Αναζήτηση
 
Βρέθηκαν 58776 εγγραφές  [58080-58100]

IDΛήμμαΕρμηνεία
57666χωρίςχω-ρίς πρόθ. ΣΥΝ. δίχως· δηλώνει 1. (+ αιτ.) ότι κάτι ή κάποιος δεν υπάρχει, λείπει, απουσιάζει: ημέρα ~ εκπλήξεις. Μήνυμα ~ χρέωση (= δωρεάν).|| Πράξεις ~ λογική (= παράλογες). Άνθρωπος ~ αισθήματα (= αναίσθητος)/καρδιά (= άκαρδος)/μυαλό (= άμυαλος)/φραγμούς. Σπίτι ~ έπιπλα/θέρμανση. Είναι ~ εργασία (= άνεργος)/λεφτά (= απένταρος)/ύπνο (= άυπνος). Πού πας ~ παλτό; Μπορώ και ~ εσένα.|| Έγκλημα ~ τιμωρία (= ατιμώρητο). Ταλαιπωρία ~ τέλος. Κείμενο ~ τίτλο. Μακαρόνια ~ τυρί. Πορτοκαλάδα με ή ~ ανθρακικό; ~ ειδοποίηση (= απροειδοποίητα). ΣΥΝ. άνευ (1) ΑΝΤ. με1 (1) 2. (+ να) ενέργεια, πράξη που δεν έγινε ή δεν θα γίνει: Πλούτισε, ~ να κοπιάσει. Τον στενοχώρησα, ~ να το θέλω. Μπήκε μέσα, ~ να το αντιληφθώ. Έφυγε, ~ (καν) να πει αντίο (= ~ αντίο).|| Θα τους βοηθήσω και ~ να (= ακόμα κι αν δεν) μου το ζητήσουν. Συνέχισε, ~ να (: και μη) φοβάσαι. Προχώρα, ~ να ρωτάς (= ~ γιατί και πώς). 3. (+ αιτ./να) ότι κάποιος εξαιρείται, δεν συμπεριλαμβάνεται σε ένα σύνολο: Πόσοι είμαστε ~ τα παιδιά; Έβγαλα 100 ευρώ, ~ να υπολογίσω το κόστος. Πβ. χώρια. 4. (+ αιτ./να) απαραίτητη προϋπόθεση: ~ αυτόν (= αν δεν έρθει), δεν πάμε πουθενά. Δεν φεύγω, ~ να τον δω. ● ΦΡ.: (με/χωρίς) σηκωμένη μύτη βλ. σηκωμένος, (το) δίχως άλλο/χωρίς άλλο βλ. δίχως, άνευ προηγουμένου βλ. προηγούμενο, δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά βλ. ομελέτα, δεν έχει ηλικία/χωρίς ηλικία βλ. ηλικία, δεν κάνω βήμα χωρίς ... βλ. βήμα, δεν κάνω χωρίς κάποιον/κάτι βλ. κάνω, δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά βλ. καπνός, δίχως/χωρίς όρια/όριο βλ. όριο, δρόμος χωρίς επιστροφή/γυρισμό βλ. δρόμος, επαναστάτης χωρίς (/με) αιτία βλ. επαναστάτης, λογαριάζω/κάνω λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο βλ. λογαριάζω, με/χωρίς (μεγάλες/σοβαρές) αξιώσεις βλ. αξίωση, με/χωρίς πρόγραμμα βλ. πρόγραμμα, σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει βλ. Γιάννης, ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό βλ. ταξίδι, χωρίς (άλλη/καμιά) κουβέντα βλ. κουβέντα, χωρίς (καμία/καμιά) εξαίρεση βλ. εξαίρεση, χωρίς αναβολή/αναβολές βλ. αναβολή, χωρίς ανάσα βλ. ανάσα, χωρίς αντίκρισμα βλ. αντίκρισμα, χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση βλ. κουβέντα, χωρίς δεύτερη σκέψη βλ. δεύτερος, χωρίς περιορισμό βλ. περιορισμός, χωρίς περιστροφές βλ. περιστροφή, χωρίς προβλήματα/πρόβλημα