Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 75 εγγραφές  [0-20]


  • -ερί : επίθημα άκλιτων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα: αντικ~, γκαλ~.|| (συνήθ. που προσφέρει γλυκό ή φαγητό:) Κρεπ~/κρουασαντ~/πατισ~/σοκολατ~/τσαγ~. Ουζ~. Βλ. -αρία, -ερία.|| (χιουμορ.) Μπουζουκλ~/σουβλακ~ (πβ. -ίδικο).
  • -ηδόν (λόγ.): επίθημα για τον σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων: βαθμ~/βροχ~/κρουν~/πρην~/σωρ~.|| (κυρ. χιουμορ.) Κλοτσ~. Βλ. -δην.
  • -κέφαλος , η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρεται 1. στο κεφάλι: δι-κέφαλο τέρας. Υδρο~.|| (ευχετ.) Σιδερο~.|| (μτφ.) Αυτο~. 2. (μτφ.) στον νου, τον τρόπο σκέψης, τον χαρακτήρα: θερμο~/ξερο~/στενο~/χοντρο~ (πβ. στενό-μυαλος).|| (χιουμορ.-μειωτ.) Κουφιo~/μπουζουκο~. 3. ΑΝΑΤ. σε εκφύσεις των μυών: τρι-κέφαλοι (μύες).
  • -ούλι : (παράγ. από ουσ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: (με υποκ. σημ.) κρυφτ~/(κυρ. προφ.) λεπτ~ (πβ. -άκι).|| Χερ~ (πβ. -ουλάκι).|| (χιουμορ., στον πληθ.) Aγγλικ-ούλια/γαλλικ~.
  • αιώνας [αἰώνας] αι-ώ-νας ουσ. (αρσ.) {-α (λόγ.) -ος} (συντομ. αι.) 1. χρονική περίοδος εκατό ετών ή ειδικότ. καθεμιά από τις διαδοχικές περιόδους εκατό χρόνων στο σημερινό χρονολογικό σύστημα (με βάση τη γέννηση του Χριστού) και συνεκδ. περίοδος, θεωρούμενη ως ιστορική ή πολιτισμική ενότητα, που σηματοδοτείται από μια προσωπικότητα ή από ένα σημαντικό γεγονός: έναν ~α αργότερα/μετά/νωρίτερα. Από ~ες/προ ~ων. Πριν από έναν ~α. Μισός ~ (: πενήντα χρόνια) εξελίξεων. Στο πέρασμα των ~ων. Ένας ολόκληρος ~ πέρασε από τότε που ... Η πόλη μας συμπληρώνει έναν ~α ζωής. ΣΥΝ. εκατονταετία.|| Ο επόμενος/περασμένος/προηγούμενος ~. Εικοστός πρώτος ~ (: ο ~ μας). Στις αρχές/στα μέσα/στα τέλη του ~α. Η αλλαγή/το τελευταίο τέταρτο του ~α. (καθ' υπερβολή:) Η αγορά του ~α (: η πιο δαπανηρή και εντυπωσιακή, κυρ. μαχητικών αεροσκαφών). Η ανακάλυψη του ~α (: η πιο σημαντική).|| O ~ (= εποχή) του ανθρωπισμού/διαφωτισμού/ρομαντισμού. Πβ. ημέρες, καιρός, κεφάλαιο, χρόνοι. 2. (οικ.) υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα (για κάτι): Περίμενα έναν ~α να δω αύξηση! Δευτερόλεπτα αγωνίας που του φάνηκαν ~. 3. ΓΕΩΛ. καθεμιά από τις μεγάλες περιόδους στις οποίες διαιρείται ο χρόνος της δημιουργίας και εξέλιξης του πλανήτη Γη: γεωλογικός ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ο μέλλων/μέλλοντικός αιώνας: ΘΕΟΛ. η μεταθανάτια ζωή: ο Πατήρ/το φως του ~οντος ~ος., χρυσός αιώνας & (λόγ.) χρυσούς αιών: ιστορική περίοδος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ακμή, κυρ. στις τέχνες και τα γράμματα: ο ~ ~ του Περικλή/της Αθήνας (: ο 5ος π.Χ. αι.). (ειρων.) Ο ~ ~ της παραπληροφόρησης. Πβ. χρυσή εποχή., αζωικός αιώνας/αζωική περίοδος βλ. αζωικός, αργυρός αιώνας βλ. αργυρός, αρχαιοζωικός/αρχαϊκός αιώνας βλ. αρχαιοζωικός, καινοζωικός αιώνας βλ. καινοζωικός, κοσμικός αιώνας βλ. κοσμικός, μεσοζωικός αιώνας βλ. μεσοζωικός, ο Αιώνας των Φώτων βλ. φως, παλαιοζωικός αιώνας βλ. παλαιοζωικός ● ΦΡ.: αιώνες τώρα: από πολύ παλιά, εδώ και πολλές εκατονταετίες. ΣΥΝ. επί αιώνες, ανά τους/μέσα στους αιώνες & (λόγ.) διά μέσου/μέσω των αιώνων: κατά τη διάρκεια, στο πέρασμα των εκατονταετιών: το θέατρο ~ ~. Η εξέλιξη της ελληνικής γραφής ~ ~., επί αιώνες (λόγ.): για πάρα πολλά χρόνια: Άντεξε ~ ~ στις επιδρομές. Η ~ ~ αντιπαράθεση. ΣΥΝ. αιώνες τώρα, σε άλλον αιώνα (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.-χιουμορ.): σε διαφορετική, παλαιότερη εποχή: Καλά! Ζει ~ ~!, στο/με το γύρισμα του αιώνα/στη στροφή του αιώνα: κατά την αλλαγή του αιώνα: Τα πολιτικά γεγονότα που συντάραξαν τον κόσμο στο ~ ~. [< αγγλ. at the turn of the century] , στους αιώνες των αιώνων/στον αιώνα τον άπαντα & (αρχαιοπρ.) εις τους αιώνας των αιώνων/εις τον αιώνα του αιώνος/εις τον αιώνα τον άπαντα 1. (εμφατ. σε καταφατικές προτάσεις) παντοτινά, για πάντα, αιωνίως: Έργα που μένουν ~ ~. Πβ. επ΄ άπειρον, εσαεί, στο διηνεκές. 2. (εμφατ. σε αρνητικές προτάσεις) ποτέ: Ερωτήματα στα οποία δεν πρόκειται να βρούμε απαντήσεις ~ ~. Πβ. του Αγίου Ποτέ. , χάνεται στους αιώνες: για κάτι που έχει πλούσιο παρελθόν, μακραίωνη ιστορία και παράδοση: Χώρα με πολιτισμό που ~ ~., μέχρι συντελείας του αιώνος βλ. συντέλεια, τα βάθη του χρόνου/των αιώνων βλ. βάθος [< 1: γαλλ. siècle 2: αρχ. αἰών 3: γαλλ. âge, ère , αγγλ. age, era]
  • αμαξάκι [ἁμαξάκι] α-μα-ξά-κι ουσ. (ουδ.) 1. αγορίστικο συνήθ. παιχνίδι με τη μορφή μικρού αμαξιού: συλλογή από ~ια. Πβ. αυτοκινητάκι. Βλ. αεροπλανάκι. 2. (ειρων.-χιουμορ.) μικρό και συνήθ. φτηνό αμάξι. 3. μικρή άμαξα: Περιήγηση στο νησί με ~. 4. (σπανιότ.) αναπηρικό καροτσάκι. Βλ. αμαξίδιο. 5. (παρωχ.) καροτσάκι μωρού.
  • ανέκδοτο [ἀνέκδοτο] α-νέκ-δο-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ότου} 1. σύντομη συνήθ. διήγηση κωμικού περιεχομένου: έξυπνο/κουφό/κρύο/ξεκαρδιστικό/χαριτωμένο ~. Πικάντικα/σόκιν ~α. Το έχω ξανακούσει/ξέρω αυτό το ~. Του αρέσει να λέει ~α. Πβ. αστείο. 2. γεγονός, επεισόδιο ή σκηνή ιστορικού ή βιογραφικού χαρακτήρα που δεν τεκμηριώνεται από τις πηγές: ιστορικό ~. ● Υποκ.: ανεκδοτάκι (το) ● ΦΡ.: από άλλο ανέκδοτο (προφ.-χιουμορ.): για κάποιον ή κάτι άσχετο: Αυτός είναι (βγαλμένος) ~ ~. Άλλο είναι το θέμα μας, αυτό που λες εσύ είναι ~ ~. Πβ. άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο., το πιο σύντομο ανέκδοτο (προφ.): για να σχολιαστεί ειρωνικά μια πρόταση, δήλωση, κατάσταση: Μεταρρυθμίσεις,~ ~. ● βλ. ανέκδοτος [< μτγν. ἀνέκδοτα '(έργα) που δεν έχουν εκδοθεί', γαλλ.-αγγλ. anecdote]
  • άντα [ἄντα] ά-ντα ουσ. (ουδ.) (τα) {άκλ.} (χιουμορ.): ηλικία μεταξύ τριάντα και σαράντα εννέα: Είμαι/μπήκα στα πρώτα ~. Πάτησα/πέρασα/πλησιάζω τα δεύτερα ~. Βλ. ήντα. [< κατάλ. -άντα]
  • άπαγε [ἄπαγε] ά-πα-γε ρ. (αρχαιοπρ.-συχνά χιουμορ.): φύγε!, πήγαινε!, μακριά!: ~, άθλιε! ● ΦΡ.: άπαγε απ' εμού: μακριά από μένα., άπαγε της βλασφημίας: (συνήθ. από τον ίδιο τον ομιλητή προς τον εαυτό του) για αποτροπή εκστόμισης βλάσφημου, υβριστικού λόγου. [< προστ. ενεργ. ενεστ. β’ εν. του ρ. ἀπάγω]
  • απαλλάσσω [ἀπαλλάσσω] α-παλ-λάσ-σω ρ. (μτβ.) {απάλλα-ξα (λόγ.) απήλλαξα, -χθηκα κ. -χτηκα, (λόγ. απηλλάγη), απαλλα-γεί, -γμένος, απαλλασσ-όμενος, -οντας} 1. απομακρύνω, γλιτώνω κάποιον από κάτι ανεπιθύμητο: ~ (κάποιον) από το βάρος/τον κόπο/την υποχρέωση. Πρέπει να ~γείς από το άγχος. Πβ. απελευθερώνω, λυτρώνω.|| (λόγ.) ~εται της ευθύνης (: από την ευθύνη).|| (χιουμορ.) Ήρθε η ώρα να σας ~ξω από την παρουσία μου (: να φύγω). 2. {κυρ. μεσοπαθ.} εξαιρώ κάποιον από νόμιμη ή καθολική υποχρέωση: ~όμενα: έσοδα. Τον ~ξαν από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. ~ομαι από την καταβολή φόρου/ένα μάθημα (= παίρνω απαλλαγή). ~εται για ειδικούς/ιατρικούς/οικογενειακούς/ψυχολογικούς λόγους. Πβ. αποδεσμεύω. 3. ΝΟΜ. αθωώνω: ~ (κάποιον) με βούλευμα από τις κατηγορίες. Tο δικαστήριο ~ξε τον κατηγορούμενο λόγω αμφιβολιών. ΑΝΤ. καταδικάζω (1) ● Μτχ.: απαλλαγμένος , η, ο: (για πρόσ.) ~ από τις έγνοιες.|| Λόγος ~ από υπερβολές. Χώρος ~ (: που έχει καθαριστεί) από ζιζάνια/σκόνη. ● ΦΡ.: απαλλάσσεται λόγω βλακείας (οικ.-μειωτ.): για επιεική αντιμετώπιση ατόμου που θεωρείται ανόητο: Μη θυμώνεις μαζί του! ~ ~!, απαλλάσσω/απομακρύνω κάποιον από το καθήκοντά του: απολύω, παύω κάποιον από την εργασία του: ~χθηκε ~ λόγω ανάμιξής του στο σκάνδαλο. [< αρχ. ἀπαλλάσσω, γαλλ. exempter]
  • απανταχούσα [ἁπανταχοῦσα] α-πα-ντα-χού-σα ουσ. (θηλ.) & πανταχούσα 1. (προφ.-χιουμορ.) λογαριασμός και γενικότ. επίσημη γραπτή ειδοποίηση με δυσάρεστο περιεχόμενο για τον παραλήπτη, συνήθ. για εξόφληση χρέους: ~ της εφορίας/τράπεζας. Του ήρθε μια ~. Του έδωσαν/έστειλαν ~. Πβ. λυπητερή, μπουγιουρντί. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (κυρ. παλαιότ.) πατριαρχική επιστολή ή εγκύκλιος επισκόπου με εντολές ή νουθεσίες προς το ποίμνιο ή τους κληρικούς της δικαιοδοσίας του.
  • απενταρία [ἀπενταρία] α-πε-ντα-ρί-α ουσ. (θηλ.) (προφ.-χιουμορ.): αφραγκία.
  • αργά [ἀργά] αρ-γά επίρρ. {συγκρ. αργότερα} 1. σιγά, χωρίς βιασύνη, με χαλαρούς ρυθμούς: ~ και με προσοχή. Γράφω/κινούμαι/οδηγώ ~. Πολύ ~ περνάει σήμερα η ώρα. Κατευθύνθηκε ~ ~ προς το μέρος της. Προσθέτουμε ~ ~ αλεύρι στη ζύμη (ΣΥΝ. λίγο-λίγο, σταδιακά). Πβ. βραδέως. ΑΝΤ. γρήγορα (1), ταχέως (1) 2. σε περασμένη ώρα: ~ το απόγευμα/τη νύχτα/το πρωί. Ξύπνησα ~. Γύρισα σπίτι ~ (= το βράδυ). Φτάσαμε ~ και είχαν ήδη φύγει (= καθυστερημένα· ΑΝΤ. έγκαιρα). Θα δουλεύω μέχρι ~. ΑΝΤ. νωρίς (2) 3. (κυρ. στον συγκρ.) μετά από την καθορισμένη ώρα ή γενικότ. στο μέλλον: Δέκα λεπτά/χρόνια αργότερα. Συναντήθηκαν το μεσημέρι και αργότερα πήγαν για φαγητό. Η εκδήλωση αναβλήθηκε για αργότερα. Καν' το τώρα, για να μην το μετανιώσεις αργότερα. ● Υποκ.: αργούτσικα ● ΦΡ.: αργά ή γρήγορα: δηλώνει βεβαιότητα πως κάποια στιγμή θα επιβεβαιωθούν τα λεγόμενα του ομιλητή: ~ ~ θα συναντηθούν/τιμωρηθεί., αργά και πού: σπάνια, σε ειδικές ή έκτακτες περιπτώσεις. ΣΥΝ. αραιά και πού, αργά, αλλά σταθερά: λέγεται συνήθ. για να δηλωθεί ότι δεν υπάρχουν απότομες διακυμάνσεις ή για να μετριαστεί η καθυστέρηση που παρατηρείται: ~ ~ εξελίσσεται η κατάσταση της υγείας του/προχωρούν τα έργα., είναι αργά: έχει περάσει η καθορισμένη ώρα ή το κατάλληλο χρονικό διάστημα: ~ ~ για παραγγελίες/για να γυρίσει πίσω. ~ ~ και όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά. Πήγαινε τώρα πριν να ~ ~. Ποτέ δεν ~ ~. Αύριο θα ~ ~, θα έχει πετάξει το πουλάκι. Το καταλάβαμε το λάθος όταν πια ήταν ~., τα ζώα μου αργά (ειρων.-χιουμορ.): για να δηλωθούν οι αργοί ρυθμοί, η αδράνεια ή έλλειψη ευστροφίας κάποιου: Καλά, αυτός είναι ~ ~! Δεν παίρνει στροφές, είναι ~ ~., το αργότερο: για να δηλωθεί η τελευταία προθεσμία: ~ ~ (ως) τη Δευτέρα θα έχουν ανακοινωθεί οι βαθμολογίες. Σήμερα ή ~ ~ αύριο όλα θα έχουν τελειώσει. ΑΝΤ. το νωρίτερο, κάλλιο αργά παρά ποτέ βλ. κάλλιο ● βλ. αργός [< μεσν. αργά] ΑΡΓΑ
  • αρραβώνας [ἀρραβώνας] αρ-ρα-βώ-νας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) αρραβών & (λαϊκό) αρρεβώνας, αρραβώνα (η) 1. επισημοποίηση της σχέσης ενός ζευγαριού και αμοιβαία υπόσχεση γάμου από μέρους τους, με ανταλλαγή δαχτυλιδιών (βέρες) σε εκδήλωση με συγγενείς και φίλους· συνεκδ. το χρονικό διάστημα μεταξύ αυτού του γεγονότος και της τέλεσης του γάμου· (ΕΚΚΛΗΣ.) η σχετική ακολουθία που προηγείται του μυστηρίου του γάμου: κρυφός/μυστικός ~. Πάρτι ~ων. Διαλύθηκε ο ~. Κάνουμε/ορίζουμε τους ~ες (πβ. αρραβωνιάσματα). Πβ. μνηστεία. 2. ΝΟΜ. εγγυητικό ποσό. Πβ. καπάρο, προκαταβολή. ● ΦΡ.: στρίβειν δια του αρραβώνος (χιουμορ.): τακτική υπεκφυγής ή ελιγμού. Πβ. άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε, απορία ψάλτου, βηξ. [< μεσν. αρραβώνας]
  • αρχοντιά [ἀρχοντιά] αρ-χο-ντιά ουσ. (θηλ.): (για πρόσ.) ανωτερότητα ήθους, ψυχική ευγένεια και γενναιοδωρία· (για τόπο ή χώρο) επιβλητικότητα, μεγαλοπρέπεια: λεβεντιά και ~. (οικ.-συνήθ. χιουμορ.) Να ζήσει η ~ σου!|| Νησιώτικη/παραδοσιακή ~. ~ και πολυτέλεια/φινέτσα. Πόλη που διατηρεί την ~ του παρελθόντος. Πβ. αριστοκρατικότητα. Βλ. βλαχιά, χοντροκοπιά. ● ΦΡ.: η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά βλ. καθαριότητα [< μεσν. αρχοντιά]
  • άσμα [ᾆσμα] ά-σμα ουσ. (ουδ.) (λόγ.) 1. τραγούδι: γαμήλιο/δημοτικό/ηρωικό/παραδοσιακό/πένθιμο ~.|| (συνήθ. ειρων.) Λαϊκό ~. ΣΥΝ. ωδή (1) 2. ΕΚΚΛΗΣ. ύμνος, ψαλμός: βυζαντινό/θρηνητικό/θρησκευτικό/ιερό ~. ~ του Νυμφίου. 3. ΦΙΛΟΛ. μέρος, υποδιαίρεση ποιήματος ή ακέραιη ποιητική σύνθεση: επικό/λυρικό/χορικό ~. ● Υποκ.: ασματάκι (το) (συνήθ. ειρων.), ασμάτιο (το) (λόγ.-συνήθ. ειρων.) ● ΣΥΜΠΛ.: Άσμα Ασμάτων 1. ΕΚΚΛΗΣ. βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης με ιδιαίτερα ποιητικό περιεχόμενο. 2. (μτφ.-χιουμορ.) ξεχωριστό, πολύ ωραίο τραγούδι., κύκνειο άσμα βλ. κύκνειος [< αρχ. ᾆσμα]
  • άσωτος , η, ο [ἄσωτος] ά-σω-τος επίθ.: που δεν έχει μέτρο και φραγμούς, ακόλαστος: ~η: ζωή (= διεφθαρμένη, σπάταλη). ~ο: παρελθόν.|| (ως ουσ.) ~οι και φιλήδονοι. Πβ. αχαλίνωτος, έκλυτος. ΑΝΤ. εγκρατής (1), μετρημένος (1) ● επίρρ.: άσωτα & (λόγ.) ασώτως ● ΣΥΜΠΛ.: άσωτος (υιός): (συνήθ. ειρων., χιουμορ. ή περιπαικτικά) για νεαρό άνδρα που έχει απομακρυνθεί από την οικογένειά του (ή άλλο οικείο περιβάλλον) και σπαταλά την οικογενειακή περιουσία ή γενικότ. δεν ζει έντιμα: (ως ουσ.) Η επιστροφή του ασώτου.|| (ΚΔ) Η παραβολή του ασώτου υιού., Κυριακή του Ασώτου: ΕΚΚΛΗΣ. η δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου. [< αρχ. ἄσωτος]
  • άτιμος , η, ο [ἄτιμος] ά-τι-μος επίθ. 1. (για άνθρωπο) που δεν έχει εντιμότητα, ηθική ή τιμή, υπόληψη· (για πράξη, ενέργεια) ανέντιμος: ~ος: εχθρός/συμβιβασμός. Άνθρωπος αχρείος και ~. Είναι ~ο να εγκαταλείψεις τη θέση σου.|| ~η: φάρα. ~ο: θηλυκό (πβ. πονηρό)/πλάσμα.|| ~η και ύπουλη επίθεση/συμπεριφορά. Πβ. αισχρός, αχρείος. ΑΝΤ. τίμιος. 2. (προφ.) (ως έκφρ. θαυμασμού, έκπληξης, τρυφερότητας) ικανός, καπάτσος: Πολύ καλά κρατιέται η ~η! Βρε την ~η, κοίτα τι έκανε! Πβ. αφιλότιμος|| (χιουμορ.) Κούκλος είμαι ο ~! Βλ. επιδέξιος, επιτήδειος. 3. (προφ.) άδικος, καταραμένος, αναθεματισμένος: ~ος: κόσμος. ~η: ανεργία/ζωή/φτώχεια.|| Το ~ο το χρήμα! Μας ξεθέωσε ο ~! ~ο πράγμα η συνήθεια.|| (ειδικότ. για κάτι που μας προκαλεί δυσκολίες) ~ος: βήχας. ~η: αρρώστια/δουλειά. ~α: γηρατειά. Πώς πέρασαν τα ~α τα χρόνια; ● Υποκ.: ατιμούλης , α, ικο {ατιμούλ-ηδες} & ατιμούλικος, η, ικο: συνήθ. στις σημ. 1,2: Είναι και ψευτάκος ο ~.|| Άντε ~ικο, πάλι θα κλέψεις την παράσταση! ~ηδες, είστε πανέξυπνοι τελικά. ● επίρρ.: άτιμα: στη σημ. 1: Μου φέρθηκε ~. ● ΦΡ.: άτιμη/κακούργα κοινωνία! βλ. κοινωνία [< 1: αρχ. ἄτιμος]
  • αυξάνω [αὐξάνω] αυ-ξά-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αύξ-ησα (λόγ.) ηύξησα, -ήθηκε, -ημένος, αυξαν-όμενος, -οντας}: κάνω κάτι μεγαλύτερο ή περισσότερο από ό,τι είναι, γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος: ~ την απόσταση (ΑΝΤ. μικραίνω)/τη διαφορά (ΑΝΤ. ψαλιδίζω)/τη δύναμη (= δυναμώνω, ενισχύω)/την ένταση (= ανεβάζω, εντείνω)/τις επιδόσεις (= βελτιώνω, καλυτερεύω)/τον όγκο (= διογκώνω)/την όρεξη (πβ. ανοίγω)/τις πωλήσεις/την ταχύτητα (= επιταχύνω, ΑΝΤ. επιβραδύνω)/την τιμή (= ακριβαίνω). Μου ~ησαν τον μισθό (= πήρα αύξηση). Βαθμιαία/ραγδαία/σταδιακά/σταθερά/ταχύτατα ~εται/(σπανιότ.) ~ει η ανεργία/το βάρος/η θερμοκρασία (= ανεβαίνει. ΑΝΤ. πέφτει)/ο πληθυσμός (ΑΝΤ. λιγοστεύει)/ο πληθωρισμός/η χρήση (= διευρύνεται, επεκτείνεται). ~ονται οι δαπάνες/τα κέρδη (= πληθαίνουν, πολλαπλασιάζονται, αβγατίζουν)/τα τέλη (ΑΝΤ. ελαττώνονται, μειώνονται). Τα καθαρά έσοδα προβλέπεται να ~ηθούν κατά ...%. Πβ. μεγαλώνω. Βλ. επ~, προσ~, υπερ~. ● Μτχ.: αυξημένος , η, ο 1. που έχει αυξηθεί, πολύ μεγάλος: ~ος: κίνδυνος. ~η: ζήτηση/κίνηση/πλειοψηφία/χρέωση. ~ο: ενδιαφέρον. ~ες: ανάγκες/ευθύνες/πιθανότητες/προσδοκίες. Βλ. αυξανόμενος. 2. ΓΡΑΜΜ. (για ρηματικό τύπο) που παίρνει αύξηση: Ο ~ τύπος προστακτικής "παρήγγειλέ", αντί "παράγγειλέ μου έναν καφέ" είναι λανθασμένος. ΑΝΤ. αναύξητος ● ΦΡ.: αυξάνεσθε και πληθύνεσθε: προτροπή για τεκνοποιία (από την ΠΔ)· (με χιουμορ. συνυποδ.) σε περιπτώσεις εντυπωσιακής αύξησης: ~ ~, γιατί χανόμαστε!|| (εμφατ. για κάτι μη αναμενόμενο ή αρνητ.) ~ονται και ~ονται τα αυτοκίνητα στις μεγαλουπόλεις (: γίνονται ολοένα και περισσότερα). [< αρχ. αὐξάνω, γαλλ. augmenter, αγγλ. increase]
  • αφήνω [ἀφήνω] α-φή-νω ρ. (μτβ.) {άφη-σα (λαϊκό) άφηκα, (προστ. άφη-σε, αφή-στε κ. άσε, άστε), αφέ-θηκα, αφη-μένος, αφήν-οντας} 1. σταματώ να κρατώ κάποιον ή κάτι· (απ)ελευθερώνω: ~σε τα χέρια μου ελεύθερα! Μη μ' ~σεις, θα πέσω. Άσε με!|| ~ το γκάζι (= δεν το πατώ).|| ~ κρατούμενο/όμηρο. 2. ακουμπώ, αποθέτω, τοποθετώ κάτι ή κάποιον σε συγκεκριμένο σημείο: Άσε τις βαλίτσες κάτω (ΑΝΤ. πάρε, πιάσε, σήκωσε). Γιατί ~εις (: παρατάς) τα πράγματά σου όπου βρεις; Βιβλία ~μένα στο πάτωμα.|| ~σα (= ξέχασα) τα κλειδιά μου στο σπίτι.|| ~σα (= πάρκαρα) το αυτοκίνητο μακριά.|| (σε οδηγό ταξί) ~στε με εδώ (: θα αποβιβαστώ, θα κατέβω).|| (μτφ.) Το ~ (= εμπιστεύομαι) στην κρίση σου. ~ (κάποιον) στο μαγαζί (βλ. αφήνω κάποιον στο πόδι μου). 3. εγκαταλείπω συνήθ. οριστικά ή σταματώ να κάνω κάτι: ~ τα όνειρά/σχέδιά μου. ~ μια δουλειά/μια θέση (= παραιτούμαι). Τον ~ουν σιγά-σιγά οι δυνάμεις του (πβ. εξασθενώ). ~σε το πανεπιστήμιο/σχολείο (= διέκοψε, παράτησε). Τους ~σαν στο έλεος του εχθρού. Δεν μπορώ να σε ~σω (= αποχωριστώ). Άστον μόνο του! Την/τον ~σε (= χώρισε).|| ~σε (= έφυγε, μετακόμισε από) το χωριό του και εγκαταστάθηκε στην πόλη.|| Πρέπει να σε ~σω τώρα (: κλείνοντας τηλεφωνική συνομιλία).|| Άσε τα αστεία/την πλάκα (= κόψε)/τα ψέματα!|| (σπάν.) Δεν μπορεί να ~σει (= κόψει) το ποτό. 4. επιτρέπω, προσφέρω τη δυνατότητα: ~ κάποιον να περάσει (πρώτος)/ένα αυτοκίνητο να προσπεράσει. Υλικό που δεν ~ει τον αέρα να περάσει (= αεροστεγές). ~σε ανοιχτό το ενδεχόμενο να .../να εννοηθεί ότι ... Δεν ~σε περιθώρια (αντίδρασης). ~σες να χαθεί (= δεν εκμεταλλεύτηκες) τέτοια ευκαιρία; Πώς τον ~ουν να κυκλοφορεί ελεύθερος; Δεν με ~σε (= μου απαγόρευσε) ο πατέρας μου να έρθω στην εκδρομή. Δεν μας ~σαν (= μας εμπόδισαν, πβ. τρώω πόρτα) να μπούμε στο μαγαζί. Δεν θα το ~σω να περάσει έτσι! Δεν μου ~σε άλλη επιλογή. Άσε τους άλλους να λένε ό, τι θέλουν (= αδιαφόρησε)! 5. δεν χρησιμοποιώ ή δεν καταναλώνω (κάτι), διατηρώ τη θέση ή την κατάστασή του: Ελπίζω να ~σες φαγητό και για μένα. Άσε τα πράγματα στη θέση τους. ~ τα μακαρόνια να βράσουν.|| ~ (κάποιον) στην άγνοια. 6. δεν κάνω κάτι, αναβάλλω για αργότερα: ~ τον λογαριασμό απλήρωτο/το παράθυρο ανοιχτό/το φως αναμμένο. ~σα τη δουλειά ατελείωτη/μισή. Άσε (= περίμενε) πρώτα να δούμε τι θα κάνει ... Ας ~σουμε αυτή τη συζήτηση, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Πβ. μεταθέτω. 7. δίνω ή κληροδοτώ: ~ πουρμπουάρ. ~σέ μου τη διεύθυνσή/το τηλέφωνό σου και θα σε ειδοποιήσω. Θα μου ~σεις (= δανείσεις) το αυτοκίνητό σου για λίγες ώρες; ~σε παραγγελία (= παρήγγειλε) στον ... Μου ~σε το κλειδί του σπιτιού του, για να ποτίζω τα λουλούδια. Πβ. παραχωρώ.|| Από εκατό ευρώ μου το ~σε εβδομήντα (: το πούλησε σε χαμηλότερη τιμή).|| (στο γ' πρόσ.) Δουλειά που ~ει κέρδος. Πβ. αποδίδει, αποφέρει.|| (για προθεσμία) ~σέ μου λίγες ώρες να το σκεφτώ.|| Παρακαλώ ~στε μήνυμα στον τηλεφωνητή.|| ~ κληρονομιά. 8. δημιουργώ, προκαλώ κάτι, συχνά αρνητικό· οδηγώ κάποιον σε ορισμένη κατάσταση: (για δημιουργία ελεύθερου χώρου:) ~ απόσταση/τόπο (μεταξύ πραγμάτων/στοιχείων κ.λπ.). ~στε λίγο περιθώριο στα αριστερά του γραπτού.|| ~ αιχμές/υπαινιγμούς (πβ. πετάω σπόντες). Κάποιος/κάτι με ~ει αδιάφορο/έκπληκτο. Με ~σες με τη(ν) αίσθηση/βεβαιότητα ότι/πως … Η κατάθεσή του ~σε πολλά ερωτηματικά.|| Σύστημα καθαρισμού που δεν ~ει σημάδια. ~ (κάποιον) μετέωρο/ξεκρέμαστο. Ο τυφώνας ~σε χιλιάδες άστεγους. 9. (οικ.) απορρίπτω, κόβω: Δεν ~σε κανέναν στην ίδια τάξη (= τους πέρασε όλους). Βλ. προβιβάζω. ● Παθ.: αφήνεται: βρίσκεται στην εξουσία κάποιου, εξαρτάται από αυτόν: Η απόφαση ~ στη διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων. Η τελική επιλογή ~ στον αγοραστή. Πβ. εναπόκειται, επαφίεται., αφήνομαι: παραδίνομαι, χαλαρώνω, δεν αντιστέκομαι σε κάτι: ~ στην απελπισία/στις σκέψεις. Βλ. ενδίδω.|| ~ στο έλεος του Θεού/στα χέρια του γιατρού. Κλείσε τα μάτια και ~ήσου/(σπανιότ.) ~έσου στον ρυθμό της μουσικής. ● ΦΡ.: άσε (προφ.-επιτατ.): ως εισαγωγικός δείκτης για κάτι δυσάρεστο ή αρνητικό: ~, τράκαρα με το αυτοκίνητο! ~ τι έπαθα χθες ..., άσε που (προφ.): επιπλέον, επίσης, επιπρόσθετα: Δεν έχω λεφτά για διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρόνο. Πβ. μεταξύ των άλλων. ΣΥΝ. μεταξύ (των) άλλων, άστα (να πάνε) (καλύτερα) & άσε καλύτερα (οικ.): μην το συζητάς, η κατάσταση είναι απογοητευτική: ~ ~, τα 'χω φορτώσει στον κόκορα. Το πρόγραμμα ήταν ~ ~ (= χάλια). Όσο για τη δουλειά, άσε καλύτερα ... Πβ. μην τα ρωτάς. ΣΥΝ. βράσε ρύζι/όρυζα, άστα αυτά & άστ'/ασ’ τ’ αυτά (προφ.): προτρεπτικά σε κάποιον, για να σταματήσει να λέει άσχετα πράγματα ή να κάνει κάτι: ~ ~ τώρα και βοήθησέ με να ..., άστα βράστα & ασ' τα βράσ' τα (οικ.): για να δηλωθεί δυσαρέσκεια, απογοήτευση σχετικά με μια κατάσταση., αφήνω (κάτι) στην τύχη (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): δεν ασχολούμαι με ή δεν επεμβαίνω σε κάτι. [< αγγλ. leave to chance] , αφήνω γεια 1. (οικ.-λογοτ.) αποχαιρετώ, εγκαταλείπω ή (σπάν.) πεθαίνω. 2. (αργκό) χαλάω: Ο υπολογιστής μάς άφησε ~, αφήνω κάποιον στη δυστυχία του: τον εγκαταλείπω χωρίς φροντίδα ή βοήθεια, δείχνω πλήρη αδιαφορία., αφήνω μούσι/μουστάκι/γένια/μαλλιά: δεν τα κόβω για να μεγαλώσουν., αφήνω στο σκοτάδι (μτφ.): κρατώ κάποιον σε άγνοια σχετικά με κάτι. [< αγγλ. leave someone in the dark] , αφήνω στον τόπο: προκαλώ ακαριαίο θάνατο. Πβ. θανατώνω, σκοτώνω., αφήνω το στίγμα/τη σφραγίδα μου (κάπου) {συνηθέστ. στον αόρ.} & (σπανιότ.) τη στάμπα μου (μτφ.): επιδρώ σε μεγάλο βαθμό: ~ησε ~ του στην πολιτική/στον πολιτισμό., αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο: δεν τον περιορίζω, κατ' επέκτ. χαλαρώνω: Άσε τον εαυτό σου ~ κι απόλαυσέ το!, άφησε την τελευταία του πνοή: πέθανε., δεν αφήνω (κάποιον) (να σταθεί) σε χλωρό κλαρί & (σπανιότ.) κλαδί: καταδιώκω κάποιον παντού, δεν τον αφήνω ήσυχο., θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι δεν πρόκειται να παρατήσουμε κάτι σημαντικό, για να ασχοληθούμε με κάτι ασήμαντο., μας άφησε χρόνους 1. πέθανε. 2. (χιουμορ.) χάλασε: Μάλλον θα μας ~ήσει ~ η μηχανή/η συσκευή!, την αφήνω {συνήθ. στον αόρ.} (προφ.): κλάνω. ΣΥΝ. την αμολάω (2), (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, αμολώ/ρίχνω/αφήνω (πίσω μου) μελάνι βλ. μελάνι, άσε τα σάπια! βλ. σάπιος, άστον/άσ' τον να λέει βλ. λέω, αφήνει την εντύπωση βλ. εντύπωση, αφήνω (κάποιον) στον άσο βλ. άσος, αφήνω (κάποιον)/δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει βλ. καταλαβαίνω, αφήνω (κάποιον/κάτι) σύξυλο/μένω σύξυλος βλ. σύξυλος, αφήνω (το) πλεονέκτημα βλ. πλεονέκτημα, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, αφήνω κάποιον άφωνο βλ. άφωνος, αφήνω κάποιον μπουκάλα βλ. μπουκάλα, αφήνω κάποιον στο ακουστικό του βλ. ακουστικό, αφήνω κάποιον στο πόδι μου βλ. πόδι, αφήνω κάποιον/κάτι πίσω (μου) βλ. πίσω, αφήνω λάσκα βλ. λάσκος, αφήνω τα θρανία βλ. θρανίο, αφήνω τα κόκαλά μου κάπου βλ. κόκαλο, αφήνω τα προσχήματα βλ. πρόσχημα, αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει βλ. καρδιά, αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι βλ. πόρτα, αφήνω χώρο βλ. χώρος, αφήνω/βάζω (κάτι) κατά μέρος βλ. μέρος, αφήνω/δίνω σε κάποιον την πρωτοβουλία βλ. πρωτοβουλία, αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του βλ. τύχη, αφήνω/παρατάω κάποιον ήσυχο/στην ησυχία του βλ. ήσυχος, αφήνω/παρατάω στη μέση βλ. μέση, αφήνω/παρατώ (κάποιον) στα κρύα του λουτρού βλ. λουτρό, αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο βλ. δρόμος, αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά βλ. σπόντα, άφησε/θα αφήσει εποχή βλ. εποχή, βάζω (ή αφήνω/εξωθώ/θέτω) κάποιον/μπαίνω στο περιθώριο βλ. περιθώριο, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω βλ. πέφτω, δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου βλ. μάτι, δεν αφήνω/δεν χάνω ευκαιρία για/να ... βλ. ευκαιρία, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα βλ. πέτρα, δεν έμεινε/δεν άφησαν (ούτε) κολυμπηθρόξυλο (όρθιο) βλ. κολυμπηθρόξυλο, δεν έμεινε/δεν άφησαν τίποτα όρθιο βλ. τίποτα, δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω βλ. δρόμος, μάθε τέχνη κι άστηνε (κι αν πεινάσεις πιάστηνε) βλ. τέχνη, μένω άγαλμα βλ. άγαλμα, μένω/αφήνω κόκαλο βλ. κόκαλο, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, τον άφησε σέκο βλ. σέκος [< μεσν. αφήνω < αρχ. ἀφίημι, γαλλ. laisser, αγγλ. leave – παλαιότ. ορθογρ. αφίνω]

άγαλμα

άγαλμα [ἄγαλμα] ά-γαλ-μα ουσ. (ουδ.) {αγάλμ-ατος | -ατα, -άτων}: τρισδιάστατο γλυπτό ή χυτό έργο τέχνης που αναπαριστά θεϊκή, ανθρώπινη ή ζωική μορφή: ακέφαλο/αρχαίο ελληνικό/ελληνιστικό/κυκλαδικό/λατρευτικό/μαρμάρινο/μπρούντζινο/περίοπτο/πήλινο/ρωμαϊκό/χάλκινο/χρυσελεφάντινο ~. ~ αλόγου/κόρης/μούσας. Το Ά~ της Ελευθερίας. Το ~ κατασκευάστηκε/στήθηκε προς τιμήν του .../φιλοτεχνήθηκε. Αναπαράσταση/αντίγραφο/βάση/κεφαλή ~ατος. ~ατα θεών. Βανδαλισμοί ~άτων. Πβ. ανδριάντας, ξόανο, προτομή.|| Ωραία σαν ~ (: καλλίγραμμη, αρμονική).|| Ζωντανό ~ (: για καλλιτέχνη ή μίμο που στέκεται σαν ~ σε δημόσιο χώρο). ● Υποκ.: αγαλματίδιο (το) (λόγ.): (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ θεότητας/παιδιού. Αναθηματικά ~α. Πβ. αγαλμάτιο, ειδώλιο.|| Απονομή των χρυσών ~ίων Όσκαρ. Πβ. αγαλματάκι. Βλ. -ίδιο., αγαλμάτιο (το) (λόγ.): ΑΡΧΑΙΟΛ. Λατρευτικά ~α. ● ΦΡ.: θα σου στήσω άγαλμα (μτφ.-προφ.): ως έκφραση ευγνωμοσύνης: Θα σου ~σουμε ~, τόσο που μας έχεις βοηθήσει! (ειρων.) Άμα το βρεις, θα σου ~σω ~ (στην πλατεία)., μένω άγαλμα & αφήνω άγαλμα (μτφ.-προφ.): από την έκπληξη: Μόλις είδα το τρακαρισμένο αυτοκίνητο, έμεινα ~ (= κάγκελο, κόκαλο, στήλη άλατος).|| Η καρφωτή κεφαλιά άφησε ~ τον τερματοφύλακα., σαν άγαλμα: ακίνητος και αμίλητος: ανέκφραστος/στητός/ψυχρός ~ ~. Κάθομαι/με κοίταζε/στέκομαι ~ ~. [< αρχ. ἄγαλμα, γαλλ. statue]

