ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57300 | χρήμα | [χρῆμα] χρή-μα ουσ. (ουδ.) {χρήμ-ατος | -ατα, -άτων} ΣΥΝ. λεφτά 1. ΟΙΚΟΝ. επίσημο μέσο πληρωμής με τη μορφή κερμάτων και χαρτονομισμάτων: ελεγχόμενο (: που η κυκλοφορία του ελέγχεται από τις νομισματικές Αρχές)/μεταλλικό/νόμιμο/παράνομο ~. Κοινοτικό ~ (: οι οικονομικοί πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ζήτηση/προσφορά ~ατος (: συνολική ποσότητα ~ατος σε κυκλοφορία). Διακίνηση/εισροή/έκδοση ~ατος. Η (ανταλλακτική) αξία/τα είδη/το κόστος/ο ρόλος/η τιμή του ~ατος. Βλ. χρηματαγορά. 2. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} (μεγάλο) χρηματικό ποσό, συνήθ. σε μετρητά: αφθονία/παραχάραξη/συσσώρευση ~ατος. Βοήθεια/εισφορές σε ~. Πεταμένα/χαμένα ~ατα. Τα ~ατα της αποζημίωσης. Δανεισμός/δαπάνη/εκταμίευση/έλλειμμα/κατάθεση/μεταβίβαση/υπεξαίρεση ~άτων. Καταμετρητής/κάτοχος ~άτων. Παιχνίδια με αληθινά/εικονικά ~ατα. Εξοικονομώ χρόνο και ~. Επενδύω τα ~ατά μου (πβ. κεφάλαιο). Επιστράφηκαν/παρακρατήθηκαν ~ατα. Διαθέτω/διαχειρίζομαι/καταβάλλω/κλέβω/μαζεύω/ξοδεύω/προσφέρω/χρειάζομαι ~ατα. Μεταφέρω/τοποθετώ ~ατα σε λογαριασμό. Δεν έχω καθόλου ~ατα μαζί/πάνω/στο πορτοφόλι μου. Δεν λογαριάζω/τσιγκουνεύομαι τα ~ατα. Μου κόστισε/στοίχισε πολλά ~ατα. Δεν θα πάμε διακοπές ελλείψει ~άτων. Πβ. ρευστό. 3. (ειδικότ.) (μεγάλες) απολαβές ή χρηματική περιουσία, πλούτος· συνεκδ. οι οικονομικά εύρωστοι: ~ατα και ακίνητα. Πακτωλός ~άτων. Το ~ ρέει άφθονο. Δουλειές που αφήνουν ~ (: κέρδος). Βγάζει αρκετά ~ατα από τη δουλειά του. Έχει πολλά ~ατα. Πόσα ~ατα παίρνεις τον μήνα (: ποιος/πόσος είναι ο μισθός σου); Έπαιξε όλα του τα ~ατα στα χαρτιά.|| Η δύναμη/το κυνήγι του ~ατος. Επίδειξη ~ατος. Αγαπάει/κυνηγάει το ~ (= τους παράδες, τα φράγκα). Πβ. μαμωνάς.|| Το ~ (= οι πλούσιοι) εξουσιάζει τον κόσμο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. δανεισμός με υψηλό επιτόκιο, επειδή η ζήτηση χρήματος υπερβαίνει την προσφορά., βρόμικο/μαύρο χρήμα: χρηματικά ποσά που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και δεν έχουν φορολογηθεί: διακίνηση/εισαγωγή ~ου ~ατος. Χώρα που λειτουργεί ως παράδεισος/πλυντήριο (: για ξέπλυμα) ~ου ~ατος. [< αγγλ. dirty/black money] , γκρίζο χρήμα (προφ.): μίζα., δημόσιο/κρατικό χρήμα: οι οικονομικοί πόροι του κράτους: διαχείριση/κατάχρηση του δημόσιου ~ατος., εύκολο χρήμα (προφ.): χρηματικά ποσά που αποκτώνται με εύκολο και συνήθ. μη νόμιμο τρόπο: γρήγορο και ~ ~ (στα χαρτιά/στο καζίνο). [< αγγλ. easy money] , ζεστό χρήμα & (σπάν.) θερμό/καυτό χρήμα 1. (προφ.) ρευστό: Η συμφωνία έκλεισε με ~ ~ (= μετρητά). Η αγορά έχει ανάγκη από ~ ~. 