ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57360 | χριστιανικός | , ή, ό χρι-στια-νι-κός επίθ. 1. ΘΕΟΛ. που σχετίζεται με τον χριστιανισμό και τη χριστιανοσύνη: ~ός: γάμος/λαός/σύλλογος. ~ή: αδελφότητα/θεολογία. ~ό: περιοδικό. ~οί: τάφοι. ~ές: αιρέσεις/γιορτές/εκκλησίες. ~ά: δόγματα/έθιμα/κείμενα/μνημεία/ονόματα/σύμβολα. Ο ~ Θεός/πολιτισμός. Η ~ή πίστη/τέχνη. Το ~ό εορτολόγιο/Πάσχα. Οι ~οί τόποι (: οι Άγιοι Τόποι). Οι ~ές αλήθειες. Βλ. δια~, κρυπτο~, προ~, πρωτο~. 2. (κατ΄επέκτ.) που αναφέρεται στο περιεχόμενο της χριστιανικής διδασκαλίας και χαρακτηρίζεται από ηθικότητα, εγκαρτέρηση και κυρ. αγάπη προς τον πλησίον: ~ός: βίος (: ενάρετος). ~ή: διαπαιδαγώγηση/ζωή/ηθική. ~ές: διδαχές/συνήθειες. ~ά: ήθη. Μεγαλωμένος με ~ές αρχές. Τα ~ά διδάγματα/κηρύγματα. ● επίρρ.: χριστιανικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. χριστιανικός, γαλλ. chrétien, αγγλ. Christian] | |
57361 | χριστιανισμός | χρι-στια-νι-σμός ουσ. (αρσ.) (συνήθ. με κεφαλ. Χ): ΘΡΗΣΚ. θρησκεία η οποία βασίζεται στη διδασκαλία του ιδρυτή της Ιησού Χριστού· συνεκδ. χριστιανοσύνη: δυτικός/ορθόδοξος ~. Οι αξίες/η διάδοση/τα δόγματα/η εδραίωση/η ιστορία/οι μάρτυρες/οι οπαδοί/οι Πατέρες του ~ού. Στους κόλπους του ~ού. Βλ. αγγλικαν-, (ρωμαιο)καθολικ-, προτεσταντ-ισμός, κρυπτο~, ορθοδοξία. [< μτγν. χριστιανισμός, γαλλ. christianisme, αγγλ. Christianism] | |
57362 | χριστιανοδημοκράτης | χρι-στια-νο-δη-μο-κρά-της ουσ. (αρσ.): οπαδός της χριστιανοδημοκρατίας: συντηρητικός ~.|| (ως επίθ.) ~ες: (ευρω)βουλευτές (= χριστιανοδημοκρατικοί). Βλ. -κράτης. [< γερμ. Christdemokrat] | |
57363 | χριστιανοδημοκρατία | χρι-στια-νο-δη-μο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. δημοκρατία που εμπνέεται από την κοινωνική ηθική του χριστιανισμού: γερμανική ~. Βλ. σοσιαλδημοκρατία. [< γερμ. Christdemokratie] | |
57364 | χριστιανοδημοκρατικός | , ή, ό χρι-στια-νο-δη-μο-κρα-τι-κός επίθ.: ΠΟΛΙΤ. που σχετίζεται με τον χριστιανοδημοκράτη ή/και τη χριστιανοδημοκρατία: ~ή: ένωση/κυβέρνηση. ~ό: κίνημα/κόμμα. ~ά: συνδικάτα. Βλ. σοσιαλδημοκρατικός, φιλελεύθερος. ● Ουσ.: χριστιανοδημοκρατικοί (οι): χριστιανοδημοκράτες. [< γερμ. christdemokratisch, christlich demokratische] | |
57365 | χριστιανομάχος | χρι-στια-νο-μά-χος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): αυτός που εκδηλώνει έμπρακτα τα εχθρικά του αισθήματα εναντίον του χριστιανισμού. Βλ. ειδωλολάτρης, -μάχος. [< μεσν. χριστιανομάχος] | |
57366 | χριστιανόπουλο | χρι-στια-νό-που-λο ουσ. (ουδ.) & χριστιανόπαιδο: παιδί χριστιανικής οικογένειας. Βλ. μουσουλμανόπαιδες, -όπουλο. | |
