ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57544 | χρωμοφόρο | χρω-μο-φό-ρο ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΧΗΜ. χημική ομάδα που δίνει χρώμα στα μόρια και σε ορισμένες οργανικές ενώσεις: πολυμερικά ~α. [< αγγλ.-γαλλ. chromophore] | |
57545 | χρωμοφόρος | , α/ος, ο χρω-μο-φό-ρος επίθ. 1. (επιστ.) που περιέχει χρωστικές ουσίες: ~ος: ένωση/σύνθεση.|| (ΒΙΟΛ.) ~α: κύτταρα (ψαριών). Πβ. χρωματοφόρος. 2. ΧΗΜ. που αναφέρεται στο χρωμοφόρο: ~ος: ομάδα. Βλ. -φόρος. [< αγγλ. chromophoric, chromophorous, γαλλ. chromophorique] | |
57546 | χρώση | χρώ-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. χρώμα ιστών ή οργάνων· ειδικότ. διαδικασία χρωματισμού ιστών ή κυττάρων, για να μελετηθούν στο μικροσκόπιο· συνεκδ. οι συγκεκριμένες χρωστικές: ~ (= χρωματισμός) του βλεννογόνου/δέρματος. Ενδογενείς/εξωγενείς ~εις (των δοντιών). Πβ. απόχρωση.|| Ιστολογική ~. ~ των χρωμοσωμάτων. Τεχνικές ~ης.|| ~εις μικροβίων. ● ΦΡ.: χρώση (κατά) gram βλ. γκραμ [< μτγν. χρῶσις 'χρωματισμός, βάψιμο'] | |
57547 | χρωστάω | βλ. χρωστώ | |
57548 | χρωστήρας | χρω-στή-ρας ουσ. (αρσ.) (λόγ.): πινέλο ζωγραφικής· συνεκδ. ζωγραφική τέχνη: λεπτός ~. Βλ. βούρτσα, γραφίδα, πένα, -τήρας.|| Οι δεξιοτέχνες/καλλιτέχνες του ~α. [< μτγν. χρωστήρ, γαλλ. pinceau] | |
57549 | χρωστικός | , ή, ό χρω-στι-κός επίθ. (επιστ.): που περιέχει χρώμα και κατ΄επέκτ. χρωματίζει το υλικό με το οποίο έρχεται σε επαφή: ~ός: παράγοντας. ~ή: αντίδραση. ~ό: μελάνι. ~ά: κύτταρα (: μελανοκύτταρα)/πρόσθετα. ● Ουσ.: χρωστική (η) {συνήθ. στον πληθ.}: ενν. ουσία, ύλη: απαγορευμένες/τοξικές ~ές. ~ές ζωικής/φυτικής προέλευσης. Γλυκά που περιέχουν συντηρητικά και ~ές.|| Οπτική/φωτοευαίσθητη ~.|| (ΙΑΤΡ.) Η ~ του δέρματος (: μελαγ~). Αναπνευστικές ~ές (: αιμοσφαιρίνη, μυοσφαιρίνη, κυτόχρωμα). Οι ~ές της χολής (= χολοχρωστικές, βλ. χολερυθρίνη). Απομάκρυνση των αντιαισθητικών ~ών από τα δόντια., χρωστικό (το): {συνήθ. στον πληθ.} ενν. υλικό, μέσο: ερυθρό/κίτρινο ~. Τεχνητά/φυσικά/φυτικά ~ά. Ενισχυμένα/φθορίζοντα ~ά. ~ά πλαστικού/τροφίμων. Παγωτό χωρίς ~ά. [< γαλλ. colorant] | |
57550 | χρωστούμενος | , η, ο χρω-στού-με-νος επίθ. & χρεωστούμενος (προφ.): που τον χρωστά κάποιος: ~ο: ποσό. ~οι: μισθοί/τόκοι/φόροι. ~ες: δόσεις/εισφορές. ~α: ενοίκια.|| ~ες: εξηγήσεις. ~α: ρεπό.|| ~α: μαθήματα. ● Ουσ.: χρωστούμενα & χρεωστούμενα (τα): ενν. χρήματα: ~ της εταιρείας σε τρίτους. ~ από δανεισμό. Αποπληρωμή/είσπραξη/εξόφληση/καταβολή ~ένων. Πλήρωσε τα ~. Πβ. οφειλή, φέσι, χρέος, χρεωστικό. [< μτγν. χρεωστούμενος] | |
