Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 78 εγγραφές  [0-20]


  • -ιο1 (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: (ως υποκ.:) αγαλμάτ~. Πβ. -ίδιο. Βλ. -άκι.|| (συνηθέστ. με απώλεια της υποκ. σημ.:) Γραμμάτ~/παίγν~ (πβ. -ίδι)/πινάκ~. Βλ. -άριο.|| (για την απόδοση ξένων επιστ. όρων:) (ΒΙΟΛ.) Βακτήρ~. (ΧΗΜ.) Αργίλ~/μαγγάν~/πυρίτ~/ράδ~.|| (σε γλωσσικά δάνεια:) Αρμόν~.
  • -ίσκος {σπανιότ. θηλ. -ίσκη} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών: κολπ-ίσκος/πυργ~. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αμφορ-ίσκος/κρατηρ~.|| (μειωτ.) Aρχηγ-ίσκος/παραγοντ~.|| (συνήθ. ειρων.) (Η) παιδ-ίσκη (βλ. -ούλα). Πβ. -άκι.|| (με απώλεια της υποκ. σημ.:) Aστερ-ίσκος.
  • -ούλι : (παράγ. από ουσ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: (με υποκ. σημ.) κρυφτ~/(κυρ. προφ.) λεπτ~ (πβ. -άκι).|| Χερ~ (πβ. -ουλάκι).|| (χιουμορ., στον πληθ.) Aγγλικ-ούλια/γαλλικ~.
  • αγαλματάκι [ἀγαλματάκι] α-γαλ-μα-τά-κι ουσ. (ουδ.) (υποκ.): μικρό άγαλμα: κρυστάλλινο/συλλεκτικό ~.|| Απέσπασε/κέρδισε/πήρε το χρυσό ~ (: μικρό άγαλμα που απονέμεται ως βραβείο).|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ αίγαγρου. Πβ. αγαλματίδιο, αγαλμάτιο. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα βλ. ακούνητος
  • αγγελούδι [ἀγγελούδι] αγ-γε-λού-δι ουσ. (ουδ.) (υποκ.) 1. μικρός άγγελος, κυρ. ως χαρακτηρισμός όμορφου και ήσυχου βρέφους, νεκρού παιδιού ή προσφιλούς προσώπου: εικόνα/χριστουγεννιάτικο δέντρο με ~ια.|| (μτφ.) Ξανθό/τρυφερό ~. Όμορφο μωρό σαν ~.|| Εγκλήματα με θύματα αθώα ~ια.|| (ως οικ. προσφών.) Σ' αγαπώ/κοιμήσου ~ μου! Γλυκό μου ~! (ειρων.) Τι ζημιά έκανε πάλι το ~ μου; ΣΥΝ. αγγελάκι (2) 2. (μτφ.-ειρων.) τίμιος, αγνός και ακέραιος άνθρωπος: Παριστάνει το ~. Κανείς δεν είναι "~". ● Υποκ.: αγγελουδάκι (το)
  • αετόπουλο [ἀετόπουλο] α-ε-τό-που-λο ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) αϊτόπουλο (υποκ.) 1. μικρός αετός. Βλ. -όπουλο. 2. (μτφ.) πολύ έξυπνο και ικανό νεαρό πρόσωπο.[< 1: μεσν. αετόπουλον]
  • ανθρωπάκι [ἀνθρωπάκι] αν-θρω-πά-κι ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) αθρωπάκι 1. (μειωτ.) πρόσωπο που με τις πράξεις του προκαλεί την περιφρόνηση των άλλων: ασήμαντα/γλοιώδη ~ια. Πβ. ανθρωπάριο, μικράνθρωπος, σίχαμα. 2. άτομο άκακο και απλοϊκό: ήσυχο/υπάκουο ~. ~ του Θεού. ΣΥΝ. ανθρωπάκος (1) 3. (υποκ.) μικρόσωμος άνθρωπος ή ομοίωμά του: Κάντε κλικ στο εικονίδιο με το ~. ΣΥΝ. ανθρωπάκος (2)
  • ανθρωπάκος [ἀνθρωπάκος] αν-θρω-πά-κος ουσ. (αρσ.) (προφ.) ΣΥΝ. ανθρωπάκι 1. απλοϊκό ή/και αξιολύπητο πρόσωπο: ανήμπορος/ασήμαντος/ταλαίπωρος/φτωχός ~. Πβ. κακομοίρης. Βλ. -άκος. 2. (υποκ.) βραχύσωμος άνθρωπος ή μικρογραφία του.
  • αστράκι [ἀστράκι] α-στρά-κι ουσ. (ουδ.) 1. κάθε αντικείμενο σε σχήμα μικρού αστεριού: ~ια και καρδούλες. Ντοματόσουπα με ~ια (: είδος ζυμαρικού ή ρυζιού· βλ. βίδες). 2. (υποκ.) μικρό αστέρι: λαμπρό ~.|| (κατ' επέκτ.-μτφ.) Βεγγαλικά που πετάνε ~ια. Πβ. αστεράκι. ● ΦΡ.: βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω
  • αυτοκινητάκι [αὐτοκινητάκι] αυ-το-κι-νη-τά-κι ουσ. (ουδ.) (υποκ.) 1. μικρό αυτοκίνητο: τρίκυκλο ~. ~ του γκολφ. Βενζινοκίνητα ~α (βλ. καρτ). 2. μινιατούρα αυτοκινήτου ως παιχνίδι ή συλλεκτικό αντικείμενο: κουρδιστό/μεταλλικό/πλαστικό/τηλεκατευθυνόμενο ~. ● ΣΥΜΠΛ.: συγκρουόμενα (αυτοκινητάκια) βλ. συγκρούομαι
  • βακτηρίδιο βα-κτη-ρί-δι-ο ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. βακτήριο. Βλ. -ίδιο, ελικο~, μυκο~. [< μτγν. βακτηρίδιον, υποκ. αρχ. βακτήριον]
  • βηρύλλιο βη-ρύλ-λι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΧΗΜ. ελαφρύ, αργυρόχρωμο, σκληρό, δύστηκτο και τοξικό μέταλλο (σύμβ. Be, Ζ 4) που ανήκει στις αλκαλικές γαίες και χρησιμοποιείται στην πυρηνική τεχνολογία και τη μεταλλουργία. Βλ. επιβραδυντής. [< μτγν. βηρύλλιον (υποκ. του βήρυλλος), γαλλ. béryllium, αγγλ. beryllium]
  • βόδι βό-δι ουσ. (ουδ.) {βοδ-ιού} & (λαϊκό) βόιδι 1. ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο μηρυκαστικό (ταύρος το αρσενικό, αγελάδα το θηλυκό, μοσχάρι το μικρό· επιστ. ονομασ. Bos indicus/taurus)· κυρ. το αρσενικό που έχει ευνουχιστεί (μεταξύ 8-12 μηνών), για να δώσει καλής ποιότητας κρέας ή (συνήθ. παλαιότ.) για να χρησιμοποιηθεί σε γεωργικές εργασίες: κρέας ~ιού (= βοδινό). Το ~ μουγκρίζει. Βλ. υποζύγιο.|| Χολή ~ιού (: συνθετικό διάλυμα με χρήση στη ζωγραφική).|| Κοιμάται/τρώει σαν ~ (= πάρα πολύ). Τι με κοιτάς σαν ~ (= σαν βλάκας); Βλ. κέρατο. 2. (μτφ.-υβριστ.) παχύς, άξεστος ή ανόητος άνθρωπος. Πβ. βουβάλι, γαϊδούρι, γουρούνι, ζώο(ν), μουλάρι. ● Υποκ.: βοδάκι & βοϊδάκι (το) ● ΦΡ.: εκεί που μας χρωστούσαν/χρωστάγανε (μας πήραν και το βόδι) βλ. χρωστώ, κάνω τη μύγα βόδι βλ. μύγα, φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά βλ. γάιδαρος [< μτγν. βοΐδιον < υποκ. αρχ. βοῦς]
  • βότκα βότ-κα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. οινοπνευματώδες ποτό, συνήθ. άχρωμο, απόσταγμα δημητριακών ή πατάτας: κόκκινη ~. ~ λεμόνι/πορτοκάλι. || Κοκτέιλ ~ μαρτίνι. [< ρωσ. υποκ. vódka ‘νεράκι’, αγγλ.-γαλλ. vodka - αγγλ.vodka martini, 1948]
  • γαριδάκι γα-ρι-δά-κι ουσ. (ουδ.) 1. ΖΩΟΛ. (υποκ.) μικρή γαρίδα: (ΜΑΓΕΙΡ.) τηγανητό ~. 2. είδος δολώματος για εξόντωση τρωκτικών. ● γαριδάκια (τα): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. μακρόστενες, ημικυκλικές ή κυκλικές μπουκίτσες από καλαμποκάλευρο, οι οποίες πωλούνται σε σακουλάκι ως αλμυρό σνακ: ~ με γεύση πάπρικα/τυρί. Βλ. πατατάκια, τζανκ φουντ. || ~ συσκευασίας από φελιζόλ (για την πλήρωση των κενών).
  • γέλιο γέ-λιο ουσ. (ουδ.): σύσπαση των μυών του προσώπου κατά την έκφραση ευχαρίστησης, ευθυμίας, ειρωνείας και o ήχος που παράγεται: αβίαστο/ακατάσχετο/αμήχανο/ασυγκράτητο/αυθόρμητο/άφθονο/γάργαρο/δυνατό/εκνευριστικό/θριαμβευτικό/κακαριστό/παιδικό/πνιχτό/προσποιητό/σαρκαστικό/σπασμωδικό/συγκρατημένο/τρανταχτό/τρελό/υποκριτικό/υστερικό/ψεύτικο ~. Έκρηξη/ταινία ~ου. Βγάζω/προκαλώ ~. Μου βγήκε ξινό το ~. Με πιάνουν/πάτησε τα ~ια. Είχαν πολύ ~ (: ήταν αστείοι). Το ~ είναι μεταδοτικό/υγεία. Μόλις είδαμε τα ρούχα του, βάλαμε κάτι/τα ~ια! Πβ. γέλως. Βλ. χαμόγελο.|| (εμφατ. σε εκφρ. που δηλώνουν πολύ γέλιο:) Κατουριέμαι/ξεραίνομαι/πεθαίνω από τα ~ια. Ξεκαρδίζομαι/ξεσπώ/σκάω/τρελαίνομαι στα ~ια. Έπεσε πολύ ~. Κάναμε πολλά ~ια. Ρίξαμε το ~ της αρκούδας. ● Υποκ.: γελάκι (το) 1. (υποκ.-συχνά ειρων.) γέλιο. 2. εμότικον με χαμόγελο. ΣΥΝ. φατσούλα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, νευρικό γέλιο βλ. νευρικός, σαρδόνιο γέλιο βλ. σαρδόνιος ● ΦΡ.: για γέλια (μειωτ.-ειρων.): που είναι ανάξιο λόγου ή προκαλεί γέλιο: Το επιχείρημά σου είναι ~ ~ (= γελοίο). Η κατάσταση είναι σοβαρή, δεν είναι ~ ~., για γέλια και για κλάματα (ειρων.): για κάτι ή κάποιον που βρίσκεται σε κωμικοτραγική κατάσταση: ιστορίες ~ ~., λύνομαι/χτυπιέμαι στο γέλιο/στα γέλια (προφ.): γελώ πάρα πολύ: Με τις ατάκες του ~ ~! Χτυπιόμασταν κάτω απ' τα ~. Πβ. πεθαίνω στα γέλια., μου κόπηκε/μου πάγωσε το γέλιο (μτφ.): σταματώ να γελώ ή γενικότ. να έχω χαρούμενη διάθεση λόγω αναπάντεχου και δυσάρεστου γεγονότος., κρατώ την κοιλιά μου/πονάει η κοιλιά μου από τα γέλια βλ. κοιλιά, μου λύθηκε ο αφαλός από τα γέλια/από τον φόβο βλ. αφαλός, ξελιγώνομαι στα/από τα γέλια βλ. ξελιγώνω [< μεσν. γέλιο]
  • ζωάκι ζω-ά-κι ουσ. (ουδ.) 1. (υποκ.) μικρό σε μέγεθος ζώο. Πβ. ζούδι. 2. (κατ' επέκτ.) παιχνίδι ή αντικείμενο μικρών διαστάσεων με μορφή ζώου: χνουδωτό ~. Λούτρινα και πάνινα ~ια. Βλ. αρκουδάκι.
  • ηγεμονίσκος [ἡγεμονίσκος] η-γε-μο-νί-σκος ουσ. (αρσ.) (αρνητ. συνυποδ.) 1. (μτφ.) πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση ισχύος και φέρεται αυταρχικά ή αλαζονικά: Ορισμένοι τοπικοί άρχοντες συμπεριφέρονται ως ~οι. Πβ. δικτατορ-, τυρανν-ίσκος. 2. (υποκ.) αρχηγός μικρού ή αδύναμου κράτους· ασήμαντος ηγέτης, χωρίς ισχύ. Πβ. ηγετίσκος. ● βλ. ηγεμόνας [< γαλλ. roitelet]
  • θαλαμίσκος θα-λα-μί-σκος ουσ. (αρσ.) (υποκ.): μικρός, κλειστός χώρος με στενό άνοιγμα: ~ αεροπλάνου/ανελκυστήρα. Βλ. καμπίνα, κουβούκλιο. ● ΣΥΜΠΛ.: διαστημικός θαλαμίσκος: τμήμα διαστημόπλοιου, όπου διαμένει το πλήρωμα. Πβ. κάψουλα. [< αγγλ. space capsule, 1959] [< μτγν. θαλαμίσκος 'μικρός κοιτώνας']
  • θεούλης θε-ού-λης ουσ. (αρσ.) (υποκ.): θεός. ● ΣΥΜΠΛ.: ο καλός Θεός/θεούλης βλ. θεός ● ΦΡ.: θεούλη μου!: (επιφων.) επίκληση στον Θεό ή δήλωση φόβου ή έκπληξης, θετικής ή αρνητικής: Δωσ' του, ~ ~, δύναμη να τα καταφέρει.|| ~ ~, τι φριχτό θέαμα!|| ~ ~, τι υπέροχο σπίτι!

