ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57585 | χυλοθώρακας | χυ-λο-θώ-ρα-κας ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. συγκέντρωση χυλού στην κοιλότητα του υπεζωκότα, εξαιτίας ρήξης των λεμφικών αγγείων. Βλ. ασκίτης, πνευμοθώρακας. [< αγγλ. chylothorax] | |
57586 | χυλομικρά | χυ-λο-μι-κρά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. χυλομικρό}: ΒΙΟΧ. λιποπρωτεϊνικά σωματίδια που αποτελούνται κυρ. από τριγλυκερίδια και μικρές ποσότητες χοληστερόλης, σχηματίζονται στις εντερικές λάχνες κατά τη διάρκεια της απορρόφησης του λίπους της τροφής και μεταφέρονται με τη λέμφο στο αίμα. Βλ. λιπαρά οξέα, χυλός. [< αγγλ. chylomicrons, 1921, γαλλ. ~] | |
57587 | χυλόπιτα | χυ-λό-πι-τα ουσ. (θηλ.) (προφ.): απόρριψη ερωτικής πρότασης: Έφαγε (τη) ~ (πβ. χι2). Του έδωσε/έριξε ~. Πβ. γείωμα, χλαπάτσα. | |
57588 | χυλοπίτες | χυ-λο-πί-τες ουσ. (θηλ.) (οι) {σπάν. στον εν. χυλοπίτα}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. παραδοσιακό ζυμαρικό σε σχήμα μικρού τετραγώνου ή μακρόστενης ταινίας: ~ χωριάτικες. Φρέσκες ~. Κόκορας/κοτόπουλο κοκκινιστό(ς) με ~. Βλ. ταλιατέλες. [< μεσν. χυλόπιτα] | |
57589 | χυλός | χυ-λός ουσ. (αρσ.) 1. ΜΑΓΕΙΡ. παχύρρευστο μείγμα σαν πολτός, με βάση το αλεύρι: αραιός/πηχτός ~. ~ για κρέπες/λουκουμάδες. Βουτάμε τις μελιτζάνες/τον μπακαλιάρο στον ~ό και τηγανίζουμε. Πβ. αλευριά, κουρκούτι. Βλ. τηγανίτα.|| Χτυπάμε (τα υλικά), μέχρι να γίνουν ένας λείος ~.|| Το φαγητό έγινε ~ (= έλιωσε, χύλωσε). Βλ. νιανιά. 2. ΜΑΓΕΙΡ. πρόχειρο φαγητό από δημητριακά (αλεσμένα ή σε νιφάδες) και νερό ή γάλα: ~ βρόμης (βλ. κουάκερ). ~ από καλαμποκάλευρο/πλιγούρι. Βλ. μαμαλίγκα, πολέντα, πτισάνη. 3. ΦΥΣΙΟΛ. παχύρρευστο υγρό που προέρχεται από την πέψη των τροφών στο στομάχι, αποτελείται από λέμφο και χυλομικρά και καταλήγει μέσω του θωρακικού πόρου στο αίμα. ● ΦΡ.: όποιος καεί/κάηκε στον/με τον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι & (σπάν.) όποιος καεί στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι (παροιμ.): για κάποιον που, επειδή κάποτε του συνέβη κάτι δυσάρεστο ή είχε μια άσχημη εμπειρία, παίρνει πλέον προφυλάξεις με το παραμικρό. [< αρχ. χυλός, γαλλ.-αγγλ. chyle] | |
57590 | χυλώδης | , ης, ες χυ-λώ-δης επίθ. {χυλώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} (λόγ.): που έχει μορφή, σύσταση χυλού: (ΙΑΤΡ.) ~ης: ασκίτης. ~ες: περιεχόμενο στομάχου.|| ~η: φαγητά. Πβ. λασπ-, πολτ-ώδης. Βλ. -ώδης. [< μτγν. χυλώδης 'όμοιος με χυμό, χυμώδης'] | |
