ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57138 | χόρδισμα | χόρ-δι-σμα ουσ. (ουδ.) {χορδίσμ-ατος | -ατα} (λόγ.): ΜΟΥΣ. κούρδισμα: ~ατα και επισκευές μουσικών οργάνων. (ειδικότ., για το πιάνο) Υπηρεσίες ~ατος. Εξοπλισμός για ~. | |
57139 | χορδιστής | χορ-δι-στής ουσ. (αρσ.): πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με το κούρδισμα εγχόρδων, κυρ. πιάνων: ~ μουσικών/ξύλινων/χάλκινων οργάνων. ΣΥΝ. κουρδιστής [< γαλλ. accordeur] | |
57141 | χορδόφωνα | χορ-δό-φω-να ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. χορδόφωνο}: ΜΟΥΣ. έγχορδα. | |
57142 | χορδωτά | χορ-δω-τά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. χορδωτό}: ΖΩΟΛ. το πιο εξελιγμένο φύλο του ζωικού βασιλείου, με βασικό του χαρακτηριστικό την εμφάνιση νωτοχορδής σε κάποιο στάδιο της εξέλιξης των ειδών που περιλαμβάνονται στις υποσυνομοταξίες του. Βλ. μεταμέρεια, σπονδυλωτά, χιτωνόζωα. [< αγγλ. Chordata, γαλλ. cordés, 1946] | |
57143 | χορεία1 | χο-ρεί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ομάδα καλών πνευμάτων, ιερών μορφών ή προσώπων ανώτερων πνευματικά ή/και ηθικά: (EKKΛΗΣ.) ουράνια ~. Η ~ των αγγέλων. H σεπτή ~ των Αγίων/Ιεραρχών/μαρτύρων/Πατέρων της Εκκλησίας. ΣΥΝ. χορός.|| Κατέχει ξεχωριστή θέση/συγκαταλέγεται στη ~ των ευεργετών/λογίων/μεγάλων ανδρών του τόπου. [< μτγν. χορεία ‘όρχηση, χορός (αγγέλων)’] | |
57144 | χορεία2 | χο-ρεί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) νόσος του Χάντι(ν)γκτον: ΙΑΤΡ. εκφυλιστική πάθηση του κεντρικού νευρικού συστήματος που εκδηλώνεται αρχικά με ακούσιες απότομες κινήσεις των μυών των άκρων και του προσώπου και διαταραχές της συμπεριφοράς. Βλ. αθέτωση, επιληψία, σπασμός. [< γαλλ. chorée < αρχ. χορεία, αγγλ. chorea, Huntington's disease, 1892 < αμερικ. ανθρ. G. Huntington] | |
57145 | χορειακός | , ή, ό χο-ρει-α-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη χορεία: ~ές: κινήσεις. [< γαλλ. choréique] | |
57146 | χορευταράς, χορευταρού | χο-ρευ-τα-ράς ουσ. (αρσ. + θηλ.) (επιτατ.): πρόσωπο που του αρέσει να χορεύει, που χορεύει πολύ ή/και καλά. Βλ. γλεντζές, -άς. | |
