Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [58060-58080]

IDΛήμμαΕρμηνεία
57646χωρατόχω-ρα-τό ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): αστείο, συνήθ. με τη μορφή αθώου πειράγματος: Κάνει ~ά (= χωρατεύει). Πβ. καλαμπούρι. Βλ. πλάκα, φάρσα, χαβαλές.
57647χωράφιχω-ρά-φι ουσ. (ουδ.) {χωραφ-ιού | -ιών}: ιδιόκτητη εδαφική έκταση, προορισμένη συνήθ. για καλλιέργεια: άγονο/θερισμένο/σπαρμένο (βλ. σπαρτά)/χέρσο ~. Γειτονικά ~ια. ~ δύο στρεμμάτων. ~ια με αμπέλια (= αμπελοχώραφα)/ελιές. Βοτάνισμα/όργωμα (βλ. κυλίνδρισμα)/πότισμα του ~ιού. Τα όρια ενός ~ιού. Αγόρασε ένα ~ (βλ. αγροτεμάχιο). Έχει ~ια (: κτηματική περιουσία). Δουλεύει στα ~ια (= είναι αγρότης). Πβ. αγροκαλλιέργεια, αγρός. ΣΥΝ. κτήμα (1) ● Υποκ.: χωραφάκι (το) ● ΦΡ.: (κάτι) είναι έξω απ' τα χωράφια μου (μτφ.-προφ.): δεν είναι της αρμοδιότητάς μου, δεν με αφορά: Δεν ξέρω, είναι ~ ~., μπαίνω/εισβάλλω στα χωράφια κάποιου/σε ξένα χωράφια & σε ξένα οικόπεδα (μτφ.-προφ.): ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις: Μην ~εις ~ του, γιατί θα βρεις τον μπελά σου. ΣΥΝ. φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, χώνω τη μύτη/την ουρά/τη μούρη μου κάπου/παντού, χωράφι του πατέρα του (μτφ.-προφ.): για κάτι που πιστεύει αυθαίρετα κάποιος ότι του ανήκει, ότι είναι στη δικαιοδοσία του και μπορεί, επομένως, να το διαχειρίζεται όπως θέλει: Βλέπουν την υπόθεση ως ~ ~ τους. [< μτγν. χωράφιον 'μικρό κτήμα']
57648χωράωβλ. χωρώ
57649χωρεπίσκοποςχω-ρε-πί-σκο-πος ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) χωροεπίσκοπος: ΕΚΚΛΗΣ. (κυρ. στην Κύπρο) τιτουλάριος Επίσκοπος, ο οποίος υπάγεται σε Μητροπολίτη, Αρχιεπίσκοπο ή στον Πατριάρχη. [< μτγν. χωρεπίσκοπος ‘βοηθός επισκόπου’]
57650χωρητικός, ή, ό χω-ρη-τι-κός επίθ. (επιστ.): που αναφέρεται στη χωρητικότητα: ~ή: γραφίδα/οθόνη αφής/σύζευξη. ~ό: ρεύμα/φορτίο. ~ά: κυκλώματα (π.χ. πυκνωτής). [< πβ. μτγν. χωρητικός ‘ικανός, δεκτικός’, γαλλ. capacitif, αρχές 20ού αι.]