βλ. πρόβλημα, χωρίς σταματημό βλ. σταματημός, χωρίς συζήτηση βλ. συζήτηση, χωρίς υπερβολή/υπερβολές βλ. υπερβολή, χωρίς φόβο και πάθος βλ. φόβος, χωρίς/δίχως (καμία/την παραμικρή) ντροπή/αιδώ βλ. ντροπή, χωρίς/δίχως αμφιβολία βλ. αμφιβολία, χωρίς/δίχως αποτέλεσμα βλ. αποτέλεσμα, χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) βλ. λόγος, χωρίς/χώρια τα καλοκαίρια βλ. καλοκαίρι [< αρχ. χωρίς]
57667χώρισμαχώ-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) {χωρίσμ-ατος | -ατα} 1. κατασκευή που χωρίζει έναν χώρο σε μικρότερους: γυάλινο/γύψινο/διακοσμητικό/διπλό/εξωτερικό/εσωτερικό/ηχομονωτικό/θερμομονωτικό/κάθετο/κινητό/μεταλλικό/ξύλινο/πλαστικό/προστατευτικό/πρόχειρο/πτυσσόμενο/χαμηλό ~. ~ατα γραφείων. ΣΥΝ. διαχωριστικό. Πβ. πάσο, (παρα)πέτασμα. Βλ. φρακτή.|| Θήκη/συρτάρι με ~ατα. 2. (προφ.) διάλυση ερωτικής σχέσης, συνήθ. γάμου: ~ του ζευγαριού. Είναι σε φάση ~ατος/στα ~ατα. Πβ. διαζύγιο. ΣΥΝ. χωρισμός (1) 3. (προφ.) διαίρεση σε μικρότερα μέρη: ~ της περιουσίας (= μοίρασμα). Βλ. ξε~. ΣΥΝ. χωρισμός (3) ΑΝΤ. ένωμα ● Υποκ.: χωρισματάκι (το): στη σημ. 1. [< μτγν. χώρισμα, γαλλ. séparation]
57668χωρισμόςχω-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. διάλυση ερωτικής σχέσης, συνήθ. συζυγικής: αναπόφευκτος/δύσκολος/επώδυνος/ξαφνικός/οριστικός/πολιτισμένος/πρόσφατος ~. ~ (του ζευγαριού) μετά από δέκα χρόνια γάμου/συμβίωσης. Επήλθε ο ~. Βρίσκονται στα πρόθυρα του ~ού. Έφτασαν/κατέληξαν στον ~ό. Δεν μπορεί να ξεπεράσει τον ~ό. Πβ. διαζύγιο, χώρισμα. Βλ. -ισμός. ΑΝΤ. επανασύνδεση 2. απομάκρυνση προσώπου ή στοιχείου από άλλο με το οποίο είναι στενά συνδεδεμένο: αβάσταχτος/προσωρινός/σκληρός ~. ~ της μάνας από το παιδί (= απο~).|| ~ της θεωρίας από την πράξη/της Ανατολικής από τη Δυτική Εκκλησία (: σχίσμα)/της ψυχής από το σώμα. 3. διαίρεση συνόλου σε μέρη: ~ σε κατηγορίες (= διάκριση)/(των μαθητών) σε ομάδες. ~ της περιοχής σε ζώνες/ύλης σε κεφάλαια. Πβ. δια~, διαμέριση, κατανομή, κατάτμηση, κομμάτιασμα, τεμαχισμός. Βλ. διχοτόμηση, τμηματο-, φιλετο-ποίηση. ΣΥΝ. χώρισμα (3) ΑΝΤ. ένωση (3) ● ΦΡ.: χωρισμός από τραπέζης και κοίτης βλ. κοίτη [< αρχ. χωρισμός]
57669χωριστικός, ή, ό χω-ρι-στι-κός επίθ. 1. που λειτουργεί διασπαστικά· ειδικότ. που αποβλέπει στην αυτονόμηση μιας περιοχής: ~ές: ενέργειες/θέσεις/κινήσεις. Πβ. αυτονομιστ-, σχισματ-ικός. ΑΝΤ. ενωτικός 2. (σπάν.) διαχωριστικός: ~ό: δίκτυο αποχέτευσης. ● επίρρ.: χωριστικά [< μτγν. χωριστικός, γαλλ. séparatiste]