-άκι

-άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.

-άκος

-άκος επίθημα παραγωγής αρσενικών ουσιαστικών 1. υποκοριστικών με χαϊδευτική ή μειωτική σημασία: γεροντ~/πυρετ~/υπν~.|| (για αρνητ. ιδιότητα:) Aλητ~/διαβολ~/τεμπελ~/ψευτ~ (βλ. -αράκος).|| Γιατρουδ~/εμπορ~/υπαλληλ~ (πβ. -ίσκος). Πβ. -άκι. 2. οικογενειακών ονομάτων, ιδιαίτερα μανιάτικων. Βλ. -άκης.

ακούνητος

ακούνητος, η, ο [ἀκούνητος] α-κού-νη-τος επίθ. (λαϊκό): που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί: ~ο: βλέμμα. ~ο: έπιπλο (= αμετακίνητο, π.χ. λόγω βάρους). Κάθομαι/στέκομαι ~. Μείνε ~ (= ακίνητος)!|| Παρέμειναν ~οι στις καλοπληρωμένες θέσεις τους. Πβ. αμετακίνητος, ασάλευτος. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα 1. (μτφ.) για πειθήνια όργανα: Καθόταν αγαλματάκι ~ο και περίμενε διαταγές. 2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι: ~ ~ μέρα ή νύχτα;

-άριο

-άριο (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από ουσιαστικά: αλφαβητ~ (πβ.-άρι)/βιβλι~/δελτ~/δισκ~/πλοι~/σωλην~/ωρ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Ανθρωπ~/παιδ~ (πβ. -αρέλι).

αρκουδάκι

αρκουδάκι [ἀρκουδάκι] αρ-κου-δά-κι ουσ. (ουδ.) 1. μικρή αρκούδα-παιχνίδι από διάφορα υλικά: λούτρινο/πάνινο ~. Πβ. αρκούδος. 2. απεικόνιση μικρής αρκούδας σε οποιαδήποτε μορφή: σοκολατένια ~ια. Σεντόνια με ~ια.

αφαλός

αφαλός [ἀφαλός] α-φα-λός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. ομφαλός. 2. ΤΕΧΝΟΛ. άξονας, κεντρικό σημείο ή εγκοπή: ~ κλειδαριάς/τροχού. ● ΦΡ.: μου λύθηκε ο αφαλός από τα γέλια/από τον φόβο (προφ.): γέλασα, φοβήθηκα υπερβολικά. [< μεσν. αφαλός] ΑΦΑΛΟΣ

