ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57522 | χρωματουργία | χρω-μα-τουρ-γί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): παραγωγή χρωμάτων (βαφών)· συνεκδ. χρωματουργείο. Βλ. -ουργία. [< μεσν. χρωματουργία 'ζωγραφιά'] | |
57523 | χρωματοφόρος | , α/ος, ο χρω-μα-το-φό-ρος επίθ.: ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ. που φέρει χρωστικές ουσίες ή παράγει χρώμα: ~ος: στιβάδα. Πβ. χρωμο-γόνος, -φόρος. ● Ουσ.: χρωματοφόρα (τα): κύτταρα ή πλαστίδια που περιέχουν χρωστική ουσία. Βλ. σουπιά, χλωροπλάστης. [< αγγλ. chromatophorous, γαλλ. chromatophore] | |
57524 | χρωμάτωση | χρω-μά-τω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. υπέρμετρη συγκέντρωση χρωμοφόρων στο δέρμα: ~ της θηλής των μαστών. 2. (λόγ.) χρωμάτισμα: ~ αλουμινίου. [< 1: αγγλ. chromatosis] | |
57525 | χρωμέ | χρω-μέ επίθ. {άκλ.}: επιχρωμιωμένος, αργυρόλευκος: ~ ατσάλι/μπαταρία κουζίνας. || ~χρώμα. [< γαλλ. chromé, 1890] | |
57527 | χρωμικός1 | , ή, ό χρω-μι-κός επίθ.: χρωματικός. Βλ. φωτο~. | |
57528 | χρωμικός2 | , ή, ό χρω-μι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που περιέχει χρώμιο ή γίνεται με τη χρήση του: ~ός: μόλυβδος/ψευδάργυρος. ~ό: οξύ. ~ές: ενώσεις. ~ά: άλατα. Βλ. δι~.|| ~ή: εναπόθεση/επικάλυψη. ● Ουσ.: χρωμικά (τα): ενν. συστατικά. [< γαλλ. chromique, αγγλ. chromic] | |
57529 | χρωμικότητα | χρω-μι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (επιστ.): χρωματικότητα. | |
57530 | χρώμιο | χρώ-μι-ο ουσ. (ουδ.) {χρωμί-ου}: ΧΗΜ. άοσμο και σκληρό μέταλλο (σύμβ. Cr, Ζ 24) αργυρόλευκου χρώματος και υψηλής λαμπρότητας, που χρησιμοποιείται κυρ. για την παρασκευή μεταλλικών αντικειμένων και ως βαφή για την επικάλυψη επιφανειών, λόγω της αντιδιαβρωτικής του ικανότητας: οξείδιο του ~ου. Μεταλλεία ~ου.|| (ως βαφή:) Ματ/υγρό/ψεκαζόμενο ~. Επένδυση/επίστρωση ~ου. Δίσκοι/ζάντες από ~.|| (στον οργανισμό ή σε τροφές:) Το ~ βοηθά στον μεταβολισμό της γλυκόζης. Η μαγιά μπίρας είναι πλούσια σε ~. [< γαλλ. chrome < λατ. chroma < αρχ. χρῶμα] | |
57531 | χρωμιούχος | , ος, ο [χρωμιοῦχος] χρω-μι-ού-χος επίθ.: ΧΗΜ. που περιέχει χρώμιο: ~ος: χάλυβας. Βλ. -ούχος2. | |
57532 | χρωμίτης | χρω-μί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ορυκτό μελανού χρώματος, το οποίο αποτελεί κρυσταλλική ένωση οξειδίου του σιδήρου και οξειδίου του χρωμίου. Βλ. -ίτης2. [< αγγλ.-γαλλ. chromite] | |
57533 | χρωμο- & χρωμό- | : το ουσιαστικό χρώμα ως α' συνθετικό λέξεων: χρωμο-λοσιόν/~σαμπουάν.|| Χρωμο-λιθογραφία.|| (σε εναλλαγή με το χρωματο-:) Χρωμό-σωμα. | |
57534 | χρωμογόνος | , ος, ο χρω-μο-γό-νος επίθ. (επιστ.): που παράγει χρώμα: (κυρ. ΙΑΤΡ.-ΒΙΟΛ.) ~ο: διάλυμα. Πβ. χρωματοφόρος. Βλ. -γόνος. ● Ουσ.: χρωμογόνο (το): ενν. υπόστρωμα: διάλυμα ~ου. [< γαλλ. chromogène, αγγλ. chromogenic] | |
