Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [57740-57760]

IDΛήμμαΕρμηνεία
57320χρηματοκιβώτιοχρη-μα-το-κι-βώ-τι-ο ουσ. (ουδ.) {χρηματοκιβωτί-ου}: μεταλλική θήκη με κλειδαριά ή κλειδάριθμο, για τη φύλαξη χρημάτων, αντικειμένων μεγάλης αξίας ή πολύτιμων εγγράφων: ~ που κλειδώνει με κάρτα/κωδικό/συνδυασμό. Ατομικό/επαγγελματικό/προσωπικό ~. ~ με χρονοκαθυστέρηση. Το ~ του κοσμηματοπωλείου/του λογιστηρίου/της τράπεζας. Τα κλειδιά/η πόρτα/ο συναγερμός του ~ου. Άνοιγμα/διάρρηξη ~ου. Βλ. θησαυροφυλάκιο. [< γερμ. Geldschrank]
57321χρηματομεσίτηςχρη-μα-το-με-σί-της ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. χρηματομεσίτρια}: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναλαμβάνει μεσολαβητικό ρόλο στη διαπραγμάτευση συναλλαγών μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών, εκπροσωπώντας το ένα από αυτά: ~ες ενυπόθηκων δανείων. Πβ. χρηματιστής. [< γερμ. Börsenmakler]
57322χρηματομεσιτικός, ή, ό χρη-μα-το-με-σι-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τον χρηματομεσίτη: ~ή: αγορά/εταιρεία. ~ό: γραφείο/σύστημα. ~οί: φορείς. ~ές: υπηρεσίες.
57323χρηματοοικονομικός, ή, ό χρη-μα-το-οι-κο-νο-μι-κός επίθ. & (σπάν.-προφ.) χρηματοικονομικός: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με το χρήμα ως οικονομική αξία: ~ός: δείκτης/έλεγχος/λογαριασμός/προϋπολογισμός. ~ή: ανάλυση/λογιστική/μόχλευση. ~ό: κύκλωμα. ~ές: επενδύσεις/μισθώσεις. ~ά: έξοδα/μαθηματικά/προϊόντα (βλ. παράγωγα)/συμβόλαια. Πβ. χρηματιστηριακός, χρηματιστικός. ● Ουσ.: χρηματοοικονομικά (τα) 1. (κ. με κεφαλ. Χ) χρηματοοικονομική: ~ ακίνητης περιουσίας. Στατιστικές μέθοδοι στα ~. 2. ενν. θέματα: σύμβουλος ~ών., χρηματοοικονομική (η) (κ. με κεφαλ. Χ): κλάδος με αντικείμενο τη μελέτη της λειτουργίας και της διαχείρισης του χρήματος, ως οικονομικής αξίας και περιουσιακού στοιχείου: ~ των αγορών/επιχειρήσεων. Συμπεριφορική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης βλ. πρότυπο, χρηματοοικονομικά δικαιώματα βλ. δικαίωμα
57324χρηματοπιστωτικός, ή, ό χρη-μα-το-πι-στω-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την παροχή χρημάτων επί πιστώσει: ~ός: καπιταλισμός/όμιλος/οργανισμός/σύμβουλος. ~ή: διαχείριση. ~ό: δίκτυο/ίδρυμα/κεφάλαιο/μέσο (: περιουσιακό στοιχείο ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης)/ταμείο. Διεθνής ~ή κρίση (: 2007-2008). ~ές: αγορές/δραστηριότητες/μετοχές/συναλλαγές. ~ά: προϊόντα. Το διεθνές ~ό σύστημα.|| (ως ουσ.) Απελευθέρωση των ~ών (ενν. τίτλων). ΣΥΝ. νομισματοπιστωτικός ● ΣΥΜΠΛ.: Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας βλ. ταμείο
57325χρηματοροήχρη-μα-το-ρο-ή ουσ. (θηλ.) & χρηματορροή: ΟΙΚΟΝ. οι εισροές και εκροές επιχείρησης: αρνητική/θετική ~. Καθαρή μεταβολή ~ής. Ετήσιες/μελλοντικές ~ές. Βλ. ρευστότητα. [< αγγλ. cash flow]
57326χρηματοφυλάκιοχρη-μα-το-φυ-λά-κι-ο ουσ. (ουδ.): θυρίδα φύλαξης χρημάτων ή/και πολύτιμων αντικειμένων· κατ΄επέκτ. ταμείο: (σε ξενοδοχείο) ατομικά προγραμματιζόμενο ~. Πβ. θησαυροφυλάκιο, χρηματο-θυρίδα, -κιβώτιο. Βλ. -φυλάκιο. [< μτγν. χρηματοφυλάκιον 'δημόσιο ταμείο, θησαυροφυλάκιο']
