Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6408 εγγραφές  [0-20]


  • -άδικο (προφ.): επίθημα για την παραγωγή ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα ή γενικότ. τόπο: βενζιν~/δισκ~/κλειδαρ~/μπουγατσ~/ξενυχτ~/ποτ~/ρακ~/ραφτ~/ρολογ~/τσαγκαρ~/τσιπουρ~/τυροπιτ~/φαγ~/φαστφουντ~. Πβ. -ικο1.|| (μειωτ.) Tρελ~.|| (σπανιότ.) Γκαζ~ (= πετρελαιοφόρο).
  • -άδικος , η, ο (προφ.): επίθημα για δήλωση ιδιότητας: φωνακλ~/ψαρ~.
  • -αμάρα & -μάρα & -ομάρα & -ωμάρα (προφ., με αρνητ. συνυποδ.): επίθημα αφηρημένων ουσιαστικών θηλυκού γένους που δηλώνουν ιδιότητα ή κατάσταση: βουβ-αμάρα/κουτ~/κουφ~/μουγγ~/σαχλ~/σιχ~. Βαριεστη-μάρα. Χαζ-ομάρα. Στραβ-ωμάρα/φαγ~. Πβ. -άρα.
  • -άμενος , η, ο (προφ.-λογοτ.): κατάληξη μετοχής παθητικού ενεστώτα με χρήση επιθέτου ή σπανιότ. ουσιαστικού: τρεμ~.|| (σε εκφρ.) Ζωή χαρισ-άμενη. Επί ξύλου κρεμ-άμενη. Σειν-άμενη (και) κουν-άμενη.|| Ο λεγ~. Βλ. -όμενος, -ούμενος.
  • -άρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών 1. (κυρ. προφ.) με μεγεθυντική λειτουργία: σπιτ~ (πβ. -αρόνα)/στοματ~. Τακουν-άρες (= τακούνες).|| (επιτατ., ως έκφρ. θαυμασμού:) Γυναικ~ (βλ. αρσ. -αράς)/εργ~/Κατεριν~ (βλ. αρσ. -άρας, -αρος). Ματ-άρες. 2. (αφηρ.) με εμφατική σημασία, για ιδιότητα ή κατάσταση που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: βαρεμ~/σιχαμ~/τρομ~ (πβ. -αμάρα). Φαγωμ-άρα (πβ. φαγω-μός). ● βλ. -άρης, -άρα, -άρι, -άρης, -άρα, -άρικο
  • -άρης, -άρα, -άρικο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν 1. {κυρ. στο αρσ. κ. θηλ.} (προφ.) ηλικία κατά προσέγγιση: εικοσ~/σαραντ~. 2. χαρακτηριστική ιδιότητα: κατεργ~/πεισματ~/πρωτ~. Βλ. -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο. ● βλ. -άρα
  • -άρι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από 1. απόλυτα αριθμητικά, για τον προσδιορισμό ποσότητας, αριθμού, μεγέθους, συνόλου, αξίας: ένα δωδεκ~ (= περ. δώδεκα, πβ. -αριά) κιλά.|| Πήρε δεκ~ (= δέκα)/εικοσ~ (= είκοσι) στο διαγώνισμα.|| Αγόρασε ένα δυ~/τεσσ~ (ενν. σπίτι).|| Χρησιμοποιεί δωδεκάρια (= γράμματα δώδεκα στιγμών).|| (ΑΘΛ.) Καλό δεκ~/το δεκ~ το καλό (: παίκτης με τον αριθμό δέκα).|| (στα χαρτιά:) Έχω τρία πεντάρια και έναν βαλέ.|| (σε τυχερά παιχνίδια, σύνολο σωστών προβλέψεων:) Έπιασε εξ~ στο λόττο.|| (προφ.) Κατοστ~ (= εκατό ευρώ, πβ. -άρικο). 2. ουσιαστικά, για την έκφραση υποκορισμού ή διαφοροποιημένης σημασίας: βλαστ~ (βλ. -αράκι)/δοκ~/ζευγ~/ζυμ~/κλων~/λιθ~/λυχν~/φαν~.|| Θυμ~/χαλιν~. Προσκυνητ~/συναξ~ (πβ. -άριο).|| (μειωτ.) Πάρε τα ποδάρια σου από ΄δω! 3. ρήματα, για τη δήλωση του αποτελέσματος μιας ενέργειας: απομειν~. Βλ. -άδι.
  • -άριος : επίθημα αρσενικών κυρ. ουσιαστικών που παράγονται από ουσιαστικά και δηλώνουν επάγγελμα ή ιδιότητα: αποθηκ~/βιβλιοθηκ~.|| (προφ.) Πεζικ~/πυροβολικ~/πληροφορικ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Νομικ~.|| Αρχ~.
  • -άρω (προφ.) επίθημα ρημάτων 1. που παράγονται από ξένες λέξεις ή αποδίδουν δάνεια ρήματα: αγκαζ~/ζουμ~/σερφ~.|| Ιντριγκ~/λανσ~/μπαρκ~/φρεν~. 2. που προέρχονται από άλλη ελληνική λέξη, συνήθ. ουσιαστικό: κριτικ~ (κριτική)/λουφ~ (λούφα)/ξαπλ~ (ξάπλα).