57670χωριστικότηταχω-ρι-στι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του χωριστικού. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. ενότητα (1) [< γαλλ. séparatisme]
57671χωριστός, ή, ό χω-ρι-στός επίθ. ΣΥΝ. ξεχωριστός 1. που γίνεται σε διαφορετική χρονική στιγμή ή τοποθετείται σε διαφορετικό χώρο σε σχέση με κάτι άλλο· που δημιουργήθηκε ειδικά, για να περιλάβει στοιχεία που δεν πρέπει να βρίσκονται μαζί με άλλα: ~ός: εορτασμός (ΑΝΤ. κοινός). ~ή: σελίδα. ~οί: λογαριασμοί. ~ές: εγκαταστάσεις/περιπτώσεις. ~ά: δωμάτια. Τραπεζαρία ~ή από την κουζίνα. Μπάνιο με ~ό ντους. Κοιτώνες ~οί για τ' αγόρια και τα κορίτσια. ΑΝΤ. αδιαίρετος, αχώριστος. Βλ. ενω-, συνδεδε-μένος. 2. (σπάν.) που διαφέρει από κάποιον ή κάτι άλλο, που δεν μπορεί να ταυτιστεί με αυτό(ν): ~ές: περιπτώσεις. Πβ. διακριτός, εξατομικευ-, μεμονω-μένος, ιδιαίτερος, μοναδικός. ● επίρρ.: χωριστά: (για ζευγάρι σε διάσταση:) Κοιμούνται/μένουν ~.|| Ζει ~ απ' τους δικούς της. Πβ. μακριά.|| Οι αιτήσεις υποβάλλονται ~. ΑΝΤ. από κοινού.|| (σπάν.) Θα σου κοστίσει ... ευρώ, ~ (= χώρια, χωρίς) τα έξοδα μεταφοράς. ΑΝΤ. μαζί (1) [< αρχ. χωριστός]
57672χωρίστραχω-ρί-στρα ουσ. (θηλ.): χτένισμα που χωρίζει τα μαλλιά σε δύο μέρη· συνεκδ. η γραμμή που σχηματίζεται: αυστηρή/ίσια (βλ. αλφάδι)/στραβή ~. Μου χάλασε η ~. Κάνω ~ αριστερά/δεξιά/στη μέση/στο πλάι. ● Υποκ.: χωριστρούλα (η)
57673χωρο- & χωρό-α' συνθετικό που αναφέρεται 1. σε έκταση, περιοχή: χωρο-θέτηση/~-ταξία. 2. στον χώρο ως αφηρημένη έννοια: χωρό-χρονος.
57674χωροβάτηςχω-ρο-βά-της ουσ. (αρσ.): ΤΟΠΟΓΡ. όργανο υπολογισμού της υψομετρικής διαφοράς μεταξύ δύο σημείων του εδάφους: αυτόματος/οπτικός/ψηφιακός ~. Το τηλεσκόπιο του ~η. Βλ. γεωδαιτικός, θεοδόλιχος, σταδία, ταχύμετρο, χωροστάθμηση. [< πβ. μτγν. χωροβάτης ‘όργανο για την ισοστάθμιση του νερού’, γερμ. Nivelliergerät]
57675χωρογραφίαχω-ρο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΓΡ. συστηματική περιγραφή και ανάλυση γεωγραφικής περιοχής. Βλ. τοπο-, χαρτο-γραφία. [< μτγν. χωρογραφία, γαλλ. chorographie, αγγλ. chorography]
57676χωρογραφικός, ή, ό χω-ρο-γρα-φι-κός επίθ.: ΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη χωρογραφία: (παλαιότ.) ~ός: πίνακας. Βλ. τοπο-, χαρτο-γραφικός. [< μτγν. χωρογραφικός, γαλλ. chorographique, αγγλ. chorographic]
57677χωροδιάταξηχω-ρο-δι-ά-τα-ξη ουσ. (θηλ.) (επιστ.): διάταξη στον χώρο: (ΟΙΚΟΛ.) ~ των ζωικών/φυτικών οργανισμών.
