Σύμβολα

Χρηστικό λεξικό

Σύμβολα

[ ]

Ορθογώνιες αγκύλες: Μέσα σ’ αυτές τίθενται οι λέξεις στο πολυτονικό, όπως και η ετυμολογία.

< 

Γωνιώδης αγκύλη: Προέρχεται από (για ετυμολογικές πληροφορίες).

~

Κυματοειδής παύλα: Αντικαθιστά μέρος της κεφαλής ή ολόκληρη την κεφαλή του λήμματος. || ~ ~ : Υποκαθιστά σύμπλοκο ή έκφραση.

||

Διπλή κατακόρυφη γραμμή: Σημαίνει σημασιολογική ή υφολογική διαφοροποίηση των παραδειγμάτων.

|

Μονή κατακόρυφη γραμμή: Μέσα σε άγκιστρα. Στα ουσιαστικά και τα επίθετα χωρίζει τον ενικό από τον πληθυντικό και στα ρήματα συνήθ. τον ενεστώτα της ενεργητικής φωνής από τους υπόλοιπους χρόνους.

/

Πλάγια γραμμή: Διαχωρίζει τις συνδυαστικές δυνατότητες των λέξεων.

{ }

Άγκιστρα: Περιέχουν γραμματικά σχόλια.

( )

Παρενθέσεις: Μέσα σε αυτές τοποθετείται υφολογικό σχόλιο. Επεξηγηματικά τίθεται το άρθρο ή οι καταλήξεις σε γραμματικά σχόλια. Φανερώνει, επίσης, προαιρετική ή εναλλακτική δυνατότητα.

« »

Διπλά εισαγωγικά: Δηλώνουν κυρ. μεταγλωσσική χρήση. Βλ. γραμματικοποίηση.

‘ ’

Μονά εισαγωγικά: Μπαίνουν στο σημασιολογικό μέρος των ετυμολογιών για να δηλωθεί η διαφορετική σημασία που είχε η λέξη παλαιότερα. Βλ. βιομηχανία.

Αποσιωπητικά: Δηλώνουν παράλειψη λέξης, αριθμού ή φράσης με πολλές δυνατότητες συμπλήρωσης από τον χρήστη του λεξικού.

(: …)   ή   (= …:)

Δηλώνει ερμηνεία ή συνώνυμο της λέξης ή έκφρασης που προηγείται.

Κουκκίδα: Δείχνει ότι ακολουθεί σύμπλοκο, έκφραση, ουσιαστικό, επίρρημα, μεγεθυντικό, υποκοριστικό, ρήμα σε άλλο πρόσωπο, μετοχή, παθητική φωνή.

:

Ακολουθούν ορισμός, παραδείγματα ή συνδυαστικές δυνατότητες

&

Στην κεφαλή λήμματος δηλώνει παράλληλο τύπο. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ισοδυναμεί με το «και».

*

Αμάρτυρος τύπος.

