Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 31 εγγραφές  [0-20]


  • βίδρα βί-δρα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. υδρόβιο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Lutra-Lutra), στο μέγεθος της νυφίτσας, με νηκτικές μεμβράνες στα δάχτυλα των ποδιών, το οποίο απειλείται με εξαφάνιση, γι' αυτό και είναι αυστηρά προστατευόμενο είδος. Βλ. λουτρ. ΣΥΝ. ενυδρίδα [< σλαβ. vidră]
  • γκλάβα γκλά-βα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-συνήθ. μειωτ.): κεφάλι, μυαλό. Κυρ. στις ● ΦΡ.: κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, κόβει το μυαλό του βλ. μυαλό [< σλαβ. glava]
  • γουστέρα γου-στέ-ρα ουσ. (θηλ.) & γκουστέρα: ΖΩΟΛ. κοινή ονομασία διαφόρων ειδών μεγαλόσωμης, συνήθ. πράσινης σαύρας. Βλ. σαμιαμίδι. ● Υποκ.: γουστερίτσα (η) [< σλαβ. gùšter]
  • ζούμπερο ζού-μπε-ρο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) 1. ζωύφιο. ΣΥΝ. ζούδι (1), ζουζούνι (1), μαμούνι (1) 2. (μτφ.-μειωτ.) χαρακτηρισμός για άτομο άσχημο και καχεκτικό· υποτιμητική προσφώνηση σε κάποιον. [< σλαβ. zonbrû]
  • κλούβιος , α, ο κλού-βιος επίθ. (προφ.) 1. (για αβγό) αλλοιωμένος, χαλασμένος. Πβ. μπαγιάτικος, τζούφιος. 2. (μτφ.-μειωτ.) αποβλακωμένος, ανόητος: ~ιο: μυαλό. Το ~ιο (= άδειο) του το κεφάλι τα φταίει όλα! 3. (σπανιότ.-μτφ.) χωρίς νόημα ή αντίκρισμα· κενός, στείρος: ~ιες: θεωρίες/υποσχέσεις (: φρούδες). ~ια: λόγια. Πβ. κούφιος. [< σλαβ. kûlvati]
  • κόρα1 κό-ρα ουσ. (θηλ.) 1. το εξωτερικό σκληρό μέρος του ψωμιού: ψωμί για τοστ χωρίς ~. Βλ. ψίχα. 2. (κατ' επέκτ.) σκληρό περίβλημα, κρούστα: τυριά με ~ (= επιδερμίδα· βλ. γκούντα, γραβιέρα). Πβ. πέτσα. [< σλαβ. kora]
  • κόσα κό-σα ουσ. (θηλ.) & κοσιά (παλαιότ.-λαϊκό): δρεπάνι με μακριά ξύλινη λαβή. [< σλαβ. kos, βουλγ. kosa]
  • κοτέτσι κο-τέ-τσι ουσ. (ουδ.) {κοτετσ-ιού} 1. περιφραγμένος, ανοιχτός ή κλειστός, χώρος, όπου ζουν και εκτρέφονται κότες: ο κόκορας/η πόρτα του ~ιού. Βλ. μαντρί, στάνη. ΣΥΝ. ορνιθώνας 2. (μτφ.-προφ.) χώρος μικρός και ακατάστατος, βρόμικος: Αυτό δεν είναι σπίτι, είναι (σωστό) ~! Πβ. αχούρι, στάβλος. ● Υποκ.: κοτετσάκι (το) [< σλαβ. kotets]
  • λακκούβα λακ-κού-βα ουσ. (θηλ.) & λακούβα: κοίλωμα επιφάνειας, συνήθ. του εδάφους: βαθιά ~. ~ με νερό (βλ. λούτσα). Δρόμος γεμάτος ~ες. Έπεσε σε μια ~. Πβ. βαθούλωμα, βούλιαγμα, γούβα, λάκκος, λούμπα.|| (σε συνταγές:) Ανοίγετε μια μικρή ~ στο κέντρο της ζύμης. ● Υποκ.: λακκουβίτσα (η) ● Μεγεθ.: λακκουβάρα (η) [< παλαιό σλαβ. lokŭva]
