Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [57920-57940]

IDΛήμμαΕρμηνεία
57502χρωματισμόςχρω-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. χρωμάτισμα: ~ ασπρόμαυρων φωτογραφιών.|| ~ τοίχων. Εργασίες ~ού όψεων κτιρίων. Υλικά ~ού. Πβ. βάψιμο. Βλ. υδρο~.|| (ΒΙΟΛ.) ~ των ιστών.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ κειμένου/κελιού.|| (μτφ.) ~ της φωνής (πβ. ηχόχρωμα, χροιά, χρώμα). Βλ. -ισμός. 2. χρώμα: έντονος/ομοιόμορφος/φυσικός ~. Αρμονικοί/μοντέρνοι/φωτεινοί ~οί. Εναλλασσόμενος ~ κίτρινου και μπλε. Επιλογή του κατάλληλου/σωστού ~ού. Οι ~οί του δειλινού. Πλακάκια σε πολλούς ~ούς. Πβ. απόχρωση, τόνος1.|| Αλλοίωση/αντοχή του ~ού. Πβ. βαφή. Βλ. επίχρισμα.|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) (Φυσιολογικός) ~ (= χρώση) του δέρματος. [< μτγν. χρωματισμός]
57503χρωματιστός, ή, ό χρω-μα-τι-στός επίθ.: που έχει χρώμα ή χρώματα, συνήθ. όχι άσπρο ή μαύρο: ~ή: κιμωλία. ~ό: βερνίκι/γυαλί/ύφασμα/χαρτί. ~οί: φακοί επαφής (: όχι διάφανοι). ~ές: κάλτσες/κορδέλες/χαρτοπετσέτες. ~ά: νύχια (= βαμμένα). Πβ. έγχρωμος, χρωματισμένος. Βλ. μονό-, δί-, πολύ-χρωμος.|| (γεμάτος χρώματα, κατ’ επέκτ. ευχάριστος:) Ένας ~ και φωτεινός κόσμος. ΑΝΤ. άβαφος & άβαφτος (1), αχρωμάτιστος (1), άχρωμος (1) ● Ουσ.: χρωματιστά (τα): ενν. ρούχα: απορρυπαντικό κατάλληλο για ευαίσθητα, μάλλινα και ~. Μην πλένετε μαζί λευκά και ~. [< γαλλ. coloré]
57504χρωματο- & χρωματό- & χρωματ-πρόθημα λέξεων 1. με αναφορά στο χρώμα ή τη μπογιά: χρωματο-λογία.|| Χρωματο-πωλείο. 2. (επιστ.) που εναλλάσσεται με το χρωμο-: χρωματό-σωμα.
57505χρωματογράφημαχρω-μα-το-γρά-φη-μα ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. γράφημα στο οποίο απεικονίζονται τα συστατικά που ανιχνεύθηκαν μέσω της χρωματογραφικής μεθόδου σε υπό εξέταση μείγμα: ~ δείγματος/διαλύματος (ιόντων). Βλ. -γράφημα. [< γερμ. Chrommatogramm, 1906, αγγλ. chromatogram, 1922, γαλλ. chromatogramme, 1937]
57506χρωματογραφίαχρω-μα-το-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. μέθοδος ποσοτικής και ποιοτικής ανάλυσης μείγματος: ~ αερίου/στερεού/υγρού. ~ διαχωρισμού/ιοντοεναλλαγής. Βλ. έκλουση, -γραφία. [< γερμ. Chromatographie, 1906, γαλλ. chromatographie, 1929, αγγλ. chromatography, 1936]
57507χρωματογραφικός, ή, ό χρω-μα-το-γρα-φι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που σχετίζεται με τη χρωματογραφία: ~ός: διαχωρισμός/προσδιορισμός. ~ή: ανάλυση/μέθοδος/μελέτη/στήλη. Βλ. ηλεκτροχημ-, φασματοσκοπ-ικός. ● επίρρ.: χρωματογραφικά [< αγγλ. chromatographic, 1907, γαλλ. chromatographique, 1955]
57508χρωματογράφοςχρω-μα-το-γρά-φος ουσ. (αρσ.): ΧΗΜ. συσκευή χρωματογραφίας: αέριος/ιοντικός/υγρός/φορητός ~. Βλ. -γράφος. [< μεσν. χρωματογράφος ΄ζωγράφος΄, αγγλ. chromatograph, 1946, γαλλ. chromatographe, 1964]
