της πλειοψηφίας, πρόταση μομφής/δυσπιστίας. [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. δηλώνω, γαλλ. déclaré]
  • διακεκριμένος , η, ο δι-α-κε-κρι-μέ-νος επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) που έχει διακριθεί σε έναν χώρο για τα προσόντα του ή την προσφορά του, σημαντικός: ~ος: επιστήμονας/καλλιτέχνης. ~η: προσωπικότητα. ~α: μέλη/στελέχη. Διεθνώς ~οι καθηγητές. Ένας από τους πιο ~ους συγγραφείς. Πβ. διαπρεπής, διάσημος, έγκριτος, εξέχων, επιφανής, φημισμένος.|| ~ο: έργο/ίδρυμα/πανεπιστήμιο (πβ. ονομαστός).|| Εταιρεία που παρέχει ~ες υπηρεσίες στον τομέα ... 2. που διαφέρει, ξεχωρίζει από κάποιον ή κάτι άλλο: ~ες: στήλες (πβ. διαχωρισμένες). Σαφώς ~α μεταξύ τους ζητήματα/όρια/τμήματα (πβ. διαφορετικός, ξεχωριστός). 3. ΝΟΜ. που αναφέρεται σε εξαιρετικά σοβαρή αξιόποινη πράξη: ~η: κλοπή/οπλοκατοχή. ~ες: φθορές (ξένης ιδιοκτησίας). ● επίρρ.: διακεκριμένα & (λόγ.) -ως ● ΣΥΜΠΛ.: διακεκριμένη θέση: προνομιακή θέση που εξασφαλίζεται με ακριβότερο εισιτήριο ή/και προορίζεται για τους επισήμους: (σε αεροπλάνο, πλοίο, τρένο:) ~ ~ για πτήσεις εξωτερικού. Επιβάτες/καμπίνα/σαλόνι (της) ~ης ~ης. Πβ. πρώτη θέση.|| ~ ~ σε γήπεδο/θέατρο. Βλ. βιπ. ΑΝΤ. οικονομική θέση (1) ● βλ. διακρίνω [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. διακρίνω, γαλλ. distingué]
  • διαλυμένος , η, ο δι-α-λυ-μέ-νος επίθ. & (λόγ.) διαλελυμένος 1. (μτφ.) κατεστραμμένος: ~ο: αυτοκίνητο/μαγαζί/πιάνο. Πβ. ερειπωμένος, χαλασμένος.|| ~ος: γάμος. ~η: οικογένεια/οικονομία/σχέση/χώρα. Βλ. αποτυχη-, ρημαγ-μένος.|| Ψυχικά ~η (: εξουθενωμένη, κουρασμένη). 2. ΧΗΜ. που έχει διαλυθεί: ~ο: αέριο. ~ες: ουσίες. ~α: άλατα/συστατικά. Χρώμα ~ο σε νερό. ● βλ. διαλύω [< αρχ. διαλελυμένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. διαλύω, γαλλ. dissous]
  • διατεθειμένος , η, ο δι-α-τε-θει-μέ-νος επίθ. 1. που έχει την προθυμία, την τάση, την επιθυμία να κάνει κάτι: (Δεν) είναι/εμφανίζεται ~ να υποχωρήσει. Πβ. έτοιμος, πρόθυμος. 2. που έχει μια ορισμένη διάθεση, στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι: Ήταν ευνοϊκά ~ απέναντί μας. Πβ. προ~. Βλ. διάκειμαι. ● βλ. διαθέτω [< 1: γαλλ. être disposé 2: αρχ. διατεθειμένος, μτχ. παθ. παρακ.  του ρ. διατίθημι, βλ.διαθέτω]
  • διεσπαρμένος , η, ο δι-ε-σπαρ-μέ-νος επίθ. (λόγ.) 1. διασκορπισμένος: ~ες: δυνάμεις. ~α: κτίρια. Πληθυσμός ~ σε μικρές κοινότητες. Μετοχικό κεφάλαιο ~ο σε φυσικά και νομικά πρόσωπα. Πληροφορίες ~ες στο διαδίκτυο. Γεωγραφικά ~ες δραστηριότητες. Πβ. σκόρπιος. ΑΝΤ. συγκεντρωμένος (1) 2. (σπάν.) (για χώρο) διάσπαρτος. ● βλ. διασπείρω [< αρχ. διεσπαρμένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. διασπείρω, γαλλ. dispersé]

ανάβω

ανάβω [ἀνάβω] α-νά-βω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνα-ψα, ανά-φτηκε, -μμένος, ανάβ-οντας} 1. βάζω, μεταδίδω φωτιά σε κάτι ή παίρνω φωτιά: (μτβ.) ~ το καντήλι/τα κάρβουνα/ένα κερί/ένα σπίρτο/την ψησταριά. ~ βεγγαλικά/καπνογόνα. ~ψε (ένα) τσιγάρο.|| (αμτβ.) Η σόμπα/το τζάκι ~ει (: είναι αναμμένη/ο). Τα κάρβουνα ~ουν εύκολα (= αναφλέγονται). ~ψε η φλόγα/η φωτιά (= κόρωσε).|| (μτφ.) Μια σπίθα ~ει μες στα μάτια του (: για δήλωση πάθους ή εξυπνάδας). Τα λόγια της μου ~ψαν το ενδιαφέρον (ΣΥΝ. εξάπτω, κεντρίζω, κινώ, ξυπνώ, προκαλώ). ΑΝΤ. σβήνω (1) 2. θέτω ή τίθεμαι σε λειτουργία (με παροχή ηλεκτρικού ρεύματος ή με μπαταρία): (μτβ.) ~ τη λάμπα/τη μηχανή/την τηλεόραση/τον φακό/το φλας/τα φώτα. Το φανάρι ~ψε κόκκινο/πράσινο.|| (αμτβ.) Το λαμπάκι/φωτάκι δεν ~ει (= κάηκε). Το σήμα/η φωτεινή ένδειξη δεν ~ει (= δεν λειτουργεί, δεν ενεργοποιείται ή δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί). Τι ώρα ~ει το καλοριφέρ; Ο φάρος ~ει αυτόματα.|| (μτφ.) ~ψαν οι μηχανές του πολέμου. ΑΝΤ. σβήνω (2) 3. (μτφ.-συνήθ. προφ.) ερεθίζω ή ερεθίζομαι: (μτβ.) Μην τον ~εις, άστον να ηρεμήσει (ΣΥΝ. εξάπτεις, εξοργίζεις, φουντώνεις)!|| (αμτβ.) ~ και μόνο που το ακούω (ΣΥΝ. βράζω, (εξ)οργίζομαι, θυμώνω, κορώνω, φουντώνω)!|| Μ' ~εις (: με αναστατώνεις, με διεγείρεις ερωτικά). ~ει εύκολα. Πβ. ξανάβω. 4. (μτφ.-στο γ' πρόσ.) αποκτώ ένταση, φουντώνω: ~ψε ο καβγάς/η μάχη/η συζήτηση. ~ψε μέσα του ο έρωτας/η οργή/ο πόθος. Οι κόντρες/τα πολιτικά πάθη ~ψαν. ~ψε από θυμό (πβ. κορώνω). ΣΥΝ. ζωηρεύω (3) 5. (μτφ.) ζεσταίνομαι πολύ, υπερθερμαίνομαι: Ανοίξτε το παράθυρο, έχουμε ~ψει (= σκάσει, κορώσει, φουντώσει, ψηνόμαστε. ΑΝΤ. παγώσει, πουντιάσει)! ~ψε η μηχανή του αυτοκινήτου (ΑΝΤ. κρύωσε). Πβ. πυρώνω. ΣΥΝ. καψώνω (1) 6. {μόνο στο γ' πρόσ., συνήθ. στον αόρ.} (προφ.) αρχίζει κάτι να αλλοιώνεται, μουχλιάζει: ~ψε το τυρί/ψωμί (= χάλασε). ~ψαν τα κρεμμύδια/οι πατάτες. ● ΦΡ.: ανάβει το γλέντι/κέφι (προφ.): κορυφώνεται η διασκέδαση: Άναψε ~ για τα καλά.|| (ως παρότρυνση) Έλα, ν' ανάψει ~! Βλ. θα το κάψουμε/το κάψαμε., του την ανάβω (αργκό): τον πυροβολώ: Πήρε το περίστροφο και ~ ~ψε. (απειλητ.) Όποιος κουνηθεί, ~ ~ψα!, ανάβει και κορώνει βλ. κορώνω, ανάβουν τα αίματα βλ. αίμα, ανάβει φωτιά/φωτιές βλ. φωτιά, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές βλ. τηλέφωνο, μου ανάβουν τα λαμπάκια βλ. λαμπάκι ● βλ. αναμμένος [< 1: μεσν. ανάβω, αγγλ. light, set fire to, γαλλ. allumer, enflammer 2: αγγλ. turn/switch on 3: αγγλ. take fire, get hot, turn on 4: αγγλ. get heated/lively, γαλλ. s' allumer 5: αγγλ. go red, flame]