57327χρησάμενοςχρη-σά-με-νος ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. χρησαμένη}: ΝΟΜ. πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται αγαθό με χρησιδάνειο. Βλ. μισθωτής. [< μτχ. αορ. του αρχ. ρ. χρῶμαι]
57328χρήσηχρή-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρησιμοποιώ: ~ (λόγιων) λέξεων/λεξικού/όπλων. Μεταφορική ~ της γλώσσας/του λόγου (πβ. χειρισμός). Παράνομη ~ προσωπικών δεδομένων. Ασφαλής ~ του διαδικτύου/των τροφίμων. Υπερβολική ~ της τεχνολογίας. Αλοιφή για εξωτερική/τοπική ~. Άκριτη/αλόγιστη ~ του κινητού τηλεφώνου. Εγχειρίδιο ~ης. Οδηγίες/όροι ~ης υπηρεσίας. Εκτός ~ης. Περιορισμός στη ~ επικίνδυνων για το περιβάλλον ουσιών. Εκπαίδευση με ~ υπολογιστών. Φθορά απ' την πολλή ~. Οι δευτερεύουσες ~εις ενός υλικού. Εξοπλισμός για ιατρικές ~εις. Καθαριστικό για όλες τις ~εις/πολλαπλών ~εων. Χώρος που προορίζεται για δημόσια/κοινή ~. Απαγορεύεται η ~ φωτογραφικής μηχανής. Πβ. μεταχείριση. Βλ. επανά-, κατά-, παρά-χρηση, πολυχρησία, υπερ~.|| Αειφόρος ~ φυσικών πόρων. (ΝΟΜ.) Αυθαίρετη/τρέχουσα ~ του ακινήτου. Νέες ~εις γης. Πβ. αξιοποίηση, εκμετάλλευση.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ δανείου/περιουσιακών στοιχείων Πβ. διαχείριση.|| ~ φαρμάκων. Ενέσιμη/συστηματική ~ ναρκωτικών. Πβ. λήψη. ΣΥΝ. χρησιμοποίηση ● ΣΥΜΠΛ.: διαχειριστική χρήση & (προφ.) χρήση: ΟΙΚΟΝ. διάστημα συνήθ. δώδεκα μηνών, για το οποίο κάθε νομικό πρόσωπο προβαίνει σε κλείσιμο του ισολογισμού, εξαγωγή αποτελεσμάτων και δημοσίευση των πεπραγμένων σε σχετική έκθεση: φορολογική δήλωση για τη ~ ~ του έτους., επαγγελματική χρήση: που χρησιμοποιείται για την άσκηση επαγγέλματος: Ενοικιάζεται χώρος για ~ ~., ιδιωτική χρήση: που αφορά ατομική ιδιοκτησία ή που γίνεται για προσωπικό όφελος: επιβατηγά αυτοκίνητα ~ής ~ης (πβ. γιωταχί).|| Φωτοτυπική αναπαραγωγή βιβλίου για ~ ~., προσωπική χρήση: που αναφέρεται στην ατομική χρησιμοποίηση πράγματος, εγγράφου, αγαθού: To περιεχόμενο της ιστοσελίδας διατίθεται αυστηρά για ~ ~ και όχι για εμπορική. Βλ. ατομική ιδιοκτησία., αποτελέσματα χρήσης βλ. αποτέλεσμα, οικιακή χρήση βλ. οικιακός ● ΦΡ.: κάνω χρήση: μεταχειρίζομαι κάτι για την ικανοποίηση αναγκών ή για την επίτευξη στόχων: ~ ~ μειωμένου ωραρίου. Θα ~ ~ της άδειάς μου/όλων των δικαιωμάτων που μου παρέχει ο νόμος. ~ει ~ σύγχρονων μεθόδων διαχείρισης των οικονομικών ζητημάτων. Διαπιστώθηκε ότι έχει ~ει ~ ναρκωτικών/απαγορευμένων ουσιών. Έκαναν ~ δακρυγόνων. Πβ. χρησιμοποιώ., μιας χρήσης/χρήσεως: που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο μία φορά: Είδη/πλαστικά ποτήρια ~ ~., σε χρήση & (λόγ.) εν χρήσει: για κάτι που χρησιμοποιείται: ~ ~ εγκαταστάσεις. Βρίσκεται/είναι σε ~.|| (ΟΙΚΟΝ.) Αξία ~ ~. ΑΝΤ. σε αχρησία [< αρχ. χρῆσις, γαλλ.-αγγλ. usage, αγγλ. use]
57329χρησιδάνειοχρη-σι-δά-νει-ο ουσ. (ουδ.): ΝΟΜ. συμφωνία που προβλέπει τον δωρεάν δανεισμό αγαθού, υπό την προϋπόθεση να επιστραφεί από τον χρησάμενο στον κάτοχό του, όταν ζητηθεί ή όταν λήξει η σύμβαση: εκμετάλλευση/παραχώρηση κατοικίας με ~. Βλ. ενέχυρο, μίσθωση, πληρεξούσιο. [< γαλλ. commodat]
57330χρησιδανεισμόςχρη-σι-δα-νει-σμός ουσ. (αρσ.): ΝΟΜ. δανεισμός με χρησιδάνειο.