2. ΟΙΚΟΝ. επενδυτικό κεφάλαιο που επιδιώκει βραχυπρόθεσμα την υψηλότερη δυνατή απόδοση. [< αγγλ. hot money, 1936] , ηλεκτρονικό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που έχει αποθηκευτεί με ηλεκτρονικό τρόπο, κυρ. για πραγματοποίηση συναλλαγών μέσω διαδικτύου. Πβ. ηλεκτρονικό πορτοφόλι. [< αγγλ. electronic/e-money, 1966] , πολιτικό χρήμα (κυρ. στη ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.): η χρηματοδότηση, τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων., τραπεζικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζικές επιταγές., φτηνό χρήμα (προφ.): δανεισμός χρημάτων με χαμηλό επιτόκιο και ευνοϊκούς όρους., ψηφιακό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που διακινείται ηλεκτρονικά. [< αγγλ. digital cash, 1991] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, λογιστικό χρήμα βλ. λογιστικός, ξέπλυμα χρήματος βλ. ξέπλυμα, πιστωτικό χρήμα βλ. πιστωτικός, πλαστικό χρήμα βλ. πλαστικός, ρευστό χρήμα βλ. ρευστός, το κόστος του χρήματος βλ. κόστος ● ΦΡ.: βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα (προφ.): επενδύω μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάτι που πιστεύω ότι θα μου αποφέρει κέρδος: Έβαλε/έριξε πολλά λεφτά στην επιχείρηση., είναι υπεράνω χρημάτων (λόγ.): δεν τον ενδιαφέρουν τα λεφτά., επί χρήμασι (αρχαιοπρ.): έναντι χρημάτων, με οικονομικό αντάλλαγμα: πληροφορίες ~ ~.|| ~ ~ εκδιδόμενη γυναίκα. Πβ. επί πληρωμή. ΑΝΤ. δωρεάν, ο χρόνος είναι χρήμα (γνωμ.): είναι σημαντική η σωστή διαχείριση του χρόνου., παίρνω χρήματα (προφ.): χρηματίζομαι, δωροδοκούμαι. Πβ. τα παίρνει χοντρά, τα πιάνει., τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό: τα λεφτά δεν αποκτώνται εύκολα, πρέπει να δουλέψει σκληρά κάποιος, για να τα αποκτήσει., το χρήμα δεν μυρίζει/τα λεφτά δεν μυρίζουν: για να δηλωθεί ότι η προέλευση των χρημάτων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. [< γαλλ. l 'argent n'a pas d'odeur] , τραβάω χρήματα (προφ.): κάνω ανάληψη: ~ηξε ~ απ' την κάρτα/τον λογαριασμό/την τράπεζα., χρήμα/παράς/φράγκα με ουρά (προφ.): μεγάλα χρηματικά ποσά: Βγάζει ~ ~. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, δει δη χρημάτων βλ. δει, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται βλ. κρύβω, πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος βλ. μέτρο [< αρχ. χρῆμα] | |
57301 | χρηματ- | βλ. χρηματο- | |
57302 | χρηματαγορά | χρη-μα-τα-γο-ρά ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΟΙΚΟΝ. οργανωμένη αγορά όπου διενεργούνται βραχυπρόθεσμες συναλλαγές κινητών αξιών, αγαθών και εμπορευμάτων· κατ' επέκτ. χρηματιστήριο: οι διεθνείς ~ές. Βλ. -αγορά. [< αγγλ. money market, 1950] | |
57303 | χρηματαποστολή | χρη-μα-τα-πο-στο-λή ουσ. (θηλ.): εμπιστευτική μεταφορά χρημάτων, συνήθ. με ειδικά θωρακισμένα οχήματα και εκπαιδευμένο προσωπικό· συνεκδ. το συγκεκριμένο προσωπικό: η ~ της Τράπεζας. ~ές δημόσιων οργανισμών.|| (από υπηρεσίες ασφαλείας) ~ές τραπεζογραμματίων.|| Επίθεση σε ~. | |