  • λόγγος λόγ-γος ουσ. (αρσ.) & λόγκος: πυκνόφυτη έκταση με θάμνους. ΣΥΝ. ρουμάνι [< μεσν. λόγγος < παλαιότ. σλαβ. logᾰ]
  • μόρα μό-ρα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): αίσθημα δυσφορίας ή παράλυσης κατά τη διάρκεια του ύπνου. [< σλαβ. mora]
  • μουσίτσα μου-σί-τσα ουσ. (θηλ.) (οικ.): (συνήθ. για νεαρή γυναίκα) πονηρή, κατεργάρα: Είναι μεγάλη ~. Πβ. σουπιά. [< σλαβ. mušitsa, υποκ. του ουσ. muxa ‘μύγα’]
  • μπαλαμούτι μπα-λα-μού-τι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) 1. ανταλλαγή ερωτικών φιλιών και χαδιών. Πβ. χαμούρεμα, χούφτωμα, φάσωμα. 2. απάτη, δόλος: Ήταν ~ η όλη ιστορία. Μου πουλούσε ~ (= μούσι). [< σλαβ. balamut]
  • μπάτζος μπά-τζος ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. παραδοσιακό λευκό τυρί άλμης της Δυτικής Μακεδονίας σε ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο σχήμα, μερικώς αποβουτυρωμένο από αιγοπρόβειο ή/και αγελαδινό γάλα. Βλ. ΠΟΠ. [< σλαβ. bačija ‘τυροκομείο’]
  • μπέμπελη μπέ-μπε-λη ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): ιλαρά· κυρ. στη ● ΦΡ.: βγάζω την ιλαρά/τη(ν) μπέμπελη βλ. ιλαρά [< σλαβ. pepel]
  • μπουχός μπου-χός ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): πυκνό σύννεφο σκόνης. ΣΥΝ. κονιορτός (1), κουρνιαχτός (2) ● ΦΡ.: γίνομαι μπουχός (μτφ.): φεύγω τρέχοντας ή εξαφανίζομαι: Άρπαξε την τσάντα κι έγινε ~. [< σλαβ. puh]
  • νταλίκα ντα-λί-κα ουσ. (θηλ.): φορτηγό με ρυμουλκούμενο όχημα για μεταφορά μεγάλων φορτίων· αρθρωτό λεωφορείο: διπλή/τριαξονική ~. Πβ. επικαθήμενο, ημιρυμουλκούμενο. Βλ. τρέιλερ. [< σλαβ. talika]
  • ντόμπρος , α, ο ντό-μπρος επίθ. (λαϊκό): ευθύς, ειλικρινής: ~ος: χαρακτήρας. Είναι ~ άνθρωπος και μπεσαλής. Παιδί ~ο και ξηγημένο. ΑΝΤ. ανειλικρινής, υποκριτής.|| ~α: συμπεριφορά. ~ες: απαντήσεις/εξηγήσεις/κουβέντες (= καθαρές, σαφείς). ● επίρρ.: ντόμπρα [< σλαβ. dobăr, dobro]
  • πάπρικα πά-πρι-κα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. είδος κόκκινου πιπεριού με καυτερή γεύση που χρησιμοποιείται ως καρύκευμα. Βλ. καγιέν, μπούκοβο, ταμπάσκο, τσίλι. ΣΥΝ. κοκκινοπίπερο [< σλαβ. paprika, γαλλ. ~, 1922]
  • πρόγκα πρό-γκα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): έντονη και θορυβώδης αποδοκιμασία: Έφαγαν ~. Πβ. χλευασμός. ΣΥΝ. γιούχα, γιουχάισμα [< σλαβ. poroga]