57535 | χρωμοδυναμική | χρω-μο-δυ-να-μι-κή ουσ. (θηλ.): στο ● ΣΥΜΠΛ.: κβαντική χρωμοδυναμική: ΦΥΣ. ΠΥΡ. θεωρία που βασίζεται στην υπόθεση ότι τα κουάρκ διαχωρίζονται με βάση το χρώμα τους. Βλ. γκλουόνιο, θεωρία των χορδών, κβαντική ηλεκτροδυναμική. [< αγγλ. quantum chromodynamics, 1975, γαλλ. chromodynamique quantique, πριν από το 1990] | |
57536 | χρωμοθεραπεία | βλ. χρωματοθεραπεία | |
57537 | χρωμοπαγίδα | χρω-μο-πα-γί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. απορρυπαντικό που εμποδίζει τη μεταφορά χρωμάτων από σκούρα ρούχα, όταν πλένονται μαζί με ανοιχτόχρωμα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μηχανισμός ασφαλείας τοποθετημένος μέσα σε δεσμίδες χαρτονομισμάτων, που ενεργοποιείται σε περίπτωση ληστείας, με αποτέλεσμα να βάφει και να αχρηστεύει όλα τα χρήματα. 3. ΓΕΩΠ. {συνήθ. στον πληθ.} μπλε και κίτρινες καρτέλες εμποτισμένες με κόλλα, για την προστασία των φυτών από βλαβερά έντομα. [< 1: αγγλ. εμπορ. ονομασ. colour catcher, 1993] | |
57539 | χρωμοσαμπουάν | χρω-μο-σα-μπου-άν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: σαμπουάν με ακίνδυνες χρωστικές ουσίες, για ελαφριά και προσωρινή αλλαγή του χρώματος των μαλλιών: ~ σε μορφή αφρού. Πβ. βαφή. [< γαλλ. shampoing colorant] | |
57540 | χρωμόσφαιρα | χρω-μό-σφαι-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. στιβάδα της ατμόσφαιρας του Ήλιου, ανάμεσα στη φωτόσφαιρα και το στέμμα, που έχει αεριώδη σύσταση και ερυθρό χρώμα. 2. {συνήθ. στον πληθ.} σφαιρική ελαστική κάψουλα με χρωματιστό υγρό, η οποία εκτοξεύεται από ειδικό αεροβόλο: ~ες του πέιντμπολ. Πβ. χρωμοσφαιρίδια. [< 1: αγγλ. chromosphere, γαλλ. chromosphère 2: αμερικ. paintball] | |
57541 | χρωμοσφαιρίδια | χρω-μο-σφαι-ρί-δι-α ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. χρωμοσφαιρίδιο}: ειδικές σφαίρες από καουτσούκ ή πλαστικό με καυστική ουσία, που χρωματίζουν και προκαλούν πόνο. Πβ. χρωμόσφαιρα. | |
57542 | χρωμόσωμα | χρω-μό-σω-μα ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) χρωματόσωμα: ΒΙΟΛ. καθεμία από τις γραμμικές ή κυκλικές δομές που βρίσκονται σε ζεύγη στον πυρήνα των κυττάρων και μεταφέρουν τις γενετικές πληροφορίες: το αρσενικό/θηλυκό ~ (: Υ και Χ). Τα ανθρώπινα ~ατα. Δακτυλιοειδή/φυλετικά ~ατα. Βλ. αυτόσωμα, γονίδιο, ξενιστής, χρωματίνη. ● ΣΥΜΠΛ.: αριθμός των χρωμοσωμάτων βλ. αριθμός, αυτοσωμικό χρωμόσωμα βλ. αυτοσωμικός & αυτοσωματικός [< γαλλ.-αγγλ. chromosome, γερμ. Chromosom] | |
57543 | χρωμοσωμικός | , ή, ό χρω-μο-σω-μι-κός επίθ. & χρωμοσωματικός & χρωματοσωματικός: ΒΙΟΛ. που σχετίζεται με τα χρωμοσώματα: ~ός: αριθμός/έλεγχος/τύπος/χάρτης. ~ή: αστάθεια/βάση/θέση/θεωρία/μετάθεση/περιοχή/σύσταση. ~ό: DNA/υλικό. ~ές: ανωμαλίες/ατυπίες/βλάβες/διαταραχές/μεταλλάξεις. ~ή βάση της κληρονομικότητας. Βλ. γενετικός. ● επίρρ.: χρωμοσωμικά [< αγγλ. chromosomal, 1909, γαλλ. chromosomique, 1931] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