ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57038 | χοιρομητέρα | χοι-ρο-μη-τέ-ρα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΤ. ο θηλυκός χοίρος μετά τον πρώτο τοκετό. Βλ. κάπρος. | |
57039 | χοίρος | [χοῖρος] χοί-ρος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): γουρούνι: (ΖΩΟΤ.) απογαλακτισμένος ~. ~οι αναπαραγωγής/σφαγής. Εκτροφή ~ων (= χοιροτροφία). Σφαγείο ~ων (= χοιροσφαγείο). Βλ. αγριόχοιρος, κάπρος, χοιρίδιο, χοιρομητέρα. ● ΣΥΜΠΛ.: γρίπη των χοίρων: ΙΑΤΡ. οξεία, μεταδοτική, αναπνευστική ασθένεια με υψηλή νοσηρότητα και χαμηλή θνησιμότητα, η οποία προκαλείται από τον ιό Η1Ν1 και προσβάλλει τους χοίρους, αλλά μπορεί να μολύνει και τον άνθρωπο. [< αγγλ. swine flu, 1919, swine influenza, 1919] [< αρχ. χοῖρος] | |
57040 | χοιροστάσιο | χοι-ρο-στά-σι-ο ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) χοιροστάσι: ΖΩΟΤ. χώρος ή οργανωμένη μονάδα εκτροφής χοίρων. Βλ. -στάσιο. ΣΥΝ. χοιροτροφείο [< γαλλ. porcherie] | |
57041 | χοιροσφαγείο | [χοιροσφαγεῖο] χοι-ρο-σφα-γεί-ο ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΤ. σφαγείο χοίρων. [< μεσν. χοιροσφαγεῖον] | |
57042 | χοιροσφάγια | χοι-ρο-σφά-γι-α ουσ. (ουδ.) (τα) (κυρ. παλαιότ.): ΛΑΟΓΡ. έθιμο τελετουργικής σφαγής κατοικίδιων χοίρων, κυρ. τον Νοέμβριο, την παραμονή των Χριστουγέννων ή τις Απόκριες, με σκοπό την εξοικονόμηση χοιρινού κρέατος για το υπόλοιπο του χρόνου και την παρασκευή παστού χοιρινού και λουκάνικων. | |
57043 | χοιροτροφείο | [χοιροτροφεῖο] χοι-ρο-τρο-φεί-ο ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΤ. χοιροτροφική μονάδα. Βλ. -τροφείο. ΣΥΝ. χοιροστάσιο [< μτγν. χοιροτροφεῖον] | |
57044 | χοιροτροφία | χοι-ρο-τρο-φί-α ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΤ. εκτροφή χοίρων. Βλ. -τροφία. | |
57045 | χοιροτροφικός | , ή, ό χοι-ρο-τρο-φι-κός επίθ.: ΖΩΟΤ. που σχετίζεται με τη χοιροτροφία: ~ή: εκμετάλλευση/μονάδα (= χοιροτροφείο)/παραγωγή. | |
57046 | χοιροτρόφος | χοι-ρο-τρό-φος ουσ. (αρσ.): εκτροφέας χοίρων. Βλ. -τρόφος. [< μτγν. χοιροτρόφος] | |
57047 | χόκεϊ | χό-κε-ϊ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. παιχνίδι που διεξάγεται ανάμεσα σε δύο ομάδες και στο οποίο οι παίκτες προσπαθούν, με τη χρήση ειδικού μπαστουνιού, να στείλουν μια μικρή σκληρή μπάλα (στο επί χόρτου) ή έναν σκληρό λαστιχένιο δίσκο (στο επί πάγου) στην εστία των αντιπάλων. Βλ. γκολφ, κρίκετ, κροκέ, σπορ επαφής. [< αγγλ. hockey, γαλλ. ~, 1876] | |
