Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [57540-57560]

IDΛήμμαΕρμηνεία
57118χοντροκαμωμένος, η, ο χο-ντρο-κα-μω-μέ-νος επίθ. (προφ.) 1. κακοφτιαγμένος, κακότεχνος: ~α: παπούτσια (= χοντροπάπουτσα). Πβ. χονδροειδής. ΣΥΝ. χοντροδουλεμένος 2. χοντρός και κατ' επέκτ. άκομψος: ~η: γυναίκα. ~ο: σώμα. ΣΥΝ. χοντροκομμένος (3) ΑΝΤ. λεπτοκαμωμένος
57119χοντροκεφάλαχο-ντρο-κε-φά-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.-μειωτ.): κεφάλι κουτού ανθρώπου· κυρ. κατ' επέκτ. μειωμένη αντίληψη και ισχυρογνωμοσύνη: Έσπασε τη ~ του.|| Δεν μπορεί η ~ σου να καταλάβει ότι ... Πβ. ξερό.
57120χοντροκεφαλιάχο-ντρο-κε-φα-λιά ουσ. (θηλ.) (προφ.): ανόητη πράξη ή σκέψη που συνήθ. δηλώνει ισχυρογνωμοσύνη.
57121χοντροκέφαλος, η, ο χο-ντρο-κέ-φα-λος επίθ. (προφ.) 1. ξεροκέφαλος. 2. μπουμπούνας, μπουμπουνοκέφαλος. 3. που έχει χοντρό κεφάλι. Βλ. -κέφαλος.
57122χοντρόκοκκος, η, ο βλ. χονδρόκοκκος
57123χοντροκομμένος, η, ο χο-ντρο-κομ-μέ-νος επίθ. (προφ.) 1. κομμένος σε χοντρά κομμάτια: ~ο: πιπέρι/σιμιγδάλι (βλ. κουσκούς2)/σιτάρι. ~α: καρύδια. Πβ. χοντρο-αλεσμένος, -κοπανισμένος.|| (σε χοντρές φέτες:) ~ες: πατάτες. ~α: κρεμμύδια. ΑΝΤ. ψιλοκομμένος 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λεπτότητας και διακριτικότητας· που δεν έχει γούστο, χάρη: ~ο: χιούμορ. ~α: αστεία (= κακόγουστα). ΣΥΝ. χονδροειδής.|| ~οι: τρόποι. ~ες: κινήσεις. Πβ. άγαρμπος, ατσούμπαλος. ΑΝΤ. λεπτεπίλεπτος (2) 3. (μτφ.) χοντροκαμωμένος.
57124χοντροκοπανισμένος, η, ο χο-ντρο-κο-πα-νι-σμέ-νος επίθ.: κοπανισμένος σε χοντρά κομμάτια: ~ο: πιπέρι. ~α: καρύδια. Πβ. χοντροαλεσμένος.
57125χοντροκοπιάχο-ντρο-κο-πιά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. κακογουστιά· κακοτεχνία. 2. χοντράδα.
57126χοντροκώλης, χοντροκώλαχο-ντρο-κώ-λης ουσ. (αρσ. + θηλ.) {κ. αρσ. χοντρόκωλος} (μειωτ.): άτομο με χοντρά οπίσθια.
57127χοντρομπαλάςχο-ντρο-μπα-λάς επίθ./ουσ. {χοντρομπαλάδες} , χοντρομπαλού (η), χοντρομπαλάδικο (το) (προφ.-μειωτ.): χοντρός. Πβ. βουβάλι, μπόγος.Σ
57128χοντροπάπουτσαχο-ντρο-πά-που-τσα ουσ. (ουδ.) (τα) (προφ.): χοντροκαμωμένα παπούτσια.
