ID | Λήμμα | Ερμηνεία | |
---|---|---|---|
57605 | χύσιμο | χύ-σι-μο ουσ. (ουδ.) (προφ.) ΣΥΝ. χύση 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χύνω: ~ του καφέ στο τραπεζομάντιλο. Βλ. στάξιμο.|| ~ δακρύων. 2. εκσπερμάτωση. | |
57606 | ΧΥΤΑ | (ο): Χώρος Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων. Βλ. ΧΑΔΑ, ΧΥΤΥ. | |
57607 | χύτευση | χύ-τευ-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. διαδικασία παραγωγής αντικειμένων, κατά την οποία γίνεται έγχυση λιωμένου υλικού σε καλούπι· συνεκδ. χυτό προϊόν: ~ γυαλιού/καουτσούκ/σιδήρου/τιτανίου/χαλκού/χάλυβα. ~ σε άμμο/μήτρα. Αγωγοί/κερί/μέθοδοι/προϊόντα ~ης. Χωνευτήρι για ~.|| Ράγισε η ~. 2. χύσιμο σκυροδέματος σε ξυλότυπο. | |
57608 | χυτεύω | χυ-τεύ-ω ρ. (μτβ.) {χύτευ-σε, χυτεύ-σει, -θηκε (σπάν.) -τηκε, -θεί (σπάν.) -τεί, -μένος, συνήθ. μεσοπαθ.} (λόγ.): παράγω αντικείμενα με τη μέθοδο της χύτευσης: ~εται σκυρόδεμα. Το γυαλί τήκεται και ~εται. Αγάλματα που έχουν ~θεί σε μπρούντζο. ~μένο: αλουμίνιο. | |
57609 | χυτήριο | χυ-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {χυτηρί-ου} (λόγ.) : εργαστήριο ή τμήμα οργανωμένης μονάδας όπου γίνεται χύτευση υλικών, κυρ. μετάλλων: ~ μολύβδου/σιδήρου/χαλκού. Κλίβανοι/προπλάσματα/πρώτες ύλες ~ου. Βλ. -τήριο. [< γαλλ. fonderie] | |
57610 | χύτης | χύ-της ουσ. (αρσ.) (λόγ.): εργάτης χυτηρίου ειδικευμένος στη χύτευση. [< μεσν. χύτης] | |
57611 | χυτοπρεσαριστός | , ή, ό χυ-το-πρε-σα-ρι-στός επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. που έχει χυτευθεί υπό πίεση σε καλούπια: ~ό: αλουμίνιο. | |
57612 | χυτός | , ή, ό χυ-τός επίθ. (λόγ.) 1. (συνήθ. για μέταλλο) που έχει προκύψει από τη στερεοποίησή του μέσα σε καλούπι, όπου χύθηκε σε ρευστή μορφή: ~ός: μόλυβδος/σίδηρος (: χυτοσίδηρος)/χαλκός/χάλυβας. ~ό: αλουμίνιο/ατσάλι/κράμα/πυρίτιο. ΣΥΝ. χωνευτός.|| ~ή: άσφαλτος/ρητίνη. ~ό: κονίαμα/σκυρόδεμα/τσιμέντο.|| ~ές: κατασκευές. ~ά: αγάλματα/κοσμήματα. 2. (μτφ.) που πέφτει ελεύθερα και όμορφα στο σώμα, χωρίς να το σφίγγει: ~ή: φούστα. ~ό: φόρεμα. (κατ' επέκτ.) ~ή: εφαρμογή. ~ό: στιλ. Υφάσματα σε ~ή γραμμή. ΑΝΤ. εφαρμοστός, στενός.|| ~ά: μαλλιά (: λυτά, ξέπλεκα, ριχτά). 3. (μτφ.) που έχει ωραίες αναλογίες, καλλίγραμμος: ~ό: κορμί. ~ά: μπράτσα/πόδια. Πβ. αγαλματένιος, καλοφτιαγμένος, πλαστικός, τορνευτός. ● Ουσ.: χυτό (το): ενν. προϊόν, συνήθ. μεταλλικό. ● επίρρ.: χυτά: στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: χυτό γυαλί βλ. γυαλί [< αρχ. χυτός, γαλλ. moulé] | |