αρχή

αρχή [ἀρχή] αρ-χή ουσ. (θηλ.) 1. σημείο στον χρόνο ή τον χώρο, από το οποίο κάτι αποκτά υπόσταση, εμφανίζεται για πρώτη φορά: η ~ του κόσμου/των πάντων/του Σύμπαντος (: δημιουργία). Η ~ της ζωής (: γέννηση). Από την ~ (= έναρξη) του χρόνου. Στις ~ές του έτους (ΑΝΤ. τέλη). Στην ~ (= αρχικά), νόμιζα ότι είχα κάνει λάθος. Από την ~ είχα αντιρρήσεις (= εξαρχής, από την πρώτη στιγμή). Ελάτε να κάνουμε μια ελπιδοφόρα/καινούργια/νέα ~ (= ξεκίνημα)! (ως ευχή) Καλή ~ στη νέα σου δουλειά! Βλ. απ~.|| Στην ~ του δρόμου (πβ. αφετηρία· ΑΝΤ. τέρμα)/κειμένου. ΑΝΤ. τέλος (1) 2. (συνήθ. με κεφαλ. Α) φορέας, όργανο, υπηρεσία· (συνεκδ., στον πληθ.) τα πρόσωπα που τα στελεχώνουν: αθλητική/αναγνωρισμένη/αναθέτουσα/ανακριτική/αρμόδια/αστυνομική/δικαστική/διοικητική/διοργανώτρια/διπλωματική/διωκτική/ελεγκτική/εποπτική/κρατική/κυβερνητική/νομαρχιακή/πολεοδοµική/πολιτειακή/στρατιωτική/φορολογική ~.(στην Κύπρο) ~ Ηλεκτρισμού. ~ Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ακρ. ΑΠΔΠΧ). ~ Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Ευρωπαϊκή ~ για την Ασφάλεια των Τροφίμων. Απόφαση/αρμοδιότητες/βεβαίωση/πιστοποιητικό/πόρισμα της ~ής. Ακαδημαϊκές/Πανεπιστημιακές ~ές. Προξενικές ~ές. Δημοτικές ~ές. Διώκεται από τις Αρχές (του τόπου) (: την Αστυνομία, τη Δικαιοσύνη, το Κράτος).|| Τελετή που παρακολούθησαν σύσσωμες οι ~ές της πόλης (= τοπικοί άρχοντες, τοπικές ~ές). 3. κανόνας που καθορίζει τη στάση ή τη συμπεριφορά κάποιου· κοινώς αποδεκτό πρότυπο συλλογικής συμπεριφοράς: δημοκρατικές/ηθικές/ιδεολογικές/κατευθυντήριες ~ές. Οι ~ές μου και τα πιστεύω μου. Άνθρωπος χωρίς ~ές (: ανήθικος, ασύδοτος). Αποτελεί ~ μου να ... Είναι θέμα/ζήτημα ~ής για μένα.|| Η ~ της ακεραιότητας/αξιοπρέπειας/ελευθερίας/κοινωνικής δικαιοσύνης/νομιμότητας. Εφαρμογή/παραβίαση/τήρηση των ~ών. 4. προϋπόθεση, όρος: ~ του διαλόγου/της συζήτησης είναι ... Το συμβούλιο θέτει ως ~ ότι ... Πβ. βάση, θεμέλιο. 5. (επιστ.) θεμελιώδης κανόνας, νόμος σε έναν γνωστικό τομέα: η ~ της άνωσης/βαρύτητας. Καταστατικές ~ές (= βασικές, θεμελιώδεις). Παιδαγωγικές ~ές. Βασικές ~ές και έννοιες της φιλοσοφίας. Γενικές ~ές (του) Αστικού Δικαίου. Θεωρητικές ~ές της επιστήμης. ~ές Οικονομικής Θεωρίας. Πβ. αξίωμα. 6. πρωταρχική αιτία: η ~ όλων των δεινών (= πηγή, ρίζα). ● ΣΥΜΠΛ.: ανεξάρτητη Αρχή βλ. ανεξάρτητος, ανθρωπική αρχή βλ. ανθρωπικός, αντιποίηση Αρχής βλ. αντιποίηση, αρχή της αδράνειας βλ. αδράνεια, αρχή της αναλογικότητας βλ. αναλογικότητα, αρχή της ισότητας βλ. ισότητα, αρχή της ομοφωνίας βλ. ομοφωνία, αρχή της πλειοψηφίας βλ. πλειοψηφία, αρχή/νόμος της διατήρησης βλ. διατήρηση, αρχιμήδεια αρχή/αρχή του Αρχιμήδη βλ. αρχιμήδειος, διωκτικές Αρχές βλ. διωκτικός, εκδίδουσα Αρχή βλ. εκδίδων, ζωτική αρχή βλ. ζωτικός, η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας βλ. απροσδιοριστία, η αρχή της αυτοδιάθεσης βλ. αυτοδιάθεση, η αρχή της δεδηλωμένης βλ. δηλωμένος, η αρχή της επικουρικότητας βλ. επικουρικότητα, η αρχή της νομιμότητας βλ. νομιμότητα, η αρχή των εθνοτήτων βλ. εθνότητα, η αρχή/η λογική της ήσσονος προσπάθειας βλ. ήσσων & ήττων, η κατηγορούσα αρχή βλ. κατηγορώ, λιμενική Αρχή βλ. λιμενικός, περιύβριση Αρχής βλ. περιύβριση, πρυτανικές Αρχές βλ. πρυτανικός, τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης βλ. τίτλος ● ΦΡ.: από την αρχή ως/μέχρι το τέλος: καθ' όλη τη διάρκεια ή σε όλη την έκταση: Ήμουν παρών ~ ~.|| Διάβασε το κείμενο ~ ~.|| Η ιστορία είναι πλαστή ~ ~ (= εξολοκλήρου)., αρχής γενομένης (+ από, λόγ.): αρχίζοντας από: πενθήμερη απεργία, ~ ~ από σήμερα., αυτό είναι μόνο η αρχή: για σχέδιο που βρίσκεται σε αρχικό στάδιο ή για κατάσταση που έχει συνήθ. αρνητική εξέλιξη: Έχει γίνει μια πρώτη προσπάθεια, αλλά ~ ~.|| Η κρίση εντείνεται και ~ ~., δεν έχει αρχή και τέλος & χωρίς αρχή και τέλος: για να δηλωθεί το άπειρο, η έλλειψη ορίων: η ευθεία δεν έχει ~ ~. Πβ. αέναος, ασταμάτητος, διαρκής, συνεχής.|| (μτφ.) Έρωτας χωρίς ~ ~. Πρόκειται για θέμα που δεν έχει ~ ~. Πβ. φαύλος κύκλος., εν αρχή ην … [ἐν ἀρχῇ ἦν] (λόγ.): στην αρχή υπήρχε (κάτι): ~ ~ το μηδέν/χάος.|| (ειρων.) ~ ~ η κατανάλωση., επί της αρχής (λόγ.): κατά βάση, σε γενικά πλαίσια, σε γενικές γραμμές: Εγκρίθηκε ~ ~ το νομοσχέδιο.|| (ως επίθ.) Η ~ ~ συμφωνία για ..., η αρχή είναι το ήμισυ του παντός (γνωμ.): το πιο σημαντικό είναι να κάνει κάποιος το πρώτο βήμα., κάθε αρχή και δύσκολη: για τα εμπόδια που συναντά κανείς σε κάθε ξεκίνημα., κάνω την αρχή 1. αρχίζω, ξεκινώ. 2. (μτφ.) αναλαμβάνω την πρωτοβουλία: Έκανε ~ για έναν παρατεταμένο αγώνα υπέρ ..., καταρχάς (λόγ.) & (λογιότ.) κατ' αρχάς: αρχικά, στην αρχή: ~, το ποσό μειώθηκε, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκε. Πβ. εν πρώτοις., καταρχήν & (λόγ.) κατ' αρχήν 1. κατά βάση, στα βασικά σημεία: Δεν διαφωνώ ~ ~, αλλά σε επιμέρους θέματα.|| (ως επίθ.) Η ~ συμφωνία. Πβ. επί της αρχής. 2. (συνήθ. καταχρ.) καταρχάς. [< γαλλ. en principe, γερμ. im Prinzip] , με αρχή, (μέση) και τέλος: με δομή, συνοχή: έργο/κείμενο ~ ~., αντίσταση κατά της Αρχής βλ. αντίσταση, είναι παλαιών/αυστηρών αρχών βλ. παλαιός, ενός ανδρός αρχή βλ. άνδρας & άντρας, η αρχή του κακού βλ. κακό, η αρχή του νήματος βλ. νήμα, η αρχή του τέλους βλ. τέλος, μηδενικός νόμος βλ. μηδενικός, φτου κι απ' την αρχή! βλ. φτου [< αρχ. ἀρχή, γαλλ. principe, αγγλ. principle 2: γαλλ. autorités, αγγλ. authorities]

