Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [57600-57620]

IDΛήμμαΕρμηνεία
57179χοροπηδηχτός, ή, ό χο-ρο-πη-δη-χτός επίθ.: που χοροπηδά ή που γίνεται με χοροπηδήματα: ~ά: ζωάκια (: παιχνίδια).|| ~ά: βήματα. ● επίρρ.: χοροπηδηχτά
57180χοροπηδώ[χοροπηδῶ] χο-ρο-πη-δώ ρ. (αμτβ.) {χοροπηδ-άς ..., -ώντας | χοροπήδ-ησα (σπάν.) -ηξα, -ήσει (σπάν.) -ήξει} & χοροπηδάω: κάνω μικρά πηδήματα με χαρούμενη διάθεση: ~ούσαν ασταμάτητα/πανηγυρίζοντας/πάνω κάτω.|| (μτφ.) Το αυτοκίνητο ~ά στις λακκούβες. Η καρδιά μου ~ούσε απ' την αγωνία.
57181χορόςχο-ρός ουσ. (αρσ.) 1. ρυθμικές κινήσεις ή/και βήματα που εκτελούνται από ένα ή περισσότερα άτομα σε ζεύγη ή ομάδα, με τη συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού, ως τρόπος ψυχαγωγίας ή εξωτερίκευσης συναισθημάτων: ασταμάτητος/αυτοσχέδιος/γρήγορος/ζωηρός ~. Αισθησιακός/προκλητικός ~. Αίθουσα/βραδιά/διαγωνισμός/πίστα ~ού. Εντυπωσίασε με τον ~ό της. Γλέντι/ξεφάντωμα με ~ούς και τραγούδια. Ρίξαμε κάτι ~ούς (: χορέψαμε πολύ)!|| Ανδρικός/γυναικείος/κυκλικός/λεβέντικος/μικτός/μοναχικός ~. Δημοτικοί/λαϊκοί/νησιώτικοι/παραδοσιακοί/τοπικοί ~οί. Βλ. ζεϊμπέκικο, συρτάκι, χασάπικο, χασαποσέρβικο.|| Ανατολίτικος/τσιγγάνικος ~. Ευρωπαϊκοί/φολκλορικοί ~οί. Βλ. βαλς, λάτιν, μάμπο, πόλκα1, ρέγκε, ρούμπα, σάλσα, τάνγκο, τσα τσα (τσα), φλαμένγκο.|| (μτφ.) Ο ~ των κυμάτων/μελισσών. 2. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (ειδικότ.) ως τέχνη, καλλιτεχνική δραστηριότητα: έντεχνος ~. Κλασικός ~ (= μπαλέτο). Καθηγητής/κριτικός/μαθήματα/ομάδα/σχολή (πβ. χοροδιδασκαλείο) ~ού. Παπούτσια/φορμάκι ~ού. 3. χοροεσπερίδα: αποκριάτικος ~. Αποχαιρετιστήριος ~ των τελειοφοίτων του ... ~ μεταμφιεσμένων (= μπαλ μασκέ). Φόρεμα για ~ό. Ο ετήσιος ~ του συλλόγου ... 4. (μτφ.) σύνολο ομοειδών πραγμάτων ή συμβάντων που διαδέχονται το ένα το άλλο με μεγάλη συχνότητα: Συνεχίζεται ο ~ των αντιδράσεων/αποκαλύψεων/γκολ/μεταγραφών/σκανδάλων/στοιχημάτων.|| Άνοιξαν τον ~ό των μεταλλίων. 5. σύνολο χορευτών ή κατ' επέκτ. προσώπων που ψάλλουν· ομάδα μεταφυσικών όντων ή ιερών μορφών: ο πρώτος του ~ού.|| (ΑΡΧ.) Ο ~ του αρχαίου δράματος (βλ. ημιχόριο). Η πάροδος του ~ού. Ο κορυφαίος/τα μέλη του ~ού. Βλ. όρχηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αριστερός/δεξιός ~. Ο ~ των ψαλτών. Πβ. χορωδία. Βλ. χοροστάσιο.|| ~ αγγέλων/Αγίων/μαρτύρων (= χορεία). ● ΣΥΜΠΛ.: μοντέρνος χορός & (προφ.) μοντέρνο: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. μορφή χορού με συγκεκριμένο σύστημα και τεχνική, που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από πρωτοπόρους χορευτές και χορογράφους, ως αντίδραση στους αυστηρούς περιορισμούς του κλασικού μπαλέτου. [< αγγλ. modern dance, 1912] , αντικριστός (χορός) βλ. αντικριστός, ο χορός του Ησαΐα/το Ησαΐα χόρευε βλ. Ησαΐας, πυρρίχιος χορός βλ. πυρρίχιος, σύγχρονος χορός βλ. σύγχρονος, χορός της κοιλιάς βλ. κοιλιά ● ΦΡ.: ανοίγω τον χορό 1. αρχίζω πρώτος να χορεύω, συνήθ. όπως το ορίζει το έθιμο, ώστε να ξεκινήσουν και οι άλλοι: Η νύφη ~ξε ~ στο γλέντι. 