57331χρησιδεσπόζων, ουσα, ον χρη-σι-δε-σπό-ζων επίθ. {χρησιδεσπόζ-οντος, -οντα | -οντες} (λόγ.): ΝΟΜ. πρόσωπο που νέμεται περιουσιακό στοιχείο: καθ' ολοκληρίαν νομή από τον ~οντα. [< μτχ. ενεστ. του ρ. χρησιδεσπόζω]
57332χρησικτησίαχρη-σι-κτη-σί-α ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. απόκτηση της κυριότητας κυρ. ακινήτου ύστερα από χρησιδανεισμό: έκτακτη/τακτική ~. Αγωγή/δικαιώματα ~ας. Πράγματα ανεπίδεκτα ~ας (: τα εκτός συναλλαγής). Αναστολή/διακοπή της ~ας. Έγινε δικαιούχος κτήματος με ~. Βλ. γονική παροχή, δικαιοπραξία, δωρεά, κληρονομιά. [< γαλλ. usucapion]
57333χρησιμεύωχρη-σι-μεύ-ω ρ. (μτβ.) {χρησίμευ-σα (προφ.) χρησίμ-εψα, χρησιμεύ-σει (προφ.) χρησιμ-έψει, χρησιμεύ-οντας}: είμαι χρήσιμος σε κάτι, μπορώ να εξυπηρετήσω συγκεκριμένο σκοπό: Συσκευή που ~ει για τη/στη θέρμανση του χώρου. Ράφια που ~ουν (: αξιοποιούνται, χρησιμοποιούνται) σαν/ως βιβλιοθήκη. Οι συμβουλές σου μου ~σαν (: με ωφέλησαν) πολύ. -Πού/σε τι ακριβώς θα σου ~σουν (: χρειαστούν) όλ' αυτά; Μπορώ να σας ~σω σε κάτι (= να σας βοηθήσω/εξυπηρετήσω/φανώ χρήσιμος); [< μτγν. χρησιμεύω]
57334χρησιμοθήραςχρη-σι-μο-θή-ρας ουσ. (αρσ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): αυτός που διακατέχεται από χρησιμοθηρία. Πβ. ωφελιμιστής. Βλ. ατομικιστής, καιροσκόπος, συμφεροντολόγος, -θήρας.