57509χρωματοθεραπείαχρω-μα-το-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) χρωμοθεραπεία: μέθοδος εναλλακτικής θεραπευτικής, που συνίσταται στην εφαρμογή ακτίνων χρωματιστού φωτός σε σημεία του προσώπου ή του σώματος. Βλ. αγιουρβέδα, τσάκρα, -θεραπεία. [< αγγλ. colour therapy, γαλλ. chromothérapie]
57510χρωματολογίαχρω-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. μελέτη της σύστασης, της ονοματολογίας και του αρμονικού συνδυασμού των χρωμάτων· συνεκδ. το αντίστοιχο γνωστικό πεδίο. Βλ. αισθητ-, διακοσμητ-ική. 2. (κατ΄επέκτ.) το σύνολο των χρωμάτων που χαρακτηρίζουν τα έργα ενός ζωγράφου, η χρωματική του γκάμα: διαμόρφωση της ~ας. Βλ. -λογία. [< αγγλ. chromatology, γαλλ. chromatologie]
57511χρωματολογικός, ή, ό χρω-μα-το-λο-γι-κός επίθ.: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. που σχετίζεται με τη χρωματολογία: ~ή: ανάλυση/δομή καλλιτεχνικών έργων/επεξεργασία (φωτογραφίας). ~ές: αποχρώσεις/διαβαθμίσεις. ● επίρρ.: χρωματολογικά
57512χρωματολόγιοχρω-μα-το-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.): δειγματολόγιο χρωμάτων: βασικό/μοντέρνο/πλούσιο ~. ~ βαφών/βερνικιών/ξύλου/ταπετσαρίας/υφασμάτων. ~ βεντάλια. Βλ. -λόγιο.
57513χρωματομετρίαχρω-μα-το-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. εκτίμηση της χρωματικότητας με βάση τα βασικά χρώματα και με τη χρήση της οπτικής, φωτοηλεκτρικής ή φασματοφωτομετρικής τεχνικής: συσκευή ~ας. Βλ. -μετρία. [< γαλλ. colorimétrie, αγγλ. colorimetry]
57514χρωματομετρικός, ή, ό χρω-μα-το-με-τρι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που σχετίζεται με τη χρωματομετρία: ~ός: προσδιορισμός. ~ό: σύστημα. ~ές: μέθοδοι. ● επίρρ.: χρωματομετρικά [< γαλλ. colorimétrique, αγγλ. colorimetric]
57515χρωματόμετροχρω-μα-τό-με-τρο ουσ. (ουδ.) & χρωμόμετρο: ΧΗΜ. όργανο μέτρησης της έντασης του χρώματος, μέσω της σύγκρισής της με αποθηκευμένα στη μνήμη του πρότυπα: εργαστηριακό ~. ~α υγρών. Βλ. -μετρο. [< γαλλ. colorimètre, αγγλ. colorimeter]
57516χρωματοπωλείο[χρωματοπωλεῖο] χρω-μα-το-πω-λεί-ο ουσ. (ουδ.): κατάστημα πώλησης χρωμάτων, βερνικιών και εργαλείων βαφής. Πβ. μπογιατζίδικο. Βλ. -πωλείο.
57517χρωματοπώληςχρω-μα-το-πώ-λης ουσ. (αρσ.): ιδιοκτήτης χρωματοπωλείου. Βλ. -πώλης. [< μεσν. χρωματοπώλης 'πωλητής χρωμάτων']
57518χρωματοσφαίρισηχρω-μα-το-σφαί-ρι-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ΑΘΛ. πέιντμπολ.
57519χρωματόσωμαβλ. χρωμόσωμα
57520χρωματοσωματικός, ή, ό βλ. χρωμοσωμικός
57521χρωματουργείο[χρωματουργεῖο] χρω-μα-τουρ-γεί-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): οργανωμένη μονάδα παραγωγής χρωμάτων.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.