Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 173 εγγραφές  [0-20]


  • αβανιά [ἀβανιά] α-βα-νιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-παρωχ.): άδικη κατηγορία, συκοφαντία: Του έβγαλαν/έριξαν/φόρτωσαν την ~ ότι είναι μπεκρής/φονιάς. Πβ. ρετσινιά. [< μεσν. αβανιά]
  • αλλόπιστος , η, ο [ἀλλόπιστος] αλ-λό-πι-στος επίθ. (παρωχ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): αλλόθρησκος. (ως ουσ.) Επιθέσεις εναντίον ~ίστων. [< μεσν. αλλόπιστος]
  • αλλόφυλος , η, ο [ἀλλόφυλος] αλ-λό-φυ-λος επίθ. (παρωχ.): που ανήκει σε διαφορετική φυλή ή έθνος: ~οι: εισβολείς.|| (συνήθ. ως ουσ.) Αφομοίωση/ένταξη ~ύλων. Κοινωνία που ανέχεται τον ~ο, τον αλλόγλωσσο, τον αλλόθρησκο. Πβ. αλλο-γενής, -εθνής. ΑΝΤ. ομόφυλος (2) ● ΦΡ.: αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων (ΠΔ): λέγεται όταν κάποιος επιλέγει να ζημιωθεί και ο ίδιος, προκειμένου να υποστούν βλάβη οι εχθροί του. [< αρχ. ἀλλόφυλος]
  • αλμπάνης [ἀλμπάνης] αλ-μπά-νης ουσ. (αρσ.) {αλμπάνηδες | θηλ. αλμπάνισσα} 1. (λαϊκό-μτφ.-μειωτ.) ατζαμής και κατ' επέκτ. απατεώνας, κομπογιαννίτης. Πβ. αγύρτης, τσαρλατάνος. ΑΝΤ. δεξιοτέχνης 2. (παρωχ.) πεταλωτής. [< τουρκ. nalbant]
  • αμανάτι [ἀμανάτι] α-μα-νά-τι ουσ. (ουδ.) {χωρ. άλλους τ.} 1. (μτφ.-προφ.) για πρόσ. ή πράγμα που υποχρεώνεται να κρατήσει κάποιος, χωρίς να το επιθυμεί: Έφυγαν οι γείτονες και μου άφησαν τον σκύλο ~. 2. (παρωχ.) ενέχυρο: Αφήνω/βάζω/δίνω κάτι ~. ● ΦΡ.: μένω αμανάτι: μένω μόνος, με εγκαταλείπουν: Πήγαν όλοι στο πάρτι και έμεινα ~. [< μεσν. αμανάτι(ον) < τουρκ. amanat, emanet]
  • αμαξάκι [ἁμαξάκι] α-μα-ξά-κι ουσ. (ουδ.) 1. αγορίστικο συνήθ. παιχνίδι με τη μορφή μικρού αμαξιού: συλλογή από ~ια. Πβ. αυτοκινητάκι. Βλ. αεροπλανάκι. 2. (ειρων.-χιουμορ.) μικρό και συνήθ. φτηνό αμάξι. 3. μικρή άμαξα: Περιήγηση στο νησί με ~. 4. (σπανιότ.) αναπηρικό καροτσάκι. Βλ. αμαξίδιο. 5. (παρωχ.) καροτσάκι μωρού.
  • ανάδελφος , η, ο [ἀνάδελφος] α-νά-δελ-φος επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) απομονωμένος, μοναχικός· ειδικότ. για λαούς που δεν είναι ή δεν νιώθουν ομοεθνείς με άλλους: ~ο: έθνος. 2. (κυριολ.-παρωχ.) που δεν έχει αδέλφια. [< 2: αρχ. ἀνάδελφος]
  • ανθρωπεύω [ἀνθρωπεύω] αν-θρω-πεύ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ανθρώπε-ψα} (σπάν.-παρωχ.) 1. γίνομαι άνθρωπος, κόσμιος, πολιτισμένος ή συνετίζω κάποιον. Βλ. εκπολιτ-, εξευγεν-ίζω. 2. ευπρεπίζω, τακτοποιώ. [< αρχ. ἀνθρωπεύομαι]
  • ανίσως [ἀνίσως] α-νί-σως σύνδ. (λογοτ.-παρωχ.): (συχνά προηγείται ή ακολουθεί το "και" ή "κι") αν τυχόν, μήπως. [< μεσν. ανίσως]