57367 | χριστιανορθόδοξος | , η, ο χρι-στια-νορ-θό-δο-ξος επίθ.: ΘΕΟΛ. χριστιανικός και ορθόδοξος: ~η: Εκκλησία/θρησκεία/πίστη. ~ο: δόγμα. | |
57368 | χριστιανός, χριστιανή | χρι-στια-νός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. (κ. με κεφαλ. Χ) οπαδός του χριστιανισμού: ~ ορθόδοξος. Πιστός ~. Οι πρώτοι ~οί. Οι διωγμοί των ~ών. Βλ. καθολικός, κόπτης, προτεστάντης.|| Κρυφοί ~οί (= κρυπτοχριστιανοί).|| (ως επίθ.) ~οί: ιερωμένοι/μάρτυρες/μοναχοί. 2. (προφ.) πρόσωπο για το οποίο αισθανόμαστε συμπόνια, οίκτο ή μας προκαλεί αγανάκτηση, δυσφορία: Τι σου φταίει ο ~ και τον βασανίζεις; Πβ. κακομοίρης.|| Αμάν κι αυτός ο ~! Πρόσεχε λιγάκι, ~έ μου, θα με ρίξεις κάτω! Πόσες φορές θα στο πω, ~έ μου (= άνθρωπέ μου); [< μτγν. χριστιανός, μεσν. χριστιανή, γαλλ. chrétien, αγγλ. Christian] | |
57369 | χριστιανοσύνη | χρι-στια-νο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Χ): ΕΚΚΛΗΣ. ο χριστιανισμός ως το σύνολο των χριστιανών ή ως θρησκεία: ελληνική/ορθόδοξη/ουμανιστική ~. Οι άγιοι/οι γιορτές/τα σύμβολα της ~ης. Η ~ γιορτάζει τα Χριστούγεννα/το Πάσχα. Βλ. κλήρος, -οσύνη. [< μεσν. Χριστιανωσύνη, γαλλ. chrétienté, αγγλ. christianity] | |
57370 | χριστοκεντρικός | , ή, ό χρι-στο-κε-ντρι-κός επίθ.: ΘΕΟΛ. που έχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς τον Χριστό: ~ός: μυστικισμός. ~ή: ερμηνεία/ζωή. ~ό: κήρυγμα. Βλ. -κεντρικός, σωτηριολογικός. [< αγγλ. christocentric] | |
57371 | χριστολογία | χρι-στο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΘΕΟΛ. κλάδος που μελετά τη ζωή και διδασκαλία του Ιησού Χριστού καθώς και τις θεωρίες και τα ζητήματα που αναφέρονται στη θεία και ανθρώπινη φύση Του: ~ της Καινής Διαθήκης. Βλ. αγιο-, εκκλησιο-λογία. [< γερμ. Christologie, γαλλ. christologie, αγγλ. christology] | |
57372 | χριστολογικός | , ή, ό χρι-στο-λο-γι-κός επίθ.: ΘΕΟΛ. που σχετίζεται με τη χριστολογία: ~ή: διδασκαλία/ερμηνεία. ~ές: αιρέσεις (βλ. αρειαν-, μοναρχιαν-, μονοθελητ-, μονοφυσιτ-, νεστοριαν-ισμός). Σκηνές από τον ~ό κύκλο (: από τη ζωή του Χριστού). [< γερμ. christologisch, αγγλ. christological, γαλλ. christologique] | |
57373 | χριστοπαναγίες | χρι-στο-πα-να-γί-ες ουσ. (θηλ.) (οι) {σπανιότ. στον εν. χριστοπαναγία} (προφ.): υβριστικά λόγια, συνήθ. για τα θεία, ως εκδήλωση έντονου θυμού ή/και αγανάκτησης· κυρ. στη ● ΦΡ.: κατεβάζω/ρίχνω χριστοπαναγίες: βρίζω, βλαστημώ τα θεία. ΣΥΝ. κατεβάζω/βρίζω Χριστούς και δαίμονες/Παναγίες, κατεβάζω/ρίχνω καντήλια | |