57304 | χρηματίζομαι | χρη-μα-τί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {χρηματί-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, χρηματιζ-όμενος, (σπάν.) χρηματι-σμένος}: (συνήθ. για κρατικό λειτουργό) λαμβάνω χρήματα παράνομα, για να προβώ σε πράξη που εξυπηρετεί ορισμένα συμφέροντα: Συνελήφθη (επ' αυτοφώρω) να ~εται. ~στηκε, για να κρατήσει το στόμα του κλειστό. ΣΥΝ. δωροδοκούμαι, εξαγοράζομαι, παίρνω χρήματα. [< αρχ. χρηματίζομαι] | |
57305 | χρηματίζω | χρη-μα-τί-ζω ρ. {χρημάτι-σε, χρηματί-σει} 1. (επίσ.) κατέχω κάποια θέση ή αξίωμα, ασκώ καθήκοντα, χρέη: Έχει ~σει βουλευτής/δήμαρχος. Πβ. υπηρετώ. ΣΥΝ. διατελώ (1) 2. (μτβ.) (λόγ.) προσφέρω παράνομα χρηματικό ποσό σε πρόσωπο που κατέχει συνήθ. δημόσια θέση, για να προβεί σε πράξη που εξυπηρετεί ή διαφυλάσσει τα προσωπικά μου συμφέροντα: Προσπάθησαν να ~σουν τις τοπικές Αρχές. ΣΥΝ. δωροδοκώ, λαδώνω (1) [< 1: μτγν. χρηματίζω] | |
57306 | χρηματικός | , ή, ό χρη-μα-τι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με τα χρήματα: ~ός: δείκτης/διακανονισμός/έλεγχος. ~ή: αμοιβή/αξία/βοήθεια/διαχείριση/ενίσχυση/επιβάρυνση/πολιτική/ροή/στενότητα/υποτροφία/χορηγία. ~ό: αντίτιμο/δώρο (πβ. μποναμάς, μπόνους)/εισόδημα/έπαθλο/κέρδος/κόστος/όριο/πρόβλημα/πρόστιμο/υπόλοιπο. ~οί: κατάλογοι/πόροι/τίτλοι. ~ές: ανάγκες/αποζημιώσεις/απολαβές/διαφορές/επενδύσεις/επιταγές/παροχές/υποχρεώσεις. ~ά: εμβάσματα/οφέλη/ποσά/συμβόλαια/χρέη. ~ή ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ελεύθερος με ~ή εγγύηση. ● Ουσ.: χρηματικό (το) 1. (προφ.) ενν. θέμα, ζήτημα: Το μόνο πρόβλημα είναι το ~. ΣΥΝ. οικονομικό 2. ενν. κεφάλαιο: (σε τράπεζα) Κέντρο Επεξεργασίας και Διακίνησης ~ού. 3. {στον πληθ.} (σπάν.) οικονομική κατάσταση, χρηματικό απόθεμα: Πώς είναι τα ~ά σου; ΣΥΝ. οικονομικά (1) ● επίρρ.: χρηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. χρηματικός] | |
57307 | χρηματισμός | χρη-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρηματίζομαι: Κατηγορήθηκε για ~ό. Πβ. δωροληψία, παθητική δωροδοκία. Βλ. αδιαφάνεια, διαφθορά, μίζα, φακελάκι, -ισμός. [< πβ. αρχ. χρηματισμός ‘κέρδος’] | |
57308 | χρηματιστηριακός | , ή, ό χρη-μα-τι-στη-ρι-α-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με το χρηματιστήριο: ~ός: αναλυτής/απολογισμός/οργανισμός/σύμβουλος. ~ή: αξία/κεφαλαιοποίηση/πτώση/τιμή/ύφεση. ~ό: κεφάλαιο/κραχ. ~οί: τίτλοι (= μετοχές). ~ές: συναλλαγές. Ο ~ δείκτης. Τραπεζικό και ~ό δίκαιο. Οι ~ές αγορές (= χρηματαγορές). Πβ. χρηματιστικός. Βλ. χρηματο-μεσιτικός, -οικονομικός, -πιστωτικός. ● Ουσ.: χρηματιστηριακά (τα) (προφ.): ενν. θέματα., χρηματιστηριακή (η) (προφ.): ενν. εταιρεία. ● επίρρ.: χρηματιστηριακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. boursier] | |