  • αποικιακός , ή, ό [ἀποικιακός] α-ποι-κι-α-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την αποικία: ~ός: ζυγός. ~ή: διοίκηση/εξάπλωση (= αποικισμός)/κυριαρχία. ~ό: κράτος. ~οί: πόλεμοι. ~ές: δυνάμεις/χώρες. Βλ. αντι~, μητροπολιτικός. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) που δημιουργεί καθεστώς εξάρτησης και ελέγχου από ισχυρότερη χώρα: Ρύθμιση/συνθήκη/σχέσεις ~ού τύπου/χαρακτήρα. Συμφωνία με ~ούς όρους. ● Ουσ.: αποικιακά (τα) (παρωχ.): (ενν. είδη, προϊόντα) που εισάγονται από τις αποικίες (καφές, κακάο, τσάι, μπαχαρικά): (παλαιότ. σε ταμπέλες παντοπωλείων:) Εδώδιμα ~. Βλ. εξωτικός. [< γαλλ. colonial]
  • αποκαθιστώ [ἀποκαθιστῶ] α-πο-κα-θι-στώ ρ. (μτβ.) {αποκαθιστ-άς ... | αποκατέστη-σε κ. αποκατάστη-σε, αποκαταστή-σει, αποκαθίστ-αται, αποκαταστά-θηκα (λόγ.) απεκαταστάθη, αποκαταστα-θεί, μτχ. αποκατεστη-μένος κ. αποκαταστημένος, αποκαθιστ-ώντας} 1. επαναφέρω σε λειτουργία· επισκευάζω, επιδιορθώνω: Η βλάβη/η επικοινωνία/η ζημιά/η κυκλοφορία/η συγκοινωνία (: επανήλθε στην κανονική ροή)/η σύνδεση/το πρόβλημα ~ηκε άμεσα/μερικώς/σταδιακά.|| (για κτίσμα ή μνημείο) ~ την πρόσοψη κτιρίου (πβ. ανακαινίζω). ~ηκε η μονή (= αναστηλώθηκε)/ο πίνακας (= αναπαλαιώθηκε). 2. φέρνω στην αρχική ομαλή ή συνήθη κατάσταση: (μτφ.) ~θηκε η αλήθεια/η δημοκρατία (ΑΝΤ. βλάπτω)/η ειρήνη/το κύρος της εταιρείας (ΑΝΤ. πλήττω, τραυματίζω)/η τάξη (ΑΝΤ. διασαλεύω). ~θηκαν οι σχέσεις των δύο χωρών (ΑΝΤ. διαταράσσω). ~ώντας τη νομιμότητα. Κοιτάζει να ~ήσει την τιμή και την υπόληψή του (βλ. περισώσει).|| Δεν ~θηκε ακόμα η ακοή/η υγεία του (= δεν ανάρρωσε, δεν θεραπεύτηκε).|| (ΦΙΛΟΛ.) ~ ένα κείμενο/χειρόγραφο (: στην πρώτη του μορφή, προτού υποστεί φθορές, αλλοιώσεις). 3. (μτφ.) παρέχω υλική ή κοινωνική εξασφάλιση: Ζήτησαν από την κυβέρνηση να ~σει τα θύματα της καταστροφής (: να τα αποζημιώσει).|| Τελειώνουν τη σχολή και προσπαθούν να ~θούν επαγγελματικά (: να βρουν δουλειά).|| Δεν έχει ακόμα ~σει τα παιδιά/τις κόρες του (: τακτοποιήσει επαγγελματικά ή παντρέψει).|| (παρωχ. για άνδρα που διατηρεί σχέση με γυναίκα:) Πρέπει να την ~σεις/να ~σεις την τιμή της (: να την παντρευτείς)! ● βλ. αποκατεστημένος [< μτγν. ἀποκαθιστῶ, γαλλ. restaurer, rétablir]
  • απόπατος [ἀπόπατος] α-πό-πα-τος ουσ. (αρσ.) (προφ.-παρωχ.): αποχωρητήριο. Πβ. καμπινές, τουαλέτα. [< αρχ. ἀπόπατος]
  • αποπατώ [ἀποπατῶ] α-πο-πα-τώ ρ. (αμτβ.) {αποπατείς ... | αποπάτ-ησε, -ήσει} (παρωχ.): αφοδεύω. Πβ. ενεργούμαι. [< αρχ. ἀποπατῶ]
  • αριθμολογία [ἀριθμολογία] α-ριθ-μο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. μελέτη της απόκρυφης σημασίας των αριθμών και της (υποτιθέμενης) επιρροής τους στην ανθρώπινη ζωή (βασίζεται στην αριθμητική ανάλυση προσωπικών στοιχείων): αστρολογία και ~ (= νουμερολογία). Πβ. αριθμο-μαντεία, -σοφία. Βλ. ονοματολογία, -λογία. 2. (παρωχ.) επιστήμη των αριθμών: πυθαγόρεια ~. [< 1: γαλλ. numérologie, 1952, αγγλ. numerology, 1911, 2: γαλλ. arithmologie, αγγλ. arithmology]