βλέπω

βλέπω βλέ-πω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {είδα (δω, προστ. δες, δείτε (λαϊκό) δέστε κ. ιδέστε, δει (λαϊκό) ιδεί, ειδωθήκαμε κ. ιδωθήκαμε, ιδωθεί, βλέποντας, ιδωμένος} 1. αντιλαμβάνομαι οπτικές παραστάσεις μέσω της όρασης, στρέφω το βλέμμα μου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Δεν ~ει καθόλου (= είναι τυφλός)/καλά χωρίς γυαλιά (βλ. μυωπία, πρεσβυωπία). ~ει από το ένα μάτι. Βλ. αγγίζω, ακούω, γεύομαι, μυρίζω.|| (μτφ.) ~ει με τα μάτια της ψυχής.|| (Για) δες (= κοίτα) πάνω/πώς περπατάει/τι κάνει! Την είδε από μακριά/στο βάθος. Με το που τον ~ει, ... Τους είδαν να φεύγουν. Μη σε δει κανείς (= μη σε πάρει είδηση)! Δεν ~εις (= προσέχεις) πού πατάς; Δεν μπορούσαμε να δούμε (= διακρίνουμε) τίποτα από τον καπνό. Χαίρεσαι να τους ~εις μαζί (: ταιριάζουν). Θέλω να σε ~ (: να είσαι) χαρούμενη. (σε ευχή) Να τη δεις νυφούλα (πβ. καμαρώνω)!|| Το είδα στην εφημερίδα (= διάβασα). Βλ. δια~, ξανα~, παρα~, πρωτο~. 2. (μτφ.) διαμορφώνω άποψη, θεωρώ, κρίνω, αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πώς ~εις (: αξιολογείς, βρίσκεις) την κατάσταση; Δες το σαν μια καλή ευκαιρία να ... Δεν το ~ σωστό να ... Αν συνεχίσεις έτσι, σε ~ (= προβλέπω) να μένεις στην ίδια τάξη! Δεν (μας) ~ να τα καταφέρνουμε (πβ. πιστεύω)!|| ~ει (= μαντεύει, προλέγει, προφητεύει) το μέλλον.|| Πώς ~εις (= φαντάζεσαι) τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;|| Σε ~ μόνο σαν φίλο (: όχι ερωτικά). ~ει τους πάντες και τα πάντα με καχυποψία (πβ. υπο~).|| Κοιμήσου τώρα και αύριο ~ουμε (= αποφασίζουμε) τι θα κάνουμε. 3. (μτφ.) διαπιστώνω, καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: Τώρα ~ ότι έκανα λάθος. ~εις πόσο κουράζομαι; Όπως θα είδατε κι οι ίδιοι, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είδες που στα 'λεγα; Περιμένω να δω πού θα καταλήξει η συζήτηση. Δεν ~ τι νόημα έχουν όλα αυτά. Πβ. κατανοώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα δεις (= θα μάθεις) πολλά εδώ που ήρθες. Δεν είδες τι έγινε (: δεν έμαθες); ΣΥΝ. αντιλαμβάνομαι (1) 4. (μτφ.) ελέγχω, προσέχω, ερευνώ: Δες (= τσέκαρε) αν υπάρχουν λάθη στο κείμενο.|| Πρέπει να σε δει (= εξετάσει) γιατρός. Ας δούμε το ζήτημα αναλυτικά.|| ~ το μωρό/το φαγητό/τη φωτιά (πβ. επιτηρώ).|| ~ουν (= ενδιαφέρονται, κοιτάζουν) μόνο το κέρδος/το συμφέρον τους. Πβ. απο~, προσ~. 5. επικοινωνώ με κάποιον, τον συναντώ ή τον επισκέπτομαι: Τον είδα χθες. Έλα να με δεις, όποτε θες. Ο διευθυντής θα σας δει (= δεχτεί) σε λίγο. Δεν θέλω να δω κανένα (: θέλω να μείνω μόνος). Είμαι σίγουρη, κάπου σ' έχω δει (πβ. γνωρίζω, ξέρω). 6. (για θεάματα) παρακολουθώ: Τι ~εις στην τηλεόραση; Πήγαν να δουν τον αγώνα (στο γήπεδο).βλέπε (συντομ. βλ.): ως παραπομπή: ~ σελ. ... Πβ. ιδέ., βλέπει (μτφ.): έχει θέα προς ορισμένο σημείο: Βεράντα που ~ προς τη θάλασσα. Το μπαλκόνι ~ ανατολικά. ΣΥΝ. αντικρίζει, βλεπόμαστε: συναντιόμαστε: Δεν ~ πια (: έχουμε χαθεί, δεν επικοινωνούμε). Ειδωθήκαμε πρόσφατα. Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε; ~ονται στα κρυφά (: για ερωτικές συναντήσεις)., έχω δει: έχω αρνητικά ή θετικά βιώματα: Μόνο λύπες έχει ~ στη ζωή της. Πβ. ζω. ● ΦΡ.: (βλέπω κάποιον/κάτι) με άλλο/διαφορετικό μάτι: αλλάζω στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι, αντιμετωπίζω πιο θετικά τους ανθρώπους ή/και τις καταστάσεις: Δείτε τον εαυτό σας ~ ~. Η ζωή ~ ~., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί θαυμασμός, έκπληξη, αγανάκτηση, εκνευρισμός ή αποδοκιμασία: ~ ~ μεγαλεία/σύμπτωση! ~ ~ να με κατηγορεί κι από πάνω. Για δες/κοίτα που τα κατάφερε! Πβ. άκουσον, άκουσον! άκου πράγματα!, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του: (για) να επανακτήσει(ς) τη σωματική και ψυχική σου/του υγεία: Κόψε το πολύ φαΐ, ~ ~ σου., (όπως) βλέπεις/βλέπετε (προφ.-παρενθετικά): συνήθ. για αιτιολόγηση των λεγομένων, έκφρ. απολογητικής ή ειρωνικής διάθεσης: Δεν θέλω, ~ ~, να γίνομαι βάρος. Παραιτήθηκε· δεν μπορεί, ~ ~, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. ~ ~, έχω δίκιο., ... να δουν τα μάτια σου! (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Λεφτά/νερά ~ ~!, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) & ακούστε (να δείτε)/κοιτάξτε (να δείτε) (στην αρχή του λόγου, προφ.) 1. άκουσέ με, πρόσεξε, για να καταλάβεις: ~ ~ πώς έχει η κατάσταση/τι θα κάνουμε. ~ ~, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περιμέναμε. (απειλητ.) ~ ~! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά! Βλ. παραγεμίσματα. ΣΥΝ. άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! 2. για να δηλωθεί έκπληξη ή απαξίωση: ~ ~ πρά(γ)ματα! Πβ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί., βλέπει μακριά: (για πρόσωπο) είναι διορατικός, αντιλαμβάνεται τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων., βλέπεις/είδες που ...; (προφ.): για να τονίσει ο ομιλητής ότι τελικά είχε δίκιο για κάτι ή/και ότι η άποψη του συνομιλητή του δεν ισχύει: ~ ~ άδικα ανησύχησες/στα 'λεγα;, βλέποντας και κάνοντας (προφ.): ανάλογα με τις συνθήκες, την περίσταση: Η λογική/η πολιτική του ~ ~ (: κυρ. όταν δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός)., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια & τα μάτια μου βλέπουν/κάνουν αστ(ε)ράκια/πουλάκια (προφ.): ζαλίζομαι μετά από δυνατό χτύπημα (συνήθ. στο κεφάλι), πτώση ή κούραση: Του έριξε ένα χαστούκι και ακόμα ~ει ~. Βλέπω ~ από το διάβασμα., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου & βλέπω όνειρο 1. ονειρεύομαι: Χθες το βράδυ σε είδα στο όνειρό μου. Είδα στον ύπνο μου ότι ... Τι όνειρο είδες; 2. (μτφ.) φαντάζομαι ανυπόστατα πράγματα: Στο όνειρό σου/στον ύπνο σου το είδες; ~ει όνειρα και στον ξύπνιο του!, για να δούμε ... (προφ.): ως έκφραση επιφύλαξης ή συγκρατημένης αισιοδοξίας: -Θα έρθει σίγουρα! -~ ~ ... Πβ. θα δείξει, θα δούμε.|| ~ ~ τι θα δούμε/τι θα γίνει!, δεν βλέπεται: είναι πολύ άσχημος ή στερείται αισθητικής, ποιότητας., δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί: δεν καταλαβαίνω την αιτία: ~ ~ να μην τα καταφέρουμε. ~ ~ τον κατηγορούν., δεν βλέπω την ώρα να ...: ανυπομονώ, λαχταρώ: ~ ~ γυρίσω/φύγω. Πβ. αδημονώ, πώς και πώς/τι. ΣΥΝ. μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες, δεν βλέπω φως (μτφ.): δεν διαβλέπω θετική εξέλιξη: ~ ~ στην άκρη/στο βάθος του τούνελ., δεν με/σε/τον βλέπω καλά (προφ.): κρίνω ότι τα πράγματα δεν θα έχουν ευνοϊκή εξέλιξη: Πάω να κοιμηθώ, γιατί δεν με ~ ~ (: είμαι πολύ κουρασμένος). (ως προειδοποίηση ή απειλητ.) Πρόσεχε τι λες, γιατί δεν σε ~ ~., εγώ να δεις! (προφ.-εμφατ.): για να ενισχυθούν τα λεγόμενα του συνομιλητή: -Έχω περάσει τα πάνδεινα. -~ ~ τι έχω τραβήξει! (ειρων.) -Είμαι πολύ χαρούμενος που θα τον ξαναδώ. -~ ~!, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου: ήμουν αυτόπτης μάρτυρας (συμβάντος). || (ως έκφρ. επιφύλαξης) Αν δεν το δω ~ ~, δεν το πιστεύω! ΣΥΝ. ιδίοις όμμασι(ν), είδα κι έπαθα να ... (προφ.-εμφατ.): ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ: ~ ~ ξεμπλέξω/συνεννοηθώ. ~ ~ του το εξηγήσω/τον ξεφορτωθώ., εκεί/πού να δεις (προφ.-εμφατ.): για ενίσχυση των λεγομένων: Εκεί να δεις γέλια/τι έγινε! Πού να δείτε το σπίτι τους!, εμένα που με βλέπεις (προφ.-εμφατ.): εγώ: ~ ~, δεν έσκυψα κεφάλι!, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου: έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες, έχω ζήσει πολλά: Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο κι ~ ~., θα δεις (τι θα πάθεις/κι εγώ)!: απειλητ. ή χιουμορ. Πβ. θα σου δείξω (εγώ)., θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε (προφ.): ως έκφρ. αβεβαιότητας, επιφύλαξης ή αμφισβήτησης: -Θα πάμε εκδρομή; -~ ~ (= θα δείξει). Πβ. για να δούμε.|| -Θες δεν θες, θα πάω! -Αυτό θα το δούμε!, και τι να δω! (σε αφήγηση, εμφατ.-προφ.): για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον του ακροατή: Κοιτάζω ~ ~! Τα πάντα άνω-κάτω!, κάνει πως δεν βλέπει: προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται κάτι. Πβ. εθελοτυφλώ. ΣΥΝ. κάνει την πάπια/το κορόιδο, κάνω τα στραβά μάτια, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; (απειλητ.): για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν πρέπει να μας υποτιμά ή να μας περιφρονεί: ~ ~; Δεν θα μας κάνεις εσύ ό,τι θέλεις!, μην (τον) είδατε τον Πανα(γ)ή (λαϊκό-προφ.): όταν κάποιος εξαφανίζεται, χωρίς να εκπληρώσει τις υποσχέσεις ή τις υποχρεώσεις του: Μας έταζε λαγούς και πετραχήλια και μετά ~ ~! ΣΥΝ. μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, να δεις που (στο τέλος) θα ... (προφ.) 1. για να δηλωθεί διαίσθηση, βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο: ~ ~ βρεθούμε μπλεγμένοι! 2. ως έκφρ. ενθάρρυνσης, διαβεβαίωσης: ~ ~ κανείς δεν θα καταλάβει το λάθος σου!, να σε δω (προφ.) 1. να σε καμαρώσω: ~ ~, να σε χαρώ! 2. να σε προσέξω καλύτερα, να δω πώς φαίνεσαι: Γύρνα, ~ ~. 3. ως έκφρ. αμφιβολίας ή πρόκλησης: Τώρα ~ ~ στα δύσκολα!, όποιος έχει μάτια, βλέπει (προφ.): είναι ολοφάνερο, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις: ~ ~ τη διαφορά. Πβ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, ο νοών νοείτω., όπως σε βλέπω και με βλέπεις! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα: -Είσαι σίγουρος; -Ναι, σου λέω, ~ ~! Πβ. αλήθεια, ειλικρινά, πράγματι., ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε (προφ.): για τον φόβο που προκαλείται από το ξέσπασμα έντονου θυμού: Δύσκολα θυμώνει, όταν όμως γίνει αυτό, ~ ~!, πού (το) βλέπεις/είδες (κάτι); (προφ.): αγενής αμφισβήτηση της άποψης του συνομιλητή: ~ (τη) ~ την καθυστέρηση; ~ (το) ~ το πρόβλημα;, πού σε είδα, πού σε ξέρω & δεν σε είδα, δεν σε ξέρω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος συμπεριφέρεται με αδιαφορία ή/και αγνωμοσύνη: Κάνει τον καλό, μέχρι να πετύχει αυτό που θέλει και μετά ~ ~!, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! & δεν πας να/μήπως να σε δει (/κοιτάξει) κανένας γιατρός (καλύτερα); (προφ.-ειρων.): λέγεται για κάποιον που μιλά ή συμπεριφέρεται παράλογα, περίεργα: Δεν πας καλά, μου φαίνεται! ~ ~!, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); & πώς το βλέπεις το πράγμα; (αργκό, ως έκφρ. δυσαρέσκειας): τι θέλεις, πού το πας;: Όλοι εδώ σου μιλάμε ευγενικά. Εσύ ~ ~;, τα βλέπει (όλα) ρόδινα: έχει θετική στάση, είναι αισιόδοξος. [< γαλλ. voir tout en rose] , τα βλέπω διπλά (προφ.): δεν διακρίνω κάποιον ή κάτι καθαρά, κυρ. λόγω μέθης., τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, διαβλέπω εμπόδια και δυσκολίες. [< γαλλ. voir tout en noir] , τα είδα όλα! (προφ.) 1. εντυπωσιάστηκα, έμεινα έκπληκτος (ευχάριστα ή δυσάρεστα). 2. τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα χρειάστηκα, τα έχω δει όλα (αργκό): έχω περάσει πολλά, έχουν δει πολλά τα μάτια μου: ~ ~ σ' αυτή τη δουλειά., την έχει δει (κάπως) (αργκό): θεωρεί τον εαυτό του κάτι σπουδαίο: Την έχει δει αρχηγός/ντίβα., τι (είν' αυτό που) βλέπω/βλέπουν τα ματάκια μου! (προφ.): δηλωτικό ευχάριστης ή δυσάρεστης έκπληξης., τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας & τι έχουμε να/τι άλλο θα δούμε (ακόμα) (προφ.): πόσα πολλά, συνήθ. αρνητικά, έχουμε ακόμη να ζήσουμε: Ένας Θεός ξέρει ~ ~!, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι: του φέρεται υπεροπτικά, τον περιφρονεί. Πβ. αφ' υψηλού., (αυτό) πού το είδες (γραμμένο); βλ. γραμμένος, (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί βλ. έργο, (βλέπε παραπάνω) βλ. παραπάνω, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο βλ. ποτήρι, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, βλέπω φαντάσματα βλ. φάντασμα, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα βλ. γλύκα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του βλ. μύτη, δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου βλ. μύτη, δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα βλ. πείνα, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, είδα (κι) απόειδα βλ. απόειδα, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, είδα τον Χριστό φαντάρο! βλ. Χριστός, είδε το φως της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται βλ. μάτι, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε βλ. απαντώ, να το δω και να μην το πιστέψω βλ. πιστεύω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; βλ. ύπνος, τα είδα όλα κωλυόμενα βλ. κωλύω, τη βλέπω τη δουλειά βλ. δουλειά, την/το είδε αλλιώς βλ. αλλιώς, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος ● βλ. ιδωμένος [< αρχ. βλέπω, μεσν. είδα, γαλλ. voir, αγγλ. see, γερμ. sehen]