57309 | χρηματιστήριο | χρη-μα-τι-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {χρηματιστηρί-ου} 1. ΟΙΚΟΝ. (κ. με κεφαλ. Χ) νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, οργανωμένη αγορά όπου διενεργούνται συναλλαγές κινητών αξιών, αγαθών και εμπορευμάτων· συνεκδ. ο αντίστοιχος χώρος: το ~ (Αξιών) Αθηνών (ακρ. ΧΑΑ). ~ χρεογράφων. Η αίθουσα/το νομικό πλαίσιο/η παράλληλη αγορά του ~ου. Ένταξη εταιρείας/νευρικότητα στο ~. Διαπραγμάτευση/εισαγωγή μετοχής στο ~. Δραστηριοποιούμαι/επενδύω/ποντάρω στο ~. Μικτές τάσεις επικράτησαν/καταγράφηκαν στα διεθνή ~α. Πβ. κεφαλαι-, χρηματ-αγορά. 2. ΟΙΚΟΝ. (συνεκδ.) το χρονικό διάστημα στα πλαίσια μιας εργάσιμης ημέρας, κατά το οποίο διεξάγονται οι συγκεκριμένες συναλλαγές· η συνεδρίαση του αντίστοιχου νομικού προσώπου: άνοιγμα (: έναρξη) του ~ου. Με αρνητικό πρόσημο έκλεισε το ~. 3. ΟΙΚΟΝ. ο (Γενικός) Δείκτης Τιμών: ανάκαμψη/διακυμάνσεις/πτώση του ~ου. Το ~ κινήθηκε ανοδικά/πτωτικά. 4. (μτφ.) πλασματικός χώρος αξιολογικής εκτίμησης ενός στοιχείου: το ~ της τέχνης/των επαγγελμάτων. ● ΣΥΜΠΛ.: χρηματιστήριο εμπορευμάτων (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Χ, Ε): ΟΙΚΟΝ. δημόσια ή ιδιωτική οργάνωση που διενεργεί αγοραπωλησίες πρώτων υλών και προϊόντων ευρείας κατανάλωσης· συνεκδ. ο αντίστοιχος χώρος: Στο ~ ~, η τιμή της ζάχαρης/του καφέ/του πετρελαίου/του χρυσού κυμάνθηκε στα .../ενισχύθηκε κατά ... %. [< αγγλ. commodities exchange] , χρηματιστήριο παραγώγων (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Χ, Π): ΟΙΚΟΝ. οργανωμένη αγορά όπου λαμβάνουν χώρα συναλλαγές παράγωγων προϊόντων. [< αγγλ. derivatives exchange] , Χρηματιστήριο Αξιών βλ. αξία ● ΦΡ.: παίζω στο χρηματιστήριο βλ. παίζω [< μτγν. χρηματιστήριον ‘χώρος διεξαγωγής εμπορικών υποθέσεων’, γαλλ. Bourse] | |
57310 | χρηματιστής | χρη-μα-τι-στής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. χρηματίστρια}: ΟΙΚΟΝ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διενεργεί αγοραπωλησίες κινητών αξιών στο χρηματιστήριο για λογαριασμό δικό του ή συνήθ. των πελατών του. Πβ. χρηματομεσίτης. Βλ. αναλυτής, τραπεζίτης. [< πβ. αρχ. χρηματιστής ‘έμπορος, επιχειρηματίας’, γαλλ. boursier] | |
57311 | χρηματιστικός | , ή, ό χρη-μα-τι-στι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τον χρηματιστή ή/και το χρηματιστήριο: ~ή: διαχείριση/επένδυση/επιχείρηση/τράπεζα. ~ό: κέρδος/κραχ/χάος. ~οί: δείκτες/όμιλοι/πιστωτές. ~ές: αγορές/αξίες/δραστηριότητες/συναλλαγές. Το ~ό κεφάλαιο/σύστημα. Πβ. χρηματιστηριακός, χρηματοοικονομικός. [< πβ. αρχ. χρηματιστικός ‘εμπορικός, επικερδής’, γαλλ. boursier] | |
57312 | χρηματο- & χρηματό- & χρηματ- | : πρόθημα οικονομικών κυρ. όρων που αναφέρονται στο χρήμα, τις οικονομικές συναλλαγές, το κεφάλαιο: χρηματ-αποστολή.|| Χρηματ-αγορά. Χρηματο-μεσίτης. Χρηματο-πιστωτικός.|| Χρηματό-γραφο.|| Xρηματο-δότης. | |