57651χωρητικότηταχω-ρη-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ο όγκος, η ποσότητα των στοιχείων που μπορεί να χωρέσει κάπου: ~ δεξαμενής (σε τόνους)/δοχείου (σε λίτρα). ~ νερού (σε λέβητα). Κινητήρας ~ας ... κυβικών εκατοστών (βλ. κυβισμός). Βλ. γαλόνι1, λίβρα, πίντα.|| Ωφέλιμη ~ καταψύκτη/ψυγείου. ~ φορτίου (σε όχημα). (για εκτυπωτή ή πολυμηχάνημα:) ~ εισόδου/εξόδου χαρτιού ... φύλλα.|| ~ αποθήκης/θεάτρου. Γήπεδο ~ας ... θεατών/θέσεων. Η αίθουσα έχει (μέγιστη) ~ (= χωρά) ... άτομα/ατόμων. Πβ. δυναμικότητα.|| (ΝΑΥΤ., ο όγκος των εσωτερικών χώρων πλοίου:) Καθαρή/ολική ~ (σε κόρους).|| (ΠΛΗΡΟΦ., ο όγκος των δεδομένων που μπορεί να αποθηκεύσει ή να επεξεργαστεί ένα σύστημα:) ~ μνήμης. Η ~ ενός σιντί. Κάρτα/σκληρός δίσκος με ~ ... μεγαμπάιτ. Υπολογιστής που διαθέτει ~ ... γιγαμπάιτ.|| (ΙΑΤΡ.) Εισπνευστική ~. Η ~ του στομάχου (γαστρική ~· βλ. γαστροπλαστική).|| (ΦΥΣ., το ηλεκτρικό φορτίο αγωγού:) Η ~ ενός πυκνωτή (σύμβ. C)/συσσωρευτή (βλ. αμπερώριο). Μπαταρία υψηλής ~ας. Βλ. θερμο~.|| (ΤΗΛΕΠ., η ποσότητα πληροφοριών που μπορεί να μεταδοθεί από ένα κανάλι:) ~ διαύλου. Αναβάθμιση της ~ας του δικτύου. Βλ. περιεκτικότητα, -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: ζωτική χωρητικότητα βλ. ζωτικός [< γαλλ. capacité, αγγλ. capacity]
57652χώριαχώ-ρια επίρρ. (προφ.) 1. χωριστά: (για ρούχα:) Βάλε ~ τα χρωματιστά απ' τα λευκά (= ξεχωριστά). Κάθισε ~ απ' τους άλλους (: μόνος του).|| (για ζευγάρι:) Ζουν/κοιμούνται ~. Δεν μπορούν ούτε στιγμή ~. Είναι ~ (: έχουν χωρίσει). ΑΝΤ. μαζί (1) 2. χωρίς να συνυπολογιστεί, να συμπεριληφθεί κάποιος ή κάτι· εκτός από, εξαιρουμένου του: Θα σου κοστίσει ... ευρώ, ~ τα έξοδα διαμονής/την ταλαιπωρία. Εκατό σελίδες, ~ οι είκοσι του προλόγου. Πβ. με εξαίρεση, πλην, χωρίς.|| Δεν νιώθω πολύ καλά, ~ που κρυώνω και λίγο (ΣΥΝ. άσε που). ● ΦΡ.: (εμείς) μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε: παρά τις διαφορές μας, δεν μπορεί να ζήσει ο ένας χωρίς τον άλλον., και μαζί και χώρια (προφ.): από κοινού, αλλά και χωριστά: (για ανθρώπινη σχέση:) Είναι ~ ~. (για προϊόντα:) Πωλούνται ~ ~., μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε/καταλαβαίνουμε βλ. μαζί, όλοι (οι καλοί) μαζί/όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια βλ. ψωριάρης, χωρίς/χώρια τα καλοκαίρια βλ. καλοκαίρι [< μεσν. χωριά]
57653χωριανός, χωριανήχω-ρια-νός ουσ. (αρσ. + θηλ.) (λαϊκό) 1. συγχωριανός. 2. {συνήθ. στον πληθ.} χωριάτης, χωρικός.