57613 | χυτοσίδηρος | χυ-το-σί-δη-ρος ουσ. (αρσ.): ΜΕΤΑΛΛ. κράμα σιδήρου και, σε μικρότερο ποσοστό, άνθρακα εξαγόμενο από σιδηρομεταλλεύματα ή παραγόμενο κυρ. με ενανθράκωση χάλυβα: ακατέργαστος/γκρίζος/ελατός/όλκιμος/φαιός ~. ~ σφαιροειδούς γραφίτη. Χύτευση από ~ο. Βλ. χυτοχάλυβας. ΣΥΝ. μαντέμι (1) [< γερμ. Gusseisen] | |
57614 | χυτοσίδηρος | , η, ο χυ-το-σί-δη-ρος επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. κατασκευασμένος από χυτοσίδηρο: ~οι: λέβητες/σωλήνες. ~α: κάγκελα. ΣΥΝ. μαντεμένιος | |
57615 | χυτοχάλυβας | χυ-το-χά-λυ-βας ουσ. (αρσ.): ΜΕΤΑΛΛ. χάλυβας που έχει υποστεί χύτευση· χυτός χάλυβας: ~ες ανθεκτικοί σε διάβρωση. ~ες δομικών εφαρμογών. Βλ. χυτοσίδηρος. [< αγγλ. cast steel, crucible steel] | |
57616 | χύτρα | χύ-τρα ουσ. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: χύτρα ταχύτητας: ΤΕΧΝΟΛ. κατσαρόλα της οποίας το καπάκι κλείνει αεροστεγώς, ώστε να επιτυγχάνεται αύξηση της θερμότητας του ατμού και, κατά συνέπεια, μείωση του χρόνου μαγειρέματος: η βαλβίδα ασφαλείας της ~ας ~. Η ~ ~ άρχισε να σφυρίζει. Βλ. ατμομάγειρας, μαρμίτα. [< αγγλ. pressure cooker, 1915] [< αρχ. χύτρα] | |
57617 | ΧΥΤΡΕ | (ο): Χώρος Υγειονομικής Ταφής Ρυπασμένων Εδαφών. | |
57618 | ΧΥΤΥ | (ο): Χώρος Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων. Βλ. ΧΥΤΑ. | |
57619 | χωλαίνω | χω-λαί-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {χωλαίνοντας} (λόγ.) 1. (μτφ.) αντιμετωπίζω προβλήματα, συναντώ εμπόδια ή εμφανίζω ελαττώματα στην υλοποίηση ή την ομαλή λειτουργία: Κάπου ~ει η διαδικασία/το εγχείρημα/το πράγμα. Η υπόθεση φαίνεται να ~ει από πολλές απόψεις/επικίνδυνα. Πβ. βραδυπορώ, καρκινοβατώ, σκοντάφτω.|| Η ταινία ~ει από πλευράς σκηνοθεσίας. Τα κείμενά του ~ουν γλωσσικά/εκφραστικά. Πβ. μειονεκτώ, πάσχω, υπολείπομαι, υστερώ. ΑΝΤ. υπερέχω 2. κουτσαίνω. [< 1: ιταλ. zoppicare, γαλλ. clocher 2: αρχ. χωλαίνω] | |
57620 | χωλός | , ή, ό χω-λός επίθ. (λόγ.) 1. {κ. ως ουσ.} κουτσός. 2. (σπάν.-μτφ.) ελαττωματικός, ελλιπής: ~ές: δικαιολογίες. [< αρχ. χωλός] | |
57621 | χωλότητα | χω-λό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα του χωλού: (ΙΑΤΡ.) εκ γενετής/οξεία ~.|| (μτφ., ελαττωματικότητα, προβληματικότητα:) Πολιτική ~. Πβ. υστέρηση. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: διαλείπουσα χωλότητα: ΙΑΤΡ. πόνος στα κάτω άκρα κατά τη βάδιση, ο οποίος αποτελεί το συχνότερο σύμπτωμα της χρόνιας αποφρακτικής αρτηριοπάθειας και ηρεμεί μετά από ανάπαυση λίγων λεπτών. [< μτγν. χωλότης] | |
