ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57340 | χρήσιμος | , η, ο χρή-σι-μος επίθ. {χρησιμότ-ερος, -ατος}: που μπορεί με τη χρήση του να εξυπηρετήσει κάποιον σκοπό ή να καλύψει (με επιτυχία) συγκεκριμένη ανάγκη: ~ος: οδηγός (αγοράς). ~η: ανταλλαγή απόψεων/βιβλιογραφία/ενέργεια/θερμότητα. ~ο: ενημερωτικό υλικό. ~ες: διευθύνσεις/εφαρμογές/ιστοσελίδες/πληροφορίες (βλ. τιπ). ~α: δώρα/εργαλεία/τηλέφωνα. Συσκευές ~ες για την κατασκευή .../στη μαγειρική. Είναι ~ο για/σε μένα. Οι συμβουλές/υποδείξεις σου αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ~ες. Καταλήξαμε σε ορισμένα ~ατα συμπεράσματα. Θα ήταν ~ο αν/να ... Πβ. επωφελής, λυσιτελής, χρηστικός, ωφέλιμος. Βλ. πολύτιμος, πρακτικός.|| ~η: λύση/μέθοδος. Πβ. κατάλληλος, πρόσφορος.|| Πού/σε τι μπορώ να σας φανώ ~ (= να σας βοηθήσω, να χρησιμεύσω); Είναι ~ στην εταιρεία (: απαραίτητος). ΑΝΤ. άχρηστος (1) [< αρχ. χρήσιμος, γαλλ. utile] | |
57341 | χρησιμότητα | χρη-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. το χαρακτηριστικό γνώρισμα του χρήσιμου: η ~ της επιστήμης/της έρευνας/των νέων τεχνολογιών για τον/στον άνθρωπο. Η αποδεδειγμένη/λειτουργική/πολλαπλή/πρακτική ~ ενός εργαλείου. Η κοινωνική/οικονομική ~ ενός μέτρου. Αμφισβήτηση/αναγνώριση/εκτίμηση/επίγνωση/κατανόηση/συνειδητοποίηση της ~ας μιας μεθόδου (πβ. καταλληλότητα). Έργα αμφιβόλου ~ας/περιορισμένης ~ας/χωρίς ουσιαστική ~ (: άχρηστα). Αντιλαμβάνομαι τη/διατηρώ επιφυλάξεις για τη ~ ενός προγράμματος. Πβ. χρηστικ-, ωφελιμ-ότητα, λυσιτέλεια, ωφέλεια. Βλ. αναγκαιότητα, αξία, σημασία, σπουδαιότητα. 2. ΟΙΚΟΝ. η ιδιότητα ενός αγαθού να ικανοποιεί τις ανάγκες του καταναλωτή: οριακή/συνολική ~. Ανάλυση/βαθμός/επίπεδο/θεωρία/συνάρτηση ~ας προϊόντος. ● ΣΥΜΠΛ.: υπόδειγμα χρησιμότητας/πιστοποιητικό υποδείγματος χρησιμότητας: ΝΟΜ. τίτλος προστασίας που χορηγείται σε επιτεύγματα, τα οποία είναι πρωτότυπα και βιομηχανικώς εφαρμόσιμα, αλλά δεν εμπεριέχουν εφευρετική δραστηριότητα, ώστε να δικαιούνται διπλώματος ευρεσιτεχνίας: Μικρές εφευρέσεις που κατοχυρώνονται με ~ ~. [< 1: μτγν. χρησιμότης, γαλλ. utilité 2: αγγλ. utility] | |
57342 | χρησμοδοσία | χρη-σμο-δο-σί-α ουσ. (θηλ.): ΑΡΧ. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρησμοδοτώ. Βλ. έκσταση, οιωνοσκοπία. ΣΥΝ. χρησμολογία [< μτγν. χρησμοδοσία] | |
57343 | χρησμοδότης | χρη-σμο-δό-της ουσ. (αρσ.): ΑΡΧ. πρόσωπο που δίνει χρησμό· μάντης. Βλ. -δότης. ΣΥΝ. χρησμολόγος [< μτγν. χρησμοδότης] | |
57344 | χρησμοδοτώ | [χρησμοδοτῶ] χρη-σμο-δο-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χρησμοδοτ-εί, -ώντας | χρησμοδότ-ησε, -ήσει} (λόγ.): ΑΡΧ. δίνω χρησμό: Η Πυθία ~ησε ότι/να ... Πβ. μαντεύω, προφητεύω. Βλ. -δοτώ. [< μτγν. χρησμοδοτῶ] | |
57345 | χρησμολογία | χρη-σμο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΑΡΧ. χρησμοδοσία. Βλ. -λογία. [< μτγν. χρησμολογία] | |
57346 | χρησμολόγιο | χρη-σμο-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.): ΑΡΧ. βιβλίο με χρησμούς. Βλ. ονειροκρίτης, -λόγιο. [< μτγν. χρησμολόγιον] | |