βαρύνει

βαρύνει βα-ρύ-νει ρ. (μτβ.) {μτχ. ενεστ. βαρύν-ων, -ουσα, -ον | -εται, (λογιότ.) βεβαρυμένος} (λόγ.): βαραίνει (κυρ. σημ. 2 κ. 3): Η εταιρεία ~εται με (= αναλαμβάνει, υποχρεώνεται να πληρώσει) τα έξοδα αποστολής.|| Δήλωσε ένοχος για τις κατηγορίες που τον ~ουν. Πβ. επιβαρύνω. [< αρχ. βαρύνω]

βιπ

βιπ ουσ. (αρσ. + θηλ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} & VIP: διάσημο και συνήθ. πολύ πλούσιο άτομο: αίθουσα VIP του αεροδρομίου. Πβ. αστέρας, βεντέτα, σελέμπριτι, σταρ, φίρμα. [< αγγλ. very important person (VIP ή V.I.P), 1933]

γράμμα

γράμμα γράμ-μα ουσ. (ουδ.) {γράμμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κάθε σύμβολο του συστήματος γραφής μιας γλώσσας που παριστάνει έναν ή περισσότερους φθόγγους: άτονο/τονισμένο ~. Κεφαλαία (= μεγάλα)/πεζά (= μικρά, βλ. μικρογράμματος) ~ατα. Τα ~ατα του αλφάβητου (βλ. σύμφωνο, φωνήεν). Αντιστοίχιση/σειρά/σύμπλεγμα (πβ. δίψηφο)/συνδυασμός ~άτων. Το αρχικό ~ ονόματος (πβ. μονόγραμμα). Κωδικός που αποτελείται από ~ατα και αριθμούς (πβ. αλφαριθμητικός). Πβ. γράφημα. Βλ. σημαίνον.|| (συνήθ. στην ΤΥΠΟΓΡ.) Πρώτο ~ (= αρχίγραμμα). Έντονα/μαύρα/όρθια/πλάγια/υπογραμμισμένα ~ατα (= στοιχεία, χαρακτήρες). Αυτοκόλλητα ~ατα (βλ. λετρασέτ). Μέγεθος/μορφοποίηση/τύπος ~άτων (βλ. γραμματοσειρά). Διάστημα μεταξύ των ~άτων.|| (γραφικός χαρακτήρας:) ~ατα με ουρές (= καλλιγραφικά). Δεν βγάζω/δεν καταλαβαίνω τα ~ατά σου (βλ. κολλυβογράμματα). Κάνει ωραία/στρογγυλά ~ατα.|| Τα ~ατα μιας ταινίας/μιας τηλεοπτικής εκπομπής (: τίτλοι ή υπότιτλοι· βλ. ζενερίκ). Βλ. εικονό-, ιδεό-, ολό-γραμμα. 2. επιστολή: ανώνυμο/απειλητικό/αποχαιρετιστήριο/ενημερωτικό/ερωτικό/ευχαριστήριο/προσωπικό/συγκινητικό/συγχαρητήριο/συλλυπητήριο/χειρόγραφο ~. Aπλό/επείγον/συστημένο ~. ~ από/για/προς/σε κάποιον. Aποστολέας/παραλήπτης του ~ατος. Γράφω/διαβάζω/δίνω/έχω/παίρνω/στέλνω/ταχυδρομώ (ένα) ~. Απαντώ σε ένα ~. Ρίχνω το ~ στο γραμματοκιβώτιο.γράμματα (τα) 1. η λογοτεχνία και κατ' επέκτ. οι ανθρωπιστικές κυρ. επιστήμες: κλασικά (: αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, γραμματολογία)/νεοελληνικά ~. Άνθιση/πόλη των ~άτων. Η γιορτή των ~άτων (: των τριών Ιεραρχών). Η εμφάνιση/προσφορά ενός συγγραφέα στα ~. Διακρίθηκε στον χώρο των ~άτων. 2. γραφή και ανάγνωση και κατ' επέκτ. γνώσεις, σπουδές: Δεν ξέρει (πολλά) ~ (= είναι αγράμματος, αναλφάβητος).|| Τα πρώτα ~ (: στοιχειώδης εκπαίδευση). Έχει έφεση/κλίση στα ~. ● Υποκ.: γραμματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: Γράμματα και Τέχνες: πνευματικός πολιτισμός: βραβείο/κέντρο/λέσχη/σύνδεσμος/σχολή ~άτων και ~ών. Εθνικό αριστείο/Τάξη ~άτων και ~ών της Ακαδημίας Αθηνών. Προσωπικότητα των ~άτων και των ~ών., κενό/νεκρό γράμμα (μτφ.): (συνήθ. για αρχή, θεσμό, νόμο) που δεν εφαρμόζεται στην πράξη: Αρκετές από τις διακηρύξεις για τα δικαιώματα του παιδιού παραμένουν ~ ~. Βλ. ανενεργός. [< γαλλ. lettre morte] , το γράμμα/ (και) το πνεύμα του νόμου (μτφ.): η διατύπωση και όχι η ουσία του: Απόφαση σύμφωνη με ~ ~. Είναι προσκολλημένος στο ~ ~. Ακολουθώ/επιβάλλω/παρακάμπτω/τηρώ ~ ~., άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι βλ. άνθρωπος, ανοιχτή επιστολή βλ. επιστολή, εγκύκλιος παιδεία/εγκύκλιες σπουδές/εγκύκλια γράμματα βλ. εγκύκλιος, Ιερά Γράμματα βλ. ιερός, ψιλά γράμματα βλ. ψιλός ● ΦΡ.: (γράφω κάτι/κάτι γράφεται) με χρυσά γράμματα (στην ιστορία) & με ολόχρυσα γράμματα: για πρόσωπο ή γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό που αξίζει να μείνει στη μνήμη: Το όνομά του γράφτηκε με ~ ~ στις δέλτους/σελίδες της ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Πβ. χρυσές σελίδες., βουλωμένο γράμμα διαβάζεις (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος έχει διαίσθηση, αντιλαμβάνεται κάτι, χωρίς να έχει τα απαραίτητα στοιχεία: Καλά πώς το κατάλαβες; ~ ~! Βλ. ψυχανεμίζομαι., δεν (τα) παίρνει τα γράμματα & τα παίρνει τα γράμματα (προφ.): είναι κακός/καλός μαθητής στο σχολείο., κατά γράμμα: πιστά, με συνέπεια και ακρίβεια: Ακολούθησε ~ ~ τις οδηγίες/τις συμβουλές/τις υποδείξεις μου. Εκτελώ ~ ~ μια διαταγή/μια εντολή. Ερμηνεύω/εφαρμόζω ~ ~ τον νόμο/μια συμφωνία. Το πρόγραμμα της προπόνησης πρέπει να τηρείται ~ ~ (= σχολαστικά). Η λέξη ... σημαίνει ~ ~ ... Πβ. επακριβώς.|| (ως επίθ.) ~ ~ μετάφραση (= κατά λέξη, ακριβής. Πβ. αυτολεξεί)., κορόνα (ή) γράμματα: διαδικασία κατά την οποία κάποιος ρίχνει ψηλά ένα κέρμα, για να αποφασίσει τυχαία ανάμεσα σε δύο εναλλακτικές δυνατότητες· το αντίστοιχο τυχερό παιχνίδι: Να το παίξουμε/να ρίξουμε ~ ~, για να αποφασίσουμε ποια ταινία θα δούμε., παίζω κάτι κορόνα (ή) γράμματα: αφήνω ή επιλέγω κάτι στην τύχη, ρισκάρω: ~ ~ τη ζωή μου/την καριέρα μου/το κεφάλι μου/το μέλλον μου. Πβ. ριψοκινδυνεύω., (τώρα στα γεράματα), μάθε γέρο γράμματα βλ. γεράματα, μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις βλ. δάσκαλος, δασκάλα [< αρχ. γράμμα]