αεροπλανάκι

αεροπλανάκι [ἀεροπλανάκι] α-ε-ρο-πλα-νά-κι ουσ. (ουδ.) 1. παιδικό παιχνίδι ή αερομοντέλο: ηλεκτρικό/συναρμολογούμενο/τηλεκατευθυνόμενο/χάρτινο ~. 2. μικρό αεροπλάνο. 3. παράνομο παιχνίδι με μορφή πυραμίδας, στο οποίο κάθε παίκτης δίνει ένα ποσό που αποφέρει κέρδη, εφόσον εισάγει στο παιχνίδι άλλους παίκτες· κατ' επέκτ. επιχείρηση οργανωμένη σε δίκτυα καταναλωτών. ΣΥΝ. πυραμίδα (5)

αζωικός

αζωικός, ή, ό [ἀζωικός] α-ζω-ι-κός επίθ.: που δεν έχει ίχνη ζωής ή δεν ευνοεί την ανάπτυξή της. ΑΝΤ. ζωικός2 ● ΣΥΜΠΛ.: αζωικός αιώνας/αζωική περίοδος: ΓΕΩΛ. μεγάλη γεωλογική περίοδος κατά την οποία δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί ζωή στη Γη. ΣΥΝ. αρχαιοζωικός/αρχαϊκός αιώνας [< γαλλ. azoïque, αγγλ. azoic]

ακουστικό

ακουστικό [ἀκουστικό] α-κου-στι-κό ουσ. (ουδ.): συσκευή που εφάπτεται ή προσαρμόζεται στο αυτί ή στα αυτιά, ώστε να ληφθεί και να μεταδοθεί ο ήχος και να περιοριστεί ο εξωγενής θόρυβος: (ως εξάρτημα σταθερού τηλεφώνου:) Κατεβάζω/κλείνω/σηκώνω το ~.|| Μεγάλα/μεσαία/μίνι/στερεοφωνικά ~ά. ~ά ακρόασης/ενδοεπικοινωνίας/κεφαλής/τηλεόρασης/υψηλής πιστότητας. Ασύρματο/φορητό ~ για κινητά τηλέφωνα/με τεχνολογία μπλουτούθ (βλ. μικρο~). ~ για δηµοσιογραφικά κασετόφωνα/ηλεκτρονικό υπολογιστή/φορητά ραδιόφωνα τσέπης. Μικρόφωνο και ~ για συνομιλία στο διαδίκτυο.|| Τα ~ά του γιατρού (= το στηθοσκόπιο). ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστικά (βαρηκοΐας): μικροσκοπική συσκευή που ενισχύει τους ήχους και προσαρμόζεται στο αυτί ατόμων με προβλήματα ακοής: ενδοκαναλικά ~. Φοράει ψηφιακά ~ ~., ακουστικά ψείρες: που είναι μικροσκοπικά και τοποθετούνται μέσα στο αυτί. [< αγγλ. earbuds, 1983] ● ΦΡ.: αναμείνατε/περιμένετε στο ακουστικό σας 1. τυπική έκφραση αυτόματου τηλεφωνητή σε περίπτωση που είναι κατειλημμένη η τηλεφωνική γραμμή: Παρακαλώ περιμένετε ~. 2. (μτφ.-συνήθ. ειρων.) για προοπτική μακρόχρονης αναμονής, κωλυσιεργίας: ~ ~ για το επίδομα ... ~ ~ και θα υπάρξει ανακοίνωση., αναμένω/περιμένω στο ακουστικό (μου) (μτφ.): περιμένω (αγωνιωδώς) ειδοποίηση, οριστική απάντηση: Αναμένουν ~ τους, ώστε να υπογράψουν συμβόλαιο συνεργασίας., αφήνω κάποιον στο ακουστικό του: τον αφήνω να περιμένει. [< γαλλ. écouteur, 1922, αγγλ. earphone, 1924]

αμαξίδιο

αμαξίδιο [ἁμαξίδιο] α-μα-ξί-δι-ο ουσ. (ουδ.) {αμαξιδί-ου | -ων}: μικρό μεταφορικό όχημα: χειροκίνητο ~. Μηχανοκίνητο ~ (του γκολφ). Βλ. βαγονέτο. ● ΣΥΜΠΛ.: (αναπηρικό) αμαξίδιο: κάθισμα στερεωμένο σε μεγάλες συνήθ. ρόδες για ανθρώπους με μειωμένη κινητικότητα: αγωνιστικό/ηλεκτροκίνητο/παιδικό ~. Αντισφαίριση/καλαθοσφαίριση με ~ ~. ~α ατόμων με ειδικές ανάγκες. ~ ~ ειδικού/ελαφρού τύπου. Κινείται με/χρησιμοποιεί ~ ~. ΣΥΝ. αναπηρική καρέκλα/πολυθρόνα, αναπηρικό καρότσι. [< αγγλ. wheel-chair] [< μτγν. ἁμαξίδιον, γαλλ. chariot]

ανέκδοτος

ανέκδοτος, η, ο [ἀνέκδοτος] α-νέκ-δο-τος επίθ.: που δεν έχει δημοσιευτεί, κυκλοφορήσει στο ευρύ κοινό: ~η: αλληλογραφία/(αυτο)βιογραφία/διατριβή. ~ο: βιβλίο/(λογοτεχνικό) έργο/(φωτογραφικό) υλικό. ~οι: στίχοι. ~ες: επιγραφές/σημειώσεις. ~α: ποιήματα/χειρόγραφα. Πβ. αδημοσίευτος, ατύπωτος.|| ~ες: ηχογραφήσεις/συνθέσεις. Πβ. ακυκλοφόρητος.|| (για πρόσ. του οποίου το έργο παραμένει ~ο) ~ος: ποιητής/συγγραφέας. ΑΝΤ. εκδομένος ● βλ. ανέκδοτο [< μτγν. ἀνέκδοτος]

αργός

αργός, ή, ό [ἀργός] αρ-γός επίθ. 1. που κινείται, ενεργεί ή γίνεται με μικρή ταχύτητα, βραδύς: ~ός: υπάλληλος (πβ. νωθρός, ΑΝΤ. δραστήριος, σβέλτος). ~ή: αναπνοή/εκκίνηση. ~ό: αυτοκίνητο/βήμα/περπάτημα/τρένο (= αργοκίνητο). Απελπιστικά/βασανιστικά/τρομερά ~ στη δουλειά. Με ~ές (ΑΝΤ. αστραπιαίες) κινήσεις. Βλ. σιγανός.|| (μτφ.) Eίναι ~ στις αντιδράσεις/στην αντίληψη/στις αποφάσεις/στο μυαλό (= αργόστροφος, βραδύνους). ΑΝΤ. γρήγορος (1), ταχύς (1) 2. που εξελίσσεται με χαλαρούς ρυθμούς: ~ός: αγώνας/χορός/χρόνος (απόκρισης). ~ή: ανάπτυξη/διαδικασία/εξέλιξη/πρόοδος. ~ό: (κινηματογραφικό) έργο. Η εργασία προχωρά με ~ούς ρυθμούς. ΑΝΤ. γρήγορος (2), ταχύς (1) 3. που βρίσκεται στη φυσική κατάσταση εξαγωγής του, ακατέργαστος: (ΓΕΩΛ.) ~ός: λίθος. ΑΝΤ. κατεργασμένος ● Υποκ.: αργούτσικος , η, ο ● ΣΥΜΠΛ.: αργό(ν) μέλος: ΜΟΥΣ. στο οποίο μια συλλαβή του κειμένου αντιστοιχεί σε περισσότερους μουσικούς φθόγγους., αργό πετρέλαιο βλ. πετρέλαιο, αργός θάνατος βλ. θάνατος ● ΦΡ.: σε αργή κίνηση: (σε κινηματογράφο, τηλεόραση, βίντεο) αναπαραγωγή κινούμενης εικόνας σε μικρότερη ταχύτητα από την κανονική: πλάνο/σκηνή/στιγμιότυπο/φάση ~ ~. ΑΝΤ. σε γρήγορη κίνηση [< αγγλ. (in) slow motion, 1924] ● βλ. αργά [< 1: αρχ. ἀργός, μεσν. αργός 2: γαλλ. lent 3: αγγλ. crude]

άργυρος

άργυρος [ἄργυρος] άρ-γυ-ρος ουσ. (αρσ.) {αργύρ-ου}: ΧΗΜ. χημικό στοιχείο (συμβ. Ag, Z 47), πολύτιμο μέταλλο λευκού-γκρι χρώματος· ασήμι: νιτρικός ~. Βλ. χαλκός, χρυσός, ψευδ~. [< αρχ. ἄργυρος, γαλλ. argent]

-αρία

-αρία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει: 1. (επιτατ.) σύνολο, κυρ. προσώπων, συνήθ. με αρνητικά χαρακτηριστικά και κατ' επέκτ. την αντίστοιχη ιδιότητα: (μειωτ.) αλητ~/κουρελ~/λετσ~/μπασκλασ~.|| (γενικότ. για κατάσταση ή αντικείμενα:) Kιτσ~ (πβ. -αριό)/παλιατσ~.|| (χωρ. αρνητ. σημ.) Πιτσιρικ~.|| (μειωτ.) Κοκετ~/σνομπ~. 2. κατάστημα που προσφέρει κυρ. ποτό ή φαγητό: μπιρ~/πιτσ~. Βλ. -ερία. 3. κατασκευή ή χώρο: τζαμ~/τραπεζ~.

αρχαιοζωικός

αρχαιοζωικός, ή, ό [ἀρχαιοζωϊκός] αρ-χαι-ο-ζω-ι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αρχαιοζωικός/αρχαϊκός αιώνας: ΓΕΩΛ. η αρχαιότερη γεωλογική εποχή, που μεσολάβησε ανάμεσα στον σχηματισμό του στερεού φλοιού της Γης και την εμφάνιση ζωής. ΣΥΝ. αζωικός αιώνας/αζωική περίοδος [< γαλλ. ère archéozoïque/archéenne]

άσος

άσος [ἄσος] ά-σος ουσ. (αρσ.) & άσσος 1. ο αριθμός ένα και το σύμβολό του· η μονάδα στη βαθμολογία: Ποντάρω άσο σε αγώνα/δελτίο/στοίχημα (: σημειώνω τον αριθμό 1). Πιάνω τον άσο (: κάνω σωστή πρόβλεψη ότι θα κερδίσει η πρώτη ομάδα).|| Πήρε άσο στο μάθημα.|| (συνεκδ.) Φέρνω άσο (: την πλευρά του ζαριού). ~ και δύο (= ασόδυο). ~ μπαστούνι/κούπα (: το χαρτί της τράπουλας με την αντίστοιχη ένδειξη). Έπαιξε/έχασε ό,τι είχε και δεν είχε στον άσο (= στον τζόγο, στα χαρτιά). 2. (μτφ.) οτιδήποτε δίνει πλεονέκτημα σε κάποιον ή τον οδηγεί σε επιτυχία και συνήθ. εμφανίζεται σε κατάλληλη στιγμή: Κρατώ άσο στα χέρια μου. 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου με υψηλές επιδόσεις ή ικανότητες σε κάποιον τομέα, κυρ. στον αθλητισμό: διεθνής/έμπειρος/παλαίμαχος ~. ~ του βολάν. ~ των γηπέδων/της μπάλας. ~ στην κολύμβηση/στη φυσική. Πβ. αστέρι. 4. ΑΘΛ. (στο τένις και το βόλεϊ) σερβίς που αποτυγχάνει να υποδεχτεί ο αντίπαλος και συνεκδ. ο πόντος που κερδίζεται, σημειώνεται από αυτό. ● Υποκ.: ασάκι (το) (προφ.) βλ. σημ. 1: πιθανό ~ (: εντός έδρας νίκη μιας ομάδας). Βάζω ~ (: το σύμβολο 1 σε προγνωστικά αγώνων ποδοσφαίρου ή μπάσκετ). Βλ. διπλό. ● ΦΡ.: άσος στο μανίκι & κρυφός άσος: (συγκριτικό) πλεονέκτημα που δεν αποκαλύπτεται, για να αξιοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή. Πβ. χρυσή εφεδρεία., αφήνω (κάποιον) στον άσο {κυρ. στον αόρ.} (προφ.): εγκαταλείπω κάποιον: Τον άφησε ~ ύστερα από δέκα χρόνια γάμου. Πβ. στα κρύα του λουτρού., βρέθηκε/έμεινε στον άσο & στον άσο (προφ.): υπέστη αποτυχία ή οικονομική καταστροφή, έχασε όλη του την περιουσία· εγκαταλείφθηκε από τους γύρω του: Έμεινε ~ από τον τζόγο., καρέ του άσου βλ. καρέ [< 1: μεσν. άσσο 2: ιταλ. asso 3: γαλλ. as 4: αγγλ. ace, γαλλ. ~, 1928]

αυξανόμενος

αυξανόμενος, η, ο [αὐξανόμενος] αυ-ξα-νό-με-νος επίθ.: που αυξάνεται, μεγαλώνει, πολλαπλασιάζεται: ~ος: ανταγωνισμός. ~η: ανησυχία/επιρροή/ζήτηση/κυκλοφορία/πίεση. ~ο: κόστος/μέγεθος/πλήθος. ~ες: ανάγκες/απαιτήσεις. ~α: έξοδα/χρέη. Διαρκώς/προοδευτικά/συνεχώς ~ αριθμός επισκεπτών. Ολοένα (και) ~ο το ενδιαφέρον (= εντεινόμενο) για ... Με ~ους ρυθμούς συνεχίζεται ο ... Βλ. αυξημένος. [< αρχ. αὐξανόμενος]

αφήνω

αφήνω [ἀφήνω] α-φή-νω ρ. (μτβ.) {άφη-σα (λαϊκό) άφηκα, (προστ. άφη-σε, αφή-στε κ. άσε, άστε), αφέ-θηκα, αφη-μένος, αφήν-οντας} 1. σταματώ να κρατώ κάποιον ή κάτι· (απ)ελευθερώνω: ~σε τα χέρια μου ελεύθερα! Μη μ' ~σεις, θα πέσω. Άσε με!|| ~ το γκάζι (= δεν το πατώ).|| ~ κρατούμενο/όμηρο. 2. ακουμπώ, αποθέτω, τοποθετώ κάτι ή κάποιον σε συγκεκριμένο σημείο: Άσε τις βαλίτσες κάτω (ΑΝΤ. πάρε, πιάσε, σήκωσε). Γιατί ~εις (: παρατάς) τα πράγματά σου όπου βρεις; Βιβλία ~μένα στο πάτωμα.|| ~σα (= ξέχασα) τα κλειδιά μου στο σπίτι.|| ~σα (= πάρκαρα) το αυτοκίνητο μακριά.|| (σε οδηγό ταξί) ~στε με εδώ (: θα αποβιβαστώ, θα κατέβω).|| (μτφ.) Το ~ (= εμπιστεύομαι) στην κρίση σου. ~ (κάποιον) στο μαγαζί (βλ. αφήνω κάποιον στο πόδι μου). 3. εγκαταλείπω συνήθ. οριστικά ή σταματώ να κάνω κάτι: ~ τα όνειρά/σχέδιά μου. ~ μια δουλειά/μια θέση (= παραιτούμαι). Τον ~ουν σιγά-σιγά οι δυνάμεις του (πβ. εξασθενώ). ~σε το πανεπιστήμιο/σχολείο (= διέκοψε, παράτησε). Τους ~σαν στο έλεος του εχθρού. Δεν μπορώ να σε ~σω (= αποχωριστώ). Άστον μόνο του! Την/τον ~σε (= χώρισε).|| ~σε (= έφυγε, μετακόμισε από) το χωριό του και εγκαταστάθηκε στην πόλη.|| Πρέπει να σε ~σω τώρα (: κλείνοντας τηλεφωνική συνομιλία).|| Άσε τα αστεία/την πλάκα (= κόψε)/τα ψέματα!|| (σπάν.) Δεν μπορεί να ~σει (= κόψει) το ποτό. 4. επιτρέπω, προσφέρω τη δυνατότητα: ~ κάποιον να περάσει (πρώτος)/ένα αυτοκίνητο να προσπεράσει. Υλικό που δεν ~ει τον αέρα να περάσει (= αεροστεγές). ~σε ανοιχτό το ενδεχόμενο να .../να εννοηθεί ότι ... Δεν ~σε περιθώρια (αντίδρασης). ~σες να χαθεί (= δεν εκμεταλλεύτηκες) τέτοια ευκαιρία; Πώς τον ~ουν να κυκλοφορεί ελεύθερος; Δεν με ~σε (= μου απαγόρευσε) ο πατέρας μου να έρθω στην εκδρομή. Δεν μας ~σαν (= μας εμπόδισαν, πβ. τρώω πόρτα) να μπούμε στο μαγαζί. Δεν θα το ~σω να περάσει έτσι! Δεν μου ~σε άλλη επιλογή. Άσε τους άλλους να λένε ό, τι θέλουν (= αδιαφόρησε)! 5. δεν χρησιμοποιώ ή δεν καταναλώνω (κάτι), διατηρώ τη θέση ή την κατάστασή του: Ελπίζω να ~σες φαγητό και για μένα. Άσε τα πράγματα στη θέση τους. ~ τα μακαρόνια να βράσουν.|| ~ (κάποιον) στην άγνοια. 6. δεν κάνω κάτι, αναβάλλω για αργότερα: ~ τον λογαριασμό απλήρωτο/το παράθυρο ανοιχτό/το φως αναμμένο. ~σα τη δουλειά ατελείωτη/μισή. Άσε (= περίμενε) πρώτα να δούμε τι θα κάνει ... Ας ~σουμε αυτή τη συζήτηση, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Πβ. μεταθέτω. 7. δίνω ή κληροδοτώ: ~ πουρμπουάρ. ~σέ μου τη διεύθυνσή/το τηλέφωνό σου και θα σε ειδοποιήσω. Θα μου ~σεις (= δανείσεις) το αυτοκίνητό σου για λίγες ώρες; ~σε παραγγελία (= παρήγγειλε) στον ... Μου ~σε το κλειδί του σπιτιού του, για να ποτίζω τα λουλούδια. Πβ. παραχωρώ.|| Από εκατό ευρώ μου το ~σε εβδομήντα (: το πούλησε σε χαμηλότερη τιμή).|| (στο γ' πρόσ.) Δουλειά που ~ει κέρδος. Πβ. αποδίδει, αποφέρει.|| (για προθεσμία) ~σέ μου λίγες ώρες να το σκεφτώ.|| Παρακαλώ ~στε μήνυμα στον τηλεφωνητή.|| ~ κληρονομιά. 8. δημιουργώ, προκαλώ κάτι, συχνά αρνητικό· οδηγώ κάποιον σε ορισμένη κατάσταση: (για δημιουργία ελεύθερου χώρου:) ~ απόσταση/τόπο (μεταξύ πραγμάτων/στοιχείων κ.λπ.). ~στε λίγο περιθώριο στα αριστερά του γραπτού.|| ~ αιχμές/υπαινιγμούς (πβ. πετάω σπόντες). Κάποιος/κάτι με ~ει αδιάφορο/έκπληκτο. Με ~σες με τη(ν) αίσθηση/βεβαιότητα ότι/πως … Η κατάθεσή του ~σε πολλά ερωτηματικά.|| Σύστημα καθαρισμού που δεν ~ει σημάδια. ~ (κάποιον) μετέωρο/ξεκρέμαστο. Ο τυφώνας ~σε χιλιάδες άστεγους. 9. (οικ.) απορρίπτω, κόβω: Δεν ~σε κανέναν στην ίδια τάξη (= τους πέρασε όλους). Βλ. προβιβάζω. ● Παθ.: αφήνεται: βρίσκεται στην εξουσία κάποιου, εξαρτάται από αυτόν: Η απόφαση ~ στη διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων. Η τελική επιλογή ~ στον αγοραστή. Πβ. εναπόκειται, επαφίεται., αφήνομαι: παραδίνομαι, χαλαρώνω, δεν αντιστέκομαι σε κάτι: ~ στην απελπισία/στις σκέψεις. Βλ. ενδίδω.|| ~ στο έλεος του Θεού/στα χέρια του γιατρού. Κλείσε τα μάτια και ~ήσου/(σπανιότ.) ~έσου στον ρυθμό της μουσικής. ● ΦΡ.: άσε (προφ.-επιτατ.): ως εισαγωγικός δείκτης για κάτι δυσάρεστο ή αρνητικό: ~, τράκαρα με το αυτοκίνητο! ~ τι έπαθα χθες ..., άσε που (προφ.): επιπλέον, επίσης, επιπρόσθετα: Δεν έχω λεφτά για διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρόνο. Πβ. μεταξύ των άλλων. ΣΥΝ. μεταξύ (των) άλλων, άστα (να πάνε) (καλύτερα) & άσε καλύτερα (οικ.): μην το συζητάς, η κατάσταση είναι απογοητευτική: ~ ~, τα 'χω φορτώσει στον κόκορα. Το πρόγραμμα ήταν ~ ~ (= χάλια). Όσο για τη δουλειά, άσε καλύτερα ... Πβ. μην τα ρωτάς. ΣΥΝ. βράσε ρύζι/όρυζα, άστα αυτά & άστ'/ασ’ τ’ αυτά (προφ.): προτρεπτικά σε κάποιον, για να σταματήσει να λέει άσχετα πράγματα ή να κάνει κάτι: ~ ~ τώρα και βοήθησέ με να ..., άστα βράστα & ασ' τα βράσ' τα (οικ.): για να δηλωθεί δυσαρέσκεια, απογοήτευση σχετικά με μια κατάσταση., αφήνω (κάτι) στην τύχη (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): δεν ασχολούμαι με ή δεν επεμβαίνω σε κάτι. [< αγγλ. leave to chance] , αφήνω γεια 1. (οικ.-λογοτ.) αποχαιρετώ, εγκαταλείπω ή (σπάν.) πεθαίνω. 2. (αργκό) χαλάω: Ο υπολογιστής μάς άφησε ~, αφήνω κάποιον στη δυστυχία του: τον εγκαταλείπω χωρίς φροντίδα ή βοήθεια, δείχνω πλήρη αδιαφορία., αφήνω μούσι/μουστάκι/γένια/μαλλιά: δεν τα κόβω για να μεγαλώσουν., αφήνω στο σκοτάδι (μτφ.): κρατώ κάποιον σε άγνοια σχετικά με κάτι. [< αγγλ. leave someone in the dark] , αφήνω στον τόπο: προκαλώ ακαριαίο θάνατο. Πβ. θανατώνω, σκοτώνω., αφήνω το στίγμα/τη σφραγίδα μου (κάπου) {συνηθέστ. στον αόρ.} & (σπανιότ.) τη στάμπα μου (μτφ.): επιδρώ σε μεγάλο βαθμό: ~ησε ~ του στην πολιτική/στον πολιτισμό., αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο: δεν τον περιορίζω, κατ' επέκτ. χαλαρώνω: Άσε τον εαυτό σου ~ κι απόλαυσέ το!, άφησε την τελευταία του πνοή: πέθανε., δεν αφήνω (κάποιον) (να σταθεί) σε χλωρό κλαρί & (σπανιότ.) κλαδί: καταδιώκω κάποιον παντού, δεν τον αφήνω ήσυχο., θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι δεν πρόκειται να παρατήσουμε κάτι σημαντικό, για να ασχοληθούμε με κάτι ασήμαντο., μας άφησε χρόνους 1. πέθανε. 2. (χιουμορ.) χάλασε: Μάλλον θα μας ~ήσει ~ η μηχανή/η συσκευή!, την αφήνω {συνήθ. στον αόρ.} (προφ.): κλάνω. ΣΥΝ. την αμολάω (2), (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, αμολώ/ρίχνω/αφήνω (πίσω μου) μελάνι βλ. μελάνι, άσε τα σάπια! βλ. σάπιος, άστον/άσ' τον να λέει βλ. λέω, αφήνει την εντύπωση βλ. εντύπωση, αφήνω (κάποιον) στον άσο βλ. άσος, αφήνω (κάποιον)/δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει βλ. καταλαβαίνω, αφήνω (κάποιον/κάτι) σύξυλο/μένω σύξυλος βλ. σύξυλος, αφήνω (το) πλεονέκτημα βλ. πλεονέκτημα, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, αφήνω κάποιον άφωνο βλ. άφωνος, αφήνω κάποιον μπουκάλα βλ. μπουκάλα, αφήνω κάποιον στο ακουστικό του βλ. ακουστικό, αφήνω κάποιον στο πόδι μου βλ. πόδι, αφήνω κάποιον/κάτι πίσω (μου) βλ. πίσω, αφήνω λάσκα βλ. λάσκος, αφήνω τα θρανία βλ. θρανίο, αφήνω τα κόκαλά μου κάπου βλ. κόκαλο, αφήνω τα προσχήματα βλ. πρόσχημα, αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει βλ. καρδιά, αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι βλ. πόρτα, αφήνω χώρο βλ. χώρος, αφήνω/βάζω (κάτι) κατά μέρος βλ. μέρος, αφήνω/δίνω σε κάποιον την πρωτοβουλία βλ. πρωτοβουλία, αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του βλ. τύχη, αφήνω/παρατάω κάποιον ήσυχο/στην ησυχία του βλ. ήσυχος, αφήνω/παρατάω στη μέση βλ. μέση, αφήνω/παρατώ (κάποιον) στα κρύα του λουτρού βλ. λουτρό, αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο βλ. δρόμος, αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά βλ. σπόντα, άφησε/θα αφήσει εποχή βλ. εποχή, βάζω (ή αφήνω/εξωθώ/θέτω) κάποιον/μπαίνω στο περιθώριο βλ. περιθώριο, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω βλ. πέφτω, δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου βλ. μάτι, δεν αφήνω/δεν χάνω ευκαιρία για/να ... βλ. ευκαιρία, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα βλ. πέτρα, δεν έμεινε/δεν άφησαν (ούτε) κολυμπηθρόξυλο (όρθιο) βλ. κολυμπηθρόξυλο, δεν έμεινε/δεν άφησαν τίποτα όρθιο βλ. τίποτα, δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω βλ. δρόμος, μάθε τέχνη κι άστηνε (κι αν πεινάσεις πιάστηνε) βλ. τέχνη, μένω άγαλμα βλ. άγαλμα, μένω/αφήνω κόκαλο βλ. κόκαλο, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, τον άφησε σέκο βλ. σέκος [< μεσν. αφήνω < αρχ. ἀφίημι, γαλλ. laisser, αγγλ. leave – παλαιότ. ορθογρ. αφίνω]

άφωνος

άφωνος, η, ο [ἄφωνος] ά-φω-νος επίθ. 1. που δεν μπορεί να μιλήσει λόγω έκπληξης, συγκίνησης, θαυμασμού, φόβου και γενικότ. έντονου συναισθήματος: Η ανθρωπότητα παρακολουθεί ~η τη βομβιστική επίθεση. Πβ. αμίλητος, έκθαμβος, έκπληκτος, εμβρόντητος, ενεός, κατάπληκτος. ΣΥΝ. άναυδος 2. (σπάν.) που δεν μιλά, δεν έχει φωνή: (μειωτ.) ~ες: τραγουδίστριες (: χωρίς καλή φωνή, πβ. παρ~).|| (μτφ.) Έχουν μετατραπεί σε ~α όργανα (= άβουλα, άκριτα). Βλ. φερέφωνο.|| (μτφ.-λογοτ.) ~η: οδύνη (ΣΥΝ. βουβή, σιωπηλή). ΣΥΝ. άλαλος, μουγγός (1) 3. ΓΡΑΜΜ. που δεν προφέρεται: Το ένα από τα δύο όμοια σύμφωνα είναι ~ο γράμμα (π.χ. το λ στο "αλλά"). Βλ. -φωνος. ● επίρρ.: άφωνα: χωρίς μιλιά. ● ΣΥΜΠΛ.: άφωνα σύμφωνα: ΓΡΑΜΜ. (παλαιότ.) άηχα, μη ηχηρά (π, β, φ, τ, δ, θ, κ, γ, χ). ΑΝΤ. ηχηρά σύμφωνα ● ΦΡ.: αφήνω κάποιον άφωνο: (μτφ.) εκπλήσσω κάποιον, συνήθ. για κάτι ευχάριστο: Η ανατροπή στο φινάλε αφήνει ~ο τον θεατή. Πβ. αφήνω κόκαλο, με ανοιχτό το στόμα., μένω άφωνος: (μτφ.) δεν μπορώ να μιλήσω από την έκπληξη, τον θαυμασμό, τη συγκίνηση: Έμεινα ~η, δεν ήξερα τι να απαντήσω., ιχθύος αφωνότερος/άφωνος ιχθύς βλ. ιχθύς [< αρχ. ἄφωνος]

βάθος

βάθος βά-θος ουσ. (ουδ.) {βάθ-ους | -η, -ών} 1. η απόσταση ανάμεσα σε ένα ανώτερο και ένα κατώτερο επίπεδο: το ~ του γκρεμού/λάκκου/πηγαδιού. ~ γεώτρησης/εκσκαφής ... μέτρα. Σεισμός μικρού ~ους (= επιφανειακός). Έσκαψαν/καταδύθηκαν/κατέβηκαν σε μεγάλο ~. 2. η απόσταση ανάμεσα σε ένα πρόσθιο και ένα οπίσθιο επίπεδο: το ~ της σπηλιάς/στοάς (πβ. εσωτερικό). (στη ζωγραφική) Η αίσθηση/εντύπωση του ~ους (= του χώρου· βλ. προοπτική). Στο ~ (= φόντο) του πίνακα διακρίνονται δύο φιγούρες. 3. (μτφ.) έκταση, εύρος, μέγεθος: το ~ της γνώσης/σκέψης/σοφίας του. Το ~ ενός προβλήματος.|| Το απύθμενο ~ της ψευτιάς. ΣΥΝ. πλάτος (2) 4. (μτφ.) ουσία, περιεχόμενο: το ~ (= βαθύτερο νόημα) των λέξεων. Πολιτική με ~. Άνθρωπος χωρίς ~ (= κενός). 5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας έννοιας, με τα οποία διαφοροποιείται από κάθε άλλη. Βλ. γένος, πλάτος. ● ΣΥΜΠΛ.: βάθος πεδίου: ΦΩΤΟΓΡ. η απόσταση ανάμεσα στο πιο κοντινό στον φακό αντικείμενο και στο πιο απομακρυσμένο από αυτόν, όταν αυτά απεικονίζονται με ευκρίνεια στη φωτογραφία: Αλλάζω/βελτιώνω/ελαχιστοποιώ/μεγιστοποιώ το ~ ~. [< γαλλ. p rofondeur du champ ] , βάθος χρώματος: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθµός των δυαδικών στοιχείων που διατίθενται για την αποθήκευση της πληροφορίας του χρωµατισµού κάθε εικονοστοιχείου: Το ~ ~ ανέρχεται σε/φτάνει τα ... μπιτ. [< αγγλ. color depth] , θόρυβος βάθους: ΤΗΛΕΠ. που προέρχεται από πηγή (ήχου) διαφορετική από αυτή που ηχογραφείται. [< αγγλ. background noise] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους βλ. οικολογία, εστιακό βάθος βλ. εστιακός, ψυχολογία του βάθους βλ. ψυχολογία ● ΦΡ.: από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) & (λόγ.) εκ βάθους/από μέσης καρδίας: για έκφραση γνήσιων και έντονων συναισθημάτων: Σας ευχαριστώ/συγχαίρω ~ ~ (= ειλικρινά)! Εύχομαι ~ ~ υγεία και μακροημέρευση! ΣΥΝ. από καρδιάς, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά [< γαλλ. du fond de mon coeur] , εν τω βάθει (επιστ.): στο βάθος: (ΙΑΤΡ.) ~ ~ λοίμωξη/φλεβική θρόμβωση. ~ ~ καμπτήρας (δακτύλων). ΑΝΤ. επιπολής, κατά (/στο) βάθος: στην πραγματικότητα: ~ ~, είναι καλός άνθρωπος.|| Ξέρω, ~ ~ (: βαθιά μέσα μου), ότι λέει ψέματα. [< γαλλ. au/dans le fond] , με βάθος χρόνου 1. με προοπτική: επένδυση/συνεργασία ~ ~. 2. (για στόχο) με προβλεπόμενο χρονικό όριο για την επίτευξή του: έργα ~ ~ τα πέντε έτη/το 2020 (= με χρονικό ορίζοντα)., σε βάθος & (λόγ.) εις βάθος: που φτάνει στην ουσία των πραγμάτων: ανάλυση/έρευνα ~ ~ (= λεπτομερής, σχολαστική). Γνωρίζω ~ ~ το θέμα. Εξέτασε ~ ~ την υπόθεση (= διεξοδικά).|| Καθαριότητα ~ ~. Βλ. επιφανειακός. [< αγγλ. in depth, γαλλ. au fond de, à fond] , σε βάθος και (σε) πλάτος/σε πλάτος και (σε) βάθος 1. λεπτομερώς, από όλες τις πλευρές: έλεγχος ~ ~. Τα δεδομένα μελετήθηκαν ~ ~. ΣΥΝ. ενδελεχώς. 2. σε όλα τα επίπεδα: διεύρυνση/μεταρρύθμιση ~ ~., σε βάθος χρόνου 1. μακροπρόθεσμα, μελλοντικά: εφαρμογή του μέτρου σε (ικανό) ~ ~, όχι αμέσως. Αλλαγές που πραγματοποιούνται σταδιακά και ~ ~. 2. (προκειμένου για συγκεκριμένη χρονική προθεσμία) σε διάστημα: υλοποίηση του προγράμματος ~ ~ οκτώ μηνών. [< αγγλ. in time depth] , τα βάθη του χρόνου/των αιώνων: το πολύ μακρινό παρελθόν: Ιστορία/πολιτισμός που ξεκινά από τα/που χάνεται στα ~ ~., το βάθος/τα βάθη (συνήθ. προηγείται η πρόθ. σε ή από) 1. το εσώτερο σημείο, το πίσω μέρος: Στο ~ διακρίνεται το χωριό. Στο ~ του ορίζοντα. Τον είδε στο ~ της αίθουσας/του διαδρόμου.|| (μτφ.) Εικόνες από ~ της μνήμης/του μυαλού (πβ. μύχια). 2. το πιο απομακρυσμένο ή πάρα πολύ μακρινό σημείο: ταξίδι στα ~ της ερήμου (πβ. πέρατα). 3. {συνήθ. στον πληθ.} πολύ χαμηλό ή το χαμηλότερο σημείο: από τα/στα ~ της Γης (πβ. έγκατα)/της θάλασσας (πβ. πυθμένας). Αποστολές στα (άγνωστα) ~ των ωκεανών (πβ. άβυσσος). Στο ~ (= στον πάτο) της λίμνης., χαίρε βάθος αμέτρητον (από τον Ακάθιστο Ύμνο) (λόγ.-ειρων.): για δήλωση χαοτικής, άναρχης κατάστασης ή για κάτι εντελώς ασαφές και απροσδιόριστο., ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. βάθος, γαλλ. fond, αγγλ. depth, γερμ. Tiefe]

βλαχιά

βλαχιά βλα-χιά ουσ. (θηλ.) 1. (μειωτ.) αγενής, απολίτιστη συμπεριφορά. 2. (περιληπτ.-μτφ.-μειωτ.) άνθρωποι που δεν έχουν καλούς τρόπους. 3. (περιληπτ.) το σύνολο των Βλάχων. [< μεσν. Βλαχία]

-δην

-δην (λόγ.): επίθημα επιρρημάτων που δηλώνουν τρόπο: άρ~/διαρρή~/καταλογά~/συλλήβ~/συστά~/τροχά~. Βλ. -ηδόν. ΔΗΝ