γκούντα

γκούντα γκού-ντα ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ολλανδικό κίτρινο ημίσκληρο τυρί από αγελαδινό γάλα, που λιώνει εύκολα στο ψήσιμο. Βλ. ένταμ, ρεγκάτο. [< ολλανδική εμπορ. ονομασ. Gouda, από την ομώνυμη πόλη, γαλλ. gouda, 1926]

ιλαρά

ιλαρά [ἱλαρά] ι-λα-ρά ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. οξύ, μεταδοτικό ιογενές νόσημα, το οποίο προσβάλλει συνήθ. παιδιά, κυρ. το αναπνευστικό τους σύστημα, και χαρακτηρίζεται από υψηλό πυρετό και εξάνθημα με κόκκινες κηλίδες που εξαπλώνεται σε όλο το σώμα: εμβόλιο/κρούσματα ~άς. Πέρασα την/προσβλήθηκα από ~. Βλ. ανεμοβλογιά. ● ΦΡ.: βγάζω την ιλαρά/τη(ν) μπέμπελη (μτφ.-προφ.): ζεσταίνομαι υπερβολικά: Θα βγάλεις ~ έτσι βαριά που ντύθηκες! [< μεσν. ίλαρη]

καγιέν

καγιέν κα-γιέν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. είδος καυτερού κόκκινου πιπεριού. Βλ. μπούκοβο, πάπρικα, ταμπάσκο, τσίλι. [< αγγλ. cayenne pepper]

κατεβάζω

κατεβάζω κα-τε-βά-ζω ρ. (μτβ.) {κατέβα-σα, κατεβά-σει, κατεβά-στηκε, -σμένος, κατεβάζ-οντας} 1. μετακινώ κάτι σε χαμηλότερο σημείο, προς τα κάτω: ~ το βιβλίο από το ράφι/τις κουρτίνες (= ξεκρεμώ)/τα μανίκια/τον μοχλό/τη σημαία (= υποστέλλω)/το τζάμι (του αυτοκινήτου). ~ τα σκουπίδια (ενν. στον δρόμο).|| ~ το χέρι. Με ~σμένα τα μάτια από ντροπή. ΑΝΤ. σηκώνω, υψώνω.|| Το ποτάμι/ρέμα ~ει πολύ νερό. Πβ. φέρνει.|| (ΓΡΑΜΜ.) Ουσιαστικά που ~ουν τον τόνο στη γενική (: τον μετακινούν στη(ν) (μεθ)επόμενη συλλαβή). ΑΝΤ. ανεβάζω (1) 2. (προφ.) μεταφέρω κάποιον σε νοτιότερο, κεντρικότερο ή παραλιακό σημείο· αποβιβάζω: Θα σε ~σω (= πάω) με το αυτοκίνητο μέχρι την αγορά.|| Το λεωφορείο σε ~ει ακριβώς έξω/μπροστά από την τράπεζα.|| Τον ~σαν από το τρένο (= τον έβγαλαν με τη βία). ΑΝΤ. ανεβάζω. 3. (μτφ.-προφ.) ελαττώνω, χαμηλώνω: ~ τον ήχο (: την έντασή του)/τη θερμοκρασία. Η ομάδα ~σε (= μείωσε) τη διαφορά στους ... πόντους. ~σε ταχύτητα! ~σμένες: τιμές.|| Η ασπιρίνη ~ει τον πυρετό. ΣΥΝ. ρίχνω (6) ΑΝΤ. ανεβάζω (2) 4. ΠΛΗΡΟΦ. μεταφέρω δεδομένα από κεντρικό σύστημα (διακομιστή) σε προσωπικό υπολογιστή: ~ εικόνες/προγράμματα/ταινίες/τραγούδια από το ίντερνετ. ~ στον σκληρό δίσκο. ~σμένα: αρχεία. Πβ. μεταφορτώνω. Βλ. ξανα~.