  • άρματα [ἅρματα] άρ-μα-τα ουσ. (ουδ.) (παρωχ.): όπλα: Άρπαξαν/έπιασαν/ζώστηκαν/πήραν τ' ~ (= ξεσηκώθηκαν). ● ΦΡ.: στ' άρματα! (συνήθ. με επανάληψη): στα όπλα (παλαιότ. ως στρατιωτικό παράγγελμα). ● βλ. άρμα [< μεσν. άρμα]
  • άρρην , ην, εν [ἄρρην] άρ-ρην επίθ. {άρρ-ενος, -ενα | -ενες (ουδ. -ενα), -ένων} (επίσ.): αρσενικός, ανδρικός: ~ην: απόγονος/πληθυσμός. ~εν: τέκνο. ~ενες: πολίτες.|| (ως ουσ., παρωχ., άνδρας, αγόρι) Σχολείο ~ένων (= αρρεναγωγείο). ΑΝΤ. θήλυς ● ΣΥΜΠΛ.: μητρώο αρρένων: δημοτικός κατάλογος στον οποίο εγγράφεται κάθε άρρεν νέο μέλος οικογένειας, με τη ληξιαρχική πράξη γέννησής του. Βλ. δημοτολόγιο. ● βλ. άρρεν [< αρχ. ἄρρην]
  • αρχιληστής [ἀρχιληστής] αρ-χι-λη-στής ουσ. (αρσ.) 1. (προφ.-επιτατ.) αρχικλέφτης. 2. (παρωχ.) λήσταρχος. [< μτγν. ἀρχιλῃστής]
  • άρχοντας [ἄρχοντας] άρ-χο-ντας ουσ. (αρσ.) {αρχόντων} & (λόγ., σημ. 1 & 2) άρχων {άρχοντος} 1. ανώτατος αξιωματούχος: Ανώτατος ~ (: Πρόεδρος (της Δημοκρατίας), βασιλιάς). Αιρετός/δημοτικός (= δήμαρχος ή/και παλαιότ. κοινοτάρχης) ~. Οι τοπικοί ~ες (= οι τοπικές Αρχές). Οι ~ες του κόσμου (: οι ηγέτες των ισχυρών κρατών).|| (ΙΣΤ.) Απόλυτος ~ (: δεσπότης, δικτάτορας, μονάρχης). Βλ. απολυταρχία.|| (ΙΣΤ., στην αρχαία Αθήνα) Θρησκευτικός άρχων. Άρχων βασιλεύς.|| (ΕΚΚΛΗΣ., οφικιάλιος του Πατριαρχείου). 2. (μτφ.) κυρίαρχος: ~ της πίστας/του Σύμπαντος. Πβ. βασιλιάς.|| (οικ.) Γεια σου, ρε ~α! 3. (μτφ.) αρχοντάνθρωπος: Πραγματικός ~! 4. ΙΣΤ. (παρωχ.) ευγενής, αριστοκράτης: ένδοξος/ξεπεσμένος/πλούσιος ~. Πβ. γαλαζοαίματος, ευπατρίδης. Βλ. προύχοντας.|| (μτφ.) Ζει σαν ~ (= σαν πασάς, πλουσιοπάροχα). ● ΣΥΜΠΛ.: άρχοντας του σκότους & (σπάν.) της κόλασης: διάβολος. ● ΦΡ.: άρχοντες και αρχόμενοι: εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι. Βλ. κρατούντες. ● βλ. αρχόντισσα [< μεσν. άρχοντας]
  • αρχοντόπουλο, αρχοντοπούλα [ἀρχοντόπουλο] αρ-χο-ντό-που-λο ουσ. (ουδ. + θηλ.) 1. (παρωχ.) παιδί άρχοντα (αγόρι ή κορίτσι). Βλ. -οπούλα. 2. (στο ουδ., μτφ.) παιδί αριστοκρατικής ή πλούσιας οικογένειας. Πβ. βασιλό-, πριγκιπό-πουλο. ΣΥΝ. πλουσιόπαιδο [< μεσν. αρχοντόπουλον]
  • ασκέρι [ἀσκέρι] α-σκέ-ρι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) 1. (μτφ.-ειρων.) ανοργάνωτο, ασύνταχτο πλήθος ανθρώπων: σκόρπιο ~. Έχει να ταΐσει ολόκληρο ~ (= οικογένεια). Ήρθε με τ' ~ (= την παρέα) του. Πβ. αγέλη, μπουλούκι, όχλος, συρφετός. 2. (παρωχ.) άτακτο ή τακτικό σώμα στρατού: τούρκικα ~ια. Πβ. στράτευμα, στρατιά. ● ΣΥΜΠΛ.: ρεμπέτ ασκέρ(ι) (λαϊκό-ειρων.): αργόσχολο πλήθος. Βλ. ρεμπεσκές. [< 2: μεσν. ασκέρι(ν), τουρκ. asker]

