ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57462 | χρυσοκεντητική | χρυ-σο-κε-ντη-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. διακόσμηση υφασμάτων, κυρ. αμφίων, με κέντημα από χρυσό ή αργυρό νήμα, ή ενίοτε χρυσό σύρμα· συνεκδ. η αντίστοιχη τέχνη. | |
57463 | χρυσοκέντητος | , η, ο χρυ-σο-κέ-ντη-τος επίθ.: κεντημένος με χρυσαφένια κλωστή: ~η: μίτρα. ~α: άμφια/ρούχα. [< μεσν. χρυσοκέντητος] | |
57464 | χρυσόκολλα | χρυ-σό-κολ-λα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΥΚΤ. ορυκτό, ένυδρο πυριτικό άλας χαλκού, το οποίο εμφανίζεται κυρ. ως άμορφη μάζα κυανοπράσινου χρώματος και υαλώδους λάμψης. Βλ. αζουρ-, μαλαχ-ίτης, σμαράγδι, χαλαζίας. 2. κόλλα ή/και βαφή με χρυσόσκονη: χειροτεχνίες με ~ες. Βλ. -κολλα. [< αρχ. χρυσόκολλα 'ύλη με την οποία κολλούσαν τον χρυσό' 1: γαλλ. chrysocolle, αγγλ. chrysocolla] | |
57465 | χρυσοκονδυλιά | χρυ-σο-κον-δυ-λιά ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) χρυσοκοντυλιά: (σε αγιογραφίες ή χειρόγραφα) διακόσμηση με χρυσόσκονη· συνεκδ. η αντίστοιχη τεχνική ή το αποτέλεσμά της. [< μεσν. χρυσοκονδυλιά] | |
57466 | χρυσόλιθος | χρυ-σό-λι-θος ουσ. (αρσ.) : ΟΡΥΚΤ. ορυκτό κρυσταλλικής μορφής και πράσινης απόχρωσης, πυριτικό άλας του σιδήρου και του μαγνησίου, το οποίο ανήκει στην ομάδα του ολιβίνη και αποτελεί πολύτιμο λίθο. [< μτγν. χρυσόλιθος, γαλλ. chrysolithe, αγγλ. chrysolite] | |
57467 | χρυσόμαλλος | , η, ο χρυ-σό-μαλ-λος επίθ. & χρυσομάλλης, α, ικο (λογοτ.): που έχει λαμπερά ξανθά μαλλιά. ΣΥΝ. ξανθομάλλης ● ΣΥΜΠΛ.: χρυσόμαλλο δέρας βλ. δέρας [< αρχ. χρυσόμαλλος] | |
57468 | χρυσόμυγα | χρυ-σό-μυ-γα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. κοινή ονομασία κάθε κολεόπτερου χρυσοπράσινου εντόμου. Βλ. αλογόμυγα, μηλολόνθη. | |
57469 | χρυσόξανθος | , η, ο χρυ-σό-ξαν-θος επίθ. (συνήθ. λογοτ.): ξανθός με χρυσαφένιες ανταύγειες: ~α: μαλλιά. | |
57470 | χρυσοπληρώνω | χρυ-σο-πλη-ρώ-νω ρ. (μτβ.) (προφ.): ακριβοπληρώνω. ΣΥΝ. πληρώνω κάποιον/κάτι χρυσό | |
57471 | χρυσοποίκιλτος | , η, ο χρυ-σο-ποί-κιλ-τος επίθ. (λόγ.): στολισμένος με χρυσό: ~ος: θρόνος. ~η: αίθουσα. ~α: άμφια. ΣΥΝ. χρυσοκέντητος, χρυσοστόλιστος, χρυσοφόρος (3) [< μτγν. χρυσοποίκιλτος] | |
57472 | χρυσοπράσινος | , η, ο χρυ-σο-πρά-σι-νος επίθ. (συνήθ. λογοτ.): πράσινος με χρυσαφένια λάμψη: ~α: νερά/φύλλα. ● Ουσ.: χρυσοπράσινο (το): το αντίστοιχο χρώμα: ανοιχτό ~. [< μεσν. χρυσοπράσινος] | |