2. (μτφ.) κάνω την αρχή σε κάτι το οποίο θα επαναληφθεί (αμέσως μετά) από άλλους με μεγάλη συχνότητα: ~ξαν ~ των κινητοποιήσεων.|| Ανοίγει ο χορός των απεργιών (: αρχίζουν οι απεργίες). [< γαλλ. ouvrir le bal] , αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε/όποιος μπαίνει στον χορό, χορεύει!: από τη στιγμή που έχουμε εμπλακεί σε μια κατάσταση συνήθ. αρνητική, θα πρέπει να την υποστούμε και να αποδεχθούμε τις πιθανές συνέπειες., εν χορώ (λόγ.): όλοι μαζί, ταυτόχρονα: Απάντησαν/μιλούσαν/συμφώνησαν/τραγούδησαν/φώναξαν ~ ~. Πβ. ομόφωνα, με μια φωνή.|| (Για κάτι που λέγεται από πολλούς μαζί:) Διαμαρτυρίες/συνθήματα ~ ~., μπαίνω στον χορό 1. αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους σε κυκλικό χορό. 2. (μτφ.) εισέρχομαι και εγώ σε μια κατάσταση: Η εταιρεία μπήκε ~ των εξαγορών/προσφορών/συγχωνεύσεων. ΣΥΝ. βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει & έξω από τον χορό πολλά τραγούδια λέγονται (παροιμ.): είναι εύκολο να κρίνει και να επικρίνει κάποιος μια κατάσταση ή μια υπόθεση, όταν αγνοεί τις δυσκολίες της., στήνω (τον) χορό: ξεκινώ να χορεύω συνήθ. κυκλικό χορό: ~σαν ~ με δημοτικά στην πλατεία.|| (μτφ., για κάτι που κάνει την εμφάνισή του με ένταση ή μεγάλη συχνότητα) Οι αναμνήσεις ~ουν ~. Τα μικρόβια/ποντίκια έχουν στησει τρελό ~., χορός στον πάγο: κατηγορία καλλιτεχνικού πατινάζ, η οποία δίνει έμφαση στις ελεύθερες χορευτικές φιγούρες. [< αγγλ. ice dancing] , (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, ο χορός του Ζαλόγγου βλ. Ζάλογγο, σέρνω τον χορό βλ. σέρνω [< αρχ. χορός]
57182χοροστάσιχο-ρο-στά-σι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό-παλαιότ.): ανοιχτός χώρος, συνήθ. μικρής κοινότητας, ο οποίος προορίζεται για τη διοργάνωση παραδοσιακών χορών· κατ' επέκτ. η σχετική εκδήλωση: το ~ στο προαύλιο της εκκλησίας/του σχολείου/(στην πλατεία) του χωριού. Γλέντι στο ~. Βλ. -στάσι.|| ~ια και πανηγύρια. ΣΥΝ. χοροστάσιο (2)
57183χοροστασίαχο-ρο-στα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΕΚΚΛΗΣ. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χοροστατώ: αρχιερατική/πατριαρχική/συνοδική ~. Επίσημη δοξολογία με τη ~ του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτη ... Βλ. ιερουργία. [< μεσν. χοροστασία]
57184χοροστάσιοχο-ρο-στά-σι-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. το μέρος του ναού όπου στέκονται οι ψάλτες. Βλ. -στάσιο. ΣΥΝ. ψαλτήρι (2) 2. (λόγ.) χοροστάσι.