αεροπλανάκι

αεροπλανάκι [ἀεροπλανάκι] α-ε-ρο-πλα-νά-κι ουσ. (ουδ.) 1. παιδικό παιχνίδι ή αερομοντέλο: ηλεκτρικό/συναρμολογούμενο/τηλεκατευθυνόμενο/χάρτινο ~. 2. μικρό αεροπλάνο. 3. παράνομο παιχνίδι με μορφή πυραμίδας, στο οποίο κάθε παίκτης δίνει ένα ποσό που αποφέρει κέρδη, εφόσον εισάγει στο παιχνίδι άλλους παίκτες· κατ' επέκτ. επιχείρηση οργανωμένη σε δίκτυα καταναλωτών. ΣΥΝ. πυραμίδα (5)

αμαξίδιο

αμαξίδιο [ἁμαξίδιο] α-μα-ξί-δι-ο ουσ. (ουδ.) {αμαξιδί-ου | -ων}: μικρό μεταφορικό όχημα: χειροκίνητο ~. Μηχανοκίνητο ~ (του γκολφ). Βλ. βαγονέτο. ● ΣΥΜΠΛ.: (αναπηρικό) αμαξίδιο: κάθισμα στερεωμένο σε μεγάλες συνήθ. ρόδες για ανθρώπους με μειωμένη κινητικότητα: αγωνιστικό/ηλεκτροκίνητο/παιδικό ~. Αντισφαίριση/καλαθοσφαίριση με ~ ~. ~α ατόμων με ειδικές ανάγκες. ~ ~ ειδικού/ελαφρού τύπου. Κινείται με/χρησιμοποιεί ~ ~. ΣΥΝ. αναπηρική καρέκλα/πολυθρόνα, αναπηρικό καρότσι. [< αγγλ. wheel-chair] [< μτγν. ἁμαξίδιον, γαλλ. chariot]

