Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 23 εγγραφές  [0-20]


  • αποδώ [ἀποδῶ] α-πο-δώ επίρρ. (προφ.) & (λαϊκό) απεδώ 1. (τοπ.) από αυτό το σημείο: ~ ως εκεί απέναντι. Πάμε ~. Έλα ~ να ... Είναι/κατάγεται ~ (: από αυτόν τον τόπο). ~ έχει καλύτερη θέα.|| (ως επίθ.) Η ~ μεριά/όχθη/πλευρά.|| (ως απευχή) Σ' ένα ατύχημα, έξω ~ (= χτύπα ξύλο), θα το χρειαστείς το κινητό!|| (απειλητ.) Άντε/ουστ/χάσου ~ (= από μπροστά μου)! ΑΝΤ. αποκεί 2. (χρον.) από αυτή τη στιγμή: Τι θα κάνεις ~ και μπρος/πέρα/στο εξής; 3. σε ονοματικές φράσεις με ειδική αναφορά: (σε συστάσεις) Ο κύριος ~ είναι ...|| (μειωτ.) Τι θέλει αυτή ~ και γκρινιάζει; ● ΦΡ.: αποδώ κι αποκεί (ως αόριστη δήλωση): (από) παντού: Τριγύριζει/χρωστάει ~ ~. Μη λες κουβέντες ~ ~. [< μεσν. αποδώ]
  • αυτού [αὐτοῦ] αυ-τού επίρρ. (προφ.-διαλεκτ.): εκεί: (τοπ.) Κάτσε ~ και μην το κουνήσεις! Άστο ~!|| (χρον.-σπάν.) ~ που (= ενώ, τη στιγμή που) έλεγα πως γλίτωσα, να σου πάλι μπροστά μου! [< αρχ. αὐτοῦ]
  • αφότου [ἀφότου] α-φό-του σύνδ. χρον. & αφ' ότου: από τότε που, από τη στιγμή που. [< μτγν. ἀφότου]
  • εμπρός [ἐμπρός] ε-μπρός επίρρ. & (προφ.) μπρος 1. & (λαϊκό) ομπρός: μπροστά: (με τοπική σημασία:) Κάνε ένα βήμα ~.|| (+ πρόθ.) Είσοδος από ~.|| (ως πρόθ., συνήθ. + από/σε) Συνάντηση ~ από τον σταθμό. Στάθηκε ~ στην πόρτα. Εμφανίστηκε ξαφνικά ~ μου. (ενώπιον, παρουσία:) Δήλωσε ~ στις τηλεοπτικές κάμερες ότι ...|| (ως επίθ.) Οι ~ (= μπροστινοί) τροχοί ενός αυτοκινήτου. ΑΝΤ. πίσω (1) 2. (ως επιφών.) ως έντονη προτροπή ή προσταγή: ~ για τη νίκη! ~ στον αγώνα για ... ~ σηκωθείτε! Πβ. γιούρια. 3. (σε επιφωνηματική χρ.) ως απάντηση στο χτύπημα του τηλεφώνου ή της πόρτας: ~, παρακαλώ/ποιος είναι/ποιον θέλετε! ● ΦΡ.: από μπρος κι από πίσω: από όλες τις μεριές, τις κατευθύνσεις., μπρος πίσω 1. προς τα εμπρός και προς τα πίσω: Περπατούσε κουνώντας τα χέρια της ~ ~. 2. στο μπροστινό και στο πίσω μέρος: εκτύπωση σελίδας ~ ~ (πβ. διπλής όψης/όψεως). Αυτοκίνητο με ηλεκτρικά παράθυρα ~ ~. 3. (με χρον. σημασία) στο μέλλον, στο παρόν και στο παρελθόν: (ως ουσ.) Η συγγραφέας διαπλέκει τρεις ιστορίες με συνεχή ~ ~ στον χρόνο. Πβ. αναδρομές. 4. ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) παράβαση κατά την οποία ένας παίκτης φέρνει την μπάλα στο μπροστινό μέρος του γηπέδου και στη συνέχεια την επιστρέφει σε συμπαίκτη του που βρίσκεται στο πίσω μέρος ή γυρίζει ο ίδιος σε αυτό, κρατώντας τη: Ο διαιτητής έδωσε ~ ~., παίρνει μπρος/μπροστά 1. (για μηχανές) τίθεται σε λειτουργία: Το αυτοκίνητο δεν έπαιρνε ~ (με τίποτα). 2. (μτφ., για πρόσ.) αρχίζει να αποδίδει: Η ομάδα πήρε ~ στο δεύτερο ημίχρονο. 3. (μτφ., για πρόσ.) καταλαβαίνει, μπαίνει στο νόημα: Πρέπει να του το πω πολλές φορές για να πάρει ~., προς τα (ε)μπρός 1. προς την κατεύθυνση που κινείται ή κοιτάζει κάποιος: βήμα ~ ~. Γέρνω/σκύβω ~ ~. 2. με χρονική σημασία: Ο χρόνος κυλάει ~ ~. 3. (μτφ.) για πρόοδο, εξέλιξη: Είναι καιρός να πάμε ~ ~ (: να προχωρήσουμε, να προοδεύσουμε)., από εδώ και πέρα/και στο εξής/και μπρος βλ. εδώ, βάζω μπροστά/μπρος βλ. μπροστά, ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω βλ. βήμα, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα βλ. γκρεμός, μπρος στα κάλλη τι είν'/'ν' ο πόνος βλ. κάλλος, μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου βλ. μάτι, πίσω μπρος βλ. πίσω [< μεσν. εμπρός]
  • ενώ [ἐνῶ] ε-νώ σύνδ. 1. (εναντιωματικός) αν και, μολονότι, παρόλο που: ~ μπορεί να τα καταφέρει, δεν προσπαθεί καθόλου. Γιατί δεν μιλά, ~ (= αφού) ξέρει; 2. (χρον.) την ώρα που, για όσο χρόνο: ~ (= εκεί που, όπως) διάβαζα, χτύπησε το κουδούνι. Συνελήφθη ~ τοποθετούσε εκρηκτικό μηχανισμό.|| (για παράλληλες πράξεις, διαδικασίες, καταστάσεις:) ~ (= όση ώρα) μιλούσε, περιφερόταν στη σκηνή. Θα ετοιμάσω το φαγητό ~ θα παρακολουθείτε τον αγώνα. Χρώμα που παραμένει αναλλοίωτο, ~ συγχρόνως/ταυτόχρονα (= καθώς επίσης) προστατεύει από τη σκουριά. Πβ. ενόσω. [< μεσν. ενώ]
  • επέστη [ἐπέστη] ε-πέ-στη ρ. (τριτοπρόσ.) (αρχαιοπρ.): (με χρον. σημασία) έφτασε, ήλθε: ~ η ώρα της κρίσεως. ~ ο καιρός για την αντεπίθεση. ~ ο χρόνος να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις. [< αρχ. ἐπέστη, αόρ. β’, γ’ πρόσ. εν. του ρ. ἐφίσταμαι ‘επίκειμαι, πλησιάζω’]
  • έχω [ἔχω] έ-χω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {παρατ. είχα, έχ-οντας} 1. κατέχω, διαθέτω ή κρατώ πάνω μου: ~ αυτοκίνητο/κατοικίδιο/λεφτά/μαγαζί/μετοχές/περιουσία/σπίτι (= είμαι ιδιοκτήτης).|| (προφ.) Τα ’χει (= είναι πλούσιος).|| ~ δίπλωμα/πτυχίο. ~ μεγάλη θέση στην εταιρεία. Δεν ~ δουλειά (= είμαι άνεργος). Δεν είχα ευκαιρίες στη ζωή μου. ~ δικαιοδοσία/πρόσβαση σε κάτι/το ελεύθερο για κάτι. Δεν ~ άποψη επί του θέματος. ~εις λίγο χρόνο; Δεν ~ χρόνο για χάσιμο. ~εις άδικο/δίκιο. Δεν ~ει τα λογικά του (: τα έχει χάσει). Η θεραπεία δεν ~ει αποτέλεσμα/πιθανότητες επιτυχίας. Το επάγγελμα αυτό δεν ~ει ενδιαφέρον/μέλλον/προοπτικές. Δεν ~ουμε επαρκή στοιχεία/πληροφορίες. Θα ~ουμε τον κόσμο στο πλευρό μας.|| ~εις χρήματα/ψιλά πάνω σου (πβ. βαστώ); ~εις μαζί σου ομπρέλα/τις σημειώσεις/καμιά φωτογραφία του/χαρτομάντιλα; ~εις φωτιά (= αναπτήρα); ~ετε ώρα (= τι ώρα είναι); Λυπάμαι, δεν ~ ώρα (= ρολόι). Πρόσεχε! ~ει όπλο. Δεν είχες (= φορούσες) παλτό; ~ει τατουάζ στο χέρι. Ποιος ~ει τσίχλα (να μου δώσει); ΑΝΤ. στερούμαι 2. (για χαρακτηριστικό ή ιδιότητα) διαθέτω: Ο άνθρωπος ~ει δύο αυτιά. Τα μαλάκια δεν ~ουν κέλυφος. Τι ηλικία/μάτια (ενν. χρώμα)/ύψος ~ει; ~ει μακριά δάχτυλα/μουστάκι/ωραία μύτη. Δεν ~ει μαλλιά (= είναι φαλακρός)/μάτια (= είναι τυφλός). Τα ~ει όλα, δεν της λείπει τίποτε (για υλικά ή ψυχικά αγαθά, ευτυχία). ~ει άνεση/γούστο (= καλαισθησία)/εξυπνάδα/καλοσύνη/θράσος/ομορφιά/πείσμα/πλάκα/ταλέντο. Δεν ~ το θάρρος να τον αντιμετωπίσω. Δεν ~ει φωνή (ενν. καλή, μελωδική). ~ει γλώσσα (= είναι αυθάδης). ~ει παρελθόν (= έχει ζήσει πολλά). Κάθε άνθρωπος ~ει τις ιδιοτροπίες/τις παραξενιές του. Το ~ει αυτό, να μην σε αφήνει να μιλάς. Τι χρώμα ~ει το πουκάμισο; Ο κύβος ~ει τρεις διαστάσεις. Η ταινία ~ει δράση. Το σπίτι ~ει κεντρική θέρμανση. Η πόλη δεν ~ει τουριστική υποδομή. Τα δέντρα δεν ~ουν πια φύλλα (= έχουν πέσει). Βλ. παρα~.|| (για έθιμα) Έτσι το ~ουμε (= συνηθίζουμε) στα μέρη μας. 3. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ απαίτηση (= απαιτώ)/το δικαίωμα (= δικαιούμαι)/σκοπό (= σκοπεύω)/τη συνήθεια (= συνηθίζω)/την υποχρέωση ή το χρέος (= υποχρεούμαι)/φιλοδοξία (= φιλοδοξώ) (+ να). ~ αγωνία (= αγωνιώ)/ανησυχία (= ανησυχώ)/αμφιβολίες (= αμφιβάλλω)/απορία ή απορίες (= απορώ)/ελπίδα ή ελπίδες (= ελπίζω)/ενδιαφέρον (= ενδιαφέρομαι)/ευθύνη (= ευθύνομαι) για κάτι. ~ εμπιστοσύνη σε ... (= εμπιστεύομαι). ~ γιορτή (= γιορτάζω)/πένθος (= πενθώ). ~ αγώνα αύριο (= αγωνίζομαι). ~ επιρροή πάνω του (= επηρεάζω). Τι σχέδια ~εις (= σχεδιάζεις); ~ει τη φήμη του δύσκολου (= φημίζεται για). Τα λεφτά ~ουν αξία (= αξίζουν). Οι δυο υποθέσεις δεν ~ουν σχέση μεταξύ τους (= δεν σχετίζονται). Κάθε πράγμα ~ει αρχή (= αρχίζει) και τέλος (= τελειώνει). ~ουμε διαφορές (= διαφέρουμε ή διαφωνούμε). Στο μέλλον θα ~ουμε αλλαγές/ανακατατάξεις (= θα αλλάξουν τα πράγματα). ~ουμε συζητήσεις (= συζητάμε). Αύριο ~ουμε απεργία (= απεργούμε). 4. κρατώ, φυλάω κάτι σε κάποιον χώρο ή σε συγκεκριμένη θέση, διατηρώ σε ορισμένη κατάσταση: ~ γάλα στο ψυγείο/τα λεφτά στην τράπεζα. Πού τα ~εις (ενν. κρύψει) τα κλοπιμαία;|| ~ τα παιδιά στους παππούδες (= αναθέτω τη φύλαξη).|| Τον ~ουν στην Ασφάλεια/μέσα (ενν. στη φυλακή)/υπό κράτηση/υπό περιορισμό. ~ει τον γιο της στην εντατική (= νοησηλεύεται).|| Μην ~εις τα μάτια κλειστά! Είχε το κεφάλι σκυφτό.|| (μτφ.) Τα ~ όλα υπό έλεγχο. Να το ~εις υπόψη σου. ~ει έτοιμη τη δικαιολογία. 5. σχετίζομαι με πρόσωπο με συγκεκριμένο τρόπο: ~ αδέρφια/οικογένεια/παιδιά/πολλούς γνωστούς/συγγενείς/σύζυγο/φίλους. Δεν ~ σχέση/φίλο (= ερωτικό δεσμό, σύντροφο). Τον είχα δάσκαλο/μαθητή/υπάλληλο. Δεν ~ γονείς (= είμαι ορφανός)/κανέναν στη ζωή (= είμαι μόνος). Μόνο εσένα ~. -Την Ελένη τι την ~εις; -Ξαδέρφη. Είχα πάντα κοντά μου τους δικούς μου (: με στήριζαν, βοηθούσαν). ~ έναν καλό γιατρό (= γνωρίζω) να σου συστήσω. 6. {τριτοπρόσ.} περιέχει· (συνήθ. απρόσ.) υπάρχει: Τι ~ει το ντουλάπι; Η θάλασσα ~ει τσούχτρες. Το βουνό δεν ~ει δέντρα (= είναι γυμνό). Η αίθουσα είχε πολύ κόσμο. Το γράμμα δεν ~ει διεύθυνση/υπογραφή (πβ. φέρω).|| Δεν ~ει ψωμί στο σπίτι. ~ει θέση για μένα; Εδώ είχε κάποτε ένα ποταμάκι. Τι (φαγητό) ~ει/~ουμε σήμερα; Δεν ~ει/ουμε νερό ούτε ρεύμα (σε περίπτωση διακοπής). Αύριο δεν ~ει μετρό και τρένο λόγω της απεργίας. Δεν τελείωσα, ~ει και συνέχεια! 7. {τριτοπρόσ.} αποτελούμαι από, περιλαμβάνω: Πόσα δωμάτια ~ει το διαμέρισμα; Η μέρα ~ει εικοσιτέσσερις ώρες. Πόσα μέλη ~ει ο σύλλογος; 8. παρέχω, προσφέρω: ~ει λύση για κάθε πρόβλημα. Η εταιρεία ~ει δύο δρομολόγια την εβδομάδα. Μας είχε πλούσιο τραπέζι. Τι ~ουν οι κινηματογράφοι σήμερα (ΣΥΝ. παίζουν, προβάλλουν); Σε λίγο ~ει ειδήσεις. Η τηλεόραση δεν ~ει τίποτα (: δεν δείχνει κάτι αξιόλογο) σήμερα. 9. παίρνω λαμβάνω ή δέχομαι: ~ γράμμα. ~εις τον λόγο μου. Δεν ~ νέα της. Πότε μπορώ να ~ απάντηση; Είχα μία αναπάντητη κλήση (στο κινητό)/μια πρόσκληση για χορό. Είχες δύο τηλεφωνήματα. (για να ζητήσουμε κάτι ευγενικά:) Μπορώ να ~ το αλάτι, παρακαλώ;|| ~ επισκέψεις/καλεσμένους/κόσμο/ξένους (στο σπίτι). 10. (+ για/σαν/ως) θεωρώ, χρησιμοποιώ: ~ κάποιον για παράδειγμα/πρότυπο. Το ~ για γρουσουζιά να ... Δεν τον ~ ικανό να έκανε τέτοιο πράγμα. Δεν με ~ει άξιο για τίποτα. Εύκολο το ~εις να κάνω διαίτα; ~ει σίγουρη την επανεκλογή του. Το ~ει καμάρι που ... Την είχα για φίλη. Τον ~ει σαν θεό. Το είχε σαν παιδί της. Πβ. νομίζω, πιστεύω.|| Τον ~ για τις δύσκολες δουλειές. ~εις κάτι για πανωφόρι; Πβ. μεταχειρίζομαι. 11. νιώθω, αισθάνομαι: ~ διάθεση/κέφια/πικρία/πόνο στην καρδιά/φιλικά αισθήματα για κάποιον. Του 'χω μεγάλη αγάπη (= τον αγαπώ πολύ)/αδυναμία. 12. πάσχω, υποφέρω: ~ει την καρδιά του (= είναι καρδιοπαθής)/μυωπία. -Τι ~εις; -~ βήχα/γρίπη/πονοκέφαλο/πυρετό/το στομάχι μου (= με πονάει)/συνάχι/φαγούρα.|| (για βλάβη, δυσλειτουργία) Κάτι ~ει το μηχάνημα και βουίζει. 13. βρίσκομαι σε μία κατάσταση και (ειδικότ. για καιρικές συνθήκες, χρονική στιγμή) επικρατεί, συμβαίνει κάτι: ~ διακοπές. ~ει δυσκολίες (συνήθ. οικονομικές)/πρόβλημα. Αύριο δεν ~ουμε σχολείο. ~ουμε Αρχαία (: ως σχολικό μάθημα). Ελπίζω να μην ~ουμε καμιά δυσάρεστη έκπληξη. Πριν ένα μήνα είχε νέο καρδιακό επεισόδιο (ΣΥΝ. παθαίνω, υφίσταμαι). Τα πράγματα ~ουν ως εξής: ...|| Φέτος θα ~ουμε καύσωνα/δύσκολο χειμώνα. Τι (μέρα) ~ουμε σήμερα; Πόσες του μηνός ~ουμε;/Πόσες ~ει ο μήνας;|| {απρόσ.} ~ει αέρα (πβ. φυσά)/ήλιο/ζέστη/κρύο/κύμα (ενν. η θάλασσα)/λιακάδα/παγωνιά (πβ. κάνει)/συννεφιά. Έξω ~ει σαράντα βαθμούς. Απόψε ~ει φεγγάρι. ~ει πολλή κάπνα εδώ μέσα. Την Κυριακή ~ει παζάρι στο κέντρο. 14. πουλώ προϊόν σε συγκεκριμένη τιμή και (στο γ' πρόσ., για προϊόν) κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο τις ~εις τις ντομάτες; Τις ~ουν πιο φτηνές στο σούπερ-μάρκετ. ~ετε παγωτό φράουλα;|| Αυτό το φόρεμα ~ει (= κάνει, αξίζει) ... ευρώ. 15. (+ ουσ. παράγωγο ρήματος ή πρόταση) πρέπει, θέλω, μπορώ, ξέρω, υπάρχει, πρόκειται: (+ ουσ.) ~ δουλειά/μάθημα/σιδέρωμα (: οφείλω, σκοπεύω να κάνω κάτι).|| (+ να) ~ να πάρω το παιδί από το σχολείο. Δεν ~εις (= δεν χρειάζεται) να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν.|| ~ κάτι να σας πω. ~εις κάτι να απαντήσεις/προσθέσεις/ρωτήσεις; ~εις (= θες) κάτι άλλο (ενν. να αναφέρεις, να πεις);|| Δεν ~εις κάτι καλύτερο να κάνεις;|| (+ πλάγια ερώτηση) Δεν ~ πού να πάω/τι να κάνω/τι να πω. Πβ. γνωρίζω.|| (+ να) Δεν ~ να κρύψω/πω τίποτε! Δεν ~ τίποτα να κερδίσω/φοβηθώ/χάσω! Δεν ~ κανέναν να μιλήσω. Δεν ~ουμε κάτι να χωρίσουμε.|| {απρόσ.}(+ να) ~ει να (= θα) γίνει το έλα να δεις/χαμός!|| (απειλητ.) Δεν ~εις (= δεν επιτρέπεται) να πας πουθενά! 16. κάνω ή δεν έχω κάνει κάτι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (+ να/που + χρον. προσδιορισμό): ~ να κοιμηθώ/να φάω τρεις μέρες. ~ να τη δω μήνες. ~ καιρό/κάτι χρόνια να παίξω μπάλα. ~εις πέντε λεπτά να αποφασίσεις. ~ τρία χρόνια που κάνω σκι. ~ει ώρα που έφυγε/δεν φάνηκε. 17. ως βοηθητικό ρ. για τον σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων: Το βιβλίο δεν ~ει ολοκληρωθεί ακόμη. Θα μπορούσαν να ~ουν συμβεί χειρότερα. Όταν έφτασα, είχε φύγει. Θα ~εις τελειώσει, ώσπου να έρθω; 18. με απρόσ. εκφράσεις (+ ότι/να): Αξία/σημασία ~ει ότι αγαπιέστε. Δεν ~ει νόημα να μπούμε σε λεπτομέρειες. ● ΦΡ.: (δεν) έχει να κάνει που (προφ.): (δεν) παίζει ρόλο: Δεν ~ ~ δεν έχεις λεφτά, κερνάω εγώ., από δω τον είχα, από κει τον είχα (προφ.): για επίμονη προσπάθεια να πείσει κανείς κάποιον: ~ ~, τον κατάφερα τελικά/του το πούλησα., αυτά έχει/έχουν ...: έτσι είναι (η κατάσταση): ~ ~ει η δημοσιότητα/η ζωή. ~ ~ουν τα γεράματα. Πβ. έτσι/αυτός είναι ο κόσμος!, δεν έχει (προφ.): για δυνατότητα που αποκλείει, απαγορεύει κάποιος, δεν υπάρχει: ~ ~ άλλο, αρκετά. (σε παιδιά) Απόψε ~ ~ τηλεόραση, αν δεν κοιμηθείτε το μεσημέρι! ~ ~ γιατί! Γιατί έτσι λέω εγώ! ~ ~ "δεν μπορώ", μπορείς και παραμπορείς! Α, όλα κι όλα, ~ ~ (= δεν επιτρέπονται) τέτοια!, δεν έχω παρά να: για να δηλωθεί ότι κάτι είναι πολύ απλό, χρειάζεται μόνο να: Για να μπεις μέσα, δεν ~εις ~ στρίψεις το κλειδί., δεν το έχω σε πολύ/σε τίποτα: για ενέργεια που γίνεται χωρίς δισταγμό ή δυσκολία: Δεν το έχει ~ να μας εκθέσει μπροστά στον κόσμο. ΣΥΝ. δεν (μου) κοστίζει τίποτα να, είχα δεν είχα (προφ.) 1. για αναμενόμενη συμπεριφορά κάποιου: Είχε δεν είχε, τα κατάφερε πάλι! 2. μόλις και μετά βίας, ούτε καν: Όταν έφυγε από το πατρικό του, είχε δεν είχε κλείσει τα δεκατρία., έχει γούστο/πλάκα (να ...) (προφ.) 1. για κάτι ευχάριστο, διασκεδαστικό: ~ ~ να παίζεις στη θάλασσα! 2. για κάποιο δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο ενδεχόμενο: ~ ~ να άκουσε όσα είπαμε/να με δουλεύει! -Λες να χάσουμε το πλοίο; -~ ~! Πβ. για φαντάσου., έχουμε και λέμε (προφ.): για να συνοψίσουμε, να λογαριάσουμε ή γενικότ. να αναφερθούμε σε ένα σύνολο στοιχείων: Λοιπόν, ~ ~, μαγιό, πετσέτα, ομπρέλα και είμαστε έτοιμοι για παραλία., έχω δεν έχω (προφ.): για κάτι που πρέπει να γίνει, ανεξάρτητα από την οικονομική δυνατότητα κάποιου: ~εις ~εις, πρέπει να τον βοηθήσεις., έχω κάτι/τα έχω με κάποιον (προφ.): είμαι δυσαρεστημένος, ενοχλημένος, θυμωμένος, προβληματισμένος: ~εις κάτι εναντίον μου/με μένα; Κάτι ~εις και δεν μου λες. Δεν ~ τίποτα (: κανένα πρόβλημα, είμαι καλά). Τα ~ει μαζί μου γιατί ...|| Τι ~εις (= σου συμβαίνει);, έχω να κάνω (με) (προφ.): έχω σχέση, σχετίζομαι με: Η δουλειά μου έχει να κάνει με παιδιά/με τη φιλολογία. Δεν ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις. Το θέμα δεν έχει τίποτα να κάνει με σένα (= είναι άσχετο, δεν σε αφορά)., έχω να το λέω (εμφατ.): για να τονιστεί η σημασία των λεγομένων: ~ ~, έμαθα πολλά πράγματα δίπλα του., έχω παρτίδες/πάρε-δώσε/νταραβέρια (κυρ. αρνητ. συνυποδ.): συναλλάσσομαι, σχετίζομαι με κάποιον: ~ει ~ με τη μαφία/τον υπόκοσμο. Δεν θέλει να ~ει ~ ~ μαζί τους. Με ποιον ~ει νταραβέρια είναι δικό της θέμα., έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου & είμαι στις μαύρες/στις κακές μου (προφ.): βρίσκομαι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση: Μην του μιλάς σήμερα, έχει ~ του. Βλ. στις καλές μου., όλα τα είχαμε, (αυτό μας έλειπε) (ειρων.): για δυσκολία που προστίθεται σε ήδη υπάρχουσες., τα έχω με κάποιον & τα έχουμε (προφ.): είμαστε ζευγάρι., την έχω καλά/άσχημα (προφ.): βρίσκομαι σε ευχάριστη/δυσάρεστη, δύσκολη θέση, σε κίνδυνο: Εγώ την ~ καλά, εσείς να δω πώς θα τη γλιτώσετε! Αν τον πιάσουνε, την ~ει (πολύ) άσχημα!, τι είχαμε, τι χάσαμε (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν μεταβάλλεται μία κατάσταση, ανεξάρτητα από αυτόν ή αυτό που αποχωρεί, παύει να υφίσταται, να λειτουργεί. Πβ. ούτε γάτα ούτε ζημιά., τι έχει και τι δεν έχει (εμφατ.): για να δηλωθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος: Δεν μπορώ να ξέρω/δεν με ενδιαφέρει ~ ~ ο καθένας τους., το έχω σε καλό/σε κακό να ...: θεωρώ κάτι καλοτυχία/κακοτυχία., το 'χω (νεαν. αργκό): το έχω κατανοήσει, το κατέχω., τον έχω (νεαν. αργκό): τον νικώ, υπερέχω: ~ ~ χαλαρά., ως έχει (λόγ.) & όπως έχει: ακριβώς όπως είναι: Θα ήθελα να μου περιγράψεις την κατάσταση ~ ~. Η διάταξη διατηρείται/παραμένει ~ ~. Να μου πεις την αλήθεια ~ ~., (δεν) έχω την ανάγκη (κάποιου)/(δεν) έχω ανάγκη από (κάτι)/(δεν) τον έχω ανάγκη βλ. ανάγκη, (έχω) ελαφρύ χέρι βλ. χέρι, (και/κι) ο μήνας έχει εννιά βλ. εννέα, (κι/για) αύριο έχει ο Θεός βλ. αύριο, (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου βλ. μάτι, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι βλ. μάτι, δεν έχει αρχή και τέλος βλ. αρχή, δεν έχει μαντίλι να κλάψει βλ. μαντίλι, δεν έχει όμοιο/όμοια βλ. όμοιος, δεν έχει όρια/όριο βλ. όριο, δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο βλ. ιερός, δεν έχει στον ήλιο μοίρα βλ. ήλιος, δεν έχει το Θεό του βλ. θεός, δεν έχει τσίπα (επάνω/πάνω του) βλ. τσίπα, δεν έχει τύχη βλ. τύχη, δεν έχει ψωμί να φάει βλ. ψωμί, δεν έχω θέση κάπου βλ. θέση, δεν έχω ιδέα βλ. ιδέα, δεν έχω μάτια (γι' άλλον) βλ. μάτι, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν έχω μία βλ. ένας, μία/μια, ένα, δεν έχω ξυπνημό βλ. ξυπνημός, δεν έχω τα μέσα βλ. μέσο, δεν έχω τίποτα εναντίον (του) βλ. τίποτα, δεν έχω τίποτα να χάσω βλ. τίποτα, δεν έχω φράγκο βλ. φράγκο, δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια βλ. λόγια, δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, δεν ξέρει τι έχει βλ. ξέρω, είμαι/έχω λάσκα βλ. λάσκος, είμαι/έχω υπηρεσία βλ. υπηρεσία, είναι/το έχω στο αίμα μου βλ. αίμα, είναι/τον έχω του χεριού μου βλ. χέρι, εύκολο το' χεις; βλ. εύκολος, έχε χάρη ... βλ. χάρη, έχει (γερές) πλάτες βλ. πλάτη, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι βλ. δόντι, έχει (μεγάλη) πέραση βλ. πέραση, έχει άκρες βλ. άκρη, έχει διπλό ρόλο βλ. διπλός, έχει ζουμί βλ. ζουμί, έχει καλώς βλ. καλώς, έχει κώλο βλ. κώλος, έχει μεγάλο στόμα βλ. στόμα, έχει μπάρμπα στην Κορώνη βλ. μπάρμπας, έχει να κάνει βλ. κάνω, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει βλ. λέω, έχει ο Θεός βλ. θεός, έχει ο καιρός γυρίσματα βλ. καιρός, έχει ρεύμα βλ. ρεύμα, έχει τα ρούχα της βλ. ρούχο, έχει το γενικό πρόσταγμα βλ. πρόσταγμα, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του βλ. διάβολος, έχει τον αμάζευτο βλ. αμάζευτος, έχει τον τρόπο του βλ. τρόπος, έχει χάζι βλ. χάζι, έχει ψωμί/φαΐ βλ. ψωμί, έχει/υπάρχουν κ(α)ι αλλού πορτοκαλιές (που κάνουν πορτοκάλια) βλ. πορτοκαλιά, έχεις πρόβλημα; βλ. πρόβλημα, έχετε/θα είχατε την καλοσύνη να ... ;/αν έχετε την καλοσύνη, ... βλ. καλοσύνη, έχουμε μέλλον βλ. μέλλον, έχω (καλό) χέρι βλ. χέρι, έχω (κάποιον) από δίπλα/από κοντά βλ. δίπλα, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου βλ. καρδιά, έχω (κάποιον/κάτι) περί πολλού βλ. περί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα δική μου βλ. μέρα, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου βλ. μέρα, έχω άδεια βλ. άδεια, έχω άστρο/αστέρι βλ. άστρο, έχω κάποιον άχτι βλ. άχτι, έχω κάποιον δεμένο βλ. δένω, έχω κάποιον στα όπα όπα βλ. όπα, έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου βλ. τσέπη, έχω κάποιον στο χέρι (μου) βλ. χέρι, έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου βλ. μυαλό, έχω κάτι άχτι βλ. άχτι, έχω λαμβάνειν βλ. λαμβάνειν, έχω λόγο βλ. λόγος, έχω μόνο δύο/δυο χέρια! βλ. χέρι, έχω μπέσα βλ. μπέσα, έχω μπλεξίματα/μπελάδες/φασαρίες/τραβήγματα/ντράβαλα βλ. μπλέξιμο, έχω να (το) λέω βλ. λέω, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου βλ. κεφάλι, έχω προ οφθαλμών (κάτι) βλ. οφθαλμός, έχω προηγούμενα (μαζί) με κάποιον βλ. προηγούμενο, έχω ρέντα βλ. ρέντα, έχω σε υπόληψη βλ. υπόληψη, έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι) βλ. νους, έχω σώας τας φρένας βλ. σώος, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα βλ. μάτι, έχω την αξίωση να βλ. αξίωση, έχω την τιμητική μου βλ. τιμητικός, έχω την τύχη με το μέρος μου βλ. τύχη, έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι βλ. νους, έχω υπόψη βλ. υπόψη, έχω/κάνω κενό βλ. κενό, έχω/κρατάω (κάποιον) σούζα βλ. σούζα, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, έχω/με πιάνουν τα διαόλια μου βλ. διαόλια, έχω/περνάω (μεγάλο) ζόρι/(μεγάλα) ζόρια βλ. ζόρι, η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) βλ. τιμή, και οι ... έχουν ψυχή βλ. ψυχή, κάνω κουμάντο/έχω το κουμάντο βλ. κουμάντο, κάνω σε κάποιον το τραπέζι/έχω τραπέζι βλ. τραπέζι, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, λαμβάνω/έχω την τιμή να ... βλ. τιμή, λίγο το 'χεις; βλ. λίγος, μένει ως έχει βλ. μένω, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι, όλα τα 'χε/'χει η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε/λείπει βλ. φερετζές, ούτως εχόντων των πραγμάτων βλ. ούτω(ς), πόθεν έσχες βλ. πόθεν, ποιος/τι έχει σειρά; βλ. σειρά, πού έχεις/είναι/τρέχει το μυαλό σου; βλ. μυαλό, στο ενεργητικό του/της βλ. ενεργητικό, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει βλ. στόμα, τα βάζω/τα έχω με τον εαυτό μου βλ. εαυτός, τα έχει τα χρονάκια του! βλ. χρόνος, τα έχω καλά με κάποιον βλ. καλά, τα 'χω τετρακόσια βλ. τετρακόσιοι, τα 'χω χαμένα βλ. χαμένος, τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! βλ. Γιάννης, τι ψυχή έχει (κάτι); βλ. ψυχή, το έχει/το 'χει η μοίρα μου βλ. μοίρα, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα, το έχω/βάζω μαράζι βλ. μαράζι, το 'χω μέσα μου βλ. μέσα, το 'χω παράπονο βλ. παράπονο, φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά/όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά βλ. ρούχο ● βλ. έχων [< αρχ. ἔχω]
  • καθώς κα-θώς σύνδ. 1. (αναφ.) όπως: Το μπάνιο είναι αριστερά, ~ μπαίνεις.|| ~ ακούω/λένε, σύντομα θα έχουμε αλλαγές. ~ (θα) κατάλαβες, τα πράγματα δεν πάνε καλά. ~ είδαμε παραπάνω, ...|| Παρέμεινε ψύχραιμος, ~ ταιριάζει σε ηγέτη. Όλα θα γίνουν ~ πρέπει (= όπως αρμόζει/επιβάλλεται).|| (παρενθετικά:) Έβγαλε λόγο, ~ συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις.|| (για την εισαγωγή του α΄όρου παραβολής, παρομοίωσης:) ~ πήγα, έτσι γύρισα. 2. (χρον.) ενώ: (για παράλληλες πράξεις σε εξέλιξη:) Οι φόβοι του μεγάλωναν, ~ νύχτωνε. ~ θα διαβάζεις, εγώ θα μαγειρεύω. Πβ. ενόσω, όσο.|| (για ταυτόχρονες στιγμιαίες πράξεις:) Τους μίλησα, ~ τους είδα. Πβ. μόλις.|| (για πράξη που συνέβη την ώρα που εξελισσόταν μια άλλη:) ~ ερχόμουν, έγινε ατύχημα. Πβ. τη στιγμή που. 3. (αιτιολογικός) γιατί, επειδή, εφόσον: ~ δεν τον είδα πουθενά, νόμισα πως είχε φύγει. Νέος ~ ήταν, είχε όρεξη για δουλειά. Η απόφαση είναι πολύ σημαντική, ~ (έτσι) λύνεται το πρόβλημα. Πβ. αφού. ● ΦΡ.: καθώς (επίσης) και: (για προσθήκη όρου ισοδύναμου με τους προηγούμενους) όπως και: Συνεργάζονται με τοπικούς φορείς, ~ ~ με διεθνείς οργανισμούς. [< 1: αρχ. καθώς 2: μτγν. ~ 3: μεσν. ~]
  • μετά που με-τά που (χρον. σύνδ.) δηλώνει 1. (το σύγχρονο) την ώρα που, ενώ: Μιλήσαμε και ~ ~ έφευγε την είδα δακρυσμένη. 2. (σπάν.) (το προτερόχρονο) αφού, αφότου: Μου τηλεφώνησε λίγες μέρες ~ έστειλα το γράμμα.
  • μόλις μό-λις επίρρ. 1. πριν από λίγο, πριν από ελάχιστο χρόνο: ~ βγήκα/γύρισα/επέστρεψα/έφευγα/ξεκίνησα/τηλεφώνησα. ~ έφυγε το πλοίο/πέρασε το λεωφορείο. ~ σε σκεφτόμουν! ~ προ ολίγου/τώρα ξύπνησα. 2. πολύ δύσκολα, με κόπο ή ελάχιστα: ~ ακούγομαι/ανάσαινε/αντέχω/προλαβαίνω/συγκρατιέμαι (να μην ...). ~ που τα βγάζω πέρα. ΣΥΝ. ίσα ίσα (1) 3. (εμφατ.) για κάποιον ή κάτι πρόσφατο ή λιγότερο, μικρότερο από το συνηθισμένο, από το μέτρο: Πέθανε ~ σαράντα ετών. Μένω ~ πέντε βήματα πιο πέρα. Βρίσκεται σε απόσταση δέκα ~ λεπτών. Μου χάλασε μια συσκευή ~ λίγων μηνών. 4. (σύνδ., εισάγει δευτερεύουσα χρον. πρόταση) για κάτι που συμβαίνει ταυτόχρονα ή αμέσως μετά από αυτό που δηλώνει η πρόταση εξάρτησης: ~ σχολάσεις, έλα αμέσως σπίτι. Πες μου ~ αρχίσει η ταινία. ~ έμαθε τα ευχάριστα νέα, με αγκάλιασε. Η βροχή σταμάτησε ακριβώς ~ μπήκα στο αυτοκίνητο. Πβ. αφού, όταν. ● ΦΡ.: (μόλις και) μετά βίας βλ. βία, τώρα δα/μόλις βλ. τώρα [< αρχ. μόλις]
  • μπροστά μπρο-στά επίρρ. 1. στην πλευρά ή την κατεύθυνση της ευθείας των ματιών, μετωπικά, σε άμεση επαφή: Πήγαινε ~. Κοίτα ~ σου. Φέρτε το πόδι ελαφρώς/λίγο ~. Να 'τος πάλι ~ μου. (εμφατ.) Καθίσαμε ~ ~ (= στις πρώτες θέσεις). Φόρεμα ανοιχτό ~. Το παντελόνι κουμπώνει ~. Τοποθετήστε το εδώ ~. ~ (σας) βλέπετε την Ακρόπολη. Ακριβώς ~ μας απλώνεται ο κάμπος. Έχω ~ μου τον χάρτη. Έβαλε ~ του ένα πιάτο φαΐ. Υποκλίθηκε ~ μου. Τον βλέπω συνέχεια ~ μου (= τον συναντώ). Άρπαξα ό,τι βρήκα ~ μου. Πέρασα ~ από το σπίτι τους. Η φωτογραφία τραβήχτηκε ~ από το καφενείο. Σπίτι ~ στη θάλασσα. Ένωσε τα χέρια ~ στο στήθος. Πάρκαρε ~ σε είσοδο πάρκινγκ. Όλη μέρα κάθεται ~ στην οθόνη του υπολογιστή. Στέκομαι ~ στον καθρέφτη/στη σκηνή. Έκθλιψη ~ (= πριν) από φωνήεν.|| Θα βγω/μιλήσω ~ σε κοινό/κόσμο (πβ. ενώπιον). Έμεινε ασυγκίνητη ~ στο φριχτό θέαμα. Ξέσπασε ~ στην κάμερα/στον φακό. Μην το πεις ~ του! Εσύ ήσουν ~ (= παρών, αυτόπτης μάρτυρας), εμένα ρωτάς; ΣΥΝ. εμπρός (1) ΑΝΤ. πίσω (1) 2. (συνήθ. χρον.) για κάποιον ή κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Ήταν εδώ πιο ~ (: πριν από εσάς). Είναι πολύ ~, δεν τους προλαβαίνετε. Είμαστε ~ δύο ώρες σε σχέση με την Αγγλία. Το ρολόι σου πηγαίνει ~. Γύρνα την κασέτα/ταινία ~ (= προς την αρχή της). Θέλω τα χρήματα ~ (= προκαταβολικά).|| Έχουμε ~ μας δύσκολες μέρες. Έχεις όλη τη ζωή ~ σου. 3. απέναντι σε κάτι ή σχετικά με αυτό, αντιμετωπίζοντας ένα θέμα παροντικό ή μελλοντικό: ~ στο αδιέξοδο/στο δίλημμα/στις ευθύνες μας/στην κάλπη/σε κρίσιμες αποφάσεις/στη μεγάλη πρόκληση. Φόβος ~ στο άγνωστο. Θαρραλέος ~ στον κίνδυνο. Κλείνουν τα μάτια ~ στη διαφθορά/στη δυστυχία/στα κοινωνικά προβλήματα. Βρισκόμαστε ~ σε μια νέα ανακάλυψη/εποχή. 4. συγκριτικά με: Η εργασία τους ωχριά ~ στη δική μας. Τι είναι η επίγεια ζωή ~ στην αιωνιότητα; ~ σου δεν αξίζει τίποτε/δεν πιάνει δεκάρα. ● Ουσ.: μπρος/μπροστά (τα): Γέρνει/σπρώχνει προς τα ~. ● ΦΡ.: βάζω μπροστά/μπρος 1. θέτω σε λειτουργία, ξεκινώ: Έβαλε ~ το αυτοκίνητο/τη μηχανή.|| ~ ~ ένα πρόγραμμα/σχέδιο. Έβαλαν ~ για παιδί/το διαζύγιο. 2. καταλογίζω σε κάποιον κάτι: Βάζει συνέχεια εμένα ~ για τα δικά του σφάλματα. Πβ. αποπαίρνω, μαλώνω., βγαίνω (από) μπροστά 1. προπορεύομαι, προηγούμαι ή προωθούμαι: Μου βγήκε ~, χωρίς να τον δω.|| Βγήκε ~ από τα δύο σέντερ μπακ και έβαλε γκολ. Πβ. μου τη βγαίνει με κόκκινο. 2. παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον: Ξαφνικά μας βγήκε ~ νέος αντίπαλος. Αντιμετωπίζει όποιο πρόβλημα του βγει ~., βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά: για αισιόδοξη στάση ζωής, ξεπερνώ ένα πρόβλημα με πίστη για μελλοντική βελτίωση, πρόοδο: Προχώρα ~ και μην κοιτάς πίσω., ένα βήμα μπροστά/βήματα μπροστά: για πορεία προόδου: ~ ~ για την ανθρωπότητα/στη μάχη κατά των ναρκωτικών. Είναι (αρκετά/πολλά) βήματα μπροστά. Βρισκόμαστε ~ ~ από τους αντιπάλους (= προηγούμαστε)., με το βλέμμα μπροστά: για προοδευτική δράση ή μελλοντική προοπτική: Προχωράμε ~ ~. ~ ~ αφήνουμε πίσω το παρελθόν., μπαίνω μπροστά (προφ.) 1. πρωτοστατώ: Η νεολαία μπήκε ~ στη μάχη για τα ανθρώπινα δικαιώματα. 2. προηγούμαι: Η ομάδα μπήκε ~ στο σκορ., πάντα μπροστά! (ευχετ.): για ανεμπόδιστη πρόοδο., πάω/πηγαίνω μπροστά: προοδεύω: Χωρίς προσπάθεια δεν πάμε ~. Εσύ, παιδί μου, θα πας ~!, (είναι) χρόνια μπροστά βλ. χρόνος, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, βρίσκω κάποιον απέναντί μου/μπροστά μου βλ. βρίσκω, βρίσκω κάτι μπροστά μου βλ. βρίσκω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω βλ. βήμα, έχω (ακόμα) δρόμο μπροστά μου βλ. δρόμος, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου βλ. μέρα, κάτω από τη/μπροστά στη μύτη μου βλ. μύτη, μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου βλ. μάτι, παίρνει μπρος/μπροστά βλ. εμπρός, περνώ/φεύγω μπροστά βλ. περνώ, τραβάω μπροστά βλ. τραβώ [< μεσν. μπροστά]
  • όταν [ὅταν] ό-ταν σύνδ. χρον. (εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις) 1. (χρονικές) δηλώνει χρόνο: Τι θα γίνεις, ~ μεγαλώσεις; (ειδικότ., το σύγχρονο) Τι εννοείς, ~ λες "..."; ~ τρώμε, δεν μιλάμε (: ενώ, όση ώρα, την ώρα που). (σε αφήγηση) Ήμουν έτοιμη να φύγω, ~ χτύπησε το τηλέφωνο (: τη στιγμή που, πβ. αλλά, όμως). Ήταν παιδί ακόμα, ~ έχασε τους γονείς του (: την εποχή που, τότε που). (προφ.) Ασχολήθηκαν με την πολιτική, από ~ ήταν φοιτητές.|| (το προτερόχρονο) ~ πάρει πτυχίο, θ' αρχίσει να ψάχνει για δουλειά (: αφού, μόλις). ~ μείνεις έγκυος, θα πρέπει να φροντίζεις περισσότερο τη διατροφή σου.|| (χρονική επανάληψη στο παρελθόν ή στο παρόν-μέλλον) ~ είχα εξετάσεις, δεν κοιμόμουν καλά απ' το άγχος (: κάθε φορά που, οσάκις). Θα είμαι δίπλα σου, ~ με χρειαστείς (: όποτε). 2. (χρονικοϋποθετικές) εκφράζει υπόθεση: ~ (τυχόν) τον δεις, τι θα του πεις (: αν, άμα, σε περίπτωση που);|| ~ το φαγητό γίνεται πρόβλημα ... 3. εκτός από τη χρονική σημασία, φανερώνει ταυτόχρονα και έντονη αντίθεση: Πώς θέλεις να περάσεις, ~ (: από τη στιγμή που, παρόλο που) δεν διαβάζεις καθόλου; 4. (αναφορικές-χρονικές ελλειπτικές) σε παρομοίωση, σύγκριση: Όλα ήταν όπως ~ (: έτσι όπως ήταν όταν ...) ήμασταν παιδιά. ● ΦΡ.: όταν και/κι αν: στην περίπτωση που, εφόσον: ~ ~ μπορείς, πέρνα από 'δω., άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι βλ. κόρακας, όταν γεράσει ο διά(β)ολος, καλογερεύει βλ. διάβολος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο βλ. πόρτα, όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια βλ. γάτα, όταν πρέπει βλ. πρέπει, όταν/αν/άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ βλ. Μωάμεθ, όταν/τη μέρα που θα παγώσει η κόλαση βλ. κόλαση [< αρχ. ὅταν]
  • που σύνδ. (εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις) 1. (χρον.) όταν, ενώ, ενόσω, αφού, αφότου: Τώρα ~ φεύγει, καταλαβαίνω την αξία του. Με το ~ έφτασε, συνάντησε δυσκολίες. Τότε ~ ήμασταν παιδιά, δεν είχαμε σκοτούρες. Τη μέρα ~ τον επισκέφθηκα, μου ζήτησε δανεικά. Την ώρα ~ οδηγούσε, μιλούσε στο κινητό. Το πρωί ~ ξεκινήσαμε από το σπίτι, τους συναντήσαμε. Τη γνωρίζω από τότε ~ ήταν παιδάκι. Πόσο καιρό έχει ~ έφυγε; 2. (αιτιολογικές) γιατί, επειδή: Χαίρομαι ~ είσαι καλά. Λυπήθηκε/στενοχωρήθηκε ~ τους είδε να μαλώνουν. Βαριέται ~ ζει. Αγανάκτησα ~ δεν μπορούσα να βρω μια άκρη. Με συγχωρείς ~ δεν σε περίμενα. Καυχιέται ~ ... 3. (συμπερασματικές, συνήθ. προηγούνται οι αντων. τόσος, τέτοιος ή τα επιρρ. έτσι, τόσο) ώστε: Η ησυχία ήταν τόση/τέτοια, ~ ακουγόταν και ο παραμικρός ψίθυρος. Η κατάσταση θα αντιμετωπιστεί έτσι, ~ και τα δυο μέρη να είναι ευχαριστημένα. Ήταν τόσο μεγάλη η έκπληξή μου, ~ έμεινα με το στόμα ανοιχτό. 4. (εναντιωματικές ή παραχωρητικές) αν και, ακόμη κι αν: Και ~ τα έγραψες, δεν ιδρώνει τ' αυτί τους. Βλ. παρόλο.|| (+ να) Δεν πρόκειται να σου το αποκαλύψω, ~ να πέσεις στα πόδια μου. 5. (ειδικές) ότι, πως, να: Με είδε ~ φώναζα και πλησίασε. Δεν τους άκουσες ~ μάλωναν; Το πρόσεξα ~ το ανέφερε. Την είχε πάρει ο ύπνος κι έτσι δεν κατάλαβε ~ γύρισε. Είναι ευτύχημα ~ δεν υπήρξαν απώλειες. Του βγήκε σε καλό ~ έμεινε σπίτι (= το ότι). Όχι ~ με νοιάζει, αλλά δεν το περίμενα. ● ΦΡ.: είναι που (προφ.) 1. αυτό συμβαίνει επειδή: Δεν ~ ~ δεν θέλουμε, ~ ~ δεν μπορούμε. 2. (ακολουθούν τα αλλιώς ή ειδάλλως) δηλώνει την αιτία για την οποία δεν μπορεί να συμβεί αυτό που αναφέρεται στη συνέχεια: ~ ~ έχω κουραστεί, αλλιώς θα μαγείρευα., σαν ... που είμαι/είσαι/είναι (μετά το σαν ακολουθεί επίθετο): επειδή είμαι/είσαι: Σαν έξυπνη κοπέλα που είσαι, πρέπει να το κατάλαβες., τώρα είναι που ...: δηλώνει την πιο δύσκολη, σημαντική ή ενδεδειγμένη στιγμή: ~ ~ αρχίζουν τα δύσκολα. ~ ~ πρέπει να αγωνιστούμε με μεγαλύτερη δύναμη., εκεί που βλ. εκεί, κάθε φορά που βλ. κάθε, και τι που ... βλ. τι, μια(ς) και/που βλ. μια & μιας, όσο που βλ. όσο, τη στιγμή που βλ. στιγμή [< μεσν. που]
  • πριν 1. {ως πρόθ.} (+ από) δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος προηγείται χρονικά ή τοπικά: ~ (από) λίγες μέρες. Λίγο ~ (από) την αναχώρηση/το τέλος. Ένα βήμα ~ (από) τον τελικό. Κάποτε, ~ από πολλά χρόνια... ~ από λίγη ώρα. Μίλησε ~ από μένα. Μερικά χιλιόμετρα ~ (από) την εθνική οδό. ΣΥΝ. προτού ΑΝΤ. μετά & μετ' & μεθ' (1) 2. {χρον. σύνδ.} (εισάγει δευτερεύουσα χρον. πρόταση, συχνά. + να) προτού (δηλώνει αυτό που έπεται χρονικά σε σχέση με το περιεχόμενο της κύριας πρότασης): ~ επιβιβαστείτε, πρέπει να περάσετε από τον έλεγχο. Ας συνετιστούμε, ~ να είναι αργά. ΑΝΤ. αφού (2) 3. {χρον. επίρρ.} προηγουμένως, νωρίτερα ή άλλοτε, παλιότερα, στο παρελθόν: έξι μήνες/χρόνια ~. Όπως τονίστηκε και πιο ~ (= πρωτύτερα), ... Άλλο κατάλαβα ~. Όσα συνέβαιναν ~ (= παλιά).|| (σπανιότ. κ. ως τοπικό) Ένα δρόμο/στενό ~ (= πιο πίσω).|| (ως ουσ.) Το ~ και το μετά της συμφωνίας. Ας αφήσουμε/ξεχάσουμε το/τα ~ (= το παρελθόν). ΑΝΤ. κατόπιν (2) ● ΦΡ.: από (τα) πριν: από προηγουμένως, εκ των προτέρων: Δεν ήξεραν ~ ~ ποιους θα διαλέξουν. Aυτό έγινε μετά, δεν το είχαμε προγραμματίσει ~ ~. Ήταν γνωστό/δεδομένο ~ ~., πριν την ώρα/της ώρας του (προφ.): πρωτύτερα από αυτό που θα περίμενε κάποιος: Γέρασε/επέστρεψε/πέθανε ~ ~. Το λεωφορείο αναχώρησε ~ ~. Η σχέση τους τελείωσε ~ ~ της., μια ανάσα από/πριν από βλ. ανάσα, πάνω απ' όλα βλ. πάνω & επάνω, πριν αλέκτορα φωνήσαι βλ. αλέκτορας, πριν προλάβει/προφτάσει να ... βλ. προλαβαίνω, των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν βλ. παιδί [< αρχ. πρίν]
  • προλαβαίνω προ-λα-βαί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πρόλαβα, προλάβει, προλαβαίν-οντας} 1. πλησιάζω ή κατορθώνω να φτάσω κάπου, σε κάποιον/κάτι έγκαιρα ή και πρώτος, προτού φύγει ή μεταβληθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκεται: ~ το αεροπλάνο/πλοίο/τρένο. Μόλις που ~εις! Πρόλαβα το λεωφορείο στη στάση (ΑΝΤ. έχασα). Δεν πρόλαβα την παράσταση/παρέλαση. Ίσα που πρόλαβε να μπει, πριν κλείσει η πόρτα. Τρέξε να προλάβεις! Δεν προλάβαμε την αρχή της ταινίας. Παλεύει/σπεύδει να προλάβει. Πβ. προκάνω, προφταίνω.|| (μτφ., κυρ. στον αόρ.) Πρόλαβε να δει εγγόνια. 2. ενεργώ έγκαιρα, πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι, αποτρέπω κάτι δυσάρεστο: ~ να δηλώσω συμμετοχή/την προθεσμία. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει/απαντήσει. Πρόλαβε και σταμάτησε την τελευταία στιγμή. Πρόλαβαν να φύγουν πριν έρθει. Ήθελα να σου τηλεφωνήσω, αλλά με πρόλαβες.|| (προφ., για κάτι που έχει ήδη γίνει, κοινοποιηθεί ή προταθεί) Άσε, σε πρόλαβαν άλλοι. Του τα πρόλαβε όλα (= τα αποκάλυψε).|| (μτφ.) Μας πρόλαβαν τα γεγονότα/οι εξελίξεις.|| ~ την αποτυχία/την ασθένεια/το ατύχημα/τα έκτροπα/την επίθεση/το κακό/τον κίνδυνο/την παρεξήγηση/το τρακάρισμα/τα χειρότερα (πβ. προλαμβάνω). Κρέμα που ~ει τα ορατά σημάδια γήρανσης. Πρόλαβαν στο παρά πέντε/στο τσακ τη ληστεία. 3. βρίσκω ή έχω τον αναγκαίο χρόνο, για να κάνω κάτι: Δεν ~ να ετοιμαστώ/να πάρω ανάσα. Ένας ένας, δεν ~ να σας εξυπηρετήσω όλους. Δεν προλάβαινε ούτε να ξεκουραστεί. Πρόλαβε φεύγοντας να μας αποχαιρετήσει. Πρόλαβαν να κάνουν μόνο δύο προπονήσεις πριν τους αγώνες. Πότε πρόλαβες και μαγείρεψες; ● ΦΡ.: δεν πρόλαβα/προλάβαινα να ... και ...: (εισαγωγή χρον. πρότασης) περιγράφει πράξη που δεν έχει ολοκληρωθεί τη στιγμή που συμβαίνει κάτι άλλο: Δεν προλάβαινε να τον ρωτήσει και εκείνος είχε ήδη απαντήσει., δεν προλαβαίνω (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται σε μεγάλο βαθμό ή πολύ γρήγορα: ~ ~ει να δίνει συνεντεύξεις. Δεν τον ~ στις σκανταλιές. Δεν την προλαβαίνω στα γλυκά/στο φαγητό (= τρώει πολύ)., όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε & όποιος πρόλαβε, πρόλαβε: για καταστάσεις όπου απαιτείται μεγάλη ετοιμότητα και ταχύτητα: Τα εισιτήρια έχουν πολύ μεγάλη ζήτηση και ~ ~!, πριν προλάβει/προφτάσει να ...: δεν είχε προλάβει να ... και: ~ ~ κοπάσει ο θόρυβος, ξέσπασε νέο σκάνδαλο. Πριν καλά καλά προφτάσει να βγει στην κυκλοφορία (το βιβλίο), προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Αρρώστησε σοβαρά, πριν καν προφτάσει να ..., προλαβαίνω δεν προλαβαίνω (προφ.-συνήθ. ειρων.): είναι αμφίβολο αν θα προφτάσω κάποιον ή κάτι: Αν συνεχίσουμε με τέτοιους ρυθμούς, ~ουμε δεν ~ουμε να τελειώσουμε έγκαιρα., τρέχω και δεν φτάνω βλ. τρέχω [< αρχ. προλαμβάνω]
  • προτού [προτοῦ] προ-τού σύνδ.: (εισάγει δευτερεύουσα χρον. πρόταση, συνήθ. + υποτ. με ή χωρίς το να) δηλώνει αυτό που ακολουθεί χρονικά, σε σχέση με το περιεχόμενο της κύριας πρότασης: ~ υπογράψετε το συμβόλαιο, προσέξτε τους όρους. Ξανασκέψου ~ αποφασίσεις. Έφυγε πρωί πρωί, ~ ξημερώσει. Αφήστε το φαγητό να κρυώσει, ~ το βάλετε στο ψυγείο. ΣΥΝ. πριν (2) ● ΦΡ.: καλά καλά δεν/προτού καλά καλά ... βλ. καλά [< μτγν. προτοῦ]
  • προχθές προ-χθές επίρρ. & προχτές & (λαϊκό) προψές: (χρον.) μια μέρα πριν από τη χθεσινή, πριν από δύο μέρες: ~ τα ξημερώματα/αργά το βράδυ. Ισχύουν από ~ αυξήσεις στα ... Δεν προσήλθε στην προγραμματισμένη για ~ σύσκεψη. ● ΦΡ.: χθες προχθές βλ. χθες & χτες [< μτγν. προχθές]
  • προχωρημένος , η, ο προ-χω-ρη-μέ-νος επίθ. 1. που έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο, έχει εξελιχθεί, επεκταθεί και κατ' επέκτ. είναι πολύ μοντέρνος: ~ος: σχεδιασμός. ~η: (ΔΙΑΔΙΚΤ.) αναζήτηση/εκπαίδευση/τεχνολογία/χρήση. ~ο: επίπεδο/πρόγραμμα. ~ες: απόψεις/δυνατότητες/επαφές (= συζητήσεις) με τον .../ιδέες/λειτουργίες/μέθοδοι (= προωθημένες, πρωτοποριακές)/(ΠΛΗΡΟΦ.) ρυθμίσεις/σπουδές/σχέσεις (= σεξουαλικές)/τεχνικές. ~α: γούστα/θέματα/συστήματα/τμήματα. Οι συνομιλίες βρίσκονται σε ~ο στάδιο. Ασχολείται με/κάνει ~α πράγματα. Πβ. προηγμένος.|| ~ος: καρκίνος. ~η: νόσος/σήψη. ~ης: μορφής. || (ως ουσ.) Μαθήματα/πρακτικός οδηγός για ~ους (ΑΝΤ. αρχάριος). 2. (για τον χρόνο) που έχει περάσει ή (για χρον. περίοδο) που πλησιάζει προς το τέλος: ~η: εγκυμοσύνη. ~ο: φθινόπωρο. Πέθανε σε ~η ηλικία. Πβ. προκεχωρημένος. [< γαλλ. avancé , αγγλ. advanced] ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΣ
  • στιγμή στιγ-μή ουσ. (θηλ.) 1. πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα: μείνε/περίμενε μια ~. Βρες μια ~ να τα πούμε. Έλα μια ~ που θέλω να σου μιλήσω. Δεν έχω/μου μένει ούτε μια ~ ελεύθερη (= δεν ευκαιρώ). Μια ~ έλειψα και την κοπάνησε. Έλα αυτή τη ~ (= αμέσως)! Τον ερωτεύτηκα από την πρώτη ~. Για λίγες ~ές, δεν ήξερε πού βρισκόταν. Πβ. λεπτό. 2. συγκεκριμένη περίσταση, ώρα: αξέχαστη/άτυχη/σημαντική ~. Δραματικές/δύσκολες/ερωτικές/ιδιαίτερες/μοναχικές/ξεχωριστές/προσωπικές/συγκινητικές ~ές. ~ές αγωνίας/απελπισίας/απόλαυσης/έντασης/ευτυχίας/χαλάρωσης. Η παρούσα ~. Αυτή τη ~ απουσιάζω, αφήστε το μήνυμά σας στον τηλεφωνητή. Τους πέτυχα τη ~ του καβγά. Εκείνη ακριβώς τη ~ έπεσε ένας κεραυνός. Κάποια ~ θα δεις την αλήθεια. Από κάποια ~ και μετά, άρχισα να βαριέμαι. Έως/ως τη ~ της συνάντησής τους. Όλα πήγαιναν τέλεια, μέχρι τη ~ που εμφανίστηκε. Η καλύτερη ~ ενός αθλητή/σταρ (: το ζενίθ της απόδοσης ή επιτυχίας του). ~ές από τα περασμένα/μιας ζωής. Ήρθε η μεγάλη ~. Με πέτυχες σε καλή/κακή ~. Σαν άνθρωπος έχει τις καλές και τις κακές του ~ές. Περιμένω την κατάλληλη ~ για να ... (πβ. ευκαιρία). Για κάθε τι υπάρχει η σωστή ~. Έφτασε/ήρθε η ~ να ... Ζει την κάθε ~. Μπορείτε να με βρείτε οποιαδήποτε ~. Από κείνη τη ~ έπαψα να τον εμπιστεύομαι. Οι συγκλονιστικότερες ~ές των Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήσαμε/περάσαμε όμορφες ~ές. 3. ΓΡΑΜΜ. τελεία: άνω/διπλή/άνω και κάτω ~. 4. ΤΥΠΟΓΡ. μονάδα μέτρησης του μεγέθους των τυπογραφικών στοιχείων: γράμματα/γραμματοσειρά/διάστιχο/κείμενο δέκα ~ών. 5. ΜΟΥΣ. σημείο που, ανάλογα με τη θέση του, υποδεικνύει τον τρόπο ή την αξία νότας. ● Υποκ.: στιγμούλα (η): Κάτσε εδώ μια ~, δεν θ' αργήσω. ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορική στιγμή βλ. ιστορικός ● ΦΡ.: (για) μια στιγμή! (προφ.): παρέμβαση για δήλωση έντονης αντίρρησης, διαμαρτυρίας: ~ ~! ποιος σας είπε ότι εγώ θέλω να πάω;, ανά πάσα στιγμή & ανά πάσα ώρα και στιγμή: οποτεδήποτε: ~ ~ μπορείτε να ... Διατηρούμε το δικαίωμα να τροποποιήσουμε το περιεχόμενο της συμφωνίας ~ ~., από στιγμή σε στιγμή (προφ.): πολύ σύντομα, όπου να 'ναι: Έρχεται ~ ~. ~ ~ μπορεί να φανεί. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (1), οσονούπω, από τη στιγμή που & (λόγ.) αφ' ης στιγμής [ἀφ' ἧς στιγμῆς] 1. (ως χρον. σύνδ.) από τότε που, αφότου: Την αγάπησε ~ ~ την είδε. ~ ~ μπήκε έως τη στιγμή που έφυγε δεν έβγαλε μιλιά. 2. (ως αιτιολογικός σύνδ.) αφού, εφόσον: ~ ~ πήρες αυτή την απόφαση, θα υποστείς τις συνέπειες. ΣΥΝ. τη στιγμή που (2) [< γαλλ. (à partir) du moment que] , για μια στιγμή/προς στιγμή(ν): για λίγο, στιγμιαία: Για μια ~ πέρασε απ' το μυαλό μου να φύγω, αλλά το μετάνιωσα. Δεν σε ξέχασα ούτε για μια ~. Προς ~ ανησύχησα. Προς στιγμήν (= επί του παρόντος, προς το παρόν, για την ώρα) δεν τίθεται θέμα ... [< γαλλ. sur le moment] , δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας: (για κάτι που μετατίθεται στο μέλλον) δεν είναι η κατάλληλη περίσταση: Πολλά μπορούμε να πούμε, αλλά ~ του παρόντος. ~ ~ να αναφερθούμε σε λεπτομέρειες., είναι στιγμές που: για κάτι που συμβαίνει περιοδικά και διαρκεί λίγο: ~ ~ ο άνθρωπος νιώθει πολύ μικρός. ~ ~ δεν ξέρω τι να κάνω. Πβ. πότε πότε., κάθε ώρα και στιγμή: συνεχώς, διαρκώς: Θέλει να με ελέγχει ~ ~. ΣΥΝ. όλη την ώρα, μέσα σε μια στιγμή: πολύ γρήγορα: Όλα έγιναν/συνέβησαν ~ ~., μέχρι στιγμής & (λόγ.) μέχρις ώρας: έως τώρα: ~ ~ δεν έχουμε νεότερα. Αυτό είναι το καλύτερο έργο σου ~ ~., μια στιγμή! (προφ.): (για ξαφνική σκέψη, απόφαση) στάσου, περίμενε: ~ ~! Θα έρθω κι εγώ./Θέλω κάτι να σου πω. Πβ. ένα λεπτό., οι τελευταίες στιγμές: το χρονικό διάστημα λίγο πριν από το τέλος (θάνατο, καταστροφή, χωρισμό, αποχωρισμό): Ήμουν κοντά του τις ~ ~ του., ούτε (για μια) στιγμή & στιγμή (προφ.): καθόλου: Δεν τον υποψιάστηκα ~ ~. Μη διστάσεις ~ ~! Δεν την αφήνει ~ ~ από τα μάτια του., σε δεδομένη στιγμή: σε ορισμένη περίσταση: Όλοι έχουμε κάνει κάποιο λάθος ~ ~., σε μια/κάποια στιγμή: ξαφνικά: Σε μια ~ έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στη θάλασσα. Σε κάποια ~ τον είδα να μου κάνει νόημα., στη στιγμή: αμέσως: Το κέικ ήταν έτοιμο ~ ~. Οι λεκέδες εξαφανίζονται ~ ~. Πβ. στο άψε σβήσε, στο τσάκα-τσάκα. [< γαλλ. à l' instant] , τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ...: για απότομη αλλαγή: Είναι τελείως αλλοπρόσαλλος: ~ είναι ευδιάθετος και ~ δεν του παίρνεις κουβέντα!, τη στιγμή που 1. (ως χρον. συνδ.) την ίδια ώρα που, ενώ, ενόσω: Με φώναξε ~ ~ έφευγα. 2. (ως αιτιολογικός συνδ., συνήθ. σε ερωτηματική ή αρνητική εκφορά) αφού, εφόσον: Πώς να τον βοηθήσω ~ ~ δεν μου μιλάει; ΣΥΝ. από τη στιγμή που (2), την ίδια στιγμή/ώρα 1. ταυτόχρονα, παράλληλα: Οι εκδηλώσεις προγραμματίστηκαν ~ ~. Η χλωροφύλλη έχει αποτοξινωτικές ιδιότητες και ~ ~ ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα.|| ~ ~, γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ... 2. (+ που) ενώ, παρόλο που: ~ ~ που τα δημοτικά τέλη καθαριότητας αυξάνονται, ο δήμος δεν παρέχει στους δημότες τις ανάλογες υπηρεσίες., την τελευταία στιγμή: το σημείο όπου δεν υπάρχει άλλο περιθώριο: Συμφωνία ~ ~. ~ ~ ναυάγησε το σχέδιο. Άγιο είχε, σώθηκε ~ ~! Με πρόλαβε ~ ~. Επέμενε μέχρι ~ ~ (ΣΥΝ. μέχρι τέλους). Δούλευε μέχρι (την) ~ ~ (: ως τον θάνατό του). ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο νήμα, στο παρακάτι, στο τσακ/στο τσαφ [< γαλλ. au dernier moment] , της στιγμής: για κάτι που δεν διαρκεί πολύ ή γίνεται χωρίς μεγάλη προετοιμασία: λάθος/λόγια/ξέσπασμα/σχέδια ~ ~. Ήταν μια τρέλα ~ ~., της τελευταίας στιγμής: για να δηλωθεί ότι κάποιος δρα απρογραμμάτιστα ή ότι κάτι γίνεται οριακά, λίγο πριν από τη λήξη της προθεσμίας: αγορές/άνθρωπος/απόφαση/δώρα/κράτηση/λύση/συμφωνία ~ ~. Βλ. άρπα-κόλλα., ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, σε στιγμή/σε στιγμές αδυναμίας βλ. αδυναμία [< αρχ. στιγμή ‘σημάδι, τελεία, χρονική στιγμή’, γαλλ. moment 3: μτγν. 4: αγγλ. point 5: γαλλ. ~]
  • τρέχω τρέ-χω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έτρε-ξα, τρέ-ξει, τρέχ-οντας, (λόγ. μτχ. ενεστ.) -ων, -ούμενος} 1. κινούμαι πιο γρήγορα απ' ό,τι όταν περπατώ, ώστε σε κάθε βήμα να πατά στο έδαφος το ένα από τα δύο πόδια, ενώ, καθώς αλλάζουν, να βρίσκονται στιγμιαία στον αέρα: ~ με όλη μου τη δύναμη. ~ στο γήπεδο/στο δάσος/σε διάδρομο γυμναστικής. ~ πάνω κάτω. ~ να μην αργήσω/να γλιτώσω/να κρυφτώ/να ξεφύγω/να σωθώ. ~ σαν τον άνεμο/σαν αστραπή/σαν βολίδα να προφτάσω. Τρέχα βρες τον. Σκόνταψε καθώς έτρεχε και έπεσε κάτω. Οι παίκτες έτρεχαν για να ζεσταθούν. ~ξε κοντά του/προς το μέρος του. ~ξε να την αγκαλιάσει. Τρέξε γρήγορα. Έφυγε/ήρθε ~οντας.|| Ο σκύλος έτρεχε πίσω από το αυτοκίνητο.|| (για αγώνες) ~ σε κούρσα (των 800 μέτρων)/σε λαµπαδηδροµία/στον μαραθώνιο/στο στάδιο. ~ δέκα γύρους. Τα άλογα ~ουν σε ιπποδρομίες. Οι αθλητές/δρομείς θα ~ξουν απόσταση χιλίων μέτρων. Βλ. δια~, προσ~. 2. αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητα με όχημα: ~ με εκατό χιλιόμετρα την ώρα. ~ του σκοτωμού. Πήρε κλήση/τράκαρε γιατί έτρεχε. Μην ~εις στην εθνική οδό/στις στροφές!|| (προφ.) (Την) ~ει πολύ τη μηχανή.|| (για αγώνες) ~ σε γκραν πρι/σε ράλι/στη φόρμουλα 1. ~ με (αγωνιστικό) αυτοκίνητο/μοτοσικλέτα. 3. (μτφ.) εκτελώ μια εργασία και γενικότ. κάνω κάτι με ταχύτητα, αμεσότητα ή βιασύνη: ~ να βοηθήσω (ή ~ σε βοήθεια)/να προλάβω (πβ. σπεύδω). Έτρεχαν πανικόβλητοι να ετοιμάσουν τη γιορτή.|| Μετά από εξάσκηση θα αρχίσει να ~ει η γλώσσα του (: να μιλά με ευχέρεια).|| (προφ.) Πού να μετακομίζω τώρα, άντε τρέξε να βρεις σπίτι, τρέξε για έπιπλα/συσκευές.|| ~ την κασέτα/την ταινία (: τη βάζω να παίξει).|| Η δασκάλα μάς ~ξε στο μάθημα σήμερα (: προχώρησε πολύ). 4. πηγαίνω, κινούμαι γρήγορα σε πολλά και διάφορα μέρη, επιδιώκοντας κάτι, γεγονός που συνήθ. συνεπάγεται κούραση, ταλαιπωρία: ~ όλη μέρα. ~ από 'δω κι από 'κει/από το πρωί μέχρι το βράδυ/από πόρτα σε πόρτα/δεξιά κι αριστερά. ~ για/σε δουλειές. ~ στους γιατρούς/σε δημόσιες υπηρεσίες/στους δρόμους/στα νοσοκομεία. ~ει (= γυρίζει) από κανάλι σε κανάλι να διαφημίσει τον νέο της δίσκο. Όποτε ξέμενε από λεφτά, έτρεχε στους γονείς του (= κατέφευγε).|| ~ σε δεξιώσεις/εκδηλώσεις/συναυλίες/στα μπαρ (πβ. συχνάζω).|| Τον έτρεχε στην Αστυνομία/στα δικαστήρια/στα επείγοντα. 5. ΠΛΗΡΟΦ. θέτω κάτι σε λειτουργία, δίνω εντολή να εκτελεστεί· λειτουργώ: ~ το αρχείο/μηχάνημα.|| ~ει μια εφαρμογή/ένα λογισμικό/πρόγραμμα στον υπολογιστή.τρέχει (προφ.) 1. συμβαίνει: ~ τίποτα; Τι ~; Κάτι ~ εδώ και δεν μου το λέτε. ΣΥΝ. παίζει (5) 2. βρίσκεται σε εξέλιξη· ακολουθεί γρήγορους ρυθμούς: ~ ένας διαγωνισμός/η προθεσμία. Τα γεγονότα/οι διαδικασίες/οι εξελίξεις ~ουν. ~ουν τα έξοδα (= μαζεύονται, συσσωρεύονται). ~ τα κέρδη (= αυξάνονται).|| (για χρον. διάστημα) ~ουν οι μέρες/ώρες (= περνούν γρήγορα).|| Το ρολόι ~ (: ο χρόνος φεύγει γρήγορα). 3. ρέει: ~ ο ιδρώτας. Τα δάκρυα έτρεχαν (ποτάμι). ~ το δοχείο (: έχει διαρροή)/η σκεπή (: στάζει). Έχει τρυπήσει ο σωλήνας και ~. Άφησε το ζεστό/κρύο (ενν. νερό της βρύσης) να ~ξει.|| (μτφ.) ~ουν τα μάτια μου (ενν. από το κλάμα). [< 2: γαλλ. courir] ● ΦΡ.: δεν τρέχει τίποτα (προφ.): δεν πειράζει, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί κανείς: (Εντάξει μωρέ/σιγά) ~ ~, χαλάρωσε! Όλα καλά, ~ ~. Και να μην τα καταφέρω, ~ ~. Ε, όχι και ~ ~! Κάνει λες και ~ ~., με τρέχει κάποιος (προφ.): μου αναθέτει πολλές δουλειές και ευθύνες, με ταλαιπωρεί, με καταπονεί: Μας ~ το καινούργιο αφεντικό., τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου: είναι αφηρημένος, αναπολεί, φαντάζεται ή σκέφτεται κάτι το οποίο δεν σχετίζεται άμεσα με την πραγματικότητα που βιώνει: Πού ~ ~ σου; ~ ο νους μου πίσω στο παρελθόν/στα περασμένα., τρέχω και δεν φτάνω & τρέχω και δεν προλαβαίνω 1. αγωνίζομαι να πετύχω κάτι δύσκολο και απαιτητικό, συνήθ. αφού χάθηκε πολύτιμος χρόνος: Τα είχε φορτώσει στον κόκορα και τώρα ~ει και δε(ν) ~ει. ~ουν και δεν προλαβαίνουν να καλύψουν τα κενά και τις ελλείψεις. 2. είμαι τόσο πολυάσχολος που δεν έχω χρόνο για τίποτα: Συγγνώμη που χάθηκα, αλλά ~ ~! Βλ. έχω γίνει λάστιχο., (πάει/πέφτει/τρέχει) το δάκρυ κορόμηλο/κορόμηλο το δάκρυ βλ. κορόμηλο, δεν τρέχει κάστανο βλ. κάστανο, κάτι τρέχει στα γύφτικα βλ. γύφτικος, κι ακόμα τρέχω βλ. ακόμα & ακόμη, μου τρέχουν τα σάλια/τρέχουν τα σάλια μου βλ. σάλιο, πάω/τρέχω(/πηγαίνω) με χίλια βλ. χίλιοι, πού έχεις/είναι/τρέχει το μυαλό σου; βλ. μυαλό, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τρέχα γύρευε βλ. γυρεύω, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι, τρέχει η μύτη μου βλ. μύτη, τρέχουν/ξεχειλίζουν από τα μπατζάκια μου/σου/του βλ. μπατζάκι, τρέχω πίσω από κάποιον βλ. πίσω, τρέχω σαν παλαβός/τρελός βλ. παλαβός, χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα βλ. αίμα [< 1: αρχ. τρέχω 5: αγγλ. run]

άδεια

άδεια [ἄδεια] ά-δει-α ουσ. (θηλ.) {άδειας (λόγ.) -είας | -ειών} 1. δικαίωμα που παραχωρείται σε κάποιον για δράση, συγκατάθεση· ειδικότ. πράξη χορήγησης αυτού του δικαιώματος από αρμόδια Αρχή και συνεκδ. το επίσημο έγγραφο που το πιστοποιεί: Έχω/ζητώ/παίρνω/χρειάζομαι ~ από .../για να ... Αρνήθηκαν να του δώσουν/παραχωρήσουν ~ προκειμένου να ... Παρακολούθηση πολιτών χωρίς ~ (= παράνομα).|| Έγγραφη/ειδική/μόνιμη/προσωρινή/τεχνική/τηλεοπτική/υποχρεωτική ~. ~ αορίστου χρόνου/(εξ)ασκήσεως επαγγέλματος (ΣΥΝ. επαγγελματική)/γάμου/εισόδου/εργασίας/καταλληλότητας/κατοχής (λ.χ. αρχαίων αντικειμένων)/κυνηγιού (= κυνηγετική)/μικροπωλητή/οικοδομής (= οικοδομική)/οπλοφορίας/προσγείωσης (αεροσκάφους)/ταξί/χρήσης (π.χ. πεζοδρομίου). Αίτηση/ακύρωση/ανανέωση/απόκτηση/έγκριση/έκδοση/εκχώρηση/θεώρηση/κάτοχος/μεταβίβαση/παραχώρηση/χορήγηση (της) ~ας. Ανανεώνω/αποκτώ/αφαιρώ/βγάζω/εκδίδω/εξασφαλίζω/παραχωρώ ~. Ανακαλείται/έληξε/παρατείνεται η ~ παραμονής. Η ~ ισχύει για δύο μήνες. Λειτουργεί χωρίς ~. Άνευ/κατόπιν ~είας. Βλ. απαγόρευση.|| Ελέγχω την ~ κυκλοφορίας και οδήγησης (πβ. δίπλωμα). 2. το νόμιμο δικαίωμα απουσίας από την εργασία, την υπηρεσία και συνεκδ. το αντίστοιχο χρονικό διάστημα: ειδική/ετήσια/καλοκαιρινή/κανονική/προβλεπόμενη/προσωπική/προφορική ~. ~ με/χωρίς αποδοχές κ. (λόγ.) ~ άνευ/μετ' αποδοχών. ~ ανατροφής/διαρκείας/εξετάσεων/θηλασμού/κύησης/για μετεκπαίδευση/μητρότητας (: τοκετού και λοχείας)/για οικογενειακούς λόγους/ενός έτους/Χριστουγέννων. Επίδομα ~είας. Απουσιάζει με ~. Βρίσκεται/είναι/λείπει/τελεί σε ~ (= είναι αδειούχος). Ετοιμάζεται να φύγει για ~. Εξαντλώ την ~ά μου. Πήρε ~ μια εβδομάδα (βλ. διακοπές).|| (ΣΤΡΑΤ.) Αγροτική/κανονική/σαρανταοκτάωρη/τιμητική/φοιτητική ~. ~ διανυκτέρευσης/εξόδου.|| Τελείωσε η ~ά μου. ● Υποκ.: αδειούλα (η): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: εκπαιδευτική άδεια & άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης: που χορηγείται για εκπαιδευτικούς λόγους: ~ ~ για διδακτορικό/έρευνα/μεταπτυχιακές σπουδές. ~ές ~ες σε δασκάλους/καθηγητές/πανεπιστημιακούς., ποιητική αδεία & ποιητική άδεια {επιρρ. χρήση}: ελευθερία έκφρασης βασιζόμενη στο δικαίωμα του ποιητή να παραβιάζει γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, κυρ. χάριν του μέτρου ή της ομοιοκαταληξίας· συχνότ. κατ' επέκτ. για οποιαδήποτε παρέκκλιση από τη γλωσσική νόρμα ή την πραγματικότητα: Τα ζώα στο έργο μιλούν ~ ~. [< γαλλ. licence poétique] , άδεια απουσίας βλ. απουσία, αναρρωτική άδεια βλ. αναρρωτικός, γονική άδεια βλ. γονικός, μηχανογραφική άδεια βλ. μηχανογραφικός ● ΦΡ.: έχω άδεια: μου αναγνωρίζεται δικαίωμα αδείας ή βρίσκομαι σε άδεια: Είμαι καινούργιος στη δουλειά και δεν ~ ~.|| Δεν βρίσκεται στο γραφείο, ~ει ~., με την άδειά σας: (ως ευγενική διατύπωση ή συχνά ειρων.) εφόσον μου το επιτρέπετε: Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα, ~ ~, να κάνω κάποιες παρατηρήσεις. Πβ. συγκατάθεση, συναίνεση., παίρνω άδεια από τη σημαία βλ. σημαία [< αρχ. ἄδεια, γαλλ. permission, permis, licence]

αδυναμία

αδυναμία [ἀδυναμία] α-δυ-να-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ανικανότητα, ανεπάρκεια, έλλειψη δυνατότητας για κάτι: κρατική/κυβερνητική ~. ~ αντίληψης/απορρόφησης (κονδυλίων, πόρων)/κατανόησης/όρασης/προσαρμογής/πρόσβασης (π.χ. στο ίντερνετ)/συγκέντρωσης (βλ. ΨΥΧΟΛ. διάσπαση προσοχής, υπερκινητικότητα). Νοικοκυριά που βρίσκονται σε πλήρη οικονομική ~. Έχω ~ (= αδυνατώ, δεν μπορώ) να αντιμετωπίσω/εκτελέσω/πληρώσω κάτι. Δήλωσε ~ να ανταποκριθεί στην πρόσκλησή μας.|| Έχει ~ες στην έκφραση/στα μαθηματικά. Αντιμετωπίζω/καλύπτω τις ~ες μου. Πβ. ελλείψεις, κενά. ΑΝΤ. ικανότητα (2) 2. πάθος, ελάττωμα ή ατέλεια: ανθρώπινες/ανομολόγητες/κρυφές ~ες. Η ~ του για το ποτό/τον τζόγο τον κατέστρεψε. Δεν παραδέχεται τις ~ες της (ΑΝΤ. προτερήματα). Πβ. κουσούρι.|| (Δομικές) ~ες ενός κλάδου/της οικονομίας. Τα δυνατά σημεία και οι ~ες μιας επιχείρησης. Η πρότασή τους παρουσιάζει σοβαρές ~ες (ΣΥΝ. ελλείψεις, μειονεκτήματα. ΑΝΤ. πλεονεκτήματα). 3. απουσία ή εξασθένηση των σωματικών κυρ., πνευματικών ή ψυχικών δυνάμεων: γεροντική ~ (πβ. ανημπόρια). Γενική ~ και καταπόνηση του οργανισμού (πβ. ατονία). Αισθάνομαι/νιώθω μεγάλη ~ τον τελευταίο καιρό (πβ. εξάντληση, κατάπτωση, κόπωση). Έχω τέτοια ~ που δεν μπορώ να σηκωθώ από την καρέκλα. Πβ. κομμάρα.|| (σπάν.) Φαίνονται τα πλευρά της από την ~ (: είναι κοκαλιάρα, πβ. ισχνότητα). 4. ιδιαίτερη, υπερβολική αγάπη, εύνοια, προτίμηση, συμπάθεια και συνεκδ. το αντικείμενο αυτών: Δείχνω/εκφράζω/ομολογώ την ~ μου για/σε ... Έχει ιδιαίτερη ~ στη μικρή του κόρη.|| Η μεγάλη του ~ είναι η κλασική μουσική. ● ΣΥΜΠΛ.: αδυναμία χαρακτήρα/χαρακτήρος: έλλειψη αποφασιστικότητας, συναισθηματικής σταθερότητας, ωριμότητας: Έπεσε στα ναρκωτικά λόγω ~ας ~. Επέδειξε ~ ~. ● ΦΡ.: σε στιγμή/σε στιγμές αδυναμίας: σε ψυχική κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι πολύ ευάλωτος για να αντιδράσει σωστά: Την βρήκε/πέτυχε ~ ~ και την εκμεταλλεύτηκε. [< 1,3: αρχ. ἀδυναμία 2,4: γαλλ. faiblesse]

αίμα

αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]

ακόμα & ακόμη

ακόμα & ακόμη [ἀκόμα] α-κό-μα επίρρ. 1. (χρονικό, δηλώνει ότι κάτι διαρκεί, εξακολουθεί να ισχύει) μέχρι τώρα, ως αυτή τη στιγμή: Δεν έφυγε/δεν ήρθε ~. Κοιμάται ~. Είναι ~ στην ίδια δουλειά. Η τιμή δεν έχει ~ γνωστοποιηθεί. Την αγαπάει ~. Προλάβετε, όσο είναι ~ καιρός (: πριν να είναι αργά). Το ερώτημα είναι παλιό, αλλά ~ επίκαιρο.|| (σε αρνητική απάντηση) -Έφαγες; -Όχι ~.|| (στην αρχή ερώτησης για έμφαση ή για να δηλωθεί δυσαρέσκεια, ανυπομονησία ή προτροπή ανάλογα με τον επιτονισμό) ~ εκεί είσαι; ~ δεν έφυγες;|| (μαζί με άλλο χρονικό επίρρημα ή σύνδεσμο για έμφαση) Είναι ~ νωρίς για οριστικές αποφάσεις. ~ χθες (= μόλις χθες) διαπιστώθηκε ότι ... Προχθές ~ (= μέχρι προχθές) δήλωνε αμετανόητος. Από την προηγούμενη δεκαετία ~, είχε φανεί ότι ...|| (σε ελλειπτική ερώτηση, για να δηλωθεί εμφατικά αντίθεση) Όλοι τέλειωσαν, κι εσύ ~; (ενν. δεν τέλειωσες;) 2. (ποσοτικό ή επιτατικό) επιπλέον, περισσότερο, παραπάνω: Κάναμε ένα ~ λάθος. Έχετε δρόμο ~. Καταζητείται ένα ~ άτομο. Για μία ~ φορά. Αποδείχτηκε και κάτι ~ ... Σε πειράζει να περιμένουμε λίγο ~; Θα διαθέσω λίγα ~ χρήματα. Θα κάνω ~ λίγη υπομονή. Μπορείτε να χρησιμοποιείτε κάθε στοιχείο και ~ να αυτοσχεδιάζετε (πβ. εκτός αυτού, επιπλέον, επίσης, συν τοις άλλοις). Ύστερα από δέκα χρόνια, ~ παραμένει στο προσκήνιο.|| (για κάτι απίθανο, παράξενο που προκαλεί συνήθ. δυσφορία) Τι άλλο ~ (= πια) θα δουν τα μάτια μας/θα σκαρφιστεί;|| (+ επίθ. ή επίρρ. συγκριτικού βαθμού) ~ πιο αποφασιστικά/πιο γρήγορη/πιο έξυπνο/πιο κοντά/πιο μακριά/πιο πέρα. Καθίσταται ~ πιεστικότερη η αναγκαιότητα συνεχούς επιμόρφωσης. Αν τα καταφέρεις και τα δύο, ~ καλύτερα. ● ΦΡ.: (και/κι) ακόμη/ακόμα να ...: (και) δεν: Περασμένες δύο κι ακόμη να (= δεν έχει) κοιμηθεί. Ακόμη να φτάσει (: δεν έχει έρθει μέχρι τώρα)., ακόμη δεν ... και ... (εμφατ.): για κάτι που γίνεται γρήγορα, πρώιμα: ~ ~ ξεκινήσατε, και αρχίσατε την γκρίνια., ακόμη και/κ(α)ι ... ακόμη: για έμφαση, υπερβολή: Ερωτήματα που ακόμη και (οι ίδιοι) οι επιστήμονες δυσκολεύονται να απαντήσουν. Διατρέχουν κίνδυνο απαγωγής, ακόμη και δολοφονίας., ακόμη και/κι (+ αν/να/όταν) & κι αν ακόμη: για εναντίωση ή παραχώρηση, και στην περίπτωση που: ~ ~ αν η συμφωνία εφαρμοστεί πλήρως, δεν θα επιτευχθεί ειρήνη. ~ ~ να σας προκαλέσει, μην αντιδράσετε. Δεν πρόκειται να δεχτώ την πρότασή του, κι αν ~ με παρακαλέσει. Πβ. και ας., και ακόμα παραπέρα (εμφατ.): για μεγάλη έκταση ή απόσταση: Ο κάμπος απλωνόταν όπου έφτανε το μάτι ~ ~.|| (υβριστ.) Στο διάβολο/στα τσακίδια ~ ~!, και πού 'σαι ακόμα/ακόμη (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): για κατάσταση που δεν έχει φτάσει στα όριά της: ~ ~, το καλύτερο δεν σου το είπα. Όλα έχουν ακριβύνει, ~ ~ (: ακόμη δεν είδαμε τίποτα, θα ακολουθήσουν χειρότερα)!, κι ακόμα τρέχω (προφ.) 1. για βιαστική φυγή λόγω αποτυχίας ή ντροπής: Πήρε τους δρόμους ~ ~ει. 2. για προβλήματα, σκοτούρες: Έπαθα μεγάλη ζημιά ~ ~., ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... βλ. αβγό & αυγό, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, κι ακόμα κάθεσαι/και κάθεσαι ακόμα; βλ. κάθομαι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο [< μεσν. ακομή, ακόμα]

άκρη

άκρη [ἄκρη] ά-κρη ουσ. (θηλ.) 1. τελικό σημείο, όριο, αρχή ή τέλος: Η μυτερή ~ του ακοντίου (πβ. αιχμή, κόψη). Η ~ του βέλους (= μύτη). Οι δύο ~ες της γέφυρας/της ζώνης/του καλωδίου/της κλωστής. Στην ~ του γκρεμού (= χείλος)/του (δια)δρόμου (= τέρμα)/της θάλασσας/του νησιού/του πεζοδρομίου/του τραπεζιού. Από τη μια ~μέχρι την/ως την άλλη. Θα τον ακολουθήσω ως την ~ της γης. Πβ. άκρο, απόληξη.|| Στην άλλη ~ του τηλεφώνου/της (τηλεφωνικής) γραμμής βρίσκεται ο ...|| Με τις ~ες των δαχτύλων. 2. γωνιά, απόμερο σημείο: Καθόταν αμίλητος στην ~. Σε μια ~ του δρόμου.|| (προφ.) ~ (= κάνε στην ~)! ~ να περάσω! 3. (σπάν.) μικρή έκταση: μια ~ γης. ● Υποκ.: ακρούλα & ακρίτσα (η) ● ΦΡ.: (δεν) βρίσκω άκρη: (δεν) μπορώ να οδηγηθώ στη λύση ενός προβλήματος, να βρω αυτό που θέλω: Ρωτάω δεξιά κι αριστερά και/μα δεν ~ ~. Πού να βρεις ~; Τελικά βρήκαμε (την) ~., άκρη-άκρη {επιρρ. χρ.}: εντελώς στην άκρη: ~ ~ στο κύμα/στο ποτάμι. Περπατώ/πηγαίνω ~ ~., απ' άκρη σ' άκρη & (λόγ.) απ' άκρου εις άκρον: από τη μια άκρη στην άλλη, παντού: Γνωρίζει την περιοχή ~ ~. Είχε οργώσει/διασχίσει/διατρέξει τη χώρα ~ ~. Η φήμη του απλώνεται ~ ~. ~ ~ της γης/της Ελλάδας/της επικράτειας/του πλανήτη., βάζω στην άκρη/στην μπάντα 1. & έχω στην άκρη/στην μπάντα: αποταμιεύω: ~ ~ χρήματα, για να πάρω ... Έχει καλό κομπόδεμα ~. 2. & αφήνω στην άκρη/μπάντα: παραμερίζω κάτι ή κάποιον: Έβαλε ~ τον εγωισμό του και του μίλησε., δεν βγάζω/δεν βγαίνει άκρη (προφ.): σε περιπτώσεις που αδυνατεί κάποιος να καταλάβει, να αντιληφθεί τι γίνεται: Δεν βγαίνει ~ με τη συνάντηση. Ξαναδιάβασα το κείμενο, αλλά δεν έβγαλα ~. Προσπαθώ να καταλάβω και δεν βγάζω ~ (= νόημα). ΣΥΝ. (δεν) βρίσκω άκρη, έχει άκρες (μτφ.-προφ.): έχει μέσον, βύσμα: Έχει γερές άκρες και γνωριμίες. Πβ. κονέ. ΣΥΝ. έχει (γερές) πλάτες, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι, κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα 1. & κάθομαι/στέκομαι/τραβώ/μπαίνω στην άκρη/στη μπάντα: παραμερίζω ή υποχωρώ υπέρ κάποιου άλλου: ~ ~ (= κάνω χώρο/τόπο) να περάσει κάποιος. (υβριστ.) Κάνε/τράβα ~, ρε χαμένε! Κάντε ~ να κατέβω. Κάτσε/στάσου ~ και μη μιλάς (= παράμερα, μην ανακατεύεσαι)! 2. (μτφ.) παραγκωνίζω, περιθωριοποιώ κάποιον: Αν δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, τον κάνουν ~. ~ στην άκρη (= αφήνω κατά μέρος) τους συναισθηματισμούς και σκέφτομαι λογικά. Πβ. κάνω κάποιον/κάτι πέρα., μέσες άκρες & άκρες-μέσες: περίπου: Μου είπε ~ ~ όλη την ιστορία. Άκουσα ~ ~ την κουβέντα τους. ΣΥΝ. σε γενικές γραμμές ΑΝΤ. ακριβώς (1), αναλυτικά, λεπτομερώς, (πατώ/περπατώ) στις άκρες των δαχτύλων βλ. δάχτυλο, έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου βλ. γλώσσα, η άκρη του νήματος βλ. νήμα, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης βλ. κόσμος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< μεσν. άκρη, γαλλ. bout]

αλέκτορας

αλέκτορας [ἀλέκτορας] α-λέ-κτο-ρας ουσ. (αρσ.) {αλέκτορος} & (αρχαιοπρ.) αλέκτωρ: κόκορας, μόνο στη ● ΦΡ.: πριν αλέκτορα φωνήσαι (ΚΔ): για υπόσχεση που διαψεύδεται ή κατάσταση που ανατρέπεται σε σύντομο χρονικό διάστημα: ~ ~, ξεχάστηκαν οι υποσχέσεις. [< αρχ. ἀλέκτωρ]

αλήθεια

αλήθεια [ἀλήθεια] α-λή-θεια ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας} 1. αυτό που συμφωνεί με ό,τι πραγματικά υπάρχει ή συμβαίνει, γενικότ. η ίδια η πραγματικότητα: αδιάσειστη/αναμφισβήτητη/αναπόφευκτη/αντικειμενική/απλή/γυμνή (: χωρίς ενδοιασμούς για την αποκάλυψή της)/δυσάρεστη/επώδυνη/ιστορική/μισή/προφητική/σκληρή/υποκειμενική/ωμή ~. Αποδεικνύω/αποκρύπτω/αποσιωπώ/βλέπω/γνωρίζω/μαθαίνω/παραδέχομαι/συνειδητοποιώ την ~. Αναζήτηση/αποκατάσταση/γνώση/διαστρέβλωση/εύρεση της ~ας. Αποκαλύφθηκε/έλαμψε η ~. Η ~ βρίσκεται (κάπου) στη μέση. Τελικά ποια είναι η ~; Δεν λέει πάντοτε την ~. Ο ισχυρισμός/η ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην ~. Αντιλαμβάνονται την ~ με διαφορετικό τρόπο. Θα σας πω πικρές ~ειες. Mύθοι/παραμύθια και ~ειες για το Διάστημα. Βλ. φιλ~.|| (σε όρκο ενώπιον δικαστηρίου) Ορκίζομαι να πω την ~ και μόνο την ~.|| (ΓΛΩΣΣ.) Συνθήκες ~είας (: προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, για να θεωρηθεί αληθές το περιεχόμενο των προτάσεων). ΑΝΤ. αναλήθεια, πλάνη1, ψέμα (1), ψεύδος 2. η ιδιότητα κάποιου πράγματος να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Αμφισβητώ/αποδεικνύω/ελέγχω/εξακριβώνω/επιβεβαιώνω την ~ των επιχειρημάτων/των καταγγελιών/των λόγων/της μαρτυρίας. Πβ. ακρίβεια, εγκυρότητα, ορθότητα. 3. αρχή, γνώση για την οποία δεν αμφιβάλλει κανείς: αιώνια/απόλυτη/άρρητη/αυταπόδεικτη/βιβλική/διαχρονική/δογματική/επιστημονική/θεμελιώδης/ιστορική/μαθηματική/μεταφυσική/(οντο)λογική/φιλοσοφική/χριστιανική ~. Κρυφές ~ειες. Αμφισβήτηση θεμελιωδών ~ειών. Πβ. αξίωμα. 4. γενικά παραδεκτή άποψη: Είπε μια μεγάλη ~. Στη συζήτηση ακούστηκαν πολλές ~ειες. Βλ. απόφθεγμα, σοφία. ● ΣΥΜΠΛ.: δόση/ίχνος αλήθειας: μέρος, ποσοστό, βαθμός αλήθειας: Δεν υπάρχει ~ ~ (= η παραμικρή αλήθεια) στους ισχυρισμούς της/στο δημοσίευμα. Υπάρχει αρκετή/κάποια/μια δόση ~ στις φήμες., ορός της αλήθειας & (λόγ.) ορός αληθείας: ουσία που προκαλεί ελαφριά νάρκωση και χορηγείται, για να ωθήσει αυτόν που ανακρίνεται, να μιλήσει ελεύθερα. Βλ. ανιχνευτής ψεύδους, ναρκανάλυση. [< αγγλ. truth serum, 1924, γαλλ. sérum de vérité] , τιμή αληθείας: η αλήθεια ή αναλήθεια μίας πρότασης ή δήλωσης: Το σύστημα της λογικής που εισηγήθηκε ο Αριστοτέλης βασίζεται στην αρχή ότι μία πρόταση μπορεί να λάβει δύο ~ές ~, την αλήθεια ή το ψεύδος. [< αγγλ. truth-value, 1903] ● ΦΡ.: από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια (παροιμ.): τα παιδιά και οι ψυχικά ασθενείς εκφράζονται με μεγαλύτερο αυθορμητισμό και ειλικρίνεια., για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια: πρέπει να παραδεχτώ ή να αναγνωρίσω ότι: ~ ~, έφταιγες κι εσύ λίγο/τέτοια εξέλιξη δεν την περιμέναμε., η αλήθεια είναι/είναι αλήθεια ότι/πως (εμφατ.): είναι γεγονός, η πραγματικότητα είναι ότι ... : ~ ~ δεν μου αρέσει .../εργάστηκε πολύ σκληρά., η στιγμή/ώρα της αλήθειας: η ώρα της κρίσης, η στιγμή για κάτι σημαντικό: Έρχεται/έφτασε/πλησιάζει ~ ~. [< αγγλ. the moment of truth, 1932] , μα την αλήθεια (προφ.): έκφρ. επιβεβαίωσης: Ευχάριστη έκπληξη ~ ~! Ήθελα, ~ ~, να ήξερα πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται βλ. λέω [< αρχ. ἀλήθεια, γαλλ. vérité, αγγλ. truth, γερμ. Wahrheit]

αλλήθωρος

αλλήθωρος [ἀλλήθωρος] αλ-λή-θω-ρος επίθ./ουσ.: που αλληθωρίζει: ~ο: βλέμμα. ~α: μάτια. (κατ' επέκτ.) Φορτηγά με ~α φώτα. Πβ. γκαβός.|| (μτφ.) Υποκριτές και ~οι (: που κάνουν πως δεν βλέπουν). ● επίρρ.: αλλήθωρα: (μτφ.) Eνεργούν κοντόθωρα και ~. ● ΦΡ.: το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) (υβριστ.): ως μομφή σε πρόσωπο που δεν ξέρει τι λέει. [< μεσν. αλλήθωρος - – παλαιότ. ορθογρ. αλλοίθωρος]

αμάζευτος

αμάζευτος, η, ο [ἀμάζευτος] α-μά-ζευ-τος επίθ.: που δεν έχει μαζευτεί, δεν έχει περισυλλεγεί: ~οι: καρποί. ~α: σκουπίδια. Πβ. ασυμμάζευτος. ΑΝΤ. μαζεμένος. ● ΦΡ.: έχει τον αμάζευτο (οικ.): είναι αδύνατον να μαζευτεί, να περιοριστεί: Τα έξοδα έχουν ~.|| (για πρόσ.) ~ ~, δεν μπορεί να μείνει ούτε λεπτό στο σπίτι., μαζεύω/συμμαζεύω τα αμάζευτα/τα ασυμμάζευτα βλ. μαζεύω

ανάγκη

ανάγκη [ἀνάγκη] α-νά-γκη ουσ. (θηλ.) {αναγκ-ών} 1. υποχρέωση που επιβάλλεται από τη φύση ή την κοινωνική ζωή· (ειδικότ.) αίσθηση κάποιας έλλειψης, η οποία πρέπει να ικανοποιηθεί οπωσδήποτε: άμεση/απόλυτη/επιτακτική/(κατ)επείγουσα/εσωτερική/ιατρική/ουσιαστική/πιεστική ~. ~ βοήθειας/επικοινωνίας/συνεργασίας. Ατομικές/βασικές/δημόσιες/επιχειρηματικές/καταναλωτικές/κοινωνικές/πάγιες και διαρκείς/πρόσθετες/προσωπικές/συναισθηματικές/ψυχικές/ψυχολογικές ~ες. Βιολογικές/σωματικές/φυσικές ~ες (: λήψης νερού και τροφής, ούρηση, αφόδευση, σεξ). Οι ~ες της αγοράς/της νεολαίας. Ανάλυση/αντιμετώπιση/καθορισμός/καταγραφή (των) ~ών. Αναγνωρίζεται/γίνεται αντιληπτή η ~ βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης. Tόνισε την ~ εξεύρεσης λύσης/για διάλογο/να αποκατασταθεί το πρόβλημα. Αισθάνθηκε/ένιωσε την ~ να απολογηθεί. Προϊόν που ανταποκρίνεται/ικανοποιεί/καλύπτει τις ~ες των καταναλωτών. Έχει μικρές/πολλές ~ες. Θα γίνουν προσλήψεις για τις ~ες του προγράμματος. Πβ. χρεία. 2. δύσκολη περίσταση, κρίσιμη κατάσταση: Στρατιωτική επέμβαση θα γίνει μόνο σε έσχατη ~. Σε καιρό ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: έκτακτης/άμεσης/πρώτης ανάγκης: για κρίσιμη κατάσταση: κλήσεις(/τηλέφωνα)/ομάδες/περιστατικά/υπηρεσίες ~ ~. Ασφαλής εκκένωση σχολικών κτιρίων σε περίπτωση ~ ~. [< αγγλ. emergency] , κατάσταση ανάγκης 1. περίπτωση κατά την οποία κάποιος χρειάζεται βοήθεια: Εξασφάλιση αξιοπρεπών όρων διαβίωσης για άτομα σε ~ ~. Το κινητό μπορεί να σας σώσει τη ζωή σε ~ ~. 2. ΝΟΜ. όταν κάποιος αναγκάζεται να διαπράξει αξιόποινη πράξη, για να αποτρέψει κάτι πολύ χειρότερο για αυτόν: Η απειλή κατά της ζωής κάποιου συνιστά ~ ~. [< αγγλ. case of emergency] , αδήριτη ανάγκη βλ. αδήριτος, βιοτικές ανάγκες βλ. βιοτικός, διερεύνηση αναγκών βλ. διερεύνηση, κατάσταση έκτακτης ανάγκης βλ. κατάσταση, λύση ανάγκης βλ. λύση, φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης βλ. φως ● ΦΡ.: (βρίσκομαι) σε (μεγάλη) ανάγκη: δεν έχω χρήματα ή γενικότ. χρειάζομαι βοήθεια: Εξασφάλιση τροφής και στέγης σε ανθρώπους που ~ονται ~. Πβ. στενότητα., (δεν) είναι ανάγκη να ...: (δεν) είναι απαραίτητο, (δεν) χρειάζεται: ~ ~ παραμείνουμε ενωμένοι. Δεν ~ ~ βιαστείς., (δεν) έχω την ανάγκη (κάποιου)/(δεν) έχω ανάγκη από (κάτι)/(δεν) τον έχω ανάγκη: (δεν) χρειάζομαι κάποιον ή κάτι: Δεν σ' έχω (καμία/καθόλου) ~! Παρέχουν βοήθεια σε όσους την έχουν ~., (μα) δεν ήταν ανάγκη!: ως τυπική απάντηση ευγένειας σε κάποιον που προσφέρει δώρο: -Σας έφερα λίγα γλυκά. -Ευχαριστώ, μα ~ ~!|| ~ ~ να μπείτε σε τόσο κόπο (= δεν χρειαζόταν)., (μα) ήταν ανάγκη;: ρητορική ερώτηση που εκφράζει λύπη για κάτι δυσάρεστο: ~ ~ να το αναφέρεις; Αφού ξέρεις πως την πειράζει ..., ανάγκα και (οι) θεοί πείθονται (αρχαιοπρ.): και οι πιο δυνατοί, οι πιο πείσμονες, υποχωρούν μπροστά σε μεγάλη πίεση ή ανυπέρβλητη δυσκολία: Δεν ήθελε να το κάνει, αλλά ~ ~., ανάγκη τον έχω; (προφ.): ρητορική ερώτηση που εκφράζει αδιαφορία για την άποψη κάποιου: Τι σε νοιάζει τι θα πει; ~ έχεις; (= σάμπως τον έχεις ~;), βρίσκομαι στην ανάγκη: αναγκάζομαι: Βρέθηκα ~ να δανειστώ χρήματα., είδη/αγαθά πρώτης ανάγκης & έκτακτης ανάγκης: τα απολύτως απαραίτητα (δηλ. τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα, νερό): Ανθρωπιστική βοήθεια με είδη ~ ~ θα αποσταλεί στις πληγείσες περιοχές. [< γαλλ. choses de première nécessité] , κάνω την ανάγκη μου & πάω για την/προς ανάγκη μου (ευφημ.): ουρώ ή αφοδεύω: Το σκυλί έμαθε να κάνει ~ του έξω από το σπίτι. Πβ. κάνω (τα) κακά (μου), πάω/πηγαίνω προς νερού μου. [< γαλλ. faire les besoins] , κατ' ανάγκη(ν)/εξ ανάγκης (λόγ.): αναγκαστικά, λόγω έλλειψης άλλης δυνατότητας: Βρέθηκαν σ' αυτή τη δουλειά ~ ~ και όχι κατ' επιλογή. Η αλληλεγγύη στους συλληφθέντες δεν σημαίνει ~ ~ και ταύτιση μαζί τους. [< γαλλ. nécessairement] , ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται (παροιμ.): η πραγματική φιλία αποδεικνύεται, κρίνεται στις δύσκολες στιγμές., σε περίπτωση ανάγκης & σε περιπτώσεις ανάγκης & για/σε (μια) ώρα ανάγκης: αν χρειαστεί: οδηγίες/σχέδιο διάσωσης/χρήσιμες ιατρικές συμβουλές ~ ~. Παροχή βοήθειας ~ ~. ~ ~ επικοινωνήστε με .../καλέστε το .../χρησιμοποιήστε ...|| Έχω κάτι χρήματα στην άκρη ~ ~ (= σε περίπτωση που χρειαστούν). [< αγγλ. in case of emergency] , στην ανάγκη/εν ανάγκη: αν χρειαστεί, αν δεν γίνεται διαφορετικά: Ας κάνουμε μια κράτηση και ~ ~ την ακυρώνουμε. ~ ~ τηλεφωνήστε μου. [< γαλλ. au besoin] , τι ανάγκη έχει;/δεν έχει ανάγκη (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι δεν χρειάζεται στήριξη, βοήθεια: Τι ~ ~ αυτή; Θα τον βρει τον δρόμο της. Μην τον φοβάσαι αυτόν, δεν έχει ~!, υπάρχει άμεση/μεγάλη/(κατ)επείγουσα ανάγκη: χρειάζεται άμεσα, επειγόντως: ~ ~ για αίμα/να ληφθούν μέτρα προστασίας των δασών. ~ ~ εύρεσης μοσχεύματος. ~ ~ από εθελοντές., άτομα με ειδικές ανάγκες/ικανότητες/δεξιότητες βλ. ειδικός, κάνω την ανάγκη φιλοτιμία βλ. φιλοτιμία [< αρχ. ἀνάγκη, γαλλ. nécessité, besoin]

ανάθεμα

ανάθεμα [ἀνάθεμα] α-νά-θε-μα ουσ. (ουδ.) {αναθέμ-ατος} 1. (επιφών.) ως έκφραση αγανάκτησης· κατάρα: ~ (σ') αυτόν που σ' έκανε (: καταραμένος να 'ναι)! ~ την τύχη μου! ~ στη φτώχεια μας! 2. κατάρα, αποκήρυξη· κατ' επέκτ. καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα: (μτφ.) Εισπράττει το ηθικό και πολιτικό ~. ΣΥΝ. αναθεματισμός (1) 3. ΕΚΚΛΗΣ. (κυρ. παλαιότ.) αφορισμός: άρση του ~ατος. ● ΦΡ.: ανάθεμα (με) (κι) αν: για επίταση της άρνησης: ~ ~ κατάλαβα τι μου λες!, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... (ως κατάρα): για να δηλωθεί ότι κάποιος μετάνιωσε πικρά για κάτι: ~ ~ που σε γνώρισα!, πανάθεμα/(π') ανάθεμα (+ αιτιατ. κυρ. αδύνατου τ. προσ. αντων.): για δήλωση δυσαρέσκειας, εκνευρισμού: ~ά με, όλο ανοησίες κάνω/~ά σας.|| (οικ.) Είναι και νοστιμούλης ~ ~ά τον (: χαριτολογία)!, ρίχνω σε κάποιον/κάτι το ανάθεμα/το(ν) λίθο του αναθέματος & την πέτρα του αναθέματος: επιρρίπτω ευθύνες σε κάποιον για κάτι κακό: Του ~ουν ~ για ό,τι στραβό συμβαίνει., στ' ανάθεμα (ως επιφών., λαϊκό-υβριστ.): για δήλωση εκνευρισμού, στο(ν) διάολο: Άι ~ ~! [< 1,2: μτγν. ἀνάθεμα]

ανάσα

ανάσα [ἀνάσα] α-νά-σα ουσ. (θηλ.) 1. ο αέρας που βγαίνει από το στόμα κατά την αναπνοή και γενικότ. η λειτουργία της: αδύναμη/απαλή/βαθιά/βαριά/γλυκιά/ζεστή/κοφτή ~. Ακούω/αφουγκράζομαι την ~ κάποιου. Μυρίζει η ~ του σκόρδο. Κρατάει την ~ του από την αγωνία. Πβ. πνοή.|| (μτφ.) Αγώνας/κούρσα της μιας ~ας (: των 100 μέτρων στον ανοιχτό ή των 60 μέτρων στον κλειστό στίβο). 2. (μτφ.) ξεκούραση, ανακούφιση: (σε τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή) Μικρή ~ (= ανάπαυλα, διάλειμμα) για διαφημίσεις. Πβ. ανάπαυση, ριλάξ, χαλάρωση.|| Κυκλοφοριακή ~. ~ αισιοδοξίας. ~ ρευστότητας στην αγορά. Πβ. ξαλάφρωμα.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Έργο/μέτρα/νίκη-~. ΣΥΝ. ανακουφιστικός. ● ΣΥΜΠΛ.: καυτή ανάσα 1. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) για να δηλωθεί αίσθημα πίεσης και επικείμενης απειλής: Νιώθει την ~ ~ του ανταγωνισμού. 2. ένδειξη ερωτικής ή σεξουαλικής διάθεσης., ανάσα δροσιάς βλ. δροσιά ● ΦΡ.: δίνω (μια) ανάσα (ζωής) (μτφ.): προσφέρω σημαντική βοήθεια., κόβει την ανάσα: (μτφ.) προκαλεί έντονα συναισθήματα, αφήνει (κάποιον) άναυδο: ερμηνεία/θέα/ομορφιά/τοπίο που ~ ~., με κομμένη (την) ανάσα (μτφ.): με μεγάλη αγωνία: Μένω/μιλώ ~ ~. [< γαλλ. à bout de souffle] , μια ανάσα από/πριν από (μτφ.): λίγο πριν., παίρνω (μια) ανάσα & παίρνω μια αναπνοή 1. (συνήθ. με άρνηση) (μτφ.) σταματώ κάτι που κάνω με εντατικούς ρυθμούς, για να ξεκουραστώ ή απαλλάσσομαι από έγνοιες, ανακουφίζομαι: Δεν έχω πάρει ~ από το πρωί. Πβ. αναπαύομαι, ξαλαφρώνω, ξανασαίνω, ξεκουράζομαι. 2. εισπνέω: Πάρε βαθιές ~ες. ΣΥΝ. αναπνέω (1) ΑΝΤ. εκπνέω, χωρίς ανάσα (μτφ.): χωρίς διάλειμμα, παύση: Δούλευαν ~ ~, για να εξασφαλίσουν το μεροκάματο. Πβ. απνευστί, μονορούφι., μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα βλ. αναπνοή [< ανασαίνω, υποχωρητικός σχηματισμός]

ανοιχτός

ανοιχτός, ή, ό [ἀνοιχτός] α-νοι-χτός επίθ. & ανοικτός 1. που επιτρέπει, κυρ. μετακινούμενος ή αφαιρούμενος, την πρόσβαση σε κάτι κλειστό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος. ~ή: πόρτα. ~ό: παράθυρο/στόμα/συρτάρι. Εξετάσεις με ~ά βιβλία. Πβ. ανοιγμένος, ολάνοιχτος. Βλ. μισάνοιχτος.|| (μτφ.) Το σπίτι του είναι πάντα ~ό στους/για τους φίλους του (= φιλόξενο). Όλοι οι δρόμοι είναι ~οί μπροστά σου (: δεν υπάρχουν εμπόδια, το μέλλον είναι ευοίωνο). Όσο έχω τα μάτια μου ~ά (= όσο ζω), θα του χρωστώ ευγνωμοσύνη.|| ~ή: μπλούζα. ~ό: πουκάμισο. Ρούχα ελαφριά, με ~ό λαιμό. ΣΥΝ. ξεκούμπωτος. ΑΝΤ. κουμπωμένος.|| (ξεσκέπαστος, μη στεγασμένος, ακάλυπτος:) ~ή: πισίνα. ~ό: αυτοκίνητο (= κάμπριο)/θέατρο/μπουκάλι/φρεάτιο. ~οί: χώροι άθλησης. ΑΝΤ. σκεπασμένος, σκεπαστός.|| ~ά: λουλούδια (= ανθισμένα). 2. ανεπούλωτος: (κυριολ. κ. μτφ.) ~ά: τραύματα (ΑΝΤ. επουλωμένα). 3. που δεν εμποδίζεται η είσοδος σε αυτόν ή που δεν είναι περικυκλωμένος από φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο: ~ός: κόλπος. ~ή: κοιλάδα. Σπίτι με ~ή (= ανεμπόδιστη, ελεύθερη) θέα. Λιμάνι ~ό στα βορειοανατολικά. Ταξίδι στο ~ό πέλαγος. Πβ. ευρύς, πλατύς.|| ~ή: αυλή (= χωρίς περίφραξη). ~ά: σύνορα.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: στροφή (= μεγάλης, αμβλείας γωνίας). ΑΝΤ. κλειστός (6) 4. απλωμένος, ξεδιπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια (= τεντωμένα).|| Χορεύουν σε ~ό κύκλο. ΑΝΤ. κλειστός (7) 5. που επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου και γενικότ. είναι σε λειτουργία: ~ός: διακόπτης. ~ό: μικρόφωνο/φως. Άφησε/ξέχασε το μάτι της κουζίνας ~ό/την τηλεόραση ~ή/τον υπολογιστή ~ό. (ΣΥΝ. αναμμένος. ΑΝΤ. σβηστός).|| ~ή: βαλβίδα.|| Είναι ~ά σήμερα τα μαγαζιά; ΑΝΤ. κλειστός (3) 6. (μτφ.) που διακρίνεται από ευρύτητα πνεύματος, δεκτικότητα ή εξωστρέφεια, κοινωνικότητα: (χωρίς προκαταλήψεις:) ~ή: κοινωνία/σκέψη. ~ό: μυαλό.|| (δεκτικός, διαθέσιμος:) ~ στον διάλογο/στην κριτική/σε προτάσεις/στη συνεργασία.|| (εξωστρεφής, κοινωνικός:) Φιλικός, προσιτός και ~ στους πάντες. ΑΝΤ. κλειστός (5) 7. φωτεινός: ~ός: τόνος. ~ή: απόχρωση/επιδερμίδα. ~ό: χρώμα (ματιών). ~ές: ανταύγειες. ~ά: μαλλιά. ΣΥΝ. ανοιχτόχρωμος ΑΝΤ. σκούρος 8. που δεν έχει (προ)καθοριστεί, προσδιοριστεί ή ρυθμιστεί ακόμα· εκκρεμής: ~ός: χρόνος αποπληρωμής. ~ό: συμβόλαιο (= χωρίς ορισμένη ημερομηνία λήξης). Ζήτημα ~ό (πβ. ανεπίλυτο).|| Αφήνω ~ό το ενδεχόμενο να ... (: δεν το αποκλείω, το θεωρώ πιθανό). 9. που επιτρέπει τη συμμετοχή ή την είσοδο όλων: ~ός: διαγωνισμός/διάλογος. ~ή: ακρόαση/διαδικασία/εκδήλωση/επικοινωνία/προκήρυξη/συζήτηση/συνέλευση. ~ό: σεμινάριο. ~ές: τεχνολογίες. Αίθουσα ~ή στο κοινό. Πβ. δημόσιος. ΑΝΤ. κλειστός (4) 10. που γίνεται φανερά και απροκάλυπτα, χωρίς προσπάθεια να κρατηθεί κρυφός: ~ή: αντιπαράθεση. Σε ~ή ρήξη.|| (σε χαρτοπαίγνιο:) ~ά φύλλα (= που μπορούν να τα δουν όλοι οι παίκτες). ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή άμυνα: ΑΘΛ. άμυνα που αφήνει στους αντιπάλους διόδους προς την εστία ή το καλάθι. ΑΝΤ. κλειστή άμυνα, ανοιχτή ατζέντα: που μπορεί να περιλάβει οποιοδήποτε θέμα προς συζήτηση: διαπραγματεύσεις/συνάντηση/συνεδρίαση με ~ ~., ανοιχτή εκπαίδευση: η δυνατότητα πρόσβασης κάθε πολίτη στην εκπαίδευση και ειδικότ. το δικαίωμα του κάθε φοιτητή να καθορίζει μόνος του τον τόπο, τον χρόνο και τον ρυθμό μελέτης του: ~ ~ με αρθρωτό/σπονδυλωτό σύστημα (: πρόγραμμα σπουδών που συνδυάζει θεματικές ενότητες). ~ ~ και εκπαίδευση εξ αποστάσεως/τηλεκπαίδευση. Βλ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο, εκπαίδευση ενηλίκων. [< αγγλ. open education] , ανοιχτή ημερομηνία: που δεν έχει προκαθοριστεί: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. Εισιτήρια ~ής ~ας. ΑΝΤ. κλειστή ημερομηνία, ανοιχτή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. βασισμένη στο διεθνές εμπόριο: ελεύθερη ~ ~. Καθεστώς ~ής ~ας. Βλ. κλειστή οικονομία., ανοιχτή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε φωνήεν. ΑΝΤ. κλειστή συλλαβή, ανοιχτή χορδή: ΜΟΥΣ. που πάλλεται, δεν είναι πατημένη (από κάποιο δάχτυλο). ΑΝΤ. κλειστή χορδή., ανοιχτό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. που δεν είναι συνδεδεμένο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος: τάση ~ού ~ατος. Θερμοσίφωνες/λέβητες ~ού ~ατος. ΑΝΤ. κλειστό κύκλωμα. [< αγγλ. open circuit] , ανοιχτό παιχνίδι 1. ΑΘΛ. αγώνας χωρίς στενά μαρκαρίσματα μεταξύ των παικτών: ~ ~ με πολλά γκολ. ΑΝΤ. κλειστό παιχνίδι 2. με πιθανή κάθε έκβαση., ανοιχτός ορίζοντας 1. ανεμπόδιστος. 2. (μτφ.) ελεύθερος, που παρέχει απεριόριστες δυνατότητες: άνθρωπος/κοινωνία ~ών ~όντων. ΑΝΤ. κλειστός ορίζοντας (1), ανοικτές πωλήσεις βλ. πώληση, Ανοικτό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, ανοιχτή ακρόαση βλ. ακρόαση, ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας) βλ. γραμμή, ανοιχτή διακυβέρνηση βλ. διακυβέρνηση, ανοιχτή επιστολή βλ. επιστολή, ανοιχτή θάλασσα βλ. θάλασσα, ανοιχτή πίστωση βλ. πίστωση, ανοιχτή πληγή βλ. πληγή, ανοιχτό βιβλίο βλ. βιβλίο, ανοιχτό μέτωπο βλ. μέτωπο, ανοιχτό χαρτί βλ. χαρτί, ανοιχτοί λογαριασμοί βλ. λογαριασμός, ανοιχτός στίβος βλ. στίβος, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό βλ. λογισμικό, ερωτήσεις ανοιχτού τύπου/ανοιχτές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, λευκή επιταγή βλ. επιταγή, πολιτική ανοιχτών θυρών βλ. θύρα, τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός βλ. λογαριασμός ● ΦΡ.: (στα) ανοιχτά (νερά): στο πέλαγος: κρουαζιέρα ~ ~. Το πλοίο βυθίστηκε ανοιχτά της νήσου ... (= κοντά στο νησί ...) Βγήκαν/ψαρεύουν ~ ~., έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά (μτφ.): εντείνω την προσοχή μου: Έχε τ' αυτιά σου ανοιχτά και άκουσε/πρόσεξε τι θα πουν!, αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι βλ. πόρτα, με ανοιχτά χαρτιά βλ. χαρτί, με ανοιχτές αγκάλες βλ. αγκάλη, με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό βλ. στόμα, ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα βλ. δρόμος, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, το παράσημο/το βραβείο της ανοιχτής παλάμης βλ. παλάμη [< μτγν. ἀνοικτός, μεσν. ανοιχτός, γαλλ. ouvert, αγγλ. open, γερμ. offen]

αξίωση

αξίωση [ἀξίωση] α-ξί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. επίμονη και επιτακτική απαίτηση για κάτι, που μπορεί να απορρέει από δικαίωμα ή (αρνητ. συνυποδ.) να είναι υπερβολική: δικαστική/(ΝΟΜ.) ενοχική/νομική/νόμιμη/χρηματική ~. Εδαφικές/οικονομικές/παράλογες/παράνομες/πολιτικές ~ώσεις (πβ. διεκδικήσεις). ~ είσπραξης/για καταβολή αποζημιώσεων/τόκων. Διατυπώνω/εγείρω/προβάλλω ~ώσεις. Παραιτούμαι από μια ~. 2. {στη γεν. πληθ.} για κάτι που έχει μεγάλη αξία, υψηλή ποιότητα: βιβλίο/έργα/ομάδα/παιχνίδι υψηλών ~ώσεων (= απαιτήσεων, επιπέδου). ● ΣΥΜΠΛ.: αμεταβίβαστη αξίωση/αμεταβίβαστο δικαίωμα βλ. αμεταβίβαστος ● ΦΡ.: έχω την αξίωση να: αξιώνω, απαιτώ, ζητώ: Θα πω λίγα, χωρίς να ~ ~ να συμφωνήσουν όλοι μαζί μου., με/χωρίς (μεγάλες/σοβαρές) αξιώσεις: με/χωρίς καλές προοπτικές για την επίτευξη ενός στόχου: Η ομάδα διεκδικεί με ~ ~ τον τίτλο του πρωταθλητή. Προσπάθεια χωρίς ~ ~. [< αρχ. ἀξίωσις]

άρπα-κόλλα

άρπα-κόλλα [ἅρπα-κόλλα] άρ-πα κόλ-λα ως επίρρ. (προφ.): βιαστικά, πρόχειρα, επιπόλαια: Η δουλειά έγινε ~ (= τσαπατσούλικα).|| (ως ουσ.) Τα κάνουν όλα στο ~ (βλ. στο άψε σβήσε, στα γρήγορα). Είναι του ~.