57473 | χρυσός | χρυ-σός ουσ. (αρσ.) 1. ΧΗΜ. ευγενές μεταλλικό στοιχείο (σύμβ. Au, Ζ 79) λαμπερού κίτρινου χρώματος, που αποτελεί το πολυτιμότερο μέταλλο και χρησιμοποιείται κυρ. στη χρυσοχοΐα: ακατέργαστος/καθαρός/οξειδωμένος/χυτός ~. Κόκκινος/λευκός (πβ. λευκόχρυσος) ~. ~ ... καρατίων. Εργοστάσιο/μεταλλείο/ορυχείο (= χρυσωρυχείο) ~ού. Το βάρος/η καθαρότητα του ~ού. Περιεκτικότητα σε ~ό. Ο ~ τήκεται. Βλ. ασήμι, παλλάδιο, πλατίνα.|| Κοσμήματα από ~ό (= χρυσά· πβ. μάλαμα, χρυσό). Βλ. ψευδόχρυσος.|| (μτφ., για κάτι πολύτιμο:) Πράσινος ~ (: το ελαιόλαδο). 2. ΟΙΚΟΝ. το αντίστοιχο μέταλλο ως χρηματοοικονομικό μέσο: αγορά/διαπραγμάτευση/κέρδη/ρευστοποιήσεις/υπερτίμηση ~ού. Η αξία/κίνηση του ~ού. Επενδύσεις/ισοτιμία/κεφάλαια/συναλλαγές σε ~ό. Στα ύψη ο ~.|| Νομισματικός ~ (: φυλάσσεται σε ράβδους στην κεντρική τράπεζα ενός κράτους και αποτελεί κρατικό περιουσιακό στοιχείο). 3. (κατ' επέκτ.) πλούτος, ακριβά αντικείμενα, πολυτέλεια, χρήματα: Αγαπά τον ~ό (= χρυσάφι). ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρος χρυσός: το πετρέλαιο: η τρελή κούρσα του ~ου ~ού. Σε επίπεδα ρεκόρ ο ~ ~. [< αγγλ. black gold, 1910, γαλλ. l'or noire, 1937] , ράβδος χρυσού βλ. ράβδος, ρήτρα συναλλάγματος/(ξένου) νομίσματος/χρυσού/τιμαρίθμου βλ. ρήτρα ● ΦΡ.: ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός/χρυσάφι: ό,τι κάνει στέφεται με μεγάλη επιτυχία, είναι πολύ τυχερός. Πβ. Μίδας., πληρώνω κάποιον/κάτι χρυσό: χρυσοπληρώνω., η σιωπή είναι χρυσός βλ. σιωπή, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός βλ. λάμπω [< αρχ. χρυσός, γαλλ. or, αγγλ. gold] | |
57474 | χρυσός | , ή, ό χρυ-σός επίθ. & (αρχαιοπρ.) χρυσούς, ή, ούν 1. που αποτελείται από χρυσό ή έχει επικάλυψη χρυσού: ~ός: σταυρός ~ή: αλυσίδα/επιγραφή/καρφίτσα. ~ό: άγαλμα/δαχτυλίδι/ρολόι. ~ές: λίρες. ~ά: κειμήλια/κοσμήματα/νομίσματα/σκουλαρίκια. Πβ. μαλαματ-, χρυσαφ-ένιος. Βλ. πολύχρυσος. 2. (κατ' επέκτ.) που έχει χρυσαφί χρώμα ή που δίνει την εντύπωση ότι είναι κατασκευασμένος από χρυσό: ~ή: κλωστή/μπογιά. ~ό: μπρονζέ.|| (μτφ.) ~ός: ήλιος. ~ή: αμμουδιά. ~ές: μπούκλες. ~ά: μαλλιά. Πβ. χρυσαφένιος.|| ~ά: κουμπιά/στολίδια. 3. (για βραβείο) που είναι επίχρυσο και απονέμεται στον νικητή ως ανώτατη τιμητική διάκριση: Πήρε το ~ό αγαλματίδιο (= όσκαρ)/μετάλλιο. 