|| ~ μια εφαρμογή στο κινητό μου. ΣΥΝ. καταφορτώνω (1) ΑΝΤ. ανεβάζω (3) 5. (μτφ.-προφ.) παρουσιάζω, προτείνω: Ο προπονητής ~σε νέα ενδεκάδα/επιθετικό σχήμα στον αγώνα. Το κόμμα ~σε σημαντικό αριθμό νέων υποψηφίων στις εκλογές.|| ~ πρόταση (= καταθέτω, υποβάλλω). Να δούμε τι δικαιολογία/(ειρων.) εξυπνάδα θα ~σει (= επινοήσει, σκαρφιστεί) πάλι. Πβ. προβάλλω. 6. (μτφ.-προφ.) καταπίνω μονομιάς, καταβροχθίζω: ~σε ένα μπουκάλι ουίσκι/μια γουλιά κρασί/μονορούφι την μπίρα.|| ~ει ένα ταψί φαγητό στην καθισιά του. 7. (μτφ.-προφ.) ξεστομίζω: ~ει μπινελίκια. 8. (μτφ.-προφ.) αποσύρω, διακόπτω, σταματώ: ~σαν την παράσταση (: δεν είχε επιτυχία). ΑΝΤ. ανεβάζω (6) 9. (μτφ.-προφ.) υποβαθμίζω, υποβιβάζω: Μην ~εις το επίπεδο της συζήτησης!|| Η ήττα ~σε την ομάδα στη δεύτερη θέση.|| Τον ~σαν από την εξουσία/τον θρόνο (= τον καθαίρεσαν). ● ΦΡ.: κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου (προφ.): μου έρχεται μια ιδέα: Για στάσου μήπως ~σει ~ κάτι καλό., τα κατεβάζω (αργκό): εξευτελίζομαι, ταπεινώνομαι., του κατεβάζει μια (προφ.): τον χτυπά (με το χέρι): ~ ~ γροθιά/μπουνιά. Του κατέβασε μια στο κεφάλι/στα μούτρα., αλί που/άμα το 'χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες βλ. κούτρα, ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις βλ. κυβέρνηση, βγάζω/κατεβάζω γάλα βλ. γάλα, κατεβάζει (τα) ρολά βλ. ρολό, κατεβάζει τα βρακιά (του) βλ. βρακί, κατεβάζει τους διακόπτες βλ. διακόπτης, κατεβάζω (την) προβοσκίδα (μου) βλ. προβοσκίδα, κατεβάζω το ακουστικό/το τηλέφωνο βλ. τηλέφωνο, κατεβάζω/ρίχνω καντήλια βλ. καντήλι, κατεβάζω/ρίχνω χριστοπαναγίες βλ. χριστοπαναγίες, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, με κατεβασμένα χέρια βλ. χέρι, ξινίζω/κρεμάω/κατεβάζω/στραβώνω τα μούτρα μου βλ. μούτρο, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει βλ. βρέχω, πέφτουν/χαμηλώνουν/κατεβαίνουν οι τόνοι & ρίχνω/χαμηλώνω/κατεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου βλ. αυτί, τον ανεβάζει ... τον κατεβάζει βλ. ανεβάζω, τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο βλ. περίδρομος [< μεσν. κατεβάζω 4: αγγλ. download, 1975]