γάιδαρος

γάιδαρος γάι-δα-ρος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άρου | θηλ. γαϊδούρα} 1. ΖΩΟΛ. θηλαστικό ζώο (επιστ. ονομασ. Equus asinus) με μεγάλα αυτιά και γκρίζο συνήθ. τρίχωμα, που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το άλογο: γκάρισμα/σαμάρι ~ου.|| Έχει αυτιά σαν του ~ου. Υπομονή ~ου. Ήταν φορτωμένος σαν ~. Δούλευε σαν ~ (βλ. σαν το σκυλί). Βλ. όναγρος, υποζύγιο. ΣΥΝ. γαϊδούρι (1), όνος 2. (μτφ.-υβριστ.) αναίσθητος, αγενής ή αχάριστος άνθρωπος: Είσαι (μεγάλος) ~! Ντροπή σου, ~ε! 3. (μειωτ.) νεαρός άντρας ο οποίος συμπεριφέρεται με τρόπο ανώριμο, που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ηλικίας του: Τριάντα χρονών ~ και ακόμη τον συντηρούν οι γονείς του. ● Υποκ.: γαϊδαράκος & γαϊδουράκος (ο) ● ΦΡ.: γάιδαρος με περικεφαλαία (υβριστ.-επιτατ.): πολύ αναίσθητος ή/και αγενής άνθρωπος. ΣΥΝ. γαϊδούρι/μουλάρι ξεσαμάρωτο/ξεκαπίστρωτο/ξέστρωτο, δεν ξέρει να μοιράσει/να χωρίσει δυο γαϊδάρων/γαϊδουριών άχυρα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν μπορεί να κάνει κάτι απλό, είναι εντελώς ανίκανος, άχρηστος., έδεσε/έχει δεμένο το(ν) γάιδαρό του (προφ.): εξασφαλίστηκε, τακτοποιήθηκε, έχει βολευτεί και εφησυχάζει: Τι ανάγκη έχει; ~ ~! Παντρεύτηκε και νομίζει ότι έδεσε τον γάιδαρό της. Πβ. επαναπαύομαι., είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αποδίδει σε άλλον αρνητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό τον ίδιο. Πβ. βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με., κατά φωνή κι ο γάιδαρος (προφ.): όταν κάποιος εμφανίζεται ακριβώς τη στιγμή που μιλούν για αυτόν, πάνω στην ώρα., πετάει ο γάιδαρος; πετάει! (προφ.): όταν κάποιος δέχεται μια άποψη ή κατάσταση, ακόμα και αν είναι απίστευτη ή παράλογη, συνήθ. λόγω πίεσης ή συμφέροντος., φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά & φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι, στην ουρά θα κολλήσουμε/μείνουμε/σταθούμε; (παροιμ.): ως προτροπή σε κάποιον να μην εγκαταλείψει μια δύσκολη και κοπιαστική προσπάθεια τη στιγμή που φτάνει στο τέλος της., φταίει ο γάιδαρος και χτυπάει/βαράει/δέρνει το σαμάρι (παροιμ.): για εσφαλμένη απόδοση ευθυνών, συνήθ. επειδή δεν γίνεται να τιμωρηθεί ο πραγματικός υπαίτιος., (ήταν που) ήταν στραβό το κλήμα, το 'φαγε κι ο γάιδαρος βλ. κλήμα, (σιγά) μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου/του ποντικού βλ. ουρά, δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα βλ. αχυρώνας, σαν τον γάιδαρο του Χότζα βλ. χότζας, σκάω (και) γάιδαρο βλ. σκάω, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια βλ. χαρίζω [< μεσν. γάιδαρος]

επιβραδυντής

επιβραδυντής [ἐπιβραδυντής] ε-πι-βρα-δυ-ντής ουσ. (αρσ.) 1. ΧΗΜ. ουσία που χρησιμοποιείται για να μειώσει την ταχύτητα χημικής αντίδρασης. Βλ. καταλύτης.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ καύσης/φλόγας (ΣΥΝ. επιβραδυντικό). ~ πήξης σκυροδέματος. ΑΝΤ. επιταχυντής (2) 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. σώμα (νερό, βαρύ ύδωρ ή γραφίτης) που επιτρέπει τον έλεγχο των αλυσιδωτών αντιδράσεων μέσα σε πυρηνικό αντιδραστήρα, επιβραδύνοντας τα γρήγορα νετρόνια τα οποία παράγονται από αντίδραση σχάσης. [< γαλλ. retardateur]