διαθέτω

διαθέτω δι-α-θέ-τω ρ. (μτβ.) {διέθε-σα (προφ.) διάθε-σα, διαθέ-σω, διατίθ-εται, -ενται (προφ. διαθέτ-εται, -ονται), διατέ-θηκε (λόγ. διετέθ-η, -ησαν, μτχ. διατεθ-είς, -είσα, -έν), διατε-θεί, διαθέτ-οντας, διατιθέ-μενος, διατε-θειμένος} (λόγ.) 1. με διακρίνει κάτι, έχω κάτι στην κατοχή μου· ειδικότ. προσφέρω κάτι σε άλλους για εκμετάλλευση ή χρήση: ~ει αντίληψη/αρετές/γνωριμίες/γνώσεις/δύναμη/εμπειρία/εξυπνάδα/ικανότητες/τα μέσα/μυαλό/προσόντα/φαντασία. ~ εισόδημα/κεφάλαιο/πόρους.|| Το ξενοδοχείο ~ει αίθουσα συνεδριάσεων/(άνετα) δωμάτια/κλιματισμό/πισίνα. Η πόλη ~ει αεροδρόμιο.|| Ο υπολογιστής ~ει (: είναι εξοπλισμένος με) επεξεργαστή ... Tο αυτοκίνητο ~ει συναγερμό. Διατίθεται διαμέρισμα/κατάστημα προς ενοικίαση/πώληση. Τα ~μενα ποσά. Βλ. προ~. ΑΝΤ. στερούμαι 2. παραχωρώ, δίνω, μεταβιβάζω σε κάποιον το δικαίωμα εκμετάλλευσης ή χρήσης αγαθού, συνήθ. έναντι χρηματικού ποσού: Η εταιρεία ~σε (στην αγορά/στο εμπόριο) τη νέα σειρά τηλεοράσεων (βλ. λανσάρω). Η τράπεζα ~σε δάνεια ύψους ... ευρώ. Σας παρακαλώ να μου ~σετε λίγο χρόνο. Το προϊόν ~εται (= προσφέρεται) δωρεάν/κατόπιν παραγγελίας/σε καταστήματα λιανικής πώλησης. Ο κατάλογος ~εται σε έντυπη/ηλεκτρονική μορφή. Η συσκευή ~εται αποκλειστικά από την αντιπροσωπεία/σε ποικιλία χρωμάτων. Ακίνητα που ~ενται προς πώληση. Έχουν ~θεί (= πουληθεί) ... εισιτήρια διαρκείας. Τα έσοδα από τη συναυλία θα ~θούν για φιλανθρωπικούς σκοπούς.|| ~σε (= προσέφερε) όλη του την περιουσία για την ίδρυση σχολείων. ● Παθ.: διατίθεμαι 1. (επίσ.) έχω τη διάθεση, προτίθεμαι να κάνω κάτι: Δεν ~εται να εξετάσει το ζήτημα. 2. έχω συγκεκριμένη στάση προς κάποιον ή κάτι: ~εται ευνοϊκά απέναντί τους. ~ενται θετικά στο ενδεχόμενο να ... Πβ. διάκειμαι. ● βλ. διατεθειμένος [< αρχ. διατίθημι, μεσν. διαθέτω, γαλλ. disposer]

διάκειμαι

διάκειμαι δι-ά-κει-μαι ρ. (αμτβ.) {-εισαι, -ειται, -είμεθα, -εισθε, -εινται, μτχ. διακείμενος, -η, -ο} (λόγ.): τηρώ ορισμένη στάση, έχω συγκεκριμένη διάθεση απέναντι σε κάποιον ή κάτι: ~ειται δυσμενώς/ευμενώς/ευνοϊκά/εχθρικά/θετικά απέναντί τους. ● ΦΡ.: φιλικά/φίλα διακείμενος/προσκείμενος βλ. φίλα [< αρχ. διάκειμαι ‘βρίσκομαι σε μια κατάσταση, τακτοποιούμαι]

διακρίνω

διακρίνω δι-α-κρί-νω ρ. (μτβ.) {διέκρι-να, διακρί-νει, -θηκα, -θεί, διακρίν-οντας, -όμενος, διακεκριμένος} (λόγ.) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις ή νοητικώς: Μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσα να ~ τίποτα. Από μακριά ~να μια φιγούρα. Πβ. βλέπω, ξε~.|| ~ μια δόση ειρωνείας/σαρκασμού στα λόγια σου. ~εις στα μάτια της μια έντονη θλίψη. Στη φωνή του ~νες τη μεγάλη του ταραχή και αγωνία. ~ναμε (= διαισθανθήκαμε, καταλάβαμε) από την πρώτη στιγμή το μεγάλο του ταλέντο. 2. αναγνωρίζω τις διαφορές που έχει κάποιος ή κάτι σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο: ~ τα διάφορα είδη/τα όργανα (της ορχήστρας)/τα χρώματα. ~ την αλήθεια από το ψέμα/το δίκαιο από το άδικο/το καλό από το κακό. Αυτό που μας ~ει (= διαφοροποιεί) από τους άλλους είναι ...|| (διαιρώ σε κατηγορίες:) ~ δύο ομάδες/τρεις περιπτώσεις. ΣΥΝ. διαχωρίζω, ξεχωρίζω (1) ΑΝΤ. ταυτίζω (1) ● διακρίνει: (για ιδιότητα) χαρακτηρίζει κάποιον ή κάτι, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό: Τον ~ ανευθυνότητα/ευγένεια/καλοσύνη. Τη ~ πηγαίος αυθορμητισμός και χιούμορ. ● Παθ.: διακρίνομαι {κυρ. στο γ' πρόσ.} 1. υπερέχω έναντι των άλλων: (για πρόσ.) ~θηκε (= κέρδισε διάκριση) σε αθλητικό αγώνα/σε διαγωνισμό (π.χ. ζωγραφικής/φωτογραφίας). ~θηκε (= διέπρεψε) ως γιατρός/επιστήμονας/ποιητής. ~θηκε για την ερμηνεία της. Από μικρός ήθελε να ~θεί. Πβ. πρωτεύω.|| Η εταιρεία ~θηκε ως μία από τις καλύτερες στον χώρο της τεχνολογίας. 2. έχω ως χαρακτηριστικό μου: (για πρόσ.) ~εται για την εντιμότητα/τη συνέπεια/την υπομονή του. ~όμενος για το ήθος του.|| Το βιβλίο ~εται (= χαρακτηρίζεται) από συντηρητισμό. 3. γίνομαι αντιληπτός, φαίνομαι: Στο βάθος ~εται το χωριό. Τα σπίτια ~ονταν με δυσκολία εξαιτίας της ομίχλης. 4. (+ σε) χωρίζομαι: Οι υδατάνθρακες ~ονται σε απλούς και σύνθετους. [< 1: γαλλ. se distinguer] ● βλ. διακεκριμένος [< αρχ. διακρίνω]