57678χωροδικτύωμαχω-ρο-δι-κτύ-ω-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΑΡΧΙΤ. στέγαστρο που αποτελείται από δύο επάλληλα δικτυώματα συνδεδεμένα μεταξύ τους με διαγώνιες μεταλλικές ράβδους: το ~ του γηπέδου/γυμναστηρίου/εκθεσιακού κέντρου. 2. ΜΗΧΑΝΟΛ. μεταλλικό πλαίσιο οχήματος, πάνω στο οποίο βιδώνονται όλα τα υπόλοιπα τμήματά του, τα μηχανικά μέρη και το αμάξωμα: αλουμινένιο/ατσάλινο/χαλύβδινο ~ αυτοκινήτου. Πβ. σασί. [< αγγλ. space frame, 1912]
57679χωροεπίσκοποςβλ. χωρεπίσκοπος
57680χωροθεσίαχω-ρο-θε-σί-α ουσ. (θηλ.) (επιστ.): η ακριβής θέση και τα όρια ενός αντικειμένου στον χώρο: γεωοικονομική ~. Βλ. -θεσία, φενγκ σούι. [< μτγν. χωροθεσία]
57681χωροθέτησηχω-ρο-θέ-τη-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χωροθετώ: αυθαίρετη/νόμιμη ~. ~ εγκατάστασης (διαχείρισης αποβλήτων)/μουσείου/φωτοβολταϊκών/ΧΥΤΑ. Άδεια/μελέτες/προέγκριση ~ης. Βλ. οριοθέτηση. [< αγγλ. localization, γαλλ. localisation]
57682χωροθετώ[χωροθετῶ] χω-ρο-θε-τώ ρ. (μτβ.) {χωροθετ-εί, -ώντας | χωροθέτ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} (επίσ.): καθορίζω επακριβώς και εγκρίνω τον χώρο κατασκευής ενός έργου: Το εργοστάσιο ~είται σε επιφάνεια ... στρεμμάτων. ~ημένη: βιομηχανική ζώνη. ~ημένο: οδικό δίκτυο. ~ημένα: καταστήματα. Παράνομα ~ημένες εγκαταστάσεις. Βλ. οριοθετώ, -θετώ. [< αγγλ. localize, γαλλ. localiser]
57683χωροκατακτητικός, ή, ό χω-ρο-κα-τα-κτη-τι-κός επίθ. 1. ΙΑΤΡ. (για όγκο) που αναπτύσσεται ή εξελίσσεται παθολογικά σε οργανικό ιστό: ~ή: βλάβη/εξεργασία. 2. ΟΙΚΟΛ. (για ξενικό φυτικό ή ζωικό είδος) που εξαπλώνεται, εισβάλλει σε ένα οικοσύστημα, διαταράσσοντας την ισορροπία του. Βλ. λεοντόψαρο. [< 1: αγγλ. space-occupying, 1961, 2: αγγλ. invasive, 1928, γαλλ. invasif]
57684χωρομέτρηςχω-ρο-μέ-τρης ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας ειδικευμένος στις χωρομετρήσεις: δασικός ~. Βλ. τοπογράφος, -μέτρης. [< μτγν. χωρομέτρης 'μετρητής ή επιθεωρητής εδαφικών εκτάσεων']
57685χωρομέτρησηχω-ρο-μέ-τρη-ση ουσ. (θηλ.): ΤΟΠΟΓΡ. διαδικασία προσδιορισμού της μορφολογίας και των ορίων εδαφικής έκτασης, μέσω μετρήσεων: κτηματική ~. ~ της οικοδομής. ~ δρόμων/κτιρίων/τοίχων. Βλ. ορόσημο, φωτογραμμετρία, -μέτρηση.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.