57654χωριάτης, χωριάτισσαχω-ριά-της ουσ. (αρσ. + θηλ.) {χωριατών | θηλ. (λαϊκό) χωριάτα} 1. που κατάγεται από χωριό ή κυρ. ζει μόνιμα σε αυτό. Πβ. χωριανός, χωρικός. ΑΝΤ. πρωτευουσιάνος 2. (μτφ.) άξεστος, ακαλλιέργητος: λογική/νοοτροπία ~η. Πβ. αγροίκος, αμόρφωτος, απολίτιστος, βλάχος, επαρχιώτης, ταγάρι, χοντράνθρωπος. Βλ. αρχοντο~. ● Υποκ.: χωριατάκι (το), χωριατάκος (ο) ● Μεγεθ.: χωριάταρος (ο): στη σημ. 2. ● ΦΡ.: δώσε θάρρος στον/του χωριάτη, να σ' ανέβει/και θ' ανέβει στο κρεβάτι (παροιμ.): για πρόσωπο που εκμεταλλεύεται τις ευγενικές και καλοπροαίρετες προθέσεις των άλλων., γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) βλ. χωριό [< μεσν. χωριάτης]
57655χωριατιάχω-ρια-τιά ουσ. (θηλ.) (προφ.): συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλλιέργειας και εκλεπτυσμένων τρόπων: Είναι μεγάλη ~ (= βλαχιά, χοντροκοπιά). Μην κάνεις ~ιές (= χοντράδες). [< μεσν. χωριατία]
57656χωριάτικος, η, ο χω-ριά-τι-κος επίθ. 1. που αναφέρεται στο χωριό και τη ζωή του ή στον χωριάτη· (ειδικότ., για ζώα ή τρόφιμα) που εκτρέφεται σε χωριό ή παρασκευάζεται σε αυτό με παραδοσιακό τρόπο, από ντόπια και κατ' επέκτ. αγνά, φρέσκα υλικά: ~ος: γάμος (πβ. βλάχικος)/φούρνος. ~η: ζωή/ταβέρνα. ~ο: σπίτι. ~οι: χοροί. ~α: έθιμα/έπιπλα/πανηγύρια (πβ. λαϊκός)/ρούχα. Επίπλωση/καθιστικό σε ~ο στιλ/~ου τύπου (: ρουστίκ, φολκλόρ). Πβ. αγροτ-, γεωργ-ικός. ΑΝΤ. αστικός, πρωτευουσιάνικος.|| ~α: κοτόπουλα (: αλανιάρικα, ελευθέρας βοσκής).|| ~ο: αλεύρι/γιαούρτι/τυρί/φύλλο. ~ες: γεύσεις/πίτες/φρυγανιές. ~α: αβγά/ζυμαρικά/κουλούρια/λουκάνικα/παξιμάδια/προϊόντα/υλικά. Κόκορας ~ (με χυλοπίτες). Ομελέτα ~η. Βλ. σπιτικός. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλλιέργειας και καλών τρόπων: ~η: κουτοπονηριά/νοοτροπία/συμπεριφορά. ~ο: μυαλό. Πβ. άξεστος, βλάχικος. ΑΝΤ. εκλεπτυσ-, καλλιεργη-, πολιτισ-μένος. ● επίρρ.: χωριάτικα ● ΣΥΜΠΛ.: χωριάτικη σαλάτα & (προφ.) χωριάτικη: ΜΑΓΕΙΡ. ελληνική σαλάτα που περιέχει κυρ. ντομάτα, αγγούρι, πράσινη πιπεριά, φέτα, ελιές και κρεμμύδι· σε αυτά προστίθεται αλάτι, λάδι και ρίγανη: κλασική ~ ~.|| (προφ.) Πιάσε μια ~! [< πβ. αγγλ. Greek salad, 1889] , χωριάτικο ψωμί/ψωμί χωριάτικο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. που παρασκευάζεται με αλεύρι από σιτάρι και προζύμι, ζυμώνεται με τα χέρια και ψήνεται συνήθ. σε παραδοσιακό φούρνο με ξύλα· κατ' επέκτ. ψωμί παρόμοιου τύπου: ~ σταρένιο ψωμί.
57657χωριατόπαιδοχω-ρια-τό-παι-δο ουσ. (ουδ.) & χωριατόπουλο, χωριατοπούλα (η) (κυρ. παλαιότ.): αγόρι που ζει σε χωριό ή κατάγεται από την επαρχία. Βλ. -παιδο, -πουλο.
57658χωριατόσπιτοχω-ρια-τό-σπι-το ουσ. (ουδ.) (προφ.): χωριάτικο σπίτι.