λουτρ

λουτρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: γούνα βίδρας. Βλ. βιζόν, ερμίνα, λούτρινος, ρακούν, ρενάρ. [< γαλλ. loutre]

μαντρί

μαντρί μα-ντρί ουσ. (ουδ.) {μαντρ-ιού} (λαϊκό) 1. περιφραγμένος χώρος για τη φύλαξη ζώων, κυρ. αιγοπροβάτων. Πβ. στάνη. ΣΥΝ. στρούγκα (1) 2. (μτφ.) κλειστή πολιτική, θρησκευτική ή άλλη ομάδα που λειτουργεί προστατευτικά για τα μέλη της: κομματικό ~. ● ΦΡ.: όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος (παροιμ.): όποιος φεύγει από μια οργανωμένη ομάδα, δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα· για την αποτυχία κυρ. πολιτικού που αποχωρεί από το κόμμα στο οποίο ανήκει, για να δημιουργήσει δικό του. [< μεσν. μαντρί]

μυαλό

μυαλό μυα-λό ουσ. (ουδ.) 1. νους, σκέψη και ειδικότ. φρόνηση ή τρόπος σκέψης, νοοτροπία: επικίνδυνο/επιχειρηματικό/θετικό/θεωρητικό/καθαρό (: για πνευματική διαύγεια)/μαθηματικό/πονηρό/προοδευτικό/στενό/φτωχό ~. Λογαριάζω με το ~. Ξεπερασμένα/σκουριασμένα ~ά. Η δύναμη/οι δυνατότητες/τα μονοπάτια/παιχνίδια (= πλάνες, ψευδαισθήσεις)/προβολές του ~ού. Άνθρωπος με ανοιχτό/πρακτικό ~. Τρικυμία στο ~ (: για ταραγμένη διανοητική κατάσταση). Με το σκάκι ακονίζω/εξασκώ το ~ μου. Δουλεύει/κουράστηκε/σταμάτησε το ~ μου. Να έχεις στο ~ σου (: να θυμάσαι) ότι ... Δεν έχει το ~ να καταλάβει. Πού να ξέρω τι θέλει; Δεν είμαι στο ~ του. Απωθημένα φωλιάζουν στο πίσω μέρος του ~ού. Στο ~ και την καρδιά μας. Η μορφή του δεν φεύγει από το/τριγυρίζει συνέχεια στο ~ μου.|| Έχει ~ αυτό το παιδί (= είναι έξυπνο)! Δεν έχεις λίγο ~ στο κεφάλι σου (= είσαι άμυαλος, κουτός)!|| Άντε να προκόψεις με τέτοια ~ά! 2. για ευφυή άνθρωπο: Είναι γερό/δυνατό/κοφτερό/μεγάλο/φωτεινό ~. 3. εγκέφαλος· ειδικότ. στα σφάγια, ως τροφή: ανθρώπινο ~. Τα κύτταρα του ~ού.|| (συνήθ. στον πληθ.) Αρνίσια/μοσχαρίσια ~ά. ~ά βραστά/πανέ. ● Υποκ.: μυαλουδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: γυναικείο/θηλυκό μυαλό & (σπάν.) γυναικείος/θηλυκός νους: για άνθρωπο επινοητικό, δημιουργικό: Έχει ~ ~., τετράγωνο μυαλό & τετράγωνος νους: ορθολογιστής: Είναι άνθρωπος με ~ ~ και πολλές γνώσεις. ● ΦΡ.: ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες: κάνει τον άνθρωπο να αποκτήσει ευρύτητα πνεύματος: Το διάβασμα ανοίγει/τα ταξίδια διευρύνουν ~., βάζω μυαλό/νιονιό 1. συνετίζομαι: Την έχω πατήσει πολλές φορές, αλλά δεν λέω να βάλω ~. Πβ. βάζω γνώση. 2. (+ σε κάποιον) συνετίζω: Προσπαθώ να τους βάλω μυαλό, αλλά μάταια., βάζω το μυαλό μου να δουλέψει: χρησιμοποιώ τη σκέψη μου, συνήθ. για να πετύχω κάτι: Βάλε λίγο ~ σου ~, μην περιμένεις έτοιμη τη λύση., γεννά το μυαλό του (προφ.): είναι επινοητικός: Το μυαλό του γεννά συνεχώς καινούργιες ιδέες., είμαι/μπαίνω στο μυαλό κάποιου: ξέρω τι σκέφτεται: Πού να ξέρω τι εννοούσε; Στο ~ του είμαι;, έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου 1. το(ν) σκέφτομαι: Σας έχω στο ~ μου, δεν σας ξεχνώ. Τα λόγια του τα είχα πάντα ~. Μόνο τη νίκη έχουν στο ~ τους, δεν τους νοιάζει τίποτε άλλο. Θέλω να κάνω μια γιορτή, όπως εγώ την ~ ~. 2. σκοπεύω, σχεδιάζω: ~ει πάντα ~ του τη διάκριση. Για την επέτειο κάτι ~ ~. ~ ~ να του κάνω μια επίσκεψη κάποια στιγμή. Πβ. έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι)., έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου: σκέφτομαι επιπόλαια: Πρόκειται για άνθρωπο που έχει ~ του ~ του., καλά μυαλά! (ευχετ.