57551 | χρωστώ | [χρωστῶ] χρω-στώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χρωστ-άς ... | χρωστ-ούσε κ. χρώστ-αγε, -ώντας, -ούμενος} & χρωστάω ΣΥΝ. οφείλω 1. πρέπει να δώσω, να καταβάλω ή να επιστρέψω χρηματικό ποσό: Τι/πόσα ~; ~άει αναδρομικά/εκατομμύρια/... ευρώ/πολλά λεφτά/... μηνιάτικα/το νοίκι/φόρους. ~άνε σε δάνεια/σε δανειστές/σε τράπεζες/στην εφορία/στο Δημόσιο. ~ παντού. 2. (γενικότ.) υποχρεούμαι να δώσω ή να επιστρέψω: ~ά ακόμα δύο δικαιολογητικά (: πρέπει να τα υποβάλει). Μου ~άει το βιβλίο που του δάνεισα.|| (προφ., για φοιτητή) ~ μόνο την πτυχιακή μου (ενν. πρέπει να την παραδώσω). Πόσα μαθήματα ~άς (: πρέπει να τα παρακολουθήσεις, να εξεταστείς σε αυτά), για να πάρεις πτυχίο; 3. αισθάνομαι ηθική υποχρέωση σε κάποιον από τον οποίο ευεργετήθηκα, έχω καθήκον να πραγματοποιήσω κάτι για το οποίο είχα δεσμευτεί: Σου ~ τη ζωή μου. Ό,τι έχω καταφέρει το ~ σε σένα. Του ~άει ένα μεγάλο ευχαριστώ/μεγάλη χάρη/τεράστια ευγνωμοσύνη για τη βοήθειά του. Νιώθουμε ότι σας ~άμε μια συγγνώμη. Δεν ~άμε τίποτα και σε κανέναν. Μου ~άς μια απάντηση/εξηγήσεις για τη συμπεριφορά σου. Μας ~άτε ένα κέρασμα/μια επίσκεψη. (ως έκφρ. αγανάκτησης) Τι σου ~ (= τι φταίω, τι έχω κάνει) και μου φέρεσαι έτσι;|| Η πόλη ~άει τη φήμη της στο(ν) ... ● ΦΡ.: εκεί που μας χρωστούσαν/χρωστάγανε (μας πήραν και το βόδι) (παροιμ.): σε περιπτώσεις που η ζημιά ή η αδικία είναι διπλή. Πβ. (και) κερατάς και δαρμένος., πάρ' τα (να μη στα χρωστάω)! (υβριστ.): με τη συνοδεία της σχετικής χειρονομίας (μούντζα). ΣΥΝ. όρσε, χρωστάω σε όποιον μιλάει ελληνικά (προφ.): είμαι καταχρεωμένος., χρωστάω τα μαλλιοκέφαλά/μαλλιά της κεφαλής/κέρατά μου (λαϊκό): οφείλω μεγάλο χρηματικό ποσό: ~ει ~ του σε πιστωτικές., δεν χρωστάω καλό βλ. καλό, δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό βλ. λογαριασμός, χρωστά(ει) της Μιχαλούς βλ. Μιχαλού [< μεσν. χρωστώ < μτγν. χρεωστῶ] | |
57552 | χταπόδι | χτα-πό-δι ουσ. (ουδ.) {χταποδ-ιού} & (λόγ.) οκτάπους & (σπάν.) κταπόδι 1. ΖΩΟΛ. κοινή ονομασία εδώδιμων κεφαλόποδων (γένος Octopus) με σφαιρικό σώμα και οκτώ πλοκάμια που έχουν μία ή δύο σειρές μυζητήρων, και με χρώμα μεταξύ ροζ και πορφυρού: ~ βάρους ... Τα αβγά/οι βεντούζες/το κεφάλι/το μελάνι/τα πόδια του ~ιού. ~ια κρεμασμένα στον ήλιο (: για να ξεραθούν και να γίνουν λιαστά). (για ψαρά:) Χτυπά το ~ στα βράχια (: για να μαλακώσει). ΣΥΝ. πολύποδας. Βλ. καλαμάρι, μαλάκια, σουπιά.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Κατεψυγμένο/φρέσκο ~. ~ κρασάτο/ξιδάτο/στιφάδο/ψητό. ~ στα κάρβουνα/στην κατσαρόλα. ~ με κοφτό μακαρονάκι. 2. (κατ΄επέκτ.-προφ.) ελαστικός ιμάντας πρόσδεσης μεταφερόμενων αντικειμένων: Δένω τις αποσκευές με ~ια. Βλ. δίχτυ. 