διαλύω

διαλύω δι-α-λύ-ω ρ. (μτβ.) {διέλυ-σα (προφ.) διάλυ-σα, διαλύ-σω, -θηκε, -θεί, -οντας, -μένος} & (προφ.) διαλώ {-άς ...} 1. καταστρέφω, εξαλείφω: Τον ~σε τον υπολογιστή. Το βάζο έπεσε και ~θηκε σε χίλια κομμάτια. Από το τρακάρισμα το αυτοκίνητο κόντεψε να ~θεί. Ο σεισμός ~σε τα σπίτια της περιοχής. Τα ~σες όλα! Πβ. αχρηστεύω, χαλώ.|| (μτφ.) ~σαν τη δημόσια διοίκηση/το κράτος/την οικονομία. ~εται η κοινωνική συνοχή. Πβ. αποδιοργανώνω, αποσαθρώνω, καταλύω. Βλ. βλάπτω, ζημιώνω.|| Προϊόν που ~ει τα άλατα/τους λεκέδες. Το φάρμακο αυτό ~ει τους θρόμβους. ~θηκε το νέφος/η ομίχλη. ~θηκαν τα σύννεφα. Πβ. εξαφανίζω.|| (μτφ.) Μια νέα έρευνα έρχεται να ~σει τον μύθο του ... ~θηκαν οι αμφιβολίες/οι υποψίες/οι φόβοι του. Πβ. διασκεδάζω. Βλ. διώχνω. 2. κάνω κάτι να πάψει να υπάρχει, να ισχύει, να λειτουργεί: ~ τον αρραβώνα/τη συνεργασία/σχέση/φιλία. Ο γάμος τους ~θηκε άδοξα. Πβ. ακυρώνω, λύνω. Βλ. αναιρώ.|| ~θηκε η Ένωση/επιτροπή/εταιρεία/το κόμμα/ο όμιλος/η οργάνωση/το σωματείο. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με πρόταση της κυβέρνησης, ~σε τη Βουλή. Βλ. καταργώ, κλείνω. 3. διασπώ τη συνοχή οργανωμένου συνόλου ανθρώπων, διασκορπίζω: Η Αστυνομία ~σε τους συγκεντρωμένους διαδηλωτές/το πλήθος. Η πορεία/η συγκέντρωση/το συλλαλητήριο ~θηκε.|| Με τη λήξη της τελετής ~θήκαμε. (ως παράγγελμα) ~θείτε ησύχως. 4. (για πρόσ.) ταλαιπωρώ πολύ κάποιον, συνήθ. ψυχικά, εξουθενώνω. Πβ. καταρρακώνω. Βλ. ισοπεδώνω. 5. αναμειγνύω δύο ή περισσότερες ουσίες, ώστε να αποτελέσουν διάλυμα: ~ το αλάτι/την ασπιρίνη στο νερό. (σε συνταγές) ~ετε τη σόδα σε χυμό πορτοκαλιού. Πβ. λιώνω.|| Οι διοξίνες ~ονται εύκολα στο λάδι. 6. (προφ.) κατατροπώνω, νικώ εξευτελίζοντας τον αντίπαλο: Τους ~σαμε χθες στον αγώνα. Ο ομάδα του ... ~σε τον ... με 5-1. (απειλητ.) Θα σας ~ουμε! Πβ. κατανικώ. ● ΦΡ.: το διαλύουμε & (σπάν.) το διαλάμε (μτφ.-προφ.) 1. για ομάδα ανθρώπων που αποφασίζουν να αποχωρήσουν σχεδόν ταυτόχρονα από ένα χώρο, τερματίζοντας έτσι μια γιορτή, εκδήλωση, συγκέντρωση, συνάντηση: Το ~σαμε κατά τις πρωινές ώρες. Είναι ώρα να το ~σουμε. 2. χωρίζουμε: Μήπως είναι καλύτερα να το ~σουμε; Δεν πάει άλλο! Πβ. τα χαλάω., το διαλύω το μαγαζί (μτφ.): σε καταστάσεις αποδιοργάνωσης ή για τη λήξη μιας συνεργασίας, μιας σχέσης ή για το κλείσιμο μιας επιχείρησης. ● βλ. διαλυμένος [< αρχ. διαλύω 4,5: γαλλ. dissoudre]

διασπείρω

διασπείρω δι-α-σπεί-ρω ρ. (μτβ.) {διέσπειρε, διασπείρ-ει, -οντας, διασπάρ-θηκε (σπάν.-λόγ.) διεσπάρ-η, διασπαρ-εί, διασπαρ-μένος (λόγ.) διεσπαρ-μένος} 1. διασκορπίζω: Η πυροσβεστική διέσπειρε τις δυνάμεις της για να αντιμετωπίσει τη φωτιά. Ρύποι εκλύονται και ~ονται στην ατμόσφαιρα. Τα καρκινικά κύτταρα μπορούν να ~ούν με την κυκλοφορία του αίματος. Πβ. εγκατασπείρω.|| Οι ασθενείς ~ουν (= μεταδίδουν) τον ιό. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) σκορπίζω, διαδίδω: (για συναίσθημα) ~ το μίσος/τον πανικό.|| (για πληροφορίες) ~ει ανακρίβειες/συκοφαντίες/φήμες/ψεύδη. ● βλ. διεσπαρμένος [< αρχ. διασπείρω, γαλλ. disseminer]

ευκαιρία

ευκαιρία [εὐκαιρία] ευ-και-ρί-α ουσ. (θηλ.) {ευκαιρι-ών} 1. ευνοϊκή, κατάλληλη στιγμή, για να συμβεί κάτι ή να κάνει κάποιος κάτι: δεύτερη/διπλή/ιστορική/μοναδική/νέα/τελευταία ~. Αναζήτηση/απώλεια/δημιουργία ~ών. Με/σε κάθε ~. Αξιοποιώ/βρίσκω/εκμεταλλεύομαι την ~. Παρουσιάζεται μία ~. Επωφελούμαι της ~ας. Είναι καλή ~ να λύσετε τις διαφορές σας. Είναι η ~ της ζωής σου! Όταν έχω/μόλις βρω ~ (= χρόνο). ~ (= αφορμή) έψαχνα, για να σε συναντήσω. 2. δυνατότητα για την πραγματοποίηση ενός στόχου: επαγγελματική/επενδυτική/επιχειρηματική ~. Δίκτυο/σχολείο πολλαπλών ~ών (για νέους). Δίνω/παρέχω/προσφέρω σε κάποιον την ~ να/για ... Μου δόθηκε η ~ να/για ... Στερώ από κάποιον την ~ για/να ... Έχασε/κλότσησε την ~ να ... ~ες ανάπτυξης/απασχόλησης/εργασίας/καριέρας/μάθησης/σταδιοδρομίας/χρηματοδότησης (ενός έργου). Χαμένες ~ες για γκολ. Πβ. ευχέρεια. 3. αγορά αγαθού σε συμφέρουσα τιμή και το ίδιο το αγαθό: Ο εκτυπωτής (που αγόρασα) ήταν μεγάλη ~. Πβ. κελεπούρι. ● ΣΥΜΠΛ.: ισότητα ευκαιριών: ΝΟΜ. η συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων των ανθρώπων, χωρίς διακρίσεις λόγω φυλής, χρώματος, θρησκείας, εθνικότητας, φύλου, φυσικής ή διανοητικής υστέρησης, ηλικίας: ~ ~ για άτομα με ειδικές ανάγκες/στην αγορά εργασίας/στην εκπαίδευση/μεταξύ ανδρών και γυναικών., κόστος ευκαιρίας & εναλλακτικό κόστος: ΟΙΚΟΝ. το κέρδος από μια συναλλαγή ή επένδυση σε σχέση με το διαφυγόν κέρδος που θα προέκυπτε από μια εναλλακτική αντίστοιχη ενέργεια. [< αγγλ. opportunity cost, 1911] , σημαία ευκαιρίας βλ. σημαία, σχολείο δεύτερης ευκαιρίας βλ. σχολείο ● ΦΡ.: αρπάζω την ευκαιρία (από τα μαλλιά) (προφ.): αξιοποιώ αμέσως τη δυνατότητα που μου δίνεται., δεν αφήνω/δεν χάνω ευκαιρία για/να ...: για κάτι που κάνει κάποιος κάθε φορά που παρουσιάζονται οι κατάλληλες συνθήκες: Δεν αφήνει ~ για πείραγμα. Δεν χάνει ~ να μου δημιουργεί προβλήματα/να περηφανεύεται για τα κατορθώματά του.|| (ειρων.) Μη χάσεις ~ εσύ και δεν σχολιάσεις., με την ευκαιρία & (λόγ.) επί τη ευκαιρία/επ' ευκαιρία: (+ γεν.) λόγω, με αφορμή, εκμεταλλευόμενος την περίσταση: ~ ~ της επετείου του γάμου σας/της ονομαστικής σας εορτής ...|| ~ ~ (: μιας και το έφερε η κουβέντα), θα ήθελα να προσθέσω ότι ... [< γαλλ. à l'occasion de] , με την πρώτη/σε πρώτη ευκαιρία: μόλις μπορέσω, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή: ~ ~ θα τα πούμε από κοντά. Θα έρθω να σε δω ~ ~., σε δεδομένη ευκαιρία: μόλις δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις., σε τιμή ευκαιρίας: σε συμφέρουσα για τον αγοραστή τιμή, πολύ οικονομικά: (σε αγγελίες) Ηλεκτρικά είδη ~ ~. Μονοκατοικία πωλείται ~ ~. Πβ. οκαζιόν., αδράχνω την ευκαιρία βλ. αδράχνω, ανοίγω ευκαιρίες βλ. ανοίγω, δράττομαι της ευκαιρίας βλ. δράττομαι, ευκαιρίας δοθείσης/δοθείσης (της) ευκαιρίας βλ. δοθείς [< αρχ. εὐκαιρία ‘κατάλληλος χρόνος, αφθονία, ευημερία’, γαλλ. occasion]