αρχή

αρχή [ἀρχή] αρ-χή ουσ. (θηλ.) 1. σημείο στον χρόνο ή τον χώρο, από το οποίο κάτι αποκτά υπόσταση, εμφανίζεται για πρώτη φορά: η ~ του κόσμου/των πάντων/του Σύμπαντος (: δημιουργία). Η ~ της ζωής (: γέννηση). Από την ~ (= έναρξη) του χρόνου. Στις ~ές του έτους (ΑΝΤ. τέλη). Στην ~ (= αρχικά), νόμιζα ότι είχα κάνει λάθος. Από την ~ είχα αντιρρήσεις (= εξαρχής, από την πρώτη στιγμή). Ελάτε να κάνουμε μια ελπιδοφόρα/καινούργια/νέα ~ (= ξεκίνημα)! (ως ευχή) Καλή ~ στη νέα σου δουλειά! Βλ. απ~.|| Στην ~ του δρόμου (πβ. αφετηρία· ΑΝΤ. τέρμα)/κειμένου. ΑΝΤ. τέλος (1) 2. (συνήθ. με κεφαλ. Α) φορέας, όργανο, υπηρεσία· (συνεκδ., στον πληθ.) τα πρόσωπα που τα στελεχώνουν: αθλητική/αναγνωρισμένη/αναθέτουσα/ανακριτική/αρμόδια/αστυνομική/δικαστική/διοικητική/διοργανώτρια/διπλωματική/διωκτική/ελεγκτική/εποπτική/κρατική/κυβερνητική/νομαρχιακή/πολεοδοµική/πολιτειακή/στρατιωτική/φορολογική ~.(στην Κύπρο) ~ Ηλεκτρισμού. ~ Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ακρ. ΑΠΔΠΧ). ~ Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Ευρωπαϊκή ~ για την Ασφάλεια των Τροφίμων. Απόφαση/αρμοδιότητες/βεβαίωση/πιστοποιητικό/πόρισμα της ~ής. Ακαδημαϊκές/Πανεπιστημιακές ~ές. Προξενικές ~ές. Δημοτικές ~ές. Διώκεται από τις Αρχές (του τόπου) (: την Αστυνομία, τη Δικαιοσύνη, το Κράτος).|| Τελετή που παρακολούθησαν σύσσωμες οι ~ές της πόλης (= τοπικοί άρχοντες, τοπικές ~ές). 3. κανόνας που καθορίζει τη στάση ή τη συμπεριφορά κάποιου· κοινώς αποδεκτό πρότυπο συλλογικής συμπεριφοράς: δημοκρατικές/ηθικές/ιδεολογικές/κατευθυντήριες ~ές. Οι ~ές μου και τα πιστεύω μου. Άνθρωπος χωρίς ~ές (: ανήθικος, ασύδοτος). Αποτελεί ~ μου να ... Είναι θέμα/ζήτημα ~ής για μένα.|| Η ~ της ακεραιότητας/αξιοπρέπειας/ελευθερίας/κοινωνικής δικαιοσύνης/νομιμότητας. Εφαρμογή/παραβίαση/τήρηση των ~ών. 4. προϋπόθεση, όρος: ~ του διαλόγου/της συζήτησης είναι ... Το συμβούλιο θέτει ως ~ ότι ... Πβ. βάση, θεμέλιο. 5. (επιστ.) θεμελιώδης κανόνας, νόμος σε έναν γνωστικό τομέα: η ~ της άνωσης/βαρύτητας. Καταστατικές ~ές (= βασικές, θεμελιώδεις). Παιδαγωγικές ~ές. Βασικές ~ές και έννοιες της φιλοσοφίας. Γενικές ~ές (του) Αστικού Δικαίου. Θεωρητικές ~ές της επιστήμης. ~ές Οικονομικής Θεωρίας. Πβ. αξίωμα. 6. πρωταρχική αιτία: η ~ όλων των δεινών (= πηγή, ρίζα). ● ΣΥΜΠΛ.: ανεξάρτητη Αρχή βλ. ανεξάρτητος, ανθρωπική αρχή βλ. ανθρωπικός, αντιποίηση Αρχής βλ. αντιποίηση, αρχή της αδράνειας βλ. αδράνεια, αρχή της αναλογικότητας βλ. αναλογικότητα, αρχή της ισότητας βλ. ισότητα, αρχή της ομοφωνίας βλ. ομοφωνία, αρχή της πλειοψηφίας βλ. πλειοψηφία, αρχή/νόμος της διατήρησης βλ. διατήρηση, αρχιμήδεια αρχή/αρχή του Αρχιμήδη βλ. αρχιμήδειος, διωκτικές Αρχές βλ. διωκτικός, εκδίδουσα Αρχή βλ. εκδίδων, ζωτική αρχή βλ. ζωτικός, η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας βλ. απροσδιοριστία, η αρχή της αυτοδιάθεσης βλ. αυτοδιάθεση, η αρχή της δεδηλωμένης βλ. δηλωμένος, η αρχή της επικουρικότητας βλ. επικουρικότητα, η αρχή της νομιμότητας βλ. νομιμότητα, η αρχή των εθνοτήτων βλ. εθνότητα, η αρχή/η λογική της ήσσονος προσπάθειας βλ. ήσσων & ήττων, η κατηγορούσα αρχή βλ. κατηγορώ, λιμενική Αρχή βλ. λιμενικός, περιύβριση Αρχής βλ. περιύβριση, πρυτανικές Αρχές βλ. πρυτανικός, τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης βλ. τίτλος ● ΦΡ.: από την αρχή ως/μέχρι το τέλος: καθ' όλη τη διάρκεια ή σε όλη την έκταση: Ήμουν παρών ~ ~.|| Διάβασε το κείμενο ~ ~.|| Η ιστορία είναι πλαστή ~ ~ (= εξολοκλήρου)., αρχής γενομένης (+ από, λόγ.): αρχίζοντας από: πενθήμερη απεργία, ~ ~ από σήμερα., αυτό είναι μόνο η αρχή: για σχέδιο που βρίσκεται σε αρχικό στάδιο ή για κατάσταση που έχει συνήθ. αρνητική εξέλιξη: Έχει γίνει μια πρώτη προσπάθεια, αλλά ~ ~.|| Η κρίση εντείνεται και ~ ~., δεν έχει αρχή και τέλος & χωρίς αρχή και τέλος: για να δηλωθεί το άπειρο, η έλλειψη ορίων: η ευθεία δεν έχει ~ ~. Πβ. αέναος, ασταμάτητος, διαρκής, συνεχής.|| (μτφ.) Έρωτας χωρίς ~ ~. Πρόκειται για θέμα που δεν έχει ~ ~. Πβ. φαύλος κύκλος., εν αρχή ην … [ἐν ἀρχῇ ἦν] (λόγ.): στην αρχή υπήρχε (κάτι): ~ ~ το μηδέν/χάος.|| (ειρων.) ~ ~ η κατανάλωση., επί της αρχής (λόγ.): κατά βάση, σε γενικά πλαίσια, σε γενικές γραμμές: Εγκρίθηκε ~ ~ το νομοσχέδιο.|| (ως επίθ.) Η ~ ~ συμφωνία για ..., η αρχή είναι το ήμισυ του παντός (γνωμ.): το πιο σημαντικό είναι να κάνει κάποιος το πρώτο βήμα., κάθε αρχή και δύσκολη: για τα εμπόδια που συναντά κανείς σε κάθε ξεκίνημα., κάνω την αρχή 1. αρχίζω, ξεκινώ. 2. (μτφ.) αναλαμβάνω την πρωτοβουλία: Έκανε ~ για έναν παρατεταμένο αγώνα υπέρ ..., καταρχάς (λόγ.) & (λογιότ.) κατ' αρχάς: αρχικά, στην αρχή: ~, το ποσό μειώθηκε, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκε. Πβ. εν πρώτοις., καταρχήν & (λόγ.) κατ' αρχήν 1. κατά βάση, στα βασικά σημεία: Δεν διαφωνώ ~ ~, αλλά σε επιμέρους θέματα.|| (ως επίθ.) Η ~ συμφωνία. Πβ. επί της αρχής. 2. (συνήθ. καταχρ.) καταρχάς. [< γαλλ. en principe, γερμ. im Prinzip] , με αρχή, (μέση) και τέλος: με δομή, συνοχή: έργο/κείμενο ~ ~., αντίσταση κατά της Αρχής βλ. αντίσταση, είναι παλαιών/αυστηρών αρχών βλ. παλαιός, ενός ανδρός αρχή βλ. άνδρας & άντρας, η αρχή του κακού βλ. κακό, η αρχή του νήματος βλ. νήμα, η αρχή του τέλους βλ. τέλος, μηδενικός νόμος βλ. μηδενικός, φτου κι απ' την αρχή! βλ. φτου [< αρχ. ἀρχή, γαλλ. principe, αγγλ. principle 2: γαλλ. autorités, αγγλ. authorities]

άστρο

άστρο [ἄστρο] ά-στρο ουσ. (ουδ.) 1. (συνήθ. λογοτ.) αστέρι: λαμπρό ~. ~ της αυγής (: ο Αυγερινός)/ημέρας (: ο Ήλιος)/νύχτας (: η Σελήνη)/τραμουντάνας (: ο Πολικός Αστέρας).|| Το ~ της Βηθλεέμ/των Μάγων. Λάμπει/τρεμοσβήνει ένα ~. Μάζα/πυρήνας ~ου. Ουρανός γεμάτος ~α (= έναστρος). ~α ορατά με γυμνό μάτι. Πλήθος ~ων στο ουράνιο στερέωμα. Βλ. αστέρας. 2. (μτφ.) άστρο που επηρεάζει την ανθρώπινη μοίρα: το καλό/τυχερό του ~ (που τον επηρεάζει θετικά).|| Πολιτικό ~. 3. αντικείμενο ή σύμβολο με ακτίνες ή τριγωνικά άκρα-σχηματική αναπαράσταση αστεριού: ασημένιο/χρυσό ~. Το ~ του Δαβίδ/των Χριστουγέννων.άστρα (τα) (προφ.): αστερισμοί του ζωδιακού κύκλου: Διαβάζω τα ~. Δεν πιστεύω στ' ~. Τ' ~ σάς συμβουλεύουν. Επιρροές των ~ων. Τι λένε/προβλέπουν τ' ~ σήμερα; Δεν ταιριάζουν τ' ~ τους. Φταίνε τ' ~ (: ως δικαιολογία για παράλογες ή ανεξήγητες πράξεις). Πβ. ζώδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: πόλεμος των άστρων: αμυντικό πρόγραμμα των ΗΠΑ εξεύρεσης διαστημικών τεχνολογικών μέσων για την αντιμετώπιση επιτιθέμενων πυραύλων με πυρηνικές κυρ. κεφαλές. [< αγγλ. Star War, 1983] , άστρο/αστέρας νετρονίων βλ. αστέρας ● ΦΡ.: ανατέλλει/μεσουρανεί, δύει/σβήνει το άστρο κάποιου (μτφ.): η ανοδική και λαμπρή πορεία κάποιου (καλλιτέχνη, πολιτικού, οργάνωσης) βρίσκεται στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος της., έχω άστρο/αστέρι: έχω την εύνοια της τύχης: Είχα ~, τράκαρα σοβαρά και δεν έπαθα τίποτα. Πβ. τύχη βουνό., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, τον ουρανό με τ' άστρα βλ. ουρανός [< 1: αρχ. ἄστρον 2: μεσν. άστρον 2: γαλλ. étoile]

αύριο

αύριο [αὔριο] αύ-ρι-ο επίρρ.: (χρονικό) την επόμενη ημέρα από τη σημερινή, το επόμενο εικοσιτετράωρο: ~ το απόγευμα. Από ~ δίαιτα! Μείνε μέχρι/ως ~. Τα λέμε ~. ~ πάλι. Θα σε δω ~; Ελάτε (καλύτερα) ~. Ο καιρός ~ αναμένεται αίθριος. Οι εργασίες είναι για ~; (: θα παραδοθούν ~;) Σαν ~ γεννήθηκε ο ... Από ~ σε ~ (: για συνεχείς αναβολές). ~ ξημερώνει μια άλλη μέρα. Βλ. (αντι)μεθ~, (προ)χθές, σήμερα. ● Ουσ.: αύριο (το): το μέλλον: Το ~ είναι αβέβαιο/άγνωστο. Τη φοβίζει το ~. Ο κόσμος του ~ (= ο αυριανός, ο μελλοντικός). Κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει το ~. Αγωνίζομαι για ένα καλύτερο ~. Σχέσεις χωρίς ~. ● ΦΡ.: (κι/για) αύριο έχει ο Θεός: σε περιπώσεις καθησυχασμού ή αναβολής, για αύριο βλέπουμε: Ας ζήσουμε μ΄αυτά που έχουμε σήμερα και ~ ~., αύριο κλαίνε (προφ.): για επικείμενη τιμωρία ή γενικότ. δυσάρεστη συνέπεια: Άστα να πάνε! ~ ~!, ες αύριον τα σπουδαία (λόγ.-συνήθ. ειρων.): όταν αναμένεται ή αναβάλλεται κάτι για την επόμενη μέρα ή για άλλη στιγμή: Η σημερινή κρίσιμη συνάντηση αναβλήθηκε, ες αύριον λοιπόν τα σπουδαία., σήμερα αύριο/αύριο μεθαύριο: στο άμεσο ή προσεχές μέλλον: ~ ~ αναμένουμε τα αποτελέσματα/την επίσκεψη., σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε: η ζωή είναι σύντομη και απρόβλεπτη: Να απολαμβάνεις το παρόν, γιατί ~ ~., κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι βλ. μέρα, μην αναβάλλεις/μην αφήνεις (ποτέ) για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα βλ. αναβάλλω [< αρχ. αὔριον]

άχτι

άχτι [ἄχτι] ά-χτι ουσ. (ουδ.) (προφ.): κυρ. στις ● ΦΡ.: βγάζω το άχτι μου: εκτονώνομαι, ξεσπώ: Αχ, του τα είπα ένα χεράκι κι έβγαλα ~. ΣΥΝ. βγάζω τα/τ' απωθημένα μου, έχω κάποιον άχτι: τον αντιπαθώ και συνήθ. θέλω να τον εκδικηθώ: Τον έχει ~ από τότε που του πήρε τη θέση., έχω κάτι άχτι: έχω σφοδρή επιθυμία ή καημό για κάτι: Το είχε ~ να βγάλει δικό του δίσκο και το κατάφερε τελικά. [< τουρκ. ahd, ahit]

βήμα

βήμα [βῆμα] βή-μα ουσ. (ουδ.) {βήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. καθεμία από τις κινήσεις που κάνει κάποιος εναλλάξ, όταν περπατά, σηκώνοντας το ένα πόδι και κατεβάζοντάς το μπροστά από το άλλο· κατ' επέκτ. βηματισμός και ειδικότ. τρόπος βαδίσματος, περπατήματος: Προχωρούσε με μεγάλα (= δρασκελιές)/μικρά ~ατα. Έκανε μερικά ~ατα μπροστά/πίσω (πβ. οπισθοχωρώ)/προς την πόρτα.|| Αποφασιστικό/αργό/βαρύ/βιαστικό/γρήγορο/διστακτικό/ζωηρό/κουρασμένο/σταθερό/στρατιωτικό ~. Επιτάχυνε το ~ της. (για ζώο) Το ~ του αλόγου (βλ. καλπασμός). Ψηφιακός μετρητής ~άτων (: εργομετρικό όργανο γυμναστικής).|| (μτφ.) Τα έργα προχωρούν με γοργά ~ατα (= με γρήγορους ρυθμούς).|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ., ο ήχος των ~άτων:) Άκουσα ~ατα πίσω μου.|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) Άφησε τα ~ατά (= αποτυπώματα, ίχνη, πατημασιές, χνάρια) της στην άμμο.|| (μτφ., για να δηλωθεί κοντινή απόσταση) Στεκόταν δύο ~ατα πιο πέρα. Το σπίτι δεν είναι πολύ μακριά· λίγα/πέντε ~ατα από την πλατεία. 2. (μτφ.) ενέργεια, προσπάθεια ή συμβάν που οδηγεί προοδευτικά στην επίτευξη ενός στόχου: ~ατα βελτίωσης (της σχέσης τους)/προόδου (ενάντια στον καρκίνο)/προσέγγισης (μεταξύ των δύο χωρών). Έχουν γίνει αποφασιστικά/καθοριστικά/κρίσιμα/ουσιαστικά/σημαντικά ~ατα για την επίλυση του προβλήματος (βλ. άλμα). Έκαναν ένα ~ προς αυτή την κατεύθυνση. Ό,τι πετύχαμε είναι ένα πρώτο ~. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά/να σχεδιάσουμε προσεκτικά τα επόμενά μας ~ατα. Πβ. δραστηριότητα, κίνηση. Βλ. διάβημα. 3. (μτφ.) καθένα από τα στάδια μιας διαδικασίας: (σε οδηγίες) ~ 1ο(ν): κάνετε κλικ στο εικονίδιο ... ~ 2ο(ν): Πληκτρολογείτε ... Πέντε απλά/βασικά ~ατα για σύνδεση στο ίντερνετ. Ακολουθήστε τα ~ατα προσεκτικά. Τα ~ατα ενός αλγορίθμου. 4. {συνήθ. στον πληθ.} οποιαδήποτε από τις κινήσεις των ποδιών στον χορό: Μαθαίνω τα ~ατα του χασάπικου. (σε μάθημα) (Κάνεις) ένα ~ μπρος, ένα ~ αριστερά ... 5. (μτφ.) χώρος έκφρασης και ανταλλαγής απόψεων: ανοιχτό/δημόσιο/ελεύθερο ~. ~ διαλόγου/ιδεών/συζήτησης. Ας μας δοθεί ένα ~, για να πούμε τη γνώμη μας.|| (τίτλος ιστότοπου ή περιοδικού:) Εκπαιδευτικό ~. 6. βάθρο, εξέδρα, συνήθ. κοινοβουλίου: Ανέβηκε στο/κατέβηκε από το ~. Εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ/μίλησε από το ~ της Βουλής. Πβ. πόντιουμ. 7. {συνήθ. στον εν.} ρυθμικός βηματισμός (π.χ. σε παρέλαση): Έχασε το ~ του (: τον συγχρονισμό του με τους άλλους). Άλλαξε το ~ σου! Έδινε το ~ με τη σφυρίχτρα (: καθόριζε τον ρυθμό του βαδίσματος). 8. ΤΕΧΝΟΛ. {συνήθ. στον πληθ.} απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικές σπείρες (π.χ. βίδας) ή προεξοχές (π.χ. οδοντωτού τροχού). Πβ. πάσο.βήματα (τα): ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) παράβαση κατά την οποία ο κάτοχος της μπάλας μετακινεί τα πόδια του, χωρίς να τη χτυπήσει στο έδαφος, ή (π.χ. στο μπάσιμο) κάνει περισσότερα από τα δύο επιτρεπόμενα βήματα. ● Υποκ.: βηματάκι (το): στις σημ. 1-3. ● ΣΥΜΠΛ.: βήμα/βάδισμα (της) χήνας: στρατιωτικός βηματισμός κατά τον οποίο τα πόδια κινούνται ψηλά, χωρίς να κάμπτονται τα γόνατα: παρέλαση με ~ ~. [< γαλλ. pas de l'oie] , Ιερό/Άγιο Βήμα: ΕΚΚΛΗΣ. το ιερό χριστιανικού ναού. ΣΥΝ. άβατο (2), τα Άγια των Αγίων (1), βήμα κουκκίδας βλ. κουκκίδα ● ΦΡ.: ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα 1. βαδίζω πίσω από κάποιον, παρακολουθώντας τον στενά: (κυριολ.) Οι τηλεοπτικές κάμερες ακολουθούσαν ~ ~ το δημοφιλές ζευγάρι.|| (μτφ.) Η ομάδα ακολουθεί ~ ~ την πρωτοπόρο της βαθμολογίας. ΣΥΝ. ακολουθώ κατά πόδας (3) 2. (μτφ.) εφαρμόζω κάτι χωρίς παρεκκλίσεις: Ακολούθησα ~ τις συμβουλές του. 3. (μτφ.) αντιγράφω πιστά, μιμούμαι: Το νέο μοντέλο ακολουθεί ~ το προηγούμενο της ίδιας εταιρείας., ακολουθώ τα/βαδίζω στα βήματα/χνάρια & ακολουθώ τα/βαδίζω στα ίχνη κάποιου (μτφ.): κινούμαι στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον, έχοντάς τον ως πρότυπο, ακολουθώ το παράδειγμά του: ~εί ~ του πατέρα/προκατόχου του. Η ελληνική αγορά ~εί τα χνάρια/~ει στα χνάρια της ευρωπαϊκής. [< γαλλ. marcher sur les pas de quelqu'un] , ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου 1. περπατώ πιο γρήγορα: Άνοιξε το ~ του για να την προλάβει. 2. (μτφ.) επεκτείνω τις δραστηριότητές μου: Η εταιρεία είναι έτοιμη ν' ανοίξει ~ της στην Ευρώπη. Πβ. ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά μου., βήμα-βήμα/βήμα προς βήμα/κατά βήμα: προσεκτικά, πιστά (και χωρίς παρεκκλίσεις)· αργά και σταθερά: Ακολουθήστε ~ ~ τις οδηγίες εγκατάστασης!|| Οι προσπάθειες προσέγγισης πάνε/προχωρούν βήμα-βήμα. [< γαλλ. pas à pas] , δεν κάνω (ούτε ένα) βήμα 1. (κυριολ.) δεν (μετα)κινούμαι: Όλη μέρα δεν ~ει ~ από τον καναπέ.|| (μτφ.) Η μητέρα του δεν τον αφήνει να κάνει ~ μακριά της (: τον παρακολουθεί στενά, δεν τον αφήνει ελεύθερο). 2. (μτφ.) δεν υποχωρώ: Δεν θα ~ουμε ~ πίσω από τις διεκδικήσεις μας., δεν κάνω βήμα χωρίς ...: δεν προβαίνω σε κάποια ενέργεια, χωρίς κάποιον ή κάτι πολύ απαραίτητο: Δεν ~ει ~ χωρίς τον άνδρα της/το κινητό του. Δεν μπορεί να κάνει ~ χωρίς τα γυαλιά του. ΣΥΝ. δεν κάνω χωρίς κάποιον/κάτι [< γαλλ. ne pas faire un pas sans] , ένα βήμα (πριν) από (μτφ.): λίγο πριν από κάτι: Απέχει ~ ~ την τρέλα/τη χρεοκοπία., ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω (μτφ.): για ανακοπή της αναπτυξιακής ή εξελικτικής πορείας, πισωγύρισμα: Οι διαπραγματεύσεις πάνε ~ ~., ένα βήμα πιο κοντά: για να δηλωθεί πλησίασμα, προσέγγιση: Έλα ~ ~ (= πλησίασε)!|| Εμβόλιο που φέρνει τους επιστήμονες ~ ~ στην αντιμετώπιση της ασθένειας., κάνει τα πρώτα (του) βήματα 1. (μτφ.) βρίσκεται στο ξεκίνημα, στις αρχές: Στην επαρχία έκανε τα πρώτα της (δειλά/διστακτικά) ~ στο τραγούδι.|| Τα πρώτα βήματα του διαδικτύου/του κινηματογράφου. 2. μαθαίνει να περπατά: (κυριολ. για παιδί) Μόλις άρχισε να κάνει ~ ~.|| (μτφ.) Μαζί κάναμε τα πρώτα μας ~ατα (= μεγαλώσαμε παρέα)., κάνω το πρώτο βήμα (μτφ.): κάνω την αρχή, την πρώτη κίνηση: Περιμένει απ' αυτόν να ~ει ~.|| Έγινε το πρώτο βήμα για ... [< γαλλ. faire le premier pas] , τα βήματά μου με οδηγούν/φέρνουν (κάπου) (μτφ.): κατευθύνομαι ενστικτωδώς: Τα ~ατά του τον έφεραν/οδήγησαν γρήγορα στο κέντρο της πόλης., το μετέωρο βήμα: για κάτι που επιχειρείται διστακτικά, με έλλειψη αποφασιστικότητας και χωρίς ελπίδα ή πιθανότητες επιτυχίας: ~ ~ προς την εγκαθίδρυση της ειρήνης., ένα βήμα μπροστά/βήματα μπροστά βλ. μπροστά, με βήμα σημειωτόν βλ. σημειωτόν, με ρυθμούς χελώνας βλ. χελώνα, σέρνω τα πόδια/τα βήματά μου βλ. σέρνω [< αρχ. βῆμα, γαλλ. pas, αγγλ. step]

βια

βια ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.): βιασύνη. ΣΥΝ. βιάση [< αρχ. βία με συνίζηση]

βλαστημώ

βλαστημώ [βλαστημῶ] βλα-στη-μώ ρ. (μτβ.) {βλαστημ-άς ...| βλαστήμ-ησα, -ήσω, -ώντας} & βλαστημάω & (λόγ.) βλασφημώ: βρίζω ιδ. τα θεία: ~ούν τα ιερά και τα όσια. Πβ. αισχρο-, χυδαιο-λογώ, βωμολοχώ.|| ~άει την τύχη του. Πβ. αναθεματίζω. ● ΦΡ.: βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... (υβριστ.): μετανιώνω πικρά για κάτι (δηλώνεται οργή και αγανάκτηση): ~ ~ που πάτησα εκεί μέσα. (απειλητ.) Θα τον κάνω να βλαστημήσει ~ ~ που γεννήθηκε. [< μεσν. βλαστημώ]

βρίσκω

βρίσκω βρί-σκω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βρήκα (λαϊκό) ήβρα, βρω, βρει, προστ. βρες, βρίσκ-οντας} & (λόγ.) ευρίσκω 1. εντοπίζω τυχαία ή μετά από αναζήτηση κάποιον ή κάτι που έψαχνα, που παρέμενε κρυφό(ς) ή που αγνοούσα την ύπαρξή του: Βρήκα τα κλειδιά μου κάτω από το τραπέζι. Βλ. επανευρίσκω, ξανα~.|| Η αστυνομία βρήκε όπλα και ναρκωτικά/τους δράστες. ΣΥΝ. ανακαλύπτω.|| Βρες κάπου να καθίσεις.|| ~ πληροφορίες στην εγκυκλοπαίδεια/στο ίντερνετ.|| Βρείτε τη σωστή απάντηση/τις διαφορές/τα λάθη.|| (ύστερα από προσεκτική εξέταση:) Όλο μειονεκτήματα ~εις. Δεν μπορώ να του βρω κανένα ελάττωμα/προτέρημα. Ψάχνω να βρω τι έγινε.|| (στη βασιλόπιτα:) Ποιος βρήκε το φλουρί (= σε ποιον έτυχε);|| Σε βρήκα (πβ. σ’ έπιασα, σε τσάκωσα)! ΑΝΤ. χάνω (2) 2. εξασφαλίζω κάτι ύστερα από προσπάθεια ή κατάλληλους χειρισμούς: Βρήκε μια θέση ως υπάλληλος. Δεν μπορεί να βρει διέξοδο/δουλειά πουθενά. Πού θα βρούμε χρήματα, τώρα που τα έχουμε ανάγκη;|| Πώς να βρω το θάρρος/τη δύναμη/το κουράγιο να του πω ότι ... Βρήκε την ευκαιρία να ...|| (με αγανάκτηση:) Πότε θα βρω (και πάλι) την ησυχία μου (= θα ξαναβρώ, επανακτήσω);|| Βρες λίγο χρόνο κι έλα να με δεις (= εξοικονόμησε).|| Θα σου βρω εγώ μέρος να μείνεις. Βρήκαν τροφή και στέγη.|| Να κοιτάξεις να βρεις ένα καλό παιδί/μια καλή κοπέλα να παντρευτείς. Βρες (έναν) γιατρό επειγόντως! (ειρων.) Τώρα μάλιστα, βρήκες άνθρωπο να σε βοηθήσει! 3. σκέφτομαι, επινοώ: Πρέπει να βρούμε μια λύση. Μη ~οντας άλλο τρόπο να ... Βρες μια δικαιολογία και φύγε (= προφασίσου κάτι)! ΣΥΝ. σκαρφίζομαι.|| Βρήκαν το εμβόλιο/το φάρμακο κατά του ... (= ανακάλυψαν, εφηύραν).|| Δεν ~ τι άλλο να πω/τρόπο να σε ευχαριστήσω (= δεν έχω, δεν ξέρω). 4. γίνομαι αποδέκτης αρνητικού ή θετικού ερεθίσματος: Η πρότασή τους έχει βρει ανταπόκριση/(σθεναρή) αντίδραση/απήχηση (= έχει τύχει/χαίρει ανταπόκρισης).|| ~ει αγάπη και στοργή/στήριξη κοντά στους δικούς του/στην οικογένειά του (= απολαμβάνει).|| Βρήκε τραγικό θάνατο (= είχε). Τους βρήκαν δεινά/συμφορές (= τους έπληξαν, τους έτυχαν). 5. {συνήθ. στον αόρ.} έρχομαι αντιμέτωπος με κάποιον ή κάτι που είναι σε συγκεκριμένη κατάσταση: Τη βρήκα αναστατωμένη/να κλαίει/σύμφωνη/στο πλευρό μου. Βρήκαν το σπίτι άδειο.|| Μας ~εις πάνω που τρώγαμε/στο τραπέζι (= μας πετυχαίνεις).|| Έτσι τα βρήκαμε από τους γονείς μας (= τα κληρονομήσαμε, τα παραλάβαμε). 6. συναντώ: Θα με βρείτε στο γραφείο μου. Τη βρήκα κατά τύχη στον δρόμο (= την πέτυχα). Πού μπορώ να σε βρω; Έλα να με βρεις! 7. καταλήγω σε συγκεκριμένη κρίση· θεωρώ, μου φαίνεται: (Δεν) το ~ δίκαιο/λογικό/σκόπιμο/σωστό να (= κρίνω, νομίζω) ... ~ ότι … (= πιστεύω). (Το) βρήκε υπερβολικό το ποσό.|| (για πρόσ.) -Πώς τον ~εις; -Αδιάφορο/όμορφο! Μια χαρά σε ~, παρά την ίωση που πέρασες (= σε βλέπω).|| Βρήκαν τον κατηγορούμενο αθώο/ένοχο (= κρίθηκε από το δικαστήριο). 8. (προφ.) κάνω διάγνωση: Του βρήκαν (ότι έχει) ανεβασμένη χοληστερίνη.βρήκε (για κάτι που εκτοξεύεται, ρίχνεται ή πετιέται από μακριά): πέτυχε, ευστόχησε: Η σφαίρα ~ τον στόχο της/τον ~ πισώπλατα (= τον χτύπησε). Η μπάλα ~ (σ)το δοκάρι (= προσέκρουσε, χτύπησε). ● ΦΡ.: απ΄ τον Θεό να τό 'βρει! (συνήθ. ως κατάρα): ο Θεός να τον τιμωρήσει για το κακό ή να του ανταποδώσει το καλό που έκανε: Τέτοιο καλό που μου 'κανες ~ ~!, βρήκε το(ν) δάσκαλό/το(ν) μάστορά του (μτφ.-προφ.): βρέθηκε ο άνθρωπος που κατάφερε να τον τιθασεύσει ή να τον νικήσει: ~ ~ στο πρόσωπο του .../στον ... Πού θα πάει, θα βρεις ~ ~ σου!, βρίσκει (την) αφορμή/πάτημα: στηρίζεται σε κάτι που ειπώθηκε ή έγινε, για να πει ή να κάνει αυτό που επιδιώκει: Βρήκαν αφορμή (από κάποιες δηλώσεις του)/πάτημα (σε κάποιες δηλώσεις του), για να τον ενοχοποιήσουν., βρίσκει αντίσταση: συναντά εμπόδιο: (για αντικείμενο:) Η πόρτα δεν κλείνει, φαίνεται ότι κάπου ~ ~ (πβ. σκαλώνει)!|| Τα στρατεύματα βρήκαν (μεγάλη/σθεναρή) ~ στην προσπάθειά τους να ..., βρίσκει θέση (κάπου): γίνεται αποδεκτός: Η άθληση/δημιουργικότητα πρέπει να ~ ~ στο σχολείο., βρίσκει και τα κάνει: συμπεριφέρεται άσχημα, επειδή οι άλλοι είναι ανεκτικοί απέναντί του: Αφού του επιτρέπετε, ~ ~., βρίσκεις; (προφ.): (σε διάλογο, όταν έχει προηγηθεί διατύπωση προσωπικής άποψης του συνομιλητή) πράγματι πιστεύεις ότι ισχύει αυτό που είπες; -Ωραίο το μπλουζάκι σου. -~;, βρίσκω κάποιον απέναντί μου/μπροστά μου 1. πρέπει να τον αντιμετωπίσω ως αντίπαλο: Τους βρήκε μπροστά του και τους αποτελείωσε. 2. (μόνο στο βρίσκω μπροστά μου) τον συναντώ τυχαία., βρίσκω κάτι μπροστά μου (μτφ.): υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεών μου: Μην εκμεταλλεύεσαι τους άλλους, γιατί θα το βρεις ~ σου., καλώς μας βρήκες/βρήκατε! (χαιρετισμός): καλώς ήρθες/ήρθατε!, καλώς σε/σας βρήκα/βρήκαμε! (χαιρετισμός): ως απάντηση στο καλώς ήρθες/ήρθατε, καλώς όρισες/ορίσατε., ό,τι βρει: χωρίς να τον ενδιαφέρει: Τρώει/φοράει ~ ~ (μπροστά του)!, όπου βρω/βρεις: χωρίς να με/σε απασχολεί το μέρος: Πετάνε τα σκουπίδια όπου βρουν (= όπου λάχει/τύχει/τους καπνίσει).|| Δεν υπάρχουν και πολλές θέσεις. Κάτσε (τώρα) ~ ~!, πού πήγε και το(ν)/τη βρήκε; (προφ.): για να δηλωθεί έντονη αποδοκιμασία ή επιδοκιμασία σε περιπτώσεις επιλογής προσώπου ή πράγματος: Μα καλά, ~ τον ~! Αυτός είναι τελείως άσχετος!|| Φοβερή συσκευή! Πού ~ες και τη ~ες;, πού το βρήκες γραμμένο; (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι που λέγεται με βεβαιότητα δεν ισχύει: Τι λες καημένε μου; ~ ~;, τα βρίσκω δύσκολα/σκούρα/μπαστούνια/ζόρικα/παλούκια (μτφ.-προφ.): δυσκολεύομαι πάρα πολύ: Τα ~ ~ στα μαθηματικά. Νόμιζαν ότι θα τα καταφέρουν, αλλά τελικά τα βρήκαν ~. Τα ~ουν ζόρικα και προσπαθούν να λουφάρουν (πβ. έχω/περνάω ζόρι/ζόρια)., τα βρίσκω με κάποιον (προφ.) 1. επιλύω τις διαφορές μου, έρχομαι σε συνεννόηση, συμφωνώ μαζί του: Δεν τα βρήκανε στη μοιρασιά. Θα τα βρουν Διοίκηση και εργαζόμενοι.|| Τα βρήκαν μεταξύ τους και αποφάσισαν να ... 2. ταιριάζω με κάποιον: Είναι κι οι δυο χωρισμένοι κι έτσι τα βρήκανε., τη βρίσκω (προφ.): νιώθω έντονη ευχαρίστηση, μου αρέσει πολύ να κάνω κάτι: Τη ~ει να διαβάζει βιβλία/με το τρέξιμο. Πβ. απολαμβάνω, γουστάρω, ηδονίζομαι., τι του/της βρίσκει/βρήκε; (προφ.) (με αναφορά στον σύντροφο κάποιου, για να δηλωθεί ότι είναι άσχημος ή αντιπαθητικός): τι όμορφο ή καλό έχει που τον ελκύει: Απορώ ~ βρήκε και τον/την παντρεύτηκε!, το βρήκα! (προφ.): για να εκφράσει κάποιος τον ενθουσιασμό του για μια λαμπρή ιδέα που είχε ή μια ανακάλυψη που έκανε: ~ ~! Θα πάμε με το αυτοκίνητό μου! ΣΥΝ. εύρηκα, τον βρήκε ο χάρος/ο θάνατος (λογοτ.): πέθανε., (δεν) βρίσκω άκρη βλ. άκρη, (ξανα)βρίσκω τον εαυτό μου βλ. εαυτός, (ξανα)βρίσκω/θυμάμαι τον (παλιό) καλό εαυτό μου βλ. εαυτός, βρήκα τον διάολό μου βλ. διάβολος, βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει βλ. αγελάδα, βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ βλ. Φίλιππος, βρήκε στρωμένο τραπέζι βλ. τραπέζι, βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα βλ. μήνας, βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του (κι αναγάλλιασε η καρδιά του) βλ. γύφτος, γύφτισσα, βρήκες τη μέρα/μέρα που βρήκες να ...! βλ. μέρα, βρήκες την ώρα να ... βλ. ώρα, βρίσκει ευήκοον ους βλ. ους, βρίσκει εφαρμογή βλ. εφαρμογή, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή βλ. πόρτα, βρίσκω (κάποιον) στα κιλά μου βλ. κιλό, βρίσκω (τον) μπελά (μου) βλ. μπελάς, βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο βλ. δρόμος, βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) βλ. κοινός, βρίσκω την υγειά μου βλ. υγεία, βρίσκω το δίκιο μου βλ. δίκιο, βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) βλ. δρόμος, βρίσκω/πετυχαίνω κάποιον σε καλή/κακή μέρα ή είμαι σε καλή/κακή μέρα βλ. μέρα, δεν βρήκε τη(ν) μπάλα βλ. μπάλα, δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια βλ. λόγια, έρχομαι στα ίσα μου βλ. ίσα1, κακό που με βρήκε/έπαθα! βλ. κακό, κακός μπελάς (που) με βρήκε! βλ. μπελάς, κάνω/βρίσκω την τύχη μου βλ. τύχη, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι βλ. τέντζερης, μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ βλ. νύχτα, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω βλ. πέτρα, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις βλ. πού, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα βλ. γυρεύω, τα βρίσκω με τον εαυτό μου βλ. εαυτός, τα πιάσαμε/τα βρήκαμε τα λεφτά μας βλ. λεφτά, τώρα που βρήκαμε παπά, ας/να θάψουμε πεντέξι βλ. παπάς [< μεσν. βρίσκω]

γάτα

γάτα γά-τα ουσ. (θηλ.) {γατών} (δηλώνει και τον γάτο) 1. ΖΩΟΛ. μικρόσωμο αιλουροειδές (επιστ. ονομασ. Felis domesticus), που ζει κυρ. ως κατοικίδιο: άγρια (= αγριόγατα)/ζημιάρα/οικόσιτη/παιχνιδιάρα/τρίχρωμη ~. ~ Aγκύρας/Περσίας (= περσική ~)/Σιάμ (= σιαμαία ~)/του δρόμου (= κεραμιδόγατα)/του σαλονιού. Η ~ γουργουρίζει/νιαουρίζει. (Λέγεται πως) η μαύρη ~ (= μαυρόγατα) φέρνει γρουσουζιά. Πβ. γαλή, ψιψίνα.|| (μτφ.) Ζηλιάρα (= ζηλιαρόγατα)/χαδιάρα ~ (: για γυναίκα). Εφτάψυχος/περπατά αθόρυβα σαν ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος έξυπνος, ευέλικτος, ικανός να ξεπερνά τις δυσκολίες: Αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, μα είναι ~ και θα τα καταφέρει. ΣΥΝ. τσακάλι (2) ● Υποκ.: γατάκι (το), γατούλα (η): (μτφ.) για γυναίκα γλυκιά και χαδιάρα, ναζιάρα. ● Μεγεθ.: γατάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η γάτα με τις εννιά ουρές βλ. ουρά, μάτια γάτας βλ. μάτι ● ΦΡ.: όσο πατάει η γάτα (προφ.): πάρα πολύ λίγο., όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια (παροιμ.): όταν απουσιάζει ο υπεύθυνος ή ο ανώτερος χαλαρώνει η πειθαρχία και το αίσθημα ευθύνης. [< γαλλ. quand le chat n'est pas là, les souris dansent] , ούτε γάτα ούτε ζημιά (προφ.): όταν μια δυσάρεστη κατάσταση διορθώνεται χωρίς αρνητικές συνέπειες: Επέστρεψε τα κλεμμένα χρήματα, χωρίς να τον αντιληφθούν και ~ ~ (: είναι σαν να μη συνέβη τίποτα). Πβ. τι είχαμε, τι χάσαμε., σαν (τη) βρεγμένη γάτα (προφ.): με τρόπο που δείχνει ότι κάποιος αναγνωρίζει το σφάλμα που διέπραξε ή γενικά τη δυσάρεστη κατάσταση που δημιούργησε, ένοχος ή ντροπιασμένος: Μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε ~ ~., σκίζω τη γάτα (μτφ.-προφ.): (συνήθ. για άντρα) επιβάλλομαι δυναμικά σε κάποιον από την αρχή. Πβ. παίρνω τον αέρα., τα κουκουλώνει σαν τη γάτα (προφ.): για κάποιον που αποκρύπτει με επιδέξιο τρόπο στοιχεία που τον επιβαρύνουν., (αυτό) το ξέρει και η γάτα μου! βλ. ξέρω, γάτα με πέταλα βλ. πέταλο, η περιέργεια σκότωσε τη γάτα βλ. περιέργεια, θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει βλ. κλαίω, ούτε θηλυκή/θηλυκιά γάτα βλ. θηλυκός, παίζω σαν τη γάτα με το ποντίκι/όπως η γάτα με το ποντίκι βλ. παίζω, σαν τον σκύλο με τη γάτα βλ. σκύλος, το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι βλ. παιχνίδι [< 1: μεσν. γάτα, κάτ(τ)α < μεσν. λατ. gatta, βεν. gata]

Γιάννης

Γιάννης Γιάν-νης κύριο όν. (αρσ.): κοινό ανδρικό όνομα. ● ΦΡ.: ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε (παροιμ.): για βιαστική και επιπόλαιη εξαγωγή συμπερασμάτων ή διατύπωση γνώμης σε θέμα με αβέβαιη έκβαση., Γιάννης κερνά(ει), Γιάννης πίνει (παροιμ.): για ενέργειες που αποσκοπούν σε προσωπικό όφελος με καταχρηστική εκμετάλλευση της ισχυρής ή πλεονεκτικής θέσης που έχει κάποιος., όχι Γιάννης, Γιαννάκης & δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης: για κάτι που επιχειρείται να παρουσιαστεί ως διαφορετικό, ενώ στην πραγματικότητα δεν διαφέρει καθόλου ή διαφέρει ελάχιστα. Πβ. άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς., πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί (παροιμ.): για πρόσωπο που φέρνει διαρκώς δικαιολογίες, προκειμένου να μην κάνει κάτι ή να αποφύγει μια υποχρέωση., σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει (παροιμ.): ως έπαινος των ικανοτήτων κάποιου με το συγκεκριμένο όνομα., -Τι κάνεις, Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω (παροιμ.): για ασυνεννοησία μεταξύ προσώπων., τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! (παροιμ.): για αρνητική κατάσταση που επαναλαμβάνεται ή μένει στάσιμη, χωρίς να αλλάζει προς το καλύτερο., να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι βλ. μέλι, σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση βλ. κόκορας, φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη βλ. θεριό [< μεσν. Γιάννης]Σ

γκρεμός

γκρεμός γκρε-μός ουσ. (αρσ.) 1. βαθύ και απότομο, σχεδόν κατακόρυφο, ρήγμα του εδάφους: απόκρημνος ~. Ο δρόμος καταλήγει σε ~ό. Το αυτοκίνητο έπεσε στον ~ό. Πβ. άβυσσος, βάραθρο, χαράδρα, χάσμα. ΣΥΝ. κρημνός (2) 2. (μτφ.) καταστροφή: Βαδίζει/οδεύει προς τον ~ό. ● ΦΡ.: μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα (προφ.): για δύσκολη και αδιέξοδη επιλογή., στο χείλος του γκρεμού/της αβύσσου/της καταστροφής (μτφ.): σε οριακό σημείο, ένα βήμα πριν από τον όλεθρο: Βρίσκεται/έφτασε/στέκεται ~ ~. Άπειρα λάθη τους έφεραν ~ ~. [< γερμ. am Rande des Abgrund(e)s] [< μεσν. γκρεμνός]

γυρεύω

γυρεύω γυ-ρεύ-ω ρ. (μτβ.) {γύρ-εψα, -έψει, γυρεύ-οντας} (προφ.) 1. αναζητώ, ψάχνω: ~ δουλειά/τα κλειδιά μου. Σε ~ει παντού. Πού ήσουν και σε ~α; Σε ~εψαν από το γραφείο. Τον έστειλαν να με ~έψει. 2. ζητώ, επιδιώκω: Του ~εψε δανεικά. ~ει το δίκιο/τα λεφτά του. (για έκφραση ενόχλησης:) Τι ~εις εδώ (: τι θέλεις, τι δουλειά έχεις); ● ΦΡ.: γύρευε ποιος/τι ...: για έκφραση άγνοιας, απορίας ή/και δυσφορίας: ~ ποιος είναι τώρα ... ~ τι θέλει πάλι (: για πρόσωπο ενοχλητικό)!, πάει/πηγαίνει γυρεύοντας: με τη συμπεριφορά του προκαλεί, συνήθ. στον εαυτό του, μια δυσάρεστη εξέλιξη: ~ ~ για καβγά/φασαρία! Πας ~ ν' ακούσεις καμιά κουβέντα! ΣΥΝ. γυρεύει/θέλει τον μπελά του, φιρί φιρί (το) πάει, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα (μτφ.): για κάποιον ή κάτι που βρίσκουμε απρόσμενα μπροστά μας, ενώ το(ν) αναζητούσαμε στα πιο απίθανα μέρη., τρέχα γύρευε: για κάτι άσκοπο ή που δύσκολα βρίσκεται ή επιτυγχάνεται: ~ ~ τώρα ποιος έκανε τη ζημιά! Πβ. τι ψάχνεις τώρα., (γυρεύει/ψάχνει/ζητά) ψύλλους (/ψύλλο)/βελόνα (/βελόνες) στ' άχυρα βλ. άχυρο, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, πες αλεύρι, ο ... σε γυρεύει βλ. αλεύρι, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! βλ. θέλω, ψάχνω/γυρεύω με το κερί/με το φανάρι βλ. κερί [< μτγν. γυρεύω]

γύφτικος

γύφτικος, η, ο γύ-φτι-κος επίθ.: που σχετίζεται με τους γύφτους: ~ος: γάμος. Πβ. τσιγγάνικος.|| (μειωτ.) ~η: συμπεριφορά (= αναξιο-, μικρο-πρεπής· πβ. γυφτιά). Κάνανε την πλατεία ~ο παζάρι/το σπίτι ~ο τσαντίρι (βλ. κιτς). ● Ουσ.: γύφτικα (τα): περιοχή που κατοικείται από γύφτους. Βλ. καταυλισμός. ● επίρρ.: γύφτικα ● ΦΡ.: κάτι τρέχει στα γύφτικα (προφ.): για να δηλωθεί αδιαφορία σχετικά με κάποιο ασήμαντο θέμα: Δεν θα μου ξαναμιλήσει, λέει, και ~ ~ (: πολύ που με νοιάζει, σκασίλα μου)! ΣΥΝ. χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει, χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι, (καμαρώνει σαν) γύφτικο σκεπάρνι βλ. σκεπάρνι [< μεσν. γύφτικος]

δένω

δένω δέ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έδε-σα, δέ-θηκα, δέν-οντας, δε-μένος} 1. τυλίγω κάτι, συνήθ. με νήμα, κυρ. για να ασφαλιστεί το περιεχόμενό του· κλείνω σφιχτά κάτι, χρησιμοποιώντας μέρη του: ~ το δέμα/κουτί/πακέτο. Δέστε τα κορδόνια. ~ (κάτι) με αλυσίδα (= αλυσο~)/ιμάντες/κλωστή/σπάγκο/σύρμα. ~ με κόμπο (βλ. περι~).|| ~ τις σακούλες σκουπιδιών. 2. αιχμαλωτίζω ή περιορίζω κάποιον, χρησιμοποιώντας δεσμά ή σχοινί ή ταινία: ~ (κάποιον) με χειροπέδες. Του ~σε τα μάτια/χέρια. Τον ~σαν από τα πόδια. ~μένος πισθάγκωνα. 3. ενώνω δύο άκρες, σχηματίζοντας κόμπο: ~ τη γραβάτα/το κασκόλ. ~ τα κορδόνια/παπούτσια. ~ φιόγκο. ~ει τα μαλλιά κοτσίδα. Κορδέλα ~μένη στο κεφάλι.|| Φοράμε το κράνος, πάντα ~μένο (ενν. με ασφαλισμένα τα λουράκια). Ζώνη που ~ει στη μέση. ΑΝΤ. λύνω (2) 4. περνώ τον κάβο γύρω από τη δέστρα, για να παραμείνει ένα πλεούμενο κοντά στην ξηρά: ~ τη βάρκα. Τα πλοία παραμένουν ~μένα (= αγκυροβολημένα) στο λιμάνι, λόγω θυελλωδών ανέμων. Πβ. προσ~. ΑΝΤ. αμολώ, λύνω.|| Το καράβι ~σε στο λιμάνι. Πβ. αράζω. 5. στερεώνω, προσαρμόζω κάτι (κάπου), συγκρατώ: ~ το αγκίστρι στην πετονιά. Διαμάντι ~μένο σε λευκόχρυσο.|| ~ τα µαλλιά µου με κοκαλάκι. Πβ. μαζεύω, πιάνω.|| Δεμένο (= ενεργοποιημένο) χειρόφρενο. 6. καλύπτω τραύμα με επίδεσμο: ~ την πληγή. 7. συναρμολογώ: ~ τη μηχανή. ΑΝΤ. αποσυναρμολογώ, λύνω (5) 8. κάνω βιβλιοδεσία: εργασία ~μένη (: με φύλλα ~μένα μεταξύ τους) με θερμοκόλληση. 9. (μτφ.) ενώνω, συνδέω (συνήθ. για ψυχικούς δεσμούς): ~ τη μοίρα μου με κάποιου άλλου. Τους ~ει αγάπη/φιλία. ~θηκα συναισθηματικά μαζί του. ~μένη: οικογένεια (: αγαπημένη).|| Παίκτες που ~σαν την άμυνα. ~μένη: ομάδα (: συγκροτημένη και αποτελεσματική). Ζητήματα/στοιχεία άρρηκτα ~μένα μεταξύ τους. 10. (μτφ.) δεσμεύω κάποιον με διάφορους τρόπους, ψυχικά ή νομικά· εξασφαλίζω: Σε ~ει (= διακατέχει) ο φόβος της μοναξιάς. Τον ~σαν με συμβόλαιο ενός έτους.|| Με τη νίκη ~σε την πρόκριση.δένει 1. (μτφ.) ταιριάζει, συνδυάζεται ή συνδυάζει: Το κόκκινο κρασί ~ άριστα με το κρέας (= πάει). Η αρχιτεκτονική του συγκροτήματος ~ αρμονικά με το φυσικό περιβάλλον. Μουσική που ~ απόλυτα με τους στίχους.|| Προσεγμένο ντεκόρ, που ~ το παλιό με το καινούργιο. || Το κατηγορητήρι δεν ~. 2. (στη μαγειρική ή ζαχαροπλαστική, για μίγμα υλικών ώστε να γίνει παχύρρευστο) πήζει: Ανακατεύουμε, μέχρι να ~σει η μπεσαμέλ/η σάλτσα/το σιρόπι. ΑΝΤ. κόβει. 3. (μτφ.) αποκτά συνοχή, συνεκτικότητα: Όσο πάει, ~ η σχέση τους. 4. (για καρπό) δημιουργείται, διαμορφώνεται: ~σαν τα πορτοκάλια. Βλ. καρπόδεση. ● ΦΡ.: δένω τα χέρια (κάποιου) (μτφ.): περιορίζω την ελευθερία κινήσεών του: Νομοθετικό καθεστώς που δεν αφήνει πολλά περιθώρια και μας ~ει ~.|| Με ~μένα ~ η κεφαλαιαγορά (: εγκλωβισμένη, εξαιτίας του πλαισίου λειτουργίας της). ΑΝΤ. λύνω τα χέρια (κάποιου), έχω κάποιον δεμένο (εμφατ.): τον δεσμεύω και τον ελέγχω: Με έχει ~ χειροπόδαρα! Πβ. του έβαλε/του έχει βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι., τώρα δέσαμε! (μτφ.-ειρων.): ως αντίδραση σε κάτι αρνητικό που έρχεται να προστεθεί σε άλλα: Αυτός μας έλειπε! ~ ~! , βάζω λυτούς και δεμένους βλ. λυτός, βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα βλ. διαταγή, δένεται η γλώσσα μου (κόμπος) βλ. γλώσσα, δένομαι/προσδένομαι/σέρνομαι πίσω από το/στο άρμα (κάποιου) βλ. άρμα, δένουν/λύνουν (τους) κάβους βλ. κάβος, δένω/παίρνω κάτι σκοινί κορδόνι βλ. σχοινί, έδεσε/έχει δεμένο το(ν) γάιδαρό του βλ. γάιδαρος, ήρθε κι έδεσε (το γλυκό)/δένει το γλυκό βλ. έρχομαι, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, λύνει και δένει βλ. λύνω, λύνεται η γλώσσα μου βλ. λύνω, ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα βλ. δρόμος, το στομάχι μου δένεται κόμπος/σφίγγεται βλ. στομάχι, το 'χω δέσει κόμπο βλ. κόμπος, τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα βλ. σκυλί [< μεσν. δένω, γερμ. binden, γαλλ. lier] ΔΕΝΩ

διάβολος

διάβολος διά-βο-λος ουσ. (αρσ.) {διαβόλ-ου} & (λαϊκό) διάολος 1. ΘΕΟΛ. (συχνά με κεφαλ. Δ) προσωποποίηση του πνεύματος του κακού, συνήθ. με κέρατα και ουρά, ο αντίπαλος του Θεού που έχει βασίλειό του την κόλαση, σατανάς: η μάχη με τον ~ο. Όργανο/παγίδες του ~ου. Αποφεύγω/φοβάμαι (κάποιον/κάτι) σαν τον ~ο. ΣΥΝ. Βεελζεβούλ, Εωσφόρος (1), Σατανάς. 2. (μτφ.) άνθρωπος μοχθηρός και σκληρός: αληθινός/σκέτος/σωστός ~.|| (για οδηγό αυτοκινήτου) Έτρεχε σαν ~. Βλ. φτωχο~. 3. (λαϊκό-υβριστ.) σε ερωτήσεις και αναφωνήσεις, ως έκφραση εκνευρισμού, δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης: Τι ~ο θέλεις;|| (ως επιφών.) (Που/φτου) να πάρει ο ~! ● ΣΥΜΠΛ.: δια(β)όλου κάλτσα βλ. κάλτσα, διάβολος της Τασμανίας βλ. Τασμανία, δικηγόρος/συνήγορος του διαβόλου βλ. δικηγόρος ● ΦΡ.: άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! & να πας/πήγαινε στο διά(β)ολο/διάλο! (υβριστ.): ως έκφραση αγανάκτησης, οργής, όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον ή για να δηλωθεί μεγάλη έκπληξη: άι ~ ~ όλοι τους.|| Α ~ ~, δεν το πιστεύω!, βάζει ο διά(β)ολος την ουρά του: για αρνητική εξέλιξη που οφείλεται σε εξωγενή παράγοντα: Έβαλε ~ και τσακωθήκαμε! , βρήκα τον διάολό μου (μτφ.) 1. έμπλεξα, βρήκα τον μπελά μου: Προσπάθησα να τον βοηθήσω και ~ ~. 2. βρήκα τον δάσκαλό μου: Ήθελε να έχει το πάνω χέρι, αλλά μαζί της έχει βρει ~ ~ του., διά(β)ολοι/δια(β)όλοι και τρίβολοι/τριβόλοι: όταν υπάρχουν πολλοί πειρασμοί και ενοχλητικοί άνθρωποι τριγύρω., έσπασε/σπάει ο διά(β)ολος το ποδάρι του (προφ.): για κάτι αναπάντεχο, αρνητικό ή (ειρων.) θετικό: Έσπασε ~ ~ και τρέχαμε στο νοσοκομείο!, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του & έχει τον δαίμονα μέσα του: για πονηρό, δόλιο ή πολύ ευφυή, δαιμόνιο άνθρωπο., μπήκε ο διάολος μέσα του: δαιμονίστηκε ή συμπεριφέρεται σαν δαιμονισμένος, τον κυρίευσε ο σατανάς: Ούρλιαζε και χτυπιόταν σαν να ~ ~., ο διά(β)ολος έχει πολλά ποδάρια (λαϊκό): για να εκφραστεί ότι είναι πιθανόν να συμβεί αναπάντεχα κάτι αρνητικό, παρά τις όποιες προφυλάξεις: Καλό είναι να έχεις ένα δεύτερο κλειδί μαζί σου· ποτέ δεν ξέρεις, ~ ~ ... , όπως ο διά(β)ολος το λιβάνι & σαν τον διάολο το λιβάνι (λαϊκό-εμφατ.): λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αποστρέφεται ή φοβάται κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό: Αποφεύγει, ~ ~, τις κοσμικές συναθροίσεις., όταν γεράσει ο διά(β)ολος, καλογερεύει (παροιμ.): λέγεται για κάποιον που εγκαταλείπει παλιές κακές συνήθειες., πάει κατά δια(β)όλου (προφ.-εμφατ.): για πολύ αρνητική εξέλιξη: Η επιχείρηση/η κοινωνία/ο κόσμος/η ομάδα ~ ~ (: από το κακό στο χειρότερο)., πάει στον διά(β)ολο/διάλο (λαϊκό): για δήλωση συγκατάβασης, ας είναι: Δεν μου αρέσει το φαγητό, αλλά, ~ ~, θα το δοκιμάσω., στέλνω κάποιον στον διά(β)ολο/στον αγύριστο/από εκεί που ήρθε (προφ.-υβριστ.): διαολοστέλνω: Αγανάκτησε και τον έστειλε ~., στου δια(β)όλου τη μάνα/το κέρατο (μτφ.-προφ., για δήλωση δυσαρέσκειας ή αγανάκτησης): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Με έστειλαν ~ ~. Πού να τραβιέμαι τώρα ~ ~; Βλ. στην άκρη/στα πέρατα του κόσμου/της γης., τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου (λαϊκό-εμφατ.): αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία, ταλαιπωρούμαι: Τραβήξαμε ~ μας, για να τον ξεφορτωθούμε. ΣΥΝ. τραβώ τον αδόξαστο, δουλειά δεν είχε ο διά(β)ολος και ... βλ. δουλειά, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ [< αρχ. διάβολος ‘συκοφάντης’, μτγν. ~ ‘σατανάς’, γαλλ. diable]

διαολιά

διαολιά βλ. διαβολιά

δίπλα

δίπλα δί-πλα επίρρ. 1. (με τοπική σημασία) σε πολύ κοντινή απόσταση ως προς κάποιο σημείο αναφοράς· πλάι: ~ στη θάλασσα. Μένει ~ στον ... Ποιος είναι αυτός ~ σου στη φωτογραφία; Κάτσε ~ μου. Ακούμπησέ το ~ στο κουτί. Πέρασε από ~ μου. Πβ. κοντά, παρα~, παραπλεύρως.|| (ως επίθ., προφ., διπλανός:) Το ~ διαμέρισμα/η ~ πολυκατοικία. 2. (μτφ.) για δήλωση συμπαράστασης, υποστήριξης: Θα είμαι πάντα ~ σου για οτιδήποτε χρειαστείς. Δεν βρέθηκε κανείς ~ του (= στο πλάι του) στις δύσκολες στιγμές. 3. (μτφ.-προφ.) συγκριτικά με, σε σχέση με: Κανείς δεν μπορεί να σταθεί ~ του (= να συγκριθεί μαζί του). ● Ουσ.: ο/η (από) δίπλα (προφ.): γείτονας, διπλανός: Οι ~ κάνουν πολλή φασαρία. ● ΦΡ.: δίπλα-δίπλα & δίπλα δίπλα (επιτατ.): για πρόσωπα ή πράγματα που βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο: Περπατούσαν ~ ~. Τα δωμάτιά μας θα είναι ~ ~. (εμφατ.) Βάλαμε ~ ~ το παλιό με το νέο μοντέλο (= τα συγκρίναμε)., έχω (κάποιον) από δίπλα/από κοντά (προφ.): παρακολουθώ τις κινήσεις του, τον ελέγχω: Να τον έχεις ~, μην τον αφήσεις να σου φύγει., την έπεσε/την έχει πέσει από δίπλα/από κοντά (σε κάποιον) (προφ.): τον προσεγγίζει με υστεροβουλία ή με αθέμιτο, ανήθικο σκοπό. Πβ. διπλαρώνω, πλευρίζω.

διπλός

διπλός, ή, ό δι-πλός επίθ. & (λόγ.) διπλούς 1. που είναι δύο (σχεδόν) φορές μεγαλύτερος από κάτι, σε μέγεθος, ποσότητα: ~ός: κίνδυνος/κόπος. ~ό: όφελος.|| ~ός: μισθός. ~ή: δόση/τιμή/χρέωση. ~ό: κέρδος/σκορ. ~ά: έξοδα. Πβ. διπλάσιος. Βλ. τρί-, τετρά-, πεντά-διπλος.|| (ως ουσ. στον πληθ.) Κερδίζει τα ~ά (ενν. λεφτά).|| (ειδικότ. για ποτά ή φαγητά:) ~ός: ελληνικός (καφές)/εσπρέσο. ~ή: μερίδα (φαγητό). ~ό: ουίσκι. ΑΝΤ. απλός, κανονικός. 2. που αποτελείται από δύο μέρη ή έχει δύο μορφές: ~ός: αερόσακος (: οδηγού-συνοδηγού)/πάτος/(ΑΡΧΑΙΟΛ.) πέλεκυς. ~ή: πόρτα (: ασφαλείας)/πρόσοψη. ~ό: άλμπουμ (με τραγούδια)/τεύχος (περιοδικού) (: με διπλάσια ύλη)/φύλλο (τετραδίου). ~ό: λεωφορείο (= διώροφο). ~οί: προβολείς (αυτοκινήτου). ~ά: παράθυρα (: με ~ό τζάμι για καλύτερη θερμομόνωση και ηχομόνωση).|| (ΑΘΛ.) ~ό: σκιφ (= με δύο κωπηλάτες).|| ~ός: στόχος/συμβολισμός. ~ή: ευκαιρία/προστασία. Λέξεις με ~ή σημασία (= αμφίσημες). Πβ. διττός. 3. που γίνεται ή επαναλαμβάνεται δύο φορές· που αφορά δύο πρόσωπα ή γεγονότα: ~ός: έλεγχος/κόμπος/υπολογισμός. ~ή: περιστροφή/προσπάθεια.|| (ΑΘΛ.) ~ός: αγώνας/τελικός (εντός και εκτός έδρας).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κάντε ~ό κλικ στο εικονίδιο.|| ~ός: φόνος. ~ή: γιορτή/νίκη. 4. σχεδιασμένος για δύο άτομα: ~ός: καναπές. ~ή: κουβέρτα. ~ό: κρεβάτι/στρώμα. Βλ. ημί-, υπέρ-διπλος. ΑΝΤ. μονός (1) 5. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) που έχει σκόπιμα δύο πλευρές, εκ των οποίων η μία συνήθ. είναι κρυφή: ~ός: εαυτός (βλ. διχασμένη προσωπικότητα, σχιζοφρένεια). ~ή: όψη (ζητήματος)/τακτική. ~ό: πρόσωπο (: ανειλικρινές).|| ~ός: πράκτορας (: που εργάζεται συγχρόνως και κρυφά για λογαριασμό δύο αντίπαλων κρατών).|| Κρατούσε ~ά (λογιστικά) βιβλία (βλ. φοροδιαφυγή). Βλ. -πλός. ● Ουσ.: διπλές (οι): ζαριά στην οποία και τα δυο ζάρια δείχνουν το δύο: Έφερε ~. Πβ. δυάρες. Βλ. ντόρτια, πεντάρες., διπλό (το) ΑΘΛ. 1. (προφ.) η εκτός έδρας νίκη ομάδας και το αντίστοιχο σύμβολο 2 σε προγνωστικά αγώνων ποδοσφαίρου ή μπάσκετ: Έφερε/πέτυχε το ~. 2. τρόπος διεξαγωγής αγωνίσματος (τένις, πινγκ πονγκ, μπάντμιντον), σύμφωνα με τον οποίο κάθε ομάδα αποτελείται από ένα ζευγάρι αθλητών: ~ ανδρών/γυναικών. 3. ανεπίσημος αγώνας ποδοσφαίρου ή μπάσκετ, συχνά με αυτοσχέδια τέρματα ή μπασκέτες: Παιδιά θα παίξουμε ένα ~; Βλ. μονό. ● επίρρ.: διπλά ● ΣΥΜΠΛ.: διπλή ζωή: για παράλληλη εξωσυζυγική σχέση ή παράνομη, ύποπτη, μη κοινωνικά αποδεκτή δραστηριότητα, η οποία κρατιέται σκόπιμα κρυφή: Έχει/ζει/κάνει ~ ~. [< γαλλ. double vie] , διπλή προσωπικότητα: διχασμένη., διπλή ταρίφα: αυξημένο τιμολόγιο ταξί για νυχτερινά δρομολόγια, από τις δώδεκα τα μεσάνυχτα έως τις πέντε το πρωί, ή για διαδρομές έξω από την έδρα του, εκτός περιμετρικής ζώνης: Τους χρέωσε ~ ~., διπλής κατεύθυνσης/(λόγ.) κατευθύνσεως 1. & με διπλή κατεύθυνση: με ροή οχημάτων σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις: δρόμος ~ ~. ΑΝΤ. μονής κατεύθυνσης 2. προς δύο πλευρές: επικοινωνία ~ ~ (= αμφίδρομη)., οικογενειακό διπλό & διπλό: ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) προπονητικός αγώνας που διεξάγεται μεταξύ παικτών της ίδιας ομάδας, με χρήση και των δύο τερμάτων., άνω (και) κάτω τελεία βλ. τελεία, διπλή άρθρωση βλ. άρθρωση, διπλή όραση βλ. όραση, διπλό ταυ βλ. ταυ, διπλός αστέρας βλ. αστέρας ● ΦΡ.: έγινε διπλός/διπλάσιος (προφ.): πάχυνε πολύ. ΑΝΤ. έμεινε (ο) μισός, έχει διπλό ρόλο 1. παίζει δύο διαφορετικούς ρόλους στο ίδιο έργο: ~ ~ στην ταινία, καθώς υποδύεται δίδυμα αδέλφια. 2. (μτφ.) διττή συνεισφορά, επίδραση στην εξέλιξη ή διαμόρφωση κατάστασης: Η λειτουργία του εργαστηρίου ~ ~, αφενός ... και αφετέρου ... Θα ~ ~ στην ομάδα, ως προπονητής και παίκτης. 3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. -ΨΥΧΟΛ. διπλάσιες απαιτήσεις από πρότυπα αναμενόμενης κοινωνικής συμπεριφοράς: Ο δάσκαλος στο ψηφιακό σχολείο ~ ~, του καθοδηγητή και υποστηρικτή. (κατ' επέκτ.) Η σύγχρονη γυναίκα καλείται να επιτελέσει τριπλό ρόλο: της μητέρας, της εργαζόμενης και της συζύγου., και του χρόνου διπλός/διπλή! (ευχετ. σε ανύπαντρο/-η): και του χρόνου να έχεις παντρευτεί: άντε, ~ ~! Πβ. και στα δικά σου., διπλά και τρίδιπλα βλ. τρίδιπλος, διπλής όψης/όψεως βλ. όψη, μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά βλ. χαρά, παίζει διπλό παιχνίδι βλ. παιχνίδι, παίζει σε δύο/σε διπλό/σε πολλά ταμπλό βλ. ταμπλό, τα βλέπω διπλά βλ. βλέπω ● βλ. διπλο- & διπλό-, δις2, τριπλός [< μτγν. διπλός, γαλλ.-αγγλ. double]

δόντι

δόντι δό-ντι ουσ. (ουδ.) {δοντ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. καθένα από τα οστεοειδή όργανα, εμφυτευμένα στις φατνίες των γνάθων, τα οποία προορίζονται για τη μάσηση της τροφής και την άρθρωση των φθόγγων: κούφιο/σάπιο/στραβό/χαλασμένο/χρυσό ~. Η ρίζα, ο αυχένας και η μύλη του ~ιού (: τα τρία μέρη του). Ο πολφός του ~ιού (: οδοντική θηλή). Εξαγωγή/θήκη/στεφάνη/σφράγισμα ~ιού. Αραιά/ίσια/καλοσχηματισμένα/κοφτερά/τεχνητά ~ια. Αστραφτερά/λαμπερά ~ια (βλ. χαμόγελο). Τα τριανταδύο μόνιμα ~ια του ανθρώπου (: τέσσερις κοπτήρες, δύο κυνόδοντες, τέσσερις προγόμφιοι, έξι γομφίοι σε κάθε γνάθο). Η αδαμαντίνη/οδοντίνη/οστεΐνη των ~ιών. Τα ούλα των ~ιών. Νόσοι/φλεγμονές των ~ιών (: τερηδόνα, ουλίτιδα). Ανατολή/κιτρίνισμα των ~ιών. Υγιεινή/φροντίδα των ~ιών (: βούρτσισμα, καθαρισμός, λεύκανση, φθορίωση). Καθημερινή περιποίηση των ~ιών (με οδοντόκρεμα, οδοντικό νήμα, αντισηπτικό στόματος). Ασβέστιο για γερά ~ια. Πονάει το ~ μου (: έχω πονόδοντο). Του τρόχισε το ~ (: ο οδοντίατρος). Του λείπει ένα ~ (βλ. φαφούτης). Πλένω τα ~ια μου. Κόβω (κάτι) με τα ~ια (βλ. δαγκώνω, μασώ).|| (για παιδί:) Του κουνιέται το ~. Άλλαξε ~ια. Βλ. οδοντοστοιχία, τραπεζίτης, φρονιμίτης.|| (για ζώο) ~ια λύκου/σκύλου. Σαρκοφάγο ψάρι με ισχυρά ~ια. ΣΥΝ. οδούς 2. (κατ' επέκτ.) αιχμηρή προεξοχή αντικειμένου και γενικότ. καθετί που μοιάζει με δόντι: τα ~ια του τροχού/της τσατσάρας. Βλ. τόρμος. ● Υποκ.: δοντάκι (το) (οικ.): Το μωρό έβγαλε τα πρώτα του ~ια.|| Μαχαίρι/πριόνι με ~ια (= οδοντωτό). ● Μεγεθ.: δοντάρα (η), δοντάρες (οι) ● ΣΥΜΠΛ.: νεογιλά δόντια βλ. νεογιλός ● ΦΡ.: δείχνει τα δόντια/τα νύχια (του) (μτφ.): επιδεικνύει τη δύναμή του: ~ ~ απειλητικά. Η Επιτροπή έδειξε ~ της, επιβάλλοντας υψηλό πρόστιμο., δεν είναι για τα δόντια του (μτφ.-προφ.): για τις δυνατότητές του, για τις δυνάμεις του., έβγαλε το χρυσό δοντάκι (μτφ.-προφ.): (για μικρό συνήθ. παιδί) μετέλαβε, κοινώνησε., έχει (γερό/μεγάλο) δόντι (μτφ.-προφ.): έχει μέσον, γνωριμίες. Πβ. βύσμα, έχει άκρες, έχει (γερές) πλάτες., μέσα από τα δόντια (του) (μτφ.-προφ.): χωρίς να ακούγεται καθαρά τι λέει: Μουρμούρισε/ψέλλισε/ψιθύρισε κάτι ~ ~ (συνήθ. θυμωμένος)., μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια: με παρρησία, με απόλυτη ειλικρίνεια, χωρίς φόβο και περιστροφές: Είναι αποφασισμένος να τα πει/να μιλήσει ~ ~, ακόμα κι αν στενοχωρήσει μερικούς. Πβ. απερίφραστα, ορθά-κοφτά, σταράτα., πονάει δόντι, βγάζει μάτι (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ο τρόπος αντιμετώπισης μιας προβληματικής κατάστασης είναι εντελώς ακατάλληλος: Προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα με τη μέθοδο του ~ ~., πονάει το δοντάκι του (μτφ.-προφ.): είναι ερωτευμένος., ακονίζω τα δόντια μου βλ. ακονίζω, γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ' του χάρου τα δόντια βλ. χάρος, ήλιος με δόντια βλ. ήλιος, με νύχια και με δόντια βλ. νύχι, οπλισμένος/αρματωμένος σαν αστακός βλ. αστακός, πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι βλ. κεφάλι, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια βλ. χαρίζω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, τρίζω τα δόντια (σε κάποιον) βλ. τρίζω [< μεσν. δόντι(ο)ν]

δρόμος

δρόμος δρό-μος ουσ. (αρσ.) 1. μακρόστενη επιφάνεια εδάφους που πλαισιώνεται συνήθ. από σπίτια ή/και κτίρια και έχει χαραχθεί και διαμορφωθεί έτσι, ώστε να κινούνται σε αυτήν άνθρωποι ή/και κυρ. οχήματα: αγροτικός/αδιέξοδος (βλ. αδιέξοδο)/αμαξιτός/ανηφορικός/αστικός/άστρωτος (βλ. χωματόδρομος)/ασφαλτοστρωμένος/δασικός/δευτερεύων (πβ. παράδρομος)/δημόσιος/δύσβατος/εθνικός/ελικοειδής/επαρχιακός/επικίνδυνος/έρημος/ευθύς/ιδιωτικός/κατηφορικός/κεντρικός (βλ. λεωφόρος)/κύριος/πλακόστρωτος/πλατύς/πολυσύχναστος/στενός/φιδωτός ~. ~ προτεραιότητας. ~ μονής/διπλής (βλ. αρτηρία, αυτοκινητόδρομος) κατεύθυνσης. ~ με κίνηση/κλειστές στροφές/(διαχωριστική) νησίδα. ~ για τους πεζούς (βλ. πεζόδρομος). Κατάστρωμα (πβ. οδόστρωμα)/κράσπεδο/όνομα/πλευρά/ρείθρο/χάραξη του ~ου. Διασταύρωση ~ων (βλ. σταυροδρόμι). (Δι)ανοίχτηκε ~. Ο ~ είναι ανοιχτός. Διασχίζω/περνώ/φτιάχνω τον ~ο. Περπατώ στον ~ο. Γυρίζει/περιφέρεται στους ~ους. Ζωγράφος/καλλιτέχνης (του) ~ου (βλ. πλανόδιος, υπαίθριος). Το δωμάτιο βλέπει στο(ν) ~ο. Σε ποιο ~ο μένει; ΣΥΝ. οδός (1) 2. (ειδικότ.) μετάβαση από έναν τόπο ή σημείο σε άλλο, η απόσταση που διανύεται και η διαδρομή που ακολουθείται· διέξοδος, πέρασμα: (ως ευχή) Καλό ~ο (= ταξίδι)! Σε όλο το ~ο τη σκεφτόμουν. (κυριολ. κ. μτφ.) Έχουμε να διανύσουμε/να κάνουμε πολύ ~ο ακόμα. Μια ώρα/μιας ώρας ~. Πέντε χιλιόμετρα ~. Βρίσκω/μπερδεύω τον ~ο. Μου ζήτησε να του δείξω τον ~ο. Συνέχισαν τον ~ο τους και έφτασαν στον προορισμό τους. Ποιος είναι ο συντομότερος ~; Από ποιο ~ο ήρθες; Ακολουθώ τον ίδιο ~ο/τον ~ο που οδηγεί στην παραλία. Είμαι/επιστρέφω στον ~ο για/προς ... Θα πάω να τον δω, είναι στον ~ο μου. Με έφαγαν οι ~οι (= με κούρασαν οι μετακινήσεις).|| Εναέριοι/θαλάσσιοι/υδάτινοι ~οι (= πορείες των αεροπλάνων ή των πλοίων).|| (μτφ.) Μουσικοί ~οι (: μουσικές διαδρομές).|| Βρίσκω ~ο μέσα από ... (προφ.) Ανοίξτε ~ο (: για διέλευση μέσα από πλήθος κόσμου). Βλ. διάδρομος. 3. (μτφ.) η τακτική και οι ενέργειες για την επίτευξη ενός στόχου, οι επιλογές που γίνονται ή οι δυνατότητες που προσφέρονται και κατ' επέκτ. η πορεία που ακολουθείται στη ζωή, η χρονική της διάρκεια και οι συνακόλουθες εμπειρίες: ο ~ της αρετής/της ελπίδας/της ευτυχίας/της κακίας/της προσφοράς/του χρέους. Ο (βέβαιος) ~ προς τη δόξα/την ειρήνη/την ενωμένη Ευρώπη/την επιτυχία/την κορυφή/το κύπελλο/τη μάθηση. Ο ~ για υγεία και ευεξία. Υπάρχει κι άλλος ~ πέρα από τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Η πορεία προς τη γνώση δεν είναι ~ στρωµένος µε ροδοπέταλα (: δεν είναι εύκολη). Ο ~ που οδηγεί στη λύση του προβλήματος (= μέθοδος, τρόπος). Δύσβατος ο ~ της μεταρρύθμισης. Οι ~οι μας είναι διαφορετικοί, αλλά ο στόχος κοινός. Βλ. πρόδρομος.|| Παράλληλοι ~οι (βλ. βίοι παράλληλοι). Έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο ~ους. Διαλέγω το(ν) δύσκολο/εύκολο ~ο. Βαδίζει στον ~ο του καθήκοντος. Βρίσκεται/επανήλθε στον σωστό ~ο. Διασταυρώθηκαν/συναντήθηκαν/χώρισαν οι ~οι μας. 4. ΑΘΛ. αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές τρέχουν και νικητής αναδεικνύεται ο ταχύτερος: ~ 100/200/400/800/1.500 μέτρων. ~ ημιαντοχής/ταχύτητας. 5. ΤΕΧΝΟΛ. γραμμή, κανάλι μετάδοσης ή παροχής: ~ διάδοσης. ● Υποκ.: δρομάκι (το) & δρομάκος & (λόγ.) δρομίσκος (ο): στη σημ. 1: γραφικό/ερημικό/χωμάτινο ~ (βλ. σοκάκι). Τα στενά ~ια με τα παραδοσιακά σπίτια. Περιπλανήθηκα στα μικρά, δαιδαλώδη ~ια του κάστρου. Βλ. μονοπάτι. ● ΣΥΜΠΛ.: αγώνας δρόμου 1. ΑΘΛ. συναγωνισμός αθλητών, επαγγελματιών ή μη, στο τρέξιμο: λαϊκός ~ ~. ~ ~ αγοριών και κοριτσιών. 2. (μτφ.) για ταχύτατες ενέργειες της τελευταίας στιγμής, προκειμένου να επιτευχθεί ένας στόχος: Έχουν αποδυθεί/επιδοθεί σε ~α ~ για να προλάβουν ..., εμπορικός δρόμος & εμπορική οδός 1. που έχει πολλά καταστήματα, εμπορικά κέντρα και κατ' επέκτ. ιδιαίτερη εμπορική και αγοραστική κίνηση: οι ακριβότεροι ~οί ~οι. 2. διεθνής οδικός άξονας στον οποίο διακινούνται εμπορεύματα: ~οί ~οι που συνδέουν τη Δύση με την Ανατολή.|| Θαλάσσιος ~ ~ από και προς τον Εύξεινο Πόντο., παιδί του δρόμου: που στερείται την οικογενειακή φροντίδα, είναι άστεγο και συχνά οδηγείται στην επαιτεία ή την παρανομία: βοήθεια/υποστήριξη στα ~ιά ~. Πρόγραμμα/προστασία/τηλεμαραθώνιος αγάπης για τα ~ιά ~. Βλ. αλητάκι, παιδιά των φαναριών. [< γαλλ. enfant des rues] , ταινία δρόμου: ΚΙΝΗΜ. με θέμα την περιπλάνηση ανήσυχων ή/και περιθωριακών ανθρώπων που ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι χωρίς καθορισμένη συνήθ. πορεία. ΣΥΝ. ρόουντ μούβι [< αγγλ. road movie] , ανώμαλος δρόμος βλ. ανώμαλος, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, δρόμος αντοχής βλ. αντοχή, θεάματα (του) δρόμου βλ. θέαμα, θέατρο (του) δρόμου βλ. θέατρο, ίσιος δρόμος βλ. ίσιος, Μαραθώνιος Δρόμος βλ. μαραθώνιος, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας βλ. οδός, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: (γυναίκα) του δρόμου (μειωτ.): πόρνη και γενικότ. γυναίκα με ανήθικη συμπεριφορά: Γνώρισε/έμπλεξε με μια ~ ~. Της συμπεριφέρεται σαν να είναι καμιά ~ ~ (πβ. του πεζοδρομίου)., (ο) δρόμος (της) επιστροφής (κυριολ. κ. μτφ.): ερχομός, γυρισμός, επάνοδος: Ο ~ ~ είναι δύσκολος/εύκολος/κλειστός. Αναζητούν έναν ~ο επιστροφής στο ειδυλλιακό παρελθόν., (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο (μτφ.): για παρέκκλιση από τις καθιερωμένες αξίες και κατ' επέκτ. για κακή εξέλιξη: Πήρε τον ~ ~ κι έμπλεξε (πβ. παραστρατώ). Τον παρέσυρε στον ~ (τον) ~. Τον απομάκρυνε/έβγαλε από τον ~ ~.|| Τι συνέβη και πήραν τα πράγματα ~ ~; Βλ. ίσιος δρόμος., ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους: δημιουργεί νέες προοπτικές ή κατευθύνσεις, καινοτομεί: ~ ~ στις επιχειρηματικές δραστηριότητες/στην έρευνα/στη σκέψη/στην τεχνολογία. ~ονται ~οι ~οι για ... Με το έργο του άνοιξε ~ ~. Πβ. ανοίγει (νέους) ορίζοντες., αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο & (εμφατ.) στους πέντε δρόμους (μτφ.): αφήνω κάποιον χωρίς στέγη, εργασία, προστασία., βγαίνω από το(ν) δρόμο (μου) 1. (για όχημα) εκτρέπομαι, (για πρόσ.) δεν ακολουθώ την προγραμματισμένη πορεία: Το αυτοκίνητο βγήκε ~ (του) και ανατράπηκε. Βγήκαν ~ τους, για να μας βοηθήσουν. 2. (μτφ.) παρεκτρέπομαι, ξεστρατίζω: Παρόλο που δεν είχα λεφτά, δεν βγήκα ~ ~., βγαίνω/κατεβαίνω/βρίσκομαι/είμαι στους δρόμους & στον δρόμο: συμμετέχω σε διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις ή πανηγυρισμούς: Βγήκαν ~ για τα δικαιώματά τους.|| Τα προβλήματα βγάζουν τον κόσμο στους δρόμους., βρέθηκε στο(ν) δρόμο 1. δεν έχει πού να μείνει, τα μέσα για να ζήσει: ~ ~ με τα ανήλικα παιδιά της. Βρέθηκαν ~ και δεν μπορούν να βρουν δουλειά. ΣΥΝ. είναι στο(ν) δρόμο (2), μένω στον δρόμο (2) 2. συνάντησε κάποιον ή κάτι: Δυστυχώς, δεν ~ ~ τους κανένας, για να τους βοηθήσει. Πολλά εμπόδια βρέθηκαν ~ του., βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο (μτφ.): εξασφαλίζω κάτι εύκολα ή τυχαία: Την αληθινή φιλία δεν τη ~εις ~., βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) (μτφ.) 1. επιλέγω τον τρόπο ζωής, το επάγγελμα που με ικανοποιεί, αποφασίζω ποια πορεία θα ακολουθήσω στη ζωή: Κατάφερε να βρει ~ της, παρά τις αντιξοότητες. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ. χωρ. την κτητική αντωνυμία) ανακαλύπτω τον τρόπο επίτευξης ενός στόχου: Βρήκε τον δρόμο προς τη νίκη., δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω (συνήθ. σε παραμύθια, στο γ' πρόσ.): κάνω μεγάλη απόσταση με τα πόδια, οδοιπορώ: ~ ~ει (και) φτάνει στο ποτάμι., δρόμο! (προφ.): φύγε, εξαφανίσου, μακριά από 'δω: άντε, ουστ, ~! Πάρε τα πράγματά σου και ~!, δρόμος μετ' εμποδίων 1. ΑΘΛ. αγώνισμα τρεξίματος με εμπόδια: ~ ~ 110 μέτρων. 2. (μτφ.) προσπάθεια που γίνεται με δυσκολίες και προβλήματα: ~ ~ η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ορισμένες χώρες., δρόμος χωρίς επιστροφή/γυρισμό (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που δεν δίνει τη δυνατότητα επανόδου στην προηγούμενη κατάσταση: Τα ναρκωτικά είναι ~ ~. Πβ. ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό.|| Η νίκη στις εκλογές είναι ~ ~ (= μονόδρομος) για την παράταξη., έδωσα δρόμο σε κάποιον/κάτι (προφ.-μειωτ.): διώχνω κάποιον ή πετώ κάτι: Δεν άντεξα πια και του ~ ~ (= τον έδιωξα, του έδωσα πόδι). Το κινητό βγήκε ελαττωματικό και του ~ ~. Μην το σκέφτεσαι, δώσ' του ~!, είναι στο(ν) δρόμο 1. κατευθύνεται κάπου: Είναι ~ κι έρχονται. ΣΥΝ. καθ' οδόν. 2. είναι πάμφτωχος, δεν έχει πού να μείνει: Πεινούν και είναι ~ (= βρέθηκαν, έμειναν στον δρόμο)., ένα τσιγάρο/δυο τσιγάρα δρόμος (λαϊκό): πολύ μικρή απόσταση: Η παραλία είναι ~ ~ από την πόλη., έχω (ακόμα) δρόμο μπροστά μου (μτφ.): πρέπει να προσπαθήσω κι άλλο για να τα καταφέρω: Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται, αλλά έχουμε ~ ~ μας., κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο (κυριολ. κ. μτφ.): εμποδίζω κάποιον ή κάτι να προχωρήσει: Σηκώθηκε απότομα και μου έκλεισε/έκοψε ~.|| Του έκοψε ~ προς την επιτυχία. Έφραξε ~ στη συνεργασία., κόβω δρόμο: διανύω μια απόσταση, ακολουθώντας την πιο σύντομη διαδρομή: Έκοψε ~ μέσα απ' το δάσος., με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος (προφ.): περνώ από κάπου, έχοντας ορισμένο προορισμό: Όποτε με φέρει ~ (μου), θα περάσω να σας δω., μεγάλωσε στο(ν) δρόμο/στους δρόμους: για παιδιά και νέους που δεν γνώρισαν τη φροντίδα της οικογένειας ή συγγενικού προσώπου: Ζούσαν μόνα τους, έχοντας μεγαλώσει ~., μένω στον δρόμο 1. δεν μπορώ να συνεχίσω τη διαδρομή ή το ταξίδι μου, συνήθ. λόγω βλάβης του οχήματος ή έλλειψης καυσίμων: Έμεινε ~ και έφτασε τελικά στον προορισμό του με μεγάλη καθυστέρηση.|| (σπανιότ.) Το αυτοκίνητο με άφησε ~ (= χάλασε). 2. & μένω στους πέντε δρόμους: είμαι φτωχός και άστεγος: Έχασε τη δουλειά του και έμεινε ~ (= βρέθηκε, είναι στον δρόμο)., ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος μπορεί να φύγει, όποτε θελήσει., ο δρόμος του Θεού/του Χριστού: ενάρετος βίος, τρόπος ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου., ο τρίτος δρόμος: πρόταση, λύση, δυνατότητα που θεωρείται εναλλακτική ανάμεσα σε δύο ακραίες· ειδικότ. μετριοπαθές πολιτικό πρόγραμμα που βασίζεται στη γενική συναίνεση: ~ ~ για την απασχόληση/υγεία. [< αγγλ. third way, 1949] , παίρνω δρόμο 1. φεύγω χωρίς καθυστέρηση, εξαφανίζομαι: Πήραν ~ κι όπου φύγει φύγει (πβ. το βάζω στα πόδια). Πάρε ~! 2. χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι· γενικότ. με διώχνουν: Θα πάρεις ~ απ' αυτή τη γειτονιά!, παίρνω το(ν) δρόμο & τραβώ το(ν) δρόμο 1. (συνήθ. + για/προς) πηγαίνω, κατευθύνομαι σε ένα μέρος: ~ει ~ για το σπίτι του. ~ουν ~ προς το βουνό. Πήρε ~ του γυρισμού. 2. (+ γεν.) (μτφ.) οδηγούμαι σε κάτι: Η εταιρεία ~ει ~ του χρηματιστηρίου. Τα έργα πήραν ~ της υλοποίησης. Η υπόθεση πήρε ~ της δικαιοσύνης., παίρνω τον καλό δρόμο: ζω ενάρετα και κατ' επέκτ. κάνω τη σωστή επιλογή. [< γαλλ. prendre le bon chemin] , παίρνω τους δρόμους: βγαίνω έξω, γυρνώ άσκοπα, περιπλανιέμαι: ~ ~ και σε ψάχνω. Πήραν ~ χωρίς να ξέρουν για πού., πάνω στο(ν) δρόμο (μτφ.): κατά μήκος της διαδρομής, δεξιά ή αριστερά: ~ ~ για το αεροδρόμιο θα συναντήσετε το μοναστήρι., πετώ κάποιον στο(ν) δρόμο: τον διώχνω από το σπίτι ή τη δουλειά του: Πέταξαν ~ τόσες οικογένειες. Τους προσέλαβε για δυο μήνες κι ύστερα τους πέταξε ~., πετώ κάτι στον δρόμο (μτφ.-προφ.): κατασπαταλώ: Πέταξε ~ τόσα λεφτά., σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία (μτφ.): για ομαλή, ευνοϊκή εξέλιξη με προοπτικές επιτυχίας: ~ ~ οι έρευνες της Αστυνομίας. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται/είναι ~ ~. [< γαλλ. sur le bon chemin] , στα μισά του δρόμου 1. στη μέση της απόστασης. 2. (μτφ.) για ημιτελή προσπάθεια: Η ανάκαμψη βρίσκεται ακόμη ~ ~., στη μέση του δρόμου: στο μέσο της οδού και κατ' επέκτ. σε εξωτερικό χώρο, συνήθ. μπροστά σε πολύ κόσμο: Πετάχτηκε/στάθηκε/χόρευε ~ ~., τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους & αφήνω τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους: οι υποθέσεις, οι καταστάσεις δρομολογήθηκαν, άρχισαν να υλοποιούνται: Με πήραν στη δουλειά και από κει και πέρα ~ ~. Αφήστε τα πράγματα να πάρουν ~, δεν χρειάζεται να πιέζετε καταστάσεις. || Όλα πήραν το δρόμο τους. [< αγγλ. let things take their course] , τραβώ το(ν) δρόμο μου & τον δικό μου δρόμο (μτφ.): ακολουθώ τη δική μου ανεξάρτητη πορεία: Δεν τα βρήκαν και η κάθε πλευρά τράβηξε ~ της. Τράβα ~ σου και άσε τον κόσμο να λέει., χάνω το(ν) δρόμο (μου) (κυριολ. κ. μτφ.): ξεστρατίζω: Έχασα ~ και βρέθηκα αλλού., χαράζω δρόμο 1. (μτφ.) καθορίζω πορεία ζωής, καταστρώνω σχέδιο, προγραμματίζω κάτι: Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο ...! 2. προσδιορίζω τη θέση οδού: ~ουν ~ους κάθετους προς την παραλία., (εδώ) χωρίζουν οι δρόμοι μας βλ. χωρίζω, αλλάζω δρόμο βλ. αλλάζω, ανοίγω (τον) δρόμο βλ. ανοίγω, δρόμος στρωμένος με αγκάθια βλ. στρώνω, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση, ο δρόμος της καμήλας βλ. καμήλα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη βλ. Ρώμη1, στρώνω το(ν) δρόμο βλ. στρώνω [< αρχ. δρόμος, γαλλ. chemin, rue, αγγλ. way 5: αγγλ. route] ΔΡΟΜΟΣ

εαυτός

εαυτός [ἑαυτός] ε-αυ-τός αυτοπ. αντων. {προηγείται πάντα το οριστικό άρθρο και ακολουθεί κάποιος από τους αδύνατους τ. της προσ. αντων. στη γεν. (μου, σου, του, μας, σας, τους)}: εγώ, εσύ, ... (ο ίδιος): Να είσαι ο ~ σου (πβ. αυθεντικός, γνήσιος)! Δεν είμαι ο ~ μου (= δεν με αναγνωρίζω). Νιώθει σίγουρος/ντρέπεται/φοβάται για τον ~ό του. Παραμελώ/περιποιούμαι/σέβομαι/φροντίζω τον ~ό μου. Την ξέρω καλύτερα κι από τον ίδιο της τον ~ (= πάρα πολύ καλά). Δεν εμπιστεύεται κανέναν, παρά μόνο τον ~ό του (πβ. δύσπιστος). Παιδί που αποκτά την αίσθηση/συνείδηση του ~ού του (= εγώ, πβ. αυτο-αντίληψη, -εικόνα). Είναι ένα κομμάτι/μέρος του ~ού μου. Έδειξε μια άγνωστη πλευρά/πτυχή του ~ού της. Έκανα ένα δώρο στον ~ό μου. Κοιτάζουν μόνο τους ~ούς τους. Πβ. είναι, προσωπικότητα, ταυτότητα, χαρακτήρας. ● ΣΥΜΠΛ.: πράγμα καθ' εαυτό βλ. πράγμα ● ΦΡ.: (αυτός) καθ' (ε)αυτόν/καθ(ε)αυτόν, (αυτοί) καθ' (ε)αυτούς/καθ(ε)αυτούς (λόγ.): (αυτός) ο ίδιος, όχι σε σύγκριση ή σχέση με άλλον: Ο τουρισμός ~ ~ είναι ισχυρός κλάδος ανάπτυξης. Οι γενετικές μελέτες δεν είναι κακές ~ές ~ές. Δεν θα σταθώ στα καθ' εαυτά σχόλια περισσότερο απ' όσο πρέπει. [< αρχ. αὑτοί καθ' αὑτούς] , (ξανα)βρίσκω τον εαυτό μου: συνέρχομαι, ανακάμπτω, ορθοποδώ: Έκανα ένα ταξίδι, ηρέμησα και βρήκα ~. Η ομάδα ξαναβρήκε τον ~ της στο τέλος του πρωταθλήματος. , (ξανα)βρίσκω/θυμάμαι τον (παλιό) καλό εαυτό μου: ανακτώ τη θετική συμπεριφορά ή την καλή επίδοση που είχα κατά το παρελθόν: Με βοήθησε πολύ να βρω ~ ~., αφ' εαυτού/αφεαυτού (μου/του/της) & (θηλ.) αφ' εαυτής/αφεαυτής (επίσ.) 1. από μόνος μου/του/της: Η κατάσταση ~ής δεν είναι άσχημη. 2. με δική μου/σου ... βούληση: ~ού μου και αυτοθέλητα. Ξεστομίζω κάτι ~ού μου. Ενεργεί/αποφασίζει ~ού του. Πβ. αυτόβουλα., δίνω/δείχνω τον καλύτερό μου εαυτό: καταβάλλω τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια, συμπεριφέρομαι όσο καλύτερα γίνεται: Αν και δεν κυνηγώ το μετάλλιο, υπόσχομαι ότι θα δώσω ~ ~. Είναι αποφασισμένοι να δείξουν τον ~ τους ~ στην παράσταση., εαυτούς και αλλήλους (λόγ.): τους εαυτούς μας/σας/τους και τους άλλους: Οικτίρουν/συγχαίρουν ~ ~. Ας είμαστε ειλικρινείς προς ~ ~ (= αναμεταξύ μας). , καθαυτό & καθεαυτό & καθ' αυτό & καθ' εαυτό (λόγ.) : κατ’ εξοχήν, κυρίως, πρώτιστα, προπαντός: Αναπτύσσονται δραστηριότητες ~ (= καθαρά) εμπορικές. Τα έργα καλύπτουν τόσο τον ~ χώρο της ζωγραφικής όσο και του θεάτρου. [< αρχ. καθ΄ αὑτό] , κρατάω για τον εαυτό μου 1. δεν αποκαλύπτω, δεν φανερώνω: Κάποια πράγματα καλό θα ήταν να τα κρατάς ~ ~ σου. ΣΥΝ. κρατάω (κάτι) μέσα μου 2. δεν δίνω σε άλλους: Το αγουρέλαιο οι ελαιοπαραγωγοί το κρατούν συνήθως ~ ~ τους., κρίνω από τον εαυτό μου {συνήθ. στο α' κ. β' πρόσ. εν.}: χρησιμοποιώ ως κριτήριο τα δικά μου βιώματα, τον δικό μου τρόπο σκέψης: Αν ~ ~, ... Μην ~εις ~ σου, εσύ μπορεί να έχεις άλλες ανάγκες. ΣΥΝ. κρίνω εξ ιδίων (τα αλλότρια), ξεπερνώ τον εαυτό μου 1. σημειώνω την καλύτερή μου επίδοση σε έναν τομέα ή αντιμετωπίζω κάτι αρνητικό με επιτυχία: Ο αθλητής ξεπέρασε ~ του και τις προσδοκίες όλων. 2. (ειρων.) δείχνω τη χειρότερη συμπεριφορά μου: Ήξερα ότι λες ψέματα, όμως αυτή τη φορά ξεπέρασες ~ σου. , τα βάζω/τα έχω με τον εαυτό μου: είμαι θυμωμένος μαζί του, τον κατηγορώ: Τα έχω βάλει ~ ~ που δεν μπορώ να κόψω το κάπνισμα. Πβ. έχω κάτι/τα έχω με κάποιον., τα βρίσκω με τον εαυτό μου: συμφιλιώνομαι μαζί του, τον αποδέχομαι: Όταν τα βρεις με τον ~ό σου, θα τα βρεις και με τους άλλους. , (είμαι) σκιά του εαυτού μου βλ. σκιά, αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο βλ. αφήνω, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βέβαιος για τον εαυτό μου βλ. βέβαιος, εκτός εαυτού βλ. εκτός, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του βλ. ιδέα, κλείνομαι στον εαυτό μου βλ. κλείνω, κύριος/κυρία του εαυτού μου βλ. κύριος, λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου βλ. λέω, ο σώζων εαυτόν σωθήτω βλ. σώζω [< αρχ. ἑαυτοῦ, μεσν. ο εαυτός μου]

εδώ

εδώ [ἐδῶ] ε-δώ επίρρ. & (προφ.) δω κ. 'δω 1. (ως προς αυτόν που μιλά) σε αυτόν τον χώρο, τόπο, σε αυτό το σημείο: ~ μένω. Είναι κανείς ~; Έχει υγρασία ~ κάτω. Τι γίνεται ~ πέρα; Κάπου ~ γύρω θα 'ναι. Ελάτε λίγο πιο ~ (= κοντά· πβ. παραδώ). Δεν είμαι (= δεν κατάγομαι, δεν κατοικώ) από ~. Έρχεται/κοίταζε προς τα ~. Όπως λέμε εμείς ~ στην ... Αν βρεθείς κατά δω ...|| (συνήθ. με ανάλογη κίνηση του χεριού) Να σας συστήσω: από ~ η μητέρα μου, από ~ ο/η ...|| (ως επίθ.) Σύμφωνα με την ~ παράδοση (πβ. τοπική). Η ~ ζωή (= η επίγεια).|| (Όταν δεν γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομα κάποιου) Ο κύριος από ~ ζήτησε ...|| (σε ιστοσελίδα) Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ ~.|| (παλαιότ. σε στερεότυπη εισαγωγική έκφραση ραδιοφωνικών συνήθ. εκπομπών) ~ ραδιοφωνικός σταθμός ... (ΙΣΤ.) ~ Πολυτεχνείο.|| (συνήθ. στο τηλέφωνο:) ~ Πέτρος, μπορώ να μιλήσω με ...;|| Το λάθος ~ έγκειται. ~ φτάσαμε, να αμφισβητούμε τα αυτονόητα. ΑΝΤ. αλλού (1), εκεί (1) 2. (προηγείται η δεικτική αντων. αυτός, -ή, -ό) για έμφαση: αυτός ~ ο δίσκος. Αυτή ~ η πόλη. Αυτό ~ το κείμενο. ● ΦΡ.: άκου εδώ: για να δηλωθεί έκπληξη, εκνευρισμός, θυμός ή όταν κάποιος θέλει να μιλήσει σοβαρά: ~ ~ ερώτηση/λογική!|| ~ ~ που σου μιλάω κι άσε τα παιχνίδια!|| ~ ~ φίλε, ..., από εδώ και από εκεί & από δω κι από κει & εδώ κι εκεί & μια εδώ και μια εκεί: πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέρος: Ρωτούσε ~ ~ μήπως είχε δει κάποιος το παιδί της. Οι δημοσιογράφοι έτρεχαν ~ ~. Ρούχα πεταμένα ~ ~ (: σκόρπια, σε διάφορα σημεία)., από εδώ και πέρα/και στο εξής/και μπρος & (λόγ.) από τούδε και στο εξής: από τώρα και μετά, από τώρα και στο μέλλον: Σου υπόσχομαι ότι ~ ~ θα τα λέμε πιο συχνά. ΣΥΝ. στο εξής, εδώ είμαι εγώ/εγώ είμαι εδώ (μτφ.): όταν προσφέρεται κάποιος να βοηθήσει: Μην στενοχωριέσαι καθόλου, ~ ~. Ό,τι θέλεις, ~ ~!, εδώ και: για χρονικό διάστημα κατά το οποίο γίνεται κάτι:~~ χιλιάδες χρόνια. ~ ~ (πολύ) καιρό/μήνες ψάχνω για καινούργιο σπίτι., εδώ και τώρα (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι πρέπει να ικανοποιηθεί αμέσως ένα αίτημα: λύση ~ ~!, εδώ που τα λέμε (οικ.): για να αναφερθεί κάτι συνήθ. με ειλικρινή ή εξομολογητική διάθεση: ~ ~, δεν έγινε και τίποτε/καλά έκανε/του χρειαζόταν!, εδώ/εκεί που φτάσαμε: για δήλωση μιας κρίσιμης κατάστασης: ~ ~ δεν γίνεται αλλιώς/δεν μας σώζει τίποτα., είμαι ως/μέχρι εδώ & με έχει(ς) φέρει ως/μέχρι εδώ (μτφ.): (μπορεί να συνοδεύεται με ανάλογη κίνηση του χεριού, συνήθ. ως το μέτωπο) έχω αγανακτήσει, νευριάσει, έχω φτάσει στα όρια της υπομονής, ανοχής μου: Άσε με, ~ ~! Μην αρχίζεις τις ειρωνείες, γιατί ~ ~! Πβ. μπουχτίζω., μέχρι/ως εδώ: για την ώρα, μέχρι στιγμής, προς το παρόν: ~ ~ όλα καλά!, ως εδώ (και μη παρέκει) & (σπάν.) ως εκεί (εμφατ. με επιφωνηματική χρήση): για δήλωση αγανάκτησης για κατάσταση, συμπεριφορά που δεν είναι πλέον ανεκτή: Έκανα υπομονή τόσα χρόνια, αλλά ~ ~. Πβ. δεν πάει άλλο, έφτασε ο κόμπος στο χτένι, φτάνει πια., ως εδώ ήταν: για να δηλωθεί ότι κάτι πρέπει να σταματήσει ή ότι έφτασε στο τέλος του: ~ ~, καιρός να σοβαρευτούμε. ~ ~· σκέφτομαι να αποσυρθώ., από δω παν' κι (οι) άλλοι βλ. άλλος, από δω τον είχα, από κει τον είχα βλ. έχω, εδώ (ο) παπάς, εκεί (ο) παπάς, πού είν'/πού 'ν' ο παπάς; βλ. παπάς, εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος βλ. κόλαση, εδώ θα τα χαλάσουμε βλ. χαλώ, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν βλ. καράβι, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω, εδώ/εκεί πέρα βλ. πέρα, εδώ/εκεί/κάπου γύρω/τριγύρω βλ. τριγύρω, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, μακριά από μας/απ' εδώ βλ. μακριά, όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα βλ. πληρώνω, το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει βλ. φέρνω, τούτος εδώ/'δω βλ. τούτος [< μεσν. εδώ] ΕΔΩ

εκεί

εκεί [ἐκεῖ] ε-κεί επίρρ. & (προφ.) κει & 'κει 1. για τη δήλωση τοπικού σημείου που είτε το δείχνει κανείς είτε έχει ήδη αναφερθεί σε αυτό: ~ γύρω/έξω/κάτω/κοντά/μέσα/πέρα/ψηλά. Κάπου/(λίγο) πιο ~ (πβ. παρακεί). Ήμουν κι εγώ ~. Είναι κανείς ~; ~ γεννήθηκε/έζησε/μεγάλωσε. ~ που θα πας. Ο ναός βρισκόταν ~ που σήμερα υπάρχουν ερείπια. (εμφατ., συχνά με δείξιμο του χεριού) Αυτός/εκείνος ~. Ε, εσύ ~! Από (= αποκεί)/κατά/προς τα ~. Ίσαμε/μέχρι/ως ~. Κοίτα/περίμενε/πήγαινε/στάσου ~. ~ να το αφήσεις.|| Δούλεψε ~ για δέκα χρόνια. ΑΝΤ. εδώ (1) 2. (μτφ.) για αναφορά σε κάποιο στοιχείο, σε προσδιορισμένο σημείο: Δεν είναι ~ το θέμα. Συνεχίζουμε το μάθημα από ~ που μείναμε χθες. Υπάρχει πρόβλημα οργάνωσης και ~ οφείλεται η αποτυχία. ~ εντοπίζονται και οι περισσότερες δυσκολίες. 3. για τη δήλωση χρονικού σημείου συνήθ. κατά προσέγγιση: ~ κατά το βραδάκι. Κάπου ~ (= περίπου) στις δύο. ● ΦΡ.: από κει που ήρθε/'ρθε (υβριστ.): για κάποιον που δεν πέτυχε τίποτα ή που είναι ανεπιθύμητος: Γύρισε πίσω/έφυγε ~ ~. Τον έστειλε ~ ~. Να πάει ~ ~., εκεί που: για τη δήλωση χρόνου, αντίθεσης ή σύγκρισης: ~ ~ οδηγούσε, σκάει το λάστιχο.|| ~ ~ (: πάνω που) νόμιζα ότι δεν θα μιλούσαμε ποτέ ξανά, με πήρε τηλέφωνο., κι αυτός εκεί (εμφατ.): για να δηλωθεί η πεισματική επιμονή κάποιου: ~ ~, "βράχος"/τον χαβά του., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί βλ. βλέπω, από δω κι από κει & εδώ κι εκεί & μια εδώ και μια εκεί βλ. εδώ, από δω τον είχα, από κει τον είχα βλ. έχω, από κει και πέρα βλ. από, εδώ/εκεί πέρα βλ. πέρα, εδώ/εκεί που φτάσαμε βλ. εδώ, εδώ/εκεί/κάπου γύρω/τριγύρω βλ. τριγύρω, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, εκεί που μας χρωστούσαν/χρωστάγανε (μας πήραν και το βόδι) βλ. χρωστώ, εκεί/πού να δεις βλ. βλέπω, το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει βλ. φέρνω, χτυπάω εκεί που πονάει βλ. χτυπώ, ως εδώ (και μη παρέκει) βλ. εδώ [< αρχ. ἐκεῖ]