57347 | χρησμολόγος | χρη-σμο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΑΡΧ. χρησμοδότης. Βλ. -λόγος. [< αρχ. χρησμολόγος] | |
57348 | χρησμός | χρη-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΡΧ. απάντηση μαντείου, συνήθ. διφορούμενη ή δυσνόητη· κατ΄επέκτ. προφητεία, πρόβλεψη: δελφικός/δυσοίωνος/ευνοϊκός ~. Πβ. μαντεία, πρόρρηση. Βλ. οιωνός, όραμα. 2. (μτφ.) αμφίσημη, ασαφής και συνήθ. αινιγματική διατύπωση: Οι δηλώσεις του θυμίζουν/μοιάζουν με ~ούς. Πβ. γρίφος. Βλ. μισόλογα. [< 1: αρχ. χρησμός] | |
57349 | χρήστης | χρή-στης ουσ. (αρσ.) {χρηστ-ών | θηλ. χρήστρια} 1. πρόσωπο που κάνει χρήση ενός αντικειμένου: ~ προϊόντος/συσκευής. Ο μέσος ~. ~ες ακουστικών βαρηκοΐας/κινητών τηλεφώνων. Οι ~ες ενός λεξικού. ~ες των αστικών συγκοινωνιών/του μετρό. (Χρόνιοι) ~ες ναρκωτικών.|| (ΝΟΜ.) ~ περιουσίας. Νόμιμοι/παράνομοι ~ες. Ιδιοκτήτες και ~ες ακινήτων. 2. ΠΛΗΡΟΦ. (ειδικότ.) αυτός που χρησιμοποιεί υπολογιστικό σύστημα, λογισμικό ή εφαρμογή: διαγραμμένος ~. Δεδομένα/διεπαφή ~η. Το προφίλ του ~η. Ενεργοί/κρυφοί/ον λάιν/συνδεδεμένοι ~ες. Οι ~ες του διαδικτύου. ~ες ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης/προγραμμάτων. Εγγραφή νέου ~η. Είσοδος/σύνδεση ~η στο φόρουμ. Μενού φιλικό προς τον/στον ~η. ● ΣΥΜΠΛ.: όνομα χρήστη: ΠΛΗΡΟΦ. ακολουθία χαρακτήρων που εισάγονται από χρήστη συστήματος, προκειμένου να του επιτραπεί η πρόσβαση σε αυτό: προσωπικό ~ ~. Πβ. παρωνύμιο, ψευδώνυμο. Βλ. πάσγουορντ. ΣΥΝ. γιούζερ νέιμ, τελικός χρήστης 1. ΠΛΗΡΟΦ. άτομο που χρησιμοποιεί συγκεκριμένο προϊόν λογισμικού για την εργασία του: πιστοποιητικό/συμφωνητικό ~ού ~η. Έλεγχος/ταυτοποίηση ~ού ~η. Διασύνδεση ~ού ~η-διακομιστή. ~oί ~ες δικτύου/προγράμματος. Στα αρχεία έχουν πρόσβαση μόνο οι ~οί ~ες. 2. (γενικότ.) αποδέκτης: οι ~οί ~ες των παρεχόμενων υπηρεσιών. Βλ. τελικό προϊόν. [< αγγλ. end user, περ. 1945] , κωδικός πρόσβασης βλ. κωδικός, λογαριασμός χρήστη βλ. λογαριασμός [< αρχ. χρήστης 'δανειστής', γαλλ. usager, utilisateur, αγγλ. user] | |
57350 | χρηστικός | , ή, ό χρη-στι-κός επίθ.: που εξυπηρετεί καθημερινές, πρακτικές ανάγκες· κατ' επέκτ. εύχρηστος: ~ό: βοήθημα/εγχειρίδιο/λεξικό. ~ές: εφαρμογές/λύσεις/οδηγίες/πληροφορίες/συμβουλές. ~ά: αντικείμενα/αξεσουάρ/βιβλία/εργαλεία (: χρήσιμα). Πλήρης, εμπεριστατωμένος και αναλυτικός ~ ταξιδιωτικός οδηγός. Πβ. λειτουργικός. Βλ. διακοσμητικός.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Λογισμικό με ~ό περιβάλλον (: φιλικό προς τον χρήστη, εύκολο στη χρήση. ΑΝΤ. πολύπλοκος). Βλ. κατα~, πολυ~. [< αρχ. χρηστικός ‘χρήσιμος’] | |
57351 | χρηστικότητα | χρη-στι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του χρηστικού: υψηλή ~ ενός προϊόντος. Βελτιώνω τη ~ των χώρων. Η ~ ενός λεξικού.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δικτυακών τόπων/ψηφιακών βιβλιοθηκών. Η ~ της βάσης δεδομένων/του υπολογιστή. Λογισμικό περιορισμένης ~ας. Αξιολόγηση των ιστοτόπων ως προς τη ~ά τους. Πβ. εργονομία, ευχρηστία, λειτουργικ-, πρακτικ-, χρησιμ-ότητα. Βλ. πολυ~, προσιτότητα. [< αγγλ. usability] | |