  • -άς, -ού {πληθ. αρσ. -άδες | πληθ. θηλ. -ούδες} (προφ.) επίθημα ουσιαστικών που δηλώνουν 1. (συνήθ. στο αρσ.) συγκεκριμένο επάγγελμα: αλουμιν-άς/γαλατ~/σιδερ~/ψαρ~. 2. χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα ή προτίμηση σε μεγάλο βαθμό: δοντάς/χειλού.|| Γλωσσού/λεφτάς/παλικαράς/φωνακλάς.|| Μακαρονού/φαγάς. ● βλ. -ού2
  • -γενής , ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.
  • -δείκτης & (προφ.) -δείχτης: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά στο όργανο ή γενικότ. στο αντικείμενο που μετρά ή προσδιορίζει ό,τι εκφράζεται από το α' συνθετικό: ανεμο~/ημερο~/λεπτο~/οδο~/σελιδο~/ωρο~.
  • 2 & -ή: επίθημα για τον σχηματισμό του θηλυκού γένους 1. ουσιαστικών που δηλώνουν ιδιότητα ή εθνικότητα, καταγωγή: ξαδέλφ-η/φίλ~. Αδερφ-ή/αλλοδαπ~.|| Ινδ-ή. Πβ. -ίνα1, -ισσα, -τρα1. 2. επιθέτων σε -ος, -η, -ο, -ός, -ή, -ό και -ός, -ή/-ιά, -ό: βάσιμ-η/μάται~. Γελαστ-ή/δυνατ~/λιτ~.|| Ζόρικ-η/(προφ.) -ια. Βλ. -ικός.
  • -ιά2 επίθημα για την παραγωγή θηλυκών ουσιαστικών από άλλα ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. αποτέλεσμα ενέργειας: πινελ~ (πινέλο)/τιμον~ (τιμόνι)/ψαλιδ~ (ψαλίδι).|| Αγκων~ (αγκώνας)/ξυλ~ (ξύλο).|| Mαχαιρ~ (μαχαίρι)/ξυραφ~ (ξυράφι).|| Ζουζουν~ (ζουζούνι).|| Γαϊδουρ~ (γαϊδούρι)/γουρουν~ (γουρούνι). 2. χρόνο: αρχιμην~/πρωταπριλ~.|| Βραδ~ (βράδυ). 3. τόπο: κατηφορ~ (κατήφορος)/μερ~ (μέρος).|| Αμμουδ~ (άμμος). 4. ποσότητα: κουταλ~ (κουτάλι)/τηγαν~ (τηγανιά).|| Kαραβ~ (καράβι). 5. κηλίδα, στάμπα, σημάδι: καπν~ (καπνός)/καρβουν~ (κάρβουνο)/μελαν~ (μελάνι).|| Λαδ~ (λάδι). Πβ. -ίλα. 6. (περιληπτ.) ομοιογενές σύνολο: εργατ~ (εργάτης)/στρατ~ (στρατός). 7. καιρικές συνθήκες: βαρυχειμων~/καλοκαιρ~/συννεφ~. 8. (προφ.) επιδοκιμασία, θετική κρίση: κουστουμ~ (κουστούμι)/παλτουδ~ (παλτό)/πουκαμισ~ (πουκάμισο).|| Ροκ~ (ροκ).
  • -ιά6 επίθημα του θηλυκού γένους των επιθέτων σε 1. -ός, -ιά, -ό: γλυκ~ (γλυκός). 2. -ύς, -ιά, -ύ: βαθ~ (βαθύς). 3. -ής, -ιά, -ί: βιολετ~ (βιολετής)/μενεξεδ~ (μενεξεδής). 4. (προφ.) -ός, -ή/-ιά, ό: μαλακ~ (μαλακός).
  • -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο {αρσ. -ιάρηδες} (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών που αναφέρονται σε ιδιότητα, χαρακτηριστικό: αγαθ~/γκριν~/ερωτ~/παλαβ~/παραπον~/τρελ~/φουκαρ~ (βλ. -άς)/φτην~/χαδ~.|| (συχνά μειωτ.) Κουλτουρ~. Βλ. -άρης, -άρα, -άρικο.
  • -ιάτικος , η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.
  • -ιδερός , ή, ό (προφ.): επίθημα για τη δήλωση χρώματος, παραπλήσιου με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ασπρ~/μαυρ~. Βλ. -ωπός.
  • -ίδι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο. 2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα). 3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.
  • -ίδικος , η, ο (προφ.): επίθημα που δηλώνει χαρακτηριστικό, ιδιότητα: ατζαμ~/γουρλ~/μερακλ~. Βλ. -τζίδικος.

