Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [57620-57640]

IDΛήμμαΕρμηνεία
57200χορτοδετικός, ή, ό χορ-το-δε-τι-κός επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. που τυλίγει το χόρτο σε μπάλες: ~ή: πρέσα. ~ό: μηχάνημα (ως ουσ. το ~ό). Βλ. θεριστ-, θεριζοαλωνιστ-, χορτοκοπτ-ικός.
57201χορτοκαλύβαχορ-το-κα-λύ-βα ουσ. (θηλ.): καλύβα από ξερά χόρτα, άχυρα ή καλάμια.
57202χορτοκόπτηςχορ-το-κό-πτης ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. χορτοκοπτική μηχανή.
57203χορτοκοπτικός, ή, ό χορ-το-κο-πτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την κοπή γρασιδιού: ~ή: μηχανή (= χορτοκόπτης). ~ό: τρακτέρ. ~ές: κεφαλές/λεπίδες/συσκευές. ~ά: εργαλεία. ● Ουσ.: χορτοκοπτικό (το): ΤΕΧΝΟΛ. ενν. μηχάνημα: βενζινοκίνητο/ελαφρύ ~. Ηλεκτρικά/περιστροφικά ~ά.
57204χορτολιβαδικός, ή, ό χορ-το-λι-βα-δι-κός επίθ. (επίσ.): που αναφέρεται σε λιβάδια με χορτάρι: ~ή: βλάστηση/περιοχή. ~ές: εκτάσεις. ~ά: κτήματα. Δασικό και ~ό οικοσύστημα. Βραχώδη/πετρώδη και ~ά εδάφη.
57205χορτολίβαδοχορ-το-λί-βα-δο ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΛ. μεγάλη ανοιχτή περιοχή που καλύπτεται από ποώδη φυτά: φυσικά ~α. Βλ. βοσκό-, θαμνό-τοπος.
57206χορτονομήχορ-το-νο-μή ουσ. (θηλ.) (επίσ.): χόρτα που χρησιμεύουν ως ζωοτροφή: ακατέργαστη ~. Αποξηραμένες ~ές. Εκτάσεις/ζώνες/λειμώνες ~ής. Σπόροι φυτών για ~. Βλ. άχυρο, σανός, χλόη. [< μτγν. χορτονομή 'χλωρό χορτάρι']
57207χορτόπιταχορ-τό-πι-τα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. πίτα με χορταρικά: ανοιχτή/στριφτή/χωριάτικη ~. ~ες με τυρί/χειροποίητο φύλλο. Πβ. λαχανόπιτα. Βλ. -πιτα.
57208χορτοσαλάταχορ-το-σα-λά-τα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. σαλάτα με διάφορα χόρτα. Βλ. -σαλάτα.
57209χορτόσουπαχορ-τό-σου-πα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. σούπα με λαχανικά: διαιτητική/καλοκαιρινή/νηστίσιμη ~. Βλ. -σουπα.
57210χορτοσυλλέκτηςχορ-το-συλ-λέ-κτης ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα που συνδέεται σε τρακτέρ και χρησιμοποιείται στη συγκομιδή χόρτων και δημητριακών από καλλιέργειες: περιστροφικός ~. ~ες (τύπου) ελικόπτερο/μαργαρίτα. ΣΥΝ. χορτοσυλλεκτική
57211χορτοσυλλεκτικός, ή, ό χορ-το-συλ-λε-κτι-κός επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. που σχετίζεται με τη συγκομιδή χόρτων: ~ά: μηχανήματα. ● Ουσ.: χορτοσυλλεκτική (η): ενν. μηχανή. ΣΥΝ. χορτοσυλλέκτης
57212χορτοτάπηταςχορ-το-τά-πη-τας ουσ. (αρσ.): χλοοτάπητας.