εμπρός

εμπρός [ἐμπρός] ε-μπρός επίρρ. & (προφ.) μπρος 1. & (λαϊκό) ομπρός: μπροστά: (με τοπική σημασία:) Κάνε ένα βήμα ~.|| (+ πρόθ.) Είσοδος από ~.|| (ως πρόθ., συνήθ. + από/σε) Συνάντηση ~ από τον σταθμό. Στάθηκε ~ στην πόρτα. Εμφανίστηκε ξαφνικά ~ μου. (ενώπιον, παρουσία:) Δήλωσε ~ στις τηλεοπτικές κάμερες ότι ...|| (ως επίθ.) Οι ~ (= μπροστινοί) τροχοί ενός αυτοκινήτου. ΑΝΤ. πίσω (1) 2. (ως επιφών.) ως έντονη προτροπή ή προσταγή: ~ για τη νίκη! ~ στον αγώνα για ... ~ σηκωθείτε! Πβ. γιούρια. 3. (σε επιφωνηματική χρ.) ως απάντηση στο χτύπημα του τηλεφώνου ή της πόρτας: ~, παρακαλώ/ποιος είναι/ποιον θέλετε! ● ΦΡ.: από μπρος κι από πίσω: από όλες τις μεριές, τις κατευθύνσεις., μπρος πίσω 1. προς τα εμπρός και προς τα πίσω: Περπατούσε κουνώντας τα χέρια της ~ ~. 2. στο μπροστινό και στο πίσω μέρος: εκτύπωση σελίδας ~ ~ (πβ. διπλής όψης/όψεως). Αυτοκίνητο με ηλεκτρικά παράθυρα ~ ~. 3. (με χρον. σημασία) στο μέλλον, στο παρόν και στο παρελθόν: (ως ουσ.) Η συγγραφέας διαπλέκει τρεις ιστορίες με συνεχή ~ ~ στον χρόνο. Πβ. αναδρομές. 4. ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) παράβαση κατά την οποία ένας παίκτης φέρνει την μπάλα στο μπροστινό μέρος του γηπέδου και στη συνέχεια την επιστρέφει σε συμπαίκτη του που βρίσκεται στο πίσω μέρος ή γυρίζει ο ίδιος σε αυτό, κρατώντας τη: Ο διαιτητής έδωσε ~ ~., παίρνει μπρος/μπροστά 1. (για μηχανές) τίθεται σε λειτουργία: Το αυτοκίνητο δεν έπαιρνε ~ (με τίποτα). 2. (μτφ., για πρόσ.) αρχίζει να αποδίδει: Η ομάδα πήρε ~ στο δεύτερο ημίχρονο. 3. (μτφ., για πρόσ.) καταλαβαίνει, μπαίνει στο νόημα: Πρέπει να του το πω πολλές φορές για να πάρει ~., προς τα (ε)μπρός 1. προς την κατεύθυνση που κινείται ή κοιτάζει κάποιος: βήμα ~ ~. Γέρνω/σκύβω ~ ~. 2. με χρονική σημασία: Ο χρόνος κυλάει ~ ~. 3. (μτφ.) για πρόοδο, εξέλιξη: Είναι καιρός να πάμε ~ ~ (: να προχωρήσουμε, να προοδεύσουμε)., από εδώ και πέρα/και στο εξής/και μπρος βλ. εδώ, βάζω μπροστά/μπρος βλ. μπροστά, ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω βλ. βήμα, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα βλ. γκρεμός, μπρος στα κάλλη τι είν'/'ν' ο πόνος βλ. κάλλος, μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου βλ. μάτι, πίσω μπρος βλ. πίσω [< μεσν. εμπρός]

ενεργητικό

ενεργητικό [ἐνεργητικό] ε-νερ-γη-τι-κό ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΝ. -ΛΟΓΙΣΤ. το σύνολο των οικονομικών αγαθών μιας επιχείρησης, τα περιουσιακά της στοιχεία: καθαρό/συνολικό/τοξικό/τρέχον ~. Διαθέσιμο (: χρήματα και καταθέσεις)/κυκλοφορούν (: γραμμάτια, ομόλογα, πρώτες ύλες)/πάγιο (: εξοπλισμός, κτίρια, μεταφορικά μέσα, οικόπεδα, πελατεία) ~. Αύξηση του ~ού. Η εταιρεία εμφάνισε/παρουσίασε ~ ... εκατομμυρίων ευρώ. Βλ. ισολογισμός. ΑΝΤ. παθητικό ● ΦΡ.: στο ενεργητικό του/της: στις επιδόσεις, στα κατορθώματά του: Έχει (εγγράψει) πολλές επιτυχίες/σημαντικά επιτεύγματα ~ ~. Πρόσθεσε μια ακόμη νίκη ~ ~. [< γαλλ. (avoir) à son actif] [< γαλλ. actif]

εννέα

εννέα [ἐννέα] εν-νέ-α αριθμητ. απόλ. {άκλ.} & (προφ.) εννιά 1. ο αριθμός 9, σύνολο 9 μονάδων: ~ διά/επί/πλην/συν τρία. ~ ετών. ~ τοις εκατό (9%). ~ προς ένα (9:1).|| (ως επίθ.) ~ ευρώ/κιλά/λεπτά/μήνες/ώρες. 2. (προφ.) ένατος: κεφάλαιο ~. Στη σελίδα ~. Η ομάδα προηγήθηκε στο ~ (= ένατο λεπτό). ● Ουσ.: εννέα & (προφ.) εννιά (το) 1. ο ακέραιος αριθμός 9, το σύμβολό του και οτιδήποτε τον φέρει ως διακριτικό του: (ως βαθμός:) Μου έβαλε/πήρα ~.|| Το ~ καρό (: χαρτί της τράπουλας). Μένει/νοσηλεύεται στο ~. Πού κάνει στάση το ~ (: τρόλεϊ); 2. (+ στα/τα) η ηλικία των εννέα ετών: Έκλεισε/πάτησε τα ~. Είναι γύρω/κοντά στα ~. Μπήκε στα ~. 3. το έτος 1909 ή 2009: Γεννήθηκε το ~. ● ΦΡ.: (και/κι) ο μήνας έχει εννιά & εννιά έχει ο μήνας (προφ.): για κάποιον που καλοπερνά χωρίς να τον απασχολεί τίποτα, είτε επειδή είναι αδιάφορος και ανεύθυνος είτε λόγω οικονομικής άνεσης: Κάθονται, τρώνε, πίνουνε ~ ~! [< αρχ. ἐννέα]

εύκολος

εύκολος, η, ο [εὔκολος] εύ-κο-λος επίθ. ΑΝΤ. δύσκολος 1. που απαιτεί ελάχιστη προσπάθεια, ικανότητα ή κόπο για να αντιμετωπιστεί, να επιλυθεί ή να επιτευχθεί· που δεν παρουσιάζει προβλήματα ή κινδύνους: ~ος: αγώνας/αντίπαλος/δρόμος/έλεγχος/εντοπισμός/προγραμματισμός/τρόπος/χειρισμός. ~η: απάντηση/δουλειά (= άκοπη)/ζωή/μετακίνηση (= ξεκούραστη)/νίκη (= αβασάνιστη, άνετη)/πρόσβαση (= ευχερής)/υπόθεση. ~ο: έργο/ξεκίνημα/παιχνίδι/πράγμα/πρόβλημα/πρόγραμμα. ~α: θέματα εξετάσεων (= βατά, κατανοητά). Φωτογραφική μηχανή, ~η (= απλή) στη χρήση. Δεν είναι ~ο να οδηγείς το αυτοκίνητο σε στενούς δρόμους. Βλ. παν~.|| Θα ήθελα, αν σας είναι ~ο, να ...|| (αρνητ. συνυποδ.) Βγάζεις ~α συμπεράσματα, χωρίς να σκέφτεσαι. Διαλέγει πάντα την ~η λύση. Κυνηγάει το ~ο κέρδος. Τον ενοχοποίησαν γιατί ήταν ο ~ στόχος.|| (ως ουσ.) Οι φίλοι είναι δίπλα σου και στα ~α και στα δύσκολα. 2. (για πρόσ.) βολικός, καλόβολος: Είναι ~ο παιδί· κάνει ό,τι του ζητούν, χωρίς αντίρρηση.|| (μειωτ.) ~η: γυναίκα (= που συνάπτει εύκολα και συχνά ερωτικές σχέσεις). ● επίρρ.: εύκολα & (λόγ.) ευκόλως ● ΣΥΜΠΛ.: εύκολη λεία βλ. λεία, εύκολο χρήμα βλ. χρήμα ● ΦΡ.: εύκολο το ’χεις;: για την αντιμετώπιση μιας δύσκολης συγκυρίας που φαίνεται εύκολη., κάνει τα εύκολα δύσκολα & κάνει τα δύσκολα εύκολα: για τη μετατροπή μιας εύκολης κατάστασης σε δύσκολη και αντίστροφα: Έχει την τάση να κάνει τα εύκολα δύσκολα και τα απλά, περίπλοκα., τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται βλ. εννοούμενος [< 1: μεσν. εὔκολος 2: αρχ. εὔκολος]

έχω

έχω [ἔχω] έ-χω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {παρατ. είχα, έχ-οντας} 1. κατέχω, διαθέτω ή κρατώ πάνω μου: ~ αυτοκίνητο/κατοικίδιο/λεφτά/μαγαζί/μετοχές/περιουσία/σπίτι (= είμαι ιδιοκτήτης).|| (προφ.) Τα ’χει (= είναι πλούσιος).|| ~ δίπλωμα/πτυχίο. ~ μεγάλη θέση στην εταιρεία. Δεν ~ δουλειά (= είμαι άνεργος). Δεν είχα ευκαιρίες στη ζωή μου. ~ δικαιοδοσία/πρόσβαση σε κάτι/το ελεύθερο για κάτι. Δεν ~ άποψη επί του θέματος. ~εις λίγο χρόνο; Δεν ~ χρόνο για χάσιμο. ~εις άδικο/δίκιο. Δεν ~ει τα λογικά του (: τα έχει χάσει). Η θεραπεία δεν ~ει αποτέλεσμα/πιθανότητες επιτυχίας. Το επάγγελμα αυτό δεν ~ει ενδιαφέρον/μέλλον/προοπτικές. Δεν ~ουμε επαρκή στοιχεία/πληροφορίες. Θα ~ουμε τον κόσμο στο πλευρό μας.|| ~εις χρήματα/ψιλά πάνω σου (πβ. βαστώ); ~εις μαζί σου ομπρέλα/τις σημειώσεις/καμιά φωτογραφία του/χαρτομάντιλα; ~εις φωτιά (= αναπτήρα); ~ετε ώρα (= τι ώρα είναι); Λυπάμαι, δεν ~ ώρα (= ρολόι). Πρόσεχε! ~ει όπλο. Δεν είχες (= φορούσες) παλτό; ~ει τατουάζ στο χέρι. Ποιος ~ει τσίχλα (να μου δώσει); ΑΝΤ. στερούμαι 2. (για χαρακτηριστικό ή ιδιότητα) διαθέτω: Ο άνθρωπος ~ει δύο αυτιά. Τα μαλάκια δεν ~ουν κέλυφος. Τι ηλικία/μάτια (ενν. χρώμα)/ύψος ~ει; ~ει μακριά δάχτυλα/μουστάκι/ωραία μύτη. Δεν ~ει μαλλιά (= είναι φαλακρός)/μάτια (= είναι τυφλός). Τα ~ει όλα, δεν της λείπει τίποτε (για υλικά ή ψυχικά αγαθά, ευτυχία). ~ει άνεση/γούστο (= καλαισθησία)/εξυπνάδα/καλοσύνη/θράσος/ομορφιά/πείσμα/πλάκα/ταλέντο. Δεν ~ το θάρρος να τον αντιμετωπίσω. Δεν ~ει φωνή (ενν. καλή, μελωδική). ~ει γλώσσα (= είναι αυθάδης). ~ει παρελθόν (= έχει ζήσει πολλά). Κάθε άνθρωπος ~ει τις ιδιοτροπίες/τις παραξενιές του. Το ~ει αυτό, να μην σε αφήνει να μιλάς. Τι χρώμα ~ει το πουκάμισο; Ο κύβος ~ει τρεις διαστάσεις. Η ταινία ~ει δράση. Το σπίτι ~ει κεντρική θέρμανση. Η πόλη δεν ~ει τουριστική υποδομή. Τα δέντρα δεν ~ουν πια φύλλα (= έχουν πέσει). Βλ. παρα~.|| (για έθιμα) Έτσι το ~ουμε (= συνηθίζουμε) στα μέρη μας. 3. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ απαίτηση (= απαιτώ)/το δικαίωμα (= δικαιούμαι)/σκοπό (= σκοπεύω)/τη συνήθεια (= συνηθίζω)/την υποχρέωση ή το χρέος (= υποχρεούμαι)/φιλοδοξία (= φιλοδοξώ) (+ να). ~ αγωνία (= αγωνιώ)/ανησυχία (= ανησυχώ)/αμφιβολίες (= αμφιβάλλω)/απορία ή απορίες (= απορώ)/ελπίδα ή ελπίδες (= ελπίζω)/ενδιαφέρον (= ενδιαφέρομαι)/ευθύνη (= ευθύνομαι) για κάτι. ~ εμπιστοσύνη σε ... (= εμπιστεύομαι). ~ γιορτή (= γιορτάζω)/πένθος (= πενθώ). ~ αγώνα αύριο (= αγωνίζομαι). ~ επιρροή πάνω του (= επηρεάζω). Τι σχέδια ~εις (= σχεδιάζεις); ~ει τη φήμη του δύσκολου (= φημίζεται για). Τα λεφτά ~ουν αξία (= αξίζουν). Οι δυο υποθέσεις δεν ~ουν σχέση μεταξύ τους (= δεν σχετίζονται). Κάθε πράγμα ~ει αρχή (= αρχίζει) και τέλος (= τελειώνει). ~ουμε διαφορές (= διαφέρουμε ή διαφωνούμε). Στο μέλλον θα ~ουμε αλλαγές/ανακατατάξεις (= θα αλλάξουν τα πράγματα). ~ουμε συζητήσεις (= συζητάμε). Αύριο ~ουμε απεργία (= απεργούμε). 4. κρατώ, φυλάω κάτι σε κάποιον χώρο ή σε συγκεκριμένη θέση, διατηρώ σε ορισμένη κατάσταση: ~ γάλα στο ψυγείο/τα λεφτά στην τράπεζα. Πού τα ~εις (ενν. κρύψει) τα κλοπιμαία;|| ~ τα παιδιά στους παππούδες (= αναθέτω τη φύλαξη).|| Τον ~ουν στην Ασφάλεια/μέσα (ενν. στη φυλακή)/υπό κράτηση/υπό περιορισμό. ~ει τον γιο της στην εντατική (= νοησηλεύεται).|| Μην ~εις τα μάτια κλειστά! Είχε το κεφάλι σκυφτό.|| (μτφ.) Τα ~ όλα υπό έλεγχο. Να το ~εις υπόψη σου. ~ει έτοιμη τη δικαιολογία. 5. σχετίζομαι με πρόσωπο με συγκεκριμένο τρόπο: ~ αδέρφια/οικογένεια/παιδιά/πολλούς γνωστούς/συγγενείς/σύζυγο/φίλους. Δεν ~ σχέση/φίλο (= ερωτικό δεσμό, σύντροφο). Τον είχα δάσκαλο/μαθητή/υπάλληλο. Δεν ~ γονείς (= είμαι ορφανός)/κανέναν στη ζωή (= είμαι μόνος). Μόνο εσένα ~. -Την Ελένη τι την ~εις; -Ξαδέρφη. Είχα πάντα κοντά μου τους δικούς μου (: με στήριζαν, βοηθούσαν). ~ έναν καλό γιατρό (= γνωρίζω) να σου συστήσω. 6. {τριτοπρόσ.} περιέχει· (συνήθ. απρόσ.) υπάρχει: Τι ~ει το ντουλάπι; Η θάλασσα ~ει τσούχτρες. Το βουνό δεν ~ει δέντρα (= είναι γυμνό). Η αίθουσα είχε πολύ κόσμο. Το γράμμα δεν ~ει διεύθυνση/υπογραφή (πβ. φέρω).|| Δεν ~ει ψωμί στο σπίτι. ~ει θέση για μένα; Εδώ είχε κάποτε ένα ποταμάκι. Τι (φαγητό) ~ει/~ουμε σήμερα; Δεν ~ει/ουμε νερό ούτε ρεύμα (σε περίπτωση διακοπής). Αύριο δεν ~ει μετρό και τρένο λόγω της απεργίας. Δεν τελείωσα, ~ει και συνέχεια! 7. {τριτοπρόσ.} αποτελούμαι από, περιλαμβάνω: Πόσα δωμάτια ~ει το διαμέρισμα; Η μέρα ~ει εικοσιτέσσερις ώρες. Πόσα μέλη ~ει ο σύλλογος; 8. παρέχω, προσφέρω: ~ει λύση για κάθε πρόβλημα. Η εταιρεία ~ει δύο δρομολόγια την εβδομάδα. Μας είχε πλούσιο τραπέζι. Τι ~ουν οι κινηματογράφοι σήμερα (ΣΥΝ. παίζουν, προβάλλουν); Σε λίγο ~ει ειδήσεις. Η τηλεόραση δεν ~ει τίποτα (: δεν δείχνει κάτι αξιόλογο) σήμερα. 9. παίρνω λαμβάνω ή δέχομαι: ~ γράμμα. ~εις τον λόγο μου. Δεν ~ νέα της. Πότε μπορώ να ~ απάντηση; Είχα μία αναπάντητη κλήση (στο κινητό)/μια πρόσκληση για χορό. Είχες δύο τηλεφωνήματα. (για να ζητήσουμε κάτι ευγενικά:) Μπορώ να ~ το αλάτι, παρακαλώ;|| ~ επισκέψεις/καλεσμένους/κόσμο/ξένους (στο σπίτι). 10. (+ για/σαν/ως) θεωρώ, χρησιμοποιώ: ~ κάποιον για παράδειγμα/πρότυπο. Το ~ για γρουσουζιά να ... Δεν τον ~ ικανό να έκανε τέτοιο πράγμα. Δεν με ~ει άξιο για τίποτα. Εύκολο το ~εις να κάνω διαίτα; ~ει σίγουρη την επανεκλογή του. Το ~ει καμάρι που ... Την είχα για φίλη. Τον ~ει σαν θεό. Το είχε σαν παιδί της. Πβ. νομίζω, πιστεύω.|| Τον ~ για τις δύσκολες δουλειές. ~εις κάτι για πανωφόρι; Πβ. μεταχειρίζομαι. 11. νιώθω, αισθάνομαι: ~ διάθεση/κέφια/πικρία/πόνο στην καρδιά/φιλικά αισθήματα για κάποιον. Του 'χω μεγάλη αγάπη (= τον αγαπώ πολύ)/αδυναμία. 12. πάσχω, υποφέρω: ~ει την καρδιά του (= είναι καρδιοπαθής)/μυωπία. -Τι ~εις; -~ βήχα/γρίπη/πονοκέφαλο/πυρετό/το στομάχι μου (= με πονάει)/συνάχι/φαγούρα.|| (για βλάβη, δυσλειτουργία) Κάτι ~ει το μηχάνημα και βουίζει. 13. βρίσκομαι σε μία κατάσταση και (ειδικότ. για καιρικές συνθήκες, χρονική στιγμή) επικρατεί, συμβαίνει κάτι: ~ διακοπές. ~ει δυσκολίες (συνήθ. οικονομικές)/πρόβλημα. Αύριο δεν ~ουμε σχολείο. ~ουμε Αρχαία (: ως σχολικό μάθημα). Ελπίζω να μην ~ουμε καμιά δυσάρεστη έκπληξη. Πριν ένα μήνα είχε νέο καρδιακό επεισόδιο (ΣΥΝ. παθαίνω, υφίσταμαι). Τα πράγματα ~ουν ως εξής: ...|| Φέτος θα ~ουμε καύσωνα/δύσκολο χειμώνα. Τι (μέρα) ~ουμε σήμερα; Πόσες του μηνός ~ουμε;/Πόσες ~ει ο μήνας;|| {απρόσ.} ~ει αέρα (πβ. φυσά)/ήλιο/ζέστη/κρύο/κύμα (ενν. η θάλασσα)/λιακάδα/παγωνιά (πβ. κάνει)/συννεφιά. Έξω ~ει σαράντα βαθμούς. Απόψε ~ει φεγγάρι. ~ει πολλή κάπνα εδώ μέσα. Την Κυριακή ~ει παζάρι στο κέντρο. 14. πουλώ προϊόν σε συγκεκριμένη τιμή και (στο γ' πρόσ., για προϊόν) κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο τις ~εις τις ντομάτες; Τις ~ουν πιο φτηνές στο σούπερ-μάρκετ. ~ετε παγωτό φράουλα;|| Αυτό το φόρεμα ~ει (= κάνει, αξίζει) ... ευρώ. 15. (+ ουσ. παράγωγο ρήματος ή πρόταση) πρέπει, θέλω, μπορώ, ξέρω, υπάρχει, πρόκειται: (+ ουσ.) ~ δουλειά/μάθημα/σιδέρωμα (: οφείλω, σκοπεύω να κάνω κάτι).|| (+ να) ~ να πάρω το παιδί από το σχολείο. Δεν ~εις (= δεν χρειάζεται) να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν.|| ~ κάτι να σας πω. ~εις κάτι να απαντήσεις/προσθέσεις/ρωτήσεις; ~εις (= θες) κάτι άλλο (ενν. να αναφέρεις, να πεις);|| Δεν ~εις κάτι καλύτερο να κάνεις;|| (+ πλάγια ερώτηση) Δεν ~ πού να πάω/τι να κάνω/τι να πω. Πβ. γνωρίζω.|| (+ να) Δεν ~ να κρύψω/πω τίποτε! Δεν ~ τίποτα να κερδίσω/φοβηθώ/χάσω! Δεν ~ κανέναν να μιλήσω. Δεν ~ουμε κάτι να χωρίσουμε.|| {απρόσ.}(+ να) ~ει να (= θα) γίνει το έλα να δεις/χαμός!|| (απειλητ.) Δεν ~εις (= δεν επιτρέπεται) να πας πουθενά! 16. κάνω ή δεν έχω κάνει κάτι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (+ να/που + χρον. προσδιορισμό): ~ να κοιμηθώ/να φάω τρεις μέρες. ~ να τη δω μήνες. ~ καιρό/κάτι χρόνια να παίξω μπάλα. ~εις πέντε λεπτά να αποφασίσεις. ~ τρία χρόνια που κάνω σκι. ~ει ώρα που έφυγε/δεν φάνηκε. 17. ως βοηθητικό ρ. για τον σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων: Το βιβλίο δεν ~ει ολοκληρωθεί ακόμη. Θα μπορούσαν να ~ουν συμβεί χειρότερα. Όταν έφτασα, είχε φύγει. Θα ~εις τελειώσει, ώσπου να έρθω; 18. με απρόσ. εκφράσεις (+ ότι/να): Αξία/σημασία ~ει ότι αγαπιέστε. Δεν ~ει νόημα να μπούμε σε λεπτομέρειες. ● ΦΡ.: (δεν) έχει να κάνει που (προφ.): (δεν) παίζει ρόλο: Δεν ~ ~ δεν έχεις λεφτά, κερνάω εγώ., από δω τον είχα, από κει τον είχα (προφ.): για επίμονη προσπάθεια να πείσει κανείς κάποιον: ~ ~, τον κατάφερα τελικά/του το πούλησα., αυτά έχει/έχουν ...: έτσι είναι (η κατάσταση): ~ ~ει η δημοσιότητα/η ζωή. ~ ~ουν τα γεράματα. Πβ. έτσι/αυτός είναι ο κόσμος!, δεν έχει (προφ.): για δυνατότητα που αποκλείει, απαγορεύει κάποιος, δεν υπάρχει: ~ ~ άλλο, αρκετά. (σε παιδιά) Απόψε ~ ~ τηλεόραση, αν δεν κοιμηθείτε το μεσημέρι! ~ ~ γιατί! Γιατί έτσι λέω εγώ! ~ ~ "δεν μπορώ", μπορείς και παραμπορείς! Α, όλα κι όλα, ~ ~ (= δεν επιτρέπονται) τέτοια!, δεν έχω παρά να: για να δηλωθεί ότι κάτι είναι πολύ απλό, χρειάζεται μόνο να: Για να μπεις μέσα, δεν ~εις ~ στρίψεις το κλειδί., δεν το έχω σε πολύ/σε τίποτα: για ενέργεια που γίνεται χωρίς δισταγμό ή δυσκολία: Δεν το έχει ~ να μας εκθέσει μπροστά στον κόσμο. ΣΥΝ. δεν (μου) κοστίζει τίποτα να, είχα δεν είχα (προφ.) 1. για αναμενόμενη συμπεριφορά κάποιου: Είχε δεν είχε, τα κατάφερε πάλι! 2. μόλις και μετά βίας, ούτε καν: Όταν έφυγε από το πατρικό του, είχε δεν είχε κλείσει τα δεκατρία., έχει γούστο/πλάκα (να ...) (προφ.) 1. για κάτι ευχάριστο, διασκεδαστικό: ~ ~ να παίζεις στη θάλασσα! 2. για κάποιο δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο ενδεχόμενο: ~ ~ να άκουσε όσα είπαμε/να με δουλεύει! -Λες να χάσουμε το πλοίο; -~ ~! Πβ. για φαντάσου., έχουμε και λέμε (προφ.): για να συνοψίσουμε, να λογαριάσουμε ή γενικότ. να αναφερθούμε σε ένα σύνολο στοιχείων: Λοιπόν, ~ ~, μαγιό, πετσέτα, ομπρέλα και είμαστε έτοιμοι για παραλία., έχω δεν έχω (προφ.): για κάτι που πρέπει να γίνει, ανεξάρτητα από την οικονομική δυνατότητα κάποιου: ~εις ~εις, πρέπει να τον βοηθήσεις., έχω κάτι/τα έχω με κάποιον (προφ.): είμαι δυσαρεστημένος, ενοχλημένος, θυμωμένος, προβληματισμένος: ~εις κάτι εναντίον μου/με μένα; Κάτι ~εις και δεν μου λες. Δεν ~ τίποτα (: κανένα πρόβλημα, είμαι καλά). Τα ~ει μαζί μου γιατί ...|| Τι ~εις (= σου συμβαίνει);, έχω να κάνω (με) (προφ.): έχω σχέση, σχετίζομαι με: Η δουλειά μου έχει να κάνει με παιδιά/με τη φιλολογία. Δεν ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις. Το θέμα δεν έχει τίποτα να κάνει με σένα (= είναι άσχετο, δεν σε αφορά)., έχω να το λέω (εμφατ.): για να τονιστεί η σημασία των λεγομένων: ~ ~, έμαθα πολλά πράγματα δίπλα του., έχω παρτίδες/πάρε-δώσε/νταραβέρια (κυρ. αρνητ. συνυποδ.): συναλλάσσομαι, σχετίζομαι με κάποιον: ~ει ~ με τη μαφία/τον υπόκοσμο. Δεν θέλει να ~ει ~ ~ μαζί τους. Με ποιον ~ει νταραβέρια είναι δικό της θέμα., έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου & είμαι στις μαύρες/στις κακές μου (προφ.): βρίσκομαι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση: Μην του μιλάς σήμερα, έχει ~ του. Βλ. στις καλές μου., όλα τα είχαμε, (αυτό μας έλειπε) (ειρων.): για δυσκολία που προστίθεται σε ήδη υπάρχουσες., τα έχω με κάποιον & τα έχουμε (προφ.): είμαστε ζευγάρι., την έχω καλά/άσχημα (προφ.): βρίσκομαι σε ευχάριστη/δυσάρεστη, δύσκολη θέση, σε κίνδυνο: Εγώ την ~ καλά, εσείς να δω πώς θα τη γλιτώσετε! Αν τον πιάσουνε, την ~ει (πολύ) άσχημα!, τι είχαμε, τι χάσαμε (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν μεταβάλλεται μία κατάσταση, ανεξάρτητα από αυτόν ή αυτό που αποχωρεί, παύει να υφίσταται, να λειτουργεί. Πβ. ούτε γάτα ούτε ζημιά., τι έχει και τι δεν έχει (εμφατ.): για να δηλωθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος: Δεν μπορώ να ξέρω/δεν με ενδιαφέρει ~ ~ ο καθένας τους., το έχω σε καλό/σε κακό να ...: θεωρώ κάτι καλοτυχία/κακοτυχία., το 'χω (νεαν. αργκό): το έχω κατανοήσει, το κατέχω., τον έχω (νεαν. αργκό): τον νικώ, υπερέχω: ~ ~ χαλαρά., ως έχει (λόγ.) & όπως έχει: ακριβώς όπως είναι: Θα ήθελα να μου περιγράψεις την κατάσταση ~ ~. Η διάταξη διατηρείται/παραμένει ~ ~. Να μου πεις την αλήθεια ~ ~., (δεν) έχω την ανάγκη (κάποιου)/(δεν) έχω ανάγκη από (κάτι)/(δεν) τον έχω ανάγκη βλ. ανάγκη, (έχω) ελαφρύ χέρι βλ. χέρι, (και/κι) ο μήνας έχει εννιά βλ. εννέα, (κι/για) αύριο έχει ο Θεός βλ. αύριο, (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου βλ. μάτι, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι βλ. μάτι, δεν έχει αρχή και τέλος βλ. αρχή, δεν έχει μαντίλι να κλάψει βλ. μαντίλι, δεν έχει όμοιο/όμοια βλ. όμοιος, δεν έχει όρια/όριο βλ. όριο, δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο βλ. ιερός, δεν έχει στον ήλιο μοίρα βλ. ήλιος, δεν έχει το Θεό του βλ. θεός, δεν έχει τσίπα (επάνω/πάνω του) βλ. τσίπα, δεν έχει τύχη βλ. τύχη, δεν έχει ψωμί να φάει βλ. ψωμί, δεν έχω θέση κάπου βλ. θέση, δεν έχω ιδέα βλ. ιδέα, δεν έχω μάτια (γι' άλλον) βλ. μάτι, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν έχω μία βλ. ένας, μία/μια, ένα, δεν έχω ξυπνημό βλ. ξυπνημός, δεν έχω τα μέσα βλ. μέσο, δεν έχω τίποτα εναντίον (του) βλ. τίποτα, δεν έχω τίποτα να χάσω βλ. τίποτα, δεν έχω φράγκο βλ. φράγκο, δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια βλ. λόγια, δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, δεν ξέρει τι έχει βλ. ξέρω, είμαι/έχω λάσκα βλ. λάσκος, είμαι/έχω υπηρεσία βλ. υπηρεσία, είναι/το έχω στο αίμα μου βλ. αίμα, είναι/τον έχω του χεριού μου βλ. χέρι, εύκολο το' χεις; βλ. εύκολος, έχε χάρη ... βλ. χάρη, έχει (γερές) πλάτες βλ. πλάτη, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι βλ. δόντι, έχει (μεγάλη) πέραση βλ. πέραση, έχει άκρες βλ. άκρη, έχει διπλό ρόλο βλ. διπλός, έχει ζουμί βλ. ζουμί, έχει καλώς βλ. καλώς, έχει κώλο βλ. κώλος, έχει μεγάλο στόμα βλ. στόμα, έχει μπάρμπα στην Κορώνη βλ. μπάρμπας, έχει να κάνει βλ. κάνω, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει βλ. λέω, έχει ο Θεός βλ. θεός, έχει ο καιρός γυρίσματα βλ. καιρός, έχει ρεύμα βλ. ρεύμα, έχει τα ρούχα της βλ. ρούχο, έχει το γενικό πρόσταγμα βλ. πρόσταγμα, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του βλ. διάβολος, έχει τον αμάζευτο βλ. αμάζευτος, έχει τον τρόπο του βλ. τρόπος, έχει χάζι βλ. χάζι, έχει ψωμί/φαΐ βλ. ψωμί, έχει/υπάρχουν κ(α)ι αλλού πορτοκαλιές (που κάνουν πορτοκάλια) βλ. πορτοκαλιά, έχεις πρόβλημα; βλ. πρόβλημα, έχετε/θα είχατε την καλοσύνη να ... ;/αν έχετε την καλοσύνη, ... βλ. καλοσύνη, έχουμε μέλλον βλ. μέλλον, έχω (καλό) χέρι βλ. χέρι, έχω (κάποιον) από δίπλα/από κοντά βλ. δίπλα, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου βλ. καρδιά, έχω (κάποιον/κάτι) περί πολλού βλ. περί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα δική μου βλ. μέρα, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου βλ. μέρα, έχω άδεια βλ. άδεια, έχω άστρο/αστέρι βλ. άστρο, έχω κάποιον άχτι βλ. άχτι, έχω κάποιον δεμένο βλ. δένω, έχω κάποιον στα όπα όπα βλ. όπα, έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου βλ. τσέπη, έχω κάποιον στο χέρι (μου) βλ. χέρι, έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου βλ. μυαλό, έχω κάτι άχτι βλ. άχτι, έχω λαμβάνειν βλ. λαμβάνειν, έχω λόγο βλ. λόγος, έχω μόνο δύο/δυο χέρια! βλ. χέρι, έχω μπέσα βλ. μπέσα, έχω μπλεξίματα/μπελάδες/φασαρίες/τραβήγματα/ντράβαλα βλ. μπλέξιμο, έχω να (το) λέω βλ. λέω, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου βλ. κεφάλι, έχω προ οφθαλμών (κάτι) βλ. οφθαλμός, έχω προηγούμενα (μαζί) με κάποιον βλ. προηγούμενο, έχω ρέντα βλ. ρέντα, έχω σε υπόληψη βλ. υπόληψη, έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι) βλ. νους, έχω σώας τας φρένας βλ. σώος, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα βλ. μάτι, έχω την αξίωση να βλ. αξίωση, έχω την τιμητική μου βλ. τιμητικός, έχω την τύχη με το μέρος μου βλ. τύχη, έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι βλ. νους, έχω υπόψη βλ. υπόψη, έχω/κάνω κενό βλ. κενό, έχω/κρατάω (κάποιον) σούζα βλ. σούζα, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, έχω/με πιάνουν τα διαόλια μου βλ. διαόλια, έχω/περνάω (μεγάλο) ζόρι/(μεγάλα) ζόρια βλ. ζόρι, η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) βλ. τιμή, και οι ... έχουν ψυχή βλ. ψυχή, κάνω κουμάντο/έχω το κουμάντο βλ. κουμάντο, κάνω σε κάποιον το τραπέζι/έχω τραπέζι βλ. τραπέζι, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, λαμβάνω/έχω την τιμή να ... βλ. τιμή, λίγο το 'χεις; βλ. λίγος, μένει ως έχει βλ. μένω, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι, όλα τα 'χε/'χει η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε/λείπει βλ. φερετζές, ούτως εχόντων των πραγμάτων βλ. ούτω(ς), πόθεν έσχες βλ. πόθεν, ποιος/τι έχει σειρά; βλ. σειρά, πού έχεις/είναι/τρέχει το μυαλό σου; βλ. μυαλό, στο ενεργητικό του/της βλ. ενεργητικό, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει βλ. στόμα, τα βάζω/τα έχω με τον εαυτό μου βλ. εαυτός, τα έχει τα χρονάκια του! βλ. χρόνος, τα έχω καλά με κάποιον βλ. καλά, τα 'χω τετρακόσια βλ. τετρακόσιοι, τα 'χω χαμένα βλ. χαμένος, τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! βλ. Γιάννης, τι ψυχή έχει (κάτι); βλ. ψυχή, το έχει/το 'χει η μοίρα μου βλ. μοίρα, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα, το έχω/βάζω μαράζι βλ. μαράζι, το 'χω μέσα μου βλ. μέσα, το 'χω παράπονο βλ. παράπονο, φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά/όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά βλ. ρούχο ● βλ. έχων [< αρχ. ἔχω]

έχων

έχων, ουσα, ον [ἔχων] έ-χων επίθ. {έχ-οντος (θηλ. -ουσας, λογιότ. -ούσης), -οντα | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών), συνήθ. ως ουσ.} (λόγ.): που έχει κάτι: Οι ~οντες ανάγκη (= χρήζοντες) θεραπείας/δικαίωμα ψήφου/εργασία. Ο ~ την κυριότητα (βλ. επικαρπία)/έννομο συμφέρον. Οι ~οντες (= πλούσιοι) και μη ~οντες (= φτωχοί). Οι ~οντες ετήσιο εισόδημα άνω/κάτω των ... ευρώ ετησίως, θα ... ● ΦΡ.: καλώς εχόντων των πραγμάτων βλ. καλώς, οι έχοντες και κατέχοντες βλ. κατέχων, ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος βλ. λαμβάνω, τα κακώς κείμενα/έχοντα βλ. κείμενος ● βλ. έχω [< αρχ. ἔχων]

ζόρι

ζόρι ζό-ρι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. ψυχολογική πίεση που ασκείται σε κάποιον, για να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του: Θέλει ~ (= πρεσάρισμα, στρίμωγμα), για να στρωθεί στη δουλειά. Πβ. ζόρισμα, καταναγκασμός. Βλ. βία. 2. δυσκολία, ταλαιπωρία: Το πρωινό ξύπνημα είναι μεγάλο ~. ΣΥΝ. αγγούρι, μανίκι, πακέτο, παλούκι.|| Τα κατάφερε με πολύ ~. Πβ. δυσχέρεια. 3. δύναμη που ασκείται σε κάτι: Χρειάστηκε ~, για να ανοίξει την πόρτα. ● ΦΡ.: έχω/περνάω (μεγάλο) ζόρι/(μεγάλα) ζόρια (προφ.): πιέζομαι πάρα πολύ: Έχω ~ια με τη δουλειά/τις εξετάσεις. ΣΥΝ. ζορίζομαι (1), τα βρίσκω δύσκολα/σκούρα/μπαστούνια/ζόρικα/παλούκια, με (τα) χίλια (δυο) ζόρια: ύστερα από επίμονες προσπάθειες, με πολύ μεγάλη δυσκολία: Κατάφερε να περάσει στο Πανεπιστήμιο ~ ~. Πβ. μετά (πολλών/μυρίων) κόπων και βασάνων., με το ζόρι 1. με το στανιό, με εξαναγκασμό: Δεν του άρεσε το γλυκό, αλλά το έφαγε ~ ~ (= αναγκαστικά). Δεν έλεγε να ξυπνήσει και έτσι τον σήκωσαν ~ ~. Πβ. άρον-άρον, βίαια, με τη βία. 2. μόλις και μετά βίας, με ιδιαίτερη δυσκολία: ~ ~ κρατιέται ξύπνιος. Πβ. με (τα) χίλια (δυο) ζόρια.|| (για δήλωση του ανώτατου ορίου) ~ ~ χωράνε στο πίσω κάθισμα. Πβ. ίσα ίσα. ΣΥΝ. τσίμα τσίμα (1), με το ζόρι παντρειά (δεν γίνεται) (παροιμ.): δεν έχει νόημα να πραγματοποιηθεί κάτι που αντιβαίνει στη θέληση κάποιου., τραβάω/τρώω ζόρι/ζόρια 1. ταλαιπωρούμαι, έχω δυσκολίες: Σκέφτεται να παραιτηθεί, γιατί τραβάει μεγάλο ~ με τη δουλειά του. ΣΥΝ. έχω/περνάω (μεγάλο) ζόρι/(μεγάλα) ζόρια, ζορίζομαι (1), τραβώ κουπί (2) 2. (αργκό) έχω πρόβλημα με κάποιον ή κάτι: Τι ~ τραβάς μαζί του και δεν του μιλάς; [< τουρκ. zor]

ζουμί

ζουμί ζου-μί ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. χυμός που εξάγεται από φρούτα ή λαχανικά: Στράγγιξε τα βρασμένα χόρτα και έχυσε το ~ τους. Λεμόνια/πορτοκάλια που δεν έχουν καθόλου ~. Πβ. οπός. Βλ. μαυρο-, νερο-ζούμι. 2. ζωμός βρασμένου κρέατος. 3. (μτφ.) νόημα, ουσία: Άσε τις αερολογίες και μπες στο ~ (= ψαχνό, ψητό)! Πβ. ρεζουμέ. ● Υποκ.: ζουμάκι (το) ● ΦΡ.: βράζει στο ζουμί του (μτφ.) 1. διακατέχεται από μίσος, οργή ή ζήλια, χωρίς όμως να τα εκφράζει. 2. ταλαιπωρείται, παιδεύεται μάταια και άδικα για την επίτευξη ενός σκοπού: Άσ' τον να ~ ~., είναι σκέτο ζουμί: είναι άγευστο: Ο καφές που έφτιαξε δεν πίνεται, ~ ~., έχει ζουμί (συχνά για οικονομικό όφελος): έχει ενδιαφέρον: Η δουλειά/το θέμα/το πράγμα ~ ~. Πβ. κέρδος, ωφέλεια.|| Η είδηση/η υπόθεση ~ ~ (: είναι ουσιώδης)., η γριά/η παλιά (η) κότα έχει το ζουμί (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι η ώριμη γυναίκα διαθέτει μεγάλη ερωτική εμπειρία και είναι πιο θελκτική· κατ' επέκτ. για να τονιστεί η εμπειρία που διαθέτουν οι πιο μεγάλοι και παλιοί σε κάποιον τομέα., με παίρνουν τα ζουμιά (εμφατ.): βάζω τα κλάματα, κλαίω: Όταν βλέπει συγκινητικές σκηνές στην τηλεόραση, την παίρνουν πάντα ~ ~. Πβ. δακρύζω., τι 'ναι ο κάβουρας, τι 'ν(αι) το ζουμί του βλ. κάβουρας [< μεσν. ζουμί(ν)]

ήλιος

ήλιος [ἥλιος] ή-λιος ουσ. (αρσ.) {-ιου (λόγ.) -ίου} 1. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. Η) μέσος (νάνος) αστέρας, ο πλησιέστερος στη Γη και κέντρο του Ηλιακού Συστήματος, που είναι μια φωτεινή σφαίρα θερμού πλάσματος, αποτελούμενη από υδρογόνο, ήλιο και βαρέα στοιχεία, περίπου 70 συνολικά, στο κέντρο της οποίας γίνονται τεράστιες θερμοπυρηνικές αντιδράσεις, με αποτέλεσμα την παραγωγή μεγάλης ποσότητας ενέργειας, η οποία αποτελεί πηγή ζωής και φωτός για τον πλανήτη μας: ~ και Σελήνη. Οι διαβάσεις/η δομή (: πυρήνας, ζώνη ακτινοβολίας, ζώνη μεταφοράς, φωτό-, χρωμό-σφαιρα, στέμμα)/οι εκλάμψεις/η θερμοκρασία/η περιστροφή του ~ιου. Εκρήξεις/κηλίδες στην επιφάνεια του ~ιου. Βλ. ηλιακός. 2. (συνεκδ.) το συγκεκριμένο ουράνιο σώμα ως προς τη λάμψη, την ακτινοβολία ή/και τη θερμότητα που εκπέμπει: δυνατός/εκτυφλωτικός/καλοκαιρινός/καυτός/λαμπρός/μεσημεριανός ~. ~ και φεγγάρι. Ανατολή/δύση του ~ιου. Γυαλιά/ομπρέλα ~ίου. Ο ~ βγήκε (= ανέτειλε)/κρύφτηκε/μεσουρανεί. Καίει ο ~ (: κάνει πολλή ζέστη)!|| (το φως του ~ιου:) Τράβηξε τις κουρτίνες να μπει ο/λίγος ~. Με τυφλώνει ο ~.|| (οι ακτίνες του ~ιου:) Προστασία/προφύλαξη από τον ~ιο (= ηλιοπροστασία). Μην κάθεσαι πολλή ώρα στον/κάτω από τον ~ιο (βλ. ηλιοθεραπεία, λιάζομαι)! Κάηκε/μαύρισε από τον ~ιο (βλ. ηλιοκαμένος). Βλ. αντηλιά.|| (μτφ.-οικ., ως προσφών.) ~ιε μου! 3. (συνεκδ.) ηλιόλουστη μέρα, λιακάδα: Έχει ~ιο σήμερα (: καλοκαιρία, είναι χαρά θεού). 4. (συνεκδ.) σχέδιο ή απεικόνιση του άστρου αυτού: ο ~ της Βεργίνας. 5. ΑΣΤΡΟΝ. καθένα από τα αυτόφωτα αστέρια που συνιστά το κέντρο ηλιακών συστημάτων: οι αμέτρητοι ~ιοι του Σύμπαντος. 6. ΒΟΤ. ηλίανθος. ● ΣΥΜΠΛ.: η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου: η Ιαπωνία., ο Ήλιος της Δικαιοσύνης (πρόφ. Ή-λι-ος) 1. ΕΚΚΛΗΣ. ο Ιησούς Χριστός. 2. (λογοτ.) η Δικαιοσύνη., έκλειψη Ηλίου βλ. έκλειψη, ο ήλιος του μεσονυκτίου βλ. μεσονύκτιο ● ΦΡ.: δεν έχει στον ήλιο μοίρα & χωρίς στον ήλιο μοίρα (προφ.): βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση· είναι άπορος, άστεγος ή άνεργος, χωρίς κανένα στήριγμα ή περιουσιακό στοιχείο: ορφανά/φτωχοί χωρίς ~ ~. Πβ. δεν έχω πού την κεφαλήν κλίνη., ήλιος με δόντια (προφ.): ηλιόλουστη μέρα με παγωνιά., μια θέση στον ήλιο: μια δουλειά ή αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης: χιλιάδες υποψήφιοι για ~ ~. Νέοι που διεκδικούν/ζητούν ~ ~. Αγωνίζονται/μάχονται/παλεύουν για ~ ~., το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος: είναι εκτεθειμένο(ς) στον ήλιο ή την ακτινοβολία του: Δωμάτιο/σημείο που το ~ ~ (= ηλιόλουστο).|| (για πρόσ.) Βγες λίγο έξω να σε δει ο ~! (αρνητ. συνυποδ.) Βάλε καπέλο, θα σε χτυπήσει ~!, τον έπιασε ο ήλιος (προφ.): έχει μαυρίσει ή κοκκινίσει από τον ήλιο., είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ηλίου φαεινότερον βλ. φαεινός, μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα βλ. κέρατο, ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι ο ήλιος τα μοσχάρια βλ. ύπνος, ουδέν καινόν υπό τον ήλιον βλ. καινός, ουδέν κρυπτόν (υπό τον ήλιον) βλ. κρυπτός, φρίξον ήλιε! βλ. φρίττω [< αρχ. ἥλιος, γαλλ. soleil, αγγλ. sun, γερμ. Sonne]

θέλω

θέλω θέ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θέλ-εις (προφ.) θες, -ει, -ουμε (λαϊκό) θέμε, -ετε (λαϊκό) θέτε, -ουν(ε) (λαϊκό) θένε | θες κ. θέλε, θέλετε | ήθελα, θέλησα, να/θα θελήσω | ηθελημένος, θέλ-οντας} 1. έχω την επιθυμία, εκφράζω την πρόθεση για κάτι: ~ να σου πω κάτι. Θα μιλάω όπως ~ (πβ. γουστάρω)! Δεν ~ να με δει/να ενοχλώ/να θυμάμαι. Ό,τι θες/θελήσεις θα το 'χεις. Κάνε/πράξε ό,τι/όπως θες, δεν με νοιάζει. Φάε όσο ~εις/θες. Λέγε, τι θες; Όποιος ~ει, ας/μπορεί να έρθει. Παίρνει πάντα αυτό που ~ει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. ~ να πάω διακοπές/να φύγω. Αν ~εις/θες να είσαι σίγουρος, ρώτα. Κανέναν δεν πιέζουμε, αν δεν το ~ει. Αν ~ήσει να μιλήσει, θα μάθουμε αρκετά. Δεν ξεκουράζεται όσο θα ήθελε.|| (ως έκφρ. ευγενείας) Ένα ποτηράκι κρασί θα το ήθελα. Δεν θα ήθελα να μας δουν μαζί. Ήθελα να ξέρω (: αναρωτιέμαι), δεν κουράζεται ποτέ; Αν ~εις, ρίχνεις μια ματιά κι εδώ (: αν έχεις την καλοσύνη); ~ετε κάτι άλλο; Πώς ~ετε τον καφέ σας (= πώς τον προτιμάτε); Θα ~ατε κάτι; Τι θα ~ατε; Ποιος θα ήθελε να με βοηθήσει;|| (ευχετ.) Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά .../να είχα γίνει γιατρός (: μακάρι). ΣΥΝ. επιθυμώ 2. προσπαθώ, επιδιώκω: Κάτι ~ει να κρύψει. ~ει τα λεφτά της, δεν την αγαπά. ~ει να πετύχει οπωσδήποτε/την επιτυχία (= έχει στόχο· βλ. προσβλέπω). Εγώ να βοηθήσω ήθελα μόνο. Δεν ήθελα να σε προσβάλω (= δεν είχα σκοπό). Τι ήθελε να πει μ' αυτό (= τι υπονοούσε); Τον έσπρωξα, χωρίς να το ~ (= άθελά μου, ακούσια). Θέλησαν (= επιχείρησαν) να τον απομακρύνουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πβ. επιζητώ, σκοπεύω. 3. ζητώ ή απαιτώ: Το μόνο που ~ από σένα είναι αγάπη. Δεν ~ υπερβολές. Πβ. γυρεύω.|| (επιτατ.) ~ μια απάντηση/διαζύγιο/δουλειά/εκδίκηση. Πες μου την αλήθεια, ~ να ξέρω. Αν ~εις πόλεμο, θα τον έχεις. Η μόδα ~ει τις γυναίκες αδύνατες/με καμπύλες. Προβλήματα που ~ουν επειγόντως λύση. Πβ. αξιώνω. 4. έχω ανάγκη, χρειάζομαι: ~ αγάπη. ~εις λούσιμο. Τώρα ~εις ξεκούραση, για να γίνεις εντελώς καλά. Το φαγητό ~ει αλάτι. Το πράγμα δεν ~ει σκέψη. Τα ρούχα ~ουν πλύσιμο. Τα φυτά ~ουν φροντίδα. Αν θες βοήθεια, πες το.|| (απρόσ.) ~ει πολύ ακόμη, για να ξημερώσει. ~ει διάβασμα/δύναμη/θάρρος/καιρό/κόπο/κότσια/χρόνο (για) να ... (= απαιτείται). 5. αποδέχομαι: Αφού σου το εξήγησα, γιατί δεν θες να το καταλάβεις (= δεν λες); Δεν ~ει να το πιστέψει. Θα θελήσει να σου κάνει το χατίρι (: θα συναινέσει, θα συγκατατεθεί); Οι γονείς της δεν τον ήθελαν (ενν. για σύζυγο της κόρης τους).|| (μτφ.) Η μηχανή δεν ~ει να πάρει μπρος (πβ. δεν εννοεί να). 6. αναζητώ, ψάχνω κάποιον: Ποιον θα ~ατε/~ετε; Σας ~ουν στο γραφείο/τηλέφωνο (= σας ζητούν). 7. ποθώ: Σε ~ πολύ! Δεν σε ~ πια (= δεν σ' αγαπώ). 8. θεωρώ, ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα: Δεν είμαι τόσο ανόητος, όσο με ~ουν κάποιοι.θέλει (προφ.): ευνοεί: Άμα σε ~ το ζάρι/η τύχη, δεν έχεις κανέναν ανάγκη (= σε πάει). Τη ~ το κοινό (: την αποδέχεται, την αγαπά). Τη ~ ο φακός (: έχει φωτογένεια). ● Ουσ.: θέλω (τα): οι επιθυμίες κάποιου: τα ~ της καρδιάς. Κάντε τα ~ σας πραγματικότητα! Βλ. πρέπει (τα). ● ΦΡ.: (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός (προφ.): για πλήρη άρνηση, αποδοκιμασία μιας άδικης κατάστασης: Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον θέλει ~., (δε) θες να ...; (προφ.): έκφρ. ανησυχίας ή φόβου: Πολύ αργεί, ~ ~ του συνέβη κάτι (= λες να, μήπως);, (και) τι θες να (σου) κάνω; (οικ.): για δήλωση αδιαφορίας ή αδυναμίας να βοηθήσουμε κάποιον: Έτσι είν' η ζωή, ~ ~;|| Αρρώστησες. Ωραία κι εγώ τι ~ ~;, (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω;: έκφρ. άγνοιας δηλωμένης με δυσαρέσκεια, πώς περιμένεις να το γνωρίζω: Αν αυτός ήταν άρρωστος, ~ ~;, ... δεν ήθελες; (ειρων.): σε κάποιον που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες της συνήθ. παράλογης επιθυμίας του ή των υψηλών προσδοκιών του: Μεγαλεία ~ ~, λούσου τα τώρα!, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! (συνήθ. ειρων.): προς δήλωση μεγάλης επιθυμίας· για κάτι που γίνεται δεκτό με μεγάλη χαρά, χωρίς αντίρρηση: Δέχτηκε αμέσως την πρόταση, ~ ~., αν θέλει ο Θεός: αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: ~ ~, θα νικήσουμε/θα φύγουμε αύριο. ΣΥΝ. Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν θέλεις/θέλετε & (προφ.) αν θες: κειμενικός δείκτης που σχετικοποιεί ή επιτείνει τον ισχυρισμό του ομιλητή: Αυτό που λες είναι αυθαίρετο ή, ~ ~εις, παρακινδυνευμένο. Πρόκειται για λάθος, ή ~ ~, για γκάφα ολκής., αν θέλω λέει! & αν ήθελα λέει!: (προφ.-εμφατ.) για να δηλωθεί ενθουσιώδης αποδοχή πρότασης, με μεγάλη μου χαρά: -Θέλεις να έρθεις μαζί; -~ ~ (= ευχαρίστως)!, δε(ν) θέλει (και) πολύ (για) να (προφ.): για κάτι συνήθ. δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη: ~ ~ γίνει το κακό!, δε(ν) με θέλει! (προφ.): είμαι άτυχος: Δεν είναι η μέρα μου, ~ ~ καθόλου/με τίποτα! Μου φαίνεται δεν σε ~ η τύχη σήμερα!, δεν (το) ήθελα: για δήλωση ακούσιας πρόκλησης βλάβης: Σας πάτησα; συγγνώμη ~ ~! Δεν ήθελα να σε πληγώσω., δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον (προφ.): για να δηλωθεί αποστροφή, αγανάκτηση, οργή απέναντι σε κάποιον: Φύγε, ~ ~ να σε ξαναδώ! Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει., δεν πα να λες ό,τι θες! (προφ.): προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας: Εγώ θα το κάνω, ~ ~ (εσύ)!, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (προφ.): ως προτροπή ή επίπληξη σε κάποιον που δείχνει απροθυμία ή προβάλλει δικαιολογία, προκειμένου να μην κάνει κάτι: Μην μου λες πως δεν μπορείς να κόψεις το κάπνισμα: ~ ~., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)!: προτρεπτικά σε κάποιον να αποδείξει τις ικανότητές του σε μια δύσκολη περίσταση: Τώρα πώς θα ξεμπλέξεις; ~ ~!, έλα που δεν ήθελες! (ειρων.): προς αμφισβήτηση της δήθεν απροθυμίας κάποιου να κάνει κάτι, που τελικά έκανε: ~ ~ να πας (= ήθελες και παραήθελες)! Πβ. τραβάτε με κι ας κλαίω!, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη: για κάτι μοιραίο, υπεράνω των δυνάμεών μας· ήταν γραφτό να γίνει: Πέθανε νέος, ~ ~. Πβ. θέλημα (του) Θεού., θα (ή)θελες! (ειρων.): ως αρνητική απάντηση, αντίδραση σε κάτι που μας ενοχλεί ή με το οποίο διαφωνούμε: - Είμαι καλύτερος από σένα! - (Ναι,) ~ ~!, θέλεις να (μου/μας) πεις/πιστέψω πως/ότι ... (ειρων.): για δήλωση δυσπιστίας σχετικά με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν είχες καμία ανάμειξη/όλα αυτά ήταν τυχαία;, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); (ειρων.): σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα., θέλοντας ή μη/και μη: ανεξάρτητα από τη βούληση κάποιου, είτε το θέλει είτε όχι: ~ ~ θα ζητήσεις συγγνώμη (: θα αναγκαστείς να ...). Πβ. εκών άκων, ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα, θες δεν θες., θέλω κάποιον/κάτι πίσω (προφ.) 1. επιθυμώ επανασύνδεση με ερωτικό σύντροφο: Με άφησε και τον ~ ~! 2. ζητώ, απαιτώ να επαναφέρω στη ζωή μου κάτι που έχασα ή νοστάλγησα: ~ πίσω τη ζωή μου/το σπίτι μου/την πόλη που αγάπησα., θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... (προφ.): για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ: Δεν μ' ενδιαφέρουν οι μεγάλες παρέες, ~ ~ πως θέλω λίγους φίλους και καλούς. Δεν ~ ~ ότι δεν μου φέρθηκαν ευγενικά, απλώς (ότι) ήταν κάπως ψυχροί., θέλω το καλό/το κακό κάποιου: επιθυμώ να ωφελήσω/να βλάψω κάποιον: Σε συμβουλεύω, γιατί ~ το καλό σου (= την ευτυχία σου). Μην τον εμπιστεύεσαι, ~ει το κακό σου., Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, εφόσον οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές: ~ ~ αύριο θα ταξιδέψουμε. ΣΥΝ. αν θέλει ο Θεός, θες ... θες (προφ.): σε διαζευκτική σύνδεση προτάσεων για τη δήλωση αμφιβολίας ή αδιαφορίας ως προς το ποια πιθανότητα ισχύει: ~ η δουλειά, ~ τα παιδιά, δεν πήγα να τη δω. ΣΥΝ. είτε ... είτε, ή ... ή, πες ... πες., θες δε(ν) θες ... (προφ.): είτε το θέλεις είτε όχι· που θα συμβεί ανεξάρτητα από την επιθυμία κάποιου: Τα χρόνια περνάνε ~ ~. ~ ~ θα έρθω! Θα το κάνεις ~ ~ (= με το ζόρι, με το στανιό)! Σιγά σιγά, ~ ~ συνηθίζεις. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα;: απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς., και θέλω και δεν θέλω (προφ.): για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: ~ ~ να τον δω. Θέλεις να πας; ~ ~., και ό,τι ήθελε προκύψει: έκφραση που δηλώνει αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη μιας κατάστασης: Πάμε ~ ~ (: ας γίνει ό,τι θέλει)! Πβ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!, κάνω κάποιον ό,τι θέλω (προφ.): κάνω κάποιον να υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές μου: Η γυναίκα/η κόρη του τον ~ει ό,τι ~ει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, παίζω στα δάχτυλα., με το έτσι θέλω (προφ.): αυθαίρετα, χωρίς να δίνεται λογαριασμός σε κανένα: Τους επέβαλε τη θέλησή της/τις συνήθειές της ~ ~., ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει: (για πρόσ.) έχει/δεν έχει σαφείς επιθυμίες, ξεκάθαρους στόχους: ~ει τι ~ει από τη ζωή της. Δεν ~εις τι ~εις, μου φαίνεται!, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, παθητικής αποδοχής αυτού που πρόκειται να συμβεί, ακόμα κι αν είναι αρνητικό: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ~ ~ (= σκοτίστηκα). Θα της μιλήσω ανοιχτά κι ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ό,τι θέλει λέει (προφ.): για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής: Τρελός είναι, ~ ~. Άστον να λέει ό,τι θέλει! Ό,τι θες λες, μου φαίνεται, πού να βρω τέτοια ώρα περίπτερο ανοιχτό;, όπως θες/θέλεις: συγκαταβατική αποδοχή της επιθυμίας κάποιου: - Θέλω να φύγουμε! - ~ ~. Πβ. με γεια σου, με χαρά σου.|| Όπως θέλετε (= αγαπάτε, προτιμάτε)., ποιος δεν θα ήθελε: για κάτι που αναμφισβήτητα θα το επιθυμούσε ο καθένας: ~ ~ ένα τόσο όμορφο σπίτι; ~ ~ ν' αγαπιέται από αυτόν που αγαπάει;, πολύ θα το ήθελα, αλλά ...: ως ευγενική απόρριψη πρόσκλησης ή πρότασης: -Θέλεις να με συνοδέψεις; -~ ~ πρέπει να διαβάσω., πώς θα ήθελα ...!: για έκφραση έντονης επιθυμίας· μακάρι: ~ ~ μία σοκολάτα/να είχα σπίτι στο βουνό!, πώς το θες; (οικ.-ειρων.): ως αρνητική απάντηση σε παράλογη, κατά τη γνώμη μας, απαίτηση ή πρόταση κάποιου να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση: -Θα μπορούσες να πας αντί για μένα; -Ναι, αμέ, ~ ~ (: θες τίποτ' άλλο); Πβ. δε(ν) σφάξανε!, τα 'θελε και τα 'παθε & τα θέλει και τα παθαίνει & ήθελέ τα κι έπαθέ τα (προφ.): είναι υπεύθυνος για αυτό που του συνέβη: Μη στενοχωριέσαι γι' αυτόν, ~ ~., τα θέλει (μειωτ.): για άτομο, συνήθ. γυναίκα, που είναι δεκτικό σε ερωτοτροπίες και ερωτικές προτάσεις ή και τις επιδιώκει., τα 'θελες και τ' άκουσες (οικ.): εσύ φταις που σου μίλησαν άσχημα: -Γιατί θύμωσε; Απλώς του είπα ότι έχει παχύνει. -Ε κι εσύ ~ ~, δεν τα λένε αυτά., τι (το) (ή)θελα .../τι ήθελα (και/να) ...; (προφ.): μετανιώνω που είπα ή έκανα κάτι: Τι το 'θελα (και πήρα/να πάρω) το κινητό; Τώρα δεν με αφήνουν στιγμή ήσυχο! Τι (το) ήθελα και μίλησα/να μιλήσω;, τι άλλο θέλεις; (οικ.): προς δήλωση θαυμασμού για την τύχη κάποιου ή αγανάκτησης προς άτομο ανικανοποίητο: Άντε θα πας και στο εξωτερικό! ~ ~; ΣΥΝ. ποιος τη χάρη σου!|| ~ ~ να γίνει δηλαδή; ~ ~ πια, όλα σου τα 'χω δώσει., τι θέλει αυτός εδώ; (προφ.): για κάποιον που η εμφάνισή του προκαλεί έκπληξη ή δυσαρέσκεια: (Καλά) ~ ~; Πώς τον αφήσατε και μπήκε;, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! (προφ.): για δήλωση παραίτησης από κάποια υπόθεση που θεωρείται μάταιη ή αδιαφορίας, όπως και για εισαγωγή συμπεράσματος που το θεωρεί κάποιος αδιαμφισβήτητο: ~ ~, έτσι είν΄ η ζωή! Πβ. τι να πω., το θες πολύ; (οικ.-ειρων.): ως απάντηση σε εξωπραγματική απαίτηση., τώρα τι θες;: προς δήλωση εκνευρισμού, ενόχλησης από κουραστική συμπεριφορά ή επαναλαμβανόμενη απαίτηση ή προσπάθεια επαναπροσέγγισης: Ε, και ~ ~; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια, ~ ~;, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω βλ. άνδρας & άντρας, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, έτσι σε θέλω βλ. έτσι, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, θέλει (και) ρώτημα; βλ. ρώτημα, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, θέλει ζουρλομανδύα/του χρειάζεται ζουρλομανδύας βλ. ζουρλομανδύας, θέλει μια μπάλα μόνος του βλ. μπάλα, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει βλ. άγιος, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει βλ. ακούω, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, το καλό που σου θέλω βλ. καλό, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος ● βλ. ηθελημένος [< αρχ. ἐθέλω, θέλω]

θεός

θεός θε-ός ουσ. (αρσ.) 1. {χωρ. πληθ.} (με κεφαλ. Θ) (στις μονοθεϊστικές θρησκείες και συνήθ. στη χριστιανική) η υπέρτατη οντότητα που λατρεύεται ως δημιουργός του κόσμου: ο αληθινός/ένας και μοναδικός/πάνσοφος/παντοδύναμος/φιλεύσπλαχνος ~. Ο τριαδικός/τρισάγιος ~ (= η Αγία Τριάδα). Η βασιλεία/ο δούλος/το έλεος/η πρόνοια/το τέκνο/η ύπαρξη του ~ού. Οι τρεις υποστάσεις του ~ού (: Πατέρας, Yιός και Άγιο Πνεύμα). Παράκληση/πίστη/προσευχή στον ~ό. Λατρεύω τον/πιστεύω στον ~ό. Ζητώ από τον ~ό να ... Υπάρχει ~; Χαρίσματα που έδωσε ο ~ στον άνθρωπο. Να ευχαριστείς τον ~ό για όσα έχεις. Πβ. Κτίστης, Κύριος, Πανάγαθος, Παντοκράτορας, Πλάστης. Βλ. Παναγία, Χριστός.|| (ευχετ.) Ο ~ να σε ευλογεί/φωτίζει! Ο ~ να μας λυπηθεί! Με τη βοήθεια του ~ού ... (λόγ.) Είθε ο ~ να μας βοηθήσει! Πβ. Μεγαλοδύναμος.|| (προφ.) Δεν είμαι ~ να ξέρω τι θα συμβεί! Ζει ξεχασμένος από τον ~ό (: τον έχουν εγκαταλείψει όλοι). (για δήλωση απορίας:) Τι στον ~ό (= τι στο καλό) συμβαίνει;|| (στη γεν.) Βροχούλα/νεράκι/πλάσμα του ~ού (για κάτι αγνό, αθώο). Άνθρωπος του ~ού (για κληρικό ή ευσεβή άνθρωπο).|| Ο ~ των Εβραίων (: Ιεχωβά)/των μουσουλμάνων (: Αλλάχ).|| (για φυσικά φαινόμενα:) Αστράφτει/βρέχει ο ~. Βλ. θεούλης. 2. (στις πολυθεϊστικές θρησκείες) κάθε οντότητα με υπερφυσικές δυνάμεις, θεότητα: ποτάμιος ~. Αθάνατοι/ουράνιοι/τοπικοί/χθόνιοι ~οί.|| (ΜΥΘ.) ~ του κάτω κόσμου (: ο Πλούτωνας)/της μουσικής (: ο Απόλλωνας)/του πολέμου (: ο Άρης). Ο ~ Διόνυσος/Ήφαιστος/Ποσειδώνας. Οι δώδεκα ~οί του Ολύμπου/οι ολύμπιοι ~οί (πβ. πάνθεον). ~οί και ημίθεοι (βλ. ισόθεος)/ήρωες. ~οί και θνητοί. Δίας, ο πατέρας των ~ών και των ανθρώπων.|| Ο ~ του χρήματος (: ο μαμωνάς). 3. (μτφ.) όποιος ή ό,τι αποτελεί αντικείμενο λατρείας, θαυμασμού: ~ της υποκριτικής. Οι σύγχρονοι ~οί του ελληνικού αθλητισμού. (προφ.-επιτατ.) Eίσαι ~ (: άπαικτος, καταπληκτικός, φοβερός)! Τον έχουν σαν ~ό (βλ. αποθεώνω).|| Είναι ~ (= κούκλος, παίδαρος)! Τον έχουν κάνει ~ό (βλ. είδωλο, ίνδαλμα).|| Ο μοναδικός ~ του είναι το χρήμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο καλός Θεός/θεούλης (οικ.) 1. για δήλωση της καλοσύνης και της μεγαλοσύνης του Θεού: ~ ~ δεν αφήνει κανέναν αβοήθητο. Με λυπήθηκε ~ ~. 2. επίκληση στη θεία δύναμη για την επίτευξη κάποιου σκοπού: Μακάρι ~ ~ να σε βοηθήσει να πάρεις τη σωστή απόφαση., ο Λόγος (του Θεού) 1. ΕΚΚΛΗΣ. η Βίβλος ή γενικότ. η χριστιανική διδασκαλία, διδαχή: Δίδαξε τον ~ο ~. Ζει σύμφωνα με τον ~ο. Πβ. Ευαγγέλιο. 2. ΘΕΟΛ. & ο Υιός και Λόγος του Θεού/ο ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού: το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Ιησούς Χριστός: η ενανθρώπηση του ~ου ~., (η) ευλογία (του) Θεού βλ. ευλογία, Άγνωστος Θεός βλ. άγνωστος, αρνάκι του Θεού βλ. αρνί, δώρο Θεού βλ. δώρο, η χάρις/χάρη του Θεού/του Αγίου Πνεύματος βλ. χάρις, ο Αμνός (του Θεού) βλ. αμνός, ο οίκος (του) Θεού βλ. οίκος, ο φτερωτός θεός βλ. φτερωτός ● ΦΡ.: (και/κι) ο Θεός βοηθός (ευχετ.): σε περιπτώσεις που κάποιος πρόκειται να αποτολμήσει κάτι: Άντε και/προχώρα και ~ ~! Πβ. ο Θεός να βάλει το χέρι του., από Θεού άρξασθε/άρξασθαι (λόγ.): πριν κάνουμε οτιδήποτε, ας προσευχηθούμε πρώτα στον Θεό να μας βοηθήσει., δεν έχει το Θεό του (οικ.): για πρόσωπο που δεν έχει φραγμούς ή συμπεριφέρεται με παράτολμο τρόπο: Άκου θράσος! Αυτός ο άνθρωπος ~ ~ (: είναι αθεόφοβος)! Δεν έχεις ~ σου πια (= δεν αντέχεσαι, είσαι ανυπόφορος)!, δόξα τω Θεώ/δόξα σοι ο Θεός/δόξα να 'χει ο Θεός/ο Κύριος (προφ.): έκφρ. ικανοποίησης από πιστό σε περιπτώσεις που πάνε καλά τα πράγματα: ~ ~ είμαι καλά/πέρασα τις εξετάσεις.|| (ειρων.) ~ ~, μας θυμήθηκες!, έδωσε ο Θεός (προφ.): ευτυχώς, επιτέλους: ~ ~ και προσγειωθήκαμε/φτάσαμε κάποια στιγμή., εκ/από Θεού (λόγ.): δοσμένος από τον Θεό: ~ ~ Λόγος/σοφία., ελέω Θεού (λόγ.): με τη χάρη και την ευσπλαχνία του Θεού: ~ ~ αυτοκράτορας/βασιλεία/πάπας.|| (ειρων.) ~ ~ εξουσία., ένας Θεός ξέρει (προφ.): κανείς δεν γνωρίζει: ~ ~ πότε θα τον ξαναδώ/πώς γλίτωσε/τι απέγινε! ΣΥΝ. Κύριος οίδε, ο Θεός και η ψυχή του!, έχει ο Θεός & κι έχει ο Θεός για όλους: προς δήλωση αισιοδοξίας, υπομονής, προσδοκίας για κάτι καλύτερο: Μην ανησυχείς, καλά να 'σαι ~ ~!|| Δεν βαριέσαι, ~ ~., Θεέ και Κύριε! (προφ.): για να δηλωθεί ευχάριστη ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: ~ ~ τι πράγματα είναι αυτά/τι άλλο θα δουν τα ματάκια μας (: έλα Χριστέ και Παναγιά/Χριστέ μου)!, Θεέ μου! (ως επιφών.): προς δήλωση: (αποδοκιμασίας/δυσαρέσκειας/έκπληξης:) Τι άλλο θ΄ακούσω, ~ ~! Τι ντροπή, ~ ~! Τι άνθρωπος, ~ ~! Έλα ~ ~! Τι πράγματα είν’ αυτά! (πβ. Θεός φυλάξοι, Χριστός κι Απόστολος).|| (παράκλησης/ευχής:) Βόηθα/λυπήσου με, ~ ~! ~ ~, κάνε/μακάρι να ...! ~ ~, δωσ' του δύναμη/φώτιση!|| (φόβου:) ~ ~ (= μαμά/μανούλα μου)! ΣΥΝ. Χριστέ μου/Χριστούλη μου!, θέλημα (του) Θεού: η θεϊκή βούληση ως νόμος ή παρέμβαση στα ανθρώπινα: Ήταν ~ ~ να συναντηθούμε (: ήταν γραφτό, μοιραίο)., Θεοί και δαίμονες: όλοι, οι πάντες: τους κυνηγούν ~ ~, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! & να συγχωρεθεί η ψυχή του (ευχετ.): ο Θεός να τον συγχωρήσει, να τον αναπαύσει., Θεός φυλάξοι!: έκφραση απευχής ή έντονης αποδοκιμασίας: Φαντάσου να συμβεί και τίποτα χειρότερο! ~ ~!|| Τι πράγματα είναι αυτά! ~ ~!, ο (ίδιος ο) Θεός να κατέβει κάτω (προφ.): για κανέναν λόγο, σε καμία περίπτωση: ~ ~, δεν αλλάζω γνώμη., ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί (παροιμ.): η θεϊκή δικαιοσύνη επέρχεται τελικά κι ας καθυστερεί: Από κάπου θα το βρει: ~ ~! Πβ. όλα εδώ πληρώνονται, έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ' ορά., ο Θεός είναι μεγάλος (προφ.): για δήλωση ελπίδας, αισιοδοξίας: ~ ~, θα μας βοηθήσει!, ο Θεός και η ψυχή του! (προφ.): για κάτι που δεν γνωρίζουμε ή για το οποίο δεν είμαστε βέβαιοι: Τώρα, τι θα γίνει/τι έγραψε/πώς πήγε στις εξετάσεις, ~ ~! ΣΥΝ. ένας Θεός ξέρει, ο Θεός μαζί σου!: (συχνά σε αποχαιρετισμό) ο Θεός να σε προστατεύει: Γεια σου/στο καλό και ~ ~!, ο Θεός να (σε/μας) φυλάει (προφ.): να (σε/μας) προστατεύει: ~ να μας ~ από τις αρρώστιες/τους σεισμούς! ~ να σε ~ απ' τη γλωσσοφαγιά της!, ο Θεός να δώσει/να δώσει ο Θεός & να μη (το) δώσει ο Θεός (προφ.): μακάρι ή μακάρι να μη: ~ ~ (και) να μην αρρωστήσει/να πάνε όλα καλά.|| Εύχομαι να μη δώσει σε κανέναν ο Θεός τέτοιο πόνο!, ο Θεός να το κάνει (προφ.-μειωτ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος/κάτι δεν πληροί τις προδιαγραφές: Μείναμε σ' ένα ξενοδοχείο, (που) ~ ~ (ξενοδοχείο), σκέτο αχούρι!, προς Θεού/για το Θεό (επιτατ.): έκφραση αποτροπής, παράκλησης ή απόρριψης κάποιου ενδεχομένου: ~ ~, όχι άλλα λάθη! ~ ~, ας τους δοθεί μια ευκαιρία!|| ~ ~ δεν ήθελα να πω κάτι τέτοιο/δεν το εννοούσα. ~ ~ δεν το έκανα εσκεμμένα., πρώτα ο Θεός: με τη βοήθεια του Θεού, αν όλα πάνε καλά: Στο τέλος του χρόνου, ~ ~, επιστρέφει. Πβ. αν θέλει ο Θεός., συν Θεώ (λόγ.): με τη βοήθεια του Θεού., υπάρχει Θεός!: για να δηλωθεί ότι κάποιος νιώθει δικαίωση: Κατάλαβε το λάθος του και μου ζήτησε συγγνώμη. Τελικά ~ ~!, (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός βλ. θέλω, (κι/για) αύριο έχει ο Θεός βλ. αύριο, αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη βλ. κλέφτης, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, αμαρτία από τον Θεό βλ. αμαρτία, αν θέλει ο Θεός βλ. θέλω, ανάγκα και (οι) θεοί πείθονται βλ. ανάγκη, απ΄ τον Θεό να τό 'βρει! βλ. βρίσκω, απειλεί θεούς και δαίμονες βλ. απειλώ, από μηχανής θεός βλ. μηχανή, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! βλ. όνομα, διάπυρος προς Θεόν/προς Κύριον ευχέτης βλ. ευχέτης, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η δόξα του Θεού βλ. δόξα, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε βλ. φυλάω, Θεός σχωρέσ'/να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου! βλ. πεθαμένος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι βλ. μέρα, κι/και άγιος ο Θεός βλ. άγιος, κοιμήθηκε ο θεός βλ. κοιμάμαι, μάρτυς/μάρτυράς μου ο Θεός βλ. μάρτυρας, μετά φόβου Θεού βλ. φόβος, να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... βλ. καλά, ο δρόμος του Θεού/του Χριστού βλ. δρόμος, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη βλ. ψεύτης, ψεύτρα, ο Θεός να/ας με σ(υγ)χωρέσει/Θεέ μου συγχώρεσέ/σ(υγ)χώρα με βλ. συγχωρώ, οργή Θεού βλ. οργή, ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε βλ. βλέπω, στην ευχή του Θεού (και της Παναγίας) βλ. ευχή, στο έλεος του Θεού βλ. έλεος, τα ελέη του Θεού βλ. έλεος, τέλος και τω Θεώ δόξα βλ. τέλος, τέρμα Θεού βλ. τέρμα, το Θεό μπάρμπα να 'χεις βλ. μπάρμπας, το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/κι ο παπάς βλ. βαριέμαι, τον ξέχασε ο Χάρος/ο Θεός βλ. ξεχνώ, φόβος Θεού βλ. φόβος, φωνή λαού, οργή Θεού βλ. οργή, φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει βλ. καίω, φωτιά να σε κάψει! βλ. καίω, χαρά θεού βλ. χαρά, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός ● βλ. θεά [< αρχ. θεός]

θέση

θέση θέ-ση ουσ. (θηλ.) 1. το σημείο του χώρου στο οποίο βρίσκεται κάποιος ή κάτι: Μετακίνησε τους φακέλους από τη ~ τους. Τα βιβλία δεν είναι στη ~ τους. Βάλτο στη ~ του!|| ~ σφραγίδας (: σε επίσημο έγγραφο). Θέσεις στάθμευσης (: για παρκάρισμα). Διακόπτης/πολύμπριζο τεσσάρων θέσεων (= υποδοχών).|| (ΓΡΑΜΜ.) Η ~ του τόνου. Η ~ των λέξεων σε μια πρόταση (βλ. σειρά).|| Δεν υπάρχει ~ για γραφείο. Κάνε ~ να κάτσω κι εγώ. Πβ. χώρος.|| Πιάνω ~ στην ουρά.|| Καθορισμός της θέσης και της έκτασης ενός οικοπέδου. Σπίτι σε καλή/προνομιακή ~. Πβ. μέρος, περιοχή, τοποθεσία, τόπος.|| Εντοπισμός της θέσης του καλούντος/ενός οχήματος. Προσδιορίζω τη ~ ενός πλοίου (πβ. στίγμα).|| (ΣΤΡΑΤ.) Aμυντική/οχυρή/στρατηγική ~. Πόλεμος θέσεων και κινήσεων. Βομβαρδισμός/κατάληψη εχθρικών θέσεων. Τα στρατεύματα αποχώρησαν από τις/εγκατέλειψαν τις θέσεις τους.|| (ΜΑΘ.-ΑΣΤΡΟΝ.) Γωνία/διάνυσμα θέσης/θέσεως. Θέσεις αστέρων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ μνήμης. Βλ. ιστο~. 2. καθένα από τα καθίσματα αίθουσας ή μέσου μεταφοράς: αναπαυτική ~. ~ (συν)οδηγού. ~ για (μη) καπνίζοντες. Κράτηση θέσης (= τραπεζιού) σε εστιατόριο/κινηματογράφο/συναυλία. Αριθμημένες/μπροστινές/πίσω θέσεις. Πληρότητα θέσεων. Αυτοκίνητο πέντε (= πενταθέσιο)/καναπές τριών (= τριθέσιος) θέσεων. Είναι άδεια/ελεύθερη/πιασμένη η ~. Βρίσκω ~. Δίνω/παραχωρώ/προσφέρω τη ~ μου (π.χ. σε ηλικιωμένο ή σε έγκυο). Παίρνω τη ~ (κάποιου). Γύρνα/έλα/κάθισε/πήγαινε (πίσω) στη ~ σου. Άλλαξαν θέσεις. Κράτα μου μια ~ κι έρχομαι. Μείνετε (ήσυχοι) στις θέσεις σας! Υπάρχουν κενές θέσεις στη γαλαρία (του λεωφορείου)/στην πλατεία (του θεάτρου).|| Κλείνω ~ για την εκδρομή/την παράσταση/το συνέδριο (: εξασφαλίζω την παρουσία, τη συμμετοχή μου). 3. ο τρόπος με τον οποίο στέκεται κάποιος ή είναι τοποθετημένο κάτι: καθιστή/όρθια ~ εργασίας. (Βολική) ~ οδήγησης/ύπνου. Διορθώνω τη ~ της σπονδυλικής μου στήλης. Δεν κάθεσαι στη σωστή ~. Κοιμάται σε ύπτια ~. ~ ανάνηψης. Πβ. στάση. Βλ. παράθεση.|| Η ~ των ποδιών/των χεριών κατά την άσκηση. Τοποθετήστε τη συσκευή σε επικλινή/επίπεδη/κάθετη/κατακόρυφη/οριζόντια ~. 4. (μτφ.) σειρά σε κατάταξη ή αξιολογική κλίμακα: βαθμολογική ~. Ισοβαθμία τριών υποψηφίων στην τελευταία ~ εισακτέων.|| (κυρ. σε αγώνες) Tερμάτισε στην τέταρτη ~. Διατήρησε/κατέλαβε/κυνήγησε τη δεύτερη ~. Πάλεψαν/έδωσαν μάχη για την τρίτη ~. Εξασφάλισαν μια ~ στην εξάδα. Μάχονται για μια ~ στον τελικό.|| (κατ' επέκτ.) Επιχείρηση που κατέχει κυρίαρχη ~ στη διεθνή αγορά. Η εταιρεία διεκδικεί μία ~ μεταξύ των πενήντα μεγαλύτερων του κόσμου. Στην υψηλότερη ~ των προτιμήσεων των τηλεθεατών η εκπομπή …|| (μτφ.) Απέκτησε/κατέκτησε/κέρδισε επάξια μια ~ δίπλα στους κορυφαίους μουσικούς. Δικαιούται/έχει μια ~ στην ιστορία. Πήρε τελικά τη ~ που του άξιζε. 5. (μτφ.) αξίωμα στην ιεραρχία υπηρεσίας ή σώματος, δουλειά: καλοπληρωμένη/νευραλγική/χηρεύουσα ~. ~-κλειδί/κύρους/(συνήθ. ειρων.) περιωπής. Κάλυψη θέσης. Επίδομα θέσης ευθύνης. Απόσπαση σε μια ~ (βλ. μετάθεση). Εκδήλωση ενδιαφέροντος/υποψηφιότητα για τη ~ του Προέδρου. Ανοιχτές/διαθέσιμες/διοικητικές/εργασιακές/νέες θέσεις. Θέσεις απασχόλησης πτυχιούχων/ορισμένου και αορίστου χρόνου. Απελευθέρωση/δημιουργία/προκήρυξη/στελέχωση θέσεων. Καθήκοντα/υποχρεώσεις που απορρέουν από τη ~/(λόγ.) εκ της θέσεώς του. (Ανα)ζητώ/εξασφαλίζω μια ~ στο Δημόσιο. Απολύθηκε από/διατήρησε τη ~ του. Διορίζομαι/εκλέγομαι/προάγομαι/προσλαμβάνομαι/υπηρετώ στη ~ του ... Παραιτούμαι από τη ~ του Διευθυντή. Παίρνω τη ~ (κάποιου). Δεν θέλω να χάσω τη ~ μου. Βρήκε ~ ως... Έχει/κατέχει ανώτερη/επιτελική/ηγετική/καλή/µόνιµη/τιμητική/υπεύθυνη/υψηλή ~. Ανέλαβε νευραλγική ~ στο Υπουργείο. Η επιχείρηση τού πρόσφερε/πρότεινε μια αρκετά προσοδοφόρα ~. Προκηρύσσεται μία ~ ερευνητή/καθηγητή. Πβ. πόστο. 6. ΑΘΛ. ρόλος που έχει κάποιος παίκτης στην ομάδα του: Παίζει στη ~ του τερματοφύλακα. Του έδωσαν/πήρε ~ βασικού. Αγωνίζεται στη ~ του πλέι μέικερ. 7. προβλεπόμενος αριθμός υποψηφίων ή συμμετεχόντων: θέσεις ειδικότητας/πρακτικής άσκησης/υποτροφίας. Προσφερόμενες θέσεις για εθελοντές/σπουδές. Μείωση των θέσεων εισαγωγής σε ΑΕΙ και ΤΕΙ. Δεν έχει/υπάρχει (κενή) ~ στον παιδικό σταθμό. 8. (μτφ.) η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κάτι: αξιοζήλευτη/μειονεκτική/πλεονεκτική ~. Σε ~ αναμονής. Με φέρνεις σε δύσκολη ~. Βελτιώνω/δυσχεραίνω τη ~ μου. Βρίσκομαι στη δυσάρεστη/στην ευχάριστη ~ να σας ανακοινώσω ότι ... Είμαι σε καλύτερη ~ (= μοίρα) από/σε σχέση με τον ... Μην επιβαρύνεις τη ~ σου! Τι θα έκανες στη ~ μου;|| (λόγ.) ~ σε κίνηση/λειτουργία. Απαγόρευση της θέσεως σε κυκλοφορία χημικών προϊόντων. Ημερομηνία θέσεως της σύμβασης σε ισχύ.|| (ΟΙΚΟΝ.) Ακάλυπτη ~. Καθαρή ~ ενεργητικού/εταιρείας (= στάτους).|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ του υπαλλήλου σε αργία/διαθεσιμότητα. 9. (μτφ.) το σύνολο των ιδεών που υποστηρίζει κάποιος: ακραίες/αντικρουόμενες/απόλυτες/επιστημονικές/πολιτικές/προγραμματικές/ριζοσπαστικές/σαφείς/φιλοσοφικές θέσεις. Αξιολόγηση/γνωστοποίηση/διατύπωση/παρουσίαση/ταύτιση θέσεων. Οι θέσεις της Εκκλησίας/του κόμματος/της παράταξης. Θέσεις και αντιθέσεις/αρχές/προθέσεις/προτάσεις. Κριτική πάνω στις θέσεις/(λόγ.) επί των θέσεων (κάποιου). Οι ελληνικές θέσεις στο θέμα του ... Αυτή είναι η ~ μου (= άποψη). Η επίσημη ~ της κυβέρνησης για/(πάνω) σε ένα ζήτημα. Απάντηση στην ανατρεπτική/προκλητική/πρωτοποριακή ~ του … Προς απόδειξη της θέσεως ότι ... Παίρνω ανοιχτά/δημόσια ~ υπέρ/κατά ... Διαχωρίζω τη ~ μου (= αποστασιοποιούμαι). Αλλάζω θέσεις. Εκφράζω/ξεκαθαρίζω/υπερασπίζομαι/υποστηρίζω τη ~/τις θέσεις μου. Εμμένω/μένω ακλόνητος στις θέσεις μου. Δεν παρεκκλίνω από τις θέσεις μου. Υπεραμύνεται της θέσεώς/των θέσεών του σχετικά με ... Αποδοκιμάστηκαν/επιδοκιμάστηκαν οι θέσεις του.|| (ΦΙΛΟΣ.) ~, αντίθεση, σύνθεση. ~ ή αποδεικτέα πρόταση. Πβ. πεποίθηση. Βλ. υπόθεση. 10. (μτφ.) ρόλος, σπουδαιότητα: η ~ της τεχνολογίας στην κοινωνία. Η ~ της γυναίκας στις αναπτυσσόμενες χώρες.|| Έχει μια (σημαντική) ~ στη ζωή μου. Έχει ξεχωριστή ~ στην καρδιά μου. 11. ΦΙΛΟΛ. -ΜΟΥΣ. η τονισμένη συλλαβή του μετρικού ποδός· το τονισμένο τμήμα κατά τη ρυθμική ανάγνωση μουσικού κομματιού. ΑΝΤ. άρση (3) ● Υποκ.: θεσούλα (η) 1. θέση εργασίας: (ειρων.) Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να βολευτεί/να χωθεί σε καμιά ~ στο Δημόσιο. 2. κάθισμα, μικρός χώρος: Βρήκε μια ~ και κάθισε.|| Έβαλε τα βιβλία σε μια ~ πάνω στο γραφείο. Πβ. γωνίτσα. ● ΣΥΜΠΛ.: χάρτης θέσης: στον οποίο υποδεικνύεται η θέση ενός σημείου: (ηλεκτρονικός) ~ ~ του κτιρίου/της πόλης/του σταθμού. ~ες ~ και ευρύτερης περιοχής., ανάρροπη θέση βλ. ανάρροπος, αρχαιολογική θέση/αρχαιολογικός τόπος βλ. αρχαιολογικός, γεωγραφική θέση βλ. γεωγραφικός, δεύτερη θέση βλ. δεύτερος, διακεκριμένη θέση βλ. διακεκριμένος, εδραία θέση βλ. εδραίος, εκλόγιμη θέση βλ. εκλόγιμος, θέση ισχύος βλ. ισχύς, κένωση (της) θέσης/(των) θέσεων βλ. κένωση, κοινωνική θέση βλ. κοινωνικός, οικονομική θέση βλ. οικονομικός, οργανική θέση βλ. οργανικός, πλήρωση (της) θέσης/(των) θέσεων βλ. πλήρωση, πρώτη θέση βλ. πρώτος, σύνδρομο οικονομικής θέσης βλ. σύνδρομο, τουριστική θέση βλ. τουριστικός, τρίτη θέση βλ. τρίτος, φώτα θέσης βλ. φως, χιλιομετρική θέση βλ. χιλιομετρικός ● ΦΡ.: βάζω τα πράγματα στη θέση τους (μτφ.): δίνω τη σωστή διάσταση ενός θέματος, αποκαθιστώ την αλήθεια: Για να βάλουμε ~ ~, πρέπει να πούμε ότι ... Νέα στοιχεία ήρθαν να βάλουν ~ ~., δεν έχω θέση κάπου (μτφ.): δεν μπορώ να συμμετέχω, επειδή είμαι μη αποδεκτός ή ακατάλληλος, ή επειδή θεωρώ ότι δεν μου αρμόζει: Με τέτοιες απόψεις δεν έχει (καμία) ~ ανάμεσά μας. Ο φόβος δεν ~ει ~ σε ένα τέτοιο εγχείρημα (: δεν ταιριάζει). Εγώ φεύγω, ~ ~ εδώ. Πβ. δεν χωράω κάπου., έδωσε τη θέση (του) σε κάτι (μτφ.): αντικαταστάθηκε από: Η απαισιοδοξία ~ ~ της στην ελπίδα., είμαι σε θέση να ... & (λόγ.) εις θέσιν να ...: έχω τη δυνατότητα, μπορώ: ~ ~ να σου πω ότι ... Δεν ~ ~ σε βοηθήσω αυτή τη στιγμή. Πβ. σε κατάσταση να ..., έρχομαι/μπαίνω στη θέση του: βιώνω νοερά την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος: Έλα/μπες ~ ~ του και προσπάθησε να τον καταλάβεις. Βλ. ενσυναίσθηση.|| (για ηθοποιό) Μπαίνω ~ ~ του ήρωα/του προσώπου που υποδύομαι (πβ. μπαίνω στο πετσί)., παίρνω θέση για/σε κάτι (μτφ.): εκφράζω την άποψή μου, τοποθετούμαι: Πήρε ~ για την κρίση/τις μεταμοσχεύσεις. Δεν πήρε ~ στην κόντρα μεταξύ ... Έχει πάρει ~ κατά/υπέρ του ..., στη θέση (προσώπου ή πράγματος): προς δήλωση αντικατάστασης: Εκκλησία χτισμένη ~ ~ αρχαίου ναού. (ειρων.) Θέλει να γίνει υπουργός ~ ~ του υπουργού (πβ. χαλίφης στη θέση του χαλίφη). Πβ. αντί.|| (μτφ.) ~ ~ σου θα έφευγα (: αν ήμουν εσύ)., τον βάζω στη θέση του (μτφ.-προφ.): του κάνω παρατήρηση για την ανάρμοστη ή προσβλητική συμπεριφορά του, ώστε να μην την επαναλάβει: Κάποιος πρέπει να τον βάλει ~ ~. Δεν βρέθηκε ένας να αντιδράσει/διαμαρτυρηθεί και να τον βάλει ~ ~. Πβ. ανακαλώ/επαναφέρω στην τάξη, του τη λέω., βρίσκει θέση (κάπου) βλ. βρίσκω, ελαφρύνω τη θέση κάποιου βλ. ελαφρύνω, επέχει θέση βλ. επέχω, κατέχει δεσπόζουσα/εξέχουσα/κεντρική/περίοπτη θέση βλ. κατέχω, κουνήσου από τη θέση σου βλ. κουνώ, κρατά(ει) τη θέση του βλ. κρατώ, λάβετε θέσεις βλ. λαμβάνω, μια θέση στον ήλιο βλ. ήλιος, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση βλ. κατάλληλος, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, σε απόσταση/θέση βολής βλ. απόσταση, σε θέση μάχης βλ. μάχη [< αρχ. θέσις, γαλλ. place, position]

ιδέα

ιδέα [ἰδέα] ι-δέ-α ουσ. (θηλ.) {ιδε-ών} 1. κάτι που υπάρχει μόνο στον νου, αφηρημένη έννοια· ιδανικό, ιδεώδες: αόριστη/ασαφής/γενική ~. Εγκαταλείπω/εφαρμόζω/καλλιεργώ/υλοποιώ μια ~. Εμπνευστής/πρωτεργάτης/υπέρμαχος μιας ~ας. Διαμόρφωση/επεξεργασία/σύλληψη ~ών. Από παλιά μού είχε καρφωθεί η ~ να γίνω δημοσιογράφος. Μου πέρασε από το μυαλό η ~ να τον καλέσω. Με τρομάζει η ~ (= σκέψη) να ταξιδεύω μόνη. Τρέμει στην ~ και μόνο ότι θα μείνει άνεργος. Όλα είναι μια ~.|| Η ~ της δημοκρατίας/της δικαιοσύνης/του έθνους/της ελευθερίας/του Θεού/των Ολυμπιακών Αγώνων/της πατρίδας. 2. σκέψη που εκφράζεται ως πρόταση, πρόθεση για κάτι: ανατρεπτική/ανόητη/αντισυμβατική/απλή/αρχική/βασική (πβ. κόνσεπτ)/δημιουργική/εναλλακτική/έξυπνη/επαναστατική/ευφυής/εφικτή/ξαφνική/πρωτότυπη/ριζοσπαστική/τολμηρή ~. Έχει καινοτόμες/λαμπρές/φρέσκες ~ες. Θαυμάσια ~ για δώρο. Διατυπώνω/προωθώ/στηρίζω μια ~. Ανταλλαγή/αξιολόγηση/διάδοση/έκθεση/έκφραση/πλούτος/σύνθεση ~ών. Μια ~ γεννιέται/ωριμάζει. Το μυαλό του όλο κατεβάζει ~ες (= έχει φαντασία, επινοητικότητα). Δεν έχω καθόλου ~ες (πβ. έμπνευση). Η ~ (= το σχέδιο, ο σκοπός) ήταν να ... Είχε την ~ να ... Σε ποιον ανήκει η ~ για ...; Καμιά ~ για βόλτα; Ωραία ~! (προφ.) Όλο ~ες είσαι, αλλά στην πράξη τίποτα. Πβ. επινόηση, σύλληψη. 3. γενική εικόνα, εντύπωση: Να σου δώσω/πάρε μια ~ για το θέμα.|| Έχω την ~ ότι είσαι προκατειλημμένος (πβ. αίσθηση, υποψία).|| ~ μου ήταν ή όντως φάνηκε κάπως αμήχανος; Δεν αργήσαμε, (η) ~ σας είναι. 4. άποψη, αντίληψη: αντικειμενική/υποκειμενική ~. Αναχρονιστική/κοινωνική/ξεπερασμένη/οικονομική/πολιτική/προοδευτική/σύγχρονη/συντηρητική ~. Εξτρεμιστικές/μοντέρνες ~ες. Υπερασπίζομαι τις ~ες μου. Οι ~ες ενός συγγραφέα (πβ. ιδεολογία, κοσμοθεωρία, φιλοσοφία). Δεν έχει καλή ~ για τον φίλο μου. 5. ΦΙΛΟΣ. (στην πλατωνική φιλοσοφία) υπερβατική οντότητα της οποίας τα αντικείμενα του αισθητού κόσμου είναι ατελείς αναπαραστάσεις: ο κόσμος των ~ών. Βλ. αρχέ-, πρό-τυπο. ● ΣΥΜΠΛ.: Μεγάλη Ιδέα 1. ΙΣΤ. πολιτικό και εθνικό ιδεώδες, καθώς και το σύνολο των ενεργειών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αι. για την απελευθέρωση των αλύτρωτων ελληνικών πληθυσμών και τη δημιουργία μεγαλύτερου σε έκταση ελληνικού κράτους. Βλ. αλυτρωτισμός. ΣΥΝ. μεγαλοϊδεατισμός 2. (μτφ.) μεγαλεπήβολο, φιλόδοξο σχέδιο ή πρόταση., ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, έμμονη ιδέα βλ. έμμονος, ευρωπαϊκή ιδέα βλ. ευρωπαϊκός, φαεινή ιδέα βλ. φαεινός ● ΦΡ.: βάζω ιδέες (σε κάποιον)/βάζω (κάποιον) σε ιδέες (προφ.): του προκαλώ σκέψεις, επιθυμίες: Η πρότασή σου μου έβαλε ιδέες. Ένας φίλος αγόρασε μηχανή και με έβαλε σε ιδέες (ενν. να αγοράσω και εγώ)., δεν έχω ιδέα: δεν έχω ούτε τη στοιχειώδη γνώση για κάτι: ~ ~ για το θέμα/πώς τη λένε. Δεν έχει ~ (= δεν σκαμπάζει) από μαθηματικά.|| Έχει κανείς ~ περί τίνος πρόκειται;, δεν έχω την παραμικρή ιδέα (εμφατ.): δεν γνωρίζω καθόλου: Δεν έχουν ~ τι συνέβη. Ξεκινήσαμε, χωρίς να έχουμε ~ πού πάμε.|| Έχεις ~ (= ξέρεις) πόσο γελοίο είναι αυτό που κάνεις; [< γαλλ. je n' ai pas (le moindre) idée] , έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του: νομίζει ότι είναι πολύ σπουδαίος, είναι αλαζόνας. Πβ. καβάλησε το καλάμι. [< γαλλ. avoir une haute idée de soi] , μια ιδέα: πάρα πολύ λίγο, ελάχιστα: Το χρώμα έπρεπε να ήταν ~ ~ πιο σκούρο. (σε συνταγή) ~ ~ αλάτι/ζάχαρη. ~ ~ από γαρίφαλο. [< γερμ. eine Idee] , μου βάζει (κάποιος)/μου ήρθε μια ιδέα: κάποιος μου δίνει μια ιδέα ή συλλαμβάνω μια σκέψη: Ένας φίλος μού έβαλε την ιδέα να εκδώσω το έργο μου.|| Μου ήρθε μια ~. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., μου μπήκε μια ιδέα/μου μπαίνουν ιδέες (προφ.): σκέφτομαι, επιθυμώ ή υποψιάζομαι κάτι: Μου έχει μπει η ~ να κάνω ένα ταξίδι. Δεν πρόκειται να έρθω, μη σου μπαίνουν ~. Πβ. μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι., συμφιλιώνομαι με την ιδέα (μτφ.): αποδέχομαι κάτι, κυρ. δυσάρεστο: ~ ~ του χωρισμού. Έχει συμφιλιωθεί ~ ότι θα ζήσει μακριά από τους δικούς του., χάνω πάσα ιδέα: νιώθω έντονη απογοήτευση, εκπλήσσομαι συνήθ. αρνητικά για κάποιον ή κάτι: Έχω χάσει ~ ~ με αυτά που συμβαίνουν. Έχασα ~ ~ για σένα/για το άτομό σου., αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, παίρνω ιδέες βλ. παίρνω, ρίχνω την ιδέα/την πρόταση βλ. ρίχνω [< 1,2,3,4: γαλλ. idée, γερμ. Idee, αγγλ. idea 5: αρχ. ἰδέα]

ιερός

ιερός, ή/(λόγ.) ά, ό [ἱερός] ι-ε-ρός επίθ. 1. (συχνά με κεφαλ. Ι) που αναφέρεται στον Θεό, στα θεία, στη θρησκεία ή που έχει μεγάλη θρησκευτική σημασία: ~ός: μήνας/ναός/τόπος (βλ. προσκύνημα)/ύμνος/χορός. ~ή: ακολουθία/εικόνα/κοινότητα/λειτουργία (= Θεία)/Μονή/μορφή/πηγή (= αγίασμα)/προσευχή/συγκίνηση/σύναξη. ~ό: ανάγνωσμα/ένδυμα/λείψανο/μυστήριο/νησί. ~ές: τελετές. ~ά: άμφια. Η ~ά Αρχιεπισκοπή/Μητρόπολη. Βλ. πανίερος.|| (για Άγιο, συνήθ. λόγιο) Ο ~ Αυγουστίνος/Φώτιος.|| Τα ~ά ζώα αρχαίων πολιτισμών. 2. που του οφείλουμε σεβασμό, γιατί έχει μεγάλη ηθική αξία και σημασία: ~ός: αγώνας/θεσμός/όρκος/σκοπός. ~ή: αποστολή/γη/ιδέα/μνήμη/προσφορά/υποχρέωση/φλόγα. ~ό: καθήκον/όνομα/πρόσωπο/σύμβολο/χρέος. ~ά: χώματα (= άγια). Πβ. αξιοσέβαστος, σεβαστός. ΑΝΤ. ανίερος 3. ΑΝΑΤ. που βρίσκεται κοντά στο ιερό οστό: ~ός: σπόνδυλος. ~ή: αρτηρία/μοίρα. ~ά: τρήματα. ● ΣΥΜΠΛ.: Ιερά Γράμματα: ΘΕΟΛ. η Αγία Γραφή. Πβ. Βίβλος., ιερά νόσος (ευφημ.-παλαιότ.): επιληψία., Ιερά Σύνοδος: ΕΚΚΛΗΣ. το ανώτατο διοικητικό όργανο κάθε αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας., ιερή τέχνη: που υπηρετεί τη θρησκευτική λατρεία: η ~ ~ της αγιογραφίας., Ιερό Βιβλίο/Κείμενο: ΘΡΗΣΚ. γραπτό, συνήθ. παλαιό έργο, που θεωρείται θεόπνευστο και αποτελεί τη βάση της πίστης και της λατρευτικής ζωής σε μια θρησκεία: τα ~ά ~α του Χριστιανισμού (πβ. Αγία Γραφή).|| Τα ~ά ~α του Ινδουισμού (πβ. Βέδες)/Ιουδαϊσμού (πβ. Ταλμούδ, Τορά)/Μουσουλμανισμού (πβ. Κοράνι). ΣΥΝ. Ιερές Γραφές, ιερό οστό & (λόγ.) ιερό οστούν: ΑΝΑΤ. τριγωνικό οστό που βρίσκεται στο κάτω άκρο της σπονδυλικής στήλης. Βλ. κόκκυγας., ιερός/θρησκευτικός πόλεμος: που γίνεται στο όνομα μιας θρησκείας. Βλ. σταυροφορία, τζιχάντ., (Ιερά) Σύνοψη βλ. σύνοψη, Διαρκής Iερά Σύνοδος βλ. σύνοδος, θείος/ιερός νόμος βλ. νόμος, Ιερά Εξέταση βλ. εξέταση, ιερά σινδόνη βλ. σινδόνη, ιερά σκεύη βλ. σκεύος, ιερά τέρατα βλ. τέρας, Ιερά/Ιερή Παράδοση βλ. παράδοση, Ιερές Γραφές βλ. γραφή, ιερή αγελάδα βλ. αγελάδα, ιερή αποδημία βλ. αποδημία, ιερή πόλη βλ. πόλη, ιερό άλσος βλ. άλσος, ιερό τοτέμ βλ. τοτέμ, Ιερό/Άγιο Βήμα βλ. βήμα, ιεροί/θείοι κανόνες βλ. κανόνας, ιερός χώρος βλ. χώρος, ο Ιερός Βράχος βλ. βράχος ● ΦΡ.: δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο: δεν σέβεται τίποτα, δεν έχει ηθικούς φραγμούς, είναι αδίστακτος, αχρείος., σε ό,τι έχω ιερό: (σε όρκο): Σας τ' ορκίζομαι ~ ~, δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο., τα ιερά και τα όσια: το σύνολο των αξιών και γενικότ. ό,τι πιο ιερό έχει κάποιος: ~ ~ της πατρίδας/πίστης/φυλής. Βεβηλώνω/θίγω/προσβάλλω ~ ~ κάποιου. Πβ. θεία (τα). ● βλ. ιερό [< αρχ. ἱερός]

ιστορικός

ιστορικός [ἱστορικός] ι-στο-ρι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. επιστήμονας με αντικείμενο μελέτης την Ιστορία· ειδικότ. καθηγητής Ιστορίας: Ο ~ του μέλλοντος. ~ του θεάτρου/του Νέου Ελληνισμού. 2. ιστοριογράφος: αντικειμενικός ~. Ο ~ του Πελοποννησιακού Πολέμου (= ο Θουκυδίδης). Βλ. χρονικογράφος. [< αρχ. ἱστορικός, γερμ. Historiker, γαλλ. historien, αγγλ. historian]

κάθε

κάθε κά-θε αόρ. αντων. {άκλ.} 1. (+ εν.) για ένα ένα χωριστά ή για όλα ανεξαιρέτως τα μέρη ενός συνόλου: προς ~ ενδιαφερόμενο. Σε ~ βήμα/κίνηση. Προτάσεις από ~ πλευρά. ~ παιδί είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα.|| ~ άνθρωπος. Για ~ γούστο/ηλικία/περίσταση. ΣΥΝ. οποιοσδήποτε. Βλ. καθετί.|| Με ~ επισημότητα/επιφύλαξη/κόστος/λεπτομέρεια/μεγαλοπρέπεια/μέσο/τίμημα/τρόπο.|| (ειρων.-μειωτ.) Έρχεται ο ~ άσχετος/έξυπνος να πει τη γνώμη του. Πβ. καθένας, όποιος κι όποιος, ο πρώτος τυχών. ΣΥΝ. πας, πάσα, παν (1) 2. για επανάληψη σε τακτά χρονικά ή τοπικά διαστήματα: ~ μέρα/πρωί/χρόνο. ~ δυο βδομάδες/μέτρα/ώρες. Έχω μάθημα ~ Δευτέρα. ~ λεπτό που περνάει, ... Πβ. ανά. ● ΦΡ.: κάθε ... και ... (προφ.): βραχυλογία που δηλώνει συνύπαρξη, αριθμητική ισοδυναμία: κάθε γειτονιά ~ φαρμακείο. Κάθε λάθος ~ πόντος., κάθε άλλο: για εμφατική άρνηση, αντίθεση: Ποιος είπε ότι ο αγώνας είναι εύκολος; ~ ~ (= αντίθετα, απεναντίας)! Η επιλογή σου είναι ~ ~ παρά ιδανική., κάθε πότε & κάθε πόσο (ερωτημ.): πόσο συχνά: ~ ~ επισκέπτεστε τον οδοντίατρο;, κάθε φορά (προφ., ως έκφρ. δυσανασχέτησης): πάντα: Εγώ τρέχω ~ ~!, κάθε φορά που & (συνήθ. λογοτ.) κάθε που: για να δηλωθεί αόριστη επανάληψη: ~ ~ (= όσες φορές) έρχεται στην πόλη, πηγαίνει να τους δει. ΣΥΝ. όποτε (1), για κάθε/για παν ενδεχόμενο βλ. ενδεχόμενος, δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή βλ. Πασχαλιά2, κάθε αρχή και δύσκολη βλ. αρχή, κάθε δεύτερη μέρα/κάθε δεύτερο χρόνο βλ. δεύτερος, κάθε καρυδιάς καρύδι βλ. καρυδιά, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του βλ. κατεργάρης, κατεργάρα, κάθε λίγο (και λιγάκι)/κάθε τόσο (και λιγάκι)/κάθε τρεις και λίγο βλ. λίγο, κάθε λογής & λογής λογής & λογιών λογιών βλ. λογής, κάθε μέρα και καλύτερα βλ. μέρα, κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, (κάθε φέτος και χειρότερα) βλ. πέρυσι, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) βλ. καιρός, κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του βλ. ώρα, κάθε σπιθαμή βλ. σπιθαμή, κάθε χρόνο τέτοια μέρα βλ. μέρα, κάθε ώρα και στιγμή βλ. στιγμή, κάθε/παντός είδους βλ. είδος, με κάθε λεπτομέρεια βλ. λεπτομέρεια, με κάθε μέσο βλ. μέσο, σε κάθε γωνιά βλ. γωνιά, σε κάθε περίπτωση βλ. περίπτωση [< μεσν. κάθε]

καιρός

καιρός και-ρός ουσ. (αρσ.) 1. η κατάσταση της ατμόσφαιρας πάνω από μια περιοχή για ορισμένο (μικρό) χρονικό διάστημα, η οποία χαρακτηρίζεται από τις τιμές των διαφόρων μετεωρολογικών στοιχείων (δηλ. ηλιοφάνεια, νεφώσεις, βροχή, χαλάζι, χιόνι, θερμοκρασία, άνεμος, υγρασία, ορατότητα): άστατος/άσχημος (βλ. βρομόκαιρος)/βροχερός/γλυκός/ζεστός/μουντός/υγρός ~. Ο ~ στην Ελλάδα και τον κόσμο. Αλλαγή/βελτίωση/επιδείνωση/μεταβολή του ~ού. Πρόβλεψη/πρόγνωση (του) ~ού. Αγρίεψε (= χειροτέρεψε)/έφτιαξε/ζέστανε/χάλασε/ψύχρανε ο ~. Αναμένεται καλός ~ για το τριήμερο. Γενικά αίθριος ~ και μόνο κατά τόπους νεφελώδης. Tι ~ό έχετε/θα κάνει αύριο; Δεν πάω πουθενά με τέτοιον ~ό! Μας τα χάλασε ο ~ (: ματαιώθηκαν τα σχέδιά μας λόγω κακοκαιρίας). Βλ. κλίμα.|| ~ για μπάνιο/σκι (: κατάλληλες καιρικές συνθήκες). Ταξιδεύουν με όλους τους ~ούς.|| Λέει τον ~ό (= το δελτίο ~ού) στην τηλεόραση. 2. χρόνος· ειδικότ. μεγάλο χρονικό διάστημα ή ελεύθερος χρόνος: Κύλησε γρήγορα/πώς περνάει ο ~! Πάει πολύς ~ από τότε! Πού χάθηκες τόσον ~ό; Πόσο ~ό γνωρίζεστε;|| Μετά/ύστερα από ~ό. ~ό είχαμε να τα πούμε! Θα κάνει ~ό να το ξεχάσει! Οι προσπάθειες για ~ό έμειναν άκαρπες. Ήθελα από/εδώ και ~ό να το κάνω. (για ζευγάρι:) Είναι ~ό μαζί.|| Δεν του μένει ~ ούτε να φάει (βλ. ευκαιρώ). Πού ~ για ξεκούραση! Δεν έχω ~ό για χάσιμο! Μόλις τώρα βρήκα ~ό να γράψω. Χάνεις τον ~ό σου μαζί του (= ματαιοπονείς)! Μη χάνεις ~ό (= βιάσου)! Περνάει τον ~ό (= τις ώρες) του άσκοπα/ζωγραφίζοντας/με αγαθοεργίες. 3. εποχή, περίοδος: απ' τον ~ό της Επανάστασης/της Κατοχής/των παππούδων μας. Tον παλιό καλό ~ό. Σε ~ό/(λόγ.) εν ~ώ ειρήνης/πολέμου. Τον ~ό που ήταν παιδί/στρατιώτης. Υπήρξε μια απ' τις πιο χειραφετημένες γυναίκες του ~ού της. Στον ~ό μου (= όταν ήμουν νέος), τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τον ~ό της ακμής του, ο οικισμός είχε χίλιους κατοίκους. 4. κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία: ~ για αλλαγές/δράση! Μήπως είναι ~ να το ξανασκεφτούμε; Έφτασε/ήρθε ο ~ για κάτι διαφορετικό. ΣΥΝ. ώρα. 5. ΝΑΥΤ. (λαϊκό) ισχυρός άνεμος και φουρτούνα: Τι ~ φυσάει; Το μνημείο το δέρνουν οι ~οί και η εγκατάλειψη. ● Ουσ.: καιροί (οι): εποχή, ιδ. κοινωνικές συνθήκες, περιστάσεις: κρίσιμοι/μοντέρνοι/σκληροί/σύγχρονοι ~. Ωραίοι ~! Οι ~ άλλαξαν, δεν είναι όπως τα 'ξερες. Βρε πώς αλλάζουν οι ~! Οι ~ απαιτούν/επιβάλλουν νέες προσεγγίσεις. Οι αυξημένες απαιτήσεις των καιρών. Οι ~ μας δεν επιτρέπουν καθυστερήσεις. Έρχονται καλύτεροι ~! Διανύουμε/ζούμε σε/περνάμε δύσκολους/χαλεπούς καιρούς. ● Υποκ.: καιρούλης ● ΣΥΜΠΛ.: παντός καιρού (επίσ.): κατάλληλος για κάθε είδους καιρικές ή άλλες συνθήκες: ελαστικά/ελικόπτερο ~ ~. Βλ. παντός εδάφους.|| (μτφ.-συχνά ειρων.) Άνθρωπος ~ ~ (= ευέλικτος, ευπροσάρμοστος)., δελτίο καιρού/μετεωρολογικό δελτίο βλ. δελτίο, μηνύματα των καιρών βλ. μήνυμα, σημεία των καιρών βλ. σημείο ● ΦΡ.: ανοίγει ο καιρός (προφ.): υποχωρεί η κακοκαιρία, διαλύονται τα σύννεφα: ~ ~ και πάλι, με ήλιο και άνοδο της θερμοκρασίας. Βλ. ανοίγει ο ουρανός., από καιρό σε καιρό & (λόγ.) από καιρού εις καιρόν: πότε πότε: Η κατάσταση επαναλαμβάνεται ~ ~.|| Οι οδηγίες τροποποιούνται από καιρού εις καιρόν (= ενίοτε) ανάλογα με τα νέα δεδομένα. Πβ. κατά καιρούς., για δες καιρό που διάλεξε ... (συνήθ. χιουμορ.): για κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη στιγμή: ~ ~ η εξεταστική ν' αρχίσει!|| ~ ~ που διάλεξα ν' αρρωστήσω!, εν καιρώ (επίσ.): αργότερα, σε εύθετο χρόνο: Το πρόγραμμα θα ανακοινωθεί ~ ~., έναν καιρό (προφ.): κάποτε, στο παρελθόν: Θυμάσαι ~ ~ που διαβάζαμε μαζί; Πβ. άλλοτε, παλιά., έχει ο καιρός γυρίσματα (προφ.): για τις ξαφνικές αλλαγές, το ευμετάβλητο της ζωής ή της τύχης: Τώρα γελάς, όμως ~ ~ (= θα αλλάξουν κάποια στιγμή τα πράγματα)!, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) (παροιμ.): για όλα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή: Μη βιάζεσαι κι όλα θα γίνουν· ~ ~! ΣΥΝ. κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του, καιρός ήταν! (ειρων.): για κάτι που άργησε να γίνει: -Γύρισα! -~ ~!|| ~ ~ ν' ασχοληθεί λίγο και με την υπόθεσή μας!, καιρός παντί πράγματι (ΠΔ) (αρχαιοπρ.): κάθε πράγμα στον καιρό του., κατά καιρούς: σε διάφορες χρονικές περιστάσεις: τα ~ ~ δημοσιεύματα. Λόγια που έχουν ~ ~ ειπωθεί. Συνεργάστηκε ~ ~ με διάφορα περιοδικά. Πβ. από καιρό σε καιρό., με τον καιρό: με το πέρασμα του χρόνου: ~ ~ θα συνηθίσει. Πβ. στην πορεία/στον δρόμο., μια φορά κι έναν καιρό ...: στερεότυπη φράση με την οποία ξεκινά η αφήγηση παραμυθιού: ~ ~, ζούσε ένα βασιλόπουλο ...|| (ειρων.) ~ ~ (= άλλοτε, κάποτε), ήταν εύκολο να βρεις δουλειά, τώρα ..., ο καιρός είναι γιατρός (παροιμ.): με το πέρασμα του χρόνου αμβλύνονται επώδυνες αναμνήσεις και συναισθήματα., προ καιρού (λόγ.): πριν από κάμποσο καιρό: Το θέμα είχε απασχολήσει ~ ~ την κοινή γνώμη., του καλού καιρού (προφ.): πάρα πολύ: Βρέχει ~ ~! Κοιμάται/τρώει ~ ~!, του παλιού καιρού: που ανήκει σε περασμένη εποχή· (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) ξεπερασμένος, παρωχημένος: έθιμα/ιστορίες ~ ~.|| Αντιλήψεις/έπιπλα ~ ~., τω καιρώ εκείνω (ΚΔ) (αρχαιοπρ.-ειρων.): για κάτι που συνέβη ή συνηθιζόταν παλαιότερα: ~ ~, είχε άλλες προτεραιότητες., χειμώνα/καλοκαίρι καιρό (προφ., συχνά ως έκφρ. δυσαρέσκειας): μες στο κρύο ή τη ζέστη: Πού πας χειμώνα ~;|| Καλοκαίρι ~ χωρίς κλιματιστικό!, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη: απαξιωτική αντιμετώπιση μιας νέας τάσης, ενός σύγχρονου κοινωνικού φαινομένου. [< λατ. o tempora! o mores!] , από τον καιρό της Tουρκοκρατίας βλ. τουρκοκρατία, από τον καιρό του Νώε βλ. Νώε, δύσκολοι καιροί για ... βλ. δύσκολος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια βλ. παραπούλι, κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό βλ. κοιτάζω, κρύο, καιρός για δύο βλ. κρύο, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, οι καιροί ου μενετοί βλ. μενετός, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο! βλ. φλάρος, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1: μεσν. καιρός 2-4: αρχ. ~, μτγν. ~]