57659χωρίζωχω-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χώρι-σα, χωρί-σει, -στηκε, -στεί, χωρίζ-οντας, -όμενος, χωρι-σμένος} 1. διαιρώ ένα σύνολο σε διακριτά υποσύνολα: ~ τη ζύμη σε δύο ίσα μέρη (ή στη μέση)/το κείμενο σε παραγράφους/τις λέξεις σε συλλαβές. Ο δρόμος ~ει/~εται στα δύο. Το ακαδημαϊκό έτος ~εται σε δύο εξάμηνα. Τα παιδιά ~στηκαν σε ομάδες. Η διαδικασία έχει ~στεί σε τρεις φάσεις. Πβ. κατανέμω, κόβω. Βλ. κατα~, κόβω.|| ~σαν την περιουσία (και ο καθένας πήρε το μερίδιό του). ΣΥΝ. μοιράζω. Πβ. μερίζω.|| ~σμένοι σε αντίπαλα στρατόπεδα/παρατάξεις (= διασπασμένοι). Πβ. διαιρώ, κατα-κερματίζω, -τέμνω. ΑΝΤ. ενώνω (1) 2. διακόπτω τη στενή σχέση, συνήθ. ερωτική ή συζυγική, που έχω με κάποιον: ~σε τον άνδρα της/τη γυναίκα του (: τον/την παράτησε, πήρε διαζύγιο).|| ~σε από/με τον αγαπημένο της. ~σαν οριστικά/πολιτισμένα. Του ζήτησε να ~σουν. Αποφάσισαν να ~σουν μετά/ύστερα από ... χρόνια γάμου/συμβίωσης. Πβ. τα χαλάω.|| ~σμένοι: γονείς. Πβ. διαζευγμένος, ζωντοχήρος. Βλ. φρεσκοχωρισμένος.|| (σπανιότ., για επαγγελματική σχέση:) ~σαν φιλικά λίγο πριν από τη λήξη της συνεργασίας τους. 3. (μτφ.) απομακρύνω κάποιον από πρόσωπο με το οποίο συνδέεται στενά, συνήθ. οικογενειακά ή ερωτικά: Μόνο ο θάνατος θα μας ~σει. Δεν μπορείς να ~σεις μια μάνα απ' τα παιδιά της.|| (για ζευγάρι:) Τους ~σε η απόσταση/ζήλια. ΑΝΤ. ενώνω (2), φέρνω σε επαφή/(πιο) κοντά 4. βάζω, τοποθετώ χωριστά: ~ τα μάλλινα απ' τα βαμβακερά/τα φρούτα απ' τα λαχανικά. Πβ. δια~, ξεδιαλέγω.|| Χωρίστε τα χρήσιμα απ' τα άχρηστα! Πβ. ξεσκαρτάρω.|| (κατ' επέκτ.) ~ουν (= διακρίνουν) τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς/πλούσιους και φτωχούς. ΣΥΝ. ξεχωρίζω (1) 5. επεμβαίνω, για να σταματήσω καβγά: Έπεσαν πάνω τους/μπήκαν στη μέση, για να τους ~σουν. 6. {στον πληθ.} (προφ.) αποχωρίζομαι: ~σαμε έξω από το εστιατόριο. Ήρθε η ώρα/είναι αργά· πρέπει να ~σουμε.χωρίζει: εμποδίζει την επαφή ή την επικοινωνία μεταξύ δύο στοιχείων, επειδή βρίσκεται ανάμεσά τους: Το ποτάμι ~ το βόρειο από το νότιο τμήμα της πόλης.|| Θάλασσες και βουνά μας ~ουν (: είμαστε πολύ μακριά). Ψηλοί τοίχοι τους χώριζαν απ' τον έξω/υπόλοιπο κόσμο.|| (μτφ.) Τους ~ άβυσσος/μεγάλη απόσταση/μίσος/(αγεφύρωτο) χάσμα. Μια ανάσα/μέρα μας ~ απ' τον τελικό. Τους ~ μεγάλη διαφορά ηλικίας. ΑΝΤ. συνδέει. ● ΦΡ.: (εδώ) χωρίζουν οι δρόμοι μας & χωρίζουν οι δρόμοι μου με κάποιον 1. σταματά πλέον η ερωτική, φιλική ή επαγγελματική μας σχέση. 