Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [57820-57840]

IDΛήμμαΕρμηνεία
57401χρονογραφίαχρο-νο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΦΙΛΟΛ. λαϊκό ανάγνωσμα, είδος συνοπτικής ιστοριογραφίας σε δημώδη γλώσσα, στο οποίο τα γεγονότα παρατίθενται σε χρονολογική σειρά: σύντομη ~. Πβ. χρονικό. Βλ. -γραφία. [< μτγν. χρονογραφία, γαλλ. chronographie, αγγλ. chronography]
57402χρονογραφικός, ή, ό χρο-νο-γρα-φι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη χρονογραφία ή τον χρονογράφο: (ΦΙΛΟΛ.) ~ό: είδος/έργο.|| (ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.) ~ή: στήλη.
57403χρονογράφοςχρο-νο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. συγγραφέας χρονογραφίας: μεσαιωνικός ~. Βλ. ιστορικός. ΣΥΝ. χρονικογράφος 2. (κυρ. παλαιότ.) συντάκτης χρονογραφήματος: (τακτικός) ~ εφημερίδας/περιοδικού. Βλ. -γράφος, κριτικός. [< 1: μτγν. χρονογράφος, γαλλ. chronographe, αγγλ. chronographer 2: γαλλ. chroniqueur]
57404χρονογράφοςχρο-νο-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. χρονομετρικός μηχανισμός· ρολόι με χρονόμετρο: αυτόματος/ψηφιακός ~ πολλαπλών μετρήσεων.|| (κατ΄επέκτ.) Αδιάβροχος/ατσάλινος ~. Βλ. βυθό-, ταχύ-μετρο. 2. ΑΣΤΡΟΝ. συσκευή που χρησιμοποιείται στις αστρονομικές παρατηρήσεις για την ακριβή καταγραφή του χρόνου. Βλ. -γράφος. [< γαλλ. chronographe, αγγλ. chronograph]
57405χρονογραφώ[χρονογραφῶ] χρο-νο-γρα-φώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {χρονογραφ-εί, -ώντας | χρονογράφ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ημένος} 1. συγγράφω χρονογράφημα: ~εί σε εφημερίδα. 2. εξιστορώ με τη μορφή χρονογραφίας: ~εί την περίοδο του πολέμου. Βλ. -γραφώ. [< 2: μτγν. χρονογραφῶ]
57406χρονοδιάγραμμαχρο-νο-δι-ά-γραμ-μα ουσ. (ουδ.) 1. (επίσ.) σχέδιο ή πρόγραμμα σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, με τα στάδια που προβλέπονται κυρ. για την πραγματοποίηση στόχου ή εργασίας κατά χρονική και αξιολογική σειρά: αναλυτικό/ασφυκτικό/ετήσιο/μακροπρόθεσμο ~. ~ δραστηριοτήτων/εκπόνησης μελέτης/εμβολιασμών/εργασιών/σπουδών. ~ αποπληρωμής χρεών/διεξαγωγής διαγωνισμού/εξαμήνου/παράδοσης των κατοικιών. Αναπτυξιακά ~ατα. Το ~ των διαλέξεων/συνεδριάσεων. Έργα βάσει ~ατος. Τα ~ατα των δρομολογίων (των λεωφορείων)/πτήσεων. Δεσμεύτηκε με ~. Παρεκκλίνω του ~ατος. Βλ. ατζέντα, οργανόγραμμα. 2. (κατ΄επέκτ.) το χρονικό περιθώριο, ο χρόνος που έχει δοθεί για την υλοποίηση έργου: παράταση/τήρηση/υπέρβαση του ~ατος. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν εντός του προβλεπομένου/συμφωνηθέντος ~ατος. Πβ. προθεσμία, χρονικός ορίζοντας. [< αγγλ. timetable]
57407χρονοδιακόπτηςχρο-νο-δι-α-κό-πτης ουσ. (αρσ.): ΗΛΕΚΤΡ. διακόπτης που ενεργοποιείται αυτόματα σε προκαθορισμένο χρόνο: αναλογικός/εβδομαδιαίος/ενσωματωμένος/ηλεκτρονικός/προγραμματιζόμενος/ρυθμιζόμενος/ψηφιακός ~. ~ εικοσιτετράωρης λειτουργίας. (σε τηλεόραση) ~ αφύπνισης/ύπνου. Ο ~ του καλοριφέρ/κλιματιστικού. Ηχητικό/οπτικό σήμα ~η. Θερμοσίφωνας/σύστημα ποτίσματος/φώτα με ~η. Βλ. θερμοστάτης, χρονομετρητής. [< αγγλ. time switch, 1902]
57408χρονοεπίδομαχρο-νο-ε-πί-δο-μα ουσ. (ουδ.) (επίσ.): (σε δημόσιους υπαλλήλους) επίδομα χρόνου υπηρεσίας.