δρόμος

δρόμος δρό-μος ουσ. (αρσ.) 1. μακρόστενη επιφάνεια εδάφους που πλαισιώνεται συνήθ. από σπίτια ή/και κτίρια και έχει χαραχθεί και διαμορφωθεί έτσι, ώστε να κινούνται σε αυτήν άνθρωποι ή/και κυρ. οχήματα: αγροτικός/αδιέξοδος (βλ. αδιέξοδο)/αμαξιτός/ανηφορικός/αστικός/άστρωτος (βλ. χωματόδρομος)/ασφαλτοστρωμένος/δασικός/δευτερεύων (πβ. παράδρομος)/δημόσιος/δύσβατος/εθνικός/ελικοειδής/επαρχιακός/επικίνδυνος/έρημος/ευθύς/ιδιωτικός/κατηφορικός/κεντρικός (βλ. λεωφόρος)/κύριος/πλακόστρωτος/πλατύς/πολυσύχναστος/στενός/φιδωτός ~. ~ προτεραιότητας. ~ μονής/διπλής (βλ. αρτηρία, αυτοκινητόδρομος) κατεύθυνσης. ~ με κίνηση/κλειστές στροφές/(διαχωριστική) νησίδα. ~ για τους πεζούς (βλ. πεζόδρομος). Κατάστρωμα (πβ. οδόστρωμα)/κράσπεδο/όνομα/πλευρά/ρείθρο/χάραξη του ~ου. Διασταύρωση ~ων (βλ. σταυροδρόμι). (Δι)ανοίχτηκε ~. Ο ~ είναι ανοιχτός. Διασχίζω/περνώ/φτιάχνω τον ~ο. Περπατώ στον ~ο. Γυρίζει/περιφέρεται στους ~ους. Ζωγράφος/καλλιτέχνης (του) ~ου (βλ. πλανόδιος, υπαίθριος). Το δωμάτιο βλέπει στο(ν) ~ο. Σε ποιο ~ο μένει; ΣΥΝ. οδός (1) 2. (ειδικότ.) μετάβαση από έναν τόπο ή σημείο σε άλλο, η απόσταση που διανύεται και η διαδρομή που ακολουθείται· διέξοδος, πέρασμα: (ως ευχή) Καλό ~ο (= ταξίδι)! Σε όλο το ~ο τη σκεφτόμουν. (κυριολ. κ. μτφ.) Έχουμε να διανύσουμε/να κάνουμε πολύ ~ο ακόμα. Μια ώρα/μιας ώρας ~. Πέντε χιλιόμετρα ~. Βρίσκω/μπερδεύω τον ~ο. Μου ζήτησε να του δείξω τον ~ο. Συνέχισαν τον ~ο τους και έφτασαν στον προορισμό τους. Ποιος είναι ο συντομότερος ~; Από ποιο ~ο ήρθες; Ακολουθώ τον ίδιο ~ο/τον ~ο που οδηγεί στην παραλία. Είμαι/επιστρέφω στον ~ο για/προς ... Θα πάω να τον δω, είναι στον ~ο μου. Με έφαγαν οι ~οι (= με κούρασαν οι μετακινήσεις).|| Εναέριοι/θαλάσσιοι/υδάτινοι ~οι (= πορείες των αεροπλάνων ή των πλοίων).|| (μτφ.) Μουσικοί ~οι (: μουσικές διαδρομές).|| Βρίσκω ~ο μέσα από ... (προφ.) Ανοίξτε ~ο (: για διέλευση μέσα από πλήθος κόσμου). Βλ. διάδρομος. 3. (μτφ.) η τακτική και οι ενέργειες για την επίτευξη ενός στόχου, οι επιλογές που γίνονται ή οι δυνατότητες που προσφέρονται και κατ' επέκτ. η πορεία που ακολουθείται στη ζωή, η χρονική της διάρκεια και οι συνακόλουθες εμπειρίες: ο ~ της αρετής/της ελπίδας/της ευτυχίας/της κακίας/της προσφοράς/του χρέους. Ο (βέβαιος) ~ προς τη δόξα/την ειρήνη/την ενωμένη Ευρώπη/την επιτυχία/την κορυφή/το κύπελλο/τη μάθηση. Ο ~ για υγεία και ευεξία. Υπάρχει κι άλλος ~ πέρα από τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Η πορεία προς τη γνώση δεν είναι ~ στρωµένος µε ροδοπέταλα (: δεν είναι εύκολη). Ο ~ που οδηγεί στη λύση του προβλήματος (= μέθοδος, τρόπος). Δύσβατος ο ~ της μεταρρύθμισης. Οι ~οι μας είναι διαφορετικοί, αλλά ο στόχος κοινός. Βλ. πρόδρομος.|| Παράλληλοι ~οι (βλ. βίοι παράλληλοι). Έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο ~ους. Διαλέγω το(ν) δύσκολο/εύκολο ~ο. Βαδίζει στον ~ο του καθήκοντος. Βρίσκεται/επανήλθε στον σωστό ~ο. Διασταυρώθηκαν/συναντήθηκαν/χώρισαν οι ~οι μας. 4. ΑΘΛ. αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές τρέχουν και νικητής αναδεικνύεται ο ταχύτερος: ~ 100/200/400/800/1.500 μέτρων. ~ ημιαντοχής/ταχύτητας. 5. ΤΕΧΝΟΛ. γραμμή, κανάλι μετάδοσης ή παροχής: ~ διάδοσης. ● Υποκ.: δρομάκι (το) & δρομάκος & (λόγ.) δρομίσκος (ο): στη σημ. 1: γραφικό/ερημικό/χωμάτινο ~ (βλ. σοκάκι). Τα στενά ~ια με τα παραδοσιακά σπίτια. Περιπλανήθηκα στα μικρά, δαιδαλώδη ~ια του κάστρου. Βλ. μονοπάτι. ● ΣΥΜΠΛ.: αγώνας δρόμου 1. ΑΘΛ. συναγωνισμός αθλητών, επαγγελματιών ή μη, στο τρέξιμο: λαϊκός ~ ~. ~ ~ αγοριών και κοριτσιών. 2. (μτφ.) για ταχύτατες ενέργειες της τελευταίας στιγμής, προκειμένου να επιτευχθεί ένας στόχος: Έχουν αποδυθεί/επιδοθεί σε ~α ~ για να προλάβουν ..., εμπορικός δρόμος & εμπορική οδός 1. που έχει πολλά καταστήματα, εμπορικά κέντρα και κατ' επέκτ. ιδιαίτερη εμπορική και αγοραστική κίνηση: οι ακριβότεροι ~οί ~οι. 2. διεθνής οδικός άξονας στον οποίο διακινούνται εμπορεύματα: ~οί ~οι που συνδέουν τη Δύση με την Ανατολή.|| Θαλάσσιος ~ ~ από και προς τον Εύξεινο Πόντο., παιδί του δρόμου: που στερείται την οικογενειακή φροντίδα, είναι άστεγο και συχνά οδηγείται στην επαιτεία ή την παρανομία: βοήθεια/υποστήριξη στα ~ιά ~. Πρόγραμμα/προστασία/τηλεμαραθώνιος αγάπης για τα ~ιά ~. Βλ. αλητάκι, παιδιά των φαναριών. [< γαλλ. enfant des rues] , ταινία δρόμου: ΚΙΝΗΜ. με θέμα την περιπλάνηση ανήσυχων ή/και περιθωριακών ανθρώπων που ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι χωρίς καθορισμένη συνήθ. πορεία. ΣΥΝ. ρόουντ μούβι [< αγγλ. road movie] , ανώμαλος δρόμος βλ. ανώμαλος, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, δρόμος αντοχής βλ. αντοχή, θεάματα (του) δρόμου βλ. θέαμα, θέατρο (του) δρόμου βλ. θέατρο, ίσιος δρόμος βλ. ίσιος, Μαραθώνιος Δρόμος βλ. μαραθώνιος, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας βλ. οδός, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: (γυναίκα) του δρόμου (μειωτ.): πόρνη και γενικότ. γυναίκα με ανήθικη συμπεριφορά: Γνώρισε/έμπλεξε με μια ~ ~. Της συμπεριφέρεται σαν να είναι καμιά ~ ~ (πβ. του πεζοδρομίου)., (ο) δρόμος (της) επιστροφής (κυριολ. κ. μτφ.): ερχομός, γυρισμός, επάνοδος: Ο ~ ~ είναι δύσκολος/εύκολος/κλειστός. Αναζητούν έναν ~ο επιστροφής στο ειδυλλιακό παρελθόν., (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο (μτφ.): για παρέκκλιση από τις καθιερωμένες αξίες και κατ' επέκτ. για κακή εξέλιξη: Πήρε τον ~ ~ κι έμπλεξε (πβ. παραστρατώ). Τον παρέσυρε στον ~ (τον) ~. Τον απομάκρυνε/έβγαλε από τον ~ ~.|| Τι συνέβη και πήραν τα πράγματα ~ ~; Βλ. ίσιος δρόμος., ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους: δημιουργεί νέες προοπτικές ή κατευθύνσεις, καινοτομεί: ~ ~ στις επιχειρηματικές δραστηριότητες/στην έρευνα/στη σκέψη/στην τεχνολογία. ~ονται ~οι ~οι για ... Με το έργο του άνοιξε ~ ~. Πβ. ανοίγει (νέους) ορίζοντες., αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο & (εμφατ.) στους πέντε δρόμους (μτφ.): αφήνω κάποιον χωρίς στέγη, εργασία, προστασία., βγαίνω από το(ν) δρόμο (μου) 1. (για όχημα) εκτρέπομαι, (για πρόσ.) δεν ακολουθώ την προγραμματισμένη πορεία: Το αυτοκίνητο βγήκε ~ (του) και ανατράπηκε. Βγήκαν ~ τους, για να μας βοηθήσουν. 2. (μτφ.) παρεκτρέπομαι, ξεστρατίζω: Παρόλο που δεν είχα λεφτά, δεν βγήκα ~ ~., βγαίνω/κατεβαίνω/βρίσκομαι/είμαι στους δρόμους & στον δρόμο: συμμετέχω σε διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις ή πανηγυρισμούς: Βγήκαν ~ για τα δικαιώματά τους.|| Τα προβλήματα βγάζουν τον κόσμο στους δρόμους., βρέθηκε στο(ν) δρόμο 1. δεν έχει πού να μείνει, τα μέσα για να ζήσει: ~ ~ με τα ανήλικα παιδιά της. Βρέθηκαν ~ και δεν μπορούν να βρουν δουλειά. ΣΥΝ. είναι στο(ν) δρόμο (2), μένω στον δρόμο (2) 2. συνάντησε κάποιον ή κάτι: Δυστυχώς, δεν ~ ~ τους κανένας, για να τους βοηθήσει. Πολλά εμπόδια βρέθηκαν ~ του., βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο (μτφ.): εξασφαλίζω κάτι εύκολα ή τυχαία: Την αληθινή φιλία δεν τη ~εις ~., βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) (μτφ.) 1. επιλέγω τον τρόπο ζωής, το επάγγελμα που με ικανοποιεί, αποφασίζω ποια πορεία θα ακολουθήσω στη ζωή: Κατάφερε να βρει ~ της, παρά τις αντιξοότητες. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ. χωρ. την κτητική αντωνυμία) ανακαλύπτω τον τρόπο επίτευξης ενός στόχου: Βρήκε τον δρόμο προς τη νίκη., δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω (συνήθ. σε παραμύθια, στο γ' πρόσ.): κάνω μεγάλη απόσταση με τα πόδια, οδοιπορώ: ~ ~ει (και) φτάνει στο ποτάμι., δρόμο! (προφ.): φύγε, εξαφανίσου, μακριά από 'δω: άντε, ουστ, ~! Πάρε τα πράγματά σου και ~!, δρόμος μετ' εμποδίων 1. ΑΘΛ. αγώνισμα τρεξίματος με εμπόδια: ~ ~ 110 μέτρων. 2. (μτφ.) προσπάθεια που γίνεται με δυσκολίες και προβλήματα: ~ ~ η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ορισμένες χώρες., δρόμος χωρίς επιστροφή/γυρισμό (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που δεν δίνει τη δυνατότητα επανόδου στην προηγούμενη κατάσταση: Τα ναρκωτικά είναι ~ ~. Πβ. ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό.|| Η νίκη στις εκλογές είναι ~ ~ (= μονόδρομος) για την παράταξη., έδωσα δρόμο σε κάποιον/κάτι (προφ.-μειωτ.): διώχνω κάποιον ή πετώ κάτι: Δεν άντεξα πια και του ~ ~ (= τον έδιωξα, του έδωσα πόδι). Το κινητό βγήκε ελαττωματικό και του ~ ~. Μην το σκέφτεσαι, δώσ' του ~!, είναι στο(ν) δρόμο 1. κατευθύνεται κάπου: Είναι ~ κι έρχονται. ΣΥΝ. καθ' οδόν. 2. είναι πάμφτωχος, δεν έχει πού να μείνει: Πεινούν και είναι ~ (= βρέθηκαν, έμειναν στον δρόμο)., ένα τσιγάρο/δυο τσιγάρα δρόμος (λαϊκό): πολύ μικρή απόσταση: Η παραλία είναι ~ ~ από την πόλη., έχω (ακόμα) δρόμο μπροστά μου (μτφ.): πρέπει να προσπαθήσω κι άλλο για να τα καταφέρω: Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται, αλλά έχουμε ~ ~ μας., κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο (κυριολ. κ. μτφ.): εμποδίζω κάποιον ή κάτι να προχωρήσει: Σηκώθηκε απότομα και μου έκλεισε/έκοψε ~.|| Του έκοψε ~ προς την επιτυχία. Έφραξε ~ στη συνεργασία., κόβω δρόμο: διανύω μια απόσταση, ακολουθώντας την πιο σύντομη διαδρομή: Έκοψε ~ μέσα απ' το δάσος., με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος (προφ.): περνώ από κάπου, έχοντας ορισμένο προορισμό: Όποτε με φέρει ~ (μου), θα περάσω να σας δω., μεγάλωσε στο(ν) δρόμο/στους δρόμους: για παιδιά και νέους που δεν γνώρισαν τη φροντίδα της οικογένειας ή συγγενικού προσώπου: Ζούσαν μόνα τους, έχοντας μεγαλώσει ~., μένω στον δρόμο 1. δεν μπορώ να συνεχίσω τη διαδρομή ή το ταξίδι μου, συνήθ. λόγω βλάβης του οχήματος ή έλλειψης καυσίμων: Έμεινε ~ και έφτασε τελικά στον προορισμό του με μεγάλη καθυστέρηση.|| (σπανιότ.) Το αυτοκίνητο με άφησε ~ (= χάλασε). 2. & μένω στους πέντε δρόμους: είμαι φτωχός και άστεγος: Έχασε τη δουλειά του και έμεινε ~ (= βρέθηκε, είναι στον δρόμο)., ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος μπορεί να φύγει, όποτε θελήσει., ο δρόμος του Θεού/του Χριστού: ενάρετος βίος, τρόπος ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου., ο τρίτος δρόμος: πρόταση, λύση, δυνατότητα που θεωρείται εναλλακτική ανάμεσα σε δύο ακραίες· ειδικότ. μετριοπαθές πολιτικό πρόγραμμα που βασίζεται στη γενική συναίνεση: ~ ~ για την απασχόληση/υγεία. [< αγγλ. third way, 1949] , παίρνω δρόμο 1. φεύγω χωρίς καθυστέρηση, εξαφανίζομαι: Πήραν ~ κι όπου φύγει φύγει (πβ. το βάζω στα πόδια). Πάρε ~! 2. χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι· γενικότ. με διώχνουν: Θα πάρεις ~ απ' αυτή τη γειτονιά!, παίρνω το(ν) δρόμο & τραβώ το(ν) δρόμο 1. (συνήθ. + για/προς) πηγαίνω, κατευθύνομαι σε ένα μέρος: ~ει ~ για το σπίτι του. ~ουν ~ προς το βουνό. Πήρε ~ του γυρισμού. 2. (+ γεν.) (μτφ.) οδηγούμαι σε κάτι: Η εταιρεία ~ει ~ του χρηματιστηρίου. Τα έργα πήραν ~ της υλοποίησης. Η υπόθεση πήρε ~ της δικαιοσύνης., παίρνω τον καλό δρόμο: ζω ενάρετα και κατ' επέκτ. κάνω τη σωστή επιλογή. [< γαλλ. prendre le bon chemin] , παίρνω τους δρόμους: βγαίνω έξω, γυρνώ άσκοπα, περιπλανιέμαι: ~ ~ και σε ψάχνω. Πήραν ~ χωρίς να ξέρουν για πού., πάνω στο(ν) δρόμο (μτφ.): κατά μήκος της διαδρομής, δεξιά ή αριστερά: ~ ~ για το αεροδρόμιο θα συναντήσετε το μοναστήρι., πετώ κάποιον στο(ν) δρόμο: τον διώχνω από το σπίτι ή τη δουλειά του: Πέταξαν ~ τόσες οικογένειες. Τους προσέλαβε για δυο μήνες κι ύστερα τους πέταξε ~., πετώ κάτι στον δρόμο (μτφ.-προφ.): κατασπαταλώ: Πέταξε ~ τόσα λεφτά., σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία (μτφ.): για ομαλή, ευνοϊκή εξέλιξη με προοπτικές επιτυχίας: ~ ~ οι έρευνες της Αστυνομίας. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται/είναι ~ ~. [< γαλλ. sur le bon chemin] , στα μισά του δρόμου 1. στη μέση της απόστασης. 2. (μτφ.) για ημιτελή προσπάθεια: Η ανάκαμψη βρίσκεται ακόμη ~ ~., στη μέση του δρόμου: στο μέσο της οδού και κατ' επέκτ. σε εξωτερικό χώρο, συνήθ. μπροστά σε πολύ κόσμο: Πετάχτηκε/στάθηκε/χόρευε ~ ~., τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους & αφήνω τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους: οι υποθέσεις, οι καταστάσεις δρομολογήθηκαν, άρχισαν να υλοποιούνται: Με πήραν στη δουλειά και από κει και πέρα ~ ~. Αφήστε τα πράγματα να πάρουν ~, δεν χρειάζεται να πιέζετε καταστάσεις. || Όλα πήραν το δρόμο τους. [< αγγλ. let things take their course] , τραβώ το(ν) δρόμο μου & τον δικό μου δρόμο (μτφ.): ακολουθώ τη δική μου ανεξάρτητη πορεία: Δεν τα βρήκαν και η κάθε πλευρά τράβηξε ~ της. Τράβα ~ σου και άσε τον κόσμο να λέει., χάνω το(ν) δρόμο (μου) (κυριολ. κ. μτφ.): ξεστρατίζω: Έχασα ~ και βρέθηκα αλλού., χαράζω δρόμο 1. (μτφ.) καθορίζω πορεία ζωής, καταστρώνω σχέδιο, προγραμματίζω κάτι: Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο ...! 2. προσδιορίζω τη θέση οδού: ~ουν ~ους κάθετους προς την παραλία., (εδώ) χωρίζουν οι δρόμοι μας βλ. χωρίζω, αλλάζω δρόμο βλ. αλλάζω, ανοίγω (τον) δρόμο βλ. ανοίγω, δρόμος στρωμένος με αγκάθια βλ. στρώνω, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση, ο δρόμος της καμήλας βλ. καμήλα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη βλ. Ρώμη1, στρώνω το(ν) δρόμο βλ. στρώνω [< αρχ. δρόμος, γαλλ. chemin, rue, αγγλ. way 5: αγγλ. route] ΔΡΟΜΟΣ

ελεύθερος

ελεύθερος, η, ο [ἐλεύθερος] ε-λεύ-θε-ρος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. ελευθέρα} & (λαϊκό-λογοτ.) λεύτερος & ελεύτερος 1. που δεν δεσμεύεται, δεν υπόκειται σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς περιορισμούς, δεσμεύσεις, εξαρτήσεις, ρυθμίσεις, υποχρεώσεις ή έλεγχο: ~ος: κόσμος/λαός. ~η: ενημέρωση/χώρα. ~ο: έθνος/κράτος (πβ. αυτόνομος, ΑΝΤ. υπόδουλος, σκλαβωμένος). ~οι: πολίτες. ~ες: εκλογές. ~α: εδάφη. Όλοι είναι/γεννιούνται ίσοι και ~οι. Ανοιχτή και ~η κοινωνία. Ο κρατούμενος αφέθηκε ~ (ΑΝΤ. αιχμάλωτος, φυλακισμένος). Είδη/ζώα που ζουν ~α στη φύση. (ως ουσ.) ~οι και δούλοι.|| ~ος: λόγος. ~η: επιλογή/κίνηση/βούληση/σκέψη (: χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα). ~ο: πνεύμα/φρόνημα. Είσαι ~ να κάνεις ό,τι θέλεις (πβ. ανεξάρτητος). Νιώθει ~η (πβ. αυτεξούσιος). ~ κι ωραίος. ~οι από το άγχος/φοβίες (πβ. απαλλαγμένος, απελευθερωμένος· ΑΝΤ. δέσμιος). Είναι ~οι να αποφασίσουν/δράσουν/φύγουν ... (: έχουν το δικαίωμα). Άσε/άφησε τον εαυτό σου ~ο (βλ. χαλαρός)/τη φαντασία σου ~η.|| ~ος: έρωτας. ~η: σχέση.|| ~ος: αυτοσχεδιασμός. ~η: διασκευή/συζήτηση. ~ο: θέμα/πρόγραμμα. ΑΝΤ. επιβεβλημένος.|| ~ος: ακροατής (: που δεν έχει κάνει εγγραφή). (ΟΙΚΟΝ.) ~ες: συναλλαγές/τιμές. (+ γεν.) Εισόδημα/ποσό ~ο φόρου. (ΣΤΡΑΤ.) ~ αρβυλών/ασκήσεων/υπηρεσίας (: για λόγους υγείας). Βλ. ημι~, φιλ~. 2. που δεν έχει καταληφθεί, διαθέσιμος: ~ος: χώρος. ~η: δίοδος/θέση (= άδεια, κενή· ΑΝΤ. κατειλημμένη)/μέρα/(τηλεφωνική) γραμμή (ΑΝΤ. απασχολημένη). ~ο: ακίνητο (: μη υποθηκευμένο ή διεκδικούμενο)/διαμέρισμα (ΑΝΤ. νοικιασμένο)/δωμάτιο/πεδίο (δράσης)/ταξί/τραπέζι (ΑΝΤ. αγκαζέ, πιασμένο, ρεζερβέ). Πέρνα, ο δρόμος είναι ~ (ΑΝΤ. κλειστός). (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ο τμήμα δίσκου/μνήμης.|| (για πρόσ.) Έχω ~ο το απόγευμα. Είσαι ~ για έναν καφέ (πβ. εύκαιρος); || Τι κάνεις στις ~ες ώρες σου; 3. ανύπαντρος ή που δεν έχει δεσμό: ~ ή παντρεμένος; Πβ. άγαμος, αδέσμευτος, εργένης. Βλ. δεσμευμένος. ΑΝΤ. έγγαμος (1) 4. που γίνεται αυτόματα ή ανεμπόδιστα· (ειδικότ., για δραστηριότητα) που γίνεται χωρίς σύνθετο εξοπλισμό ή που δεν απαγορεύεται: ~ος: συνειρμός. ~η: αναπνοή. ~η ροή ενέργειας/πληροφορίας (πβ. ακώλυτος). (σε αθλήματα με μπάλα) ~η: βολή. ~ο: βολέ/σουτ (ως ουσ.) Εκτέλεσε το ~ο.|| ~η: αναρρίχηση/πτήση (με αλεξίπτωτο πλαγιάς).|| ~η: στάθμευση (ΑΝΤ. ελεγχόμενη). ~ο: κυνήγι. 5. που δεν είναι δεμένος, μπορεί να κινηθεί ανενόχλητα: ~ος: τροχός. ~α: μαλλιά (: λυτά). (Κλήση) με ~α χέρια. ~η άκρη ελατηρίου/σχοινιού.|| (ΧΗΜ.) ~ος: σίδηρος. ~ο: ασβέστιο. ● Ουσ.: ελεύθερο (το) 1. άδεια, δικαίωμα, έγκριση: το ~ της επιλογής. Της έδωσε το ~ να ... (: της επέτρεψε). Έχει το ~ να ... (: μπορεί, του επιτρέπεται). Πβ. ελευθέρας, πράσινο φως. 2. ΑΘΛ. στιλ κολύμβησης με το σώμα μπρούμυτα, τα χέρια να βυθίζονται στο νερό, διαγράφοντας εναλλάξ κυκλική τροχιά και τα πόδια να κινούνται γρήγορα πάνω κάτω: ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. πεταλούδα, πρόσθιο, ύπτιο. ΣΥΝ. κρόουλ (1) [< 2: αγγλ. free-style, περ. 1934] ● επίρρ.: ελεύθερα & (λόγ.) -έρως ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερα αγαθά: ΟΙΚΟΝ. που είναι διαθέσιμα χωρίς (ή με ελάχιστο) κόστος και υπάρχουν σε αφθονία σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: ~ ~ είναι, π.χ., ο ατμοσφαιρικός αέρας, το ηλιακό φως, το νερό της πηγής και της θάλασσας (φυσικοί πόροι εν γένει). Βλ. οικονομικά αγαθά. , ελεύθερη πρόσβαση: (+ σε) που γίνεται χωρίς περιορισμούς: Έχουν ~ ~ στο διαδίκτυο/στις πληροφορίες. Βάσεις δεδομένων ~ης ~ης., ελεύθερο κάμπινγκ: που δεν είναι οργανωμένο, γίνεται με πρωτοβουλία των κατασκηνωτών, χωρίς πληρωμή., ελευθέρας/ελεύθερης βοσκής βλ. βοσκή, ελεύθερες ρίζες βλ. ρίζα, ελεύθερη αγορά βλ. αγορά, ελεύθερη είσοδος βλ. είσοδος, ελεύθερη ενέργεια (συστήματος) βλ. ενέργεια, ελεύθερη ένωση βλ. ένωση, ελεύθερη ζώνη βλ. ζώνη, ελεύθερη κατάδυση βλ. κατάδυση, ελεύθερη κυκλοφορία βλ. κυκλοφορία, ελεύθερη μετάφραση/απόδοση βλ. μετάφραση, ελεύθερη οικονομία βλ. οικονομία, ελεύθερη πτώση βλ. πτώση, ελεύθερη ραδιοφωνία/τηλεόραση βλ. ραδιοφωνία, ελεύθερο εμπόριο βλ. εμπόριο, ελεύθερο επάγγελμα βλ. επάγγελμα, ελεύθερο λάκτισμα βλ. λάκτισμα, Ελεύθερο Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, ελεύθερο σχέδιο βλ. σχέδιο, ελεύθερο χτύπημα βλ. χτύπημα, ελεύθερο ωράριο βλ. ωράριο, ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό βλ. λογισμικό, ελεύθερος ανταγωνισμός βλ. ανταγωνισμός, ελεύθερος επαγγελματίας βλ. επαγγελματίας, ελεύθερος σκοπευτής βλ. σκοπευτής, ελεύθερος στίχος βλ. στίχος, ελεύθερος χρόνος βλ. χρόνος, ελευθέρων ηθών βλ. ήθος, ζώνη ελεύθερων συναλλαγών βλ. ζώνη, σύμφωνο (ελεύθερης) συμβίωσης βλ. συμβίωση ● ΦΡ.: (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο: δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες για κάποιον ή κάτι: ~ ~ στους ανταγωνιστές/στον αντίπαλο/στους σφετεριστές. Τους αφήνει το πεδίο ~ να δράσουν., (το) ελευθέρας (προφ.) 1. (ειρων.) το ελεύθερο: Έχουν ~ ~ να κάνουν το δικό τους. 2. κάρτα που επιτρέπει τη δωρεάν είσοδο κυρ. σε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, μέσα συγκοινωνίας και κατ' επέκτ. η ίδια η δωρεάν είσοδος: Λήγει ~ ~ μου., ελεύθερο πουλί βλ. πουλί [< αρχ. ἐλεύθερος, γαλλ. libre, αγγλ. free]

ενδίδω

ενδίδω [ἐνδίδω] εν-δί-δω ρ. (αμτβ.) {ενέδω-σα, ενδώ-σω, ενδίδ-οντας} (+ σε, απαιτ. λεξιλόγ.): υποχωρώ, υποκύπτω: ~σε (τελικά) στον πειρασμό. Δεν πρόκειται να ~σει στις απαιτήσεις/στις απειλές/στους εκβιασμούς/στις ορέξεις/στις πιέσεις τους. Πβ. κάμπτ-, παραδίν-ομαι. ΑΝΤ. ανθίσταμαι [< αρχ. ἐνδίδωμι, μεσν. ενδίδω]

εντύπωση

εντύπωση [ἐντύπωση] ε-ντύ-πω-ση ουσ. (θηλ.) 1. συναίσθημα, σκέψη, γνώμη, αίσθηση που προκαλείται από εξωτερικό ερέθισμα, χωρίς την παρέμβαση της λογικής: αμυδρή/άριστη/αρνητική/δυσάρεστη/ευχάριστη/ζωηρή/τελευταία ~. Ανάμικτες ~ώσεις. Ανταλλαγή/βιβλίο ~ώσεων. Ενισχύεται/καλλιεργείται/σχηματίζεται η ~ ότι ... Η αρχική/πρώτη ~ δεν είναι πάντα και η σωστή (βλ. διαίσθηση, ένστικτο). Παρά τη γενική ~ που επικρατεί ... Δημιουργείται εσφαλμένη/λάθος ~ για ... Αποκόμισαν πολύ θετικές ~ώσεις από τη διοργάνωση. Ποιες είναι οι ~ώσεις σου από το ταξίδι (: πώς σου φάνηκε); Έφυγαν με τις χειρότερες ~ώσεις.|| (ΨΥΧΟΛ.) Ακουστικές/οπτικές ~ώσεις. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (αρνητ. συνυποδ.) άποψη, ιδέα, εικόνα που βασίζεται στα φαινόμενα και όχι στην ουσία: δημιουργία/κυνήγι/παιχνίδι/πόλεμος/πρόκληση ~ώσεων. Κερδίζω/χάνω τη μάχη των ~ώσεων. ● ΦΡ.: αφήνει την εντύπωση: δημιουργεί μια ορισμένη αίσθηση: Η παρουσία της άφησε καλές ~ώσεις στους καλεσμένους. [< γαλλ. laisser l' impression] , έκλεψε/κέρδισε τις εντυπώσεις: εντυπωσίασε: Έκλεψε ~ κοινού και κριτικών. Κατάφερε να κερδίσει ~ (: να κάνει αίσθηση) με την ερμηνεία της., έμεινα με την εντύπωση: νόμισα, πίστεψα, μου φάνηκε: ~ ~ ότι το θέμα είχε τακτοποιηθεί. Έμεινα με τις καλύτερες ~ώσεις από τη συνάντηση μαζί του., έχω την εντύπωση ότι/πως ...: θεωρώ, έχω την άποψη: ~ ~ κάτι μου κρύβεις. Πβ. πιστεύω, φαντάζομαι. [< γαλλ. avoir l' impression] , μου δίνει την εντύπωση: με κάνει να σκεφτώ, να νομίσω: ~ ~ του ψεύτικου. Μου έδωσε ~ ότι ενοχλήθηκε από την παρουσία μου. [< γαλλ. donner l' impression] , μου κάνει/προκαλεί/προξενεί εντύπωση: μου κινεί το ενδιαφέρον, την προσοχή, με εκπλήσσει ευχάριστα ή δυσάρεστα: Δεν σου ~ ~ ότι/που ...; Δεν μου κάνει καμιά απολύτως ~. Μου έκανε ιδιαίτερη ~ η μεταμέλειά του/η ομιλία/η συγκίνησή του. ~ ~ το θράσος του!, δίνω την εντύπωση/την εικόνα βλ. δίνω [< μτγν. ἐντύπωσις ‘αποτύπωση, εγχάραξη’, γαλλ. impression]

επιδέξιος

επιδέξιος, α, ο [ἐπιδέξιος] ε-πι-δέ-ξι-ος επίθ.: που έχει ή φανερώνει εξαιρετική δεξιότητα, ικανότητα σε κάτι: ~ος: τεχνίτης. ~ο: χέρι. ~οι: χειρισμοί. ~ες: (χορευτικές) κινήσεις. Αλλάζει θέμα με ~ο τρόπο. Πβ. επιτήδειος, επιτυχής, εύστοχος. ΑΝΤ. αδέξιος ● επίρρ.: επιδέξια ● ΦΡ.: τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους/και μεταξωτούς κώλους βλ. βρακί [< αρχ. ἐπιδέξιος ‘αυτός που βρίσκεται στα δεξιά, ικανός’]

εποχή

εποχή [ἐποχή] ε-πο-χή ουσ. (θηλ.) 1. καθένα από τα τέσσερα μέρη στα οποία υποδιαιρείται το ηλιακό έτος και γενικότ. κάθε χρονική φάση που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες: Oι τέσσερις ~ές του έτους (: άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας). Διαδοχή/εναλλαγή/κύκλος/περιοδικότητα/σειρά των ~ών. Οι μήνες κάθε ~ής. Υψηλές για την ~ θερμοκρασίες. Τόπος διακοπών για όλες τις ~ές.|| Η ~ των βροχών/των μουσώνων/της ξηρασίας/ωρίμασης (των φρούτων, των λαχανικών). 2. κάθε ιστορική περίοδος που χαρακτηρίζεται από σημαντικά συνήθ. γεγονότα ή και πρόσωπα: προϊστορική/μινωική/κλασική/ελληνιστική (/αλεξανδρινή)/ρωμαϊκή/βυζαντινή/νεότερη ~. Ακμή/αρχή/μνημεία/παρακμή/πνεύμα/πολιτισμός/τέχνη/χαρακτηριστικά (μιας) ~ής. H ~ της Aναγέννησης/της δουλείας/του εμφυλίου/της (βιομηχανικής/γαλλικής/ελληνικής) επανάστασης/της κατοχής/του μεσοπολέμου/του μπαρόκ/της τουρκοκρατίας/του Ψυχρού Πολέμου. Σηματοδοτεί μια (νέα) ~. Πυρηνική/σύγχρονη/ψηφιακή ~. Zούμε στην ~ της παγκοσμιοποίησης/της πληροφορικής/της τεχνολογίας. Έργο που αντικατοπτρίζει την ~ του. 3. περίοδος του έτους κατά την οποία συμβαίνει, αναπτύσσεται συγκεκριμένη δραστηριότητα: Η ~ των διακοπών/του θερισμού/του κυνηγιού/της σποράς/του τρύγου. ~ για θερινά/χειμερινά σπορ. Πβ. σεζόν. 4. συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στη ζωή (κάποιου): κρίσιμη/μεταβατική/σημερινή ~. Η ~ της αθωότητας/της ενηλικίωσης/των μαθητικών(/παιδικών/σχολικών/φοιτητικών) χρόνων. Αλλοτινές/αξέχαστες/παλιές καλές/περασμένες ~ές. Άλλες/ωραίες ~ές τότε! Στην ~ μας (= στις μέρες μας, σήμερα). Κακή/καλή ~ για ... Εκείνη την/(Για) Μια/Πέρυσι (σαν) τέτοια ~ ήμουν στο ... (πβ. καιρός). Την ~ που ζούσε ο ..., δεν είχα γεννηθεί ακόμη. 5. ΓΕΩΛ. υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου: η ~ των δεινοσαύρων/του Πλειστοκαίνου. Βλ. αιώνας. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινή (/χριστιανική/παρούσα) εποχή: η μετά Χριστόν: το σύστημα της ~ής ~ής. || (συντομ.) Τον 5ο αι. Π.Κ.Ε. (: προ κοινής εποχής· για γεγονότα που συνέβησαν πριν από τη γέννηση του Χριστού· π.Χ.). Το 328 Κ.Ε. (της κοινής εποχής· για γεγονότα που συνέβησαν μετά τη γέννηση του Χριστού· μ.Χ.), νέα εποχή: πολιτιστικό κίνημα χρονολογούμενο από τη δεκαετία του 1980 που υπογραμμίζει την πνευματική συνείδηση, και συχνά περιλαμβάνει την πίστη στη μετενσάρκωση και την αστρολογία καθώς και τις πρακτικές του διαλογισμού, της χορτοφαγίας και της ολιστικής ιατρικής. Βλ. νιου έιτζ., χρυσή εποχή: χρονικό διάστημα που χαρακτηρίζεται από ευημερία, (πολιτιστική) άνθιση και ακμή, επιτυχίες, διακρίσεις, ευτυχία: η ~ ~ των ανακαλύψεων/των τηλεπικοινωνιών. (ΙΣΤ.) ~ ~ του Περικλή (πβ. χρυσός αιώνας)., αρχαϊκή εποχή/περίοδος βλ. αρχαϊκός, γεωμετρική εποχή/περίοδος βλ. γεωμετρικός, Εποχή του Λίθου/Λίθινη Εποχή βλ. λίθος, Εποχή του Μετάλλου βλ. μέταλλο, Εποχή του Ορείχαλκου/Ορειχάλκινη Εποχή βλ. ορείχαλκος, Εποχή του Σιδήρου βλ. σίδηρος, Εποχή του Χαλκού βλ. χαλκός, ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια βλ. ηρωικός, μεσοελλαδική εποχή/περίοδος βλ. μεσοελλαδικός, μεσοκυκλαδική εποχή/περίοδος βλ. μεσοκυκλαδικός, μεσολιθική περίοδος/εποχή βλ. μεσολιθικός, μετανακτορική περίοδος/εποχή βλ. μετανακτορικός, νεολιθική εποχή/περίοδος βλ. νεολιθικός, παλαιολιθική εποχή/περίοδος βλ. παλαιολιθικός, περίοδος/εποχές των παγετώνων βλ. παγετώνας, πρωτοβυζαντινή/παλαιοχριστιανική εποχή/περίοδος βλ. πρωτοβυζαντινός, πρωτοελλαδική εποχή/περίοδος βλ. πρωτοελλαδικός, πρωτοκυκλαδική εποχή/περίοδος βλ. πρωτοκυκλαδικός, υστεροβυζαντινή περίοδος/εποχή βλ. υστεροβυζαντινός, υστεροελλαδική εποχή/περιόδος βλ. υστεροελλαδικός, υστεροκυκλαδική εποχή/περίοδος βλ. υστεροκυκλαδικός, χαλκολιθική εποχή/περίοδος βλ. χαλκολιθικός ● ΦΡ.: (της) εποχής: που αναφέρεται στην τρέχουσα ή σε παλαιότερη χρονική περίοδο ή (για γεωργικό προϊόν) που παράγεται, που ευδοκιμεί κατά τη συγκεκριμένη εποχή: αντιλήψεις/απόψεις/ρούχα (= της μόδας, μοντέρνα) ~.|| Δράμα/έπιπλα/έργο/κουστούμια/ταινία/περιπέτεια ~.|| Λαχανικά/πιάτο/σαλάτα ~. ΑΝΤ. εκτός εποχής, άφησε/θα αφήσει εποχή & όνομα: για πρόσωπο ή πράγμα που μένει στη μνήμη χάρη στη σπουδαιότητα ή την επιτυχία του: Αθλητής/έργο/καλλιτέχνης/πολιτικός/ταινία που ~ ~. ΣΥΝ. γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία [< γαλλ. faire époque] , εκτός εποχής: για κάτι που δεν ταιριάζει ή δεν αντιστοιχεί σε μια ορισμένη περίοδο: λουλούδια/φρούτα ~ ~. ~ ~ καλλιέργεια/κηπευτικά.|| (μειωτ.) Πνεύμα ~ ~ (= απαρχαιωμένο).|| Ντύσιμο ~ ~ (= παλιομοδίτικο, ντεμοντέ). ΑΝΤ. (της) εποχής [< αγγλ. out of season] , λάθος εποχή: για κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη χρονική περίοδο: Νιώθω πως ζω σε ~ ~. Η πρόταση μού έγινε σε ~ ~., όλων των εποχών (εμφατ.): για πρόσωπο ή πράγμα που παραμένει διαχρονικά αξεπέραστο: οι μεγαλύτεροι ευεργέτες ~ ~. Είναι η καλύτερη ομάδα/ταινία ~ ~. Πβ. μακράν., στην εποχή μου/της εποχής μου: κατά την χρονική περίοδο μέχρι τα γηρατειά, ιδίως την εποχή της νεότητας (κάποιου): Αυτό το τραγούδι ήταν επιτυχία της εποχής μου. Στην εποχή μου ήταν πολύ αυστηροί οι γονείς., ζει σε άλλη εποχή βλ. ζω1, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων βλ. αγελάδα, σε παλαιότερες εποχές βλ. παλαιός, τέλος εποχής βλ. τέλος [< μτγν. ἐποχή ‘στάση, σταμάτημα, διακοπή’, γαλλ. époque, saison]

ευκαιρία

ευκαιρία [εὐκαιρία] ευ-και-ρί-α ουσ. (θηλ.) {ευκαιρι-ών} 1. ευνοϊκή, κατάλληλη στιγμή, για να συμβεί κάτι ή να κάνει κάποιος κάτι: δεύτερη/διπλή/ιστορική/μοναδική/νέα/τελευταία ~. Αναζήτηση/απώλεια/δημιουργία ~ών. Με/σε κάθε ~. Αξιοποιώ/βρίσκω/εκμεταλλεύομαι την ~. Παρουσιάζεται μία ~. Επωφελούμαι της ~ας. Είναι καλή ~ να λύσετε τις διαφορές σας. Είναι η ~ της ζωής σου! Όταν έχω/μόλις βρω ~ (= χρόνο). ~ (= αφορμή) έψαχνα, για να σε συναντήσω. 2. δυνατότητα για την πραγματοποίηση ενός στόχου: επαγγελματική/επενδυτική/επιχειρηματική ~. Δίκτυο/σχολείο πολλαπλών ~ών (για νέους). Δίνω/παρέχω/προσφέρω σε κάποιον την ~ να/για ... Μου δόθηκε η ~ να/για ... Στερώ από κάποιον την ~ για/να ... Έχασε/κλότσησε την ~ να ... ~ες ανάπτυξης/απασχόλησης/εργασίας/καριέρας/μάθησης/σταδιοδρομίας/χρηματοδότησης (ενός έργου). Χαμένες ~ες για γκολ. Πβ. ευχέρεια. 3. αγορά αγαθού σε συμφέρουσα τιμή και το ίδιο το αγαθό: Ο εκτυπωτής (που αγόρασα) ήταν μεγάλη ~. Πβ. κελεπούρι. ● ΣΥΜΠΛ.: ισότητα ευκαιριών: ΝΟΜ. η συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων των ανθρώπων, χωρίς διακρίσεις λόγω φυλής, χρώματος, θρησκείας, εθνικότητας, φύλου, φυσικής ή διανοητικής υστέρησης, ηλικίας: ~ ~ για άτομα με ειδικές ανάγκες/στην αγορά εργασίας/στην εκπαίδευση/μεταξύ ανδρών και γυναικών., κόστος ευκαιρίας & εναλλακτικό κόστος: ΟΙΚΟΝ. το κέρδος από μια συναλλαγή ή επένδυση σε σχέση με το διαφυγόν κέρδος που θα προέκυπτε από μια εναλλακτική αντίστοιχη ενέργεια. [< αγγλ. opportunity cost, 1911] , σημαία ευκαιρίας βλ. σημαία, σχολείο δεύτερης ευκαιρίας βλ. σχολείο ● ΦΡ.: αρπάζω την ευκαιρία (από τα μαλλιά) (προφ.): αξιοποιώ αμέσως τη δυνατότητα που μου δίνεται., δεν αφήνω/δεν χάνω ευκαιρία για/να ...: για κάτι που κάνει κάποιος κάθε φορά που παρουσιάζονται οι κατάλληλες συνθήκες: Δεν αφήνει ~ για πείραγμα. Δεν χάνει ~ να μου δημιουργεί προβλήματα/να περηφανεύεται για τα κατορθώματά του.|| (ειρων.) Μη χάσεις ~ εσύ και δεν σχολιάσεις., με την ευκαιρία & (λόγ.) επί τη ευκαιρία/επ' ευκαιρία: (+ γεν.) λόγω, με αφορμή, εκμεταλλευόμενος την περίσταση: ~ ~ της επετείου του γάμου σας/της ονομαστικής σας εορτής ...|| ~ ~ (: μιας και το έφερε η κουβέντα), θα ήθελα να προσθέσω ότι ... [< γαλλ. à l'occasion de] , με την πρώτη/σε πρώτη ευκαιρία: μόλις μπορέσω, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή: ~ ~ θα τα πούμε από κοντά. Θα έρθω να σε δω ~ ~., σε δεδομένη ευκαιρία: μόλις δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις., σε τιμή ευκαιρίας: σε συμφέρουσα για τον αγοραστή τιμή, πολύ οικονομικά: (σε αγγελίες) Ηλεκτρικά είδη ~ ~. Μονοκατοικία πωλείται ~ ~. Πβ. οκαζιόν., αδράχνω την ευκαιρία βλ. αδράχνω, ανοίγω ευκαιρίες βλ. ανοίγω, δράττομαι της ευκαιρίας βλ. δράττομαι, ευκαιρίας δοθείσης/δοθείσης (της) ευκαιρίας βλ. δοθείς [< αρχ. εὐκαιρία ‘κατάλληλος χρόνος, αφθονία, ευημερία’, γαλλ. occasion]