57048 | χολ | ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: δωμάτιο, συνήθ. μικρό, που λειτουργεί ως προθάλαμος: (σε σπίτι:) επιπλωμένο ~. Ο καθρέφτης/το τραπεζάκι του ~.|| Το κεντρικό ~ του ξενοδοχείου (= λόμπι). Γραφεία με κοινό ~. Βλ. προχόλ. ● Υποκ.: χολάκι (το) [< αγγλ. hall] | |
57049 | χολ- | βλ. χολο-. | |
57050 | χολαγγειίτιδα | χο-λαγ-γει-ί-τι-δα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. φλεγμονή των χοληφόρων αγγείων: οξεία/πρωτοπαθής σκληρυντική ~. Βλ. χολοκυστίτιδα, -ίτιδα. [< γαλλ. cholangite, αγγλ. cholangitis] | |
57051 | χολαγγειογραφία | χο-λαγ-γει-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ακτινογραφία των χοληφόρων πόρων, ύστερα από έγχυση σκιαγραφικού υγρού: διεγχειρητική/μαγνητική/ραδιοϊσοτοπική ~. Βλ. -γραφία. [< αγγλ. cholangiography, 1936, γαλλ. cholangiographie] | |
57052 | χολαγγειοκαρκίνωμα | χο-λαγ-γει-ο-καρ-κί-νω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. καρκίνωμα των χοληφόρων πόρων: ενδοηπατικό/εξωηπατικό ~. [< αγγλ. cholangiocarcinoma] | |
57053 | χολαγωγός | , ός, ό χο-λα-γω-γός επίθ.: ΙΑΤΡ. που διεγείρει την έκκριση χολής: ~ό: φάρμακο/φυτό. [< μτγν. χολαγωγός, γαλλ.-αγγλ. cholagogue] | |
57054 | χολέρα | χο-λέ-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. λοιμώδης νόσος (γαστρεντερίτιδα) η οποία προκαλείται από την εντεροτοξίνη που παράγουν τα στελέχη του βακτηρίου Vibrio cholerae· (κατ' επέκτ., ΚΤΗΝ.) νόσημα με αντίστοιχα συμπτώματα: επιδημία/κρούσματα ~ας. Θάνατοι/νεκροί από ~. Βλ. πανούκλα, τύφος.|| ~ των πουλερικών (βλ. γρίπη των πτηνών)/χοίρων. ΣΥΝ. πανώλη. 2. (μτφ.) διαφθορά, ηθική κατάπτωση: πολιτική ~. 3. (μτφ.) διεφθαρμένος άνθρωπος. Πβ. λαμόγιο. [< αρχ. χολέρα, γαλλ. choléra, αγγλ. cholera] | |
57055 | χολεριασμένος | , η, ο χο-λε-ρια-σμέ-νος επίθ. (σπάν.-προφ.) 1. που έχει προσβληθεί από χολέρα. 2. (μτφ.) απεχθής, διεφθαρμένος. | |
57056 | χολερικός | , ή, ό χο-λε-ρι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τη χολέρα ή πάσχει από αυτή: (ως ουσ.) Οι ~οί. 2. (μτφ.) δύστροπος, ευερέθιστος, οξύθυμος: ~ός: χαρακτήρας. ~ή: ιδιοσυγκρασία. (παλαιότ.) Αιματώδης, φλεγματικός, ~, μελαγχολικός (: οι τέσσερις τύποι χαρακτήρων). 3. (μτφ.) πικρόχολος: ~ές: δηλώσεις/κουβέντες/κριτικές. ~ά: σχόλια. [< 1: αρχ. χολερικός 2,3: γαλλ. cholérique, αγγλ. choleric] | |
57057 | χολερυθρίνη | χο-λε-ρυ-θρί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. κοκκινωπή χρωστική της χολής, προϊόν της αιμοσφαιρίνης: άμεση/έμμεση/ολική ~. ~ αίματος/ορού. Βλ. ίκτερος, υπερχολερυθριναιμία, χολοχρωστικές ουσίες, -ίνη. [< γαλλ. bilirubine] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