4. (μτφ.) που έχει πάρει χρυσό μετάλλιο σε αθλητικό αγώνα ή του έχει απονεμηθεί χρυσός δίσκος: ~ός: πρωταθλητής. ~ή: ομάδα (μπάσκετ). ~οί: μαραθωνοδρόμοι/ολυμπιονίκες. Βλ. αργυρός.|| ~ός: τραγουδιστής (: το σιντί του οποίου έγινε ~ό). 5. (μτφ.) που αποφέρει πολλά κέρδη ή οφέλη, κυρ. οικονομικής φύσης: ~οί: λαχνοί. ~ές: επιτυχίες (: πολύ μεγάλα σουξέ). ~ά: προνόμια (κάρτας). Κάνουν ~ές δουλειές (= επικερδείς, κερδο-, προσοδο-, χρυσο-φόρες).|| ~οί πελάτες (: που πληρώνουν πολλά χρήματα).|| Εξασφάλισε το ~ό εισιτήριο/χαρτάκι για τον αγώνα (= μαγικό, πολύτιμο).|| (εξαιρετικά χρήσιμος:) ~ές: ιδέες/συμβουλές. ~ά: μυστικά.|| (που οδηγεί στην κατάκτηση τίτλου, στη νίκη ή στην πρόκριση:) ~ή: αλλαγή (παίκτη)/ισοπαλία. ~ό: γκολ/πέναλτι. 6. (μτφ., για χρονικό διάστημα) που χαρακτηρίζεται από ευημερία, πολιτιστική άνθιση, επιτυχίες ή ευτυχία: η ~ή δεκαετία/περίοδος για την οικονομία/του θεάτρου. ~ά: χρόνια. Πβ. ένδοξος, σπουδαίος. 7. (μτφ.) ως οικ. προσφών., συνήθ. από γυναίκα: ~έ/~ή μου! Aγάπη μου ~ή! (κ. ειρων.) Κουράζεται πολύ, το ~ό μου! 8. (μτφ.) για άτομο με καλή ψυχή: Είναι ~ άνθρωπος/~ό παιδί (= αξιαγάπητος, καλόψυχος).|| (κατ’ επέκτ.) Έχει ~ή (= μεγάλη) καρδιά. 9. (μτφ.) που εντυπωσιάζει με τα θετικά του χαρακτηριστικά ή τις εξαιρετικές του επιδόσεις: η ~ή γενιά του ποδοσφαίρου.|| ~ός: πιανίστας (: ιδιαίτερα ταλαντούχος). 10. (μτφ.) πολύ πλούσιος: ~ή κληρονόμος. 11. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός μέλους του σώματος, χάρη στα εξαίρετα χαρακτηριστικά του οποίου ο κάτοχός του σημειώνει μεγάλη επιτυχία σε τομέα που απαιτείται η χρήση του: τραγουδιστής με ~ή φωνή. Δρομέας με ~ά πόδια (: πάρα πολύ γρήγορα· κυρ. για παγκόσμιο πρωταθλητή ή ολυμπιονίκη). 12. (μτφ.) (για αξιοσημείωτο γεγονός) πεντηκοστός: ~ή: επέτειος. ~ά: γενέθλια. 13. ΜΑΘ. που σχετίζεται με τη χρυσή τομή ή/και τον χρυσό αριθμό: ο ~ λόγος. Η ~ή αναλογία. 14. (μτφ.) εξαιρετικός ως προς την ποιότητά του και συνήθ. ακριβός: ~ή έκδοση. ● Ουσ.: χρυσό (το) (προφ.) 1. ενν. μετάλλιο: ολυμπιακό ~. Κατέκτησε το πρώτο του ~ στο άλμα εις ύψος/στα εμπόδια. Στοχεύει στο ~. Βλ. αργυρό, χάλκινο. 