καλά

καλά κα-λά επίρρ. 1. ικανοποιητικά, σωστά: ~ διαβασμένος/οργανωμένος/πληροφορημένος (πβ. επαρκώς. ΑΝΤ. ελλιπώς). Κοιμήθηκα ~. Παίζουνε/συνεργάζονται ~. Κάνει ~ τη δουλειά του. Έπαιξε ~ τον ρόλο της. Δεν το είπε ~ το ανέκδοτο. ~ (του) τα 'πες (πβ. εύστοχα)! Μακριά δεν βλέπω ~. Δεν κατάλαβα ~ τι εννοούσε. ΑΝΤ. κακά.|| (εμφατ.) Κοίτα ~, δεν το βλέπεις; Άκου ~ τι θα σου πω! Κλείσε ~ (= εντελώς, τελείως) το παράθυρο. Ανακινήστε το μπουκάλι ~. Κρατήσου/πιάσου ~, μην πέσεις! Να το δέσεις ~ (= γερά, σφιχτά). Γράψε ~ τ' όνομά σου, χωρίς λάθη! Καθάρισε το δωμάτιό σου ~ (= σχολαστικά, προσεκτικά, ΑΝΤ. βιαστικά).|| Θυμάμαι ~ (: με βεβαιότητα) πως το είχα αφήσει εδώ.|| Του αρέσει να ντύνεται ~ (: είναι καλοντυμένος· πβ. επίσημα, κομψά, όμορφα. ΑΝΤ. πρόχειρα). Ήταν πάντα ~ χτενισμένη (= καλοχτενισμένη). Δεν είσαι ~ (= κατάλληλα) ντυμένος για την περίσταση. Ντύσου ~ (= ζεστά)! Δεν μιλάς ~ (= ευπρεπώς, κόσμια). 2. σε καλή σωματική ή ψυχική κατάσταση: - Τι κάνεις; - ~, ευχαριστώ. Αισθάνομαι/νιώθω ~ (ΑΝΤ. άσχημα). Δεν είμαι καθόλου ~. Φαίνεσαι ~/καλύτερα από χθες. Ο γιατρός τον έκανε ~. Εύχομαι να γίνεις σύντομα ~ (: να αναρρώσεις). 3. ευχάριστα, άνετα ή ευνοϊκά: ~ να περάσετε (πβ. όμορφα, ωραία)! Με δύο μισθούς ζούμε πολύ ~. Εδώ που ήρθα είναι πιο ~, μου αρέσει! ΑΝΤ. δυσάρεστα.|| Μεταχειρίζομαι κάποιον ~. Μου φέρθηκαν πολύ ~, τους είμαι ευγνώμων. ΑΝΤ. άσχημα 4. για δήλωση συμφωνίας, συγκατάβασης· εντάξει: -Θα πας εσύ αντί για μένα; -~! ~, εσύ ό,τι πεις! Πβ. σύμφωνοι, έχει καλώς.|| Ε, ~, τι να γίνει ... 5. (προφ.-εμφατ.) στην αρχή πρότασης για δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: ~, πλάκα μου κάνεις/σοβαρολογείς; ~, εσύ δεν έλεγες πως δεν θα ερχόσουν; ~ εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ γελάς! ~, ε, φοβερή ταινία! Μα, ~, καθόλου δεν σου κόβει; ~, το αγόρασες χωρίς να το δοκιμάσεις; ● ΦΡ.: (τα) περνάω καλά/άσχημα (προφ.): ο χρόνος κυλά ευχάριστα/δυσάρεστα, (δεν) διασκεδάζω: - Πώς τα περνάς; - Πολύ καλά! Πέρασες καλά στις διακοπές; Δεν τα πέρασα κι άσχημα., α, καλά! (προφ.-ειρων.): για έκφραση αποδοκιμασίας: - Με απέλυσαν χωρίς να μου δώσουν αποζημίωση. - ~ ~! έχουμε ξεφύγει εντελώς!, αρχίζω κάτι καλά: κάνω καλή, επιτυχημένη αρχή: Καλά αρχίσαμε, να δούμε πώς θα συνεχίσουμε., για τα καλά (προφ.-επιτατ.): πάρα πολύ, εντελώς: Έβρεξε/καλοκαίριασε/νύχτωσε/χειμώνιασε/χιόνισε ~ ~. Κοιμήθηκε/νευρίασε/την πάτησε/του τα 'ψαλα ~ ~., δεν (μας) τα λες καλά (προφ.): αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου λόγω ασαφειών, ανακριβειών, υπερβολών: Δεν τα λες καλά, εγώ θα σας πω τι έγινε!|| (ειρων.) Μέσα σε μισή ώρα πήγες κι ήρθες κι έκανες και τη δουλειά; Δεν μας τα λες καλά, φιλαράκο!, είμαι καλά με κάποιον (προφ.): για επιτυχημένη ερωτική σχέση: Είμαστε πολύ ~ μαζί τελευταία (= τα πηγαίνουμε καλά)., και καλά (προφ.-ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων τρίτου, δήθεν: Ήρθε ~ ~ να μου ζητήσει συγγνώμη. ΣΥΝ. τάχα (1), καλά δεν τα λέω; (προφ.): ρητορική ερώτηση, για επιβεβαίωση των λεγομένων: Όταν υπόσχεσαι κάτι, πρέπει να κρατάς τον λόγο σου. ~ ~;, καλά θα κάνεις να ... (προφ.): για επίπληξη, υπόδειξη σωστής συμπεριφοράς· πρέπει: ~ ~ προσέχεις τα λόγια σου!|| Θα έκανες καλά να μην αργούσες άλλη φορά!, καλά καλά (εμφατ.): πολύ καλά: Πλύνε τα χέρια σου ~ ~. Με κοίταξε ~ ~. Πβ. προσεκτικά., καλά καλά δεν/προτού καλά καλά ...: (στην αρχή πρότασης) για κάτι που γίνεται αμέσως ή πολύ νωρίς· μόλις: ~ ~ δεν είχε ξημερώσει, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Με χαστούκισε προτού ~ ~ πω τίποτε., καλά κάνω! (προφ.): απότομη, αγενής και αποστομωτική απάντηση σε παρατήρηση, μομφή κάποιου: - Συνεχώς καθυστερείς! - ~ ~, κοίτα τη δουλειά σου!, καλά να (τα) πάθεις! (προφ.): (συχνά με χαιρεκακία) για κάποιον που υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του: ~ ~, να σου γίνει μάθημα! ~ να πάθω που δανείζω σε ξένους... Πβ. ας πρόσεχες!, καλά σου έκανε! (προφ.): σου άξιζε αυτή η συμπεριφορά: ~ ~, να μάθεις να βρίζεις άλλη φορά! ~ ~, το είχες παρακάνει. ~ του έκανες, του μασκαρά!, καλά σου! (νηπιακή γλ.): για εκδήλωση παραπόνου: Δεν με παίζεις; ~ ~ κι εγώ δεν σου ξαναμιλάω!, καλά το κατάλαβα/το σκέφτηκα/το φαντάστηκα! (προφ.): για επιβεβαίωση σκέψης, πρόβλεψης: ~ ~ ότι θα σε βρω εδώ! Καλά το(ν) κατάλαβα εγώ ότι έλεγε ψέματα., καλά/καλό θα 'τανε: (+ να) για έκφραση επιθυμίας ή προτροπής: ~ ~ να πηγαίναμε μαζί τους, τι λες; ~ ~ να είμαστε πλούσιοι αλλά δεν είμαστε (πβ. μακάρι).|| - Να του τηλεφωνήσω; - ~ ~., καλάαα ... (προφ.): ως προειδοποίηση για ανταπόδοση κακής συμπεριφοράς: Δεν μας μιλάς, ε; ~..., κάνω (κάποιον) καλά (προφ.): καταφέρνω να επιβληθώ σε κάποιον ή να χειριστώ μια κατάσταση: Πείσε τον εσύ, εγώ δεν τον ~ ~. Έλα κάνε ~ (= ανάλαβε) τον γιο σου! Πβ. κάνω κάποιον ζάφτι., κάτι δεν πάει καλά (προφ.): για να εκφραστεί προβληματισμός σχετικά με κάποια κατάσταση: ~ ~ μαζί του/μ' αυτόν/με την υπόθεση. Κάτι δεν μου ~ ~ σ' αυτή την ιστορία (= κάτι μου βρομάει· πβ. κάποιο λάκκο έχει η φάβα)., να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... (ευχετ.): μακάρι να είμαστε γεροί για να ξανακάνουμε κάτι: ~ ~ να ξαναπάμε και του χρόνου!, να 'σαι καλά (ευχετ.): αντί για "ευχαριστώ" ή "παρακαλώ": ~ ~ που με θυμήθηκες!|| -Σ' ευχαριστώ για τη βοήθειά σου! -~ ~!, ναι, καλά! & ναι, σιγά! (ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου: -Θα έρθει! -~ ~!, όλα καλά (προφ.): σε ερώτηση ή απάντηση σχετικά με την κατάσταση κάποιου: -~ ~; -Μια χαρά! -Πώς πάει; - ~ ~ (κι ωραία)!, τα έχω καλά με κάποιον (προφ.): έχω καλές σχέσεις: Φρόντισε να τα ~εις ~ μαζί του/με τους συναδέλφους σου! Πβ. (τα) πάω/πηγαίνω καλά., τι καλά/τι ωραία! (προφ.): για να δηλωθεί ενθουσιασμός: Θα πάμε εκδρομή, ~ ~!, το πήρε καλά: αντέδρασε ήπια σε ένα δυσάρεστο νέο, το δέχτηκε ομαλά, δεν θίχτηκε: Ευτυχώς πήρε ~ την πλάκα που του κάναμε! Δεν περίμενα να το πάρει τόσο καλά! ΑΝΤ. το πήρε άσχημα, (για) πρόσεξε/κοίταξε καλά! βλ. προσέχω, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, αν θυμάμαι καλά, ... βλ. θυμάμαι, ας τα λέμε καλά βλ. λέω, βαστιέται/κρατιέται καλά βλ. βαστώ, για θυμήσου καλά! βλ. θυμάμαι, δεν με/σε/τον βλέπω καλά βλ. βλέπω, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα βλ. ζω1, θα φας καλά! βλ. τρώω, καλά και άγια βλ. άγιος, καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες βλ. λέω, καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε βλ. λέω, κάνω καλά/άσχημα βλ. κάνω, κάτσε καλά! βλ. κάθομαι, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; βλ. βλέπω, μίλα καλά! βλ. μιλώ, μιλάω καλά για κάποιον βλ. μιλώ, πάει καλά βλ. πηγαίνω & πάω, πας/είσαι καλά; βλ. πηγαίνω & πάω, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) βλ. πατώ, σκέψου καλά βλ. σκέφτομαι, την έχω καλά/άσχημα βλ. έχω, τι καλά, ... καλάθια! βλ. καλάθι, το μιλάει καλά το ... βλ. μιλώ ● βλ. καλός, καλώς [< αρχ. καλῶς, μεσν. καλά]

κάλλος

κάλλος κάλ-λος ουσ. (ουδ.) {κάλλ-ους | -η} (λόγ.): ομορφιά: ανδρικό/απαράμιλλο/γυναικείο/πνευματικό/σωματικό/ψυχικό (πβ. αρετή) ~. Το ~ της φύσης (= φυσικό ~). Περιοχές/τοπία ιδιαίτερου ~ους. Πβ. ωραιότητα. Βλ. φιλοκαλία. ΣΥΝ. καλλονή (2) ΑΝΤ. ασχήμια (1) ● κάλλη (τα): σωματική ομορφιά, θέλγητρα: ασύγκριτα/πλούσια ~. Σαγηνεύει με τα ~ της. Επιδείκνυαν τα ~ τους στην παραλία. Γοητεύτηκε/θαμπώθηκε/μαγεύτηκε από τα ~ της. ● ΦΡ.: απείρου κάλλους 1. (ειρων.) για κωμικοτραγική κατάσταση: Διαδραματίστηκαν/εκτυλίχτηκαν σκηνές ~ ~. 2. απίστευτης ομορφιάς: ακρογιαλιές ~ ~. Βλ. απειρόκαλος., μπρος στα κάλλη τι είν'/'ν' ο πόνος (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι ο πόνος και οι ταλαιπωρίες δεν πτοούν κάποιον που θέλει να βελτιώσει την εξωτερική του εμφάνιση., τα πάχη μου τα κάλλη μου! βλ. πάχος [< αρχ. κάλλος]

καλοσύνη

καλοσύνη κα-λο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα του καλού: άνθρωπος γεμάτος ~. Μάτια που λάμπουν/πλημμυρισμένα από ~. Της έδειξαν μεγάλη ~. Τους φέρθηκε με ~. Πβ. αγαθοσύνη. Βλ. ανθρωπισμός, ευγένεια, καλοψυχία, -οσύνη. ΑΝΤ. κακία (1) 2. (λαϊκό-παρωχ.) καλός καιρός, μπουνάτσα. ● καλοσύνες (οι) (προφ.) 1. (συνήθ. ειρων.) καλοσυνάτα λόγια, γλυκιά συμπεριφορά: Όλο ~ και καλοπιάσματα! Την έπιασαν πάλι οι ~ της, μάλλον κάτι θέλει. Τι ξαφνικές ~ είν' αυτές! (με αγανάκτηση) Τέρμα οι ~! 2. αγαθοεργίες, ευεργεσίες: Έκανε πολλές ~ (= πολλά καλά) στη ζωή του. 3. αρετές, προτερήματα, χάρες. ● ΦΡ.: έχετε/θα είχατε την καλοσύνη να ... ;/αν έχετε την καλοσύνη, ...: ευγενική παράκληση: Έχετε/θα είχατε ~ (= μπορείτε/θα μπορούσατε να) κλείσετε το παράθυρο;|| Ενημερώστε με, αν έχετε (την ευγενή) ~!, καλοσύνη σου/σας (επίσ.): ως έκφραση ευχαριστίας: -Θα σας εξυπηρετήσω αμέσως μόλις μπορέσω! -~ σας!|| (ειρων.) -Θα σε ειδοποιήσω! -~ σου! [< μεσν. καλοσύνη]

καλώς

καλώς [καλῶς] κα-λώς επίρρ. {καλύτερα, άριστα (λογιότ.) κάλλιστα} (λόγ.) 1. σωστά, ικανοποιητικά: Αν ενθυμούμαι ~, ...|| ~ έπραξες! Έτσι αποφάσισαν και ~ (έκαναν). Πβ. ορθώς.|| Βαθμός πτυχίου "~".|| Αν είναι έτσι, ~ (= σύμφωνοι). ΑΝΤ. κακώς 2. για την εισαγωγή ευχετ. φράσεων: ~ να γυρίσεις/να πας!|| (σε εκφρ. υποδοχής:) ~ τον/τους! ~ τα παιδιά! (συχνά ειρων.) ~ τα μάτια μου/μας τα δυο! (ως απάντηση:) ~ σε/σας βρήκα!|| ~ τα/τους δέχτηκες/να τους δεχτείς (= να τους υποδεχτείς)! ● ΦΡ.: έχει καλώς: για δήλωση συμφωνίας, συγκατάβασης· καλά, εντάξει: ~ ~, θα το φροντίσω. Αν τα καταφέρω, ~ ~· αλλιώς, θα ξαναπροσπαθήσω. Πβ. πάει καλά., καλώς εχόντων των πραγμάτων: αν εξελιχθούν όλα ομαλά: ~ ~, θα έχω τελειώσει μέχρι αύριο. Πβ. εκτός απροόπτου., καλώς ή κακώς: ανεξαρτήτως του αν κάτι είναι θετικό ή αρνητικό, αν συμφωνούμε ή όχι: ~ ~, αύριο θα έχει λήξει το θέμα., βαίνει καλώς βλ. βαίνω, έλα/καλώς ήρθες στο κλαμπ βλ. κλαμπ, καλώς ήρθες/ήρθατε βλ. έρχομαι, καλώς όρισες/ορίσατε βλ. ορίζω, καλώς τον(α) κι ας άργησε! βλ. αργώ, λίαν καλώς βλ. λίαν, ο καλώς/κακώς εννοούμενος βλ. εννοούμενος ● βλ. καλά, καλός [< αρχ. καλῶς]

κάνω

κάνω κά-νω ρ. (μτβ.) {έκανα (λαϊκό) έκαμα, κάν-οντας} & (λαϊκό) κάμνω 1. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ αγορές (= αγοράζω)/αλλαγές (= αλλάζω)/αναβάθμιση (= αναβαθμίζω)/αναζήτηση (= αναζητώ)/ανακοίνωση (= ανακοινώνω)/απεργία (= απεργώ)/δηλώσεις (= δηλώνω)/διαίρεση (= διαιρώ)/έλεγχο (= ελέγχω)/επίδειξη (= επιδεικνύω)/επίσκεψη (= επισκέπτομαι)/έρευνα (= ερευνώ)/θόρυβο (= θορυβώ)/θυσίες (= θυσιάζομαι)/κατάχρηση (= καταχρώμαι)/μήνυση (= μηνύω)/πρόβα (= προβάρω)/προσευχή (= προσεύχομαι)/προσπάθεια (= προσπαθώ)/σκέψεις (= σκέφτομαι)/σύγκριση (= συγκρίνω)/σχέδια (= σχεδιάζω)/ταξίδι (= ταξιδεύω). ~ μια ερώτηση (= ρωτώ)/ευχή (= εύχομαι)/πρόταση (= προτείνω). Έχεις ~ει μεγάλη πρόοδο (= έχεις προοδεύσει πολύ). Έχει ~ει πολλές απουσίες (= έχει απουσιάσει πολλές φορές). Πού ~ει στάση (= σταματά) το λεωφορείο; 2. εκτελώ ένα έργο, προβαίνω σε κάποια ενέργεια: ~ αίτηση για .../ασκήσεις (= λύνω)/βόλτα/εμετό/το καθήκον μου/κούνια/τα μαθήματά μου (= διαβάζω)/ντους/ρεκόρ (= πετυχαίνω, σημειώνω)/το σπίτι (πβ. καθαρίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ)/συμβόλαιο (= συντάσσω ή/και υπογράφω). Τι πρέπει να ~ετε σε περίπτωση σεισμού (πβ. πράττω). Θα σου ~ (= πληρώσω) τα έξοδα να έρθεις. Λέγε τι της έκανες. Ομολόγησε ότι έκανε (= διέπραξε) τον φόνο. Του έκανε νόημα. Με χτύπησε χωρίς να του ~ τίποτα (= χωρίς να τον ενοχλήσω). Έχω πολλά να ~ (βλ. πολυάσχολος). Δεν έχω τι να ~ (: βαριέμαι, πλήττω). Υπόσχομαι να ~ ό,τι μπορώ. Τι μπορώ να ~ για σας (= πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω); Κάνε αριστερά (= στρίψε)/κάτι/μου μια αναπάντητη! Κάντο/καν' το όπως σου λέω. Θεέ μου, κάνε να γίνει καλά!|| (αιφνιδιαστικά) Τι ~εις εκεί; (απορία) Και τώρα τι ~ουμε; (ανυπόμονα) Μα τι ~ουν, επιτέλους; Βλ. ξανα~, παρα~, πρωτο~. 3. φέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο: Γιατί/πώς/τι ~εις έτσι; Δεν ~ει τίποτ' άλλο απ' το να γκρινιάζει. Δεν ξέρει τι ~ει (= βρίσκεται σε σύγχυση). (απειλητ.) Να δεις τι θα σου ~! Σταμάτα να ~εις ανοησίες! Δεν έπρεπε να μου το ~εις αυτό! Μην ~εις ό,τι δεν θέλεις να σου ~ουν. Κάνε γρήγορα (= βιάσου)/υπομονή! (δήλωση αδιαφορίας:) Κάνε ό,τι θες.|| Δεν ~ουν μαζί (= δεν μπορούν να συμβιώσουν αρμονικά). 4. φέρνω, οδηγώ κάποιον ή κάτι σε μια κατάσταση· γίνομαι αιτία για κάτι: Με ~εις πολύ ευτυχισμένη/περήφανο! Οδοντόκρεμα που ~ει τα δόντια πιο λευκά (= λευκαίνει). Αυτή η μπλούζα σε ~ει (= δείχνει) αδύνατη. Έκανε το όνειρό της πραγματικότητα (= το εκπλήρωσε, πραγματοποίησε). Μ' έκανες να γελάσω/σκεφτώ. Την έκανε κουρέλι/ρεζίλι (= έγινε). Τι σ' έκανε να παραιτηθείς; Έχει ~ει το σπίτι της γραφείο (= έχει μετατρέψει). Θα ήθελα να ~ (= καταστήσω) γνωστό (= να γνωστοποιήσω)/σαφές (= να αποσαφηνίσω) ότι ... Πώς να τον ~ ν' αλλάξει γνώμη (= να τον μεταπείσω); Τι είναι αυτό που τον ~ει να ξεχωρίζει; Κάν' τον να σου τα πει όλα (= ανάγκασέ τον).|| Τον έκαναν Γενικό Γραμματέα (= διόρισαν)/Πρόεδρο (= εξέλεξαν). 5. φτιάχνω, κατασκευάζω: ~ ένα κουστούμι (= ράβω)/έναν πίνακα (= ζωγραφίζω). ~ουν γλυκά (= παρασκευάζουν). Να σου ~ (= ετοιμάσω) ένα καφεδάκι; Τα χελιδόνια έχουν ~ει (= χτίσει) φωλιά στο μπαλκόνι. Πώς να ~ τα μαλλιά μου (= κόψω, χτενίσω); Τι φαγητό θες να σου ~ (= μαγειρέψω);|| Η περιοχή ~ει (= βγάζει, παράγει) καλό κρασί.|| Ο Θεός έκανε (= δημιούργησε) τον άνθρωπο. Πβ. ποιώ. Βλ. καμωμένος. 6. ασχολούμαι, κυρ. συστηματικά ή επαγγελματικά, με κάτι: ~ Αγγλικά (= μαθαίνω ή διδάσκω)/γυμναστική (= γυμνάζομαι)/διδακτορικό (= είμαι υποψήφιος διδάκτορας)/ιδιαίτερα (= παραδίδω)/θέατρο/καράτε/καριέρα/σπουδές (= σπουδάζω)/στίβο. Τι δουλειά/επάγγελμα ~ει (= τι επαγγέλλεται); Τι θα ~εις μετά το πανεπιστήμιο; Έκανε χρόνια (= δούλεψε, εργάστηκε ως) οικοδόμος. Όλη μέρα έχει να ~ει με μικρά παιδιά. 7. διανύω χρονικό διάστημα ή τοπική απόσταση· μου χρειάζεται συγκεκριμένος χρόνος για να κάνω κάτι: ~ει (= υπηρετεί) τη θητεία του. Πού θα ~ετε (= γιορτάσετε, περάσετε) Πάσχα φέτος; Έκαναν να μιλήσουν πάνω από χρόνο. Έχει ~ει δέκα χρόνια στο εξωτερικό (= ζήσει, μείνει)/φυλακή (πβ. εκτίω).|| Τη διαδρομή αυτή την ~ κάθε μέρα/με τα πόδια. Πόσα χιλιόμετρα ~ει (= καλύπτει) την ώρα;|| Πόση ώρα ~εις να ντυθείς (= σου παίρνει); Δεν θα ~ ούτε (ένα) λεπτό (= δεν θ' αργήσω)! 8. (δι)οργανώνω, πραγματοποιώ: Θα ~ουν αγιασμό/γιορτή/δεξίωση (= θα δώσουν/παραθέσουν)/έρανο.|| Έκαναν τον γάμο τους (= παντρεύτηκαν) σε κλειστό κύκλο. Πβ. τελώ.|| Έκαναν νέο σύλλογο (= ίδρυσαν, συγκρότησαν). Η Λέσχη ~ει (= διενεργεί, διεξάγει) εκλογές κάθε χρόνο. 9. παριστάνω, προσποιούμαι: ~ει (= παίζει) τον άρρωστο/έξυπνο/καλό/σκληρό. ~ει ότι δεν ακούει/καταλαβαίνει. Μου έκανε τη φίλη. Έκανε δήθεν/τάχα πως δεν μας πρόσεξε. Πβ. καμώνομαι.|| ~ει (= αντιγράφει) τις κινήσεις γνωστών καλλιτεχνών (πβ. ξεσηκώνω). ~ει (= μιμείται) τον γάιδαρο/σκύλο.|| (για ηθοποιό) Ποια έκανε (= έπαιζε, υποδυόταν) τη θεία στην ταινία; 10. σχηματίζω: Το ύφασμα ~ει ζάρες (= ζαρώνει). Ο κόσμος έξω έκανε ουρά (: στεκόταν στη γραμμή ο ένας πίσω από τον άλλο). Το γλυκό έχει ~ει κρούστα από πάνω.|| (για σωματικές αλλαγές) Έχει αρχίσει να ~ει ρυτίδες (= ρυτιδιάζει). Έχει ~ει καμπούρα (= έχει καμπουριάσει)/μαγουλάκια (= έχει παχύνει).|| (για γραμματικούς τύπους) Πώς ~ει το ουσιαστικό στον πληθυντικό; Πβ. κλίνω. 11. αποκτώ: Έκανε μεγάλη περιουσία.|| Έχει ~ει (= γεννήσει) δίδυμα. Δεν μπορούν να ~ουν παιδιά (βλ. στειρότητα). 12. είμαι κατάλληλος, χρησιμεύω: Δεν ~ εγώ γι' αυτή τη δουλειά. Εσύ ~εις για πολιτικός! Δεν τους έκανε και την απέλυσαν.|| Αυτό το χάπι ~ει (= είναι) για τον πονοκέφαλο. 13. υποβάλλομαι σε μια διαδικασία: ~ ακτινογραφία (= βγάζω)/αποτρίχωση/γαργάρες/δίαιτα/ένεση/εξετάσεις αίματος/επέμβαση (χολής)/λίφτινγκ/μασάζ/τσεκάπ. 14. υπολογίζω, εκτιμώ: Πόσο την ~εις (ενν. ηλικιακά); Δεν τον ~ για τριαντάρη/πάνω από σαράντα (: δεν φαίνεται). 15. προκαλώ, προξενώ: Όλο ζημιές ~εις! Μην ~ετε φασαρία! 16. (συνήθ. σε ερωτημ. προτάσεις) χρησιμοποιώ: Τι (το) ~εις το λάδι μετά το τηγάνισμα; Τι τα έκανες τα κλειδιά (= πού τα έβαλες)/τόσα χρήματα (= πού τα ξόδεψες); Τι να το ~ τόσο φαγητό; 17. παθαίνω, παρουσιάζω: Το μωρό έκανε ίκτερο/πυρετό (= ανέβασε). 18. (προφ.) λέω: Τον ρωτάω "πού ήσουν" και μου ~ει (= απαντά) "να μη σε νοιάζει".|| (για ηχομιμητικές λέξεις) Το ρολόι ~ει τικ τακ. Πώς ~ει ο βάτραχος;κάνει 1. κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο ~ αυτή η μπλούζα; 2. (για καιρικές συνθήκες) έχει: Τι καιρό ~; ~ ζέστη/κρύο/παγωνιά. 3. (συνήθ. με άρνηση) επιτρέπεται: Δεν ~ να κουράζεται. Μη μιλάς έτσι, δεν ~! 4. (σε αριθμητικές πράξεις) ισοδυναμεί, ισούται: Πέντε και πέντε ~/~ουν (= ίσον) δέκα. ● ΦΡ.: (για) κάνε μου τη χάρη! (προφ.): λέγεται σε κάποιον με αυστηρό ύφος για να σταματήσει να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: ~ ~ και πρόσεχε πώς μιλάς/που θα μου αντιμιλήσεις κιόλας!, δεν κάνω χωρίς κάποιον/κάτι (προφ.): δεν μπορώ να το(ν) αποχωριστώ, μου είναι αναγκαίο(ς): ~ ~ τον άνδρα/τα παιδιά μου.|| Δεν μπορεί να ~ει χωρίς το κινητό του. ΣΥΝ. δεν κάνω βήμα χωρίς ..., έχει να κάνει: αφορά, σχετίζεται: Μ' ενδιαφέρει ό,τι ~ ~ με υπολογιστές. -Τι σου συμβαίνει; -Δεν ~ ~ με σένα. Προτιμώ τα επαγγέλματα που δεν ~ουν να ~ουν με κόσμο., κάνει σαν: συμπεριφέρεται σαν: ~ ~ μικρό παιδί/υστερική. ~ ~ να μη συμβαίνει τίποτα., κάνω καλά/άσχημα (+ που/και): πράττω σωστά ή εσφαλμένα: Καλά ~εις και μ' ενημερώνεις. Δεν έκανα καλά που τον κάλεσα. Πολύ καλά έκανες και ... Έκανες πολύ άσχημα που δεν μου το είπες., κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο (προφ.): μεριάζω, παραμερίζω: Κάνεις λίγο χώρο να καθίσω; Κάντε τόπο να περάσω (= κάντε στην άκρη/μπάντα)! Άνοιξαν χώρο, για να περάσει το όχημα.|| (μτφ.) ~ει τόπο στη νέα γενιά., κάνω/πάω να ... (προφ.): επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω: ~ ~ μπω και τι να δω! Μόλις έκανα να φύγω, χτύπησε το τηλέφωνο., μου κάνει (προφ.): μου αρμόζει, πηγαίνει, ταιριάζει: Δεν ~ ~ αυτός ο τρόπος ζωής.|| Τα παπούτσια δεν ~ ~ουν (: μου είναι μεγάλα/μικρά, με στενεύουν/χτυπάνε)., τα κάνω (προφ.): αφοδεύω. ΣΥΝ. κάνω (τα) κακά (μου), την κάνω (νεαν. αργκό): φεύγω, αποχωρώ συνήθ. βιαστικά: Με την πρώτη ευκαιρία θα ~ ~. ΣΥΝ. (το) κόβω λάσπη, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, την κοπανάω, του δίνω, τι έκανε λέει; (προφ.): έκφραση έκπληξης, συνήθ. για να δηλωθεί αντίθεση με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~; Πάλι ζητάει λεφτά; Αποκλείεται!, τι κάνεις; (προφ.): στερεότυπη έκφραση χαιρετισμού που δεν απαιτεί κυριολεκτική απάντηση: -Γεια σου, ~ ~ (= πώς είσαι, πώς τα πας); -Καλά, εσύ;|| ~ ~ετε; Πώς τα περάσατε;|| (οικ.) -~ ~ουμε (= πώς πάει); Όλα καλά;, τι να κάνεις/να κάνουμε (προφ.): για να δηλωθεί συμβιβασμός, συγκατάβαση: ~ ~; Αυτά έχει η ζωή! ΣΥΝ. τι να γίνει;, τι να το κάνω (προφ., κυρ. σε ερωτημ. προτάσεις): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν έχει πια καθόλου σημασία: Τώρα που ήρθες ~ ~; (: είναι πολύ αργά)., το κάνω (προφ.) 1. κάνω έρωτα. 2. διανύω ορισμένη απόσταση σε συγκεκριμένο χρόνο, συνήθ. με όχημα ή με τα πόδια: Με το αυτοκίνητο ~ ~ μισή ώρα μέχρι τη δουλειά., (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (δεν κάνει) τίποτα βλ. τίποτα, (δεν μου κάνει) ούτε κρύο ούτε ζέστη βλ. κρύο, (δεν) έχει να κάνει που βλ. έχω, (εμείς) μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε βλ. χώρια, (και) τι θες να (σου) κάνω; βλ. θέλω, (κάνει) σαν τη χήρα στο κρεβάτι βλ. χήρα, (κάνει) χρυσές δουλειές βλ. δουλειά, (κάνω) μισές δουλειές βλ. δουλειά, (μου) κάνει απιστίες βλ. απιστία, (την) κάνει (μια χαρά) τη δουλειά/(τη δουλίτσα) του βλ. δουλειά, αν δεν κάνω λάθος βλ. λάθος, ανοίγω πανιά βλ. πανί, αρχίζει τα νούμερα/κάνει νούμερα βλ. νούμερο, βγάζω/κάνω λεφτά βλ. λεφτά, βλέποντας και κάνοντας βλ. βλέπω, βρίσκει και τα κάνει βλ. βρίσκω, γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο βλ. άνθρωπος, δεν κάνει ούτε για ζήτω βλ. ζήτω, δεν κάνω (ούτε ένα) βήμα βλ. βήμα, δεν κάνω βήμα χωρίς ... βλ. βήμα, δεν κάνω/δεν το κουνάω ρούπι βλ. ρούπι, δεν μου κάνει καρδιά να ... βλ. καρδιά, δεν μου κάνει κούκου βλ. κούκου, έκανε (κίνηση ρουά) ματ βλ. ματ1, έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα βλ. νύχτα, ένα κι ένα κάνουν/κάνει δύο βλ. ένα, έχω να κάνω (με) βλ. έχω, καλά θα κάνεις να ... βλ. καλά, καλά κάνω! βλ. καλά, καλά σου έκανε! βλ. καλά, κάνε (τη) δουλειά σου βλ. δουλειά, κάνει αίσθηση βλ. αίσθηση, κάνει εμφάνιση βλ. εμφάνιση, κάνει θαύματα βλ. θαύμα, κάνει καλό βλ. καλό, κάνει κρα βλ. κρα, κάνει νερά βλ. νερό, κάνει πως δεν βλέπει βλ. βλέπω, κάνει ράλι βλ. ράλι, κάνει τα εύκολα δύσκολα βλ. εύκολος, κάνει τα πρώτα (του) βήματα βλ. βήμα, κάνει την πάπια/το κορόιδο βλ. πάπια, κάνει το άσπρο μαύρο βλ. άσπρος, κάνει το κομμάτι του βλ. κομμάτι, κάνει τον ανήξερο/το παίζει ανήξερος βλ. ανήξερος, κάνει τον ζόρικο βλ. ζόρικος, κάνει τον Κινέζο βλ. Κινέζος, Κινέζα, κάνει τον κόκορα/το κοκόρι βλ. κόκορας, κάνει τον κουφό βλ. κουφός, κάνει τον σπουδαίο βλ. σπουδαίος, κάνει φτερά βλ. φτερό, κάνει/έκανε κοιλιά βλ. κοιλιά, κάνει/παριστάνει τον καμπόσο βλ. κάμποσος, κάνει/παριστάνει τον παλικαρά βλ. παλικαράς, κάνω (καινούργιο) συκώτι βλ. συκώτι, κάνω (κάποιον) καλά βλ. καλά, κάνω (κάποιον)/γίνομαι βαπόρι/μπαρούτι βλ. βαπόρι, κάνω (κάτι σε κάποιον) λιανά βλ. λιανός, κάνω (κάτι) καλοκαιρινό βλ. καλοκαιρινός, κάνω (κάτι)/(κάτι) γίνεται στάχτη βλ. στάχτη, κάνω (τα) κακά (μου) βλ. κακά, κάνω αισθητή την παρουσία μου βλ. παρουσία, κάνω αμάν (και πως) για κάτι/κάποιον βλ. αμάν, κάνω Ανάσταση βλ. ανάσταση, κάνω βίδες βλ. βίδα, κάνω βούκινο βλ. βούκινο, κάνω εξαίρεση/εξαιρέσεις βλ. εξαίρεση, κάνω ζευγάρι βλ. ζευγάρι, κάνω ζήλιες βλ. ζήλια, κάνω ζουμ βλ. ζουμ, κάνω θραύση/πάταγο βλ. θραύση, κάνω καθυστέρηση βλ. καθυστέρηση, κάνω κακό βλ. κακό, κάνω κάποιον δύο/πέντε/τρεις παράδες βλ. παράς, κάνω κάποιον ζάφτι βλ. ζάφτι, κάνω κάποιον κιμά βλ. κιμάς, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, κάνω κάποιον με τα κρεμμυδάκια βλ. κρεμμύδι, κάνω κάποιον ό,τι θέλω βλ. θέλω, κάνω κάποιον σκόνη (και θρύψαλα) βλ. σκόνη, κάνω κάποιον σκουπίδι βλ. σκουπίδι, κάνω κάποιον τελατίνι βλ. τελατίνι, κάνω κάποιον τούμπανο βλ. τούμπανο, κάνω κάποιον τσακωτό/γίνομαι τσακωτός βλ. τσακωτός, κάνω κάποιον φέτες/τ' αλατιού βλ. φέτα, κάνω κάποιον/γίνομαι μούσκεμα/παπί/λούτσα βλ. μούσκεμα, κάνω κάποιον/γίνομαι μπαλάκι βλ. μπαλάκι, κάνω κάποιον/κάτι κόσκινο βλ. κόσκινο, κάνω κάποιον/κάτι πέρα βλ. πέρα, κάνω κάποιον/κάτι σμπαράλια βλ. σμπαράλια, κάνω κάποιον/κάτι τσίρκουλο βλ. τσίρκουλο, κάνω κατάσταση βλ. κατάσταση, κάνω κάτι πράξη βλ. πράξη, κάνω κάτι τσιμπητό βλ. τσιμπητός, κάνω κέφι/γούστο κάποιον/κάτι βλ. κέφι, κάνω κέφι/έρχομαι στο κέφι βλ. κέφι, κάνω κομμάτια βλ. κομμάτι, κάνω κουμάντο/έχω το κουμάντο βλ. κουμάντο, κάνω κράτει βλ. κράτει, κάνω λεζάντα βλ. λεζάντα, κάνω λιώμα/χώμα βλ. λιώμα, κάνω λογαριασμό βλ. λογαριασμός, κάνω λόγο για ... βλ. λόγος, κάνω μαγικά βλ. μαγικός, κάνω μάθημα βλ. μάθημα, κάνω μαθήματα βλ. μάθημα, κάνω μάκια/μα βλ. μα3, κάνω ματάκι βλ. ματάκι, κάνω μια τρύπα στο νερό βλ. τρύπα, κάνω μόκο βλ. μόκο, κάνω μπαμ βλ. μπαμ, κάνω μπούγιο βλ. μπούγιο, κάνω μπουρλότο βλ. μπουρλότο, κάνω μπράτσα βλ. μπράτσο, κάνω παιχνίδι βλ. παιχνίδι, κάνω πάρτι βλ. πάρτι, κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, κάνω πίσω βλ. πίσω, κάνω πλάτες βλ. πλάτη, κάνω πνεύμα βλ. πνεύμα, κάνω σαν παλαβός/τρελός για κάποιον/κάτι βλ. παλαβός, κάνω σε κάποιον αέρα βλ. αέρας, κάνω σε κάποιον το τραπέζι/έχω τραπέζι βλ. τραπέζι, κάνω σήμα (σε κάποιον) βλ. σήμα, κάνω σημαία μου (κάτι) βλ. σημαία, κάνω σινεμά/κινηματογράφο βλ. σινεμά, κάνω σκηνή/σκηνές (σε κάποιον) βλ. σκηνή, κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα βλ. άκρη, κάνω συζήτηση (για κάτι) βλ. συζήτηση, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον) βλ. μάτι, κάνω τα κέφια (κάποιου) βλ. κέφι, κάνω τα πικρά γλυκά βλ. πικρός, κάνω τα στραβά μάτια βλ. μάτι, κάνω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, κάνω ταμείο βλ. ταμείο, κάνω τεμενάδες βλ. τεμενάς, κάνω τη δουλειά μου βλ. δουλειά, κάνω την ανάγκη μου βλ. ανάγκη, κάνω την ανάγκη φιλοτιμία βλ. φιλοτιμία, κάνω την αρχή βλ. αρχή, κάνω την Πυθία βλ. Πυθία, κάνω την τρίχα τριχιά βλ. τριχιά, κάνω το κέφι/το γούστο/το ψώνιο μου βλ. κέφι, κάνω το κουμάντο μου βλ. κουμάντο, κάνω το πρώτο βήμα βλ. βήμα, κάνω τόκα με κάποιον βλ. τόκα2, κάνω τόμπολα βλ. τόμπολα, κάνω τον αστυνόμο βλ. αστυνόμος, κάνω τον κόπο/μπαίνω σε/στον κόπο βλ. κόπος, κάνω τον σταυρό μου βλ. σταυρός, κάνω του κεφαλιού μου βλ. κεφάλι, κάνω τουμπεκί (ψιλοκομμένο) βλ. τουμπεκί, κάνω τούμπες βλ. τούμπα1, κάνω φιγούρα/κάνω τη φιγούρα μου βλ. φιγούρα, κάνω φροντιστήριο βλ. φροντιστήριο, κάνω χάζι βλ. χάζι, κάνω χαρά/χαρές/χαρούλες βλ. χαρά, κάνω χρήση βλ. χρήση, κάνω χωριό με κάποιον βλ. χωριό, κάνω, ράνω βλ. ράνω, κάνω/βρίσκω την τύχη μου βλ. τύχη, κάνω/δημιουργώ θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα βλ. όνομα, κάνω/ζω τη ζωή μου βλ. ζωή, κάνω/κρατάω σεκόντο (σε κάποιον) βλ. σεκόντο, κάνω/παριστάνω την οσία (Μαρία) βλ. όσιος, κάνω/παριστάνω τον τροχονόμο βλ. τροχονόμος, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό βλ. κοριός, κάνω/φτιάχνω κεφάλι βλ. κεφάλι, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, κατέληξε στο/βγήκε στο/κάνει πεζοδρόμιο βλ. πεζοδρόμιο, κρατάω/κάνω μούτρα σε κάποιον βλ. μούτρο, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) βλ. μάτι, μου έκανε την καρδιά/μου έγινε η καρδιά περιβόλι βλ. περιβόλι, μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο βλ. βίος, μου κάνει κέφι βλ. κέφι, μου κάνει κλικ βλ. κλικ, μου κάνει κόλπα/τσαχπινιές βλ. κόλπο, μου κάνει/προκαλεί/προξενεί εντύπωση βλ. εντύπωση, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, ο Θεός να το κάνει βλ. θεός, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους βλ. λογαριασμός, όσα δε φτάνει/πιάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια βλ. αλεπού, παίρνω/κάνω μάτι βλ. μάτι, τα κάνω γυαλιά καρφιά/λίμπα/λαμπόγυαλο/μπίλιες βλ. γυαλί, τα κάνω θάλασσα/σαλάτα/μαντάρα/μούσκεμα/σκατά/ρόιδο βλ. θάλασσα, τα κάνω πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, τα κάνω πλακάκια (με κάποιον) βλ. πλακάκι, τα κάνω τούμπανο σε κάποιον βλ. τούμπανο, τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε βλ. άνθρωπος, τα ράσα δεν κάνουν τον παπά βλ. ράσο, τα/τον κάνω σαν τα μούτρα μου βλ. μούτρο, την έκανε τη δουλειά βλ. δουλειά, την κάνω λαχείο βλ. λαχείο, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια βλ. πήδημα, την κάνω ταράτσα βλ. ταράτσα, την κάνω τούρλα βλ. τούρλα, τι να σου κάνω βλ. εσύ, το έκανα/έγινε (σαν) καινούργιο βλ. καινούργιος, το ίδιο είναι/(μου) κάνει βλ. ίδιος2, το κάνω γαργάρα βλ. γαργάρα, το κάνω τούμπανο βλ. τούμπανο, το παίζω παλαβός & κάνω τον παλαβό βλ. παλαβός, το 'πε και το 'κανε βλ. λέω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή, χάρη (σου/του ...) κάνω βλ. χάρη, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός ● βλ. καμωμένος [< αρχ. κάμνω, μεσν. κάνω, γαλλ. faire, αγγλ. do, make, γερμ. machen]

κάπως

κάπως κά-πως επίρρ. 1. (ως ποσοτικός προσδιορισμός) λίγο: Είναι ~ δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω. Ήρθε ~ καθυστερημένη. Είμαι ~ (= σχεδόν, σχετικά) καλύτερα. Αντέδρασε ~ απότομα. Ησύχασαν ~ τα πράγματα (= ως έναν βαθμό· πβ. κάπου). Νομίζω πως είναι ~ υπερβολικό να ... Κατάφερε να σώσει ~ την κατάσταση. Θα απαντήσω ~ πιο γενικά. Βλ. καθόλου. 2. (ως τροπικός προσδιορισμός) με κάποιον τρόπο: Πρέπει ~ ν' αντιδράσω! Θέλει ~ να επικοινωνήσει. ● ΦΡ.: είναι κάπως (προφ.): έχει κάτι το απροσδιόριστα αρνητικό: Πώς να σου το πω, δεν τον συμπαθώ· ~ ~!, κάπως αλλιώς: διαφορετικά: ~ ~ τα περίμενα/φανταζόμουν τα πράγματα., κάπως έτσι: περίπου έτσι: ~ ~ άρχισαν όλα. Δεν διαφωνώ, ~ ~ το βλέπω κι εγώ.|| Tο τραγούδι ξεκινάει ~ ~: ... (= ως εξής)., κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα: (αναφέρεται σε πληροφορίες που έχουν προηγηθεί) η κατάσταση είναι όπως περίπου παρουσιάστηκε: ~ ~ με τους τραυματίες. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, αλλά ~ ~., νιώθω/αισθάνομαι/είμαι κάπως (προφ.): έχω μια απροσδιόριστα περίεργη διάθεση· είμαι πεσμένος ψυχολογικά ή δεν αισθάνομαι πολύ καλά: ~ ~ σήμερα, δεν ξέρω τι έχω! Πβ. είμαι στα κάτω μου, είμαι (στα) ντάουν (μου).

καρδιά

καρδιά καρ-διά ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. κοίλο μυώδες κεντρικό όργανο του κυκλοφορικού συστήματος· (ειδικότ. στον άνθρωπο) βρίσκεται ανάμεσα στους πνεύμονες προς το αριστερό μέρος του θώρακα και τροφοδοτεί με αίμα όλο το σώμα: οι βαλβίδες/οι κοιλότητες (: κόλποι και κοιλίες)/ο μυς (= μυοκάρδιο)/τα τοιχώματα (: ενδο-, περι-κάρδιο) της ~ιάς. Συστολή και διαστολή της ~ιάς (: παλμός, σφυγμός). Η ~ δέχεται το αίμα που προέρχεται από τις φλέβες και το ωθεί προς τις αρτηρίες. Βλ. αορτή, διάφραγμα, μεσοθωράκιο, προκάρδιο, τριχοειδή αγγεία.|| Τεχνητή ~. Εξέταση (= καρδιογράφημα, τρίπλεξ)/μεταμόσχευση ~ιάς. Ανακοπή/συγκοπή ~ιάς. Επέμβαση στην ~ (βλ. βηματοδότης, μπαϊπάς, μπαλονάκι, στεντ, χόλτερ). Βλ. καρδιοπάθεια, στηθοσκόπιο.|| Αδύναμη/γερή ~. Έχει/υποφέρει από την ~ του. Σταμάτησε η ~ του (= πέθανε). Το στρες και το κάπνισμα κάνουν κακό στην ~. Βλ. καρδιο-. 2. (κατ' επέκτ.) σύμβολο έρωτα ή αγάπης, κατά το σχήμα του συγκεκριμένου οργάνου: κόσμημα/μαξιλαράκι/τούρτα ~. Ζωγραφίζω μια ~ με βέλος. Χάραξαν μια ~ με τα ονόματά τους στο δέντρο. Βλ. καρδιόσχημος. 3. (μτφ.) ψυχή· χαρακτήρας: τα μυστικά της ~ιάς. Από τα μύχια της ~ιάς μου. Άνθρωπος χωρίς ~ (= άκαρδος). Η ~ μου πάει να σπάσει/χοροπηδάει (: από την αγωνία, τον φόβο ή την ταραχή). Έχει αγνή/ανοιχτή/άπονη/άστατη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/καλή/πονετική/σκληρή/τρυφερή/χρυσή ~ (βλ. -καρδος). (για αγαπημένο πρόσ.) Θα του έδινα/πρόσφερα/χάριζα (και) την ~ μου!|| (για μεγάλη στενοχώρια) Αγκάθι/μαχαίρι/μαχαιριά/πόνος/χτύπημα στην ~. Καίγεται/κλαίει/σκίζεται/σπάει/σπαράζει/σφίγγεται η ~ μου (= στενοχωριέμαι πολύ) να/όταν τον βλέπω να υποφέρει! Μου πίκρανες την ~ (= με πλήγωσες πολύ).|| Τα λόγια της άγγιξαν την (ή τις χορδές της ~ιάς)/μίλησαν στην ~ μου (= με συγκίνησαν).|| Άκου την ~ σου! ΣΥΝ. συναίσθημα. ΑΝΤ. λογική.|| (για νεκρό) Θα ζει για πάντα στις ~ιές μας (= θα τον θυμόμαστε). Βλ. μυαλό. ΣΥΝ. στήθος (3) 4. (ειδικότ.-μτφ.) διάθεση, όρεξη, προθυμία· κουράγιο, υπομονή: Πάρε ό,τι θέλει/λαχταράει/ποθεί η ~ σου!|| Χρειάζεται ~ (= θάρρος, τόλμη) για να τα βγάλει πέρα. Το κάνω με την ~ μου! Με τι ~ (: ψυχική δύναμη) να ...; 5. (μτφ.) κέντρο, μέσο: Στην ~ των γεγονότων/των εξελίξεων (= στο επίκεντρο)/του καλοκαιριού (= κατακαλόκαιρο)/της νύχτας/της πόλης (πβ. πυρήνας, ομφαλός). Μείνε στην ~ (= ουσία) του ζητήματος/του θέματος/του προβλήματος.|| Η ~ του καρπουζιού/του μαρουλιού (= εντεριώνη).|| Η ~ του αντιδραστήρα (: το μέρος όπου βρίσκονται τα καύσιμα και γίνονται οι αντιδράσεις σχάσης). ● Υποκ.: καρδούλα (η) [< μεσν. καρδούλα] ● ΣΥΜΠΛ.: αθλητική καρδιά βλ. αθλητικός, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, μεγάλη καρδιά βλ. μεγάλος ● ΦΡ.: από καρδιάς & (λόγ.) από/εκ καρδίας: ειλικρινά, ολόψυχα: Συγχαρητήρια ~ ~! (Σας) ευχαριστώ (θερμά) ~ ~! Εύχομαι/θα ήθελα ~ ~ να ...|| Εξομολόγηση/συνέντευξη ~ ~ (= ειλικρινής). ΣΥΝ. από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με όλη μου την ψυχή/την καρδιά, αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει: εκφράζομαι με βάση τα πραγματικά μου αισθήματα., βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά: για να δηλωθεί απόλυτη ειλικρίνεια ή τιμιότητα., βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου: ανησυχώ, αγωνιώ ή φοβάμαι πολύ: Όποτε ακούω θόρυβο τη νύχτα, τρέμει η ~ (= ψυχή) μου. Μέχρι την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θα έχει βγει η ~ μου!, δεν μου κάνει καρδιά να ... (προφ.): δεν θέλω με τίποτα: ~ ~ την αφήσω μόνη της/φύγω. Τέτοιες μέρες δεν σου ~ ~ μείνεις σπίτι!, ελαφρά τη καρδία (λόγ.) & με ελαφριά (την) καρδιά: με επιπολαιότητα, απερισκεψία. Βλ. με βαριά καρδιά., έξω καρδιά (προφ.): (για πρόσ.) ανοιχτόκαρδος, απλόχερος, καλοσυνάτος, πρόσχαρος: Είναι (άνθρωπος/χαρακτήρας) ~ ~!, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου (προφ.): του έχω ιδιαίτερη αγάπη ή συμπάθεια., η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο (προφ.): χτυπάει πολύ δυνατά και γρήγορα, συνήθ. από ξάφνιασμα, φόβο, αγωνία ή έντονη συγκίνηση., καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου {συνήθ. στον αόρ.}: τον γοητεύω ερωτικά, τον κάνω να με ερωτευτεί., καλή καρδιά! (προφ.): προτροπή για αισιόδοξη, καλοπροαίρετη, φιλική διάθεση: ~ ~ (να υπάρχει) κι όλα θα φτιάξουν! Υγεία και ~ ~!, καρδιά/καρδούλα μου: ως οικεία προσφώνηση: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~, όλα θα πάνε καλά! Τι έχεις, ~ ~, και κλαις; ~ ~ μου εσύ! ΣΥΝ. ψυχή/ψυχούλα μου!, με βαριά/κρύα/μισή καρδιά (προφ.): απρόθυμα: Ήρθε/το έκανε ~ ~. Βλ. ελαφρά τη καρδία., μου βαραίνει την καρδιά/το έχω βάρος στην καρδιά (μου) (προφ.): μου δημιουργεί αίσθημα ευθύνης, στενοχώρια ή τύψεις., πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της (προφ.): ηρέμησα ύστερα από μεγάλη αγωνία, αναστάτωση: Μου τηλεφώνησε πως είναι καλά και ~ ~. ΑΝΤ. πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη, τον/την πρόδωσε η καρδιά του/της: πέθανε από καρδιά., (έχει) καρδιά αγκινάρα βλ. αγκινάρα, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του (κι αναγάλλιασε η καρδιά του) βλ. γύφτος, γύφτισσα, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχει καρδιά μπαξέ βλ. μπαξές, καίει καρδιές βλ. καίω, κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, κλείνω στην καρδιά μου (κάποιον/κάτι) βλ. κλείνω, κρύα χέρια, ζεστή καρδιά βλ. χέρι, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά βλ. ψυχή, μου έκανε την καρδιά/μου έγινε η καρδιά περιβόλι βλ. περιβόλι, ο εκλεκτός/η εκλεκτή της καρδιάς της/του βλ. εκλεκτός, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, ραγίζω την καρδιά κάποιου/ραγίζει η καρδιά μου βλ. ραγίζω, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το χέρι της καρδιάς βλ. χέρι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ, χαλάω τη ζαχαρένια/την καρδιά μου βλ. ζαχαρένια [< μεσν. καρδιά, γαλλ. cœur, αγγλ. heart]

κάστανο

κάστανο κά-στα-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άνου}: ο καρπός της καστανιάς, ο οποίος έχει αμυλώδη ψίχα, καφετί, λείο φλοιό και αρχικά αναπτύσσεται μέσα σε ξυλώδες και ακανθώδες περίβλημα που σπάει κατά την ωρίμανση: βραστά/καθαρισμένα/ψημένα ~α. Γλυκό (κουταλιού)/μαρμελάδα/παγωτό/τούρτα ~. Κρέμα ~ου. Γαλοπούλα (γεμιστή) με ~α. Τσουρέκι με γέμιση ~. Βλ. κάρυο. ● Υποκ.: καστανάκι (το) ● ΦΡ.: βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά (μτφ.): αναλαμβάνω δύσκολο έργο προς όφελος του συνόλου: Καλείται να βγάλει ~ ~. Πάλι εγώ θα βγάλω ~ ~; ΣΥΝ. βγάζω το φίδι απ' την τρύπα, δεν τρέχει κάστανο (προφ.): δεν συμβαίνει τίποτα (το ανησυχητικό): Μια χαρά είμαι, ~ ~!, δεν χαρίζει κάστανα (μτφ.): είναι ανυποχώρητος, αυστηρός: ~ ~ σε κανέναν!, δεν την παλεύω (κάστανο) βλ. παλεύω [< μτγν. κάστανα]

κενό

κενό κε-νό ουσ. (ουδ.) 1. μεγάλος ή μικρός χώρος, ο οποίος δεν περιέχει κάτι που μπορεί να γίνει αντιληπτό: Ο κασκαντέρ βρέθηκε/πήδηξε στο ~. Βλ. άπειρο, βάραθρο, χάος.|| Συμπληρώστε το ~ με το ονοματεπώνυμό σας. Προσοχή στο ~! Βλ. διάκενο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Άφησε μεταξύ των λέξεων ένα μόνο ~.|| (κατ' επέκτ., για χρονικό διάστημα) ~ σιωπής. 2. {συχνότ. στον πληθ.} ασυνέχεια ή έλλειψη: ~ εξουσίας. Γνωστικά/θεσμικά/ιδεολογικά/λογικά/μαθησιακά/νομοθετικά/πολιτισμικά ~ά. ~ά μνήμης (βλ. χάσμα). Παραλείψεις και ~ά. Γεφυρώνει το ~ ανάμεσα/μεταξύ ... Υπάρχουν ~ά στον έλεγχο/στην πληροφόρηση. Έχει ~ά στα Αρχαία. Η ομάδα παρουσίασε αμυντικά ~ά. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ασφαλείας σε λειτουργικό σύστημα. Πβ. αδυναμίες. 3. (μτφ.) αίσθημα που οφείλεται σε απώλεια σημαντικού προσώπου ή απουσία αξιών, ενδιαφερόντων: Νιώθω ένα ~. Πώς θα γεμίσει το ~ που προκάλεσε ο χαμός τους;|| Εσωτερικό/πλήρες/υπαρξιακό ~. Το ~ της ψυχής. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. {συνηθέστ. στον πληθ.} θέση που δεν έχει καταληφθεί, καλυφθεί από κάποιον: λειτουργικά/οργανικά ~ά (: στις οργανικές θέσεις μιας υπηρεσίας).|| (μτφ.) Ο θάνατός της άφησε ένα δυσαναπλήρωτο ~ στο θέατρο. 5. ΦΥΣ. χώρος στον οποίο η πίεση είναι χαμηλότερη της ατμοσφαιρικής: διαστρικό/μερικό/τεχνητό ~. Χαμηλό/μέσο/υψηλό ~. Ταχύτητα του φωτός στο ~. Πτώση των σωμάτων στον αέρα ή στο ~. 6. ΦΥΣ. ιδανική κατάσταση χώρου στον οποίο δεν υπάρχουν σωματίδια ύλης και δυναμικά πεδία. ● ΣΥΜΠΛ.: κενό (αέρος) 1. περιοχή όπου υπάρχει διαφορά στην πυκνότητα του ατμοσφαιρικού αέρα: μεγάλο/μικρό ~ ~. Το αεροπλάνο έπεσε σε ~ ~. Βλ. αναταράξεις. 2. ΤΕΧΝΟΛ. συνθήκες τεχνητής αφαίρεσης του αέρα: συσκευασία ~ού ~ (πβ. αεροστεγής). Επιμετάλλωση/ψύξη σε ~ ~. Δοχείο/σωλήνες με ~ ~. Απόσταξη υπό ~. Το προϊόν διατίθεται τυποποιημένο σε ~ ~., νομικό κενό: ΝΟΜ. έλλειψη των αναγκαίων νομικών διατάξεων για την αποτελεσματική διευθέτηση ενός θέματος: Διαπιστώνονται σοβαρά ~ά ~ά στη σύμβαση., τεχνολογία κενού: ΤΕΧΝΟΛ. που αφορά μετρήσεις και διαδικασίες οι οποίες γίνονται σε συνθήκες πίεσης χαμηλότερης της ατμοσφαιρικής: μέθοδος αποχέτευσης λυμάτων με την ~ ~., αντλία κενού βλ. αντλία, απόλυτο κενό βλ. απόλυτος, ερωτήσεις συμπλήρωσης κενού βλ. ερώτηση, ο φόβος/τρόμος του κενού βλ. τρόμος ● ΦΡ.: αισθάνομαι/έχω/νιώθω ένα κενό στο στομάχι: πεινώ., άλμα στο κενό 1. (για αυτοκτονία ή απόπειρα αυτοκτονίας) πτώση από σημείο που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος από το έδαφος: ~ ~ από τον έκτο όροφο κτιρίου (= βουτιά θανάτου/στο κενό). 2. (μτφ.) για ενέργειες που εμπεριέχουν κίνδυνο, είναι μάταιες ή έχουν απρόβλεπτες, κυρ. αρνητικές, συνέπειες: τυχοδιωκτικό ~ ~., έχω/κάνω κενό (προφ.): (για φοιτητή, μαθητή ή διδάσκοντα) δεν έχω μάθημα: Είχαμε/κάναμε ~ την ώρα των μαθηματικών.|| Θα διορθώσω τα γραπτά την πέμπτη ώρα που ~ ~., πέφτει στο κενό & (σπάν.) καταλήγει στο κενό {συνηθέστ. στον αόρ.} 1. (για πρόσ.) πηδά από πολύ μεγάλο ύψος: Έπεσε ~ από τον τρίτο όροφο. 2. (μτφ.) (για ενέργεια, προσπάθεια) δεν ευοδώνεται: Οι διαπραγματεύσεις/οι πρωτοβουλίες/τα σχέδιά τους έπεσαν ~ (= απέτυχαν). Η διαμαρτυρία του έπεσε ~ (= δεν εισακούστηκε)., καλύπτω το κενό/τα κενά βλ. καλύπτω [< αρχ. κενόν, γαλλ. vide]

κεφάλι

κεφάλι κε-φά-λι ουσ. (ουδ.) {κεφαλ-ιού | -ιών} 1. το ανώτερο τμήμα του σώματος του ανθρώπου, που συνδέεται με τον κορμό μέσω του λαιμού και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος, το στόμα και αισθητήρια όργανα, όπως τα μάτια, τα αυτιά και η μύτη: η κίνηση/η κλίση/η κορυφή/το νεύμα/το σκύψιμο/το σχήμα/το τίναγμα του ~ιού. Το πίσω μέρος του ~ιού (βλ. ινίο). Το ~ μου πονάει/πάει να σπάσει (: έχω πονοκέφαλο, ημικρανία). Κούνησε το ~ του καταφατικά (βλ. συγκατανεύω). Μου κάνει νόημα με το ~ (: μου γνέφει). Βουτιά με το ~. Ξύνει το ~ του (: το τριχωτό μέρος, κυρ. από αμηχανία ή άγνοια). Νέοι με κοντοκουρεμένα/ξυρισμένα ~ια.|| (μτφ.) Βάζω/πάω στοίχημα το ~ μου (= τη ζωή μου). Παίζει το ~ του (κορόνα γράμματα) (= διακινδυνεύει, ρισκάρει). Βλ. προσκέφαλο. ΣΥΝ. κεφαλή (1) 2. το αντίστοιχο εμπρόσθιο ή ανώτερο τμήμα του σώματος ζώων: ~ αλόγου/εντόμου/ψαριού.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Βραστό ~ κατσικιού. Καθαρίζουμε τις γαρίδες από τα ~ια και το κέλυφος. 3. νους, μυαλό, πνεύμα· άνθρωπος με μεγάλες ή/και ειδικές διανοητικές ικανότητες: Ποιος σου έβαλε αυτή την ιδέα στο ~;|| Μαθηματικό ~. Πβ. αυθεντία, διάνοια, εγκέφαλος, ιδιοφυΐα.|| (ειδικότ.) Τα κορυφαία ~ια (: ηγετικά στελέχη) της κυβέρνησης. Πβ. επιτελής. 4. καλλιτεχνική αναπαράσταση αυτού του τμήματος του σώματος ανθρώπου ή ζώου: ανάγλυφο/αρχαϊκό/μαρμάρινο ~. Ξύλινο ~ θεάς. Σκαλιστό ~ λιονταριού. Το ~ της Μέδουσας (: με μαλλιά από φίδια). Πβ. κεφαλή, προτομή. 5. στρογγυλό ή στρογγυλεμένο αντικείμενο ή άκρο αντικειμένου: ένα ~ τυρί/τυριού. Μισό ~ σκόρδο/σκόρδου.|| ~ βελόνας/καρφιού/καρφίτσας. 6. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) ζώο ή σπανιότ. πρόσωπο θεωρούμενο ως μονάδα μέτρησης ευρύτερου συνόλου: Εκατό ~ια γίδια/πρόβατα. Μετράει ~ια. ● Υποκ.: κεφαλάκι (το) ● Μεγεθ.: κεφάλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αγύριστο/ξερό/αρβανίτικο κεφάλι (μτφ.): πεισματάρης, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος: Δεν παίρνει από λόγια και συμβουλές, είναι ~ ~!, άδειο/κούφιο κεφάλι (μειωτ.): για άνθρωπο άμυαλο, ανόητο., βαρύ κεφάλι (προφ.): ο πονοκέφαλος: Το πρωί σηκώνομαι με ~ ~. , μεγάλο κεφάλι (μτφ.) 1. ο ιθύνων νους: Ποιος είναι το ~ ~ της εταιρείας/της ομάδας; Πβ. εγκέφαλος. 2. ευφυής, πανέξυπνος. ΑΝΤ. βλάκας, χαζός (1), κάλυμμα (της) κεφαλής βλ. κεφαλή, πολυκέφαλο τέρας βλ. πολυκέφαλος ● ΦΡ.: (το) έφαγε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): υφίσταται αρνητικές ή/και καταστροφικές συνέπειες λόγω δικών του κακών επιλογών: Πάει γυρεύοντας να (το) φάει ~ (: καταστραφεί). Πβ. τρώω/σπάω τα μούτρα μου., ανοιγμένα κεφάλια & άνοιξαν κεφάλια (μτφ.-προφ.): για βίαια επεισόδια και τραυματισμούς: συμπλοκές και ~ ~. Βλ. δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι., βάζω το κεφάλι κάτω 1. σκύβω το κεφάλι προς τα κάτω: Έβαλε ~ και έφυγε με την ουρά στα σκέλια. 2. (μτφ.) σκέφτομαι προσεκτικά, συγκεντρώνομαι: ~ ~ και δουλεύω. Να βάλεις ~ να ξεκαθαρίσεις πρώτα τι θες. 3. (μτφ.) υποτάσσομαι, υποχωρώ, εγκαταλείπω την προσπάθεια: Μη βάλεις ~, αλλά να παλέψεις ως το τέλος., βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου (προφ.): σκέψου προσεκτικά, πάρ' το απόφαση: Ένα θα σου πω και ~ ~. ~ ~ (= συνειδητοποίησέ το), δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει., βαράω/χτυπάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) & (σπάν.) κουτουλάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) (μτφ.-προφ.): μετανιώνω πικρά για κάτι: Όταν σκέφτομαι τι έχω κάνει, ~ ~. ~ ~ που ήμουν τόσο αφελής., βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου (μτφ.-προφ.): αναφέρω κάτι που αποτελεί προϊόν δικής μου επινόησης· κατ' επέκτ. μιλάω αυθαίρετα, ατεκμηρίωτα., γλίτωσε/έσωσε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): ξέφυγε από θανάσιμο ή άλλο κίνδυνο (κυρ. καθαίρεσης, απόλυσης): Εγκατέλειψε την πόλη και ~ ~. Φόρτωσε το φταίξιμο στον συνάδελφό του, για να σώσει ~ ~., γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): ζαλίζομαι και κατ' επέκτ. βρίσκομαι σε σύγχυση: ~ ~ από το ξενύχτι. Πβ. βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια. Βλ. ίλιγγος., έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου (προφ.) 1. (κυριολ.) πέφτει (κάτι) στο κεφάλι μου: Μια μπάλα μού ήρθε στο κεφάλι. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ., για ξαφνική σκέψη) μου έρχεται στον νου: Ο καθένας λέει ό,τι του έρθει στο κεφάλι. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., έφυγε από το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): απαλλάχτηκα, λυτρώθηκα από κάτι που με βασάνιζε: Ένα βάρος ~ ~.|| Φύγε ~ (: άσε με ήσυχο)!, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου (προφ.): έχω πολλές σκέψεις, έγνοιες, προβλήματα που με απασχολούν: ~ ~, για να συγχύζομαι και με τα ειρωνικά σου σχόλια., έχω το κεφάλι μου ήσυχο (προφ.): είμαι ήρεμος, δεν με απασχολεί κάτι: Θα αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο κι όχι μεταχειρισμένο για να ~ ~., κάνω του κεφαλιού μου (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): κάνω ενέργειες, συχνά άστοχες ή απερίσκεπτες, χωρίς να υπολογίζω τη γνώμη ή την υπόδειξη κανενός., κάνω/φτιάχνω κεφάλι (αργκό) 1. ζαλίζομαι, μεθώ. 2. μαστουρώνω. Πβ. φτιάχνομαι., μας πήρε το κεφάλι (προφ.): μας ζάλισε, έγινε ανυπόφορος: ~ ~ με τη γκρίνια/το κλάμα/τη φλυαρία του., με περνά ένα κεφάλι & μου ρίχνει ένα κεφάλι (προφ.): με ξεπερνά στο ύψος κατά ένα κεφάλι., με το κεφάλι ψηλά & ψηλά το κεφάλι (μτφ.): για να δηλωθεί τόλμη, αξιοπρέπεια ή περηφάνια: Περπατώ με το κεφάλι ψηλά. Αποχώρησε/έφυγε/στάθηκε με ~ ~. Αποκλεισμός/ήττα με ~ ~.|| (ως προτροπή) Κράτα ψηλά ~. Ψηλά ~, ο αγώνας συνεχίζεται., παίρνω κεφάλι (μτφ.-προφ.): παίρνω προβάδισμα: Οι αντίπαλοι μας πήραν ~ στο σκορ (= προηγούνται)., παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια & κόβω κεφάλια (προφ.) 1. (μτφ.) τιμωρώ αυστηρά· απολύω: Ένα λάθος έκανε ο άνθρωπος, γιατί να του πάρουμε το ~; Κόβουν/παίρνουν ~ια στελεχών. 2. αποκεφαλίζω., πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας (προφ.): από πάνω μου ή σε χαμηλό ύψος: Αεροπλάνα που πετούν/καλώδια που βρίσκονται ~ ~ μας. Μη στέκεσαι ~ ~ μου (: για να δηλωθεί ενόχληση)!|| (μτφ.) Γράφω αυτά που θέλω, χωρίς να έχω κανέναν ~ ~ μου (: δεν με ελέγχει, περιορίζει κανείς)., πέφτουν (πολλά) κεφάλια (προφ.): γίνονται αποπομπές ή καθαιρέσεις (από θέσεις και αξιώματα), επιβάλλονται αυστηρές τιμωρίες. Βλ. καρατόμηση., πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι: για ακραίες ενέργειες που, αντί να θεραπεύσουν ένα πρόβλημα, έχουν καταστροφικές συνέπειες: Η λογική/η συνταγή (του) "~ ~". Ό,τι δεν λειτουργεί καλά, το καταργούμε: ~ ~., σκύβω το κεφάλι 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω, συνήθ. λόγω ντροπής, απογοήτευσης: Περπατά/στέκεται με σκυμμένο ~. 2. (μτφ.) υποτάσσομαι, φέρομαι δουλικά, υποχωρώ: Μη ~εις ~ (: μην υποκύπτεις)! ΣΥΝ. κύπτω τον αυχένα ΑΝΤ. σηκώνω κεφάλι (1), τα κεφάλια μέσα! (οικ.-χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι έληξε η περίοδος της ανάπαυλας και αρχίζουν πάλι οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, τα καθήκοντα: Το διάλειμμα τελείωσε, ~ ~. Πβ. κάθε κατεργάρης στον πάγκο του., το κάτω κεφάλι (προφ.): το αντρικό μόριο και κατ' επέκτ. η σεξουαλική επιθυμία: Σκέφτονται με το ~ ~., το πάνω κεφάλι (προφ.): η λογική., χτυπάει/βαράει (κάποιον) στο κεφάλι & κατακέφαλα (προφ.): προκαλεί ζαλάδα: Με χτύπησε ο ήλιος/το κρασί στο κεφάλι., (βάζω/έχω κάποιον) κορόνα στο κεφάλι μου βλ. κορόνα, (βάζω/έχω) ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. κεραμίδι, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) βλ. ανοίγω, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά/στην γκιλοτίνα βλ. ντορβάς, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γανώνω το κεφάλι/τον εγκέφαλο/τα μυαλά/τ' αυτιά κάποιου βλ. γανώνω, γεμίζει/γέμισε το κεφάλι (με) ... βλ. γεμίζω, γίνομαι κουδούνι/το κεφάλι μου έγινε κουδούνι βλ. κουδούνι, δεν σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, έγινε/μου έκανε το κεφάλι (μου) καζάνι βλ. καζάνι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. μυαλό, κακό του κεφαλιού μου/σου/του βλ. κακό, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του βλ. λαγός, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) βλ. κατεβαίνω, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου βλ. μυαλό, στου κασίδη/κασιδιάρη το κεφάλι βλ. κασίδης, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) βλ. φέρνω, χώνω/κρύβω/βάζω το κεφάλι στην άμμο βλ. άμμος [< μεσν. κεφάλιν]

κόλαση

κόλαση κό-λα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΘΡΗΣΚ. τόπος αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών μετά τον θάνατό τους: ~ και παράδεισος. Τα βασανιστήρια/οι δαίμονες/οι δυνάμεις/τα καζάνια/οι φλόγες/οι φωτιές της ~ης. Θα πας στην ~. Ο Διάβολος και η ~. Βλ. Άδης, Τάρταρα. ΑΝΤ. παράδεισος (2) 2. (μτφ.-επιτατ.) συνθήκες ή χώρος όπου επικρατεί μεγάλη δυστυχία, ταλαιπωρία, καταστροφή: πύρινη ~ (= μεγάλη πυρκαγιά). Ημέρα/νύχτα ~ης (εξαιτίας του καύσωνα). Η ~ των ναρκωτικών/του πολέμου/των φυλακών. Η ζωή τους είναι/έχει γίνει πραγματική ~ (: ανυπόφορη). Ζει την προσωπική του ~ (πβ. δράμα). Σε ~ μετατράπηκαν οι διακοπές μας. Πενήντα σπίτια αποτεφρώθηκαν, σωστή ~!|| (ως παραθετικό σύνθ.) Γήπεδο-~ (: όπου επικρατεί μεγάλη αναταραχή, πανικός). 3. (αργκό) για κάτι πολύ ωραίο, στο οποίο δεν μπορεί να αντισταθεί κανείς: βλέμμα/γλυκό σκέτη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: κόλαση του Δάντη/δαντική κόλαση (μτφ.): φρικιαστική κατάσταση, μεγάλη καταστροφή: Σκηνές που θύμιζαν ~ ~ εκτυλίχθηκαν στη βομβαρδισμένη πρωτεύουσα., άρχοντας του σκότους βλ. άρχοντας, οι πύλες της κολάσεως/του Άδη βλ. πύλη ● ΦΡ.: από την κόλαση στον παράδεισο & από τον παράδεισο στην κόλαση: για τη ριζική μεταβολή μιας κατάστασης από το χειρότερο στο καλύτερο (ή αντιστρόφως): Η ομάδα βρέθηκε/γύρισε/επέστρεψε/πήγε ~ ~ με γκολ που σημείωσε στο τελευταίο λεπτό της παράτασης., έγινε κόλαση/της κολάσεως (αργκό): έγινε χαμός: ~ ~ στο χθεσινό ντέρμπι. ΣΥΝ. έγινε/γίνεται το έλα να δεις, εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος: ο άνθρωπος τιμωρείται ή ανταμείβεται αντίστοιχα για τις πράξεις του, όσο ζει στη Γη. ΣΥΝ. όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις: τα καταστροφικά αποτελέσματα μπορεί να προέρχονται από καλούς στόχους. [< γερμ. Der Weg zur Hölle ist mit guten Vorsätzen gepflastert] , όταν/τη μέρα που θα παγώσει η κόλαση (μτφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ανέφικτο ή πάρα πολύ δύσκολο να συμβεί: Μόνο ~ ~ θα του ξαναμιλήσω. [< αγγλ. when/until hell freezes (over), 1919] , να/θα καείς στην κόλαση! βλ. καίω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< 1: αρχ. κόλασις 'τιμωρία']

κόρακας

κόρακας κό-ρα-κας ουσ. (αρσ.) {-α (προφ.) -άκου}: ΟΡΝΙΘ. κοράκι: αυτοκρατορικός/μαύρος ~. Η κραυγή/φωλιά του ~α. Βλ. θαλασσο~, νυχτο~, φαλακρο~. ● ΦΡ.: άι/άντε στον κόρακα! & (σπάν.) άι στον λύκο! (υβριστ.): εξαφανίσου, χάσου. Πβ. άι/α/άντε στο διά(β)ολο!, κακού κόρακος, κακόν ωόν (λόγ. παροιμ.): ο κακός δάσκαλος βγάζει κακούς μαθητές., κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ ανθρώπων διεφθαρμένων ή/και με κοινά συμφέροντα., κοράκου χρώμα: για κάτι κατάμαυρο: μαλλιά ~ ~., όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι (παροιμ.): για κάτι αδύνατο, ανέφικτο. [< μεσν. κόρακας]

κορόμηλο

κορόμηλο κο-ρό-μη-λο ουσ. (ουδ.): ο εδώδιμος σφαιρικός καρπός της κορομηλιάς με κόκκινο, κιτρινωπό ή πράσινο χρώμα και γλυκιά ή γλυκόξινη αρωματική γεύση. ΣΥΝ. μπουρνέλα (2), τζάνερο ● ΦΡ.: (πάει/πέφτει/τρέχει) το δάκρυ κορόμηλο/κορόμηλο το δάκρυ (προφ.-συνήθ. ειρων.): για ατελείωτα δάκρυα, ως ένδειξη μεγάλης συγκίνησης ή στενοχώριας: Βλέπει μια ταινία μελό και πέφτει ~ ~! Και να το δάκρυ ~ ... [< μεσν. κορόμηλον]

κουμάντο

κουμάντο κου-μά-ντο ουσ. (ουδ.) (προφ.): έλεγχος, διαχείριση. ● ΦΡ.: κάνω κουμάντο/έχω το κουμάντο: διευθύνω, διοικώ, έχω το γενικό πρόσταγμα: Ποιος ~ει ~ εδώ μέσα;, κάνω το κουμάντο μου & τα κουμάντα μου: φροντίζω εκ των προτέρων: Έχει κάνει ~ του από νέος και δεν έχει τώρα ανάγκη από χρήματα (: έκανε αποταμίευση). [< μεσν. κομάντο < ιταλ. comando]

κώλος

κώλος [κῶλος] κώ-λος ουσ. (αρσ.) (προφ.): πρωκτός· γλουτοί: Έπεσε με τον ~ο. Πβ. κωλομέρι, οπίσθια, πάτος, πισινός, ποπός.|| Μας γύρισε τον ~ο (: τα νώτα).|| (μτφ.) Σκίστηκε ο ~ του παντελονιού. (το πίσω ή κάτω μέρος) Ο ~ του αυτοκινήτου/του ποτηριού. ● Υποκ.: κωλαράκι & κωλάκι (το), κωλαράκος (ο) ● Μεγεθ.: κωλάρα (η) ● ΦΡ.: (όλο) μαγκιά, (όλο) κλανιά και κώλο/και ο κώλος κουβαρίστρα/φινιστρίνι (αργκό): για άντρα που παριστάνει τον δυνατό, τον τολμηρό, ενώ δεν είναι., γίνομαι κώλος (μτφ.-αργκό) 1. τσακώνομαι άσχημα με κάποιον: Έγινε ~ με τη γειτόνισσα. (απειλητ.) Πρόσεξε τι λες, γιατί θα γίνουμε ~! ΣΥΝ. γίνομαι μπίλιες (με κάποιον) 2. για μεγάλη ακαταστασία: Η κουζίνα έγινε ~.|| Δεν είχα ομπρέλα μαζί μου κι έγινα ~ (= μουσκίδι). Πβ. χάλι. 3. πίνω πάρα πολύ, μεθώ., έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι’ έχεσε τον κόσμο όλο (παροιμ.): για κάποιον που νομίζει ότι απέκτησε αξία και γι' αυτό έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του., έχει κώλο (αργκό): έχει το θάρρος, τη θέληση ή τις ικανότητες: Ποιος ~ ~ να του πάει κόντρα;, καίγεται ο κώλος του (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί έντονη επιθυμία, ανησυχία ή μεγάλη ανάγκη., κόβω τον κώλο (μτφ.-προφ.) 1. {συνήθ. στον μέλλ.} τιμωρώ αυστηρά: (κυρ. απειλητ.) Θα σου κόψω ~, αν συνεχίσεις. 2. (σπάν.) {μόνο στο α' πρόσ.} είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι το έκανε αυτός. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κώλος και βρακί (μτφ.-οικ.): για να δηλωθεί ότι κάποιοι έχουν πολύ καλές, στενές σχέσεις μεταξύ τους., μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι/κι οι κώλοι (παροιμ.): για κάποιον ασήμαντο, ανάξιο που εκφέρει μια άποψη χωρίς ουσία., μου βγαίνει ο κώλος (μτφ.-προφ.): κουράζομαι υπερβολικά: Της βγαίνει ~ στη δουλειά. ΣΥΝ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι, μου βγήκε η μέση, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος, μου έπιασαν τον κώλο (μτφ.-προφ.): συνήθ. για υπερβολική χρέωση: Μας ~ ~ στον λογαριασμό. Πβ. κωλοπιάσιμο, με πιάνουν κότσο., που να/όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω (μτφ.-προφ.): όσο και αν προσπαθήσεις, ό,τι και αν κάνεις: Δεν σου λέω, ~ ~!, στήνω κώλο (μτφ.-προφ.): εξευτελίζομαι, ταπεινώνομαι, υποχωρώ: Έστησε ~ για να πάρει τη δουλειά. ΣΥΝ. κατεβάζει τα βρακιά (του), στρώνω κώλο/πισινό & στρώνω τον κώλο/πισινό μου (μτφ.-οικ.): αφοσιώνομαι σε μια ασχολία, καταβάλλω επίμονη προσπάθεια: Στρώσε τον ~ σου (κάτω) να διαβάσεις., σφίγγουν οι κώλοι (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι δυσκολεύουν οι συνθήκες, προκύπτουν προβλήματα, η κατάσταση γίνεται πιεστική: Ήρθε ο νέος διευθυντής και έσφιξαν οι ~!, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του (προφ.): για κάποιον που επιδιώκει ή προκαλεί με τη συμπεριφορά του κάτι: ~ ~ σου, μου φαίνεται. Πβ. πάει/πηγαίνει γυρεύοντας. ΣΥΝ. τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του, του κώλου (προφ.): ασήμαντος, ανάξιος λόγου, κακής ποιότητας: συμβουλές ~ ~.|| Διοργάνωση ~ ~., του κώλου τα εννιάμερα (λαϊκό): βλακείες, ανοησίες., αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. αγκάθι, αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) βλ. τρώω, πήρε φωτιά ο κώλος του βλ. φωτιά, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί βλ. Γιάννης, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους/και μεταξωτούς κώλους βλ. βρακί, του έβαλαν/του έχουν βάλει νέφτι (στον κώλο/πισινό/ποπό) βλ. νέφτι, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι [< μεσν. κώλος]

λαμβάνειν

λαμβάνειν λαμ-βά-νειν {άκλ.} (αρχαιοπρ.): μόνο στη ● ΦΡ.: έχω λαμβάνειν (λόγ.) & έχω να λαμβάνω/να λαβαίνω: μου οφείλεται χρηματικό ποσό: ~ει ~ αποζημίωση/δεδουλευμένα. [< αρχ. λαμβάνειν]

λάσκος

λάσκος, α, ο λά-σκος επίθ. (προφ.): χαλαρωμένος, λασκαρισμένος: ~α: βίδα. Πβ. μπόσικος. Βλ. τσίτα. ● επίρρ.: λάσκα ● ΦΡ.: αφήνω λάσκα 1. χαλαρώνω, λασκάρω: (ΝΑΥΤ.) ~ ~ τα πανιά/το σκοινί. 2. (μτφ.) δεν περιορίζω, δεν πιέζω κάποιον: Μην ~εις ~ τα παιδιά. Πβ. χαλαρώνω τα λουριά., είμαι/έχω λάσκα: έχω ελεύθερο χρόνο, δεν βρίσκομαι υπό πίεση: Είσαι/έχεις ~ (απ' τη δουλειά) αυτόν τον καιρό; [< βεν. lasco]

λέξη

λέξη λέ-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. ΓΛΩΣΣ. μονάδα του λόγου, γλωσσικό σημείο που έχει μορφή και περιεχόμενο (σημασία): λεξικές (ή πλήρεις) και γραμματικές (ή λειτουργικές ή κενές) ~εις. Απλές και μη απλές (: σύνθετες ή παράγωγες) ~εις (βλ. επίθ-, μόρφ-ημα, θέμα). Φωνολογικές ~εις. Οι τύποι μιας ~ης.|| (ΓΡΑΜΜ.) Άκλιτες ή κλιτές ~εις.|| (ΛΕΞΙΚΟΓΡ.) Απαρχαιωμένες/αρχαίες ελληνικές/νέες (= νεολογισμοί)/σπάνιες ~εις. Η ετυμολογία/ο ορισμός μιας ~ης. Καταχώρηση ~εων σε λεξικό. Βλ. λεξιλόγιο.|| Δυσνόητη/κακόηχη/συνθηματική (βλ. πάσγουορντ) ~. Άγνωστες/βασικές/καθημερινές/ξένες/χυδαίες ~εις. Τα γράμματα/η έννοια/η μετάφραση μιας ~ης. Πώς γράφεται/τι σημαίνει η ~ ...; Από πού βγαίνει/προέρχεται η ~ ...; ~ που αρχίζει από/με φωνήεν. Δεν μου 'ρχεται η κατάλληλη ~. Αναζήτηση με ~εις-κλειδιά (: σε βάσεις δεδομένων). || ~εις-συνθήματα (: αλλαγή, επανίδρυση, κάθαρση). 2. κάτι που λέγεται ή γράφεται, σύντομη κουβέντα: Δεν ακούω ~ (για αυτό το ζήτημα)! Δεν μπόρεσε να αρθρώσει/βγάλει ~ (: να μιλήσει). ~ δεν έγραψε στο διαγώνισμα (: έδωσε λευκή κόλλα). Δεν έχουν ανταλλάξει ~ από το πρωί. Θέλω να σου πω δυο ~εις (= λόγια). Ξεστόμισε/χρησιμοποίησε βαριές ~εις (πβ. εκφράσεις). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των δυαδικών ψηφίων που μπορούν να αποθηκευτούν σε έναν καταχωρητή της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας υπολογιστή και ο οποίος αποτελεί πολλαπλάσιο του οκτώ. ● Υποκ.: λεξίδιο (το) {συνήθ. στον πληθ.}: Βλ. -ίδιο., λεξούλα (η): Το μωρό είπε τις πρώτες του ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: λέξη-ταμπού βλ. ταμπού, μήκος λέξης βλ. μήκος, πρωτότυπη λέξη βλ. πρωτότυπος ● ΦΡ.: δεν λέω/δεν βγάζω λέξη (προφ.) 1. δεν λέω τίποτα, δεν μιλώ καθόλου: Δεν έβγαλε ~ από το στόμα του.|| (συχνά απειλητ.) Μην πεις ~ σε κανέναν! Μείνε εδώ ήσυχος και μη βγάλεις ~. Πβ. δεν βγάζω άχνα, σωπαίνω. 2. μόνο στο "δεν βγάζω λέξη": δεν καταλαβαίνω τίποτα: ~ ~ από το κείμενο., δεν μου βγαίνει λέξη (προφ.): δεν μπορώ να εκφραστώ προφορικά ή γραπτά, δεν έχω έμπνευση., δεν παίρνω λέξη πίσω (προφ.): δεν αναιρώ ή δεν μετανιώνω για προηγούμενη δήλωσή μου. ΑΝΤ. το παίρνω πίσω., επί λέξει (λόγ.) & κατά λέξη/(λόγ.) λέξιν: με τα ίδια ακριβώς λόγια: Στην παραίτησή του αναφέρει ~ ~ τα εξής ... Δήλωσε/μου είπε ~ ~ τα ακόλουθα ...|| (ως επίθ.) ~ ~ μετάφραση (= κατά γράμμα, πβ. πιστή, βλ. ελεύθερη). ΣΥΝ. αυτολεξεί, λέξη προς λέξη (1), έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα: παίρνω την οριστική απόφαση, καθορίζω το τέλος, το αποτέλεσμα: Δεν έχω πει ακόμη ~ μου ~. Ο λαός θα πει ~ ~ στις εκλογές. Θέλει να έχει ~ ~ σε όλα. [< γαλλ. avoir le dernier mot ] , λέξη προς λέξη 1. επί λέξει. 2. με κάθε λεπτομέρεια: Τα αφηγήθηκα/είπα όλα ~ ~. [< γαλλ. mot à mot] , με μια λέξη & με δυο λέξεις: με λίγα λόγια, πολύ σύντομα, συνοπτικά: Ανακεφαλαιώνω/περιγράφω/συνοψίζω/χαρακτηρίζω κάτι ~ ~. ~ ~, μου είπε ότι εγώ φταίω. [< γαλλ. en un mot] , ούτε λέξη 1. (+ για) κανένας λόγος, καμία αναφορά: (Δεν είπε) ~ ~ για άδεια. 2. απολύτως τίποτα: Δεν πιστεύω ~ ~ απ' όσα είπες.|| Δεν γνωρίζει ~ ~ (= καθόλου) Γαλλικά., παίζω με τις λέξεις & (σπάν.) παίζω με τα λόγια: κάνω περίεργους συνδυασμούς λέξεων, εκμεταλλεύομαι την πολυσημία τους, για να δημιουργήσω ασάφεια, να οδηγήσω κάποιον σε παρερμηνεία: Στα ποιήματά του ~ει ~.|| Μην ~εις ~! [< γαλλ. jouer sur les mots] , πίσω από τις λέξεις & κάτω από τις λέξεις (μτφ.): αναφορά στο βαθύτερο νόημα φράσης, ενέργειας: Τι κρύβεται ~ ~; Η ουσία ~ ~. Μάθε να διαβάζεις ~ ~ (= ανάμεσα στις/πίσω από τις γραμμές)., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα βλ. κουβέντα, η τελευταία λέξη βλ. τελευταίος, με όλη τη σημασία της λέξης βλ. σημασία, μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις βλ. εικόνα, παιχνίδι με τις λέξεις βλ. παιχνίδι [< μεσν. λέξη < αρχ. λέξις, γαλλ. mot 3: αγγλ. word, 1946]

λέω

λέω λέ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λες, λέ-ει, -με, -τε, -ν(ε), έλεγα, είπα (προστ. πες, πείτε κ. πέστε), πει, λέγ-ομαι, λέ-χθηκε (λόγ.) ειπώ-θηκε (λογιότ. ελέ-χθη, -χθησαν, μτχ. λε-χθείς, -χθείσα, -χθέν), λε-χθεί (λόγ.) ειπω-θεί, λέγ-οντας, -όμενος, ειπω-μένος} & (λόγ.) λέγω 1. εκφέρω λέξεις και φράσεις, αρθρώνω φθόγγους: Συγγνώμη, δεν σ' άκουσα, τι είπες; Είπαν (= αντάλλαξαν) βαριές κουβέντες. Έχω κάτι να σου πω (: εμπιστευτώ), αλλά μην το πεις (= αποκαλύψεις, μαρτυρήσεις) σε κανέναν/πουθενά. Πες το μου στ' αυτί/ψιθυριστά. Έφυγε, ~οντας μόνο ένα "γεια". Έχουν ~χθεί τα πάντα. (εμφατ.) ~ει και ~ει ασταμάτητα (πβ. μιλώ). Δεν ξέρει τι ~ει (= ~ει ασυναρτησίες). (ειρων.) Τέτοια λέγε μου, να χαίρομαι!|| Τι έχεις να πεις σε όσους σε κατηγορούν; Πβ. απαντώ.|| ~ τη γνώμη μου (= διατυπώνω, εκφράζω)/ψέματα (= ψεύδομαι). ~ει τις ειδήσεις (= εκφωνεί, παρουσιάζει). Πείτε μου/πέστε μου τι κάνετε/τα νέα σας. Μας είπε (= ανακοίνωσε) την απόφασή του/τα εξής: … Αναγκάστηκε να πει (= ομολογήσει, παραδεχτεί) την αλήθεια.|| Δεν μπορεί να πει (= προφέρει) το "ρο".|| Στο ~ εγώ, θα έρθει (πβ. διαβεβαιώνω)! Τι το λες και δεν το κάνεις; Ό,τι είχα/ήταν να πω το είπα (πβ. δηλώνω). Ό,τι και να πεις, έχεις δίκιο. Αφού σου είπα (= υποσχέθηκα) ότι θα σε βοηθήσω, θα το κάνω. Στο είχα πει (: επαναλάβει) πολλές φορές.|| Το είπε (= μετέδωσε) το ραδιόφωνο.|| ~νε (= κάνουν λόγο) για τα χθεσινά. 2. σκέφτομαι, υπολογίζω· νομίζω, πιστεύω· υποθέτω, φαντάζομαι: ~ να φύγω αύριο (πβ. προγραμματίζω, σκοπεύω, σχεδιάζω). Πάνω που είπα (= αποφάσισα) κι εγώ να σοβαρευτώ ... -Θα έρθεις; -Έτσι ~. Και να πεις πως δεν το περίμεναν! Πες πενήντα τα οδοιπορικά κι εκατό η διαμονή. Πόση ώρα λες να πάρει;|| Εσύ τι λες/τι έχεις να πεις γι’ αυτά; Τι θα πει ο κόσμος; (με αμφιβολία ή απορία:) ~τε να είναι τόσο απλό;|| Αν δεν σε ήξερα, θα έλεγα ότι δεν είσαι (= δεν θα σε έκανα) πάνω από είκοσι. Έτσι όπως είχε ξαπλώσει, έλεγες ότι κοιμάται. Πες πως ήσουν στη θέση μου, τι θα έκανες; Ποιος να (μου) το 'λεγε ότι θα χώριζαν! 3. για παράθεση άποψης, φήμης, γνωμικού, των λόγων κάποιου: (συνήθ. στο γ' πρόσ.) ~νε/~εται ότι/πως ... (πβ. διαδίδεται, μαρτυρείται, συζητιέται, φημολογείται, ψιθυρίζεται). Πολλά ~ονται και ακούγονται γι' αυτό το θέμα. Απ' ό,τι λένε (οι δικοί του) είναι πολύ ώριμος για την ηλικία του. Η παράδοση ~ει (= αναφέρει) ότι ο πύργος ήταν στοιχειωμένος. Στο χωριό μου ~νε: "Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά".|| Όπως ακριβώς είπα/~θηκε και πριν, ...|| (σε ευθύ ή πλάγιο λόγο) Και γυρίζει και μου ~ει: "Έχεις καθόλου λεφτά;" (πβ. ρωτώ). Δεν τη νοιάζει, ~ει. (Μου) είπε να μη χαθούμε. 4. (ειδικότ.) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω: Ο ίδιος ~ει ότι έπεσε θύμα απάτης. Το ~ και το πιστεύω. Είσαι σίγουρος για όσα λες; Σύμφωνα με όσα ~ει σε συνέντευξή της ... Δεν ~/δεν μπορώ να πω ότι το έκανε αυτός/επίτηδες. 5. εισαγωγικά ή παρενθετικά στον λόγο ή σε τυπικές φράσεις για προσέλκυση της προσοχής, έκφραση απορίας, αμηχανίας, δυσαρέσκειας: Δεν μου λες, αύριο έχουμε μάθημα; Για να το πούμε αλλιώς/απλά/καλύτερα, ... Τολμώ να πω ότι την καταλαβαίνω. Συγγνώμη, να πω κάτι (πβ. αναφέρω, επισημαίνω, προσθέτω); Και να πω και κάτι άλλο ... Θα μου επιτρέψετε/πρέπει να πω ... Δεν χρειάζεται/περιττό να πω ότι ... (: για κάτι αυτονόητο, γνωστό). Σου το/στο ~ σαν φίλος, ξέχασέ την.|| (επιτατ., θυμωμένα:) Αυτό που σου ~ εγώ!|| (απειλητ.) Για πρόσεχε τι λες!|| (συγκαταβατικά) Ό,τι πεις εσύ!|| (στερεότυπη φρ. όταν σηκώνουμε το τηλέφωνο) Λέγετε; Λέγετε, παρακαλώ! 6. ονομάζω, αποκαλώ, χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι: -Πώς σε ~νε; -Με ~νε Ειρήνη. ~ομαι ... (: για ονοματεπώνυμο). Πολύ ακατάδεχτη η ... πώς την είπαμε; (: όταν δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου).|| Πώς ~εται αυτό στα Γαλλικά (πβ. μεταφράζω);|| Τον είπε βλάκα μπροστά σ' όλους. (για παρατσούκλι) Στο σχολείο τον ~νε ξερόλα. Εγώ αυτό το ~ κοροϊδία. 7. εννοώ, σημαίνω, δείχνω: (συνηθέστ. στο γ' πρόσ.) Τι θα πει "ελευθερία"; Αν γυρίσει, θα πει πως σ' αγαπάει. Το ότι τον προσκάλεσα δεν θα πει ότι τον συμπαθώ κιόλας.|| Νομίζω αυτό ~ει πολλά για τον χαρακτήρα της. Η φωτογραφία τα ~ει όλα. Το θερμόμετρο ~ει σαράντα βαθμούς Κελσίου. Η πινακίδα ~ει "Απαγορεύεται η αναστροφή". Πάτησε το κουμπί που ~ει στοπ.|| (προφ.) -Τι ώρα λες (: τι ώρα ~ει το ρολόι σου); Τα μάτια σου άλλα ~νε ... 8. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι· προτείνω, συμβουλεύω: Πες του να περάσει. Άσε με ήσυχη, σου είπα! Μην του πεις μόνο για διάβασμα (: να διαβάσει)! Θα σου πω εγώ πότε να σταματήσεις (πβ. καθοδηγώ, υποδεικνύω). Κάνε ό,τι σου ~ει (πβ. διατάζω)!|| Εγώ ~ να πάμε. Θα σου έλεγα να μη βιαστείς. Πες του κι εσύ κάτι! 9. (προφ.) διατυπώνω γραπτώς, αναφέρω: Τι ~νε (= γράφουν) οι εφημερίδες; Η διαθήκη/ο νόμος ~ει (= ορίζει) ... Χρειάζεσαι μία υπεύθυνη δήλωση που να ~ει ότι ... Ένας μεγάλος ποιητής είπε ... 10. προβλέπω, προλέγω: Εγώ το είχα πει από την αρχή. Όταν εγώ στα 'λεγα, εσύ δεν με πίστευες. Πβ. προειδοποιώ. 11. εξηγώ, ερμηνεύω: ~ει (= διαβάζει) τον καφέ/το μέλλον/τη μοίρα/το φλιτζάνι/τα χαρτιά.|| Μπορείς να μου πεις τι σημαίνει ... 12. αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω: Δεν ξέρει να ~ει ανέκδοτα. Πείτε μας πώς τα περάσατε στο ταξίδι. Ακριβώς έτσι έγιναν, όπως τα είπε. Πες μας τι σου συμβαίνει. Πβ. διηγούμαι.|| Ένας απ' τους δυο σας ~ει παραμύθια (πβ. παραμυθιάζω, ψεύδομαι). 13. κουβεντιάζω, συζητώ: Τα ~με πού και πού. Κάτσε να τα πούμε λιγάκι. Για σένα λέγαμε (= μιλούσαμε). Πίνανε και λέγανε τα δικά τους. Τι ακριβώς ~θηκε/~χθη στη γενική συνέλευση;|| Όπως είπαμε (= συμφωνήσαμε), εντάξει; 14. επαναλαμβάνω προφορικά κάτι που έχει ορισμένη μορφή και συνήθ. το έχω αποστηθίσει: ~ ένα ποίημα (= απαγγέλλω)/την προσευχή μου. Θα πει (= τραγουδήσει) κομμάτια από τον τελευταίο του δίσκο. Βλ. λεγάμενος, λέγειν, λεγόμενα, λεγόμενος.λέει (προφ.) 1. (συνήθ. με άρνηση) αξίζει: -Τι ~ το/σαν μαγαζί; - Δεν ~ μία/τίποτα. Η ταινία δεν έλεγε πολλά (πράγματα). Βλ. ψιλο~. 2. για έμφαση, ενίσχυση των λεγομένων: Ξεφαντώσαμε, ~! Αν τον ξέρω, ~; Απ’ έξω κι ανακατωτά. Πβ. δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! 3. ως συμπλήρωμα στην ομιλία, όταν κάποιος δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις: Και μου ζήτησε, ~, να φύγω ~, γιατί ήθελε, ~, να ... Πβ. να πούμε. 4. σε αφηγήσεις ή υποθέσεις: Ήτανε, ~, κάποτε ένας βασιλιάς... Είδα, ~, στο όνειρό μου ότι ...|| Φαντάσου, ~, να ξανασυναντηθούμε μια μέρα. 5. για να δηλωθεί έντονη έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: Ποιος ήταν ~; 6. για λόγο που θεωρείται πρόφαση, δικαιολογία: Δεν ήρθε γιατί, ~ (= δήθεν), είχε δουλειά. Πβ. τάχα. 7. φημολογείται: Ο γιος τους, ~, είχε μπει φυλακή. ● ΦΡ.: ... όπως/που λέει και (προφ.): όταν αναφέρονται τα λόγια κάποιου, αποφθέγματα, παροιμίες ή στίχοι τραγουδιού: Κάθε εμπόδιο για καλό, ~ ~ ο λαός. Όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας, ..., άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν περιγράφεται με λόγια: Είχε γίνει έξω φρενών, φώναζε, έβριζε, άσε ... ~ ~ ακούς! Τα χρώματα του πίνακα είναι μοναδικά, όμως ~ ~ βλέπεις!, ας πούμε (προφ.) 1. για να δοθεί παράδειγμα: Παιδιά που είναι, ~ ~, οκτώ ετών ... Πβ. για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν/χάρη, ξέρω γω. 2. για να εκφραστεί μία υπόθεση: ~ ~ (= ας υποθέσουμε) ότι ψάχνεις για δουλειά ... Πβ. έστω. 3. για να γίνει μία πρόταση: -Πότε να πάμε; -~ ~ την πρώτη του μηνός., ας τα λέμε καλά (προφ.): σχετικά καλά, ως τυπική απάντηση χαιρετισμού: -Τι κάνεις; -Ε, ~ ~..., άστον/άσ' τον να λέει (προφ.): συνήθ. ως προτροπή σε κάποιον να μη δίνει σημασία στα λόγια τρίτου: Άστους να λένε, είσαι η καλύτερη!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος θέλει να συνοψίσει κάτι ή δεν ξέρει τι άλλο να πει: ~ ~ φίλε μου, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση., αυτό θα πει ...! (προφ.): (ως ένδειξη αναγνώρισης, θαυμασμού) αυτό είναι: ~ ~ αγάπη/εξυπηρέτηση/μαγκιά/τύχη!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί παραδοχή, ομολογία ή συμφωνία με κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Είναι ωραίος νέος, αυτό/το σωστό να ~. Η αλήθεια να ~, μαζί της δεν βαριέμαι ποτέ., αφού το λες εσύ & αφού το λέτε εσείς (προφ.): (συγκαταβατικά) για να δηλωθεί αποδοχή της άποψης του άλλου: Ε, ~ ~, έτσι θα 'ναι/κάτι (παραπάνω) θα ξέρεις., για λέγε/πες (προφ.): ως προτροπή για να αφηγηθεί κάποιος κάτι ενδιαφέρον: -Συναντηθήκαμε χθες. -~ ~, ~ ~!, για να μη (σου) πω & μη (σου) πω: παρενθετικά στον λόγο για να προσθέσουμε κάτι, χωρίς να είμαστε απόλυτοι: Ένα από τα πιο σημαντικά, ~ ~ το πιο σημαντικό, είναι ..., για να σου πω (προφ.): (αυστηρά) ως έκφραση δυσφορίας, για να σταματήσει κάποιος να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: Α, ~ ~, μη μου φωνάζεις εμένα! ~ ~, σαν πολύ αέρα δεν πήρες;, δε(ν) λέγεται (προφ.-εμφατ.): δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια: Το τι αγόρασε ~ ~! ~ ~ τι τράβηξα μέχρι να τελειώσω., δε(ν) λέω (προφ.): δεν αντιλέγω, δεν διαφωνώ: ~ ~, η δουλειά είναι δύσκολη, αλλά ..., δεν λέει να 1. (προφ.) για κάτι που δεν συμβαίνει, κυρ. αντίθετα από το επιδιωκόμενο ή το προσδοκώμενο: Αυτή η γρίπη ~ ~ περάσει με τίποτα. Η ώρα περνούσε κι αυτός δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. 2. (νεαν. αργκό) δεν είναι σωστό, πρέπον ή συμφέρον: Θα περιμένω να τον αποχαιρετήσω, ~ ~ φύγω έτσι., δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... & πάλι καλά (να λες) (που): (προφ.) όταν κάποιος προσπαθεί να εστιάσει στις θετικές πλευρές μιας δυσάρεστης κατάστασης: ~ ~ που δεν πάθατε τίποτα! Πβ. ευτυχώς.|| -Άργησες, αλλά τουλάχιστον ήρθες. -Πάλι καλά να λες!, δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί συμφωνία με τα προαναφερθέντα και υπερθεματισμός: Καλά, ~ ~, το μέρος ήταν καταπληκτικό! -Πώς περάσατε χθες, ωραία; -Ωραία ~ ~, τέλεια ήταν! Τυχερή, ~ ~, από θαύμα ζει!, δεν μου λέει τίποτα (προφ.): δεν μου κάνει αίσθηση, δεν το θεωρώ σημαντικό: Το ότι είναι πλούσιος πραγματικά/προσωπικά ~ ~. [< γαλλ. cela ne me dit rien] , δεν σου λέω (οικ.): (με περιπαικτική διάθεση) σε περίπτωση που κάποιος αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι: ~ ~, για να μάθεις! ~ ~, ~ ~, πού ήμουν!, είπα κι εγώ (προφ.): σε περιπτώσεις που ανατρέπονται τα λόγια, οι αρχικές σκέψεις ή εκτιμήσεις κάποιου: ~ ~ με ξέχασες;, είπα ξείπα (προφ.): για αναίρεση προηγούμενης δήλωσης ή υπόσχεσης: -Μα μου είπες πως θα μου το αγοράσεις. -~ ~ (: το παίρνω πίσω).|| (ως ουσ.) Βαρέθηκα τα ~ ~ του., είπες κάτι/τίποτα; (προφ.): με αυστηρό ύφος ή απειλητικά, για να αποθαρρυνθεί κάποιος που εκφράζει αντιρρήσεις, συνήθ. μουρμουρίζοντας ή μιλώντας σιγά: Δεν κατάλαβα. ~ ~;, εμένα μου λες (προφ.): ως έκφραση αμφισβήτησης ή συμφωνίας: (ειρων.) -Συγγνώμη, δεν θα ξαναγίνει. -~ ~!|| -Είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος. -~ ~; Ένας θεός ξέρει τι έχω τραβήξει μαζί του., ένα (μόνο) σου λέω (προφ.-εμφατ.): για προσέλκυση της προσοχής σε αυτό που θα ακολουθήσει: ~ ~ και να το θυμάσαι, τίποτα δεν είναι δεδομένο. (απειλητ.) Ένα μόνο θα σου πω, μη διανοηθείς και ξαναγυρίσεις!, εσύ το λες αυτό/εσύ είσαι που το λες αυτό 1. (προφ.-εμφατ.) αυτή είναι η δική σου άποψη, όχι η δική μου: Εγώ δεν είπα ότι δεν θέλω, ~ ~. 2. (σε ερώτηση) ως έκφραση έκπληξης, απορίας για τα λεγόμενα κάποιου: -Δεν αντέχω άλλο. -~ ~; Νόμιζα ότι σου άρεσε η δουλειά., έτσι λες; (προφ.): αυτό νομίζεις, αυτό πιστεύεις;: ~ ~ ε; Μπορεί να 'χεις και δίκιο ..., έτσι σου είπαν να λες; (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, διαμαρτυρίας για κάτι που ειπώθηκε: -Ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του. -Μπα, ~ ~;, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει (προφ.): (για καλλιτέχνη ή καλλιτεχνική δημιουργία) προτείνει κάτι διαφορετικό, καινούργιο: Η ταινία δεν ~ ~., έχω να (το) λέω (προφ.): εκφράζομαι με τα καλύτερα λόγια για κάποιον ή κάτι: ~ ~ για τη φιλοξενία τους., θα έλεγα (προφ.): κειμενικός δείκτης που τονίζει την υποκειμενικότητα μιας κρίσης: Τα θέματα ήταν αρκετά εύκολα, ~ ~ (= κατά τη γνώμη μου).|| (επιτατ.) Η αύξηση είναι σημαντική, εντυπωσιακή ~ ~ (= τολμώ να πω). Πβ. αν θέλεις/θέλετε., θα μου πεις ... (προφ.): (παρενθετικά στον λόγο) ως έκφραση άποψης, σκέψης ή πιθανής εξέλιξης: Κάθε αρχή και δύσκολη, θα μου πεις., θα σου 'λεγα (τώρα) (προφ., συνήθ. με θυμωμένο ύφος): για μετριασμό των λεγομένων ή αποσιώπηση βαρύτερων χαρακτηρισμών και λόγων: ~ ~ καμιά κουβέντα, έχε χάρη όμως που ... ~ ~ τίποτα για το σόι σου, αλλά ... Πβ. τι του λες/τι να του πεις τώρα;, θα τα πούμε (προφ.) 1. ως έκφραση αποχαιρετισμού: Πολλά φιλιά, ~ ~ (από κοντά/σύντομα/την Τρίτη). Πβ. τα λέμε. 2. (απειλητ.) θα λογαριαστούμε, αναμετρηθούμε: Εμείς (οι δύο) ~ ~ στο γήπεδο/δικαστήριο., και πάει λέγοντας (προφ.): και ούτω καθεξής: Το νέο νομοσχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις, απεργίες, διαμαρτυρίες ~ ~. ΣΥΝ. και τράβα κορδέλα/κορδόνι, και τι δεν είπε (εμφατ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι ειπώθηκαν πολλά: ~ ~ για τον διευθυντή, ότι τους καταπιέζει, ότι τους εκμεταλλεύεται, ότι ..., καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες (προφ.): για επιβεβαίωση της κρίσης κάποιου άλλου: ~ ~ να μην ανακατευτώ, αλλά πού μυαλό! Καλά μου είπανε πως είναι απατεώνας., καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε (προφ.): για να δηλωθεί συμφωνία με τα λεγόμενα κάποιου: (Πολύ) καλά τα λες, αλλά ποιος σ' ακούει; Ακριβώς έτσι έγινε, φίλε, σωστά τα λες. Ναι, ναι, (έτσι) όπως τα λέει είναι ..., κάτι έλεγες ...; (προφ.-ειρων.): όταν τα λόγια κάποιου αντιτίθενται στις πράξεις του ή γενικότ. δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα., κάτι μας είπες (τώρα)! (προφ.-ειρων.): για κάτι γνωστό, αυτονόητο: -Τόσο καιρό μας έλεγε ψέματα. -Χαίρω πολύ, ~ ~! Πβ. τι μας λες (τώρα);, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... (προφ.): διαισθάνομαι ή προαισθάνομαι κάτι: Κι όμως εμένα ~ ~ θα τον ξαναδώ. [< γαλλ. quelque chose me dit que] , κάτι μου λέει (προφ.): μου θυμίζει κάτι: ~ ~ το όνομά του, αλλά δεν είμαι σίγουρη.|| Η φωτογραφία δεν μου λέει κάτι/τίποτα. [< γαλλ. me dit quelque chose] , λέγε λέγε/πες πες (προφ.-εμφατ.): σε περιπτώσεις που λέγεται κάτι συνεχώς και επίμονα σε κάποιον: ~ ~ στο τέλος τον έπεισαν. Πβ. λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει., λέγε με ... & μπορείς να με λες (προφ.): (ακολουθεί κύριο όνομα ή ουσιαστικό) να με αποκαλείς, φωνάζεις ..., όταν θέλει κάποιος να δημιουργήσει κλίμα οικειότητας ή, ειρων., για τον ίδιο του τον εαυτό: Από 'δω και πέρα ~ ~ απλώς/σκέτο Μαρία.|| Τελικά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το φτιάξω, ~ ~ και μάστορα!, λέμε τώρα (προφ.-ειρων.): που λέει ο λόγος: Καλά είμαι, ~ ~. Υποσχέσεις για ένα καλύτερο, ~ ~, μέλλον., λες κ(α)ι (προφ.): σαν να: Το θυμάμαι ~ ~ ήταν χθες! Δεν μπορούσε να μιλήσει, ~ ~ κάτι του 'φραζε το στόμα. Πβ. θαρρείς και., λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου: δηλ. χωρίς να ακούγομαι: Είπε ~ του (: σιγανά, σιωπηλά, χαληλόφωνα) μια προσευχή. Όλα θα πάνε καλά, είπε ~ της (: σκέφτηκε, συλλογίστηκε). Αν έχεις κάτι να πεις, μην το λες ~ ~ σου (= πες το δυνατά, φωναχτά). Βλ. μουρμουρίζω, ψιθυρίζω., μα τι λέω & τι λέω (προφ.) 1. όταν κάποιος διορθώνει ή ενισχύει τα λεγόμενά του: Μέρες έχω να γράψω, ~ ~, μήνες. 2. (ειρων.) ως έκφραση αυτοθαυμασμού: ~ ~, ο άνθρωπος!, μας τα 'παν κι άλλοι (προφ.): για κάτι που έχει ειπωθεί πολλές φορές και δεν προκαλεί πλέον εντύπωση: Άσε/αυτά ~ ~!, μη μου πεις ότι ... (προφ.): για να προκαταλάβουμε τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν σου άρεσε/δεν σκέφτεσαι κι εσύ το ίδιο. ~ ~ ξαφνικά άλλαξες γνώμη!, μη μου το λες/μη μου πεις .../τι μου λες! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης ή ειρωνείας: -Τα 'μαθες; Παντρεύεται! -Όχι, καλέ, ~ ~!|| (ειρων.) Μη μου το λες, γιατί θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει. Πβ. τι λες/είπες (τώρα)!, μην το λες (προφ.): για να μετριαστεί η απολυτότητα των λεγομένων κάποιου: -Αποκλείεται να περάσει στις εξετάσεις. - Μπα, ~ ~, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται., μου λες/σου λέει (οικ.): αμφισβητώντας την ορθότητα των λεγομένων των άλλων: Και μετά ~ ~ κάνε παιδιά/φίλους., να μη με λένε (προφ.-εμφατ.): (ως απόδοση υπόθεσης) ως διαβεβαίωση προς τον συνομιλητή ότι θα κάνουμε κάτι οπωσδήποτε: Αν δεν έχω κόψει το κάπνισμα μέχρι το καλοκαίρι, ~ ~ Κώστα. Πβ. να μου τρυπήσεις τη μύτη., να πούμε & να 'ούμε (αργκό): παρενθετικά στον λόγο ως έκφραση αμηχανίας, όταν δεν βρίσκει κάποιος τις κατάλληλες λέξεις, ή στο τέλος φράσης, πρότασης: Έφυγε, ~ ~, χωρίς να πει μια λέξη. Καλά, πού ζεις εσύ, ~ ~;, να τα πούμε; (προφ.): για τα κάλαντα: -~ ~; -Φυσικά!, ξέρω τι θα πει: γνωρίζω πολύ καλά κάτι, ευχάριστο ή δυσάρεστο: ~ ~ αγάπη/μοναξιά. Ομάδα που δεν ξέρει τι θα πει ήττα., πες ... πες (προφ.): είτε ... είτε: ~ το σύμπτωση, ~ το διαίσθηση, ήξερα τι θα συμβεί! Πβ. θες ... θες., πες το κι έγινε (προφ.): ως δήλωση προθυμίας για άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου: Αν θέλεις κάτι άλλο, ~ ~!, ποιος μου λέει (εμένα) (προφ.): (συνήθ. ως ρητορική ερώτηση) πώς μπορώ να ξέρω, να σιγουρευτώ: ~ ~ ότι δεν με κοροϊδεύει; Και ποιος σου ~ εσένα πως αύριο θα έχεις δουλειά;, ποιος το είπε/λέει (αυτό); (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, αμφισβήτησης των λεγομένων κάποιου: Ακούς εκεί! ~ ~ ότι είμαι υποχρεωμένος να ...;, πολλά λες (προφ.): φλυαρείς, υπερβάλλεις ή αυθαδιάζεις: Πάντα τόσα ~ ~ για σένα;|| Πάνω από εκατό ευρώ; Νομίζω ότι ~ ~.|| Σαν πολλά δεν μας τα είπες;, που λες/λέτε (προφ., ως παραγέμισμα): εισαγωγικά ή παρενθετικά κυρ. σε αφηγήσεις ή συζητήσεις: Και ~ ~, πέρυσι το καλοκαίρι ... Έφυγα, ~ ~, αμέσως., πού να στα/σας τα/σου τα λέω (προφ.) 1. εισαγωγικά, συνήθ., στον λόγο για πρόκληση εντύπωσης: Άσε φίλε, ~ στα λέω, πήρα μια λαχτάρα χθες! ~ σας τα λέω, δεν θα πιστέψετε ποια συνάντησα στον δρόμο! 2. παρενθετικά στον λόγο για αποφυγή μακρηγορίας: Υπέροχα υφάσματα, αλλά ~ σου τα λέω τώρα, πήγαινε να τα δεις καλύτερα μόνη σου., πώς να στο/το πω (προφ.): όταν δυσκολεύεται κάποιος να εκφραστεί κατάλληλα: Μου αρέσει εδώ, ~ ~..., νιώθω σαν να είναι η δεύτερη πατρίδα μου., σαν να λέμε (προφ.): ως έκφραση επεξήγησης ή κυρ. παρομοίωσης, σύγκρισης με κάτι: Έμπλεξε με συμμορίες, ~ ~ έπεσε στο στόμα του λύκου., σου λέω! (προφ.): χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα ή στην ορθότητα ισχυρισμού που συνήθ. δεν γίνεται πιστευτός: Άσε με ήσυχο ~ ~ (πβ. επιτέλους)! Δράμα, ~ ~, η κατάσταση!, σου 'πα μου 'πες (προφ.): δικαιολογίες ή φλυαρίες: Δεν μου αρέσουν τα πολλά ~ ~, μίλα ξεκάθαρα. Άσε τα ~ ~ και στρώσου στη δουλειά., τα λέμε (οικ.): ως έκφραση αποχαιρετισμού: ~ ~ αργότερα/αύριο (πάλι)/στις 9. Άντε γεια! ~ ~. Πβ. θα τα πούμε, τα ξαναλέμε., τι έλεγα/λέγαμε; (προφ.) 1. μετά από διακοπή συζήτησης: Λοιπόν, ~ έλεγα; Α, ναι ... Θυμάστε ~ λέγαμε; 2. ως υπενθύμιση κάποιου πράγματος που έχει ήδη αναφερθεί και που επαληθεύεται από τις περιστάσεις: ~ ~ πριν για ..., τι θα έλεγες/τι λες ...;: ως ευγενική πρόταση: ~ ~ αν αγοράζαμε καινούργιο αυτοκίνητο/για ένα ποτήρι κρασί/να φάμε μαζί (: θα ήθελες να ...);, τι θα πει (προφ.) 1. τι σημαίνει. Πβ. τι εστί. 2. & τι πάει να πει: για να εκφραστεί έντονη αντίρρηση ή αγανάκτηση: Και ~ ~ δεν του αρέσει; Τόσα λεφτά δώσαμε!, τι λέει; (αργκό) 1. τι κάνεις, πώς είσαι; Πβ. πώς πάει; 2. πώς είναι;: ~ ~ η ζωή στην πρωτεύουσα;, τι λες/είπες (τώρα)! (προφ.): κυρ. ως έκφραση έκπληξης ή διαφωνίας: -Μέσα σε δυο χρόνια πήρε προαγωγή. -~ ~! Δεν θες να πας διακοπές; Μα ~ ~!, τι μας λες (τώρα); & καλέ/μωρέ τι μας λες; (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση ή ειρωνεία, όταν αναφέρεται κάτι αυτονόητο, ήδη γνωστό: ~ ~, ρε άσχετε; Θα μου πεις "~ ~", αφού κι εσύ το ίδιο κάνεις.|| ~ ~; Εμείς κοιμόμαστε όρθιοι; Πβ. κάτι μας είπες (τώρα)!, τι να πω/τι να πει κανείς & τι να λέμε/τι να πούμε τώρα (προφ.): ως έκφραση αμηχανίας, έκπληξης, παράπονου, απαισιοδοξίας: Τι να (σου) πω, δεν ξέρω, τα 'χω χαμένα. Τι να πούμε κι εμείς οι άνεργοι;|| Ό,τι και να λέμε/να πούμε τώρα είναι λίγο., τι σου λέει αυτό; (προφ.): τι καταλαβαίνεις, ποιο συμπέρασμα βγάζεις;: Χρόνια τώρα ζει εκτός Ελλάδος. ~ ~;, τι του λες/τι να του πεις τώρα; (προφ.): ως ήπια έκφραση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης, θυμού: Πήγε και τα μαρτύρησε όλα, ~ ~; Πβ. θα σου 'λεγα (τώρα).|| Τι να σου πω τώρα, καημένε μου; Έτσι που τα 'κανες ..., το 'πε και το 'κανε (προφ.): για άμεση πραγματοποίηση των λεγομένων κάποιου. Πβ. αμ' έπος αμ' έργον., του τη λέω (αργκό): αποστομώνω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον, τον πειράζω λεκτικά: Του την είπε άσχημα και δεν της ξαναμίλησε. Όλο σου τη λέει (πβ. σου τη μπαίνει, σε τσιγκλάει)! Πβ. κολλώ κάποιον στον τοίχο, ταπώνω, τα χώνω σε κάποιον., (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου βλ. αμαρτία, (λέω) το ψωμί ψωμάκι βλ. ψωμί, (να) μην το πεις/πείτε ούτε του παπά βλ. παπάς, (το) είπε το ποίημα βλ. ποίημα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! βλ. ακούω, άκου (με) που σου λέω! βλ. ακούω, άκου λέει! βλ. ακούω, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο βλ. στραβός, δεν (μας) τα λες καλά βλ. καλά, δεν πα να λες ό,τι θες! βλ. θέλω, δεν σε είπαμε και καμπούρη! βλ. καμπούρης, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του βλ. σκύλος, εδώ που τα λέμε βλ. εδώ, είπα και (ε)λάλησα βλ. λαλεί, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε βλ. χέζω, είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα βλ. γάιδαρος, ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι, έχουμε και λέμε βλ. έχω, έχω να το λέω βλ. έχω, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, θα πούμε το νερό νεράκι βλ. νερό, θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος βλ. άλλος, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); βλ. θέλω, θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... βλ. θέλω, θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα; βλ. θέλω, και/κι ύστερα (σου) λένε βλ. ύστερα, καλά δεν τα λέω; βλ. καλά, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λέει/ξέρει κάτι νεράκι βλ. νερό, λέω καλό για κάποιον βλ. καλό, λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου) βλ. μούτρο, λέω με το νου μου βλ. νους, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη βλ. σύκο, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, μια κουβέντα είπα βλ. κουβέντα, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα βλ. χύμα, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς, ό,τι θέλει λέει βλ. θέλω, ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε βλ. όνομα, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, ούτως ειπείν βλ. ούτω(ς), πάει να πει & πα' να πει βλ. πηγαίνω & πάω, πες τα, χρυσόστομε! βλ. χρυσόστομος, πες το ψέματα! βλ. ψέμα, ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ βλ. ποτέ, που λέει ο λόγος βλ. λόγος, πώς είπες/είπατε; βλ. πώς, συ είπας βλ. εσύ, τα λέω ένα χεράκι βλ. χεράκι, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά, τι έκανε λέει; βλ. κάνω, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, τι λέει το πρόγραμμα; βλ. πρόγραμμα, το καλό να λέγεται βλ. καλό, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το λέω και γεμίζει το στόμα μου βλ. στόμα, το λέω και το ξαναλέω βλ. ξαναλέω, τολμώ να πω βλ. τολμώ, τόσα ξέρει, τόσα λέει βλ. τόσος, φερ' ειπείν βλ. φέρω ● βλ. ειπωμένος [< αρχ. λέγω, μεσν. λέω]