2. αφήνουμε ο ένας τον άλλο και πηγαίνουμε προς διαφορετική κατεύθυνση: ~σαν οι δρόμοι τους και πήγε ο καθένας σπίτι του., δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε & τι έχουμε να χωρίσουμε;: δεν υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ μας: Γιατί να τσακωθούμε; ~ ~, άλλωστε., δεν ξέρει να μοιράσει/να χωρίσει δυο γαϊδάρων/γαϊδουριών άχυρα βλ. γάιδαρος, και ους ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω βλ. συζευγνύω, ξεχωρίζω/χωρίζω την ήρα από το σ(ι)τάρι βλ. ήρα, χωρίζω/ξεχωρίζω τους αμνούς/τα πρόβατα από τα ερίφια βλ. αμνός, χωρίζω/σπάω/έχω χωριστά τα τσανάκια μου με κάποιον βλ. τσανάκι [< αρχ. χωρίζω]
57660χωρικόςχω-ρι-κός ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. χωρική}: κάτοικος χωριού. Πβ. ξωμερίτης, χωριανός, χωριάτης. Βλ. αγρότης. [< μτγν. χωρικός]
57661χωρικός1, ή, ό χω-ρι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με τον τοπολογικό ή ειδικότ. με τον κοινωνικό και οικονομικό γεωγραφικό χώρο: ~ή: ανάλυση/ασυνέχεια/δείξη/διασπορά/διάσταση/διάταξη/κατανομή/κλίμακα/νοημοσύνη/συμμετρία (βλ. ομοτιμία)/συνοχή. ~ό: πλαίσιο/σημείο. ~ές: βάσεις δεδομένων/πληροφορίες/συντεταγμένες. ~ά: όρια. Χρονικό και ~ό επίπεδο.|| ~ός: σχεδιασμός. ~ή: ανάπτυξη/αρμοδιότητα (= κατά τόπο, τοπική)/οργάνωση (βλ. οικιστικός). ~ές: ανακατατάξεις. Πβ. πολεοδομ-, χωροταξ-ικός. Βλ. γεω~, κτηματικός. ● επίρρ.: χωρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< αγγλ. spatial]
57662χωρικός2, ή, ό χω-ρι-κός επίθ.: που αναφέρεται στη χώρα. Στο ● ΣΥΜΠΛ.: χωρικά ύδατα & (σπάν.) χωρική θάλασσα: ΝΟΜ. αιγιαλίτιδα ζώνη. [< γαλλ. eaux territoriales]
57663χωρικός3, ή, ό χω-ρι-κός επίθ. (σπάν.): που σχετίζεται με το χωριό: ~ή: ζωή. ~ό: σπίτι. Πβ. αγροτικός, χωριάτικος. [< μτγν. χωρικός < αρχ. χώρα]
57664χωριόχω-ριό ουσ. (ουδ.) 1. αγροτική οικιστική μονάδα με πληθυσμό μικρότερο της κωμόπολης· συνεκδ. οι κάτοικοί της: γραφικό/ειδυλλιακό/μεσόγειο/μικρό/ορεινό/παραδοσιακό/παραθαλάσσιο ή παραλιακό/παραμεθόριο/πεδινό ~. Αποκλεισμένα/απομακρυσμένα/απομονωμένα/αραιοκατοικημένα/δυσπρόσιτα/έρημα/ξεχασμένα/τουριστικά/φτωχικά ~ιά. Τα γύρω ~ιά. ~ μέσα στο δάσος/πνιγμένο στο πράσινο. Τα έθιμα/η εκκλησία/ο ξενώνας/η πλατεία (πβ. μεσοχώρι)/το σχολείο του ~ιού. Τα ~ιά του Νομού. ~ιά του κάμπου. Κατάγεται από ~. Γύρισε/ταξίδεψε σε πόλεις και ~ιά. Πβ. κώμη. Βλ. βλαχο-, κατσικο-, κεφαλο-, ψαρο-χώρι.|| Ξεσηκώθηκε όλο το ~. ΣΥΝ. χωριανοί, χωρικοί. 2. (ειδικότ.) ο αντίστοιχος οικισμός ως τόπος καταγωγής: το ~ του πατέρα μου. Γιορτές/διακοπές στο ~. Έφυγε απ' το ~, για να έρθει στην πρωτεύουσα (βλ. αστυφιλία). Τα αβγά είναι απ' το ~ (: αγνά, φρέσκα). Πβ. γενέτειρα, η ιδιαίτερη πατρίδα. Βλ. κοντο-, συγ-χωριανός, ομοχώριος.