57409χρονοθυρίδαχρο-νο-θυ-ρί-δα ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.} 1. ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. τακτικά επαναλαμβανόμενο χρονικό διάστημα κατά το οποίο δύο συσκευές ή δίκτυα μπορούν να διασυνδεθούν. 2. δικαίωμα αεροπλάνου να προσγειωθεί σε συγκεκριμένο διάδρομο αεροδρομίου μία δεδομένη ώρα. [< αγγλ. time slot, 1962]
57410χρονοκαθυστέρησηχρο-νο-κα-θυ-στέ-ρη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα που παρατείνει την έναρξη μηχανολογικής λειτουργίας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθ. για λόγους ασφάλειας: ελεγχόμενη/τηλεχειριζόμενη ~. Χρηματοκιβώτιο με ~. Διακόπτης/κλειδαριά/κύκλωμα/μηχανισμός ~ης. 2. (σπάν.-οικ.) καθυστέρηση, αργοπορία: μεταρρυθμίσεις με ~. [< 1: αγγλ. retard, 1932]
57411χρονοκάρταχρο-νο-κάρ-τα ουσ. (θηλ.): ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. κάρτα προπληρωμένου χρόνου τηλεφωνικής συνομιλίας ή διαδικτυακής σύνδεσης: ~ αξίας ... ευρώ. ~ες για κλήσεις εξωτερικού. Βλ. καρτοκινητό, τηλεκάρτα.
57412χρονοκάψουλαχρο-νο-κά-ψου-λα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. περιέκτης στον οποίο έχουν αποθηκευτεί επιλεγμένα αντικείμενα, αντιπροσωπευτικά του πολιτισμού μιας χρονικής περιόδου, προκειμένου να διασωθούν για τις επόμενες γενιές. [< αγγλ. time capsule, 1938]
57413χρονολόγησηχρο-νο-λό-γη-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρονολογώ: ακριβής/μεταγενέστερη ~. ~ αρχαιολογικών ευρημάτων/ιζημάτων με θερμοφωταύγεια/ραδιοϊσότοπα/φθόριο. ~ πετρωμάτων. ~ και έλεγχος αυθεντικότητας έργων τέχνης/μνημείου. Γεωλογικές/εργαστηριακές/επιστημονικές ~ήσεις. Βλ. γεω~, μετα~, προ~, ραδιο~.|| (Ενιαία) ~ με αφετηρία τη γέννηση του Χριστού. Η αρχαία/χριστιανική ~. Το σύστημα ~ης. Πβ. χρονολογία. ● ΦΡ.: χρονολόγηση με άνθρακα-14 βλ. άνθρακας [< γερμ. Datierung]
57414χρονολογίαχρο-νο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) {χρονολογι-ών} 1. το έτος εκδήλωσης ενός συμβάντος: ιστορική/πρόσφατη/σημαδιακή ~. (ως παραθετικό σύνθ.) ~-κλειδί/σταθμός. ~ ανέγερσης κτιρίου/αποφοίτησης/έκδοσης/ίδρυσης (του σχολείου)/θανάτου/κυκλοφορίας (της εφημερίδας)/συγγραφής (του βιβλίου). Ταξινόμηση κατά σειρά ~ας (: χρονολογική σειρά). Πίνακας ~ών. Ως πιθανή ~ αναφέρεται το ... Ποιας ~ας είναι το ... (: πότε χρονολογείται); Πβ. χρονιά, χρόνος. Βλ. ημερομηνία, τοπο~. 2. χρονικός καθορισμός· συνεκδ. χρονολόγηση: άγνωστη/ακριβής/επιβεβαιωμένη ~. Επαλήθευση/υπολογισμός ~ας. Επισήμανση/σύγκριση ~ών.