ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57159 | χόριο | χό-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {χορίου} 1. ΑΝΑΤ. στιβάδα δέρματος ή βλεννογόνου, με στηρικτικό ρόλο: δικτυωτό/θηλώδες/τριχοειδές ~. Βλ. υπόδερμα.|| ~ εντερικού σωλήνα.|| (ΖΩΟΛ.) Το ~ των εντόμων/λεπιδόπτερων. Το ~ των ιχθύων. 2. ΙΑΤΡ. εξωτερική μεμβράνη που περιβάλλει το έμβρυο των θηλαστικών και παίζει ρόλο στη διατροφή του. Βλ. άμνιο. [< αρχ. χόριον, γαλλ.-αγγλ. chorion] | |
57160 | χοριοειδής | , ής, ές χο-ρι-ο-ει-δής επίθ.: ΑΝΑΤ. που αποτελείται από χόριο: ~ές: πλέγμα. Η ~ μήνιγγα του εγκεφάλου. Βλ. -ειδής. ● ΣΥΜΠΛ.: χοριοειδής χιτώνας & (προφ.) χοριοειδής: το αγγειακό στρώμα του βολβού του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του αμφιβληστροειδή και του σκληρού χιτώνα. [< αρχ. χοριοειδής, αγγλ. choroid, γαλλ. choroïde] | |
57161 | χοριοκαρκίνωμα | χο-ρι-ο-καρ-κί-νω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. κακοήθης όγκος που προέρχεται από την τροφοβλάστη. [< αγγλ. choriocarcinoma, 1901, γαλλ. choriocarcinome] | |
57162 | χορο- & χορό- & χορ- | α' συνθετικό λέξεων με αναφορά 1. στον χορό: χορο-γραφία/~εσπερίδα. Χορό-δραμα. 2. σε σύνολο τραγουδιστών: χορ-ωδία. | |
57163 | χορογραφία | χο-ρο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): σχεδιασμός, σύνθεση χορευτικών· συνεκδ. χορευτικό: μπαλέτο σε ~ του ... Κάνω ~ (= χορογραφώ). Τη ~ της παράστασης επιμελήθηκε/υπογράφει η ... (βλ. χορογράφος). ~ εμπνευσμένη από ...|| Αισθησιακή/εντυπωσιακή/κλασική/λάτιν/μοντέρνα/πρωτότυπη/σόλο/σύγχρονη ~. Παιδικές ~ες. Βλ. -γραφία. [< γαλλ. chorégraphie, αγγλ. choreography] | |
57164 | χορογραφικός | , ή, ό χο-ρο-γρα-φι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη χορογραφία: ~ή: επιμέλεια/σύνθεση (βλ. μπαλέτο). ~ό: ύφος. ~ές: δημιουργίες/παραστάσεις. [< γαλλ. chorégraphique, αγγλ. choreographic] | |
57165 | χορογράφος | χο-ρο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): καλλιτέχνης που ασχολείται (επαγγελματικά) με τη χορογραφία: ο ~ του έργου/του θεάτρου/της παράστασης. Βλ. χοροδιδάσκαλος, -γράφος. [< γαλλ. chorégraphe, αγγλ. choreographer] | |
57166 | χορογραφώ | χο-ρο-γρα-φώ {χορογραφεί | χορογράφ-ησε, -ήσει, -ήθηκε, -ηθεί, χορογραφ-ώντας, -ημένος} 1. συνθέτω, κάνω χορογραφία:~ησε το μπαλέτο. ~ημένη μουσική παράσταση. || Σκηνοθετεί και ~εί (= ασκεί το έργο του χορογράφου). 2. σχεδιάζω κάτι τέλεια εκ των προτέρων, σκηνοθετώ, ενορχηστρώνω, στήνω: προσεκτικά ~ημένο προεκλογικό συνέδριο. [< αγγλ. choreograph, 1943, γαλλ. horégraphier, 1953] | |
57167 | χοροδιδασκαλείο | [χοροδιδασκαλεῖο] χο-ρο-δι-δα-σκα-λεί-ο ουσ. (ουδ.) (παλαιότ.): σχολή χορού. [< γερμ. Tanzschule] | |
57168 | χοροδιδασκαλία | χο-ρο-δι-δα-σκα-λί-α ουσ. (θηλ.): διδασκαλία παραδοσιακών συνήθ. χορών. [< αρχ. χοροδιδασκαλία] | |
57169 | χοροδιδάσκαλος | χο-ρο-δι-δά-σκα-λος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. δάσκαλος κυρ. παραδοσιακών χορών. Βλ. χορογράφος. 2. ΑΡΧ. πρόσωπο που αναλάμβανε την προετοιμασία του χορού του αρχαίου δράματος. [< 1: γαλλ. maître-à-danser 2: αρχ. χοροδιδάσκαλος] | |
57170 | χορόδραμα | χο-ρό-δρα-μα ουσ. (ουδ.): σκηνικό έργο που παρουσιάζεται χορευτικά με τη συνοδεία μουσικής, χορευτικό δράμα. Πβ. μπαλέτο, χοροθέατρο. Βλ. σουίτα. [< γαλλ. chorédrame] | |
57171 | χοροεσπερίδα | χο-ρο-ε-σπε-ρί-δα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): βραδινή εκδήλωση που περιλαμβάνει κυρ. μουσική, χορό και φαγητό: αποκριάτικη/σχολική/φιλανθρωπική/χριστουγεννιάτικη ~. ~ με λαχειοφόρο αγορά. ~ σε κοσμικό κέντρο/ξενοδοχείο. Διοργανώθηκε/πραγματοποιήθηκε η ετήσια/καθιερωμένη ~ του συλλόγου. Βλ. δεξίωση, πάρτι, σουαρέ, συνεστίαση. ΣΥΝ. χορός (3) [< γαλλ. soirée dansante] | |
57172 | χοροθεατρικός | , ή, ό χο-ρο-θε-α-τρι-κός επίθ.: ΘΕΑΤΡ. που σχετίζεται με το χοροθέατρο: ~ή: ομάδα/παράσταση. ~ά: δρώμενα. | |
57173 | χοροθέατρο | χο-ρο-θέ-α-τρο ουσ. (ουδ.): ΘΕΑΤΡ. μουσικοχορευτική θεατρική παράσταση· συνεκδ. το αντίστοιχο καλλιτεχνικό είδος, η σχετική ομάδα ή ο χώρος όπου αυτή εδρεύει ή/και δίνει παραστάσεις: σύγχρονο ~. Πβ. χορόδραμα. Βλ. κατακάλι. [< γερμ. Tanztheater] | |
57174 | χοροθεραπεία | χο-ρο-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ. μορφή ψυχοθεραπείας κατά την οποία οι θεραπευόμενοι καλούνται να εκφράσουν τα συναισθήματά τους μέσω χορευτικών κινήσεων. Βλ. -θεραπεία. [< αγγλ. dance therapy] | |
57175 | χορολογία | χο-ρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): μελέτη και καταγραφή των χορευτικών κινήσεων με τη χρήση κώδικα σημείων. Βλ. -λογία. [< αγγλ. choreology, 1964] | |
57176 | χορολόγος | χο-ρο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ειδικευμένος στη χορολογία. Βλ. -λόγος. [< αγγλ. choreologist, 1965] | |
57177 | χοροπηδάω | βλ. χοροπηδώ | |
57178 | χοροπήδημα | χο-ρο-πή-δη-μα ουσ. (ουδ.) & χοροπηδητό: το αποτέλεσμα του χοροπηδώ. |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