57185χοροστατώ[χοροστατῶ] χο-ρο-στα-τώ ρ. (μτβ.) {χοροστατ-εί, -ώντας, (λόγ. μτχ. ενεστ.) -ών | χοροστάτ-ησε, -ήσει}: ΕΚΚΛΗΣ. (για ανώτατο κληρικό) προΐσταμαι σε θρησκευτική τελετή: Στην Ακολουθία θα ~ήσει ο Μητροπολίτης ... Λειτουργία στον Ιερό Ναό ... ~ούντος του Οικουμενικού Πατριάρχη. ΣΥΝ. προεξάρχω [< μεσν. χοροστατώ]
57186χόρταβλ. χόρτο
57187χορταίνωχορ-ταί-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {χόρτα-σα, χορτά-σει, χορταίν-οντας, χορτα-σμένος} 1. δεν αισθάνομαι πια πείνα (ή δίψα), νιώθω κορεσμό, επειδή έχω καταναλώσει την απαραίτητη ή περισσότερη από την κανονική ποσότητα τροφής (ή υγρών): ~σα (: έσκασα, μπούκωσα), δεν θέλω άλλο. Φάε να ~σεις. Πώς να ~σουν τόσα στόματα;|| (μτφ.-μειωτ.) ~σμένη κοιλιά. ~σμένοι (: εύποροι) και καλοπερασάκηδες.|| ~σαμε γλυκά/φαγητό (: φάγαμε πάρα πολλά/πολύ).|| Δεν μπορεί να ~σει τα παιδιά του (: να τα ταΐσει, να τα θρέψει, επειδή είναι φτωχός).|| (μτφ.) Τόσα χρήματα έβγαλε, δεν ~σε ακόμα; Δεν ~ει με τίποτα. ~ την επιθυμία μου για ... Φυσική ομορφιά που ~ει τις αισθήσεις. Πβ. ικανοποιώ. 2. (μτφ.) βιώνω κάτι όμορφο σε μεγάλο βαθμό: ~σα (από) αγκαλιές/φιλιά. ~σαμε ήλιο/θάλασσα/ύπνο/χορό (πβ. απολαμβάνω). ~σαν τα μάτια μας πράσινο. Έχει ~σει η ψυχή μου χαρές. Έχω ~σει δόξα/επιτυχίες. ~σμένος από αγάπη/έρωτα/πλούτο. Έφυγε απ' τη ζωή ~σμένος (πβ. γεμάτος, χορτάτος, ΑΝΤ. πεινασμένος). 3. (μτφ.) υφίσταμαι κάτι (άσχημο) σε υπερβολικό βαθμό, δεν αντέχω άλλο: ~σα απογοητεύσεις/δάκρυα/κλάμα/πόνο.|| ~σα (= βαρέθηκα) να μιλώ για ... ~σαμε λόγια/υποσχέσεις! Από φιλοσοφίες, έχουμε ~σει. Πβ. μπαφιάζω, μπουχτίζω.|| Μας ~σαν (= γέμισαν, τάισαν) διαβεβαιώσεις/(στα) ψέματα. ● ΦΡ.: δεν χορταίνω (προφ.): όσο πολύ κι αν κάνω κάτι, δεν το βαριέμαι: ~ ~ να σε κοιτάζω! Δεν σε χορταίνω!|| ~ ~ ν' ακούω μουσική. ~ ~ουν παιχνίδι.|| Μια θέα υπέροχη, να μην τη ~εις ποτέ., θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός (γνωμ.): θα αλλάξει η τύχη, θα φτιάξουν τα πράγματα για τις οικονομικά ασθενέστερες ομάδες., τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο: (παροιμ.) πιο πολύ με βοήθησε η ηθική παρά η υλική ή οικονομική σου συμπαράσταση. [< μεσν. χορταίνω]
