βιομηχανία βι-ο-μη-χα-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας που αφορά την παραγωγή υλικών αγαθών μέσω της μεταποίησης πρώτων υλών, κυρ. με μηχανικά ή/και χημικά μέσα· ειδικότ. κάθε επιμέρους κλάδος του ή συνεκδ. το εργοστάσιο: γεωργική/εξορυκτική/ηλεκτρονική/μεταλλουργική (= μεταλλουργία)/ναυπηγική/οικολογική/πολεμική/πυρηνική/φαρμακευτική/χημική ~. Η εγχώρια/εθνική/παγκόσμια ~. ~ αλουμινίου/αυτοκινήτων (= αυτοκινητο~)/γάλακτος (= γαλακτο~)/δέρματος (= βυρσοδεψία)/ελαστικών/επίπλων (= επιπλοποιία)/ηλεκτρισμού/λιπασμάτων/όπλων (βλ. ΕΒΟ)/πετρελαίου (= πετρελαιο~, βλ. διυλιστήριο)/ποτών (= ποτοποιία)/σιδήρου (= σιδηρουργία)/τροφίμων/υποδημάτων/φαρμάκων (= φαρμακο~)/χάρτου (= χαρτο~). Σύνδεσμος Eλληνικών ~ών (ΣEB). Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών ~ας.|| Τα απόβλητα/οι εγκαταστάσεις/οι εργάτες μιας ~ας. || Γλωσσική/διαφημιστική/δημιουργική/πολιτιστική ~. Η μουσική ~ (: εταιρείες μουσικής παραγωγής). Η ~ του ελεύθερου χρόνου/της ομορφιάς (: μόδα και καλλυντικά, καλλιστεία)/του σεξ. Πβ. φάμπρικα. Βλ. βιοτεχνία, εκβιομηχάνιση, -βιομηχανία, -ουργία, -ποιία. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) κάθε μαζική και τυποποιημένη παραγωγή, κυρ. για οικονομική εκμετάλλευση: ~ ονείρων/πτυχίων. ● ΣΥΜΠΛ.: αμυντική βιομηχανία: ΟΙΚΟΝ. σύνολο βιομηχανικών μονάδων που κατασκευάζουν και πωλούν οπλικά συστήματα, βαρέα οχήματα και άρματα μάχης., βαριά βιομηχανία 1. ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των βιομηχανιών που απαιτούν πολύ υψηλό κεφάλαιο για την κατασκευή μεγάλων εργοστασιακών μονάδων, την αγορά και συντήρηση βαρέος μηχανολογικού εξοπλισμού και την απασχόληση πολλών εργαζομένων. Βλ. αυτοκινητο-, μεγαλο-, πετρελαιο-βιομηχανία. 2. (μτφ.) σημαντικός, ισχυρός τομέας: Ο τουρισμός και η ναυτιλία αποτελούν τη ~ ~ της χώρας μας. [< αγγλ. heavy industry, 1944] , βιομηχανία του θεάματος: επιχειρήσεις που σχετίζονται κυρ. με την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη μουσική και τον αθλητισμό. ΣΥΝ. σοουμπίζ [< αγγλ. entertainment industry, 1951] , ελαφρά βιομηχανία & ελαφριά βιομηχανία: που παράγει είδη πρώτης ανάγκης και καταναλωτικά αγαθά, όπως η βιομηχανία τροφίμων, ενδυμάτων, υποδημάτων, ηλεκτρικών ειδών και η υφαντουργία., τουριστική βιομηχανία & ταξιδιωτική βιομηχανία: τουριστικές επιχειρήσεις (ξενοδοχεία, ταξιδιωτικά γραφεία) και γενικότ. υπηρεσίες που σχετίζονται με τον τουρισμό και αφορούν τη διαμονή, τη διατροφή ή/και τη διασκέδαση. [< αγγλ. tourist industry, 1938] [< μτγν. βιομηχανία 'εξεύρεση των απαραίτητων για τη ζωή', γαλλ. industrie, γερμ. Industrie, αγγλ. industry]