κάρβουνο

κάρβουνο κάρ-βου-νο ουσ. (ουδ.) 1. στερεό καύσιμο, κυρ. μαύρου χρώματος, που εξορύσσεται από τη γη ή παράγεται από την καύση οργανικών ουσιών: ορυκτό ~ (= γαιάνθρακας). Πβ. ξυλάνθρακας, ξυλο~, πετρο~. Βλ. μπρικέτα.|| Στάχτη από ~α (βλ. τέφρα). Τα τρένα κινούνταν με ~.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Μπριζόλες/παϊδάκια/ψάρια στα ~α (: σε ψησταριά με ~α). ΣΥΝ. άνθρακας (1) 2. είδος μολυβιού σχεδίασης από άνθρακα και συνεκδ. το αντίστοιχο σχέδιο: γόμα για ~.|| ~ σε μουσαμά. Βλ. κηρομπογιά, παστέλ. ● ΦΡ.: έγινε κάρβουνο (μτφ.-προφ.): κάηκε, απανθρακώθηκε: Το φαγητό στο φούρνο ~ ~ (= καρβούνιασε). Το κτίριο ~ ~ απ' τη φωτιά.|| Μην πλησιάσεις κοντά στα σύρματα, θα γίνεις ~!, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα & (σπάν.) στ' αγκάθια/στα καρφιά (μτφ.): αγωνιώ, ανυπομονώ: ~εται ~ ~ για να δει τι θα γίνει/μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα. Πβ. αδημονώ. [< γαλλ. être sur des charbons ardents/des épines] , καίει κάρβουνο/μαζούτ (μτφ.-ειρων.) 1. (για πρόσ.) αργεί να καταλάβει. Βλ. αργόστροφος. 2. κινείται με αργούς ρυθμούς: Η Υπηρεσία ~ ~., να καούν τα κάρβουνα! (προφ.): επιφωνηματικά όταν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση κεφιού, γλεντιού: Άντε ~ ~!, όχι άλλο κάρβουνο! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν αντέχει άλλο μια κατάσταση., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω [< 1: μεσν. κάρβουνο(ν) 2: γαλλ. charbon]

κρυολόγημα

κρυολόγημα κρυ-ο-λό-γη-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. ιογενής λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού που χαρακτηρίζεται κυρ. από καταρροή, ρινική συμφόρηση, πόνο στον φάρυγγα και βήχα: δυνατό/ενοχλητικό/επίμονο ~. Κοινό ~. Ο ιός του ~ατος. Άρπαξε ένα βαρύ/γερό ~ (πβ. πούντα). Βλ. γρίπη, ίωση, συνάχι. ΣΥΝ. κρύωμα (1)

σπίρτο

σπίρτο σπίρ-το ουσ. (ουδ.) 1. μικρό λεπτό κομμάτι ξύλου (ή χαρτονιού), επικαλυμμένο με εύφλεκτη χημική ουσία στην κεφαλή, το οποίο αναφλέγεται με τριβή σε σκληρή ή χημικά επεξεργασμένη επιφάνεια: αναμμένο/καμένο/σβηστό ~. Η φλόγα του ~ου. Διαφημιστικά ~α. Ένα κουτί ~α (= σπιρτόκουτο). Πβ. πυρείο. Βλ. αναπτήρας. 2. (μτφ.-προφ.) πολύ έξυπνος άνθρωπος: Είναι ~ στη Φυσική. (ειρων.) Μπράβο, σκέτο ~ είσαι. Πβ. ξεφτέρι, σαΐνι, σπίθα, τσακάλι, τσακμάκι. ΑΝΤ. στουρνάρι (1) 3. (αργκό) οινόπνευμα και κυρ. κάθε δυνατό αλκοολούχο ποτό. || (ΧΗΜ.) ~ του άλατος (= το υδροχλωρικό οξύ). ● ΣΥΜΠΛ.: σπίρτο μοναχό/αναμμένο (μτφ.-προφ.): πανέξυπνος άνθρωπος. [< ιταλ. spirito ‘οινόπνευμα’]

στιγμή

στιγμή στιγ-μή ουσ. (θηλ.) 1. πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα: μείνε/περίμενε μια ~. Βρες μια ~ να τα πούμε. Έλα μια ~ που θέλω να σου μιλήσω. Δεν έχω/μου μένει ούτε μια ~ ελεύθερη (= δεν ευκαιρώ). Μια ~ έλειψα και την κοπάνησε. Έλα αυτή τη ~ (= αμέσως)! Τον ερωτεύτηκα από την πρώτη ~. Για λίγες ~ές, δεν ήξερε πού βρισκόταν. Πβ. λεπτό. 2. συγκεκριμένη περίσταση, ώρα: αξέχαστη/άτυχη/σημαντική ~. Δραματικές/δύσκολες/ερωτικές/ιδιαίτερες/μοναχικές/ξεχωριστές/προσωπικές/συγκινητικές ~ές. ~ές αγωνίας/απελπισίας/απόλαυσης/έντασης/ευτυχίας/χαλάρωσης. Η παρούσα ~. Αυτή τη ~ απουσιάζω, αφήστε το μήνυμά σας στον τηλεφωνητή. Τους πέτυχα τη ~ του καβγά. Εκείνη ακριβώς τη ~ έπεσε ένας κεραυνός. Κάποια ~ θα δεις την αλήθεια. Από κάποια ~ και μετά, άρχισα να βαριέμαι. Έως/ως τη ~ της συνάντησής τους. Όλα πήγαιναν τέλεια, μέχρι τη ~ που εμφανίστηκε. Η καλύτερη ~ ενός αθλητή/σταρ (: το ζενίθ της απόδοσης ή επιτυχίας του). ~ές από τα περασμένα/μιας ζωής. Ήρθε η μεγάλη ~. Με πέτυχες σε καλή/κακή ~. Σαν άνθρωπος έχει τις καλές και τις κακές του ~ές. Περιμένω την κατάλληλη ~ για να ... (πβ. ευκαιρία). Για κάθε τι υπάρχει η σωστή ~. Έφτασε/ήρθε η ~ να ... Ζει την κάθε ~. Μπορείτε να με βρείτε οποιαδήποτε ~. Από κείνη τη ~ έπαψα να τον εμπιστεύομαι. Οι συγκλονιστικότερες ~ές των Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήσαμε/περάσαμε όμορφες ~ές. 3. ΓΡΑΜΜ. τελεία: άνω/διπλή/άνω και κάτω ~. 4. ΤΥΠΟΓΡ. μονάδα μέτρησης του μεγέθους των τυπογραφικών στοιχείων: γράμματα/γραμματοσειρά/διάστιχο/κείμενο δέκα ~ών. 5. ΜΟΥΣ. σημείο που, ανάλογα με τη θέση του, υποδεικνύει τον τρόπο ή την αξία νότας. ● Υποκ.: στιγμούλα (η): Κάτσε εδώ μια ~, δεν θ' αργήσω. ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορική στιγμή βλ. ιστορικός ● ΦΡ.: (για) μια στιγμή! (προφ.): παρέμβαση για δήλωση έντονης αντίρρησης, διαμαρτυρίας: ~ ~! ποιος σας είπε ότι εγώ θέλω να πάω;, ανά πάσα στιγμή & ανά πάσα ώρα και στιγμή: οποτεδήποτε: ~ ~ μπορείτε να ... Διατηρούμε το δικαίωμα να τροποποιήσουμε το περιεχόμενο της συμφωνίας ~ ~., από στιγμή σε στιγμή (προφ.): πολύ σύντομα, όπου να 'ναι: Έρχεται ~ ~. ~ ~ μπορεί να φανεί. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (1), οσονούπω, από τη στιγμή που & (λόγ.) αφ' ης στιγμής [ἀφ' ἧς στιγμῆς] 1. (ως χρον. σύνδ.) από τότε που, αφότου: Την αγάπησε ~ ~ την είδε. ~ ~ μπήκε έως τη στιγμή που έφυγε δεν έβγαλε μιλιά. 2. (ως αιτιολογικός σύνδ.) αφού, εφόσον: ~ ~ πήρες αυτή την απόφαση, θα υποστείς τις συνέπειες. ΣΥΝ. τη στιγμή που (2) [< γαλλ. (à partir) du moment que] , για μια στιγμή/προς στιγμή(ν): για λίγο, στιγμιαία: Για μια ~ πέρασε απ' το μυαλό μου να φύγω, αλλά το μετάνιωσα. Δεν σε ξέχασα ούτε για μια ~. Προς ~ ανησύχησα. Προς στιγμήν (= επί του παρόντος, προς το παρόν, για την ώρα) δεν τίθεται θέμα ... [< γαλλ. sur le moment] , δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας: (για κάτι που μετατίθεται στο μέλλον) δεν είναι η κατάλληλη περίσταση: Πολλά μπορούμε να πούμε, αλλά ~ του παρόντος. ~ ~ να αναφερθούμε σε λεπτομέρειες., είναι στιγμές που: για κάτι που συμβαίνει περιοδικά και διαρκεί λίγο: ~ ~ ο άνθρωπος νιώθει πολύ μικρός. ~ ~ δεν ξέρω τι να κάνω. Πβ. πότε πότε., κάθε ώρα και στιγμή: συνεχώς, διαρκώς: Θέλει να με ελέγχει ~ ~. ΣΥΝ. όλη την ώρα, μέσα σε μια στιγμή: πολύ γρήγορα: Όλα έγιναν/συνέβησαν ~ ~., μέχρι στιγμής & (λόγ.) μέχρις ώρας: έως τώρα: ~ ~ δεν έχουμε νεότερα. Αυτό είναι το καλύτερο έργο σου ~ ~., μια στιγμή! (προφ.): (για ξαφνική σκέψη, απόφαση) στάσου, περίμενε: ~ ~! Θα έρθω κι εγώ./Θέλω κάτι να σου πω. Πβ. ένα λεπτό., οι τελευταίες στιγμές: το χρονικό διάστημα λίγο πριν από το τέλος (θάνατο, καταστροφή, χωρισμό, αποχωρισμό): Ήμουν κοντά του τις ~ ~ του., ούτε (για μια) στιγμή & στιγμή (προφ.): καθόλου: Δεν τον υποψιάστηκα ~ ~. Μη διστάσεις ~ ~! Δεν την αφήνει ~ ~ από τα μάτια του., σε δεδομένη στιγμή: σε ορισμένη περίσταση: Όλοι έχουμε κάνει κάποιο λάθος ~ ~., σε μια/κάποια στιγμή: ξαφνικά: Σε μια ~ έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στη θάλασσα. Σε κάποια ~ τον είδα να μου κάνει νόημα., στη στιγμή: αμέσως: Το κέικ ήταν έτοιμο ~ ~. Οι λεκέδες εξαφανίζονται ~ ~. Πβ. στο άψε σβήσε, στο τσάκα-τσάκα. [< γαλλ. à l' instant] , τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ...: για απότομη αλλαγή: Είναι τελείως αλλοπρόσαλλος: ~ είναι ευδιάθετος και ~ δεν του παίρνεις κουβέντα!, τη στιγμή που 1. (ως χρον. συνδ.) την ίδια ώρα που, ενώ, ενόσω: Με φώναξε ~ ~ έφευγα. 2. (ως αιτιολογικός συνδ., συνήθ. σε ερωτηματική ή αρνητική εκφορά) αφού, εφόσον: Πώς να τον βοηθήσω ~ ~ δεν μου μιλάει; ΣΥΝ. από τη στιγμή που (2), την ίδια στιγμή/ώρα 1. ταυτόχρονα, παράλληλα: Οι εκδηλώσεις προγραμματίστηκαν ~ ~. Η χλωροφύλλη έχει αποτοξινωτικές ιδιότητες και ~ ~ ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα.|| ~ ~, γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ... 2. (+ που) ενώ, παρόλο που: ~ ~ που τα δημοτικά τέλη καθαριότητας αυξάνονται, ο δήμος δεν παρέχει στους δημότες τις ανάλογες υπηρεσίες., την τελευταία στιγμή: το σημείο όπου δεν υπάρχει άλλο περιθώριο: Συμφωνία ~ ~. ~ ~ ναυάγησε το σχέδιο. Άγιο είχε, σώθηκε ~ ~! Με πρόλαβε ~ ~. Επέμενε μέχρι ~ ~ (ΣΥΝ. μέχρι τέλους). Δούλευε μέχρι (την) ~ ~ (: ως τον θάνατό του). ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο νήμα, στο παρακάτι, στο τσακ/στο τσαφ [< γαλλ. au dernier moment] , της στιγμής: για κάτι που δεν διαρκεί πολύ ή γίνεται χωρίς μεγάλη προετοιμασία: λάθος/λόγια/ξέσπασμα/σχέδια ~ ~. Ήταν μια τρέλα ~ ~., της τελευταίας στιγμής: για να δηλωθεί ότι κάποιος δρα απρογραμμάτιστα ή ότι κάτι γίνεται οριακά, λίγο πριν από τη λήξη της προθεσμίας: αγορές/άνθρωπος/απόφαση/δώρα/κράτηση/λύση/συμφωνία ~ ~. Βλ. άρπα-κόλλα., ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, σε στιγμή/σε στιγμές αδυναμίας βλ. αδυναμία [< αρχ. στιγμή ‘σημάδι, τελεία, χρονική στιγμή’, γαλλ. moment 3: μτγν. 4: αγγλ. point 5: γαλλ. ~]