αποκατεστημένος

αποκατεστημένος, η, ο [ἀποκατεστημένος] α-πο-κα-τε-στη-μέ-νος επίθ. & (προφ.) αποκαταστημένος 1. εξασφαλισμένος επαγγελματικά, με σταθερή δουλειά και ικανοποιητικό μισθό: οικονομικά ~. Πβ. τακτοποιημένος. 2. που έχει επανέλθει στην αρχική, κανονική του μορφή: ~η: όψη (κτιρίου). ~ο: αγγείο (από θραύσματα· πβ. συγκολλημένο)/μνημείο (πβ. αναστηλωμένο)/νεοκλασικό (πβ. αναπαλαιωμένο)/οίκημα. Χώρος πλήρως ~ (πβ. ανακαινισμένος). Πβ. επισκευασμένος.|| ~η: κόπια (της ταινίας). ~ο: βίντεο.|| (ΦΙΛΟΛ.) ~ο: χειρόγραφο. 3. παντρεμένος. ● βλ. αποκαθιστώ

απολυταρχία

απολυταρχία [ἀπολυταρχία] α-πο-λυ-ταρ-χί-α ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του ανώτατου άρχοντα· απόλυτη μοναρχία. Πβ. δεσποτεία, τυραννία. Βλ. -αρχία. [< γαλλ. absolutisme]

άρμα

άρμα [ἅρμα] άρ-μα ουσ. (ουδ.) 1. ανοιχτό ρυμουλκούμενο όχημα που στολίζεται και χρησιμοποιείται σε εορταστικές παρελάσεις, συνήθ. αποκριάτικες: καρναβαλικά ~ατα. 2. ΑΡΧ. ξύλινο όχημα που το έσερναν άλογα και χρησιμοποιούνταν κυρ. στον πόλεμο ή σε αθλητικούς αγώνες: δίτροχο/τετράτροχο/δρεπανηφόρο ~. Βλ. συνωρίδα, τέθριππο. ● ΣΥΜΠΛ.: άρμα Θέσπιδος: ΑΡΧ. θίασος που έκανε περιοδείες· έκφραση προερχόμενη από την πληροφορία ότι ο ποιητής Θέσπις παρουσίαζε τα έργα του πάνω σε άρμα, με το οποίο περιόδευε στους δήμους της Αττικής., άρμα μάχης & (προφ.) άρμα: ΣΤΡΑΤ. τανκ: βαρύ/ελαφρύ/μέσο ~ ~. Το πλήρωμα του ~ατος ~ης (π.χ. οδηγός, πυροβολητής-ασυρματιστής). Επιλαρχία/φάλαγγα ~άτων ~.|| Άρμα περισυλλογής (: για ρυμούλκηση μηχανημάτων). ΣΥΝ. τεθωρακισμένο [< γαλλ. char de combat] ● ΦΡ.: δένομαι/προσδένομαι/σέρνομαι πίσω από το/στο άρμα (κάποιου) (αρνητ. συνυποδ.): εξαρτώμαι απόλυτα από κάποιον: Δεν (προσ)δέθηκε ~ ~ κανενός κομματικού μηχανισμού. ● βλ. άρματα [< 1: γαλλ. char 2: αρχ. ἅρμα]

άρρεν

άρρεν [ἄρρεν] άρ-ρεν ουσ. (ουδ.) (επίσ.): ανδρικό φύλο: (συνήθ. σε αιτήσεις, ερωτηματολόγια) φύλο: ~. ΑΝΤ. θήλυ ● βλ. άρρην [< αρχ. ἄρρεν]

αρχόντισσα

αρχόντισσα [ἀρχόντισσα] αρ-χό-ντισ-σα ουσ. (θηλ.) 1. (κυρ. παλαιότ.) γυναίκα με αρχοντική καταγωγή ή/και εμφάνιση. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός επιβλητικής, κυρίαρχης παρουσίας: (για νησί) ~ του Αιγαίου. Βλ. κυρά. ● βλ. άρχοντας [< μεσν. αρχόντισσα]

δημοτολόγιο

δημοτολόγιο δη-μο-το-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.): μητρώο όπου είναι εγγεγραμμένοι όλοι οι δημότες δήμου ή παλαιότ. κοινότητας: εθνικό ~. Εγγραφή στο ~. Γραφείο ~ίου και μητρώα αρρένων. Πιστοποιητικό ~ίου και οικογενειακής κατάστασης. Βλ. ληξιαρχείο, -λόγιο.