57591 | χυλώνει | χυ-λώ-νει ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χύλω-σε, χυλώ-σει, -μένος} (προφ.): μετατρέπεται σε χυλό, γίνεται σαν πολτός: ~σε το ρύζι/φαγητό (: λαπάδιασε, λάσπωσε και κατ’ επέκτ. δεν είναι εύγευστο).|| Αφήνουμε τη φασολάδα να βράσει, μέχρι να ~σει καλά (: να γίνει πηχτή). Ανακατέψτε τα υλικά, μέχρι να ~σουν (= λιώσουν, πολτοποιηθούν). ~μένες: φακές. [< αρχ. χυλῶ] | |
57592 | χύμα | χύ-μα επίρρ. (προφ.) 1. (για εμπόρευμα που δεν έχει παραχθεί σε οργανωμένη βιομηχανική μονάδα) ασυσκεύαστος, έτσι ώστε ο αγοραστής να επιλέγει την ποσότητα που επιθυμεί: γιαούρτι/ζάχαρη/κρασί (ΑΝΤ. εμφιαλωμένος)/λουκούμια/παγωτό/φακές/φέτα/χαλβάς ~. Τσάι/χαμομήλι ~ σε σελοφάν (ΑΝΤ. τυποποιημένος). ~ τσιμέντο. ~ εισαγωγές/εξαγωγές/καταναλώσεις/πωλήσεις. Μεταφορές εμπορευμάτων/φορτίων/χημικών ~. Πβ. χύδην. ΑΝΤ. συσκευασμένος 2. χωρίς τάξη· σκόρπιος, διασκορπισμένος: σελίδες/σημειώσεις πεταμένες ~ στο πάτωμα (: ανάκατα, ανακατωμένα, διάσπαρτα).|| (ως επίθ., μτφ.) ~ κατάσταση. ~ λέξεις/σκέψεις. 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για άτομο που δεν έχει οργάνωση στη ζωή του ή δεν περιποιείται την εμφάνισή του: Είναι πολύ ~ (: δεν είναι συγκροτημένος). Πβ. ακατάστατος, ανοργάνωτος, χαλαρός. Βλ. αφηρημένος, παρορμητικός.|| Ντυμένος ~ (ΑΝΤ. κυριλέ). ● ΦΡ.: μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα (προφ.): απευθύνομαι σε κάποιον χωρίς περιστροφές, με ειλικρίνεια, θάρρος και συνήθ. επικριτικό ύφος. Πβ. ωμά. ΣΥΝ. μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια, στα ίσ(ι)α (2), χύμα στο κύμα (αργκό): χωρίς τάξη, οργάνωση: (ως επίθ.) εντελώς/πολύ ~ ~ άτομο/κατάσταση.|| Εμφάνιση ~ ~ (= πολύ ατημέλητη)., έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα βλ. σαβούρα [< μτγν. χύμα ‘μάζα, συνονθύλευμα’] | |
57593 | χυμάω | , χυμώ βλ. χιμάω | |
57594 | χυμείο | [χυμεῖο] χυ-μεί-ο ουσ. (ουδ.) (στρατιωτική αργκό): απείθαρχος στρατιώτης ή συνήθ. μονάδα όπου δεν υπάρχει πειθαρχία. [< χύμα] | |
57595 | χυμικός | , ή, ό χυ-μι-κός επίθ.: στο ● ΣΥΜΠΛ.: χυμική ανοσία βλ. ανοσία [< αγγλ.-γαλλ. humoral] | |
57596 | χυμοθρυψίνη | χυ-μο-θρυ-ψί-νη ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) χυμοτρυψίνη: ΒΙΟΧ. παγκρεατικό ένζυμο απαραίτητο για τη διάσπαση των πρωτεϊνών σε αμινοξέα. Βλ. -ίνη, λυσίνη, πρωτεάση. [< αγγλ. chymotrypsin, 1933, γαλλ. chymotrypsine, 1938] | |
57597 | χυμοποίηση | χυ-μο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χυμοποιώ: γκρέιπ φρουτ/ροδάκινα προς ~. Φρούτα (α)κατάλληλα για ~. Βλ. μεταποίηση, -ποίηση. | |
