ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57240 | χουλιγκανικός | , ή, ό χου-λι-γκα-νι-κός επίθ. & (προφ.) χουλιγκάνικος, η, ο: που σχετίζεται με τους χούλιγκαν: ~ή: βία/επίθεση. ~ά: συνθήματα. | |
57241 | χουλιγκανισμός | χου-λι-γκα-νι-σμός ουσ. (αρσ.): ο τρόπος δράσης των χούλιγκαν: ποδοσφαιρικός ~. Έξαρση του ~ού. Κρούσματα ~ού. Προσπάθειες να αντιμετωπιστεί/καταπολεμηθεί ο ~ των γηπέδων. Εμπλέκεται σε ~ούς (= βανδαλισμούς). Βλ. βία, φανατισμός.|| (μτφ.) Πολιτικός ~. Βλ. ποδοσφαιροποίηση, τραμπουκισμός, -ισμός. [< αγγλ. hooliganism, 1898, γαλλ. hooliganisme, 1958] | |
57242 | χουμικός | , ή, ό χου-μι-κός επίθ.: ΕΔΑΦ. που σχετίζεται με τον χούμο ή βρίσκεται σε αυτόν: ~ό: οξύ. ~ές: ενώσεις. [< γαλλ. humique] | |
57243 | χουμοποίηση | χου-μο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΕΔΑΦ. μετατροπή σε χούμο: ~ οργανικών υπολειμμάτων. Πβ. βιοαποικοδόμηση, κομποστοποίηση. [< αγγλ. humification] | |
57244 | χούμος | [χοῦμος] χού-μος ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) χούμο (το) : ΕΔΑΦ. οργανικό στρώμα στην επιφάνεια του εδάφους, το οποίο δημιουργείται από την αποσύνθεση ύλης φυτικής ή ζωικής προέλευσης και χρησιμοποιείται ως φυσικό λίπασμα. Πβ. μαυρόχωμα. Βλ. κομπόστ, κοπριά, φυλλό-, φυτό-χωμα. [< γαλλ.-αγγλ. humus] | |
57245 | χούμους | χού-μους ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΑΓΕΙΡ. (στην κουζίνα της Μέσης Ανατολής) πουρές από ρεβίθια, ταχίνι, σκόρδο, λεμόνι, ελαιόλαδο και μπαχαρικά: λιβανέζικο ~. Αραβική πίτα με ~ και φαλάφελ. [< τουρκ. humus, αγγλ. hummus, 1949, γαλλ. houmous, 1991] | |
57246 | χουνέρι | χου-νέ-ρι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): πάθημα: Έπαθε γερό/μεγάλο ~ (: λαχτάρα). Του έκανε/σκάρωσε χοντρό ~. Του ετοιμάζει ~ια. Πβ. κασκαρίκα. [< τουρκ. hüner] | |
57247 | χούντα | χού-ντα ουσ. (θηλ.) ΣΥΝ. δικτατορία 1. δικτατορικό καθεστώς· (ειδικότ.-συνήθ. με κεφαλ. Χ) αυτό που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, ύστερα από στρατιωτικό πραξικόπημα, την περίοδο 1967-1974· συνεκδ. η περίοδος αυτή: (ΙΣΤ.) συνεργάτες/υποστηρικτές της ~ας.|| Η απριλιανή ~. Η ~ των Συνταγματαρχών. Πτώση της ~ας. Πβ. επταετία. Βλ. αποχουντοποίηση, μεταπολίτευση, Πολυτεχνείο, προνουντσιαμέντο. 2. (μτφ.) αυταρχική κατάσταση, απόλυτη κυριαρχία: οικονομική/τηλεοπτική ~. [< ισπ. junta] | |
57248 | χουντικός | , η, ο χου-ντι-κός επίθ. (μειωτ.): που σχετίζεται με τη χούντα, κυρ. την ελληνική: ~ός: αξιωματικός/νόμος/υπουργός. ~ή: κυβέρνηση/λογοκρισία/προπαγάνδα. ~ό: καθεστώς (= δικτατορικό)/πραξικόπημα. ~ά: κατάλοιπα. (ΙΣΤ.) Η ~ή Επταετία.|| (μτφ.) ~ές: απόψεις (= αυταρχικές, φασιστικές).|| (ως ουσ.) Οι ~οί (: οι οπαδοί της χούντας, οι δικτάτορες ή/και τα όργανά τους). Βλ. ακροδεξιός. ΑΝΤ. αντιχουντικός ● επίρρ.: χουντικά | |
57249 | χουντίτης | χου-ντί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. λευκό ορυκτό αποτελούμενο από ανθρακικό μαγνήσιο και ανθρακικό ασβέστιο. Βλ. -ίτης2. [< αμερικ. huntite, 1953 < αμερικ. ανθρ. W. Fr. Hunt] | |