57188χορταρένιος, ια, ιο βλ. χορτάρινος
57189χορτάριχορ-τά-ρι ουσ. (ουδ.): χόρτο, συνήθ. ως τροφή ζώων: δροσερό/πράσινο (: πρασινάδα)/τρυφερό/φρέσκο/χλωρό (= γρασίδι, χλωρασιά) ~. Λιβάδι με πλούσιο/πυκνό ~. Μεγάλωσε/ψήλωσε το ~. Πρόβατα που βόσκουν στο ~. Κάθομαι/κυλιέμαι/ξαπλώνω (πάνω) στο ~ (= στη χλόη).|| Κόβω/κουρεύω το ~ (= γκαζόν).|| Άγρια/ξερά ~ια (= αγριό-/ξερό-χορτα). Καθαρίζω τον κήπο απ' τα ~ια (= ξεχορταριάζω).|| (προφ., χλοοτάπητας:) Πλαστικό/τεχνητό/φυσικό ~. Το ~ του γηπέδου. ● Υποκ.: χορταράκι (το) [< μεσν. χορτάρι]
57190χορταριάζειχορ-τα-ριά-ζει ρ. (αμτβ.) {χορτάρια-σε, χορταριά-σει, -σμένος} 1. γεμίζει αγριόχορτα από την εγκατάλειψη: Άφησαν τον κήπο να ~σει. ~σμένη: αυλή. ~σμένα: ερείπια/χωράφια. 2. πρασινίζει: ~σε ο τόπος. ● ΦΡ.: πέτρα που (θέλει να) κυλά, (ποτέ) δεν χορταριάζει/λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει βλ. κυλάω
57192χορτάρινος, η, ο χορ-τά-ρι-νος επίθ. & (προφ.) χορταρένιος, ια, ιο: που αποτελείται από (ξερά) χόρτα: ~η: σκεπή/σκούπα. ΣΥΝ. χόρτινος
57193χόρτασηχόρ-τα-ση ουσ. (θηλ.): χορτασμός. Κυρ. στη ● ΦΡ.: δεν είναι (και) για χόρταση (προφ.): δεν προορίζεται για αλόγιστη κατανάλωση: Μη φας όλη την τούρτα, ~ ~! [< μεσν. χόρτασις]
57194χορτασμόςχορ-τα-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.) & (προφ.) χόρτασμα (το): το αποτέλεσμα του χορταίνω: αίσθημα ~ού (= κορεσμού). Τρώω μέχρι ~ού. Βλ. βουλιμία, τρώω του σκασμού.|| (στην ΚΔ:) Το θαύμα του ~ού.|| (μτφ.) Πνευματικός ~. ΣΥΝ. χόρταση [< μτγν. χορτασμός, χόρτασμα]
57195χορταστικός, ή, ό χορ-τα-στι-κός επίθ. 1. που κάνει κάποιον να χορτάσει, λόγω της μεγάλης ποσότητάς του ή/και των πολλών θερμίδων του: ~ή: σαλάτα. ~ό: γεύμα/(και γευστικό) πιάτο/πρωινό. ~οί: μεζέδες. ~ές: μερίδες (= μεγάλες). Άφθονο/πλούσιο και ~ό φαγητό. 2. (μτφ.) απολαυστικός: ~ός: ύπνος. ~ή: αμοιβή (: πλουσιοπάροχη). ~ό: βιβλίο/(και εντυπωσιακό) θέαμα. ● επίρρ.: χορταστικά [< μτγν. χορταστικός 'θρεπτικός']