ηγεμόνας

ηγεμόνας [ἡγεμόνας] η-γε-μό-νας ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. (λόγ.) ηγεμονίδα} & (αρχαιοπρ.) ηγεµών 1. (παλαιότ.) ανώτατος άρχοντας απολυταρχικού καθεστώτος: οι αυλές των ~ων. Πβ. αυτοκράτορας, μονάρχης.|| (ΙΣΤ.) Οι ~ες των παραδουνάβιων ηγεμονιών. (ως επίθ.) Ηγεμονίδα πόλη. 2. (μτφ.) αυτός που έχει ηγετικό, κυρίαρχο ρόλο σε κάποιον τομέα ή χώρο: ~ της παγκόσμιας οικονομίας. Πβ. αρχηγός, ηγέτης. ● βλ. ηγεμονίσκος [< 1: αρχ. ἡγεμών, μεσν. ηγεμόνας, αγγλ. hegemon, 1904]

θεός

θεός θε-ός ουσ. (αρσ.) 1. {χωρ. πληθ.} (με κεφαλ. Θ) (στις μονοθεϊστικές θρησκείες και συνήθ. στη χριστιανική) η υπέρτατη οντότητα που λατρεύεται ως δημιουργός του κόσμου: ο αληθινός/ένας και μοναδικός/πάνσοφος/παντοδύναμος/φιλεύσπλαχνος ~. Ο τριαδικός/τρισάγιος ~ (= η Αγία Τριάδα). Η βασιλεία/ο δούλος/το έλεος/η πρόνοια/το τέκνο/η ύπαρξη του ~ού. Οι τρεις υποστάσεις του ~ού (: Πατέρας, Yιός και Άγιο Πνεύμα). Παράκληση/πίστη/προσευχή στον ~ό. Λατρεύω τον/πιστεύω στον ~ό. Ζητώ από τον ~ό να ... Υπάρχει ~; Χαρίσματα που έδωσε ο ~ στον άνθρωπο. Να ευχαριστείς τον ~ό για όσα έχεις. Πβ. Κτίστης, Κύριος, Πανάγαθος, Παντοκράτορας, Πλάστης. Βλ. Παναγία, Χριστός.|| (ευχετ.) Ο ~ να σε ευλογεί/φωτίζει! Ο ~ να μας λυπηθεί! Με τη βοήθεια του ~ού ... (λόγ.) Είθε ο ~ να μας βοηθήσει! Πβ. Μεγαλοδύναμος.|| (προφ.) Δεν είμαι ~ να ξέρω τι θα συμβεί! Ζει ξεχασμένος από τον ~ό (: τον έχουν εγκαταλείψει όλοι). (για δήλωση απορίας:) Τι στον ~ό (= τι στο καλό) συμβαίνει;|| (στη γεν.) Βροχούλα/νεράκι/πλάσμα του ~ού (για κάτι αγνό, αθώο). Άνθρωπος του ~ού (για κληρικό ή ευσεβή άνθρωπο).|| Ο ~ των Εβραίων (: Ιεχωβά)/των μουσουλμάνων (: Αλλάχ).|| (για φυσικά φαινόμενα:) Αστράφτει/βρέχει ο ~. Βλ. θεούλης. 2. (στις πολυθεϊστικές θρησκείες) κάθε οντότητα με υπερφυσικές δυνάμεις, θεότητα: ποτάμιος ~. Αθάνατοι/ουράνιοι/τοπικοί/χθόνιοι ~οί.|| (ΜΥΘ.) ~ του κάτω κόσμου (: ο Πλούτωνας)/της μουσικής (: ο Απόλλωνας)/του πολέμου (: ο Άρης). Ο ~ Διόνυσος/Ήφαιστος/Ποσειδώνας. Οι δώδεκα ~οί του Ολύμπου/οι ολύμπιοι ~οί (πβ. πάνθεον). ~οί και ημίθεοι (βλ. ισόθεος)/ήρωες. ~οί και θνητοί. Δίας, ο πατέρας των ~ών και των ανθρώπων.|| Ο ~ του χρήματος (: ο μαμωνάς). 3. (μτφ.) όποιος ή ό,τι αποτελεί αντικείμενο λατρείας, θαυμασμού: ~ της υποκριτικής. Οι σύγχρονοι ~οί του ελληνικού αθλητισμού. (προφ.-επιτατ.) Eίσαι ~ (: άπαικτος, καταπληκτικός, φοβερός)! Τον έχουν σαν ~ό (βλ. αποθεώνω).|| Είναι ~ (= κούκλος, παίδαρος)! Τον έχουν κάνει ~ό (βλ. είδωλο, ίνδαλμα).|| Ο μοναδικός ~ του είναι το χρήμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο καλός Θεός/θεούλης (οικ.) 1. για δήλωση της καλοσύνης και της μεγαλοσύνης του Θεού: ~ ~ δεν αφήνει κανέναν αβοήθητο. Με λυπήθηκε ~ ~. 2. επίκληση στη θεία δύναμη για την επίτευξη κάποιου σκοπού: Μακάρι ~ ~ να σε βοηθήσει να πάρεις τη σωστή απόφαση., ο Λόγος (του Θεού) 1. ΕΚΚΛΗΣ. η Βίβλος ή γενικότ. η χριστιανική διδασκαλία, διδαχή: Δίδαξε τον ~ο ~. Ζει σύμφωνα με τον ~ο. Πβ. Ευαγγέλιο. 2. ΘΕΟΛ. & ο Υιός και Λόγος του Θεού/ο ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού: το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Ιησούς Χριστός: η ενανθρώπηση του ~ου ~., (η) ευλογία (του) Θεού βλ. ευλογία, Άγνωστος Θεός βλ. άγνωστος, αρνάκι του Θεού βλ. αρνί, δώρο Θεού βλ. δώρο, η χάρις/χάρη του Θεού/του Αγίου Πνεύματος βλ. χάρις, ο Αμνός (του Θεού) βλ. αμνός, ο οίκος (του) Θεού βλ. οίκος, ο φτερωτός θεός βλ. φτερωτός ● ΦΡ.: (και/κι) ο Θεός βοηθός (ευχετ.): σε περιπτώσεις που κάποιος πρόκειται να αποτολμήσει κάτι: Άντε και/προχώρα και ~ ~! Πβ. ο Θεός να βάλει το χέρι του., από Θεού άρξασθε/άρξασθαι (λόγ.): πριν κάνουμε οτιδήποτε, ας προσευχηθούμε πρώτα στον Θεό να μας βοηθήσει., δεν έχει το Θεό του (οικ.): για πρόσωπο που δεν έχει φραγμούς ή συμπεριφέρεται με παράτολμο τρόπο: Άκου θράσος! Αυτός ο άνθρωπος ~ ~ (: είναι αθεόφοβος)! Δεν έχεις ~ σου πια (= δεν αντέχεσαι, είσαι ανυπόφορος)!, δόξα τω Θεώ/δόξα σοι ο Θεός/δόξα να 'χει ο Θεός/ο Κύριος (προφ.): έκφρ. ικανοποίησης από πιστό σε περιπτώσεις που πάνε καλά τα πράγματα: ~ ~ είμαι καλά/πέρασα τις εξετάσεις.|| (ειρων.) ~ ~, μας θυμήθηκες!, έδωσε ο Θεός (προφ.): ευτυχώς, επιτέλους: ~ ~ και προσγειωθήκαμε/φτάσαμε κάποια στιγμή., εκ/από Θεού (λόγ.): δοσμένος από τον Θεό: ~ ~ Λόγος/σοφία., ελέω Θεού (λόγ.): με τη χάρη και την ευσπλαχνία του Θεού: ~ ~ αυτοκράτορας/βασιλεία/πάπας.|| (ειρων.) ~ ~ εξουσία., ένας Θεός ξέρει (προφ.): κανείς δεν γνωρίζει: ~ ~ πότε θα τον ξαναδώ/πώς γλίτωσε/τι απέγινε! ΣΥΝ. Κύριος οίδε, ο Θεός και η ψυχή του!, έχει ο Θεός & κι έχει ο Θεός για όλους: προς δήλωση αισιοδοξίας, υπομονής, προσδοκίας για κάτι καλύτερο: Μην ανησυχείς, καλά να 'σαι ~ ~!|| Δεν βαριέσαι, ~ ~., Θεέ και Κύριε! (προφ.): για να δηλωθεί ευχάριστη ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: ~ ~ τι πράγματα είναι αυτά/τι άλλο θα δουν τα ματάκια μας (: έλα Χριστέ και Παναγιά/Χριστέ μου)!, Θεέ μου! (ως επιφών.): προς δήλωση: (αποδοκιμασίας/δυσαρέσκειας/έκπληξης:) Τι άλλο θ΄ακούσω, ~ ~! Τι ντροπή, ~ ~! Τι άνθρωπος, ~ ~! Έλα ~ ~! Τι πράγματα είν’ αυτά! (πβ. Θεός φυλάξοι, Χριστός κι Απόστολος).|| (παράκλησης/ευχής:) Βόηθα/λυπήσου με, ~ ~! ~ ~, κάνε/μακάρι να ...! ~ ~, δωσ' του δύναμη/φώτιση!|| (φόβου:) ~ ~ (= μαμά/μανούλα μου)! ΣΥΝ. Χριστέ μου/Χριστούλη μου!, θέλημα (του) Θεού: η θεϊκή βούληση ως νόμος ή παρέμβαση στα ανθρώπινα: Ήταν ~ ~ να συναντηθούμε (: ήταν γραφτό, μοιραίο)., Θεοί και δαίμονες: όλοι, οι πάντες: τους κυνηγούν ~ ~, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! & να συγχωρεθεί η ψυχή του (ευχετ.): ο Θεός να τον συγχωρήσει, να τον αναπαύσει., Θεός φυλάξοι!: έκφραση απευχής ή έντονης αποδοκιμασίας: Φαντάσου να συμβεί και τίποτα χειρότερο! ~ ~!|| Τι πράγματα είναι αυτά! ~ ~!, ο (ίδιος ο) Θεός να κατέβει κάτω (προφ.): για κανέναν λόγο, σε καμία περίπτωση: ~ ~, δεν αλλάζω γνώμη., ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί (παροιμ.): η θεϊκή δικαιοσύνη επέρχεται τελικά κι ας καθυστερεί: Από κάπου θα το βρει: ~ ~! Πβ. όλα εδώ πληρώνονται, έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ' ορά., ο Θεός είναι μεγάλος (προφ.): για δήλωση ελπίδας, αισιοδοξίας: ~ ~, θα μας βοηθήσει!, ο Θεός και η ψυχή του! (προφ.): για κάτι που δεν γνωρίζουμε ή για το οποίο δεν είμαστε βέβαιοι: Τώρα, τι θα γίνει/τι έγραψε/πώς πήγε στις εξετάσεις, ~ ~! ΣΥΝ. ένας Θεός ξέρει, ο Θεός μαζί σου!: (συχνά σε αποχαιρετισμό) ο Θεός να σε προστατεύει: Γεια σου/στο καλό και ~ ~!, ο Θεός να (σε/μας) φυλάει (προφ.): να (σε/μας) προστατεύει: ~ να μας ~ από τις αρρώστιες/τους σεισμούς! ~ να σε ~ απ' τη γλωσσοφαγιά της!, ο Θεός να δώσει/να δώσει ο Θεός & να μη (το) δώσει ο Θεός (προφ.): μακάρι ή μακάρι να μη: ~ ~ (και) να μην αρρωστήσει/να πάνε όλα καλά.|| Εύχομαι να μη δώσει σε κανέναν ο Θεός τέτοιο πόνο!, ο Θεός να το κάνει (προφ.-μειωτ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος/κάτι δεν πληροί τις προδιαγραφές: Μείναμε σ' ένα ξενοδοχείο, (που) ~ ~ (ξενοδοχείο), σκέτο αχούρι!, προς Θεού/για το Θεό (επιτατ.): έκφραση αποτροπής, παράκλησης ή απόρριψης κάποιου ενδεχομένου: ~ ~, όχι άλλα λάθη! ~ ~, ας τους δοθεί μια ευκαιρία!|| ~ ~ δεν ήθελα να πω κάτι τέτοιο/δεν το εννοούσα. ~ ~ δεν το έκανα εσκεμμένα., πρώτα ο Θεός: με τη βοήθεια του Θεού, αν όλα πάνε καλά: Στο τέλος του χρόνου, ~ ~, επιστρέφει. Πβ. αν θέλει ο Θεός., συν Θεώ (λόγ.): με τη βοήθεια του Θεού., υπάρχει Θεός!: για να δηλωθεί ότι κάποιος νιώθει δικαίωση: Κατάλαβε το λάθος του και μου ζήτησε συγγνώμη. Τελικά ~ ~!, (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός βλ. θέλω, (κι/για) αύριο έχει ο Θεός βλ. αύριο, αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη βλ. κλέφτης, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, αμαρτία από τον Θεό βλ. αμαρτία, αν θέλει ο Θεός βλ. θέλω, ανάγκα και (οι) θεοί πείθονται βλ. ανάγκη, απ΄ τον Θεό να τό 'βρει! βλ. βρίσκω, απειλεί θεούς και δαίμονες βλ. απειλώ, από μηχανής θεός βλ. μηχανή, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! βλ. όνομα, διάπυρος προς Θεόν/προς Κύριον ευχέτης βλ. ευχέτης, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η δόξα του Θεού βλ. δόξα, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε βλ. φυλάω, Θεός σχωρέσ'/να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου! βλ. πεθαμένος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι βλ. μέρα, κι/και άγιος ο Θεός βλ. άγιος, κοιμήθηκε ο θεός βλ. κοιμάμαι, μάρτυς/μάρτυράς μου ο Θεός βλ. μάρτυρας, μετά φόβου Θεού βλ. φόβος, να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... βλ. καλά, ο δρόμος του Θεού/του Χριστού βλ. δρόμος, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη βλ. ψεύτης, ψεύτρα, ο Θεός να/ας με σ(υγ)χωρέσει/Θεέ μου συγχώρεσέ/σ(υγ)χώρα με βλ. συγχωρώ, οργή Θεού βλ. οργή, ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε βλ. βλέπω, στην ευχή του Θεού (και της Παναγίας) βλ. ευχή, στο έλεος του Θεού βλ. έλεος, τα ελέη του Θεού βλ. έλεος, τέλος και τω Θεώ δόξα βλ. τέλος, τέρμα Θεού βλ. τέρμα, το Θεό μπάρμπα να 'χεις βλ. μπάρμπας, το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/κι ο παπάς βλ. βαριέμαι, τον ξέχασε ο Χάρος/ο Θεός βλ. ξεχνώ, φόβος Θεού βλ. φόβος, φωνή λαού, οργή Θεού βλ. οργή, φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει βλ. καίω, φωτιά να σε κάψει! βλ. καίω, χαρά θεού βλ. χαρά, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός ● βλ. θεά [< αρχ. θεός]