3. (προφ., σε όχημα) πολλαπλή εξαγωγή καυσαερίων από μηχανή εσωτερικής καύσης. ● Υποκ.: χταποδάκι (το) ● ΦΡ.: θα σε χτυπήσω (κάτω) σαν χταπόδι! (απειλητ.): θα σε δείρω ανελέητα. ΣΥΝ. θα σε σκίσω (στα δύο/σαν σαρδέλα), χτυπιέμαι (κάτω) σαν χταπόδι (προφ.): φωνάζω, εκφράζω με έντονο τρόπο την αγανάκτηση, τη δυσαρέσκεια ή τη διαμαρτυρία μου: Τι ~έσαι ~; Αφού δεν θα καταφέρεις τίποτα στο τέλος. [< μεσν. οκταπόδι] | |
57553 | χτένα | χτέ-να ουσ. (θηλ.) & κτένα: μακρόστενο και πολύ λεπτό αντικείμενο με ή χωρίς λαβή, με τη μορφή οδοντωτής σειράς συνήθ. από τη μία μόνο πλευρά του, το οποίο χρησιμοποιείται για το χτένισμα των μαλλιών· κατ΄ επέκτ. οτιδήποτε μοιάζει με αυτό: αραιή/πυκνή ~ (: ως προς τα δόντια της). Αντιφθειρική/θερμαινόμενη/κοκάλινη/μεταλλική/πλαστική ~. ~ για ίσιωμα/μπούκλες. Ξεμπλέκω τα μαλλιά μου με τη ~. Πβ. τσατσάρα, χτένι1.|| ~ες (= χτένια) για τη συγκομιδή της ελιάς. ● Υποκ.: χτενάκι (το), χτενούλα (η) [< μεσν. κτένα] | |
57554 | χτένι1 | χτέ-νι ουσ. (ουδ.) & κτένι 1. (προφ.) χτένα· κατ΄επέκτ. αντίστοιχο γυναικείο αξεσουάρ συγκράτησης και διακόσμησης των μαλλιών: κοκάλινο ~. Πβ. τσατσάρα. Βλ. κλάμερ, κοκαλ-, τσιμπιδ-άκι, κορδέλα, στέκα. 2. (κατ΄επέκτ.) οδοντωτό εργαλείο με μακρόστενη χειρολαβή· οποιοδήποτε εξάρτημα με το αντίστοιχο σχήμα: μεταλλικά ~ια (: βαφής).|| (παλαιότ., εξάρτημα του αργαλειού:) Ξύλινο ~.|| (εξάρτημα του συμπλέκτη του οχήματος:) Πλατό με διπλά ~ια.|| (εργαλείο συγκομιδής των καρπών της ελιάς· τσουγκράνα, χτένα:) ~ια συλλογής. 3. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. τμήμα βοδινού κρέατος στην εξωτερική επιφάνεια της ωμοπλάτης. Βλ. κιλότο, σπάλα. ● Υποκ.: χτενάκι (το) ● ΦΡ.: έφτασε ο κόμπος στο χτένι βλ. κόμπος, όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια βλ. γένια [< μεσν. χτένι] | |
57555 | χτένι2 | χτέ-νι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΖΩΟΛ. εδώδιμο μαλάκιο, με λείο ή ακτινωτό όστρακο χρώματος λευκού ή κόκκινου, αποτελούμενο από δύο θυρίδες σε σχήμα βεντάλιας, οι οποίες φέρουν ευθύγραμμο κλείθρο που σχηματίζει δύο προεξοχές σε σχήμα πτερυγίου: μακαρονάδα με ~ια. Βλ. θαλασσινά, οστρακοειδή, φρούτα της θάλασσας. [< μεσν. χτένι] | |
57556 | χτενίζω | χτε-νί-ζω ρ. (μτβ.) {χτένι-σα, χτενί-σει, -στηκα, -στεί, χτενίζ-οντας, χτενι-σμένος} & (σπάν.) κτενίζω 1. ξεμπλέκω ή/και περιποιούμαι τα μαλλιά τα δικά μου ή κάποιου άλλου με χτένα ή βούρτσα ή τους δίνω συγκεκριμένη μορφή: (για τύπο χτενίσματος:) ~σε τα μαλλιά της κότσο/προς τα πάνω/προς τα πίσω. ~σε τις αφέλειες. Πβ. βουρτσίζω.|| (κατ' επέκτ.) ~σε τα γένια/το μουστάκι του/τα φρύδια της με βουρτσάκι.|| (για τρίχωμα ζώου:) ~σε τη χαίτη του αλόγου.