-συχνά ειρων.): προτροπή για συνετή αντιμετώπιση καταστάσεων: Χρόνια πολλά και ~ ~! Ψυχραιμία και ~ ~!, κόβει το μυαλό του & (λαϊκό) η γκλάβα του: είναι (πολύ) έξυπνος. ΣΥΝ. του κόβει, μαζεύω το μυαλό μου: συγκεντρώνομαι: Πρέπει να ~έψω ~ και να γράψω επιτέλους το άρθρο., με τα μυαλά που έχεις/κουβαλάς ... (μειωτ.): με τη νοοτροπία που σε διακρίνει: ~ ~ δεν πρόκειται να δεις προκοπή., με το φτωχό μου το μυαλό: προσποιητή μετριοφροσύνη ως εισαγωγή σε πρόταση κρίσης: Εγώ, ~ ~, βλέπω ότι θέλουν να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο., μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι (μτφ.) 1. μου έρχεται κάτι, συνήθ. αρνητικό, στον νου ή μου γίνεται έμμονη ιδέα: ~ ~ η ιδέα/η σκέψη ότι .../να ... Οι εικόνες της φρίκης/τα λόγια της καρφώθηκαν στο μυαλό μου. ΣΥΝ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) 2. κατανοώ ή μου εντυπώνεται κάτι: Αν του το επαναλάβεις πολλές φορές, θα του μπει τελικά ~., μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου (μτφ.): με ξεμυάλισε, με συνεπήρε κάποιος ή κάτι, είμαι παράφορα ερωτευμένος: Ποια σου ~ ~; Η εκδρομή τούς ~ ~., μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο: εκπλήσσομαι, ενθουσιάζομαι: ~ ~ με τις δυνατότητες του νέου μοντέλου! ΣΥΝ. μου 'φυγε/μου 'πεσε η μασέλα, νερούλιασε/έχει νερουλιάσει το μυαλό του (προφ.): αποβλακώθηκε, ξεκούτιανε. Πβ. κουρκουτιάζω., όλα είναι στο μυαλό/θέμα μυαλού: απόφθεγμα σύμφωνα με το οποίο το μυαλό είναι που δημιουργεί παραστάσεις και αντιλήψεις και όχι η εμπειρική πραγματικότητα: Δεν έχεις πρόβλημα, ~ στο μυαλό σου. Μη φοβάσαι, ~ θέμα ~ού, αρκεί να έχεις θέληση., πηγαίνει το μυαλό μου (σε κάτι/κάποιον): το(ν) σκέφτομαι, το(ν) υποψιάζομαι: Δεν θα πήγαινε ~ ~ σ' εκείνον με τίποτε!, πού έχεις/είναι/τρέχει το μυαλό σου;: επιτιμητικά για κάποιον που είναι αφηρημένος, απρόσεκτος ή απερίσκεπτος: Δεν με άκουσες που το είπα; ~ ~;, πού μυαλό;/δεν έχω μυαλό για κάτι: δεν έχω διάθεση, δεν μπορώ να επικεντρωθώ σε κάποιο θέμα: Πού ~ για δουλειά; Δεν ~ ~ για διάβασμα., σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου (μτφ.): σκέφτομαι, προβληματίζομαι έντονα: Σπάω το μυαλό μου να θυμηθώ πού σ' έχω ξαναδεί! Στύβω το κεφάλι μου να βρω μια λύση., χάνω το μυαλό/τα μυαλά/το τσερβέλο μου: τρελαίνομαι: Έχει χάσει ~ ~ά του, για να πιστεύει ότι θα σώσει τον κόσμο.|| Έχω ~σει ~ μου μαζί του (: είμαι τρελά ερωτευμένη). Πβ. χάνω τα λογικά μου., αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανακαλώ στη μνήμη/στο μυαλό μου βλ. ανακαλώ, βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι βλ. νους, βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου βλ. κεφάλι, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου βλ. νους, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχει κάλο στον εγκέφαλο βλ. κάλος, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα βλ. αέρας, έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι βλ. νους, και τα μυαλά στα κάγκελα βλ. κάγκελο, κουκούτσι μυαλό βλ. κουκούτσι, μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό σου/του βλ. φτάνω, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μου περνά (από το μυαλό/τον νου) βλ. περνώ, ξεσηκώνω τα μυαλά κάποιου βλ. ξεσηκώνω, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια βλ. πόδι, παίρνει στροφές/το μυαλό του παίρνει στροφές βλ. στροφή, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, πήζει το μυαλό μου βλ. πήζω, πιπιλίζω το μυαλό κάποιου βλ. πιπιλίζω, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, το μυαλό μου κολλάει βλ. κολλώ, το μυαλό του κόβει σαν ξυράφι & μυαλό ξ(ο)υράφι βλ. ξυράφι, το μυαλό/τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος) βλ. λίρα, τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου βλ. τρέχω, τυπώνω (καλά μέσα) στο μυαλό/στο(ν) νου μου βλ. τυπώνω, φουσκώνω τα μυαλά κάποιου βλ. φουσκώνω [< μεσν. μυαλόν < μτγν. μυαλός < αρχ. μυελός]