57335χρησιμοθηρίαχρη-σι-μο-θη-ρί-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): επιδίωξη από κάποιον των αγαθών που του παρέχουν προσωπικό και υλικό όφελος, αδιαφορώντας για το κοινό συμφέρον ή/και για την ηθική και πνευματική του ωφέλεια. Πβ. ωφελιμισμός. Βλ. εγωκεντρ-, καιροσκοπ-ισμός, σκοπιμότητα, συμφεροντολογία, χρυσοθηρία, -θηρία. [< γαλλ. utilitarisme]
57336χρησιμοθηρικός, ή, ό χρη-σι-μο-θη-ρι-κός επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που σχετίζεται με τη χρησιμοθηρία: ~ή: εποχή/κοινωνία/λογική/νοοτροπία. ~ό: πνεύμα. ~ά: κίνητρα/κριτήρια. Πβ. ωφελιμιστικός. Βλ. ατομικιστ-, εγωκεντρ-, καιροσκοπ-, συμφεροντολογ-ικός. ● επίρρ.: χρησιμοθηρικά [< γαλλ. utilitaire]
57337χρησιμοποίησηχρη-σι-μο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): χρήση: αποτελεσματική/ατομική/εντατική/παράνομη/πιλοτική/προαιρετική/σωστή ~. ~ εργαλείου/λογισμικού/μεθόδου/μηχανήματος/συσκευής/τεχνικής/τροφίμων. ~ της αίθουσας ως χώρου δεξιώσεων. Πβ. αξιοποίηση, εκμετάλλευση, μεταχείριση. Βλ. επανα~, ιδιο~, -ποίηση. [< γαλλ. utilisation]
57338χρησιμοποιήσιμος, η, ο χρη-σι-μο-ποι-ή-σι-μος επίθ.: που μπορεί να χρησιμοποιηθεί: ~ος: εξοπλισμός. ~η: έκταση/ενέργεια/(ΠΛΗΡΟΦ.) χωρητικότητα. ~ο: εγχειρίδιο/λογισμικό. ~α: δεδομένα. Σε άριστη και ~η κατάσταση. Συσκευές που καθίστανται πλέον μη ~ες (: μη αξιόπιστες, μη αποδοτικές). Πβ. αξιοποιήσιμος, χρήσιμος. Βλ. λειτουργικός. ΑΝΤ. αχρησιμοποίητος, άχρηστος (1) [< γαλλ. utilisable]
57339χρησιμοποιώ[χρησιμοποιῶ] χρη-σι-μο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {χρησιμοποι-είς ..., -ώντας | χρησιμοποί-ησα, -ήσει, -είται, -όταν (λόγ.) (ε)χρησιμοποι-είτο, χρησιμοποι-όταν, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} 1. θέτω κάτι σε λειτουργία, κάνω χρήση: ~ ένα εργαλείο/(ΠΛΗΡΟΦ.) πρόγραμμα. Ξέρει να ~εί αυτή τη συσκευή/το ίντερνετ.|| ~ λεξικά. ~ καλλυντικά (πβ. βάζω). ~εί αποκλειστικά πιστωτικές κάρτες για τις συναλλαγές της/ποδήλατο για τις μετακινήσεις του. ~ήστε (: πάρτε) τις σκάλες!|| ~ τη γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας. Λέξεις που ~ούνται ειρωνικά.|| Για την τούρτα έχουν ~ηθεί αγνά υλικά.|| ~ησε και λίγο το μυαλό σου!|| ~ησαν βία. Πβ. (μετα)χειρίζομαι. 2. εκμεταλλεύομαι· αξιοποιώ: ~εί την περιουσία της, για να ανέλθει οικονομικά. ~ησε τις γνωριμίες/την επιρροή/τη θέση του, για να ...|| Τον ~ησαν και τώρα θέλουν να τον ξεφορτωθούν. ~ούν ζώα για πειράματα.|| Εργάτες που ~ούνται στις μεταφορές (: απασχολούνται).|| ~ησε (: έφερε) ως πρόσχημα το επιχείρημα ότι ... ~ησε αδιάσειστα στοιχεία. Θα ~ήσει όλα τα δικαιώματα που του παρέχει ο νόμος. Βλ.επανα-, ξανα-, -ποιώ. ● Μτχ.: χρησιμοποιημένος , η, ο 1. μεταχειρισμένος: ~ο: χαρτί. ~ες: μπαταρίες/συσκευασίες. ~α: ελαστικά/έπιπλα/ρούχα. Ελαφρώς/ελάχιστα ~ και σε άριστη κατάσταση εξοπλισμός. Ανακύκλωση/παζάρι ~ων αντικειμένων. Πβ. από δεύτερο χέρι. ΑΝΤ. αδούλευτος (2), αμεταχείριστος, καινούργιος (1) 2. που έχει χρησιμοποιηθεί: διεθνώς/ευρέως/παγκοσμίως ~ες μέθοδοι/τεχνικές. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ χώρος δίσκου (ΑΝΤ. διαθέσιμος, ελεύθερος)., χρησιμοποιούμενος , η, ο: που χρησιμοποιείται: ~ες: γεωργικές εκτάσεις. ~α: καύσιμα/ορυκτέλαια. Η ~η ενέργεια/ποσότητα. Το ~ο λεξιλόγιο/λογισμικό. Ευρέως/σπανίως ~οι όροι. Οι λιγότερο ~ες γλώσσες. Υλικά ~α στη βιομηχανία. [< γαλλ. utiliser]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.