Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • καριόκα κα-ριό-κα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. μικρό γλύκισμα με σοκολάτα και καρύδια ή αμύγδαλα, τυλιγμένο συνήθ. σε αλουμινόχαρτο. [< ισπ. ή πορτ. carioca]
  • μαράκες μα-ρά-κες ουσ. (θηλ.) (οι): ΜΟΥΣ. ζεύγος ιδιόφωνων κρουστών οργάνων από τη Λατινική Αμερική, τα οποία έχουν ξύλινη ή πλαστική λαβή και κούφια, μακρόστενη κεφαλή, γεμισμένη συνήθ. με όσπρια ή χαλίκια, ώστε όταν σείονται να παράγουν ήχο: τύμπανα, ντέφια και ~. [< πορτ. Maracás, γαλλ. maracas]
  • μαρμελάδα μαρ-με-λά-δα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πολτός βρασμένων φρούτων, ζάχαρης (ή μελιού) και πηκτίνης που αλείφεται συνήθ. στο ψωμί ή τη φρυγανιά ή χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική: σπιτική ~. ~ βερίκοκο/φράουλα. ~ χωρίς συντηρητικά. Βαζάκια ~ας. Τάρτα με ~. Βούτυρο με ~. Βλ. κομπόστα. [< γαλλ. marmelade < πορτ. marmelada < λατ. melimelum < αρχ. μελίμηλον ‘μηλιά μπολιασμένη σε κυδωνιά’]
  • μπόσα νόβα μπό-σα νό-βα ουσ. (θηλ.) {άκλ.} & μποσανόβα 1. ΜΟΥΣ. μουσική σε 6/8 που προέκυψε από τον συνδυασμό βραζιλιάνικων ρυθμών με την αμερικανική τζαζ. Βλ. σάμπα. 2. ο χορός που χορεύεται στους ρυθμούς της ομώνυμης μουσικής. [< αγγλ. bossa nova, 1962, γαλλ. bossa nova, περ. 1962, πορτ. της Βραζιλίας ~ ~ ‘νέο κύμα’]
  • πιράνχας πι-ράν-χας ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & πιράνχα 1. ΙΧΘΥΟΛ. σαρκοβόρο ψάρι (γένος Serrasalmus), μικρό σε μέγεθος, με πεπλατυσμένο σώμα, ασημένια και κόκκινα λέπια και χαρακτηριστικά κοφτερά δόντια, που το καθιστούν πολύ επικίνδυνο για τον άνθρωπο: Τα περισσότερα ~ ζουν στους ποταμούς της Νότιας Αμερικής. 2. (μτφ.) αδίστακτος, καιροσκόπος: αχόρταγα ~. Καραδοκούν σαν τα ~. [< αγγλ. piranha, πορτ. ~]
  • τάνγκα τάν-γκα ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: είδος κυρ. γυναικείου σλιπ που έχει τριγωνικό σχήμα και αφήνει το μεγαλύτερο μέρος των γλουτών ακάλυπτο: μαγιό-~. Βλ. στρινγκ. [< πορτ.-ισπ. tanga]

κομπόστα

κομπόστα κο-μπό-στα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. γλύκισμα από βρασμένα φρέσκα ή ξερά κομμάτια φρούτου μέσα σε αραιό σιρόπι: ~ ανανά/αχλάδι/βερίκοκο/δαμάσκηνο/ροδάκινο. ~ες και γλυκά κουταλιού/μαρμελάδες. [< ιταλ. composta]

σάμπα

σάμπα σά-μπα ουσ. (θηλ.): βραζιλιάνικος χορός αφρικανικής προέλευσης που χαρακτηρίζεται από γρήγορο ρυθμό και λικνιστική κίνηση των γοφών· συνεκδ. η αντίστοιχη μουσική: ~ του καρναβαλιού. Χορεύει στους ρυθμούς της ~. Βλ. λάτιν, μάμπο, μπόσα νόβα, ρέγγε, ρούμπα, σάλσα, τάνγκο, τσα τσα (τσα). [< βραζιλιάνικο samba, αμερικ. ~, γαλλ. ~, 1925, διαδόθηκε περ. το 1945]

στρινγκ

στρινγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: είδος σλιπ, κυρ. για γυναίκες, που αποτελείται από στενή λωρίδα υφάσματος, η οποία στο πίσω τμήμα καταλήγει σε κορδόνι. Βλ. τάνγκα. ● Υποκ.: στρινγκάκι (το) [< αγγλ. string (bikini), 1969, γαλλ. ~, 1975]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.