ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|
24509 | -κεφτές | : επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών με αναφορά στον κεφτέ: κολοκυθο~/ντοματο~/πατατο~/πρασο~/ταραμο~. Ρεβιθο/φαβο~έδες. Γαριδο~/ταραμο~/χταποδο~/ψαρο~έδες. ||ψευτο~έδες. | |
24529 | -κήλη | : ΙΑΤΡ. το ουσιαστικό κήλη ως β' συνθετικό: βουβωνο~/βρογχο~/μηρο~/ομφαλο~/υδρο~. | |
24538 | -κηπος | : το ουσιαστικό κήπος ως β' συνθετικό: αγρό~/ανθό~/βραχό~/βυσσινό~/λαχανό~. | |
24609 | -κιλος | , η, ο: το ουσιαστικό κιλό ως β' συνθετικό επιθέτων για τη δήλωση συγκεκριμένου βάρους: μισό-κιλος/δί~/δεκά~. Βλ. -λιτρος. | |
24659 | -κινητήριος | , α, ο: ΜΗΧΑΝΟΛ. β' συνθετικό για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν αριθμό κινητήρων: δι-κινητήριος/μονο~/τετρα~. Τρι-κινητήριο αεροσκάφος. | |
24667 | -κίνητος | , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν τον τρόπο ή το μέσο της κίνησης: αει-κίνητος/αργο~/βραδυ~/δυσ~.|| Δι~/μπροστο~/πισω~/τετρα~. Aτμο-κίνητος/βενζινο~/ηλεκτρο~/μηχανο~/πετρελαιο~/χειρο~.|| (μτφ.) Ξενο~. | |
24983 | -κλινος | , η, ο (λόγ.): β' συνθετικό που συνδυάζεται με αριθμητικά για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού κλινών: μονό-κλινος/τρί~/τετρά~.|| (ουσιαστικοπ.) Το δί-κλινο (ενν. δωμάτιο). | |
24998 | -κλιτος | , η, ο: ΑΡΧΙΤ. β' συνθετικό ουσιαστικών με αναφορά στο κλίτος ναού: δί~/μονό~/πεντά~/τρί~. | |
25012 | -κλόπος | (λόγ.): επίθημα ουσιαστικών∙ αναφέρεται σε πρόσωπο που ιδιοποιείται παράνομα ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (o/η) λογο~/τυπο~. Bλ. -κόπος. | |
25044 | -κλωνος1 | , η, ο: β' συνθετικό που συνδυάζεται με αριθμητικά για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού κλωναριών ή σπανιότ. διακλαδώσεων: δί-κλωνος/τρί~. | |
25046 | -κλωνος2 | , η, ο: ΒΙΟΛ. το ουσιαστικό κλώνος ως β' συνθετικό: δί~/πολύ~. | |
25093 | -κογχος | , η, ο & (προφ.) -κοχος: ΑΡΧΙΤ. β' συνθετικό επιθέτων με αναφορά στην κόγχη ή τις κόγχες ναού: δί~/μονό~/τρί~. | |
25358 | -κολλα | : β' συνθετικό για τον προσδιορισμό του τύπου κόλλας, ανάλογα με τη σύσταση ή το είδος των επιφανειών στις οποίες εφαρμόζεται: αλευρό~/βενζινό~/θερμό~/ψαρό~.|| Ξυλό~. | |
25465 | -κομείο | επίθημα ουδετέρων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κέντρο ειδικής φροντίδας: βρεφο~/γηρο~/νοσο~/πτωχο~. 2. μονάδα παραγωγής ή εκτροφής: γαλακτο~/τυρο~.|| Κυνο~/μελισσο~ (πβ. -τροφείο). | |
25474 | -κομία | : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται στην ειδική φροντίδα, την καλλιέργεια, την παραγωγή ή την εκτροφή: βρεφο~.|| Οροφο~/τραπεζο~.|| Ανθο~/δασο~/ελαιο~/φυτο~.|| Τυρο~.|| Ζωο~/ιχθυο~ (πβ. -καλλιέργεια, -τροφία)/μελισσο~. | |
25521 | -κόμος | επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. τον κατάλληλα εκπαιδευμένο για την φροντίδα κυρ. βρεφών, νηπίων ή ασθενών: βρεφο~/νηπιο~/νοσο~/παιδο~ (πβ. παιδ-αγωγός). 2. τον επαγγελματία που ασχολείται με την εκτροφή ή την παραγωγή: μελισσο~. Πβ. -τρόφος.|| Ανθο~/δασο~/δενδρο~/φυτο~. | |
25600 | -κομώ | (λόγ.) επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. περιθάλπω: γηρο~. 2. (σπανιότ.) παρασκευάζω: τυρο~. | |
25781 | -κόπος | επίθημα ουσιαστικών με αναφορά σε πρόσωπο που 1. (συνήθ. με αρνητ. συνυποδ.) συνηθίζει να κάνει κάτι με ένταση, υπερβολικά: γλεντο~/χαρο~. 2. ασχολείται με την κοπή, κυρ. δέντρων: ξυλο~. | |
25782 | -κοπος1 | , η, ο (λόγ.): επίθημα με αναφορά στην κοπή: δί~.|| (μτφ.) Νεό~. | |
25783 | -κοπος2 | , η, ο: επίθημα που αναφέρεται στην κόπωση: ά~/κατά~. | |