ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|
1478 | -αΐτης, -αΐτισσα | : επίθημα για τον σχηματισμό πατριδωνυμικών ή οικογενειακών ονομάτων: Μορ~/Σιν~/χωρ~. | |
1535 | -άκα | : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν συγγένεια για τον σχηματισμό υποκοριστικών: γιαγι~/μαμ~ (βλ. -ούλα). Βλ. -ακας. | |
1580 | -ακας & -άκας | επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ατόμου: (συνήθ. μειωτ.) μεθύστ-ακας/μπεκρούλι~.|| (ως κατάλ. κύριων ονομάτων, με μεγεθυντική σημ.) (λαϊκό) Σταύρ-ακας. 2. (χαϊδευτ.-οικ.) στενή συγγενική σχέση και έχει υποκοριστική σημασία: μπαμπ-άκας (βλ. -ούλης). Βλ. -άκα. | |
1644 | -άκης | παραγωγικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών, ιδ. κύριων ονομάτων 1. υποκοριστικών με χαϊδευτική ή μειωτική σημασία: Γιανν~/Γιωργ~.|| Κοσμ~. 2. οικογενειακών ονομάτων, ιδιαίτερα κρητικών. Βλ. -άκος. | |
1645 | -άκι | {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~. | |
1646 | -άκιας | {-άκηδες}: παραγωγικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών με μειωτική συνήθ. σημασία: εξυπν~/τυχερ~.|| Γυαλ~/καλοπερασ~/μουστ~/μπαχαλ~/τσαντ~. | |
1661 | -άκις | (λόγ. ή αρχαιοπρ.): επίθημα παραγωγής επιρρημάτων που δηλώνει επανάληψη: δεκ~/εξ~/οσ~/πλειστ~/πολλ~ (: πολλές φορές). | |
1664 | -άκλα | : επίθημα παραγωγής θηλυκών ουσιαστικών με μεγεθυντική σημασία: φων~. Χερ~ (πβ. -ούκλα). | |
1665 | -ακλας & -ακλάς | : επίθημα παραγωγής αρσενικών ουσιαστικών ή επιθέτων με μεγεθυντική σημασία: άντρ-ακλας. Βλ. -άκλα.|| Φων-ακλάς. | |
1721 | -άκος | επίθημα παραγωγής αρσενικών ουσιαστικών 1. υποκοριστικών με χαϊδευτική ή μειωτική σημασία: γεροντ~/πυρετ~/υπν~.|| (για αρνητ. ιδιότητα:) Aλητ~/διαβολ~/τεμπελ~/ψευτ~ (βλ. -αράκος).|| Γιατρουδ~/εμπορ~/υπαλληλ~ (πβ. -ίσκος). Πβ. -άκι. 2. οικογενειακών ονομάτων, ιδιαίτερα μανιάτικων. Βλ. -άκης. | |
1722 | -ακός | βλ. -ιακός | |
1951 | -άλα | : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται σε ενέργεια ή στο αποτέλεσμά της: (συνήθ. επιτατ.) τρεχ~. Πβ. -ιμο.|| Διχ~/κρεμ~/φουσκ~. | |
1967 | -αλάκι | : υποκοριστικό επίθημα σε ουδέτερα ουσιαστικά που παράγονται από ουσιαστικά: βηχ~/βουν~/γρομπ~/μπογ~/ρουχ~/συκ~. Βλ. -άκι. | |
1992 | -άλας, -άλα & -αλάς, -αλού | : μεγεθυντικό επίθημα με επιτατική σημασία και συνήθ. ειρωνική συνυποδήλωση για τον σχηματισμό αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών: κεφ-άλας/πειν~. Κρεμαντ-αλάς/μαντραχ~. Μπουντ-αλού. | |
2026 | -αλγία | : (κυρ. στην ιατρ. ορολογία) λεξικό επίθημα που δηλώνει πόνο σε συγκεκριμένο σημείο του σώματος: αυχεν~, ισχι~/καυσ~/κεφαλ~/μυ~/νευρ~/οσφυ~. | |
2063 | -αλέος | , α, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που επιτείνει την δηλούμενη ιδιότητα: αβυσσ~/γηρ~/διψ~/θαρρ~/κραυγ~/λυσσ~/νυστ~/πειν~/ρωμ~/υπν~/φευγ~/φρικ~. | |
2076 | -άλευρο | : β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση συγκεκριμένου είδους άλευρου: καλαμποκ~/κριθ~/πατατ~/ρυζ~/σιτ~/σογι~.|| (κατ' επέκτ.) Χαρουπ~. Ιχθυ~/κρεατ~/οστε~. | |
2100 | -αλής | βλ. -λής | |
2338 | -αλο | : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: θρύψ~/καύκ~/κρότ~/ρόπ~/χούφτ~. | |
2361 | -αλός | , ή, ό: επίθημα που δηλώνει χαρακτηριστικό, ιδιότητα: ντροπ~/παρδ~/ροδ~. | |