εξωτικός

εξωτικός, ή, ό [ἐξωτικός] ε-ξω-τι-κός επίθ. & (λαϊκό) ξωτικός (θετ. συνυποδ.) 1. που σχετίζεται με, βρίσκεται σε ή προέρχεται από μακρινές περιοχές, συνήθ. τροπικές: ~ός: παράδεισος. ~ή: κουζίνα/παραλία. ~οί: προορισμοί. ~ά: νησιά/πουλιά/φρούτα/φυτά. 2. (μτφ.) ασυνήθιστος: κοπέλα με ~ή ομορφιά (= σπάνια). ΑΝΤ. κοινός, συνηθισμένος. [< μτγν. ἐξωτικός 'εξωτερικός', γαλλ. exotique, αγγλ. exotic]

ονοματολογία

ονοματολογία [ὀνοματολογία] ο-νο-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. διαδικασία απόδοσης ονόματος, ονοματοθεσία· κατ' επέκτ. η επιστημονική μελέτη των ονομάτων: συνδυασμένη ~ (: δασμολογική και στατιστική ~ της τελωνειακής ένωσης). ~ βουνών/οδών/προϊόντων. ~ περιφερειών και νομών της χώρας. Εθνική ~ Οικονομικών Δραστηριοτήτων. 2. (επιστ.) το σύνολο των όρων που ανήκουν και χρησιμοποιούνται σε κάποιον γνωστικό τομέα ή κλάδο· ορολογία: διεθνής ~. ~ και ταξινόμηση απολιθωμάτων/ζώων/ιών/μυκήτων/πετρωμάτων/φυτών.|| (ΧΗΜ.) ~ των χημικών ενώσεων. ~ οξέων, βάσεων και αλάτων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~ αρχείων και φακέλων/σκληρών δίσκων. Σύστημα/υπηρεσία ~ας. Πβ. ονοματολόγιο. 3. ΠΟΛΙΤ. (αρνητ. συνυποδ.) συζήτηση για τα πιθανά πρόσωπα που εμπλέκονται σε μια κατάσταση, με αναφορά στα ονόματά τους: ~ για διαδόχους στην ηγεσία του κόμματος. Βλ. -λογία. ● ΣΥΜΠΛ.: διώνυμη ονοματολογία βλ. διώνυμος [< 1: γαλλ. onomatologie, αγγλ. onomatology 2: γαλλ. nomenclature]

-οπούλα

-οπούλα: υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν κυρ. μικρό, νεαρό κορίτσι με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: βασιλ~/βοσκ~/γειτον~/νησιωτ~/τσιγγαν~.

προύχοντας

προύχοντας πρού-χο-ντας ουσ. (αρσ.) {προυχόντων}: ΙΣΤ. (επί Τουρκοκρατίας) τοπικός άρχοντας επιφορτισμένος κυρ. με την είσπραξη φόρων· κατ' επέκτ. άρχοντας, πρόσωπο με ισχύ, λόγω πλούτου ή αξιώματος. Πβ. δημογέροντας, κοτζαμπάσης, προεστός, πρόκριτος. [< αρχ. πληθ. οἱ προύχοντες]

ρεμπεσκές

ρεμπεσκές ρε-μπε-σκές ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): αργόσχολος, φυγόπονος άνθρωπος. Πβ. ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος, ρέμπελος, τεμπέλης, χαραμοφάης. Βλ. -ές. ΣΥΝ. τζερεμές (2)

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.