2. χρυσός, χρυσάφι. Βλ. ασήμι. ● ΣΥΜΠΛ.: χρυσές χειροπέδες (μτφ.): παροχές εσκεμμένα υψηλές, ώστε να αποθαρρύνεται ο εργαζόμενος να εγκαταλείψει τη θέση του. [< αγγλ. golden handcuffs, 1976] , χρυσή κάρτα: ΟΙΚΟΝ. πιστωτική ή χρεωστική κάρτα με περισσότερα προνόμια από την κανονική. [< αγγλ. gold card, 1970] , χρυσή τομή 1. (μτφ.) συμβιβαστική λύση: η ~ ~ ανάμεσα στην ποιότητα και την οικονομία/μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. ΣΥΝ. μέση οδός/λύση 2. ΜΑΘ. & χρυσή αναλογία: το σημείο διαίρεσης ενός ευθύγραμμου τμήματος, στο οποίο ο λόγος του μικρότερου τμήματος προς το μεγαλύτερο ισούται με τον λόγο του μεγαλύτερου τμήματος προς το μήκος όλου του ευθύγραμμου τμήματος (και είναι ίσος με 1,618): χρήση της ~ής ~ής στην αρχιτεκτονική/στη μουσική. Εμφάνιση της ~ής ~ής στη φύση. [< 1: αγγλ. golden mean 2: αγγλ. golden ratio] , χρυσή ώρα: το χρονικό διάστημα των εξήντα λεπτών αμέσως μετά την πρόκληση ατυχήματος, συνήθ. τροχαίου, κατά το οποίο απαιτείται άμεση μεταφορά του τραυματία στο νοσοκομείο., χρυσό κλουβί (μτφ.): χώρος ή κατάσταση που, ενώ επιτρέπει σε κάποιον να ζει με πολυτέλεια, του στερεί την ελευθερία., χρυσός δίσκος: σιντί που έχει ξεπεράσει τις έξι χιλιάδες πωλήσεις, αλλά δεν έχει φτάσει τις δώδεκα χιλιάδες· συνεκδ. το σχετικό βραβείο το οποίο απονέμεται στον καλλιτέχνη και τους δημιουργούς του: απονομή ~ού ~ου. Βλ. πλατινένιος δίσκος. [< αγγλ. gold disc, 1957] , αργυροί/χρυσοί/αδαμάντινοι γάμοι βλ. γάμος, χρυσά χέρια βλ. χέρι, χρυσές σελίδες βλ. σελίδα, χρυσή βίβλος βλ. βίβλος, χρυσή εποχή βλ. εποχή, χρυσή εφεδρεία βλ. εφεδρεία, χρυσή μετριότητα βλ. μετριότητα, χρυσό αλεξίπτωτο βλ. αλεξίπτωτο, χρυσό βατόμουρο βλ. βατόμουρο, χρυσό παπούτσι βλ. παπούτσι, χρυσός αιώνας βλ. αιώνας, χρυσός αριθμός βλ. αριθμός, χρυσός κανόνας βλ. κανόνας, Χρυσός Οδηγός βλ. οδηγός, χρυσός φοίνικας βλ. φοίνικας1, χρυσός χορηγός βλ. χορηγός ● ΦΡ.: το χρυσό παιδί/κορίτσι/αγόρι (+ γεν.): νεαρό άτομο με ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις ή σημαντικές διακρίσεις: ~ παιδί της μπάλας (πβ. άσος). To ~ κορίτσι της μεγάλης οθόνης (πβ. αστέρι). [< αγγλ. the golden boy/girl] , τρώει με χρυσά κουτάλια (μτφ.): ζει πλουσιοπάροχα., χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα (προφ.-εμφατ.) : τον θερμοπαρακάλεσα, τον ικέτευσα: ~ ~ ν' αλλάξει γνώμη/να μου πει, αλλ' αυτός τίποτα. Πβ. ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου)., χρυσούλι μου (το): οικεία προσφώνηση: (για μωρό ή μικρό παιδί:) Άχου, το ~ ~, κοιμάται!