|| (ειρων.-μειωτ.) Είχε και στο ~ του πολυτέλειες! 3. πρότυπος οικισμός, με περιορισμένο αριθμό κατοίκων: αθλητικό/(ΟΙΚΟΛ.) αιολικό/λαογραφικό/ομογενειακό/πολιτιστικό ~. Ανέγερση/δημιουργία/ίδρυση ~ιού Τύπου. ● Υποκ.: χωριουδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακαδημαϊκό χωριό: πρότυπο κέντρο ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων, με ξενώνα και συνεδριακό εξοπλισμό., οικολογικό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικοκοινότητα., παγκόσμιο/πλανητικό χωριό: η Γη, ο κόσμος ολόκληρος ως παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Βλ. κυβερνοχώρος. [< αγγλ. global village, 1959] , Παιδικό Χωριό SOS: οικισμός που αποτελείται από δεκαπέντε έως είκοσι σπίτια, στο καθένα από τα οποία ζει οικογένεια που απαρτίζεται από παιδιά, τα οποία έχουν χάσει τους φυσικούς τους γονείς ή έχουν απομακρυνθεί από αυτούς για σοβαρούς λόγους, και από μια γυναίκα που έχει αναλάβει τον ρόλο της μητέρας. [< αγγλ. SOS Children Village, 1949] , δασικό χωριό βλ. δασικός, ηλιακό χωριό βλ. ηλιακός, ο τρελός του χωριού βλ. τρελός, ολυμπιακό χωριό βλ. ολυμπιακός ● ΦΡ.: γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) (προφ.): τσακωθήκαμε άσχημα. Πβ. μαλλιά κουβάρια., κακό χωριό τα λίγα σπίτια (παροιμ.): για να δηλωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις (κυρ. ως προς τη διατήρηση της ιδιωτικότητας ή των καλών σχέσεων) που έχει η συνύπαρξη ανθρώπων σε κλειστές κοινωνίες ή μικρούς χώρους., κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη (παροιμ.): είναι καλύτερο να έχει κάποιος την πρώτη θέση σε μικρότερο κύκλο ανθρώπων, παρά τη δεύτερη σε ευρύτερο., κάνω χωριό με κάποιον (προφ.): μπορώ να συνεννοηθώ, να συνυπάρξω: Δεν μπορεί να ~ει ~ με κανέναν., ο καλύτερος του χωριού (προφ.): για κάποιον που θεωρείται ότι υπερτερεί σε σχέση με τους υπόλοιπους. Πβ. πρώτος και καλύτερος., όνομα και μη χωριό βλ. όνομα, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος [< μεσν. χωριόν 3: αγγλ. village]
57665χωρίοχω-ρί-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΦΙΛΟΛ. απόσπασμα από αρχαίο ή εκκλησιαστικό κείμενο: αριστοτελικό ~. Αποστολικά/ευαγγελικά ~α (= εδάφια, περικοπές). Αθέτηση (βλ. οβελός)/ανάλυση/ερμηνεία/μετάφραση/παράθεση/περιεχόμενο/σχολιασμός ~ου. 2. ΓΕΩΜ. καθορισμένη επιφάνεια οποιουδήποτε σχήματος. [< αρχ. χωρίον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.