στόμα

στόμα στό-μα ουσ. (ουδ.) {στόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. άνοιγμα στο μπροστινό, κάτω μέρος του κεφαλιού, ανάμεσα στη μύτη και το πιγούνι, που σχηματίζει κοιλότητα στο ανώτερο τμήμα του πεπτικού συστήματος, η οποία ορίζεται εξωτερικά από τα χείλη, εσωτερικά από τον λάρυγγα και τον φάρυγγα και περιλαμβάνει τη γλώσσα, τα δόντια και τα ούλα· ειδικότ. τα ανθρώπινα χείλη: Άνοιξε το ~ του, για να φάει/φωνάξει. Αναπνέει από το ~, όταν κοιμάται. Μυρίζει το ~ σου (: η αναπνοή σου). Γλύκισμα που αφήνει ωραία γεύση στο ~. Συγγνώμη που μιλάω με γεμάτο το ~ (: τρώγοντας). Το ~ της γάτας/του πουλιού (= ράμφος). Υγιές ~. Βλεννογόνος/καρκίνος/υγιεινή/χειρουργική του ~ατος. Φαρμακευτική αγωγή από το ~. Ζωγραφική με το ~ και το πόδι (: από άτομα με ειδικές ανάγκες). Βλ. γνάθος, μάγουλο, ουρανίσκος, παρειά, υπερώα.|| Μεγάλο/μικρό/στραβό/ωραίο ~. Φιλί στο ~. 2. (συνεκδ.) ο άνθρωπος ως προς τον τρόπο ομιλίας του ή γενικότ. πρόσωπο που μιλά: Έχει άσχημο/βρόμικο ~ (: αισχρολογεί). Δεν άκουσα ποτέ καλή κουβέντα απ' το ~ του.|| Ειπώθηκε από επίσημο ~. Χιλιάδες ~ατα φώναζαν διάφορα συνθήματα. 3. (συνεκδ.) {συνήθ. στον πληθ.} μέλος οικογένειας του οποίου οι βασικές βιοτικές ανάγκες, όπως η τροφή, καλύπτονται από κάποιο άλλο: Η μητέρα του δουλεύει σκληρά· έχει τόσα ~ατα να θρέψει. 4. (προφ.-μτφ.) φυσικό ή τεχνητό άνοιγμα, στόμιο: το ~ του ηφαιστείου/του μπουκαλιού/του πηγαδιού/της σπηλιάς. Πβ. μπούκα. 5. ΒΟΤ. {στον πληθ.} πόροι στην επιφάνεια των φύλλων και των νεαρών βλαστών που επιτρέπουν την ανταλλαγή αερίων με την ατμόσφαιρα ή την αποβολή νερού: Το διοξείδιο του άνθρακα εισέρχεται στο φυτό από τα ~ατα. 6. (προφ.) κόψη μαχαιριού. ● Υποκ.: στοματάκι (το): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: στοματάρα (η): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: απύλωτο(ν) στόμα βλ. απύλωτος, κακοσμία/δυσοσμία του στόματος βλ. κακοσμία ● ΦΡ.: ανοίγω το στόμα μου (προφ.-μτφ.): μιλώ ή κυρ. ειδικότ. προβαίνω σε σοβαρές αποκαλύψεις εναντίον κάποιου: Πες κάτι, δεν έχεις ανοίξει το ~ σου όλη μέρα.|| (απειλητ.) Άντε, (να) μην ανοίξω το ~ μου!, από στόμα σε στόμα: για κάτι που γίνεται γνωστό προφορικά, από τον έναν στον άλλον ή για προφορική παράδοση: Βούιξε ο τόπος σαν διαδόθηκε το νέο ~ ~.|| Η τέχνη της μαγειρικής πέρασε ~ ~ στις νεότερες γενιές., από το στόμα μου το πήρες! (μτφ.-προφ.): θα έλεγα το ίδιο πράγμα, πρόλαβες να το πεις πριν από εμένα: Πες τα, χρυσόστομε! ~ ~!, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! (ευχετ.): μακάρι να πραγματοποιηθεί η ευχή σου: -Καλή επιτυχία στις εξετάσεις! -~ ~!, βάζω κάτι στο στόμα μου (προφ.): τρώω πρόχειρα και λίγο: Βάλε κάτι στο ~ σου, μη φύγεις νηστικός! Δεν έχει βάλει τίποτα στο ~ της απ' το πρωί., βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα (μτφ.-προφ.): αποτρέπω, δεν δίνω δικαίωμα για (περαιτέρω) κακόβουλα σχόλια, αποστομώνω: Με την ερμηνεία της βούλωσε τα (επικριτικά/κακόβουλα) ~ πολλών που την έλεγαν ατάλαντη. Ευκαιρία για την ομάδα να κλείσει ~ στο ντέρμπι της Κυριακής., διά στόματος (κάποιου) & (σπάν.) από στόματος (λόγ.): για προφορική δήλωση ενός προσώπου ή για μεταφορά των λόγων του από κάποιον που τον εκπροσωπεί: Μήνυμα του πρωθυπουργού ~ ~ του κυβερνητικού εκπροσώπου., έχει μεγάλο στόμα (προφ.-μτφ.) 1. για κάποιον που του ξεφεύγουν λόγια και αποκάλυπτει συνήθ. μυστικά. 2. αυθαδιάζει. ΣΥΝ. έχει μεγάλη γλώσσα (1), κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αναγκάζω να σιωπήσει, να μην εκφράσει την άποψή του ή να μη μαρτυρήσει κάτι: Τον απείλησαν, για να του κλείσουν ~. Πβ. φιμώνω.|| Της έκλεισαν ~ μια για πάντα (= την δολοφόνησαν)., κρατά το στόμα του κλειστό (μτφ.): δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του ή τα μυστικά που γνωρίζει: Δεν κράτησε ~ ~ απέναντι στο άδικο., με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό (μτφ.): άναυδος, κατάπληκτος: Πήρε την υποτροφία κι έμειναν/και τους άφησε ~ ~. Πβ. άφωνος., με ένα στόμα: όλοι μαζί, ομόφωνα: Όχι, απάντησαν οι μαθητές ~ ~. ΣΥΝ. με μια φωνή (1), με την ψυχή στο στόμα (προφ.): για ενέργεια που γίνεται βεβιασμένα, με άγχος, έντονη ψυχική φόρτιση: Κατάφεραν να προκριθούν ~ ~. Προλάβαμε ~ ~ να φτάσουμε στο θέατρο. Άνοιξε το γράμμα ~ ~., να πλένεις το στόμα σου, όταν μιλάς/πριν μιλήσεις για κάποιον (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι ανάξιος να κρίνει κάποιον άλλο., πέφτω στο στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): γίνομαι αντικείμενο κακοπροαίρετων σχολίων, κουτσομπολιών: Αλίμονο σ' όποιον πέσει στο ~ της!, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι (μτφ.-προφ.): σχολιάζω αρνητικά: Αν σε πιάσει στο ~ του, την πάτησες. Μην βάζεις στο ~ σου τέτοιες λέξεις, δεν κάνει., ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! (μτφ.-προφ.-υβριστ.): πάψε (να μιλάς), σκάσε! Πβ. δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά, το βουλώνω., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει (προφ.-μτφ.): μιλά ελάχιστα, δεν είναι φλύαρος: Όσες φορές τον έχω συναντήσει, ~ ~.|| (ειρων.) Είναι μια γλωσσοκοπάνα αυτή! ~ ~!, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) (μτφ.-προφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Στο ~ μου το είχα, αλλά με πρόλαβες. ΣΥΝ. έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου, το λέω και γεμίζει το στόμα μου (προφ.): για να δηλωθεί ευχαρίστηση, θαυμασμός: Είναι εκπληκτική δασκάλα, ~ ~!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου! βλ. αγιάζω, γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου βλ. λύκος, δεν βάζω μπουκιά στο στόμα μου βλ. μπουκιά, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχω/κάνω/γίνεται κάτι καραμέλα στο στόμα μου βλ. καραμέλα, Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! βλ. φυλακή, κακές γλώσσες βλ. γλώσσα, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, μάλλιασε το στόμα μου βλ. γλώσσα, με τη(ν) μπουκιά στο στόμα βλ. μπουκιά, με την κοιλιά στο στόμα βλ. κοιλιά, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, σφραγίζω το στόμα μου βλ. σφραγίζω [< αρχ. στόμα, γαλλ. bouche, αγγλ. mouth]

τρύπα

τρύπα [τρῦπα] τρύ-πα ουσ. (θηλ.) 1. άνοιγμα κυκλικού σχήματος σε επιφάνεια: διαμπερής/τυφλή ~. ~ στην εξάτμιση/στο οδόστρωμα/στη σκεπή/στον τοίχο. Δημιουργία/διάνοιξη ~ας. Βουλώνω/κλείνω/μπαλώνω/φράζω μια ~. Τα παπούτσια του είχαν ~ες. Πέρασαν μέσα από την ~ του φράχτη.|| H ~ της κλειδαριάς (= κλειδαρότρυπα). Κόσκινο με μεγάλες ~ες. Τυρί με ~ες.|| Έκανε ~ στο αυτί/στον αφαλό/στη μύτη/στο φρύδι (: έβαλε σκουλαρίκι). ΣΥΝ. οπή (1) 2. κοιλότητα: υπόγεια ~. ~ του βράχου. Άνοιξαν μια ~ στο έδαφος.|| Ο λαγός/το ποντίκι βγήκε από την ~ του (: φωλιά).|| (μτφ.-προφ.) Μετά από τέτοιο διασυρμό έψαχνε ~, για να κρυφτεί. Βρήκε ~ (πβ. ευκαιρία) και μπήκε στην εταιρεία (: τον προσέλαβαν). || (λ. ταμπού): γυναικείο αιδοίο ή πρωκτός. 3. (μτφ.) κενό, έλλειψη: ~ στον νόμο. Η άμυνα της ομάδας είχε ~ες (πβ. αδυναμίες).|| Προσπαθούν να κλείσουν την ~ του ελλείμματος.|| Το λειτουργικό σύστημα είναι γεμάτο ~ες (= διάτρητο). Μια νέα ~ ασφαλείας εντοπίστηκε στην εφαρμογή. 4. (μτφ.-μειωτ.) πολύ στενός, περιορισμένος χώρος: Δουλεύει/μένει σε μια ~. ● Υποκ.: τρυπίτσα, τρυπούλα (η) ● Μεγεθ.: τρυπάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: άσπρη τρύπα 1. ΑΣΤΡΟΝ. & λευκή οπή: υποθετική περιοχή στο Διάστημα από την οποία μπορεί να διαφύγει ύλη και φως. 2. (μτφ.) πλεόνασμα δημοσίων οργανισμών και ταμείων κοινωνικής ασφάλισης. [< 1: αγγλ. white hole, 1971] , μαύρη τρύπα 1. ΑΣΤΡΟΝ. & μελανή οπή: συγκέντρωση σημαντικά μεγάλης μάζας στο Διάστημα με ισχυρή βαρυτική έλξη, ώστε να μην επιτρέπει ούτε στο φως να ξεφεύγει από αυτή: ~ ~ στο κέντρο του γαλαξία. Βλ. σκουληκότρυπα. 2. (μτφ.) έλλειμμα: ~ ~ στα έσοδα/στον προϋπολογισμό. 3. αδιέξοδη κατάσταση: η ~ ~ της κατάθλιψης/της κρίσης/της πανδημίας. [< 1: αγγλ. black hole, 1964] , τρύπα του όζοντος βλ. όζον ● ΦΡ.: κάνω μια τρύπα στο νερό (προφ.): προσπαθώ μάταια, χωρίς αποτέλεσμα: Παρά την επιμονή του, έκανε μια ~ ~. Και τελικά τι κατάφερες; Μια ~ ~., κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες (μτφ.): καλύπτω ποικίλα κενά, συνήθ. με πρόχειρο τρόπο: Τρέχω να ~σω τις ~ που άνοιξαν με τα χρέη., περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας (μτφ.-εμφατ.): περνώ από πολύ στενή δίοδο και κατ' επέκτ. επιτυγχάνω κάτι πολύ δύσκολο: Ο διεθνής άσος πέρασε την μπάλα ~ ~ και έβαλε γκολ., βγάζω το φίδι απ' την τρύπα βλ. φίδι, η τελευταία τρύπα του ζουρνά βλ. ζουρνάς1 [< 1,2: μτγν. τρῦπα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.