ήντα

ήντα [ἤντα] ή-ντα ουσ. (ουδ.) (τα) {άκλ.} (χιουμορ.): ηλικία ανάμεσα στα πενήντα και εβδομήντα εννέα έτη: μετά τα ~. Έχει πατήσει/περάσει προ πολλού τα πρώτα ~. Τα δεύτερα/τρίτα ~. Είναι/μπήκε στα ~. Κοντεύει τα ~. Aπό τα άντα στα ~. Βλ. μεσήλικος, ηλικιωμένος. [< κατάλ. αριθμητ. -ήντα]

ήσυχος

ήσυχος, η, ο [ἥσυχος] ή-συ-χος επίθ. ΑΝΤ. ανήσυχος 1. που χαρακτηρίζεται από ησυχία: ~ος: ύπνος. ~η: βραδιά/ζωή/μέρα. ~ες: διακοπές. ~α: νερά. Καθόταν ~ (= αμίλητος, σιωπηλός). ΣΥΝ. γαλήνιος, ήρεμος. ΑΝΤ. ταραγμένος.|| ~ος: δρόμος/χώρος (για διάβασμα). ~η: γειτονιά/παραλία (πβ. ερημικός). ~ο: δωμάτιο/μέρος. ΑΝΤ. θορυβώδης, πολύβουος.|| Τα παιδιά ήταν πολύ ~α (= δεν έκαναν φασαρία). ΣΥΝ. φρόνιμος. ΑΝΤ. άτακτος, ζωηρός.|| ~ος: άνθρωπος/χαρακτήρας (= ήπιος, πράος). Βλ. φιλ~. 2. που δεν ανησυχεί για κάτι: Μείνε ~, θα τα φροντίσω όλα εγώ! Πβ. αμέριμνος, απερίσπαστος, ξένοιαστος. ● επίρρ.: ήσυχα & (λόγ.) -ύχως: Διαλυθείτε ~ύχως. ● ΦΡ.: αφήνω/παρατάω κάποιον ήσυχο/στην ησυχία του: δεν τον ενοχλώ: Άσε με/παράτα με ~ (: μη με κουράζεις)!|| Γυρίζει όλη την ώρα μες στα πόδια μου και δεν με αφήνει σε ησυχία (: να ηρεμήσω)., έχω τη συνείδησή μου ήσυχη βλ. συνείδηση, έχω το κεφάλι μου ήσυχο βλ. κεφάλι, κοιμάμαι ήσυχος/ήσυχα βλ. κοιμάμαι [< αρχ. ἥσυχος, γαλλ. tranquille]

θρανίο

θρανίο θρα-νί-ο ουσ. (ουδ.): έπιπλο για μαθητές ή σπουδαστές που αποτελείται από μικρό τραπέζι και σπανιότ. από ενσωματωμένο κάθισμα: Ήταν συμμαθητές στο ίδιο ~. Πβ. έδρανο. ● ΦΡ.: αφήνω τα θρανία: εγκαταλείπω τη σχολική τάξη ή το σχολείο, προσωρινά ή για πάντα., κάθομαι στα θρανία: πηγαίνω στο σχολείο., ξανακάθομαι/ξαναγυρίζω/επιστρέφω στα θρανία: αρχίζω πάλι το σχολείο, γίνομαι ξανά μαθητής: Ενήλικες που ~ουν ~. Βλ. σχολείο δεύτερης ευκαιρίας. [< αρχ. θρανίον ‘μικρός πάγκος’]

καθαριότητα

καθαριότητα κα-θα-ρι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα του καθαρού: Η ~ των ακτών/του σώματος/του χώρου. Τάξη και ~. Μανιακή/υστερική με την ~. Το δωμάτιο λάμπει από ~ (= πάστρα). Διαπιστώθηκε πλημμελής ~. Απορρυπαντικό που χαρίζει στα ρούχα αστραφτερή ~. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. ακαθαρσία (1), βρομιά (1), ρυπαρότητα (1) 2. καθαρισμός: ατομική/γενική/καθημερινή/πρωινή/στοματική ~. ~ του σπιτιού. Κανόνες (υγιεινής και) ~ας. Είδη/προσωπικό (βλ. καθαρίστρια)/υπηρεσίες ~ας. Εργαζόμενοι στην/υπεύθυνοι για την ~ του Δήμου (βλ. οδοκαθαριστής). Έχω/κάνω ~ (= λάτρα, φασίνα). Βλ. απολύμανση. ● ΦΡ.: η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά (παροιμ.): για να τονιστεί η σημασία της καθαριότητας. [< μτγν. καθαρ(ε)ιότης]

καινοζωικός

καινοζωικός, ή, ό και-νο-ζω-ι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: καινοζωικός αιώνας: ΓΕΩΛ. ο τελευταίος γεωλογικός αιώνας της ιστορίας της Γης (πριν από περ. 65 εκατομμύρια χρόνια) με κύριο χαρακτηριστικό την εμφάνιση του ανθρώπου. Βλ. παλαιο-, μεσο-ζωικός, Τριτο-, Τεταρτο-γενές. [< αγγλ. Cainozoic, caenozoic, γαλλ. cénozoïque, 1924]

κάλλιο

κάλλιο κάλ-λιο επίρρ. (λαϊκό) & (λαϊκότ.) κάλλια, καλλιά: καλύτερα: ~ (= προτιμότερο) να μη σε γνώριζα! ● ΦΡ.: κάλλιο αργά παρά ποτέ (παροιμ.): καλύτερα να συμβεί κάτι επιθυμητό έστω και καθυστερημένα, παρά να μη συμβεί ποτέ., κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει (παροιμ.): τα λιγότερα μα εξασφαλισμένα κέρδη είναι προτιμότερα από τα περισσότερα αλλά αβέβαια: Μικρή η αύξηση που πήραμε, αλλά ~ ~!, κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε βλ. γαϊδουροδένω, κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα βλ. μάτι [< μεσν. κάλλιο < αρχ. κάλλιον]

καρδιά

καρδιά καρ-διά ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. κοίλο μυώδες κεντρικό όργανο του κυκλοφορικού συστήματος· (ειδικότ. στον άνθρωπο) βρίσκεται ανάμεσα στους πνεύμονες προς το αριστερό μέρος του θώρακα και τροφοδοτεί με αίμα όλο το σώμα: οι βαλβίδες/οι κοιλότητες (: κόλποι και κοιλίες)/ο μυς (= μυοκάρδιο)/τα τοιχώματα (: ενδο-, περι-κάρδιο) της ~ιάς. Συστολή και διαστολή της ~ιάς (: παλμός, σφυγμός). Η ~ δέχεται το αίμα που προέρχεται από τις φλέβες και το ωθεί προς τις αρτηρίες. Βλ. αορτή, διάφραγμα, μεσοθωράκιο, προκάρδιο, τριχοειδή αγγεία.|| Τεχνητή ~. Εξέταση (= καρδιογράφημα, τρίπλεξ)/μεταμόσχευση ~ιάς. Ανακοπή/συγκοπή ~ιάς. Επέμβαση στην ~ (βλ. βηματοδότης, μπαϊπάς, μπαλονάκι, στεντ, χόλτερ). Βλ. καρδιοπάθεια, στηθοσκόπιο.|| Αδύναμη/γερή ~. Έχει/υποφέρει από την ~ του. Σταμάτησε η ~ του (= πέθανε). Το στρες και το κάπνισμα κάνουν κακό στην ~. Βλ. καρδιο-. 2. (κατ' επέκτ.) σύμβολο έρωτα ή αγάπης, κατά το σχήμα του συγκεκριμένου οργάνου: κόσμημα/μαξιλαράκι/τούρτα ~. Ζωγραφίζω μια ~ με βέλος. Χάραξαν μια ~ με τα ονόματά τους στο δέντρο. Βλ. καρδιόσχημος. 3. (μτφ.) ψυχή· χαρακτήρας: τα μυστικά της ~ιάς. Από τα μύχια της ~ιάς μου. Άνθρωπος χωρίς ~ (= άκαρδος). Η ~ μου πάει να σπάσει/χοροπηδάει (: από την αγωνία, τον φόβο ή την ταραχή). Έχει αγνή/ανοιχτή/άπονη/άστατη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/καλή/πονετική/σκληρή/τρυφερή/χρυσή ~ (βλ. -καρδος). (για αγαπημένο πρόσ.) Θα του έδινα/πρόσφερα/χάριζα (και) την ~ μου!|| (για μεγάλη στενοχώρια) Αγκάθι/μαχαίρι/μαχαιριά/πόνος/χτύπημα στην ~. Καίγεται/κλαίει/σκίζεται/σπάει/σπαράζει/σφίγγεται η ~ μου (= στενοχωριέμαι πολύ) να/όταν τον βλέπω να υποφέρει! Μου πίκρανες την ~ (= με πλήγωσες πολύ).|| Τα λόγια της άγγιξαν την (ή τις χορδές της ~ιάς)/μίλησαν στην ~ μου (= με συγκίνησαν).|| Άκου την ~ σου! ΣΥΝ. συναίσθημα. ΑΝΤ. λογική.|| (για νεκρό) Θα ζει για πάντα στις ~ιές μας (= θα τον θυμόμαστε). Βλ. μυαλό. ΣΥΝ. στήθος (3) 4. (ειδικότ.-μτφ.) διάθεση, όρεξη, προθυμία· κουράγιο, υπομονή: Πάρε ό,τι θέλει/λαχταράει/ποθεί η ~ σου!|| Χρειάζεται ~ (= θάρρος, τόλμη) για να τα βγάλει πέρα. Το κάνω με την ~ μου! Με τι ~ (: ψυχική δύναμη) να ...; 5. (μτφ.) κέντρο, μέσο: Στην ~ των γεγονότων/των εξελίξεων (= στο επίκεντρο)/του καλοκαιριού (= κατακαλόκαιρο)/της νύχτας/της πόλης (πβ. πυρήνας, ομφαλός). Μείνε στην ~ (= ουσία) του ζητήματος/του θέματος/του προβλήματος.|| Η ~ του καρπουζιού/του μαρουλιού (= εντεριώνη).|| Η ~ του αντιδραστήρα (: το μέρος όπου βρίσκονται τα καύσιμα και γίνονται οι αντιδράσεις σχάσης). ● Υποκ.: καρδούλα (η) [< μεσν. καρδούλα] ● ΣΥΜΠΛ.: αθλητική καρδιά βλ. αθλητικός, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, μεγάλη καρδιά βλ. μεγάλος ● ΦΡ.: από καρδιάς & (λόγ.) από/εκ καρδίας: ειλικρινά, ολόψυχα: Συγχαρητήρια ~ ~! (Σας) ευχαριστώ (θερμά) ~ ~! Εύχομαι/θα ήθελα ~ ~ να ...|| Εξομολόγηση/συνέντευξη ~ ~ (= ειλικρινής). ΣΥΝ. από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με όλη μου την ψυχή/την καρδιά, αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει: εκφράζομαι με βάση τα πραγματικά μου αισθήματα., βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά: για να δηλωθεί απόλυτη ειλικρίνεια ή τιμιότητα., βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου: ανησυχώ, αγωνιώ ή φοβάμαι πολύ: Όποτε ακούω θόρυβο τη νύχτα, τρέμει η ~ (= ψυχή) μου. Μέχρι την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θα έχει βγει η ~ μου!, δεν μου κάνει καρδιά να ... (προφ.): δεν θέλω με τίποτα: ~ ~ την αφήσω μόνη της/φύγω. Τέτοιες μέρες δεν σου ~ ~ μείνεις σπίτι!, ελαφρά τη καρδία (λόγ.) & με ελαφριά (την) καρδιά: με επιπολαιότητα, απερισκεψία. Βλ. με βαριά καρδιά., έξω καρδιά (προφ.): (για πρόσ.) ανοιχτόκαρδος, απλόχερος, καλοσυνάτος, πρόσχαρος: Είναι (άνθρωπος/χαρακτήρας) ~ ~!, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου (προφ.): του έχω ιδιαίτερη αγάπη ή συμπάθεια., η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο (προφ.): χτυπάει πολύ δυνατά και γρήγορα, συνήθ. από ξάφνιασμα, φόβο, αγωνία ή έντονη συγκίνηση., καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου {συνήθ. στον αόρ.}: τον γοητεύω ερωτικά, τον κάνω να με ερωτευτεί., καλή καρδιά! (προφ.): προτροπή για αισιόδοξη, καλοπροαίρετη, φιλική διάθεση: ~ ~ (να υπάρχει) κι όλα θα φτιάξουν! Υγεία και ~ ~!, καρδιά/καρδούλα μου: ως οικεία προσφώνηση: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~, όλα θα πάνε καλά! Τι έχεις, ~ ~, και κλαις; ~ ~ μου εσύ! ΣΥΝ. ψυχή/ψυχούλα μου!, με βαριά/κρύα/μισή καρδιά (προφ.): απρόθυμα: Ήρθε/το έκανε ~ ~. Βλ. ελαφρά τη καρδία., μου βαραίνει την καρδιά/το έχω βάρος στην καρδιά (μου) (προφ.): μου δημιουργεί αίσθημα ευθύνης, στενοχώρια ή τύψεις., πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της (προφ.): ηρέμησα ύστερα από μεγάλη αγωνία, αναστάτωση: Μου τηλεφώνησε πως είναι καλά και ~ ~. ΑΝΤ. πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη, τον/την πρόδωσε η καρδιά του/της: πέθανε από καρδιά., (έχει) καρδιά αγκινάρα βλ. αγκινάρα, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του (κι αναγάλλιασε η καρδιά του) βλ. γύφτος, γύφτισσα, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχει καρδιά μπαξέ βλ. μπαξές, καίει καρδιές βλ. καίω, κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, κλείνω στην καρδιά μου (κάποιον/κάτι) βλ. κλείνω, κρύα χέρια, ζεστή καρδιά βλ. χέρι, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά βλ. ψυχή, μου έκανε την καρδιά/μου έγινε η καρδιά περιβόλι βλ. περιβόλι, ο εκλεκτός/η εκλεκτή της καρδιάς της/του βλ. εκλεκτός, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, ραγίζω την καρδιά κάποιου/ραγίζει η καρδιά μου βλ. ραγίζω, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το χέρι της καρδιάς βλ. χέρι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ, χαλάω τη ζαχαρένια/την καρδιά μου βλ. ζαχαρένια [< μεσν. καρδιά, γαλλ. cœur, αγγλ. heart]

καταλαβαίνω

καταλαβαίνω κα-τα-λα-βαί-νω ρ. (μτβ.) {κατάλαβα, καταλάβω, καταλαβαιν-όμαστε, καταλαβαίν-οντας} 1. γνωρίζω ή μπορώ να εξηγήσω στον εαυτό μου το νόημα, τη φύση ή την αιτία ενός πράγματος: ~ τις απόψεις σου/τη διαφορά/τη σημασία μιας λέξης. ~ ένα έργο τέχνης. Είναι δύσκολο να το καταλάβεις (: είναι δυσνόητο). Πβ. αντιλαμβάνομαι, κατανοώ.|| ~ τι μου λες. Διαβάζω, αλλά δεν ~ τίποτα (βλ. αλαμπουρνέζικα). Όπως ~εις, η κατάσταση είναι κρίσιμη. Κάνει πως δεν ~ει (πβ. κάνει την πάπια/το κορόιδο). Aν κατάλαβα καλά, ... Λάθος (πβ. παρεξηγώ)/σωστά κατάλαβες! Το κατάλαβες (= μπήκες στο νόημα, το 'πιασες); Αδύνατο να το καταλάβω! Τόσες φορές του το είπα, αλλά δεν θέλει/δεν λέει να το καταλάβει. Πβ. εννοώ. Βλ. πολυ~, ψιλο~.|| (έκφρ. θυμού:) Δεν (το) κατάλαβα το ύφος σου!|| (έκφρ. απορίας) Δεν ~ πού βρίσκει την όρεξη και/να ...|| (για πρόσ.) Δεν μπορώ να τον καταλάβω (= να τον ψυχολογήσω).|| ~εις Γερμανικά (= μιλάς); || Δεν ~ τα γράμματά σου (: δεν τα βγάζω). 2. δείχνω κατανόηση, συμμερίζομαι: ~ τις ανησυχίες/τη στάση σου. Σε ~ απόλυτα. ~ πώς αισθάνεσαι/τι περνάς! Δεν με ~εις! Πβ. συμπονώ. ΣΥΝ. νιώθω (4) 3. συνειδητοποιώ· υποψιάζομαι: Τώρα ~ γιατί ... Δεν ~ει (= παραδέχεται) το λάθος του.|| Δεν κατάλαβα ότι ήσουν εσύ (= δεν σε αναγνώρισα)! Με πλησίασε χωρίς να τον καταλάβω.|| Το είχα καταλάβει απ' την αρχή ότι κάτι μας έκρυβε. ΣΥΝ. παίρνω χαμπάρι/είδηση/πρέφα/μυρωδιά 4. (προφ., για χρονικό διάστημα) αισθάνομαι: Φέτος δεν καταλάβαμε γιορτές/διακοπές (= δεν απολαύσαμε, δεν ευχαριστηθήκαμε). Πέρασε ο καιρός/η ώρα χωρίς να το καταλάβω (: πολύ γρήγορα).καταλαβαινόμαστε (προφ.): συνεννοούμαστε: Μου φαίνεται πως δεν ~.|| Με τον σύζυγό της ~ονται (= επικοινωνούν ψυχικά). ● ΦΡ.: (από) πού/πώς το κατάλαβες; (προφ.): για να εκφραστεί απορία ή έκπληξη: ~ ~ βρε θηρίο; (Kι) εσύ ~ ~; Καλά/μα ~ ~; Ναι, εγώ ήμουν, ~ ~; Aλήθεια, εσείς ~ ~ καταλάβατε;, αφήνω (κάποιον)/δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (προφ.): του το κάνω αντιληπτό, του δημιουργώ συγκεκριμένη εντύπωση: Με άφησε να καταλάβω (= άφησε να εννοηθεί) ότι με συμπαθεί. Μου έδωσε να καταλάβω πως μπορώ να τον εμπιστευτώ. Να του δώσεις να καταλάβει πως δεν αστειεύεσαι., δεν καταλαβαίνω από κάτι (προφ.) ΣΥΝ. χαμπαριάζω 1. αγνοώ πλήρως ένα αντικείμενο: ~ ~ει (πολλά) από κλασική μουσική/υπολογιστές. ΣΥΝ. σκαμπάζω 2. δεν επηρεάζομαι, δεν πτοούμαι: ~ ~ει (= δεν παίρνει) από λόγια/παρακάλια.|| ~ ~ (από) ζέστη/κούραση/κρύο (= δεν καταβάλλομαι)., κατάλαβες; (προφ. δείκτης, συνήθ. στο τέλος φρ.) 1. χρησιμοποιείται για να επιβεβαιώσει την κατανόηση από τον ακροατή των λεγομένων: Μετά από αυτό δεν ήξερα τι να κάνω, ~; Mε ~ πώς το εννοώ, έτσι (= με πιάνεις, μπήκες); 2. εκφράζει αγανάκτηση ή απειλή: Άσε με ήσυχο, ~;|| Θα κάνεις ό,τι σου λέω, ~;, ό,τι καταλαβαίνεις (προφ.): ό,τι θεωρείς σωστό, πρέπον: Δώσε/κάνε/πράξε ~ ~!, τι καταλαβαίνω (που ...); (προφ.): τι κατορθώνω: Και τι κατάλαβες (= πέτυχες) τώρα που τους έκανες να τσακωθούν;, του δίνω και καταλαβαίνει (προφ.): κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό: Πηγαίνει στο γυμναστήριο και του δίνει ~ (στις ασκήσεις). Είχαμε τέτοια πείνα που του δώσαμε και κατάλαβε (= φάγαμε πολύ)!, (δεν) καταλαβαίνεις ελληνικά; βλ. ελληνικός, δεν καταλαβαίνω/δεν ξέρω/δεν σκαμπάζω γρι βλ. γρι, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! βλ. Χριστός, καλά το κατάλαβα/το σκέφτηκα/το φαντάστηκα! βλ. καλά, μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε/καταλαβαίνουμε βλ. μαζί [< μεσν. καταλαβαίνω]

κοινωνία

κοινωνία κοι-νω-νί-α ουσ. (θηλ.) {κοινωνιών} 1. σύνολο ανθρώπων που καταλαμβάνει μια σχετικά οριοθετημένη περιοχή και ζει κάτω από τις ίδιες περίπου πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες· γενικότ. κάθε ομάδα ατόμων με κοινά στοιχεία, ενδιαφέροντα και το είδος των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους: αγροτική/αναπτυσσόμενη/αρχαία/αστική/δημοκρατική/δυτική/εξελιγμένη/επαρχιακή/ευρωπαϊκή/θρησκευτική/καπιταλιστική/μητριαρχική/μυστική (βλ. μασονία)/πατριαρχική/πλουραλιστική/πολυπολιτισμική/προηγμένη/πρωτόγονη/σοσιαλιστική/συντηρητική/ταξική/τεχνολογική/τοπική (πβ. δήμος)/υπανάπτυκτη/φεουδαρχική/φιλελεύθερη ~. ~ της αγοράς/της γνώσης/του μέλλοντος/(των) δύο ταχυτήτων. Βουδιστικές/μουσουλμανικές/χριστιανικές ~ες. Ανοικτές/κλειστές ~ες (: οι οποίες είναι ή δεν είναι, αντίστοιχα, ανεκτικές στη διαφορετικότητα). Διάρθρωση/εξέλιξη/μέλη/οργάνωση της ~ας. Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής ~ας (της Ακαδημίας Αθηνών). (προφ.) Τι θα πει η ~ (πβ. κόσμος); Βλ. κοινότητα.|| (υβριστ.) Απόβρασμα της ~ας. Βλ. παλιο~. 2. ΖΩΟΛ. ομάδα ζώων με χαρακτηριστική κοινωνική δομή, οργάνωση: η ~ των μελισσών/μυρμηγκιών. Πβ. αποικία.|| (ΟΙΚΟΛ.) Η ~ των φυτών (= φυτο~). ● ΣΥΜΠΛ.: Θεία Κοινωνία & Αγία Κοινωνία: ΕΚΚΛΗΣ. μυστήριο της Χριστιανικής Εκκλησίας κατά το οποίο ο πιστός μεταλαμβάνει το σώμα και το αίμα του Χριστού. ΣΥΝ. Θεία Ευχαριστία, Μετάληψη, κοινωνία (των) πολιτών: ΠΟΛΙΤ. σύνολο κινημάτων, οργανώσεων ή πολιτών, ανεξάρτητων από το κράτος, που έχουν ως σκοπό να μεταβάλουν, μέσω της συλλογικής δράσης, τις κοινωνικές, πολιτικές δομές ή νόρμες σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο. Βλ. ενεργοί πολίτες, κοινωνικό κεφάλαιο, μη κυβερνητική οργάνωση, συμμετοχικότητα., κοινωνία δικαιώματος: ΝΟΜ. η κατάσταση δύο ή περισσοτέρων προσώπων που μοιράζονται ένα δικαίωμα., κοινωνία των δύο τρίτων: που χαρακτηρίζεται από αδικίες και ανισότητες εις βάρος περ. του ενός τρίτου του πληθυσμού., Κοινωνία των Εθνών: διεθνής οργανισμός (1920-1946) που είχε ως στόχο την ανάπτυξη της συνεργασίας και τη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των λαών. Βλ. ΟΗΕ. [< αγγλ. League of Nations, 1917] , μαζική κοινωνία (αρνητ. συνυποδ.): τα μέλη της οποίας συμπεριφέρονται και αντιμετωπίζονται ως μάζα., η υψηλή/καλή κοινωνία: οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις, η κοινωνική ελίτ. Πβ. αριστοκρατία, χάι σοσάιτι. [< γαλλ. la haute/bonne société] , (κοινωνικό) περιθώριο/περιθώριο της κοινωνίας βλ. περιθώριο, αταξική κοινωνία βλ. αταξικός, βιομηχανική κοινωνία βλ. βιομηχανικός, καταναλωτική κοινωνία βλ. καταναλωτικός, κοινωνία κληρονόμων βλ. κληρονόμος, κοινωνία της αφθονίας βλ. αφθονία, Κοινωνία της Πληροφορίας βλ. πληροφορία, κοινωνία του θεάματος βλ. θέαμα, παραδοσιακή κοινωνία βλ. παραδοσιακός ● ΦΡ.: άτιμη/κακούργα κοινωνία! (λαϊκό-συνήθ. ως επιφών.): όταν επιρρίπτονται αόριστα ευθύνες σε άλλους ή ως έκφραση αγανάκτησης., με τι μούτρα/δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία: για κάποιον που ντρέπεται πολύ για κάτι, που νιώθει προσβεβλημένος, κυρ. από τη συμπεριφορά άλλου., έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος [< αρχ. κοινωνία, γαλλ. société]

κόκαλο

κόκαλο κό-κα-λο ουσ. (ουδ.) & κόκκαλο 1. οστό: απολιθωμένο/εύθραυστο ~. Το ~ της κλείδας/της κνήμης/της λεκάνης/του μηρού. Ράγισε/έσπασε το ~ (πβ. κάταγμα). Η οστεοπόρωση αδυνατίζει τα ~α. Πονάνε τα ~ά μου.|| Πέταξε στον σκύλο τα ~α.|| (συνεκδ.) Έχει βαρύ ~.|| (απειλητ.) Θα σου σπάσω τα ~α (= θα σε δείρω)! Βλ. ψαχνό. 2. εργαλείο σε σχήμα γλώσσας που διευκολύνει το πόδι να μπει στο παπούτσι: μεταλλικό/ξύλινο ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γερό κόκαλο (προφ.): για άνθρωπο υγιή, ανθεκτικό, δυνατό: Είναι ~ ~ και αντέχει στις κακουχίες. ● ΦΡ.: από κόκαλο: κοκάλινος: εργαλεία/χάντρες ~ ~., αφήνω τα κόκαλά μου κάπου 1. πεθαίνω κυρ. σε ξένο τόπο. 2. (προφ-ειρων.) για καθετί δύσκολο και μακροχρόνιο: Θα αφήσω ~ σ' αυτή τη δουλειά., κόκαλα έχει;: για ποτό ή φαγητό που αργεί να σερβιριστεί ή (σπάν.) σε περιπτώσεις που καθυστερεί η υλοποίηση κάποιου πράγματος: Μα καλά, ~ ~ ο καφές; Περιμένουμε εδώ και μισή ώρα., μένω/αφήνω κόκαλο (μτφ.-προφ.): μένω άναυδος ή αφήνω κάποιον άναυδο από την έκπληξη: Μόλις την είδε, έμεινε ~ (= άγαλμα, κάγκελο, στήλη άλατος, σύξυλος)., σπάει/τσακίζει κόκαλα (μτφ.): είναι πάρα πολύ σκληρός, καυστικός: Γραφή/κριτική/σάτιρα που ~ ~., ως/μέχρι το κόκαλο (μτφ.): σε πολύ μεγάλο βαθμό, εντελώς: βρεγμένος/ιδρωμένος/χρεωμένος ~ ~. Πβ. μέχρι/ως τον λαιμό. ΣΥΝ. ως/μέχρι το μεδούλι, έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο βλ. μαχαίρι, ζεσταίνω το κόκαλό/κοκαλάκι μου βλ. ζεσταίνω, η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει βλ. γλώσσα, θα τρίζουν τα κόκαλά του βλ. τρίζω, λεπτός-λεπτός/μακρύς-μακρύς/ψηλός-ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει βλ. καλόγερος, πετσί και κόκαλο βλ. πετσί [< μεσν. κό(κ)καλον]

κολυμπηθρόξυλο

κολυμπηθρόξυλο κο-λυ-μπη-θρό-ξυ-λο ουσ. (ουδ.) (προφ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: δεν έμεινε/δεν άφησαν (ούτε) κολυμπηθρόξυλο (όρθιο): για να δηλωθεί ολοσχερής καταστροφή: Θα γίνει της κακομοίρας και δεν θα μείνει ~! Δεν έμεινε ~ από τα δύο αυτοκίνητα. Πβ. τα κάνω γυαλιά καρφιά/λίμπα/λαμπόγυαλο/μπίλιες. ΣΥΝ. δεν έμεινε/δεν άφησαν τίποτα όρθιο ΚΟΛΥΜΠΗΘΡΟΞΥΛΟ

κοσμικός

κοσμικός, ή, ό κο-σμι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον κόσμο ως σύνολο ανθρώπων και κυρ. με τη ζωή της υψηλής κοινωνίας: ~ός: γάμος/τρόπος ζωής (= κοσμικότητα)/τύπος. ~ή: κίνηση/κυρία/παραλία/ταβέρνα. ~ό: γεγονός/θέρετρο/κέντρο/μέρος/νησί/ρεπορτάζ. ~οί: κύκλοι. ~ές: εκδηλώσεις (π.χ. δεξιώσεις, χοροεσπερίδες)/στήλες (εφημερίδας/περιοδικού)/συγκεντρώσεις. ~ά: νέα/σαλόνια. Πβ. κοινωνικός. 2. που αναφέρεται στην επίγεια κοινωνική ζωή σε αντίθεση με την εκκλησιαστική: ~ός: άρχοντας/ηγέτης/συγγραφέας/χαρακτήρας (της εκπαίδευσης/του κράτους). ~ή: ιστορία/μουσική/τέχνη. ~ά: αγαθά. Πβ. εγκόσμιος.|| ~ός: κλήρος (: σε αντιδιαστολή προς τους μοναχούς). Πβ. λαϊκός. ΑΝΤ. θρησκευτικός 3. που έχει σχέση με το Σύμπαν ή ειδικότ. το διάστημα σε αντιδιαστολή προς τη Γη: ~ός: θόρυβος/νόμος/χρόνος. ~ή: έκρηξη/ταχύτητα. ~ό: κενό/νέφος/φαινόμενο/χάος. ~οί: άνεμοι. ~ές: δομές (π.χ. σμήνη γαλαξιών). Πβ. διαστημ-, συμπαντ-ικός. Βλ. μακρο~, μικρο~. ΑΝΤ. γήινος (1) ● Ουσ.: κοσμικά (τα) 1. θέματα που αφορούν τις εκδηλώσεις της υψηλής κυρ. κοινωνίας. 2. τα εγκόσμια., κοσμικός (ο) 1. ο λαϊκός σε αντίθεση με τον κληρικό ή τον μοναχό. 2. πρόσωπο που του αρέσουν οι κοινωνικές εκδηλώσεις ή συχνάζει σε αυτές. ΑΝΤ. απόκοσμος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες: ΑΣΤΡΟΝ. ακτινοβολία που αποτελείται από σωματίδια τα οποία κινούνται πολύ γρήγορα (αδρόνια, λεπτόνια, φωτόνια), διασχίζουν την ατμόσφαιρα και φτάνουν στην επιφάνεια της Γης από το Σύμπαν. [< γαλλ. rayonnement cosmique/rayons cosmiques, αγγλ. cosmic ray, 1925] , κοσμική/(σπανιότ.) εγκόσμια εξουσία: η κρατική, πολιτική εξουσία σε αντίθεση προς τη θρησκευτική., κοσμικό/γαλαξιακό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα (περ. 245 εκατομμύρια χρόνια) για μια πλήρη περιστροφή του ηλιακού μας συστήματος γύρω από το κέντρο του γαλαξία., κοσμικό/λαϊκό κράτος: στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολιτικά πρόσωπα χωρίς την παρέμβαση θρησκευτικών παραγόντων σε αντιδιαστολή προς το θεοκρατικό κράτος., κοσμικός αιώνας: ΓΕΩΛ. το χρονικό διάστημα εξέλιξης της Γης από τη στιγμή που έγινε για πρώτη φορά αυτοτελές ουράνιο σώμα μέχρι τον πιθανό σχηματισμό του φλοιού της., αστρική/κοσμική/διαστημική σκόνη βλ. σκόνη, κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου βλ. ακτινοβολία [< 1: γαλλ. mondain 2: μεσν. κοσμικός 3: αρχ. ~, γαλλ. cosmique, αγγλ. cosmic]

κύκνειος

κύκνειος, α, ο κύ-κνει-ος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: κύκνειο άσμα (μτφ.): το τελευταίο και συνήθ. σπουδαίο έργο ενός καλλιτέχνη (πριν από τον θάνατό του) και γενικότ. το τελευταίο επίτευγμα στην πορεία ενός ανθρώπου, θεσμού: το ~ ~ του σκηνοθέτη/συγγραφέα/(μουσικού) συγκροτήματος.|| Το ~ ~ της επιχείρησης (: πριν τη χρεοκοπία της)/του καθεστώτος (: πριν από την πτώση του). [< μτγν. τὸ κύκνειον (ᾆσμα), γαλλ. chant du cygne] [< αρχ. κύκνειος]

λάσκος

λάσκος, α, ο λά-σκος επίθ. (προφ.): χαλαρωμένος, λασκαρισμένος: ~α: βίδα. Πβ. μπόσικος. Βλ. τσίτα. ● επίρρ.: λάσκα ● ΦΡ.: αφήνω λάσκα 1. χαλαρώνω, λασκάρω: (ΝΑΥΤ.) ~ ~ τα πανιά/το σκοινί. 2. (μτφ.) δεν περιορίζω, δεν πιέζω κάποιον: Μην ~εις ~ τα παιδιά. Πβ. χαλαρώνω τα λουριά., είμαι/έχω λάσκα: έχω ελεύθερο χρόνο, δεν βρίσκομαι υπό πίεση: Είσαι/έχεις ~ (απ' τη δουλειά) αυτόν τον καιρό; [< βεν. lasco]