|| (για κομμωτή:) Την κούρεψε και τη ~σε. 2. (μτφ.-προφ.) κάνω τις τελευταίες βελτιώσεις σε ένα κείμενο· (συνήθ. γενικότ.) ερευνώ λεπτομερώς, ψάχνω: Το άρθρο/σενάριο ~στηκε. Πβ. ρετουσάρω.|| Η Αστυνομία ~ει (= σαρώνει) την περιοχή για τον εντοπισμό των ληστών. Πβ. κοσκινίζω. 3. περνώ λαναρισμένες δέσμες ινών από ιμάντα με βούρτσες και βελόνες, για να ευθυγραμμιστούν και κατ΄επέκτ. να γίνουν λεπτότερες. Πβ. λαναρίζω, ξαίνω. ● Παθ.: χτενίζομαι: Λούστηκε και ~στηκε.|| Πού ~εσαι (: σε ποιο κομμωτήριο πας); ● Μτχ.: χτενισμένος , η, ο: Ήρθε ~ και μπανιαρισμένος/ξυρισμένος. Μαλλί ~ο στο πλάι. ΑΝΤ. ξεχτένιστος.|| ~ο: κείμενο. ΑΝΤ. αχτένιστος.|| ~ο: βαμβάκι/μαλλί. ~ες: ίνες. ● ΦΡ.: εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται (ειρων.): για κάποιον που σε μια κρίσιμη κατάσταση ασχολείται με επουσιώδη πράγματα. ΣΥΝ. εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν [< 1,3: μεσν. χτενίζω 2: μτγν. κτενίζω, αγγλ. comb] | |
57557 | χτένισμα | χτέ-νι-σμα ουσ. (ουδ.) {χτενίσμ-ατος | -ατα} & (σπάν.) κτένισμα 1. ο τρόπος με τον οποίο είναι χτενισμένα και συνήθ. κουρεμένα τα γυναικεία κυρ. μαλλιά, η μορφή που έχουν: βραδινό/εντυπωσιακό/κλασικό/μοντέρνο/νεανικό/νυφικό ~. ~ μπανάνα/σινιόν. Αφρός/βούρτσα/σπρέι/τζελ/υγρό ~ατος. Στιλ/τύποι ~ατος. (για νύφη:) Πρόβα ~ατος. ~ατα με τσιμπιδάκια/φουρκέτες. Ανδρικά ~ατα. (στο κομμωτήριο:) Πληρώνω για λούσιμο, κούρεμα και ~. (για κομμωτή:) Δημιουργεί περίπλοκα ~ατα. Πβ. κόμμωση, κουπ. Βλ. κότσος, λακ, μιζανπλί, περμανάντ. 2. ξέμπλεγμα, περιποίηση των μαλλιών ή του τριχώματος ζώου με τη χρήση χτένας ή βούρτσας: ~ της γάτας/του σκύλου. Πβ. βούρτσισμα. 3. (μτφ.-προφ.) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χτενίζω: το τελικό ~ του σεναρίου. Πβ. ρετουσάρισμα.|| Ολονύκτιο/προσεκτικό ~ της περιοχής από τους αστυνομικούς. ● Υποκ.: χτενισματάκι (το) [< μεσν. κτένισμα] | |
57558 | χτες | βλ. χθες | |
57559 | χτεσινοβραδινός | , ή, ό βλ. χθεσινοβραδινός | |
57560 | χτεσινός | , ή, ό βλ. χθεσινός | |
57561 | χτήμα | βλ. κτήμα | |
57562 | χτίζω | βλ. κτίζω | |
57563 | χτικιάζω | χτι-κιά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χτίκια-σε, χτικιά-σει, -σμένος} 1. (μτφ.-προφ.) βασανίζω, παιδεύω· ταλαιπωρούμαι πολύ: Την έχουν ~σει με τα κουτσομπολιά τους.|| Έχει ~σει (= πεθάνει, ψοφήσει) στη δουλειά. 2. (μτφ.-προφ.) δεν αντέχω άλλο, απαυδώ· μπουχτίζω: ~σα (= βαρέθηκα, κουράστηκα) πια να σου εξηγώ!|| ~σαμε (= πήξαμε) εδώ μέσα! 3. (παρωχ.-λαϊκό) παθαίνω φυματίωση. [< μεσν. κτικιάζω, χτικιάζω < μτγν. ἑκτικὸς (πυρετὸς) ‘φυματικός’] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