57374 | Χριστός | Χρι-στός ουσ. (αρσ.): ΘΕΟΛ. ο Υιός του Θεού, ιδρυτής του Χριστιανισμού και κεφαλή της Εκκλησίας: ο (Κύριος ημών) Ιησούς (βλ. ΙΧ)/ο Σωτήρας (βλ. ΙΧΘΥΣ) ~. Η Ανάσταση (βλ. Πάσχα)/η Βάπτιση (βλ. Φώτα)/η ενανθρώπηση ή ενσάρκωση/τα θαύματα/η θεία και ανθρώπινη φύση (βλ. περιχώρηση)/η θυσία/οι μαθητές/οι παραβολές/η Σταύρωση/το σώμα και το αίμα (βλ. Θεία Κοινωνία, μετουσίωση)/η Ταφή (βλ. αποκαθήλωση, Πανάγιος/Άγιος Τάφος) του ~ού. Πιστεύω/προσεύχομαι στον ~ό. Πβ. αλιέας/αλιεύς ανθρώπων, ο Αμνός (του Θεού), ο άρτος της ζωής, Δεσπότης, ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, Θεάνθρωπος, ο Λόγος (του Θεού), Λυτρωτής, Μέγας Αρχιερέας, ο Μέγας Βασιλεύς, μεσσίας, νυμφίος, ραβί, φως ιλαρόν. Βλ. Άγιοι Τόποι, Ευαγγέλιο, Ιερά/Ιερή Παράδοση, Μεγάλη Εβδομάδα, Χριστούγεννα.|| (στην αγιογραφία:) Ο ~ Παντοκράτορας. Βλ. ο καλός ποιμήν. ● Υποκ.: Χριστούλης (ο) (συνήθ. όταν απευθυνόμαστε σε μικρό παιδί): ο μικρός/νεογέννητος ~ (: ο Χριστός βρέφος).|| Μην ανησυχείς! Ο καλός ~ θα σε βοηθήσει! Βλ. Παναγίτσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο Ελκόμενος (Χριστός) βλ. ελκόμενος ● ΦΡ.: (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία! (προφ.): προς δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αποδοκιμασίας: ~ ~! Τι είν' αυτά τα πράγματα!|| Έλα Χριστέ κι Απόστολε! Ο κόσμος είναι τρελός!, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! (προφ.): τίποτα απολύτως!, είδα τον Χριστό φαντάρο! (αργκό): τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. τα είδα όλα! (2), κατά Χριστόν: ΕΚΚΛΗΣ. σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού: η ~ ~ αγάπη. Έζησε ~ ~ (βλ. όσιος)., κατεβάζω/βρίζω Χριστούς και δαίμονες/Παναγίες (προφ.): βρίζω, βλαστημώ. ΣΥΝ. κατεβάζω/ρίχνω χριστοπαναγίες, προ Χριστού/μετά Χριστόν (συντομ. π.Χ., μ.Χ.): (μέθοδος χρονολόγησης στον χριστιανικό κόσμο) πριν από ή μετά τη γέννηση του Χριστού: τον 5ο αι. π.Χ. Η 2η χιλιετία μ.Χ., του Χριστού (λαϊκό): την ημέρα των Χριστουγέννων: Ήρθαν/χιόνισε (ανήμερα) ~ ~., Χριστέ μου/Χριστούλη μου! (ως επιφών.): για να δηλωθεί: (έκπληξη, δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία:) Τι ντροπή, ~ ~!|| (παράκληση, ευχή:) Βόηθα/λυπήσου με, ~ ~!|| (φόβος:) ~ ~ (: μαμά/μανούλα μου)! ΣΥΝ. Θεέ μου!, Χριστός!: λέγεται σε κάποιον που βήχει, επειδή στραβοκατάπιε., για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! βλ. όνομα, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε βλ. φυλάω, Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! βλ. Ιησούς, μετά Χριστόν προφήτης βλ. προφήτης, ο δρόμος του Θεού/του Χριστού βλ. δρόμος, περνώ/τραβώ του λιναριού τα πάθη/των παθών μου τον τάραχο/τα πάθη του Χριστού βλ. πάθος, Χριστός ανέστη βλ. ανασταίνω, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός [< μτγν. Χριστός] | |