λέω

λέω λέ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λες, λέ-ει, -με, -τε, -ν(ε), έλεγα, είπα (προστ. πες, πείτε κ. πέστε), πει, λέγ-ομαι, λέ-χθηκε (λόγ.) ειπώ-θηκε (λογιότ. ελέ-χθη, -χθησαν, μτχ. λε-χθείς, -χθείσα, -χθέν), λε-χθεί (λόγ.) ειπω-θεί, λέγ-οντας, -όμενος, ειπω-μένος} & (λόγ.) λέγω 1. εκφέρω λέξεις και φράσεις, αρθρώνω φθόγγους: Συγγνώμη, δεν σ' άκουσα, τι είπες; Είπαν (= αντάλλαξαν) βαριές κουβέντες. Έχω κάτι να σου πω (: εμπιστευτώ), αλλά μην το πεις (= αποκαλύψεις, μαρτυρήσεις) σε κανέναν/πουθενά. Πες το μου στ' αυτί/ψιθυριστά. Έφυγε, ~οντας μόνο ένα "γεια". Έχουν ~χθεί τα πάντα. (εμφατ.) ~ει και ~ει ασταμάτητα (πβ. μιλώ). Δεν ξέρει τι ~ει (= ~ει ασυναρτησίες). (ειρων.) Τέτοια λέγε μου, να χαίρομαι!|| Τι έχεις να πεις σε όσους σε κατηγορούν; Πβ. απαντώ.|| ~ τη γνώμη μου (= διατυπώνω, εκφράζω)/ψέματα (= ψεύδομαι). ~ει τις ειδήσεις (= εκφωνεί, παρουσιάζει). Πείτε μου/πέστε μου τι κάνετε/τα νέα σας. Μας είπε (= ανακοίνωσε) την απόφασή του/τα εξής: … Αναγκάστηκε να πει (= ομολογήσει, παραδεχτεί) την αλήθεια.|| Δεν μπορεί να πει (= προφέρει) το "ρο".|| Στο ~ εγώ, θα έρθει (πβ. διαβεβαιώνω)! Τι το λες και δεν το κάνεις; Ό,τι είχα/ήταν να πω το είπα (πβ. δηλώνω). Ό,τι και να πεις, έχεις δίκιο. Αφού σου είπα (= υποσχέθηκα) ότι θα σε βοηθήσω, θα το κάνω. Στο είχα πει (: επαναλάβει) πολλές φορές.|| Το είπε (= μετέδωσε) το ραδιόφωνο.|| ~νε (= κάνουν λόγο) για τα χθεσινά. 2. σκέφτομαι, υπολογίζω· νομίζω, πιστεύω· υποθέτω, φαντάζομαι: ~ να φύγω αύριο (πβ. προγραμματίζω, σκοπεύω, σχεδιάζω). Πάνω που είπα (= αποφάσισα) κι εγώ να σοβαρευτώ ... -Θα έρθεις; -Έτσι ~. Και να πεις πως δεν το περίμεναν! Πες πενήντα τα οδοιπορικά κι εκατό η διαμονή. Πόση ώρα λες να πάρει;|| Εσύ τι λες/τι έχεις να πεις γι’ αυτά; Τι θα πει ο κόσμος; (με αμφιβολία ή απορία:) ~τε να είναι τόσο απλό;|| Αν δεν σε ήξερα, θα έλεγα ότι δεν είσαι (= δεν θα σε έκανα) πάνω από είκοσι. Έτσι όπως είχε ξαπλώσει, έλεγες ότι κοιμάται. Πες πως ήσουν στη θέση μου, τι θα έκανες; Ποιος να (μου) το 'λεγε ότι θα χώριζαν! 3. για παράθεση άποψης, φήμης, γνωμικού, των λόγων κάποιου: (συνήθ. στο γ' πρόσ.) ~νε/~εται ότι/πως ... (πβ. διαδίδεται, μαρτυρείται, συζητιέται, φημολογείται, ψιθυρίζεται). Πολλά ~ονται και ακούγονται γι' αυτό το θέμα. Απ' ό,τι λένε (οι δικοί του) είναι πολύ ώριμος για την ηλικία του. Η παράδοση ~ει (= αναφέρει) ότι ο πύργος ήταν στοιχειωμένος. Στο χωριό μου ~νε: "Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά".|| Όπως ακριβώς είπα/~θηκε και πριν, ...|| (σε ευθύ ή πλάγιο λόγο) Και γυρίζει και μου ~ει: "Έχεις καθόλου λεφτά;" (πβ. ρωτώ). Δεν τη νοιάζει, ~ει. (Μου) είπε να μη χαθούμε. 4. (ειδικότ.) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω: Ο ίδιος ~ει ότι έπεσε θύμα απάτης. Το ~ και το πιστεύω. Είσαι σίγουρος για όσα λες; Σύμφωνα με όσα ~ει σε συνέντευξή της ... Δεν ~/δεν μπορώ να πω ότι το έκανε αυτός/επίτηδες. 5. εισαγωγικά ή παρενθετικά στον λόγο ή σε τυπικές φράσεις για προσέλκυση της προσοχής, έκφραση απορίας, αμηχανίας, δυσαρέσκειας: Δεν μου λες, αύριο έχουμε μάθημα; Για να το πούμε αλλιώς/απλά/καλύτερα, ... Τολμώ να πω ότι την καταλαβαίνω. Συγγνώμη, να πω κάτι (πβ. αναφέρω, επισημαίνω, προσθέτω); Και να πω και κάτι άλλο ... Θα μου επιτρέψετε/πρέπει να πω ... Δεν χρειάζεται/περιττό να πω ότι ... (: για κάτι αυτονόητο, γνωστό). Σου το/στο ~ σαν φίλος, ξέχασέ την.|| (επιτατ., θυμωμένα:) Αυτό που σου ~ εγώ!|| (απειλητ.) Για πρόσεχε τι λες!|| (συγκαταβατικά) Ό,τι πεις εσύ!|| (στερεότυπη φρ. όταν σηκώνουμε το τηλέφωνο) Λέγετε; Λέγετε, παρακαλώ! 6. ονομάζω, αποκαλώ, χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι: -Πώς σε ~νε; -Με ~νε Ειρήνη. ~ομαι ... (: για ονοματεπώνυμο). Πολύ ακατάδεχτη η ... πώς την είπαμε; (: όταν δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου).|| Πώς ~εται αυτό στα Γαλλικά (πβ. μεταφράζω);|| Τον είπε βλάκα μπροστά σ' όλους. (για παρατσούκλι) Στο σχολείο τον ~νε ξερόλα. Εγώ αυτό το ~ κοροϊδία. 7. εννοώ, σημαίνω, δείχνω: (συνηθέστ. στο γ' πρόσ.) Τι θα πει "ελευθερία"; Αν γυρίσει, θα πει πως σ' αγαπάει. Το ότι τον προσκάλεσα δεν θα πει ότι τον συμπαθώ κιόλας.|| Νομίζω αυτό ~ει πολλά για τον χαρακτήρα της. Η φωτογραφία τα ~ει όλα. Το θερμόμετρο ~ει σαράντα βαθμούς Κελσίου. Η πινακίδα ~ει "Απαγορεύεται η αναστροφή". Πάτησε το κουμπί που ~ει στοπ.|| (προφ.) -Τι ώρα λες (: τι ώρα ~ει το ρολόι σου); Τα μάτια σου άλλα ~νε ... 8. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι· προτείνω, συμβουλεύω: Πες του να περάσει. Άσε με ήσυχη, σου είπα! Μην του πεις μόνο για διάβασμα (: να διαβάσει)! Θα σου πω εγώ πότε να σταματήσεις (πβ. καθοδηγώ, υποδεικνύω). Κάνε ό,τι σου ~ει (πβ. διατάζω)!|| Εγώ ~ να πάμε. Θα σου έλεγα να μη βιαστείς. Πες του κι εσύ κάτι! 9. (προφ.) διατυπώνω γραπτώς, αναφέρω: Τι ~νε (= γράφουν) οι εφημερίδες; Η διαθήκη/ο νόμος ~ει (= ορίζει) ... Χρειάζεσαι μία υπεύθυνη δήλωση που να ~ει ότι ... Ένας μεγάλος ποιητής είπε ... 10. προβλέπω, προλέγω: Εγώ το είχα πει από την αρχή. Όταν εγώ στα 'λεγα, εσύ δεν με πίστευες. Πβ. προειδοποιώ. 11. εξηγώ, ερμηνεύω: ~ει (= διαβάζει) τον καφέ/το μέλλον/τη μοίρα/το φλιτζάνι/τα χαρτιά.|| Μπορείς να μου πεις τι σημαίνει ... 12. αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω: Δεν ξέρει να ~ει ανέκδοτα. Πείτε μας πώς τα περάσατε στο ταξίδι. Ακριβώς έτσι έγιναν, όπως τα είπε. Πες μας τι σου συμβαίνει. Πβ. διηγούμαι.|| Ένας απ' τους δυο σας ~ει παραμύθια (πβ. παραμυθιάζω, ψεύδομαι). 13. κουβεντιάζω, συζητώ: Τα ~με πού και πού. Κάτσε να τα πούμε λιγάκι. Για σένα λέγαμε (= μιλούσαμε). Πίνανε και λέγανε τα δικά τους. Τι ακριβώς ~θηκε/~χθη στη γενική συνέλευση;|| Όπως είπαμε (= συμφωνήσαμε), εντάξει; 14. επαναλαμβάνω προφορικά κάτι που έχει ορισμένη μορφή και συνήθ. το έχω αποστηθίσει: ~ ένα ποίημα (= απαγγέλλω)/την προσευχή μου. Θα πει (= τραγουδήσει) κομμάτια από τον τελευταίο του δίσκο. Βλ. λεγάμενος, λέγειν, λεγόμενα, λεγόμενος.λέει (προφ.) 1. (συνήθ. με άρνηση) αξίζει: -Τι ~ το/σαν μαγαζί; - Δεν ~ μία/τίποτα. Η ταινία δεν έλεγε πολλά (πράγματα). Βλ. ψιλο~. 2. για έμφαση, ενίσχυση των λεγομένων: Ξεφαντώσαμε, ~! Αν τον ξέρω, ~; Απ’ έξω κι ανακατωτά. Πβ. δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! 3. ως συμπλήρωμα στην ομιλία, όταν κάποιος δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις: Και μου ζήτησε, ~, να φύγω ~, γιατί ήθελε, ~, να ... Πβ. να πούμε. 4. σε αφηγήσεις ή υποθέσεις: Ήτανε, ~, κάποτε ένας βασιλιάς... Είδα, ~, στο όνειρό μου ότι ...|| Φαντάσου, ~, να ξανασυναντηθούμε μια μέρα. 5. για να δηλωθεί έντονη έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: Ποιος ήταν ~; 6. για λόγο που θεωρείται πρόφαση, δικαιολογία: Δεν ήρθε γιατί, ~ (= δήθεν), είχε δουλειά. Πβ. τάχα. 7. φημολογείται: Ο γιος τους, ~, είχε μπει φυλακή. ● ΦΡ.: ... όπως/που λέει και (προφ.): όταν αναφέρονται τα λόγια κάποιου, αποφθέγματα, παροιμίες ή στίχοι τραγουδιού: Κάθε εμπόδιο για καλό, ~ ~ ο λαός. Όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας, ..., άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν περιγράφεται με λόγια: Είχε γίνει έξω φρενών, φώναζε, έβριζε, άσε ... ~ ~ ακούς! Τα χρώματα του πίνακα είναι μοναδικά, όμως ~ ~ βλέπεις!, ας πούμε (προφ.) 1. για να δοθεί παράδειγμα: Παιδιά που είναι, ~ ~, οκτώ ετών ... Πβ. για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν/χάρη, ξέρω γω. 2. για να εκφραστεί μία υπόθεση: ~ ~ (= ας υποθέσουμε) ότι ψάχνεις για δουλειά ... Πβ. έστω. 3. για να γίνει μία πρόταση: -Πότε να πάμε; -~ ~ την πρώτη του μηνός., ας τα λέμε καλά (προφ.): σχετικά καλά, ως τυπική απάντηση χαιρετισμού: -Τι κάνεις; -Ε, ~ ~..., άστον/άσ' τον να λέει (προφ.): συνήθ. ως προτροπή σε κάποιον να μη δίνει σημασία στα λόγια τρίτου: Άστους να λένε, είσαι η καλύτερη!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος θέλει να συνοψίσει κάτι ή δεν ξέρει τι άλλο να πει: ~ ~ φίλε μου, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση., αυτό θα πει ...! (προφ.): (ως ένδειξη αναγνώρισης, θαυμασμού) αυτό είναι: ~ ~ αγάπη/εξυπηρέτηση/μαγκιά/τύχη!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί παραδοχή, ομολογία ή συμφωνία με κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Είναι ωραίος νέος, αυτό/το σωστό να ~. Η αλήθεια να ~, μαζί της δεν βαριέμαι ποτέ., αφού το λες εσύ & αφού το λέτε εσείς (προφ.): (συγκαταβατικά) για να δηλωθεί αποδοχή της άποψης του άλλου: Ε, ~ ~, έτσι θα 'ναι/κάτι (παραπάνω) θα ξέρεις., για λέγε/πες (προφ.): ως προτροπή για να αφηγηθεί κάποιος κάτι ενδιαφέρον: -Συναντηθήκαμε χθες. -~ ~, ~ ~!, για να μη (σου) πω & μη (σου) πω: παρενθετικά στον λόγο για να προσθέσουμε κάτι, χωρίς να είμαστε απόλυτοι: Ένα από τα πιο σημαντικά, ~ ~ το πιο σημαντικό, είναι ..., για να σου πω (προφ.): (αυστηρά) ως έκφραση δυσφορίας, για να σταματήσει κάποιος να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: Α, ~ ~, μη μου φωνάζεις εμένα! ~ ~, σαν πολύ αέρα δεν πήρες;, δε(ν) λέγεται (προφ.-εμφατ.): δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια: Το τι αγόρασε ~ ~! ~ ~ τι τράβηξα μέχρι να τελειώσω., δε(ν) λέω (προφ.): δεν αντιλέγω, δεν διαφωνώ: ~ ~, η δουλειά είναι δύσκολη, αλλά ..., δεν λέει να 1. (προφ.) για κάτι που δεν συμβαίνει, κυρ. αντίθετα από το επιδιωκόμενο ή το προσδοκώμενο: Αυτή η γρίπη ~ ~ περάσει με τίποτα. Η ώρα περνούσε κι αυτός δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. 2. (νεαν. αργκό) δεν είναι σωστό, πρέπον ή συμφέρον: Θα περιμένω να τον αποχαιρετήσω, ~ ~ φύγω έτσι., δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... & πάλι καλά (να λες) (που): (προφ.) όταν κάποιος προσπαθεί να εστιάσει στις θετικές πλευρές μιας δυσάρεστης κατάστασης: ~ ~ που δεν πάθατε τίποτα! Πβ. ευτυχώς.|| -Άργησες, αλλά τουλάχιστον ήρθες. -Πάλι καλά να λες!, δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί συμφωνία με τα προαναφερθέντα και υπερθεματισμός: Καλά, ~ ~, το μέρος ήταν καταπληκτικό! -Πώς περάσατε χθες, ωραία; -Ωραία ~ ~, τέλεια ήταν! Τυχερή, ~ ~, από θαύμα ζει!, δεν μου λέει τίποτα (προφ.): δεν μου κάνει αίσθηση, δεν το θεωρώ σημαντικό: Το ότι είναι πλούσιος πραγματικά/προσωπικά ~ ~. [< γαλλ. cela ne me dit rien] , δεν σου λέω (οικ.): (με περιπαικτική διάθεση) σε περίπτωση που κάποιος αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι: ~ ~, για να μάθεις! ~ ~, ~ ~, πού ήμουν!, είπα κι εγώ (προφ.): σε περιπτώσεις που ανατρέπονται τα λόγια, οι αρχικές σκέψεις ή εκτιμήσεις κάποιου: ~ ~ με ξέχασες;, είπα ξείπα (προφ.): για αναίρεση προηγούμενης δήλωσης ή υπόσχεσης: -Μα μου είπες πως θα μου το αγοράσεις. -~ ~ (: το παίρνω πίσω).|| (ως ουσ.) Βαρέθηκα τα ~ ~ του., είπες κάτι/τίποτα; (προφ.): με αυστηρό ύφος ή απειλητικά, για να αποθαρρυνθεί κάποιος που εκφράζει αντιρρήσεις, συνήθ. μουρμουρίζοντας ή μιλώντας σιγά: Δεν κατάλαβα. ~ ~;, εμένα μου λες (προφ.): ως έκφραση αμφισβήτησης ή συμφωνίας: (ειρων.) -Συγγνώμη, δεν θα ξαναγίνει. -~ ~!|| -Είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος. -~ ~; Ένας θεός ξέρει τι έχω τραβήξει μαζί του., ένα (μόνο) σου λέω (προφ.-εμφατ.): για προσέλκυση της προσοχής σε αυτό που θα ακολουθήσει: ~ ~ και να το θυμάσαι, τίποτα δεν είναι δεδομένο. (απειλητ.) Ένα μόνο θα σου πω, μη διανοηθείς και ξαναγυρίσεις!, εσύ το λες αυτό/εσύ είσαι που το λες αυτό 1. (προφ.-εμφατ.) αυτή είναι η δική σου άποψη, όχι η δική μου: Εγώ δεν είπα ότι δεν θέλω, ~ ~. 2. (σε ερώτηση) ως έκφραση έκπληξης, απορίας για τα λεγόμενα κάποιου: -Δεν αντέχω άλλο. -~ ~; Νόμιζα ότι σου άρεσε η δουλειά., έτσι λες; (προφ.): αυτό νομίζεις, αυτό πιστεύεις;: ~ ~ ε; Μπορεί να 'χεις και δίκιο ..., έτσι σου είπαν να λες; (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, διαμαρτυρίας για κάτι που ειπώθηκε: -Ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του. -Μπα, ~ ~;, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει (προφ.): (για καλλιτέχνη ή καλλιτεχνική δημιουργία) προτείνει κάτι διαφορετικό, καινούργιο: Η ταινία δεν ~ ~., έχω να (το) λέω (προφ.): εκφράζομαι με τα καλύτερα λόγια για κάποιον ή κάτι: ~ ~ για τη φιλοξενία τους., θα έλεγα (προφ.): κειμενικός δείκτης που τονίζει την υποκειμενικότητα μιας κρίσης: Τα θέματα ήταν αρκετά εύκολα, ~ ~ (= κατά τη γνώμη μου).|| (επιτατ.) Η αύξηση είναι σημαντική, εντυπωσιακή ~ ~ (= τολμώ να πω). Πβ. αν θέλεις/θέλετε., θα μου πεις ... (προφ.): (παρενθετικά στον λόγο) ως έκφραση άποψης, σκέψης ή πιθανής εξέλιξης: Κάθε αρχή και δύσκολη, θα μου πεις., θα σου 'λεγα (τώρα) (προφ., συνήθ. με θυμωμένο ύφος): για μετριασμό των λεγομένων ή αποσιώπηση βαρύτερων χαρακτηρισμών και λόγων: ~ ~ καμιά κουβέντα, έχε χάρη όμως που ... ~ ~ τίποτα για το σόι σου, αλλά ... Πβ. τι του λες/τι να του πεις τώρα;, θα τα πούμε (προφ.) 1. ως έκφραση αποχαιρετισμού: Πολλά φιλιά, ~ ~ (από κοντά/σύντομα/την Τρίτη). Πβ. τα λέμε. 2. (απειλητ.) θα λογαριαστούμε, αναμετρηθούμε: Εμείς (οι δύο) ~ ~ στο γήπεδο/δικαστήριο., και πάει λέγοντας (προφ.): και ούτω καθεξής: Το νέο νομοσχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις, απεργίες, διαμαρτυρίες ~ ~. ΣΥΝ. και τράβα κορδέλα/κορδόνι, και τι δεν είπε (εμφατ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι ειπώθηκαν πολλά: ~ ~ για τον διευθυντή, ότι τους καταπιέζει, ότι τους εκμεταλλεύεται, ότι ..., καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες (προφ.): για επιβεβαίωση της κρίσης κάποιου άλλου: ~ ~ να μην ανακατευτώ, αλλά πού μυαλό! Καλά μου είπανε πως είναι απατεώνας., καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε (προφ.): για να δηλωθεί συμφωνία με τα λεγόμενα κάποιου: (Πολύ) καλά τα λες, αλλά ποιος σ' ακούει; Ακριβώς έτσι έγινε, φίλε, σωστά τα λες. Ναι, ναι, (έτσι) όπως τα λέει είναι ..., κάτι έλεγες ...; (προφ.-ειρων.): όταν τα λόγια κάποιου αντιτίθενται στις πράξεις του ή γενικότ. δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα., κάτι μας είπες (τώρα)! (προφ.-ειρων.): για κάτι γνωστό, αυτονόητο: -Τόσο καιρό μας έλεγε ψέματα. -Χαίρω πολύ, ~ ~! Πβ. τι μας λες (τώρα);, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... (προφ.): διαισθάνομαι ή προαισθάνομαι κάτι: Κι όμως εμένα ~ ~ θα τον ξαναδώ. [< γαλλ. quelque chose me dit que] , κάτι μου λέει (προφ.): μου θυμίζει κάτι: ~ ~ το όνομά του, αλλά δεν είμαι σίγουρη.|| Η φωτογραφία δεν μου λέει κάτι/τίποτα. [< γαλλ. me dit quelque chose] , λέγε λέγε/πες πες (προφ.-εμφατ.): σε περιπτώσεις που λέγεται κάτι συνεχώς και επίμονα σε κάποιον: ~ ~ στο τέλος τον έπεισαν. Πβ. λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει., λέγε με ... & μπορείς να με λες (προφ.): (ακολουθεί κύριο όνομα ή ουσιαστικό) να με αποκαλείς, φωνάζεις ..., όταν θέλει κάποιος να δημιουργήσει κλίμα οικειότητας ή, ειρων., για τον ίδιο του τον εαυτό: Από 'δω και πέρα ~ ~ απλώς/σκέτο Μαρία.|| Τελικά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το φτιάξω, ~ ~ και μάστορα!, λέμε τώρα (προφ.-ειρων.): που λέει ο λόγος: Καλά είμαι, ~ ~. Υποσχέσεις για ένα καλύτερο, ~ ~, μέλλον., λες κ(α)ι (προφ.): σαν να: Το θυμάμαι ~ ~ ήταν χθες! Δεν μπορούσε να μιλήσει, ~ ~ κάτι του 'φραζε το στόμα. Πβ. θαρρείς και., λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου: δηλ. χωρίς να ακούγομαι: Είπε ~ του (: σιγανά, σιωπηλά, χαληλόφωνα) μια προσευχή. Όλα θα πάνε καλά, είπε ~ της (: σκέφτηκε, συλλογίστηκε). Αν έχεις κάτι να πεις, μην το λες ~ ~ σου (= πες το δυνατά, φωναχτά). Βλ. μουρμουρίζω, ψιθυρίζω., μα τι λέω & τι λέω (προφ.) 1. όταν κάποιος διορθώνει ή ενισχύει τα λεγόμενά του: Μέρες έχω να γράψω, ~ ~, μήνες. 2. (ειρων.) ως έκφραση αυτοθαυμασμού: ~ ~, ο άνθρωπος!, μας τα 'παν κι άλλοι (προφ.): για κάτι που έχει ειπωθεί πολλές φορές και δεν προκαλεί πλέον εντύπωση: Άσε/αυτά ~ ~!, μη μου πεις ότι ... (προφ.): για να προκαταλάβουμε τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν σου άρεσε/δεν σκέφτεσαι κι εσύ το ίδιο. ~ ~ ξαφνικά άλλαξες γνώμη!, μη μου το λες/μη μου πεις .../τι μου λες! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης ή ειρωνείας: -Τα 'μαθες; Παντρεύεται! -Όχι, καλέ, ~ ~!|| (ειρων.) Μη μου το λες, γιατί θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει. Πβ. τι λες/είπες (τώρα)!, μην το λες (προφ.): για να μετριαστεί η απολυτότητα των λεγομένων κάποιου: -Αποκλείεται να περάσει στις εξετάσεις. - Μπα, ~ ~, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται., μου λες/σου λέει (οικ.): αμφισβητώντας την ορθότητα των λεγομένων των άλλων: Και μετά ~ ~ κάνε παιδιά/φίλους., να μη με λένε (προφ.-εμφατ.): (ως απόδοση υπόθεσης) ως διαβεβαίωση προς τον συνομιλητή ότι θα κάνουμε κάτι οπωσδήποτε: Αν δεν έχω κόψει το κάπνισμα μέχρι το καλοκαίρι, ~ ~ Κώστα. Πβ. να μου τρυπήσεις τη μύτη., να πούμε & να 'ούμε (αργκό): παρενθετικά στον λόγο ως έκφραση αμηχανίας, όταν δεν βρίσκει κάποιος τις κατάλληλες λέξεις, ή στο τέλος φράσης, πρότασης: Έφυγε, ~ ~, χωρίς να πει μια λέξη. Καλά, πού ζεις εσύ, ~ ~;, να τα πούμε; (προφ.): για τα κάλαντα: -~ ~; -Φυσικά!, ξέρω τι θα πει: γνωρίζω πολύ καλά κάτι, ευχάριστο ή δυσάρεστο: ~ ~ αγάπη/μοναξιά. Ομάδα που δεν ξέρει τι θα πει ήττα., πες ... πες (προφ.): είτε ... είτε: ~ το σύμπτωση, ~ το διαίσθηση, ήξερα τι θα συμβεί! Πβ. θες ... θες., πες το κι έγινε (προφ.): ως δήλωση προθυμίας για άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου: Αν θέλεις κάτι άλλο, ~ ~!, ποιος μου λέει (εμένα) (προφ.): (συνήθ. ως ρητορική ερώτηση) πώς μπορώ να ξέρω, να σιγουρευτώ: ~ ~ ότι δεν με κοροϊδεύει; Και ποιος σου ~ εσένα πως αύριο θα έχεις δουλειά;, ποιος το είπε/λέει (αυτό); (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, αμφισβήτησης των λεγομένων κάποιου: Ακούς εκεί! ~ ~ ότι είμαι υποχρεωμένος να ...;, πολλά λες (προφ.): φλυαρείς, υπερβάλλεις ή αυθαδιάζεις: Πάντα τόσα ~ ~ για σένα;|| Πάνω από εκατό ευρώ; Νομίζω ότι ~ ~.|| Σαν πολλά δεν μας τα είπες;, που λες/λέτε (προφ., ως παραγέμισμα): εισαγωγικά ή παρενθετικά κυρ. σε αφηγήσεις ή συζητήσεις: Και ~ ~, πέρυσι το καλοκαίρι ... Έφυγα, ~ ~, αμέσως., πού να στα/σας τα/σου τα λέω (προφ.) 1. εισαγωγικά, συνήθ., στον λόγο για πρόκληση εντύπωσης: Άσε φίλε, ~ στα λέω, πήρα μια λαχτάρα χθες! ~ σας τα λέω, δεν θα πιστέψετε ποια συνάντησα στον δρόμο! 2. παρενθετικά στον λόγο για αποφυγή μακρηγορίας: Υπέροχα υφάσματα, αλλά ~ σου τα λέω τώρα, πήγαινε να τα δεις καλύτερα μόνη σου., πώς να στο/το πω (προφ.): όταν δυσκολεύεται κάποιος να εκφραστεί κατάλληλα: Μου αρέσει εδώ, ~ ~..., νιώθω σαν να είναι η δεύτερη πατρίδα μου., σαν να λέμε (προφ.): ως έκφραση επεξήγησης ή κυρ. παρομοίωσης, σύγκρισης με κάτι: Έμπλεξε με συμμορίες, ~ ~ έπεσε στο στόμα του λύκου., σου λέω! (προφ.): χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα ή στην ορθότητα ισχυρισμού που συνήθ. δεν γίνεται πιστευτός: Άσε με ήσυχο ~ ~ (πβ. επιτέλους)! Δράμα, ~ ~, η κατάσταση!, σου 'πα μου 'πες (προφ.): δικαιολογίες ή φλυαρίες: Δεν μου αρέσουν τα πολλά ~ ~, μίλα ξεκάθαρα. Άσε τα ~ ~ και στρώσου στη δουλειά., τα λέμε (οικ.): ως έκφραση αποχαιρετισμού: ~ ~ αργότερα/αύριο (πάλι)/στις 9. Άντε γεια! ~ ~. Πβ. θα τα πούμε, τα ξαναλέμε., τι έλεγα/λέγαμε; (προφ.) 1. μετά από διακοπή συζήτησης: Λοιπόν, ~ έλεγα; Α, ναι ... Θυμάστε ~ λέγαμε; 2. ως υπενθύμιση κάποιου πράγματος που έχει ήδη αναφερθεί και που επαληθεύεται από τις περιστάσεις: ~ ~ πριν για ..., τι θα έλεγες/τι λες ...;: ως ευγενική πρόταση: ~ ~ αν αγοράζαμε καινούργιο αυτοκίνητο/για ένα ποτήρι κρασί/να φάμε μαζί (: θα ήθελες να ...);, τι θα πει (προφ.) 1. τι σημαίνει. Πβ. τι εστί. 2. & τι πάει να πει: για να εκφραστεί έντονη αντίρρηση ή αγανάκτηση: Και ~ ~ δεν του αρέσει; Τόσα λεφτά δώσαμε!, τι λέει; (αργκό) 1. τι κάνεις, πώς είσαι; Πβ. πώς πάει; 2. πώς είναι;: ~ ~ η ζωή στην πρωτεύουσα;, τι λες/είπες (τώρα)! (προφ.): κυρ. ως έκφραση έκπληξης ή διαφωνίας: -Μέσα σε δυο χρόνια πήρε προαγωγή. -~ ~! Δεν θες να πας διακοπές; Μα ~ ~!, τι μας λες (τώρα); & καλέ/μωρέ τι μας λες; (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση ή ειρωνεία, όταν αναφέρεται κάτι αυτονόητο, ήδη γνωστό: ~ ~, ρε άσχετε; Θα μου πεις "~ ~", αφού κι εσύ το ίδιο κάνεις.|| ~ ~; Εμείς κοιμόμαστε όρθιοι; Πβ. κάτι μας είπες (τώρα)!, τι να πω/τι να πει κανείς & τι να λέμε/τι να πούμε τώρα (προφ.): ως έκφραση αμηχανίας, έκπληξης, παράπονου, απαισιοδοξίας: Τι να (σου) πω, δεν ξέρω, τα 'χω χαμένα. Τι να πούμε κι εμείς οι άνεργοι;|| Ό,τι και να λέμε/να πούμε τώρα είναι λίγο., τι σου λέει αυτό; (προφ.): τι καταλαβαίνεις, ποιο συμπέρασμα βγάζεις;: Χρόνια τώρα ζει εκτός Ελλάδος. ~ ~;, τι του λες/τι να του πεις τώρα; (προφ.): ως ήπια έκφραση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης, θυμού: Πήγε και τα μαρτύρησε όλα, ~ ~; Πβ. θα σου 'λεγα (τώρα).|| Τι να σου πω τώρα, καημένε μου; Έτσι που τα 'κανες ..., το 'πε και το 'κανε (προφ.): για άμεση πραγματοποίηση των λεγομένων κάποιου. Πβ. αμ' έπος αμ' έργον., του τη λέω (αργκό): αποστομώνω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον, τον πειράζω λεκτικά: Του την είπε άσχημα και δεν της ξαναμίλησε. Όλο σου τη λέει (πβ. σου τη μπαίνει, σε τσιγκλάει)! Πβ. κολλώ κάποιον στον τοίχο, ταπώνω, τα χώνω σε κάποιον., (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου βλ. αμαρτία, (λέω) το ψωμί ψωμάκι βλ. ψωμί, (να) μην το πεις/πείτε ούτε του παπά βλ. παπάς, (το) είπε το ποίημα βλ. ποίημα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! βλ. ακούω, άκου (με) που σου λέω! βλ. ακούω, άκου λέει! βλ. ακούω, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο βλ. στραβός, δεν (μας) τα λες καλά βλ. καλά, δεν πα να λες ό,τι θες! βλ. θέλω, δεν σε είπαμε και καμπούρη! βλ. καμπούρης, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του βλ. σκύλος, εδώ που τα λέμε βλ. εδώ, είπα και (ε)λάλησα βλ. λαλεί, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε βλ. χέζω, είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα βλ. γάιδαρος, ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι, έχουμε και λέμε βλ. έχω, έχω να το λέω βλ. έχω, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, θα πούμε το νερό νεράκι βλ. νερό, θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος βλ. άλλος, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); βλ. θέλω, θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... βλ. θέλω, θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα; βλ. θέλω, και/κι ύστερα (σου) λένε βλ. ύστερα, καλά δεν τα λέω; βλ. καλά, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λέει/ξέρει κάτι νεράκι βλ. νερό, λέω καλό για κάποιον βλ. καλό, λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου) βλ. μούτρο, λέω με το νου μου βλ. νους, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη βλ. σύκο, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, μια κουβέντα είπα βλ. κουβέντα, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα βλ. χύμα, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς, ό,τι θέλει λέει βλ. θέλω, ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε βλ. όνομα, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, ούτως ειπείν βλ. ούτω(ς), πάει να πει & πα' να πει βλ. πηγαίνω & πάω, πες τα, χρυσόστομε! βλ. χρυσόστομος, πες το ψέματα! βλ. ψέμα, ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ βλ. ποτέ, που λέει ο λόγος βλ. λόγος, πώς είπες/είπατε; βλ. πώς, συ είπας βλ. εσύ, τα λέω ένα χεράκι βλ. χεράκι, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά, τι έκανε λέει; βλ. κάνω, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, τι λέει το πρόγραμμα; βλ. πρόγραμμα, το καλό να λέγεται βλ. καλό, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το λέω και γεμίζει το στόμα μου βλ. στόμα, το λέω και το ξαναλέω βλ. ξαναλέω, τολμώ να πω βλ. τολμώ, τόσα ξέρει, τόσα λέει βλ. τόσος, φερ' ειπείν βλ. φέρω ● βλ. ειπωμένος [< αρχ. λέγω, μεσν. λέω]

λουτρό

λουτρό λου-τρό ουσ. (ουδ.) 1. (επίσ.) δωμάτιο με κατάλληλες εγκαταστάσεις (είδη υγιεινής) για να πλυθεί κάποιος και συνήθ. με λεκάνη τουαλέτας· μπάνιο: ~ με ντουζιέρα. Αξεσουάρ ~ού. (σε ξενοδοχείο:) Υπνοδωμάτιο με ατομικό/ιδιωτικό ~. Πβ. λουτροκαμπινές.|| (στον πληθ.-παλαιότ., το αντίστοιχο δημόσιο οικοδόμημα:) (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αρχαία ελληνικά/ρωμαϊκά ~ά (= βαλανεία). Τουρκικά ~ά (= χαμάμ). Πβ. λουτρώνας. 2. (κυρ. παλαιότ.-λόγ.) πλύσιμο του σώματος, μπάνιο: ζεστά ~ά (βλ. θερμόλουτρο). Παίρνω το ~ μου (= πλένομαι). Βλ. -λουτρο. 3. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. διάλυμα ή ρευστό μέσα στο οποίο γίνεται εμβάπτιση ενός αντικειμένου για τεχνικούς σκοπούς: (ΜΕΤΑΛΛ.) λαμαρίνες επιμεταλλωμένες σε ~ μετάλλου.|| (ΦΩΤΟΓΡ.) ~ εμφάνισης (φιλμ).|| ~ βαφής δερμάτων. ● ΣΥΜΠΛ.: ιαματικά λουτρά & λουτρά: νερά φυσικών πηγών, πλούσια σε μεταλλικά στοιχεία (ασβέστιο, θείο, κάλιο, μαγνήσιο, νάτριο, ράδιο, σίδηρο, ιώδιο, φώσφορο) ή αέρια (άζωτο, διοξείδιο του άνθρακα, οξυγόνο, υδρογόνο, υδρόθειο), τα οποία θεωρούνται θεραπευτικά για ποικίλες παθήσεις· συνεκδ. η αντίστοιχη λουτρόπολη, οι σχετικές εγκαταστάσεις ή η ίδια η λουτροθεραπεία: θερμά ~ ~ (βλ. θερμο-μεταλλικός, -πηγή). Πβ. μπάνια. Βλ. σπα., λουτρό αίματος βλ. αίμα ● ΦΡ.: αφήνω/παρατώ (κάποιον) στα κρύα του λουτρού: δηλ. την τελευταία στιγμή και απροειδοποίητα, ματαιώνοντας τα σχέδια και τις προσδοκίες του: Παραιτήθηκε και τους ~σε/~ησε ~ ~. Πβ. αφήνω κάποιον μπουκάλα.|| Έμειναν στα ~ ~ (: ανατράπηκαν τα σχέδιά τους, διαψεύστηκαν οι ελπίδες τους). Βλ. ψυχρολουσία. [< αρχ. λουτρόν 3: γαλλ. bain]