-ίδιο

-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.

καμπίνα

καμπίνα κα-μπί-να ουσ. (θηλ.) 1. (σε πλοίο ή τρένο) καθένα από τα μικρά δωμάτια με κρεβάτι και συνήθ. μπάνιο, που προορίζονται για τη διαμονή των επιβατών: ατομική/δίκλινη/πολυτελής ~. Εξωτερική ή εσωτερική ~ (: με/χωρίς φινιστρίνι). ~ πρώτης/δεύτερης θέσης. Η ~ του πλοιάρχου.|| ~ σκάφους. ΣΥΝ. κουκέτα (2) 2. θάλαμος: ~ αυτοκινήτου/νταλίκας (βλ. διπλο-, μονο-κάμπινος). Η ~ του αεροσκάφους/του πιλότου (= κόκπιτ).|| ~ ασανσέρ/ντουζιέρας/υδρομασάζ.|| ~ες διερμηνείας. Βλ. τηλε~. [< ιταλ. cabina, γαλλ. cabine]

κέρατο

κέρατο κέ-ρα-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άτου} 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} σκληρή απόφυση στο κεφάλι ορισμένων θηλαστικών· γενικότ. κάθε παρόμοια έκφυση σε ζώα: ~α βοδιού/(αρσενικού) ελαφιού/κατσίκας/κριαριού/ταράνδου/ταύρου/τράγου. Κομπολόγια/χάντρες από ~.|| ΦΡ. (Και) στου βοδιού το ~ να κρυφτείς (: όπου και να πας), θα σε βρω! 2. (προφ.) ερωτική απιστία: Της/του ρίχνει/βάζει ~ (= την/τον κερατώνει. Πβ. απατώ). Πέφτει/τρώει ~. Πβ. μοιχεία. ΣΥΝ. κεράτωμα 3. (προφ.-μτφ.) ανατομικό αντιαισθητικό εξόγκωμα που προκαλεί ενόχληση· κατ' επέκτ. οτιδήποτε προκαλεί εκνευρισμό και ταλαιπωρία, εμποδίζοντας συνήθ. μια δραστηριότητα: Πέταξα (= έβγαλα) ένα ~ στο κούτελο. Βλ. σπυρί.|| Τι είναι αυτό το ~ στη μέση; ● Υποκ.: κερατάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κέρατο βερνικωμένο (υβριστ.): δύστροπος άνθρωπος. Πβ. στριμμένο άντερο., πιπεριά κέρατο βλ. πιπεριά ● ΦΡ.: μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα (αργκό): ασταμάτητα, συνεχώς: Θα περιμένω/(απειλητ.) θα σε κυνηγώ, ~ ~. Πβ. μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι., τα κέρατά μου/σου/του (αργκό): σε υπερβολικό βαθμό, πάρα πολύ: Ξοδεύει/πίνει/πληρώνει/τρώει/χρωστάει τα ~ του (= τ' άντερά του). Βλ. τα μαλλιοκέφαλα μου/σου/του ..., γαμώ το κέρατό/το στανιό μου/σου βλ. γαμώ, πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα βλ. ταύρος, στου δια(β)όλου τη μάνα/το κέρατο βλ. διάβολος, την τύχη/το κέρατό μου μέσα βλ. τύχη, της/του τα φοράει βλ. φορώ, το κέρατό μου το τράγιο βλ. τράγιος [< μεσν. κέρατον]

κοιλία

κοιλία κοι-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. κοιλότητα της καρδιάς ή του εγκεφάλου: αριστερή/δεξιά ~ (: που προωθεί το αίμα στα αγγεία). Βλ. αορτή, κόλπος.|| Οι πλάγιες ~ες (ενν. του εγκεφάλου). 2. ΙΑΤΡ. (λόγ.) κοιλιά: οξεία (χειρουργική) ~ (= πάθηση που απαιτεί συνήθ. χειρουργική επέμβαση). Αξονική τομογραφία/πλαστική (= κοιλιοπλαστική)υπερηχογράφημα ~ας. Βλ. θώρακας, πύελος. ● ΣΥΜΠΛ.: κρεμάμενη κοιλία βλ. κρεμάμενος [< αρχ. κοιλία, γαλλ. ventricule, αγγλ. coelia]