57598 | χυμοποιώ | [χυμοποιῶ] χυ-μο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {-είται, -ήθηκε}: (συνήθ. σε βιομηχανία) εξάγω τον χυμό από φρούτα ή λαχανικά: Τα κεράσια/τα λεμόνια/οι ντομάτες/τα πορτοκάλια ~ήθηκαν. | |
57599 | χυμός | χυ-μός ουσ. (αρσ.) 1. υγρό, πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά, που εξάγεται από φρούτα ή λαχανικά με στύψιμο ή πολτοποίηση· (συνήθ. κατ' επέκτ.) το αντίστοιχο ποτό: δροσερός/συμπυκνωμένος ~. ~ πορτοκάλι/πορτοκαλιού (= πορτοκαλάδα). ~ καρότων/από καρότα. Βιολογικοί/εμφιαλωμένοι/εξωτικοί/κονσερβοποιημένοι ~οί. ~οί με/χωρίς ζάχαρη. ~οί μακράς διαρκείας. Ψύκτες ~ών. Πίνω/προσφέρω/σερβίρω ~ούς. Πβ. ζουμί, νέκταρ, φρουτοποτό, φρουτο~. Βλ. αναψυκτικό, αποχυμωτής.|| (στη μαγειρική) ~ ντομάτας (= ντοματο~). Μια κουταλιά/λίγες σταγόνες ~ό λεμονιού. 2. ΒΟΤ. υγρό που ρέει στους ιστούς των φυτών: ο ~ του βλαστού/της ρίζας. Έντομα που απομυζούν τους ~ούς (των δέντρων/λουλουδιών). ΣΥΝ. οπός 3. ΙΑΤΡ. {συνήθ. στον πληθ.} ρευστή ουσία, προϊόν της πέψης: γαστρικός ~. Έκκριση πεπτικών ~ών.|| (κατ' επέκτ., για κάθε υγρό του οργανισμού:) Οι ~οί του κορμιού. ● χυμοί (οι) 1. (μτφ.) ζωντάνια, σφρίγος: οι ~ της νιότης. Γεύεται/ρουφά τους ~ούς της ζωής. Πβ. ενεργητικ-, ζωτικ-ότητα. 2. τα υγρά συστατικά κρέατος ή ψαριού: Το φαγητό έχει βγάλει/κρατήσει/χάσει τους ~ούς του. Πβ. ζωμός. ● Υποκ.: χυμούλης στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: φυσικός χυμός 1. φρεσκοστυμμένος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. που προέρχεται από φρούτα, είναι συσκευασμένος και περιέχει περιορισμένο ποσοστό γλυκαντικών ουσιών: αραιωμένος/ζαχαρούχος ~ ~. 3. που λαμβάνεται από καρπό και δεν έχει υποστεί καμιά επεξεργασία: ο ~ ~ της ελιάς (: εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο). [< αρχ. χυμός, γαλλ. jus] | |
57600 | χυμοτόπιο | χυ-μο-τό-πι-ο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ. κενοτόπιο των κυττάρων των φυτών και των μυκήτων. Βλ. χλωροπλάστης. | |
57601 | χυμοτρυψίνη | βλ. χυμοθρυψίνη | |
57602 | χυμώδης | , ης, ες χυ-μώ-δης επίθ. {χυμώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} (λόγ.) ΣΥΝ. ζουμερός 1. (μτφ.) (για γυναίκα) που έχει πλούσιες καμπύλες, αποπνέει αισθησιασμό, θηλυκότητα: || (κατ' επέκτ.) ~ες: κορμί. Πβ. πληθωρικός. Βλ. αφράτος, εκρηκτικός. 2. γεμάτος χυμό: ~ης: σάρκα. ~εις: καρποί/σπόροι. Πβ. πολύχυμος, σαρκώδης.|| ~η: φύλλα/φυτά. 3. (μτφ.) με πλούσια εκφραστικά μέσα: ~ης: ποίηση. ~εις: περιγραφές. Γλώσσα εκφραστική/λυρική και ~. Πβ. μεστός, πολύχυμος. Βλ. -ώδης. [< 1,3: αγγλ. juicy 2: μτγν. χυμώδης] | |