57129χοντρόπετσος, η, ο χο-ντρό-πε-τσος επίθ. (προφ.): σκληρόπετσος. ΣΥΝ. αναίσθητος (2), παχύδερμος
57130χοντρός, ή, ό χο-ντρός επίθ. {χοντρ-ότερος (λόγ.) -ύτερος} & (λόγ.) χονδρός 1. που το βάρος και κατ' επέκτ. ο όγκος του είναι μεγαλύτερο(ς) από το κανονικό, εξαιτίας μεγάλης συσσώρευσης λίπους στο σώμα του: ~ό: παιδί. Κοντός και ~ (= κοντόχοντρος). ~ σαν βαρέλι/βουβάλι. Βλ. εύσωμος, κοιλαράς, σωματώδης.|| Δέκα κιλά ~ότερος.|| (κατ' επέκτ.) ~ός: λαιμός. ~ή: μύτη. ~ό: κεφάλι. ~ά: μάγουλα/πόδια/χαρακτηριστικά/χείλη (= σαρκώδη). ΑΝΤ. λεπτοκαμωμένος, όμορφος.|| ~ές: αγελάδες/χήνες (: καλοθρεμμένες). ΣΥΝ. παχύς (1), παχύσαρκος, υπέρβαρος ΑΝΤ. αδύνατος (1), λεπτός (1), λιγνός 2. που έχει πάχος, όγκο και βάρος μεγαλύτερο από το συνηθισμένο: ~ός: κορμός. ~ή: βελόνα/κλωστή/φλούδα. ~ό: βιβλίο/καλώδιο/μακαρόνι/σχοινί/χαρτόνι. ~οί: πάσσαλοι/τόμοι. ~ές: σταγόνες/τρίχες. Πβ. μεγάλος, ογκώδης.|| ~ή: άμμος. ~ό: αλάτι/σιμιγδάλι. Πβ. χοντρο-αλεσμένος, -κοκκος, χονδρόκοκκος. ΑΝΤ. λεπτόκοκκος, ψιλός.|| (και κατ΄επέκτ. πιο ζεστός:) ~ή: μπλούζα. ~ό: παλτό/πάπλωμα/ύφασμα. ~ά: ρούχα (= βαριά· ΑΝΤ. ελαφριά).|| ~ός: μαρκαδόρος (βλ. έντονος). ~ή: γραμμή/μύτη (μολυβιού). ~ά: γράμματα. ΣΥΝ. παχύς (1) ΑΝΤ. λεπτός (1) 3. χαμηλός σε συχνότητα: ~ή: φωνή (ΣΥΝ. βαθιά, βαριά, μπάσα· ΑΝΤ. ψιλή, λεπτή). Βλ. βραχνός. 4. (μτφ.-προφ.) που έχει προσλάβει μεγάλες διαστάσεις, με αποτέλεσμα να εγκυμονεί αρνητικές συνέπειες ή να προκαλεί αντιδράσεις, επειδή εκλαμβάνεται ως προσβλητικός: ~ός: καβγάς (= άγριος). ~ή: εκμετάλλευση/ζημιά/παράλειψη. ~ό: δούλεμα/χουνέρι. Έπεσε ~ό ξύλο. Πβ. μεγάλος, σοβαρός.|| ~ό: καψόνι (= παρατραβηγμένο). ~οί: χαρακτηρισμοί (= οξείς, σκληροί). ~ές: βρισιές/κουβέντες. Άντε, μην πω τίποτα ~ό τώρα! Πβ. βαρύς, χονδροειδής, χοντροκομμένος. 5. (μτφ.-προφ.) που σχετίζεται με μεγάλα χρηματικά ποσά ή αποφέρει μεγάλα κέρδη: ~ός: μισθός (= παχυλός, υψηλός)/τζίρος/τζόγος. ~ή: αμοιβή/αποζημίωση/μίζα. ~ό: πορτοφόλι. Βλ. επικερδής, προσοδοφόρος.|| (σε χαρτοπαιξία) Παίζεται ~ό παιχνίδι. 6. (μτφ.-προφ.) που έχει εξουσία και μπορεί να ασκεί επιρροή: ~ό: βύσμα/μέσο (= γερό, μεγάλο). 7. (μτφ.-προφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλλιέργειας· κατ' επέκτ. ισχυρογνώμων: ~οί: τρόποι συμπεριφοράς (= άξεστοι). ΑΝΤ. λεπτός.|| Κάνει ό,τι του λέει το ~ό του το κεφάλι. Πβ. χοντροκεφάλα. ● Ουσ.: χοντρά (τα): (προφ.) χαρτονομίσματα υψηλής αξίας: Μη μου δίνεις ~! ΑΝΤ. ψιλά (1), χοντρή (η) (αργκό): χοντράδα, ανοησία., χοντρό (το) (προφ.): αφόδευση, κακά. Βλ. ψιλό. ● Υποκ.: χοντρούλης , α, ικο, χοντρουλός , ή, ό: Βλ. -ουλός., χοντρούτσικος , η, ο ● επίρρ.: χοντρά (προφ.) 1. για μεγάλα χρηματικά ποσά: Τα κονόμησε/παίρνει/έσκασε ~. Του τα τρώει ~. 2. χωρίς περιστροφές, με οξύ τρόπο και λόγια που συνήθ. εκλαμβάνονται ως προσβλητικά: Στην είπε ~ (= άσχημα). Τον κορόιδεψε ~. 3. πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό ή οριακό σημείο: Την πάτησε ~. Μας δουλεύουν ~. ● ΣΥΜΠΛ.: χοντρά/τρελά λεφτά: πάρα πολλά χρήματα. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, χοντρό πετσί (προφ.): αναισθησία: Πρέπει να έχεις/χρειάζεται ~ ~ για να ... Βλ. χοντρόπετσος., χοντρό λάδι βλ. λάδι ● ΦΡ.: χοντρά χοντρά: (προφ.) πάνω κάτω, περίπου, χονδρικά., τα παίρνω (στο κρανίο/στην κράνα/χοντρά) βλ. παίρνω [< μεσν. χοντρός < μτγν. χονδρός]
57131χόντροςχό-ντρος ουσ. (αρσ.) (διαλεκτ.) & (σπάν.-λόγ.) χόνδρος: ΜΑΓΕΙΡ. πλιγούρι, τραχανάς. Βλ. ξινόχοντρος. [< αρχ. χόνδρος]
57132χοπεπιφών. 1. για διατήρηση του ρυθμού, συνήθ. κατά το τράβηγμα σχοινιού ή κουπιών: έι ~! 2. εντολή για εκτέλεση άλματος: (από δάσκαλο γυμναστικής) ένα, δύο, τρία ~! Πβ. οπ. [< τουρκ. hop, γαλλ. ~]
57133χορ-βλ. χορο-.