μύγα

μύγα μύ-γα ουσ. (θηλ.) {μυγών}: ΖΩΟΛ. κοινό όνομα διαφόρων ειδών εντόμων της τάξης των διπτέρων, με χαρακτηριστικότερο είδος τη μυία την οικιακή (επιστ. ονομασ. Musca domestica), που έχει έξι πόδια, δύο φτερά, μαύρο χρώμα, κιτρινωπή κοιλιά, δύο μεγάλα σύνθετα μάτια και κοντή προβοσκίδα: ~ της Μεσογείου & μεσογειακή ~/της ελιάς (= δάκος). Ισπανική ~ (= κανθαρίδα). Βλ. αλογό-, κρεατό-, χρυσό-μυγα, τσε τσε. ● Υποκ.: μυγίτσα (η), μυγούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κατηγορία μύγας: ΑΘΛ. μεσαία κατηγορία βάρους (περ. 51 κιλά) στην πυγμαχία. [< αγγλ. flyweight, 1911] , μύγα των φρούτων/του ξιδιού: ΖΩΟΛ. δροσόφιλα. [< αγγλ. fruit fly, γαλλ. mouche du vinaigre] ● ΦΡ.: (κολλάω) σαν τη μύγα (μες) στο μέλι: για κάποιον που προσκολλάται, αφοσιώνεται σε κάτι, συνήθ. ευχάριστο: Υπάρχουν άνθρωποι που, όταν δουν δημοσιότητα, πέφτουν ~ ~., βαράω/κυνηγάω/σκοτώνω μύγες (μτφ.-προφ.): (κυρ. για επιχείρηση) δεν έχω δουλειά, πελατεία και γενικότ. χάνω τον χρόνο μου, είμαι αργόσχολος: Το μαγαζί τις καθημερινές ~ει ~. Το προσωπικό δεν έχει τι να κάνει, ~ει ~. Πβ. κάθομαι, τεμπελιάζω., δεν σηκώνει/δεν δέχεται μύγα στο σπαθί του: δεν δέχεται κουβέντα, κριτική. ΣΥΝ. έχει λυμένο/λυτό το ζωνάρι του για καβγά, έχω τη μύγα (του ...) (προφ.): έχω σε έντονο βαθμό ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: ~ ~ της αμφιβολίας/του γραψίματος/της ειρωνείας., θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι (παροιμ.): για αναμενόμενη καταστροφική σύγκρουση., κάνω τη μύγα βόδι: μεγαλοποιώ μια κατάσταση. ΣΥΝ. κάνω την τρίχα τριχιά, σαν τις μύγες: πολλοί μαζί: Οι άνθρωποι στον Τρίτο Κόσμο πεθαίνουν ~ ~ από ασθένειες. Πβ. σωρηδόν., σαν τις μύγες στο σκατό (λαϊκό-μειωτ.): για πλήθος ανθρώπων που έλκονται από κάτι προσοδοφόρο: Έπεσαν πάνω στο πλιάτσικο ~ ~., βγάζει από/απ' τη μύγα ξίγκι βλ. ξίγκι, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι’ έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται βλ. μυγιάζομαι, ούτε κουνούπι/μύγα βλ. κουνούπι, σαν τη μύγα μες στο γάλα βλ. γάλα, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι βλ. βλέπω, τον τσίμπησε (μύγα) τσε τσε/μύγα/αλογόμυγα βλ. τσετσέ, χάφτω μύγες βλ. χάφτω [< μεσν. μύγα]

νευρικός

νευρικός, ή/ιά, ό νευ-ρι-κός επίθ. 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τα νεύρα: ~ός: ιστός. ~ή: βλάβη/διαταραχή. ~ές: απολήξεις/ίνες/παθήσεις (= νευροπάθειες)/συνάψεις. ~ά: ερεθίσματα/κύτταρα (= νευρώνες)/σήματα. 2. που αναφέρεται στην ικανότητα διατήρησης της ψυχικής ισορροπίας, τη δυνατότητα ελέγχου του άγχους, της λύπης και του θυμού: ~ή: κατάπτωση/κατάρρευση (= νευρασθένεια). Βρίσκεται στα πρόθυρα ~ής κρίσης. 3. που γίνεται ή ενεργεί σπασμωδικά ή/και ασυναίσθητα, που βρίσκεται σε υπερένταση: ~ή: οδήγηση/συμπεριφορά. ~ό: περπάτημα/τικ. ~ές: κινήσεις.|| (για πρόσ.) ~ό: άτομο. Πβ. ευερέθιστος, οξύθυμος. ΑΝΤ. ήρεμος (1) 4. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από ένταση, δύναμη: ~ή: εναλλαγή των εικόνων/μουσική/σκηνοθεσία.|| ~ή άνοδος/συνεδρίαση στο ΧΑΑ (= με έντονες διακυμάνσεις).|| ~ό: κρασί (: με έκδηλη οξύτητα).|| ~ό: αυτοκίνητο (= με αυξημένη δυνατότητα επιτάχυνσης). Πβ. νευρώδης. ● επίρρ.: νευρικά: Πήγαινε ~ πάνω κάτω. ● ΣΥΜΠΛ.: νευρικό γέλιο: ασυγκράτητο, χωρίς σταματημό και συνήθ. ξαφνικό, εξαιτίας νευρικότητας ή χωρίς ιδιαίτερο λόγο: Με έπιασε ~ ~/(ως ουσ.-προφ.) το ~ό μου. Βλ. χαχανητό., νευρικό σύστημα: ΦΥΣΙΟΛ. το σύνολο των στοιχείων του νευρικού ιστού που ελέγχουν τη λειτουργία και τον συντονισμό όλων των οργάνων του ανθρώπινου σώματος, καθώς και τις νοητικές και συναισθηματικές του αντιδράσεις σε σχέση με το περιβάλλον του: το κεντρικό (: εγκέφαλος και νωτιαίος μυελός) και το περιφερικό (: περιφερικά νεύρα και γάγγλια) ~ ~. [< γαλλ. système nerveux] , αυτόνομο/φυτικό νευρικό σύστημα βλ. αυτόνομος, νευρική ανορεξία βλ. ανορεξία, νευρική βουλιμία βλ. βουλιμία, νευρική ώση βλ. ώση, νευρικός κλονισμός βλ. κλονισμός, παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα βλ. παρασυμπαθητικός, συμπαθητικό νευρικό σύστημα βλ. συμπαθητικός [< 1: μτγν. νευρικός, γαλλ. neural 2-4: γαλλ. nerveux, αγγλ. nervous]

ξελιγώνω

ξελιγώνω ξε-λι-γώ-νω ρ. (μτβ.) {ξελίγω-σα, ξελιγώ-θηκα, -μένος, ξελιγών-οντας} (προφ.) 1. (μτφ.) προκαλώ έντονη, συνήθ. ερωτική, επιθυμία, ζαλίζω: Έχει ~σει όλους τους άντρες με τα τσαλίμια της. Την κοιτούσε ~μένος. ~μένο: βλέμμα. 2. (μτφ.) κουράζω υπερβολικά· εξαντλώ: Με ~σε στην πολυλογία. || ~θηκε η μπαταρία (= άδειασε, αποφορτίστηκε). ΣΥΝ. εξουθενώνω (1), ξεθεώνω, ξεπατώνω (1) ● Παθ.: ξελιγώνομαι: νιώθω λιγούρα, λιγώνομαι: ~θήκαμε από την/στην πείνα. ● ΦΡ.: ξελιγώνομαι στα/από τα γέλια: γελάω πάρα πολύ, ξεκαρδίζομαι: Είχαμε ~θεί ~ με τα αστεία του. ΣΥΝ. λύνομαι/χτυπιέμαι στο γέλιο/στα γέλια [< μεσν. ξελιγώνω]

-όπουλο

-όπουλο υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν 1. νεαρό αγόρι με συγκεκριμένη ιδιότητα: βασιλ~/πριγκιπ~ (συχνά και για τον γιο βασιλιά ή πρίγκιπα).|| Ναυτ~.|| (με αναφορά σε παιδί του ενός ή του άλλου φύλου) Λυκ~. (στον πληθ.) Αρχοντ-όπουλα. 2. μικρό ζώου: κλωσ~. Βλ. -άκι.