-άδι

-άδι: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από επίθετα, ουσιαστικά και ρήματα: ασπρ~/γλυκ~/κοκκιν~/μαυρ~. Κροκ~/πετρ~/σκοτ~. Aπολειφ~. Bλ. -άρι.

-άρα

-άρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών 1. (κυρ. προφ.) με μεγεθυντική λειτουργία: σπιτ~ (πβ. -αρόνα)/στοματ~. Τακουν-άρες (= τακούνες).|| (επιτατ., ως έκφρ. θαυμασμού:) Γυναικ~ (βλ. αρσ. -αράς)/εργ~/Κατεριν~ (βλ. αρσ. -άρας, -αρος). Ματ-άρες. 2. (αφηρ.) με εμφατική σημασία, για ιδιότητα ή κατάσταση που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: βαρεμ~/σιχαμ~/τρομ~ (πβ. -αμάρα). Φαγωμ-άρα (πβ. φαγω-μός). ● βλ. -άρης, -άρα, -άρι, -άρης, -άρα, -άρικο

-άτικος

-άτικος, η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ότι κάποιος ή κάτι ανήκει ή ταιριάζει στη σχετική χρονική περίοδο: αποκρι~.|| (σε επιρρ. χρήση, έκφρ. δυσαρέσκειας:) Κυριακ-άτικα. Βλ. -ιάτικος.

-ίδιο

-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.

-ικος

-ικος, η, ο {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικια} επίθημα 1. για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: γέρ~/τεμπέλ~/τσιφούτ~. 2. για την προσαρμογή κυρ. λόγιων επιθέτων σε -ης: αυθάδ~ (κ. αυθάδης).

-ού2

-ού2: (παράγ. από τα αντίστ. αρσ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό ή ιδιότητα: παραμυθ~ (βλ. -ατζής, -ατζού)/φωνακλ~/χορευταρ~/φαγ~.|| (σπάν. ως β' τ. του θηλ. επιθ. σε -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο) Ναζ-ιάρα κ. ναζ~.|| (ως β' τύπ. θηλ. επιθ. σε -ης, -α, -ικο) Ξανθομάλλ-α κ. ξανθομαλλ~. ● βλ. -άς, -ού

-τζίδικος

-τζίδικος, η, ο & (σπάν.) -τζήδικος: επίθημα επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: αερι~/ετοιμα~/εφε~/πεθαμενα~/πλακα~/σαματα~/σκι~/τζαμπα~/φιγουρα~/χαβαλε~.

-ωπός

-ωπός, ή, ό: επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μοιάζει, είναι σχεδόν όμοιο με ό,τι εκφράζει το θέμα: σκυθρ~/χαρ~.|| (απόχρωση) Κιτριν~/κοκκιν~. Kασταν~/ξανθ~. Bλ. -ουλός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.