57134χοράρχηςχο-ράρ-χης ουσ. (αρσ.): επικεφαλής βυζαντινής συνήθ. χορωδίας. Πβ. πρωτοψάλτης. Βλ. -άρχης, μαέστρος. [< μεσν. χοράρχης]
57135χοραρχίαχο-ραρ-χί-α ουσ. (θηλ.): διεύθυνση βυζαντινής συνήθ. χορωδίας. Βλ. -αρχία.
57136χορδήχορ-δή ουσ. (θηλ.) 1. ΜΟΥΣ. τεντωμένο νήμα πάνω στο ηχείο μουσικού οργάνου, το οποίο παράγει ήχο, όταν πάλλεται: πλαστικές/συρμάτινες ~ές. Μπάσες ~ές. Νύξη/ταλάντωση της ~ής. Οι ~ές της κιθάρας/του βιολιού (βλ. έγχορδα). Έσπασε/κόπηκε η ~. Παίζω/πατώ/χτυπώ τη ~. Βλ. πένα, τέλι, -χορδος. 2. ελαστικό νήμα που συνδέει τις άκρες του τόξου και τεντώνεται, για να εξακοντιστεί το βέλος. 3. ΓΕΩΜ. ευθύγραμμο τμήμα με άκρα δύο σημεία μιας καμπύλης: η ~ κύκλου. 4. (κατ’ επέκτ.-επιστ.) μακρόστενος ή καμπυλωτός σχηματισμός: η ~ (ΑΕΡΟΝ.) της αεροτομής/(ΑΡΧΙΤ.) της αψίδας/(ΑΝΑΤ.) του τυμπάνου (: στο αυτί). ● ΣΥΜΠΛ.: θεωρία των χορδών: ΦΥΣ.-ΜΑΘ. χωρητικό μοντέλο βάσει του οποίου τα υποατομικά σωματίδια δεν είναι σημειακά, αλλά μονοδιάστατες χορδές. Βλ. θεωρία των υπερχορδών, κβαντική χρωμοδυναμική. [< αγγλ. string theory, 1973] , νωτιαία χορδή: ΖΩΟΛ. νωτοχορδή. [< γαλλ. corde dorsale] , συμπαθητικές χορδές: ΜΟΥΣ. οι οποίες ηχούν χωρίς να κρούονται, λόγω της κρούσης των κύριων χορδών: κρητική λύρα με ~ ~., φωνητικές χορδές: ΑΝΑΤ. δύο ζεύγη μεμβρανωδών πτυχών του βλεννογόνου του λάρυγγα, το κατώτερο από τα οποία, παλλόμενο, παράγει φωνή: γνήσιες/νόθες ~ ~. Κλείσιμο των ~ών ~ών. Επέμβαση/πολύποδας στις ~ ~., ανοιχτή χορδή βλ. ανοιχτός ● ΦΡ.: εν χορδαίς και οργάνοις: με θορυβώδεις εκδηλώσεις ενθουσιασμού, με πανηγυρικό τρόπο: Ανακοίνωσαν την απόφαση ~ ~., αγγίζω τις ευαίσθητες χορδές (κάποιου) βλ. αγγίζω [< 1,2: αρχ. χορδή 3,4: γαλλ. corde]
57137χορδίζωχορ-δί-ζω ρ. (μτβ.) (λόγ.): ΜΟΥΣ. κουρδίζω.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.