57313 | χρηματοασφαλιστικός | , ή, ό χρη-μα-το-α-σφα-λι-στι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την ασφάλιση χρημάτων: ~ός: όμιλος/σύμβουλος. ~ή: αγορά. | |
57314 | χρηματόγραφο | χρη-μα-τό-γρα-φο ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΝ. βραχυπρόθεσμο και διαπραγματεύσιμο αξιόγραφο εμπορικών συναλλαγών· πιστωτικός τίτλος: εμπορικό ~. Παραδοτέα/παραληπτέα/τοκοφόρα ~α. Βλ. ασφαλιστήριο, επιταγή, ομολογία, συναλλαγματική, χρεόγραφο. | |
57315 | χρηματοδότης | χρη-μα-το-δό-της ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. χρηματοδότρια} (επίσ.): φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναλαμβάνει μια χρηματοδότηση: επενδυτικός/κοινοτικός ~. Ο ~ της εκδήλωσης/της καμπάνιας/του συνεδρίου. Δημόσιοι/ιδιωτικοί ~ες. Εταιρείες-~ες. Πβ. σπόνσορας, χορηγός.|| (ως επίθ.) Η ~τρια τράπεζα. Βλ. -δότης. [< γερμ. Geldgeber] | |
57316 | χρηματοδότηση | χρη-μα-το-δό-τη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρηματοδοτώ: ~ αναπτυξιακού προγράμματος/βιομηχανιών/εμπόρων/της έρευνας/των σπουδών. Δανειακή ~. Εταιρείες/πολιτική ~ης. Δημόσιες/δημοσιονομικές/εξωτερικές/επιχειρηματικές/ιδιωτικές/κοινοτικές/κρατικές/κυβερνητικές/τραπεζικές ~ήσεις. Υπόγειες/παράνομες ~ήσεις (κομμάτων). ~ήσεις κεφαλαίου. ~ήσεις στον πολιτιστικό τομέα. Πβ. επιχορήγηση, χορηγία. Βλ. ανα~, αυτο~, προ~, συγ~, υπερ~, υπο~, -δότηση. [< γαλλ. financement, αγγλ. financing, funding] | |
57317 | χρηματοδοτικός | , ή, ό χρη-μα-το-δο-τι-κός επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με τη χρηματοδότηση: ~ή: βοήθεια/διευκόλυνση/συνεισφορά/συνεργασία/(υπο)στήριξη. ~ό: κόστος/πρωτόκολλο. ~οί: πόροι. ~ές: ανάγκες/δραστηριότητες/ενέργειες/πηγές/πιστώσεις. ~ά: έξοδα/εργαλεία/κεφάλαια/κονδύλια. ● Ουσ.: χρηματοδοτικό (το): ενν. πρόγραμμα. ● ΣΥΜΠΛ.: χρηματοδοτική μίσθωση βλ. μίσθωση | |
57318 | χρηματοδοτώ | [χρηματοδοτῶ] χρη-μα-το-δο-τώ ρ. (μτβ.) {χρηματοδοτ-εί, -ώντας | χρηματοδότ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} (λόγ.): παρέχω χρήματα, κεφάλαια για την υλοποίηση ενός έργου: Ιδιωτικοί φορείς ανέλαβαν να ~ήσουν την ανέγερση του κτιρίου. Η έρευνα/το συνέδριο θα ~ηθεί από το υπουργείο. Οι επιχειρήσεις ~ήθηκαν με επιδοτήσεις ύψους ... ευρώ. Οι δαπάνες/οι επιχειρηματικές δράσεις/τα έργα ~ούνται (εξολοκλήρου) από το ΕΣΠΑ/από τον κρατικό προϋπολογισμό/από τραπεζικές πιστώσεις. Πβ. επιχορηγώ. Βλ. αυτοχρηματοδοτούμαι, -δοτώ, ανα~, συγ~, υπο~. [< μεσν. χρηματοδοτώ, γαλλ. financer] | |
57319 | χρηματοθυρίδα | χρη-μα-το-θυ-ρί-δα ουσ. (θηλ.): (σε ξενοδοχεία ή τράπεζες) μικρό χρηματοκιβώτιο για φύλαξη χρημάτων ή/και τιμαλφών των πελατών: προσωπικές ~ες. Πβ. θυρίδα, χρηματοφυλάκιο. |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