ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|
21734 | -ιστος1 | , η, ο (λόγ.): κατάληξη του απόλυτου υπερθετικού βαθμού συγκεκριμένων επιθέτων: άρ~/ελάχ~/κάκ~/κάλλ~/μέγ~/τάχ~/χείρ~. Βλ. -έστατος, -ότατος, -ύτατος. | |
21735 | -ιστος2 | , η, ο βλ. -τος | |
21744 | -ίστρα1 | βλ. -τρα1 & -ίστρα1 | |
21745 | -ίστρα2 | βλ. -τρα2 & -ίστρα2 | |
21773 | -ιτζής, -ιτζού | βλ. -τζής, -τζού | |
21774 | -ίτης1, -ίτισσα | επίθημα ουσιαστικών που δηλώνουν πρόσωπο με συγκεκριμένη 1. καταγωγή: (σε πατριδωνυμικά:) Αιγαιοπελαγ~/Ελλαδ~ (: λέγεται κυρ. από Κύπριους)/Ισραηλ~ (πβ. -ινός)/Ροδ~. Ανατολ~. 2. ιδιότητα: αρεοπαγ-ίτης. Bαρυποιν~/θανατοποιν~/παλαιοημερολογ~. (προφ.-συνήθ. μειωτ.) Δημοσιοσχεσ-ίτης/διπλοθεσ~. | |
21775 | -ίτης2 | : επίθημα για την απόδοση ξένων όρων, ιδ. ορυκτών: βωξ~/γραν~/γραφ~/δολομ~/λιγν~. | |
21776 | -ίτης3 | : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών, στη θέση του αντίστοιχου των θηλυκών σε -ίτιδα: σκωληκοειδ~. | |
21778 | -ίτιδα | & (λόγ.) -ίτις {-ίτιδος}: ΙΑΤΡ. επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν φλεγμονή: αδεν~/αμυγδαλ~/κολπ~/λαρυγγ~/σκληρ~ (σύγκρ. σκληρ-ίαση)/σκωληκοειδ- (πβ. -ίτης)/φαρυγγ~. Βλ. -αλγία, -πάθεια, -ωση2. | |
21779 | -ίτικος | , η, ο επίθημα επιθέτων που δηλώνει 1. προέλευση: αιγαιοπελαγ~ (βλ. -ίτης1)/κυκλαδ~/πολ~/σκοπελ~. 2. ιδιότητα: εφταμην~. Βλ. -ικος. | |
21780 | -ίτσα | υποκοριστικό επίθημα σε θηλυκά 1. ουσιαστικά: γατ~ (πβ. -ούλα, βλ. -άκι)/κοπελ~ (βλ. -ούδα)/μαν-ουλ~/μπαλ~/φωλ~.|| (κύριο όν.) Ελεν~.|| (διαλεκτ.) Μηλ~. 2. τοπωνύμια: Καρδ~. | |
58761 | -ιώτης, -ιώτισσα | & -ώτης, -ώτισσα· επίθημα για τον σχηματισμό 1. πατριδωνυμικών: Βολ~/Ναξ~. Ηπειρ~. 2. ουσιαστικών που δηλώνουν ιδιότητα: επαρχ~/πατρ~. | |
22105 | -καιρος | (προφ.): β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών που αναφέρονται συνήθ. σε κακοκαιρία: βρομό~/παλιό~. | |
22106 | -καιρος, -η, -ο | : σε συνδυασμό με προθήματα για δήλωση χρονικής σχέσης: ά-καιρος/ανεπί~/έγ~/επί~/εύ~/πρόσ~. | |
22371 | -καλλιέργεια | β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. συστηματική καλλιέργεια έκτασης και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες εκτάσεις ή το σύνολο των φυτών που καλλιεργούνται σε αυτές: αμπελο~/βαμβακο~/ελαιο~/καπνο~/πατατο~/ρυζο~/σιτο~. Δενδρο-καλλιέργειες. Βλ. -παραγωγή.|| (μέθοδο:) Βιο~/μονο~/πολυ~.|| (τόπο:) Αγρο~. 2. εκτροφή σε ειδικές εγκαταστάσεις ψαριών ή θαλασσινών: θαλασσο~/ιχθυο~/οστρακο~/οστρεο~. Πβ. -κομία, -τροφία. 3. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. εργαστηριακή εξέταση ή τεχνική: αιματο~.|| Ιστο~/κυτταρο~. | |
22852 | -κάπηλος | {-κάπηλου (λόγ.) -καπήλου}: το ουσιαστικό κάπηλος ως β' συνθετικό λέξεων: αρχαιο~/εθνο~/πατριδο~/πολεμο~. | |
23060 | -καρδος | , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων με αναφορά σε πρόσωπο το οποίο χαρακτηρίζεται από συναισθήματα ή διάθεση που δηλώνονται με το α' συνθετικό: ά~/ανοιχτό~/κακό~/καλό~/μεγαλό~/σκληρό~. | |
23662 | -κάταρτος | , η, ο: β' συνθετικό για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού καταρτιών: δι-κάταρτο/τρι~ καράβι. | |
24318 | -κεντρικός | , ή, ό: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν ότι τίθεται στο επίκεντρο ή αποτελεί σημείο αναφοράς το α' συνθετικό: αθηνο~/ανθρωπο~/αρχηγο~/βιβλιο~/γνωσιο~/δασκαλο~/εγω~/εθνο~/ελληνο~/ηλιο~/κοινωνιο~/μαθητο~/ομαδο-/πρωθυπουργο~. | |
24498 | -κέφαλος | , η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρεται 1. στο κεφάλι: δι-κέφαλο τέρας. Υδρο~.|| (ευχετ.) Σιδερο~.|| (μτφ.) Αυτο~. 2. (μτφ.) στον νου, τον τρόπο σκέψης, τον χαρακτήρα: θερμο~/ξερο~/στενο~/χοντρο~ (πβ. στενό-μυαλος).|| (χιουμορ.-μειωτ.) Κουφιo~/μπουζουκο~. 3. ΑΝΑΤ. σε εκφύσεις των μυών: τρι-κέφαλοι (μύες). | |