57213χορτοφαγίαχορ-το-φα-γί-α ουσ. (θηλ.): συνειδητή κατανάλωση μόνο λαχανικών και οσπρίων, αποχή από το κρέας ή/και το ψάρι: εστιατόριο/μενού/συνταγές ~ας. Πβ. μακροβιοτική. Βλ. -φαγία. ΣΥΝ. φυτοφαγία ● ΣΥΜΠΛ.: αυστηρή/ολική χορτοφαγία & (σπάν.) απόλυτη χορτοφαγία: με αποχή από τα ζωικά και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. ΣΥΝ. βιγκανισμός [< γαλλ. végétarisme, 1878]
57214χορτοφαγικός, ή, ό χορ-το-φα-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη χορτοφαγία: ~ή: δίαιτα/διατροφή/κουζίνα/μαγειρική. ~ό: γεύμα/μενού. ~ές: συνταγές. Πβ. μακροβιοτικός. || (ως ουσ.) Νηστίσιμα και ~ά. ΣΥΝ. φυτοφαγικός ● επίρρ.: χορτοφαγικά [< γαλλ. végétarien]
57215χορτοφάγος, ος/α, ο χορ-το-φά-γος επίθ./ουσ. ΣΥΝ. φυτοφάγος 1. (κυρ. ως ουσ.) που ακολουθεί συνειδητά χορτοφαγική διατροφή: αυστηρός (πβ. βίγκαν)/φανατικός ~. Δίαιτα για ~ους. Μαγειρική που απευθύνεται σε ~ους. Βλ. κρεατο-, παμ-φάγος. ΣΥΝ. βετζετέριαν 2. ΖΩΟΛ. (ως επίθ.) που η διατροφή του βασίζεται αποκλειστικά σε φυτικές ύλες: ~α: ζώα/θηλαστικά/ψάρια. Βλ. σαρκοφάγος. [< 1: αγγλ. vegeterian, γαλλ. végétarien 2: μεσν. χορτοφάγος]
57216χορωδίαχο-ρω-δί-α ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. σύνολο ανθρώπων οι οποίοι ερμηνεύουν ομαδικά ένα άσμα: γυναικεία/μαθητική/παιδική ~. Βυζαντινή/εκκλησιαστική ~. Ενόργανη/συμφωνική ~. Επαγγελματική/ερασιτεχνική/καλλιτεχνική/πειραματική ~. ~ ανδρών. ~ μικτών/όμοιων φωνών. ~ κλασικής μουσικής. Ο διευθυντής/ο μαέστρος/τα μέλη της ~ας. Μουσική για ~. Ύμνοι από τη ~ ... Η ~ υπό τη διεύθυνση του ... ερμηνεύει έργα του ... Βλ. μαντολινάτα, μπάντα, ορχήστρα, φιλαρμονική. [< αρχ. χορῳδία, γαλλ. chœur]
57217χορωδιακός, ή, ό χο-ρω-δι-α-κός επίθ.: ΜΟΥΣ. που σχετίζεται με τη χορωδία: ~ή: βραδιά/διδασκαλία/μουσική/συμφωνία/σύνθεση. ~ό: έργο/ρεπερτόριο/σχήμα/τραγούδι/φεστιβάλ. ~ές: εκδηλώσεις/εκτελέσεις/ερμηνείες/μελωδίες/ομάδες/φωνές. ~ά: αποσπάσματα/άσματα/μαθήματα/φωνητικά. ~ό και ορχηστρικό σύνολο. ● Ουσ.: χορωδιακό (το): ενν. κομμάτι: γυναικεία/συμφωνικά ~ά. Το ~ της έναρξης. Το ρεφρέν του ~ού. Βλ. άρια. ● επίρρ.: χορωδιακά [< γαλλ.-αγγλ. choral]
57218χορωδόςχο-ρω-δός ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΜΟΥΣ. μέλος χορωδίας: ο κορυφαίος ~ (: ο επικεφαλής). ~ σε βυζαντινή χορωδία. ~οί της όπερας. Με τη συμμετοχή/συνοδεία ~ών. Βλ. μαέστρος, μονωδός, σολίστας. [< γαλλ. choriste, αγγλ. chorist]
57219χοτ ντογκουσ. (ουδ.) {άκλ. | σπάν. πληθ. -ς}: σάντουιτς από μακρόστενο μαλακό ψωμάκι, με ζεστό λουκάνικο συνήθ. Φρανκφούρτης και διάφορα συνοδευτικά: ~ με κέτσαπ/κρεμμύδια/μουστάρδα/τυρί. Βλ. βρόμικο, χάμπουργκερ. [< αμερικ. hot dog, 1895, γαλλ. ~, 1929]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.