πατατάκια

πατατάκια πα-τα-τά-κια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. πατατάκι}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πολύ λεπτές, αλατισμένες και τηγανισμένες ή ψητές φέτες πατάτας που πωλούνται συνήθ. σε σακουλάκια: κυματιστά ~. ~ με (γεύση) ξίδι/πάπρικα/ρίγανη.|| (συνεκδ.) Πάρε μου δύο ~ (: δύο σακουλάκια με ~). Βλ. γαριδάκια. ΣΥΝ. τσιπς (1)

σαρδόνιος

σαρδόνιος, α, ο σαρ-δό-νι-ος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): σαρκαστικός, χλευαστικός, μοχθηρός: ~α: διάθεση. ~ο: ύφος/χαμόγελο/χιούμορ. ● επίρρ.: σαρδόνια: Χαμογέλασε ~. ● ΣΥΜΠΛ.: σαρδόνιο γέλιο & (λόγ.) σαρδόνιος γέλως 1. που εκφράζει ειρωνεία, σαρκασμό. Πβ. ειρων-, σαταν-ικός. 2. ΙΑΤΡ. μορφασμός που οφείλεται σε σπασμωδική σύσπαση των μυών του προσώπου και αποτελεί σύμπτωμα του τετάνου. [< γαλλ. rire sardonique] [< μτγν. σαρδόνιος]

συγκρούομαι

συγκρούομαι συ-γκρού-ο-μαι ρ. (αμτβ.) {συγκρού-στηκα, -στεί, -όμενος} 1. (συνήθ. για όχημα) χτυπώ, πέφτω ορμητικά πάνω σε κάτι που κινείται ή είναι ακίνητο: Μηχανή ~στηκε (: τράκαρε) μετωπικά με φορτηγό. Ο οδηγός έχασε τον έλεγχο και ~στηκε διαδοχικά με τρία σταματημένα ΙΧ (πβ. προσκρούω). Ταχύπλοο ~στηκε με φουσκωτό. 2. (μτφ.) αντιτίθεμαι, αντιπαρατίθεμαι σε κάποιον ή κάτι, έρχομαι σε ρήξη μαζί του: Το παρελθόν συχνά ~εται με το παρόν. Όλο ~εται (: τσακώνεται) με τους γονείς του. Δεν δίστασε να ~στεί (: να εναντιωθεί, να τα βάλει) με το κατεστημένο. Δήλωσαν αποφασισμένοι να ~στούν με τα μεγάλα συμφέροντα. Οι δύο βουλευτές ~στηκαν ανοιχτά για την εξωτερική πολιτική της χώρας. ~όμενοι: στόχοι. ~όμενες: απόψεις/πλευρές/πληροφορίες/τάσεις (= αντίθετες, αλληλοαναιρούμενες). ~όμενα: συναισθήματα (= αλληλοσυγκρουόμενα). 3. έρχομαι σε συμπλοκή, μάχομαι: Ο στρατός ~στηκε με αντικυβερνητικούς διαδηλωτές. Οπαδοί ~στηκαν με δυνάμεις της Αστυνομίας εντός του γηπέδου.|| (μτφ.) Οι δύο ομάδες ~ονται (= παλεύουν) για την πρωτιά στον δεύτερο όμιλο. Πβ. αναμετριέμαι, κονταροχτυπιέμαι. ● ΣΥΜΠΛ.: συγκρουόμενα (αυτοκινητάκια): μικρά διθέσια ηλεκτροκίνητα οχήματα, συνήθ. σε λούνα παρκ: πίστα για ~. Βλ. τρενάκι. [< αγγλ. bumper cars, 1949] , σύγκρουση συμφερόντων/συγκρουόμενα συμφέροντα βλ. συμφέρον [< 2, 3: μτγν. συγκρούομαι]

υποζύγιο

υποζύγιο [ὑποζύγιο] υ-πο-ζύ-γι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου) (λόγ.) 1. ζώο για μεταφορά φορτίων ή βαριές εργασίες. Βλ. άλογο, βόδι, γάιδαρος. 2. (μτφ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων που υφίσταται οικονομική συνήθ. επιβάρυνση: Οι μισθωτοί/συνταξιούχοι αποτελούν τα συνήθη/φορολογικά ~α (: επιβαρύνονται με φόρους). [< 1: αρχ. ὑποζύγιον]

υποξείδιο

υποξείδιο [ὑποξείδιο] υ-πο-ξεί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. οξείδιο με χαμηλότερη από το φυσιολογικό περιεκτικότητα σε οξυγόνο: ~ του αζώτου (= νιτρώδες οξείδιο, αέριο του γέλιου, σύμβ. σύμβ. Ν2Ο)/άνθρακα (σύμβ. C3O2)/του χαλκού. Πβ. πρωτοξείδιο [< αγγλ. suboxide, αγγλ. nitrous oxide = laughing gas]

χαμόγελο

χαμόγελο χα-μό-γε-λο ουσ. (ουδ.) 1. έκφραση του προσώπου που χαρακτηρίζεται από ανασήκωμα των άκρων των χειλιών, για εξωτερίκευση συνήθ. θετικού συναισθήματος: αδιόρατο/αινιγματικό/αφοπλιστικό/αχνό (βλ. υπομειδίαμα)/γλυκό/διαβολικό ή σατανικό/ειλικρινές/ειρωνικό/ελαφρύ (βλ. μειδίαμα)/ευγενικό/ζεστό/ηλίθιο/θλιμμένο/καλοσυνάτο/κρυφό/μελαγχολικό/μυστηριώδες/ναζιάρικο/πηγαίο/πονηρό/προσποιητό/σαρδόνιο/σαρκαστικό/στραβό/συγκρατημένο/τρυφερό/υποκριτικό/φευγαλέο/ψεύτικο/ψυχρό ~. Κοριτσίστικα/νεανικά/παιδικά ~α. ~ αισιοδοξίας/αμηχανίας/ευτυχίας/ικανοποίησης/χαράς. Καλημέρα με ~α. Ένα πικρό ~ στα χείλη. Ένα ~ διαγράφηκε/σχηματίστηκε/χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Είναι πάντα με το ~ (= χαμογελαστός). Μας υποδέχτηκε μ' ένα μεγάλο/πλατύ/τεράστιο/φαρδύ ~ (= μ' ένα ~ μέχρι τ' αυτιά). Φόρεσε το πιο γοητευτικό/σαγηνευτικό της ~. Μοιράζει/σκορπά/χαρίζει ~α. Βλ. γέλιο.|| (ΙΑΤΡ.) Ουλικό ~ (: φαίνονται τα ούλα). 2. (κατ' επέκτ.) χαρά: Άνθισε/πάγωσε το ~ στα χείλη του. Του κόπηκε το ~ μόλις έμαθε τα νέα. Εξαφανίστηκε/έσβησε/χάθηκε το ~ απ' το πρόσωπό του.|| Η αύξηση των πωλήσεων έφερε/προκάλεσε ~α. Με ~α έκλεισε το Χρηματιστήριο. Πβ. κλίμα ευφορίας. 3. (κατ' επέκτ.) λαιμόκοψη που φτάνει μέχρι τις αρθρώσεις των ώμων: μπλούζα με (βαθύ) ~. Βλ. βε, ντεκολτέ. 4. (κατ΄επέκτ.) λευκά και καλοσχηματισμένα δόντια: αστραφτερό/δροσερό/κατάλευκο/υγιές/φωτεινό ~. ● Υποκ.: χαμογελάκι (το) 1. στη σημ.1: ~ια και αστειάκια. 2. ΠΛΗΡΟΦ. εμότικον με χαμόγελο: :) ή :-) ΣΥΝ. γελάκι (2) [< 2: αγγλ. smiley, 1987] ● ΦΡ.: σκάω (ένα) χαμόγελο βλ. σκάω

χρωστώ

χρωστώ [χρωστῶ] χρω-στώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χρωστ-άς ... | χρωστ-ούσε κ. χρώστ-αγε, -ώντας, -ούμενος} & χρωστάω ΣΥΝ. οφείλω 1. πρέπει να δώσω, να καταβάλω ή να επιστρέψω χρηματικό ποσό: Τι/πόσα ~; ~άει αναδρομικά/εκατομμύρια/... ευρώ/πολλά λεφτά/... μηνιάτικα/το νοίκι/φόρους. ~άνε σε δάνεια/σε δανειστές/σε τράπεζες/στην εφορία/στο Δημόσιο. ~ παντού. 2. (γενικότ.) υποχρεούμαι να δώσω ή να επιστρέψω: ~ά ακόμα δύο δικαιολογητικά (: πρέπει να τα υποβάλει). Μου ~άει το βιβλίο που του δάνεισα.|| (προφ., για φοιτητή) ~ μόνο την πτυχιακή μου (ενν. πρέπει να την παραδώσω). Πόσα μαθήματα ~άς (: πρέπει να τα παρακολουθήσεις, να εξεταστείς σε αυτά), για να πάρεις πτυχίο; 3. αισθάνομαι ηθική υποχρέωση σε κάποιον από τον οποίο ευεργετήθηκα, έχω καθήκον να πραγματοποιήσω κάτι για το οποίο είχα δεσμευτεί: Σου ~ τη ζωή μου. Ό,τι έχω καταφέρει το ~ σε σένα. Του ~άει ένα μεγάλο ευχαριστώ/μεγάλη χάρη/τεράστια ευγνωμοσύνη για τη βοήθειά του. Νιώθουμε ότι σας ~άμε μια συγγνώμη. Δεν ~άμε τίποτα και σε κανέναν. Μου ~άς μια απάντηση/εξηγήσεις για τη συμπεριφορά σου. Μας ~άτε ένα κέρασμα/μια επίσκεψη. (ως έκφρ. αγανάκτησης) Τι σου ~ (= τι φταίω, τι έχω κάνει) και μου φέρεσαι έτσι;|| Η πόλη ~άει τη φήμη της στο(ν) ... ● ΦΡ.: εκεί που μας χρωστούσαν/χρωστάγανε (μας πήραν και το βόδι) (παροιμ.): σε περιπτώσεις που η ζημιά ή η αδικία είναι διπλή. Πβ. (και) κερατάς και δαρμένος., πάρ' τα (να μη στα χρωστάω)! (υβριστ.): με τη συνοδεία της σχετικής χειρονομίας (μούντζα). ΣΥΝ. όρσε, χρωστάω σε όποιον μιλάει ελληνικά (προφ.): είμαι καταχρεωμένος., χρωστάω τα μαλλιοκέφαλά/μαλλιά της κεφαλής/κέρατά μου (λαϊκό): οφείλω μεγάλο χρηματικό ποσό: ~ει ~ του σε πιστωτικές., δεν χρωστάω καλό βλ. καλό, δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό βλ. λογαριασμός, χρωστά(ει) της Μιχαλούς βλ. Μιχαλού [< μεσν. χρωστώ < μτγν. χρεωστῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.