57352 | χρηστός | , ή, ό χρη-στός επίθ. (λόγ.): ηθικός, αγαθός, έντιμος: ~οί: (πολιτικοί) άνδρες/ιεράρχες/νομοθέτες. Υπόδειγμα ~ού ηγέτη. Πβ. δίκαιος, ενάρετος. Βλ. άξιος, καλός, συνετός.|| (κατ΄επέκτ.) ~ός: βίος/χαρακτήρας. ~ή: απονομή της δικαιοσύνης/διαχείριση/συμπεριφορά. Σωστή και ~ή χρήση. ΑΝΤ. φαύλος ● επίρρ.: χρηστά ● ΣΥΜΠΛ.: χρηστά ήθη βλ. ήθος, χρηστή διοίκηση βλ. διοίκηση [< αρχ. χρηστός] | |
57353 | χρηστότητα | χρη-στό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του χρηστού: ~ ηθών/συμπεριφοράς. Αρχές φίλαθλου πνεύματος και αθλητικής ~ας. Ασκεί τα καθήκοντά του με ~. Πβ. εντιμ-, ηθικ-ότητα, ήθος. Βλ. αγαθοσύνη, νομιμ-, πρα-, τιμι-ότητα. [< αρχ. χρηστότης] | |
57354 | χρίζω | χρί-ζω ρ. (μτβ.) {έχρι-σε, χρί-σει, χρί-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, χρίζ-οντας, (σπάν.) -όμενος, χρι-σμένος (λόγ.) κεχρισμένος} 1. (λόγ.) εγκαθιστώ κάποιον, με επίσημη απόφαση ή τελετή, σε αξίωμα ή θέση· απονέμω τίτλο: Τον ~σαν στρατηγό/Υπουργό. ~στηκε υποψήφιος Δήμαρχος (: έλαβε το χρίσμα). Πβ. αναγορεύω, ανακηρύσσω.|| ~σθηκε ιερέας/μοναχός (: χειροτονήθηκε).|| Τον ~σε διάδοχό του (: όρισε). 2. ΕΚΚΛΗΣ. & χρίω: (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του χρίσματος ή αλείφω, σε σχήμα σταυρού, με άγιο μύρο το μέτωπο ή/και τα χέρια πιστού. Βλ. ευχέλαιο. 3. (λόγ.) αλείφω επιφάνεια, επιχρίω. Πβ. ασβεστώνω. [< μτγν. χρίω, μεσν. χρίζω] | |
57355 | χρίση | χρί-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρίζω: (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ με άγιο μύρο (= επάλειψη). [< μτγν. χρῖσις ‘επάλειψη, επίχριση’] | |
57356 | χρίσμα | [χρῖσμα] χρί-σμα ουσ. (ουδ.) {χρίσμ-ατος | -ατα} 1. αναγόρευση (πολιτικής) υποψηφιότητας, εγκατάσταση με επίσημη απόφαση ή/και τελετή σε αξίωμα ή θέση: ανάληψη/απονομή/διεκδίκηση του κυβερνητικού/προεδρικού ~ατος. Του δόθηκε από το κόμμα το ~ για τον Δήμο. (μτφ.) Η πόλη έλαβε το ~ της πολιτιστικής πρωτεύουσας. Βλ. αναγνώριση, ανακήρυξη.|| (στον πληθ., συνήθ. ειρων.) Μοιράζουν κομματικά ~ατα. 2. ΕΚΚΛΗΣ. μυστήριο το οποίο ακολουθεί το βάπτισμα και κατά το οποίο γίνεται σταυροειδής επάλειψη μερών του σώματος του βαπτιζόμενου με άγιο μύρο· συνεκδ. άγιο μύρο: το έλαιον του ~ατος.|| Δέχθηκε/έλαβε το ιερό ~. [< 2: μτγν. χρῖσμα, γαλλ. chrême] | |
57357 | χριστεμπορία | χρι-στε-μπο-ρί-α ουσ. (θηλ.) & χριστεμπόριο (το) (λόγ.): εμπόριο εκκλησιαστικών μικροαντικειμένων, που εκλαμβάνεται ως καπηλεία της χριστιανικής πίστης. Βλ. -εμπόριο. [< μτγν. χριστεμπορ(ε)ία 'εμπορευματοποίηση του Χριστού'] | |
57358 | χριστέμπορος | χρι-στέ-μπο-ρος ουσ. (αρσ.) (λόγ.-μειωτ.): αυτός που ασχολείται με τη χριστεμπορία. Βλ. -έμπορος, θεομπαίχτης. | |
57359 | χριστεπώνυμος | , η, ο χρι-στε-πώ-νυ-μος επίθ.: ΕΚΚΛΗΣ. που έχει βαπτιστεί στο όνομα του Ιησού Χριστού· χριστιανός, χριστιανικός: το ~ο ποίμνιο. Βλ. -ώνυμος. ● ΣΥΜΠΛ.: το πλήρωμα της Εκκλησίας/το χριστεπώνυμο πλήρωμα βλ. πλήρωμα [< μεσν. Χριστεπώνυμος] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