μάτι

μάτι μά-τι ουσ. (ουδ.) {ματ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ. το αισθητήριο όργανο της όρασης: γαλάζια (= γαλανά· πβ. μπλε)/καστανά/μαύρα/πράσινα ~ια. Αμυγδαλωτά/βουρκωμένα/κατακόκκινα/μεγάλα/ορθάνοιχτα/σχιστά ~ια. Μαυρισμένο ~ (από μπουνιά). Ανοιγοκλείσιμο/κινήσεις του ~ιού. Βάφει τα ~ια της. Κρέμα/μακιγιάζ/μολύβι/σκιές ~ιών. Το περίγραμμα των ~ιών. Με δεμένα (τα) ~ια. Μαύροι κύκλοι/σακούλες κάτω από τα ~ια. Έχασε την όρασή του από το αριστερό/δεξί ~. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο ~. Τσούζουν τα ~ια μου από τον καπνό. Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα ~/το ~ με την ομπρέλα! Κοίτα με στα ~ια. Κουράστηκαν τα ~ια μου. Τρέχουν δάκρυα από τα ~ια. Τα ~ια βγήκαν κόκκινα στη φωτογραφία.|| Σύνθετα ~ια μέλισσας/μύγας. Προεξέχοντα ~ια.|| (ΑΝΑΤ.) Αγγεία/βλέφαρα/βολβός/βυθός/ίριδα/κανθός/κόγχη/κόρη/μύες/φακός/(αμφιβληστροειδής/κερατοειδής) χιτώνας του ~ιού. Πίεση στα ~ια. Γυάλινο ~. Βιονικό/τεχνητό ~ για τυφλούς. Μόλυνση/φλεγμονή του ~ιού. Βλ. αστιγματισμός, γλαύκωμα, δαλτονισμός, καταρράκτης, στραβισμός, αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία, α-, δυσ-χρωματοψία, βλεφαρ-, επιπεφυκ-, κερατ-ίτιδα, ωχρά/ωχρή κηλίδα. ΣΥΝ. οφθαλμός (1) 2. η ιδιότητα, η ικανότητα της όρασης: αόρατο στο ~. Έχει γερό/δυνατό ~ (: βλέπει πολύ καλά). Έχει χάσει τα ~ια του (: έχει τυφλωθεί). Τι βλέπουν τα ~ια μου! Χαρά των ~ιών (: ευχάριστο να το βλέπει κάποιος). Μέχρι εκεί που φτάνει το ~ (: μέχρι εκεί που μπορεί να δει κάποιος).|| (μτφ.) Τα βλέπει όλα, λες κι έχει ~ια στην πλάτη. 3. το βλέμμα και γενικότ. η έκφραση του προσώπου, όταν κοιτάζει κάποιος κάτι: γλυκά/ζεστά/λαμπερά/τσακίρικα/ψυχρά ~ια. Τα αδιάκριτα ~ια των περαστικών. Η εντυπωσιακή εμφάνιση τραβάει το ~. Έχει τα ~ια του πατέρα της (πβ. ματιά). Η γλώσσα των ~ιών. Συνεννοούμαι με τα ~ια. Γουρλώνω/κατεβάζω/σηκώνω/στρέφω/χαμηλώνω τα ~ια. Έχω τα ~ια μου καρφωμένα στη γη/κάτω. Δεν ξεκολλούσε τα ~ια του από πάνω της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα/(ίσια) μέσα στα ~ια (ενν. με ειλικρίνεια). Τον παρακολουθούσα με την άκρη του ~ιού μου. Γύρισα τα ~ια μου αλλού. Πού έχεις τα ~ια σου (: πού κοιτάς); Τα ~ια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα ~ια του. 4. (μτφ.) ο τρόπος αντιμετώπισης μιας κατάστασης: με το/μέσα από το ~ του αναγνώστη/ειδικού/επιστήμονα/θεατή. Η ζωή μέσα από τα ~ια ενός παιδιού. Η εικόνα της χώρας στα ~ια των ξένων. Αντιμετωπίζω/βλέπω/εξετάζω τα πράγματα με έμπειρο/θετικό/κριτικό ~. Βλέπει το μέλλον με καλύτερο ~. Βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια ~ια. Ήταν η καλύτερη ταινία στα ~ια (: κατά την εκτίμηση) όλων. Πβ. οπτική γωνία, σκοπιά.|| Mε το ~/τα ~ια (: ενδιαφέρον) στραμμένο/α στο μέλλον.|| Το άγρυπνο ~ (: επίβλεψη) της Αστυνομίας/του Νόμου. 5. καθετί που μοιάζει με μάτι: ηλεκτρονικό ~. Το ~ της πόρτας (= ματάκι)/της φωτογραφικής μηχανής. Το ~ του τυφώνα (: το κέντρο). ~ διχτυού (: καθεμία από τις τρύπες, πβ. θηλιά). (παλαιότ.) ~ της θάλασσας (= δίνη). Αβγά ~ια (: τηγανισμένα ώστε ο κρόκος να ξεχωρίζει από το ασπράδι). Περνάω την κλωστή από το ~ (: τρύπα στην κορυφή) της βελόνας.|| (εστία κουζίνας:) Ηλεκτρικό/μεγάλο/μεσαίο/μικρό ~. Ανάβω/σβήνω το ~. Ξέχασα ανοιχτό το ~. 6. (λαϊκό) κακό μάτι· σπανιότ. ματόχαντρο: σκόρδο/(μπλε) χάντρα για το ~. Πιστεύει στο ~.|| Φόρα ένα ~! 7. ΒΟΤ. (κοινό) οφθαλμός. Πβ. κόμπος, ρόζος. Βλ. βλαστός, φύτρα. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) ● Μεγεθ.: ματάρες (οι): (ως οικ. προσφών.) ~ μου όμορφες! ● ΣΥΜΠΛ.: κακό μάτι: βλέμμα που θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον: Έχει ~ ~! Πρόσεχε το ~ ~! Βλ. βασκανία, μάτιασμα., μάτια γάτας: ανακλαστήρες οδοστρώματος: διαχωρισμός των κατευθύνσεων/οριοθέτηση των λεωφορειόδρομων με ~ ~ (κίτρινου χρώματος). [< αγγλ. cat's-eyes, 1940] , μάτι της τίγρης/του τίγρη βλ. τίγρη, μάτι του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, μάτια κουμπότρυπες βλ. κουμπότρυπα, τρίτο μάτι βλ. τρίτος ● ΦΡ.: (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι & με λοξό μάτι (μτφ.): με αντιπάθεια, κακία, μίσος ή καχύποπτα: Δεν με χωνεύει καθόλου και με κοιτάει ~ ~. Με πήρε απ' την αρχή με στραβό ~., (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου: για κάτι που το θεωρούμε πολύτιμο: Προσέχει/έχει/φυλάει το καινούργιο αμάξι ~ ~ του., ... και τα μάτια σου! (εμφατ.): πρόσεχε πολύ, έχε το νου σου: Το παιδί ~ ~!, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (παροιμ.): για ποιοτική διαφοροποίηση φαινομενικά όμοιων πραγμάτων: Πολλοί αντέγραψαν το αρχικό σχέδιο, όμως ~ ~., βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι: εποφθαλμιώ· σταμπάρω, επιβουλεύομαι: ~ ~ το πορτοφόλι/τα χρήματα κάποιου. Έχει βάλει ~ (= στοχεύει) την πρώτη θέση. Έχω βάλει ~ ένα φόρεμα (: θέλω να το αποκτήσω· πβ. μπανίζω).|| Τον έχουν βάλει ~ και δεν τον αφήνουν σε ησυχία., βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι: προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση: Οι ανορθόγραφες λέξεις/τα κόκκινα παπούτσια βγάζουν ~/χτυπάνε ~., βγάζω τα μάτια (σε κάτι) (σπάν.-προφ.): του καταστρέφω τον μηχανισμό., βγάζω τα μάτια μου (μτφ.) 1. κουράζονται τα μάτια μου με κάτι: Έβγαλα ~ να καταλάβω τι γράφει. 2. τσακώνομαι πολύ έντονα: Αν τους αφήσεις μόνους, θα βγάλουν ~ τους. 3. (αργκό) κάνω σεξ., βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι: έχω ευνοϊκή/δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπο ή κατάσταση: Αν δεν το δεις με καλό μάτι, δεν θα πετύχεις. Από την αρχή με πήρε με κακό μάτι. Βλ. καλο-, κακο-βλέπω., για τα μάτια του κόσμου (προφ.): για κάτι που γίνεται για τα προσχήματα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική επίκριση: φιλανθρωπίες ~ ~. Πβ. ξεκάρφωμα. Βλ. για την τιμή των όπλων, κατ' επίφαση. ΣΥΝ. για το θεαθήναι, για τους τύπους, για τα ωραία/τα μαύρα μάτια (κάποιου): για την ομορφιά του και γενικότ. για το χατίρι του: Τσακώθηκαν ~ ~ της μάτια (ή για τα μάτια μιας γυναίκας).|| (συνήθ. ειρων.) Δεν είναι μαζί σου ~ ~ σου μάτια, αλλά για τα λεφτά σου., δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: δεν παύω να παρακολουθώ, να επιτηρώ: Στιγμή δεν τους άφησε ~ της., δεν έχω μάτια (γι' άλλον): δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω κάποιον άλλο: Ορκίζεται ότι με αγαπάει και πως δεν έχει ~ γι΄ άλλη. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που δεν έχουν ~ παρά μόνο ο ένας για τον άλλον., δεν έχω μάτια να δω 1. (κάποιον): τον ντρέπομαι: Μετά την παρεξήγηση δεν είχε ~ να τον δει. 2. (κάτι): δεν μπορώ να καταλάβω, συνήθ. γιατί είμαι στενόμυαλος, κοντόφθαλμος: Δεν έχουν ~ να δουν τι συμβαίνει;, δεν κλείνω μάτι (εμφατ.): δεν μπορώ να κοιμηθώ: Δεν έκλεισα ~ όλη (τη) νύχτα από τον βήχα/τη στεναχώρια., δεν τον/το πιάνει το μάτι σου: δεν αντιλαμβάνεσαι από την αρχή την πραγματική του αξία, τον χαρακτήρα, την κατάστασή του: Είναι ένα μικρό μαγαζάκι που δεν το ~ ~., ένα τρίτο μάτι: μια άλλη άποψη που θεωρείται συνήθ. αντικειμενική· (κυρ. γενικότ.) κάποιος άλλος: ~ ~ μπορεί να εντοπίσει στο κείμενο λάθη που ξέφυγαν., έπεσε στα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. έπαψε να έχει την εκτίμησή του: Με την προκλητική του συμπεριφορά έπεσε ~ μας. Πβ. ξεπέφτω. ΑΝΤ. ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου 2. είδα, βρήκα τυχαία: Ψάχνοντας ~ ~ μου το βιβλίο αυτό., έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα: έχω τεταμένη την προσοχή μου, προσέχω πάρα πολύ: (συνήθ. ως προτροπή) Τα μάτια σου ~, κακομοίρη μου (= πρόσεχε)! Πρέπει συνεχώς να ~ ~, μην τυχόν και μου τη φέρουν., θα σου βγάλω τα μάτια: ως απειλητική έκφραση: ~ ~, αν με κοροϊδέψεις!, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα (παροιμ.): για να τονιστεί το πόσο κακό είναι να αποκτήσει κάποιος κακή φήμη., καλώς τα μάτια μου τα δυο (οικ.-συχνά ειρων.): ως καλωσόρισμα., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον): προσπαθώ να τον προσελκύσω, συνήθ. ερωτικά: Της έκανε ~ και την έριξε (πβ. φλερτάρω). Του κάνει ~, για να τον καλοπιάσει. [< γαλλ. faire les yeux doux] , κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι κάτι αρνητικό, παραβλέπω: Όλο του φωνάζεις, κάνε και λίγο τα ~ ~!, κόβει το μάτι (του) & έχει μάτι (μτφ.): έχει (μεγάλη) αντίληψη, είναι έξυπνος, παρατηρητικός: Βλέπω, ~ ~ σου! Δεν μπορείς να πεις, ~ ~ μου/έχω ~!, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται (παροιμ.): για ανθρώπους, συνήθ. φίλους ή συγγενείς, που ξεχνούν ο ένας τον άλλον όταν δεν συναντιούνται συχνά, που παύουν να έχουν τα ίδια έντονα συναισθήματα όταν βρίσκονται μακριά., μάτια/ματάκια μου: (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις ~ ~;, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον ή κάτι: Άντε βρε παιδί μου, ~ ~! ~ ~ να δούμε ποιοτική εκπομπή!, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια: για διαφορετική προσέγγιση, αντιμετώπιση ενός θέματος: Μετά τον τραυματισμό είδε τον κόσμο με άλλα ~. Ηρέμησε και θα δεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Πβ. ματιά., με πιάνει το μάτι: ματιάζομαι εύκολα: Φοράει σταυρό, για να μην τον ~ ~., με το μάτι: χωρίς ακριβή μέτρηση, ζύγιση, κατά προσέγγιση: Υπολογίζω ~ ~ (την ποσότητα). Ρίχνω αλάτι στο φαγητό ~ ~., μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου (επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή βρίσκεται μπροστά μου: Το ατύχημα διαδραματίστηκε/έγινε μπροστά ~ ~ (πβ. ενώπιον). Το πορτοφόλι ήταν μπρος/μες ~ ~ κι εγώ δεν το έβλεπα.|| (μτφ.) Μας κοροϊδεύει μπροστά ~ ~ μας!|| Μπροστά στα μάτια των περαστικών (= μπροστά στον κόσμο)., να χαρείς τα μάτια σου (οικ.): σε περιπτώσεις που ζητείται ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι: Έλα λίγο εδώ, ~ ~!, παίζει το μάτι του & το μάτι του παίζει (μτφ.): παρατηρεί με ερωτικό κυρ. ενδιαφέρον τους άλλους, ερωτοτροπεί: Αν και ~ ~ του, της είναι πιστός. ~ ~ της από 'δω και από 'κει/δεξιά-αριστερά., παίζει/πετάει το μάτι μου: σε περιπτώσεις που γίνονται αυτόνομες συσπάσεις των μυών του ματιού, συνήθ. από άγχος και νευρικότητα. Πβ. τρεμοπαίζει., παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι): βλέπω κάποιον/κάτι τυχαία, φευγαλέα ή από μακριά: Εκεί που καθόμουνα, πήρε ~ μια γνωστή φυσιογνωμία. Κάπου το(ν) πήρε ~., παίρνω/κάνω μάτι: κοιτάζω κρυφά, κυρ. ηδονοβλεπτικά: Τον έπιασα να ~ει ~ την ώρα που ντυνόμουν. Πβ. μπανίζω., πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) & το μάτι/βλέμμα πήγε (κάπου) (οικ.): βλέπω κάτι/κάποιον τυχαία: Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο. Κοιτούσε το πλήθος και το βλέμμα του έπεσε πάνω της., του μπαίνω στο μάτι: γίνομαι στόχος κάποιου: Τους μπήκα ~, επειδή δεν συμφώνησα μαζί τους. Η περιουσία του μπήκε ~ των απατεώνων., χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: παύω να έχω οπτική επαφή με αυτό(ν): Ένα λεπτό να τον χάσω ~ και την έκανε τη ζημιά. Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι και τον έχασα ~.|| Δεν τη ~ει ~ του (: την παρακολουθεί συνεχώς)., ... να δουν τα μάτια σου! βλ. βλέπω, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια βλ. ακολουθώ, ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) βλ. ανοίγω, ανοίγω τα μάτια μου βλ. ανοίγω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, γδύνω με τα μάτια βλ. γδύνω, γυαλίζει το μάτι του βλ. γυαλίζω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν μου γεμίζει το μάτι βλ. γεμίζω, δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ... βλ. παίρνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου βλ. βλέπω, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, έχει φοβηθεί το μάτι μου βλ. φοβάμαι, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου βλ. βλέπω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θολώνει το μάτι μου βλ. θολώνω, καρφί στο μάτι βλ. καρφί, κλείνουν τα μάτια μου βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (κάποιου) βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (μου) βλ. κλείνω, κλείνω το μάτι (σε κάποιον) βλ. κλείνω, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με κλειστά (τα) μάτια βλ. κλειστός, με την τσίμπλα στο μάτι βλ. τσίμπλα, μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω βλ. πετώ, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, πήζει το μάτι βλ. πήζω, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πονάει δόντι, βγάζει μάτι βλ. δόντι, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου βλ. στεγνώνω, στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια βλ. βασιλεύω, της Παναγιάς τα μάτια βλ. Παναγία, τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας βλ. βλέπω, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...) βλ. σταματώ, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, το μάτι μου γαρίδα βλ. γαρίδα, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα βλ. μούτρο, τον/την κοιτάει στα μάτια βλ. κοιτάζω, τρίβω τα μάτια μου βλ. τρίβω, τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα βλ. τρώω, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< μεσν. μάτιν, γαλλ. œil, yeux, αγγλ. eye]

μελάνι

μελάνι με-λά-νι ουσ. (ουδ.) {μελαν-ιού} 1. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. & (λόγ.) μελάνη (η): υγρή συνήθ. ουσία με χρώμα που χρησιμοποιείται για γράψιμο, εκτύπωση, σχεδίαση και ζωγραφική· δοχείο ή εξάρτημα συσκευής που την περιέχει: έγχρωμο/μαύρο/στερεό/τυπογραφικό/φωτογραφικό ~. ~ γραφής/μαρκαδόρου/πένας/στιλό/σφραγίδας/ταμπόν. Εξοικονόμηση/ποιότητα ~ιού. Κασέτες/φυσίγγια ~ιού. Στέγνωσε/τελείωσε το ~. Βλ. καρμπόν, πιγμέντο.|| Ανταλλακτικό ~. Ανακατασκευασμένα ~ια. Συμβατά ~ια για εκτυπωτές ... Αναγόμωση/ανακύκλωση ~ιών. 2. ΖΩΟΛ. παχύρρευστο σκουρόχρωμο υγρό που εκκρίνουν μερικά κεφαλόποδα, όταν κινδυνεύουν, για να θολώσουν τα νερά και να αποφύγουν έτσι τους εχθρούς τους: ~ χταποδιού.|| (κ. στη μαγειρική) Ζυμαρικά με ~ σουπιάς. ● Υποκ.: μελανάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό μελάνι: ΠΛΗΡΟΦ. ηλεκτρονικό χαρτί. [< αγγλ. electronic/e- ink] , αόρατη/συμπαθητική μελάνη βλ. μελάνη ● ΦΡ.: αμολώ/ρίχνω/αφήνω (πίσω μου) μελάνι (μτφ.): προσπαθώ να ξεφύγω ή να κρύψω κάτι, μπερδεύοντας ή παραπλανώντας τους άλλους. Πβ. θολώνω τα νερά., πριν στεγνώσει η μελάνη/το μελάνι ... & δεν στέγνωσε ακόμη η μελάνη/το μελάνι ...: (μτφ.) για εξέλιξη που ακολουθεί ή αναιρεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα προηγούμενη δήλωση, γεγονός, κατάσταση: Πριν στεγνώσει ~ της υπογραφής, λύθηκε το συμβόλαιο., γράφω (κάποιον/κάτι) στα παλιά μου τα παπούτσια/(λόγ.) στα παλαιότερα των υποδημάτων μου βλ. γράφω, έχει χυθεί/χύθηκε πολύ μελάνι/πολλή μελάνη βλ. χύνω [< μεσν. μελάνιν, γαλλ. encre, αγγλ. ink]

μέρος

μέρος μέ-ρος ουσ. (ουδ.) {μέρ-ους | -η, -ών} 1. τμήμα ευρύτερου συνόλου: θεωρητικό/πειραματικό ~ ενός μαθήματος. Τα ~η του σώματος. Μεταλλικά/μηχανικά ~η οχημάτων. Έκοψε την τούρτα σε οκτώ ίσα ~η (= κομμάτια, τεμάχια). Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε ~η (πβ. ενότητες, κεφάλαια). Το μεγαλύτερο ~ του έργου ολοκληρώθηκε. Το δεύτερο ~ της παράστασης ήταν κουραστικό. (για ταινία) Είδες το τρίτο ~ (βλ. σίκουελ); (για ομάδα) Ήμασταν καλύτεροι στο πρώτο ~ (= ημίχρονο). Από τη σονάτα δεν σώθηκε το ~ του βιολιού. Ζήτησε το ~ (= μερίδα, μερίδιο, μερτικό) του απ' τα κέρδη. Για ό,τι έγινε, έχεις κι εσύ ~ (της) ευθύνης. Γνωρίζει μόνο ~ της αλήθειας. Αποτελείς/είσαι (σημαντικό) ~ της ζωής μου. 2. (προφ.) με τοπική σημασία: αγαπημένο/ιδανικό/μαγευτικό ~ (= τόπος) για διακοπές. Άνθρωποι από διαφορετικά ~η/απ' όλα τα ~η της Γης έρχονται στο νησί. Σε κανένα (άλλο) ~ του κόσμου (= πουθενά αλλού). Σε οποιοδήποτε άλλο ~ (= οπουδήποτε αλλού). Το διαμέρισμά σου είναι σε ωραίο ~ (= τοποθεσία). Πήγε προς αυτό/εκείνο/το άλλο ~ (= κατεύθυνση). Πώς κι ήρθες απ' τα/στα ~η μας (πβ. εδώ); Σε κάποιο ~ (= κάπου) εδώ κοντά. Από ποιο ~ είσαι/κατάγεσαι (: περιοχή, πόλη, χώρα, χωριό); Οι συνήθειες διαφέρουν από ~ σε ~. Στο πίσω ~ της οθόνης (= μεριά, πλευρά). Δεν υπάρχει ~ να καθίσουμε (= θέση, χώρος). Σε ποιο ~ χτύπησες (= πού, σε ποιο σημείο); 3. {συνηθέστ. στον πληθ.} καθένα από τα δύο ή περισσότερα πρόσωπα, ομάδες ή κράτη που μετέχουν σε μια διαδικασία, βρίσκονται σε αντιπαράθεση ή έχουν άμεση σχέση: εμπλεκόμενα/εμπόλεμα/ενδιαφερόμενα ~η. Τα ~η μιας δίκης (= αντίδικοι). Αναζητείται λύση που θα ικανοποιεί όλα τα ~η. Αμφότερα τα ~η κατέληξαν σε συμφωνία/συμφώνησαν. Η αίτηση θα κοινοποιηθεί και στο άλλο ~. ΣΥΝ. μεριά (2), πλευρά (3) 4. (ευφημ.-κυρ. παλαιότ.) τουαλέτα, αποχωρητήριο. ΣΥΝ. καμπινές ● ΣΥΜΠΛ.: (τα) μέρη του λόγου: ΓΡΑΜΜ. καθεμία από τις κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται οι λέξεις μιας γλώσσας, με βάση τη μορφολογία ή τη συντακτική τους λειτουργία: Στα κλιτά ~ ~ ανήκουν τα άρθρα, τα ουσιαστικά, τα ρήματα, τα επίθετα, οι αντωνυμίες και οι μετοχές, ενώ στα άκλιτα τα επιρρήματα, οι προθέσεις, οι σύνδεσμοι και τα επιφωνήματα., απόκρυφα σημεία (του σώματος) βλ. απόκρυφος, λυρικά μέρη βλ. λυρικός, συμβαλλόμενα μέρη βλ. συμβάλλω ● ΦΡ.: από μέρους (κάποιου): από την πλευρά του, σε ό,τι τον αφορά: ~ ~ μου κανένα πρόβλημα, κάνε ό,τι θέλεις!, αφήνω/βάζω (κάτι) κατά μέρος: παραμερίζω, παραβλέπω, παρακάμπτω: Ας αφήσουμε ~ την γκρίνια/τις διαφορές/τους εγωισμούς/τη μιζέρια. ~οντας ~ το γεγονός ότι ... ΣΥΝ. βάζω στην άκρη/στην μπάντα (2), βάζω κατά μέρος (προφ.): αποταμιεύω. ΣΥΝ. βάζω στην άκρη/στην μπάντα (1), εκ μέρους (σπάν. εκμέρους)/από μέρους (κάποιου) (λόγ.): ως εκπρόσωπός του: ~ ~ μου (= από τη δική μου πλευρά, μεριά). Ο υπουργός ... κατέθεσε στεφάνι ~ ~ της κυβέρνησης. Πβ. για λογαριασμό, εξ ονόματος. [< γαλλ. de la part de] , εν μέρει & ενμέρει (λόγ.): σε κάποιο βαθμό, όχι συνολικά: Έχεις ~ ~ δίκιο. ΣΥΝ. μερικώς, υπό/κατά μία έννοια ΑΝΤ. εν όλω, εντελώς, πλήρως [< γαλλ. en part] , επί μέρους (λόγ.): επιμέρους: Το τρίτο ~ ~ ζήτημα αφορά ..., κατά (ένα) μεγάλο μέρος & (λόγ.) κατά μέγα μέρος: σε μεγάλο βαθμό, ποσοστό: ~ ~ το πρόβλημα λύθηκε., λαμβάνω/παίρνω μέρος σε κάτι: συμμετέχω: Στον διαγωνισμό/στις εκδηλώσεις/στην κλήρωση/στη συζήτηση έλαβαν/πήραν ~ μαθητές απ' όλη τη χώρα. [< γαλλ. prendre part à ] , παίρνω (κάποιον) κατά μέρος: τον απομακρύνω από τους άλλους, συνήθ. για να μιλήσουμε ιδιαιτέρως: Με πήρε ~ και μου ανέφερε το πρόβλημα. Πβ. ξεμοναχιάζω. Βλ. κατ' ιδίαν, κατά μόνας., παίρνω κάποιον με το μέρος μου: τον κάνω να με υποστηρίξει, να ασπαστεί τις απόψεις μου: Προσπάθησε με μαλαγανιές να τους πάρει με το ~ της/του., παίρνω το μέρος & πηγαίνω/είμαι με το μέρος (κάποιου) & (σπάν.) έρχομαι: υποστηρίζω, υπερασπίζομαι ένα πρόσωπο: Μου θύμωσε, γιατί δεν πήρα το ~ της. Πήγε με το ~ των δυνατών. Δεν είμαι με το ~ κανενός. Αν έρθεις με το ~ μας, ...|| (μτφ.) Ο χρόνος είναι με το ~ μας (: προς όφελός μας)., προς το μέρος (κάποιου): προς τον τόπο, το σημείο όπου βρίσκεται κάποιος: Γύρισε/ήρθε/πήγε/σημάδεψε (με το όπλο) ~ ~ τους και είπε ...|| (μτφ.) Η ζυγαριά κλίνει ~ ~ της., τι μέρος του λόγου είναι ...; (προφ.-μτφ., συχνά μειωτ.): (για πρόσ.) ποιο είναι το ποιόν του;, από τη μια (πλευρά/μεριά) ..., από την άλλη (πλευρά/μεριά) βλ. πλευρά, έχω την τύχη με το μέρος μου βλ. τύχη [< αρχ. μέρος, γαλλ. part, partie]

μέση

μέση μέ-ση ουσ. (θηλ.) 1. το τμήμα του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται ανάμεσα στον θώρακα και τα ισχία· συνεκδ. το αντίστοιχο μέρος ενδύματος: λεπτή ~. Ανατομικό μαξιλάρι/ορθοπεδική ζώνη ~ης. Ασκήσεις για τη ~. Πόνοι στη ~ (πβ. οσφυαλγία). Από τη ~ και κάτω/πάνω. Πιάστηκε η ~ μου. Στάθηκε με τα χέρια στη ~. Μ' έπιασε από τη ~. Πβ. οσφύς.|| Το σακάκι μού είναι λίγο στενό στη ~ (βλ. μεσάτος). 2. το μεσαίο ή το κεντρικό τμήμα ενός αντικειμένου, μιας έκτασης: καρπούζι/λεμόνι κομμένο στη ~ (: στα δύο). Φόρμα του κέικ με τρύπα στη ~. Στη ~ (= κέντρο) του δωματίου. Γέμισε το ποτήρι μέχρι/ως τη ~.|| Ιστορία με αρχή, ~, τέλος. ΣΥΝ. μέσο (2) 3. το μέσο χρονικού διαστήματος, διαδικασίας: στη ~ (= στα μέσα) της σχολικής χρονιάς/του χειμώνα (= μεσοχείμωνο). Έφυγε στη ~ του μαθήματος. Είναι στη ~ της θητείας του. ● Υποκ.: μεσούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: τσαντάκι μέσης βλ. τσάντα ● ΦΡ.: αφήνω/παρατάω στη μέση (μτφ.-προφ.): δεν ολοκληρώνω κάτι που έχω ξεκινήσει να κάνω: ~ει ~ όποιο βιβλίο δεν του αρέσει. ~ησε ~ το φαγητό του κι έφυγε βιαστικά., βγάζω από τη μέση (μτφ.-προφ.) 1. δολοφονώ, σκοτώνω: Οι μαφιόζοι απείλησαν να τον βγάλουν από τη ~. ΣΥΝ. καθαρίζω (4) 2. εκτοπίζω, εξουδετερώνω: Αποκάλυψε το σκάνδαλο, βγάζοντας από τη ~ τους πολιτικούς του αντιπάλους., λυγίζω τη μέση (μου) (σπάν.-μτφ.): συμπεριφέρομαι με δουλοπρέπεια. Πβ. έχει εύκαμπτη μέση., μέση δαχτυλίδι (μτφ.): (για γυναίκα) πολύ λεπτή και κομψή μέση: Αποκτήστε/έχει ~ ~., μου βγήκε η μέση (μτφ.-προφ.): κουράστηκα πάρα πολύ, ταλαιπωρήθηκα: Μου ~ ~ να κουβαλήσω τα βιβλία! ΣΥΝ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι, μου βγαίνει ο κώλος, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος, μπαίνω στη μέση (μτφ.-προφ.): παρεμβαίνω σε υπόθεση που συνήθ. δεν με αφορά άμεσα ή εμφανίζομαι ως εμπόδιο: Μπήκε στη ~ προσπαθώντας να ηρεμήσει τα πνεύματα. Πβ. μεσολαβώ.|| Πώς να κρατήσει μια σχέση, όταν ~ει στη ~ το εγώ;, τον έβαλαν στη μέση 1. τον περικύκλωσαν: ~ ~ και τον χτυπούσαν όλοι μαζί. 2. (μτφ.) τον ανάγκασαν να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο: Τον βάλανε ~ ν' αποφασίσει/να πάρει το μέρος ενός από τους δύο., φεύγω/βγαίνω απ' τη μέση (μτφ.-προφ.): σταματώ να διαδραματίζω σημαντικό ρόλο, απομακρύνομαι: Ποιοι είχαν συμφέρον να φύγει/να βγει από τη ~ ο πρόεδρος;, βρίσκομαι/είμαι στο πουθενά/στη μέση του πουθενά βλ. πουθενά, μένει στη μέση βλ. μένω, μέσες άκρες βλ. άκρη, στη μέση του δρόμου βλ. δρόμος, χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση βλ. χτύπημα [< αρχ. μέση]

μεσοζωικός

μεσοζωικός, ή, ό με-σο-ζω-ι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μεσοζωικός αιώνας: ΓΕΩΛ. ο μεσαίος γεωλογικός αιώνας της ιστορίας της Γης (περ. 245-65 εκατομμύρια χρόνια πριν), κατά τη διάρκεια του οποίου πρωτοεμφανίστηκαν τα πτηνά και τα θηλαστικά. Βλ. παλαιο-, καινο-ζωικός, Τριαδικό, Ιουρασικό, Κρητιδικό. ΣΥΝ. Δευτερογενές [< γαλλ. mésozoïque, αγγλ. mesozoic]

μπουκάλα

μπουκάλα μπου-κά-λα ουσ. (θηλ.) 1. μεγάλη φιάλη: γυάλινη/εφεδρική ~. ~ αερίου/οξυγόνου/ουίσκι/τριών λίτρων/υγραερίου. Διπλές/υδραυλικές ~ες. Αυτόνομη κατάδυση με ~ες. Βούτηξε χωρίς ~ες στην πλάτη. Χρειάζονται δυο ~ες (με) αίμα για την εγχείρηση. Πβ. μποτίλια. Βλ. νταμιτζάνα.|| (προφ.) Τα πόδια της είναι σαν ~ες (: έχει μονοκόμματες γάμπες). 2. παιχνίδι που παίζεται με άδειο μπουκάλι. ● ΦΡ.: αφήνω κάποιον μπουκάλα (προφ.): τον εγκαταλείπω, χωρίς να ικανοποιήσω τις προσδοκίες του: Έφυγε και με άφησε ~., μένω μπουκάλα (μτφ.-προφ.): δεν ικανοποιούνται οι προσδοκίες μου· ειδικότ. με εγκαταλείπει ο ερωτικός μου σύντροφος, μένω μόνος: Έδωσαν σε άλλον τη θέση στην εταιρεία και εγώ έμεινα ~.|| Τον παράτησε και έχει μείνει ~. ΣΥΝ. μένω αμανάτι

παλαιοζωικός

παλαιοζωικός, ή, ό πα-λαι-ο-ζω-ι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: παλαιοζωικός αιώνας: ΓΕΩΛ. ένας από τους τρεις γεωλογικούς αιώνες (περ. 600 ως 245 εκατομμύρια χρόνια πριν) που έληξε με την επικράτηση των ερπετών στην ξηρά. Βλ. κάμβριο, μεσο-, καινο-ζωικός, πέρμιο. ΣΥΝ. Πρωτογενές [< γαλλ. ère paléozoïque, αγγλ. palaeozoic era]

παράθυρο

παράθυρο πα-ρά-θυ-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ύρου} 1. άνοιγμα σε τοίχο ή μεταφορικό μέσο, καλυμμένο συνήθ. με τζάμι, το οποίο επιτρέπει τη θέα, αλλά και τον αερισμό-φωτισμό· ιδ. συνεκδ. το πλαίσιό του, τα παραθυρόφυλλα ή/και το τζάμι του: δίφυλλο/εσωτερικό/τυφλό (: που δεν έχει θέα)/ψηλό ~. Το γείσο/η κάσα/η κορνίζα/το κούφωμα/τα παντζούρια/το περβάζι/το τελάρο του ~ύρου. ~α με κάγκελα/κουρτίνες/ρόμαν/σίτες/στόρια. Τα ~α βλέπουν (= έχουν θέα) στη θάλασσα.|| Αλουμινένια/μεταλλικά/ξύλινα/πλαστικά ~α.|| Ανοιχτά/κλειστά ~α. Ανακλινόμενα (βλ. κουμπάσο)/ανοιγόμενα/συρόμενα ~α. Οι γρίλιες/ο μεντεσές/το πόμολο/ο σύρτης του ~ύρου. Ασφάλειες ~ύρων. Βλ. τουρνικέ.|| Τα ~α έχουν θολώσει. Καθαρίζω/πλένω τα ~α.|| Τα (στρογγυλά) ~α των πλοίων (= φινιστρίνια).|| (σε αυτοκίνητο:) Ηλεκτρικά/πλευρικά ~α. Κατεβάζω το ~.|| (σε αεροπλάνο:) Επιλογή θέσης δίπλα σε ~.|| (κατ' επέκτ., σε φριτέζα:) ~ παρακολούθησης τηγανίσματος. Βλ. παραθυράκι, πορτοπαράθυρα. 2. ΠΛΗΡΟΦ. ορθογώνιο πλαίσιο στην οθόνη του υπολογιστή, στο οποίο εμφανίζεται αρχείο, πρόγραμμα ή ιστοσελίδα: αναδυόμενο/ενεργό ~. Βασικό/κεντρικό/κύριο ~ εφαρμογής. ~ εργασιών/περιήγησης. Ελαχιστοποίηση/κλείσιμο/μεγιστοποίηση/μετακίνηση ~ύρου. Διαχειριστής/εναλλαγή/σύστημα/τακτοποίηση ~ύρων. Εμφανίζεται ~ με τίτλο ... Βλ. φόρμα. 3. (μτφ.) οτιδήποτε παρέχει τη δυνατότητα επαφής με κάτι θετικό: το βιβλίο/το διαδίκτυο/η εκπαιδευτική τηλεόραση ως ~ στον κόσμο της γνώσης. Με τα τεχνολογικά επιτεύγματα ανοίγεται ένα ~ στο μέλλον. ● Μεγεθ.: παραθυράρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: τεκτονικό παράθυρο: ΓΕΩΛ. πετρώματα που βρίσκονται κάτω από άλλα και έρχονται στην επιφάνεια λόγω ρηγμάτων ή αποσάθρωσης., τηλεοπτικό παράθυρο & παράθυρο της τηλεόρασης & (προφ.) παράθυρο: ΤΗΛΕΟΡ. καθένα από τα ορθογώνια συνήθ. πλαίσια στα οποία χωρίζεται η τηλεοπτική εικόνα, για να εμφανιστούν τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε εκπομπή, παρουσιαστές, συνεργάτες ή/και καλεσμένοι· (συνεκδ., στον πληθ.) δελτία ειδήσεων ή κυρ. ειδησεογραφικές εκπομπές: Βγήκε στα ~ά ~α να καταγγείλει ...|| Γυρνά από ~ ~ σε ~ ~ (βλ. μαϊντανός). ΣΥΝ. τηλεπαράθυρο, πλαίσιο/παράθυρο διαλόγου βλ. πλαίσιο ● ΦΡ.: ανοίγω (ένα) παράθυρο (μτφ.): δίνω ευκαιρίες ή δυνατότητες σε κάποιον, του αφήνω περιθώρια για κάτι: ~ξαν ~ συνεργασίας. Η συναίνεση ~ξε ~ αισιοδοξίας/ευκαιρίας. [< γαλλ. οuvrir une fenêtre sur, αγγλ. window of opportunity] , απ' το παράθυρο (προφ.): με παράνομο, παράτυπο τρόπο: μετεγγραφές/προσλήψεις ~ ~., αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο (μτφ.): αφήνω ανοιχτό το ενδεχόμενο: Άφησαν ανοιχτό ~ για πρόωρες εκλογές. ~σε ανοιχτό το ~ του διαλόγου. ΣΥΝ. αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι, μπαίνω απ' το παράθυρο (μτφ.-προφ.): επιτυγχάνω τον στόχο μου παράνομα ή αντικανονικά: Μπήκαν ~ ~ (= διορίστηκαν), χωρίς να δώσουν εξετάσεις.|| Η ομάδα μπήκε ~ ~ στα ημιτελικά., πετώ κάτι απ' το παράθυρο (μτφ.-προφ.): απορρίπτω κάτι, θεωρώντας το ασήμαντο, ανάξιο λόγου: Πέταξαν την πρόταση ~. Βλ. εκπαραθυρώνω. [< αγγλ. throw out of the window] , πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα (μτφ.-προφ.): τα σπαταλώ αλόγιστα, κάνω περιττά έξοδα. [< γαλλ. jeter mon argent par les fenêtres] , όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο βλ. πόρτα, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1: μεσν. παράθυρο(ν) 2: αγγλ. window, 1974, 3: γαλλ. fenêtre]

περιθώριο

περιθώριο πε-ρι-θώ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {περιθωρί-ου | -ων} 1. κενό διάστημα που δημιουργείται σε κάθε σελίδα γύρω από κείμενο ή εικόνα: αριστερό/δεξί/λευκό ~. Ζωγραφιές/σημειώσεις/σχόλια στο ~. Πβ. άκρη. Βλ. μπορντούρα.|| Το ~ του χάρτη. 2. (κατ' επέκτ.) ελεύθερος χώρος σε μία ή περισσότερες πλευρές ενός αντικειμένου (ή επιφάνειας), η άδεια περιοχή γύρω από αυτές: Άφησε λίγο/μερικά εκατοστά ~. 3. (μτφ.) όριο πέρα από το οποίο κάτι δεν είναι πλέον αποδεκτό ή δυνατό: Έχει ~ μιας εβδομάδας/τριών ημερών (για) να τελειώσει (πβ. προθεσμία). Τα χρονικά ~α είναι περιορισμένα/έχουν εξαντληθεί/στενεύουν. Πβ. τράτο.|| Δεν υπάρχει (κανένα) ~ αμφιβολίας/αντίδρασης/βελτίωσης/εφησυχασμού. Κείμενο που αφήνει ~ για πολλές ερμηνείες. Δεν του έδωσαν πολλά ~α αισιοδοξίας/ελιγμών/επιλογών (πβ. δυνατότητα, ευχέρεια). 4. ΟΙΚΟΝ. η διαφορά ανάμεσα στην τιμή πώλησης και κόστους, στην τιμή αγοράς και παραγωγής ενός προϊόντος: εμπορικό ~. ~ ασφαλείας/κέρδους. ● ΣΥΜΠΛ.: (κοινωνικό) περιθώριο/περιθώριο της κοινωνίας: κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού: Βρίσκονται/έχουν τεθεί/ζουν στο ~ ~ για οικονομικούς λόγους/εξαιτίας της ανεργίας., ηπειρωτικό περιθώριο: ΓΕΩΓΡ. η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα μαζί με την ηπειρωτική κατωφέρεια. [< γαλλ. marge continentale] , περιθώριο σφάλματος/λάθους: ΣΤΑΤΙΣΤ. αριθμός που εκφράζει το ποσοστό λάθους με απόκλιςση στα αποτελέσματα μιας έρευνας ή μέτρησης. Βλ. συν-πλην. [< αγγλ. margin of error] ● ΦΡ.: βάζω (ή αφήνω/εξωθώ/θέτω) κάποιον/μπαίνω στο περιθώριο: παραμερίζω, παραγκωνίζω κάποιον ή παραγκωνίζομαι: Έχει εξωθηθεί/τέθηκε στο (πολιτικό και κομματικό) ~ από τους αντιπάλους του.|| Η νεολαία δεν μπαίνει ~ ~., στο περιθώριο 1. για κάτι που γίνεται ανεπίσημα ή κρυφά στο πλαίσιο επίσημης εκδήλωσης: συζητήσεις ~ ~ της συνάντησης/συνόδου κορυφής. Βλ. παρασκήνιο. 2. για κάτι που βρίσκεται εκούσια ή έχει τεθεί ακούσια εκτός ενός νόμιμου ή κοινά αποδεκτού συνόλου: Κινούνται ~ ~ του νόμου (= παράνομα).|| Προβλήματα που βρίσκονται/έχουν στριμωχθεί/έχουν περάσει ~ ~ της πολιτικής (ατζέντας) (= που έχουν παραγκωνισθεί, υποσκελιστεί). [< γαλλ. en marge de] , του περιθωρίου: περιθωριακός: άνθρωποι/γλώσσα (πβ. αργκό) ~ ~. [< μεσν. *περιθεώριον, γαλλ. marge]

πέτρα

πέτρα πέ-τρα ουσ. (θηλ.) 1. σκληρή και συμπαγής ουσία που βρίσκεται σε μεγάλη ποσότητα στο έδαφος της Γης· κυρ. συνεκδ. τμήμα, κομμάτι από αυτό το υλικό: ακατέργαστη/βαριά/λαξευμένη/λεία/μυτερή/στρογγυλή (βλ. βότσαλο) ~. Διακοσμητικές/ηφαιστειακές/μυτερές/ορθογώνιες/πελεκητές/πολύχρωμες/πορώδεις/ποταμίσιες/τεχνητές/φυσικές ~ες. Δρόμος γεμάτος ~ες (= πετρώδης). Κάθισε (πάνω) σε μια ~ να ξεκουραστεί. Πβ. λιθάρι. Βλ. κοτρώνα, ασβεστό-, ελαφρό-, γαλαζό-, μυλό-, σκανταλό-, ταφό-πετρα.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~ και μάρμαρο. ~ες και τούβλα. ~ες (= πλάκες) Καρύστου. Σπίτι χτισμένο με ~ες (= πετρόχτιστο).|| Κατασκευή τοίχου από ~ (πβ. λιθοδομή). (για γλύπτη:) Λειαίνει/σκαλίζει/σμιλεύει την ~.|| Εκσφενδόνισαν/πέταξαν/ρίχνουν ~ες (= πετροβολούν).|| Χέρια (σκληρά) σαν ~. ΣΥΝ. λίθος (1) 2. (κατ' επέκτ.) πετράδι: (δαχτυλίδια με) αστραφτερές/πολύτιμες ~ες. Βλ. διαμαντό~. 3. ΙΑΤΡ. (προφ.) λίθος: αφαίρεση (βλ. λιθοτριψία)/δημιουργία (βλ. λιθίαση) ~ας. Έχει/του βρήκαν ~ στα νεφρά/στη χολή (βλ. χολόλιθος). 4. ΙΑΤΡ. τρυγία: ~ στα δόντια. ~ και (οδοντική) πλάκα. Σχηματισμός ~ας. Καθαρισμός της ~ας. Προστασία κατά της ~ας. 5. τσακμακόπετρα: Αναπτήρας με ~. 6. (μτφ.) καθετί σκληρό, συμπαγές: Το στρώμα είναι ~. ● Υποκ.: πετρίτσα (η), πετρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η πέτρα του σκανδάλου (ΚΔ): (συνήθ. για πρόσ.) η αιτία ή αφορμή για διαμάχη: Έγινε/είναι/υπήρξε ~ ~., ημιπολύτιμοι λίθοι/ημιπολύτιμες πέτρες βλ. ημιπολύτιμος, συμπληγάδες πέτρες βλ. συμπληγάδες ● ΦΡ.: (ακόμα) και οι πέτρες (προφ.): όλοι, οι πάντες: ~ ~ γνωρίζουν ... Τον ξέρουν/το έχουν μάθει ~ ~. Γελάνε ~ ~ μαζί τους. Ξεσηκώθηκαν ~ ~ εναντίον τους., από πέτρα (μτφ.): σκληρός, άκαρδος, ασυγκίνητος: Δεν είμαι (και) ~!|| Έχει καρδιά ~., δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα & (λόγ.) λίθος επί λίθον/λίθου & δεν άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα/(λόγ.) λίθον επί λίθον/λίθου (εμφατ.): (για μεγάλη καταστροφή) δεν έμεινε τίποτα όρθιο., κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα & σφίγγω την καρδιά (μου): προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος, σκληρός, για να αντέξω κάτι· κάνω υπομονή: Θα κάνω την καρδιά ~ και θα το ανεχτώ! ΣΥΝ. σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη, κτίζω κάτι πέτρα πέτρα & πετραδάκι πετραδάκι: οικοδομώ ή μτφ. δημιουργώ κάτι σταδιακά και με επιμονή: Το σπίτι κτίστηκε ~.|| Η εταιρεία έκτισε ~ τη θέση της στην αγορά., όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω 1. ανακατεύεται σε όλα, είναι πανταχού παρών. 2. έχει παντού γνωριμίες, διασυνδέσεις., ράγισαν και οι πέτρες: για να δηλωθεί κλίμα βαρύτατου πένθους, θρήνου: ~ ~ στην κηδεία του ..., ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου): φεύγω και δεν ξαναγυρνώ κάπου, ξεχνώντας πρόσωπα και καταστάσεις., το στομάχι του αλέθει και πέτρες: για κάποιον με πολύ γερό στομάχι, που χωνεύει εύκολα ακόμη και δύσπεπτες τροφές. ΣΥΝ. ο καλός ο μύλος όλα τ' αλέθει, παίρνω κάποιον με τις λεμονόκουπες/τις ντομάτες/τα γιαούρτια/τ' αβγά βλ. παίρνω, πέτρα που (θέλει να) κυλά, (ποτέ) δεν χορταριάζει/λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει βλ. κυλάω, ρίχνω σε κάποιον/κάτι το ανάθεμα/το(ν) λίθο του αναθέματος βλ. ανάθεμα, στύβει την πέτρα βλ. στύβω [< αρχ. πέτρα ‘βράχος’, μτγν. ~ ‘λίθος’]