57147 | χορευτής, χορεύτρια | χο-ρευ-τής ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που χορεύει· ειδικότ. που ασχολείται με τον χορό επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά: δεινός/διάσημος/επιδέξιος/σπουδαίος/ταλαντούχος/φημισμένος ~. ~ του τάνγκο. ~τρια κλασικού μπαλέτου (= μπαλαρίνα)/του φλαμένγκο. Οι ~ές του θεάτρου. Ζευγάρι ~ών. Οι στολές/φιγούρες των ~ών. Οντισιόν για ~ές. Βλ. συγ~.|| Οι ~ές (= ο χορός) του αρχαίου δράματος. Πβ. ορχηστής. ● ΣΥΜΠΛ.: πρώτος χορευτής , πρώτη χορεύτρια 1. που έχει τον βασικό, πρωταγωνιστικό ρόλο σε χορευτική παράσταση, συνήθ. κλασικού χορού. Πβ. σολίστ. Βλ. κορ ντε μπαλέ. 2. που σέρνει τον χορό. Πβ. κορυφαίος. ● ΦΡ.: τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες! (προφ.): λέγεται χιουμοριστικά από γυναίκα ή άνδρα, για την υποτιθέμενη ταλαιπωρία που υφίσταται. [< αρχ. χορευτής, γαλλ. choreute] | |
57148 | χορευτικός | , ή, ό χο-ρευ-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον χορό: ~ός: διαγωνισμός/θίασος. ~ή: βραδιά/γυμναστική/διάθεση/έκφραση/παιδεία/παράδοση/ποπ/σύνθεση. ~ό: δράμα (= χορόδραμα)/εργαστήρι/θέατρο (= χοροθέατρο)/πρόγραμμα/σόου/συγκρότημα/φεστιβάλ. ~ές: εκδηλώσεις/ικανότητες/παραστάσεις/σπουδές/φιγούρες. ~ά: βήματα/δρώμενα/νούμερα. Η ~ή σκηνή/τέχνη. Πβ. ορχηστικός.|| ~ή: μουσική. ~ό: τραγούδι. Θέλω ν' ακούσω κάτι ~ό και ξεσηκωτικό. Σε ~ούς ρυθμούς. Βλ. μουσικο~. ● χορευτικά (τα): ενν. τραγούδια: συλλογή με ~. Βλ. χιτ., χορευτικό (το): σύνολο συγκεκριμένων χορευτικών κινήσεων που εκτελούνται από ομάδα χορευτών: δημοτικό/φολκλορικό ~. ~ γάμου.|| Δύσκολο/εντυπωσιακό/μοντέρνο ~ (= χορογραφία). Ο χορογράφος του ~ού.|| Τμήματα ~ού (: χορού). ● επίρρ.: χορευτικά ● ΣΥΜΠΛ.: χορευτικό σχήμα 1. & (προφ.) χορευτικό: χορευτική ομάδα: παραδοσιακό/τοπικό ~ ~. Το ~ ~ του συλλόγου/σχολείου.|| Θεατρικό/μουσικό και ~ ~. 2. (σπανιότ.) το συγκεκριμένο σχήμα ενός χορού: αντικριστό/ομαδικό ~ ~. ~ ~ ανοιχτού κύκλου. Το ~ ~ του συρτού. [< μτγν. χορευτικός] | |
57149 | χορεύω | χο-ρεύ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {χόρ-εψα, -έψει, χορεύ-οντας} 1. εκτελώ μόνος ή μαζί με ένα ή περισσότερα πρόσωπα συγκεκριμένες ρυθμικές κινήσεις ή βήματα, ακολουθώντας τον ρυθμό μουσικής ή τραγουδιού: ~ σε γάμους/γιορτές/κλαμπ. ~ πάνω στο τραπέζι/προκλητικά/στην πίστα. ~ με κάποιον. ~ και τραγουδώ. Δεν ξέρω/μου αρέσει να ~. ~ουν γύρω από τη φωτιά/κυκλικά/ντουέτο. Το ζευγάρι ~εψε μέχρι το πρωί. Της ζήτησε να ~έψουν. ~ετε, παρακαλώ;|| ~ λάτιν/τσιφτετέλι. ~ουν βαλς/καλαματιανό/μπλουζ/τανγκό. Χορός που ~εται αντικριστά/από άνδρες/από γυναίκες/αργά.|| ~εψε τη νύφη (= ~εψε μαζί της). 2. κουνώ ρυθμικά: ~εψε το μωρό στα γόνατά/πόδια του (= το ταχτάρισε). 3. