-αγορά: β' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρονται στην αγορά: κεφαλαι~/κτηματ~/χρηματ~.|| (για τόπο διάθεσης προϊόντων:) Kρεατ~/λαχαν~/ψαρ~.
-αγωγός β' συνθετικό ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. αγωγό για τη μεταφορά συνήθ. υγρού ή αερίου: αερ(ι)~/καπν~ (βλ. -δόχος)/πετρελαι~/υδρ~/φωτ~.2. αυτόν που καθοδηγεί και επιβλέπει: (ο/η) νηπι~/παιδ~/ψυχ~.
-άδα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. (αφηρ.) κατάσταση ή ιδιότητα: βραχν~/γρηγορ~/ζωηρ~/κρυ~/νοστιμ~/σβελτ~.|| Κιτριν~/κοκκιν~/πρασιν~.2. (περιληπτ.) συγκεκριμένο αριθμό, σύνολο: μον~/πεντ~/εξ~/επτ~/δεκ~/εικοσ~/εκατοντ~/χιλι~. Πβ. -αριά.|| Εβδομ~. Ομ~.3. χυμό, κυρ. φρούτων, ή φαγητό: βυσσιν~/λεμον~/μανταριν~/πορτοκαλ~/σουμ~. Μακαρον~/ρεβιθ~/φασολ~.4. το μέσο, τον τρόπο ή την περίσταση: βαρκ~/ποδηλατ~/στρωματσ~.|| Λιακ~/ρομαντζ~/φεγγαρ~.5. επέκταση ή διαφοροποίηση σημασίας, συνήθ. σε διαφορετικό υφολογικό επίπεδο: ζαλ~/πουλ~/σχισμ~.
-άδι: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από επίθετα, ουσιαστικά και ρήματα: ασπρ~/γλυκ~/κοκκιν~/μαυρ~. Κροκ~/πετρ~/σκοτ~. Aπολειφ~. Bλ. -άρι.
-αδιά: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών: παπ~.
-άδικο (προφ.): επίθημα για την παραγωγή ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα ή γενικότ. τόπο: βενζιν~/δισκ~/κλειδαρ~/μπουγατσ~/ξενυχτ~/ποτ~/ρακ~/ραφτ~/ρολογ~/τσαγκαρ~/τσιπουρ~/τυροπιτ~/φαγ~/φαστφουντ~. Πβ. -ικο1.|| (μειωτ.) Tρελ~.|| (σπανιότ.) Γκαζ~ (= πετρελαιοφόρο).
-άδικος , η, ο (προφ.): επίθημα για δήλωση ιδιότητας: φωνακλ~/ψαρ~.
-αδόρος {σπάν. στο θηλ. -αδόρα, -αδόρισσα} (λαϊκό) επίθημα που δηλώνει 1. (αρνητ.-μειωτ.) άτομο με παράνομη δραστηριότητα: κομπιν~/μιζ~/μπουκ~/σπεκουλ~/τσιλι~.|| (για κακή συνήθεια:) Tζογ~/τρακ~ (βλ. -ατζής).|| Αβαντ~ (βλ. αβανταδόρικος).2. άνθρωπο με ιδιαίτερη ικανότητα σε κάτι: ταβλ~.|| Ατακ~/κουμαντ~.3. επάγγελμα: γυψ~/παρκ~/πιτσ~/τορν~.4. αντικείμενο, εργαλείο ή μηχάνημα: μαρκ~. Kοτσ~/φρεζ~.
-άζ: κατάληξη ουσιαστικών, δάνειων από τη γαλλική: αβαντ~/γκαρ~/κολ~/μασ~/μοντ~.
-αίικα (λαϊκό): επίθημα για τον σχηματισμό τοπωνυμίων ουδετέρου γένους: Βραχν~/Τσουκαλ~.
-αίικο (λαϊκό-συχνά ειρων.): παραγωγικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν οικογένεια, σόι: Κολοκοτρων~. Μαζεύτηκε όλο το Παναγιωτοπουλ~.
-αίικος: παραγωγικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν προέλευση από έναν τόπο: κερκυρ~/σμυρν~.
-αιμία: επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν ασθένειες του αίματος: αν~/βακτηρ~/γλυκ~/λευχ~/σηψ~.|| Καθαρο~.
-αινα επίθημα 1. θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από αρσενικά και δηλώνουν ζώο: δράκ~ (δράκος)/λύκ~ (λύκος). Βλ. ινα1.2. (διαλεκτ.-λαϊκό) ανδρωνυμικών: Γιώργ~/Κώστ~. Βλ. -ού.
-αίνω: ρηματική κατάληξη: (παράγ. από επίθ.) ακριβ~/ζεστ~/παχ~.|| Αρρωστ~/βαρ~/τυχ~.|| Αβγατ~.
-αίοι (λαϊκό): επίθημα για τον σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα, ιδιότητα, οικογένεια ή γένος: καπεταν~ (& καπετάνιοι)/μουσαφιρ~ (& μουσαφίρηδες)/νοικοκυρ~ (& νοικοκύρηδες)/νοματ~.|| (μειωτ.) Σκουπιδιαρ~.|| Κολοκοτρων~/Παπαδοπουλ~. Βλ. -αίικο.
-αίος , α, ο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που παράγονται συνήθ. από ουσιαστικά και δηλώνουν 1. τόπο: γωνι~/λιμν~/πρυμν~.2. τρόπο: αγορ~/αμοιβ~/μοιρ~/πηγ~/τυχ~. Βλ. -ιαίος, -ιαία, -ιαίο.
-αίικο
-αίικο (λαϊκό-συχνά ειρων.): παραγωγικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν οικογένεια, σόι: Κολοκοτρων~. Μαζεύτηκε όλο το Παναγιωτοπουλ~.
-ιαίος, α, ο λόγιο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων κυρ. από ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. διάρκεια ή επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα: στιγμ~/ωρ~.|| Eβδομαδ~/μην~.2. μέρος του σώματος: κροταφ~ (= κροταφικός)/μετωπ~ (λοβός). Μηρ-ιαίο (οστό). Γλουτ-ιαίοι (μύες).3. τρόπο: βαθμ~/κατακλυσμ~.4. μέγεθος ή ποσότητα: γιγαντ~ (πβ. -ιος)/κολοσσ~/σπιθαμ~.|| Εκατοστ~/ποσοστ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.