πέφτω

πέφτω πέ-φτω ρ. (αμτβ.) {έπε-σα, πέ-σει, προστ. πέσε, πέστε, μτχ. πε-σμένος, πέφτ-οντας} 1. κινούμαι καθοδικά, από ένα ανώτερο σε ένα κατώτερο σημείο, λόγω της βαρύτητας: ~σα (από τη σκάλα) και χτύπησα. ~σε στο πάτωμα.|| Το βάζο ~σε και έσπασε. Το κινητό τού ~σε από τα χέρια. Αεροπλάνο που ~σε λόγω βλάβης.|| (για άψυχο που αποσπάται ή αποκολλάται από κάπου) ~ουν τα φύλλα. ~σαν βράχοι στο οδόστρωμα.|| (για καιρικά φαινόμενα) ~ει (= ρίχνει) βροχή/χαλάζι/χιόνι. ~ουν αστραπές και κεραυνοί/ψιχάλες. Βλ. προσ~. ΣΥΝ. πίπτω 2. (+ σε) προσκρούω, χτυπώ πάνω σε κάτι: Πρόσεχε μην ~σεις σε καμιά λακκούβα! Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και ~σε με δύναμη/ταχύτητα (πάνω) σε μια κολόνα (= τράκαρε). 3. βουτώ, πηδώ: ~σε με τα ρούχα στη θάλασσα. 4. (προφ.) ξαπλώνω, πλαγιάζω: ~σε για ύπνο/να κοιμηθεί.|| ~σε βαριά άρρωστος. 5. (για πρόσ.) σωριάζομαι στο έδαφος: ~σε κάτω ανάσκελα/μπρούμυτα (πβ. οριζοντιώνομαι). ~σε λιπόθυμος. ~σε ηρωικά στο πεδίο της μάχης (= σκοτώθηκε)/νεκρός/τραυματισμένος. Βλ. πεσών. 6. (προφ.) ορμώ, ρίχνομαι: ~σαν πάνω τους και άρχισαν να τους χτυπούν. 7. (συνήθ. + σε, μτφ.-προφ.) περιέρχομαι σε μια κατάσταση, συνήθ. αρνητική: ~σε σε αντιφάσεις (= περιέπεσε)/κατάθλιψη/μελαγχολία/στα ναρκωτικά. ~σαν θύματα κακομεταχείρισης/ρατσισμού. Βλ. κατα~, κακο~, ξε~.|| Ζώα που ~ουν σε χειμερία νάρκη. 8. (συνήθ. + σε, μτφ.-προφ.) υποβαθμίζομαι, υποβιβάζομαι: ~σε στη δεύτερη θέση. Η ομάδα ~σε κατηγορία. 9. (+ σε, μτφ.-προφ.) μου τυχαίνει: Έχεις ~σει σε κακή περίοδο/στιγμή/συγκυρία.|| ~σα σε προβληματική συσκευή. 10. (μτφ.-προφ.) ενδίδω, υποχωρώ, υποκύπτω: Δεν ~ (= δεν με ρίχνεις) με κάτι τέτοια! 11. (μτφ.-προφ.) χάνω την καλή μου διάθεση, μελαγχολώ: Έχω ~σει τον τελευταίο καιρό (πβ. νιώθω/αισθάνομαι/είμαι κάπως, είμαι στα ντάουν μου). ~σμένος ψυχολογικά. ~σμένο: ηθικό (= κλονισμένο). Βλ. καταπίπτω. ΑΝΤ. ανεβαίνω (5), είμαι στα πάνω μου 12. (μτφ.-προφ.) αδυνατίζω: Θέλει να ~σει από τα ... στα ... κιλά.|| Έχει ~σει η κοιλιά του (: έχασε το λίπος).πέφτει (προφ.) 1. γκρεμίζεται, καταρρέει: Το κτίριο ~σε (από τον σεισμό).|| (μτφ.) ~σαν τα τείχη που υψώνονταν ανάμεσά τους. 2. (μτφ.) παύει να αντιστέκεται (σε εξωτερικές δυνάμεις), κυριεύεται· καταργείται: ~σε το κάστρο/οχυρό/φρούριο.|| ~σαν τα εμπόδια/σύνορα. 3. κρέμεται: Πουκάμισο που ~ (= εφαρμόζει, στέκεται, στρώνει) τέλεια στο σώμα.|| Τα μαλλιά έπεφταν στο πρόσωπό/στους ώμους της (= χύνονταν). 4. (μτφ.) μειώνεται, ελαττώνεται: ~ουν οι αποδοχές (= λιγοστεύουν, μετριάζονται)/(σχολικές) βάσεις/πωλήσεις/στροφές του κινητήρα/τιμές (πβ. κατρακυλώ). ~σε (= κατέβηκε) ο γενικός δείκτης ανάπτυξης. ~σμένος ο τζίρος/τουρισμός (= μειωμένος) φέτος.|| ~σε ο αέρας (= καταλάγιασε, κόπασε)/η θερμοκρασία/στάθμη του νερού (= υποχώρησε).|| Προσπαθεί να ρίξει τη χοληστερίνη, αλλά δεν (του) ~. Του ~σε η πίεση και λιποθύμησε.|| ~ η μπαταρία/ο φακός (= αποφορτίζεται).|| ~ σιγά-σιγά το φως (= βραδιάζει). 5. (μτφ.) εκδηλώνεται έντονα ή/και αλλεπάλληλα: ~ άφθονο γέλιο. ~ουν πρόστιμα (σωρηδόν). ~σε μεγάλη εκμετάλλευση/πολλή δουλειά/πολύ ξύλο. Βλ. παρα~.|| Άρχισαν να ~ουν πιστολιές/πυροβολισμοί.|| ~σαν (= δόθηκαν) πολλά χρήματα. Να δω να ~ το παραδάκι! 6. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) απλώνεται, επικρατεί: ~σε βουβαμάρα/θλίψη/σιωπή/το σκοτάδι (= νύχτωσε). 7. (μτφ.) ανατρέπεται, εκπίπτει: ~σε το καθεστώς/η κυβέρνηση. 8. (μτφ.) ξεσπά: ~σε (= πλάκωσε) αρρώστια/πείνα/(μεγάλη) φτώχεια. Πβ. ενσκήπτει. 9. (μτφ.) διακόπτεται (απότομα) η λειτουργία του: ~σε η ασφάλεια/ο διακόπτης/το ρεύμα/το σήμα (του σταθμού)/το φως. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~σε το διαδίκτυο (: δεν έχω πρόσβαση). Ο σέρβερ είναι ~σμένος (= δεν λειτουργεί). 10. (μτφ.) εστιάζεται, κατευθύνεται, στρέφεται: Όλη της η προσοχή/φροντίδα ~ (πάνω) στα παιδιά της. Οι προβολείς (= η δημοσιότητα)/υποψίες ~ουν πάνω του. ΣΥΝ. επικεντρώνεται. 11. (μτφ.) βαρύνει: Οι ευθύνες ~ουν (= αναλογούν) στους αρμόδιους. Έχουν ~σει στους ώμους του τα οικογενειακά βάρη. 12. (μτφ.) προβάλλεται: ~ουν διαφημίσεις. 13. (μτφ.) τοποθετείται χρονικά ή στον χώρο: Ποια μέρα ~ η γιορτή; Το σπίτι ~ (= βρίσκεται) κοντά στη θάλασσα. (Προς τα) πού ~ το ...; ● ΦΡ.: δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω (προφ.): δίνει υπερβολική σημασία σε καθετί που λέγεται ή γίνεται: Θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο, ~ ~. Ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, ~ ~., μου πέφτει (προφ.): παύω να έχω στύση. ΑΝΤ. μου σηκώνεται, μου πέφτει ... (προφ.): είναι πάνω μου: Το παντελόνι ~ ~ (κάπως/λίγο) μεγάλο/φαρδύ (= μου είναι, μου έρχεται). Τα παπούτσια ~ ~ουν στενά., μου πέφτει λίγος/πολύς (προφ.): θεωρώ ότι κάποιος/κάτι δεν μου αξίζει (συνήθ. ως σύντροφος), είναι κατώτερός μου ή το αντίθετο: Τόσο ωραία γυναίκα και σου ~ λίγη; (ειρων.) Και πάρα πολύ της ~ (= της είναι υπεραρκετό)., πέφτει/πέφτουν βροχή (μτφ.): για κάτι που γίνεται με αδιάκοπη διαδοχή: ~αν ~ οι καταγγελίες/πέτρες (: η μία μετά την άλλη). Πβ. κατά ριπάς. ΣΥΝ. πάει καπνός, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο, πέφτουν οι τίτλοι: (στο τέλος ή σπανιότ. στην αρχή ταινίας ή εκπομπής) εμφανίζονται στην οθόνη ο τίτλος και τα ονόματα των συντελεστών· κατ' επέκτ. τελειώνει κάτι: Το έργο αρχίζει απότομα, πριν καν πέσουν ~. Έφυγα πριν πέσουν ~ (του) τέλους.|| (μτφ.) ~ ~ τέλους για τον ... (: τελειώνει η καριέρα του)., πέφτω (και) στη φωτιά & (σπάν.) ρίχνομαι στη φωτιά (για κάποιον) (μτφ.): θυσιάζομαι: Για την οικογένειά μου είμαι έτοιμος να πέσω ~., την πέφτω (αργκό) 1. ξαπλώνω, πλαγιάζω: Πάω να την πέσω (λιγάκι) (= να κοιμηθώ). 2. προσεγγίζω ερωτικά: Της την έπεσε. ΣΥΝ. καμακώνω (1), τα ρίχνω, φλερτάρω (1) 3. επιτίθεμαι: Της την πέσανε τρεις τύποι, για να της πάρουν την τσάντα.|| (μτφ.) Μου την έπεσε άγρια (= μου επιτέθηκε λεκτικά, μου την είπε)., ανεβαίνουν/πέφτουν οι μετοχές κάποιου βλ. μετοχή, βούλιαξαν/έπεσαν έξω τα καράβια (κάποιου) βλ. καράβι, δεν θα (πέσω να) πεθάνω (κιόλας) βλ. πεθαίνω, δεν μου πέφτει λόγος βλ. λόγος, δεν πέφτει καρφίτσα βλ. καρφίτσα, έπεσαν σαν (τις) ακρίδες βλ. ακρίδα, έπεσε από την Ακρόπολη και στάθηκε όρθιος βλ. ακρόπολη, έπεσε από το βάθρο του βλ. βάθρο, έπεσε από τον θρόνο βλ. θρόνος, έπεσε περονόσπορος βλ. περονόσπορος, έπεσε στα μάτια (κάποιου) βλ. μάτι, έπεσε στη μαρμίτα βλ. μαρμίτα, έπεσε/έλαχε ο κλήρος (σε κάποιον) βλ. κλήρος, έπεσε/έχει πέσει να πεθάνει βλ. πεθαίνω, έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον βλ. μούρη, έχει πέσει στα πατώματα βλ. πάτωμα, η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει βλ. μύτη, θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει! βλ. πλακώνω, θα πέσουν κορμιά βλ. κορμί, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) βλ. κολυμπώ, κόπηκε/έπεσε η γραμμή βλ. γραμμή, με κομμένα/πεσμένα (τα) φτερά βλ. φτερό, μου έπεσαν τα νεφρά βλ. νεφρά, μου ήρθε λουκούμι βλ. λουκούμι, μου πέφτει το λαχείο βλ. λαχείο, μου πέφτουν τα μούτρα βλ. μούτρο, μου τρέχουν τα σάλια/τρέχουν τα σάλια μου βλ. σάλιο, να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει βλ. ταβάνι, όποιος σκάβει το(ν) λάκκο του άλλου/αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα βλ. λάκκος, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο βλ. σύννεφο, περνώ κάποιον από λεπίδι/πέφτει λεπίδι βλ. λεπίδι, πέσαμε στην περίπτωση βλ. περίπτωση, πέσε πίτα να σε φάω βλ. πίτα, πέφτει η μύτη/η μούρη μου βλ. μύτη, πέφτει μούγκα/μουγκαμάρα βλ. μούγγα, πέφτει στα χέρια κάποιου βλ. χέρι, πέφτει στην αντίληψή μου βλ. αντίληψη, πέφτει στο κενό βλ. κενό, πέφτει σύρμα βλ. σύρμα, πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) βλ. μάτι, πέφτει τσεκούρι βλ. τσεκούρι, πέφτει/θα πέσει παντόφλα βλ. παντόφλα, πέφτουν (οι) υπογραφές βλ. υπογραφή, πέφτουν (πολλά) κεφάλια βλ. κεφάλι, πέφτουν μύτες βλ. μύτη, πέφτουν οι μάσκες βλ. μάσκα, πέφτουν/χαμηλώνουν/κατεβαίνουν οι τόνοι & ρίχνω/χαμηλώνω/κατεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, πέφτω από τα σύννεφα βλ. σύννεφο, πέφτω έξω βλ. έξω, πέφτω κάτω βλ. κάτω, πέφτω μέσα βλ. μέσα, πέφτω πάνω σε κάποιον/κάτι βλ. πάνω & επάνω, πέφτω στα γόνατα βλ. γόνατο, πέφτω στα μαλακά βλ. μαλακός, πέφτω στα τέσσερα βλ. τέσσερις, πέφτω στη λούμπα βλ. λούμπα, πέφτω στο κρεβάτι βλ. κρεβάτι, πέφτω στο στόμα κάποιου βλ. στόμα, πέφτω στον πειρασμό βλ. πειρασμός, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πέφτω/πιάνομαι/μπλέκω/μπερδεύομαι στα δίχτυα/στα πλοκάμια κάποιου βλ. δίχτυ, πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι βλ. μούτρο, πήγε/έπεσε να με φάει βλ. πηγαίνω & πάω, πιάστηκε (σαν τον ποντικό)/έπεσε στη φάκα βλ. φάκα, ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι βλ. τουλούμι, ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) βλ. πόδι, ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου βλ. αυτί, στα/από τα νύχια κάποιου βλ. νύχι, τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό βλ. χρήμα, την έπεσε/την έχει πέσει από δίπλα/από κοντά (σε κάποιον) βλ. δίπλα, το μήλο κάτω απ' τη μηλιά (θα πέσει) βλ. μήλο, φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει βλ. καίω [< μεσν. πέφτω < αρχ. πίπτω, γαλλ. tomber]

πίσω

πίσω πί-σω επίρρ. 1. σε αντίθετη θέση ή κατεύθυνση από αυτή που βλέπει κάποιος ή προς την οποία κινείται: Δε γύρισε να κοιτάξει ~ (του). Χτύπησε ~ του την πόρτα. Λίγο πιο ~ ερχόταν ο ... (πβ. απο~, ξο~, παρα~).|| ~ ολοταχώς! Κάντε ~! ~ και σ' έφαγα!|| (ως ουσ.) Πήγε προς τα ~. ΑΝΤ. εμπρός (1), μπροστά (1) 2. για να δηλωθεί επιστροφή: Γύρισε ~ (στο γραφείο). Έφερε/πήγε ~ τα βιβλία. Μου έδωσε/πήρα ~ τα χρήματα. Θα είναι ~ (= θα επιστρέψει) σε δύο ώρες. 3. στην άλλη όψη ενός αντικειμένου ή στην αθέατη πλευρά: Κάθισε ~ από το γραφείο του. Παρακολουθούσε ~ από το τζάμι. Το εκκλησάκι βρίσκεται ~ από την πλατεία. Κρύφτηκε ~ από τους θάμνους.|| (ως επίθ.) Η ~ βεράντα/πόρτα του σπιτιού. Οι ~ τσέπες. 4. στο τέλος ή από το τέλος, από το βάθος: Τους έσπρωχναν από ~ να προχωρήσουν.|| (ως επίθ.) Το ~ δωμάτιο. Το μπροστινό και το ~ μέρος. Οι ~ θέσεις/τροχοί του αυτοκινήτου (ΣΥΝ. οπίσθιος). Οι ~ σελίδες. Τα ~ καθίσματα/παράθυρα. Κάθονται πάντα στα ~ θρανία/στις ~ σειρές. Ο χώρος για τους ~ επιβάτες είναι περιορισμένος.|| Τα ~ φωνητικά (σε τραγούδι). 5. στο παρελθόν: Η εικόνα που αντίκρισα με γύρισε/πήγε ~ μια δεκαετία/πολλά χρόνια. Μεταφέρομαι/ταξιδεύω ~ στον χρόνο.|| Έχει ~ του (= στο ενεργητικό του) μια λαμπρή καριέρα/τεράστια πείρα/χρόνια δουλειάς. Η πόλη έχει ~ της μακραίωνη ιστορία. 6. (μτφ.) για καταστάσεις όπου κάποιος μένει στάσιμος, μειονεκτεί σε κάτι: Βρισκόμαστε/είμαστε ακόμα πολύ ~ στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.|| Τερμάτισε λίγα δευτερόλεπτα ~ από (= μετά) τον νικητή. ΑΝΤ. μπροστά (2) 7. (μτφ.) για επιστροφή σε προηγούμενη, συνήθ. χειρότερη, κατάσταση: Δεν πρέπει να κάνουμε βήματα προς τα ~. Η εταιρεία αντί να πηγαίνει μπροστά, πηγαίνει ~. Παρόμοιες πρακτικές μάς γυρίζουν ~ σε αδιέξοδα του παρελθόντος (βλ. οπισθοδρομώ, πισωγυρίζω). 8. κρυφά, όταν απουσιάζει, χωρίς να το αντιλαμβάνεται κάποιος: Όταν είναι παρών, τον καλοπιάνουν, αλλά από ~ του τον θάβουν. 9. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι αυτό που φαίνεται στην πραγματικότητα αποκρύπτει ή καλύπτει το αληθινό στοιχείο: ~ από τα χαμόγελα/από το χιούμορ κρύβεται η πικρή αλήθεια. ~ από το σκάνδαλο ο Τύπος βλέπει μια βαθύτατη κρίση. ~ (= πέρα) από το προφανές.|| Αρνήθηκε ότι βρίσκεται ~ από την επίθεση (: ότι την υποκίνησε).|| Δηλώσεις ~ από τις κάμερες (: ανεπίσημα, οφ δι ρέκορντ). ● ΦΡ.: αφήνω κάποιον/κάτι πίσω (μου) 1. αφήνω και φεύγω· κληροδοτώ: ~σε ~ τον σύζυγό της (: τον εγκατέλειψε). ~σε ~ της δύο ανήλικα παιδιά (: πέθανε και έμειναν ορφανά). Πβ. καταλείπω.|| ~σε ~ της πλούσιο συγγραφικό έργο/τεράστια περιουσία.|| Ο τυφώνας ~σε ~ του (= προκάλεσε στο πέρασμά του) μεγάλες καταστροφές. 2. πηγαίνω μπροστά, ξεπερνώ: ~σε ~ τους αντιπάλους του στον τελικό.|| Αφήστε (πίσω) τις ανασφάλειες., κάνω πίσω 1. κινούμαι προς τα πίσω, οπισθοχωρώ: Έκαναν ~, για να οργανώσουν την αντεπίθεσή τους.|| (για οχήματα) Έκανε ~ (= έβαλε όπισθεν) και χτύπησε πάνω στην κολόνα. 2. (μτφ.) υποχωρώ, κάμπτομαι: Δεν ~ει βήμα ~. Δεν έκαναν ~ στις δυσκολίες (= δεν το έβαλαν κάτω, δεν κώλωσαν). Οι εργοδότες έκαναν ~ μπροστά στις αντιδράσεις του σωματείου. Έκαναν ~ και αθέτησαν το συμβόλαιο που είχαν συνάψει (= υπαναχώρησαν)., μένω πίσω 1. ξεμένω: Σταματήσαμε και περιμέναμε τους άλλους που είχαν μείνει ~. 2. καθυστερώ, υπολείπομαι: Έμεινε ~ η δουλειά. Η ομάδα έμεινε ~ στη βαθμολογία., παίρνω (κάποιον) από πίσω/από κοντά: τον ακολουθώ: Την πήρε ~, για να δει πού θα πάει. Πβ. παρακολουθώ. ΣΥΝ. παίρνω (κάποιον) στο κατόπι, παίρνω πίσω 1. ξαναπαίρνω: Πήρε ~ τα χρήματά του.|| Πήρε ~ τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή. 2. (μτφ.) αποσύρω, ανακαλώ, αναιρώ: Πήρε ~ την απόφαση για .../τις δηλώσεις του. Πβ. ανασκευάζω., πάω πίσω: υστερώ: Είναι πολύ αδιάκριτος, αλλά και εσύ δεν πας ~.|| Το ρολόι μου ~ει ~ είκοσι λεπτά (ΣΥΝ. χάνει. ΑΝΤ. πάει μπροστά)., πίσω μπρος: προς τα πίσω και προς τα εμπρός: κινήσεις ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ στον χρόνο. Οι δύο πλευρές, ύστερα από αλλεπάλληλα ~ ~, υπέγραψαν τη συμφωνία (πβ. παλινδρόμηση, παλινωδία)., τρέχω πίσω από κάποιον: τον ακολουθώ επίμονα, συνήθ. επιδιώκοντας κάτι: Τρέχει (από) ~ της σαν σκυλάκι., δεν παίρνω λέξη πίσω βλ. λέξη, δίνω πίσω (κάτι) βλ. δίνω, ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω βλ. βήμα, θέλω κάποιον/κάτι πίσω βλ. θέλω, κοιτάζω πίσω βλ. κοιτάζω, κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου βλ. δάχτυλο, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα βλ. γκρεμός, μπρος πίσω βλ. εμπρός, παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου βλ. αίμα, πίσω από κλειστές πόρτες βλ. πόρτα, πίσω από την πλάτη (κάποιου) βλ. πλάτη, πίσω από τις κουρτίνες βλ. κουρτίνα, πίσω από τις λέξεις βλ. λέξη, πίσω από τις μπάρες βλ. μπάρα, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά βλ. αχλάδα, πίσω μου σ' έχω σατανά! βλ. σατανάς, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, τη(ν) φέρνω σε κάποιον από πίσω βλ. φέρνω, το παίρνω πίσω βλ. παίρνω, το ποτάμι δε(ν) γυρίζει πίσω βλ. ποτάμι [< μεσν. πίσω]

πλεονέκτημα

πλεονέκτημα πλε-ο-νέ-κτη-μα ουσ. (ουδ.) {πλεονεκτήμ-ατος | -ατα, -άτων}: θετικός παράγοντας ή χαρακτηριστικό που κάνει κάποιον ή κάτι να υπερέχει συγκριτικά, αποτελώντας κέρδος, όφελος: διαπραγματευτικό/επιχειρηματικό/πολιτικό/στρατηγικό ~. Θεσμικά/κοινωνικά/λειτουργικά/οικονομικά/περιβαλλοντικά/τεχνολογικά/φορολογικά ~ατα. Τα (βασικότερα/κυριότερα) ~ατα του διαδικτύου/μιας μεθόδου. Περιοχή που εμφανίζει/παρουσιάζει το ισχυρό/πρόσθετο ~ ότι/να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα. Το ~ (του) να είναι … Αξιοποιώ/απολαμβάνω/εκμεταλλεύομαι τα ~ατα μιας νέας συσκευής. Εξοπλισμός που διαθέτει/εξασφαλίζει/παρέχει/προσφέρει μοναδικά/πολλά/σημαντικά ~ατα (έναντι των υπολοίπων/σε σύγκριση με τους άλλους). Πβ. προβάδισμα, προσόν, προτέρημα, υπεροχή. ΣΥΝ. αβαντάζ (1), ατού (1) ΑΝΤ. μειονέκτημα ● ΣΥΜΠΛ.: ανταγωνιστικό πλεονέκτημα: ΟΙΚΟΝ. καθένα από τα χαρακτηριστικά επιχείρησης, προϊόντος ή υπηρεσίας που ευνοεί την επικράτησή τους στην αγορά. [< αγγλ. competitive advantage] , μηχανικό πλεονέκτημα: ΦΥΣ. ο λόγος της δύναμης που παράγει μια μηχανή προς τη δύναμη που εφαρμόζεται σε αυτή. [< αγγλ. mechanical advantage] , συγκριτικό πλεονέκτημα ΟΙΚΟΝ. 1. υπεροχή σε σύγκριση με κάτι: Εταιρεία που διαθέτει το ~ ~ της εξατομίκευσης των υπηρεσιών (έναντι των ανταγωνιστών της/σε σχέση με άλλες). 2. υπεροχή μιας χώρας έναντι άλλης στην παραγωγή ενός συγκεκριμένου αγαθού. [< αγγλ. comparative advantage] , πλεονέκτημα/μειονέκτημα έδρας βλ. έδρα ● ΦΡ.: αφήνω (το) πλεονέκτημα: ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) αφήνω την ομάδα που έχει την μπάλα στην κατοχή της να συνεχίσει (τον αγώνα), αν και προηγήθηκε παράβαση υπέρ της: Ο διαιτητής δεν άφησε ~ και υπέδειξε φάουλ έξω από την περιοχή. [< αρχ. πλεονέκτημα]

πόδι

πόδι πό-δι ουσ. (ουδ.) {ποδ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα κάτω άκρα ανθρώπου ή ζώου· ειδικότ. άκρο πόδι: αδύνατα (βλ. κανιά)/κοντά/μακριά/ξεκούραστα/στραβά/ταλαιπωρημένα/τεχνητά/ψηλά ~ια. Κάκωση/πόνος στο ~. Με το ένα ~ πάνω στο άλλο/με τα ~ια σταυρωμένα (= σταυρο~). Στραμπούληξε/έσπασε/έχασε το ~ του (βλ. ανάπηρος, κουτσός). Έκανε ακτινογραφία/τραυματίστηκε/υπέστη κάταγμα στο ~. Μαζεύω/τεντώνω τα ~ια μου. Βλ. κνήμη, μηρός.|| Βρόμικα/ξυπόλυτα/πρησμένα ~ια. Τα δάκτυλα/η καμάρα/τα νύχια/το πέλμα/το τόξο του ~ιού. Κακοσμία (= ποδαρίλα)/περιποίηση (= πεντικιούρ) ~ιών. Ίχνη ~ιών. Βλ. πατούσα, πλατυποδία.|| Τα μπροστινά/πίσω ~ια της αρκούδας/του σκύλου. Τα ~ια της αράχνης/μέλισσας. Πτηνό με μακριά και λεπτά ~ια (βλ. πελαργός). ΣΥΝ. ποδάρι 2. (μτφ.) καθετί με παρόμοια μορφή, κυρ. στήριγμα αντικειμένου στο κάτω μέρος του: τα ~ια της καρέκλας/του κρεβατιού/του τραπεζιού. Τα ~ια του πιάνου. Πλαστικά ~ια επίπλων. || Ποτήρια με (= κολονάτα)/χωρίς ~. Αγγείο με χαμηλό (βλ. κύλικα)/ψηλό ~.|| Το πρώτο/δεύτερο/τρίτο ~ της Χαλκιδικής. 3. (μτφ.) το κατώτερο τμήμα: στα ~ια του βουνού (= πρόποδες). 4. ΜΕΤΡΟΛ. (σύμβ. ft ή ′) μονάδα μήκους, κυρ. του αγγλικού και αμερικανικού συστήματος, ίση περ. με το ένα τρίτο του μέτρου: αγγλικό/διεθνές ~ (: 0,3048 μέτρα). Βλ. γιάρδα, ίντσα. ● Μεγεθ.: ποδάρα (η): ΣΥΝ. αρίδα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο πόδι & (λόγ.) άκρος πους {άκρου ποδός}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το τελικό τμήμα του κάτω άκρου, που αποτελείται από τον ταρσό, το μετατάρσιο και τα δάχτυλα: Το ~ ~ στηρίζει το βάρος του σώματος., πήλινα/ξύλινα/γυάλινα πόδια (μτφ.): αδύναμη, σαθρή βάση: Η εταιρεία/χώρα αποδείχτηκε γίγαντας/κολοσσός με ~ ~. Η ανάπτυξη/οικονομία πατά/στηρίζεται σε ~ ~. Βλ. χάρτινη τίγρη. [< γαλλ. pieds d'argile] , διαβητικό πόδι βλ. διαβητικός, πόδι της χήνας βλ. χήνα, πόδι του αθλητή βλ. αθλητής, αθλήτρια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο (προφ.): φεύγω τρέχοντας: Ο κλέφτης έφυγε με ~ ~. Πβ. την κοπανάω.|| (μτφ.) Έχουν βάλει ~ ~ για να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα., (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου (προφ.): (δεν) αντέχω σωματικά: Δεν ~ ~ από την εξάντληση/κούραση. Είμαι πτώμα, δεν με ~ άλλο ~ μου. Εργάζομαι ακόμη, όσο με ~ ~ μου., αφήνω κάποιον στο πόδι μου (προφ.): τον βάζω στη θέση μου ως αντικαταστάτη., βάζω πόδι (προφ.): εισέρχομαι, διεισδύω: Η πολυεθνική έβαλε ~ στην ελληνική αγορά., δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου (προφ.): νιώθω αδύναμος, εξουθενωμένος: ~ ~ απ' την κούραση/το ξενύχτι.|| Πάρε τα ~ σου! (= κουνήσου, περπάτα)!, δίνω/παίρνω/τρώω πόδι (προφ.) & (λαϊκό) δίνω/παίρνω πασαπόρτι: διώχνω/με διώχνουν: Του 'δωσε ~ (: τον πέταξε έξω).|| Έφαγε/πήρε ~ απ' τη δουλειά (= απολύθηκε)., με τα πόδια: περπατώντας: Ήρθαμε/κάναμε βόλτα/πήγαμε ~ ~. Η πλατεία βρίσκεται πέντε λεπτά ~ ~ απ' τη στάση του μετρό. Πβ. πεζή., με το ένα πόδι/με τα δυο πόδια στον τάφο (προφ.): για ετοιμοθάνατο ή πολύ ηλικιωμένο άτομο: Είναι ~ ~. ΣΥΝ. τον περιμένουν, με χέρια και με πόδια & με πόδια και με χέρια (μτφ.-προφ.) 1. με απόλυτη σιγουριά, χωρίς κανέναν ενδοιασμό: Ψηφίζω ~ ~. Βλ. δαγκωτός.|| Υπογράφω ~ ~. Πβ. προσυπογράφω. 2. με όλη μου τη δύναμη: Αντιστάθηκα ~ ~., μου κόπηκαν τα πόδια (μτφ.-προφ.): παρέλυσα: Μας είχαν κοπεί ~ από την κούραση.|| Ένιωθε την πείνα/τον φόβο να του κόβει ~. Πβ. μου κόπηκαν τα ήπατα., μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου (προφ.): τον εμποδίζω να κινηθεί ελεύθερα με το να βρίσκομαι πολύ κοντά του και κατ' επέκτ. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις του: Μην μπερδεύεσαι ~ μου την ώρα που κάνω δουλειά!, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια (παροιμ.): όποιος δεν προνοεί, ταλαιπωρείται., ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) (προφ.): τον παρακαλώ θερμά, τον ικετεύω. ΣΥΝ. πέφτω στα γόνατα, πέφτω στα τέσσερα [< γαλλ. se traîner aux pieds de quelqu' un] , στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αντικαθιστώ: Θα σταθείς ~ ~ μου, να πεταχτώ μια στιγμή στην τράπεζα;, στο πόδι (προφ.): βιαστικά, πρόχειρα: Έγραψε το κείμενο ~ ~. Όλα έγιναν ~ ~ (= τσαπατσούλικα). Πβ. στο γόνατο., το βάζω στα πόδια (προφ.): φεύγω, τρέχω και γενικότ. απομακρύνομαι γρήγορα από μια επικίνδυνη, δύσκολη, δυσάρεστη κατάσταση: Το έβαλε ~ ~ πανικόβλητος/σαστισμένος/τρομαγμένος/φοβισμένος. Το έβαλε ~ ~ για να γλιτώσει. Της άρπαξε την τσάντα και το έβαλε ~ ~. Πβ. παίρνω δρόμο.|| (μτφ.) Δεν ~ ~ σε κάθε δυσκολία., τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) (προφ.): για κατάσταση που απαιτεί να σπεύσει κάποιος., απλώνω τα πόδια μου μέχρι/ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά μου βλ. πάπλωμα, βάζω φτερά (στα πόδια) βλ. φτερό, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, θα σου κόψω τα πόδια! βλ. κόβω, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, με την μπάλα στα πόδια βλ. μπάλα, πατάει σταθερά στα πόδια του βλ. σταθερός, πατώ πόδι βλ. πατώ, πατώ το πόδι μου (κάπου) βλ. πατώ, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω στο πόδι βλ. σηκώνω, στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου βλ. στέκομαι, στις μύτες (των ποδιών) βλ. μύτη, στύλωσε τα πόδια/τα στύλωσε βλ. στυλώνω, το κόβω με τα πόδια βλ. κόβω, του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι βλ. παπούτσι, τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου βλ. χαλί [< αρχ. πόδιον, αγγλ. foot]

πόρτα

πόρτα πόρ-τα ουσ. (θηλ.) 1. κινητή, συνήθ. επίπεδη επιφάνεια, που ανοιγοκλείνει, φράσσοντας την είσοδο χώρου, συσκευής ή οχήματος· συνεκδ. η ίδια η είσοδος, συνήθ. η κεντρική: αυτόματη/γυάλινη/δίφυλλη/εξωτερική/εσωτερική/μονόφυλλη/μπροστινή/ξύλινη/περιστρεφόμενη/σιδερένια (= σιδερόπορτα)/συρόμενη ~. Η ~ του γραφείου/του διαμερίσματος/του δωματίου/της πολυκατοικίας/της τάξης. Η ~ του φράχτη. Η ~ της ντουλάπας/του ντουλαπιού. Η ~ του ασανσέρ/του φούρνου/του ψυγείου. Η ~ του αεροπλάνου. Η κάσα/η κλειδαριά/το κουδούνι/το μάτι/το πόμολο της ~ας. Οι ~ες του αυτοκινήτου/λεωφορείου. ~ες αλουμινίου. Ανοίγω/κλειδώνω/(για κλέφτη:) παραβιάζω/σπάω την ~. Άφησε την ~ ανοιχτή/μισάνοιχτη/ξεκλείδωτη. Έκλεισε την ~ (πίσω του) με βρόντο. Κάποιος (μου) χτυπάει την ~. Βγαίνω/μπαίνω από την ~. Κρύφτηκε πίσω/περίμενε έξω από την ~. Φυγαδεύτηκε από την πίσω/πλαϊνή ~. Ρίχνουν φυλλάδια κάτω από τις ~ες (βλ. χαραμάδα).|| Η διπλανή ~ (= το γειτονικό διαμέρισμα ή σπίτι). Βλ. αυλό-, γκαραζό-, εξώ-, καγκελό-, μπαλκονό-πορτα. ΣΥΝ. θύρα (1) 2. πύλη: η ~ του κάστρου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ (= πόρταλ) σύνδεσης (δικτύου). 3. (μτφ.) δυνατότητα, ευκαιρία, πρόσβαση: Η ~ της επιχείρησης είναι ανοιχτή/κλειστή για/σε κάποιον. Ανοίγουν ~ες εργασίας για χιλιάδες νέους. 4. (προφ.) πορτιέρης ή φέις-κοντρόλ: Δουλεύει ~.|| Κάνει ~ σε κλαμπ.πόρτες (οι): παιχνίδι στο τάβλι: Μια παρτίδα ~. Βλ. πλακωτό, φεύγα.|| Κάνω ~ (: βάζω τουλάχιστον δύο πούλια του ίδιου χρώματος στη σειρά, κλείνοντας τον αντίπαλο). ● Υποκ.: πορτάκι (το): στη σημ. 1., πορτίτσα (η): στη σημ. 1., πορτούλα (η): στη σημ. 1. ΣΥΝ. πορτόνι (2) ● ΣΥΜΠΛ.: πόρτα ασφαλείας: θωρακισμένη και με κλειδαριά ασφαλείας, ώστε να είναι απαραβίαστη. ● ΦΡ.: ανοίγω την πόρτα της εξόδου (μτφ.): φεύγω, παραιτούμαι ή χωρίζω., από την πίσω πόρτα (μτφ.): με αδιαφανείς, μη αξιοκρατικές διαδικασίες, με πλάγια μέσα, κρυφά: Τη δουλειά δεν την ήξερε, μπήκε όμως ~ ~. Προωθούνται ~ ~., αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι (μτφ.-προφ.): δεν αποκλείω κάποιο ενδεχόμενο: Άφησε ~ ~ για/σε μελλοντική συνεργασία. ΣΥΝ. αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή (μτφ.-προφ.): όπου κι αν απευθύνθηκε (συνήθ. για βοήθεια) έλαβε αρνητική απάντηση: Έψαξε για δουλειά, αλλά βρήκε ~ ~., δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον (μτφ.-προφ.): τον διώχνω, τον απολύω ή τον χωρίζω., δεν χωράει (να περάσει) απ' την πόρτα (μτφ.-προφ.): είναι πολύ παχύς., έξω από την/δυο βήματα από την/δίπλα στην πόρτα μου (μτφ.): πολύ κοντά στο σπίτι μου: Βρήκε δουλειά ~ ~ του., κάτι μου χτυπάει την πόρτα (μτφ.): παρουσιάζεται στη ζωή μου: Η ατυχία/η επιτυχία/η ευτυχία/ο έρωτας του χτύπησε ~., κι έξω από την πόρτα! (προφ.): για διώξιμο κάποιου με συνοπτικές διαδικασίες: τα παπούτσια στο χέρι ~ ~!, κλείνει τις πόρτες του: για επιχείρηση που παύει να λειτουργεί: Το ξενοδοχείο έκλεισε ~ ~ λόγω ανακαίνισης., κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον (προφ.): αρνούμαι χωρίς δεύτερη κουβέντα να δεχτώ κάποιον, τον διώχνω με αποφασιστικό τρόπο: Γύρισε πίσω, αλλά του ~σε ~ στα μούτρα.|| Δεν κλείνω την πόρτα σε (= δεν αποκλείω) μια τέτοια πιθανότητα., ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα (οικ.): για να δηλωθεί ομαδική, εκούσια ή ακούσια, αποχώρηση, φυγή: Ένας, ένας παρακαλώ και ~ ~. Άρχισαν οι εκκαθαρίσεις ... ~ ~., όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο: η ανέχεια, η μιζέρια φθείρουν τον έρωτα., πίσω από κλειστές πόρτες (μτφ.): στα κρυφά, χωρίς να δοθεί δημοσιότητα: Παίρνουν αποφάσεις/το θέμα συζητείται ~ ~., πόρτα πόρτα/από πόρτα σε πόρτα: από σπίτι σε σπίτι: Εξυπηρέτηση πελατών ~ ~. Διανομή/ενημέρωση/μεταφορές/πωλήσεις/υπηρεσία ~ ~. Τα παιδιά γυρίζουν από ~ σε ~ και λένε τα κάλαντα., πόρτα! (προφ.): για να δηλωθεί ενόχληση, όταν κάποιος φεύγει, χωρίς να κλείσει την πόρτα., της διπλανής πόρτας 1. απλός, καθημερινός, που ανταποκρίνεται στον μέσο όρο: άνθρωπος/γυναίκα/παιδί ~ ~. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ξένο, δεν μας αφορά: Τα ναρκωτικά δεν είναι πρόβλημα ~ ~, είναι και δικό μας. [< αγγλ. next door, 1961] , τρώω πόρτα (αργκό) 1. μου απαγορεύουν την είσοδο σε κέντρο διασκέδασης ή εστιατόριο: ~ ~ σε κλαμπ. 2. αποτυγχάνω: Προσπάθησε, αλλά έφαγε ~., χτυπάω πόρτες (μτφ.): ζητώ κάτι, συνήθ. βοήθεια ή χάρη, από κάποιον: Έτρεξε, χτύπησε ~, αλλά κανείς δεν τον βοήθησε. Χτύπησε πολλές ~, αλλά δεν τα κατάφερε., χτυπώ λάθος πόρτα: απευθύνομαι σε ακατάλληλο ή αναρμόδιο πρόσωπο ή ζητώ βοήθεια από αυτό., ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, πόρτα για τον χειμώνα βλ. χειμώνας, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα βλ. βροντά, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1,2: μτγν. πόρτα, ιταλ. porta 4: αγγλ. door]

