ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57098 | χονδροϊτίνη | χον-δρο-ϊ-τί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. πολυσακχαρίτης που χρησιμεύει ως συστατικό δόμησης σε διάφορους ζωντανούς ιστούς, κυρ. χόνδρους: θειική ~. Βλ. -ίνη. [< γερμ. Chondroïtin, αγγλ. chondroitin] | |
57099 | χονδρόκοκκος | , η, ο χον-δρό-κοκ-κος επίθ. & (προφ.) χοντρόκοκκος: που αποτελείται από μεγάλους κόκκους: (ΟΡΥΚΤ.) ~η: σκόνη. ~ο: μάρμαρο. ~α: εδάφη/πετρώματα (βλ. πηγματίτης)/υλικά (= αδρομερή).|| ~ο: αλάτι. Πβ. χοντροαλεσμένος. ΑΝΤ. λεπτόκοκκος | |
57100 | χονδροκύτταρα | χον-δρο-κύτ-τα-ρα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. χονδροκύτταρο}: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. τα ώριμα κύτταρα που συνθέτουν τη θεμέλια ουσία του χόνδρου. Βλ. οστεοκύτταρο, χονδροβλάστες. [< αγγλ. chondrocyte, 1903, γαλλ. ~] | |
57101 | χονδρομαλάκυνση | χον-δρο-μα-λά-κυν-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. χονδροπάθεια. [< αγγλ. chondromalacia] | |
57102 | χονδροπάθεια | χον-δρο-πά-θει-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. επώδυνη πάθηση που χαρακτηρίζεται από μαλάκυνση και ρωγμές του αρθρικού χόνδρου της επιγονατίδας: ~ στο γόνατο. ΣΥΝ. χονδρομαλάκυνση | |
57103 | χόνδρος | χόν-δρος ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ. ινώδης ελαστικός συνδετικός ιστός: αυξητικός/συζευκτικός/υαλοειδής ~. Ο ~ της επιγονατίδας (βλ. μηνίσκος). Αλλοιώσεις/εκφυλισμός/καταστροφή/μαλάκυνση (= χονδρο-μαλάκυνση, -πάθεια)/φθορά του αρθρικού ~ου/~ου των αρθρώσεων (βλ. οστεοαρθρίτιδα). Βλ. αχονδροπλασία, κάταγμα, κόνδυλος.|| Επιχείλιος/θυρεοειδής ή λαρυγγικός (= το μήλο του Αδάμ) ~. Ο ~ του πτερυγίου του αυτιού. Οι πλάγιοι ~οι της μύτης. Βλ. διάφραγμα, περιχόνδριο, χονδρο-βλάστες, -ϊτίνη, -κύτταρα. ● ΣΥΜΠΛ.: κρικοειδής χόνδρος βλ. κρικοειδής [< αρχ. χόνδρος, γαλλ. cartilage, πβ. αγγλ. chondre] | |
57104 | χοντράδα | χο-ντρά-δα ουσ. (θηλ.) (προφ.): λόγος ή πράξη που χαρακτηρίζεται από απερισκεψία, αγένεια ή/και αδιακρισία: Πρόσεξε μη σου ξεφύγει καμιά ~! Έκανε τη ~ να ... Πβ. απρέπεια, γαϊδουριά, γκάφα, γουρουνιά, χωριατιά. Βλ. -άδα. ΣΥΝ. χοντρή, χοντροκοπιά (2) | |
57105 | χοντράδι | χο-ντρά-δι ουσ. (ουδ.) (προφ.): μικρός σκληρός σχηματισμός μέσα ή πάνω σε κάτι. Βλ. -άδι. | |