57375 | Χριστούγεννα | Χρι-στού-γεν-να ουσ. (ουδ.) (τα) {Χριστουγένν-ων}: ΕΚΚΛΗΣ. η χριστιανική εορτή της γέννησης του Χριστού (στις 25 Δεκεμβρίου)· συνεκδ. η χριστουγεννιάτικη περίοδος, το δωδεκαήμερο: (ευχετ.) Ευλογημένα/ευτυχισμένα/καλά/χαρούμενα ~. Λευκά/χιονισμένα ~. Ανήμερα (τα) ~ (= του Χριστού). Την παραμονή των ~ων. Το αστέρι/τα γλυκά (βλ. κουραμπιές, μελομακάρονο)/οι διακοπές/τα δώρα/τα κάλαντα/η κουλούρα (βλ. χριστόψωμο)/η μαγεία/η νηστεία (βλ. Μικρή Αποκριά, Σαρακοστή, σαρανταήμερο)/η νύχτα/το πνεύμα/το ρεβεγιόν των ~ων. Οι καταβασίες/τα τροπάρια των ~ων. Πού θα πάτε/πώς θα περάσετε τα ~ (: τις άγιες μέρες, τις γιορτές των ~ων); Βλ. αλεξανδρινό, δεσποτική εορτή, καλικάντζαρος, Φώτα. ● ΣΥΜΠΛ.: χριστουγεννιάτικο δέντρο/δέντρο των Χριστουγέννων βλ. δέντρο ● ΦΡ.: κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα βλ. Πάσχα [< μεσν. Χριστούγεννα] | |
57376 | χριστουγεννιάτικος | , η, ο χρι-στου-γεν-νιά-τι-κος επίθ.: που σχετίζεται με τα Χριστούγεννα: ~ος: μποναμάς. ~η: ατμόσφαιρα (βλ. γιορτινός)/βραδιά/γαλοπούλα/Λειτουργία/πουτίγκα. ~ο: γκαλά/γλέντι/μπαζάρ/ρεβεγιόν/τραπέζι/ωράριο (καταστημάτων). ~οι: εορτασμοί. ~ες: αγορές/βιτρίνες/διακοπές/εκδηλώσεις/ευχές/κάρτες. ~α: γλυκά (: κουραμπιέδες, μελομακάρονα)/δώρα/έθιμα/κάλαντα/τραγούδια/φωτάκια. Βλ. πασχαλινός, -ιάτικος. ● Ουσ.: χριστουγεννιάτικα (τα): ενν. είδη, στολίδια. Βλ. αγγελάκι, αστέρι, γιρλάντα, γκι, λαμπιόνι, φάτνη. ● επίρρ.: χριστουγεννιάτικα 1. την ημέρα ή την περίοδο των Χριστουγέννων, συνήθ. για να δηλωθεί κάτι απρόσμενο ή/και ενοχλητικό, δυσάρεστο: δουλειά ~! Βλ. πασχαλ-, πρωτοχρον-ιάτικα, χρονιάρες μέρες. 2. με χριστουγεννιάτικη διακόσμηση: τα σπίτια στολισμένα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: χριστουγεννιάτικο δέντρο/δέντρο των Χριστουγέννων βλ. δέντρο | |
57377 | χριστόψαρο | χρι-στό-ψα-ρο ουσ. (ουδ.): ΙΧΘΥΟΛ. θαλάσσιο ψάρι (επιστ. ονομασ. Zeus faber) με γκρίζο-πράσινο συμπιεσμένο σώμα, χαρακτηριστική μαύρη κηλίδα στο κέντρο κάθε πλευράς του, στόμα που προεξέχει και αγκαθωτό ραχιαίο πτερύγιο· ψαρεύεται για το κρέας του. Βλ. περκόμορφα, -ψαρο. [< μεσν. χριστόψαρον] | |
57378 | χριστόψωμο | χρι-στό-ψω-μο ουσ. (ουδ.): ΛΑΟΓΡ. εφτάζυμο στρογγυλό ψωμί με ζάχαρη και αρωματικά, που ετοιμάζεται τα Χριστούγεννα και φέρει το σύμβολο του σταυρού. Πβ. κουλούρα. Βλ. βασιλόπιτα. | |
57379 | χρίω | βλ. χρίζω |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