βιομηχανία

βιομηχανία βι-ο-μη-χα-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας που αφορά την παραγωγή υλικών αγαθών μέσω της μεταποίησης πρώτων υλών, κυρ. με μηχανικά ή/και χημικά μέσα· ειδικότ. κάθε επιμέρους κλάδος του ή συνεκδ. το εργοστάσιο: γεωργική/εξορυκτική/ηλεκτρονική/μεταλλουργική (= μεταλλουργία)/ναυπηγική/οικολογική/πολεμική/πυρηνική/φαρμακευτική/χημική ~. Η εγχώρια/εθνική/παγκόσμια ~. ~ αλουμινίου/αυτοκινήτων (= αυτοκινητο~)/γάλακτος (= γαλακτο~)/δέρματος (= βυρσοδεψία)/ελαστικών/επίπλων (= επιπλοποιία)/ηλεκτρισμού/λιπασμάτων/όπλων (βλ. ΕΒΟ)/πετρελαίου (= πετρελαιο~, βλ. διυλιστήριο)/ποτών (= ποτοποιία)/σιδήρου (= σιδηρουργία)/τροφίμων/υποδημάτων/φαρμάκων (= φαρμακο~)/χάρτου (= χαρτο~). Σύνδεσμος Eλληνικών ~ών (ΣEB). Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών ~ας.|| Τα απόβλητα/οι εγκαταστάσεις/οι εργάτες μιας ~ας. || Γλωσσική/διαφημιστική/δημιουργική/πολιτιστική ~. Η μουσική ~ (: εταιρείες μουσικής παραγωγής). Η ~ του ελεύθερου χρόνου/της ομορφιάς (: μόδα και καλλυντικά, καλλιστεία)/του σεξ. Πβ. φάμπρικα. Βλ. βιοτεχνία, εκβιομηχάνιση, -βιομηχανία, -ουργία, -ποιία. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) κάθε μαζική και τυποποιημένη παραγωγή, κυρ. για οικονομική εκμετάλλευση: ~ ονείρων/πτυχίων. ● ΣΥΜΠΛ.: αμυντική βιομηχανία: ΟΙΚΟΝ. σύνολο βιομηχανικών μονάδων που κατασκευάζουν και πωλούν οπλικά συστήματα, βαρέα οχήματα και άρματα μάχης., βαριά βιομηχανία 1. ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των βιομηχανιών που απαιτούν πολύ υψηλό κεφάλαιο για την κατασκευή μεγάλων εργοστασιακών μονάδων, την αγορά και συντήρηση βαρέος μηχανολογικού εξοπλισμού και την απασχόληση πολλών εργαζομένων. Βλ. αυτοκινητο-, μεγαλο-, πετρελαιο-βιομηχανία. 2. (μτφ.) σημαντικός, ισχυρός τομέας: Ο τουρισμός και η ναυτιλία αποτελούν τη ~ ~ της χώρας μας. [< αγγλ. heavy industry, 1944] , βιομηχανία του θεάματος: επιχειρήσεις που σχετίζονται κυρ. με την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη μουσική και τον αθλητισμό. ΣΥΝ. σοουμπίζ [< αγγλ. entertainment industry, 1951] , ελαφρά βιομηχανία & ελαφριά βιομηχανία: που παράγει είδη πρώτης ανάγκης και καταναλωτικά αγαθά, όπως η βιομηχανία τροφίμων, ενδυμάτων, υποδημάτων, ηλεκτρικών ειδών και η υφαντουργία., τουριστική βιομηχανία & ταξιδιωτική βιομηχανία: τουριστικές επιχειρήσεις (ξενοδοχεία, ταξιδιωτικά γραφεία) και γενικότ. υπηρεσίες που σχετίζονται με τον τουρισμό και αφορούν τη διαμονή, τη διατροφή ή/και τη διασκέδαση. [< αγγλ. tourist industry, 1938] [< μτγν. βιομηχανία 'εξεύρεση των απαραίτητων για τη ζωή', γαλλ. industrie, γερμ. Industrie, αγγλ. industry]

βιοτεχνία

βιοτεχνία βι-ο-τε-χνί-α ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΝ. κλάδος παραγωγής, συνήθ. μη τυποποιημένων προϊόντων, που ασχολείται με τη μεταποίηση πρώτων υλών και βασίζεται στην απασχόληση μικρού αριθμού προσωπικού και την περιορισμένη χρήση μηχανικού εξοπλισμού· συνεκδ. το αντίστοιχο κτίριο ή μονάδα: οικιακή/οικογενειακή ~. ~ ενδυμάτων/πλαστικών/χημικών προϊόντων. ~ και εμπορία λευκών ειδών. Βλ. αγρο~, βιομηχανία, μικρο~, χειροτεχνία, -τεχνία. [< γαλλ. biotechnie, manufacture]

γραμματικοποίηση

γραμματικοποίηση γραμ-μα-τι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. διαδικασία γλωσσικής αλλαγής κατά την οποία λεξικές μονάδες αποκτούν σταδιακά γραμματική λειτουργία, ενώ, παράλληλα, χάνουν τη συντακτική, σημασιολογική και εν μέρει τη μορφολογική και φωνολογική τους αυτονομία (π.χ., ο δείκτης του μέλλ. "θα" προέρχεται από τη φράση "θέλω να", το ουσ. "χάρη" αποκτά σημασία πρόθεσης στη ΦΡ. "χάρη σε"). Βλ. λεξικοποίηση, -ποίηση. [< γαλλ. grammaticalisation, 1912, αγγλ. grammaticalization, 1955]

λεξικοποίηση

λεξικοποίηση λε-ξι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. διαδικασία μετατροπής ενός στοιχείου ή μιας φράσης σε ενιαίο λεξικό στοιχείο: π.χ. ΕΣΥ (ακρ.), τα ξέρει όλα (= ξερόλας). Βλ. γραμματικοποίηση, -ποίηση. [< γαλλ. lexicalisation, 1927, αγγλ. lexicalization, 1949]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.