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) εκτελώ κινήσεις κυκλικές ή απότομες, χωρίς ρυθμό ή σταθερότητα: (λογοτ.) Οι νιφάδες/τα κύματα ~ουν.|| Τα πάντα άρχισαν να ~ουν (= γυρίζουν) μπροστά του (βλ. ζαλίζομαι).|| Η γη ~ει (: σείεται λόγω δυνατού σεισμού). ● ΣΥΜΠΛ.: ο χορός του Ησαΐα/το Ησαΐα χόρευε βλ. Ησαΐας ● ΦΡ.: μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα: όσο δεν φέρεις την ευθύνη άλλων ατόμων, μπορείς να κάνεις ό,τι θες., χόρευε στη βροχή/στη λάσπη (μτφ.): (για ποδοσφαιριστή ή αθλητή) είχε εξαιρετική επίδοση παρά τον βρεγμένο ή λασπωμένο αγωνιστικό χώρο., χορεύει (πάνω) στις πλάτες: εξυπηρετεί τα συμφέροντά του σε βάρος κάποιου: ~ουν ~ του κοσμάκη/των ανέργων., αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε/όποιος μπαίνει στον χορό, χορεύει! βλ. χορός, νηστικό αρκούδι δεν χορεύει βλ. αρκούδι, όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια βλ. γάτα, τρεις λαλούν και δυο χορεύουν βλ. λαλεί, χορεύω (κάποιον) στο ταψί/κάνω (κάποιον) να χορέψει στο ταψί βλ. ταψί [< 1: αρχ. χορεύω] | |
57150 | χορήγημα | χο-ρή-γη-μα ουσ. (ουδ.) {χορηγήμ-ατος | -ατα}: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. χρηματικό ποσό που παρέχεται ως μορφή πρόνοιας ή οικονομικής βοήθειας: έκτακτο/εφάπαξ/κατ' αποκοπή/πάγιο/πρόσθετο ~. ~ διατροφής/περίθαλψης. ~ προς χήρες. ~ ύψους ... ευρώ. Καταβολή ~ατος. ~ατα σε φιλόπτωχα ταμεία. Τυγχάνω ~ατος. Λαμβάνω/παίρνω (μηνιαίο) ~. Πβ. βοήθημα, επίδομα, χορηγία. [< μτγν. χορήγημα] | |
57151 | χορήγηση | χο-ρή-γη-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χορηγώ: ~ άδειας (άσκησης επαγγέλματος/παραμονής)/βίζας/διαβατηρίου/πιστοποιητικού.|| Αίτηση/δικαιολογητικά/κριτήρια/προκήρυξη για ~ υποτροφίας. Καθυστέρηση στη ~ αρωγής/δανείου/επιδόματος/πίστωσης/σύνταξης.|| ~ φαρμάκων (βλ. συγ~).|| ~ κινήτρων/παράτασης. ~ ασύλου/χάριτος (: απονομή). Πβ. παροχή.|| Τραπεζικές ~ήσεις. Πβ. χρηματοδότηση. Βλ. επι~. [< μτγν. χορήγησις 'δαπάνη, προμήθεια'] | |
57152 | χορηγητής | χο-ρη-γη-τής ουσ. (αρσ.) (επίσ.): φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει αγαθό ευρείας κατανάλωσης σε ίδρυμα ή υπηρεσία, για κάλυψη αναγκών, συνήθ. έναντι χρηματικού ανταλλάγματος: ~ αναλώσιμων/πετρελαιοειδών/τροφίμων/υγειονομικού υλικού. ~-μειοδότης. Πβ. προμηθευτής. Βλ. χορηγός.|| ~ές δανείων. [< μτγν. χορηγητήρ] | |