λίγος

λίγος, η, ο λί-γος επίθ. & (λόγ.) ολίγος 1. μικρός ως προς την ποσότητα, τον αριθμό, τη διάρκεια, την έκταση ή την ένταση: νόστιμο φαγητό με ~ες θερμίδες. Καλό, αλλά ~ο. Σε απόσταση ~ων χιλιομέτρων από το κέντρο. Δεν είναι ~οι (= ολιγάριθμοι) αυτοί που τον υποστηρίζουν. Έχει ~ες πιθανότητες επιτυχίας. Δώστα μου ~α ~α. Έφευγαν ~οι ~οι. Μιλάει αγγλικά και ~α γαλλικά. Πβ. περιορισμένος.|| Άσε να περάσει ~ καιρός και μετά ρώτα τον. ~ες ώρες ύπνου. Μας μένει ~ χρόνος. Θα είμαι εκεί σε ~α λεπτά. Σε ~ο (= βραχύ, σύντομο) χρονικό διάστημα.|| ~η προσοχή παρακαλώ! Το παντελόνι θέλει ~ο στένεμα. Σαν να κάνει ~ο κρύο.|| (ως ουσ.) Από τα ~α που θυμάμαι/ξέρω ... (ειδικότ. για πρόσ.) Πολλοί θέλουν, ~οι μπορούν. Στη συνάντηση ήμασταν ~οι και καλοί. ΣΥΝ. λιγοστός ΑΝΤ. πολύς, πολλή, πολύ 2. (μτφ.-προφ.) ανεπαρκής, ανάξιος: Αποδείχτηκε/ήταν πολύ ~ για πρόεδρος. Πβ. ακατάλληλος. ● Ουσ.: λίγοι (οι): ισχυροί ή εκλεκτοί: μέτρα/προνόμια για τους ~ους. Πβ. μεγάλοι. ΑΝΤ. πολλοί (3) ● ΦΡ.: δεν είναι και λίγο & λίγο είναι; (προφ.): είναι, απεναντίας, πολύ ή πολύ σημαντικό: ~ ~ να βγεις δεύτερος. Βλ. σχήμα λιτότητας., λίγα τα λόγια σου/λίγα λόγια (απειλητ.): πρόσεξε πώς μιλάς, μη θίγεις: ~ ~ για τους φίλους μου! Πβ. μάζεψε τη γλώσσα σου., λίγο το 'χεις; (προφ.): το θεωρείς ασήμαντο;: ~ ~ να βρεθείς ξαφνικά χωρίς δουλειά;, απ' τα ψηλά στα χαμηλά (και απ' τα πολλά στα λίγα) βλ. ψηλός, δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα βλ. πράγμα, κάτι (λίγο) ... κάτι (λίγο) ... βλ. κάτι, κάτι λίγοι βλ. κάτι, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μου πέφτει λίγος/πολύς βλ. πέφτω, οι μέρες του είναι λίγες/μετρημένες βλ. μέρα, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του βλ. ψωμί ● βλ. λίγο, λιγότερος [< μεσν. λίγος]

λόγια

λόγια λό-για ουσ. (ουδ.) (τα) 1. σύνολο λέξεων, φράσεων με τις οποίες εκφράζεται κάποιος προφορικά ή γραπτά· ό,τι λέει κάποιος: αισχρά (= αισχρολογίες)/ακαταλαβίστικα (= αλαμπουρνέζικα, κινέζικα, κορακίστικα)/ανόητα (= ανοησίες, αρλούμπες, κουραφέξαλα, μπακατέλες, μπαρούφες, σαχλαμάρες, φληναφήματα)/ανούσια (= αερολογίες, μπουρμπουλήθρες, παπαρδέλες, παπαριές, παρλαπίπες, πομφόλυγες, φούσκες)/απαξιωτικά/απειλητικά (= απειλές)/απερίσκεπτα/άσκοπα/ασυνάρτητα (= ασυναρτησίες)/βαθυστόχαστα/βαρύγδουπα/εγκωμιαστικά/ευγενικά/ευχάριστα (: ωραιολογίες)/ζεστά/ηχηρά/θερμά/καθησυχαστικά/κενά (/άδεια = κενολογίες)/κλούβια/κολακευτικά (= κολακείες)/κούφια/ξάστερα/όμορφα/παραπλανητικά/παρηγορητικά/περιττά (= περιττολογίες)/πικρά/προσβλητικά/προφητικά/σκληρά/σκόρπια/σοφά (βλ. ρήση)/συγκινητικά/χιλιοειπωμένα/ψεύτικα ~. ~ αγάπης/γεμάτα κακία/της στιγμής. Με ~ απλά και κατανοητά. Πες το με δικά σου ~. Παρανόησες/παρεξήγησες τα ~ μου. Αντάλλαξαν βαριά ~ (= κουβέντες). Για πρόσεχε τα ~ σου! Πβ. λεγόμενα, λεχθέντα. Βλ. βρομό-, γλυκό-, ερωτό-, μισό-, προστυχό-, τρυφερό-λογα.|| Ο ηθοποιός ξέχασε τα ~ του (: το κείμενο).|| Τα ~ (= οι στίχοι) ενός τραγουδιού. 2. (ειδικότ.) ανεκπλήρωτες υποσχέσεις· δηλώσεις: Φτάνουν πια τα ~! Είναι μόνο/όλο ~. Από ~ χορτάσαμε. Μη βασίζεσαι στα ~ του. 3. (ειδικότ.) διαδόσεις, φήμες: Ακούγονται πολλά ~. Μη δίνεις σημασία στα ~ του κόσμου! 4. (ειδικότ.) κουβέντα, συζήτηση, προφορικός λόγος (σε αντίθεση με την πρακτική εφαρμογή): με έργα και λόγια/με λόγια και έργα. Καιρός να περάσουμε από τα ~ στα έργα (πβ. θεωρία). Με τα ~ δεν καταφέρνουμε τίποτα. Είναι εύκολο στα ~ (= να το λες. ΑΝΤ. στην πράξη). Στα ~ όλα γίνονται. Υπάρχει ανάπτυξη/ισότητα μόνο στα ~ (βλ. θεωρητικά, υποθετικά· ΑΝΤ. πρακτικά). Η συμφωνία έχει κλειστεί μόνο στα ~ (= στο κουβεντιαστό, στο μιλητό). ● Υποκ.: λογάκια (τα) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλα λόγια & παχιά/(σπάν.) παχυλά λόγια: υπερβολικές δηλώσεις, πομπώδεις εξαγγελίες, συνήθ. πολιτικών: Ο λαός δεν πιστεύει πια στα ~ ~. Μη λες ~ ~ (πβ. μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις)! Βλ. μεγαλοστομία. ● ΦΡ.: (κάποιος/κάτι) μένει στα λόγια (προφ.): δεν πραγματοποιεί αυτό που έχει δεσμευτεί ή δηλώσει ότι θα κάνει· δεν υλοποιείται, παραμένει σε επίπεδο εξαγγελιών: Δεν θα μείνει ~, αλλά θα προχωρήσει σε πράξεις.|| Το έργο/μέτρο έμεινε ~. Πβ. στα χαρτιά., βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου (προφ.): ισχυρίζομαι ότι είπε κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει: Μη βάζεις στο στόμα μου λόγια που δεν είπα., βάζω λόγια (σε κάποιον) (προφ.): διαβάλλω, συκοφαντώ κάποιον σε οικείο του πρόσωπο, με σκοπό να προκαλέσω διχόνοια μεταξύ τους: Δεν έχεις καταλάβει ότι σου ~ει ~ για μένα/εναντίον μου, για να τσακωθούμε; Βλ. βάζω/σπέρνω/ενσπείρω ζιζάνια., δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια (προφ.): οι λέξεις δεν επαρκούν, για να εκφράσω κάτι, συνήθ. πολύ θετικό: ~ ~ (για) να σ' ευχαριστήσω! Τι να πω, ~ ~!, δεν παίρνει από λόγια (προφ.): δεν είναι διαλλακτικός, συζητήσιμος, δεν δέχεται συμβουλές ή υποδείξεις. Βλ. ξεροκέφαλος, πεισματάρης., ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια (προφ.): διαπληκτίστηκαν, μάλωσαν, καβγάδισαν. Πβ. λογοφέρνω, τσακώνομαι., κρύβε λόγια & (σπάν.) κράτα λόγια (προφ.): ως προτροπή στον συνομιλητή να μην προβεί σε αποκαλύψεις ή να μην αναφέρει πράγματα που δεν συμφέρουν τον ομιλητή: ~ ~ που σου λέω! ~ ~, γιατί προδίδεσαι., λίγα λόγια και καλά (προφ.): προτροπή σε κάποιον τα λόγια του να είναι σύντομα και με ουσία: Άσε τις φλυαρίες, ~ ~., με άλλα λόγια & μ' άλλα λόγια (προφ.) & (απαρχαιωμ.) εν άλλοις λόγοις: για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές· δηλαδή: ~ ~, η κατάσταση είναι πολύ κρίσιμη.|| ~ ~, μου λες ότι θες να φύγεις. Έτσι δεν είναι;, με λίγα/δυο λόγια & μ' ένα λόγο (προφ.): πολύ σύντομα, συνοπτικά: ~ ~ (= εν ολίγοις, κοντολογίς), ήθελα να πω ότι ... Εξήγησέ/περίγραψέ/πες το μου ~ ~! Τι σημαίνει, ~ ~, αυτό; Πβ. διά βραχέων. ΣΥΝ. εν συντομία, ο καθένας/ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια (παροιμ.): για κάποιον που σχεδιάζει ή υπόσχεται πολλά, αλλά δεν τα πραγματοποιεί., τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι (παροιμ.): για να τονιστεί η αξία της λακωνικότητας ή της σιωπής, ανάλογα με την περίπτωση. Πβ. η σιωπή είναι χρυσός., χάνω τα λόγια μου (προφ.) 1. τα μπερδεύω, δεν μπορώ να εκφραστώ λόγω σύγχυσης: Όταν τον κοιτάζω, ~ ~. Απ' το άγχος, ~σε ~ του. 2. & (σπάν.) ξοδεύω τα λόγια μου: μιλώ σε κάποιον άσκοπα, χωρίς ανταπόκριση: Μη συνεχίζεις, άδικα χάνεις τα ~ σου μαζί του. Πβ. μιλώ στον αέρα.|| Τα λόγια μου πήγαν χαμένα., (τα λόγια πετούν,) τα γραπτά μένουν βλ. γραπτός, άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε βλ. αγαπώ, αλλάζει τα λόγια του βλ. αλλάζω, έρχομαι στα λόγια (κάποιου) βλ. έρχομαι, λίγα τα λόγια σου/λίγα λόγια βλ. λίγος, λόγια της καραβάνας βλ. καραβάνα, λόγια του αέρα βλ. αέρας, μασάω τα λόγια μου/τα μασάω βλ. μασώ, μετράω τα λόγια μου βλ. μετρώ, μετρημένα τα λόγια σου! βλ. μετρημένος, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, παίρνω λόγια (από κάποιον) βλ. παίρνω, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια βλ. φτώχεια, τέτοια ώρα/τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια βλ. τέτοιος [< μτγν. λόγια] ΛΟΓΙΑ

λόγος

λόγος λό-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. η ανθρώπινη ικανότητα για έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων, γνώσεων, πληροφοριών μέσω της γλώσσας· η πραγμάτωση και οι διάφορες μορφές της: έναρθρος ~. Διαταραχές (βλ. αλαλία, α-, δυσ-φασία, αφωνία, τραυλ-, ψευδ-ισμός)/θεραπεία (πβ. λογοθεραπεία)/κατανόηση/όργανα (πβ. φωνή)/παραγωγή ~ου.|| Αρθρώνω/εκφέρω ~ο (= μιλώ). Συνηθισμένα λάθη στον καθημερινό ~ο. Έχει την ευχέρεια/το χάρισμα του ~ου. Είναι άριστος χειριστής του ~ου.|| Είδη ~ου. Δείκτες ~ου (= κειμενικοί δείκτες). Γραπτός (πβ. γραφή, γράψιμο)/δημοσιογραφικός/έμμετρος ή ποιητικός (= ποίηση)/επιστημονικός/ηλεκτρονικός/πολιτικός/προφορικός (= ομιλία) ~. Αρχαίος/αττικός (βλ. διάλεκτος)/δημοτικός (= δημοτική)/νεοελληνικός (= νεοελληνική) ~ (= γλώσσα). Έντεχνος ~/η τέχνη του ~ου (= λογοτεχνία). 2. αιτία ή σκοπός, πρόθεση: Για τον άλφα ή βήτα ~ο (= για τον ένα ή τον άλλο ~ο) ... Για ~ους αρχής/ασφαλείας/εκδίκησης/σκοπιμότητας/συμφέροντος/τιμής/υγείας ... Για ειδικούς/επαγγελματικούς/ευνόητους/οικογενειακούς/οικονομικούς/πολιτικούς/πολλούς/σοβαρούς/συναισθηματικούς ~ους. Ένας ~ παραπάνω να ... Διερεύνηση των ~ων/συνηθέστεροι ~οι αποτυχίας στο σχολείο. Ο κύριος ~ είναι ότι ... Υπάρχει ~ που ... Δεν συντρέχει/υπάρχει ~ (για) να .../ανησυχίας. Αυτός δεν είναι ~ να αγχώνεσαι. Εξ αυτού του ~ου. Αισθάνεται ότι δεν έχει ~ο ύπαρξης (πβ. νόημα, προορισμό, βλ. κενό). Για ποιο ~ο (πβ. αφορμή) έλειπες; Για κανένα ~ο (να) μη με ενοχλήσετε (: σε καμία περίπτωση). Ζητάει και τον ~ο (= και τα ρέστα) από πάνω. Δεν έχω ~ο να αμφιβάλλω. Ποιοι ~οι επιβάλλουν/ευνοούν/οδηγούν/ωθούν ...; Άγνωστοι παραμένουν οι ~οι (= τα αίτια, κίνητρα) του εγκλήματος. Δέκα ~οι για να κόψετε το κάπνισμα. Επικαλέστηκε προσωπικούς ~ους. Έχω ~ο/τον ~ο μου/τους ~ους μου που το αναφέρω. Δεν είχε ~ο να πει ψέματα. Εξήγησε τους ~ους για τους οποίους (= γιατί) ... Έχει βάσιμους ~ους να πιστεύει ότι ... Το θυμάμαι αυτό που λες, για άσχετο όμως ~ο. Πβ. αιτιο-, δικαιο-λογία. 3. αγόρευση, ομιλία: αποχαιρετιστήριος/αυτοσχέδιος/εναρκτήριος/επικήδειος/θρησκευτικός/καταγγελτικός/πολιτικός/(συνήθ. για κόμμα) προγραμματικός/προεκλογικός ~. Πανηγυρικός ~ για την 25η Μαρτίου. Βγάζω/εκφωνώ ~ο (στη Βουλή/στο δικαστήριο). Γράφω/ετοιμάζω ένα ~ο. Βλ. διάλεξη, διδαχή, κήρυγμα.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΡΗΤΟΡ.) Δικανικοί/επιδεικτικοί/συμβουλευτικοί ~οι. Οι ~οι του Δημοσθένη (βλ. φιλιππικός)/Κικέρωνα. Αγώνας ~ων. 4. ό,τι λέει κάποιος: η αλήθεια των ~ων του. Αναντιστοιχία/συνέπεια ~ων και έργων/πράξεων. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό ~ο για το φαγητό (πβ. εγκώμιο, έπαινος). Τι ~ο ξεστόμισες (: βρισιά, ύβρις)! Έχει πάντα έτοιμο τον κακό τον ~ο (= την κακία).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Πνευματικοί ~οι. ~οι Αγίων. ΣΥΝ. λόγια (1) 5. συζήτηση, αναφορά: Γίνεται (πολύς) ~ για πρόωρες εκλογές/ότι (σπάν. να) ... (: συζητιέται, σχεδιάζεται) Τον ~ο σου είχαμε (: μιλούσαμε, κουβεντιάζαμε για σένα). Πβ. μνεία. 6. υπόσχεση, διαβεβαίωση, δέσμευση: Αθέτησε/κράτησε/τήρησε τον ~ο της. Έχεις τον ~ο μου (πβ. δίνω τον λόγο μου, λόγω τιμής/στον ~ο της τιμής μου). Έμεινε πιστός/φάνηκε συνεπής στον ~ο του. Βασίζομαι στον ~ο σου.|| Είναι άνθρωπος με ~ο (: τιμή). 7. το δικαίωμα να μιλήσει κάποιος: Απευθύνω/αποτείνω/δίνω τον ~ο (σε κάποιον). Του αφαίρεσε τον ~ο. Κύριε ..., έχετε τον ~ο. Και τώρα ο ~ στον πρόεδρο. (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ου.|| (κατ' επέκτ.) Τον ~ο έχει τώρα η δικαιοσύνη (: είναι η σειρά της να αποφασίσει). 8. άποψη, γνώμη με ισχύ: Ο ~ του ακούγεται/μετράει/περνάει (: είναι σεβαστός, τον εκτιμούν). Θα έχει βαρύνοντα ~ο στην τελική απόφαση.|| Δεν υπάκουσε στον ~ο του πατέρα του. Πβ. διαταγή, εντολή, προσταγή. 9. λογική: ορθός ~ (πβ. ορθολογισμός). Η μετάβαση του ανθρώπου από τον μύθο στον ~ο. Πβ. έλλογο, μυαλό, νους. Βλ. υπέρλογο. ΣΥΝ. λογικό ΑΝΤ. άλογο(ν), παράλογο 10. ΜΑΘ. σχέση μεταξύ δύο μεγεθών, η οποία εκφράζεται ως το πηλίκο που προκύπτει, όταν διαιρεθούν μεταξύ τους: 3/4, ο ~ του 3 προς το 4. Ας υποθέσουμε ότι ο ~ α/β είναι σταθερός ... ΣΥΝ. αναλογία (5) ● Υποκ.: λογάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (του) λόγου: ΓΛΩΣΣ. μελέτη της δομής και των κανόνων που διέπουν γλωσσικές μονάδες μεγαλύτερες από την πρόταση (π.χ. παράγραφος, κείμενο, συνομιλία) κυρ. με γραμματικά και σημασιολογικά κριτήρια· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: κριτική ~ ~. Βλ. ανάλυση συνομιλίας, αναφορικ-, συνεκτικ-ότητα, συνοχή. [< αγγλ. discourse analysis, 1952] , (τα) μέρη του λόγου βλ. μέρος, αποχρών λόγος βλ. αποχρών, ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, ενδιάθετος λόγος βλ. ενδιάθετος, εστιακός λόγος βλ. εστιακός, ευθύς λόγος βλ. ευθύς, καθυστέρηση του λόγου/της ομιλίας βλ. καθυστέρηση, ο Λόγος (του Θεού) βλ. θεός, ο λόγος της τιμής βλ. τιμή, πεζός λόγος βλ. πεζός, πλάγιος λόγος βλ. πλάγιος, σπερματικός λόγος βλ. σπερματικός, σχήμα (λόγου) βλ. σχήμα, υποθετικός λόγος βλ. υποθετικός, υποτεταγμένος λόγος βλ. υποταγμένος ● ΦΡ.: από λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): από μένα, σένα ...: Μάθαμε ~ του ότι ..., για λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): για τον εαυτό μου/σου/του ...: ~ σου καλά έπραξες., για τον λόγο ότι ... & (σπάν.-λόγ.) επί τω λόγω ότι ...: γιατί, επειδή, εφόσον., δεν είναι σχήμα λόγου (προφ.): για κάτι που λέγεται κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά ή τυπικά: Θα χαρώ να τα ξαναπούμε· κι αυτό που λέω ~ ~ (: το εννοώ πραγματικά)., δεν μου πέφτει λόγος (προφ.): δεν με αφορά: Αν και (εμένα) ~ ~, θα σε συμβούλευα να φύγεις. Είναι προσωπική της επιλογή και δεν πέφτει ~ σε κανένα., δίνω λόγο 1. δίνω εξηγήσεις για τις ενέργειές μου, απολογούμαι, δικαιολογούμαι: Δεν έχω να δώσω ~ σε κανένα. ΣΥΝ. δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό, λογοδοτώ 2. λογοδίνομαι: Έδωσαν ~ κι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Πβ. αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι. 3. υπόσχομαι: Δώσαμε ~ να ξαναβρεθούμε στο ίδιο μέρος., έχω λόγο: εκφράζω την άποψή μου, συμμετέχω στη λήψη αποφάσεων: Δεν ~ει ~ στη διοίκηση της εταιρείας., ζητώ τον λόγο 1. ζητώ από κάποιον να εξηγήσει τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του: Κανείς δεν πρόκειται να σου ζητήσει ~. 2. (σε επίσημη συζήτηση, συνέλευση) ζητώ το δικαίωμα να μιλήσω: Κύριε Πρόεδρε, ~ ~. Ζήτησε και πήρε ~. [< γαλλ. demander la parole] , κάνω λόγο για ...: αναφέρομαι σε κάτι: Στην ανακοίνωσή/δήλωσή/έκθεσή/συνέντευξή του έκανε ~ για άμεση λήψη μέτρων., λόγο (σ)τον λόγο: κατά την εξέλιξη της συζήτησης: ~ ~ άναψαν τα αίματα., λόγος (και) αντίλογος: διατύπωση άποψης και προβολή της αντίθετής της, στο πλαίσιο του διαλόγου, της ελευθερίας έκφρασης: ~ ~ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αγώνες ~ου (και) ~ου (πβ. αντιλογία, επιχειρηματολογία). Βλ. ντιμπέιτ., λόγου χάρη/χάριν (συντομ. λ.χ.): για παράδειγμα., λόγω και έργω & λόγω ή έργω (λόγ.): με λόγια και/ή πράξεις: Είναι χαρισματική προσωπικότητα ~ ~.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξύβριση., λόγω τιμής & στο(ν) λόγο (της τιμής) μου (προφ.): ως έκφραση διαβεβαίωσης για την αλήθεια, την αξιοπιστία, την εγκυρότητα των λόγων κάποιου: Λόγω τιμής, δεν ξέρω τίποτα. Σου υπόσχομαι, στον λόγο της τιμής μου, δεν θα το ξανακάνω. [< γαλλ. (ma) parole d'honneur] , μετά λόγου γνώσεως (απαιτ. λεξιλόγ.): με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, με σύνεση και λογική, εκ πείρας, υπεύθυνα: Το λέω ~ ~., ο/η/το εν λόγω (λόγ.): για πρόσωπο ή πράγμα που έχει ήδη αναφερθεί, προς αποφυγή επανάληψης ή με ειρωνική χροιά: Με βάση τις διατάξεις του ~ ~ νόμου ... Η επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ~ ~ υποψήφιος δεν διαθέτει προϋπηρεσία. Το ~ ~ προϊόν παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα. Πβ. ο περί ου ο λόγος., ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση (εμφατ.-προφ.): σε περιπτώσεις που δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης: ~ ~ για ξεκούραση, αύριο φεύγουμε. -Μπορείς να με βοηθήσεις; -~ ~ (: βέβαια, θέλει και ρώτημα;)! Συναντηθήκαμε σήμερα, αλλά ~ ~ (: δεν μιλήσαμε καθόλου) για τα χθεσινά. Λίγες μέρες πριν τις διακοπές και για εισιτήρια φυσικά ~ ~ να γίνεται (: έχουν εξαντληθεί)., παίρνω/λαμβάνω τον λόγο: μιλώ ή παρεμβαίνω σε συζήτηση, αφού έρθει η σειρά μου: Πήρε ~ και είπε ... Πρώτος έλαβε ~ ο ..., ποιος ο λόγος να ...;: είναι άσκοπο, ανώφελο, ανούσιο: ~ ~ να πάω, αφού δεν θα έρθει; Πβ. ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος;, που λέει ο λόγος & (σπάν.) ο λόγος το λέει (προφ.): μιλώντας υποθετικά, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα ή μια παροιμία, λαϊκή ρήση: Kαι πενήντα να μαζευτούμε, ~ ~, χωράμε στην αίθουσα. Πβ. ας πούμε, τρόπος του λέγειν.|| Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο, ~ ~., του λόγου/(κι) ελόγου μου/σου/του ... (λαϊκό, συνήθ. ειρων.-μειωτ. για το β' κ. γ' πρόσ.): αντί της προσ. αντων. εγώ, εσύ, αυτός: Έτσι μεγάλωσα και ~ μου (= κι εγώ). Από πού 'ρχεσαι ~ σου; Καλό κουμάσι είναι κι ~ του! ΣΥΝ. αφεντιά, φυσικώ τω λόγω (λόγ.): όπως είναι λογικό, φυσικό., χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) & χωρίς αιτία/λόγο κι αφορμή & (λόγ.) άνευ λόγου (και αιτίας): χωρίς λογική εξήγηση: Κατηγορεί ο ένας τον άλλο ~ ~. Υποστήκαμε τα πάνδεινα ~ λόγο. ΣΥΝ. αδικαιολόγητα, αναίτια ΑΝΤ. δικαιολογημένα, ανάξιος λόγου βλ. ανάξιος, άξιος λόγου βλ. άξιος, για του λόγου το αληθές/το ασφαλές βλ. αληθής, δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί βλ. βλέπω, δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου βλ. δίνω, εν τη ρύμη του λόγου βλ. ρύμη, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, επ' ουδενί (λόγω) βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, ζωή σε (λόγου) σας βλ. ζωή, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο βλ. κουβέντα, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, ο περί ου/η περί ης/το περί ου ο λόγος βλ. περί, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, περί ορέξεως (ουδείς λόγος/κολοκυθόπιτα) βλ. όρεξη, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τι μέρος του λόγου είναι ...; βλ. μέρος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< αρχ. λόγος, γαλλ. langue, parole, raison]

μαντίλι

μαντίλι μα-ντί-λι ουσ. (ουδ.) {μαντιλ-ιού} & μαντήλι & (λόγ.) μανδήλι 1. μικρό τετράγωνο μαλακό ύφασμα για το σκούπισμα του προσώπου, κυρ. της μύτης: Σκούπισε με το ~ τα δάκρυα. Του κούνησε το ~ από την αποβάθρα (: για αποχαιρετισμό). Βλ. ποσέτ, μυξο-, τραπεζο-, χαρτο-μάντιλο. 2. ορθογώνιο ή τετράγωνο ύφασμα που φοριέται στο κεφάλι, τον λαιμό ή τους ώμους ως αξεσουάρ ένδυσης, κυρ. από γυναίκες: μεταξωτό/πολύχρωμο ~. Πβ. μαντίλα, μπαντάνα, φουλάρι. Βλ. κεφαλομάντιλο.|| Κρητικό ~ (= σαρίκι). ● Υποκ.: μαντιλάκι & μαντηλάκι (το): αντισηπτικά/αντιστατικά ~ια. Υγρά ~ια καθαρισμού (: για τα χέρια, το πρόσωπο, τα γυαλιά). ● ΦΡ.: δεν έχει μαντίλι να κλάψει (προφ.): (για κάποιον) που βρίσκεται σε άθλια οικονομική κατάσταση. [< μεσν. μαντήλι(ον)]

μαράζι

μαράζι μα-ρά-ζι ουσ. (ουδ.) (προφ.): μεγάλη λύπη, ανικανοποίητη επιθυμία που οδηγεί σε αυτή την κατάσταση: κρυφό/πικρό ~. Έλιωνε απ' το ~ του έρωτα/της καρδιάς (πβ. νταλκάς, ντέρτι, σεκλέτι). ● ΦΡ.: με τρώει το μαράζι: παθαίνω κατάθλιψη, μαραζώνω: Τον έχει φάει το ~ της ξενιτιάς., το έχω/βάζω μαράζι: έχω καημό για κάτι ή το λαχταρώ πολύ: ~ το έχω να σε δω να συγυρίζεις! Το έβαλε ~ που δεν έκανε οικογένεια. [< τουρκ. maraz]

μάτι

μάτι μά-τι ουσ. (ουδ.) {ματ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ. το αισθητήριο όργανο της όρασης: γαλάζια (= γαλανά· πβ. μπλε)/καστανά/μαύρα/πράσινα ~ια. Αμυγδαλωτά/βουρκωμένα/κατακόκκινα/μεγάλα/ορθάνοιχτα/σχιστά ~ια. Μαυρισμένο ~ (από μπουνιά). Ανοιγοκλείσιμο/κινήσεις του ~ιού. Βάφει τα ~ια της. Κρέμα/μακιγιάζ/μολύβι/σκιές ~ιών. Το περίγραμμα των ~ιών. Με δεμένα (τα) ~ια. Μαύροι κύκλοι/σακούλες κάτω από τα ~ια. Έχασε την όρασή του από το αριστερό/δεξί ~. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο ~. Τσούζουν τα ~ια μου από τον καπνό. Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα ~/το ~ με την ομπρέλα! Κοίτα με στα ~ια. Κουράστηκαν τα ~ια μου. Τρέχουν δάκρυα από τα ~ια. Τα ~ια βγήκαν κόκκινα στη φωτογραφία.|| Σύνθετα ~ια μέλισσας/μύγας. Προεξέχοντα ~ια.|| (ΑΝΑΤ.) Αγγεία/βλέφαρα/βολβός/βυθός/ίριδα/κανθός/κόγχη/κόρη/μύες/φακός/(αμφιβληστροειδής/κερατοειδής) χιτώνας του ~ιού. Πίεση στα ~ια. Γυάλινο ~. Βιονικό/τεχνητό ~ για τυφλούς. Μόλυνση/φλεγμονή του ~ιού. Βλ. αστιγματισμός, γλαύκωμα, δαλτονισμός, καταρράκτης, στραβισμός, αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία, α-, δυσ-χρωματοψία, βλεφαρ-, επιπεφυκ-, κερατ-ίτιδα, ωχρά/ωχρή κηλίδα. ΣΥΝ. οφθαλμός (1) 2. η ιδιότητα, η ικανότητα της όρασης: αόρατο στο ~. Έχει γερό/δυνατό ~ (: βλέπει πολύ καλά). Έχει χάσει τα ~ια του (: έχει τυφλωθεί). Τι βλέπουν τα ~ια μου! Χαρά των ~ιών (: ευχάριστο να το βλέπει κάποιος). Μέχρι εκεί που φτάνει το ~ (: μέχρι εκεί που μπορεί να δει κάποιος).|| (μτφ.) Τα βλέπει όλα, λες κι έχει ~ια στην πλάτη. 3. το βλέμμα και γενικότ. η έκφραση του προσώπου, όταν κοιτάζει κάποιος κάτι: γλυκά/ζεστά/λαμπερά/τσακίρικα/ψυχρά ~ια. Τα αδιάκριτα ~ια των περαστικών. Η εντυπωσιακή εμφάνιση τραβάει το ~. Έχει τα ~ια του πατέρα της (πβ. ματιά). Η γλώσσα των ~ιών. Συνεννοούμαι με τα ~ια. Γουρλώνω/κατεβάζω/σηκώνω/στρέφω/χαμηλώνω τα ~ια. Έχω τα ~ια μου καρφωμένα στη γη/κάτω. Δεν ξεκολλούσε τα ~ια του από πάνω της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα/(ίσια) μέσα στα ~ια (ενν. με ειλικρίνεια). Τον παρακολουθούσα με την άκρη του ~ιού μου. Γύρισα τα ~ια μου αλλού. Πού έχεις τα ~ια σου (: πού κοιτάς); Τα ~ια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα ~ια του. 4. (μτφ.) ο τρόπος αντιμετώπισης μιας κατάστασης: με το/μέσα από το ~ του αναγνώστη/ειδικού/επιστήμονα/θεατή. Η ζωή μέσα από τα ~ια ενός παιδιού. Η εικόνα της χώρας στα ~ια των ξένων. Αντιμετωπίζω/βλέπω/εξετάζω τα πράγματα με έμπειρο/θετικό/κριτικό ~. Βλέπει το μέλλον με καλύτερο ~. Βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια ~ια. Ήταν η καλύτερη ταινία στα ~ια (: κατά την εκτίμηση) όλων. Πβ. οπτική γωνία, σκοπιά.|| Mε το ~/τα ~ια (: ενδιαφέρον) στραμμένο/α στο μέλλον.|| Το άγρυπνο ~ (: επίβλεψη) της Αστυνομίας/του Νόμου. 5. καθετί που μοιάζει με μάτι: ηλεκτρονικό ~. Το ~ της πόρτας (= ματάκι)/της φωτογραφικής μηχανής. Το ~ του τυφώνα (: το κέντρο). ~ διχτυού (: καθεμία από τις τρύπες, πβ. θηλιά). (παλαιότ.) ~ της θάλασσας (= δίνη). Αβγά ~ια (: τηγανισμένα ώστε ο κρόκος να ξεχωρίζει από το ασπράδι). Περνάω την κλωστή από το ~ (: τρύπα στην κορυφή) της βελόνας.|| (εστία κουζίνας:) Ηλεκτρικό/μεγάλο/μεσαίο/μικρό ~. Ανάβω/σβήνω το ~. Ξέχασα ανοιχτό το ~. 6. (λαϊκό) κακό μάτι· σπανιότ. ματόχαντρο: σκόρδο/(μπλε) χάντρα για το ~. Πιστεύει στο ~.|| Φόρα ένα ~! 7. ΒΟΤ. (κοινό) οφθαλμός. Πβ. κόμπος, ρόζος. Βλ. βλαστός, φύτρα. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) ● Μεγεθ.: ματάρες (οι): (ως οικ. προσφών.) ~ μου όμορφες! ● ΣΥΜΠΛ.: κακό μάτι: βλέμμα που θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον: Έχει ~ ~! Πρόσεχε το ~ ~! Βλ. βασκανία, μάτιασμα., μάτια γάτας: ανακλαστήρες οδοστρώματος: διαχωρισμός των κατευθύνσεων/οριοθέτηση των λεωφορειόδρομων με ~ ~ (κίτρινου χρώματος). [< αγγλ. cat's-eyes, 1940] , μάτι της τίγρης/του τίγρη βλ. τίγρη, μάτι του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, μάτια κουμπότρυπες βλ. κουμπότρυπα, τρίτο μάτι βλ. τρίτος ● ΦΡ.: (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι & με λοξό μάτι (μτφ.): με αντιπάθεια, κακία, μίσος ή καχύποπτα: Δεν με χωνεύει καθόλου και με κοιτάει ~ ~. Με πήρε απ' την αρχή με στραβό ~., (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου: για κάτι που το θεωρούμε πολύτιμο: Προσέχει/έχει/φυλάει το καινούργιο αμάξι ~ ~ του., ... και τα μάτια σου! (εμφατ.): πρόσεχε πολύ, έχε το νου σου: Το παιδί ~ ~!, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (παροιμ.): για ποιοτική διαφοροποίηση φαινομενικά όμοιων πραγμάτων: Πολλοί αντέγραψαν το αρχικό σχέδιο, όμως ~ ~., βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι: εποφθαλμιώ· σταμπάρω, επιβουλεύομαι: ~ ~ το πορτοφόλι/τα χρήματα κάποιου. Έχει βάλει ~ (= στοχεύει) την πρώτη θέση. Έχω βάλει ~ ένα φόρεμα (: θέλω να το αποκτήσω· πβ. μπανίζω).|| Τον έχουν βάλει ~ και δεν τον αφήνουν σε ησυχία., βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι: προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση: Οι ανορθόγραφες λέξεις/τα κόκκινα παπούτσια βγάζουν ~/χτυπάνε ~., βγάζω τα μάτια (σε κάτι) (σπάν.-προφ.): του καταστρέφω τον μηχανισμό., βγάζω τα μάτια μου (μτφ.) 1. κουράζονται τα μάτια μου με κάτι: Έβγαλα ~ να καταλάβω τι γράφει. 2. τσακώνομαι πολύ έντονα: Αν τους αφήσεις μόνους, θα βγάλουν ~ τους. 3. (αργκό) κάνω σεξ., βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι: έχω ευνοϊκή/δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπο ή κατάσταση: Αν δεν το δεις με καλό μάτι, δεν θα πετύχεις. Από την αρχή με πήρε με κακό μάτι. Βλ. καλο-, κακο-βλέπω., για τα μάτια του κόσμου (προφ.): για κάτι που γίνεται για τα προσχήματα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική επίκριση: φιλανθρωπίες ~ ~. Πβ. ξεκάρφωμα. Βλ. για την τιμή των όπλων, κατ' επίφαση. ΣΥΝ. για το θεαθήναι, για τους τύπους, για τα ωραία/τα μαύρα μάτια (κάποιου): για την ομορφιά του και γενικότ. για το χατίρι του: Τσακώθηκαν ~ ~ της μάτια (ή για τα μάτια μιας γυναίκας).|| (συνήθ. ειρων.) Δεν είναι μαζί σου ~ ~ σου μάτια, αλλά για τα λεφτά σου., δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: δεν παύω να παρακολουθώ, να επιτηρώ: Στιγμή δεν τους άφησε ~ της., δεν έχω μάτια (γι' άλλον): δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω κάποιον άλλο: Ορκίζεται ότι με αγαπάει και πως δεν έχει ~ γι΄ άλλη. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που δεν έχουν ~ παρά μόνο ο ένας για τον άλλον., δεν έχω μάτια να δω 1. (κάποιον): τον ντρέπομαι: Μετά την παρεξήγηση δεν είχε ~ να τον δει. 2. (κάτι): δεν μπορώ να καταλάβω, συνήθ. γιατί είμαι στενόμυαλος, κοντόφθαλμος: Δεν έχουν ~ να δουν τι συμβαίνει;, δεν κλείνω μάτι (εμφατ.): δεν μπορώ να κοιμηθώ: Δεν έκλεισα ~ όλη (τη) νύχτα από τον βήχα/τη στεναχώρια., δεν τον/το πιάνει το μάτι σου: δεν αντιλαμβάνεσαι από την αρχή την πραγματική του αξία, τον χαρακτήρα, την κατάστασή του: Είναι ένα μικρό μαγαζάκι που δεν το ~ ~., ένα τρίτο μάτι: μια άλλη άποψη που θεωρείται συνήθ. αντικειμενική· (κυρ. γενικότ.) κάποιος άλλος: ~ ~ μπορεί να εντοπίσει στο κείμενο λάθη που ξέφυγαν., έπεσε στα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. έπαψε να έχει την εκτίμησή του: Με την προκλητική του συμπεριφορά έπεσε ~ μας. Πβ. ξεπέφτω. ΑΝΤ. ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου 2. είδα, βρήκα τυχαία: Ψάχνοντας ~ ~ μου το βιβλίο αυτό., έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα: έχω τεταμένη την προσοχή μου, προσέχω πάρα πολύ: (συνήθ. ως προτροπή) Τα μάτια σου ~, κακομοίρη μου (= πρόσεχε)! Πρέπει συνεχώς να ~ ~, μην τυχόν και μου τη φέρουν., θα σου βγάλω τα μάτια: ως απειλητική έκφραση: ~ ~, αν με κοροϊδέψεις!, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα (παροιμ.): για να τονιστεί το πόσο κακό είναι να αποκτήσει κάποιος κακή φήμη., καλώς τα μάτια μου τα δυο (οικ.-συχνά ειρων.): ως καλωσόρισμα., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον): προσπαθώ να τον προσελκύσω, συνήθ. ερωτικά: Της έκανε ~ και την έριξε (πβ. φλερτάρω). Του κάνει ~, για να τον καλοπιάσει. [< γαλλ. faire les yeux doux] , κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι κάτι αρνητικό, παραβλέπω: Όλο του φωνάζεις, κάνε και λίγο τα ~ ~!, κόβει το μάτι (του) & έχει μάτι (μτφ.): έχει (μεγάλη) αντίληψη, είναι έξυπνος, παρατηρητικός: Βλέπω, ~ ~ σου! Δεν μπορείς να πεις, ~ ~ μου/έχω ~!, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται (παροιμ.): για ανθρώπους, συνήθ. φίλους ή συγγενείς, που ξεχνούν ο ένας τον άλλον όταν δεν συναντιούνται συχνά, που παύουν να έχουν τα ίδια έντονα συναισθήματα όταν βρίσκονται μακριά., μάτια/ματάκια μου: (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις ~ ~;, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον ή κάτι: Άντε βρε παιδί μου, ~ ~! ~ ~ να δούμε ποιοτική εκπομπή!, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια: για διαφορετική προσέγγιση, αντιμετώπιση ενός θέματος: Μετά τον τραυματισμό είδε τον κόσμο με άλλα ~. Ηρέμησε και θα δεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Πβ. ματιά., με πιάνει το μάτι: ματιάζομαι εύκολα: Φοράει σταυρό, για να μην τον ~ ~., με το μάτι: χωρίς ακριβή μέτρηση, ζύγιση, κατά προσέγγιση: Υπολογίζω ~ ~ (την ποσότητα). Ρίχνω αλάτι στο φαγητό ~ ~., μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου (επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή βρίσκεται μπροστά μου: Το ατύχημα διαδραματίστηκε/έγινε μπροστά ~ ~ (πβ. ενώπιον). Το πορτοφόλι ήταν μπρος/μες ~ ~ κι εγώ δεν το έβλεπα.|| (μτφ.) Μας κοροϊδεύει μπροστά ~ ~ μας!|| Μπροστά στα μάτια των περαστικών (= μπροστά στον κόσμο)., να χαρείς τα μάτια σου (οικ.): σε περιπτώσεις που ζητείται ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι: Έλα λίγο εδώ, ~ ~!, παίζει το μάτι του & το μάτι του παίζει (μτφ.): παρατηρεί με ερωτικό κυρ. ενδιαφέρον τους άλλους, ερωτοτροπεί: Αν και ~ ~ του, της είναι πιστός. ~ ~ της από 'δω και από 'κει/δεξιά-αριστερά., παίζει/πετάει το μάτι μου: σε περιπτώσεις που γίνονται αυτόνομες συσπάσεις των μυών του ματιού, συνήθ. από άγχος και νευρικότητα. Πβ. τρεμοπαίζει., παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι): βλέπω κάποιον/κάτι τυχαία, φευγαλέα ή από μακριά: Εκεί που καθόμουνα, πήρε ~ μια γνωστή φυσιογνωμία. Κάπου το(ν) πήρε ~., παίρνω/κάνω μάτι: κοιτάζω κρυφά, κυρ. ηδονοβλεπτικά: Τον έπιασα να ~ει ~ την ώρα που ντυνόμουν. Πβ. μπανίζω., πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) & το μάτι/βλέμμα πήγε (κάπου) (οικ.): βλέπω κάτι/κάποιον τυχαία: Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο. Κοιτούσε το πλήθος και το βλέμμα του έπεσε πάνω της., του μπαίνω στο μάτι: γίνομαι στόχος κάποιου: Τους μπήκα ~, επειδή δεν συμφώνησα μαζί τους. Η περιουσία του μπήκε ~ των απατεώνων., χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: παύω να έχω οπτική επαφή με αυτό(ν): Ένα λεπτό να τον χάσω ~ και την έκανε τη ζημιά. Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι και τον έχασα ~.|| Δεν τη ~ει ~ του (: την παρακολουθεί συνεχώς)., ... να δουν τα μάτια σου! βλ. βλέπω, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια βλ. ακολουθώ, ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) βλ. ανοίγω, ανοίγω τα μάτια μου βλ. ανοίγω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, γδύνω με τα μάτια βλ. γδύνω, γυαλίζει το μάτι του βλ. γυαλίζω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν μου γεμίζει το μάτι βλ. γεμίζω, δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ... βλ. παίρνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου βλ. βλέπω, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, έχει φοβηθεί το μάτι μου βλ. φοβάμαι, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου βλ. βλέπω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θολώνει το μάτι μου βλ. θολώνω, καρφί στο μάτι βλ. καρφί, κλείνουν τα μάτια μου βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (κάποιου) βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (μου) βλ. κλείνω, κλείνω το μάτι (σε κάποιον) βλ. κλείνω, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με κλειστά (τα) μάτια βλ. κλειστός, με την τσίμπλα στο μάτι βλ. τσίμπλα, μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω βλ. πετώ, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, πήζει το μάτι βλ. πήζω, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πονάει δόντι, βγάζει μάτι βλ. δόντι, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου βλ. στεγνώνω, στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια βλ. βασιλεύω, της Παναγιάς τα μάτια βλ. Παναγία, τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας βλ. βλέπω, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...) βλ. σταματώ, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, το μάτι μου γαρίδα βλ. γαρίδα, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα βλ. μούτρο, τον/την κοιτάει στα μάτια βλ. κοιτάζω, τρίβω τα μάτια μου βλ. τρίβω, τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα βλ. τρώω, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< μεσν. μάτιν, γαλλ. œil, yeux, αγγλ. eye]

μέλλον

μέλλον μέλ-λον ουσ. (ουδ.) {μέλλ-οντος} 1. ο χρόνος που ακολουθεί την παρούσα στιγμή· ιδ. όσα μπορεί ή πρόκειται να συμβούν: άγνωστο/άδηλο/σκοτεινό (το) ~ (...) Στο κοντινό/προσεχές ~ (πβ. σύντομα, προσεχώς). Στο απώτατο/μακρινό ~ (πβ. μακροπρόθεσμα, σε βάθος χρόνου). Σχέδια για το ~. Γνώση του ~οντος (πβ. μαντεία, προφητεία). Διαβάζει/(προ)βλέπει το ~. Τι μας επιφυλάσσει το ~; Ελπίζω σε ένα καλύτερο ~. Το ~ (= ο καιρός) θα δείξει αν θα τα καταφέρει. Δεν θα υπάρξουν προβλήματα στο ~ (= από δω και μπρος, στο εξής). (μτφ.) Ματιά/με το βλέμμα στραμμένο/ταξίδι προς το/στο ~ (πβ. προς τα εμπρός). Βλ. παρόν, σήμερα, τώρα. ΣΥΝ. αύριο ΑΝΤ. παρελθόν 2. (ειδικότ.) η εξέλιξη, οι προοπτικές, η μελλοντική κατάσταση ή ύπαρξη: αβέβαιο/αμφίβολο/δυσοίωνο/ζοφερό/λαμπρό/ρόδινο ~. Πολλά υποσχόμενο ~. Ψηφιακό (είναι) το ~ για τα ΜΜΕ. Πράσινες (= οικολογικές) οι πόλεις του ~οντος. Αυτοκίνητα/κινητά από το ~. Αγωνία/αισιοδοξία/ελπίδα/προβλέψεις για το ~ της παγκόσμιας οικονομίας. Οι νέοι έχουν/κρατούν/πρέπει να πάρουν το ~ (= τη ζωή) στα χέρια τους (: να κινητοποιηθούν, να αναλάβουν πρωτοβουλίες). Η σχέση τους δεν έχει (κανένα) ~ (πβ. βραχύβια, εφήμερη). Διασφαλίζω/εξασφαλίζω/επενδύω (στο)/καταστρέφω/σκέφτομαι/υποθηκεύω/χτίζω το ~ των παιδιών μου. Πώς (προ)διαγράφεται το ~ της Γης; Κρίνεται το πολιτικό ~ της χώρας (πβ. πορεία). (θετ. συνυποδ.) Επαγγέλματα/ομάδα με ~. Το ~ ανήκει στο ίντερνετ. ● ΦΡ.: έχουμε μέλλον (προφ.): έχουμε χρόνο, ώσπου να γίνει κάτι: Μην αγχώνεσαι, έχουμε ~ ακόμη/μπροστά μας., έρχεται από το μέλλον βλ. έρχομαι, στο άμεσο μέλλον βλ. άμεσος, στο απώτερο μέλλον βλ. απώτερος, στο εγγύς μέλλον βλ. εγγύς [< αρχ. μέλλον, γαλλ. avenir]

μένω

μένω μέ-νω ρ. (αμτβ.) {έμει-να, μεί-νει, μέν-οντας} 1. κατοικώ: ~ εκτός Ελλάδας/ένα στενό παρακάτω/(προσωρινά) με τους γονείς μου/μόνη μου/στην επαρχία/στον δεύτερο (όροφο)/στο κέντρο/στην οδό (βλ. διεύθυνση) ... Δεν ~ουν πια εδώ. ~ουμε αλλού τώρα/δίπλα-δίπλα (: είμαστε γείτονες)/(πολύ) κοντά. Απέναντί μας δεν ~ει κανείς. Σε ποια περιοχή/πού ~ετε; Μέναμε μαζί (= συγκατοικούσαμε). Θα ήθελες να ~νεις (= ζήσεις) μόνιμα στο εξωτερικό; ~ (= το σπίτι μου είναι) δέκα λεπτά από τη δουλειά. Πβ. δια~. 2. βρίσκομαι σε κάποιο μέρος, εξακολουθώ να είμαι κάπου, συχνά περισσότερο από το συνηθισμένο, το κανονικό: ~εις ή φεύγεις; Θα ~νω για δυο λεπτά. Μη ~ετε πολλή ώρα κάτω από τον ήλιο. Θα ~νετε για φαγητό; Μακάρι να μέναμε περισσότερο! Θα χρειαστεί να ~νετε στο κρεβάτι/νοσοκομείο για λίγες μέρες. Μέχρι πότε/πόσο θα ~νεις; Άσε με να ~νω λίγο ακόμη. Μπορείς να ~νεις όσο θέλεις. ~νε εκεί που είσαι, έρχομαι! Μπορείς να λείψεις όσο θες, θα ~νω εγώ στη θέση σου (βλ. αντικαθιστώ). ~νετε στις θέσεις σας (= μην κουνηθείτε). ~να όλη μέρα μέσα (: στο σπίτι, δεν βγήκα καθόλου· πβ. κλείστηκα). Σ' ευχαριστώ που ~νες μαζί μου. Θα ~νω (= κάτσω) κι άλλο. ~νατε καιρό στο χωριό; ~νε έξω όλο το βράδυ/μέχρι το απόγευμα στο γραφείο. ~να (= περίμενα) να δω τι θα γίνει. Στο τέλος ~ναν τρεις κι ο κούκος.|| Τα πλοία ~ναν στο λιμάνι εξαιτίας της κακοκαιρίας (βλ. αγκυροβολώ).|| Θα ~ουμε σε ξενοδοχείο/δίκλινο. Πβ. διανυκτερεύω, καταλύω.|| Το δικαστήριο έκρινε ότι το παιδί πρέπει να ~νει με τη μητέρα του. 3. περιέρχομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση ή (συνεχίζω να) έχω μια ιδιότητα, να βρίσκομαι σε μία θέση, σε ένα επίπεδο: ~ έκπληκτος/ξύπνιος ως αργά/τελευταίος/ψύχραιμος. ~νε ακίνητη/αμίλητη για μια στιγμή. ~νε ανύπαντρη/έγκυος/ορφανή/παράλυτη/χήρα/χωρίς δουλειά (πβ. άνεργη). Μείναμε με την απορία/την ελπίδα/το παράπονο. Θέλω να ~νω μόνος μου. Ας ~νουμε φίλοι. Μη ~ετε αρκετές ώρες νηστικοί. Λες να μου ~νει κουσούρι; Του ~νε το παρατσούκλι. ~ναν ατιμώρητοι. Η ομάδα ~νε με δέκα παίκτες από το πρώτο ημίχρονο. Μείνε ήσυχος (κ. χιουμορ. ~νε ανήσυχος). Μη ~εις αδρανής/απαθής/θεατής. Ας ~νουμε ενωμένοι. Δεν μείναμε ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα. Πώς να ~νετε για πάντα νέοι. ~ει πιστός στην παράδοση. Δεν πρέπει να ~ουμε στάσιμοι. ~νετε συντονισμένοι (= συντονιστείτε) στον σταθμό. Δεν ~νε κανένας ζωντανός (πβ. γλιτώνω, επιβιώνω, διασώζομαι). Μείνατε καιρό μαζί (: βγαίνατε, είχατε σχέση);|| Αύριο τα σχολεία θα ~νουν κλειστά. Το πλοίο ~νε ακυβέρνητο. Το πρώτο τους άλμπουμ ~νε στα αζήτητα. Η ομάδα ~νε στην Α' Εθνική/στην κορυφή. Ας ~νουν τα πράγματα όπως είναι. (εμφατ.) Σύνθημα που ήταν, είναι και θα ~νει διαχρονικό. ΣΥΝ. παραμένω (1) 4. (συνήθ. + σε) σταματώ ή περιορίζομαι σε κάτι: Ας μη ~νουμε σ' αυτό. Ας ~ουμε (= σταθούμε) εδώ για λίγο. Ας ~νει εδώ το θέμα. ~ει στα ίδια και τα ίδια (πβ. επιμένει). Η συμφωνία ~νε στα χαρτιά (= δεν εφαρμόστηκε, δεν τηρήθηκε). Συνεχίζουμε από κει που ~ναμε την τελευταία φορά. Πού/σε ποιο κεφάλαιο είχαμε ~νει; ~νε στις υποσχέσεις (πβ. μένω στα λόγια). Οι διεθνείς μας ~ναν τελικά στην προσπάθεια (: δεν κατάφεραν να προκριθούν). Οι δύο ομάδες ~ναν στο 1-1.|| (αρνητ. συνυποδ.) Έχει ~νει στη δεκαετία του ... Μη ~εις (= κολλάς) στο παρελθόν/στους τύπους. 5. ξεμένω, μου τελειώνει κάτι: ~να από/χωρίς βενζίνη/μονάδες/μπαταρία/χρήματα. Το νησί κινδυνεύει να ~νει χωρίς πόσιμο νερό/ρεύμα. 6. απορρίπτομαι, κόβομαι: Στις πόσες απουσίες ~εις; ~νε σε δύο μαθήματα. ΑΝΤ. περνώ (5) 7. {συνηθέστ. στον αόρ.} (νεαν. αργκό) νιώθω μεγάλη έκπληξη, αδυνατώ να αντιδράσω: Μιλάμε, μόλις την είδα ~να (πβ. έπαθα, κόλλησα)! Τον κοιτάς και ~εις ... Καλά, μόλις το άκουσα, ~να (= κουφάθηκα)! ΣΥΝ. παθαίνω πλάκα 8. για κάτι που κληρονομεί κάποιος ή του ανήκει: Η περιουσία του θα ~νει στο ίδρυμα. Της ~νε το σπίτι από τους γονείς της.μένει 1. απομένει, περισσεύει, υπολείπεται: Μια βδομάδα ~/~νε μέχρι τις διακοπές. Μία λύση μόνο ~. Αυτό είναι ό,τι ~νε απ' το φαγητό; Έχει ~νει καθόλου κρασί;|| Δεν μου ~ χρόνος να ξεκουραστώ. Πόσος χρόνος ζωής του ~ ακόμη; Λίγες ώρες ~ναν για την έναρξη του μεγάλου τελικού. Δεν τους ~ουν και πολλά (ενν. χρήματα) κάθε μήνα. Δεν ~νε ούτε δεκάρα.|| Τι άλλο ~ να κάνουμε; ~ να μάθω αν θα έρθουν. ~ουν πολλά να γίνουν ακόμα. Το μόνο που ~ να δούμε είναι ...|| (στην αριθμητική) Αν από το πέντε αφαιρέσουμε δύο, ~ουν τρία. 2. εξακολουθεί να υπάρχει, διαρκεί· ειδικότ. διατηρείται στη μνήμη παρά το πέρασμα του χρόνου: Έχουν ~νει κάποια σημάδια. Η αληθινή αγάπη ~ για πάντα. Δεν ~νε (= δεν σώθηκε) τίποτα από εκείνη την εποχή.|| Αυτό το ταξίδι θα μου ~νει αξέχαστο. Τι σας ~νε από την αποψινή βραδιά; Στιγμές που ~ναν στην ιστορία. Παροιμιώδης φράση που έχει ~νει ως τις μέρες μας. ● ΦΡ.: έμεινα να ...: συνεχίζω να κάνω κάτι: ~ ~ την κοιτάζω καθώς απομακρυνόταν. Στο τέλος μένεις να αναρωτιέσαι γιατί έγιναν όλα αυτά., έμεινε στον τόπο (μτφ.) 1. βρήκε ξαφνικό θάνατο, πέθανε ακαριαία: Χτύπησε στο κεφάλι κι ~ ~.|| Μην της λες τέτοια, θα μας μείνει ~ (= επιτόπου). 2. έμεινε στην ίδια τάξη., ήρθα για να μείνω (εμφατ.): για να δηλωθεί η εμφάνιση και αποφασιστική παρουσία προσώπου ή πράγματος σε έναν χώρο, με στόχο την εδραίωσή του σε αυτόν: ~ ~ πολλά χρόνια στην ομάδα. Ήρθαμε για να μείνουμε, ο κόσμος να χαλάσει.|| Τα μέτρα της κυβέρνησης/οι συσκευές ηλεκτρονικής ανάγνωσης ήρθαν για να μείνουν., μένει στη μέση (προφ.): δεν ολοκληρώνεται κάτι: Η δουλειά/το παιχνίδι/η προσπάθεια έμεινε ~. Οι σπουδές του/τα σχέδια έμειναν ~. Τα έργα κινδυνεύουν να μείνουν ~ (= ανολοκλήρωτα).|| (σπανιότ. στο α' ή β' πρόσ.) Ξεκίνησα να γράφω, αλλά έμεινα ~ (= δεν το τελείωσα)., μένει ως έχει: δεν αλλάζει: Το αποτέλεσμα του αγώνα/το θέμα/η κατάσταση ~ ~. Μερικά πράγματα καλύτεραν να ~ουν ως ~ουν., μένω μακριά (μτφ.): δεν πλησιάζω: ~ει ~ από τα φώτα της δημοσιότητας. Μείνε ~ απ' τα ναρκωτικά/το ποτό. Πβ. αποφεύγω.|| Οι δύο παίκτες έμειναν ~ από τις ατομικές τους επιδόσεις., μένω στα χέρια (κάποιου) {συνήθ. στον αόρ.} 1. για πρόσωπο που πεθαίνει ξαφνικά ενώπιον άλλου: Του 'μεινε ~ ο ασθενής. 2. για κάτι που χαλάει κατά τη χρήση του: Μου 'μεινε ~ το χερούλι της πόρτας., μένω στην ίδια τάξη: δεν προβιβάζομαι στην επόμενη: ~ε ~ λόγω απουσιών. ΣΥΝ. έμεινε στον τόπο (2), ταύτα και μένω (λόγ.): έκφραση που δηλώνει ότι κάποιος δεν έχει να πει κάτι άλλο: ~ ~ προς το παρόν., (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, (κάποιος/κάτι) μένει στα λόγια βλ. λόγια, (τα λόγια πετούν,) τα γραπτά μένουν βλ. γραπτός, αφήνω (κάποιον/κάτι) σύξυλο/μένω σύξυλος βλ. σύξυλος, αφήνω/παρατώ (κάποιον) στα κρύα του λουτρού βλ. λουτρό, βρέθηκε/έμεινε στον άσο βλ. άσος, δεν (απο)μένει (τίποτα άλλο) παρά/εκτός από βλ. απομένω, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα βλ. πέτρα, δεν έμεινε ρουθούνι βλ. ρουθούνι, δεν έμεινε/δεν άφησαν (ούτε) κολυμπηθρόξυλο (όρθιο) βλ. κολυμπηθρόξυλο, δεν έμεινε/δεν άφησαν τίποτα όρθιο βλ. τίποτα, δεν μου έμεινε άντερο βλ. άντερο, είμαι/έχω μείνει ταπί (και ψύχραιμος) βλ. ταπί1, έμεινα με τη γλύκα βλ. γλύκα, έμεινα με την εντύπωση βλ. εντύπωση, έμεινα με την όρεξη βλ. όρεξη, έμεινε (ο) μισός βλ. μισός, ζω/μένω/είμαι στη σκιά βλ. σκιά, η κακία θα σου μείνει! βλ. κακία, θα/να/ας μείνει ανάμεσά μας/μεταξύ μας βλ. ανάμεσα, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, μ' έπιασε/έπαθα/έμεινα από λάστιχο βλ. λάστιχο, μένω (απ') έξω βλ. έξω, μένω άγαλμα βλ. άγαλμα, μένω αμανάτι βλ. αμανάτι, μένω άφωνος βλ. άφωνος, μένω κάγκελο βλ. κάγκελο, μένω μετεξεταστέος βλ. μετεξεταστέος, μένω μπουκάλα βλ. μπουκάλα, μένω πίσω βλ. πίσω, μένω σέκος βλ. σέκος, μένω στο ράφι βλ. ράφι, μένω στον δρόμο βλ. δρόμος, μένω/αφήνω κόκαλο βλ. κόκαλο, μένω/γίνομαι στήλη άλατος βλ. στήλη, μένω/είμαι ρέστος βλ. ρέστος, μένω/είμαι στεγνός βλ. στεγνός, μένω/ζω/είμαι στο νοίκι βλ. νοίκι, μπαίνει/μένει στο ράφι βλ. ράφι, να μου λείπει (το βύσσινο) βλ. λείπω, πέθανε/έμεινε στην ψάθα βλ. ψάθα, περνά/μένει απαρατήρητο(ς) βλ. απαρατήρητος, περνά/μένει/μπαίνει στην ιστορία βλ. ιστορία, στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου βλ. πόδι [< αρχ. μένω]

μέρα

μέρα μέ-ρα ουσ. (θηλ.) {μερών} (προφ.) : ημέρα. ● Υποκ.: μερούλες (οι) {σπάν. στον εν. μερούλα} (προφ.): για να δηλωθεί σύντομο χρονικό διάστημα, μικρή διάρκεια: Κάνε αίτηση και σε δυο/λίγες ~ (το πολύ) θα το 'χεις στα χέρια. ● ΣΥΜΠΛ.: άγιες μέρες & Άγιες ημέρες: για σημαντικές γιορτές, συνήθ. η περίοδος των Χριστουγέννων και του Πάσχα: Έρχονται ~ ~. Πού θα περάσετε τις ~ ~;, επόμενη μέρα: η μέρα ή κυρ. η περίοδος που ακολουθεί ένα σημαντικό ή καταστροφικό γεγονός ως προς τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία ή την ανθρωπότητα: η ~ ~ των εκλογών/μετά τον σεισμό., αλκυονίδες (μέρες) βλ. αλκυονίδες, αποφράδα μέρα βλ. αποφράδα, άσπρη μέρα βλ. άσπρος, γιορτάρες μέρες βλ. γιορτάρης, η (η)μέρα της μαρμότας βλ. μαρμότα, χάπι της επόμενης μέρας βλ. χάπι, χρονιάρες μέρες βλ. χρονιάρης ● ΦΡ.: από μέρα σε μέρα: μέσα στις επόμενες μέρες, σύντομα: Θα έρθει/τον περιμένω ~ ~., από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη & (σπάν.) από τη μια ώρα στην άλλη: σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά: Μπορεί να καταφτάσει ~ ~ (πβ. όπου να 'ναι). Το κακό μπορεί να συμβεί ~ ~. [< γαλλ. d'un moment/jour à l'autre] , βρήκες τη μέρα/μέρα που βρήκες να ...! (προφ.): για ακατάλληλη μέρα: ~ ~ να λείπεις ...!, βρίσκω/πετυχαίνω κάποιον σε καλή/κακή μέρα ή είμαι σε καλή/κακή μέρα: για καλή/κακή διάθεση ή απόδοση κάποιου (μια συγκεκριμένη μέρα): Με βρήκες/με πέτυχες σε κακή μέρα (= δεν είναι η μέρα μου σήμερα)., για μια μέρα: (για ισχύ, φήμη) όσο διαρκεί μια μέρα: δωρεάν μετακίνηση/ήρωας ~ ~., δεν είναι η μέρα μου (σήμερα)!: δεν είμαι σε καλή ψυχική διάθεση ή αντιμετωπίζω αναποδιές (σήμερα): Πβ. δε(ν) με θέλει.|| (με κατάφαση) Είναι η μέρα μου (σήμερα) (= μου πάνε όλα καλά, έχω επιτυχίες)!, είμαι στις μέρες μου: είμαι ετοιμόγεννη., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα δική μου: έχω τη συγκεκριμένη μέρα ελεύθερη (μη εργάσιμη), ώστε να τη διαθέσω όπως θέλω., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου: έχω πολύ χρόνο ακόμα μέχρι να βραδιάσει, επομένως μπορώ να κάνω κάτι χωρίς βιασύνη: Πρέπει να ξεκινήσουμε νωρίς, για να έχουμε ~ μας!, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται (παροιμ.): η καλή εξέλιξη φαίνεται από την αρχή., η μέρα με τη νύχτα: για να δηλωθεί η (απόλυτη) αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε πρόσωπα ή καταστάσεις, απόψεις: Διαφέρουν όσο ~ ~., κάθε μέρα και καλύτερα: για σταδιακή, διαρκή βελτίωση: Αισθάνομαι/πηγαίνω ~ ~ (= καλυτερεύω, βελτιώνομαι)., κάθε χρόνο τέτοια μέρα: για κάτι που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο την ίδια μέρα: Μας θυμούνται ~ ~., κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι: μπορούμε και αύριο να κάνουμε κάτι που δεν προλάβαμε ή δεν μπορέσαμε σήμερα: Δεν βαριέσαι! ~ ~!, μέρα με τη μέρα & μέρα με την ημέρα: καθώς περνά ο καιρός, σταθερά: Η κατάστασή του βελτιώνεται/επιδεινώνεται ~ ~., μέρα παρά μέρα: ανά δύο εικοσιτετράωρα: Ξεσκονίζει ~ ~., μέρα που είναι/που 'ναι: σε μια τόσο σημαντική μέρα: Έλα τώρα, ~ ~, μην είσαι στενοχωρημένος!, μέρα-νύχτα & νύχτα-μέρα: διαρκώς, αδιάκοπα, ακατάπαυστα: Διαβάζει/δουλεύει ~ ~. ΣΥΝ. μερόνυχτα, νυχθημερόν, μου φτιάχνει/μου χαλάει τη μέρα: με κάνει να νιώθω ωραία/να στενοχωρηθώ: Μου 'φτιαξες τη ~ με τα αστεία/με το χαμόγελό σου!, οι μέρες του είναι λίγες/μετρημένες: για πρόσωπο που πρόκειται να πεθάνει σύντομα ή κυρ. να αποπεμφθεί ή να αντικατασταθεί ή για κάτι που δεν έχει μέλλον, που θα πάψει να υφίσταται: ~ ~ στη δουλειά/στην ομάδα., πηγαίνει καλά η μέρα (μου): συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα εντός του εικοσιτετραώρου: Το πρωί ακούει λίγη μουσική, για να πάει ~ της., σαν να μην πέρασε μια μέρα: για κάποιον ή κάτι που παραμένει αμετάβλητο(ς), αναλλοίωτο(ς) στο πέρασμα του χρόνου: ~ ~ από την τελευταία φορά που την είχα δει., σώθηκαν οι μέρες του: πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος. ΣΥΝ. έσβησε το καντήλι του, τελείωσαν/τέλειωσαν οι μέρες του 1. (για πρόσ.) πέθανε. 2. (για πράγμα) δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο. Πβ. τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του., την κακή (και την ψυχρή) σου μέρα! (υβριστ.): ως κατάρα. ΣΥΝ. τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο!, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου: ξοδεύω τον χρόνο μου χωρίς ικανοποιητικό αποτέλεσμα: Έφαγα/έχασα τη μέρα μου, προσπαθώντας να βρω τα κλειδιά μου/για να τακτοποιήσω το σπίτι. Άδικα πήγε η μέρα μου!, δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή βλ. Πασχαλιά2, έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα βλ. νύχτα, έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα βλ. νύχτα, μέρα μεσημέρι βλ. μεσημέρι, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, τι μέρα (μου) ξημερώνει! βλ. ξημερώνω [< μεσν. μέρα]

μέσα

μέσα μέ-σα επίρρ. {συχνά πριν από την πρόθ. σε} & μες (συνήθ. στον προφορικό λόγο, όταν παθαίνει έκθλιψη πριν από σύμφωνο ή πριν από φωνήεν)· δηλώνει 1. (σε κίνηση ή στάση) το εσωτερικό χώρου, έκτασης ή αντικειμένου ή γενικότ. κλειστό χώρο: Έλα ~ (πβ. εδώ)! Ποιοι είναι ~; Πού θέλεις να καθίσουμε, ~ ή έξω; (ειδικότ. σπίτι) Θα κάτσω/μείνω ~ απόψε. Μην πας πολύ ~ (= βαθιά, ενν. στη θάλασσα). (στο διαδίκτυο) Θα μπεις καθόλου ~ το βράδυ (π.χ. σε κάποιο τσατ ρουμ);|| (συνήθ. + από/σε) Της άρπαξε την τσάντα ~ απ' το αυτοκίνητο. Περάσαμε μεσ' απ' το τούνελ (= διά μέσου). Ανασύρθηκε ζωντανή ~ από τα ερείπια. Η πόρτα του δωματίου δεν κλείνει από ~ (πβ. έσωθεν). Βάλε τα ρούχα ~ στο πλυντήριο. Τι έχεις ~ στην τσάντα; Την κοίταξε ~ στα μάτια.|| (με πρόθ.) Δεν φαινόταν τίποτα από ~ (= εσωτερικό). Σπρώξε προς τα ~.|| (συγκριτικός βαθμός) Προχωρήστε πιο ~.|| (ως επιφών., συνήθ. χωρίς ρήμα) "~ όλοι!", φώναξε στους μαθητές.|| (με επανάληψη) Δες αν το φαγητό ζεστάθηκε ~ ~.|| (συχνά μτφ.) Όλα είναι ~ στο μυαλό σου. Κάποιοι ~ από την εταιρεία έκαναν υποκλοπές.|| (με άρθρο, ως επίθ.) Στις ~ (= έσω, εσωτερικές) σελίδες της εφημερίδας. (μτφ.) Ο ~ μας κόσμος (= ψυχικός). ΣΥΝ. εντός (1) ΑΝΤ. εκτός (1), έξω (1) 2. χρονική διάρκεια συνήθ. ή στιγμή: Όλα έγιναν ~ σε τρεις μήνες (= σε διάστημα τριών μηνών). Θα προλάβεις ~ σε μια ώρα να έρθεις; Περπατούσε ~ στη βροχή (: ενώ έβρεχε). Ποιος να παίρνει τηλέφωνο ~ στη νύχτα; Βρισκόμαστε ~ στην καρδιά του καλοκαιριού (= κατακαλόκαιρο)/στο χειμώνα. Το νέο μοντέλο έρχεται ~ στον Οκτώβριο. ΣΥΝ. εντός (2) 3. (μτφ.) συγκεκριμένη κατάσταση ή τρόπο: Έζησε ~ στα πλούτη/στη φτώχεια. Τα ρούχα σου είναι μες στη βρομιά.|| Διδασκαλία στο σχολείο ~ από την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Ο περισσότερος κόσμος τη γνωρίζει ~ από την τηλεόραση (= μέσω). 4. (ειδικότ.) μεταξύ, ανάμεσα: ένα χωριό ~ στο πράσινο. Ψάξε ~ στα άπλυτα και θα το βρεις.|| (για πρόσ.) ~ σε τόσο πλήθος λογικό ήταν να χαθούμε. Είναι ~ στους καλύτερους σκακιστές (: θεωρείται ένας από τους ...).|| (μτφ.) ~ στα πολλά που είπε/έκανε ... Δεν θέλει να τον έχει ~ στα πόδια της (: να είναι συνέχεια ανάμεσά της, να την ενοχλεί). ● Ουσ.: μέσα (το) (προφ.): εσωτερικό μέρος ή εσωτερικός χώρος: το ~ του καρπουζιού/σπιτιού. Τον πονάν τα ~ (= σπλάχνα, σωθικά) του.|| Δεν έχεις βαρεθεί το ~ (: να μη βγαίνεις έξω); ΑΝΤ. έξω (1) ● ΦΡ.: (είναι) μέσα σε όλα/σ΄όλα (προφ.): συμμετέχει σε ποικίλες δραστηριότητες, έχει πολλές διασυνδέσεις ή/και είναι (πάντα) ενημερωμένος., (μέσα) στην τιμή: χωρίς να απαιτείται πρόσθετη αμοιβή: Τα έξοδα αποστολής του προϊόντος (συμ)περιλαμβάνονται ~ ~. Το πρωινό δεν είναι ~ ~ του δωματίου., βάζω και μένα(/σένα ...) μέσα: συμπεριλαμβάνω, συνυπολογίζω: Παιδιά, βάλτε και μένα ~ στην παρουσίαση., είμαι μέσα (προφ.) 1. είμαι πρόθυμος, συμφωνώ, π.χ. να κάνω κάτι ή να πάω κάπου: Για το Σάββατο εγώ (πάντως/σίγουρα) ~ ~. Είστε ~ για ταξίδι στο εξωτερικό; (ως μονολεκτική καταφατική απάντηση, ναι, (και) βέβαια) -Θα 'ρθεις για φαγητό μαζί μας; -~! 2. είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: Κάνε και την αίτηση, για να είσαι ~. 3. αντιλαμβάνομαι κάτι: ~ είσαι ότι τώρα τελευταία δεν τα πηγαίνουμε καλά. ΣΥΝ. πέφτω μέσα, είμαι/μπήκα μέσα (προφ.): χρωστώ: ~ ~ πεντακόσια ευρώ αυτόν τον μήνα. Πβ. πέφτω έξω.|| (για επιχείρηση) Το μαγαζί με την κρίση μπήκε ~ (= έχει παθητικό, χασούρα)., είναι μέσα ή μπήκε/πήγε μέσα (προφ.): είναι κλεισμένος σε φυλακή ή ψυχιατρικό ίδρυμα ή φυλακίστηκε: ~ ~ για εξακρίβωση στοιχείων., κατά τα/στα μέσα (+ γεν.): για δήλωση χρόνου: ~ ~ του 20ού αι., κρατάω (κάτι) μέσα μου: δεν εξωτερικεύω τα συναισθήματα ή/και τις σκέψεις μου: Μην τα κρατάς όλα ~ σου. Πβ. κατα-πίνω, -πνίγω. ΣΥΝ. κρατάω για τον εαυτό μου (1), μέσα μου: στην καρδιά, στην ψυχή ή στο μυαλό μου: Η απάντηση βρίσκεται (βαθιά) ~ σου (πβ. ενδόμυχα). Κάτι άλλαξε ~ ~. Πονάει ακόμη ~ της. Πρέπει να το βγάλεις από ~ σου (: να το εξωτερικεύσεις).|| Όμορφες αναμνήσεις ξύπνησαν ~ ~., πέφτω μέσα (μτφ.-προφ.): αντιλαμβάνομαι, μαντεύω σωστά κάτι: Έπεσες ~ στις προβλέψεις σου (: είχες δίκιο). ΑΝΤ. πέφτω έξω (1), το 'χω μέσα μου (προφ.): για κάτι που αποτελεί στοιχείο του χαρακτήρα μου, με εκφράζει ή έχω έμφυτη κλίση σε αυτό: Αν δεν το 'χεις ~ σου, ... Είναι και να το 'χεις ~ σου ..., τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα (λαϊκό) & (λαϊκότ.) τον έχωσαν μέσα: τον φυλάκισαν: Είχε κάνει παρανομίες κι έτσι ~ ~ (= τον έβαλαν στη φυλακή). , (μες) στο νερό βλ. νερό, απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα βλ. κούκλα, απέξω/απ' έξω κι από μέσα βλ. απέξω, βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι (μέσα) στο κόλπο βλ. κόλπο, έχει βάλει/χώσει κάποιον μέσα βλ. βάζω, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του βλ. διάβολος, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου βλ. καρδιά, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... βλ. λέω, κρύβει ένα παιδί μέσα του βλ. παιδί, κρύβει μέσα του βλ. κρύβω, λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου βλ. λέω, μέσα από τα γυαλιά βλ. γυαλιά, μέσα από τα δόντια (του) βλ. δόντι, μέσα έξω βλ. έξω, μέσα στα πράγματα βλ. πράγμα, μέσα στην τούρλα βλ. τούρλα, μέσα/μες στα μέλια/σιρόπια βλ. μέλι, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά βλ. χαρά, στα μέσα και στα έξω βλ. έξω, τα κεφάλια μέσα! βλ. κεφάλι, την τύχη/το κέρατό μου μέσα βλ. τύχη, τυχερός (μέσα) στην ατυχία του βλ. τυχερός, χέσε μέσα! βλ. χέζω [< μεσν. μέσα]

μεσάνυχτα

μεσάνυχτα με-σά-νυ-χτα ουσ. (ουδ.) (τα): δώδεκα η ώρα το βράδυ και κατ' επέκτ. το διάστημα της νύχτας από τις δώδεκα ως τα χαράματα: Έφτασε ~. Είναι περασμένα ~. Ακριβώς τα ~/λίγο μετά τα ~ άγνωστοι πυρπόλησαν ... Το έγκλημα έγινε γύρω στα/κατά τα/κοντά στα ~. ΣΥΝ. μεσονύκτιο, μεσονύχτι ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα & άγρια νύχτα (προφ.): πολύ αργά το βράδυ: Πού πας μέσα στα ~ ~; Πβ. άγρια/βαθιά/μαύρα χαράματα. ● ΦΡ.: έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα (προφ.): αγνοώ παντελώς: ~ ~ για το θέμα. Από υπολογιστές έχει ~! [< μεσν. μεσάνυκτον]

μέσο

μέσο μέ-σο ουσ. (ουδ.) 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} (για ενέργεια ή πράγμα) καθετί χρήσιμο, κατάλληλο ή αποτελεσματικό για την επίτευξη ενός σκοπού: ~α ελέγχου/κοινωνικής δικτύωσης/παρακολούθησης/προπαγάνδας/προστασίας (πυροσβεστών)/ψυχαγωγίας (π.χ. θέατρο). Αποδεικτικά/αποθηκευτικά (: ντιβιντί, σιντί, φλασάκι)/αποτελεσματικά (βλ. ημίμετρα)/δόλια/εκπαιδευτικά/εκφραστικά (: ζωγραφική, συγγραφή)/νόμιμα/οικονομικά/πλωτά/σωστικά/τεχνικά/τεχνολογικά ~α. Η κυκλoφoριακή αγωγή ως ~ πρόληψης ατυχημάτων. Βγάζει λεφτά με θεμιτά και αθέμιτα ~α. Με τα υπάρχοντα ~α ... Θα χρησιμοποιήσει όλα τα ~α που διαθέτει. Πβ. διαδικασία, δρόμος, μέθοδος, οδός. ΣΥΝ. τρόπος (1) 2. (συνήθ. + γεν.) σημείο που ισαπέχει από τα άκρα τοπικού ή χρονικού διαστήματος: στο ~ (= στο κέντρο) της διαδρομής/του δωματίου.|| Το ~ της μέρας (= μεσημέρι)/της νύχτας (= μεσάνυχτα). Στα ~α της εβδομάδας/του έτους/του καλοκαιριού (πβ. μεσοκαλόκαιρα)/του μηνός/της περιόδου/του 19ου αιώνα (πβ. μισά). Από τα ~α του Μάη έως τα ~α του Ιούνη. Βλ. αρχή, τέλος. ΣΥΝ. μέση (2) 3. & (λόγ.) μέσον (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) πρόσωπο που μεσολαβεί χαριστικά και συνήθ. παράτυπα, για την ευνοϊκή διευθέτηση των υποθέσεων κάποιου: Θέλει/χρειάζεται γερό ~. Δεν έχει ~. Έβαλε ~ για να πάρει τη θέση. Διορίστηκε/μπήκε με ~. Πβ. βύσμα. Βλ. έχει (γερό/μεγάλο) δόντι. ● ΣΥΜΠΛ.: Μέσα (Μαζικής) Ενημέρωσης/Επικοινωνίας & Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης/Επικοινωνίας & (προφ.) Μέσα (ακρ. ΜΜΕ): ο Τύπος, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το διαδίκτυο ως μέσα μετάδοσης πληροφοριών και απόψεων: έντυπα/ηλεκτρονικά/ραδιοτηλεοπτικά/ψηφιακά ~ ~. Η επίδραση των ~ων ~ στην κοινή γνώμη. Πβ. μίντια. [< αγγλ. mass media, 1923] , μέσα μεταφοράς/(μεταφορικά) μέσα: οχήματα για τη μεταφορά κυρ. ανθρώπων· ειδικότ. τα Μέσα (Μαζικής) Μεταφοράς: εναέρια/υβριδικά/υδάτινα/χερσαία ~ ~. ~ ~ ξηράς. Ασφαλές/οικολογικό ~ό ~ο. Με κάθε ~ό ~ο η έξοδος των εκδρομέων του Πάσχα. Βλ. αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα, ποδήλατο.|| Δημόσια ~ ~. [< αγγλ. means of transport] , μέσο επικοινωνίας 1. κάθε σύστημα μετάδοσης μηνυμάτων: η γλώσσα/η μουσική/η τέχνη ως ~ ~. Πβ. δίαυλος επικοινωνίας. 2. {συνήθ. στον πληθ.} τα ΜΜΕ., τα μεγάλα μέσα: το πιο ισχυρό και σημαντικό μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού: Έβαλε/επιστράτευσε ~ ~, για να τη γλιτώσει. Κατέφυγαν στα ~ ~. [< γαλλ. les grands moyens] , διδακτικά μέσα βλ. διδακτικός, ένδικα μέσα βλ. ένδικος, θρεπτικό υλικό/μέσο βλ. θρεπτικός, κοινωνικά δίκτυα/μέσα & μέσα κοινωνικής δικτύωσης βλ. κοινωνικός, Μέσα (Μαζικής) Μεταφοράς βλ. μεταφορά, μέσα παραγωγής βλ. παραγωγή, μέσα σταθερής τροχιάς βλ. τροχιά, οπτικοακουστικά/εποπτικά μέσα διδασκαλίας βλ. οπτικοακουστικός, ψυκτικό μέσο βλ. ψυκτικός ● ΦΡ.: δεν έχω τα μέσα: δεν έχω την οικονομική συνήθ. δυνατότητα ή την υλικοτεχνική υποδομή, τον απαραίτητο εξοπλισμό, για να κάνω κάτι: Δεν είχε τα ~ να σπουδάσει., εν μέσω (λόγ.): σε κατάσταση ή συνθήκες: ~ ~ αντιδράσεων/εξελίξεων/εξετάσεων/καύσωνα/πιέσεων/τουριστικής περιόδου. ~ ~ εντάσεων ξεκίνησε η συνέλευση. ~ ~ πυρών υπερψηφίστηκε το νομοσχέδιο για ..., με κάθε μέσο: με οποιονδήποτε τρόπο: Η δημόσια υγεία πρέπει να προστατευθεί ~ ~. Πβ. πάση θυσία., με πλάγια μέσα: χωρίς διαφάνεια ή αξιοκρατία: Προσπαθώ να πετύχω κάτι ~ ~. Απέκτησε τον τίτλο/κατέλαβε τη θέση/πλούτισε ~ ~. Πβ. παράνομα., εν τω μέσω της νυκτός βλ. νύχτα, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα βλ. σκοπός [< 1: γαλλ. moyen(s), αγγλ. mean(s) 2: αρχ. μέσον]

μία & μια

μία & μια βλ. ένας

μοίρα

μοίρα [μοῖρα] μοί-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ανώτερη ή υπερφυσική δύναμη που θεωρείται ότι έχει προδιαγράψει και καθορίσει το μέλλον κάθε ανθρώπου και συνεκδ. αυτό που έχει ορίσει για τον καθένα: άδικη/ανθρώπινη/βαριά/κακή/καλή/μαύρη/προδιαγεγραμμένη/σκληρή/τραγική ~. Δέσμιος/έρμαιο/θύμα/χτυπήματα της ~ας. Ακολουθώ/δέχομαι/δημιουργώ/διαμορφώνω τη ~ μου. Υπομένει αδιαμαρτύρητα/καρτερικά/στωικά τη ~ του. Υποτάχθηκε στη ~ του. Είναι (γραμμένο/γραφτό) στη ~ /της ~ας να ... (: συνήθ. για κάτι κακό). Η ~ αποφάσισε/το θέλησε να ... Λέω τη ~ (: προβλέπω το μέλλον). Ποιος ξέρει τι επιφυλάσσει η ~! Πβ. τυχερό.|| (ΜΥΘ.) Οι τρεις ~ες.|| (κατ' επέκτ.) Η ~ ενός έθνους/ενός έργου (: εξέλιξη, τύχη). ΣΥΝ. ειμαρμένη, πεπρωμένο 2. ΣΤΡΑΤ. ομάδα οχημάτων, αρμάτων, πυροβόλων, πλοίων ή αεροσκαφών που έχει οργανωθεί σε ένοπλη δύναμη και η ονομασία της μονάδας όπου βρίσκεται: αεροπορική/ελληνική/ναυτική/πολεμική ~. ~ αναχαίτισης/πυροβολικού. ~ ΓΕΑ/Μεταφορών/Ναυτικής Συνεργασίας/Παντός Καιρού. Παρουσιάζομαι στη ~. 3. ΝΟΜ. κληρονομικό μερίδιο: ίση ~. 4. ΑΝΑΤ. τμήμα οργάνου του σώματος που διαφοροποιείται (ανατομικά ή/και λειτουργικά) από τα υπόλοιπα μέρη του οργάνου αυτού: αυχενική/ενδοκρινής/εξωκρινής/θωρακική/οσφυϊκή/προστατική ~. Άνω/κάτω ~. Μυελώδης/φλοιώδης ~ επινεφριδίων. ~ της ουρήθρας. 5. ΓΕΩΜ. μονάδα μέτρησης των γωνιών και των τόξων του κύκλου, ίση με το 1/360 της περιφέρειάς του (σύμβ. ° ): ~ γεωγραφικού μήκους/πλάτους. Η ορθή γωνία έχει ενενήντα ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: νόμιμη μοίρα: ΝΟΜ. κληρονομικό μερίδιο που δικαιούται o νόμιμος κληρονόμος ανεξάρτητα από την επιθυμία του κληρονομούμενου, ίσο με το μισό της εξ αδιαθέτου διαδοχής, όταν δεν υπάρχει διαθήκη: ~ ~ ανιόντων/γονέων/κατιόντων/τέκνων. ● ΦΡ.: κλαίω τη μοίρα μου (προφ.): αντιμετωπίζω μοιρολατρικά, και συνήθ. με παράπονα, μια δυσάρεστη κατάσταση: Αντί να κάθεσαι (με σταυρωμένα τα χέρια) και να κλαις ~ σου, κοίτα να βρεις μια λύση! Πβ. μεμψιμοιρώ., παιχνίδι της μοίρας (μτφ.): για τα απρόβλεπτα που αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων: Ένα παράξενο/περίεργο ~ ~ τούς έφερε ξανά κοντά.|| Η μοίρα τούς έπαιξε ένα πολύ άσχημο παιχνίδι., σε ανώτερη/ήσσονα/ίδια/ίση/καλύτερη/κατώτερη/χειρότερη μοίρα (με κάποιον/κάτι): σε περιπτώσεις σύγκρισης της θέσης ή της κατάστασης προσώπου ή πράγματος με κάποιο(ν) άλλο: Βρίσκομαι/είμαι ~ ~., σε δεύτερη μοίρα: για κάτι που θεωρείται λιγότερο σημαντικό, σε σχέση με κάτι άλλο: Βάζω (κάποιον/κάτι) ~ ~. Έχει αφοσιωθεί στη δουλειά του κι άφησε την οικογένειά του/προσωπική του ζωή ~ ~., το έχει/το 'χει η μοίρα μου: για κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο, που μου συμβαίνει συνεχώς: ~ ~ να μου πηγαίνουν όλα ανάποδα., (κάνω) στροφή 180 μοιρών βλ. στροφή, ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου βλ. ακολουθώ, αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του βλ. τύχη, δεν έχει στον ήλιο μοίρα βλ. ήλιος, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου βλ. άξιος, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, όπου φτωχός κι η μοίρα του βλ. φτωχός, τα τρία κακά της μοίρας του βλ. τρεις, τρεις, τρία [< 1,3: αρχ. μοῖρα 2: μτγν. ~, γαλλ. escadron 5: γαλλ. degré]

μπάρμπας

μπάρμπας μπάρ-μπας ουσ. (αρσ.) {μπαρμπάδες} (λαϊκό) 1. θείος. 2. (γενικότ.) ως προσφώνηση ή αναφορά σε ηλικιωμένο άνδρα: (μειωτ.) Τι λες, ρε ~α! ● ΦΡ.: δώσε κι εμένα/και σε μένα μπάρμπα & δώσ' μου και μένα μπάρμπα (προφ.): ως έκκληση για λήψη παροχών, προσφορών., έχει μπάρμπα στην Κορώνη: έχει μέσο(ν): Πρέπει να έχεις ~ ~ για να βρεις καμιά δουλειά! Πβ. βύσμα, δόντι., το Θεό μπάρμπα να 'χεις: (+ αρνητ. πρόταση) για να δηλωθεί ότι κάτι δεν αλλάζει με τίποτα: ~ ~, δεν περνάς. ~ ~, η δουλειά θα γίνει, δεν αναβάλλεται., ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη βλ. ψεύτης, ψεύτρα [< μεσν. μπάρμπας < βεν.-λατ. barba ‘γένια’]

μπατζάκι

μπατζάκι μπα-τζά-κι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.): καθένα από τα δύο μέρη του παντελονιού που καλύπτουν τα πόδια: Δίπλωσε/μάζεψε/σήκωσε τα ~ια του, για να μη βραχούν. Κονταίνω τα ~ια. Βλ. ρεβέρ.|| (μτφ.) Κρέμεται από τα ~ια του πατέρα του (: είναι εξαρτημένος από αυτόν). ● ΦΡ.: τρέχουν/ξεχειλίζουν από τα μπατζάκια μου/σου/του: (συνήθ. για χρήματα) για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι πολύ πλούσιος: Δεν έχει ανάγκη αυτός, ~ ~ του τα λεφτά., φωτιά στα μπατζάκια μου/σου/του: ως έκφραση ανησυχίας ή προειδοποίηση για κίνδυνο: Αν μας πιάσουν επ' αυτοφώρω, ~ ~ μας! Το νέο κύμα αυξήσεων βάζει ~ ~ του καταναλωτή. [< τουρκ. bacak]

μπέσα

μπέσα μπέ-σα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): λόγος τιμής για επιβεβαίωση συμφωνίας, υπόσχεσης και κατ' επέκτ. εμπιστοσύνη, εντιμότητα: άνθρωπος με ~ (= έμπιστος, ντόμπρος) και φιλότιμο. Βλ. τσίπα. ● ΦΡ.: έχω μπέσα 1. (συνήθ. + αρνητ. πρόταση) είμαι αξιόπιστος: Μη δίνεις βάση σ' αυτά που λέει, δεν έχει ~. 2. (σε κάποιον) τον εμπιστεύομαι., μπέσα για μπέσα (επιτατ.): (είμαστε) απολύτως σύμφωνοι. [< αλβ. besa]

μπλέξιμο

μπλέξιμο μπλέ-ξι-μο ουσ. (ουδ.) 1. ανακάτεμα πραγμάτων μεταξύ τους: ~ καλωδίων/κλαδιών/μαλλιών/σχοινιού. ΣΥΝ. μπέρδεμα (1) ΑΝΤ. ξεμπέρδεμα (1), ξέμπλεγμα 2. (μτφ.) ασαφής, προβληματική κατάσταση, σύγχυση: μεγάλο ~ με τα ονόματα. Οι οδηγίες προκαλούν ~ στους μη ειδικούς. ΣΥΝ. μπουρδούκλωμα (1) 3. {κυρ. στον πληθ.} ανάμειξη σε προβληματική, ύποπτη υπόθεση: ~ σε σκάνδαλο. Ερωτικά/νομικά/οικονομικά/συναισθηματικά ~ίματα. ~ίματα με τα ναρκωτικά/τον υπόκοσμο (πβ. τραβολογήματα). Θες να γίνει κανένα ~ και να βρούμε τον μπελά μας; Πβ. εμπλοκή. ● ΦΡ.: έχω μπλεξίματα/μπελάδες/φασαρίες/τραβήγματα/ντράβαλα: έχω προβλήματα: Είχε ~ με την Αστυνομία/τους γείτονες/τη δικαιοσύνη/την εφορία. Δεν θέλω να τον απασχολώ, φτάνουν τα μπλεξίματα που έχει. Δεν τα βάζω μαζί τους, για να μην έχω ιστορίες/φασαρίες.

μπροστά

μπροστά μπρο-στά επίρρ. 1. στην πλευρά ή την κατεύθυνση της ευθείας των ματιών, μετωπικά, σε άμεση επαφή: Πήγαινε ~. Κοίτα ~ σου. Φέρτε το πόδι ελαφρώς/λίγο ~. Να 'τος πάλι ~ μου. (εμφατ.) Καθίσαμε ~ ~ (= στις πρώτες θέσεις). Φόρεμα ανοιχτό ~. Το παντελόνι κουμπώνει ~. Τοποθετήστε το εδώ ~. ~ (σας) βλέπετε την Ακρόπολη. Ακριβώς ~ μας απλώνεται ο κάμπος. Έχω ~ μου τον χάρτη. Έβαλε ~ του ένα πιάτο φαΐ. Υποκλίθηκε ~ μου. Τον βλέπω συνέχεια ~ μου (= τον συναντώ). Άρπαξα ό,τι βρήκα ~ μου. Πέρασα ~ από το σπίτι τους. Η φωτογραφία τραβήχτηκε ~ από το καφενείο. Σπίτι ~ στη θάλασσα. Ένωσε τα χέρια ~ στο στήθος. Πάρκαρε ~ σε είσοδο πάρκινγκ. Όλη μέρα κάθεται ~ στην οθόνη του υπολογιστή. Στέκομαι ~ στον καθρέφτη/στη σκηνή. Έκθλιψη ~ (= πριν) από φωνήεν.|| Θα βγω/μιλήσω ~ σε κοινό/κόσμο (πβ. ενώπιον). Έμεινε ασυγκίνητη ~ στο φριχτό θέαμα. Ξέσπασε ~ στην κάμερα/στον φακό. Μην το πεις ~ του! Εσύ ήσουν ~ (= παρών, αυτόπτης μάρτυρας), εμένα ρωτάς; ΣΥΝ. εμπρός (1) ΑΝΤ. πίσω (1) 2. (συνήθ. χρον.) για κάποιον ή κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Ήταν εδώ πιο ~ (: πριν από εσάς). Είναι πολύ ~, δεν τους προλαβαίνετε. Είμαστε ~ δύο ώρες σε σχέση με την Αγγλία. Το ρολόι σου πηγαίνει ~. Γύρνα την κασέτα/ταινία ~ (= προς την αρχή της). Θέλω τα χρήματα ~ (= προκαταβολικά).|| Έχουμε ~ μας δύσκολες μέρες. Έχεις όλη τη ζωή ~ σου. 3. απέναντι σε κάτι ή σχετικά με αυτό, αντιμετωπίζοντας ένα θέμα παροντικό ή μελλοντικό: ~ στο αδιέξοδο/στο δίλημμα/στις ευθύνες μας/στην κάλπη/σε κρίσιμες αποφάσεις/στη μεγάλη πρόκληση. Φόβος ~ στο άγνωστο. Θαρραλέος ~ στον κίνδυνο. Κλείνουν τα μάτια ~ στη διαφθορά/στη δυστυχία/στα κοινωνικά προβλήματα. Βρισκόμαστε ~ σε μια νέα ανακάλυψη/εποχή. 4. συγκριτικά με: Η εργασία τους ωχριά ~ στη δική μας. Τι είναι η επίγεια ζωή ~ στην αιωνιότητα; ~ σου δεν αξίζει τίποτε/δεν πιάνει δεκάρα. ● Ουσ.: μπρος/μπροστά (τα): Γέρνει/σπρώχνει προς τα ~. ● ΦΡ.: βάζω μπροστά/μπρος 1. θέτω σε λειτουργία, ξεκινώ: Έβαλε ~ το αυτοκίνητο/τη μηχανή.|| ~ ~ ένα πρόγραμμα/σχέδιο. Έβαλαν ~ για παιδί/το διαζύγιο. 2. καταλογίζω σε κάποιον κάτι: Βάζει συνέχεια εμένα ~ για τα δικά του σφάλματα. Πβ. αποπαίρνω, μαλώνω., βγαίνω (από) μπροστά 1. προπορεύομαι, προηγούμαι ή προωθούμαι: Μου βγήκε ~, χωρίς να τον δω.|| Βγήκε ~ από τα δύο σέντερ μπακ και έβαλε γκολ. Πβ. μου τη βγαίνει με κόκκινο. 2. παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον: Ξαφνικά μας βγήκε ~ νέος αντίπαλος. Αντιμετωπίζει όποιο πρόβλημα του βγει ~., βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά: για αισιόδοξη στάση ζωής, ξεπερνώ ένα πρόβλημα με πίστη για μελλοντική βελτίωση, πρόοδο: Προχώρα ~ και μην κοιτάς πίσω., ένα βήμα μπροστά/βήματα μπροστά: για πορεία προόδου: ~ ~ για την ανθρωπότητα/στη μάχη κατά των ναρκωτικών. Είναι (αρκετά/πολλά) βήματα μπροστά. Βρισκόμαστε ~ ~ από τους αντιπάλους (= προηγούμαστε)., με το βλέμμα μπροστά: για προοδευτική δράση ή μελλοντική προοπτική: Προχωράμε ~ ~. ~ ~ αφήνουμε πίσω το παρελθόν., μπαίνω μπροστά (προφ.) 1. πρωτοστατώ: Η νεολαία μπήκε ~ στη μάχη για τα ανθρώπινα δικαιώματα. 2. προηγούμαι: Η ομάδα μπήκε ~ στο σκορ., πάντα μπροστά! (ευχετ.): για ανεμπόδιστη πρόοδο., πάω/πηγαίνω μπροστά: προοδεύω: Χωρίς προσπάθεια δεν πάμε ~. Εσύ, παιδί μου, θα πας ~!, (είναι) χρόνια μπροστά βλ. χρόνος, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, βρίσκω κάποιον απέναντί μου/μπροστά μου βλ. βρίσκω, βρίσκω κάτι μπροστά μου βλ. βρίσκω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω βλ. βήμα, έχω (ακόμα) δρόμο μπροστά μου βλ. δρόμος, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου βλ. μέρα, κάτω από τη/μπροστά στη μύτη μου βλ. μύτη, μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου βλ. μάτι, παίρνει μπρος/μπροστά βλ. εμπρός, περνώ/φεύγω μπροστά βλ. περνώ, τραβάω μπροστά βλ. τραβώ [< μεσν. μπροστά]

μυαλό

μυαλό μυα-λό ουσ. (ουδ.) 1. νους, σκέψη και ειδικότ. φρόνηση ή τρόπος σκέψης, νοοτροπία: επικίνδυνο/επιχειρηματικό/θετικό/θεωρητικό/καθαρό (: για πνευματική διαύγεια)/μαθηματικό/πονηρό/προοδευτικό/στενό/φτωχό ~. Λογαριάζω με το ~. Ξεπερασμένα/σκουριασμένα ~ά. Η δύναμη/οι δυνατότητες/τα μονοπάτια/παιχνίδια (= πλάνες, ψευδαισθήσεις)/προβολές του ~ού. Άνθρωπος με ανοιχτό/πρακτικό ~. Τρικυμία στο ~ (: για ταραγμένη διανοητική κατάσταση). Με το σκάκι ακονίζω/εξασκώ το ~ μου. Δουλεύει/κουράστηκε/σταμάτησε το ~ μου. Να έχεις στο ~ σου (: να θυμάσαι) ότι ... Δεν έχει το ~ να καταλάβει. Πού να ξέρω τι θέλει; Δεν είμαι στο ~ του. Απωθημένα φωλιάζουν στο πίσω μέρος του ~ού. Στο ~ και την καρδιά μας. Η μορφή του δεν φεύγει από το/τριγυρίζει συνέχεια στο ~ μου.|| Έχει ~ αυτό το παιδί (= είναι έξυπνο)! Δεν έχεις λίγο ~ στο κεφάλι σου (= είσαι άμυαλος, κουτός)!|| Άντε να προκόψεις με τέτοια ~ά! 2. για ευφυή άνθρωπο: Είναι γερό/δυνατό/κοφτερό/μεγάλο/φωτεινό ~. 3. εγκέφαλος· ειδικότ. στα σφάγια, ως τροφή: ανθρώπινο ~. Τα κύτταρα του ~ού.|| (συνήθ. στον πληθ.) Αρνίσια/μοσχαρίσια ~ά. ~ά βραστά/πανέ. ● Υποκ.: μυαλουδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: γυναικείο/θηλυκό μυαλό & (σπάν.) γυναικείος/θηλυκός νους: για άνθρωπο επινοητικό, δημιουργικό: Έχει ~ ~., τετράγωνο μυαλό & τετράγωνος νους: ορθολογιστής: Είναι άνθρωπος με ~ ~ και πολλές γνώσεις. ● ΦΡ.: ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες: κάνει τον άνθρωπο να αποκτήσει ευρύτητα πνεύματος: Το διάβασμα ανοίγει/τα ταξίδια διευρύνουν ~., βάζω μυαλό/νιονιό 1. συνετίζομαι: Την έχω πατήσει πολλές φορές, αλλά δεν λέω να βάλω ~. Πβ. βάζω γνώση. 2. (+ σε κάποιον) συνετίζω: Προσπαθώ να τους βάλω μυαλό, αλλά μάταια., βάζω το μυαλό μου να δουλέψει: χρησιμοποιώ τη σκέψη μου, συνήθ. για να πετύχω κάτι: Βάλε λίγο ~ σου ~, μην περιμένεις έτοιμη τη λύση., γεννά το μυαλό του (προφ.): είναι επινοητικός: Το μυαλό του γεννά συνεχώς καινούργιες ιδέες., είμαι/μπαίνω στο μυαλό κάποιου: ξέρω τι σκέφτεται: Πού να ξέρω τι εννοούσε; Στο ~ του είμαι;, έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου 1. το(ν) σκέφτομαι: Σας έχω στο ~ μου, δεν σας ξεχνώ. Τα λόγια του τα είχα πάντα ~. Μόνο τη νίκη έχουν στο ~ τους, δεν τους νοιάζει τίποτε άλλο. Θέλω να κάνω μια γιορτή, όπως εγώ την ~ ~. 2. σκοπεύω, σχεδιάζω: ~ει πάντα ~ του τη διάκριση. Για την επέτειο κάτι ~ ~. ~ ~ να του κάνω μια επίσκεψη κάποια στιγμή. Πβ. έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι)., έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου: σκέφτομαι επιπόλαια: Πρόκειται για άνθρωπο που έχει ~ του ~ του., καλά μυαλά! (ευχετ.-συχνά ειρων.): προτροπή για συνετή αντιμετώπιση καταστάσεων: Χρόνια πολλά και ~ ~! Ψυχραιμία και ~ ~!, κόβει το μυαλό του & (λαϊκό) η γκλάβα του: είναι (πολύ) έξυπνος. ΣΥΝ. του κόβει, μαζεύω το μυαλό μου: συγκεντρώνομαι: Πρέπει να ~έψω ~ και να γράψω επιτέλους το άρθρο., με τα μυαλά που έχεις/κουβαλάς ... (μειωτ.): με τη νοοτροπία που σε διακρίνει: ~ ~ δεν πρόκειται να δεις προκοπή., με το φτωχό μου το μυαλό: προσποιητή μετριοφροσύνη ως εισαγωγή σε πρόταση κρίσης: Εγώ, ~ ~, βλέπω ότι θέλουν να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο., μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι (μτφ.) 1. μου έρχεται κάτι, συνήθ. αρνητικό, στον νου ή μου γίνεται έμμονη ιδέα: ~ ~ η ιδέα/η σκέψη ότι .../να ... Οι εικόνες της φρίκης/τα λόγια της καρφώθηκαν στο μυαλό μου. ΣΥΝ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) 2. κατανοώ ή μου εντυπώνεται κάτι: Αν του το επαναλάβεις πολλές φορές, θα του μπει τελικά ~., μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου (μτφ.): με ξεμυάλισε, με συνεπήρε κάποιος ή κάτι, είμαι παράφορα ερωτευμένος: Ποια σου ~ ~; Η εκδρομή τούς ~ ~., μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο: εκπλήσσομαι, ενθουσιάζομαι: ~ ~ με τις δυνατότητες του νέου μοντέλου! ΣΥΝ. μου 'φυγε/μου 'πεσε η μασέλα, νερούλιασε/έχει νερουλιάσει το μυαλό του (προφ.): αποβλακώθηκε, ξεκούτιανε. Πβ. κουρκουτιάζω., όλα είναι στο μυαλό/θέμα μυαλού: απόφθεγμα σύμφωνα με το οποίο το μυαλό είναι που δημιουργεί παραστάσεις και αντιλήψεις και όχι η εμπειρική πραγματικότητα: Δεν έχεις πρόβλημα, ~ στο μυαλό σου. Μη φοβάσαι, ~ θέμα ~ού, αρκεί να έχεις θέληση., πηγαίνει το μυαλό μου (σε κάτι/κάποιον): το(ν) σκέφτομαι, το(ν) υποψιάζομαι: Δεν θα πήγαινε ~ ~ σ' εκείνον με τίποτε!, πού έχεις/είναι/τρέχει το μυαλό σου;: επιτιμητικά για κάποιον που είναι αφηρημένος, απρόσεκτος ή απερίσκεπτος: Δεν με άκουσες που το είπα; ~ ~;, πού μυαλό;/δεν έχω μυαλό για κάτι: δεν έχω διάθεση, δεν μπορώ να επικεντρωθώ σε κάποιο θέμα: Πού ~ για δουλειά; Δεν ~ ~ για διάβασμα., σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου (μτφ.): σκέφτομαι, προβληματίζομαι έντονα: Σπάω το μυαλό μου να θυμηθώ πού σ' έχω ξαναδεί! Στύβω το κεφάλι μου να βρω μια λύση., χάνω το μυαλό/τα μυαλά/το τσερβέλο μου: τρελαίνομαι: Έχει χάσει ~ ~ά του, για να πιστεύει ότι θα σώσει τον κόσμο.|| Έχω ~σει ~ μου μαζί του (: είμαι τρελά ερωτευμένη). Πβ. χάνω τα λογικά μου., αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανακαλώ στη μνήμη/στο μυαλό μου βλ. ανακαλώ, βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι βλ. νους, βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου βλ. κεφάλι, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου βλ. νους, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχει κάλο στον εγκέφαλο βλ. κάλος, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα βλ. αέρας, έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι βλ. νους, και τα μυαλά στα κάγκελα βλ. κάγκελο, κουκούτσι μυαλό βλ. κουκούτσι, μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό σου/του βλ. φτάνω, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μου περνά (από το μυαλό/τον νου) βλ. περνώ, ξεσηκώνω τα μυαλά κάποιου βλ. ξεσηκώνω, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια βλ. πόδι, παίρνει στροφές/το μυαλό του παίρνει στροφές βλ. στροφή, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, πήζει το μυαλό μου βλ. πήζω, πιπιλίζω το μυαλό κάποιου βλ. πιπιλίζω, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, το μυαλό μου κολλάει βλ. κολλώ, το μυαλό του κόβει σαν ξυράφι & μυαλό ξ(ο)υράφι βλ. ξυράφι, το μυαλό/τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος) βλ. λίρα, τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου βλ. τρέχω, τυπώνω (καλά μέσα) στο μυαλό/στο(ν) νου μου βλ. τυπώνω, φουσκώνω τα μυαλά κάποιου βλ. φουσκώνω [< μεσν. μυαλόν < μτγν. μυαλός < αρχ. μυελός]

μύτη

μύτη μύ-τη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. το μέρος του προσώπου στον άνθρωπο ή σε άλλα θηλαστικά το οποίο προεξέχει πάνω από το στόμα και κάτω από το μέτωπο, χωρίζεται σε δύο ρουθούνια και χρησιμεύει για την αναπνοή και την όσφρηση: γαλλική (: λεπτή και ελαφρώς ανασηκωμένη)/γαμψή/γυριστή/ίσια/κοντή/μακριά/μεγάλη/πλακουτσωτή/πλατιά/σουβλερή/σπασμένη/στραβή/στρογγυλή/χοντρή ~. Ελληνική ή κλασική ~ (: ίσια και λεπτή). Οστά/χόνδρος της ~ης. ~ κόκκινη από το κρύο. Αιμορραγία/επέμβαση/καταρροή/φαγούρα/φακίδες στη ~. Καθαρίζω/ξύνω/ρουφώ/σκαλίζω/σκουπίζω/φυσώ τη ~ μου. Η ~ μου είναι βουλωμένη/μπουκωμένη.|| Το κρασί φέρνει στη ~ αρώματα φρούτων.|| Mιλά με τη ~ (= έχει έρρινη προφορά).|| Πλαστική/ψεύτικη ~. Η ~ του κλόουν. 2. (κατ' επέκτ.) μουσούδι, ρύγχος ή το ράμφος των πουλιών: η ~ του δελφινιού/ξιφία/σκύλου. Βλ. προβοσκίδα.|| ~ αετού. 3. (μτφ.) αιχμηρή κυρ. ή λεπτή άκρη, προεξοχή ή το μπροστινό μέρος μακρόστενου συνήθ. πράγματος: κυρτή ~. Η ~ του αγκιστριού/της βελόνας/του βέλους/του καρφιού/του κονταριού/του μαχαιριού/του παγόβουνου/του σπαθιού. Μαρκαδόρος/πινέλο/στιλό με λοξή/στρογγυλεμένη ~ (πβ. ακίδα). Πένα με χρυσή ~. Έσπασε η/ξύνω τη ~ του μολυβιού. Έκοψε τα μαλλιά της ~ες/άφησε λίγες ~ες να πέφτουν στο πρόσωπο (βλ. αφέλειες).|| Η ~ του ακρωτηρίου.|| Η ~ του αεροπλάνου/του πλοίου (πβ. πλώρη)/του σωληναρίου. Σουτ με τη ~ του παπουτσιού (βλ. μύτος). 4. δυνατή όσφρηση: Το κυνηγόσκυλο έχει καλή ~. 5. (μτφ.) η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος ενστικτωδώς κάτι, διαίσθηση: Έχει (γερή) ~. 6. άρωμα κρασιού: πλούσια/πολύπλοκη/φινετσάτη ~. Έντονη ~ από μπαχαρικά/φρούτα του δάσους. ● Υποκ.: μυτίτσα (η), μυτούλα (η) ● Μεγεθ.: μυτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: πτερύγιο της μύτης βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: ανοίγει/ματώνει η μύτη μου (προφ.): αιμορραγεί., βγάζω (κάτι) από τη μύτη κάποιου/μου βγαίνει (κάτι) από τη μύτη (προφ.): για κάτι που έχει δυσάρεστη έκβαση, ενώ αρχικά ήταν ή προοριζόταν να είναι ευχάριστο: Τελικά ήρθε στην εκδρομή, αλλά μας το έβγαλε από τη ~ με την γκρίνια του. Πβ. μου βγαίνει (κάτι) ξινό., δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι & (σπάν.) δεν μάτωσε μύτη 1. δεν προκλήθηκαν βίαια επεισόδια: Ήρεμα εξελίχθηκε ο χθεσινός αγώνας· ~ ~. Οι διαδηλωτές αποχώρησαν, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Πβ. αναίμακτα. 2. (μτφ.) δεν υπήρξε αντίδραση, εκδήλωση ενδιαφέροντος από τους θιγομένους: Κατεδαφίστηκαν όλες οι κατακτήσεις των εργαζομένων και ~ ~., δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του (μτφ.): είναι κοντόφθαλμος, στενόμυαλος: Δεν μπορεί να δει ~ ~. [< πβ. γερμ. nicht weiter sehen als seine Nase [reicht], γαλλ. ne pas voir plus loin que le bout de son nez] , δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου: δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα: Χωρίς τα γυαλιά/με τόσο πυκνό σκοτάδι δεν έβλεπε ούτε τη ~ της., έχει ψηλά τη μύτη (μτφ.-προφ.): έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, είναι αλαζόνας: ~ ~ του και δεν μας καταδέχεται. Πβ. σηκώνει (τη) μύτη, σνομπ, ψηλομύτης, ψώνιο., η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει (παροιμ.): είναι υπερόπτης και ακατάδεκτος, ψηλομύτης ή τεμπέλης., κάτω από τη/μπροστά στη μύτη μου: για κάτι ολοφάνερο που γίνεται ή υπάρχει, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι: Απέδρασε/πέρασαν κάτω από τη ~ των δεσμοφυλάκων. Η κλοπή έγινε κάτω από τη ~ των υπευθύνων. Η λύση τόσο καιρό βρισκόταν μπροστά στη ~ μας. Πβ. μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου., με τρώει η μύτη μου: έχω φαγούρα στη μύτη., μου σπάει/τρυπάει τη μύτη/τα ρουθούνια (προφ.): για φαγητό κυρ. που μυρίζει έντονα και ευχάριστα., μπαίνω/χώνομαι στη μύτη/στο ρουθούνι (κάποιου) (προφ.): γίνομαι ενοχλητικός., μύτη με μύτη: πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι. Πβ. έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον, πρόσωπο με πρόσωπο., να μου τρυπήσεις τη μύτη: για να δηλωθεί με βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να συμβεί κάτι: Αν κάνει τα μισά από όσα υποσχέθηκε, να μου τρυπήσετε τη ~. Βλ. να μη με λένε., πέφτει η μύτη/η μούρη μου (μτφ.-ειρων.): μειώνεται, θίγεται ο εγωισμός μου: Δεν παραδέχεται τα λάθη του, για να μην πέσει η μύτη του. , πέφτουν μύτες (προφ.): κάνει πάρα πολύ κρύο., πιάνω/κρατώ τη μύτη μου: πιάνω τη μύτη μου με τα δάχτυλα ή και δεν αναπνέω, συνήθ. για να αποφύγω δυσοσμία: Πάρε βαθιά αναπνοή και κράτα τη ~ σου κλειστή., σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη: τον κάνω ό,τι θέλω: Μου φαίνεται ότι σε σέρνει ~. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου., σκάω μύτη (προφ.): εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω: Ξαφνικά ~ει ~ ένα πιτσιρίκι.|| Έσκασε ~ ο ήλιος. ΣΥΝ. ξεμυτίζω, στη μύτη του κουταλιού: για μικρή ποσότητα (όση χωρά στην άκρη του): Προσθέτουμε ελάχιστο αλάτι/κανέλα ~ ~. (σπάν.) Μια μύτη ζάχαρη (= πολύ λίγη)., στις μύτες (των ποδιών): στις άκρες των ποδιών ή των παπουτσιών, με ανασηκωμένες τις φτέρνες: Πατώ/περπατώ/στέκομαι ~ ~. Μπήκε στο δωμάτιο ~ ~ (για να μη γίνει αντιληπτός). Πβ. (πατώ/περπατώ) στις άκρες των δαχτύλων., το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι και οι ευφυείς άνθρωποι συχνά πέφτουν σε προφανείς παγίδες, την πατούν., τρέχει η μύτη μου 1. έχω καταρροή: Η ~ του τρέχει συνέχεια. 2. ματώνει: Kάθισε μέχρι που σταμάτησε να ~ ~ του., χώνω τη μύτη/την ουρά/τη μούρη μου κάπου/παντού & βάζω τη μύτη/την ουρά μου κάπου/παντού (προφ.): ασχολούμαι με ζητήματα που δεν με αφορούν: ~ει ~ του στα προσωπικά/στις υποθέσεις των άλλων. Μη ~εις ~ σου παντού. Πβ. ανακατεύομαι, επεμβαίνω, χώνομαι. ΣΥΝ. μπαίνω/εισβάλλω στα χωράφια κάποιου/σε ξένα χωράφια, φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν [πβ. γερμ. seine Nase in etwas/in allen [hinein] stecken] , (με/χωρίς) σηκωμένη μύτη βλ. σηκωμένος, βγάζει καπνούς από τη μύτη/τ' αυτιά βλ. καπνός, κλείνει η μύτη μου βλ. κλείνω, όλα τα γουρούνια έχουνε την ίδια μούρη/μια μύτη έχουνε βλ. γουρούνι, σηκώνει (τη) μύτη βλ. σηκώνω [< μεσν. μύτη < πβ. αρχ. μύτις ‘εσωτερικό των μαλακίων, μελάνι της σουπιάς’]

Μωάμεθ

Μωάμεθ Μω-ά-μεθ κύριο όν. (αρσ.) {άκλ.}: μόνο στη ● ΦΡ.: όταν/αν/άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αναλαμβάνει πρωτοβουλία για μια ενέργεια ή συνάντηση, την οποία κανονικά θα έπρεπε να πραγματοποιήσει κάποιος άλλος. [< μεσν. Μωάμεθ]

νους

νους [νοῦς] ουσ. (αρσ.) {νου (λόγ.) νοός | (λόγ.) πληθ. νόες} ΣΥΝ. διάνοια, μυαλό 1. το σύνολο των συνειδητών και ασυνείδητων νοητικών διαδικασιών που σχετίζονται κυρ. με την αντίληψη, τη σκέψη, τη φαντασία, τη μνήμη· το πνεύμα, ο λόγος (δηλ. το λογικό): γέννημα/δημιούργημα/κατασκεύασμα/πλάσμα/προϊόν του νου (πβ. αποκύημα της φαντασίας). Οι δυνάμεις/η εγρήγορση/η καθαρότητα του νου. Έχει δημιουργικό/εύστροφο/οξύ/πρακτικό νου. Πράξη που ξεπερνά τον ανθρώπινο νου (: αδιανόητη, φρικτή). Αποφασίζει/κρίνει με καθαρό νου (= λογικά, ψύχραιμα). Έσβησε από τον νου του τα πάντα (= τα ξέχασε). Έχασε το(ν) νου της/σάλεψε ο ~ του (= τρελάθηκε). Πβ. νοημοσύνη, νόηση. Βλ. ψυχή.|| (ΦΙΛΟΣ.) Ο ~ του Αναξαγόρα/Ηράκλειτου. Φιλοσοφία του νου. 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο έξυπνο, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη νοητική ικανότητα: φωτισμένος ~ (πβ. ιδιοφυΐα). Μόνο ένας δαιμόνιος/σατανικός ~ θα μπορούσε να σχεδιάσει κάτι τέτοιο! ● ΣΥΜΠΛ.: κοινός νους & (σπάν.) κοινό μυαλό: κοινή λογική., ιθύνων νους βλ. ιθύνων, τετράγωνο μυαλό βλ. μυαλό ● ΦΡ.: βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι (προφ.): πάει το μυαλό μου σε κάτι, σκέφτομαι, υποψιάζομαι: Δεν ~εις με τον νου σου τι σε περιμένει!, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) (προφ.): σταματώ να το(ν) σκέφτομαι, το(ν) ξεχνώ: Μη φοβάσαι, δεν θα ξανασυμβεί, βγάλ' το ~ σου! Δεν μπορεί κανείς να μου (το) βγάλει ~ ότι ...|| Βγάλ' την, επιτέλους, ~ σου!, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου (προφ.): δεν μπορεί να το πιστέψει, είναι αδιανόητο: ~ ~ ο νους/το μυαλό του ανθρώπου αυτό που συνέβη!, έχε τον νου σου & το(ν) νου σου (προφ.): πρόσεχε: ~ ~ μην πάθεις κανένα κακό. Τον νου σου! Θα πέσεις!, έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι) (προφ.) 1. έχω κάποιον ή κάτι στο μυαλό μου, στη σκέψη μου: ~ ~ πολλά πράγματα. Έχε κατά ~ (= έχε υπόψη σου) ότι ... 2. σκοπεύω, προτίθεμαι: Έχει στο(ν) νου του/κατά νου ν' αλλάξει σπίτι. Πβ. έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου., έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι (προφ.): με απασχολεί, το(ν) σκέφτομαι (επίμονα): ~ει ~ της συνέχεια στα παιδιά. Το μυαλό του το έχει στο παιχνίδι. Πού είχες ~ σου, όταν σου μιλούσα;|| Έχει αλλού το ~ του (= είναι αφηρημένος)., κοντά στο(ν) νου κι η γνώση (παροιμ.): για κάτι που (θεωρείται ότι) είναι αυτονόητο, που δεν χρειάζεται πολλή σκέψη., λέω με το νου μου (προφ.): σκέφτομαι: 'Είμαι πολύ τυχερός σήμερα!', είπε με το νου του. Πβ. λέω (από) μέσα μου., νους υγιής εν σώματι υγιεί (γνωμ.-λόγ.): δεν νοείται πνευματική υγεία χωρίς σωματική· προκειμένου να τονιστεί η σημασία της σωματικής άσκησης (άθλησης) ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την πνευματική ευεξία. [< λατ. mens sana in corpore sano] , ό,τι βάλει ο νους (του ανθρώπου) (προφ.): ό,τι μπορεί κάποιος να φανταστεί· τα πάντα, πολλά και διάφορα (πράγματα): Στο παζάρι μπορούσες να βρεις ~ ~ σου/του ανθρώπου! Πβ. και του πουλιού το γάλα., ψήλωσε ο νους (κάποιου) (μτφ.-προφ.) 1. έχει υπερβολικές φιλοδοξίες. 2. έχασε τα λογικά του., ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου βλ. κακό, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μου περνά (από το μυαλό/τον νου) βλ. περνώ, μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, σταματά ο νους του ανθρώπου βλ. σταματώ, τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου βλ. τρέχω, τυπώνω (καλά μέσα) στο μυαλό/στο(ν) νου μου βλ. τυπώνω [< 1: αρχ. νοῦς, γαλλ. esprit, αγγλ. mind, γερμ. Geist 2: γαλλ. esprit]

ξεμπέρδεμα

ξεμπέρδεμα ξε-μπέρ-δε-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.) ΑΝΤ. μπέρδεμα, μπλέξιμο 1. ξέμπλεγμα: ~ καλωδίων/κόμπων. Το μαλακτικό διευκολύνει το ~ των μαλλιών. 2. (μτφ.) τακτοποίηση, διευθέτηση περίπλοκης κατάστασης: ~ (= ξεκαθάρισμα) της υπόθεσης. Πβ. απεμπλοκή. ΑΝΤ. περιπλοκή (1) ● ΦΡ.: δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα (προφ.): πρόβλεψη αρνητικής εξέλιξης γεγονότων, φασαρίας, καβγά: Μην του μπαίνετε και πολύ, γιατί δεν θα έχετε καλά ~. (απειλητ.) Σου δίνω μια τελευταία ευκαιρία, αλλιώς θα έχουμε κακά ~., καλά ξεμπερδέματα & καλό ξεμπέρδεμα: (ως ευχή) για έξοδο από δύσκολη κατάσταση: Καλή επιτυχία και ~ ~! Έτσι που έμπλεξες, τι να σου πω; ~ ~!