57250 | χουρμαδιά | χουρ-μα-διά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. είδος φοίνικα (επιστ. ονομασ. Phoenix dactylifera) που καλλιεργείται για τον καρπό του. | |
57251 | χουρμάς | χουρ-μάς ουσ. (αρσ.) {χουρμάδες}: ο καρπός της χουρμαδιάς, ο οποίος έχει κιτρινωπή φλούδα, καφετιά γλυκιά σάρκα με κουκούτσι, μπορεί να φαγωθεί και πωλείται κυρ. αποξηραμένος. Βλ. φοινίκι. [< τουρκ. hurma] | |
57252 | χους | [χοῦς] ουσ. (αρσ.) {γεν. χου κ. χοός, αιτ. χουν} (αρχαιοπρ.) 1. (κυρ. ΕΚΚΛΗΣ.) χώμα. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. τύπος σφαιρικής οινοχόης χωρίς λαιμό. Βλ. πρόχους. [< αρχ. χοῦς] | |
57253 | χούφτα | χού-φτα ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λαϊκό) φούχτα 1. κοιλότητα που σχηματίζει η παλάμη, όταν τα δάχτυλα είναι λυγισμένα: Πήρε στη ~ του λίγη άμμο. Γέμισε τις ~ες του με νερό. Ζέστανε τις ~ες του (με την ανάσα του). 2. & (λαϊκό) χουφτιά: (συνεκδ.) η ποσότητα που χωρά σε αυτή: μια ~ όσπρια/χιόνι. Δυο ~ες αμύγδαλα/καρύδια/ρύζι. ΣΥΝ. αδραξιά, χεριά (3) 3. χειρολαβή. ● Υποκ.: χουφτίτσα (η) ● ΦΡ.: με τις χούφτες (προφ.): (για κάτι που θα έπρεπε να καταναλώνεται σε μικρές ποσότητες) χωρίς μέτρο, αλόγιστα: Καταπίνει/παίρνει τα χάπια ~ ~. Πβ. με το τσουβάλι., μια χούφτα & (λαϊκό-λογοτ.) μια χουφτιά (μτφ.): πολλοί λίγοι: χάρη στη βοήθεια/θέληση μιας ~ας ανθρώπων. Αντίσταση από ~ ~ άνδρες.|| ~ ~ τόπος (= πολύ μικρός). ΣΥΝ. μια δράκα [< μεσν. φούχτα] | |
57254 | χούφταλο | χού-φτα-λο ουσ. (ουδ.) (προφ.-μειωτ.): άνδρας πολύ γερασμένος και κατ΄επέκτ. σωματικά εξασθενημένος. Πβ. γερομπαμπαλής, πουρό, ραμολιμέντο, σάψαλο, σαράβαλο. | |
57255 | χουφτιά | βλ. χούφτα | |
57256 | χουφτιάζω | χου-φτιά-ζω ρ. (μτβ.) {χούφτια-σε} (λαϊκό-λογοτ.): αρπάζω κάτι με τη χούφτα μου. ΣΥΝ. χουφτώνω (3) | |
57257 | χούφτωμα | χού-φτω-μα ουσ. (ουδ.) {χουφτώματα} (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χουφτώνω. Πβ. μπαλαμούτι. | |
57258 | χουφτώνω | χου-φτώ-νω ρ. (μτβ.) {χούφτω-σε, χουφτώ-σει, χουφτών-οντας} (προφ.) 1. (συνήθ. για άνδρα) πιάνω ερωτογενές σημείο του σώματος άλλου προσώπου, συνήθ. τις καμπύλες γυναίκας. Πβ. μπαλαμουτιάζω. Βλ. εφαψίας. ΣΥΝ. βάζω χέρι (2) 2. (μτφ.) ιδιοποιούμαι χρηματικό ποσό: Το ~σε το παραδάκι. Πβ. αρπάζω, βουτώ. ΣΥΝ. τσεπώνω 3. χουφτιάζω. | |
57259 | χουχουλιάζω | χου-χου-λι-ά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χουχούλια-σα, χουχουλιά-σει, χουχουλιάζ-οντας, χουχουλια-σμένος} & (σπάν.) χουχουλίζω (προφ.) 1. είμαι ξαπλωμένος νωχελικά κάπου ζεστά, απαλά και ξεκούραστα: ~ κάτω από το πάπλωμα. ~σμένος στο κρεβάτι (πβ. κουρνιάζω). Βλ. χουζουρεύω.|| Το γατάκι ~ει στο χαλάκι. 2. ζεσταίνω με το σώμα ή την ανάσα μου: Η κότα ~ει τα μικρά της.|| Χουχούλιαζε τα δάχτυλά του. [< λ. ηχομιμητ.] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