57603 | χύνω | χύ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έχυ-σα, χύ-σει, -θηκε, -θεί, χύν-οντας, -όμενος, χυ-μένος} 1. ρίχνω υγρό, ρευστό ή κοκκώδες στερεό προς τα κάτω: Πρόσεξε μη χύσεις το γάλα/ποτό σου. (σε συνταγές:) Χύστε το σιρόπι στην κατσαρόλα (πβ. αδειάζω). Απόβλητα/λύματα που ~ονται στη θάλασσα (= αποβάλλονται, πετιούνται). Η λάβα χυνόταν από τον κρατήρα του ηφαιστείου (= ξεπηδούσε). Το λιωμένο μέταλλο θα χυθεί σε καλούπια (: για να ψυχθεί και να πάρει το σχήμα τους, βλ. χύτευση). Λάδια χυμένα στο οδόστρωμα. Άγαλμα χυμένο σε χαλκό. Πβ. εκχέω.|| Έχυσε το αλάτι/τη ζάχαρη. Χυμένο: αλεύρι. Πβ. διασκορπίζω. 2. (προφ.) εκσπερματώνω· (για γυναίκα) αποβάλλω κολπικά υγρά κατά την κορύφωση της ερωτικής πράξης. Πβ. τελειώνω. Βλ. οργασμός. ● Παθ.: χύνεται 1. εκβάλλει: Ο ποταμός ~ στη θάλασσα/στη λίμνη. Πβ. εκρέει. 2. (μτφ.) εισβάλλει ορμητικά, απλώνεται: Το φως ~ από το παράθυρο. Τα μαλλιά της χύθηκαν στον ώμο του., χύνομαι 1. κινούμαι με ορμή, κυρ. λόγω έντονων συναισθημάτων ή κούρασης: Χύθηκε στην αγκαλιά του (: έπεσε, έτρεξε, ρίχτηκε). Χύθηκε πάνω του να τον σκοτώσει (: όρμησε, χίμηξε, του επιτέθηκε).|| Χύθηκε στον καναπέ/στην πολυθρόνα (: σωριάστηκε). 2. (μτφ., για ανθρώπους) ξεχύνομαι με ενθουσιασμό: Ο κόσμος/το πλήθος χύθηκε έξω/στους δρόμους. ● ΦΡ.: έχει χυθεί/χύθηκε πολύ μελάνι/πολλή μελάνη & έχουν χυθεί/χύθηκαν τόνοι μελάνης/μελάνι/μελανιού: έχουν γραφτεί πολλά: ~ ~ για τα αίτια του θανάτου της. Βλ. γίνεται (μεγάλος/πολύς) ντόρος., χύνω αίμα/ιδρώτα: κοπιάζω πολύ, μοχθώ, για να επιτύχω κάτι., χύνω δάκρυα: κλαίω: Έχυσαν ποταμούς δακρύων/χύθηκαν πολλά δάκρυα (: έκλαψαν πολύ). Έχυσε ~ μετάνοιας/χαράς. Έχυσε πικρά ~ (: μετάνιωσε πικρά). Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ., δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι) βλ. αίμα, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, ρίχνω χολή/δηλητήριο/φαρμάκι βλ. ρίχνω, ρίχνω/χύνεται/πέφτει άπλετο φως βλ. άπλετος, χύνει/κλοτσά την καρδάρα με το γάλα βλ. καρδάρα, χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα βλ. αίμα [< 1: μτγν. χύνω] | |
57604 | χύση | χύ-ση ουσ. (θηλ.) ΣΥΝ. χύσιμο 1. (προφ.) εκσπερμάτωση. 2. (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χύνω. Πβ. έγχυση, έκχυση. Βλ. διάχυση. [< αρχ. χύσις] |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