ξέρω

ξέρω ξέ-ρω ρ. (μτβ.) {ήξερα, ξέρ-οντας} & (ιδιωμ.) ξεύρω 1. έχω γνώση ή αντίληψη για κάτι: ~ τη διεύθυνσή της/το επάγγελμα/την (οικονομική του) κατάσταση/το όνομα (κάποιου). Δεν ~ πόσο χρονών είναι/πότε θα έρθει/πού είναι/πώς τον λένε. Δεν ~εις τίποτα παραπάνω/περισσότερο να μου πεις; Νομίζεις ότι ~εις τα πάντα/τα ~εις όλα; ~ τι ζητώ/θέλω/κάνω. Την ~ καλά την πόλη. (κατηγορία απάντησης σε ερωτηματολόγιο, δημοσκόπηση) Δεν ~ /δεν απαντώ. ~ τις αρμοδιότητές/τα δικαιώματά/τις υποχρεώσεις μου. Άσε/άφησε αυτά που ~εις. Αυτά που ~εις/ήξερες να τα ξεχάσεις. Όλα όσα/τι πρέπει να ~ουμε για το .../σχετικά με ... ~εις τι θα πει/τι σημαίνει να ...; Τον ρώτησα, αλλά δεν ~ει τίποτα για το θέμα. Κάτι ~ει, να την ακούς! Δεν ~ από που ν' αρχίσω. Απ’ όσο (μπορώ να)/απ’ ό,τι ~ , … Ποιος ~ει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Aν ήξερες/να 'ξερες πόσο την αγαπώ! ~εις (τώρα) εσύ (: για κάτι γνωστό στον άλλον ή για περιπτώσεις που δεν θέλουμε να αναφέρουμε κάτι ρητά). Πβ. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω. ΑΝΤ. αγνοώ (1) 2. είμαι γνώστης, κατέχω κάποιο γνωστικό αντικείμενο ή μια δεξιότητα: ~ μια γλώσσα/γράμματα/κολύμπι/μαγειρική/μπάσκετ/τάβλι. ~ να γράφω/διαβάζω/μαγειρεύω/οδηγώ/παίζω (ένα παιχνίδι ή ένα μουσικό όργανο)/χειρίζομαι υπολογιστή/χορεύω. ~ να πω μάθημα/ένα ποίημα (απέξω). ~ει κανείς από μηχανές;|| (Δεν) ~ει να δίνει/παίρνει/περιμένει/χάνει. 3. γνωρίζω κάποιον καλά ή μου είναι γνωστός: ~ τους γονείς/την οικογένειά του. Την ~ εδώ και χρόνια/εξ όψεως/(από) καιρό/από παλιά/φυσιογνωμικά. Τον ~ από παιδί. Δεν ~ κανέναν σε αυτή τη γιορτή. Τον ~εις αυτόν εκεί; Την ~ μέσω ενός κοινού μας φίλου.|| (κατ' επέκτ.) Πόσο καλά ~εις τους φίλους σου (: γνωρίζεις τον χαρακτήρα τους); Με ~εις πόσο ανυπόμονος είμαι. Έλα μωρέ, δεν την ~εις; Κάθε φορά τα ίδια κάνει.|| (για δημόσιο πρόσωπο) Τους ~εις τους ηθοποιούς που συμμετέχουν στο σίριαλ; ● ΦΡ.: (αυτό) το ξέρει και η γάτα μου!: είναι αυτονόητο ή γνωστό σε όλους., δεν ήξερες, δεν ρώταγες; (ειρων.): λέγεται όταν κάποιος από αφέλεια βρεθεί μπλεγμένος σε δυσάρεστη κατάσταση, ενώ θα μπορούσε να την είχε αποφύγει, αν φρόντιζε προηγουμένως να ενημερωθεί., δεν ξέρει τι έχει: είναι πολύ πλούσιος, έχει μεγάλη περιουσία., ξέρει να ζει (τη ζωή του/της) (προφ.): την απολαμβάνει., ξέρεις ...: στην αρχή φράσης, συνήθ. ως ένδειξη αμηχανίας, δισταγμού, δυσκολίας να πούμε κατευθείαν αυτό που θέλουμε: ~, θέλω να μιλήσουμε., ξέρω (κάποιον) για ...: έχω σχηματίσει για κάποιον την άποψη, τη γνώμη, την εντύπωση: Τον ήξερα για τεμπέλη, αλλά με διέψευσε., ξέρω γω (προφ.): κειμενικός δείκτης για αναφορά παραδείγματος ή ως απάντηση για δήλωση άγνοιας και κατ' επέκτ. δυσφορίας, αδιαφορίας: Θα δώσω, ~ ~, είκοσι-τριάντα ευρώ και θα κάνω τη δουλειά μου. Πβ. ας πούμε, για παράδειγμα.|| -Τι του 'κανες και θύμωσε; -~ ~, μωρέ!, ξέρω κι εγώ/(που θες να) ξέρω εγώ/'γω;/! (προφ.): κειμενικός δείκτης που εκφράζει αμηχανία, άγνοια ή αμφιβολία για κάτι: Πώς τα κατάφερες έτσι; - ~ ~, τι να σου πω; Τελικά θα έρθουν; -~ ~, θα σε γελάσω., ποιος ξέρει;: για δήλωση άγνοιας: Άραγε θα έρθει, ~ ~; Πβ. τις οίδε;, ποτέ δεν ξέρεις ...: μη θεωρείς τίποτα απίθανο· όλα είναι πιθανά: ~ ~ τι σου επιφυλάσσει η μοίρα.|| -Δεν θα ξαναγυρίσει. -~ ~. Πβ. ποτέ μην λες/πεις ποτέ. [< αγγλ. you never know] , (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω; βλ. θέλω, δεν γνωρίζει/δεν ξέρει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά βλ. αριστερός, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν καταλαβαίνω/δεν ξέρω/δεν σκαμπάζω γρι βλ. γρι, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! βλ. Χριστός, δεν ξέρει την τύφλα του βλ. τύφλα, δεν ξέρει τι του φταίει βλ. φταίω, δεν ξέρεις τι σου γίνεται βλ. γίνομαι, δεν ξέρω πού (μου) πάν' τα τέσσερα βλ. τέσσερις, δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω βλ. πατώ, ένας Θεός ξέρει βλ. θεός, λέει/ξέρει κάτι νεράκι βλ. νερό, ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει βλ. θέλω, ξέρω τι θα πει βλ. λέω, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, πού σε είδα, πού σε ξέρω βλ. βλέπω, το ξέρουν και οι κότες βλ. κότα, τόσα ξέρει, τόσα λέει βλ. τόσος [< μεσν. ξέρω < (ἐ)ξεύρω < αρχ. ἐξευρίσκω]

ξυπνημός

ξυπνημός ξυ-πνη-μός ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): μόνο στη ● ΦΡ.: δεν έχω ξυπνημό: δεν μπορώ να ξυπνήσω: Κοιμήσου, γιατί αύριο δεν θα έχεις ~ό.

ο

ο 1. (πρόφ. όμικρον) το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που αντιπροσωπεύει τον φωνηεντικό φθόγγο [o]: ~ κεφαλαίο (Ο). ~ μικρό (ο). Πβ. όμικρον. Βλ. δίφθογγος, φωνήεν. 2. (πρόφ. όμικρον) εβδομηκοστός σε μια σειρά χρονική, ιεραρχική ή αξιολογική· εβδομήντα: (συνήθ. με τόνο ο΄/Ο΄) Εδάφιο ~.|| Η μετάφραση των ~ (= Εβδομήκοντα). 3. (σε αρίθμηση, με τον τόνο κάτω αριστερά: ,Ο ή ,ο:) εβδομήντα χιλιάδες. [< αρχ. Ο, μεσν. ο]

όμοιος

όμοιος, α, ο [ὅμοιος] ό-μοι-ος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. ομοία, ουδ. όμοιον} 1. που έχει (σχεδόν) τα ίδια χαρακτηριστικά ή ιδιότητες με κάποιον ή κάτι άλλο, που του μοιάζει πολύ: ~ες: απόψεις/συνθήκες. ~α: προϊόντα. ~α ή περίπου ~α αποτελέσματα. (επιτατ.) Αντίγραφα απόλυτα/εντελώς ~α με τα πρωτότυπα. Εταιρείες ομίλου που επιδιώκουν ~ους ή παρεμφερείς σκοπούς. Πβ. παρ~.|| (ΦΥΣ.) Οι ~οι πόλοι των μαγνητών απωθούνται. (ΜΑΘ.) ~οι: πίνακες (: που εκφράζουν την ίδια γραμμική απεικόνιση αλλά με διαφορετική επιλογή βάσεων). ΑΝΤ. αλλιώτικος (1), ανόμοιος 2. (κατ' επέκτ.) ισότιμος, ισοδύναμος, ισάξιος: ~ες: αξίες/προκλήσεις.|| (ως ουσ.-ειρων.) Αδύνατον να καταλάβετε εσύ και οι ~οί σου.|| Κάνει παρέα με τους ομοίους του/(καταχρ.) με τους όμοιούς του. 3. ΓΕΩΜ. (για σχήματα) που έχουν ανάλογες τις αντίστοιχες πλευρές τους και ίσες γωνίες μία προς μία: ~α: πολύγωνα/τρίγωνα. ● επίρρ.: όμοια & (λόγ.) ομοίως: κατά τον ίδιο τρόπο: ~ αποδεικνύεται ότι... Το άρθρο ισχύει ομοίως και για (: επίσης και για) ... ● ΦΡ.: δεν έχει όμοιο/όμοια: που υπερέχει των ομοειδών του, είναι αξεπέραστος/αξεπέραστη: Δοκίμασα μια γεύση που ~ ~ όμοιά της., και τα όμοια (συντομ. κ.τ.ό.): και λοιπά. ΣΥΝ. και τα παρόμοια/συναφή, και τα τοιαύτα, ανταποδίδω/αποδίδω τα ίσα βλ. ανταποδίδω, ίσα κι όμοια βλ. ίσα1, όμοιος (σ)τον όμοιο κι η κοπριά (σ)τα λάχανα βλ. λάχανο, όμοιος ομοίω αεί πελάζει βλ. πελάζει [< αρχ. ὅμοιος]

όπα

όπα [ὄπα] ό-πα επιφών. 1. για να δηλωθεί έκπληξη, ξάφνιασμα ή προτροπή για παύση: ~, τι έγινε;|| ~, πολλή φόρα πήρες (= βάστα, σταμάτα, στάσου, περίμενε, κάτσε)! Πβ. οπ. 2. σε λαϊκό χορό, δηλωτικό κεφιού. 3. στο ταχτάρισμα μικρού παιδιού. ● ΦΡ.: έχω κάποιον στα όπα όπα (προφ.): τον φροντίζω υπερβολικά, του ικανοποιώ όλες του τις επιθυμίες: Έχει τη γυναίκα του ~ ~. Πβ. μη βρέξει και μη στάξει.

όριο

όριο [ὅριο] ό-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {ορί-ου | -ων} 1. η ανώτερη ή κατώτερη τιμή την οποία είναι δυνατόν ή συνήθ. επιτρέπεται να λάβει ένα μέγεθος: αυστηρό/(προ)καθορισμένο/νόμιμο/σαφές/συμβολικό/υποχρεωτικό ~. Βαθμολογικό/πληθυσμιακό/χρονικό (βλ. περιθώριο) ~. ~ ασφαλείας/διακύμανσης/κυβισμού/στάθμης. Διεύρυνση/θέσπιση/κατάργηση ~ων. Επιτρεπόμενο ~ εκπομπής (ρύπων)/έντασης (ήχου)/κατανάλωσης (αλκοόλ). Μέσα σε επιτρεπτά ~α. Παραβίαση ~ου ταχύτητας. Κατ’ ανώτατο ~. || (ΟΙΚΟΝ.) Πιστωτικό ~. ~ (υπερ)ανάληψης μετρητών/προϋπολογισμού. Ανώτατο/κατώτατο ~ αποδοχών/δανεισμού/εισοδήματος/συνταξιοδότησης. Ελάχιστο/μέγιστο ~ (πβ. οροφή, πλαφόν) παραγωγής αγαθού. Βλ. μάξιμουμ, μίνιμουμ. 2. (επιστ.) το σημείο στο οποίο τείνει να φτάσει κάποιο μέγεθος: απόλυτο ~. (ΜΑΘ.) ~ ακολουθίας/συνάρτησης. (ΦΥΣ.-ΜΗΧΑΝ.) Θερμοκρασιακό ~. ~ αντοχής/ελαστικότητας/θραύσης/πίεσης. 3. σύνορο, άκρο· σημείο από το οποίο αρχίζει ή στο οποίο τελειώνει κάτι (και συχνά ξεκινά κάτι άλλο): ανατολικό/βόρειο/δυτικό/νότιο ~. Γεωγραφικά ~α. Τα διοικητικά/φυσικά ~α του νομού. Τα ~α του νησιού/της πόλης. Εκτός/εντός των ~ων του οικισμού.|| Χωρικά ~α. Χάραξη των ~ων του αρχαιολογικού χώρου.|| Τα ~α της κλασικής περιόδου.|| (μτφ.) Τα ~α της ανοχής/δεοντολογίας/ελευθερίας/ηθικής. 4. (μτφ.-επιτατ.) ακραίο σημείο ή πλαίσιο που συνήθ., αν ξεπεραστεί, έχει αρνητικές συνέπειες: Έφτασε στα ~α της απελπισίας/απογοήτευσης/τρέλας. Βρίσκεται στο έσχατο ~ (= τέρμα) της απόγνωσης. Η αναίδειά του υπερέβη κάθε ~. Η υπομονή έχει και τα ~ά της. Ζει στα ~α (πβ. στην κόψη του ξυραφιού). Έχω επίγνωση των ~ων μου (: ξέρω μέχρι πού μπορώ να φτάσω).|| Αυτό που λες είναι είναι πέρα από τα ~α της λογικής. (συνήθ. ως έκφραση αγανάκτησης) Όλα έχουν/σε όλα υπάρχει ένα ~ (: κάπου πρέπει να σταματούν). Πρέπει να μπει/τεθεί ένα ~ (πβ. μέτρο) στην ασυδοσία. 5. νοητή γραμμή διάκρισης δύο αντίθετων εννοιών: το λεπτό ~ μεταξύ αλήθειας και ψέματος/πραγματικότητας και φαντασίας. Τα ασαφή ~α ανάμεσα στο αστείο και το σοβαρό. Πβ. διαχωριστική γραμμή.όρια (τα): περιορισμοί: Το φιλμ ξεφεύγει από τα στενά ~ των ταινιών τρόμου. ● ΣΥΜΠΛ.: αφορολόγητο (όριο) βλ. αφορολόγητος, όριο ηλικίας βλ. ηλικία, το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης βλ. προσδόκιμος ● ΦΡ.: δεν έχει όρια/όριο (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται σε υπερβολικό βαθμό: Η ανοησία/το θράσος του ~ ~., δίχως/χωρίς όρια/όριο & (λόγ.) άνευ ορίων/ορίου: για κάτι που εκδηλώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό· χωρίς περιορισμούς: αγάπη/απόλαυση/ηλιθιότητα/υποκρισία ~ ~. Πβ. χωρίς φραγμούς., μέχρι(ς) ενός ορίου: για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ως ένα σημείο εφικτό, ανεκτό ή επιτρεπόμενο: Άλλαξε τρόπο σκέψης, ~ ~ φυσικά! ΣΥΝ. ως έναν βαθμό, αγγίζω τα όρια βλ. αγγίζω, όριο της φτώχειας βλ. φτώχεια [< αρχ. ὅριον ‘σύνορο’, γαλλ. limite]

όσο

όσο [ὅσο] ό-σο επίρρ. & (λόγ.) όσον· εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις 1. αναφορικές· δηλώνει (αόριστη) ποσότητα της οποίας το μέγεθος εξαρτάται από τα συμφραζόμενα: Προσπάθησε ~ μπορείς (καλύτερα). Ρίξε νερό ~ πάρει (ενν. το δοχείο). (επιτατ., περισσότερο από οποιονδήποτε/οτιδήποτε άλλο) Συμφεροντολόγος ~ κανείς/κανένας άλλος. Θέλω ~ τίποτα άλλο στον κόσμο να ... Με βοήθησες ~ δεν φαντάζεσαι (: πάρα πολύ). (επιτατ., με συγκριτικό βαθμό) Έλα ~ νωρίτερα/πιο γρήγορα μπορείς.|| Τα πήγε χειρότερα απ' ~ τυχόν περίμενε. 2. χρονικές· ενόσω, το διάστημα, την ώρα που: ~ ζω, ελπίζω. Ποιος θα προσέχει το μωρό, ~ λείπεις; ~ είμαι εγώ εδώ, μην ανησυχείτε για τίποτα. Πβ. εφόσον, καθόσον, όταν.|| (δηλώνει χρόνο και αιτία μαζί) ~ αισθάνομαι ότι δεν είναι καλά, αδυνατώ να ησυχάσω. Πβ. από τη στιγμή που, επειδή. ● ΦΡ.: όσο ... (,) τόσο ...: στον βαθμό που γίνεται κάτι, στον ίδιο βαθμό επιτυγχάνεται, συντελείται κάτι άλλο: ~ λιγότερο μιλάς ~ το καλύτερο. ~ πιο πολύ τον γνωρίζω, ~ πιο πολύ τον συμπαθώ., όσο για (προφ.): όσον αφορά: ~ ~ τα υπόλοιπα (ενν. ζητήματα) δεν έχω μάθει κάτι., όσο κι αν/και να: (για εναντίωση ή παραχώρηση) ακόμη κι αν, αν και, μολονότι, παρόλο που: ~ ~ κλαις, δεν σε λυπάμαι. ~ ~ σας φαίνεται περίεργο, μου ζήτησε συγγνώμη. Η κατάσταση είναι ανησυχητική, ~ ~ δεν θέλεις να το πιστέψεις., όσο να 'ναι/όσο (και) να πεις (προφ.): όταν κάποιος αναγκάζεται να αποδεχτεί ή να παραδεχτεί κάτι: Έχει, ~ ~, ένα δίκιο.|| (ως αποδοχή μιας διαπίστωσης του συνομιλητή) -Κόπιασες πολύ! -(Ε!) ~ ~! Πβ. ναι., όσο όσο & όσο κι όσο (προφ.): ως δήλωση αδιαφορίας σχετικά με την πολύ χαμηλή ή υψηλή τιμή με την οποία πωλείται ή αγοράζεται κάτι αντίστοιχα: Το δίνει/πουλάει ~ ~. Πβ. μπιρ παρά.|| Πληρώνω ~ ~. Το αγοράζω ~ ~ (: όσο κι αν κάνει). ΣΥΝ. όσα(-)όσα, όσο που (προφ.): μέχρι, ωσότου, ώσπου: Βρες κάτι να κάνεις, ~ ~ να περάσει η ώρα., όσο το δυνατό(ν)/όσο γίνεται: στον μεγαλύτερο βαθμό που μπορεί να γίνει κάτι: Στόχος μας είναι η όσο το δυνατόν καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών. Θέλω να μάθω όσο γίνεται περισσότερα γι' αυτόν., κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, όσο απέχει ο ουρανός από τη γη βλ. γη, όσο δεν παίρνει (άλλο) βλ. παίρνω, όσο πατάει η γάτα βλ. γάτα, όσο πάω/πάει και βλ. πηγαίνω & πάω, όσο περνάει από το χέρι μου βλ. χέρι, όσο ποτέ (άλλοτε) βλ. ποτέ, όσον/σε ό,τι/καθόσον αφορά ... βλ. αφορά, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα βλ. βροντά, τόσο ... όσο βλ. τόσο [< αρχ. ὅσον]

ούτω(ς)

ούτω(ς) [οὕτω(ς)] ού-τω(ς) επίρρ. (λόγ.): έτσι. Στις ● ΦΡ.: και ούτω καθεξής/καθ' εξής (συντομ. κ.ο.κ.): για αποφυγή επανάληψης στοιχείων που συνεχίζουν με όμοιο ή παραπλήσιο τρόπο ό,τι προαναφέρθηκε· κατά τον ίδιο τρόπο: Το ίδιο έγινε και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη ~ ~. Πβ. και πάει λέγοντας, και τράβα κορδέλα/κορδόνι. Βλ. και άλλα, και λοιπά. [< γερμ. und so weiter] , ούτω πως: περίπου με αυτόν τον τρόπο, κάπως έτσι: ~ ~ εξηγείται γιατί αρνήθηκε. ~ ~ προέκυψε ..., ούτως ειπείν (συχνά ειρων.): που λέει ο λόγος, για να το πούμε έτσι: Έκανε ένα, ~ ~, ασυνείδητο λάθος., ούτως εχόντων των πραγμάτων: έτσι όπως έχουν τα πράγματα, έτσι όπως είναι η κατάσταση: ~ ~, τίθεται πλέον το ερώτημα πώς θα κινηθούμε στη συνέχεια. Πβ. εν τοιαύτη περιπτώσει., ούτως ή άλλως βλ. άλλως [< αρχ. οὕτω(ς)]

οφθαλμός

οφθαλμός [ὀφθαλμός] ο-φθαλ-μός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. μάτι. 2. ΒΟΤ. το μέρος του φυτού από όπου εκφύεται άνθος, φύλλο, βλαστός: ανθοφόρος ~. Πβ. κόμπος, (ρ)όζος. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) 3. ΤΥΠΟΓΡ. η ανάγλυφη επιφάνεια του γράμματος στο τυπογραφικό στοιχείο. ● ΣΥΜΠΛ.: βυθός του ματιού/του οφθαλμού βλ. βυθός, παντεπόπτης οφθαλμός βλ. Παντεπόπτης ● ΦΡ.: έχω προ οφθαλμών (κάτι): κοιτάζω ή έχω κατά νου κάτι: Ας έχουμε ~ το παράδειγμά του., οφθαλμός/οφθαλμό(ν) αντί οφθαλμού (και οδούς/οδόντα αντί οδόντος): για να δηλωθεί η ανταπόδοση κακού που υπέστη κάποιος, αντεκδίκηση. Πβ. μάχαιρα(ν) έδωσες, μάχαιρα(ν) θα λάβεις, μία σου και μία μου, πληρώνω κάποιον με το ίδιο νόμισμα., εν ριπή οφθαλμού βλ. ριπή, έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ' ορά βλ. ορώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, χάρμα οφθαλμών βλ. χάρμα, ως κόρη(ν) οφθαλμού βλ. κόρη [< 1, 2: αρχ. ὀφθαλμός]

παιδί

παιδί παι-δί ουσ. (ουδ.) {παιδ-ιού | -ιών} 1. νεαρό άτομο από τη στιγμή της γέννησής του, και κυρ. μετά τη βρεφική ηλικία, μέχρι την εφηβεία ή/και την ενηλικίωση: ανάγωγο/άτακτο/γελαστό/δυσλεξικό/έξυπνο/ζωηρό/κακομαθημένο/μεγάλο/μικρό/ντροπαλό/ορφανό/συνεσταλμένο/υπάκουο/υπερκινητικό/χαϊδεμένο ~. Άπορα/εξαφανισμένα ~ιά. ~ιά του δημοτικού. ~ιά με αυτισμό/ειδικές ανάγκες. Σπαστικά ~ιά. Ανάπτυξη/ανατροφή/διαπαιδαγώγηση/διατροφή/δικαιώματα/κοινωνικοποίηση/η προσωπικότητα/υγεία του ~ιού. Υιοθεσία ενός ~ιού (βλ. παρα-, ψυχο-παίδι). Φεστιβάλ ~ιού. Η (Παγκόσμια) Ημέρα του ~ιού (11 Δεκεμβρίου). Θηλάζω/μεγαλώνω/ταΐζω το ~ (βλ. βρέφος, μωρό, νεογέννητο). Σχέσεις γονέων-~ιών. Ασφάλεια των ~ιών στο διαδίκτυο. Δημιουργική απασχόληση ~ιών. Συναισθηματική υποστήριξη των καρκινοπαθών ~ιών. Βιβλία/παιχνίδια για ~ιά. Βλ. παιδάκι, παιδαρέλι, παίδαρος, διαβολό-, βουτυρό-, τρελό-παιδο.|| (ειδικότ.) Έχασε το ~ (= απέβαλε). Προστασία του αγέννητου ~ιού. Πβ. έμβρυο. 2. γιος ή κόρη κάποιου· απόγονος: βιολογικό (= φυσικό) ~. Γέννησε/έφερε στον κόσμο το πρώτο της/ένα υγιέστατο ~. Πατέρας τριών ~ιών. Το αγάπησαν σαν πραγματικό τους ~ (: υιοθετημένο ~). Δεν έκανε/έχει ~ιά (= δεν τεκνοποίησε). Πβ. τέκνο. Βλ. στερνοπαίδι.|| (για ζώα) Η γάτα και τα ~ιά της (πβ. νεογνό). 3. άνθρωπος νεαρής συνήθ. ηλικίας· αγόρι (για σχέση): Είναι καλό/χρυσό ~.|| (για νεαρό άτομο εντυπωσιακά όμορφο) Τι ~ είναι αυτό! Πβ. κούκλος, παίδαρος· κούκλα, κορίτσαρος.|| Γνώρισα ένα ~. Τα έχω/τα έφτιαξα με ένα ~. 4. {συνήθ. στον πληθ.} ως οικεία προσφώνηση προς άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας: Καλώς τα ~ιά! ~ιά, ησυχία! 5. ενήλικος που παρουσιάζει στοιχεία παιδικότητας: Είναι ένα μεγάλο ~ (: αθώος, ειλικρινής, απλός, απροσποίητος). (μειωτ.) Μη γίνεσαι/μην είσαι ~ (πβ. ανώριμος, αφελής, εύπιστος)! 6. (+ γεν.) (μτφ.) γέννημα, θρέμμα· δημιούργημα: (για πρόσ.) Είναι ~ της εκκλησίας/της εποχής του/της μεταπολίτευσης.|| ~ της ανάγκης/του καπιταλισμού. Πβ. προϊόν. ΣΥΝ. τέκνο (2) 7. (σε καταστήματα, γραφεία, εστιατόρια) νεαρός υπάλληλος που εκτελεί δευτερεύουσες, βοηθητικές εργασίες: ~, να παραγγείλουμε (πβ. γκαρσόν);|| (συχνά χιουμορ.-ειρων.) ~ για όλες τις δουλειές. ● ΣΥΜΠΛ.: η ώρα του παιδιού: (συνήθ. για κατάσταση, δραστηριότητα) που δεν αντιμετωπίζεται με τη δέουσα σοβαρότητα και προσοχή: Λίγο έλειψε το μάθημα να γίνει ~ ~., κέντρο προστασίας παιδιών: ίδρυμα που παρέχει φιλοξενία, εκπαίδευση και ψυχαγωγία σε ανήλικα άτομα 3-12 ετών, τα οποία αποδεδειγμένα στερούνται οικογενειακής προστασίας. ΣΥΝ. παιδόπολη, παιδί/τέκνο του λαού (προφ.): λαϊκός άνθρωπος: γνήσιο ~ ~. [< γαλλ. enfant du peuple] , παιδιά των φαναριών: αυτά που επαιτούν, πουλούν ή προσφέρουν κάποια υπηρεσία σε οδηγούς οχημάτων που έχουν σταματήσει σε φανάρια: τα ξυπόλυτα ~ ~., προβληματικό παιδί: με κινητικά ή/και διανοητικά προβλήματα., το τρομερό παιδί: νέος ή νέα που διακρίνεται για το μεγάλο του ταλέντο ή/και τους προκλητικούς, συχνά, νεωτερισμούς του/της: Είναι ~ ~ του κινηματογράφου/της λογοτεχνίας/της τέχνης. [< γαλλ. l'enfant terrible] , άνθρωπος/παιδί της πιάτσας βλ. πιάτσα, παιδί της μαμάς βλ. μαμά, παιδί του δρόμου βλ. δρόμος, παιδί του σωλήνα βλ. σωλήνας, παιδιά των λουλουδιών βλ. λουλούδι, παιδί-θαύμα βλ. θαύμα, παιδική κακοποίηση & κακοποίηση παιδιών βλ. κακοποίηση, προστατευόμενο μέλος/παιδί/τέκνο βλ. προστατευόμενος, σύνδρομο κακοποιημένου παιδιού βλ. σύνδρομο ● ΦΡ.: από παιδί: από την παιδική ηλικία: ~ ~ ασχολείται με τη μουσική. Πβ. παιδιόθεν., δικό μας παιδί: για κάποιον που κατάγεται από τον ίδιο με εμάς τόπο ή προέρχεται από τον ίδιο με εμάς επαγγελματικό, ιδεολογικό, πολιτικό χώρο ή με τον οποίο μας συνδέει φιλική ή άλλου είδους σχέση: Ζει τόσα χρόνια στη χώρα μας, που πλέον θεωρείται ~ ~., κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι: (ειρων.) για την αχαριστία των παιδιών προς τους γονείς., κρύβει ένα παιδί μέσα του (μτφ.): (για ενήλικο άτομο) τον χαρακτηρίζει παιδικότητα., ξαναγίνομαι παιδί (μτφ.): νιώθω και συμπεριφέρομαι σαν παιδί, κάνω πράγματα που αρμόζουν σε παιδιά., παιδί της μάνας/του πατέρα του: για αυτόν που μοιάζει ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή/και τη συμπεριφορά στη μητέρα ή τον πατέρα του αντίστοιχα., παιδί/παιδάκι μου: (οικ.-ειρων.) προσφώνηση προς άτομο κάθε ηλικίας η οποία συνήθ. δηλώνει εκνευρισμό ή ανησυχία: Σταμάτα να μιλάς συνέχεια, ρε ~! Τι έγινε, βρε/μωρέ ~; Είσαι με τα καλά σου/τι κάνεις εκεί, παιδάκι μου; Τι λες, ρε ~ ~, αλήθεια;, παιδιά, σκυλιά (χιουμορ.): η οικογένεια ή οι οικογενειακές υποχρεώσεις: Είχαν στοιβάξει στο αυτοκίνητο ~ ~ και ομπρέλες.|| ~ ~ δεν έχει., περιμένει/περιμένουν παιδί: για γυναίκα που είναι έγκυος ή για ζευγάρι που πρόκειται να αποκτήσει παιδί: Περιμένει το πρώτο της ~., πιάνω παιδί: (για γυναίκα) μένω έγκυος: Δεν μπορεί/προσπαθεί να πιάσει ~., ρίχνω το παιδί (προφ.): κάνω έκτρωση., σαν μικρό/μωρό παιδί: για ενήλικο με παιδική ή/και ανώριμη συμπεριφορά: Γελούσε/έκλαιγε/χοροπηδούσε ~ ~. Έκανε ~ ~ από τη χαρά του. Πανηγύριζαν την πρόκριση σαν ~ά ~ιά.|| Μην κάνεις ~ ~!, τα παιδιά των παιδιών μου: τα εγγόνια ή γενικότ. οι απόγονοί μου: Το έργο αυτό θα μείνει κληρονομιά στα παιδιά σας και στα ~ ~ σας., του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου (παροιμ.): για να δηλωθεί η μεγάλη αγάπη των παππούδων προς τα εγγόνια τους., των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν (παροιμ.): οι συνετοί άνθρωποι είναι προνοητικοί., αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το ταΐζει η μάνα/δεν του δίνουνε βυζί βλ. κλαίω, άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο στη ρούγα βλ. ρούγα, γαμώ τα παιδιά/τα άτομα βλ. γαμώ, κορίτσι/παιδί πράμα βλ. πράγμα, κρατάω το παιδί βλ. κρατώ, μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι βλ. τάζω, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει βλ. μάνα, παιδί-κουμπί/βιολί βλ. βιολί, παραμύθι για (μικρά) παιδιά βλ. παραμύθι, σπέρνω παιδιά βλ. σπέρνω, στη ζωή μου/της μάνας μου/των παιδιών μου βλ. ζωή, το χρυσό παιδί/κορίτσι/αγόρι βλ. χρυσός, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) βλ. ύπνος, χάνει η μάνα το παιδί (και το παιδί τη μάνα) βλ. μάνα ● βλ. παιδούλα [< μεσν. παιδίν]

παλαβός

παλαβός, ή, ό πα-λα-βός επίθ. (προφ.): τρελός: (για πρόσ.) Είναι εντελώς ~. Πβ. ανισόρροπος, παλαβιάρης, παρλιακός.|| ~ή: ιδέα/ιστορία/κατάσταση.|| ~ή: απόφαση/οδήγηση (= επικίνδυνη, παράτολμη). ΣΥΝ. ζουρλός, μουρλός (1) ● Ουσ.: παλαβά (τα): ανόητη, επιπόλαιη, χαζή πράξη ή συμπεριφορά: Άρχισε/κάνει τα ~ του! ● επίρρ.: παλαβά ● ΦΡ.: κάνω σαν παλαβός/τρελός για κάποιον/κάτι: μου αρέσει κάποιος/κάτι πάρα πολύ., το παίζω παλαβός & κάνω τον παλαβό: κάνω τον τρελό, για να απαλλαγώ από τις υποχρεώσεις μου., το ρίχνω στην παλαβή & κάνω την παλαβή: προσποιούμαι τον αδιάφορο, τον ανήξερο ή τον αφελή· κάνω ότι δεν καταλαβαίνω ή ότι δεν με ενδιαφέρει κάτι., τρέχω σαν παλαβός/τρελός 1. (μτφ.) κινούμαι με γρήγορους ρυθμούς, για να πετύχω κάτι. 2. οδηγώ πολύ γρήγορα και συνήθ. απρόσεχτα., γίνεται της τρελής/μουρλής/παλαβής βλ. τρελός, είμαι τρελός/ζουρλός και παλαβός με/για κάποιον/κάτι βλ. τρελός [< μεσν. παλαβός]

πάνω & επάνω

πάνω & επάνω [ἐπάνω] πά-νω επίρρ. 1. & (λαϊκό) απάνω: ψηλά ή σε ψηλότερο επίπεδο, ψηλότερη επιφάνεια ή θέση σε σχέση με κάποιο σημείο αναφοράς: Κοίτα ~. Στερέωσε τον καθρέφτη πιο ~. (πιο πέρα, πιο βόρεια ή σε μεγαλύτερο υψόμετρο:) Ο τουρισμός δεν έχει φτάσει εδώ ~ (στο χωριό). Σηκωθείτε ~ (= όρθιοι). (για δήλωση αφετηρίας, προέλευσης:) Διάβασε προσεκτικά από ~ προς τα κάτω. (για δήλωση κατεύθυνσης:) Τέντωσε τα χέρια σου προς τα ~.|| (ως πρόθ. + από) ~ από το εκκλησάκι είναι ... Η πηγή βρίσκεται ~ από την πλατεία.|| (ως επίθ.) Το ~ μέρος/παράθυρο/πλαίσιο/τμήμα. (σε ονόματα περιοχών, χωριών) ~/κάτω Πλάτανος. Οι κάτοικοι του ~ ορόφου (σε πολυκατοικίες).|| (ως ουσ.) Οι (από) ~ (ενν. ένοικοι).|| (ειδικότ. για όχημα, μέσα:) ~ στο λεωφορείο. 2. (+ σε) σε επιφάνεια: ~ στην πόρτα. Κάνε κλικ με το ποντίκι ~ στο λινκ. Σέρβιρε το φιλέτο ~ σε φύλλα ρόκας. 3. για κάτι που συνορεύει με κάτι άλλο: Το οικόπεδο είναι ~ στον κεντρικό δρόμο. 4. (σε θέση πρόθεσης + από + αριθμητικό) περισσότερο από: Είναι ~ από σαράντα πέντε χρόνων. Μου πήρε ~ από έναν μήνα να τελειώσω την εργασία (πβ. παρα~). Η εταιρεία πούλησε ~ από εκατό χιλιάδες αυτοκίνητα πέρσι. Οι μέσες μηνιαίες θερμοκρασίες παραμένουν ~ από το μηδέν. 5. (σε θέση πρόθεσης + από, μτφ.) για κάποιον ή κάτι που βρίσκεται σε ανώτερη, σημαντικότερη θέση από κάποιον άλλο σε αξιολογική ή ιεραρχική κλίμακα: Είναι ~ από μένα στη δουλειά. Η ευτυχία των παιδιών μου είναι ~ από τη δική μου. || (εμφατ.) ~ και πέρα από οποιοδήποτε /ότιδήποτε … 6. (+ γεν. αδύνατου τύπου της προσ. αντων. γ' προσώπου) εναντίον: (ως πρόθ.) Όρμησε ~ του, χωρίς να καταλάβουμε γιατί.|| (ως επιφών.) ~ του/τους! 7. (σε θέση πρόθεσης + σε) αναφορικά, σχετικά με κάτι: Θα ήθελα να τοποθετηθώ ~ σε αυτό το θέμα (πβ. επ' αυτού). 8. για αύξηση της αξίας, των τιμών: 50% ~ οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων. Οριακά ~ οι πωλήσεις. 9. (σε θέση πρόθεσης με χρονική σημασία, + σε) κατά τη διάρκεια: Έπαθε ανακοπή καρδιάς ~ στο χορό. Αποκοιμήθηκα ~ στο καλύτερο. 10. (συνήθ. επιτατ.) για δήλωση αναφοράς: Η ύλη ~ στην οποία θα εξεταστείτε είναι η εξής ... ● Ουσ.: οι επάνω: οι ανώτεροι, οι προϊστάμενοι ή αυτοί που έχουν εξουσία. Πβ. άνωθεν. ● ΦΡ.: από πάνω μέχρι/ως κάτω: από το πιο ψηλό ως το πιο χαμηλό σημείο, από την κορυφή ως τα νύχια: Ρωγμές στους τοίχους ~ ~.|| Καρφώνω με τα μάτια/κοιτάζω κάποιον ~ ~. Ήταν ντυμένος ~ ~ στα μαύρα. Με είχε λούσει κρύος ιδρώτας ~ ~., βάζω/ρίχνω κάτι πάνω μου (προφ.): ντύνομαι βιαστικά, πρόχειρα., είμαι στα πάνω μου (προφ.): είμαι σε καλή κατάσταση, έχω καλή διάθεση ή σημειώνω επιτυχία: Η ομάδα είναι ~ ~ της. ΣΥΝ. είμαι στα χάι μου ΑΝΤ. είμαι (στα) ντάουν (μου), είμαι στα κάτω μου, είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω (μτφ.-προφ.) 1. ελέγχω, επιβλέπω: Κατά τη διάρκεια του διαγωνίσματος ήμουν συνέχεια από ~ τους (ενν. τους μαθητές). 2. βρίσκομαι σε θέση ισχύος. Πβ. έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι. 3. (για άνδρα ή γυναίκα) ως ερωτική στάση., και πάνω: και περισσότερο: Η ένταση του ανέμου θα είναι από δέκα μποφόρ ~ ~. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν νέοι και νέες από δεκαπέντε χρονών ~ ~. Οι επιδιορθώσεις θα κοστίσουν εκατό ευρώ ~ ~., κι από πάνω (προφ., συνήθ. σε περιπτώσεις αγανάκτησης, δυσαρέσκειας): επιπλέον: Αυτό έλειπε, να σε λυπηθώ ~ ~. Ήρθες καθυστερημένος στη δουλειά και διαμαρτύρεσαι ~ ~., μια πάνω (και) μια κάτω (μτφ.-προφ.): για αλλαγή πότε προς το καλύτερο και πότε προς το χειρότερο: Στη ζωή τα πράγματα είναι ~ ~., ο ένας πάνω στον άλλο 1. (επιτατ.) για να δηλωθεί στρίμωγμα, συμφόρηση: Ζούσαν στοιβαγμένοι σε άθλια παραπήγματα, ~ ~. 2. για χρονική συνήθ. διαδοχή με μεγάλη συχνότητα: Οι σφαίρες έπεφταν η μία ~ στην άλλη. Πβ. ο ένας μετά τον άλλο., ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος (λαϊκό): η επίγεια ζωή (σε αντίθεση με τον κόσμο των νεκρών). ΑΝΤ. ο κάτω κόσμος, παίρνω κάτι (ε)πάνω μου (προφ.): αναλαμβάνω: Πήρε πάνω του το βάρος της ευθύνης., παίρνω τα πάνω μου 1. αρχίζω να αποδίδω ή γνωρίζω άνθιση, επιτυχία: Στην πορεία του παιχνιδιού η Εθνική μας Ομάδα πήρε τα ~ της.|| Πήρε επιτέλους ~ του. Το καλοκαίρι ο τουρισμός ~ει ~ του. 2. (για πρόσ.) βελτιώνεται η διάθεσή μου., πάνω απ' όλα & πριν απ' όλα: το σημαντικότερο σύμφωνα με την κρίση κάποιου· κατά κύριο λόγο, κυρίως: ~ ~ η υγεία! Με ενδιαφέρει ~ ~ η ποιότητα του έργου. ΣΥΝ. πρώτα απ' όλα/πρώτα-πρώτα (2), πάνω κάτω (προφ.) 1. κατά προσέγγιση, περίπου: Όταν έφυγα, ήταν ~ ~ έξι. Κατάλαβα ~ ~ τι θέλεις να πεις (πβ. λίγο πολύ, μέσες άκρες).|| Πέντε πάνω, πέντε κάτω δεν έχει σημασία. ΑΝΤ. ακριβώς (1) 2. από τη μία πλευρά στην άλλη, πέρα δώθε: Περπατούσε ~ ~ σκεφτικός. 3. προς τα πάνω και προς τα κάτω: Μετακινήστε ~ ~ το έγγραφο με το ποντίκι., πάνω μου 1. (ως πρόθ.) μαζί μου: Δεν έχω/κρατάω ~ ~ λεφτά (= στο πορτοφόλι, στην τσάντα ή στην τσέπη μου). 2. (για πρόσ.) στο σώμα ή στον χαρακτήρα μου: Το φοράω συνέχεια ~ ~.|| Λίγο φιλότιμο δεν έχεις ~ σου; Η παιδεία επέδρασε ~ του (= στην προσωπικότητά του, στον ψυχισμό του).|| Έφυγε από ~ ~ ένα βάρος (= ανακουφίστηκα, απαλλάχτηκα). 3. (ως συμπλήρωμα διαφόρων ρημάτων) σε εμένα: Βασίσου/στηρίξου ~ ~., πάνω πάνω (προφ.) 1. στην υψηλότερη θέση: ~ ~ στο συρτάρι έχω τα έγγραφα. 2. (μτφ.) επιφανειακά, χωρίς λεπτομέρειες., πάνω που: (σε θέση χρονικού συνδέσμου) την ώρα ακριβώς, τη στιγμή ή την περίοδο που: ~ ~ ετοιμαζόμουν να φύγω, εμφανίστηκε. ~ ~ είχα αρχίσει να συνηθίζω, μου άλλαξαν πόστο., πέφτω πάνω σε κάποιον/κάτι 1. (μτφ.) βρίσκω αναπάντεχα, συναντώ τυχαία: Στην επιστροφή έπεσα ~ ~ μποτιλιάρισμα. Ψάχνοντας διάφορα άρθρα, έπεσα ~ ~ ένα που είχα γράψει εδώ και καιρό.|| Έπεσα ~ ~ μια φίλη από τα παλιά. ΣΥΝ. έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον, κουτουλώ (3) 2. (για οχήματα) συγκρούομαι: Η νταλίκα έπεσε ~ στο λεωφορείο., πιο πάνω: (στον λόγο) προηγουμένως: Τα μέτρα που αναφέρθηκαν ~ ~.|| (σε επιθετική χρήση:) Σχετικά με το ~ ~ θέμα, μπορώ να πω ..., τα κάνω πάνω μου (προφ.) 1. αφοδεύω ή ουρώ στα εσώρουχά μου: Κόντεψα να ~ ~ από τα γέλια (= να κατουρηθώ). 2. (μτφ.) νιώθω υπερβολικό φόβο, τρόμο: ~ ~ στην ιδέα του θανάτου. Πβ. χέζομαι πάνω μου., το παίρνω πάνω μου (προφ.): υπερηφανεύομαι, υπερεκτιμώ τον εαυτό μου: Μην του λες τέτοια, γιατί θα το πάρει ~ του. Πώς να μην το πάρει ~ της με τόσες επιτυχίες; Πβ. καβάλησε το καλάμι., φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω: για ριζική αλλαγή, μεγάλη ανατροπή μιας κατάστασης: Έφερε τα ~ ~ στην τέχνη της εποχής του. Ένα μήνα έλειψα και ήρθαν ~ ~., (ε)πάνω στην ώρα βλ. ώρα, από το πάνω ράφι βλ. ράφι, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι βλ. χέρι, ζαμανφού και πάνω/κι απάνω τούρλα βλ. τούρλα, ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του βλ. χρόνος, παίρνει την πάνω βόλτα βλ. βόλτα, πάνω απ' τον ώμο (κάποιου) βλ. ώμος, πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας βλ. κεφάλι, πάνω από το πτώμα (μου) βλ. πτώμα, πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα βλ. συζήτηση [< αρχ. ἐπάνω]

παράπονο

παράπονο πα-ρά-πο-νο ουσ. (ουδ.) {παραπόν-ου | -ων}: έκφραση συναισθήματος δυσαρέσκειας, αγανάκτησης, πικρίας και λύπης για τη συμπεριφορά ή τη στάση κάποιου προσώπου, για μια κατάσταση ή για την ποιότητα παρεχόμενης υπηρεσίας: Το μεγάλο/μόνιμο/προσωπικό του ~ ήταν ότι ... Δεν έχω κανένα ~, μου φέρονται πολύ καλά. Είπε/τον κοίταξε με ~ (= παραπονεμένα). Έμεινε με το ~. Βροχή τα ~α για τη διαιτησία. Έγινε αποδέκτης ~ων. Μου μετέφερε τα ~ά του.|| Γραπτά ~α. Γραφείο/δελτίο/κυτίο/τηλεφωνικό κέντρο/υπηρεσία/φόρμα ~ων. Διαχείριση/υποβολή ~ων. Εξέταση ~ων και καταγγελιών. Ένα από τα συχνότερα ~α των αναγνωστών/επιβατών/πολιτών/χρηστών είναι η καθυστέρηση στην ... Διατύπωσε/εξέφρασε τα ~ά του στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Άκουσαν/δέχτηκαν ~α από τους πελάτες για το φαγητό. ● Υποκ.: παραπονάκι (το) ● ΦΡ.: κάνω παράπονα: παραπονιέμαι: Μου έκανε ~, γιατί ξέχασα τα γενέθλιά της. Του έκαναν ~ ότι τους αγνοεί., με πιάνει/με παίρνει το παράπονο (προφ.): στενοχωριέμαι, καθώς σκέφτομαι κάτι, και συχνά κλαίω: Θυμάμαι τι ωραία που ήμασταν και ~ ~., το 'χω παράπονο & παράπονο το 'χω (προφ.): για απραγματοποίητη επιθυμία: ~ ~ (= καημό) να πεις μια καλή κουβέντα για μένα., τα παράπονά σου στον δήμαρχο βλ. δήμαρχος [< μεσν. παράπονον]

παρόλο

παρόλο πα-ρό-λο σύνδ. & (λόγ.) παρ' όλο(ν): μολονότι· παρά το (γεγονός) ότι· αν και: ~ που θέλω, δεν μπορώ να έρθω. ~ ότι προσπάθησα, δεν τα κατάφερα. Πβ. παρότι. ● ΦΡ.: παρ' όλα/παρόλα αυτά & (λόγ.) παρά ταύτα & παραταύτα: για να δηλωθεί αντίθεση προς τα προηγούμενα: Γνώριζαν το πρόβλημα. ~ ~, δεν περίμεναν τέτοια εξέλιξη. Πβ. εντούτοις, μολαταύτα. [< γαλλ. malgré tout]

πέραση

πέραση πέ-ρα-ση ουσ. (θηλ.): μόνο στη ● ΦΡ.: έχει (μεγάλη) πέραση: έχει απήχηση, επιρροή, είναι ευρέως αποδεκτός: ~ ~ στις γυναίκες (= αρέσει, περνάει η μπογιά του). Ο λόγος του ~ ~ (= μετράει). Προϊόντα που έχουν μεγάλη ~ (πβ. ζήτηση). [< αρχ. πέρασις 'διέλευση, πέρασμα']

περί

περί πε-ρί πρόθ. (λόγ.) 1. (+ γεν., σπάν. + αιτ.) σχετικά με, όσον αφορά: νόμος ~ πνευματικής ιδιοκτησίας. ~ τίνος πρόκειται; Διαψεύδει δημοσίευμα ~ εμπλοκής του στην υπόθεση.|| Γνώσεις ~ την ζωγραφική. 2. (+ αιτ.) περίπου: ~ το τέλος του έτους/τα μέσα Μαρτίου. ~ τις αρχές του 2010. ~ το έτος ... Χωριό που αριθμεί ~ τους ... κατοίκους. 3. (+ αιτ.) κοντά σε, γύρω από: Οι ~ τον πρωθυπουργό συνεργάτες εκτιμούν ότι ... ● ΦΡ.: έχω (κάποιον/κάτι) περί πολλού (λόγ.): τον εκτιμώ πολύ., ο περί ου/η περί ης/το περί ου ο λόγος (συνήθ. ειρων.): το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος: ο ~ ~ ηθοποιός. Η ~ ~ συνάντηση. Τα περί ων ~ δημοσιεύματα., περί ανέμων και υδάτων βλ. άνεμος, περί όνου σκιάς βλ. όνος [< αρχ. περί]

περνώ

περνώ [περνῶ] περ-νώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {περν-άς ..., -ώντας | περνούσε κ. πέρναγε, πέρ-ασα, περν-ιέμαι, περά-στηκε, -σμένος} & περνάω 1. κινούμαι μπροστά, πάνω, κάτω ή δίπλα από ένα σταθερό σημείο, αφήνοντάς το πίσω· μετακινούμαι προς συγκεκριμένη κατεύθυνση· φτάνω σε κάποιο μέρος και συνεχίζω την πορεία μου: ~ κάθε μέρα έξω από το σπίτι του. ~άει πολύς κόσμος από εδώ. ~ασε από μπροστά μου και δεν μου μίλησε. Η σφαίρα ~ασε ξυστά από το κεφάλι του. Κάνε στην άκρη να ~άσω.|| Μόλις ~ασε το λεωφορείο.|| (μτφ.) Όλη του η ζωή ~ασε (σαν ταινία) μπροστά από τα μάτια του. Βλ. ξανα~. 2. βρίσκομαι σε μια κατάσταση για κάποιο χρονικό διάστημα· διάγω, ζω: ~ αξέχαστα/ευχάριστα/μοναδικά/όμορφα/τέλεια/υπέροχα/χάλια. ~ αρκετό χρόνο μόνος μου/με τα παιδιά μου. ~άει δύσκολες ώρες. ~ασα όλο το πρωινό διαβάζοντας. ~ασε εδώ τη νύχτα (= διανυκτέρευσε, κοιμήθηκε εδώ). Πώς (τα) ~άσατε στις διακοπές/τις γιορτές; (ευχετ.) Να ~άς/~άσεις καλά! Βλ. κακο~, καλο~.|| ~ασε (= είχε) ευτυχισμένα παιδικά χρόνια/δύσκολη εφηβεία/στιγμές αγωνίας. Θέλω να ~άσω (= να μοιραστώ) τη ζωή μου μαζί σου! 3. διασχίζω, διέρχομαι: ~ τη γέφυρα/τον δρόμο (περπατώντας)/το ποτάμι (κολυμπώντας). ~ασαν απέναντι/μέσα από το δάσος.|| Υλικά που επιτρέπουν να ~άσει το ηλεκτρικό ρεύμα (: καλοί αγωγοί).|| (μτφ.) Το έργο ~ασε από πολλά στάδια. 4. έρχομαι ή πηγαίνω: Θα ~άσω να σε δω. ~ασα από τον δικηγόρο/την τράπεζα. Ας ~άσουμε στο σαλόνι! Να ~άσει ο επόμενος!|| (βγαίνω:) ~ασε έξω! Η κεφαλιά ~ασε άουτ.|| (μπαίνω:) Πες του να ~άσει! ~άστε μέσα! Αποχώρησε τραυματισμένος και στη θέση του ~ασε ο ... 5. επιτυγχάνω (σε εξέταση ή αγώνα): ~ασα! ~ασε με την πρώτη. (ΑΘΛ.) ~ασε στον επόμενο γύρο/στην κορυφή/στον τελικό (= προκρίθηκε).|| Δεν ~ασε (σ)τις πανελλαδικές/(σ)το τεστ. Δεν ~ασε τη βάση. Μετά βίας/με το ζόρι ~ασε την τάξη (= προάχθηκε, προβιβάστηκε). Μάθημα που ~ιέται δύσκολα/εύκολα.|| (για εξεταστή:) Τους ~ασε όλους (ΑΝΤ. απορρίπτω, αφήνω, κόβω). 6. (για υποψήφιο) γίνομαι δεκτός, εισάγομαι: Πού/σε ποια Σχολή ~ασες; Δεν ~ασε (στην) Αθήνα/εκεί που ήθελε/πουθενά/στο Πανεπιστήμιο. 7. υπερισχύω, υπερτερώ· υπερβαίνω: Τους ~άει όλους στην εξυπνάδα!|| Με ~ά (= είναι μεγαλύτερος) τρία χρόνια. Έχει ~άσει τα σαράντα.|| Οργάνωση που ~άει τα ... μέλη (: απαριθμεί πάνω από). ~ασε τα ... χλμ. την ώρα. Έχει ~άσει το μέτρο/τα όρια. Πβ. ξε~. 8. υφίσταμαι: Δεν φαντάζεσαι τι ~. ~άσαμε πολλά μαζί. Έχω ~άσει τα μύρια όσα/τα πάνδεινα.|| Ο κλάδος μας ~άει κρίση.|| Ποιες αρρώστιες ~άσατε μικρός; 9. υποβάλλομαι ή υποβάλλω κάποιον ή κάτι σε συγκεκριμένη διαδικασία, δοκιμασία: ~ από δίκη (= δικάζομαι)/εκπαίδευση (= εκπαιδεύομαι)/πειθαρχικό (συμβούλιο)/συνέντευξη. ~άσαμε (από) τον έλεγχο διαβατηρίων/το τελωνείο. Το αυτοκίνητο ~ασε από ΚΤΕΟ.|| Τους ~ασαν από ανάκριση (= τους ανέκριναν)/ιατρικές εξετάσεις (= τους εξέτασαν). 10. μεταβιβάζω, μεταφέρω ή μεταβιβάζομαι, μεταφέρομαι: ~ασε από αριστερά την μπάλα στον συμπαίκτη του. Προσπάθησε να ~άσει όπλο στη φυλακή. Τα αρχεία ~άστηκαν στο φλασάκι.|| Η φωτογραφία ~ασε από χέρι σε χέρι. Όταν πέθανε, η περιουσία του ~ασε στα παιδιά του (= την κληρονόμησαν). Μικρόβιο που ~άει από τα ζώα στον άνθρωπο (= κολλάει, μεταδίδεται). Κειμήλια που ~ούν από γενιά σε γενιά. 11. εκλαμβάνω, θεωρώ: Δεν είναι τόσο ηλίθιος όσο τον ~άς.|| (+ για) Για τι με ~άς, για (κανένα) κορόιδο; Τι το ~άσατε εδώ μέσα/πέρα; Παιδική χαρά;|| Με συγχωρείτε, σας ~ασα για άλλη (= σας μπέρδεψα). 12. καταχωρώ, καταγράφω: ~ τις βαθμολογίες. Δεν μου ~άστηκε ο βαθμός. Αγορές που έχουν ~αστεί στο βιβλίο εξόδων/στα έξοδα. 13. (μτφ.) μεταβαίνω: ~ασε (= βγήκε) στην αντεπίθεση. Θα ~άσω τώρα στη δεύτερη ενότητα/στο τελευταίο θέμα. Είναι καιρός να ~άσουμε από τα λόγια στα έργα. Αν δεν μπορείτε να λύσετε μια άσκηση, ~άστε στην επόμενη. Θέμα που ~ασε σε δεύτερη μοίρα/πρώτο πλάνο. 14. βάφω, (επι)καλύπτω με υλικό ή σπανιότ. καθαρίζω μια επιφάνεια: ~άμε το ξύλο με βερνίκι. Τα κάγκελα θα ~αστούν και τρίτο χέρι/χρώμα.|| ~ασα το δωμάτιο με την ηλεκτρική σκούπα/τα τζάμια με καθαριστικό. Το πάτωμα ~άστηκε με παρκετίνη. 15. βάζω κάτι γύρω από κάτι άλλο· γενικότ. τοποθετώ: ~ασε το μετάλλιο στο λαιμό του/το σχοινί γύρω από τη μέση του. ~ασε το χέρι του στους ώμους της.|| Του ~ασαν χειροπέδες (= του έβαλαν, του φόρεσαν). 16. προσπερνώ: (Με) ~ασε από αριστερά. Μας ~ασε (= ξεπέρασε) στο τρέξιμο. Με ~ασε σα(ν) σταματημένο. 17. διαπερνώ: Οι ακτίνες του ήλιου ~ούν μέσα από το παράθυρο. Οι σφαίρες ~ασαν (= τρύπησαν) τα τζάμια του αυτοκινήτου.|| ~άμε το κρέας σε καλαμάκια (πβ. διατρυπώ).|| (για υγρά:) Η βροχή ~ασε το παλτό μου. 18. (μετα)κινώ κάτι μέσα από ένα άνοιγμα, το βάζω από τη μία πλευρά του και το βγάζω από την άλλη: ~ την κλωστή στη βελόνα/τα κορδόνια στα παπούτσια. 19. χρησιμοποιώ μαγειρικό σκεύος ή άλλο μηχάνημα, για να επεξεργαστώ μαγειρικά υλικά: ~άμε το αλεύρι από τη σήτα/τη σάλτσα από το μπλέντερ. 20. (προφ.) διαβάζω: Δεν προλαβαίνω να ~άσω ξανά τις σημειώσεις. 21. (προφ.) παραλείπω (στοιχείο μιας ακολουθίας): ~ασες (= πήδηξες) μια γραμμή, καθώς διάβαζες.περνά & περνάει 1. παύει να υπάρχει, τελειώνει, γίνεται παρελθόν· (ειδικότ. για χρόνο) κυλά: Τα νιάτα ~ούν. Τα συμπτώματα ~άνε (= εξαφανίζονται) μετά από λίγες μέρες. Ο κίνδυνος/το χειρότερο ~ασε. Μόδα είναι, θα ~άσει. Κρίση ήταν και ~ασε. ~ασε η σειρά μου. Πάει, ~ασε, ό,τι έγινε, έγινε. Δεν θα ~άσει έτσι αυτό! Μην αφήσεις την ευκαιρία να ~άσει (= να πάει χαμένη).|| Πόσο γρήγορα/πώς ~ η ώρα! Δεν ~άνε οι μέρες με τίποτα! ~άνε τα χρόνια (: γερνάμε, μεγαλώνουμε). Όσο ~ούσαν τα λεπτά, η αγωνία μεγάλωνε. ~ασε κιόλας ένας μήνας! Τη χρονιά που ~ασε (: την περασμένη). ~ασε (= πάει) καιρός από τότε που ... Έχουν ~άσει δέκα ώρες από την εξαφάνισή του. Να ~άσει κι αυτή η βδομάδα! Πβ. παρέρχεται. 2. γίνεται αποδεκτός, εγκρίνεται, ψηφίζεται: ~ασε ο νόμος/η τροπολογία για ... Δεν ~ασαν τα μέτρα/οι προτάσεις.|| Οι απειλές σου δεν ~ούν (εδώ/σε μένα) (= δεν έχουν αποτέλεσμα, δεν πιάνουν)! Δεν θα ~άσει ο τσαμπουκάς!|| Δεν ~ (= μετράει) ο λόγος μας.|| Το εισιτήριο/το νόμισμα αυτό δεν ~ πια (= δεν είναι έγκυρο, δεν ισχύει). ● Παθ.: περνιέμαι (προφ.): (+ για) θεωρούμαι: Βαρέθηκα να ~ για θύμα.|| (ειρων.) ~ιέσαι για άντρας με αυτά που κάνεις; ~ιέται για ειδικός. Τώρα αυτή ~ιέται για σοβαρή εφημερίδα; ● ΦΡ.: (δεν) περνάει η μπογιά (κάποιου) (προφ.): (δεν) είναι ικανός για κάτι ή επιθυμητός, κυρ. με βάση την ηλικία ή την ομορφιά: ~ ~ της ακόμη στον χώρο του μόντελινγκ. Δεν ~ ~ του εδώ/πια. Πβ. έχει (μεγάλη) πέραση., αυτό δεν θα περάσει έτσι! & δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι: ως απειλή ή προειδοποίηση ότι δεν πρόκειται να ξεχαστεί κάτι άδικο ή προσβλητικό που έγινε ή ειπώθηκε, ότι θα υπάρξει ανταπάντηση ή αντεκδίκηση. Πβ. θα μου το πληρώσεις!, για να περάσει/περνάει η ώρα: για κάτι που δεν έχει ιδιαίτερη σημασία: Λέμε και κανένα ανέκδοτο/αστείο (πού και πού), ~ ~.|| Παιχνίδια για να περνάει ~., μου περνά (από το μυαλό/τον νου): συλλαμβάνω μια ιδέα, σκέφτομαι κάτι ή υποψιάζομαι: Προς στιγμή, μου ~ασε η σκέψη να ... Μου ~ασε η υποψία μήπως/ότι ...|| Ποτέ δεν μου ~ασε ~ αυτή η πιθανότητα., μου περνάει (κάτι): σταματώ να νιώθω κάτι, συνήθ. δυσάρεστο ή ενοχλητικό: Μου ~ασε το κέφι (= δεν έχω πια)/η πείνα (= δεν πεινάω). -Είσαι ακόμα θυμωμένος; -Μπα, μου ~ασε.|| Μόνο με αντιβίωση θα ~άσει το κρύωμα. Ακόμα να μου ~άσει ο πονοκέφαλος., μου περνάει/περνάει το δικό μου: γίνεται ή πετυχαίνω αυτό που θέλω: Δεν θα σου ~άσει αυτή τη φορά! Δεν πρόκειται να τους ~άσει! Θέλει πάντα να περνάει το δικό του., πέρασε τον Ατλαντικό: για κάτι που μεταδίδεται από την Ευρώπη στις ΗΠΑ ή/και αντίστροφα: η κρίση/η φήμη του ~ ~., περνάει στα χέρια κάποιου: έρχεται στην κατοχή του, αποκτά τον έλεγχο, την ευθύνη: Η εξουσία/η εταιρεία/η περιουσία πέρασε ~ ~ του.|| Η υπόθεση έχει ~άσει ~ της Δικαιοσύνης., περνώ/φεύγω μπροστά: προηγούμαι: Το τελευταίο δεκάλεπτο η ομάδα πέρασε ~ και πήρε τη νίκη., (τα) περνάω καλά/άσχημα βλ. καλά, (την) περνάω ζάχαρη βλ. ζάχαρη, άλλαξαν/πέρασαν/φόρεσαν βέρες(/δαχτυλίδια) βλ. βέρα, βγαίνω/περνώ στην παρανομία βλ. παρανομία, δεν χωράει (να περάσει) απ' την πόρτα βλ. πόρτα, διέβη/πέρασε τον Ρουβίκωνα βλ. Ρουβίκων, έχω/περνάω (μεγάλο) ζόρι/(μεγάλα) ζόρια βλ. ζόρι, ζω/τη βγάζω/περνώ σπαρτιάτικα βλ. σπαρτιατικός, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κάτι περνάει στα ψιλά (γράμματα) βλ. ψιλά, με περνά ένα κεφάλι βλ. κεφάλι, μπόρα είναι (και) θα περάσει βλ. μπόρα, ο έρωτας περνά από το στομάχι βλ. στομάχι, ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του βλ. χρόνος, όσο περνάει από το χέρι μου βλ. χέρι, πέρασε και/αλλά δεν ακούμπησε βλ. ακουμπώ, περνά απαρατήρητος βλ. απαρατήρητος, περνά από πολλά χέρια βλ. χέρι, περνά από τα χέρια κάποιου βλ. χέρι, περνά από το χέρι μου βλ. χέρι, περνά/μένει/μπαίνει στην ιστορία βλ. ιστορία, περνάω κάτι (στο) ντούκου βλ. ντούκου, περνάω μια βόλτα βλ. βόλτα, περνάω το μήνυμα βλ. μήνυμα, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, περνώ (κάτω/μέσα) από καυδιανά δίκρανα βλ. καυδιανός, περνώ από (ψιλό) κόσκινο βλ. κόσκινο, περνώ από σαράντα/χίλια κύματα βλ. κύμα, περνώ από τα χέρια κάποιου βλ. χέρι, περνώ κάποιον (από) γενεές δεκατέσσερις βλ. γενεά, περνώ κάποιον από λεπίδι/πέφτει λεπίδι βλ. λεπίδι, περνώ με κόκκινο βλ. κόκκινος, περνώ το κατώφλι βλ. κατώφλι, σαν να μην πέρασε μια μέρα βλ. μέρα, τα πάω/περνάω ζάχαρη με κάποιον βλ. ζάχαρη, την περνάω/την βγάζω κοτσάνι βλ. κοτσάνι ● βλ. περασμένος [< μεσν. περνώ]

πηγαίνω & πάω

πηγαίνω & πάω πη-γαί-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πηγαίνεις κ. πας, πάει, πάμε, πάτε, πάν(ε) | πήγαινα, πήγα (να/θα πάω), προστ. πήγαινε, πηγαίνετε κ. πάτε, πηγαίν-οντας} 1. μετακινούμαι, κατευθύνομαι με τα πόδια ή με μεταφορικό μέσο συνήθ. προς συγκεκριμένο σημείο: ~ στα μαγαζιά/στην τράπεζα. ~ για ύπνο (= να κοιμηθώ)/για ψώνια (= να ψωνίσω). ~ει από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Πού/προς τα πού πας; Πάμε (για) μια βόλτα/να περπατήσουμε (λιγάκι). Από πού πάνε για το λιμάνι;|| Πήγαν (= έφυγαν για) διακοπές/εκδρομή/ταξίδι.|| ~ (= πετάγομαι) μια στιγμή μέχρι τον/στον φούρνο και επιστρέφω.|| Το λεωφορείο πάει στο κέντρο. -Πώς μπορεί να πάει κανείς μέχρι την παραλία; -Με αυτοκίνητο/καΐκι. Πβ. μεταβαίνω. Βλ. παρα-, πολυ-πάω. 2. (+ μέχρι/ως) φτάνω: Πήγα ως την πόρτα.|| (μτφ.) Η ομάδα έχει πάει μέχρι τον τελικό. 3. (+ από) περνώ, διέρχομαι: Πήγα από το σπίτι των γονιών μου. 4. (για οδηγό ή όχημα) κινούμαι: ~ει (= τρέχει) με εκατό (ενν. χιλιόμετρα) την ώρα. 5. συχνάζω κάπου, συνηθίζω να επισκέπτομαι ένα μέρος: ~ στο γυμναστήριο. ~ει (κάθε Σάββατο/με φίλους) στον κινηματογράφο. Πάμε θέατρο συχνά. 6. συνοδεύω, οδηγώ κάποιον· μεταφέρω κάτι: Πάω τα παιδιά στο πάρκο/σχολείο. Να σε πάω (= πετάξω) μέχρι το σπίτι; Με πήγε (= έβγαλε) για φαγητό.|| Πήγα τα σκουπίδια (στον κάδο)/τα χαρτιά για ανακύκλωση.|| (μτφ.) Τον πήγε (= έσυρε) στα δικαστήρια. 7. (+ για, μτφ.) προορίζομαι· βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι: Σταφύλια που πάνε για (να γίνουν) κρασί/μούστο.|| ~ει για Δήμαρχος/Πρόεδρος (πβ. προαλείφομαι). ~ει (= βαίνει, οδεύει, είναι πολύ κοντά) για παγκόσμιο ρεκόρ/τη νίκη. 8. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω: Άντε να ~ (κι εγώ σιγά σιγά). Καιρός/ώρα να ~ουμε.|| (ευχετ.) Να πας στο καλό! 9. (+ να, προφ.) προσπαθώ, επιχειρώ, δοκιμάζω: Πήγα να ανοίξω το φως και έπεσε η ασφάλεια. 10. (μτφ.-προφ.) ανατρέχω, μεταβαίνω: Πήγαινε στο τέλος της σελίδας/τρίτο κεφάλαιο. Ας πάμε (= μπούμε) στην ουσία του θέματος. 11. (μτφ.-προφ.) κοντεύω, κινδυνεύω: Πήγα (= λίγο έλειψε να, παραλίγο) να πεθάνω/τρελαθώ! 12. (μτφ.-προφ.) φοιτώ: ~ (στο) γυμνάσιο/λύκειο/πανεπιστήμιο. 13. (συνήθ. στον αόρ., μτφ.-προφ.) πεθαίνω: Πήγε από βαριά αρρώστια/γεράματα/σφαίρα.πηγαίνει & (προφ.) πάει 1. διαβιβάζεται: Η ανακοίνωση πήγε σε όλα τα κανάλια και τις εφημερίδες. 2. οδηγεί, καταλήγει, φτάνει, βγάζει: Στρίβουμε δεξιά, όπως ~ ο δρόμος. Το μονοπάτι ~ αριστερά. 3. (για χρόνο) φτάνει: Πήγε δώδεκα (η ώρα)/μεσάνυχτα. 4. εξελίσσεται: Ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά! Τι έχει πάει στραβά;|| Ο αγώνας ~ για αναβολή (= οδηγείται προς).|| Δεν θυμάμαι πώς ~ ο σκοπός/το τραγούδι. 5. λειτουργεί, δουλεύει: Το ρολόι ~ μπροστά/πίσω. 6. ξοδεύεται, δαπανάται, διατίθεται: Πού πήγαν τα λεφτά; Τα κονδύλια πήγαν σε ... 7. ταιριάζει, συνδυάζεται: Δεν του ~ αυτό το πουκάμισο/χρώμα. Τα άσπρα/γυαλιά σού πάνε πολύ.|| Το άσπρο κρασί ~ με το ψάρι. 8. πέρασε, τέλειωσε: Πάει κι αυτός ο μήνας! Πάνε χρόνια από τότε.|| Πάει η ευκαιρία (= χάθηκε)! 9. κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο ~ η εγγραφή/το κιλό/η ταρίφα; 10. (για διαιρέτη ως προς τον διαιρετέο) χωράει, αναλογεί: Πόσο/πόσες φορές πάει το 8 στο 64; ● ΣΥΜΠΛ.: Πάμε Στοίχημα βλ. στοίχημα ● ΦΡ.: αυτό πού το πας; (προφ.): για συμπληρωματικό στοιχείο που δεν είναι αμελητέο: Δεν έχω διάθεση να βγω, βρέχει κιόλας, ~ ~; , δεν μου πάει (η καρδιά) να ... (προφ.): δεν έχω το ψυχικό σθένος, δεν αισθάνομαι καλά να κάνω κάτι: ~ ~ τον στενοχωρήσω! ΣΥΝ. δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή), δεν πάει/πα να ... (προφ.): (για δήλωση αδιαφορίας) ας: ~ ~ λέει ό,τι θέλει, δεν με ενδιαφέρει.|| (υβριστ.) ~ ~ πνιγεί!, όπως πάει & κατά πώς πάει: όπως εξελίσσεται η κατάσταση: ~ ~, θα τρελαθώ! ~ ~ το πράγμα, αποκτά ενδιαφέρον., όπως πάω/πας (αρνητ. συνυποδ.): έτσι που ενεργώ/ενεργείς: Όπως πάω, θα μείνω από λεφτά. Έτσι όπως πας, θα φας το κεφάλι σου., όσο πάω/πάει και: όσο περνά ο καιρός: Όσο πάω και βελτιώνομαι. Η κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει. Η παρέα μας όσο πάει και μεγαλώνει., όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί μεγαλύτερη εμπειρία, υπεροχή σε κάτι: Τι μας λες τώρα, ~ ~!, πάει και …: για να αξιολογηθεί αρνητικά κάτι: Μα τι ~ ~ κάνει/λέει ο άνθρωπος!, πάει καλά (προφ.): εντάξει, καλώς: -Βάζουμε στοίχημα; -~ ~., πάει καλά/άσχημα (προφ.): έχει θετική ή αρνητική εξέλιξη: Τίποτα δεν (μου) ~ καλά σήμερα. Τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Αν κάτι δεν πάει καλά, ενημέρωσέ με. Αν όλα πάνε καλά, αύριο θα είμαστε σπίτια μας (βλ. αν θέλει ο Θεός)., πάει κάτω: καταπίνεται: Δεν ~ ~ τίποτα/ούτε μπουκιά (: έχω χορτάσει, δεν μπορώ να φάω άλλο). Να πάνε ~ τα φαρμάκια., πάει με όλα & πάει παντού: συνδυάζεται, ταιριάζει με τα πάντα: Κρασί που ~ ~ (ενν. τα φαγητά). Χρώμα (ενν. ενδυμάτων ή υποδημάτων) που ~ ~. , πάει να πει & πα' να πει & παναπεί (προφ.): δηλαδή, σημαίνει: Μπλογκ ~ ~ ημερολόγιο. Αν δεν νικήσουμε, δεν ~ ~ ότι καταστρεφόμαστε., πάει παντού 1. απλώνεται: Ανακατεύουμε καλά το μείγμα, για να ~ ~ ο κιμάς και το τυρί. 2. (μτφ.) μεταφέρεται εύκολα: Συσκευή που είναι τόσο μικρή και ελαφριά, ώστε ~ ~., πάμε γι' άλλα: ως προτροπή για νέα αρχή, νέα προσπάθεια: Περασμένα ξεχασμένα και ~ ~. Χάσαμε, αλλά δεν πειράζει, ~ ~., πάμε!: (προτρεπτικά) προχωράμε, συνεχίζουμε, φεύγουμε: Έλα, ~! Αρκετά ξεκουραστήκαμε, ~ τώρα! Τι δουλειά έχουμε εμείς μαζί τους; ~ να φύγουμε.|| (επιφωνηματικά) Έτοιμοι; ~ (= ξεκινάμε)!, πας να ...: το έχεις βάλει σκοπό να: ~ ~ με τρελάνεις;, πας/είσαι καλά; & δεν πάμε/δεν(/σαν να μην) είμαστε καλά! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης, δυσαρέσκειας ή ως επίπληξη κάποιου που δεν σκέφτεται ή δεν φέρεται σωστά: Παιδάκι μου, ~ ~ (= είσαι με τα/στα καλά/σωστά σου, σοβαρολογείς); Κορίτσι μου, δεν ~ ~! Άααα, δεν πάμε καθόλου καλά!, πάω με κάποιον/μαζί του (προφ.): έρχομαι σε σεξουαλική επαφή: Πήγε (= κοιμήθηκε) μαζί της., πάω τα πράγματα: ωθώ την κατάσταση (κάπου): ~ ~ μπροστά/πιο πέρα/στα άκρα., πήγαινε & (σπάν.-λαϊκό) πάγαινε: φύγε: Άντε ~ από δω., πήγαινε-έλα & πηγαινέλα & πήγαιν' έλα (προφ.) 1. & (λαϊκό) σύρε/πάνε κι έλα: συνεχής κίνηση ή μετακίνηση: Αρχίσαμε τα ~ ~ στο νησί. Πβ. σούρτα-φέρτα. 2. & πήγαινε και έλα: μετάβαση και επιστροφή: ~ ~ κάναμε πέντε ώρες. Με κούρασε το πήγαινε και το έλα με το λεωφορείο. Βλ. ανέβα-κατέβα., πήγε/έπεσε να με φάει (μτφ.-προφ.): αντέδρασε πολύ έντονα εναντίον μου: Μόλις του ζήτησα λεφτά, ~ ~.|| Δεν τόλμησα να πω κάτι και έπεσαν να με φάνε (= μου επιτέθηκαν λεκτικά)., πού θα (μου) πάει (προφ.-εμφατ.) 1. για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, θα συμβεί: ~ ~, θα τα καταφέρω. Θα βρω χρόνο, ~ ~; 2. για να ειπωθεί ότι κάποιος δεν θα ξεφύγει, δεν θα γλιτώσει: ~ ~, θα τον βρω/πετύχω/πιάσω!, πού θα πάει; (εμφατ.): για να δηλωθεί αγανάκτηση για κάτι ενοχλητικό, δυσάρεστο που πρέπει να σταματήσει: ~ ~ αυτή η κατάσταση; ~ ~ αυτό το πράγμα/το χάλι;, πού το πας; (προφ.): τι θέλεις να πεις, τι υπονοείς;, τα πάω/πηγαίνω με κάποιον (προφ.): έχω καλές ή κακές σχέσεις μαζί του: -Πώς τα πας/πάτε με τον φίλο σου; -Μια χαρά! (απειλητ.) Πρόσεξε, γιατί δεν θα τα πάμε καθόλου καλά!, τον πάω (νεαν. αργκό): μου αρέσει: ~ ~ (με χίλια)! Δεν ~ ~ καθόλου/με τίποτα/μία! Πολύ σε ~, δικέ μου!|| Το ~ το καινούργιο σου κινητό! Πβ. κάνω κέφι/γούστο κάποιον/κάτι. ΣΥΝ. γουστάρω, του πήγε να & του πήγε τρεις και μία (προφ.): αισθάνθηκε μεγάλο φόβο., (κάτι) πάει κι έρχεται βλ. έρχομαι, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, (πήγε) υπέρ πίστεως (και πατρίδος) βλ. πίστη, άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! βλ. διάβολος, από δω παν' κι (οι) άλλοι βλ. άλλος, ας πάει και το παλιάμπελο βλ. παλιάμπελο, άστα (να πάνε) (καλύτερα) & άσε καλύτερα βλ. αφήνω, βάζω/πάω στοίχημα βλ. στοίχημα, δεν (το) πάει η γλώσσα μου βλ. γλώσσα, δεν ξέρω πού (μου) πάν' τα τέσσερα βλ. τέσσερις, δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω βλ. πατώ, δεν πάει άλλο! βλ. άλλο, δεν/να πά(ει) να χεστεί! βλ. χέζω, δουλεύει/πάει ρολόι βλ. ρολόι, είναι μέσα ή μπήκε/πήγε μέσα βλ. μέσα, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι, θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια βλ. αφήνω, και πάει λέγοντας βλ. λέω, και πολύ (σου/του) είναι/πάει βλ. είμαι, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, κάνω/πάω να ... βλ. κάνω, κάτι δεν πάει καλά βλ. καλά, κάτι πηγαίνει στραβά βλ. στραβός, κομμάτια/τσιμέντο να γίνει βλ. κομμάτι, μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι βλ. αηδόνι, να πάει και να μη γυρίσει! βλ. γυρίζω, να πας/πήγαινε να τα πουλήσεις αλλού/σε άλλον βλ. πουλώ, όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν βλ. έρχομαι, πάει (για) φούντο βλ. φούντο, πάει άδικα βλ. άδικος, πάει για βρούβες βλ. βρούβα, πάει καπνός βλ. καπνός, πάει κατά δια(β)όλου βλ. διάβολος, πάει κι έρχεται βλ. έρχομαι, πάει μακριά η βαλίτσα βλ. βαλίτσα, πάει πακέτο με κάποιον/κάτι βλ. πακέτο, πάει περίπατο βλ. περίπατος, πάει πολύ βλ. πολύ, πάει στον διά(β)ολο/διάλο βλ. διάβολος, πάει στράφι βλ. στράφι, πάει/πηγαίνει άπατος βλ. άπατος, πάει/πηγαίνει τρένο βλ. τρένο, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο βλ. σύννεφο, παίρνω το μέρος & πηγαίνω/είμαι με το μέρος (κάποιου) βλ. μέρος, πάμε για (έναν) καφέ; βλ. καφές, πάνε μαζί βλ. μαζί, πάω πάσο βλ. πάσο, πάω πίσω βλ. πίσω, πάω φουλ για ... βλ. φουλ, πάω/πηγαίνω κόντρα βλ. κόντρα, πάω/πηγαίνω με τα νερά κάποιου βλ. νερό, πάω/πηγαίνω μπροστά βλ. μπροστά, πάω/πηγαίνω προς νερού μου βλ. νερό, πάω/σέρνω (κάποιον) καροτσάκι βλ. καρότσι, πάω/τρέχω(/πηγαίνω) με χίλια βλ. χίλιοι, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία, πηγαίνει καλά η μέρα (μου) βλ. μέρα, πηγαίνει το μυαλό μου (σε κάτι/κάποιον) βλ. μυαλό, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, πηγαίνω μια κόντρα βλ. κόντρα, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος βλ. μαλλί, πήγε σπίτι του βλ. σπίτι, πήγε ταμείο βλ. ταμείο, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, πήγε/πέθανε/ψόφησε σαν το σκυλί στ' αμπέλι βλ. σκυλί, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, πόσο πάει το μαλλί; βλ. μαλλί, πού πήγε και το(ν)/τη βρήκε; βλ. βρίσκω, πώς είναι/πάνε τα πράγματα; βλ. πράγμα, πώς πάει; βλ. πώς, σόι πάει το βασίλειο βλ. βασίλειο, τα λεφτά πάνε στα λεφτά βλ. λεφτά, τα πάω/περνάω ζάχαρη με κάποιον βλ. ζάχαρη, τι θα πει βλ. λέω, το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει βλ. φέρνω, τον πάνε/τον παίρνουν τέσσερις βλ. τέσσερις, τραβά(ει)/πάει σε μάκρος/μακριά βλ. μάκρος, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, τσουλάει/προχωράει/κυλάει/πάει καλά βλ. τσουλώ, φιρί φιρί (το) πάει βλ. φιρί φιρί [< μεσν. πηγαίνω < μτγν. ὑπάγω]

πίσω

πίσω πί-σω επίρρ. 1. σε αντίθετη θέση ή κατεύθυνση από αυτή που βλέπει κάποιος ή προς την οποία κινείται: Δε γύρισε να κοιτάξει ~ (του). Χτύπησε ~ του την πόρτα. Λίγο πιο ~ ερχόταν ο ... (πβ. απο~, ξο~, παρα~).|| ~ ολοταχώς! Κάντε ~! ~ και σ' έφαγα!|| (ως ουσ.) Πήγε προς τα ~. ΑΝΤ. εμπρός (1), μπροστά (1) 2. για να δηλωθεί επιστροφή: Γύρισε ~ (στο γραφείο). Έφερε/πήγε ~ τα βιβλία. Μου έδωσε/πήρα ~ τα χρήματα. Θα είναι ~ (= θα επιστρέψει) σε δύο ώρες. 3. στην άλλη όψη ενός αντικειμένου ή στην αθέατη πλευρά: Κάθισε ~ από το γραφείο του. Παρακολουθούσε ~ από το τζάμι. Το εκκλησάκι βρίσκεται ~ από την πλατεία. Κρύφτηκε ~ από τους θάμνους.|| (ως επίθ.) Η ~ βεράντα/πόρτα του σπιτιού. Οι ~ τσέπες. 4. στο τέλος ή από το τέλος, από το βάθος: Τους έσπρωχναν από ~ να προχωρήσουν.|| (ως επίθ.) Το ~ δωμάτιο. Το μπροστινό και το ~ μέρος. Οι ~ θέσεις/τροχοί του αυτοκινήτου (ΣΥΝ. οπίσθιος). Οι ~ σελίδες. Τα ~ καθίσματα/παράθυρα. Κάθονται πάντα στα ~ θρανία/στις ~ σειρές. Ο χώρος για τους ~ επιβάτες είναι περιορισμένος.|| Τα ~ φωνητικά (σε τραγούδι). 5. στο παρελθόν: Η εικόνα που αντίκρισα με γύρισε/πήγε ~ μια δεκαετία/πολλά χρόνια. Μεταφέρομαι/ταξιδεύω ~ στον χρόνο.|| Έχει ~ του (= στο ενεργητικό του) μια λαμπρή καριέρα/τεράστια πείρα/χρόνια δουλειάς. Η πόλη έχει ~ της μακραίωνη ιστορία. 6. (μτφ.) για καταστάσεις όπου κάποιος μένει στάσιμος, μειονεκτεί σε κάτι: Βρισκόμαστε/είμαστε ακόμα πολύ ~ στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.|| Τερμάτισε λίγα δευτερόλεπτα ~ από (= μετά) τον νικητή. ΑΝΤ. μπροστά (2) 7. (μτφ.) για επιστροφή σε προηγούμενη, συνήθ. χειρότερη, κατάσταση: Δεν πρέπει να κάνουμε βήματα προς τα ~. Η εταιρεία αντί να πηγαίνει μπροστά, πηγαίνει ~. Παρόμοιες πρακτικές μάς γυρίζουν ~ σε αδιέξοδα του παρελθόντος (βλ. οπισθοδρομώ, πισωγυρίζω). 8. κρυφά, όταν απουσιάζει, χωρίς να το αντιλαμβάνεται κάποιος: Όταν είναι παρών, τον καλοπιάνουν, αλλά από ~ του τον θάβουν. 9. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι αυτό που φαίνεται στην πραγματικότητα αποκρύπτει ή καλύπτει το αληθινό στοιχείο: ~ από τα χαμόγελα/από το χιούμορ κρύβεται η πικρή αλήθεια. ~ από το σκάνδαλο ο Τύπος βλέπει μια βαθύτατη κρίση. ~ (= πέρα) από το προφανές.|| Αρνήθηκε ότι βρίσκεται ~ από την επίθεση (: ότι την υποκίνησε).|| Δηλώσεις ~ από τις κάμερες (: ανεπίσημα, οφ δι ρέκορντ). ● ΦΡ.: αφήνω κάποιον/κάτι πίσω (μου) 1. αφήνω και φεύγω· κληροδοτώ: ~σε ~ τον σύζυγό της (: τον εγκατέλειψε). ~σε ~ της δύο ανήλικα παιδιά (: πέθανε και έμειναν ορφανά). Πβ. καταλείπω.|| ~σε ~ της πλούσιο συγγραφικό έργο/τεράστια περιουσία.|| Ο τυφώνας ~σε ~ του (= προκάλεσε στο πέρασμά του) μεγάλες καταστροφές. 2. πηγαίνω μπροστά, ξεπερνώ: ~σε ~ τους αντιπάλους του στον τελικό.|| Αφήστε (πίσω) τις ανασφάλειες., κάνω πίσω 1. κινούμαι προς τα πίσω, οπισθοχωρώ: Έκαναν ~, για να οργανώσουν την αντεπίθεσή τους.|| (για οχήματα) Έκανε ~ (= έβαλε όπισθεν) και χτύπησε πάνω στην κολόνα. 2. (μτφ.) υποχωρώ, κάμπτομαι: Δεν ~ει βήμα ~. Δεν έκαναν ~ στις δυσκολίες (= δεν το έβαλαν κάτω, δεν κώλωσαν). Οι εργοδότες έκαναν ~ μπροστά στις αντιδράσεις του σωματείου. Έκαναν ~ και αθέτησαν το συμβόλαιο που είχαν συνάψει (= υπαναχώρησαν)., μένω πίσω 1. ξεμένω: Σταματήσαμε και περιμέναμε τους άλλους που είχαν μείνει ~. 2. καθυστερώ, υπολείπομαι: Έμεινε ~ η δουλειά. Η ομάδα έμεινε ~ στη βαθμολογία., παίρνω (κάποιον) από πίσω/από κοντά: τον ακολουθώ: Την πήρε ~, για να δει πού θα πάει. Πβ. παρακολουθώ. ΣΥΝ. παίρνω (κάποιον) στο κατόπι, παίρνω πίσω 1. ξαναπαίρνω: Πήρε ~ τα χρήματά του.|| Πήρε ~ τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή. 2. (μτφ.) αποσύρω, ανακαλώ, αναιρώ: Πήρε ~ την απόφαση για .../τις δηλώσεις του. Πβ. ανασκευάζω., πάω πίσω: υστερώ: Είναι πολύ αδιάκριτος, αλλά και εσύ δεν πας ~.|| Το ρολόι μου ~ει ~ είκοσι λεπτά (ΣΥΝ. χάνει. ΑΝΤ. πάει μπροστά)., πίσω μπρος: προς τα πίσω και προς τα εμπρός: κινήσεις ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ στον χρόνο. Οι δύο πλευρές, ύστερα από αλλεπάλληλα ~ ~, υπέγραψαν τη συμφωνία (πβ. παλινδρόμηση, παλινωδία)., τρέχω πίσω από κάποιον: τον ακολουθώ επίμονα, συνήθ. επιδιώκοντας κάτι: Τρέχει (από) ~ της σαν σκυλάκι., δεν παίρνω λέξη πίσω βλ. λέξη, δίνω πίσω (κάτι) βλ. δίνω, ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω βλ. βήμα, θέλω κάποιον/κάτι πίσω βλ. θέλω, κοιτάζω πίσω βλ. κοιτάζω, κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου βλ. δάχτυλο, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα βλ. γκρεμός, μπρος πίσω βλ. εμπρός, παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου βλ. αίμα, πίσω από κλειστές πόρτες βλ. πόρτα, πίσω από την πλάτη (κάποιου) βλ. πλάτη, πίσω από τις κουρτίνες βλ. κουρτίνα, πίσω από τις λέξεις βλ. λέξη, πίσω από τις μπάρες βλ. μπάρα, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά βλ. αχλάδα, πίσω μου σ' έχω σατανά! βλ. σατανάς, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, τη(ν) φέρνω σε κάποιον από πίσω βλ. φέρνω, το παίρνω πίσω βλ. παίρνω, το ποτάμι δε(ν) γυρίζει πίσω βλ. ποτάμι [< μεσν. πίσω]

πλάτη

πλάτη πλά-τη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. το πίσω μέρος του ανθρώπινου σώματος από τους ώμους ως το τέλος της σπονδυλικής στήλης: κυρτή ~ (βλ. κύφωση, σκολίωση). Μήκος/(άνω/κάτω) τμήμα ~ης. Ενόχληση/πόνος στην ~ (βλ. οσφυαλγία). Τραύμα στην ~. Ασκήσεις ενδυνάμωσης για τους μυς της ~ης. Πιάστηκε η ~ μου. Ίσιωσε/τέντωσε την ~ σου (: μην καμπουριάζεις)! Ξαπλώνω με τη ~ προς τα κάτω (βλ. ανάσκελα). Στηρίζομαι με την ~ (ακουμπισμένη) σε ... Τον χτύπησε φιλικά στην ~. Δέχτηκε μια μαχαιριά στην ~ (= πισώπλατα). Στέκονταν ~ με ~. Έχει γυμνασμένες/δυνατές/φαρδιές/στενές ~ες.|| Τσάντα ~ης (βλ. σάκα, σακίδιο).|| (συνεκδ. για ρούχο) Φόρεμα με ανοιχτή ~ (= εξώπλατο).|| Η ~ ενός ζώου. Πβ. σπάλα, ωμο~. ΣΥΝ. νώτα (1), ράχη (1) 2. (κατ' επέκτ.) το πίσω μέρος επίπλου ή άλλου αντικειμένου: η ~ της βιβλιοθήκης/του καναπέ/της καρέκλας. Κάθισμα με αναδιπλούμενη/ανακλινόμενη/ανατομική/ρυθμιζόμενη/χαμηλή/ψηλή ~.|| Η ~ του βιβλίου/της κουζίνας/του ψυγείου. ● Υποκ.: πλατούλα & πλατίτσα (η): στη σημ. 1. ● Μεγεθ.: πλατάρες (οι) (προφ., συνήθ. για άνδρα): στη σημ. 1. Βλ. πλαταράς. ● ΦΡ.: βάζω πλάτη (σε κάποιον) (προφ.): τον βοηθώ, τον στηρίζω: Του έβαλαν ~, για να υλοποιηθούν τα σχέδιά του., γυρίζω/στρέφω/δείχνω την πλάτη/τα νώτα μου σε κάποιον/κάτι: σε ένδειξη περιφρόνησης· κατ' επέκτ. αρνούμαι να βοηθήσω κάποιον, αδιαφορώ για κάτι: Του γύρισε/έστρεψε επιδεικτικά ~.|| Το εκλογικό σώμα ~ ~ στα κόμματα εξουσίας. Πβ. αποδοκιμάζω.|| Μη γυρίζεις ~ ~ σου στις ευκαιρίες!, έχει (γερές) πλάτες (μτφ.-προφ.): έχει (ισχυρό) μέσο. ΣΥΝ. έχει (γερό/μεγάλο) δόντι, έχει άκρες, κάνω πλάτες (προφ.): παρέχω στήριξη σε μεμπτή πράξη, καλύπτω: Έκαναν ~ σε παράνομες ενέργειες.|| Του έκανε ~ (= του παρείχε άλλοθι)., πίσω από την πλάτη (κάποιου): κρυφά από κάποιον, όταν δεν είναι παρών ή χωρίς να το αντιλαμβάνεται: Την κατηγορούσε ~ ~ της. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι συνέβαινε ~ ~ του. [< αγγλ. behind one's back, γαλλ. derrière le dos de quelqu'un] , στην πλάτη (κάποιου) & στις πλάτες (κάποιου): για κάτι (πχ. ευθύνη, υποχρέωση, ψυχολογική πίεση) που βαρύνει κάποιον: Έχουν/κουβαλούν/σηκώνουν βαριά κληρονομιά/πολλά χρέη/τεράστια ιστορία ~ ~ τους. Έχουν πέσει όλα τα προβλήματα ~ ~ μου (= στην καμπούρα, στους ώμους μου). Ρίχνουν το φταίξιμο στις ~ες άλλων.|| Παιχνίδια στις ~ες (= σε βάρος) του κοσμάκη.|| Έχει πολλά χρόνια ~ ~ του (: είναι ηλικιωμένος). [< αγγλ. at one's back, γαλλ. sur les dos] , στις/με τις πλάτες (μειωτ.): με τη βοήθεια, υποστήριξη: Στηρίζεται σε ξένες ~/στην δική της αξία και όχι στις ~ άλλων. Ανέβηκε στην εξουσία με τις ~ ισχυρών., (ανα)σηκώνει τους ώμους/τις πλάτες (του) βλ. σηκώνω, (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο βλ. πόδι, η τύχη μού γυρίζει την πλάτη βλ. τύχη, με την πλάτη στον τοίχο βλ. τοίχος, φορτώνομαι στην πλάτη μου βλ. φορτώνω, χορεύει (πάνω) στις πλάτες βλ. χορεύω [< 1: αρχ. πληθ. πλάται 2: αγγλ. back, γαλλ. dos]

πόδι

πόδι πό-δι ουσ. (ουδ.) {ποδ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα κάτω άκρα ανθρώπου ή ζώου· ειδικότ. άκρο πόδι: αδύνατα (βλ. κανιά)/κοντά/μακριά/ξεκούραστα/στραβά/ταλαιπωρημένα/τεχνητά/ψηλά ~ια. Κάκωση/πόνος στο ~. Με το ένα ~ πάνω στο άλλο/με τα ~ια σταυρωμένα (= σταυρο~). Στραμπούληξε/έσπασε/έχασε το ~ του (βλ. ανάπηρος, κουτσός). Έκανε ακτινογραφία/τραυματίστηκε/υπέστη κάταγμα στο ~. Μαζεύω/τεντώνω τα ~ια μου. Βλ. κνήμη, μηρός.|| Βρόμικα/ξυπόλυτα/πρησμένα ~ια. Τα δάκτυλα/η καμάρα/τα νύχια/το πέλμα/το τόξο του ~ιού. Κακοσμία (= ποδαρίλα)/περιποίηση (= πεντικιούρ) ~ιών. Ίχνη ~ιών. Βλ. πατούσα, πλατυποδία.|| Τα μπροστινά/πίσω ~ια της αρκούδας/του σκύλου. Τα ~ια της αράχνης/μέλισσας. Πτηνό με μακριά και λεπτά ~ια (βλ. πελαργός). ΣΥΝ. ποδάρι 2. (μτφ.) καθετί με παρόμοια μορφή, κυρ. στήριγμα αντικειμένου στο κάτω μέρος του: τα ~ια της καρέκλας/του κρεβατιού/του τραπεζιού. Τα ~ια του πιάνου. Πλαστικά ~ια επίπλων. || Ποτήρια με (= κολονάτα)/χωρίς ~. Αγγείο με χαμηλό (βλ. κύλικα)/ψηλό ~.|| Το πρώτο/δεύτερο/τρίτο ~ της Χαλκιδικής. 3. (μτφ.) το κατώτερο τμήμα: στα ~ια του βουνού (= πρόποδες). 4. ΜΕΤΡΟΛ. (σύμβ. ft ή ′) μονάδα μήκους, κυρ. του αγγλικού και αμερικανικού συστήματος, ίση περ. με το ένα τρίτο του μέτρου: αγγλικό/διεθνές ~ (: 0,3048 μέτρα). Βλ. γιάρδα, ίντσα. ● Μεγεθ.: ποδάρα (η): ΣΥΝ. αρίδα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο πόδι & (λόγ.) άκρος πους {άκρου ποδός}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το τελικό τμήμα του κάτω άκρου, που αποτελείται από τον ταρσό, το μετατάρσιο και τα δάχτυλα: Το ~ ~ στηρίζει το βάρος του σώματος., πήλινα/ξύλινα/γυάλινα πόδια (μτφ.): αδύναμη, σαθρή βάση: Η εταιρεία/χώρα αποδείχτηκε γίγαντας/κολοσσός με ~ ~. Η ανάπτυξη/οικονομία πατά/στηρίζεται σε ~ ~. Βλ. χάρτινη τίγρη. [< γαλλ. pieds d'argile] , διαβητικό πόδι βλ. διαβητικός, πόδι της χήνας βλ. χήνα, πόδι του αθλητή βλ. αθλητής, αθλήτρια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο (προφ.): φεύγω τρέχοντας: Ο κλέφτης έφυγε με ~ ~. Πβ. την κοπανάω.|| (μτφ.) Έχουν βάλει ~ ~ για να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα., (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου (προφ.): (δεν) αντέχω σωματικά: Δεν ~ ~ από την εξάντληση/κούραση. Είμαι πτώμα, δεν με ~ άλλο ~ μου. Εργάζομαι ακόμη, όσο με ~ ~ μου., αφήνω κάποιον στο πόδι μου (προφ.): τον βάζω στη θέση μου ως αντικαταστάτη., βάζω πόδι (προφ.): εισέρχομαι, διεισδύω: Η πολυεθνική έβαλε ~ στην ελληνική αγορά., δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου (προφ.): νιώθω αδύναμος, εξουθενωμένος: ~ ~ απ' την κούραση/το ξενύχτι.|| Πάρε τα ~ σου! (= κουνήσου, περπάτα)!, δίνω/παίρνω/τρώω πόδι (προφ.) & (λαϊκό) δίνω/παίρνω πασαπόρτι: διώχνω/με διώχνουν: Του 'δωσε ~ (: τον πέταξε έξω).|| Έφαγε/πήρε ~ απ' τη δουλειά (= απολύθηκε)., με τα πόδια: περπατώντας: Ήρθαμε/κάναμε βόλτα/πήγαμε ~ ~. Η πλατεία βρίσκεται πέντε λεπτά ~ ~ απ' τη στάση του μετρό. Πβ. πεζή., με το ένα πόδι/με τα δυο πόδια στον τάφο (προφ.): για ετοιμοθάνατο ή πολύ ηλικιωμένο άτομο: Είναι ~ ~. ΣΥΝ. τον περιμένουν, με χέρια και με πόδια & με πόδια και με χέρια (μτφ.-προφ.) 1. με απόλυτη σιγουριά, χωρίς κανέναν ενδοιασμό: Ψηφίζω ~ ~. Βλ. δαγκωτός.|| Υπογράφω ~ ~. Πβ. προσυπογράφω. 2. με όλη μου τη δύναμη: Αντιστάθηκα ~ ~., μου κόπηκαν τα πόδια (μτφ.-προφ.): παρέλυσα: Μας είχαν κοπεί ~ από την κούραση.|| Ένιωθε την πείνα/τον φόβο να του κόβει ~. Πβ. μου κόπηκαν τα ήπατα., μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου (προφ.): τον εμποδίζω να κινηθεί ελεύθερα με το να βρίσκομαι πολύ κοντά του και κατ' επέκτ. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις του: Μην μπερδεύεσαι ~ μου την ώρα που κάνω δουλειά!, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια (παροιμ.): όποιος δεν προνοεί, ταλαιπωρείται., ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) (προφ.): τον παρακαλώ θερμά, τον ικετεύω. ΣΥΝ. πέφτω στα γόνατα, πέφτω στα τέσσερα [< γαλλ. se traîner aux pieds de quelqu' un] , στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αντικαθιστώ: Θα σταθείς ~ ~ μου, να πεταχτώ μια στιγμή στην τράπεζα;, στο πόδι (προφ.): βιαστικά, πρόχειρα: Έγραψε το κείμενο ~ ~. Όλα έγιναν ~ ~ (= τσαπατσούλικα). Πβ. στο γόνατο., το βάζω στα πόδια (προφ.): φεύγω, τρέχω και γενικότ. απομακρύνομαι γρήγορα από μια επικίνδυνη, δύσκολη, δυσάρεστη κατάσταση: Το έβαλε ~ ~ πανικόβλητος/σαστισμένος/τρομαγμένος/φοβισμένος. Το έβαλε ~ ~ για να γλιτώσει. Της άρπαξε την τσάντα και το έβαλε ~ ~. Πβ. παίρνω δρόμο.|| (μτφ.) Δεν ~ ~ σε κάθε δυσκολία., τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) (προφ.): για κατάσταση που απαιτεί να σπεύσει κάποιος., απλώνω τα πόδια μου μέχρι/ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά μου βλ. πάπλωμα, βάζω φτερά (στα πόδια) βλ. φτερό, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, θα σου κόψω τα πόδια! βλ. κόβω, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, με την μπάλα στα πόδια βλ. μπάλα, πατάει σταθερά στα πόδια του βλ. σταθερός, πατώ πόδι βλ. πατώ, πατώ το πόδι μου (κάπου) βλ. πατώ, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω στο πόδι βλ. σηκώνω, στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου βλ. στέκομαι, στις μύτες (των ποδιών) βλ. μύτη, στύλωσε τα πόδια/τα στύλωσε βλ. στυλώνω, το κόβω με τα πόδια βλ. κόβω, του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι βλ. παπούτσι, τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου βλ. χαλί [< αρχ. πόδιον, αγγλ. foot]

πόθεν

πόθεν πό-θεν επίρρ. (αρχαιοπρ.): από πού· συνήθ. στη ● ΦΡ.: πόθεν έσχες: ΝΟΜ. απαίτηση του Κράτους να δικαιολογούν οι πολίτες με συνήθ. μεγάλα εισοδήματα την πηγή απόκτησής τους: έλεγχος του ~ ~. Γνωστοποιήθηκαν οι δηλώσεις του ~ ~ βουλευτών/υπουργών. Βλ. τεκμαρτό εισόδημα. [< αρχ. πόθεν κ. ἔσχες, β’ εν. αορ. του ρ. ἔχω ‘αποκτώ’]

πόρτα

πόρτα πόρ-τα ουσ. (θηλ.) 1. κινητή, συνήθ. επίπεδη επιφάνεια, που ανοιγοκλείνει, φράσσοντας την είσοδο χώρου, συσκευής ή οχήματος· συνεκδ. η ίδια η είσοδος, συνήθ. η κεντρική: αυτόματη/γυάλινη/δίφυλλη/εξωτερική/εσωτερική/μονόφυλλη/μπροστινή/ξύλινη/περιστρεφόμενη/σιδερένια (= σιδερόπορτα)/συρόμενη ~. Η ~ του γραφείου/του διαμερίσματος/του δωματίου/της πολυκατοικίας/της τάξης. Η ~ του φράχτη. Η ~ της ντουλάπας/του ντουλαπιού. Η ~ του ασανσέρ/του φούρνου/του ψυγείου. Η ~ του αεροπλάνου. Η κάσα/η κλειδαριά/το κουδούνι/το μάτι/το πόμολο της ~ας. Οι ~ες του αυτοκινήτου/λεωφορείου. ~ες αλουμινίου. Ανοίγω/κλειδώνω/(για κλέφτη:) παραβιάζω/σπάω την ~. Άφησε την ~ ανοιχτή/μισάνοιχτη/ξεκλείδωτη. Έκλεισε την ~ (πίσω του) με βρόντο. Κάποιος (μου) χτυπάει την ~. Βγαίνω/μπαίνω από την ~. Κρύφτηκε πίσω/περίμενε έξω από την ~. Φυγαδεύτηκε από την πίσω/πλαϊνή ~. Ρίχνουν φυλλάδια κάτω από τις ~ες (βλ. χαραμάδα).|| Η διπλανή ~ (= το γειτονικό διαμέρισμα ή σπίτι). Βλ. αυλό-, γκαραζό-, εξώ-, καγκελό-, μπαλκονό-πορτα. ΣΥΝ. θύρα (1) 2. πύλη: η ~ του κάστρου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ (= πόρταλ) σύνδεσης (δικτύου). 3. (μτφ.) δυνατότητα, ευκαιρία, πρόσβαση: Η ~ της επιχείρησης είναι ανοιχτή/κλειστή για/σε κάποιον. Ανοίγουν ~ες εργασίας για χιλιάδες νέους. 4. (προφ.) πορτιέρης ή φέις-κοντρόλ: Δουλεύει ~.|| Κάνει ~ σε κλαμπ.πόρτες (οι): παιχνίδι στο τάβλι: Μια παρτίδα ~. Βλ. πλακωτό, φεύγα.|| Κάνω ~ (: βάζω τουλάχιστον δύο πούλια του ίδιου χρώματος στη σειρά, κλείνοντας τον αντίπαλο). ● Υποκ.: πορτάκι (το): στη σημ. 1., πορτίτσα (η): στη σημ. 1., πορτούλα (η): στη σημ. 1. ΣΥΝ. πορτόνι (2) ● ΣΥΜΠΛ.: πόρτα ασφαλείας: θωρακισμένη και με κλειδαριά ασφαλείας, ώστε να είναι απαραβίαστη. ● ΦΡ.: ανοίγω την πόρτα της εξόδου (μτφ.): φεύγω, παραιτούμαι ή χωρίζω., από την πίσω πόρτα (μτφ.): με αδιαφανείς, μη αξιοκρατικές διαδικασίες, με πλάγια μέσα, κρυφά: Τη δουλειά δεν την ήξερε, μπήκε όμως ~ ~. Προωθούνται ~ ~., αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι (μτφ.-προφ.): δεν αποκλείω κάποιο ενδεχόμενο: Άφησε ~ ~ για/σε μελλοντική συνεργασία. ΣΥΝ. αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή (μτφ.-προφ.): όπου κι αν απευθύνθηκε (συνήθ. για βοήθεια) έλαβε αρνητική απάντηση: Έψαξε για δουλειά, αλλά βρήκε ~ ~., δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον (μτφ.-προφ.): τον διώχνω, τον απολύω ή τον χωρίζω., δεν χωράει (να περάσει) απ' την πόρτα (μτφ.-προφ.): είναι πολύ παχύς., έξω από την/δυο βήματα από την/δίπλα στην πόρτα μου (μτφ.): πολύ κοντά στο σπίτι μου: Βρήκε δουλειά ~ ~ του., κάτι μου χτυπάει την πόρτα (μτφ.): παρουσιάζεται στη ζωή μου: Η ατυχία/η επιτυχία/η ευτυχία/ο έρωτας του χτύπησε ~., κι έξω από την πόρτα! (προφ.): για διώξιμο κάποιου με συνοπτικές διαδικασίες: τα παπούτσια στο χέρι ~ ~!, κλείνει τις πόρτες του: για επιχείρηση που παύει να λειτουργεί: Το ξενοδοχείο έκλεισε ~ ~ λόγω ανακαίνισης., κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον (προφ.): αρνούμαι χωρίς δεύτερη κουβέντα να δεχτώ κάποιον, τον διώχνω με αποφασιστικό τρόπο: Γύρισε πίσω, αλλά του ~σε ~ στα μούτρα.|| Δεν κλείνω την πόρτα σε (= δεν αποκλείω) μια τέτοια πιθανότητα., ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα (οικ.): για να δηλωθεί ομαδική, εκούσια ή ακούσια, αποχώρηση, φυγή: Ένας, ένας παρακαλώ και ~ ~. Άρχισαν οι εκκαθαρίσεις ... ~ ~., όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο: η ανέχεια, η μιζέρια φθείρουν τον έρωτα., πίσω από κλειστές πόρτες (μτφ.): στα κρυφά, χωρίς να δοθεί δημοσιότητα: Παίρνουν αποφάσεις/το θέμα συζητείται ~ ~., πόρτα πόρτα/από πόρτα σε πόρτα: από σπίτι σε σπίτι: Εξυπηρέτηση πελατών ~ ~. Διανομή/ενημέρωση/μεταφορές/πωλήσεις/υπηρεσία ~ ~. Τα παιδιά γυρίζουν από ~ σε ~ και λένε τα κάλαντα., πόρτα! (προφ.): για να δηλωθεί ενόχληση, όταν κάποιος φεύγει, χωρίς να κλείσει την πόρτα., της διπλανής πόρτας 1. απλός, καθημερινός, που ανταποκρίνεται στον μέσο όρο: άνθρωπος/γυναίκα/παιδί ~ ~. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ξένο, δεν μας αφορά: Τα ναρκωτικά δεν είναι πρόβλημα ~ ~, είναι και δικό μας. [< αγγλ. next door, 1961] , τρώω πόρτα (αργκό) 1. μου απαγορεύουν την είσοδο σε κέντρο διασκέδασης ή εστιατόριο: ~ ~ σε κλαμπ. 2. αποτυγχάνω: Προσπάθησε, αλλά έφαγε ~., χτυπάω πόρτες (μτφ.): ζητώ κάτι, συνήθ. βοήθεια ή χάρη, από κάποιον: Έτρεξε, χτύπησε ~, αλλά κανείς δεν τον βοήθησε. Χτύπησε πολλές ~, αλλά δεν τα κατάφερε., χτυπώ λάθος πόρτα: απευθύνομαι σε ακατάλληλο ή αναρμόδιο πρόσωπο ή ζητώ βοήθεια από αυτό., ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, πόρτα για τον χειμώνα βλ. χειμώνας, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα βλ. βροντά, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1,2: μτγν. πόρτα, ιταλ. porta 4: αγγλ. door]

πορτοκαλιά

πορτοκαλιά πορ-το-κα-λιά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. οπωροφόρο αειθαλές δέντρο (επιστ. ονομασ. Citrus aurantium/sinensis), μικρού ύψους, με λευκά άνθη και σκούρα πράσινα φύλλα, το οποίο έχει ως καρπό του το πορτοκάλι. Βλ. εσπεριδοειδή, μανταρινιά, νεραντζιά. ● ΦΡ.: έχει/υπάρχουν κ(α)ι αλλού πορτοκαλιές (που κάνουν πορτοκάλια) (παροιμ.): για να αμφισβητηθεί ότι κάτι ή κάποιος είναι αναντικατάστατο(ς), ιδ. σε ερωτική σχέση.