57153 | χορηγία | χο-ρη-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. οικονομική συνήθ. υποστήριξη που παρέχεται από εταιρεία (ή σπανιότ. από μεμονωμένα άτομα) σε διεθνή ή εθνικό οργανισμό, επιχείρηση ή αθλητή, για τη διοργάνωση εκδήλωσης ή τη συμμετοχή σε αυτή, με σκοπό την προβολή του ονόματος, των προϊόντων ή των υπηρεσιών της: εμπορική/επιχειρηματική/ερευνητική ~. ~ των τεχνών. Ανάληψη ~ας. Έσοδα/χρήματα από ~ες. Παρέχω ~. Κάνω ~ες. Πβ. χρηματοδότηση.|| ~ των Ολυμπιακών Αγώνων. ~ σε είδος/χρήματα. ~ αθλητικών ενδυμασιών/εξοπλισμού.|| Η έκθεση/η παράσταση/το συνέδριο πραγματοποιήθηκε με την αποκλειστική/ευγενική ~ της ... Βλ. υπό την αιγίδα. 2. ΝΟΜ. ιδιωτική ή κρατική δαπάνη για την περάτωση έργου κοινής ωφελείας· οικονομική ενίσχυση ή επιβράβευση: γενναιόδωρη ~. Το κτίριο ανακαινίστηκε με ~ του Δήμου/ιδρύματος.|| ~ υποτροφίας. Πβ. προσφορά, χορήγηση. 3. (συνεκδ.) το χρηματικό ποσό που δαπανάται στις συγκεκριμένες περιπτώσεις: Η ~ για την κατασκευή δρόμων ανέρχεται σε ... ευρώ. Δόθηκαν ~ες. Βλ. δωρεά, συνδρομή.|| Ειδική/μηνιαία ~ για τυφλούς φοιτητές. Έκτακτες ~ες. Πβ. επίδομα, χορήγημα. Βλ. κληροδότημα. 4. ΑΡΧ. δαπάνη που αναλάμβαναν οι εύποροι πολίτες της Αθήνας για την κάλυψη των εξόδων προετοιμασίας του χορού του δράματος. [< αρχ. χορηγία, γαλλ. chorégie, αγγλ. choregy] | |
57154 | χορηγικός | , ή, ό χο-ρη-γι-κός επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με τη χορηγία: ~ή: βοήθεια/πολιτική/υποστήριξη. ~ό: κεφάλαιο/πακέτο. ~ές: δραστηριότητες/επενδύσεις/παροχές/συμφωνίες. ~ά: έσοδα/κονδύλια.|| (στην αρχαιότητα) ~ός: θεσμός. ~ά: μνημεία. ● επίρρ.: χορηγικά [< αρχ. χορηγικός, αγγλ. choragic] | |
57155 | χορηγός | χο-ρη-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. ΝΟΜ. πρόσωπο, συνήθ. νομικό, που αναλαμβάνει χορηγία: ο επίσημος/κύριος ~ της εκπομπής/του διαγωνισμού. Εθνικός/μέγας ~. Εταιρεία-~. ~οί διαφημίσεων/εξοπλισμού/προϊόντων/υπηρεσιών. Πρόσκληση ενδιαφέροντος ~ών. Παροχές/προνόμια ~ών. Οργανισμός/τράπεζα που συμμετέχει ως αποκλειστικός ~ του συνεδρίου. Φιλανθρωπική εκδήλωση την οποία στηρίζει ηθικά και χρηματικά ως ~ ο ... Βλ. διοργανωτής, δωρητής, ευεργέτης, υποστηρικτής.|| Ο ~ του αθλητή/της εθνικής ομάδας. Πβ. σπόνσορας. Βλ. μαικήνας. 2. ΝΟΜ. κρατικός ή ιδιωτικός φορέας ή οργανισμός, ο οποίος δίνει χορηγία: ~ του προγράμματος. Ο Δήμος/το Ίδρυμα υπήρξε ο ~ του έργου. Πβ. χρηματοδότης. 3. (μτφ.) αυτός που προσφέρει κάποιο ανεκτίμητο αγαθό: ~ αγάπης/ζωής/χαράς. 