προβιβάζω

προβιβάζω προ-βι-βά-ζω ρ. (μτβ.) {προβίβα-σα, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, -σμένος, προβιβάζ-οντας}: προάγω στην επόμενη τάξη· προωθώ σε ανώτερη ιεραρχικά θέση ή αξίωμα: Οι κάτωθι μαθητές ~ονται στη Β΄ Γυμνασίου: ... Ερευνητής που ~στηκε στην επόμενη βαθμίδα.|| Η ομάδα ~εται στη σούπερ λίγκα. ΑΝΤ. υποβιβάζω (2) [< αρχ. προβιβάζω, γαλλ. promouvoir]

πρόσχημα

πρόσχημα πρό-σχη-μα ουσ. (ουδ.) {προσχήμ-ατα}: οτιδήποτε χρησιμοποιείται, διατυπώνεται ως πρόφαση, δικαιολογία, ώστε να καλυφθούν οι πραγματικές προθέσεις: διαδικαστικό/νομικό ~. Αποτελεί ~ το γεγονός ότι ... Οι δηλώσεις του ήταν ~, για να ... Με ~ το ... Δεν ασχολήθηκε με το θέμα ούτε για τα ~ατα (πβ. ξεκάρφωμα, για τα μάτια του κόσμου). Πβ. αφορμή, πάτημα, προκάλυμμα. ● ΦΡ.: αφήνω τα προσχήματα: συμπεριφέρομαι ή ενεργώ ειλικρινά, ανοιχτά, απροφάσιστα: Αφήστε ~ και πείτε ξεκάθαρα τι θέλετε., κρατώ/τηρώ/σώζω τα προσχήματα: ακολουθώ τους τύπους, τους συμβατικούς κανόνες, αποκρύπτοντας τους πραγματικούς σκοπούς ή τις προθέσεις μου: Δεν κράτησε ~ και μας εξέθεσε. Δεν μπήκαν καν στον κόπο να τηρήσουν ~., με το πρόσχημα & (λόγ.) υπό το πρόσχημα: με πρόφαση: Επενέβησαν ~ ~ να βοηθήσουν στη διευθέτηση της κρίσης. [< αρχ. πρόσχημα]

πρωτοβουλία

πρωτοβουλία πρω-το-βου-λί-α ουσ. (θηλ.) {πρωτοβουλι-ών}: το να ενεργεί κάποιος πρώτος και με δική του βούληση, χωρίς εντολές ή πιέσεις, η αντίστοιχη ικανότητα ή αρετή και (συνεκδ. στον πληθ.) το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ενέργειας: αγωνιστική/δημοτική/καλλιτεχνική/κοινή/κοινοτική/κυβερνητική/νομοθετική/οικολογική/οργανωτική/πανευρωπαϊκή/πολιτική/τοπική ~. Αξιέπαινη/ιστορική/καινοτόμος/σημαντική/ ~. ~ εθελοντών/μαθητών/πολιτών για την προστασία του περιβάλλοντος. Παγκόσμια ~ για την ασφάλεια των τροφίμων. Με/ύστερα από ~ του ... ξεκίνησε η αναδάσωση. Ανέλαβε/είχε/πήρε την ~ για τη διοργάνωση της έκθεσης. Στηρίζω την/συμβάλλω στην ~ για ...|| Ο δάσκαλος παροτρύνει τον μαθητή να αναπτύξει ~ες.|| Ανθρωπιστικές/διεθνείς/κοινωνικές/πολιτιστικές ~ες. Ενθάρρυνση επιχειρηματικών ~ών. ΣΥΝ. αυτενέργεια ● ΣΥΜΠΛ.: ιδιωτική πρωτοβουλία βλ. ιδιωτικός ● ΦΡ.: αφήνω/δίνω σε κάποιον την πρωτοβουλία: του επιτρέπω να δράσει από μόνος του χωρίς παρεμβάσεις ή υποδείξεις: Άφησαν/έδωσαν την ~ της τελικής απόφασης στον πρόεδρο., εξ ιδίας πρωτοβουλίας (λόγ.) & με δική του πρωτοβουλία: αυτόβουλα, χωρίς πιέσεις και καταναγκασμούς: Ενεργεί/ξεκίνησε την έρευνα ~ ~., έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων: διαδραματίζει αποφασιστικό, πρωτεύοντα ρόλο στην εξέλιξη μιας υπόθεσης, ενός αγώνα: Η κυβέρνηση/ο πρωθυπουργός ~ ~. Οι γηπεδούχοι είχαν την ~ ~ στο μεγαλύτερο μέρος του παιχνιδιού. Πβ. έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο. [< γαλλ. initiative]

σάπιος

σάπιος, ια, ιο σά-πιος επίθ. 1. που έχει υποστεί αποσύνθεση ή φθορά, διάβρωση: ~ιος: καρπός. ~ιο: δέντρο/φρούτο. ~ιες: ελιές/ρίζες. ~ια: λαχανικά/τρόφιμα/φύλλα/φυτά. Πβ. αλλοιωμένος, σαπρός.|| (κατ' επέκτ.) ~ιος: τοίχος. ~ιο: καράβι/ξύλο. ~ια: κουφώματα/λάστιχα/πατώματα. ~ια: δόντια (: χαλασμένα). Πβ. σαθρός. 2. (μτφ.) που έχει διαφθαρεί, ανήθικος: ~ιος: θεσμός/κόσμος. ~ια: εξουσία/κοινωνία/νοοτροπία/ψυχή. ~ιο: καθεστώς/κατεστημένο/κλίμα/κύκλωμα/παρελθόν/περιβάλλον/σύστημα. ~ιες: δομές/ιδέες. ~ια: μυαλά. Πβ. διεφθαρμένος, εξαχρειωμένος. ● ΣΥΜΠΛ.: σάπιο μήλο βλ. μήλο ● ΦΡ.: άσε τα σάπια! & άσ' τα σάπια! (αργκό): άφησε τις υπεκφυγές, τις πονηριές: ~ ~ και ομολόγησε! Πάρε θέση και ~ ~. ΣΥΝ. άσ' τα ψόφια!, κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας βλ. Δανιμαρκία [< μεσν. σάπιος, γαλλ. pourri]

σέκος

σέκος σέ-κος επίθ. {χωρ. θηλ. κ. ουδ.} (λαϊκό): κυρ. στις ● ΦΡ.: μένω σέκος: μένω άφωνος, άναυδος: Κοπήκατε στο μάθημα, μου λέει, κι έμεινα ~ (= άγαλμα)., τον άφησε σέκο: τον έκανε να πονέσει πάρα πολύ ή να χάσει τις αισθήσεις του: Τον χτύπησε δυνατά και ~ ~ (= τον σακάτεψε). Πβ. τέζα.|| Έχει πέσει σέκος από το σοκ. [< ιταλ. secco]

σπόντα

σπόντα σπό-ντα ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-προφ.) υπονοούμενο, υπαινιγμός: Αυτό ήταν ~ ή εμένα μου φάνηκε; Πβ. νύξη, ταβανόπροκα. 2. καθεμία από τις τέσσερις ελαστικές εσωτερικές πλευρές του τραπεζιού του μπιλιάρδου. ● ΦΡ.: από σπόντα (προφ.): τυχαία: Βρέθηκε στην παρέα μας ~ ~., αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά: κάνω υπαινικτικά σχόλια για κάποιον, με σκοπό να τον θίξω: ~ει ~ για το μέλλον της σχέσης μας. Φεύγοντας άφησε/έριξε/πέταξε ~ για τους συναδέλφους του. [< ιταλ. sponda]

συντέλεια

συντέλεια συ-ντέ-λει-α ουσ. (θηλ.): μόνο στις ● ΦΡ.: μέχρι συντελείας του αιώνος (ΚΔ): ως το τέλος του κόσμου., συντέλεια του κόσμου 1. το τέλος του κόσμου· κατ' επέκτ. σε περιπτώσεις που κάποιος δίνει τραγικές και πολύ δυσάρεστες διαστάσεις σε ένα άσχημο συμβάν, μια αρνητική κατάσταση: (ΘΕΟΛ.) Έρχεται η ~ ~. Πβ. Δευτέρα Παρουσία.|| Πώς κάνεις έτσι, δεν ήρθε και η ~ ~. Βλ. (κάποιος) φέρνει την καταστροφή. 2. (μτφ.) σε περιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων: Γίνεται η ~ ~ έξω. Πβ. θεομηνία, κοσμοχαλασιά. Βλ. καρεκλοπόδαρο. [< μτγν. συντέλεια]

σύξυλος

σύξυλος, η, ο σύ-ξυ-λος επίθ.: στη ● ΦΡ.: αφήνω (κάποιον/κάτι) σύξυλο/μένω σύξυλος & παρατάω (κάποιον) σύξυλο: όταν κάποιος μένει ακίνητος και άφωνος, κυρ. εξαιτίας αιφνιδιασμού ή επειδή τον άφησαν εντελώς μόνο, αβοήθητο: Όταν έμαθε το τραγικό νέο, έμεινε ~ (πβ. έμεινα κάγκελο, κόκαλο).|| (επιτατ.) Την άφησε ~η με δύο παιδιά.

τέχνη

τέχνη τέ-χνη ουσ. (θηλ.) {τεχν-ών} 1. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) το σύνολο των δημιουργικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου που στοχεύουν στην έκφραση ενός αισθητικού ιδεώδους· ειδικότ. η αισθητική αξία ενός έργου: διαδραστική/παιδική ~. Αίθουσα/αντικείμενα/βιβλιοθήκη/γκαλερί/είδη/εργαστήριο/ίδρυμα/χώρος ~ης. Θεωρητικός/κριτικός (= τεχνοκριτικός) της ~ης. Ιστορία/Κοινωνιολογία/Παιδαγωγική/Φιλοσοφία της ~ης. Η ελευθερία/οι νόμοι της ~ης. Προώθηση της ~ης. Θεραπεία μέσα από την ~.|| (για καλλιτέχνη) Βρίσκεται στην πρωτοπορία της ~ης. Ασχολείται με/υπηρετεί την ~. Κάνει ~.|| Γλυπτό απαράμιλλης ~ης. Πβ. καλλιτεχνία. Βλ. κυβερνο~, φιλοτεχνία. 2. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) καθεμία από τις μορφές καλλιτεχνικής δραστηριότητας: επιστήμες της ~ης. Η γλυπτική/δραματική/ζωγραφική/μουσική/ποιητική/ψηφιακή ~. Η ~ του θεάτρου/του χορού. Η ~ του δρόμου (βλ. γκράφιτι). Αναπαραστατικές ~ες. Κέντρο ~ών και Πολιτισμού. Τμήμα ~ών, Ήχου και Εικόνας.|| (συνεκδ. καλλιτέχνημα:) ~ από πηλό/χαρτί. 3. το σύνολο των καλλιτεχνικών έργων μιας περιόδου, μιας σχολής, ενός πολιτισμού ή ενός δημιουργού: η αρχαία ελληνική/ασιατική/βυζαντινή/δυτική/εκκλησιαστική/κλασική/κυκλαδική/παραδοσιακή/ρωμαϊκή/χριστιανική ~. Η ~ του 19ου αι./της ιταλικής Αναγέννησης/του μπαρόκ.|| Αντιπροσωπευτικά δείγματα της ~ης του ...|| (συνεκδ. εκφραστικοί τρόποι, τεχνοτροπία:) Η μοναδικότητα της ~ης ενός ζωγράφου. Βλ. αρ νουβό, αρ ντεκό. 4. ικανότητα, επιδεξιότητα: Δουλεύει με (πολλή) ~ τον πηλό. Η μαγειρική θέλει ~. Πβ. δεξιοτεχνία, μαεστρία, μαστοριά.|| Η ~ της αφήγησης. Κατέχει την ~ του λόγου.|| H ~ της γοητείας/του έρωτα/της ζωής. Η ~ (του) να αγαπάς/να επικοινωνείς. Πβ. ταλέντο. 5. το σύνολο των γνώσεων, αρχών και κανόνων που διέπουν ένα συγκεκριμένο τομέα δραστηριότητας· ειδικότ. χειρωνακτικό επάγγελμα: γραμματική/ιατρική/ναυπηγική/ρητορική/συγγραφική ~. Η ~ της διαφήμισης. Η ~ των αρωμάτων.|| Ζαχαροπλαστική/κομμωτική/μαγειρική/τυπογραφική ~. Η ~ του επίπλου/του κοσμήματος. Η ~ του κτίστη/του ξυλουργού/του υποδηματοποιού (βλ. τεχνίτης). Δεν αποκαλύπτει τα μυστικά της ~ης του. Εξασκεί την ~ του γυαλιού (βλ. υαλουργός).|| (μτφ.) Έχει αναγάγει την απάτη σε ~. 6. (σπάν.) τέχνασμα. ● ΣΥΜΠΛ.: αφηρημένη τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ρεύμα του 20ού αι. στη ζωγραφική και τη γλυπτική, που δεν ενδιαφέρεται για την πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας. [< γαλλ. art abstrait, 1932] , ελευθέριες τέχνες: (στην αρχαιότητα και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση του Μεσαίωνα) η γραμματική, η διαλεκτική, η ρητορική, η μουσική, η αριθμητική, η γεωμετρία και η αστρονομία, σε αντίθεση προς τις μηχανικές (χειρωνακτικές) τέχνες. [< γαλλ. arts libéraux] , έργο τέχνης: δημιούργημα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας και κατ' επέκτ. οτιδήποτε χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη αισθητική ποιότητα: γνήσιο/πρωτότυπο/συλλεκτικό ~ ~. Ζωγραφικά ~α ~. Αγορά/αποκατάσταση/ασφάλιση/δημοπρασία/διακίνηση/εκτιμητής/εμπορία/κλοπή/πλειστηριασμός/συλλογή/συντήρηση/ψηφιοποίηση ~ων ~. Πβ. κομψοτέχνημα. [< γαλλ. oeuvre d'art] , Καλές Τέχνες: αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική, μουσική, χορός, ποίηση, κινηματογράφος: Ανωτάτη Σχολή ~ών ~ών. [< γαλλ. beaux arts] , μοντέρνα τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η καλλιτεχνική δημιουργία του 19ου και του 20ού αι. (περ. έως το 1970), που χαρακτηρίζεται από τον πειραματισμό με νέες τεχνικές και μέσα, χωρίς να δίνεται σημασία στην ακριβή αναπαράσταση των αντικειμένων. Βλ. εξπρεσιον-, ιμπρεσιον-, κυβ-, υπερρεαλ-ισμός. [< γαλλ. art moderne] , παραστατικές τέχνες: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. που αναπαριστούν την πραγματικότητα και προορίζονται για παράσταση (θέατρο, μουσική, τραγούδι, χορός). [< αγγλ. performing arts, 1946] , πολεμικές τέχνες: μορφές αυτοάμυνας ή μάχης με αντίπαλο, που έχουν ασιατική προέλευση και συχνά εξασκούνται και ως αθλήματα. Bλ. αϊκίντο, ζίου ζίτσου, καράτε, κουνγκ φου, ταεκβοντό, τάι τσι, τζούντο. [< αγγλ. martial arts, 1933] , σύγχρονη τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η καλλιτεχνική παραγωγή από τα τέλη του 20ού αι. κ. εξ.: Μουσείο Μοντέρνας και ~ης ~ης., άμορφη τέχνη βλ. άμορφος, γεωμετρική τέχνη βλ. γεωμετρικός, Γράμματα και Τέχνες βλ. γράμμα, γραφικές τέχνες βλ. γραφικός, εικαστικές τέχνες βλ. εικαστικός, εννοιολογική τέχνη βλ. εννοιολογικός, εφαρμοσμένες/διακοσμητικές τέχνες βλ. εφαρμοσμένος, η έβδομη τέχνη βλ. έβδομος, η ένατη τέχνη βλ. ένατος, η όγδοη τέχνη βλ. όγδοος, η τέχνη της φυγής βλ. φυγή, ιερή τέχνη βλ. ιερός, κινητική τέχνη βλ. κινητικός, λαϊκή τέχνη βλ. λαϊκός, μηχανική τέχνη βλ. μηχανικός, πλαστικές τέχνες βλ. πλαστικός, ρομανική τέχνη βλ. ρομανικός, στρατευμένη τέχνη βλ. στρατευμένος ● ΦΡ.: η τέχνη για την τέχνη: δόγμα που θεωρεί την τέχνη αυτόνομη αισθητική αξία, χωρίς καμία ηθική, κοινωνική ή πολιτική σκοπιμότητα: ~ ~, αλλιώς η τέχνη ως αυτοσκοπός. ΣΥΝ. αισθητισμός [< γαλλ. l' art pour l' art] , μάθε τέχνη κι άστηνε (κι αν πεινάσεις πιάστηνε) (παροιμ.): για να δηλωθεί η σημασία της απόκτησης γνώσεων και δεξιοτήτων, ως χρήσιμων εφοδίων στη ζωή., παλιά μου τέχνη κόσκινο βλ. κόσκινο, πενία τέχνας κατεργάζεται βλ. πενία [< αρχ. τέχνη ‘χειρονακτική ικανότητα, δραστηριότητα, επιδεξιότητα, πλεκτάνη’, γαλλ.-αγγλ. art]

τίποτα

τίποτα τί-πο-τα αόρ. αντων. {άκλ.} & τίποτε & (λαϊκό) τίποτες, τίποτις 1. (σε αποφατικές συνήθ. προτάσεις) κανένα πράγμα (υλικό ή άυλο): ~ δεν έχει κριθεί ακόμη. Δεν έμαθες ~ από τα παθήματά σου. Μην πετάξεις ~! Δεν ζητώ ~ από σένα. Δεν κοστίζει ~. Παρέλυσε, δεν ένιωθε ~. Δεν ακούω ~ (: κυριολ. και μτφ., δεν δέχομαι δικαιολογίες). Όλη μέρα κάθεται και δεν κάνει ~ άλλο από το να χαζεύει. Δεν είδα ~. Δεν κατάφερε (απολύτως) ~. Σε ~ δεν του έμοιασε. Πρόσεξε μην καταλάβει ~ (= το παραμικρό). Δεν έχουμε ~ κοινό μεταξύ μας. Δεν του λείπει ~ (: τα έχει όλα). Δεν έχει ~, έμεινε στον άσο. ~ δεν είναι αλήθεια/σίγουρο/τυχαίο. ~ δεν έχει αλλάξει/δεν έχει νόημα πια. Αυτή η εμπειρία δεν συγκρίνεται με ~. ~ δεν πρόκειται να συμβεί, στο υπογράφω.|| Δεν ξέρει ~ από μουσική. Πβ. καθόλου.|| -Τι είπες; -~! Είναι καλά, ~ λιγότερο, ~ περισσότερο. 2. (συχνά σε ερωτημ. και αποφατικές προτάσεις) κάτι: Έχεις/συνέβη ~; Πρόσεξε μην πάθεις ~. Ξέχασες ~; Με θέλετε τίποτ' άλλο; Βλέπεις ~ περίεργο; Παίζει ~ καλό στην τηλεόραση; Δεν πάμε να τσιμπήσουμε ~; Έχει ~ να φάμε; Ξέρεις ~ για το θέμα; Πες ~ καινούργιο. Έλα, αν δεν έχεις ~ καλύτερο να κάνεις. Δεν έχασες και ~ που δεν ήρθες. Δεν υπάρχει ~ πιο διασκεδαστικό από ... Δεν γνωρίζω ~ σχετικό. Δεν περίμενα ~ καλύτερο απ' αυτόν. Δεν μένει πια ~ να κάνει. Δεν έχεις να ζηλέψεις ~ απ' τους άλλους. Οι τίτλοι και τα βραβεία δεν σημαίνουν (και) ~. Δεν είναι ~ σοβαρό, μην ανησυχείς. 3. (ως επίθ., + πληθ., προφ.) σε αόριστη αναφορά, κάποιοι, καθόλου: Είναι ~ φίλοι σου αυτοί;|| Έχεις ~ λεφτά πάνω σου; 4. κάτι σημαντικό: Δεν είναι ~ για μένα να βοηθήσω. ● Ουσ.: τίποτα & τίποτε (το): κάτι ασήμαντο, ανύπαρκτο: Χωρίς εσένα, είμαι ένα ~. Από το ~, κάτι είναι κι αυτό.|| (μειωτ., για πρόσ.) Είναι ένα ~, ένα μηδενικό. ● ΦΡ.: (δεν κάνει) τίποτα 1. δεν κοστίζει τίποτα: -Τι σας οφείλω; -~ ~. 2. ως ευγενική απάντηση σε ευχαριστία: -Ευχαριστώ για τη βοήθεια! -Παρακαλώ, ~ ~. [< γαλλ. de rien] , ακόμα δεν έχεις δει/δεν είδες τίποτα! (προφ.-εμφατ.): ως προειδοποίηση για επιδείνωση μιας κατάστασης: -Γίνεται χαμός! -Και ~ ~!, από το τίποτα (προφ.): από το μηδέν: Έστησαν ολόκληρη επιχείρηση/πλούτισαν ~ ~.|| Ο καβγάς ξεκίνησε ~ ~ (= χωρίς σημαντική αφορμή)., αυτό δεν είναι τίποτα! (προφ.): ως σχόλιο για κάτι που αξιολογείται ως λιγότερο σημαντικό από κάτι άλλο: ~ ~, πού να δεις εγώ τι έπαθα!, για το τίποτα (προφ.): χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα ή σημαντική αιτία, μάταια: Πολύς λόγος/τόσος κόπος ~ ~! [< γαλλ. pour rien] , δεν έμεινε/δεν άφησαν τίποτα όρθιο: για να δηλωθεί η πλήρης καταστροφή, διάλυση: Δεν έμεινε ~ από τον σεισμό, όλα τα σπίτια κατέρρευσαν. Πβ. τα κάνω γυαλιά καρφιά. ΣΥΝ. δεν έμεινε/δεν άφησαν (ούτε) κολυμπηθρόξυλο (όρθιο), δεν έχω τίποτα εναντίον (του) (προφ.): δεν είμαι θυμωμένος μαζί του· δεν είμαι αρνητικός με κάτι: ~ ~ σου, απλώς θέλω να μείνω λίγο μόνος.|| ~ ~ της τεχνολογίας., δεν έχω τίποτα να χάσω (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αποτολμά κάτι χωρίς να διακινδυνεύει πολλά: Προσπάθησε, δεν έχεις (και) τίποτα να χάσεις., και τίποτ' άλλο (προφ.-εμφατ.): μόνο αυτό, τίποτα διαφορετικό: Στόχος μας είναι η νίκη ~ ~! Αυτό θέλω ~ ~! [< γαλλ. et rien d'autre ] , κι όχι τίποτ' άλλο (προφ.): για να δηλωθεί ότι αυτό που ακολουθεί είναι πιο δυσάρεστο, πιο σοβαρό από τα προηγούμενα: Έχασα την πτήση, ~ ~ ήταν και η τελευταία., με τίποτα (εμφατ., σε αρνητ. φρ.) 1. για κανένα λόγο, σε καμία περίπτωση: Αυτή την ταινία δεν τη χάνω ~ ~. Δεν ήθελε ~ ~ να μείνει. -Θα το κάνεις; -~ ~, ξέχνα το! ΣΥΝ. με κανέναν τρόπο 2. καθόλου: Η νύχτα δεν περνούσε ~ ~., με το τίποτα (προφ.): άνευ λόγου, χωρίς σημαντική αιτία: Αγχώνεται/τσακώνονται ~ ~., πολύ κακό για το τίποτα & (σπάν.) πολύς θόρυβος για το τίποτα (συχνά ειρων.): για κάτι που προκάλεσε αδικαιολόγητα μεγάλη αναστάτωση. ΣΥΝ. τρικυμία εν ποτηρίω [< αγγλ. much ado about nothing] , από ... άλλο τίποτα βλ. άλλος, δεν (μου) κοστίζει τίποτα να βλ. κοστίζει, δεν γίνεται τίποτα βλ. γίνομαι, δεν έγινε (και) τίποτα βλ. γίνομαι, δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε βλ. χωρίζω, δεν μου λέει τίποτα βλ. λέω, δεν στοιχίζει τίποτα βλ. στοιχίζει, δεν το έχω σε πολύ/σε τίποτα βλ. έχω, δεν τρέχει τίποτα βλ. τρέχω, είπες κάτι/τίποτα; βλ. λέω, με/για τίποτα στον κόσμο βλ. κόσμος, όλα ή τίποτα βλ. όλος, τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; βλ. άλλος, τίποτα (το) σπουδαίο βλ. σπουδαίος, τίποτα δεν μας σταματά/δεν μπορεί να μας σταματήσει βλ. σταματώ [< μεσν. τίποτε, τίποτα με αρνητ. σημ., μτγν. τί ποτε με ερωτημ. σημ.]

τύχη

τύχη τύ-χη ουσ. (θηλ.) 1. σύμπτωση ευνοϊκών καταστάσεων: Με λίγη ~ θα κερδίσουμε. Η ~ του βρίσκεται στα χέρια (+γεν.) … Δεν είχε ~ στη ζωή του. Είναι ζήτημα ~ης αν θα τα καταφέρει.|| (στα τυχερά παιχνίδια:) Έχει μεγάλη ~ σήμερα (πβ. φάρδος, ΑΝΤ. γκίνια).|| (ως ευχή:) Καλή ~! Πβ. καλοτυχία. ΑΝΤ. ατυχία (1), γκαντεμιά, κακοτυχία 2. οτιδήποτε καθορίζει θετικά ή αρνητικά την εξέλιξη γεγονότων, χωρίς να έχει προβλεφθεί· μοίρα, πεπρωμένο: Έτσι τα έφερε/τα ΄φερε η ~. Αναζήτησε καλύτερη ~ στο εξωτερικό. Η ~ ευνοεί τους τολμηρούς. Τον εγκατέλειψε η ~ του. Πβ. γραφτό, ειμαρμένη, ριζικό. ΣΥΝ. τυχερό (1) 3. ό,τι σχετίζεται με το μέλλον ή τη μετέπειτα εξέλιξη κάποιου: οι ~ες των ανθρώπινων κοινωνιών. Εντείνεται η ανησυχία για την ~ των αμάχων. Συγκεχυμένες είναι οι πληροφορίες για την ~ των αγνοουμένων.|| (για πράγμα) Αγνοείται η ~ των έργων τέχνης που εκλάπησαν. ● ΣΥΜΠΛ.: ο τροχός της τύχης βλ. τροχός, πείραμα τύχης βλ. πείραμα ● ΦΡ.: από (καθαρή) τύχη: χάρη σε τυχαίο γεγονός ή ευνοϊκή συγκυρία: ~ ~ δεν υπήρξαν θύματα. Επέζησε/σώθηκε ~ ~. Πβ. ως εκ θαύματος., αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του: δεν νοιάζομαι για κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ πλήρως για αυτό(ν): Είχε αφήσει/εγκαταλείψει/παρατήσει ~ του τον άρρωστο πατέρα της. Πβ. αφήνω κάποιον στη δυστυχία του., για καλή/για κακή μου τύχη: (σε αφήγηση) ευτυχώς/δυστυχώς για μένα: Για καλή ~, είχα εξαιρετικούς καθηγητές. Για κακή ~ με έκλεψαν., δεν έχει τύχη: δεν πρόκειται να πετύχει καλά αποτελέσματα, να έχει θετική κατάληξη: Η ομάδα ~ ~ στον τελικό. Με τόσο συντηρητικές απόψεις δεν ~εις ~., δοκιμάζω την τύχη μου: ριψοκινδυνεύω: Δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, αλλά θα ~σει ~ του., έχω την τύχη με το μέρος μου: έχω την εύνοια της τύχης, είμαι καλότυχος: Όλα καλά του πάνε, έχει ~ ~ του!, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει: αποδεικνύομαι τυχερός: Τόσα χρόνια ζούσε με μεροκάματα, αλλά του χαμογέλασε η τύχη και κέρδισε το λαχείο., η τύχη μού γυρίζει την πλάτη: είμαι κακότυχος: Ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά η τύχη τού γύρισε ~. Η τύχη γύρισε την πλάτη στην ομάδα., κάνω/βρίσκω την τύχη μου: μου τυχαίνει κάτι καλό και πετυχαίνω, πλουτίζω: Έκανε/βρήκε ~ του στο εξωτερικό., κατά τύχη: τυχαία, συμπτωματικά: Βρέθηκε στην περιοχή ~ ~., κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο (γνωμ.): όλοι μπορεί να βρεθούν στην ίδια θέση, καθώς η έκβαση των πραγμάτων δεν μπορεί να προκαθοριστεί., κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου: καθορίζω, κατευθύνω τη ζωή του., πού τέτοια τύχη! & (σπάν.) χάρη: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν μπορεί να γίνει, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Ήλπιζα ότι θα έβρισκα εισιτήρια, αλλά ~ ~! -Ήρθε; -Μπα! ~ ~! Πβ. πού τέτοιο πρά(γ)μα!, στην τύχη: χωρίς πλάνο, όπως να ’ναι: Αγοράζει/διαλέγει/επιλέγει ~ ~. ΣΥΝ. απλώς/εική και ως έτυχε, στα κουτουρού, στα τυφλά (1), την τύχη/το κέρατό μου μέσα (αργκό-υβριστ.): για να δηλωθεί έντονη αγανάκτηση., τύχη αγαθή [τύχῃ ἀγαθῇ] (λόγ.): κατά καλή τύχη: ~ ~ (: ευτυχώς) αποφεύχθηκε το μοιραίο.|| (επίσ.) ~ ~ έδοξε τη Ακαδημία Αθηνών ..., ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου βλ. ακολουθώ, αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω, ανοίγει η τύχη μου βλ. ανοίγω, αφήνω (κάτι) στην τύχη βλ. αφήνω, γαμώ την τύχη/το φελέκι μου βλ. φελέκι, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου βλ. άξιος, ειρωνεία της τύχης βλ. ειρωνεία, ένωσαν τις τύχες τους βλ. ενώνω, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η τύχη του πρωτάρη βλ. πρωτάρης, πρωτάρα, κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει βλ. κοιμάμαι, μίλησε με την τύχη (του) βλ. μιλώ, τύχη βουνό βλ. βουνό [< 1,2: αρχ. τύχη 3: γαλλ. sort]

φως

φως [φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]

χώρος

χώρος [χῶρος] χώ-ρος ουσ. (αρσ.) 1. υπαίθρια έκταση που προορίζεται για συγκεκριμένο σκοπό· κατ' επέκτ. κάθε τρισδιάστατη έκταση στην οποία εντοπίζονται οντότητες και εκδηλώνεται ακολουθία γεγονότων: αύλειος ~. Ελεύθερος/κοινόχρηστος ~ πρασίνου. Ανοιχτοί/εξωτερικοί ~οι (ΑΝΤ. κλειστοί/εσωτερικοί). ~ αναψυχής/ελλιμενισμού (σκαφών)/υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (: ΧΥΤΑ). Ο γύρω ~. Ο ~ της ανασκαφής. ~ συνολικής επιφάνειας ... τ.μ. Ανάπλαση/απαλλοτρίωση/περίφραξη/φύλαξη/χαρτογράφηση ενός ~ου. Άποψη/διαμόρφωση του περιβάλλοντος ~ου. ~οι αθλοπαιδιών. Πβ. περιοχή.|| (ΦΥΣ.) Ο κοσμικός/συμπαντικός ~. Τετραδιάστατος ~ (: χωρόχρονος). ~ και χρόνος.|| Ηπειρωτικός/θαλάσσιος/νησιωτικός/ορεινός ~. Ο ελληνικός/ευρωπαϊκός ~. Παρεμβάσεις στον αστικό και αγροτικό ~ο. Ζώα που ζουν ελεύθερα στον φυσικό τους ~ο. Πβ. περιβάλλον, τόπος.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ηλεκτρονικός ~. Εικονικός ~ επικοινωνίας/συζήτησης/συνάντησης (: φόρουμ). Ενιαίος ~ πληρωμών σε ευρώ. Βλ. κυβερνο~. 2. έκταση με εγκαταστάσεις· κτίριο, διαμέρισμα, αίθουσα, θάλαμος ή δωμάτιο, που έχει ορισμένη λειτουργία: εκθεσιακός/εργοστασιακός/θεατρικός/κατασκηνωτικός/πολιτιστικός/ σκηνικός/συναυλιακός ~. Αθλητικοί/βιομηχανικοί ~οι. Ο ~ του αεροδρομίου/λιμανιού/πανεπιστημίου/σχολείου. Κάμερα παρακολούθησης του ~ου.|| Αποθηκευτικός/γραφειακός/ιδιωτικός ~. Ανακαινισμένοι/εργαστηριακοί/κύριοι και βοηθητικοί/μαζικοί ~οι. ~ αποσκευών/διαμονής/(μη) καπνιστών/ξεκούρασης/υποδοχής. Ο ~ της εκδήλωσης/του πιλοτηρίου (= κόκπιτ)/του συνεδρίου. Κάτοψη του ~ου. ~οι διασκέδασης/διδασκαλίας/εστιάσεων/υγιεινής. Ο ωφέλιμος ~ του ισογείου/υπογείου. Ειδικά διαμορφωμένος ~ με υπολογιστές. Ειδικός ~ αναμονής. Ο ~ κλιματίζεται. Παρενόχληση στον ~ο εργασίας. ~οι σύγχρονων προδιαγραφών. Αναζητώ/ψάχνω τον ιδανικό/κατάλληλο ~ο κατοικίας. Επισκέπτομαι τον ~ο κάποιου. Μέσα σε περιορισμένο ~ο. Αγοράζω/εκμισθώνω επαγγελματικούς ~ους. Ξενάγηση/περιήγηση στους ~ους του μουσείου.|| Ο προσωπικός μου ~. Σπίτι με ανεξάρτητους/άνετους/ζεστούς/καθαρούς/καλαίσθητους/λειτουργικούς ~ους. Βλ. πολυ~. 3. κενό τμήμα τρισδιάστατου συνόλου: λόγω έλλειψης/(λόγ.) ελλείψει ~ου, ... Άνεση ~ου. Δεν έχει μείνει καθόλου ~ για ... Υπάρχει ~ για να αφήσετε τα πράγματά σας/παρκάρετε το αυτοκίνητο/για να γράψετε σχόλια. Δεν υπάρχει άλλος/αρκετός/πολύς ~ στην αποθήκη (: είναι γεμάτη). Εξοικονομώ ~ο. Πβ. θέση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Διαθέσιμος ~ στον σκληρό δίσκο (βλ. χωρητικότητα). 4. (μτφ.) γνωστικός ή επαγγελματικός τομέας· γενικότ. πεδίο δράσης: ακαδημαϊκός/ειδησεογραφικός/επιστημονικός/επιχειρηματικός/καλλιτεχνικός ~. Ειδήσεις από τον ~ο του αθλητισμού/των θετικών επιστημών. Εμβόλιο που έφερε επανάσταση στον ~ο της ιατρικής/υγείας. Δραστηριοποιείται στον ~ο του εμπορίου/των επενδύσεων. Πβ. κλάδος, περιοχή.|| Ανήκει στον αριστερό/δεξιό/κεντρώο ~ο. Εξελίξεις στον οικονομικό/πολιτικό ~ο. Ανακατατάξεις/μεταρρυθμίσεις στον ~ο της εκπαίδευσης. ~ ανταλλαγής απόψεων/έκφρασης. ~ για διάλογο. Ο ~ της οικογένειας (= περιβάλλον). 5. το εσωτερικό μέρος συσκευής, οχήματος, σκάφους· (στον πληθ.) τα μικρότερα τμήματα στα οποία αυτό χωρίζεται: ο ~ του ψυγείου. Οι ~οι του αυτοκινήτου/πλοίου. 6. ΜΑΘ. σύνολο σημείων με γεωμετρικές ιδιότητες: ορθογώνιος/τοπολογικός ~. Γεωμετρία/τοπολογία του ~ου. Οι διαστάσεις/συντεταγμένες του ~ου. Ορίζω ευθεία στον ~ο. 7. ΙΑΤΡ. μέρος του ανθρώπινου κυρ. οργανισμού: κοιλιακός ~. Ο ~ του εγκεφάλου. ● ΣΥΜΠΛ.: αγωνιστικός χώρος: η συγκεκριμένη έκταση εντός των ορίων της οποίας διεξάγεται αθλητικός αγώνας· ο ίδιος ο αγώνας: (στο ποδόσφαιρο) άσχημος/κακός/λασπωμένος/χωμάτινος ~ ~. Ο χλοοτάπητας του ~ού ~ου. Πβ. γήπεδο.|| Επιστροφή στους ~ούς ~ους. Ποινή αποκλεισμού από τους ~ούς ~ους., αίσθηση του χώρου: αντίληψη, συναίσθηση του χώρου, ως τρισδιάστατου διαστήματος: καλή ~ ~. Δεν έχει την ~ ~ (: δεν μπορεί να προσανατολιστεί). Βλ. αίσθηση του χρόνου., αρχαιολογικός χώρος: που έχει αρχαιολογικά μνημεία: ο ~ ~ της Ακρόπολης/της Βεργίνας/των Δελφών/της Κνωσού., δημόσιος χώρος 1. κοινόχρηστη υπαίθρια έκταση ή κτίριο υπηρεσίας: ο ~ ~ της (σύγχρονης) πόλης/της πλατείας. Απαγόρευση του καπνίσματος στους ~ους ~ους. 2. (μτφ.) πεδίο ανοιχτό σε όλα τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου: ~ ~ επαφής/προβολής αιτημάτων., ιερός χώρος: μέρος, έκταση ή κτίσμα με θρησκευτική και γενικότ. ηθική σημασία: βεβήλωση/παραβίαση/προστασία ενός ~ού ~ου., όνομα χώρου/τομέα & δικτυακό όνομα χώρου: ΔΙΑΔΙΚΤ. μοναδικό όνομα κόμβου που αποτελείται από μια συμβολοσειρά δηλωτική του ονόματος του οργανισμού ή της επιχείρησης στην οποία ανήκει, μια τελεία και το όνομα του τομέα ανώτατου επιπέδου: εκχώρηση/κατοχύρωση ~ατος ~. [< αμερικ. domain name, 1982] , χώρος στάθμευσης: όπου σταθμεύουν οχήματα: επίγειος/κλειστός/υπαίθριος/υπόγειος ~ ~ αυτοκινήτων (πβ. γκαράζ, πάρκινγκ). ~ ~ αεροσκαφών/αναπηρικών οχημάτων/ποδηλάτων., (εθνικός) εναέριος χώρος βλ. εναέριος, ακάλυπτος (χώρος) βλ. ακάλυπτος, βάση διανυσματικού χώρου βλ. βάση, δειγματικός χώρος βλ. δειγματικός, διάσταση διανυσματικού χώρου βλ. διάσταση, δικτυακός τόπος/χώρος βλ. δικτυακός, έντυπος χώρος βλ. έντυπος, ζωτικός χώρος βλ. ζωτικός, ημιυπαίθριος (χώρος) βλ. ημιυπαίθριος, προαύλιος χώρος βλ. προαύλιος ● ΦΡ.: αφήνω χώρο 1. αφήνω ένα μέρος κενό, ελεύθερο, ώστε να μπορεί κάποιος να το αξιοποιήσει ή να το εκμεταλλευτεί: Άσε μου λίγο ~! Δεν μας έχουν αφήσει ~ για παρκάρισμα. 2. (μτφ.) επιτρέπω: Διδακτικές μέθοδοι που ~ουν ~ για διάλογο/συνεργασία., ο χώρος μου/ο δικός μου χώρος: το σπίτι, η κατοικία μου ή το ιδιόκτητο επαγγελματικό μου περιβάλλον: Υποδέχτηκε τους φίλους του στον ~ο του. Απέκτησε/ψάχνει τον δικό του ~ο., πιάνει χώρο: καταλαμβάνει μεγάλη επιφάνεια εξαιτίας των διαστάσεων, του μεγέθους του: Ρούχα που ~ουν ~ στη ντουλάπα. Αρχεία που διαγράφηκαν, γιατί έπιαναν ~ στον σκληρό δίσκο (του Η/Υ). Συσκευή που δεν ~ (πολύ) ~., κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω [< αρχ. χῶρος, γαλλ. espace, place, domaine, αγγλ. space, room, area, γερμ. Raum]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.