πρέπει

πρέπει πρέ-πει ρ. {έπρεπε} (απρόσ.) 1. (+ να) επιβάλλεται (από εσωτερική ή εξωτερική ανάγκη, υποχρέωση), χρειάζεται: ~ να λύσουν τις διαφορές τους κατά τρόπο ειρηνικό. ~ να συνεργαστούμε, για να πετύχουμε τους στόχους μας. Δεν ~ να χάνεις τις ελπίδες σου. Όλα όσα ~ να ξέρετε. Τι ~ και τι δεν ~ να κάνετε/νατρώτε. Τι ~ να θυμηθώ/κάνω/προσέξω; ~ να της δοθεί μια ευκαιρία. Η αίτηση ~ να υποβληθεί στην αρμόδια ΔΟΥ. Δεν ~ να κολυμπάμε αμέσως μετά το φαγητό. ~ να αυξηθούν οι δαπάνες για την παιδεία. Προϋποθέσεις που ~ να πληρούν οι υποψήφιοι. ~ να ληφθούν αυστηρά μέτρα. ~ να είμαστε πολύ προσεκτικοί στις κινήσεις μας. Πιστεύω ότι ~ να ... 2. (με επιρρ. σημ., + να) είναι πολύ πιθανό, είναι σχεδόν βέβαιο: Κάπου ~ να γλίστρησε (= μάλλον, κατά πάσα πιθανότητα γλίστρησε). Δεν ~ να την ξέρω. ~ να το ξέχασε. Η επισκευή ~ να τους κόστισε πολλά. ~ να 'χει πολλά λεφτά.|| (ως απάντηση σε γεγονός που εκπλήσσει:) Θα ~ να αστειεύεσαι (= πλάκα κάνεις)! 3. (+ γεν. προσ. αντων.) αξίζει, ταιριάζει σε κάποιον: Τους δίνεις αξία που δεν τους ~. Δεν της ~ τέτοια ζωή. Πβ. προσήκει.(θα) έπρεπε να 1. (θα) ήταν σωστό, επιβεβλημένο, αρμόζον: Θα ~ ~ ληφθούν υπόψη όλοι οι παράγοντες/μιλήσει πρώτα μαζί μου. Δεν ~ ~ τον πικράνεις. 2. (θα) ήταν ευχής έργο, χρήσιμο, (θα) άξιζε τον κόπο: ~ ~ να ήσουν εκεί να έβλεπες πόσο χαρούμενη ήταν. Πβ. μακάρι. ● Ουσ.: πρέπει (τα): οι υποχρεώσεις, ό,τι θεωρείται ή είναι επιβεβλημένο: Ξεχάστε τα ~ και τα μη. Βλ. θέλω (τα). ● ΦΡ.: ό,τι πρέπει (προφ.): ό,τι χρειάζεται, κατάλληλο, ταιριαστό: Ένα ζεστό τσάι είναι ~ ~ (στην περίπτωσή μας)., όπως πρέπει: όπως επιβάλλεται, αρμόζει: Όλα θα γίνουν, ~ ~. Βλ. κατά το δοκούν., όταν πρέπει: όταν χρειαστεί, όταν είναι αναγκαίο: Θα μιλήσω, ~ ~. [< αρχ. πρέπει]

πρόβλημα

πρόβλημα πρό-βλη-μα ουσ. (ουδ.) {προβλήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. πολύπλοκη ή επικίνδυνη κατάσταση που απαιτεί λύση· δυσκολία, δυσλειτουργία που πρέπει να αντιμετωπιστεί: γλωσσικό/δημοσιονομικό/εθνικό/κοινωνικό/κυκλοφοριακό/οικολογικό/οικονομικό/ορμονικό/πολιτιστικό/πρακτικό/σωματικό/τεχνητό (βλ. ψευδο~)/τεχνικό/υπαρκτό ~. Πολιτικό ~ (πβ. πονοκέφαλος). ~ ασφάλειας/στάθμευσης/σύνδεσης με το διαδίκτυο/τραυματισμού/υγείας/ύδρευσης. Η καρδιά του ~ατος. Το ~ του αλκοολισμού/της ανεργίας/του ασφαλιστικού/της μόλυνσης του περιβάλλοντος/των ναρκωτικών/του πληθωρισμού/του ρατσισμού/της στέγασης (πβ. ζήτημα, θέμα). Αίτια/ανάλυση/αντιμετώπιση/διάγνωση/διευθέτηση/έκβαση/εξέλιξη/το κλειδί/πτυχές του ~ατος. Με απασχολεί/επισημαίνω/θέτω/θίγω/ξεπερνώ/συζητώ ένα ~. Δημιουργώ/προκαλώ ~ατα σε κάποιον. Αναδύθηκε/εμφανίστηκε/προέκυψε (ένα) ~. Αποκαταστάθηκε/οξύνθηκε/παρέμεινε/περιορίστηκε το ~. Έχει ~ επικοινωνίας/συνεννόησης (βλ. δυσχέρεια). (Δεν) έχω/υπάρχει (κανένα) ~ με κάποιον/κάτι. Έχω επαγγελματικά/οικογενειακά/προσωπικά/σεξουαλικά ~ατα. Δεν βλέπω/καταλαβαίνω πού βρίσκεται/είναι το ~. Το ~ είναι ότι/πως τα περιθώρια στενεύουν. Παρουσιάστηκαν ~ατα στη λειτουργία του υπολογιστή. Βλ. μικρο~. 2. ερώτημα (συνήθ. με δεδομένα και ζητούμενα) που επιδιώκεται να απαντηθεί επιστημονικά ή ειδικότ. με μαθηματική μέθοδο: ηθικό/θεολογικό/μαθηματικό (πβ. άσκηση)/οντολογικό/φιλολογικό/φιλοσοφικό ~. Το ~ του διπλασιασμού του κύβου/της σκοτεινής ύλης/του τετραγωνισμού του κύκλου. Το ~ της προέλευσης της ζωής. ~ατα άλγεβρας/αριθμητικής/γεωμετρίας/φυσικής/χημείας. Η επιγραφή δημιουργεί/θέτει ένα ιστορικό ~. Το μεταφυσικό ~ και η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου. Διατυπώνεται/εγείρεται/τίθεται ένα θεωρητικό ~. Μέθοδοι επίλυσης ~άτων. Το ~ επιδέχεται/έχει δύο/τρεις λύσεις. Ο καθηγητής έβαλε/έθεσε στους μαθητές ένα πολύ δύσκολο ~. ● Υποκ.: προβληματάκι (το): συνήθ. στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιο πρόβλημα (συνήθ. ειρων.): χρόνιο, μόνιμο, άλυτο ή δυσεπίλυτο ζήτημα: το ~ ~ της λειψυδρίας/της μοναξιάς., ψυχολογικό πρόβλημα: έλλειψη ψυχικής ισορροπίας. Βλ. κατάθλιψη., δήλιο(ν) πρόβλημα βλ. δήλιος, δημογραφικό (πρόβλημα/ζήτημα) βλ. δημογραφικός, διαχείριση προβλημάτων βλ. διαχείριση, μαθησιακές δυσκολίες βλ. μαθησιακός ● ΦΡ.: αποτελεί/είναι πρόβλημα: (συνήθ. για κατάσταση που) προκαλεί δυσκολίες: Το άγχος ~ ~, όταν δεν μπορεί να ελεγχθεί. Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ~ ~ για την υγεία. Η συμπεριφορά του ~ ~., έχεις πρόβλημα; (προφ.): (ως έκφρ. ενόχλησης) υπάρχει κάτι που σε ενοχλεί;: -Μη μου φέρνεις εμένα αντιρρήσεις! -Γιατί, ~ ~; Κι εσύ τι πρόβλημα έχεις (= τι σε νοιάζει);, έχω πρόβλημα να ...: δυσκολεύομαι, δεν επιθυμώ: ~ ~ τον συναντήσω. Δεν ~ ~ αναλάβω τις ευθύνες μου., κανένα πρόβλημα! (προφ.): ως καθησυχαστική έκφραση σε καταστάσεις που εμφανίζουν δυσκολία ή δυσλειτουργία: Χάλασε; ~ ~! Θα το επισκευάσω αμέσως.|| -Να βρεθούμε καλύτερα το βράδυ; -~ ~ (= ασφαλώς, βεβαίως)! [< αγγλ. no problem] , λύνω το πρόβλημα της ζωής μου: δεν έχω πια οικονομική δυσχέρεια., με προβλήματα/πρόβλημα: για πρόσ. ή κατάσταση που έχει ή δημιουργεί δυσκολίες: Άτομα ~ ~ ακοής/κίνησης/ομιλίας/όρασης/στειρότητας. Εκπαίδευση παιδιών ~ ~ συμπεριφοράς. Έφηβοι ~ ~ ψυχικής υγείας. ~ ~ατα ξεκίνησε η νέα σχολική χρονιά., πρόβλημά μου! (προφ.): (ως έκφρ. ενόχλησης) μην ανακατεύεσαι: -Πώς θα τα καταφέρεις; -~ ~., πρόβλημά σου/του! (προφ.): το ζήτημα αυτό δεν με αφορά: -Δεν ανέχομαι τη συμπεριφορά σου. -~ σου!, χωρίς προβλήματα/πρόβλημα: ομαλά, εύκολα: ~ ~ ολοκληρώθηκε η προετοιμασία της ομάδας. Δουλεύει ~ ~., είναι δικό μου ζήτημα/θέμα/πρόβλημα βλ. ζήτημα [< 1: γαλλ. problème, αγγλ. problem 2: αρχ. πρόβλημα]

προηγούμενο

προηγούμενο προ-η-γού-με-νο ουσ. (ουδ.) {προηγουμέν-ου | -ων}: ενέργεια, συμβάν που έχει γίνει στο παρελθόν και αποτελεί σημείο αναφοράς, θετικό ή αρνητικό παράδειγμα: νομικό ~. Η παρούσα συμφωνία αποτελεί/συνιστά ~ για οποιεσδήποτε μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Δεν υπάρχει ανάλογο/παρόμοιο/τέτοιο ~ στη διεθνή πρακτική/στην παγκόσμια ιστορία/στα χρονικά. Ξεπέρασαν κάθε ~ οι δηλώσεις συμμετοχής στον διαγωνισμό. Η παραβίαση των συνόρων δημιουργεί ~α.προηγούμενα (τα): λόγια, επιχειρήματα που έχουν προαναφερθεί: Όπως προκύπτει/συνάγεται από τα ~ ... Όλα τα ~ θα παραμείνουν στη σφαίρα των θεωρητικών αναζητήσεων (= τα προαναφερθέντα). Επανάληψη/περίληψη των ~ων. ● ΦΡ.: άνευ προηγουμένου & χωρίς προηγούμενο/δεν έχει προηγούμενο: που δεν έχει ξαναγίνει: Δέχεται μια άνευ ~ επίθεση από τους κριτικούς. Προέβησαν σε μια χωρίς ~ οικονομική εκμετάλλευση της περιοχής. Η κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού δεν έχει ~.|| Το θράσος/η κακία του ήταν ~ ~. ΣΥΝ. πρωτοφανής [< γαλλ. sans précédent] , έχω προηγούμενα (μαζί) με κάποιον: έχω άλυτες διαφορές, ανοιχτούς λογαριασμούς: Ο διευθυντής ~ει ~ μαζί του, γι' αυτό του κάνει τη ζωή μαρτύριο., καλό/κακό προηγούμενο: παράδειγμα προς μίμηση/αποφυγή: Η επιτυχής έκβαση του προγράμματος αποτελεί ένα καλό ~ για τα επόμενα. Η λανθασμένη πρακτική τους είναι/συνιστά κακό ~. [< γαλλ. bon/mauvais antécédent] [< ουδ. της μτχ. προηγούμενος]

προλαβαίνω

προλαβαίνω προ-λα-βαί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πρόλαβα, προλάβει, προλαβαίν-οντας} 1. πλησιάζω ή κατορθώνω να φτάσω κάπου, σε κάποιον/κάτι έγκαιρα ή και πρώτος, προτού φύγει ή μεταβληθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκεται: ~ το αεροπλάνο/πλοίο/τρένο. Μόλις που ~εις! Πρόλαβα το λεωφορείο στη στάση (ΑΝΤ. έχασα). Δεν πρόλαβα την παράσταση/παρέλαση. Ίσα που πρόλαβε να μπει, πριν κλείσει η πόρτα. Τρέξε να προλάβεις! Δεν προλάβαμε την αρχή της ταινίας. Παλεύει/σπεύδει να προλάβει. Πβ. προκάνω, προφταίνω.|| (μτφ., κυρ. στον αόρ.) Πρόλαβε να δει εγγόνια. 2. ενεργώ έγκαιρα, πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι, αποτρέπω κάτι δυσάρεστο: ~ να δηλώσω συμμετοχή/την προθεσμία. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει/απαντήσει. Πρόλαβε και σταμάτησε την τελευταία στιγμή. Πρόλαβαν να φύγουν πριν έρθει. Ήθελα να σου τηλεφωνήσω, αλλά με πρόλαβες.|| (προφ., για κάτι που έχει ήδη γίνει, κοινοποιηθεί ή προταθεί) Άσε, σε πρόλαβαν άλλοι. Του τα πρόλαβε όλα (= τα αποκάλυψε).|| (μτφ.) Μας πρόλαβαν τα γεγονότα/οι εξελίξεις.|| ~ την αποτυχία/την ασθένεια/το ατύχημα/τα έκτροπα/την επίθεση/το κακό/τον κίνδυνο/την παρεξήγηση/το τρακάρισμα/τα χειρότερα (πβ. προλαμβάνω). Κρέμα που ~ει τα ορατά σημάδια γήρανσης. Πρόλαβαν στο παρά πέντε/στο τσακ τη ληστεία. 3. βρίσκω ή έχω τον αναγκαίο χρόνο, για να κάνω κάτι: Δεν ~ να ετοιμαστώ/να πάρω ανάσα. Ένας ένας, δεν ~ να σας εξυπηρετήσω όλους. Δεν προλάβαινε ούτε να ξεκουραστεί. Πρόλαβε φεύγοντας να μας αποχαιρετήσει. Πρόλαβαν να κάνουν μόνο δύο προπονήσεις πριν τους αγώνες. Πότε πρόλαβες και μαγείρεψες; ● ΦΡ.: δεν πρόλαβα/προλάβαινα να ... και ...: (εισαγωγή χρον. πρότασης) περιγράφει πράξη που δεν έχει ολοκληρωθεί τη στιγμή που συμβαίνει κάτι άλλο: Δεν προλάβαινε να τον ρωτήσει και εκείνος είχε ήδη απαντήσει., δεν προλαβαίνω (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται σε μεγάλο βαθμό ή πολύ γρήγορα: ~ ~ει να δίνει συνεντεύξεις. Δεν τον ~ στις σκανταλιές. Δεν την προλαβαίνω στα γλυκά/στο φαγητό (= τρώει πολύ)., όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε & όποιος πρόλαβε, πρόλαβε: για καταστάσεις όπου απαιτείται μεγάλη ετοιμότητα και ταχύτητα: Τα εισιτήρια έχουν πολύ μεγάλη ζήτηση και ~ ~!, πριν προλάβει/προφτάσει να ...: δεν είχε προλάβει να ... και: ~ ~ κοπάσει ο θόρυβος, ξέσπασε νέο σκάνδαλο. Πριν καλά καλά προφτάσει να βγει στην κυκλοφορία (το βιβλίο), προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Αρρώστησε σοβαρά, πριν καν προφτάσει να ..., προλαβαίνω δεν προλαβαίνω (προφ.-συνήθ. ειρων.): είναι αμφίβολο αν θα προφτάσω κάποιον ή κάτι: Αν συνεχίσουμε με τέτοιους ρυθμούς, ~ουμε δεν ~ουμε να τελειώσουμε έγκαιρα., τρέχω και δεν φτάνω βλ. τρέχω [< αρχ. προλαμβάνω]

πρόσταγμα

πρόσταγμα πρό-σταγ-μα ουσ. (ουδ.) {προστάγμ-ατα}: διαταγή, εντολή: (ΙΣΤ.) αυτοκρατορικό ~. Το ~ της μάχης.|| (μτφ.) Ηθικά ~ατα. ΣΥΝ. προσταγή ● ΦΡ.: έχει το γενικό πρόσταγμα (μτφ.) 1. έχει τον πρώτο λόγο, τον κυριότερο ρόλο: ~ ~ της επιχείρησης/στη σχέση τους. Πβ. κάνω κουμάντο/έχω το κουμάντο. 2. είμαι υπεύθυνος για τη διοίκηση στρατεύματος: Ο στρατηγός είχε ~ ~. Ο έχων ~ ~ της παρέλασης. [< αρχ. πρόσταγμα]

ρέντα

ρέντα ρέ-ντα ουσ. (θηλ.) (προφ.): (κυρ. σε τυχερά παιχνίδια) συνεχής εύνοια της τύχης: μεγάλη ~. Τι ~ είναι αυτή! Πβ. καλοτυχία. Βλ. γούρι. ΑΝΤ. ατυχία (1), γκαντεμιά, γκίνια ● ΦΡ.: έχω ρέντα: έχω τύχη: ~ ~ σήμερα/τελευταία. [< μεσν. ρέντα, γαλλ. rente]

ρεύμα

ρεύμα [ῥεῦμα] ρεύ-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΗΛΕΚΤΡ. {χωρ. πληθ.} προσανατολισμένη μετακίνηση ηλεκτρικών φορτίων, η ηλεκτρική ενέργεια και η παροχή της και συνεκδ. το τιμολόγιο ή ο σχετικός λογαριασμός της ΔΕΗ ή άλλου πάροχου: η ένταση (βλ. αμπέρ)/ισχύς (βλ. βατ)/ροή/(ισχυρή/χαμηλή) τάση (βλ. βολτ)/φορά του ~ατος. Τον χτύπησε το ~ (: έπαθε ηλεκτροπληξία).|| ~ από (αιολική/ηλιακή/πυρηνική) ενέργεια. Γεννήτρια/(γενική) διακοπή/καλώδιο/μετασχηματιστής/μετρητής/μονάδα παραγωγής/πρίζα/σταθμός/σύνδεση/τροφοδοσία ~ατος. Xωρίς ~ έμειναν πολλά χωριά λόγω της κακοκαιρίας. Μου έκοψαν το ~. Πβ. ηλεκτρισμός.|| Ακριβό/βιομηχανικό/νυχτερινό ~. Πλήρωσα το ~. Πβ. ηλεκτρικό. ΣΥΝ. ηλεκτρικό ρεύμα 2. μαζική μετακίνηση συνόλου προσώπων ή οχημάτων προς ορισμένη κατεύθυνση· η αντίστοιχη λωρίδα κυκλοφορίας σε δρόμο: τουριστικό ~. ~ μετανάστευσης. ~ επισκεπτών/φιλάθλων. Πβ. κύμα.|| Παρατηρείται (αραιό/πυκνό) ~ αυτοκινήτων στην είσοδο/έξοδο της πόλης.|| Αντίθετο ~. ~ ανόδου/καθόδου. Η λεωφόρος ... παραμένει κλειστή και στα δύο ~ατα. 3. τάση που διαμορφώνεται σε συγκεκριμένο τομέα και ακολουθείται από μεγάλο αριθμό ανθρώπων: αντιπολεμικό/αρχιτεκτονικό/επαναστατικό/ιδεολογικό/καλλιτεχνικό/μοντέρνο/μουσικό/πολιτικό/φιλοσοφικό ~. ~ ιδεών. Σχολές και ~ατα στη λογοτεχνία/στην τέχνη. Το ~ της εποχής/μόδας. Προοδευτικό/συντηρητικό ~ ενός κόμματος. Αντιστέκονται στο κυρίαρχο ~ (βλ. μέινστριμ). 4. ροή αέριας, ρευστής, υγρής ή ατμοσφαιρικής μάζας· κάθε κίνηση αέρα: ασθενές/ισχυρό/παγωμένο/υδάτινο/ψυχρό ~. Ανοδικά/γεωστροφικά/θαλάσσια (κατακόρυφες ή οριζόντιες κινήσεις θαλάσσιων μαζών)/καθοδικά/υπόγεια ~ατα. ~ λάβας. Το θερμό ~ του Ατλαντικού/Κόλπου του Μεξικού. Ταχύτητα ~ατος. Παρασύρθηκε από το ορμητικό ~ του ποταμού.|| Κάνει ~ από την πόρτα/το παράθυρο. Έκατσε ιδρωμένος στο ~ και κρυολόγησε. Πβ. πνοή, φύσημα. ● ΣΥΜΠΛ.: εναλλασσόμενο ρεύμα (σύμβ. AC): ΗΛΕΚΤΡ. που η ένταση και η φορά του μεταβάλλονται περιοδικά. [< γαλλ. courant alternatif] , συνεχές ρεύμα (σύμβ. DC): ΗΛΕΚΤΡ. που η ένταση και η φορά του παραμένουν σταθερά: κύκλωμα ~ούς ~ατος. [< γαλλ. courant continu] , εναλλάκτης ρεύματος βλ. εναλλάκτης, πυκνότητα ρεύματος βλ. πυκνότητα, τριφασικό ρεύμα βλ. τριφασικός, υψίσυχνο ρεύμα βλ. υψίσυχνος ● ΦΡ.: έχει ρεύμα (μτφ.): είναι δημοφιλής., κόντρα/αντίθετα/ενάντια στο ρεύμα/στον καιρό/στον άνεμο βλ. κόντρα [< 1-3: γαλλ. courant 4: αρχ. ῥεῦμα]

ρούχο

ρούχο [ροῦχο] ρού-χο ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: οτιδήποτε φορά κάποιος για να καλύψει, να ζεστάνει ή και να στολίσει το σώμα του και κατ' επέκτ. κάθε ύφασμα που έχει φτιαχτεί για οικιακή ή προσωπική χρήση, συνήθ. πετσέτες και κλινοσκεπάσματα: ανδρικά/βαμβακερά/βαριά/βραδινά/γυναικεία/δερμάτινα/επίσημα/επώνυμα/ζεστά/ισοθερμικά/καθημερινά/καλοκαιρινά/λεπτά/λευκά/λινά/μάλλινα/μεταξωτά/μεταχειρισμένα/μοντέρνα/νεανικά/οικολογικά/παραδοσιακά/πλεκτά/πρόχειρα/σκούρα/συνθετικά/συντηρητικά/χειμωνιάτικα ~α. Αγορά/γραμμή/ετικέτα/μαγαζί (= ρουχάδικο)/μάρκα/μέγεθος/ποιότητα/ραφή/σετ/σχεδιασμός/τιμή/φίρμα ~ων. Αλλάζω ~α. Βάζω/βγάζω τα ~α μου. Κονταίνω/μεταποιώ (ένα) ~. Πήρα μαζί μου μια αλλαξιά ~α.|| (μτφ.) Δεν έχει ~α να φορέσει (: είναι πολύ φτωχός). Πβ. ένδυμα. Βλ. εσώρουχα, μπλούζα, μπουφάν, παλτό, παντελόνι, πουκάμισο, σακάκι, στολή, φορεσιά.|| Άπλυτα ~α. Απορρυπαντικό/(στεγνό) καθάρισμα/μαλακτικό/πλυντήριο/σχοινί (απλώματος) ~ων. Απλώστρα/λεκάνη με ~α. Απλώνω/μουλιάζω/πλένω/σιδερώνω/στεγνώνω τα ~α. Βλ. ασπρόρουχα, χρωματιστά. ρούχα (τα) 1. αμφίεση, ντύσιμο: η μόδα στα ~. Διαλέξτε τα ~ που σας ταιριάζουν. Πβ. ενδυμασία, ένδυση, περιβολή. 2. ρουχισμός: αθλητικά/στρατιωτικά ~. ~ γυμναστικής/δουλειάς/χορού. ~ (κατάλληλα) για το καλοκαίρι/τον χειμώνα. ~ για εγκύους/εύσωμες. Βιομηχανία/βιοτεχνία/εμπόριο/πρατήριο έτοιμων ~ων.|| Δραστηριοποιείται στον χώρο του παιδικού ~ου. ● Υποκ.: ρουχαλάκι & ρουχάκι (το): Τα ρουχαλάκια του μωρού. [< μεσν. ρουχαλάκι, ρουχάκι] ● ΣΥΜΠΛ.: θερμικά εσώρουχα/ρούχα βλ. θερμικός ● ΦΡ.: βγαίνω/με βγάζει από τα ρούχα μου (μτφ.-προφ.): γίνομαι έξαλλος· κάτι με εκνευρίζει: Πραγματικά βγαίνω ~, όταν ακούω τέτοια ψέματα. Πβ. εξοργίζομαι.|| Με βγάζει ~ η αναιθησία ορισμένων. Βλ. έξω φρενών., έχει τα ρούχα της (μτφ.-προφ.): (για γυναίκα που) έχει εμμηνόρροια και κατ' επέκτ. είναι ευέξαπτη και ιδιότροπη., τρώγεται με τα ρούχα του (μτφ.-προφ.): δυσανασχετεί, γκρινιάζει με οτιδήποτε, χωρίς ουσιαστικό λόγο. ΣΥΝ. δεν ξέρει τι του φταίει, φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά/όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά (παροιμ.): πρέπει να παίρνεις τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να μη χάσεις τα πάντα σε δύσκολες περιστάσεις., άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς βλ. αλλάζω, δίνω αέρα σε κάποιο ρούχο βλ. αέρας, σκίζω τα ρούχα μου βλ. σκίζω [< μεσν. ρούχο < υστερολατινικό roccus]

σάλιο

σάλιο σά-λιο ουσ. (ουδ.): άχρωμο διαυγές υγρό που εκκρίνεται από αδένες στο στόμα, αποτελείται από νερό, βλέννα, πρωτεΐνες και ένζυμα, διατηρεί υγρή και καθαρή τη στοματική κοιλότητα και βοηθά στην κατάποση και την πέψη της τροφής: μειωμένη έκκριση ~ιου (βλ. ξηροστομία). Σκούπισε τα ~ια του μωρού. Βλ. πτύελο. ΣΥΝ. σίελος ● ΦΡ.: δεν υπάρχει σάλιο (μτφ.-προφ.): για πλήρη έλλειψη συνήθ. χρημάτων, πόρων: ~ ~ ούτε για καραμέλες. Πβ. δεν έχω μία, μένω/είμαι στεγνός. Βλ. δει δη χρημάτων., μου τρέχουν τα σάλια/τρέχουν τα σάλια μου & (σπάν.) μου πέφτουν τα σάλια (μτφ.-προφ.): λιγουρεύομαι. Πβ. λιμπίζομαι. Βλ. με κόβει (η) λόρδα/πείνα., σάλια μύξες & μύξες (και) σάλια (προφ.): ανόητα λόγια ή πράξεις., στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω [< μεσν. σάλιο(ν)]

σειρά

σειρά σει-ρά ουσ. (θηλ.) 1. ομάδα προσώπων ή όμοιων πραγμάτων, στοιχείων, που βρίσκονται το ένα μετά το άλλο ή δίπλα στο άλλο: ~ από βουνά (= ορο~)/δέντρα/κίονες/κτίρια. Η πρώτη ~ των εδράνων/θεατών/συνέδρων. Κάθονται/περιμένουν υπομονετικά στη ~ (πβ. γραμμή, ουρά). Μπήκε στη ~ για να αγοράσει εισιτήριο. Πίνακες κρεμασμένοι στη ~. Καθίσματα της δεύτερης ~άς. Αεροσκάφος με σαράντα ~ές θέσεων. Βλ. γραμματο~, συμβολο~. 2. γραμμή, στίχος κειμένου: η πρώτη ~ των υποτίτλων. Οι τελευταίες ~ές του άρθρου. Τρεις ~ές από το τέλος της σελίδας. Πβ. αράδα. 3. σύνολο γεγονότων, συμβάντων, εκδηλώσεων, που σχετίζονται κυρ. θεματικά και ακολουθούν χρονικά το ένα το άλλο: ~ διαλέξεων (= κύκλος)/ερωτημάτων/λαθών/μέτρων/ομιλιών/σεμιναρίων/συναντήσεων/συναυλιών/χειρισμών. (Μια) ~ από δραστηριότητες/ήττες/νίκες (= σερί)/πρωτοβουλίες. Δύσκολη ~ αγώνων. Ο πρωθυπουργός ξεκίνησε ~ επαφών με τους πολιτικούς αρχηγούς. Πβ. ακολουθία, αλυσίδα. 4. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συνδέονται μεταξύ τους με κάποιον τρόπο, συνήθ. έχουν κοινά χαρακτηριστικά, παράγονται ή πωλούνται μαζί: ~ ασκήσεων/δώρων/εργαλείων/υπολογιστών. Αναμνηστική ~ γραμματοσήμων/νομισμάτων. Πλήρης ~ σκευών μαγειρικής. Νέα/ολοκληρωμένη ~ επίπλων. ~ περιποίησης προσώπου-σώματος-μαλλιών.|| (για βιβλία) Εκδοτική/ιστορική/φιλοσοφική ~. ~ αστυνομικής/ξένης λογοτεχνίας.|| Μια ~ από θέματα/μελέτες/στοιχεία. Μια ~ από προβλήματα/προβλημάτων (= πλήθος). 5. ΤΗΛΕΟΡ. καθημερινό ή εβδομαδιαίο τηλεοπτικό συνήθ. πρόγραμμα με το ίδιο καστ ή θέμα: αισθηματική/δραματική/κοινωνική/κωμική/μεταγλωττισμένη/νεανική/ραδιοφωνική ~. ~ δράσης/μυστηρίου/περιπέτειας/τρόμου/φαντασίας. Τα γυρίσματα/τα επεισόδια/οι ήρωες/οι πρωταγωνιστές της ~άς. ~ τριών ωριαίων ντοκιμαντέρ. Ελληνικές/ξένες ~ές που προβάλλονται από τα κανάλια. ~ές βασισμένες σε λογοτεχνικά έργα. Πβ. σίριαλ. 6. κατάταξη δεδομένων ή προσώπων σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια· ειδικότ. αλληλουχία: αριθμητική/αύξουσα/συντακτική/τυχαία/φθίνουσα/χρονολογική ~. Αξιολογική ~ υποψηφίων. Πβ. ταξινόμηση.|| Παρουσιάστε τις σκέψεις σας με λογική ~ (πβ. ειρμός, συνοχή). (σε ασκήσεις) Βάλτε τις λέξεις στη σωστή ~. Μπείτε στη ~ (: στοιχηθείτε). 7. θέση που κατέχει κάποιος ή κάτι σε ένα σύνολο: ~ αναφοράς/εκκίνησης/εμφάνισης/επιτυχίας/κατάταξης. Μπήκα με καλή ~ στη σχολή. Μου πήρε τη ~.|| (προφ.) Δεν είναι της ~άς του (: δεν ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη). ΣΥΝ. σινάφι. 8. ΣΤΡΑΤ. το σύνολο των στρατευσίμων που κατατάσσονται στις Ένοπλες Δυνάμεις την ίδια χρονική περίοδο· (συνεκδ.-αργκό) ο ίδιος ο στρατιώτης που ανήκει στο σύνολο αυτό: (επίσ.) Eκπαιδευτική ~ Στρατευσίμων Oπλιτών (ακρ. EΣΣO). ~ που απολύθηκε/παρουσιάστηκε/υπηρετεί. Αριθμός ~άς. Πβ. κλάση.|| (ως προσφών.) Γεια σου, ρε ~. 9. (προφ., συνήθ. με κτητ. αντων.) τάξη, σύστημα, πρόγραμμα: (Δεν) έχει ~ και συνέχεια. Έλειψε δύο φορές και βγήκε από/έχασε τη ~ του. ● Υποκ.: σειρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ομόλογη σειρά: ΧΗΜ. ομάδα οργανικών ενώσεων με κοινό γενικό μοριακό τύπο και ίδιες χημικές ιδιότητες: Τα αλκάνια/οι αλκοόλες είναι ~ ~. [< αγγλ. homologous series] , σειρά των όρων: ΓΛΩΣΣ. η θέση των κύριων όρων μέσα στην πρόταση: Η ~ ~ στα Ελληνικά είναι ελεύθερη. [< αγγλ. word order] , αλφαβητική σειρά βλ. αλφαβητικός ● ΦΡ.: (είναι/έρχεται/φτάνει η) σειρά μου να ...: είναι, έρχεται η ώρα για κάποιον να πάθει ή να κάνει κάτι, σύμφωνα με μια χρονική ακολουθία: Έφτασε/ήρθε η ~ της να απαντήσει/απολογηθεί. Σειρά σου τώρα να ..., βάζω (κάτι) στη/σε σειρά 1. τακτοποιώ, διευθετώ: ~ουν σε ~ τις προτεραιότητές τους. Ας βάλουμε τα πράγματα στη ~ τους. Προσπαθεί να βάλει τη ζωή/τις σκέψεις του σε μια ~. Πβ. ξεκαθαρίζω, οργανώνω. 2. (σπάν.) δρομολογώ: Ο δήμαρχος έχει βάλει σε ~ έργα πνοής για την πόλη. [< γαλλ. mettre en ligne] , εκτός σειράς: για κάτι που δεν εντάσσεται σε ένα ομοιογενές σύνολο ή δεν ακολουθεί ορισμένη κατάταξη, ιεραρχία: δημοσιεύματα ~ ~.|| Ήθελε να μιλήσει ~ ~., με τη σειρά: το ένα μετά το άλλο (ή ο ένας μετά τον άλλον): ~ ~, μην μπερδευόμαστε. Ένα-ένα θέμα, ~ ~, όχι όλα μαζί. Καλούνται ~ ~ να πουν τη γνώμη τους. [< γαλλ. par ordre] , με τη σειρά μου: για κάτι που γίνεται σύμφωνα με μια ακολουθία, συνήθ. χρονική: Να σας καλημερίσω κι εγώ ~ ~. Διατυπώστε κι εσείς ~ σας το δικό σας σχόλιο., με/κατά/σε σειρά: με βάση συγκεκριμένη κατάταξη: ~ ~ αρχαιότητας/εκλογής/επιτυχίας/ηλικίας/προτεραιότητας/προτίμησης/σπουδαιότητας/συχνότητας. Πρωταγωνιστούν με ~ εμφάνισης οι ... Προβάλλεται το δέκατο κατά ~ επεισόδιο. Τρίτο στη ~ κριτήριο. , μπαίνει στη/σε σειρά: (μτφ.) μπαίνει σε τάξη, διευθετείται, ρυθμίζεται: Μην ανησυχείς, όλα ~ουν στη ~ (= τακτοποιούνται) με λίγη προσπάθεια. Η ζωή μας έχει μπει σε μια ~. Ας βρεθεί μια λύση, για να μπουν τα πράγματα στη ~ τους., παίρνει σειρά: για κάτι που έχει δρομολογηθεί και πρόκειται να πραγματοποιηθεί: Έργα που έχουν πάρει ~ και υλοποιούνται. , ποιος/τι έχει σειρά; (προφ.): ποιος είναι ο επόμενος· τι θα ακολουθήσει;: ~ ~ τώρα; Ποιος ~ να παίξει;, σύνδεση σε/εν σειρά: ΗΛΕΚΤΡ. κατά την οποία όλα τα στοιχεία βρίσκονται υπό την ίδια ένταση, ενώ η ολική τάση στα άκρα του κυκλώματος ισούται με το άθροισμα των τάσεων στα άκρα του κάθε στοιχείου. ΑΝΤ. παράλληλη σύνδεση/διάταξη, της σειράς & (σπάν.) της αράδας (μειωτ.): ως χαρακτηρισμός για κάτι ευτελές ή κοινό, συνηθισμένο: ταινία ~ ~. Φτηνή μπίρα ~ ~. (σπανιότ. για πρόσ.) Καλλιτέχνες/τραγουδιστές ~ ~., ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά βλ. πράγμα, επί σειρά(ν) ετών βλ. έτος [< μτγν. σειρά, γαλλ. ordre, rang, série 5: αγγλ. series, 1949]

σούζα

σούζα σού-ζα ουσ. (θηλ.) (προφ.): ενέργεια, συνήθ. επιδεικτική, κατά την οποία ο οδηγός μοτοσικλέτας ή ποδηλάτου ισορροπεί το όχημα, ενώ κινείται, στον πίσω τροχό: επικίνδυνες ~ες. Ξεκίνησε/τερμάτισε με ~. Κάνουν κόντρες και ~ες. ● ΦΡ.: έχω/κρατάω (κάποιον) σούζα (προφ.): του επιβάλλω τη θέλησή μου, τον κάνω ό,τι θέλω: Τους είχε όλους ~!, κάθομαι/στέκομαι κλαρίνο/σούζα/απίκο βλ. στέκομαι [< ιταλ. suso]

στιγμή

στιγμή στιγ-μή ουσ. (θηλ.) 1. πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα: μείνε/περίμενε μια ~. Βρες μια ~ να τα πούμε. Έλα μια ~ που θέλω να σου μιλήσω. Δεν έχω/μου μένει ούτε μια ~ ελεύθερη (= δεν ευκαιρώ). Μια ~ έλειψα και την κοπάνησε. Έλα αυτή τη ~ (= αμέσως)! Τον ερωτεύτηκα από την πρώτη ~. Για λίγες ~ές, δεν ήξερε πού βρισκόταν. Πβ. λεπτό. 2. συγκεκριμένη περίσταση, ώρα: αξέχαστη/άτυχη/σημαντική ~. Δραματικές/δύσκολες/ερωτικές/ιδιαίτερες/μοναχικές/ξεχωριστές/προσωπικές/συγκινητικές ~ές. ~ές αγωνίας/απελπισίας/απόλαυσης/έντασης/ευτυχίας/χαλάρωσης. Η παρούσα ~. Αυτή τη ~ απουσιάζω, αφήστε το μήνυμά σας στον τηλεφωνητή. Τους πέτυχα τη ~ του καβγά. Εκείνη ακριβώς τη ~ έπεσε ένας κεραυνός. Κάποια ~ θα δεις την αλήθεια. Από κάποια ~ και μετά, άρχισα να βαριέμαι. Έως/ως τη ~ της συνάντησής τους. Όλα πήγαιναν τέλεια, μέχρι τη ~ που εμφανίστηκε. Η καλύτερη ~ ενός αθλητή/σταρ (: το ζενίθ της απόδοσης ή επιτυχίας του). ~ές από τα περασμένα/μιας ζωής. Ήρθε η μεγάλη ~. Με πέτυχες σε καλή/κακή ~. Σαν άνθρωπος έχει τις καλές και τις κακές του ~ές. Περιμένω την κατάλληλη ~ για να ... (πβ. ευκαιρία). Για κάθε τι υπάρχει η σωστή ~. Έφτασε/ήρθε η ~ να ... Ζει την κάθε ~. Μπορείτε να με βρείτε οποιαδήποτε ~. Από κείνη τη ~ έπαψα να τον εμπιστεύομαι. Οι συγκλονιστικότερες ~ές των Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήσαμε/περάσαμε όμορφες ~ές. 3. ΓΡΑΜΜ. τελεία: άνω/διπλή/άνω και κάτω ~. 4. ΤΥΠΟΓΡ. μονάδα μέτρησης του μεγέθους των τυπογραφικών στοιχείων: γράμματα/γραμματοσειρά/διάστιχο/κείμενο δέκα ~ών. 5. ΜΟΥΣ. σημείο που, ανάλογα με τη θέση του, υποδεικνύει τον τρόπο ή την αξία νότας. ● Υποκ.: στιγμούλα (η): Κάτσε εδώ μια ~, δεν θ' αργήσω. ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορική στιγμή βλ. ιστορικός ● ΦΡ.: (για) μια στιγμή! (προφ.): παρέμβαση για δήλωση έντονης αντίρρησης, διαμαρτυρίας: ~ ~! ποιος σας είπε ότι εγώ θέλω να πάω;, ανά πάσα στιγμή & ανά πάσα ώρα και στιγμή: οποτεδήποτε: ~ ~ μπορείτε να ... Διατηρούμε το δικαίωμα να τροποποιήσουμε το περιεχόμενο της συμφωνίας ~ ~., από στιγμή σε στιγμή (προφ.): πολύ σύντομα, όπου να 'ναι: Έρχεται ~ ~. ~ ~ μπορεί να φανεί. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (1), οσονούπω, από τη στιγμή που & (λόγ.) αφ' ης στιγμής [ἀφ' ἧς στιγμῆς] 1. (ως χρον. σύνδ.) από τότε που, αφότου: Την αγάπησε ~ ~ την είδε. ~ ~ μπήκε έως τη στιγμή που έφυγε δεν έβγαλε μιλιά. 2. (ως αιτιολογικός σύνδ.) αφού, εφόσον: ~ ~ πήρες αυτή την απόφαση, θα υποστείς τις συνέπειες. ΣΥΝ. τη στιγμή που (2) [< γαλλ. (à partir) du moment que] , για μια στιγμή/προς στιγμή(ν): για λίγο, στιγμιαία: Για μια ~ πέρασε απ' το μυαλό μου να φύγω, αλλά το μετάνιωσα. Δεν σε ξέχασα ούτε για μια ~. Προς ~ ανησύχησα. Προς στιγμήν (= επί του παρόντος, προς το παρόν, για την ώρα) δεν τίθεται θέμα ... [< γαλλ. sur le moment] , δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας: (για κάτι που μετατίθεται στο μέλλον) δεν είναι η κατάλληλη περίσταση: Πολλά μπορούμε να πούμε, αλλά ~ του παρόντος. ~ ~ να αναφερθούμε σε λεπτομέρειες., είναι στιγμές που: για κάτι που συμβαίνει περιοδικά και διαρκεί λίγο: ~ ~ ο άνθρωπος νιώθει πολύ μικρός. ~ ~ δεν ξέρω τι να κάνω. Πβ. πότε πότε., κάθε ώρα και στιγμή: συνεχώς, διαρκώς: Θέλει να με ελέγχει ~ ~. ΣΥΝ. όλη την ώρα, μέσα σε μια στιγμή: πολύ γρήγορα: Όλα έγιναν/συνέβησαν ~ ~., μέχρι στιγμής & (λόγ.) μέχρις ώρας: έως τώρα: ~ ~ δεν έχουμε νεότερα. Αυτό είναι το καλύτερο έργο σου ~ ~., μια στιγμή! (προφ.): (για ξαφνική σκέψη, απόφαση) στάσου, περίμενε: ~ ~! Θα έρθω κι εγώ./Θέλω κάτι να σου πω. Πβ. ένα λεπτό., οι τελευταίες στιγμές: το χρονικό διάστημα λίγο πριν από το τέλος (θάνατο, καταστροφή, χωρισμό, αποχωρισμό): Ήμουν κοντά του τις ~ ~ του., ούτε (για μια) στιγμή & στιγμή (προφ.): καθόλου: Δεν τον υποψιάστηκα ~ ~. Μη διστάσεις ~ ~! Δεν την αφήνει ~ ~ από τα μάτια του., σε δεδομένη στιγμή: σε ορισμένη περίσταση: Όλοι έχουμε κάνει κάποιο λάθος ~ ~., σε μια/κάποια στιγμή: ξαφνικά: Σε μια ~ έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στη θάλασσα. Σε κάποια ~ τον είδα να μου κάνει νόημα., στη στιγμή: αμέσως: Το κέικ ήταν έτοιμο ~ ~. Οι λεκέδες εξαφανίζονται ~ ~. Πβ. στο άψε σβήσε, στο τσάκα-τσάκα. [< γαλλ. à l' instant] , τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ...: για απότομη αλλαγή: Είναι τελείως αλλοπρόσαλλος: ~ είναι ευδιάθετος και ~ δεν του παίρνεις κουβέντα!, τη στιγμή που 1. (ως χρον. συνδ.) την ίδια ώρα που, ενώ, ενόσω: Με φώναξε ~ ~ έφευγα. 2. (ως αιτιολογικός συνδ., συνήθ. σε ερωτηματική ή αρνητική εκφορά) αφού, εφόσον: Πώς να τον βοηθήσω ~ ~ δεν μου μιλάει; ΣΥΝ. από τη στιγμή που (2), την ίδια στιγμή/ώρα 1. ταυτόχρονα, παράλληλα: Οι εκδηλώσεις προγραμματίστηκαν ~ ~. Η χλωροφύλλη έχει αποτοξινωτικές ιδιότητες και ~ ~ ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα.|| ~ ~, γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ... 2. (+ που) ενώ, παρόλο που: ~ ~ που τα δημοτικά τέλη καθαριότητας αυξάνονται, ο δήμος δεν παρέχει στους δημότες τις ανάλογες υπηρεσίες., την τελευταία στιγμή: το σημείο όπου δεν υπάρχει άλλο περιθώριο: Συμφωνία ~ ~. ~ ~ ναυάγησε το σχέδιο. Άγιο είχε, σώθηκε ~ ~! Με πρόλαβε ~ ~. Επέμενε μέχρι ~ ~ (ΣΥΝ. μέχρι τέλους). Δούλευε μέχρι (την) ~ ~ (: ως τον θάνατό του). ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο νήμα, στο παρακάτι, στο τσακ/στο τσαφ [< γαλλ. au dernier moment] , της στιγμής: για κάτι που δεν διαρκεί πολύ ή γίνεται χωρίς μεγάλη προετοιμασία: λάθος/λόγια/ξέσπασμα/σχέδια ~ ~. Ήταν μια τρέλα ~ ~., της τελευταίας στιγμής: για να δηλωθεί ότι κάποιος δρα απρογραμμάτιστα ή ότι κάτι γίνεται οριακά, λίγο πριν από τη λήξη της προθεσμίας: αγορές/άνθρωπος/απόφαση/δώρα/κράτηση/λύση/συμφωνία ~ ~. Βλ. άρπα-κόλλα., ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, σε στιγμή/σε στιγμές αδυναμίας βλ. αδυναμία [< αρχ. στιγμή ‘σημάδι, τελεία, χρονική στιγμή’, γαλλ. moment 3: μτγν. 4: αγγλ. point 5: γαλλ. ~]

στόμα

στόμα στό-μα ουσ. (ουδ.) {στόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. άνοιγμα στο μπροστινό, κάτω μέρος του κεφαλιού, ανάμεσα στη μύτη και το πιγούνι, που σχηματίζει κοιλότητα στο ανώτερο τμήμα του πεπτικού συστήματος, η οποία ορίζεται εξωτερικά από τα χείλη, εσωτερικά από τον λάρυγγα και τον φάρυγγα και περιλαμβάνει τη γλώσσα, τα δόντια και τα ούλα· ειδικότ. τα ανθρώπινα χείλη: Άνοιξε το ~ του, για να φάει/φωνάξει. Αναπνέει από το ~, όταν κοιμάται. Μυρίζει το ~ σου (: η αναπνοή σου). Γλύκισμα που αφήνει ωραία γεύση στο ~. Συγγνώμη που μιλάω με γεμάτο το ~ (: τρώγοντας). Το ~ της γάτας/του πουλιού (= ράμφος). Υγιές ~. Βλεννογόνος/καρκίνος/υγιεινή/χειρουργική του ~ατος. Φαρμακευτική αγωγή από το ~. Ζωγραφική με το ~ και το πόδι (: από άτομα με ειδικές ανάγκες). Βλ. γνάθος, μάγουλο, ουρανίσκος, παρειά, υπερώα.|| Μεγάλο/μικρό/στραβό/ωραίο ~. Φιλί στο ~. 2. (συνεκδ.) ο άνθρωπος ως προς τον τρόπο ομιλίας του ή γενικότ. πρόσωπο που μιλά: Έχει άσχημο/βρόμικο ~ (: αισχρολογεί). Δεν άκουσα ποτέ καλή κουβέντα απ' το ~ του.|| Ειπώθηκε από επίσημο ~. Χιλιάδες ~ατα φώναζαν διάφορα συνθήματα. 3. (συνεκδ.) {συνήθ. στον πληθ.} μέλος οικογένειας του οποίου οι βασικές βιοτικές ανάγκες, όπως η τροφή, καλύπτονται από κάποιο άλλο: Η μητέρα του δουλεύει σκληρά· έχει τόσα ~ατα να θρέψει. 4. (προφ.-μτφ.) φυσικό ή τεχνητό άνοιγμα, στόμιο: το ~ του ηφαιστείου/του μπουκαλιού/του πηγαδιού/της σπηλιάς. Πβ. μπούκα. 5. ΒΟΤ. {στον πληθ.} πόροι στην επιφάνεια των φύλλων και των νεαρών βλαστών που επιτρέπουν την ανταλλαγή αερίων με την ατμόσφαιρα ή την αποβολή νερού: Το διοξείδιο του άνθρακα εισέρχεται στο φυτό από τα ~ατα. 6. (προφ.) κόψη μαχαιριού. ● Υποκ.: στοματάκι (το): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: στοματάρα (η): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: απύλωτο(ν) στόμα βλ. απύλωτος, κακοσμία/δυσοσμία του στόματος βλ. κακοσμία ● ΦΡ.: ανοίγω το στόμα μου (προφ.-μτφ.): μιλώ ή κυρ. ειδικότ. προβαίνω σε σοβαρές αποκαλύψεις εναντίον κάποιου: Πες κάτι, δεν έχεις ανοίξει το ~ σου όλη μέρα.|| (απειλητ.) Άντε, (να) μην ανοίξω το ~ μου!, από στόμα σε στόμα: για κάτι που γίνεται γνωστό προφορικά, από τον έναν στον άλλον ή για προφορική παράδοση: Βούιξε ο τόπος σαν διαδόθηκε το νέο ~ ~.|| Η τέχνη της μαγειρικής πέρασε ~ ~ στις νεότερες γενιές., από το στόμα μου το πήρες! (μτφ.-προφ.): θα έλεγα το ίδιο πράγμα, πρόλαβες να το πεις πριν από εμένα: Πες τα, χρυσόστομε! ~ ~!, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! (ευχετ.): μακάρι να πραγματοποιηθεί η ευχή σου: -Καλή επιτυχία στις εξετάσεις! -~ ~!, βάζω κάτι στο στόμα μου (προφ.): τρώω πρόχειρα και λίγο: Βάλε κάτι στο ~ σου, μη φύγεις νηστικός! Δεν έχει βάλει τίποτα στο ~ της απ' το πρωί., βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα (μτφ.-προφ.): αποτρέπω, δεν δίνω δικαίωμα για (περαιτέρω) κακόβουλα σχόλια, αποστομώνω: Με την ερμηνεία της βούλωσε τα (επικριτικά/κακόβουλα) ~ πολλών που την έλεγαν ατάλαντη. Ευκαιρία για την ομάδα να κλείσει ~ στο ντέρμπι της Κυριακής., διά στόματος (κάποιου) & (σπάν.) από στόματος (λόγ.): για προφορική δήλωση ενός προσώπου ή για μεταφορά των λόγων του από κάποιον που τον εκπροσωπεί: Μήνυμα του πρωθυπουργού ~ ~ του κυβερνητικού εκπροσώπου., έχει μεγάλο στόμα (προφ.-μτφ.) 1. για κάποιον που του ξεφεύγουν λόγια και αποκάλυπτει συνήθ. μυστικά. 2. αυθαδιάζει. ΣΥΝ. έχει μεγάλη γλώσσα (1), κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αναγκάζω να σιωπήσει, να μην εκφράσει την άποψή του ή να μη μαρτυρήσει κάτι: Τον απείλησαν, για να του κλείσουν ~. Πβ. φιμώνω.|| Της έκλεισαν ~ μια για πάντα (= την δολοφόνησαν)., κρατά το στόμα του κλειστό (μτφ.): δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του ή τα μυστικά που γνωρίζει: Δεν κράτησε ~ ~ απέναντι στο άδικο., με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό (μτφ.): άναυδος, κατάπληκτος: Πήρε την υποτροφία κι έμειναν/και τους άφησε ~ ~. Πβ. άφωνος., με ένα στόμα: όλοι μαζί, ομόφωνα: Όχι, απάντησαν οι μαθητές ~ ~. ΣΥΝ. με μια φωνή (1), με την ψυχή στο στόμα (προφ.): για ενέργεια που γίνεται βεβιασμένα, με άγχος, έντονη ψυχική φόρτιση: Κατάφεραν να προκριθούν ~ ~. Προλάβαμε ~ ~ να φτάσουμε στο θέατρο. Άνοιξε το γράμμα ~ ~., να πλένεις το στόμα σου, όταν μιλάς/πριν μιλήσεις για κάποιον (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι ανάξιος να κρίνει κάποιον άλλο., πέφτω στο στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): γίνομαι αντικείμενο κακοπροαίρετων σχολίων, κουτσομπολιών: Αλίμονο σ' όποιον πέσει στο ~ της!, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι (μτφ.-προφ.): σχολιάζω αρνητικά: Αν σε πιάσει στο ~ του, την πάτησες. Μην βάζεις στο ~ σου τέτοιες λέξεις, δεν κάνει., ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! (μτφ.-προφ.-υβριστ.): πάψε (να μιλάς), σκάσε! Πβ. δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά, το βουλώνω., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει (προφ.-μτφ.): μιλά ελάχιστα, δεν είναι φλύαρος: Όσες φορές τον έχω συναντήσει, ~ ~.|| (ειρων.) Είναι μια γλωσσοκοπάνα αυτή! ~ ~!, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) (μτφ.-προφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Στο ~ μου το είχα, αλλά με πρόλαβες. ΣΥΝ. έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου, το λέω και γεμίζει το στόμα μου (προφ.): για να δηλωθεί ευχαρίστηση, θαυμασμός: Είναι εκπληκτική δασκάλα, ~ ~!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου! βλ. αγιάζω, γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου βλ. λύκος, δεν βάζω μπουκιά στο στόμα μου βλ. μπουκιά, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχω/κάνω/γίνεται κάτι καραμέλα στο στόμα μου βλ. καραμέλα, Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! βλ. φυλακή, κακές γλώσσες βλ. γλώσσα, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, μάλλιασε το στόμα μου βλ. γλώσσα, με τη(ν) μπουκιά στο στόμα βλ. μπουκιά, με την κοιλιά στο στόμα βλ. κοιλιά, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, σφραγίζω το στόμα μου βλ. σφραγίζω [< αρχ. στόμα, γαλλ. bouche, αγγλ. mouth]

σώος

σώος, α, ο [σῶος] σώ-ος επίθ.: άθικτος, ακέραιος: Παρά τη σφοδρή καταιγίδα, έφτασε ~ στον προορισμό του. ~ βρέθηκε ο ορειβάτης που είχε χαθεί από χθες. Πβ. αλώβητος, ανέπαφος. ● ΦΡ.: έχω σώας τας φρένας (λόγ.): είμαι πνευματικά υγιής, έχω λογική: Ο ψυχίατρος αποφάνθηκε ότι ο δράστης δεν είχε ~., σώος και αβλαβής βλ. αβλαβής [< αρχ. σῶος, σῶς]

τετρακόσιοι

τετρακόσιοι, ες, α τε-τρα-κό-σι-οι αριθμητ. επίθ. απόλ. {τετρακοσί-ων} & (προφ.) τετρακόσοι: που αποτελούν σύνολο τετρακοσίων μονάδων: ~α: κιλά. Πρωταθλητής στα ~α μέτρα (του στίβου ή της κολύμβησης). ● ΦΡ.: τα 'χω τετρακόσια (προφ., συνήθ. για ηλικιωμένο): διατηρώ στο ακέραιο την πνευματική μου διαύγεια, τις διανοητικές μου ικανότητες. ΑΝΤ. τα 'χω χαμένα (2) [< αρχ. τετρακόσιοι]

τι

τι ερωτημ. αντων. {άκλ.} 1. (ως ουσ.) ποιο πράγμα, ποια πράξη: ~ έκανες χθες/πήρες/σκέφτεσαι; ~ έπαθες και κάνεις έτσι; ~ πίνεις/θα πιεις (: για να το παραγγείλω); ~ παίζει στους κινηματογράφους; Σε τι (= που) οφείλεται η ταχυκαρδία; Με ~ ασχολείσαι (ενν. επαγγελματικά); ~ πρέπει να γνωρίζουμε για το ... ~ σημαίνει "μάζα"; ~ (ενν. είναι) πιο καλό από ...; (για να επαναληφθεί κάτι που δεν ακούσαμε:) ~ είπες; (για έκφραση απορίας) ~ συμβαίνει/τρέχει; (για έκφραση ενόχλησης:) ~ θες τέτοια ώρα; ~ θα γίνει τώρα, γιατί καθυστερούμε; (σε περίπτωση διάψευσης προσδοκιών:) ~ νόμιζες/φαντάστηκες; 2. (ως επίθ.) τι λογής, τι είδους: ~ νέα/χαμπάρια; ~ γνώμη έχεις/δώρο να πάρω/καλά μας φέρνεις/ώρα είναι; ~ (σόι) άνθρωπος είναι αυτός; Κι εσύ ~ πρόβλημα έχεις;|| (επιφωνηματικά, για έκφραση έκπληξης, επιδοκιμασίας, αποδοκιμασίας:) ~ τύχη! ~ καλά/όμορφα/ωραία (που ήταν)! ~ μέρες κι εκείνες! ~ αηδία/βλακεία/φρίκη! ~ κατάσταση είν' αυτή! Καλέ, ~ κόσμος είν' αυτός (ενν. πολύς)!|| (για διάψευση:) -Ωραία περάσατε; -~ ωραία; χάλια! 3. (ως επίρρ.) για ποιο λόγο ή σκοπό, σε τι: (συχνά με επιθετική διάθεση:) ~ γελάς/κλαις; ~ (= γιατί) ρωτάς/σε νοιάζει; Κι εσένα ~ σ' ενδιαφέρει; ~ την μαλώνεις/της φωνάζεις;|| Εγώ ~ φταίω; 4. για να δηλωθεί μέγεθος, ποσότητα, ποσό: ~ έδωσες/πλήρωσες/σου κόστισε; ~ (βαθμό) πήρες στο διαγώνισμα; 5. σε ρητορικές ερωτήσεις με αναμενόμενη απάντηση, "απολύτως κανένα, τίποτα": ~ καταφέραμε τελικά; Και ~ ξέρεις εσύ και μιλάς; Όλους στα πόδια σου τους έχεις, ~ άλλο θέλεις! ~ είχαμε, ~ χάσαμε! Και ~ ανάγκη έχει αυτός, καμία! ● ΦΡ.: και τι δεν ...! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί μεγάλη έκπληξη, επιθυμία, με αναμενόμενη απάντηση "πάρα πολλά, τα πάντα": ~ ~ έκανε για να μας ευχαριστήσει! ~ ~ δεν θα 'δινα για μια σοκολάτα! ~ ~ άκουσα/είπε!, και τι που ... (προφ.): δεν έχει σημασία που, δεν πειράζει: ~ ~ είναι μικρός, θα τα καταφέρει., προς τι; (προφ.): για ποιο λόγο ή σκοπό, γιατί; ~ ~ η έκπληξη/τόση απαξίωση;, τι ..., τι ... (προφ.): για να δηλωθεί ότι δεν υπάρχει διαφορά: ~ σήμερα ~ αύριο, αρκεί να έρθει. ~ πρώτος ~ δεύτερος, το ίδιο είναι., τι και τι; (προφ.): τι ακριβώς; ~ ~ έχεις εδώ;, τι κι αν ...; (προφ.): τι σημασία έχει αν: ~ ~ δεν συμφωνεί, δε(ν) με νοιάζει!|| (με επανάληψη:) ~ ~ έρθει, ~ ~ δεν έρθει, το ίδιο μου κάνει!, τι σου είναι ...! (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη, θαυμασμός για κάποιο πρόσωπο ή γεγονός: ~ ~ ο άνθρωπος/ο κόσμος! ~ ~ όμως τα παιδιά, ε;, το τι (προφ., για έκφραση θαυμασμού ή έκπληξης): αυτό που: ~ ~ έγινε, δεν λέγεται!, και τι έγινε/και τι μ' αυτό; βλ. γίνομαι, μα τι λέω βλ. λέω, ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος; βλ. όφελος, πώς και πώς/τι βλ. πώς, τι έκανε λέει; βλ. κάνω, τι θα έλεγες/τι λες ...; βλ. λέω, τι θα πει βλ. λέω, τι καλά, ... καλάθια! βλ. καλάθι, τι κάνεις; βλ. κάνω, τι λέει; βλ. λέω, τι μέλλει γενέσθαι βλ. γενέσθαι, τι να το κάνω βλ. κάνω, τι σου λέει αυτό; βλ. λέω, τι τέξεται η επιούσα βλ. επιούσα, τι χρείαν έχομεν (άλλων) μαρτύρων; βλ. χρεία [< αρχ. τί, ουδ. της αντων. τίς]

τιμή

τιμή τι-μή ουσ. (θηλ.) 1. αγοραστική αξία αγαθού, χρηματικό αντίτιμο, κόστος: ανώτατη/ απίστευτη/αρχική/ειδική/εκπτωτική/ενιαία/προνομιακή/σταθερή/συμβολική ~. Ακριβές/αλμυρές/ανταγωνιστικές/ασυναγώνιστες/δίκαιες/ελεύθερες/εξευτελιστικές/εξωπραγματικές/λογικές/μοναδικές/προσιτές/τσιμπημένες/τσουχτερές ~ές. ~ ασφαλείας/διάθεσης/(εξ)αγοράς/ζήτησης/παρέμβασης (στα σιτηρά)/προσφοράς/πώλησης/χρέωσης. ~ μονάδας. Σχέση ~ής και ποιότητας. Διεθνής ~ πετρελαίου. Άνοδος στην ~ του χρυσού. ~ές εργοστασίου (: χωρίς το κέρδος του παραγωγού)/καταλόγου/λιανικής/χονδρικής. Αύξηση στις ~ές των διοδίων/τροφίμων. Αναγραφή/ανάλυση/διακύμανση/διαμόρφωση/έλεγχος/εναρμονισμός/εξομάλυνση/καθορισμός/μείωση/μεταβολή/προσαρμογή/πτώση/ρύθμιση/σύγκριση των ~ών. Βουτιά/έκρηξη/κατάρρευση/πάγωμα/ράλι των ~ών. Πολιτική ~ών. Άλμα/φρένο/φωτιά στις ~ές προϊόντων και υπηρεσιών. ~ές-σοκ. Στην ~ δεν συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ. Το πήρα σε ~ προσφοράς/στη μισή ~. Κερδίστε δύο εισιτήρια στην ~ του ενός. Μου έκανε καλή ~. Οι ~ές ανεβαίνουν/εκτινάσσονται στα ύψη/κυμαίνονται από ... έως ... ευρώ/σταθεροποιούνται/υποχωρούν. Ημερήσιο Δελτίο ~ών. Βλ. ανατίμηση. 2. καλή φήμη, υπόληψη: διαφύλαξη/προάσπιση της ~ής της πατρίδας. Έγκλημα/ζήτημα/θέμα ~ής. Είναι ανάγκη να ανακτηθεί/αποκατασταθεί η χαμένη ~ του (πβ. κύρος). Του έθιξε το αίσθημα της ~ής (πβ. αξιοπρέπεια, περηφάνια). Λόγοι ~ής με αναγκάζουν να παραιτηθώ. Προστατεύω/υπερασπίζω την ~ του ονόματός μου/την προσωπική μου ~. Σέβομαι/προσβάλλω/σπιλώνω την ~ κάποιου.|| Έπεσε στο πεδίο της ~ής (= στη μάχη).|| (παρωχ.) Παρθενία· συζυγική πίστη. 3. έκφραση εκτίμησης, σεβασμού, αναγνώρισης: εξαιρετική/ιδιαίτερη/ύψιστη ~. Εκδήλωση/μνημόσυνο ~ής. Μέρα μνήμης και ~ής. Τάγμα ~ής (: παράσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας). Πρέσβης/πρόεδρος επί ~ (= επίτιμος). ~ και δόξα στους ήρωες! (Αποδίδουμε) ~ στους ευεργέτες/πεσόντες. Αισθάνομαι ιδιαίτερη /μεγάλη ~ και χαρά. Είναι ~ για μένα να ... Θα είναι μεγάλη μας ~ αν/να μας επισκεφθείτε. Μας έκανε/μου επιφύλαξε την ~ να ... ΑΝΤ. ατίμωση, προσβολή.|| -Θα με συνοδέψετε; -~ (: ευχαρίστησή) μου! Με ποιον έχω την ~ να ομιλώ; (ειρων.) Σε τι οφείλω την ~ της επίσκεψής σου; 4. (μτφ.) καμάρι, καύχημα: (για πρόσ.) Είναι η ~ της οικογένειας/ομάδας. Πβ. περηφάνια, στολίδι. ΑΝΤ. μαύρο πρόβατο 5. ΜΑΘ. κάθε δυνατός προσδιορισμός ενός μεταβλητού μεγέθους: αλγεβρική ~ (: με πρόσημο + ή -). ~ μεταβλητής/συνάρτησης. Η ~ του χ/ψ. Απόδειξη θεωρήματος για όλες τις ~ές του ν.|| (ΙΑΤΡ.) Αυξημένες/φυσιολογικές/χαμηλές ~ές βιοχημικών εξετάσεων. ~ές γλυκόζης.τιμές (οι): τιμητικές διακρίσεις ή εκδηλώσεις: αγήματα απόδοσης ~ών. Του έκαναν/πρόσφεραν ~. ~ και διακρίσεις. Τον υποδέχτηκαν με όλες τις δέουσες ~. Κηδεύτηκε με στρατιωτικές ~. [< γαλλ. honneurs ] ● ΣΥΜΠΛ.: ακαμψία τιμής: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία η τιμή των βιομηχανικών προϊόντων ή των πρώτων υλών δεν επηρεάζεται από τη γενικότερη οικονομική ύφεση ή την αύξηση του πληθωρισμού. [< αγγλ. price rigidity] , αναμενόμενη/προσδοκώμενη τιμή/αξία: ΟΙΚΟΝ. -ΣΤΑΤΙΣΤ. ο μέσος όρος των υποθετικών αξιών μιας τυχαίας μεταβλητής: αρνητική/θετική ~ ~. ~ ~ επένδυσης/μετοχής/προσφοράς. Αποτίμηση σε ~ ~. ΣΥΝ. μαθηματική ελπίδα (2) [< αγγλ. expected value, 1915] , ενεργός τιµή (συντομ. rms): ΗΛΕΚΤΡ. η σταθερή τιμή του ρεύματος που προκαλεί την ίδια κατανάλωση ισχύος σε μια αντίσταση (R) με ένα εναλλασσόμενο ρεύμα που έχει την ίδια τιμή: ~ ~ της τάσης του ηλεκτρικού πεδίου. [< αγγλ. effective value, root mean square (value)] , επίπεδο τιμών: ΟΙΚΟΝ. κόστος ζωής: γενικό/μεταβλητό/σταθερό/σχετικό/υψηλό ~ ~. Βλ. πληθωρισμός., εύρος τιμής: ΟΙΚΟΝ. η διαφορά μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης τιμής της αξίας σε μια συγκεκριμένη συνεδρίαση του χρηματιστηρίου: δεσμευτικό/οριστικό ~ ~. ~ ~ διάθεσης δέκα έως δώδεκα ευρώ ανά μετοχή. Μείωση του ~ους ~. Το ~ ~ ορίστηκε μεταξύ τεσσάρων και πέντε ευρώ., κυρία (επί) των τιμών: γυναίκα στην ακολουθία βασίλισσας ή πριγκίπισσας: (συνήθ. ειρων.) Συμπεριφέρεται σαν ~ ~. [< αγγλ. lady of honour] , κώδικας τιμής: σύνολο ηθικών αξιών και κανόνων που προσδιορίζουν την ευυπόληπτη συμπεριφορά των μελών μιας κοινότητας: άγραφος ~ ~. [< γαλλ. code de l' honneur] , μέση τιμή (ν αριθμών): ΣΤΑΤΙΣΤ. το πηλίκο του αθροίσματος ν αριθμών με το πλήθος ν., ο λόγος της τιμής: προφορική διαβεβαίωση, υπόσχεση που βασίζεται στην αξιοπιστία κάποιου: Έχεις/σου δίνω το(ν) λόγο ~ μου. [< γαλλ. la parole d'honneur] , σταθερότητα των τιμών: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη συγκράτηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα: νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη ~ ~. ΑΝΤ. διακύμανση τιμών. [< αγγλ. price stability] , συγκράτηση τιμών: ΟΙΚΟΝ. η διατήρηση των τιμών σε σταθερά επίπεδα: μέτρα για πάταξη νοθείας και ~ ~ στα καύσιμα., τιμή κλεισίματος/εκκαθάρισης: ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπευτική τιμή του συναλλακτικού ενδιαφέροντος που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου Αξιών, η οποία υπολογίζεται βάσει μεθόδου μετά το τέλος της συνεδρίασης: ημερήσια ~ ~. [< αγγλ. closing price/settlement price, 1928] , τρέχουσα τιμή: ΟΙΚΟΝ. η τιμή του υποκείμενου προϊόντος στην αγορά, η οποία ισχύει τη δεδομένη χρονική στιγμή., φιλική τιμή: συμφέρουσα τιμή: Το πουλάω στη ~ ~ των ... ευρώ. Θα σου κάνω ~ ~., χρέος τιμής: ηθική δέσμευση, υποχρέωση: ελάχιστο/υπέρτατο ~ ~ απέναντι σε κάποιον. Για μένα είναι ~ ~ και ιερό καθήκον να ... Θεωρώ ~ ~ να μιλήσω για ... [< αγγλ. debt of honour] , (Γενικός) Δείκτης Τιμών βλ. δείκτης, άκρες τιμές βλ. άκρος, αντικειμενική αξία βλ. αντικειμενικός, απόλυτη τιμή βλ. απόλυτος, δελτίο τιμών βλ. δελτίο, εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή/πληθωρισμός βλ. εναρμονισμένος, ενδεικτική τιμή βλ. ενδεικτικός, η Λεγεώνα της Τιμής βλ. λεγεώνα, πράσινη τιμή βλ. πράσινος, συμβόλαιο τιμής βλ. συμβόλαιο, τιμή αληθείας βλ. αλήθεια, τιμή αναφοράς βλ. αναφορά, τιμή ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τιμή γνωριμίας βλ. γνωριμία, τιμή εκκίνησης βλ. εκκίνηση, τιμή κόστους βλ. κόστος, τίτλος τιμής βλ. τίτλος, φόρος τιμής βλ. φόρος ● ΦΡ.: για την τιμή των όπλων: για να μη χαθεί η αξιοπρέπεια, για την υπεράσπιση της υπόληψης: αγώνας/απεργία/συμβολική ενέργεια/συνάντηση (που γίνεται) ~ ~ (και μόνο). Βλ. για τα μάτια του κόσμου., η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι η αξιοπρέπεια δεν εξαγοράζεται. [< γαλλ. l' honneur n' a pas de prix] , λαμβάνω/έχω την τιμή να ...: τυπική έκφραση ευγενείας του γραπτού και προφορικού λόγου: ~ ~ σας ανακοινώσω ότι .../σας παρουσιάσω τον ... Με την παρούσα επιστολή, ~ ~ απευθυνθώ σε εσάς για ένα ζήτημα υψίστης σημασίας. [< γαλλ. avoir l' honneur de ...] , με τιμή/μετά τιμής (επίσ.): στερεότυπη αποφώνηση επιστολής ή εγγράφου, που προηγείται της υπογραφής: Διατελώ ~ ~., προς τιμή(ν) κάποιου 1. με σκοπό να τιμηθεί κάποιος: ανέγερση μνημείου/γιορτή/δεξίωση/ημέρα/τελετή ~ ~ του ... Παρατέθηκε δείπνο ~ ~ των συνέδρων. 2. για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι άξιος τιμής, επιβράβευσης: Είναι ~ ~ τους ότι παραδέχτηκαν το σφάλμα τους/σήκωσαν το βάρος της απόφασης. [< 1: γαλλ. en l'honneur de] , σε συμφέρουσα τιμή: σε τιμή που συμφέρει τον αγοραστή, συνήθ. χαμηλή: αυτοκίνητο ~ ~., σε τιμή λιώμα (αργκό): σε πολύ καλή τιμή, πολύ φτηνά: ~ ~ το νέο μοντέλο., (μέσα) στην τιμή βλ. μέσα, γκολ της τιμής βλ. γκολ, λόγω τιμής βλ. λόγος, περιποιεί/περιποιούν τιμή βλ. περιποιώ, σε τιμή ευκαιρίας βλ. ευκαιρία, τιμή μου και καμάρι μου βλ. καμάρι, τιμής ένεκεν βλ. ένεκεν, τσίμπησαν οι τιμές βλ. τσιμπώ, χτυπάει τις τιμές βλ. χτυπώ [< αρχ. τιμή, γαλλ. honneur 5: γαλλ. valeur]

τιμητικός

τιμητικός, ή, ό τι-μη-τι-κός επίθ.: που προσφέρεται ή συστήνεται σε ένδειξη αναγνώρισης· που αποδίδει ή προσδίδει τιμή: ~ός: βαθμός. Απονομή ~ού βραβείου/διπλώματος/επαίνου/μεταλλίου. Επίδοση ~ής πλακέτας. Κατοχή ~ής θέσης/~ού αξιώματος. Παροχή ~ής σύνταξης.|| ~ό: συμβούλιο. ~ά: μέλη (= επίτιμα).|| ~ή: βράβευση/βραδιά/επιλογή/πομπή. ~ό: αφιέρωμα/ψήφισμα. ~οί: κανονιοβολισμοί. ~ές: εκδηλώσεις. Η ~ή φρουρά του μνημείου.|| ~ός: ρόλος. ~ή: αναφορά (ΑΝΤ. ατιμωτική, μειωτική, προσβλητική)/προσφώνηση. ~οί: χαρακτηρισμοί (: κολακευτικοί· ΑΝΤ. ταπεινωτικοί). ~ά: σχόλια (= εγκωμιαστικά, επαινετικά). Eίναι πολύ ~ό για μένα (: το θεωρώ τιμή μου) να ... ● Ουσ.: τιμητική (η) 1. τελετή για την απόδοση τιμής σε σημαντικό πρόσωπο. 2. άδεια που χορηγείται σε στρατιώτη ή σπανιότ. δημόσιο υπάλληλο ως επιβράβευση των πράξεών του. ● επίρρ.: τιμητικά & (σπάν.-λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: τιμητική διάκριση: ειδικός έπαινος που απονέμεται σε κάποιον, λόγω της σημαντικής προσφοράς του στον τομέα που δραστηριοποιείται., τιμητικό άγημα/απόσπασμα βλ. άγημα, τιμητικός τόμος βλ. τόμος, τίτλος τιμής βλ. τίτλος ● ΦΡ.: έχω την τιμητική μου: είμαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος: Γιορτάζει σήμερα και έχει ~ του. [< μτγν. τιμητικός ‘γεμάτος σεβασμό’, γαλλ. d΄honneur]

τίποτα

τίποτα τί-πο-τα αόρ. αντων. {άκλ.} & τίποτε & (λαϊκό) τίποτες, τίποτις 1. (σε αποφατικές συνήθ. προτάσεις) κανένα πράγμα (υλικό ή άυλο): ~ δεν έχει κριθεί ακόμη. Δεν έμαθες ~ από τα παθήματά σου. Μην πετάξεις ~! Δεν ζητώ ~ από σένα. Δεν κοστίζει ~. Παρέλυσε, δεν ένιωθε ~. Δεν ακούω ~ (: κυριολ. και μτφ., δεν δέχομαι δικαιολογίες). Όλη μέρα κάθεται και δεν κάνει ~ άλλο από το να χαζεύει. Δεν είδα ~. Δεν κατάφερε (απολύτως) ~. Σε ~ δεν του έμοιασε. Πρόσεξε μην καταλάβει ~ (= το παραμικρό). Δεν έχουμε ~ κοινό μεταξύ μας. Δεν του λείπει ~ (: τα έχει όλα). Δεν έχει ~, έμεινε στον άσο. ~ δεν είναι αλήθεια/σίγουρο/τυχαίο. ~ δεν έχει αλλάξει/δεν έχει νόημα πια. Αυτή η εμπειρία δεν συγκρίνεται με ~. ~ δεν πρόκειται να συμβεί, στο υπογράφω.|| Δεν ξέρει ~ από μουσική. Πβ. καθόλου.|| -Τι είπες; -~! Είναι καλά, ~ λιγότερο, ~ περισσότερο. 2. (συχνά σε ερωτημ. και αποφατικές προτάσεις) κάτι: Έχεις/συνέβη ~; Πρόσεξε μην πάθεις ~. Ξέχασες ~; Με θέλετε τίποτ' άλλο; Βλέπεις ~ περίεργο; Παίζει ~ καλό στην τηλεόραση; Δεν πάμε να τσιμπήσουμε ~; Έχει ~ να φάμε; Ξέρεις ~ για το θέμα; Πες ~ καινούργιο. Έλα, αν δεν έχεις ~ καλύτερο να κάνεις. Δεν έχασες και ~ που δεν ήρθες. Δεν υπάρχει ~ πιο διασκεδαστικό από ... Δεν γνωρίζω ~ σχετικό. Δεν περίμενα ~ καλύτερο απ' αυτόν. Δεν μένει πια ~ να κάνει. Δεν έχεις να ζηλέψεις ~ απ' τους άλλους. Οι τίτλοι και τα βραβεία δεν σημαίνουν (και) ~. Δεν είναι ~ σοβαρό, μην ανησυχείς. 3. (ως επίθ., + πληθ., προφ.) σε αόριστη αναφορά, κάποιοι, καθόλου: Είναι ~ φίλοι σου αυτοί;|| Έχεις ~ λεφτά πάνω σου; 4. κάτι σημαντικό: Δεν είναι ~ για μένα να βοηθήσω. ● Ουσ.: τίποτα & τίποτε (το): κάτι ασήμαντο, ανύπαρκτο: Χωρίς εσένα, είμαι ένα ~. Από το ~, κάτι είναι κι αυτό.|| (μειωτ., για πρόσ.) Είναι ένα ~, ένα μηδενικό. ● ΦΡ.: (δεν κάνει) τίποτα 1. δεν κοστίζει τίποτα: -Τι σας οφείλω; -~ ~. 2. ως ευγενική απάντηση σε ευχαριστία: -Ευχαριστώ για τη βοήθεια! -Παρακαλώ, ~ ~. [< γαλλ. de rien] , ακόμα δεν έχεις δει/δεν είδες τίποτα! (προφ.-εμφατ.): ως προειδοποίηση για επιδείνωση μιας κατάστασης: -Γίνεται χαμός! -Και ~ ~!, από το τίποτα (προφ.): από το μηδέν: Έστησαν ολόκληρη επιχείρηση/πλούτισαν ~ ~.|| Ο καβγάς ξεκίνησε ~ ~ (= χωρίς σημαντική αφορμή)., αυτό δεν είναι τίποτα! (προφ.): ως σχόλιο για κάτι που αξιολογείται ως λιγότερο σημαντικό από κάτι άλλο: ~ ~, πού να δεις εγώ τι έπαθα!, για το τίποτα (προφ.): χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα ή σημαντική αιτία, μάταια: Πολύς λόγος/τόσος κόπος ~ ~! [< γαλλ. pour rien] , δεν έμεινε/δεν άφησαν τίποτα όρθιο: για να δηλωθεί η πλήρης καταστροφή, διάλυση: Δεν έμεινε ~ από τον σεισμό, όλα τα σπίτια κατέρρευσαν. Πβ. τα κάνω γυαλιά καρφιά. ΣΥΝ. δεν έμεινε/δεν άφησαν (ούτε) κολυμπηθρόξυλο (όρθιο), δεν έχω τίποτα εναντίον (του) (προφ.): δεν είμαι θυμωμένος μαζί του· δεν είμαι αρνητικός με κάτι: ~ ~ σου, απλώς θέλω να μείνω λίγο μόνος.|| ~ ~ της τεχνολογίας., δεν έχω τίποτα να χάσω (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αποτολμά κάτι χωρίς να διακινδυνεύει πολλά: Προσπάθησε, δεν έχεις (και) τίποτα να χάσεις., και τίποτ' άλλο (προφ.-εμφατ.): μόνο αυτό, τίποτα διαφορετικό: Στόχος μας είναι η νίκη ~ ~! Αυτό θέλω ~ ~! [< γαλλ. et rien d'autre ] , κι όχι τίποτ' άλλο (προφ.): για να δηλωθεί ότι αυτό που ακολουθεί είναι πιο δυσάρεστο, πιο σοβαρό από τα προηγούμενα: Έχασα την πτήση, ~ ~ ήταν και η τελευταία., με τίποτα (εμφατ., σε αρνητ. φρ.) 1. για κανένα λόγο, σε καμία περίπτωση: Αυτή την ταινία δεν τη χάνω ~ ~. Δεν ήθελε ~ ~ να μείνει. -Θα το κάνεις; -~ ~, ξέχνα το! ΣΥΝ. με κανέναν τρόπο 2. καθόλου: Η νύχτα δεν περνούσε ~ ~., με το τίποτα (προφ.): άνευ λόγου, χωρίς σημαντική αιτία: Αγχώνεται/τσακώνονται ~ ~., πολύ κακό για το τίποτα & (σπάν.) πολύς θόρυβος για το τίποτα (συχνά ειρων.): για κάτι που προκάλεσε αδικαιολόγητα μεγάλη αναστάτωση. ΣΥΝ. τρικυμία εν ποτηρίω [< αγγλ. much ado about nothing] , από ... άλλο τίποτα βλ. άλλος, δεν (μου) κοστίζει τίποτα να βλ. κοστίζει, δεν γίνεται τίποτα βλ. γίνομαι, δεν έγινε (και) τίποτα βλ. γίνομαι, δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε βλ. χωρίζω, δεν μου λέει τίποτα βλ. λέω, δεν στοιχίζει τίποτα βλ. στοιχίζει, δεν το έχω σε πολύ/σε τίποτα βλ. έχω, δεν τρέχει τίποτα βλ. τρέχω, είπες κάτι/τίποτα; βλ. λέω, με/για τίποτα στον κόσμο βλ. κόσμος, όλα ή τίποτα βλ. όλος, τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; βλ. άλλος, τίποτα (το) σπουδαίο βλ. σπουδαίος, τίποτα δεν μας σταματά/δεν μπορεί να μας σταματήσει βλ. σταματώ [< μεσν. τίποτε, τίποτα με αρνητ. σημ., μτγν. τί ποτε με ερωτημ. σημ.]

τραβώ

τραβώ [τραβῶ] τρα-βώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τραβ-άς ... | παρατ. τραβ-ούσα κ. τράβαγα, τράβ-ηξα, -ήξει, -ιέμαι, -ήχτηκα (λόγ.) -ήχθηκα, -ηχτεί (λόγ.) -ηχθεί, -ώντας, -ηγμένος} & τραβάω 1. κάνω κάποιον/κάτι να μετακινηθεί προς μια κατεύθυνση, συνήθ. ασκώντας ελκτική δύναμη προς το μέρος μου: ~ τις κουρτίνες. ~ηξα το χειρόφρενο (= έδεσα. ΑΝΤ. λύνω). ~ το χέρι μου από τη φωτιά (ΣΥΝ. απομακρύνω. ΑΝΤ. βάζω). ~ τη βάρκα στην ξηρά (βλ. ρυμουλκώ). Μη μου ~άς την μπλούζα, θα ξεχειλώσει. ~ούσε τον σκύλο από το λουρί. Δύο άλογα ~ούσαν την άμαξα (πβ. σέρνω). Τους ~ούσαν από τα μπουφάν. Το ~ηξα απότομα/με δύναμη και έσπασε. Τον ~ηξε από το μανίκι να φύγουν. Η θάλασσα τον ~ηξε στο(ν) βυθό της (= τον ρούφηξε). Όσο ~ιέται το σκοινί, σφίγγει ο κόμπος (βλ. τεντώνω).|| ~ηξε όπλο/το σπαθί του (πβ. βγάζω). ~ τη σκανδάλη (= πυροβολώ).|| ~ήξαμε κλήρο/ένα λαχνό.|| ~ το καζανάκι (: σηκώνω ή πιέζω το έμβολό του).|| Δεν μπορεί να ~ήξει μια ίσια γραμμή (: να σχεδιάσει).|| ~ μια γραμμή τηλεφώνου/καλώδιο (: κάνω επέκταση της καλωδίωσης).|| (μτφ.) Δεν θέλησαν να ~ήξουν (= οδηγήσουν) τα πράγματα στα άκρα. Βλ. πολυ~.|| (μτφ.) Τον ~άει από δω κι από κει (= σέρνει, τραβολογά). 2. αντλώ ή απορροφώ: ~ηξε νερό από το πηγάδι (πβ. βγάζω).|| Το ξύλο έχει ~ήξει υγρασία. Αφήνετε το κρέας να σιγοβράσει, μέχρι να ~ήξει τα υγρά του.|| Η ηλεκτρική σκούπα/η καμινάδα δεν ~άει (: σκόνη ή καπνό, αντίστοιχα).|| ~ηξε (= ήπιε) μια γουλιά καφέ/κρασί. ~ηξε μια ρουφηξιά (καπνού)/μια τζούρα από το τσιγάρο του (βλ. καπνίζω).|| Το ούζο ~ιέται με τα μεζεδάκια (: πίνεται ευχάριστα). 3. (μτφ.) υπομένω, υποφέρω· ταλαιπωρούμαι: Αχ, τι ~! ~ούσε τα πάνδεινα. ~ηξε πολλά. Τι ~ηξα για να τον πείσω! Το τι ~ήξαμε μέχρι να ... ~ηξα μεγάλη στενοχώρια/ταλαιπωρία.|| ~άει όλο το λούκι μόνος του.|| ~ιέται τόση ώρα άδικα. Ακόμα ~ιέται με τους γιατρούς/την εφορία. ~ιούνται στα δικαστήρια. Πβ. βασανίζ-, παιδεύ-ομαι.|| Με ~άει το δέρμα/στομάχι μου (= έχω έντονο αίσθημα τάσης). 4. (μτφ.) προσελκύω, συγκεντρώνω: Έχει τον τρόπο να ~ά τα βλέμματα/το ενδιαφέρον. Η είδηση μου ~ηξε την προσοχή. Το περιστατικό ~ηξε για λίγο τους προβολείς/τα φώτα της δημοσιότητας. Αυτό το άθλημα δεν με ~ηξε ποτέ. Κατέβασαν τις τιμές, για να ~ήξουν κόσμο. Αυτό που με ~άει (= γοητεύει, ελκύει) σε έναν άντρα/σε μια γυναίκα ... Κάτι πάνω του με ~ούσε σαν μαγνήτης. ΑΝΤ. απωθώ. 5. κινηματογραφώ, μαγνητοσκοπώ· φωτογραφίζω: ~ ένα βίντεο/ένα μικρό φιλμάκι (πβ. φιλμάρω)/μερικά πλάνα/μια ταινία (= γυρίζω).|| ~ μια φωτογραφία (= βγάζω). 6. (μτφ.-προφ.) δίνω, ρίχνω: Του ~ηξε ένα βρίσιμο (= τον έβρισε)/μια κλοτσιά (= τον κλότσησε)/μια μούντζα (= τον μούντζωσε)/μια μπουνιά/ένα χαστούκι (= τον χαστούκισε)/ένα χέρι ξύλο (= τον έδειρε). Θα σου ~ήξω μια μήνυση που θα είναι όλη δική σου (πβ. υποβάλλω). 7. (προφ.) κατευθύνομαι, προχωρώ, πάω: ~ηξε βόρεια/για την πόλη/για το σπίτι του/κατά το ποτάμι/προς τον σταθμό. Για πού/προς τα πού ~άς; ~ηξε για να βρει την τύχη της στη Γερμανία. ~ούσαν για το μέτωπο. Ο ένας ~άει για την ανατολή και ο άλλος για τη δύση (: για πλήρη ασυνεννοησία).τραβάει (προφ.) 1. διαρκεί, κρατά, παρατείνεται: Το παιχνίδι ~ πολλή ώρα. Η συζήτηση θα ~ήξει για πολύ ακόμα. Η ίδια κατάσταση ~ηξε για πολλά χρόνια.|| (κυρ. στο α' πρόσ.) Το ~ήξαμε χθες ως τις τρεις (= το ξενυχτήσαμε). Πβ. παρα~. 2. (συνήθ. με άρνηση) αποδίδει: Το αυτοκίνητο δεν ~ (= δεν προχωρά) στην ανηφόρα. Το μηχανάκι ~ πολύ καλά.|| Η ομάδα δεν ~. Η ταινία δεν ~ούσε καθόλου (: ήταν κουραστική, βαρετή). Η κατάσταση/η σχέση μας δεν ~ άλλο. 3. έχει ζήτηση ή πέραση: Το προϊόν δεν ~ στην αγορά. Το άλμπουμ ~ (= πουλάει) πολύ περισσότερο απ' ό,τι περιμέναμε.|| Ο υποψήφιος δήμαρχος δεν ~ (= δεν έχει δημοτικότητα). 4. καταναλώνει: Η συσκευή ~ πολύ ρεύμα. ● Παθ.: τραβιέμαι 1. αποτραβιέμαι: ~ήχτηκε από την κοινωνική ζωή. Πβ. απο-μονώνομαι, -σύρομαι. 2. κάνω πίσω, παραμερίζω: ~ήχτηκε προς τον τοίχο τρομαγμένος. ~ήξου στην άκρη.|| Στην άμπωτη τα νερά της θάλασσας ~ιούνται προς τα μέσα. Πβ. υποχωρώ. 3. (λαϊκό-αρνητ. συνυποδ.) έχω ερωτική σχέση: ~ιέται με διάφορες. ~ιέται με τον ένα και τον άλλο. Πβ. τραβολογιέμαι. ● ΦΡ.: τι τραβάμε και δεν το μαρτυράμε! (προφ.): όταν κάποιος δεινοπαθεί και αγανακτεί: ~ ~ με όλους αυτούς τους άσχετους!, το τραβάει (μτφ.-προφ.) 1. το παρακάνει, το παρατραβά: Το ~ηξε περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι ταιριάζει με την περίσταση: ~ ~ ο καιρός το τζάκι (: κάνει αρκετό κρύο, ώστε να χρειάζεται να το ανάψουμε). Σήμερα θα φάμε σούπα, ~ ~ η μέρα., τράβα στην άκρη/στη(ν) μπάντα/παραπέρα (προφ.): παραμέρισε, πήγαινε στην άκρη: ~ ~ να περάσω! ~ήξου στην άκρη γιατί δεν βλέπω τίποτα. Βλ. κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα., τράβα! (λαϊκό): πήγαινε, άντε: ~ πίσω στη θέση σου/στο σπίτι σου. Aν δεν σ' αρέσει εδώ, ~ να βρεις καλύτερο μέρος. ~ στη δουλειά σου (: ασχολήσου με τα δικά σου, μην ανακατεύεσαι). Βρε άι ~ από δω (= φύγε, χάσου)/πιο κει (= παραμέρισε)!, τραβάει η όρεξή μου (κάτι) (προφ.): επιθυμώ: Τι ~ ~ σου (= τι σου αρέσει) να φας;|| Στο κατάστημα θα βρείτε ό,τι ~ ~ σας., τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) (προφ.): ποθώ, λαχταρώ: Κάνε ό,τι ~ ~ σου. Κερνάω καφέ, μπουγάτσα ή ό,τι άλλο ~ ~ σας., τραβάω κόλλημα (αργκό): έχω έμμονη ιδέα ή ασχολούμαι συνεχώς με κάτι: ~ει ~ με την μουσική/με τον τυπά. Πβ. τρώω/έχω φάει τρελό/μεγάλο/χοντρό/τεράστιο κόλλημα., τραβάω μπροστά (προφ.) 1. (μτφ.) πάω μπροστά, προοδεύω: Όποιος αξίζει, ~ει ~ (= προκόβει). 2. προπορεύομαι: Τράβα εσύ μπροστά και εγώ ακολουθώ από πίσω. Πβ. προηγούμαι., τραβάω τα μαλλιά μου & τραβάω τις κοτσίδες μου (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί έντονη αντίδραση σε κάτι, κατάπληξη, δυσαρέσκεια: ~ ~ με αυτά που βλέπω., τραβώ χαρτί (προφ.): παίρνω χαρτί από την τράπουλα., βγάζει/τραβάει την ουρά/ουρίτσα του (έξω/απέξω) βλ. ουρά, βγάζω/τραβάω μαχαίρι βλ. μαχαίρι, και ξανά προς τη δόξα τραβά βλ. δόξα, και τράβα κορδέλα/κορδόνι βλ. κορδέλα, περνώ/τραβώ του λιναριού τα πάθη/των παθών μου τον τάραχο/τα πάθη του Χριστού βλ. πάθος, πίνει/ρουφάει/τραβάει σαν σφουγγάρι βλ. σφουγγάρι, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη βλ. μύτη, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες! βλ. χορευτής, χορεύτρια, τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου βλ. χαλί, τραβά(ει)/πάει σε μάκρος/μακριά βλ. μάκρος, τραβάει το αίμα μου (κάτι) βλ. αίμα, τραβάτε/βαράτε με κι ας κλαίω βλ. κλαίω, τραβάω τ' αυτί κάποιου βλ. αυτί, τραβάω χρήματα βλ. χρήμα, τραβάω/τεντώνω το σχοινί/σκοινί βλ. σχοινί, τραβάω/τρώω ζόρι/ζόρια βλ. ζόρι, τραβώ κουπί βλ. κουπί, τραβώ πιστόλι βλ. πιστόλι, τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου βλ. διάβολος, τραβώ το(ν) δρόμο μου βλ. δρόμος, τραβώ τον αδόξαστο βλ. αδόξαστος ● βλ. τραβηγμένος [< μεσν. τραβώ]

τραπέζι

τραπέζι τρα-πέ-ζι ουσ. (ουδ.) {τραπεζ-ιού} 1. έπιπλο που αποτελείται από μία οριζόντια επιφάνεια και τη βάση της, συνήθ. με τέσσερα πόδια: αναδιπλούμενο/βοηθητικό/γυάλινο/μακρόστενο/μαρμάρινο/μεταλλικό/ξύλινo/οβάλ/ορθογώνιο/περιστρεφόμενο/σκαλιστό/σταθερό/στρογγυλό (= ροτόντα)/τετράγωνο/τροχήλατο/χαμηλό/χειροποίητο ~. (Πτυσσόμενο) ~ κουζίνας με τέσσερις καρέκλες. ~ με τρία πόδια. ~ από ξύλο καρυδιάς. ~ με εδέσματα/μεζέδες/ποτά. ~ βεράντας/κήπου/κουζίνας/σαλονιού/τραπεζαρίας/φαγητού. Κάθισαν γύρω από το ~/στο ~. Σηκώθηκαν από το ~. Έκατσε στην κεφαλή/στην κορυφή του ~ιού.|| Tο ~ είναι έτοιμο (= στρωμένο).|| Χειρουργικό ~. ~ εργασίας (πβ. πάγκος)/κοπής/μπιλιάρδου/πινγκ πονγκ/πόκερ/συνεδριάσεων/συσκέψεων/τηλεόρασης.|| (σε χώρο εστίασης, καφέ, μπαρ ή κέντρο διασκέδασης) Κράτηση ~ιού. Δεν υπάρχει διαθέσιμο/ελεύθερο ~. Έχετε ~ για δύο/τέσσερα άτομα;|| (συνεκδ.) Το ~ στο βάθος ζήτησε τον λογαριασμό (: οι πελάτες που κάθονται σ' αυτό). 2. (συνεκδ.) φαγητό, γεύμα, δείπνο: γιορτινό/επίσημο/καθημερινό/οικογενειακό/πασχαλινό/πρωτοχρονιάτικο/σαρακοστιανό/φιλικό/χριστουγεννιάτικο ~. Το ~ της Καθαράς Δευτέρας. Το ~ (= γλέντι) του γάμου. Από την παραγωγή στο ~ του καταναλωτή. Τα φρούτα δεν πρέπει να λείπουν από το ~ μας. Τους έχουν καλέσει σε ~.|| Δεν μιλάμε στο ~ (= την ώρα του φαγητού). 3. {χωρ. πληθ.} (μτφ.) επίσημος διάλογος που πραγματοποιείται με συγκεκριμένους στόχους: το ~ των διαβουλεύσεων/της συνόδου. Tο σχέδιο θα τεθεί εκ νέου στο ~ των διαπραγματεύσεων. Οι δύο πλευρές κάθισαν για πρώτη φορά στο ίδιο ~.|| Έριξε στο ~ το θέμα/την ιδέα/την πρόταση ... (: έφερε το θέμα για συζήτηση, υπέβαλε την πρόταση). Πβ. τράπεζα. ● Υποκ.: τραπεζάκι (το), τραπεζίδιο (το) ● ΣΥΜΠΛ.: πράσινη τσόχα βλ. τσόχα, συζήτηση στρογγυλής τραπέζης βλ. στρογγυλός ● ΦΡ.: βρήκε στρωμένο τραπέζι: απέκτησε ή πέτυχε κάτι, χωρίς να κουραστεί: Προσπάθησε πολύ στη ζωή του, δεν ~ ~ από κανέναν., κάνω σε κάποιον το τραπέζι/έχω τραπέζι: παραθέτω γεύμα ή δείπνο: Μας έκανε το ~ (: κέρασε) για τη γιορτή της. Μας έχει ~ σήμερα η πεθερά μου. Πβ. τραπεζώνω., κάτω από το τραπέζι (μτφ.): με κρυφό, παράτυπο ή παράνομο τρόπο: συμφωνίες/συναλλαγές ~ ~. Πήρε ... ευρώ/χρήματα ~ ~., μαζεύω/ξεστρώνω το τραπέζι & σηκώνω το τραπέζι: αφαιρώ τα σκεύη του φαγητού ή και το τραπεζομάντιλο μετά το τέλος του γεύματος: Μάζεψε το ~ και έφτιαξε καφέ., πρώτο τραπέζι πίστα: τραπέζι που είναι μπροστά στην πίστα νυχτερινού κέντρου· κατ' επέκτ. μπροστινή θέση: Έκλεισε/έπιασαν/κάθισαν ~ ~.|| Ήταν ~ ~ στο γήπεδο. Βλ. πρώτη μούρη., στρώνω/βάζω (το) τραπέζι: απλώνω το τραπεζομάντιλο και τοποθετώ στο τραπέζι τα απαραίτητα για το φαγητό: Τους έβαλε ~ να φάνε., τραπέζι των διαπραγματεύσεων βλ. διαπραγμάτευση, τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών βλ. συζήτηση [< μεσν. τραπέζιν < αρχ. τραπέζιον]

τρέχω

τρέχω τρέ-χω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έτρε-ξα, τρέ-ξει, τρέχ-οντας, (λόγ. μτχ. ενεστ.) -ων, -ούμενος} 1. κινούμαι πιο γρήγορα απ' ό,τι όταν περπατώ, ώστε σε κάθε βήμα να πατά στο έδαφος το ένα από τα δύο πόδια, ενώ, καθώς αλλάζουν, να βρίσκονται στιγμιαία στον αέρα: ~ με όλη μου τη δύναμη. ~ στο γήπεδο/στο δάσος/σε διάδρομο γυμναστικής. ~ πάνω κάτω. ~ να μην αργήσω/να γλιτώσω/να κρυφτώ/να ξεφύγω/να σωθώ. ~ σαν τον άνεμο/σαν αστραπή/σαν βολίδα να προφτάσω. Τρέχα βρες τον. Σκόνταψε καθώς έτρεχε και έπεσε κάτω. Οι παίκτες έτρεχαν για να ζεσταθούν. ~ξε κοντά του/προς το μέρος του. ~ξε να την αγκαλιάσει. Τρέξε γρήγορα. Έφυγε/ήρθε ~οντας.|| Ο σκύλος έτρεχε πίσω από το αυτοκίνητο.|| (για αγώνες) ~ σε κούρσα (των 800 μέτρων)/σε λαµπαδηδροµία/στον μαραθώνιο/στο στάδιο. ~ δέκα γύρους. Τα άλογα ~ουν σε ιπποδρομίες. Οι αθλητές/δρομείς θα ~ξουν απόσταση χιλίων μέτρων. Βλ. δια~, προσ~. 2. αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητα με όχημα: ~ με εκατό χιλιόμετρα την ώρα. ~ του σκοτωμού. Πήρε κλήση/τράκαρε γιατί έτρεχε. Μην ~εις στην εθνική οδό/στις στροφές!|| (προφ.) (Την) ~ει πολύ τη μηχανή.|| (για αγώνες) ~ σε γκραν πρι/σε ράλι/στη φόρμουλα 1. ~ με (αγωνιστικό) αυτοκίνητο/μοτοσικλέτα. 3. (μτφ.) εκτελώ μια εργασία και γενικότ. κάνω κάτι με ταχύτητα, αμεσότητα ή βιασύνη: ~ να βοηθήσω (ή ~ σε βοήθεια)/να προλάβω (πβ. σπεύδω). Έτρεχαν πανικόβλητοι να ετοιμάσουν τη γιορτή.|| Μετά από εξάσκηση θα αρχίσει να ~ει η γλώσσα του (: να μιλά με ευχέρεια).|| (προφ.) Πού να μετακομίζω τώρα, άντε τρέξε να βρεις σπίτι, τρέξε για έπιπλα/συσκευές.|| ~ την κασέτα/την ταινία (: τη βάζω να παίξει).|| Η δασκάλα μάς ~ξε στο μάθημα σήμερα (: προχώρησε πολύ). 4. πηγαίνω, κινούμαι γρήγορα σε πολλά και διάφορα μέρη, επιδιώκοντας κάτι, γεγονός που συνήθ. συνεπάγεται κούραση, ταλαιπωρία: ~ όλη μέρα. ~ από 'δω κι από 'κει/από το πρωί μέχρι το βράδυ/από πόρτα σε πόρτα/δεξιά κι αριστερά. ~ για/σε δουλειές. ~ στους γιατρούς/σε δημόσιες υπηρεσίες/στους δρόμους/στα νοσοκομεία. ~ει (= γυρίζει) από κανάλι σε κανάλι να διαφημίσει τον νέο της δίσκο. Όποτε ξέμενε από λεφτά, έτρεχε στους γονείς του (= κατέφευγε).|| ~ σε δεξιώσεις/εκδηλώσεις/συναυλίες/στα μπαρ (πβ. συχνάζω).|| Τον έτρεχε στην Αστυνομία/στα δικαστήρια/στα επείγοντα. 5. ΠΛΗΡΟΦ. θέτω κάτι σε λειτουργία, δίνω εντολή να εκτελεστεί· λειτουργώ: ~ το αρχείο/μηχάνημα.|| ~ει μια εφαρμογή/ένα λογισμικό/πρόγραμμα στον υπολογιστή.τρέχει (προφ.) 1. συμβαίνει: ~ τίποτα; Τι ~; Κάτι ~ εδώ και δεν μου το λέτε. ΣΥΝ. παίζει (5) 2. βρίσκεται σε εξέλιξη· ακολουθεί γρήγορους ρυθμούς: ~ ένας διαγωνισμός/η προθεσμία. Τα γεγονότα/οι διαδικασίες/οι εξελίξεις ~ουν. ~ουν τα έξοδα (= μαζεύονται, συσσωρεύονται). ~ τα κέρδη (= αυξάνονται).|| (για χρον. διάστημα) ~ουν οι μέρες/ώρες (= περνούν γρήγορα).|| Το ρολόι ~ (: ο χρόνος φεύγει γρήγορα). 3. ρέει: ~ ο ιδρώτας. Τα δάκρυα έτρεχαν (ποτάμι). ~ το δοχείο (: έχει διαρροή)/η σκεπή (: στάζει). Έχει τρυπήσει ο σωλήνας και ~. Άφησε το ζεστό/κρύο (ενν. νερό της βρύσης) να ~ξει.|| (μτφ.) ~ουν τα μάτια μου (ενν. από το κλάμα). [< 2: γαλλ. courir] ● ΦΡ.: δεν τρέχει τίποτα (προφ.): δεν πειράζει, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί κανείς: (Εντάξει μωρέ/σιγά) ~ ~, χαλάρωσε! Όλα καλά, ~ ~. Και να μην τα καταφέρω, ~ ~. Ε, όχι και ~ ~! Κάνει λες και ~ ~., με τρέχει κάποιος (προφ.): μου αναθέτει πολλές δουλειές και ευθύνες, με ταλαιπωρεί, με καταπονεί: Μας ~ το καινούργιο αφεντικό., τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου: είναι αφηρημένος, αναπολεί, φαντάζεται ή σκέφτεται κάτι το οποίο δεν σχετίζεται άμεσα με την πραγματικότητα που βιώνει: Πού ~ ~ σου; ~ ο νους μου πίσω στο παρελθόν/στα περασμένα., τρέχω και δεν φτάνω & τρέχω και δεν προλαβαίνω 1. αγωνίζομαι να πετύχω κάτι δύσκολο και απαιτητικό, συνήθ. αφού χάθηκε πολύτιμος χρόνος: Τα είχε φορτώσει στον κόκορα και τώρα ~ει και δε(ν) ~ει. ~ουν και δεν προλαβαίνουν να καλύψουν τα κενά και τις ελλείψεις. 2. είμαι τόσο πολυάσχολος που δεν έχω χρόνο για τίποτα: Συγγνώμη που χάθηκα, αλλά ~ ~! Βλ. έχω γίνει λάστιχο., (πάει/πέφτει/τρέχει) το δάκρυ κορόμηλο/κορόμηλο το δάκρυ βλ. κορόμηλο, δεν τρέχει κάστανο βλ. κάστανο, κάτι τρέχει στα γύφτικα βλ. γύφτικος, κι ακόμα τρέχω βλ. ακόμα & ακόμη, μου τρέχουν τα σάλια/τρέχουν τα σάλια μου βλ. σάλιο, πάω/τρέχω(/πηγαίνω) με χίλια βλ. χίλιοι, πού έχεις/είναι/τρέχει το μυαλό σου; βλ. μυαλό, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τρέχα γύρευε βλ. γυρεύω, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι, τρέχει η μύτη μου βλ. μύτη, τρέχουν/ξεχειλίζουν από τα μπατζάκια μου/σου/του βλ. μπατζάκι, τρέχω πίσω από κάποιον βλ. πίσω, τρέχω σαν παλαβός/τρελός βλ. παλαβός, χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα βλ. αίμα [< 1: αρχ. τρέχω 5: αγγλ. run]