ποπ

ποπ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: ΜΟΥΣ. είδος εμπορικής μουσικής επηρεασμένης από το ροκ εν ρολ, που απευθύνεται κυρ. στους νέους και χαρακτηρίζεται από απλές μελωδίες: απαλή/ελληνική ~. Βασιλιάς/σταρ της ~.|| (ως επίθ.) ~ τραγουδιστής. ~ συναυλία. ~ συγκρότημα. ~ στοιχεία. Βλ. ηλεκτροπόπ, λαϊκοπόπ, ροκ. [< αμερικ. pop (song), 1926, γαλλ. ~, 1955, διαδόθηκε από το 1965 κ. εξής]

σαμιαμίδι

σαμιαμίδι σα-μια-μί-δι ουσ. (ουδ.) & σαμιαμίθι 1. ΖΩΟΛ. μικρόσωμη και πολύ ευκίνητη σαύρα (επιστ. ονομασ. Hemidactylus turcicus). Πβ. γκέκο. ΣΥΝ. μολυντήρι 2. (μτφ.-προφ.) μικροκαμωμένος και σβέλτος άνθρωπος, συνήθ. παιδί: Αυτό το ~ σε νίκησε; Βλ. -ίδι. ● Υποκ.: σαμιαμιδάκι (το) [< μεσν. σαμιαμίθι(ν) < σαμιαμίθιον]

τρέιλερ

τρέιλερ τρέ-ι-λερ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} 1. ρυμουλκούμενο που σύρεται από μηχανοκίνητο όχημα για μεταφορά φορτίων: ~ με φρένα. ~ για σκάφος. Πβ. μπαγκαζιέρα. Βλ. κοτσαδόρος, νταλίκα. 2. προβολή επιλεγμένων και αντιπροσωπευτικών αποσπασμάτων, συνήθ. από ταινία ή σειρά, για διαφημιστικούς κυρ. σκοπούς: ~ των ειδήσεων/της εκπομπής/του ντοκιμαντέρ. ~ του καναλιού/σταθμού. Πβ. προσεχώς.|| (σπάν.) ~ εταιρείας/προϊόντων. [< 1: αγγλ. trailer 2: αμερικ. ~, 1928]

ψίχα

ψίχα ψί-χα ουσ. (θηλ.) 1. το μαλακό κομμάτι του ψωμιού, το οποίο συνήθ. περιβάλλεται από την κόρα. 2. (κατ' επέκτ.) το μαλακό εσωτερικό μέρος ξηρών καρπών, φρούτων, λαχανικών ή θαλασσινών: ~ αμυγδάλου (= αμυγδαλόψιχα)/καρυδιού (= καρυδόψιχα).|| Η ~ της μελιτζάνας. ~ες από ντομάτες. ΣΥΝ. σάρκα.|| Η ~ του αστακού (= ψαχνό). Βλ. καβουρό-, καραβιδό-ψιχα.|| Η ~ του κορμού (πβ. εντεριώνη). 3. (σπάν.-μτφ.-λαϊκό) πολύ μικρή ποσότητα: μια ~ (= σταλιά) φαΐ. Πβ. ψιχίο.ψίχες (οι) (λαϊκό): ψίχουλα: ~ ψωμιού. [< μεσν. ψίχα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.