4. ΑΡΧ. εύπορος πολίτης της Αθήνας ο οποίος αναλάμβανε τη χορηγία: το βραβείο/έπαθλο του ~ού. ● ΣΥΜΠΛ.: χορηγός επικοινωνίας: ΝΟΜ. νομικό πρόσωπο, συνήθ. μέσο μαζικής ενημέρωσης, με ευρεία απήχηση στο κοινό, το οποίο αναλαμβάνει τη διαφήμιση εκδήλωσης ή προγράμματος με φιλανθρωπικό ή επιστημονικό περιεχόμενο ή σπανιότ. της προσπάθειας ατόμου που αγωνίζεται για ευγενή σκοπό: ραδιοφωνικός/τηλεοπτικός ~ ~. ~ ~ της παράστασης. Συναυλία που πραγματοποιήθηκε με ~ό ~ το/την ... (: όνομα καναλιού ή εφημερίδας). , χρυσός χορηγός: που προσφέρει συνήθ. την πιο μεγάλη οικονομική στήριξη σε μια διοργάνωση: oι ~οί ~οί των Ολυμπιακών Αγώνων. ~ ~ της βραδιάς ήταν ο όμιλος ...|| Aργυρός και χάλκινος ~ (: ο δεύτερος και ο τρίτος κατά σειρά). [< 4: αρχ. χορηγός, γαλλ. chorège, αγγλ. choragus, αγγλ.-γαλλ. sponsor] | |
57156 | χορηγώ | [χορηγῶ] χο-ρη-γώ ρ. (μτβ.) {χορηγ-είς ..., -ώντας | χορήγ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} (επίσ.): δίνω, παρέχω (σε κάποιον) χρηματικό ποσό, νομικό δικαίωμα, υλικά αγαθά ή ιατρική φροντίδα: Ίδρυμα που ~εί υποτροφίες. Του ~ήθηκε αποζημίωση/επιδότηση/πίστωση. ~ούμενα: δάνεια.|| Κύκλωμα που ~ούσε βίζες/πλαστά διαβατήρια.|| Φάρμακα που ~ούνται μόνο με συνταγή γιατρού. Βλ. επι~. [< αρχ. χορηγῶ ‘αναλαμβάνω τα έξοδα του χορού’] | |
57157 | χοριακός | , ή, ό χο-ρι-α-κός επίθ. : ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με το χόριο: ~ή: γοναδοτροπίνη/κοιλότητα. ~ές: λάχνες. ● ΣΥΜΠΛ.: β-χοριακή & (προφ.) χοριακή: ΒΙΟΧ. ορμόνη η οποία αποτελεί την ουσία που ανιχνεύεται σε τεστ εγκυμοσύνης, καθώς εκκρίνεται σε αυξημένα επίπεδα από τον πλακούντα κατά τη διάρκεια κυρ. των πρώτων εβδομάδων της κύησης· συνεκδ. η αντίστοιχη εξέταση. [< αγγλ. chorial, chorionic, γαλλ. chorionique] | |
57158 | χορικός | , ή, ό χο-ρι-κός επίθ. 1. ΦΙΛΟΛ. που σχετίζεται με το μέλος και τον χορό: ~ός: ύμνος. ~ή: ποίηση (: είδος της λυρικής ποίησης που συνδυάζει μουσική, χορό και τραγούδι). ~οί: αγώνες. ~ές: ωδές.|| (ως ουσ.) Ελεγειακοί και ~οί (ενν. ποιητές). 2. ΜΟΥΣ. που αναφέρεται στο εκκλησιαστικό χορικό ή στη χορωδία: ~ή: εκτέλεση. Μονοφωνικός και ~ τρόπος ψαλμωδίας. ΣΥΝ. χορωδιακός ● Ουσ.: χορικό (το) 1. ΑΡΧ. άσμα που απήγγελε ο χορός του αρχαίου δράματος και αποτελείτο από στροφή, αντιστροφή και επωδό. Βλ. επεισόδιο, στάσιμο. 2. ΜΟΥΣ. προτεσταντικός χορωδιακός ύμνος: εκκλησιαστικά ~ά. [< αρχ. χορικός, γαλλ. chorique, αγγλ. choric] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