|| (σε παιδιά ή φιλικά πρόσωπα:) Τι κάνουν τα ~ια μου;|| (σε ερωτικό σύντροφο:) Σ' αγαπώ, ~ ~!, (γράφω κάτι/κάτι γράφεται) με χρυσά γράμματα (στην ιστορία) βλ. γράμμα, (κάνει) χρυσές δουλειές βλ. δουλειά, βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου βλ. καλός, έβγαλε το χρυσό δοντάκι βλ. δόντι, η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά βλ. κότα, καλός, χρυσός και άγιος, αλλά ... βλ. άγιος, το χρυσό κλειδί της πόλης βλ. κλειδί, τρώει με δέκα/με χρυσές μασέλες βλ. μασέλα [< μεσν. χρυσός < αρχ. χρυσοῦς, γαλλ. d'or, αγγλ. golden] | |
57475 | χρυσόσκονη | χρυ-σό-σκο-νη ουσ. (θηλ.) 1. χρυσαφί διακοσμητικό υλικό σε σκόνη, που χρησιμοποιείται για να δώσει λάμψη: χριστουγεννιάτικη ~. Σπρέι ~ης. Σκιές (ματιών)/στολίδια με ~. Βλ. χρυσόκολλα, χρυσοκονδυλιά.|| (μτφ.-συχνά ειρων.) Ζωή πασπαλισμένη με ~ (= επιφανειακά λαμπερή, παραμυθένια). Βλ. ασημόσκονη, γκλίτερ, στρας. 2. (σπάν.) σκόνη χρυσού. | |
57476 | χρυσοστόλιστος | , η, ο χρυ-σο-στό-λι-στος επίθ.: χρυσοποίκιλτος· (ειδικότ. για πρόσ.) που έχει στολιστεί με χρυσοκέντητα ρούχα ή με χρυσαφικά. [< μεσν. χρυσοστόλιστος] | |
57477 | χρυσόστομος | , η, ο χρυ-σό-στο-μος επίθ.: στη ● ΦΡ.: πες τα, χρυσόστομε! (προφ.): ως επιδοκιμασία σε κάποιον που έχει το θάρρος να διατυπώσει γνώμη την οποία συμμεριζόμαστε απόλυτα, αλλά συνήθ. διστάζουμε να εκφέρουμε: ~ ~, ν' ακούσουν μερικοί μερικοί. Πβ. γεια στο στόμα σου. [< μτγν. χρυσόστομος] | |
57478 | χρυσοτυπία | χρυ-σο-τυ-πί-α ουσ. (θηλ.): ΤΥΠΟΓΡ. αποτύπωση χρυσαφένιων σχεδίων σε χαρτί· σπανιότ. χαρακτική σε φύλλο χρυσού: προσκλητήρια (γάμου) με ~. Βιβλιοδεσία με ~. Βλ. -τυπία. [< πβ. αρχ. χρυσότυπος 'που έχει κατασκευαστεί από χρυσό'] | |
57479 | χρυσούς | , ή, ούν βλ. χρυσός | |
57480 | χρυσοφόρος | , α/ος, ο χρυ-σο-φό-ρος επίθ. (λόγ.) 1. που αποφέρει μεγάλα οικονομικά οφέλη: ~α: αγορά/επένδυση. ~ο: επάγγελμα/συμβόλαιο. ~ες: δραστηριότητες. Πρόκριση στους ~ους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ. Πβ. επικερδής, κερδο-, προσοδο-φόρος, χρυσός. 2. που περιέχει χρυσό: ~ος: ποταμός. ~ο: μετάλλευμα. ~α: κοιτάσματα. 3. χρυσοποίκιλτος. Βλ. -φόρος. ● ΣΥΜΠΛ.: χρυσοφόρος κότα/όρνιθα & χρυσοφόρα κότα/όρνιθα (μτφ.): πηγή εύκολου κέρδους, πλουτισμού. ΣΥΝ. η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά [< αρχ. χρυσοφόρος] | |
57481 | χρυσόχαρτο | χρυ-σό-χαρ-το ουσ. (ουδ.): λεπτό χρυσαφένιο φύλλο, συνήθ. περιτυλίγματος. Βλ. -χαρτο. |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