57622 | χώμα | [χῶμα] χώ-μα ουσ. (ουδ.) {χώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΓΕΩΛ. στρώμα της επιφάνειας της Γης, μείγμα θρυμματισμένων ανόργανων-ορυκτών ουσιών, χούμου, συνήθ. νερού και αέρα, το οποίο αποτελεί το φυσικό μέσο για την ανάπτυξη των φυτικών οργανισμών και υπόκειται στην επίδραση γεωλογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων· ποσότητα του αντίστοιχου μείγματος ή σκόνη που επικάθεται σε επιφάνειες: αμμώδες/αργιλικό (= αργιλόχωμα, ασπρόχωμα)/αφράτο/ηφαιστειακό/κόκκινο (= κοκκινόχωμα)/λεπτό/μαλακό/μαύρο/μολυσμένο/παχύ/πηλώδες/φρέσκο ~. Πλούσιο/φτωχό ~ κήπου (πβ. φυτόχωμα). Βρεγμένο/νοτισμένο/ξερό/πατημένο/ποτισμένο/υγρό ~. ~ για γκαζόν/γλάστρες (βλ. παράχωμα). Μια χούφτα ~. Οδοστρώματα από συμπιεσμένο ~. Ξεράθηκε το ~. Σκάβω/σκαλίζω το ~. Φυτεύω στο ~. Σκεπάζω κάτι με ~. Οδήγηση στο ~ (: σε χωματόδρομο, ΑΝΤ. άσφαλτος).|| ~ατα εκσκαφών. Εναποθέσεις/κατολισθήσεις/όγκοι/πτώσεις/σωροί/τόνοι ~άτων. Παιχνίδι με τα ~ατα. Καταπλακώθηκε από ~ατα (και πέτρες).|| Γεμάτος ~ατα και λάσπες. Σήκωσε ~ (πβ. κονιορτός). Βλ. πρό-, φυλλό-χωμα. 2. έδαφος· κατ΄επέκτ. τόπος, χώρα, συνήθ. η πατρίδα: πεσμένος/ριγμένος στο ~. Άνυδρα/διψασμένα ~ατα. Κυλιέται στο ~.|| Ελληνικό/ευλογημένο ~. Αιματοβαμμένα/δοξασμένα/ιερά/μαρτυρικά/τιμημένα/φιλόξενα ~ατα. Επιστροφή/προσκύνημα στα πατρικά ~ατα. Σε ξένα ~ατα (= στην ξενιτιά). Πβ. γη. 3. (μτφ.) τάφος: Είναι στο/κάτω από το ~. Μπήκε στο ~ (: πέθανε και τον έθαψαν). ● Υποκ.: χωματάκι (το): στη σημ.1. ● ΣΥΜΠΛ.: άγια χώματα βλ. άγιος ● ΦΡ.: είμαι/γίνομαι χώμα (αργκό): είμαι πολύ κουρασμένος, εξουθενωμένος ή σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: Είναι ~, δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του (= είναι λιώμα, πτώμα).|| Έχω γίνει ~ (: έχω καταρρακωθεί)., τρώω χώμα (αργκό) 1. υφίσταμαι ήττα (σε αναμέτρηση): Έφαγαν ~ σε πολλούς αγώνες. 2. & τρώει η μούρη μου χώμα: πέφτω κάτω: Έφαγε ~. Πβ. έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα, τρώω/σπάω τα μούτρα μου.|| (απειλητ.) Θα σου δώσω μία που θα φας ~/θα φάει η μούρη σου ~ (: θα σωριαστείς)!, χώμα είμαστε και χώμα θα γίνουμε & χώμα είμαστε και στο χώμα καταλήγουμε/θα γυρίσουμε: για να δηλωθεί το αναπόφευκτο του θανάτου, η φθαρτή υπόσταση του ανθρώπου., (ας/να είναι) ελαφρύ/ελαφρό το χώμα που σε/τον σκεπάζει βλ. ελαφρύς, κάνω λιώμα/χώμα βλ. λιώμα, τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι βλ. σκοτάδι [< αρχ. χῶμα] | |
57624 | χωματένιος | , ια, ιο χω-μα-τέ-νιος επίθ. (προφ.): χωμάτινος. Βλ. -ένιος. | |
57625 | χωματερή | χω-μα-τε-ρή ουσ. (θηλ.) (προφ.): ειδικός ανοιχτός χώρος απόθεσης, θρυμματισμού ή συμπίεσης και επικάλυψης απορριμμάτων: περιορισμός των ~ών. Έλεγχος/καθαρισμός ~ών. Έκλυση τοξικών ουσιών από τις ~ές. Απόρριψη σε ~ές. Πβ. σκουπιδότοπος. Βλ. υγειονομική ταφή.|| (μτφ.) Τηλεοπτική ~. |
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