57106 | χοντραίνω | χο-ντραί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χόντρυν-α, χοντρύνει} (προφ.): γίνομαι ή κάνω κάποιον να φαίνεται πιο χοντρός: Έχει χοντρύνει τελευταία.|| Φαγητά που ~ουν. Αυτά τα ρούχα σε ~ουν. ΣΥΝ. παχαίνω.|| (μτφ.) ~ε η φωνή του (: έγινε πιο βαριά, ανδρική). ΑΝΤ. αδυνατίζω (1), λεπταίνω (1) ● χοντραίνει (μτφ.): εντείνεται, οξύνεται: ~ η αντιπαράθεση/κόντρα. Δεν νομίζεις πως ~ε το αστείο; Βλ. παρα~.|| (σπάν.) ~ουν (= εντείνουν) τις προκλήσεις. ● ΦΡ.: το χοντραίνω (το παιχνίδι)/το παιχνίδι χοντραίνει (προφ.): εξωθώ μια κατάσταση σε οριακό σημείο· κάτι οδηγείται στα άκρα: Μην το ~εις άλλο ~! Το ~ες πολύ! Πβ. το παρακάνω, τραβάω/τεντώνω το σκοινί.|| Το παιχνίδι άρχισε να ~ει (: σοβαρεύει) ανησυχητικά/επικίνδυνα. | |
57107 | χοντραλεσμένος | , η, ο βλ. χοντροαλεσμένος | |
57108 | χοντράνθρωπος | χο-ντράν-θρω-πος ουσ. (αρσ.) (προφ.): (για άνδρα, συνήθ. εύσωμο) αγροίκος, απαίδευτος, άξεστος. Βλ. -άνθρωπος. | |
57109 | χοντρέλα | χο-ντρέ-λα ουσ. (θηλ.) & χοντρέλω (προφ.): χοντρή γυναίκα. Πβ. βαρέλα, γουρούνα, ντουλάπα. | |
57110 | χοντρέμπορας | βλ. χονδρέμπορος | |
57111 | χοντρεμπόριο | βλ. χονδρεμπόριο | |
57112 | χοντρικός | , ή, ό βλ. χονδρικός | |
57113 | χοντρο- & χοντρό- & χοντρ- & (λόγ.) χονδρο- & χονδρό- & χονδρ- | α' συνθετικό με τη σημασία του 1. παχύ, μεγάλου: χοντρό-φλουδος.|| Χονδρό-κοκκος.|| Xοντρο-κεφάλα. 2. (μτφ.) άτεχνου, κακοφτιαγμένου: χοντρο-δουλειά (ΑΝΤ. λεπτο-, ψιλο-).|| Χονδρο-ειδής. 3. (μτφ.) αδιάκριτου, αγενή, αναίσθητου: χοντρ-άνθρωπος (βλ. αγρι-).|| Χοντρό-πετσος (πβ. σκληρό-). 4. χονδρικού: χονδρ-εμπόριο. | |
57114 | χοντροαλεσμένος | , η, ο χο-ντρο-α-λε-σμέ-νος επίθ. & (σπάν.) χοντραλεσμένος, χονδραλεσμένος: που, μετά την άλεσή του, αποτελείται από χοντρούς κόκκους: ~ο: αλεύρι/πιπέρι/σιτάρι (= πλιγούρι, χόντρος). ~α: καρύδια. Πβ. χονδρόκοκκος, χοντρο-κομμένος, -κοπανισμένος. ΑΝΤ. ψιλοαλεσμένος | |
57115 | χοντροδουλειά | χο-ντρο-δου-λειά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. κοπιαστική χειρωνακτική εργασία, βαριά δουλειά: Τον έχουν για τις ~ές. Πβ. χαμαλοδουλειά. 2. (σπάν.) κακότεχνη κατασκευή. ΑΝΤ. λεπτοδουλειά, ψιλοδουλειά (1) | |
57116 | χοντροδουλεμένος | , η, ο χο-ντρο-δου-λε-μέ-νος επίθ. (σπάν.-προφ.): χοντροκαμωμένος. | |
57117 | χοντροειδής | , ής, ές βλ. χονδροειδής |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