57196χορτάτος, η, ο [χορτᾶτος] χορ-τά-τος επίθ. ΑΝΤ. πεινασμένος 1. που έχει χορτάσει: Νιώθω ~ (= χορτασμένος). Βλ. νηστικός.|| (κατ΄επέκτ.) ~ο: στομάχι. Βλ. -άτος. 2. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) που έχει στη διάθεσή του πληθώρα υλικών αγαθών και έχει ικανοποιήσει τις ανάγκες του: ~η: κοινωνία. 3. (μτφ.) που έχει γίνει σε υπερβολικό βαθμό αποδέκτης μιας συνήθ. θετικής κατάστασης· πλήρης: ~ από έρωτα/όμορφες εικόνες. Έφυγε ~ απ' τη ζωή. ● ΦΡ.: και την πίτα ολόκληρη/σωστή/αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο βλ. πίτα
57197χόρτινος, η, ο χόρ-τι-νος επίθ.: χορτάρινος. [< μτγν. χόρτινος]
57198χόρτοχόρ-το ουσ. (ουδ.) 1. κάθε πράσινο χαμηλό φυτό, συνήθ. με μικρά φύλλα· κατ' επέκτ. χορτάρι: αρωματικό/δηλητηριώδες ~. Μπάλες ~ου (βλ. χορτοδετικός). Θεραπευτικά ~α (: βότανα). ~α της θάλασσας (βλ. αλμύρα, αρμυρήθρα, αρμυρίκι, κρίταμο). Βλ. αγριόχορτα, ζιζάνιο, θάμνος.|| Καίω τα (ξερά) ~α. 2. {στον πληθ.} εδώδιμα είδη των αντίστοιχων φυτών: άγρια/πικρά/φρέσκα ~α (βλ. σέσκουλο, ραδίκι). ~α βραστά (βλ. αντίδι, βλίτο, σταμναγκάθι). ~α του αγρού/βουνού (βλ. αγριολάχανα). ~α για πίτα (βλ. σπανάκι)/σαλάτα (βλ. λαχανικά). Κρέας/σουπιές με ~α. Βλ. ζαρζαβατικό. 3. γκαζόν ή γρασίδι για την κάλυψη εξωτερικών χώρων· κατ' επέκτ. χλοοτάπητας: μηχανήματα κοπής/τσουγκράνα ~ου. Πβ. πρασινάδα, χλόη.|| Πίστα ~ου. Τένις/χόκεϊ επί ~ου. Γήπεδο με πλαστικό/συνθετικό/τεχνητό/φυσικό ~. 4. κάθε πράσινο χαμηλό φυτό που χρησιμοποιείται χλωρό ή αποξηραμένο ως ζωοτροφή: ξερό ~ (= σανός). Δεμάτι ~. ~ νομής (: χορτονομή). 5. (αργκό) μαριχουάνα. Πβ. μαύρο, φούντα. ● ΦΡ.: πέτρα που (θέλει να) κυλά, (ποτέ) δεν χορταριάζει/λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει βλ. κυλάω, τρώω/μασάω κουτόχορτο βλ. κουτόχορτο [< μεσν. χόρτον < αρχ. χόρτος]
57199χορτο- & χορτό- & χορτ-α' συνθετικό που αναφέρεται 1. στα χορταρικά ή/και τα λαχανικά: χορτό-πιτα/~σουπα. Χορτο-φάγος (βλ. κρεατο-). 2. στο γρασίδι: χορτο-τάπητας. Χορτο-κοπτικό (μηχάνημα). 3. στα ξερά χόρτα: χορτο-καλύβα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.