|| Η αρχή της μουσουλμανικής/χριστιανικής ~ας. 3. αριθμητική αναγραφή του χρονικού προσδιορισμού γεγονότος, συνήθ. του έτους κατά το οποίο συνέβη: ανάγλυφη/καταχωρημένη ~. Δεν αναγράφεται η ~ κατασκευής. Γράψτε τη ~ και τον τόπο γέννησής σας. Βλ. -λογία. ● ΣΥΜΠΛ.: ακραίες χρονολογίες: το αρχικό και τελικό έτος μιας χρονικής περιόδου κατά την οποία εκδηλώνεται κάτι: οι ~ ~ των αρχείων., βέβαιη χρονολογία & (λόγ.) βεβαία χρονολογία: ΝΟΜ. δηλωτική της ισχύος ενός εγγράφου: ~ ~ σύμβασης. Συμφωνητικό/υπεύθυνη δήλωση που φέρει ~ ~. [< μεσν. χρονολογία, γαλλ. chronologie, αγγλ. chronology]
57415χρονολογικός, ή, ό χρο-νο-λο-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη χρονολόγηση ή τη χρονολογία: ~ός: προσδιορισμός. Ευρήματα που ανήκουν στον ίδιο ~ό ορίζοντα/καλύπτουν ευρύ ~ό φάσμα.|| ~ός: κατάλογος/πίνακας ιστορικών γεγονότων/χάρτης. ~ή: αναζήτηση/αφετηρία/αφήγηση/διαφορά/ηλικία/κατάταξη. ~ό: αρχείο/βιογραφικό/έτος/ευρετήριο/όριο. Τα παλαιότερα από ~ή άποψη στοιχεία. Κατά/με ~ή σειρά. ~ό και γενεαλογικό δένδρο. ● επίρρ.: χρονολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. chronologique, αγγλ. chronological]
57416χρονολόγιοχρο-νο-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.): πίνακας γεγονότων κατά χρονολογική σειρά: ~ της Ελληνικής Ιστορίας/των Ολυμπιακών Αγώνων. Βλ. -λόγιο.
57417χρονολογώ[χρονολογῶ] χρο-νο-λο-γώ ρ. (μτβ.) {χρονολογ-είς ..., -ώντας | χρονολόγ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} 1. προσδιορίζω χρονικά εύρημα ή ιστορικό συμβάν: Οι αρχαιολόγοι ~ούν τα μνημεία κατά τη μυκηναϊκή εποχή. Εκστρατεία που ~είται το ... Πολιτισμός που η ύπαρξή του ~ήθηκε το ... π.Χ. Πότε ~είται το χειρόγραφο (: πότε γράφτηκε); Τα ευρήματα έχουν ~ηθεί με τη μέθοδο του άνθρακα-14. 2. σημειώνω σε επίσημο έγγραφο την ημερομηνία κατάθεσης ή/και υπογραφής του: Υπέγραψε και ~ησε τη διαθήκη/συμφωνία. Η αίτηση/βεβαίωση ~ήθηκε. Βλ. -λογώ, μετα~, προ~. [< 1: μεσν. χρονολογώ 2: γαλλ. dater, γερμ. datieren]
57418χρονομερίδιοχρο-νο-με-ρί-δι-ο ουσ. (ουδ.): η κυριότητα ή το δικαίωμα χρήσης τουριστικού καταλύματος για συγκεκριμένη περίοδο κάθε χρόνο, όχι μικρότερη της μίας εβδομάδας: αγορές/μεταπωλήσεις ~ίων. [< αγγλ. time-sharing, 1976]
57419χρονομεριστικός, ή, ό χρο-νο-με-ρι-στι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τη χρονομεριστική μίσθωση: ~ή: ιδιοκτησία (ακινήτων). ~ό: θέρετρο. ~ές: συμβάσεις. ~ά: δωμάτια. ● ΣΥΜΠΛ.: χρονομεριστική μίσθωση & (σπάν.) χρονομετρική μίσθωση: ενοικίαση τουριστικού καταλύματος για συγκεκριμένη περίοδο κάθε χρόνο, όχι μικρότερη της μίας εβδομάδας: διακοπές με ~ ~. Πβ. χρονομίσθωση. [< αγγλ. time-sharing, 1976]
57420χρονομετράωβλ. χρονομετρώ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.