τρόπος

τρόπος τρό-πος ουσ. (αρσ.) 1. μέσο, σύστημα, μέθοδος: απλός/αποτελεσµατικός/γνωστός/εναλλακτικός/ευέλικτος/εύκολος/πρακτικός ~. ~ αξιοποίησης (του ελεύθερου χρόνου)/δήλωσης (π.χ. συμμετοχής)/διάκρισης (των ικανοτήτων)/διδασκαλίας/επικοινωνίας/κατασκευής/λειτουργίας (συσκευής)/οργάνωσης/σκέψης/συμπεριφοράς/σύνδεσης (σωμάτων καλοριφέρ)/υπολογισμού/χρήσης (προϊόντος). ~οι αντιμετώπισης (φαινομένου)/αποστολής (μηνύματος)/διασκέδασης/μάθησης/μεταφοράς/πληρωμής/προστασίας/συνεργασίας. ~ εφαρμογής ενός σχεδίου. Το διαδίκτυο άλλαξε τον ~ο που επικοινωνούμε. Δεν βρίσκει ~ο να επιστρέψει. Δεν υπάρχει ~ διαφυγής/~ να πειστεί. Θα βοηθήσει με όποιον ~ο μπορεί/με τον δικό του ~ο. Το κενό πρέπει να καλυφθεί με άλλον ~ο. Έχει αποδείξει με πολλούς/χίλιους ~ους την αξία του.|| Με τους ακόλουθους ~ους. Με αυτό τον ~ο/Κατ' αυτόν τον ~ο (= έτσι) η εργασία γίνεται ευκολότερη. Μιλά με τέτοιον ~ο, ώστε να γίνεται κατανοητή (= έτσι ώστε).|| Διάλεξε με τυχαίο ~ο (= τυχαία). Δικαιολογήθηκε με έξυπνο ~ο (= έξυπνα). 2. συμπεριφορά: απαράδεκτος/άψογος ~. Δεν είναι ~ αυτός! Δεν μου αρέσουν οι ~οι του.|| Με τον ~ο του στάθηκε στο πλευρό τους. Προσπάθησε με τον ~ο της να τους πλησιάσει. Πβ. φέρσιμο.|| Έχει κακούς/καλούς/λεπτούς/ωραίους ~ους. Δεν έχει ~ους (: είναι ανάγωγος). Κάποιος πρέπει να του μάθει ~ους. Πβ. διαγωγή. 3. ΜΟΥΣ. το είδος της κλίμακας από την οποία έχουν ληφθεί οι φθόγγοι μουσικής σύνθεσης: αιολικός/δωρικός/πεντατονικός/φρύγιος ~. Ελάσσων/μείζων ~. Εκκλησιαστικοί ~οι. 4. ΝΟΜ. (σε διαθήκη ή δωρεά) υποχρέωση που επιβάλλεται σε κληρονόμο με όρο να την εκπληρώσει: εκτέλεση του ~ου. Κληροδοσίες υπό ~ο. 5. ΓΡΑΜΜ. ποιόν ενεργείας. ● ΣΥΜΠΛ.: τρόπος ζωής: σύνολο δραστηριοτήτων, αντιλήψεων, συμπεριφορών κοινωνικής ομάδας ή ανθρώπου: αστικός/δυτικός/καθημερινός/καταναλωτικός/κυρίαρχος/νομαδικός/παραδοσιακός/σύγχρονος/υγιεινός/φυσικός ~ ~. Ακολουθώ/αφομοιώνω/επιβάλλω/επιλέγω/υιοθετώ έναν ~ο ~.|| Η γυμναστική/ποίηση είναι για μένα ~ ~. Έχει κάνει το τραγούδι ~ ~., μαγικό ραβδί/μαγική συνταγή/μαγική λύση/μαγικός τρόπος βλ. μαγικός ● ΦΡ.: έχει (έναν/τον) τρόπο να: μπορεί, έχει την ικανότητα: ~ τον ~ο να σε κερδίζει αμέσως. ~ έναν ~ο να ξεπερνάει τις δυσκολίες. Δεν έχει ~ο να υπερασπιστεί τον εαυτό του., έχει τον τρόπο του (προφ., συνήθ. ως υπονοούμενο για κάποιον εύπορο): τα βολεύει, τα καταφέρνει: Μην ανησυχείς γι' αυτήν, ~ ~ της., κατά/με κάποιο(ν) τρόπο & (λόγ.) τρόπον τινά: κάπως: Προσπαθεί ~ ~ να τον προσεγγίσει. Με το ύφος του επιβάλλει ~ ~ την άποψή του. ΣΥΝ. υπό/κατά μία έννοια, με κάθε τρόπο & (λόγ.) διά παντός τρόπου & παντί τρόπω: με οποιοδήποτε μέσο: Διευκολύνει/ενισχύει ~ ~ το έργο τους. Με στήριξαν ~ ~.|| Το μήνυμα πρέπει να δοθεί ~ ~ (= εξάπαντος, οπωσδήποτε) σε όλους., με τι/ποιον τρόπο; & (λογ.) τίνι τρόπω;: πώς: ~ ~ θα έρθει;, με τον ένα(ν) ή τον άλλο τρόπο: έτσι ή αλλιώς: Θα το μάθαινε ~ ~. Απασχόλησε, ~ ~, κριτικούς και συγγραφείς., με τρόπο (προφ.) 1. κατάλληλα ή ευγενικά, διακριτικά: Προσπάθησε να του το πει ~ ~, ώστε να μη θυμώσει. Της είπε ~ ~ ότι ενοχλήθηκε. 2. κρυφά: Άφησε το δώρο ~ ~ και έφυγε., τρόπος του λέγειν (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν λέγεται κυριολεκτικά: Πήρε το καπελάκι του, ~ ~, κι έγινε καπνός. Πβ. ας πούμε, που λέει ο λόγος., κατ' ουδένα(ν) τρόπο βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, κατά περίεργο τρόπο βλ. περίεργος, με επίσημο τρόπο βλ. επίσημος, με κανέναν τρόπο βλ. κανείς & κανένας, καμία & καμιά, κανένα [< 1,2,3: αρχ. τρόπος, γαλλ. mode]

τσέπη

τσέπη τσέ-πη ουσ. (θηλ.) 1. μέρος συνήθ. ρούχου που μοιάζει με θήκη και χρησιμοποιείται κυρ. για την τοποθέτηση μικρών αντικειμένων: κρυφή/μπροστινή/πίσω/πλαϊνή/τρύπια ~. ~ καγκουρό (: με δύο ανοίγματα για τα χέρια)/με φερμουάρ. Οι ~ες του μπουφάν/παντελονιού. Σακάκι με μικρές/χωρίς ~ες. Έβαλε το πορτοφόλι στην/έβγαλε το σημείωμα από την ~. Του έπεσαν τα κλειδιά από την ~. Περπατά με τα χέρια στις ~ες. Δεν έχω φράγκο στην ~ (= είμαι άφραγκος). Βλ. κωλότσεπη.|| Τσάντα με εξωτερικές ~ες. Σακίδιο/χαρτοφύλακας με εσωτερικές ~ες.|| ~ες στις πλάτες καθισμάτων. 2. (μτφ.) εισόδημα, οικονομική κατάσταση: λύσεις για κάθε ~/για όλες τις ~ες. Έβαλε/ξόδεψε/πλήρωσε από την ~ της χιλιάδες ευρώ. Οι αυξήσεις στις τιμές των οπωροκηπευτικών καίνε/πλήττουν την ~ των καταναλωτών. Δεν θα επιβαρυνθεί η ~ μας. Τα λεφτά θα πάνε στις ~ες των λίγων. Πβ. βαλάντιο, πορτοφόλι.τσέπης: για αντικείμενο που έχει μικρές διαστάσεις και κατ' επέκτ. για καθετί που είναι μικρότερο από το κανονικό: αριθμομηχανή/βιβλίο/ημερολόγιο/φακός ~.|| Ρολόγια χειρός και ~ης.|| Θωρηκτό/υποβρύχιο ~. ● Υποκ.: τσεπάκι (το): στη σημ. 1., τσεπούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθιές τσέπες (μτφ.): οικονομική ευρωστία: πελάτες με (αρκετά) ~ ~. Οι έχοντες ~ ~., γεμάτη/φουσκωμένη τσέπη (μτφ.): οικονομική άνεση, πολλά χρήματα: Διαθέτει/έχει ~ ~. Με ~ ~ έφυγε για το εξωτερικό. Πβ. γερό/μεγάλο πορτοφόλι., πάρκο τσέπης βλ. πάρκο, υπολογιστής τσέπης βλ. υπολογιστής ● ΦΡ.: (δεν) (το) αντέχει/σηκώνει η τσέπη μου (μτφ.-προφ.): (δεν) έχω την οικονομική δυνατότητα να πληρώσω κάτι: Το νοίκι είναι πολύ ακριβό, δεν το ~ ~. Θα αγοράσει το αυτοκίνητο τώρα που το ~ ~ του., βάζω στην τσέπη (μτφ.): τσεπώνω: Έβαλε ~ εκατομμύρια ευρώ., έχει καβούρια στην τσέπη/η τσέπη του (ειρων.): είναι τσιγκούνης. Πβ. καβουροτσέπης, σπαγγοραμμένος, σφιχτοχέρης, τσίπης, τσιφούτης, φιλάργυρος., έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου (μτφ.-προφ.): τον έχω υπό τον έλεγχό μου: Με έχει ~ ~ της και με κάνει ό,τι θέλει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη.|| (για πράγμα) Έχει το βραβείο/την επιτυχία ~ ~ του (: είναι σίγουρος νικητής)., κοιτάει (μόνο) την τσέπη του (προφ.): ενδιαφέρεται μόνο για το συμφέρον του, συνήθ. οικονομικό., ματώνει η τσέπη (κάποιου) (μτφ.-προφ.): είναι υποχρεωμένος να πληρώσει αδρά, για να αποκτήσει κάτι., με άδειες τσέπες (προφ.): χωρίς χρήματα: γιορτές/διακοπές ~ ~. Γύρισε σπίτι/έμεινε/έφυγε ~ ~., τα σάβανα δεν έχουν τσέπες (γνωμ.): για να δηλωθεί η ματαιότητα συσσώρευσης υλικών αγαθών., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη βλ. χέρι, έχει τα δάκρυα/το δάκρυ στο τσεπάκι/στην τσέπη βλ. δάκρυ, με τρύπιες τσέπες βλ. τρύπιος, οι τσέπες του είναι τρύπιες/έχει τρύπιες τσέπες βλ. τρύπιος, σε μέγεθος τσέπης βλ. μέγεθος [< τουρκ. cep, αγγλ. pocket]

τσίπα

τσίπα τσί-πα ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-προφ.) ντροπή: έλλειψη ~ας. Χωρίς ~/ίχνος ~ας. Πβ. αιδώς, συστολή, φιλότιμο. Βλ. μπέσα. 2. (λαϊκό) κρούστα: η ~ του γάλακτος. ΣΥΝ. πέτσα (1) ● ΦΡ.: δεν έχει τσίπα (επάνω/πάνω του) & δεν έχει πέτσα (πάνω του) (προφ.): είναι ξετσίπωτος, ξεδιάντροπος. [< μεσν. τσίπα < σλαβ. tsipa]

τύχη

τύχη τύ-χη ουσ. (θηλ.) 1. σύμπτωση ευνοϊκών καταστάσεων: Με λίγη ~ θα κερδίσουμε. Η ~ του βρίσκεται στα χέρια (+γεν.) … Δεν είχε ~ στη ζωή του. Είναι ζήτημα ~ης αν θα τα καταφέρει.|| (στα τυχερά παιχνίδια:) Έχει μεγάλη ~ σήμερα (πβ. φάρδος, ΑΝΤ. γκίνια).|| (ως ευχή:) Καλή ~! Πβ. καλοτυχία. ΑΝΤ. ατυχία (1), γκαντεμιά, κακοτυχία 2. οτιδήποτε καθορίζει θετικά ή αρνητικά την εξέλιξη γεγονότων, χωρίς να έχει προβλεφθεί· μοίρα, πεπρωμένο: Έτσι τα έφερε/τα ΄φερε η ~. Αναζήτησε καλύτερη ~ στο εξωτερικό. Η ~ ευνοεί τους τολμηρούς. Τον εγκατέλειψε η ~ του. Πβ. γραφτό, ειμαρμένη, ριζικό. ΣΥΝ. τυχερό (1) 3. ό,τι σχετίζεται με το μέλλον ή τη μετέπειτα εξέλιξη κάποιου: οι ~ες των ανθρώπινων κοινωνιών. Εντείνεται η ανησυχία για την ~ των αμάχων. Συγκεχυμένες είναι οι πληροφορίες για την ~ των αγνοουμένων.|| (για πράγμα) Αγνοείται η ~ των έργων τέχνης που εκλάπησαν. ● ΣΥΜΠΛ.: ο τροχός της τύχης βλ. τροχός, πείραμα τύχης βλ. πείραμα ● ΦΡ.: από (καθαρή) τύχη: χάρη σε τυχαίο γεγονός ή ευνοϊκή συγκυρία: ~ ~ δεν υπήρξαν θύματα. Επέζησε/σώθηκε ~ ~. Πβ. ως εκ θαύματος., αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του: δεν νοιάζομαι για κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ πλήρως για αυτό(ν): Είχε αφήσει/εγκαταλείψει/παρατήσει ~ του τον άρρωστο πατέρα της. Πβ. αφήνω κάποιον στη δυστυχία του., για καλή/για κακή μου τύχη: (σε αφήγηση) ευτυχώς/δυστυχώς για μένα: Για καλή ~, είχα εξαιρετικούς καθηγητές. Για κακή ~ με έκλεψαν., δεν έχει τύχη: δεν πρόκειται να πετύχει καλά αποτελέσματα, να έχει θετική κατάληξη: Η ομάδα ~ ~ στον τελικό. Με τόσο συντηρητικές απόψεις δεν ~εις ~., δοκιμάζω την τύχη μου: ριψοκινδυνεύω: Δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, αλλά θα ~σει ~ του., έχω την τύχη με το μέρος μου: έχω την εύνοια της τύχης, είμαι καλότυχος: Όλα καλά του πάνε, έχει ~ ~ του!, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει: αποδεικνύομαι τυχερός: Τόσα χρόνια ζούσε με μεροκάματα, αλλά του χαμογέλασε η τύχη και κέρδισε το λαχείο., η τύχη μού γυρίζει την πλάτη: είμαι κακότυχος: Ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά η τύχη τού γύρισε ~. Η τύχη γύρισε την πλάτη στην ομάδα., κάνω/βρίσκω την τύχη μου: μου τυχαίνει κάτι καλό και πετυχαίνω, πλουτίζω: Έκανε/βρήκε ~ του στο εξωτερικό., κατά τύχη: τυχαία, συμπτωματικά: Βρέθηκε στην περιοχή ~ ~., κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο (γνωμ.): όλοι μπορεί να βρεθούν στην ίδια θέση, καθώς η έκβαση των πραγμάτων δεν μπορεί να προκαθοριστεί., κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου: καθορίζω, κατευθύνω τη ζωή του., πού τέτοια τύχη! & (σπάν.) χάρη: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν μπορεί να γίνει, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Ήλπιζα ότι θα έβρισκα εισιτήρια, αλλά ~ ~! -Ήρθε; -Μπα! ~ ~! Πβ. πού τέτοιο πρά(γ)μα!, στην τύχη: χωρίς πλάνο, όπως να ’ναι: Αγοράζει/διαλέγει/επιλέγει ~ ~. ΣΥΝ. απλώς/εική και ως έτυχε, στα κουτουρού, στα τυφλά (1), την τύχη/το κέρατό μου μέσα (αργκό-υβριστ.): για να δηλωθεί έντονη αγανάκτηση., τύχη αγαθή [τύχῃ ἀγαθῇ] (λόγ.): κατά καλή τύχη: ~ ~ (: ευτυχώς) αποφεύχθηκε το μοιραίο.|| (επίσ.) ~ ~ έδοξε τη Ακαδημία Αθηνών ..., ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου βλ. ακολουθώ, αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω, ανοίγει η τύχη μου βλ. ανοίγω, αφήνω (κάτι) στην τύχη βλ. αφήνω, γαμώ την τύχη/το φελέκι μου βλ. φελέκι, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου βλ. άξιος, ειρωνεία της τύχης βλ. ειρωνεία, ένωσαν τις τύχες τους βλ. ενώνω, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η τύχη του πρωτάρη βλ. πρωτάρης, πρωτάρα, κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει βλ. κοιμάμαι, μίλησε με την τύχη (του) βλ. μιλώ, τύχη βουνό βλ. βουνό [< 1,2: αρχ. τύχη 3: γαλλ. sort]

τώρα

τώρα τώ-ρα επίρρ. 1. αυτή την ώρα, αυτή τη στιγμή: Πού να βρίσκεται ~; (Έ)ως/ίσαμε/μέχρι ~ δεν έχει σημειωθεί κανένα πρόβλημα. Τι θυμήθηκα ~! Γίνε μέλος/κάντε κράτηση ~! Παλιότερα τον δικαιολογούσα, αλλά ~ δεν μπορώ. ~ βέβαια μιλάμε εντελώς θεωρητικά. Να περάσουμε ~ στο συμβάν. Και ~ έρχομαι στο διά ταύτα.|| Aπό ~ (= εδώ) και μετά/στο εξής/στο μέλλον. ~ πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν είναι ~ πια της μόδας. ~ να δούμε τι θα γίνει. ~ που μπορώ, θα πάω διακοπές.|| Άλλοτε και ~ (= σήμερα). ΑΝΤ. παλιά.|| (ως ουσ., το παρόν:) Το τότε/πριν/χτες και το ~. Το ~ και το αύριο/μετά. Προσπαθεί να ζήσει το ~ και να ξεχάσει το παρελθόν. 2. αμέσως: Ειδοποίησέ την ~! Πες του να έρθει ~! Ό,τι είναι να γίνει πρέπει να γίνει ~! (εμφατ.) ~ αμέσως. 3. για να δοθεί έμφαση σε κάτι που έχει αρχίσει από καιρό ή στη χρονική διάρκεια γεγονότος: Χρόνια ~ ακούμε τα ίδια και τα ίδια. Eίναι δυο χρόνια ~ που ασχολείται με την υπόθεση. Πάνε ~ έξι μήνες που δεν την έχουμε δει. 4. για να δηλωθεί απορία, αδιέξοδο, δυσαρέσκεια, απειλή: Και ~ τι κάνουμε;|| ~ πια είναι αργά.|| ~ βρήκες και συ την ώρα να το συζητήσουμε.|| ~ θα δει τι έχει να πάθει! ● ΦΡ.: από τώρα; (προφ.): από τόσο νωρίς;: Φεύγουμε ~ ~; ~ ~ πας να κοιμηθείς;, ή τώρα ή ποτέ: για κάτι που πρέπει να γίνει εξάπαντος ή να ξεκινήσει τη στιγμή που μιλάμε: Είπα ~ ~ και το τόλμησα!, τώρα δα/μόλις (προφ.) 1. πριν από πολύ λίγο: ~ ~ με πήρε τηλέφωνο. Πβ. προ ολίγου. 2. αυτή(ν) ακριβώς τη στιγμή: Αυτό σκεφτόμουν ~ ~., τώρα μάλιστα (προφ.): δηλώνει επιβράβευση ή αποδοκιμασία, δυσαρέσκεια: ~ ~, σε παραδέχομαι!|| ~ ~! Μας σώσατε., τώρα τελευταία (προφ.): εδώ και λίγο καιρό: Δεν αισθάνομαι καλά ~ ~ (= τον τελευταίο καιρό)., αιώνες τώρα βλ. αιώνας, εδώ και τώρα βλ. εδώ, έλα τώρα/δα! βλ. έλα, έτσι/τώρα εξηγείται! βλ. εξηγώ, θα σου 'λεγα (τώρα) βλ. λέω, λέμε τώρα βλ. λέω, μη χέ(σω) (τώρα) βλ. χέζω, τώρα δέσαμε! βλ. δένω, τώρα είναι που ... βλ. που, τώρα κοντά βλ. κοντά, τώρα που βρήκαμε παπά, ας/να θάψουμε πεντέξι βλ. παπάς, τώρα που γυρίζει βλ. γυρίζω [< μτγν. τώρα]

υπηρεσία

υπηρεσία [ὑπηρεσία] υ-πη-ρε-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. εργασία που ανατίθεται σε δημόσιο συνήθ. υπάλληλο ή στρατιωτικό και ο χρόνος που διαρκεί: ~ γραφείου. Αναλαμβάνω/εκτελώ ~. Άρνηση ~ας.|| Βρίσκεται/είναι/τίθεται εκτός ~ας (: απολύεται ή απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του). Απαγορεύεται η εγκατάλειψη του πόστου σας εν/σε ώρα ~ας. (λόγ.) Σκοτώθηκαν εν ~.|| Αξιωματικός/λοχίας/υπάλληλος ~ας (: που αναλαμβάνει την εκτέλεση μιας εργασίας ανά τακτά διαστήματα και για ορισμένο χρόνο).|| Έχει έξι χρόνια ~ σε τράπεζα. Πβ. προϋπηρεσία.|| Συντάξιμη ~. Αποσύρθηκε από την ενεργό ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Ένοπλη ~. Ελεύθερος ~ας. 2. (συνεκδ.) τομέας ή κλάδος, συνήθ. με ιεραρχική οργάνωση, που είναι επιφορτισμένος με συγκεκριμένο έργο: αρμόδια/διοικητική/ιατρική/νομική/νοσηλευτική/οικονομική/συμβουλευτική/ταμειακή/τελωνειακή/τεχνική/υγειονομική ~. Δημόσιες ~ες (απασχόλησης). ~ ασφαλείας/βιβλιοθήκης/διαμεσολάβησης/διαχείρισης/εκδόσεων/επικοινωνίας/(τηλεφωνικού) καταλόγου/Τύπου/υγείας/χαρτογράφησης. Γραφεία και ~ες του δήμου/κράτους/οργανισμού/πανεπιστημίου/υπουργείου. Διάρθρωση/λειτουργία/οργάνωση της ~ας. Ο προϊστάμενος/το προσωπικό της ~ας. Πβ. Αρχή.|| (σε επωνυμίες κρατικών ~ών, με κεφαλ. Υ) ~ Πολιτικής Αεροπορίας (ακρ. ΥΠΑ). Γεωγραφική ~ Στρατού (ακρ. ΓΥΣ). Μεταφραστική ~ του Υπουργείου Εξωτερικών. Υδρογραφική ~ του Πολεμικού Ναυτικού. Eθνική ~ Πληροφοριών (ακρ. EYΠ). 3. το σύνολο των παροχών που προσφέρει μια δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση: διαδικτυακή/ηλεκτρονική/νόμιμη/ταχυδρομική/τηλεφωνική ~. Δωρεάν ~ ανταλλαγής άμεσων μηνυμάτων. Έλεγχος/κατάσταση/ποιότητα/χρεώση ~ών. Οι ~ες του ξενοδοχείου είναι άψογες. Βλ. τηλεϋπηρεσίες. 4. προσφορά, συνήθ. χωρίς αντάλλαγμα, υπηρέτηση σκοπού: Του απένειμαν παράσημο για τις εξαίρετες/πολύτιμες ~ες του στο έθνος.|| Η επιστήμη (τίθεται) στην ~ των ανθρώπων. Έθεσε τον εαυτό του στην ~ του Θεού/του κοινωνικού συνόλου/της πατρίδας. Πβ. διακονία. 5. (συνεκδ.-κυρ. παλαιότ.) υπηρέτης ή υπηρετικό προσωπικό: δωμάτιο/είσοδος/σκάλα/στολή ~ας. Πβ. οικιακή βοηθός, παραδουλεύτρα.υπηρεσίες (οι): μη υλικά αγαθά που προσφέρονται από ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς και συγκροτούν τον τριτογενή τομέα παραγωγής. ● ΣΥΜΠΛ.: καλές υπηρεσίες: ΠΟΛΙΤ. διπλωματική παρέμβαση τρίτου προσώπου ή κράτους για την ειρηνική επίλυση διαφορών., κινητές υπηρεσίες: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσίες που προσφέρει ένα κινητό τηλέφωνο στον χρήστη εκτός από τις υπηρεσίες φωνής και γραπτών μηνυμάτων: ~ ~ δεδομένων. [< αγγλ. mobile services] , κοινωνικές υπηρεσίες: παροχές που δίνονται από ιδιωτικούς ή δημόσιους φορείς για την οικονομική, ψυχολογική ή πνευματική στήριξη των μελών μιας κοινωνίας· συνεκδ. οι αντίστοιχοι φορείς: ~ ~ του δήμου/κοινής ωφέλειας. [< αγγλ. social services] , υπηρεσία μιας στάσης: εταιρεία ή γραφείο που προσφέρει γρήγορα και άμεσα ποικιλία υπηρεσιών στους πελάτες, όπως συμβουλές, πληροφόρηση ή χορήγηση βεβαιώσεων και δικαιολογητικών. [< αγγλ. one-stop shop] , υπηρεσία υπαίθρου (επίσ.): αγροτικό: γιατρός υπόχρεος ~ας ~., (Εθνική) Μετεωρολογική Υπηρεσία βλ. μετεωρολογικός, ανάληψη υπηρεσίας βλ. ανάληψη, Αρχαιολογική Υπηρεσία βλ. αρχαιολογικός, αστυκτηνιατρική υπηρεσία βλ. αστυκτηνιατρικός, δελτίο παροχής υπηρεσιών βλ. δελτίο, διατεταγμένη υπηρεσία βλ. διατάσσω, Ευρωπαϊκή Εθελοντική Υπηρεσία βλ. εθελοντικός, καθολική υπηρεσία βλ. καθολικός, μυστικές υπηρεσίες βλ. μυστικός, Πυροσβεστική Υπηρεσία/Πυροσβεστικό Σώμα βλ. πυροσβεστικός, στολή υπηρεσίας βλ. στολή, υπηρεσία δωματίου βλ. δωμάτιο ● ΦΡ.: είμαι/έχω υπηρεσία: είναι η σειρά μου να εκτελέσω μια εργασία, η οποία ανατίθεται συνήθ. διαδοχικά σε άτομα ανά τακτά χρονικά διαστήματα., εξέρχομαι της υπηρεσίας (επίσ.): φεύγω, αποχωρώ από δημόσια υπηρεσία, κυρ. λόγω συνταξιοδότησης: Ο Νόμος ισχύει για όσους υπαλλήλους ~ονται ~ από ... [< 1,2,3: γαλλ. service 4: αρχ. ὑπηρεσία 5: γαλλ. femme de service]

υπόληψη

υπόληψη [ὑπόληψη] υ-πό-λη-ψη ουσ. (θηλ.) 1. αναγνώριση της αξίας κάποιου, εκτίμηση, σεβασμός: κοινωνική ~. Με τη στάση που κράτησε ανέβηκε/έπεσε στην ~ή μου.|| (επίσ.) Χαίρει μεγάλης ~ης. (Διατελώ) μεθ' υπολήψεως. ΑΝΤ. ανυποληψία, καταφρόνηση 2. καλή φήμη, αξιοπρέπεια, κοινωνική καταξίωση: αποκατάσταση της ~ής του. Είναι άνθρωπος με ~ (= ευυπόληπτος). Προστατεύω/σώζω/υπερασπίζομαι την ~ή μου. Καιροσκόποι επιχειρούν να αμαυρώσουν/βλάψουν/θίξουν την τιμή και την ~ή μας. Πβ. γόητρο, κύρος, πρεστίζ. ● ΦΡ.: έχω σε υπόληψη/εκτίμηση (συνήθ. με την άρνηση "δεν"): υπολήπτομαι: Δεν τον έχω σε μεγάλη ~, γιατί είναι ασυνεπής., ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε βλ. όνομα [< μτγν. ὑπόληψις ‘ανταπάντηση, γνώμη, προκατάληψη’]

υπόψη

υπόψη [ὑπόψη] υ-πό-ψη επίρρ. & υπ' όψη & (λόγ.) υπ' όψιν, υπόψιν: κατά νου: Υπόψιν ότι η πτήση σου είναι στις δύο (= μην ξεχνάς). (εμφατ.) Εγώ δεν πρόκειται να μαγειρέψω, ~! (για τον παραλήπτη επιστολής, κειμένου, φαξ, ηλεκτρονικής αλληλογραφίας:) ~ του κυρίου ... ● ΦΡ.: έχω υπόψη: έχω κατά νου: Έχε ~ σου ότι αύριο είναι αργία., στα υπ' όψιν: σε αυτά που δεν πρέπει κάποιος να ξεχάσει: Βάζω ~ ~. Θα σε/το έχω ~ ~, αν προκύψει κάτι νεότερο., θέτω (κάτι) υπόψη (κάποιου) βλ. θέτω, λαμβανομένου/λαμβανομένης υπόψη βλ. λαμβάνω, λαμβάνω/παίρνω υπόψη βλ. λαμβάνω [< μτγν. φρ. ὑπ' ὄψιν]

φερετζές

φερετζές φε-ρε-τζές ουσ. (αρσ.): υφασμάτινο κάλυμμα του προσώπου (εκτός από τα μάτια) των μουσουλμάνων γυναικών. Βλ. -ές, καλύπτρα, μπούρκα, νικάμπ, τσαντόρ. ● ΦΡ.: όλα τα 'χε/'χει η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε/λείπει (παροιμ.): για ξαφνική ατυχία που έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά δυσάρεστων γεγονότων ή καταστάσεων· για περιττό ή ανεπιθύμητο, τη δεδομένη στιγμή, πράγμα (ή πρόσωπο). [< μεσν. φερετζέ < τουρκ. ferace ‘πανωφόρι’]

φίλος

φίλος φί-λος ουσ. (αρσ.) 1. πρόσωπο αρσενικού φύλου που συνδέεται φιλικά με κάποιον: αδελφικός (= καρντάσης)/αληθινός/διαδικτυακός/καινούργιος/καλός/κοινός/κοντινός/οικογενειακός/παιδικός/παλιός/πιστός/στενός ~. (ειρων.) Άσπονδοι ~οι. Αχώριστοι/πραγματικοί ~οι. Ο αγαπημένος μου ~. Για πάντα/πάνω από όλα ~οι. Της έκανε τον ~ο. Ένας ~ μού είπε ... Είναι ~ (μου) από τον στρατό/το σχολείο. Στο λέω σαν ~. Ο ~ του ~ου μου είναι και δικός μου ~. Υπήρξε προσωπικός της ~. Μου σύστησε τον ~ο του. Προωθήστε το ιμέιλ σε έναν ~ο σας. Πβ. κολλητός.|| Βρήκε έναν απρόσμενο ~ο (= σύμμαχο) στο πρόσωπό του.|| (στον πληθ., για πρόσ. ανεξαρτήτως φύλου:) Οι φανταστικοί ~οι των παιδιών. ~οι δι' αλληλογραφίας. Είμαστε ή δεν είμαστε ~οι; Καλύτερα να μείνουμε ~οι. Έτσι κάνουν οι ~οι; Δεν έχει ~ους. Τους ~ους τους διαλέγουμε. (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Λίστα ~ων.|| (κατ' επέκτ.) Ο καλύτερος/πιο πιστός ~ του ανθρώπου (: συνήθ. για το βιβλίο και τον σκύλο, αντίστοιχα). Οι τετράποδοι ~οι μας (: τα ζώα).|| (οικ.) Όπως είπε προηγουμένως και ο ~ από 'δω ... (: συνήθ. όταν δεν ξέρουμε το όνομά του, βλ. κύριος). Βλ. γνωστός, φιλαράκος. ΑΝΤ. εχθρός (1) 2. εραστής, ερωτικός σύντροφος: Θα έρθει με τον ~ο της. Πβ. αγόρι, αμόρε, γκόμενος. 3. πρόσωπο που του αρέσει κάτι και ασχολείται με αυτό συνήθ. συστηματικά, υποστηρικτής, θαυμαστής: ~ του κινηματογράφου/των τεχνών/της τζαζ. Οι ~οι του βιβλίου (= βιβλιόφιλοι)/των γραμμάτων/του διαδικτύου/των ζώων (= ζωόφιλοι)/των κόμικς/του κρασιού/του μουσείου/της μουσικής (= μουσικόφιλοι)/μιας ομάδας (πβ. οπαδός, φίλαθλος)/του ποδηλάτου/τένις. Είμαι φανατικός ~ (= φαν) των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Ανώνυμη επιστολή ~ου της εφημερίδας. Αντιδράσεις ~ων ενός κόμματος. Απαντήσεις σε ερωτήσεις ~ων της στήλης. Λέσχη/όμιλος/σύλλογος/συνάντηση/σύνδεσμος/συνέλευση ~ων της αστρονομίας/του βουνού/της θάλασσας/του σκακιού. Κείμενα ~ων και επισκεπτών του δικτυακού μας τόπου. Φόρουμ συζήτησης για τους ~ους του NBA. Για τους μικρούς μας ~ους (: τα παιδιά)/για τους ~ους της γεύσης. Πβ. θιασώτης, λάτρης. ΑΝΤ. πολέμιος 4. (η κλητ. φίλε & φίλοι) ως οικεία προσφώνηση: Άκου ρε ~ε τι γίνεται. Μπερδεμένα μας τα λες, ~ε μου. Τι έπαθες ρε ~ε; Καλωσήρθες ~ε! Αντίο ~ε! (προς κάποιον άγνωστο:) ~ε, πού είναι η οδός ...; (σε ακροατήριο:) Αγαπητοί (μου) ~οι ... Φίλες και ~οι ... 5. (μτφ.) στοιχείο, παράγοντας που ωφελεί, βοηθά: ~ της υγείας. Ο ύπνος είναι ~ της μνήμης. Το γάλα είναι από τους καλύτερους ~ους του παιδιού. Πβ. σύμμαχος. ΑΝΤ. εχθρός (3) 6. (ως επίθ., συνήθ. προσφών. προφ. ή γραπτή) αυτός για τον οποίο κάποιος έχει φιλική διάθεση: ~ε αναγνώστη/επισκέπτη ... Οι ~οι ακροατές/τηλεθεατές. Προσκαλούμε τους ~ους δημοσιογράφους ... Πβ. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος. 7. αυτός που συνδέεται με σχέση αμοιβαίας βοήθειας, ειρηνικής συνύπαρξης, υποστήριξης με κάποιον άλλο: Ήρθε ως/είναι ~ της χώρας μας.|| (ως επίθ., φιλικός:) ~οι: λαοί. Πβ. συμμαχικός. ΑΝΤ. εχθρός (2) ● Υποκ.: φιλαράκι (το): Να φέρω και ένα ~ μου; (αργκό) Καλά ρε ~, δεν πειράζει. Πβ. παλιόφιλος. ● Μεγεθ.: φιλάρας (ο) & φιλάρα (η) (αργκό): συνήθ. ως προσφών.: Τι κάνεις ρε ~α;|| (ειρων.) Κοίτα, ~α, αν δεν έχεις επιχειρήματα μη μιλάς.|| (απειλητ.) ~α τρέχει τίποτα; ● ΣΥΜΠΛ.: καρδιακός/εγκάρδιος φίλος: στενός και αγαπητός, επιστήθιος φίλος. ● ΦΡ.: άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ένα άτομο, το οποίο θεωρείται φίλος, συμπεριφέρεται πολύ άσχημα., δεν είμαι φίλος: ευγενικός, ήπιος τρόπος για να δηλώσει κάποιος ότι δεν του αρέσει κάτι: ~ ~ του αλκοόλ/της τηλεόρασης., πες/δείξε μου τον φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι (παροιμ.): το ήθος, η ποιότητα ενός ανθρώπου φαίνεται από τους φίλους που επιλέγει., πιάνω φίλο/φίλους (λαϊκό): αποκτώ φίλο ή κυρ. ερωτικό σύντροφο., αγάπα το(ν) φίλο σου με τα ελαττώματά του βλ. αγαπώ, ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται βλ. ανάγκη, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους βλ. λογαριασμός ● βλ. φίλη [< αρχ. φίλος, γαλλ. ami, αγγλ. friend]

φράγκο

φράγκο φρά-γκο ουσ. (ουδ.) 1. (προφ.) λεφτά: Δεν μου περισσεύει ~. Δεν μας πήρε ~. Βγάζει πολλά ~α. 2. νομισματική μονάδα της Ελβετίας και ορισμένων αφρικανικών χωρών. ● Υποκ.: φραγκάκι (το): στη σημ. 2. ● ΦΡ.: δεν έχω φράγκο: έχω ξεμείνει τελείως από χρήματα: ~ ~ πάνω μου/στην τσέπη. Βλ. άφραγκος. ΣΥΝ. δεν έχω μία, είμαι/έμεινα πανί με πανί, δεν αξίζει/δεν πιάνει μία/δεκάρα βλ. αξίζω, δεν δίνω δεκάρα/δυάρα/μία/πεντάρα (τσακιστή)/φράγκο βλ. δίνω [< ιταλ. franco < γαλλ. franc]

χάζι

χάζι χά-ζι ουσ. (ουδ.) (προφ.): χάζεμα: βόλτα για ~ στα μαγαζιά. Κυρ. στις ● ΦΡ.: έχει χάζι: είναι διασκεδαστικός, έχει πλάκα: Έχει (πολύ) ~ η κατάσταση. Θα έχει (μεγάλο) ~, αν γίνει κάτι τέτοιο., κάνω χάζι: διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι βλέποντας κάποιον ή κάτι: ~ ~ με τον κόσμο που περνάει. Τον ~ει ~. [< τουρκ. haz]

χαμένος

χαμένος, η, ο χα-μέ-νος επίθ. 1. που ο κάτοχός του δεν γνωρίζει την παρούσα στιγμή πού βρίσκεται, δεν μπορεί να τον εντοπίσει· κατ' επέκτ. που δεν έχει φτάσει στον τελικό προορισμό του, δεν έχει δοθεί στον παραλήπτη του: ~η: βαλίτσα. ~ο: βιβλίο/δαχτυλίδι/κινητό/κλειδί. ~ες: σελίδες/σημειώσεις.|| Ήταν ~ για πολλές μέρες (: δεν είχαμε επαφή μαζί του).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: φάκελος. ~ο: αρχείο. ~α: δεδομένα. Ανάκτηση ~ου κωδικού (πρόσβασης).|| ~ο: γράμμα/δέμα/πακέτο.|| (μτφ.) Συμπλήρωσε τα ~α κομμάτια του παζλ (: έλυσε το μυστήριο). 2. που δεν υπάρχει πια, που είναι αδύνατον να αποκτηθεί, να δημιουργηθεί ή να αποκατασταθεί εκ νέου: ~ος: πολιτισμός. Ο (θρύλος/μύθος) της ~ης Ατλαντίδας. Τα ~α έργα/ποιήματα ενός δημιουργού.|| Διατήρηση του ~ου βάρους. Ο οργανισμός αναπληρώνει τα ~α υγρά.|| ~ες: ημέρες εργασίας (λόγω της απεργίας). ~η εξεταστική/~ο εξάμηνο/~α μαθήματα λόγω καταλήψεων. Αναπληρώθηκαν οι ~ες ώρες διδασκαλίας.|| (για αφηρημένη έννοια:) ~η: αξιοπρέπεια/εμπιστοσύνη/παιδικότητα. ~ο: μεγαλείο. ~ες: ελπίδες/προσδοκίες. Τα χρόνια της ~ης αθωότητας. Επανακτώ/ξαναβρίσκω τη ~η μου αυτοπεποίθηση/ισορροπία. 3. που έχει ηττηθεί σε μια αναμέτρηση ή έχει ζημιωθεί· που δεν έχει κερδηθεί: (ως ουσ.) ο ~ των εκλογών. Νικητές και ~οι. Οι ~οι του διαγωνισμού/του πολέμου.|| Στο τέλος βγήκε ~ (από την επιλογή του).|| ~ος: αγώνας. ~η: δίκη/μάχη/παρτίδα (σκάκι)/πρόκριση. 4. που έχει χάσει τον προσανατολισμό του μέσα σε μεγάλο και συνήθ. δύσβατο μέρος και δεν ξέρει πού να πάει: ~οι: ορειβάτες. ~ στα βουνά/στην έρημο/στη ζούγκλα/στον ωκεανό.|| (μτφ.) ~ στις αναμνήσεις/σκέψεις του. Αισθάνομαι/νιώθω τελείως ~ (: δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, είμαι μπερδεμένος). 5. που δεν είχε αποτέλεσμα, που δεν αξιοποιήθηκε σωστά, κατάλληλα: ~α: λεφτά/λόγια (πβ. τζάμπα). Είναι ~ (= άδικος) χρόνος να προσπαθήσεις να τον πείσεις. Ο κόπος μου πήγε ~ (βλ. ματαιοπονία). Πβ. πεταμένος.|| ~ος: χώρος (πβ. αναξιοποίητος). ~ο: πέναλτι/τρίποντο (= άστοχο). ~ες: προσπάθειες/ψήφοι (= άκυρες). Μην αφήσεις τέτοια ευκαιρία να πάει ~η. Τέτοιο ταλέντο δεν πρέπει να πάει ~ο (= ανεκμετάλλευτο). 6. που δεν είναι συγκεντρωμένος, που δίνει την εντύπωση ότι είναι απορροφημένος στις σκέψεις του: Είναι ~ στο Διάστημα (: εκτός τόπου και χρόνου)/στον κόσμο του!|| (κατ' επέκτ.) Κοίταζε με ~ο ύφος. Πβ. αφηρημένος. 7. πεθαμένος, νεκρός· κατεστραμμένος: Άδικα/πρόωρα ~ καλλιτέχνης/συγγενής/φίλος. Οι ~οι (= σκοτωμένοι) στον πόλεμο. Χιλιάδες ~ες ζωές. Βλ. αδικο~.|| Ολοκληρωτικά ~η (= αφανισμένη) πόλη. 8. καταδικασμένος, που δεν ξέρει τι να κάνει: Αν κλείσει η εταιρεία, πάμε ~οι!|| Είναι εντελώς ~ χωρίς την γυναίκα του. Βλ. σαστισμένος. 9. που βρίσκεται σε απομακρυσμένο μέρος, μακριά από τους ανθρώπους: Νησί ~ο στον ωκεανό. 10. αχρείος, τιποτένιος: (υβριστ.) Άντε, βρε, ~ε! Πβ. ελεεινός. ● ΣΥΜΠΛ.: χαμένη γενιά 1. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. χαρακτηρισμός της γενιάς κυρ. των Αμερικανών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, εξαιτίας του κλίματος απογοήτευσης και περιφρόνησης των παραδοσιακών αξιών που επικράτησε μετά το τέλος του· κυρ. κατ΄επέκτ. γενιά χωρίς αξίες, ιδανικά. 2. ΛΟΓΟΤ. Αμερικανοί συγγραφείς, οι οποίοι μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ταξίδεψαν στην Ευρώπη, εγκαταστάθηκαν κυρ. στο Παρίσι ή/και στράφηκαν στον σοσιαλισμό, απορρίπτοντας απογοητευμένοι τις παραδοσιακές αμερικανικές αξίες. [< αμερικ. lost generation, 1926] , χαμένη υπόθεση ΣΥΝ. καμένο χαρτί 1. κατάσταση με την οποία δεν χρειάζεται να ασχοληθεί κάποιος, γιατί η έκβασή της θα είναι αναπόφευκτα αρνητική. 2. αποτυχημένος άνθρωπος, χωρίς δυνατότητες βελτίωσης: Από τότε που έμπλεξε με τα ναρκωτικά είναι ~ ~. Πβ. τελειωμένος. [< αγγλ. lost cause] ● ΦΡ.: στα χαμένα (προφ.) 1. σε κατάσταση σύγχυσης, χωρίς να ξέρω πού βρίσκομαι ή τι πρέπει να κάνω: Κοιτάζει/περπατούσε ~ ~. 2. χωρίς θετικό αποτέλεσμα, άσκοπα, μάταια: Όλος ο κόπος μου πήγε ~ ~. ΣΥΝ. εις μάτην, του κάκου, τα 'χω χαμένα 1. είμαι σαστισμένος, βρίσκομαι σε σύγχυση: Τα 'χω (εντελώς/λίγο) ~ με την κατάσταση που επικρατεί, δεν ξέρω τι να κάνω. Πβ. τα έχασα. 2. {στο γ' πρόσ.} (μειωτ.) έχω χάσει τα λογικά μου. ΑΝΤ. τα 'χω τετρακόσια, η θεωρία της χαμένης ψήφου βλ. ψήφος, καλύπτω/ανακτώ/(ξανα)κερδίζω το χαμένο έδαφος βλ. έδαφος, κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο βλ. κερδίζω, το 'χει χαμένο/το 'χασε τελείως(/εντελώς)/το 'χει χάσει βλ. χάνω, χαμένο κορμί βλ. κορμί, χαμένος/καμένος από χέρι βλ. χέρι ● βλ. χάνω [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. χάνω]

χάνω

χάνω χά-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έχα-σα, χά-σει, -θηκα, -θεί, χάν-οντας, σπάν. -όμενος, χα-μένος} 1. παύω να έχω πια κάτι στην ιδιοκτησία, στη διάθεσή μου ή υπό την κυριαρχία μου: ~σε όλη του την περιουσία (: πτώχευσε, φαλίρισε, χρεοκόπησε)/το σπίτι του.|| Το κόμμα ~σε δύο έδρες (στις εκλογές). ~σαν την εκτίμηση/εμπιστοσύνη/υποστήριξη του λαού. Έχει ~σει την αξιοπιστία/τη δημοτικότητά του. Φοβάται μη ~σει τη δουλειά του. Πβ. στερούμαι. 2. δεν μπορώ πια να βρω κάτι: ~σα τα κλειδιά/το πορτοφόλι/την ταυτότητά μου. Μου ~σαν τον φάκελό μου (: ευθύνονται για την απώλεια).|| Έφυγε ο σελιδοδείκτης κι ~σα τη σελίδα. Έχω ~σει τις μέρες (: δεν ξέρω τι μέρα είναι).|| Έχω ~σει τον προσανατολισμό μου (= έχω αποπροσανατολιστεί). 3. έχω ζημία, ζημιώνομαι: ~σε πολλά (λεφτά) από λάθος κινήσεις.|| Άκου με και δεν θα ~σεις. Τι έχω να ~σω;|| Έλα να δεις! ~εις! ~σες που δεν ήρθες. Δεν ~σες και τίποτα. 4. παύω να έχω: ~ει τα μαλλιά του (= του πέφτουν). Στην έκρηξη, ~σε το χέρι του (= ακρωτηριάστηκε). Θέλει να ~σει βάρος (= να αδυνατίσει).|| Το φθινόπωρο τα δέντρα ~ουν (= ρίχνουν) τα φύλλα τους.|| ~σε τις αισθήσεις (= λιποθύμησε)/την ακοή (= κουφάθηκε)/τη ζωή (= σκοτώθηκε, πέθανε)/τη μνήμη/την όρασή (= τυφλώθηκε) του. 5. δεν αποκτώ, δεν πετυχαίνω κάτι που επιδίωκα, ηττώμαι: ~σε το βραβείο/τη δίκη. ~σαν (σ)τις εκλογές/τον πόλεμο. Βλ. αποτυγχάνω.|| (ΑΘΛ.) ~σαν τον αγώνα/την πρόκριση/το πρωτάθλημα. ~σαν από τους γηπεδούχους. ΑΝΤ. κερδίζω (1), νικώ (1) 6. παύω να έχω μια ιδιότητα ή ικανότητα ή να βρίσκομαι σε μια κατάσταση: ~ την υπομονή/ψυχραιμία μου (ΑΝΤ. διατηρώ, κρατώ). ~σε την ισορροπία (: ζαλίστηκε)/το χρώμα (= χλόμιασε) του. Έχω ~σει την ησυχία/τον ύπνο μου μ' αυτή την υπόθεση. Μη ~εις την αισιοδοξία/το θάρρος/το κέφι/την πίστη σου!|| Κάτι ~ει την αξία/τη γοητεία/το ενδιαφέρον/το νόημα/τη σημασία του. Έχει ~θεί κάθε ελπίδα/το μέτρο. 7. παύω να διακρίνω: ~θηκε μέσα στη νύχτα.|| Ο ήλιος ~όταν σιγά-σιγά (: έδυε). 8. στερούμαι κάποιον λόγω θανάτου ή απομάκρυνσης, χωρισμού: ~σε τους γονείς της/το μωρό (= απέβαλε). ~θηκαν άδικα τόσες ζωές.|| Φοβάται μην την ~σει (: μην του φύγει).|| Έχει ~σει πολλούς πελάτες. 9. δεν προλαβαίνω· δεν συμμετέχω κάπου: ~σε το αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο/τρένο. ~σαν την αρχή της παράστασης/προθεσμία.|| Δεν ~ λέξη/συλλαβή απ' όσα λέει. Δεν πρόσεχα κι ~σα τη συνέχεια της ιστορίας. Έχω ~σει δυο επεισόδια της σειράς. Να πας να το δεις οπωσδήποτε! Μην το ~σεις!|| Δεν ~ει γιορτή για γιορτή (: πηγαίνει σε όλες). Τραυματίστηκε κι ~σε την τελευταία αγωνιστική. 10. δεν αξιοποιώ σωστά, κάνω κακή χρήση, σπαταλώ: Άδικα ~εις το σάλιο σου μαζί του, δεν βάζει μυαλό (πβ. ~ τα λόγια μου). Δεν ~σε καιρό, το διέδωσε αμέσως. Πβ. χαραμίζω. Βλ. γλιτώνω. ~σε την τάξη/τη χρονιά του (= έμεινε στην ίδια τάξη). 11. παρουσιάζω απώλεια, διαρροή: Ο τραυματίας έχανε αίμα (= αιμορραγούσε). Το μωρό ~ει βάρος. Ο οργανισμός ~ει (= αποβάλλει. ΑΝΤ. κατακρατεί) νερό από τα ούρα και την εφίδρωση.|| Το μηχάνημα ~ει λάδια. Το λάστιχο ~ει αέρα. 12. (ειρων.-μειωτ.) δεν σκέφτομαι σωστά, είμαι χαζός: Αυτό το παιδί από κάπου ~ει. Καλά, ~εις;χάνει (μτφ.-προφ.) 1. μειονεκτεί, υστερεί: Καλή ομάδα/ταινία, αλλά ~ στις λεπτομέρειες/στα σημεία. Η ποίηση ~ στη μετάφραση. Ο επεξεργαστής/κινητήρας άρχισε να ~ σε απόδοση (: να χαλάει). Είναι φτηνό, ~ βέβαια σε ποιότητα. Συσκευή υψηλών προδιαγραφών που ~ σε εμφάνιση/ομορφιά. ΑΝΤ. κερδίζει (1) 2. λειτουργεί με καθυστέρηση: Το ρολόι ~ (= πάει πίσω) πέντε λεπτά. 3. δεν αναδεικνύεται, ζημιώνεται: Η φωτογραφία θα ~σει πολύ, αν τη σκουρύνεις. ΑΝΤ. κερδίζει (2) ● Παθ.: χάνεται 1. παύει να υπάρχει ή να γίνεται αντιληπτός: Το σήμα ~. Γλώσσες/πολιτισμοί που ~ονται. ~θηκε ο ενθουσιασμός/η μαγεία. ~μένες: αξίες.|| Δεν ~ονται εύκολα τα περιττά κιλά.|| (ΓΡΑΜΜ.) Το τελικό ν ~ (= αποβάλλεται, φεύγει), όταν ...|| ~θηκε (= εξαφανίστηκε) μες στο πλήθος. Το καράβι ~θηκε (: δεν φαινόταν πια) στον ορίζοντα. 2. καταλήγει σε ήττα: ~θηκε το ματς/ο πόλεμος. 3. κυριεύεται: ~θηκε (= έπεσε, υποδουλώθηκε) η Πόλη., χάνομαι 1. αποπροσανατολίζομαι· αγνοείται: ~θηκα στα στενά.|| ~θηκε σκυλάκι χρώματος ... 2. χαραμίζομαι, δεν αξιοποιούμαι κατάλληλα ή σύμφωνα με τις δυνατότητές μου: Πρέπει να αναπληρώσουμε τον χρόνο που ~θηκε.|| ~εται το εξάμηνο λόγω της κατάληψης (= δεν θα γίνει εξεταστική).|| Είναι κρίμα να ~εται τόσο νερό. ΑΝΤ. εξοικονομείται.|| Τέτοιο ταλέντο ~εται σ' αυτή τη δουλειά! Ο καλός δεν ~εται (= αναγνωρίζεται η αξία του). Πβ. πάει χαράμι. 3. παύω να έχω επικοινωνία: Eλπίζω να μην ~θούμε. Και να μη ~όμαστε!|| Έχω ~θεί λόγω δουλειάς. Έχει ~θεί από τον κόσμο/όλους/την παρέα/προσώπου γης (= κανείς δεν τον συναντά). Πού έχεις ~θεί/~θηκες; Πβ. χάνω επαφή, χάνω τα ίχνη. 4. (μτφ.) πελαγοδρομώ· αφαιρούμαι: Δεν βγάζεις άκρη, ~εσαι μέσα στις λεπτομέρειες. Πβ. μπερδεύομαι, πελαγώνω.|| Η μουσική αυτή με κάνει να ~ (= με μαγεύει). Ώρες ώρες ~εται στις σκέψεις του. Έχει ~θεί στον κόσμο του θεάτρου/της τέχνης. Πβ. απορροφώμαι, βυθίζομαι, ξεχνιέμαι. 5. καταστρέφομαι: ~θηκαν όλα, όλα τέλειωσαν. Τίποτε δεν έχει ~θεί.|| Αν μας πιάσουν ~θήκαμε! Πβ. τη βάψαμε, την κάτσαμε.|| Μη φοβάσαι, δεν θα ~θώ, θα τα καταφέρω. 6. λιποθυμώ· πεθαίνω: Λίγο νερό, ~, σβήνω!|| ~θηκε πολύ νέος (= έφυγε, σκοτώθηκε). ● ΦΡ.: ..., γιατί χανόμαστε! (εμφατ.): μετά από προτροπή, για να αιτιολογηθεί η σοβαρότητα της κατάστασης: Ξυπνάτε/ψηφίστε ~ ~!, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! (υβριστ.): φύγε να μην σε βλέπω, εξαφανίσου: ~ ~, παλιοτόμαρο! Πβ. γκρεμίσου, ξεκουμπίσου, στρίβε, τσακίσου., έχασε τα νερά του: βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης και αμηχανίας, λόγω αλλαγής περιβάλλοντος ή συνθηκών: Άλλαξε σχολείο κι ~ ~ του το παιδί. Πβ. έξω από τα νερά μου., τα έχασα: σάστισα, δεν ξέρω τι να κάνω: Μόλις την είδα, ~ ~!|| Μην τα ~εις, μείνε ψύχραιμος. Πβ. αποσβολώνομαι, τα 'χω χαμένα., το 'χει χαμένο/το 'χασε τελείως(/εντελώς)/το 'χει χάσει: έχει χάσει τα λογικά του, έχει τρελαθεί. ΣΥΝ. του 'στριψε/του λασκάρισε/του 'φυγε η/καμιά βίδα, τρελαίνομαι (1), χάνω επαφή: παύω να επικοινωνώ: Άρχισαν να ακούγονται παράσιτα από τον ασύρματο και χάσαμε ~.|| Κάναμε πολλή παρέα αλλά με τον καιρό χάσαμε ~ (: χαθήκαμε). Πβ. χάνω τα ίχνη (κάποιου).|| (κατ' επέκτ.) Παρακολουθεί σεμινάρια, για να μην ~ει ~ με το αντικείμενο. (μτφ.) Έχει χάσει ~ με τον έξω κόσμο/το περιβάλλον/την πραγματικότητα., χάνω το δίκιο μου: λέγεται σε περιπτώσεις που δεν αναγνωρίζεται το δίκιο κάποιου λόγω κακής συμπεριφοράς του: Όταν θυμώνω, φωνάζω τόσο πολύ που ~ ~., χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου: αναλώνομαι: ~ ~ άδικα/άσκοπα/τζάμπα. ~ ~ μαζί σου. Χάνεις ~ σου με/σε ανώφελες συζητήσεις. Πβ. χρονοτριβώ. Βλ. κερδίζω χρόνο. [< γαλλ. perdre mon temps] , (μου) κόβεται η όρεξη/χάνω την όρεξή μου βλ. όρεξη, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, δεν αφήνω/δεν χάνω ευκαιρία για/να ... βλ. ευκαιρία, δεν έχω τίποτα να χάσω βλ. τίποτα, δεν θα χάσει/σιγά μη χάσει η Βενετιά βελόνι βλ. βελόνι, δε(ν) χάθηκε/δε(ν) χάλασε/δε(ν) θα χαλάσει (κι) ο κόσμος βλ. χαλώ, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν βλ. καράβι, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, έπαιξα κι έχασα βλ. παίζω, έπεσε από τον θρόνο βλ. θρόνος, έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια βλ. αβγό & αυγό, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, έχασε τη μιλιά/τη λαλιά του βλ. μιλιά, έχασε/κέρδισε το στοίχημα βλ. στοίχημα, έχω χάσει το μέτρημα βλ. μέτρημα, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη βλ. χαρτί, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις βλ. πού, τι είχαμε, τι χάσαμε βλ. έχω, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, χάνει έδαφος βλ. έδαφος, χάνει η μάνα το παιδί (και το παιδί τη μάνα) βλ. μάνα, χάνει λάδια βλ. λάδι, χάνει στροφές βλ. στροφή, χάνεται στους αιώνες βλ. αιώνας, χάνω επεισόδια βλ. επεισόδιο, χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου βλ. μάτι, χάνω πάσα ιδέα βλ. ιδέα, χάνω τα ίχνη (κάποιου) βλ. ίχνος, χάνω τα λόγια μου βλ. λόγια, χάνω τη(ν) μπάλα/το τόπι βλ. μπάλα, χάνω το μυαλό/τα μυαλά/το τσερβέλο μου βλ. μυαλό, χάνω το παιχνίδι βλ. παιχνίδι, χάνω το τρένο βλ. τρένο, χάνω το(ν) δρόμο (μου) βλ. δρόμος, χάνω το(ν) λογαριασμό βλ. λογαριασμός, χάνω τον έλεγχο βλ. έλεγχος, χάνω τον μπούσουλα βλ. μπούσουλας, χάνω ύψος βλ. ύψος, χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου βλ. χέρι ● βλ. χαμένος [< μεσν. χάνω]

χάρη

χάρη χά-ρη ουσ. (θηλ.) 1. κομψότητα, λεπτότητα, διακριτική ομορφιά που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο, κυρ. γυναίκα, ή ένα πράγμα: Μιλά/περπατά με/όλο ~. Βλ. θηλυκότητα, φινέτσα.|| Ρούχα με στιλ και ~ (= κομψά). Το δωμάτιο θα έχει άλλη ~ με τα καινούργια έπιπλα. 2. ευεργετική κίνηση που ζητείται ή γίνεται στα πλαίσια διαπροσωπικής σχέσης: Μπορείς να μου κάνεις μια (μεγάλη/μικρή) ~; Θα ήθελα μια ~. Πβ. διευκόλυνση, θέλημα.|| Κάνε λίγη ησυχία, σου το ζητώ σαν ~ (: σε παρακαλώ).|| (δηλωτικό ενόχλησης, εκνευρισμού:) Θα μου κάνεις τη ~ να ησυχάσεις/σωπάσεις, επιτέλους;|| Θα ήθελες πολύ να με δεις λυπημένο, αλλά δεν θα σου κάνω τη ~ (: δεν θα σου δώσω τη χαρά).|| (αρνητ. συνυποδ., ικανοποίηση προσωπικών αιτημάτων, μεροληπτική/ευνοϊκή εξυπηρέτηση:) Προεκλογικές ~ες (: ρουσφέτια). ΣΥΝ. χατίρι 3. ηθική υποχρέωση, ευγνωμοσύνη που αισθάνεται κάποιος απέναντι σε πρόσωπο από το οποίο ευεργετήθηκε: Θα στο χρωστώ (σαν) ~ σε όλη μου τη ζωή. Σου οφείλω μεγάλη ~ που με βοήθησες. 4. ΝΟΜ. άρση, μετατροπή ή μετριασμός ποινής, η οποία γίνεται από το ανώτατο πολιτειακό όργανο (δηλ., στη χώρα μας, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), μετά από αμετάκλητη καταδίκη: αίτηση για απονομή ~ης. Του δόθηκε ~ (π.χ. για θανατοποινίτη ή πολιτικό κρατούμενο). Βλ. αμνηστία.χάρες (οι): (για πρόσ., κυρ. γυναίκα) χαρίσματα, προτερήματα, προσόντα· (σπανιότ. για άψυχο) ομορφιές: σωματικές ~. Αρετές και ~. Έχει κρυφές ~.|| Οι φυσικές ~ ενός τόπου. Κάθε ηλικία έχει τις δικές της ~/τις ~ της. ● Υποκ.: χαρούλα (η): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: η χάρις/χάρη του Θεού/του Αγίου Πνεύματος βλ. χάρις ● ΦΡ.: άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη (παροιμ.): άλλος φημίζεται για κάτι, συνήθ. αρνητικό, και άλλος το έχει στην πραγματικότητα. Βλ. όνομα και πρά(γ)μα., για χάρη μου/σου/του (προφ.): για πράξη που είναι κανείς διατεθειμένος να κάνει για κάποιον, χωρίς να υπολογίζει το κόστος: Θα θυσίαζα τα πάντα ~ ~ (= για το χατίρι) σου. Κάν' το ~ ~ μου (: ως παράκληση)!, έχε χάρη ...: συγκαταβατικά για κάποιον που μας προκάλεσε ενόχληση, βλάβη: Έχε/να 'χεις ~ που είσαι φίλος, αλλιώς θα σου 'λεγα (: να αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη· να λες καλά που ...). ~ ~ που τα μηχανήματα είναι από τα πιο σύγχρονα, διαφορετικά θα είχαν χαλάσει (: πάλι καλά που ..., ευτυχώς που ...)., η Χάρη Της/Του: για την Παναγία ή Άγιο/Αγία: Θ' ανάψω ένα κεράκι στη ~ Του. Θα πάω γονατιστή στη ~ Της (: σε ναό αφιερωμένο στη Θεοτόκο, κυρ. για την εκκλησία της Ευαγγελίστριας στην Τήνο). Βλ. Μεγαλόχαρη.|| (ειρων., για πρόσ.) Κοίτα πού έφτασε η ~ (= φήμη) της! Μέχρι τα δελτία ειδήσεων!, μεγάλη η χάρη του/της: για Άγιο ή την Παναγία: Σήμερα είναι του Αγ. Γεωργίου, ~ ~ του!|| (ειρων.) ~ ~ σου που ασχολούμαι μαζί σου!, ποιος τη χάρη σου/του! (οικ.): προς δήλωση της αξιοζήλευτης θέσης στην οποία βρίσκεται κάποιος: (Άντε βρε,) ~ ~ σου, τώρα που πήρες αμάξι!|| (ειρων.) ~ ~ του με τέτοια γυναίκα που πήγε και παντρεύτηκε!, χάρη (σου/του ...) κάνω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος κάνει κάτι οικειοθελώς και συνήθ. ως ένδειξη ανοχής, επιείκειας, καλής θέλησης ή διάθεσης για συμφιλίωση: ~ της έκανε και ήρθε στον γάμο. Σου κάνω χάρη που σου μιλάω (: κανονικά δεν θα έπρεπε να σου μιλάω). Πβ. χαριστικά., χάρη σε & (λόγ.) χάρις σε: για να δηλωθεί ότι κάτι ή κάποιος υπήρξε η αιτία μιας θετικής κατάστασης: Σώθηκαν ~ στην έγκαιρη επέμβασή του. ~ σε σένα/στη βοήθειά σου, μπορέσαμε να ξεπεράσουμε τα προβλήματα. Πβ. εξαιτίας. [< γαλλ. grâce à] , (για) κάνε μου τη χάρη! βλ. κάνω, (να) με συγχωρείς/με συγχωρεί η χάρη σου, (αλλά) ... βλ. συγχωρώ, για γούστο βλ. γούστο, για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν (/χάρη) βλ. παράδειγμα, η χάρη θέλει αντίχαρη (και πάντα χάρη μένει/να 'ναι) βλ. αντίχαρη, λόγου χάρη/χάριν βλ. λόγος, μαζί με τον/κοντά στον βασιλικό/για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα βλ. βασιλικός, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού [< αρχ. χάρις]

χέρι

χέρι χέ-ρι ουσ. (ουδ.) {χερ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα άνω άκρα ανθρώπου ή σπάν. τα μπροστινά άκρα τετράποδου σπονδυλωτού· ειδικότ. το τμήμα από τον καρπό ως και τα δάχτυλα, που χρησιμεύει ως όργανο σύλληψης και αίσθησης: ακρωτηριασμένο/δυνατό ~. Στιβαρά ~ια (βλ. μπράτσο). Ατροφία/κάταγμα ~ιού. Γράφει και με τα δύο ~ια (: είναι αμφιδέξιος). Τύλιξε τα ~ια του στη μέση της (βλ. αγκαλιάζω). Πβ. κουλό, ξερό. Βλ. αγκώνας, βραχίονας, ώμος.|| Οι γραμμές του ~ιού (: ενν. της παλάμης· βλ. χειρομαντεία). Κρέμες/υγιεινή ~ιών. Κρατούσε στο ~ του τα εισιτήρια. Της φίλησε το ~ (βλ. χειροφίλημα). Του έσφιξε το ~ (: τον συνεχάρη). Βλ. μετακάρπιο.|| Έπεσε νεκρή από το ~ του.|| Μηχανικό ~. 2. για διαδικασία, ενέργεια που επαναλαμβάνεται· φορά: Μετά το τελευταίο ~ (ενν. μπογιάς· πβ. πέρασμα), περνάτε το ξύλο με γυαλιστικό. 3. (σε χαρτοπαίγνια) συνδυασμός τραπουλόχαρτων· παρτίδα: δυνατό/καλό ~ (πβ. φύλλο). Το ~ της μπάνκας. Βλ. κέντα, χρώμα.|| Πόκερ πολλαπλών ~ιών. 4. τμήμα επίπλου για τη στήριξη των χεριών: τα ~ια του καναπέ/της πολυθρόνας. Πβ. μπράτσο. Βλ. πόδι.|| Δίσκος με ξύλινα ~ια (= χερούλια). 5. (στο ποδόσφαιρο) παράβαση από την εκούσια συνήθ. επαφή του χεριού ενός παίκτη, πλην του τερματοφύλακα, με την μπάλα. ● Υποκ.: χεράκι (το): τα ~ια του μωρού. ● Μεγεθ.: χέρα (διαλεκτ.), χερούκλα (η): Βλ. -ούκλα. ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο χέρι & (λόγ.) άκρα χειρ: ΑΝΑΤ. η παλάμη και τα δάχτυλα του χεριού: καρπός και ~ ~. Χειρουργική της άκρας χειρός. Βλ. άκρο πόδι., αόρατο χέρι & (λόγ.) αόρατος χειρ: ΟΙΚΟΝ. θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ελεύθερη ατομική δράση που στοχεύει στην εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος, συμβάλλει ασυνείδητα στην ανάπτυξη της αγοράς. [< αγγλ. invisible hand] , μακρύ χέρι (μτφ.) 1. ισχυρή παρουσία: το (~) ~ του Νόμου. 2. {σπανιότ. στον πλήθ.} για κάποιον που διαπράττει κλοπές: Είχε ~ιά ~ια, αλλά τον συνέλαβαν στο τέλος. 3. πρόσωπο ή θεσμός που εξυπηρετεί με συγκαλυμμένο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου άλλου: Αποτελεί το ~ ~ της εργοδοσίας/της κεντρικής εξουσίας., σιδερένιο χέρι: (μτφ.) για να δηλωθεί αυστηρότητα, σκληρότητα: Κυβέρνησε τη χώρα με ~ ~., το καλό χέρι κάποιου: αυτό που χρησιμοποιεί με μεγαλύτερη ευχέρεια: Το δεξί είναι ~ ~ μου χέρι., χρυσά χέρια: για να δηλωθεί η επιδεξιότητα κάποιου: γιατρός/μπασκετμπολίστας (βλ. εύστοχος) με ~ ~. Βλ. χρυσοχέρης., δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, εργατικά χέρια βλ. εργατικός, πρώτο χέρι βλ. πρώτος, υπολογιστής παλάμης/χειρός βλ. υπολογιστής, χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (έχει) βαρύ χέρι: χτυπάει δυνατά· τιμωρεί αυστηρά: Άνδρας με ~ ~.|| (μτφ.) Μην τα βάζεις μαζί του, έχει ~ ~. [< γαλλ. avoir la main lourde] , (έχω) ελαφρύ χέρι: έχω απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο άγγιγμα: Ο γιατρός είχε ~ ~, δεν κατάλαβα το τσίμπημα της βελόνας.|| Με ~ ~ (= σε μικρή ποσότητα) το αλάτι και το ξίδι στη σαλάτα., από χέρι σε χέρι & χέρι με χέρι: για κάτι που δίνεται ή σπανιότ. διαδίδεται από τον έναν στον άλλο, συνήθ. σε μια αλυσίδα ανθρώπων: Από ~ σε ~ η ολυμπιακή φλόγα διέσχισε όλη τη χώρα. Η ανταλλαγή έγινε ~ με ~. Βλ. από στόμα σε στόμα. [< γαλλ. de main en main] , βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου: αναμειγνύομαι, συμμετέχω: Είμαστε περήφανοι που βάλαμε και εμείς ~ μας στην προσπάθεια αυτή.|| (αρνητ. συνυποδ.) Έχει βάλει κι αυτός κάπου το χεράκι του στην υπόθεση., βάζω στο χέρι (μτφ.-σπάν.): αποκτώ: Έβαλε ~ την κληρονομιά/την περιουσία της (: την οικειοποιήθηκε, με πρόθεση την κατασπατάλησή της). Πβ. τσεπώνω., βάζω χέρι (προφ.) 1. πειράζω, αλλάζω κάτι· επεμβαίνω: Έβαλε ~ στην εξάτμιση.|| (κυρ. μτφ.) ~ουν ~ στα δικαιώματα των αγροτών (πβ. αναμειγνύομαι). 2. χουφτώνω. 3. (μτφ.) επιπλήττω, μαλώνω: Μου έβαλε ~, γιατί άργησα., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη: δίνω, ξοδεύω, πληρώνω (πολλά) χρήματα: Βαθιά το χέρι στην τσέπη θα βάλουν οι οδηγοί λόγω αύξησης της τιμής της βενζίνης. Βλ. έχει καβούρια στην τσέπη του., γλιτώνω από τα χέρια κάποιου: ξεφεύγω: Το θύμα κατάφερε να ~σει ~ του βιαστή. Βλ. γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου., δίνω τα χέρια 1. (μτφ.) επισφραγίζω συμφωνία ή συμφιλιώνομαι με κάποιον: Αφού συζήτησαν τις λεπτομέρειες, έδωσαν τα ~.|| Είναι καιρός να δώσετε τα ~ σας και να ξεχάσετε ό,τι έγινε. 2. για χαιρετισμό, χειραψία: Δώσαμε τα ~ και μετά έφυγε ο καθένας για το σπίτι του., δίνω το χέρι 1. κάνω χειραψία. 2. (μτφ.) συμφιλιώνομαι, βοηθώ· κάνω δεκτή πρόταση γάμου: ~ουμε το ~ σε όσους αγωνίζονται για τα λαϊκά συμφέροντα.|| (παλαιότ.) Αρνήθηκε να δώσει το ~ της κόρης του (: να γίνει ο γάμος της με κάποιον)., δίνω/παίρνω στο χέρι: για μετρητά: Μου έδωσε ~ ... ευρώ.|| Πήρε τα χρήματα ~ ~., είναι στο χέρι κάποιου: εξαρτάται απ' αυτόν: ~ ~ σου (= μπορείς) να περάσεις την τάξη. Δεν ~ ~ του να μας απολύσει., είναι/τον έχω του χεριού μου: για πρόσωπο ή κατάσταση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό μου: Θέλουν έναν υπάλληλο να είναι ~ τους (πβ. σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε). Τον έχω ~ (= τον κάνω ό,τι θέλω). Πβ. έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου, παίζω στα δάχτυλα, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη. Βλ. τον έχει για πρωινό., ένα (γερό) χέρι ξύλο: για ξυλοδαρμό: Του έδωσε/έριξε/χρειάζεται ~ ~, για να βάλει μυαλό., έρχεται στα χέρια μου: αποκτώ, βρίσκω ή παραλαμβάνω: Δεν ήρθε στα ~ μας το γράμμα σας., έχω (καλό) χέρι (μτφ.): είμαι επιδέξιος, έχω ταλέντο: ~ει καλό ~ στο σχέδιο/στις φωτογραφίες. Δεν ~ ~ (για ζωγραφική)., έχω κάποιον στο χέρι (μου) (μτφ.): έχω στοιχεία εναντίον του και μπορώ να τον εκβιάζω: Της ομολόγησε τα πάντα και τώρα τον έχει ~ ~., έχω μόνο δύο/δυο χέρια! (σπάν.): σε περιπτώσεις που δεν προλαβαίνει να κάνει κάποιος ταυτόχρονα όλα όσα του ζητούν ή επιβάλλεται να γίνουν., έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι: ελέγχω, εξουσιάζω, υπερέχω: Έχει ~ ~ στη σχέση τους. Η ομάδα πήρε ~ ~ μετά το γκολ που πέτυχε. Πβ. είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω., ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια: τσακώθηκαν παλεύοντας μεταξύ τους: Οι παίκτες των δύο ομάδων λίγο έλειψε να έρθουν ~. Πβ. χειροδικώ., και με τα δυο (τα) χέρια: με σιγουριά και ενθουσιασμό: Τους ψήφισα ~ ~. ΣΥΝ. με χέρια και με πόδια (1), κάτω τα χέρια από ... (συνήθ. σε συνθήματα): απειλητικά για την υπεράσπιση προσώπου ή κατάστασης: ~ ~ από την εργατική τάξη/τα συνδικάτα., κόβω τα χέρια (μτφ.) 1. εμποδίζω, περιορίζω: Χωρίς ρεύμα όλη μέρα, μας κόπηκαν ~. Βλ. κόβω τη φόρα. 2. είμαι απόλυτα σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι όλα αυτά είναι ψέματα. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! (προφ.): συνήθ. ως προειδοποίηση ή απειλή για να μην αγγιχθεί, χτυπηθεί, παρενοχληθεί, θιγεί κάποιος ή κάτι., κρύα χέρια, ζεστή καρδιά: λαϊκή ρήση για να δηλωθεί συμπάθεια σε κάποιον που έχει παγωμένα χέρια., με κατεβασμένα χέρια (μτφ.): χωρίς αντίσταση, προσπάθεια: Έχασαν τον αγώνα ~ ~., με τα χέρια/με το χέρι/στο χέρι: χωρίς μαχαιροπίρουνα: Τρώγεται/φάγαμε ~ ~., με τρώει το χέρι μου & (σπάν.) η παλάμη μου 1. ως ένδειξη ότι πρόκειται να πάρω ή να δώσω χρήματα. 2. (μτφ.) θέλω πάρα πολύ να κάνω κάτι: ~ ~ να γράψω ένα σωρό πράγματα, αλλά δεν έχω χρόνο., να μου κοπεί το χέρι (συχνά ως όρκος): για να δηλωθεί ότι κάποιος λέει την αλήθεια ή ότι είναι αποφασισμένος να (μην) (ξανα)κάνει κάτι: ~ ~, αν έκλεψα. Καλύτερα ~ ~ παρά να ..., ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του (ευχή σε δύσκολη κατάσταση): μακάρι να γίνει κάτι: ~ ~ να πάνε όλα καλά στις αυριανές εξετάσεις. Πβ. ο Θεός να δώσει, και ο Θεός βοηθός., όσο περνάει από το χέρι μου: όσο μπορώ: ~ ~ θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω., παίρνω από το χέρι (μτφ.): καθοδηγώ: Με πήρε ~ ~ στη δυσκολότερη στιγμή της ζωής μου.|| Τι θες; Να σε πάρουν ~/χεράκι για να πας;, περνά από πολλά χέρια: βρίσκεται στην ιδιοκτησία ή την κατοχή πολλών ανθρώπων: Το οικόπεδο πέρασε ~., περνά από τα χέρια κάποιου: για κάτι που διευθετείται από ορισμένο πρόσωπο: Περνάνε όλα ~ ~ μου., περνά από το χέρι μου: μπορώ: Αυτό που μου ζητάς δεν ~ ~ (: δεν μπορώ να το κάνω)., περνώ από τα χέρια κάποιου: όταν μαθητεύει κανείς για ορισμένο χρονικό διάστημα κόντα σε κάποιον: Εκατοντάδες μαθητές πέρασαν ~ ~ του., πέφτει στα χέρια κάποιου: περιέρχεται στη δικαιοδοσία ή ιδιοκτησία κάποιου: Οι ληστές έπεσαν ~ της Αστυνομίας.|| Διαβάζει όποιο βιβλίο πέσει ~ του (: βρίσκει συμπτωματικά).|| (απειλητ.) Δε θα πέσεις ~ μου (= δεν θα σε πιάσω); Αλίμονό σου!, πιάνουν τα χέρια/πιάνει το χέρι μου (μτφ.): είμαι επιδέξιος στις χειρωνακτικές εργασίες., σε καλά χέρια: για αξιόπιστο, ικανό και σοβαρό πρόσωπο: Η περιουσία της βρίσκεται ~ ~. Μην ανησυχείς, σε αφήνω ~ ~., σε ξένα χέρια 1. χωρίς την οικογένειά του: Μεγάλωσε ~ ~ (= με θετούς γονείς). 2. (κατ' επέκτ.) στην κυριότητα ανθρώπων που προέρχονται από άλλη χώρα: Αρκετές ελληνικές εταιρείες έχουν περάσει ~ ~., στα χέρια κάποιου: στην κατοχή, υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του: Νέα στοιχεία ~ ~ της Ασφάλειας για τη δολοφονία του ... Πρέπει να πάρεις τη ζωή ~ ~ σου., στο δεξί/αριστερό χέρι (προφ.): δεξιά ή αριστερά: Μετά από εκατό μέτρα, θα δεις στο δεξί σου ~ ένα πάρκινγκ., στο χέρι: με τα χέρια, χειρωνακτικά: κέντημα ~ ~. Φόρεμα ραμμένο ~ ~.|| Απορρυπαντικό για πλύσιμο ~ ~.|| Έπιπλα φτιαγμένα ~ ~ (: χειροποίητα). ΑΝΤ. μηχανικά (2) [< γαλλ. à la main ] , το χέρι της καρδιάς: το αριστερό., τρίβω τα χέρια μου (μτφ.): αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση, κυρ. λόγω μελλοντικών οικονομικών απολαβών ή άλλων προνομίων: ~ει ~ του από ευχαρίστηση. Οι παραγωγοί ~ουν ~ τους, καθώς η ταινία αναμένεται να κάνει ρεκόρ εισιτηρίων., χαμένος/καμένος από χέρι: για να δηλωθεί σίγουρη αποτυχία, καταστροφή: Η υπόθεση έμοιαζε ~η ~. Είμαστε/πάμε χαμένοι ~, αν το μάθουν., χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου: δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω, να διατηρήσω ή να πετύχω κάτι που συνήθ. θεωρείται δεδομένο, σίγουρο: Η ομάδα ~σε ~ της τη νίκη.|| (για πρόσ.) Ξέφυγε ~ ~ των Αρχών., χέρι-χέρι/χέρι με χέρι 1. & χεράκι-χεράκι: κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι: Περπατούσαμε ~ ~. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάτι συμβαδίζει με κάτι άλλο: ~ ~ οι δύο ομάδες στη βαθμολογία (ΣΥΝ. κοντά-κοντά). Φοιτητές και καθηγητές διαδήλωσαν ~ ~ (: μαζί, ενωμένοι)., (είναι) το δεξί χέρι κάποιου βλ. δεξιός, (έχω) καθαρά χέρια βλ. καθαρός, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, αλλάζει χέρια βλ. αλλάζω, απλώνω χέρι βλ. απλώνω, από δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, από πρώτο χέρι βλ. πρώτος, αρπάζω κάτι/κάποιον (μέσα) από τα χέρια κάποιου βλ. αρπάζω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω το χέρι μου στη φωτιά βλ. φωτιά, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, γεια στα χέρια σου! βλ. γεια, γλιστρά (μέσα) από τα δάχτυλά/από τα χέρια μου βλ. γλιστρώ, δένω τα χέρια (κάποιου) βλ. δένω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, ελευθερώνω τα χέρια (κάποιου) βλ. ελευθερώνω, ζητώ το χέρι βλ. ζητώ, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει βλ. κάλλιο, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κατάσχεση στα χέρια τρίτου βλ. κατάσχεση, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, λερώνω τα χέρια μου βλ. λερώνω, λερώνω τα χέρια μου με αίμα βλ. αίμα, λύνω τα χέρια (κάποιου) βλ. λύνω, με άδεια χέρια βλ. άδειος, με ανάταση του χεριού (/των χεριών) βλ. ανάταση, με γεμάτα χέρια βλ. γεμάτος, με μια βαλίτσα στο χέρι βλ. βαλίτσα, με το κλειδί στο χέρι βλ. κλειδί, με χέρια και με πόδια βλ. πόδι, μένω στα χέρια (κάποιου) βλ. μένω, μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) βλ. δάχτυλο, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, παίρνω κάτι στα χέρια μου βλ. παίρνω, παίρνω τον νόμο στα χέρια μου βλ. νόμος, περνάει στα χέρια κάποιου βλ. περνώ, σηκώνω στα χέρια (μου) βλ. σηκώνω, σηκώνω τα χέρια ψηλά βλ. σηκώνω, σηκώνω χέρι βλ. σηκώνω, σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια βλ. σφίγγω, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, υπογράφω και με τα δυο χέρια βλ. υπογράφω, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ/φίλα το βλ. φιλώ [< μεσν. χέριν, γαλλ. main, αγγλ. hand, γερμ. Hand]

χθες & χτες

χθες & χτες επίρρ. & (προφ.) εχθές, εχτές 1. η ακριβώς προηγούμενη μέρα της σημερινής: Ήρθε ~. ~ (το) βράδυ. Αγνοείται από ~ το μεσημέρι. Βλ. αύριο.|| Λες και ήταν/μου φαίνεται σαν ~ που ... ΣΥΝ. εψές & ψες 2. (κατ' επέκτ.) στο παρελθόν, πριν από λίγο καιρό: ο κόσμος ~ και σήμερα (= άλλοτε και τώρα). Τίποτα δεν είναι όπως ~. Μέχρι ~ μου έλεγε πως ... ● Ουσ.: χθες (το): το παρελθόν: εικόνες/επαγγέλματα του ~ (και του σήμερα). Μνήμες από το ~. ● ΦΡ.: χθες προχθές: πριν από λίγες μέρες, απροσδιόριστα: ~ ~ διάβασα ότι ... Βλ. τις προάλλες. [< αρχ. χθές, μεσν. χτες]

χίλιοι

χίλιοι , ιες, ια χί-λιοι αριθμητ. επίθ. απόλ. 1. σύνολο χιλίων μονάδων, συνήθ. πραγμάτων ή προσώπων: ~ιοι: κάτοικοι.|| ~ιοι: τόνοι. ~ια: λίτρα/μέτρα/μίλια/στρέμματα. Αποζημίωση/πρόστιμο ~ίων ευρώ. (λόγ.) Ποσοστό επί τοις χιλίοις (βλ. επί τοις εκατό). Τέτοιο θέαμα θα δεις μια φορά στα ~ια χρόνια (: πολύ σπάνια). Δεν υπάρχει ούτε μία στις ~ιες πιθανότητες να κερδίσει (: καμία πιθανότητα). Βλ. τρισ~. 2. (εμφατ.) πάρα πολλοί και διάφοροι, αναρίθμητοι: ~ιες ευχές! ~ιες φορές (= πολύ) καλύτερα να ... Με ~ιες προφυλάξεις. Το μυαλό του παίρνει ~ιες στροφές το δευτερόλεπτο (: είναι πολύ έξυπνος). ~ια ευχαριστώ/συγγνώμη! Δέχτηκε μετά από ~ια παρακάλια. Έγινα ~ια κομμάτια για να τους εξυπηρετήσω (: προσπάθησα πολύ). Έχεις τα ~ια δίκια του κόσμου (: έχεις απόλυτο δίκιο). Πβ. άπειρος. ΣΥΝ. μύριοι (2) ● Ουσ.: χίλια (το) {άκλ.}: ο ακέραιος φυσικός αριθμός 1000 ή το σύνολο χιλίων μονάδων: ~ γραμμάρια (= 1 κιλό)/μέτρα (= 1 χιλιόμετρο). Κλίμακα ένα προς ~.|| (σε χρονολογία:) Γεννήθηκε το ~ εννιακόσια πενήντα. ● ΦΡ.: πάω/τρέχω(/πηγαίνω) με χίλια: (για οδηγό) τρέχω με πολύ μεγάλη ταχύτητα: (κ. μτφ.) Η ομάδα ~ει ~ (: έχει σημειώσει πολλές συνεχείς νίκες)., χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις!: λέγεται σε άτομο που εμφανίζεται τη στιγμή που γίνεται λόγος γι΄αυτό., χίλιες και μια νύχτες (από την ομώνυμη συλλογή παραμυθιών): για να δηλωθεί ότι κάτι ήταν γοητευτικό και παραμυθένιο., χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) (παροιμ.): οι καλότροποι άνθρωποι βολεύονται, ακόμα και όταν υπάρχει πολυκοσμία. Πβ. όλοι οι καλοί χωράνε., (με) ύφος χιλίων (/δέκα/εκατό/πολλών/σαράντα) καρδιναλίων βλ. καρδινάλιος, εκατό τοις εκατό/εκατό (σ)τα εκατό/χίλια τα εκατό/χίλια τοις εκατό βλ. εκατό, με (τα) χίλια (δυο) ζόρια βλ. ζόρι, μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις βλ. εικόνα, περνώ από σαράντα/χίλια κύματα βλ. κύμα, χίλιες/εκατό φορές βλ. φορά, χίλιοι δυο βλ. δύο & δυο, χίλιοι μύριοι βλ. μύριοι, χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι βλ. καλόγερος [< αρχ. χίλιοι]

χρόνος

χρόνος χρό-νος ουσ. (αρσ.) {χρόν-οι κ. ουδ. -ια} 1. ΦΥΣ. διάσταση η οποία εκφράζει ακολουθία γεγονότων που εκδηλώνονται στις διαστάσεις του χώρου: συντονισμένος παγκόσμιος ~ (: βάσει της ώρας Γκρίνουιτς). ~ ζώνης (: ο ~ κάθε χώρας, ο οποίος διαφέρει συνήθ. από τον παγκόσμιο κατά μία ή περισσότερες ώρες). Επίγειος ~ (: βάσει της κίνησης των σωμάτων του ηλιακού συστήματος).|| (ΦΥΣ.) Η διαστολή/έννοια/σχετικότητα του ~ου. Ανάλυση/μέτρηση του ~ου. Μεταβολή συναρτήσει του ~ου. Βλ. χωρόχρονος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ατομικός ~ (: με βάση το δευτερόλεπτο). 2. (γενικότ.) αλληλουχία γεγονότων: τα ίχνη/η ροή/τα σημάδια του ~ου. Με την πάροδο/το πέρασμα του ~ου ... (μτφ.) Ο ~ δεν γυρνά πίσω/είναι ο καλύτερος γιατρός (: απαλύνει τον πόνο)/κυλά/σταμάτησε τη στιγμή που .../τρέχει (: περνάει γρήγορα)/φεύγει. Ο ~ θα δείξει αν ... Ομορφιά ανεξίτηλη στον ~ο. Βλ. παρόν, παρελθόν, μέλλον. 3. διάστημα αόριστο ή σαφώς προσδιορισμένο, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ δύο συμβάντων ή διατίθεται, για να γίνει κάτι: Πέρασε πολύς ~ από τότε που ...|| Ανεκμετάλλευτος/χαμένος ~. Εξοικονόμηση/στενότητα ~ου. Οργάνωση του ~ου. Ο ~ δεν μας παίρνει/φτάνει. Μας πιέζει ο ~. Δεν υπάρχει ~ για χάσιμο. Χάθηκε πολύτιμος ~. Ελλείψει ~ου και χρήματος δεν θα έρθουμε. Εξαντλώ τον ~ο (: τα χρονικά περιθώρια). Έχω άφθονο ~ο στη διάθεσή μου. Δώσε μου λίγο ~ο. Πώς περνάς τον ~ο σου; Εκμεταλλεύομαι σωστά/σπαταλώ τον ~ο μου. Δεν θα μου πάρει πολύ ~ο να ... (μτφ.) Μάχη με τον ~ο.|| (σε εξέταση:) Πόσο ~ο έχουμε (ακόμα); Τέλος ~ου. Πβ. καιρός, ώρα. 4. διάρκεια ενέργειας: (μέσος/συνολικός) ~ αναμονής/εξυπηρέτησης/επεξεργασίας/ζωής/φοίτησης. Συμβατικός ~ μίσθωσης. Δωρεάν ~ πρόσβασης στο ίντερνετ. Σύμβαση αορίστου ~ου. Αύξηση του εβδομαδιαίου εργάσιμου ~ου. Ανανέωση/κάρτες προπληρωμένου ~ου ομιλίας. 5. συγκεκριμένο χρονικό σημείο εκδήλωσης ή εκτέλεσης ενέργειας: ο ~ άφιξης/εκκίνησης υπολογιστή/λήξης. Οι ακριβείς ~οι των δρομολογίων. Τήρηση των συμφωνημένων ~ων παράδοσης. Πβ. ημερομηνία, ώρα.|| Ανακοίνωση του τόπου και του ~ου διεξαγωγής του συνεδρίου. Καθυστερήσεις στους ~ους πληρωμής.|| Ποιον ~ο ιδρύθηκε το ... Πβ. χρονιά.|| Έφτασε/ήρθε ο ~ για ... Πβ. στιγμή. 6. έτος: ο ~ έκδοσης του βιβλίου (: η χρονολογία). Η μεγαλύτερη μέρα/οι εποχές/οι μήνες του ~ου. Αλλαγή του ~ου. Μια φορά τον ~ο ... Όλο τον ~ο ... Πλασματικοί ~οι ασφάλισης. Εορτασμός των ... ~ων από ... Διάρκεια/περίοδος/συμβόλαιο/φυλάκιση ... ~ων. Πέρασε ένας ολόκληρος ~ από ... Είναι ο δεύτερος ~ μου στη δουλειά. Έβδομος ~ λειτουργίας της σχολής. Πού θ' αλλάξετε ~ο (: θα κάνετε Πρωτοχρονιά);|| (στην αρχή του έτους) Εύχομαι ο καινούργιος/νέος ~ να φέρει υγεία! Έθιμα για το καλό του ~ου. Πβ. χρονιά. 7. ΓΡΑΜΜ. γραμματική κατηγορία του ρήματος που δηλώνει τη χρονική βαθμίδα (παρελθόν, παρόν, μέλλον) και το ποιόν ενεργείας (συνοπτικό, εξακολουθητικό, συντελεσμένο): ενεστωτικός/παροντικός ~. Στιγμιαίοι ~οι.|| (ως προς τον σχηματισμό τους:) Απλοί/περιφραστικοί ~οι.|| Οι αρχικοί ~οι του ρήματος. 8. ΑΘΛ. η ταχύτητα με την οποία ένας αθλητής καλύπτει δεδομένη απόσταση· επίδοση: αργός/γρήγορος/μέτριος ~. Δεν έπιασε/πέτυχε (καθόλου) καλό ~ο. Έκανε τον καλύτερο/ταχύτερο ~ο. Βελτιώνω τους ~ους μου. 9. ΜΟΥΣ. μονάδα μέτρησης μουσικών έργων, η οποία αντιστοιχεί σε έναν χτύπο· (στη βυζαντινή μουσική) διάρκεια φθόγγου: ρυθμικός ~. Ένδειξη ~ου (στην αρχή της σύνθεσης).|| (μέτρο:) Κομμάτι σε ~ο 2/4. Κρατώ τον ~ο.|| (τέμπο:) Σε αργό/γρήγορο ~ο.|| Απλός/ελάχιστος/σύνθετος ~. 10. διδακτικό έτος: στον τρίτο ~ο της φοίτησής του. Οι σπουδές διαρκούν ... ~ια.χρόνια (τα) 1. διάστημα συγκεκριμένων ετών: τα πρώτα/τελευταία ~ της ζωής του ... Τα περασμένα/προηγούμενα ~. Δύο ~ εγγύηση/κάθειρξη. Πέντε ~ παρουσίας/προσφοράς. Σύνταξη στα ... ~. Μέσα σε λίγα ~. Για τα επόμενα ~. Συμπληρώθηκαν ... ~ από ... Πώς περνούν τα ~; Πόσα ~ έχεις να τον δεις;|| (ηλικία:) Τα ~ βαραίνουν στις πλάτες του (: είναι ηλικιωμένος). Αχ και να 'χα τα ~ σου (: τα νιάτα σου)! 2. περίοδος ετών, στη ζωή κάποιου ή στην ανθρώπινη ιστορία: δύσκολα/χαρούμενα ~. Τα νεανικά/μαθητικά ~. Τα ~ της ωριμότητας (= η εποχή). Στα ~ μου, ... (: όταν ήμουν νέος).|| Τα παλιά τα ~ ... Πβ. καιρός., χρόνοι (οι): περίοδος ετών: κρίσιμοι ~. Ευρήματα των αλεξανδρινών/(ελληνο)ρωμαϊκών ~ων. Πβ. εποχή, καιρός., χρόνων & (προφ.) χρονών: για δήλωση ηλικίας· ετών: παιδί δέκα ~. Είναι πάνω από ... ~. Πόσων ~ είσαι; Έγινε ... ~.|| Αμάξι/σπίτι ... ~. ● Υποκ.: χρονάκια (τα), χρονάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: άγουρα χρόνια: η παιδική και κυρ. η εφηβική περίοδος της ζωής., αίσθηση του χρόνου: αντίληψη του χρόνου: ανεπτυγμένη ~ ~. Δεν έχει καμία ~ ~. Βλ. αίσθηση του χώρου., ελεύθερος χρόνος: οι ώρες της ημέρας που δεν προορίζονται για εργασία ή ύπνο: ασχολίες/διαχείριση του/δραστηριότητες/έλλειψη ~ου ~ου. Η βιομηχανία του ~ου ~ου. Αυξάνεται/μειώνεται ο ~ ~. Αξιοποιώ δημιουργικά/αφιερώνω/διαθέτω τον ~ο ~ο μου στα βιβλία/στη γυμναστική. Εγκαταστάσεις ~ου ~ου και αθλητισμού. Τι κάνεις στον ~ο ~ο σου; Δεν έχει καθόλου ~ο ~ο. Βλ. ανάπαυση, διασκέδαση, ψυχαγωγία., πραγματικός χρόνος 1. ΠΛΗΡΟΦ. πραγματική διάρκεια επεξεργασίας δεδομένων: ~ ~ εγκατάστασης/λήψης (αρχείου). Κινούμενη εικόνα σε ~ό ~ο.|| (τώρα, ζωντανά, άμεσα:) Ενημέρωση/επικοινωνία/τηλεδιάσκεψη ~ού ~ου/που γίνεται σε ~ό ~ο (μέσω δορυφόρου). Θέσεις πλοίων/κίνηση στους δρόμους σε ~ό ~ο. 2. αληθινή διάρκεια: ο ~ ~ της συνομιλίας. Ο ελάχιστος/μέσος ~ ~ απασχόλησης/ασφάλισης/εργασίας/προϋπηρεσίας. Οι ~οί ~οι ολοκλήρωσης του έργου. [< 1: αγγλ. real time, 1953] , ακολουθία των χρόνων βλ. ακολουθία, ανενεργός χρόνος βλ. ανενεργός, άνεση χρόνου βλ. άνεση, αρκτικοί χρόνοι βλ. αρκτικός2, αστρικός χρόνος βλ. αστρικός, γεωμετρική εποχή/περίοδος βλ. γεωμετρικός, ηλιακός χρόνος βλ. ηλιακός, ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια βλ. ηρωικός, ιστορικοί χρόνοι βλ. ιστορικός, μελλοντικοί χρόνοι βλ. μελλοντικός, Μέσοι Χρόνοι βλ. μέσος, μηχανή του χρόνου βλ. μηχανή, μολυβένια χρόνια βλ. μολυβένιος, πανδαμάτωρ χρόνος βλ. πανδαμάτωρ, πέτρινα χρόνια βλ. πέτρινος, πίστωση χρόνου βλ. πίστωση, σκοτεινοί χρόνοι βλ. σκοτεινός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, το πλήρωμα του χρόνου βλ. πλήρωμα, χρόνος υποδιπλασιασμού βλ. υποδιπλασιασμός ● ΦΡ.: (είναι) χρόνια μπροστά (προφ.): είναι προχωρημένος, αναπτυγμένος: ~ ~ στην τεχνολογία. Ο άνθρωπος είναι ~ ~ (= μπροστάρης, πρωτοπόρος)., εκτός χρόνου: έξω από τα χρονικά όρια: (ΑΘΛ.) βολή ~ ~. Βγήκε ~ ~., εντός χρόνου: μέσα στο καθορισμένο χρονικό περιθώριο: Τερμάτισε ~ ~. Είμαστε ~ ~. Τα πάντα έγιναν ~ ~ και προγραμματισμού/προϋπολογισμού., η πατίνα του χρόνου: τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος σε διάφορα αντικείμενα ή πρόσωπα· κατ΄επέκτ. το πέρασμα του χρόνου. [< γαλλ. la patine du temps] , θέμα/ζήτημα χρόνου: για κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε: Η επιχείρηση παραπαίει και είναι/θεωρείται ~ ~ να βάλει λουκέτο., και του χρόνου! (ευχετ.): (μακάρι να εορτασθεί ξανά ή συνεχιστεί κάτι ευχάριστο) και την επόμενη χρονιά: Άντε, ~ ~ να 'μαστε καλά, να ξαναβρεθούμε! ~ ~ με υγεία! Χρόνια πολλά! ~ ~!, με τα χρόνια: με την πάροδο του χρόνου. Πβ. με την ηλικία., ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του (προφ.): για άνθρωπο κάποιας ηλικίας που δείχνει νέος., ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας (προφ.): ο καιρός που περνά λειτουργεί προς όφελός μας ή εναντίον μας: Όσο καθυστερούν, ~ δουλεύει υπέρ μας., όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) (παροιμ.): σε μια μόνο στιγμή μπορούν να συμβούν τα πιο απροσδόκητα και συνήθ. δυσάρεστα πράγματα., παίρνει/τρώει χρόνο: (συνήθ. προς δήλωση δυσαρέσκειας) διαρκεί πολύ χρόνο μέχρι να υλοποιηθεί, είναι χρονοβόρο: Η διαδικασία μας έφαγε/πήρε πολύ ~. Δεν θα φάω τον πολύτιμο ~ σου., παίρνουν (κάποιον) τα χρόνια (προφ.): γερνά: Δεν μας έχουν πάρει (και) ~ (ακόμα). Νέοι είμαστε., πάνω στον χρόνο (προφ.) 1. λίγο πριν από τη συμπλήρωση ενός έτους ή αμέσως μετά από αυτή: Το μηχάνημα χάλασε ~ ~. 2. λίγο πριν από το τέλος του διαθέσιμου χρόνου ή τη στιγμή της λήξης του: Παρέδωσε το γραπτό του ~ ~., πίεση χρόνου: περιορισμένα χρονικά περιθώρια: Έχουμε/υπάρχει ασφυκτική ~ ~. Εργαζόμαστε κάτω από/με/υπό μεγάλη ~ ~. ΑΝΤ. άνεση χρόνου, σε χρόνο ρεκόρ/μηδέν/ντε τε/εξπρές: πάρα πολύ γρήγορα, αμέσως: Ετοιμάστηκε/ήρθε ~ ~. Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν ~ ρεκόρ. Ο κρατικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε ~ ~. ΣΥΝ. πατ κιουτ, στο άψε σβήσε, στο πι και φι, στον χρόνο: στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια των χρονικών περιόδων που προηγήθηκαν, στην πάροδο των ετών: αναδρομή/ταξίδι ~ ~. Τοπίο αναλλοίωτο ~ ~.|| Σχέση που αντέχει ~ ~., συν τω χρόνω (λόγ.): με το πέρασμα του καιρού: μειωμένη κίνηση ~ ~. Το κτίριο ~ ~ υπέστη φθορές. Τα προβλήματα αυξάνονται ~ ~. ΣΥΝ. προϊόντος του χρόνου, τα έχει τα χρονάκια του! (προφ.): δεν είναι τόσο νέος ή καινούργιος όσο δείχνει: Μη νομίζεις, ~ της!|| Ο υπολογιστής σου ~ ~., του χρόνου: την επόμενη χρονιά: Το ανέβαλαν/κανόνισαν για ~ ~. Βλ. φέτος, πέρυσι., χρόνια πολλά!: ευχή σε εορτάζοντα ή επ΄ευκαιρία επετείου ή θρησκευτικής εορτής· να ζήσεις πολλά χρόνια: ~ ~ και καλά! ~ ~ με υγεία και χαρά! ~ ~ και καλή χρονιά! ~ ~, να σε χαιρόμαστε! ~ ~ σε όσους γιορτάζουν! Βλ. εις πολλά έτη/έτη πολλά, να ζήσεις!, να τα εκατοστίσεις, να τα χιλιάσεις!, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει: προς δήλωση συνήθ. αρνητικής κατάστασης, η οποία μένει αναλλοίωτη με την πάροδο του χρόνου: ~ ~, πάντα η ίδια ιστορία. Βλ. μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει., χρόνου φείδου (αρχ. γνωμ.): να εκμεταλλεύεσαι σωστά τον χρόνο σου, να μην τον σπαταλάς άσκοπα., (μέσα) σε εύλογο χρόνο βλ. εύλογος, αγοράζω χρόνο βλ. αγοράζω, από αρχαιοτάτων χρόνων βλ. αρχαίος, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, κάθε χρόνο τέτοια μέρα βλ. μέρα, και του χρόνου διπλός/διπλή! βλ. διπλός, κακό χρόνο να 'χεις! βλ. κακός, κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο βλ. κερδίζω, κερδίζω χρόνο βλ. κερδίζω, μας άφησε χρόνους βλ. αφήνω, με βάθος χρόνου βλ. βάθος, ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά βλ. έρως, ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται βλ. κλέφτης, ο χρόνος είναι χρήμα βλ. χρήμα, πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» βλ. γάμος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος, προϊόντος του χρόνου βλ. προϊών, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις χρόνο και σαπούνι βλ. γουρούνι, σαράντα χρόνια φούρναρης βλ. φούρναρης, σε ανύποπτο χρόνο βλ. ανύποπτος, σε βάθος χρόνου βλ. βάθος, σε εύθετο χρόνο βλ. εύθετος, τα βάθη του χρόνου/των αιώνων βλ. βάθος, τον κυνηγάει ο χρόνος βλ. κυνηγώ, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χάσιμο χρόνου βλ. χάσιμο, χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις! βλ. χίλιοι, χρόνια στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1-5,8: αρχ. χρόνος, γαλλ. temps 7,9: μτγν. χρόνος]

ψυχή

ψυχή ψυ-χή ουσ. (θηλ.) 1. η άυλη, πνευματική ουσία του ανθρώπου, που θεωρείται ότι είναι αθάνατη· γενικότ. η άυλη και άφθαρτη ουσία κάθε όντος: ειρήνη της ~ής. Η ~ δίνει ζωή στο σώμα.|| Κάθαρση/λύτρωση/σωτηρία της ~ής. (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο σωτήρας των ~ών (: ο Θεός). Προσεύχομαι για την ~ κάποιου. Δέηση για την ~ του ... Παρέδωσε την ~ του στον Κύριο (= πέθανε· βλ. πνεύμα). (ως ευχή για πεθαμένο:) Ο Θεός να/ας αναπαύσει την ~ του.|| (σε όρκο:) Στην ~ της μάνας/του πατέρα μου!|| (ΦΙΛΟΣ.) Καθολική/παγκόσμια ~ (πβ. ψυχή του κόσμου).|| (ΜΥΘ.) Η Ψυχή και ο Έρωτας.|| Η ~ των ζώων. 2. (ειδικότ.) η ηθική και συναισθηματική φύση του ανθρώπου, σε αντίθεση με τη βιολογική και διανοητική του υπόσταση: αβυσσαλέα/αγγελική/αγνή/αδάμαστη/αδούλωτη/ελεύθερη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/μαύρη/παιδική/περήφανη (βλ. φρόνημα)/σκληρή/σκοτεινή ~. Οι αρετές/η γαλήνη/η δύναμη/η ηρεμία/η καλλιέργεια/η κατάσταση/το μεγαλείο/ο πόνος/η υγεία της ~ής. Το τραγούδι άγγιξε την ~ μου (: με συγκίνησε βαθύτατα). Έχει καλή/κακή ~ (= καρδιά· πβ. καλό-/κακό-ψυχος). Η αμαρτία βαραίνει την ~ (βλ. συνείδηση). Κάποιος/κάτι γεμίζει την ~ μας με θλίψη/χαρά. Πόνεσε η ~ μου που την είδα να κλαίει (: στενοχωρήθηκα πολύ). Το ευχαριστήθηκε/χάρηκε η ~ μου! Το αληθινό ταλέντο βγαίνει/πηγάζει από την ~. Με τα μάτια της ~ής.|| H λαϊκή ~. 3. άνθρωπος, ζωή· ειδικότ. εμψυχωτής: αδικοχαμένες/μοναχικές/νεανικές/πληγωμένες ~ές. Πόλη δύο εκατομμυρίων ~ών (= κατοίκων). Χάθηκαν τόσες αθώες ~ές! Τι να κάνει άραγε αυτή η ~;|| Δεν υπήρχε ~ τριγύρω. Σε αυτό το μέρος τον χειμώνα δεν πατάει ~.|| (μτφ.) Είναι η ~ του αγώνα. Το εμπορικό κέντρο είναι η ~ της πόλης. 4. {χωρ. πληθ.} παλικαριά, θάρρος: το μεγαλείο της ελληνικής ~ής. Δείξαμε ~ και νικήσαμε. Θέλει ~ (= κότσια) ν' αψηφάς τον κίνδυνο. Είναι ομάδα με ~. Είχαν ~ και πάλεψαν μέχρι τέλους εναντίον των κατακτητών (: ήταν ψυχωμένοι, ανδρείοι· βλ. δειλός, άνανδρος). Πβ. αγωνιστικ-, μαχητικ-ότητα, σθένος. 5. ΤΕΧΝΟΛ. το κεντρικό ή βασικό τμήμα αντικειμένου ή κατασκευής, συνήθ. δοκού, σιδηροτροχιάς: αγωγοί/συρματόσχοινα με χαλύβδινη ~. ● Υποκ.: ψυχάκι (το) (οικ.): πρόσωπο αγαπημένο, κοντινό ή για το οποίο τρέφουμε αισθήματα συμπάθειας, εκτίμησης., ψυχούλα (η): καλοσυνάτος άνθρωπος, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και ανιδιοτέλεια. ● ΣΥΜΠΛ.: ψυχή του κόσμου & κοσμική ψυχή: ΦΙΛΟΣ. (κατά τους πρώτους φιλοσόφους) η ζωοποιός δύναμη του κόσμου., αδελφή ψυχή βλ. αδελφός, η αθανασία της ψυχής βλ. αθανασία, η ψυχή της παρέας βλ. παρέα, κατάθεση ψυχής βλ. κατάθεση ● ΦΡ.: βάζω την ψυχή μου (σε κάτι) (προφ.): δημιουργώ, κάνω κάτι με όλες μου τις δυνάμεις, με όρεξη και διάθεση: ~ει ~ σ' αυτό που κάνει., βγαίνει η ψυχή (κάποιου) (προφ.): πεθαίνει: Κόντεψε να βγει ~ του., για την ψυχή της μάνας μου (συνήθ. ειρων.): για να τονιστεί ότι κάτι γίνεται αφιλοκερδώς και ανυστερόβουλα: Το κάνουν για το κέρδος, δεν στήνουν ολόκληρες επιχειρήσεις ~ ~ τους. Πβ. δωρεάν, τζάμπα. ΑΝΤ. με το αζημίωτο., δίνω (και) την ψυχή μου (για κάποιον/κάτι): κάνω τα πάντα., δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι αρέσει πολύ σε κάποιον: Δώσ' του γλυκά/κουτσομπολιό ~ ~!, ένα σώμα, μια ψυχή: για να δηλωθεί απόλυτη ενότητα, σύμπνοια: Είμαστε/έχουμε γίνει ~ ~!, και οι ... έχουν ψυχή (προφ.-χιουμορ.): ακόμα και όσοι υποτιμούνται έχουν συναισθήματα και δικαιώματα., με όλη μου την ψυχή/την καρδιά (προφ.): με κάθε ειλικρίνεια, ολόψυχα: Σ' ευχαριστώ ~ ~! Σου εύχομαι/σε παρακαλώ ~ ~ να ... Θέλω κάτι ~ ~. Τον αγαπούσα ~ ~. ΣΥΝ. από καρδιάς, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με την ψυχή μου (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλαυση, ευχαρίστηση σε πολύ μεγάλο βαθμό: Γλέντησα/χόρεψα ~ ~. Πανηγύρισε ~ ~ του., μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει! (προφ.): (για κάτι δυσάρεστο) ό,τι πρόκειται να συμβεί, ας συμβεί μια ώρα νωρίτερα., πιάνεται/πιάστηκε η ψυχή μου (προφ.): στενοχωριέμαι, υποφέρω, αγωνιώ: Πιάνεται ~ ~ που σε βλέπω να κουράζεσαι. ~στηκε ~ όταν είδα ..., ταξίδι ψυχής 1. που έχει ως στόχο την ικανοποίηση ψυχικών αναγκών: ~ ~ στις ρίζες του (= στον τόπο καταγωγής του). 2. (μτφ.) εσωτερική αναζήτηση, ταξίδι με τον νου σε διαφορετικούς τόπους ή καταστάσεις: Η Τέχνη αποτελεί ~ ~., τι ψυχή έχει (κάτι); (οικ.): δεν έχει καμιά αξία ή σημασία: Δεν ήπια και πολύ, ~ ~ ένα ποτηράκι;, τι ψυχή θα παραδώσεις;: (σε κάποιον που διαπράττει κάτι κακό ή και χιουμορ.) δεν φοβάσαι την ώρα της Κρίσεως;, τρέμει η ψυχή μου (μτφ.-προφ.): ανησυχώ πολύ, φοβάμαι υπερβολικά: ~ ~ μην πάθει κανένα κακό. ΣΥΝ. βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου, ψυχή ζώσα (λόγ.-εμφατ.): κανένας: Δεν κυκλοφορεί/δεν υπάρχει ~ ~., ψυχή τε και σώματι (λόγ.) & ψυχή και σώμα: ολόψυχα, ολοκληρωτικά: Του αφοσιώθηκε ~ ~. Αγωνίστηκε/συμμετέχει ~ ~. Τάχθηκε ~ ~ υπέρ του ..., ψυχή/ψυχούλα μου!: ως προσφώνηση με την οποία εκφράζεται αγάπη, τρυφερότητα, οικειότητα: ~ ~, μου λείπεις! ΣΥΝ. καρδιά/καρδούλα μου, άβυσσος η ψυχή (του ανθρώπου)! βλ. άβυσσος, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων βλ. αλλόφυλος, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εν βρασμώ ψυχής βλ. βρασμός, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! βλ. θεός, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με πόνο ψυχής βλ. πόνος, με την ψυχή στο στόμα βλ. στόμα, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, μου 'φυγε η ψυχή βλ. φεύγω, ο Θεός και η ψυχή του! βλ. θεός, παρέδωσε το πνεύμα βλ. πνεύμα, παρηγοριά στον άρρωστο (μέχρι/ώσπου να βγει η ψυχή του) βλ. παρηγοριά, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά/ύστερα το χούι βλ. χούι, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, τον/την έχει βαρεθεί η ψυχή μου βλ. βαριέμαι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ ● βλ. ψυχάρα [< αρχ. ψυχή, 5 γερμ. Seele]

ψωμί

ψωμί ψω-μί ουσ. (ουδ.) {ψωμ-ιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. βασικό είδος διατροφής που φτιάχνεται από ζύμη αποτελούμενη από αλεύρι, νερό, αλάτι και μαγιά και ψήνεται στον φούρνο: άζυμο/άσπρο/αφράτο/βιολογικό/γαλλικό (βλ. μπαγκέτα)/ζεστό/ζυμωτό/ιταλικό (βλ. τσιαπάτα, φοκάτσια)/καλαμποκίσιο (πβ. μπομπότα)/καψαλισμένο (βλ. μπρουσκέτα)/κριθαρένιο/μαύρο/μπαγιάτικο/παραδοσιακό/πιτυρούχο/πολύσπορο/σκληρό/σπιτικό/σταρένιο/στρογγυλό/σύμμικτο/τραγανό/φρέσκο/φρυγανισμένο ~. ~ με προζύμι (βλ. ανεβατό)/σουσάμι. ~ διαίτης/ολικής αλέσεως/σικάλεως/φόρμας. ~ για/του τοστ. ~ με ελιές (= ελιόψωμο)/σταφίδες (= σταφιδόψωμο). ~ και (= ψωμοτύρι)/με τυρί (= τυρόψωμο). ~ στα κάρβουνα. Η κόρα/η ψίχα/τα ψίχουλα του ~ιού. Μαχαίρι/μηχανή (= αρτοπαρασκευαστής)/ξύλο κοπής ~ιού. Ένα κιλό/μια φραντζόλα ~. Μια φέτα ~. Πβ. άρτος. Βλ. αρτο-, αρτοσκευάσματα, εφτάζυμο, κουλούρα, κουτσούνα, λαγάνα, λαδό-, τηγανό-, χριστό-ψωμο, παξιμάδι, φρυγανιά. 2. (κατ' επέκτ.) τα προς το ζην: αγώνας για το ~. Με το κλείσιμο της επιχείρησης, πολλές οικογένειες έχασαν το ~ τους. 3. (ΚΔ) τα υλικά αγαθά: Ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ~. ● Υποκ.: ψωμάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: χωριάτικο ψωμί/ψωμί χωριάτικο βλ. χωριάτικος, ψωμί πολυτελείας βλ. πολυτέλεια ● ΦΡ.: (λέω) το ψωμί ψωμάκι (μτφ.-προφ.): αντιμετωπίζω μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, είμαι πολύ φτωχός: Με τέτοια κρίση, θα πούμε ~ ~!, για ένα κομμάτι/ένα καρβέλι/μια μπουκιά ψωμί (μτφ.-προφ.): για πολύ λίγα χρήματα: Δούλευε όλη μέρα ~ ~. Πούλησε το οικόπεδο ~ ~. ΣΥΝ. αντί/έναντι πινακίου φακής, δεν έχει ψωμί να φάει (μτφ.-προφ.): είναι πολύ φτωχός, λιμοκτονεί. Πβ. ψωμολυσσάω., έχει (πολύ) ψωμί ακόμα (μτφ.-προφ.): απαιτεί πολύ χρόνο, έχει ακόμη πολλή δουλειά μέχρι να ολοκληρωθεί: Η υπόθεση ~ ~., έχει ψωμί/φαΐ (μτφ.-προφ.): έχει κέρδος, όφελος, κυρ. οικονομικό, ή παρουσιάζει ενδιαφέρον: Η δουλειά ~ ~, μην την αφήσεις! Μυρίστηκε ότι έχει ψωμί (= ζουμί) η υπόθεση κι άρχισε να ψάχνει πληροφορίες., θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα & πολύ ψωμί ακόμα (μτφ.-προφ.) 1. χρειάζεται πολύς χρόνος, προσπάθεια ή/και υπομονή για να πετύχει κάτι: Έχει να φάει ~ ~, για να γίνει καλός στη δουλειά του. Θέλω πολλά ψωμιά ακόμα, για να σε φτάσω! 2. θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα: Είναι γερό σκαρί, έχει να φάει ~ ~., τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του & (σπάν.) τα καρβέλια του (μτφ.-προφ.) 1. (για πρόσ.) δεν θα ζήσει ή δεν θα παραμείνει στη θέση του για πολύ καιρό ακόμα: || Λίγα είναι τα ~ του στην εταιρεία, σύντομα θα τον απολύσουν. Μη στενοχωριέσαι κι είναι μετρημένα ~ ~! 2. (για πράγμα) έχει παλιώσει, δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο: Τα 'φαγε ~ ~ το αμάξι/κομπιούτερ., το γλυκό/πικρό ψωμί (μτφ.-προφ.): για ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία: το γλυκό ~ της εξουσίας/νίκης. Το πικρό ~ της προσφυγιάς., το καθημερινό ψωμί (μτφ.) 1. ο βιοπορισμός: Δούλευε σκληρά, για να βγάζει ~ ~. Πβ. άρτος ο επιούσιος. Βλ. μεροκάματο. 2. καθετί σύνηθες: Η αδικία έγινε ~ ~. [< γαλλ. le pain quotidien] , τρώω ψωμί (από κάποιον) (μτφ.-προφ.): μου προσφέρει δουλειά και μισθό: Χιλιάδες εργαζόμενοι τρώνε ~ από τις επιχειρήσεις/τα χέρια του., βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, βούτυρο στο ψωμί βλ. βούτυρο, και ξερό ψωμί βλ. ξερός, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, φάγαμε ψωμί κι αλάτι βλ. αλάτι, ψωμί κι ελιά/ελιές βλ. ελιά [< μεσν. ψωμί < μτγν. ψωμίον < αρχ. ψωμός ‘κομμάτι ψωμιού ή άλλου πράγματος’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.